Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52022IP0044

    Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 17ης Φεβρουαρίου 2022 που περιέχει συστάσεις προς την Επιτροπή σχετικά με ένα καταστατικό για τα ευρωπαϊκά διασυνοριακά σωματεία και τις μη κερδοσκοπικές οργανώσεις (2020/2026(INL))

    ΕΕ C 342 της 6.9.2022, p. 225–264 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)
    ΕΕ C 342 της 6.9.2022, p. 214–253 (GA)

    6.9.2022   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    C 342/225


    P9_TA(2022)0044

    Καταστατικό για τα ευρωπαϊκά διασυνοριακά σωματεία και τις μη κερδοσκοπικές οργανώσεις

    Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 17ης Φεβρουαρίου 2022 που περιέχει συστάσεις προς την Επιτροπή σχετικά με ένα καταστατικό για τα ευρωπαϊκά διασυνοριακά σωματεία και τις μη κερδοσκοπικές οργανώσεις (2020/2026(INL))

    (2022/C 342/17)

    Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

    έχοντας υπόψη το άρθρο 225 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ),

    έχοντας υπόψη τα άρθρα 114 και 352 ΣΛΕΕ,

    έχοντας υπόψη το άρθρο 11 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση,

    έχοντας υπόψη τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 12,

    έχοντας υπόψη το άρθρο 11 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου,

    έχοντας υπόψη τη γνώμη (1) του σχετικά με την πρόταση της Επιτροπής για την έκδοση κανονισμού περί του καταστατικού του ευρωπαϊκού σωματείου (2),

    έχοντας υπόψη το ψήφισμά του, της 13ης Μαρτίου 1987, σχετικά με τις μη κερδοσκοπικές ενώσεις στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες (3),

    έχοντας υπόψη το ψήφισμά του, της 7ης Οκτωβρίου 2020, σχετικά με τη θέσπιση μηχανισμού της ΕΕ για τη δημοκρατία, το κράτος δικαίου και τα θεμελιώδη δικαιώματα (4),

    έχοντας υπόψη τη δήλωσή του, της 10ης Μαρτίου 2011, σχετικά με τη θέσπιση ευρωπαϊκού καταστατικού για τα αλληλασφαλιστικά ταμεία, τις ενώσεις και τα ιδρύματα (5),

    έχοντας υπόψη τη γνωμοδότηση της ΕΟΚΕ με θέμα «Ευρωπαϊκή Φιλανθρωπία: αναξιοποίητο δυναμικό (διερευνητική γνωμοδότηση κατόπιν αιτήματος της Ρουμανικής Προεδρίας)»,

    έχοντας υπόψη τις κοινές κατευθυντήριες γραμμές για την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι (CDL-AD(2014)046) που εγκρίθηκαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τη Δημοκρατία μέσω της Νομοθεσίας (Επιτροπή της Βενετίας) και το Γραφείο Δημοκρατικών Θεσμών και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ODIHR) του ΟΑΣΕ,

    έχοντας υπόψη τα άρθρα 47 και 54 του Κανονισμού του,

    έχοντας υπόψη τις γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής Πολιτισμού και Παιδείας και της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων,

    έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων (A9-0007/2022),

    Α.

    λαμβάνοντας υπόψη ότι το άρθρο 63 ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 7, 8 και 12 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ο «Χάρτης»), κατοχυρώνει την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι σε όλα τα επίπεδα και προστατεύει τις μη κερδοσκοπικές οργανώσεις από μεροληπτικούς, περιττούς και αδικαιολόγητους περιορισμούς όσον αφορά τη χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων τους·

    Β.

    λαμβάνοντας υπόψη ότι ο όρος «μη κερδοσκοπική οργάνωση» θα πρέπει, για τους σκοπούς του παρόντος ψηφίσματος, να νοείται ότι αντικατοπτρίζει την πληθώρα των μορφών μη κερδοσκοπικών οργανώσεων στην Ένωση, είτε βασίζονται στη συμμετοχή των μελών είτε όχι, π.χ. σωματεία, φιλανθρωπικές οργανώσεις, οργανώσεις των οποίων τα περιουσιακά στοιχεία διατίθενται για την επιδίωξη συγκεκριμένου σκοπού, όπως ιδρύματα, και άλλες παρόμοιες οργανώσεις·

    Γ.

    λαμβάνοντας υπόψη ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχει αναγνωρίσει ότι το κράτος έχει θετική υποχρέωση να διασφαλίζει την άσκηση του δικαιώματος της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι και, στην απόφασή του της 21ης Οκτωβρίου 2005, Ouranio Toxo κ.λπ. κατά Ελλάδας (6), αποφάνθηκε ότι «ο πραγματικός και ουσιαστικός σεβασμός της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι δεν μπορεί να περιοριστεί σε απλή υποχρέωση του κράτους να μην παρεμβαίνει»· λαμβάνοντας υπόψη ότι, στην απόφασή του στην υπόθεση C-78/18 (7), το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) έκρινε ότι η ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι δεν περιλαμβάνει μόνον την ευχέρεια δημιουργίας και λύσης μιας ένωσης, αλλά περιλαμβάνει και τη δυνατότητα της ένωσης αυτής να δρα στο μεσοδιάστημα·

    Δ.

    λαμβάνοντας υπόψη ότι οι μη κερδοσκοπικές οργανώσεις είναι θεμελιώδους σημασίας για την εκπροσώπηση των συμφερόντων των πολιτών και της κοινωνίας των πολιτών, μεταξύ άλλων παρέχοντας υπηρεσίες σε συχνά μη κερδοφόρους κοινωνικούς τομείς, ενθαρρύνοντας τη συμμετοχή στην κοινωνική ζωή και προασπίζοντας τα δικαιώματα των μειονοτήτων· λαμβάνοντας, επίσης, υπόψη ότι διαδραματίζουν καίριο ρόλο στην πρόβλεψη και την αντιμετώπιση των κοινωνικοοικονομικών προκλήσεων, καθώς και στην κάλυψη των κενών στις υπηρεσίες και τις οικονομικές δραστηριότητες, παράλληλα με τις εθνικές, περιφερειακές και τοπικές κυβερνήσεις·

    Ε.

    λαμβάνοντας υπόψη ότι οι μη κερδοσκοπικές οργανώσεις συχνά αξιοποιούν και προωθούν την ελευθερία της έκφρασης, ιδίως σε σχέση με την προαγωγή του δημόσιου συμφέροντος, υποστηρίζουν την ενεργό συμμετοχή στον δημοκρατικό βίο και λειτουργούν ως σχολές δημοκρατίας·

    ΣΤ.

    λαμβάνοντας υπόψη ότι η κρίση COVID-19 ανέδειξε τον ζωτικό ρόλο των μη κερδοσκοπικών οργανώσεων στην παροχή βοήθειας στους ανθρώπους για την αντιμετώπιση των πολυάριθμων δυσκολιών, διασφαλίζοντας με τον τρόπο αυτό την κοινωνική συνοχή· λαμβάνοντας υπόψη ωστόσο, ότι η κατάστασή τους έχει κλονιστεί από την κρίση της νόσου COVID-19, ιδίως επειδή λόγω της κρίσης διακόπηκαν οι δραστηριότητές τους και δημιουργήθηκαν νέες ανάγκες και αποστολές·

    Ζ.

    λαμβάνοντας υπόψη ότι η ευρωπαϊκή δημοκρατία εξαρτάται από τη δυνατότητα της κοινωνίας των πολιτών και των αντιπροσωπευτικών οργανώσεων να λειτουργούν ελεύθερα και διασυνοριακά· λαμβάνοντας υπόψη ότι ο ουσιαστικός ρόλος της κοινωνίας των πολιτών και των αντιπροσωπευτικών οργανώσεων στη συμβολή στη δημοκρατία θεωρείται θεμελιώδης αξία της Ένωσης, όπως αναγνωρίζεται ιδίως στο άρθρο 11 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ), και απαιτεί την ύπαρξη ανοικτού, διαφανούς και διαρθρωμένου διαλόγου·

    Η.

    λαμβάνοντας υπόψη ότι οι μη κερδοσκοπικές οργανώσεις αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της κοινωνίας των πολιτών της Ένωσης και περιλαμβάνουν φιλανθρωπικές οργανώσεις, όπως ιδρύματα που συμβάλλουν στο έργο μεμονωμένων ατόμων και το διευκολύνουν, και μη κερδοσκοπικές οργανώσεις προς όφελος του δημόσιου συμφέροντος·

    Θ.

    λαμβάνοντας υπόψη ότι οι αξιόπιστες στατιστικές πληροφορίες σχετικά με μη κερδοσκοπικές οργανώσεις είναι ελάχιστες ή δεν είναι άμεσα διαθέσιμες·

    Ι.

    λαμβάνοντας υπόψη ότι το ευρωπαϊκό καταστατικό για τις ευρωπαϊκές εταιρείες, τις ευρωπαϊκές συνεταιριστικές εταιρείες ή τα ευρωπαϊκά κόμματα δεν είναι κατάλληλο για να μπορέσουν οι μη κερδοσκοπικές οργανώσεις να συνεργάζονται σε διασυνοριακό επίπεδο·

    ΙΑ.

    λαμβάνοντας υπόψη ότι οι επιχειρήσεις, οι εμπορικές επιχειρήσεις και οι όμιλοι οικονομικού σκοπού έχουν τη δυνατότητα να συστήσουν έναν ευρωπαϊκό όμιλο οικονομικού σκοπού·

    ΙΒ.

    λαμβάνοντας υπόψη ότι οι δημόσιοι φορείς μπορούν να δημιουργήσουν έναν Ευρωπαϊκό Όμιλο Εδαφικής Συνεργασίας·

    ΙΓ.

    λαμβάνοντας υπόψη ότι το ευρωπαϊκό καταστατικό σωματείων θα πρέπει να είναι ανοικτό σε οργανώσεις και πρόσωπα που επιθυμούν να συμμετάσχουν σε ανταλλαγές και αμοιβαία μάθηση σε διασυνοριακό επίπεδο·

    ΙΔ.

    λαμβάνοντας υπόψη ότι η έκκληση του Κοινοβουλίου για εθνικά στατιστικά μητρώα των παραγόντων της κοινωνικής οικονομίας δεν καλύπτει οργανώσεις εκτός της κοινωνικής οικονομίας·

    ΙΕ.

    λαμβάνοντας υπόψη ότι πολλές μη κερδοσκοπικές οργανώσεις διαδραματίζουν καίριο ρόλο στην οικονομία και στην ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς, συμμετέχοντας σε ορισμένες οικονομικές δραστηριότητες σε τακτική βάση· λαμβάνοντας υπόψη ότι ο όγκος των διασυνοριακών χρηματοοικονομικών ροών μεταξύ ενώσεων ή μη κερδοσκοπικών οργανώσεων έχει αυξηθεί σημαντικά την τελευταία δεκαετία·

    ΙΣΤ.

    λαμβάνοντας υπόψη ότι σήμερα έχει αυξηθεί η ευαισθητοποίηση των φορέων χάραξης πολιτικής και της κοινωνίας των πολιτών σχετικά με το δυναμικό των μη κερδοσκοπικών οργανώσεων όσον αφορά την παροχή υπηρεσιών, τη συμμετοχή των πολιτών και την κοινωνική καινοτομία· λαμβάνοντας υπόψη ότι το δυναμικό τους είναι πιθανόν αναξιοποίητο σε ευρύ φάσμα τομέων όπως η εκπαίδευση, ο πολιτισμός, η υγειονομική περίθαλψη, οι κοινωνικές υπηρεσίες, η έρευνα, η αναπτυξιακή βοήθεια, η ανθρωπιστική βοήθεια και η ετοιμότητα για την αντιμετώπιση καταστροφών·

    ΙΖ.

    λαμβάνοντας υπόψη ότι το κοινωνικοοικονομικό δυναμικό των μη κερδοσκοπικών οργανώσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση αυξάνεται συνεχώς, με τη δημιουργία ευκαιριών απασχόλησης σε ευρύ φάσμα τομέων·

    ΙΗ.

    λαμβάνοντας υπόψη ότι οι μη κερδοσκοπικές οργανώσεις διαδραματίζουν καίριο ρόλο στην υποστήριξη των ατόμων ώστε να συμμετέχουν ενεργά στον δημοκρατικό βίο·

    ΙΘ.

    λαμβάνοντας υπόψη ότι η συντριπτική πλειονότητα των δραστηριοτήτων των μη κερδοσκοπικών οργανώσεων διεξάγονται σε εθνικό επίπεδο, αν και ολοένα και περισσότερες μη κερδοσκοπικές οργανώσεις δραστηριοποιούνται διασυνοριακά, ενισχύοντας έτσι την κοινωνική συνοχή μεταξύ των κρατών μελών σε κοινωνικό επίπεδο, ιδίως σε παραμεθόριες περιοχές, οι οποίες αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 40 % του εδάφους της Ένωσης·

    Κ.

    λαμβάνοντας υπόψη ότι οι μη κερδοσκοπικές οργανώσεις, ειδικότερα, συμβάλλουν σημαντικά στην επίτευξη των στόχων της Ένωσης και αναπτύσσουν πολλές και ποικίλες δραστηριότητες γενικού συμφέροντος με διακρατική συνάφεια, οι οποίες ωφελούν το γενικό συμφέρον σε διάφορους τομείς· λαμβάνοντας υπόψη ότι αυτό περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την προστασία και την προαγωγή των θεμελιωδών δικαιωμάτων και αξιών, την προστασία του περιβάλλοντος, την εκπαίδευση, τον πολιτισμό, την κοινωνική εργασία και την αναπτυξιακή βοήθεια·

    ΚΑ.

    λαμβάνοντας υπόψη ότι, παρά τον αυξανόμενο αριθμό διασυνοριακών μη κερδοσκοπικών οργανώσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν υπάρχει εναρμονισμένο πανευρωπαϊκό νομοθετικό πλαίσιο που να τους επιτρέπει να λειτουργούν και να οργανώνονται σωστά σε διασυνοριακό επίπεδο·

    ΚΒ.

    λαμβάνοντας υπόψη ότι, επί του παρόντος, ελλείψει ενωσιακής ρύθμισης των μη κερδοσκοπικών οργανώσεων, οι διασυνοριακές δραστηριότητές τους χαρακτηρίζονται από πολιτισμικές, δικαστικές και πολιτικές ανισότητες που απορρέουν από το εθνικό δίκαιο·

    ΚΓ.

    λαμβάνοντας υπόψη ότι το Κοινοβούλιο είχε τονίσει ήδη από το 1987 την ανάγκη θέσπισης κατάλληλου ευρωπαϊκού κανονισμού για τις ευρωπαϊκές μη κερδοσκοπικές οργανώσεις στο ψήφισμά του, της 13ης Μαρτίου 1987, σχετικά με τις μη κερδοσκοπικές ενώσεις στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες·

    ΚΔ.

    λαμβάνοντας υπόψη ότι κάθε οργάνωση που επωφελείται από ευρωπαϊκό καταστατικό ή από ευρωπαϊκά κοινά ελάχιστα πρότυπα θα πρέπει να ενεργεί υπέρ της προαγωγής και της εφαρμογής των κοινών αξιών και στόχων της Ένωσης που κατοχυρώνονται στις Συνθήκες και στον Χάρτη·

    Τρέχουσα κατάσταση

    1.

    σημειώνει ότι οι μη κερδοσκοπικές οργανώσεις δεν διαθέτουν νομική μορφή σε επίπεδο Ένωσης ώστε να εκπροσωπούν τα συμφέροντα της κοινωνίας των πολιτών σε ισότιμη βάση με τις εμπορικές επιχειρήσεις και τους ομίλους οικονομικού σκοπού, για τα οποία έχει θεσπιστεί εδώ και καιρό νομική μορφή σε επίπεδο Ένωσης·

    2.

    παρατηρεί ότι οι νομικές, πολιτιστικές, πολιτικές και οικονομικές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών εξακολουθούν να καθιστούν τις διασυνοριακές δραστηριότητες των μη κερδοσκοπικών οργανώσεων πολύ περίπλοκες και ότι η τρέχουσα διοικητική και φορολογική μεταχείριση των διασυνοριακών δραστηριοτήτων των οργανώσεων αυτών έχει ως αποτέλεσμα υψηλότερο κόστος συναλλαγών από ό,τι σε εθνικό επίπεδο·

    3.

    τονίζει ότι το ισχύον νομικό πλαίσιο σε ενωσιακό και εθνικό επίπεδο δεν επαρκεί για να εγκαθιδρύσει και να στηρίξει μια ισχυρή πανευρωπαϊκή κοινωνία των πολιτών, η ύπαρξη της οποίας είναι απαραίτητη για τη δημοκρατία· επομένως, επισημαίνει την ανάγκη να εισαχθεί μια νέα νομική μορφή, δηλαδή το ευρωπαϊκό σωματείο, καθώς και να θεσπιστούν κανόνες για τη σύσταση, τη διαφάνεια, τη λογοδοσία και τη διακυβέρνηση ενός ευρωπαϊκού σωματείου·

    4.

    υπογραμμίζει ότι είναι σημαντικό να διασφαλιστεί ο συντονισμός σε επίπεδο Ένωσης, να αποφευχθεί ο κατακερματισμός και να υποστηριχθεί μια εναρμονισμένη προσέγγιση σε ολόκληρη την Ένωση όσον αφορά το ευρωπαϊκό σωματείο, μέσω ενός εντεταλμένου Συμβουλίου Ευρωπαϊκών Σωματείων· καλεί την Επιτροπή, προς τον σκοπό αυτό, να εξετάσει τις διάφορες επιλογές και να υποβάλει πρόταση για την καταλληλότερη μορφή και το καθεστώς του εν λόγω Συμβουλίου Ευρωπαϊκών Σωματείων, στο οποίο θα εκπροσωπούνται όλα τα κράτη μέλη και το οποίο θα διαθέτει εξουσίες λήψης αποφάσεων προσδιορισμένες με σαφήνεια·

    5.

    πιστεύει ότι η νομοθεσία της Ένωσης για τη στήριξη των μη κερδοσκοπικών οργανώσεων είναι αναγκαία και για την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς·

    6.

    τονίζει ότι, παρόλο που η ελεύθερη κυκλοφορία και εγκατάσταση είναι κατοχυρωμένες στις Συνθήκες, το θεμελιώδες δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι εξακολουθεί να μην υποστηρίζεται πλήρως και να μην προάγεται σε διάφορες δικαιοδοσίες των κρατών μελών λόγω της έλλειψης κατάλληλων οργανωτικών μορφών και της άνισης μεταχείρισης των υφιστάμενων μορφών σε ολόκληρη την Ένωση, με αποτέλεσμα αφενός να παρεμποδίζονται οι διακρατικές δραστηριότητες και τα διακρατικά έργα, οι διασυνοριακές αποστολές και η κινητικότητα της κοινωνίας των πολιτών και αφετέρου να προκαλείται ανασφάλεια δικαίου·

    7.

    εκφράζει τη λύπη του για την έλλειψη ενός μέσου για την περαιτέρω διευκόλυνση της ελεύθερης κυκλοφορίας των μη κερδοσκοπικών οργανώσεων, ανεξάρτητα από το κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένες, ή στο οποίο διαμένουν τα μέλη τους, ιδίως με την άρση των νομικών και διοικητικών εμποδίων·

    8.

    τονίζει ότι, λόγω της έλλειψης προσέγγισης των πρακτικών, οι μη κερδοσκοπικές οργανώσεις που δραστηριοποιούνται σε ολόκληρη την Ένωση αντιμετωπίζουν συχνά αδικαιολόγητους περιορισμούς, όπως τέλη, διατυπώσεις και διοικητικά και άλλα εμπόδια που θέτουν σε κίνδυνο τις καθημερινές δραστηριότητές τους και αποθαρρύνουν τις εν λόγω οργανώσεις να επεκτείνουν τις αποστολές τους πέραν των συνόρων· υπογραμμίζει ότι τα εμπόδια αυτά οδηγούν επίσης σε σημαντική αύξηση του φόρτου εργασίας λόγω της ανάγκης να ακολουθηθούν πολλές διαφορετικές διοικητικές διαδικασίες σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη·

    9.

    αποδοκιμάζει το γεγονός ότι σε ορισμένα κράτη μέλη οι μη κερδοσκοπικές οργανώσεις δεν συμπεριλήφθηκαν στα προγράμματα βοήθειας για την αντιμετώπιση της πανδημίας·

    10.

    τονίζει ότι η έλλειψη προσέγγισης των πρακτικών οδηγεί επίσης σε άνισους όρους ανταγωνισμού λόγω των διαφορετικών συνθηκών της αγοράς και άλλων εμποδίων που αντιμετωπίζουν οι μη κερδοσκοπικές οργανώσεις στα διάφορα κράτη μέλη, για παράδειγμα κατά το άνοιγμα τραπεζικών λογαριασμών, τη συγκέντρωση και τη λογιστική καταχώριση ξένων κεφαλαίων, την πρόσβαση σε κοινωφελή μέτρα και συστήματα, την υπαγωγή σε ορισμένα είδη οικονομικής ή φορολογικής μεταχείρισης, ή την πρόσληψη προσωπικού, ιδίως τη διασυνοριακή, η οποία θα πρέπει να διευκολύνεται σύμφωνα με την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων·

    11.

    καλεί την Επιτροπή να εξετάσει τις διάφορες μορφές υπό τις οποίες λειτουργούν οι μη κερδοσκοπικές οργανώσεις στα κράτη μέλη και να εκπονήσει συγκριτική ανάλυση·

    12.

    επισημαίνει ότι οι μη κερδοσκοπικές οργανώσεις συμβάλλουν στην καινοτομία, την έρευνα, την οικονομική ανάπτυξη και τη δημιουργία θέσεων εργασίας, ιδίως στον κοινωνικό, επιχειρηματικό, τεχνολογικό και πολιτιστικό τομέα·

    13.

    αναγνωρίζει τη συμβολή των μη κερδοσκοπικών οργανώσεων σε ορισμένους στρατηγικούς στόχους της Ένωσης, όπως η καταπολέμηση της κλιματικής κρίσης, η αντιμετώπιση του ψηφιακού μετασχηματισμού και η ανάκαμψη από την πανδημία COVID-19· υπογραμμίζει ότι η επίτευξη αυτών των στόχων θα είναι αδύνατη χωρίς τη συμβολή της κοινωνίας των πολιτών στην προώθηση αυτών των ζητημάτων σε ολόκληρη την Ευρώπη, ιδίως όσον αφορά την εφαρμογή των αναγκαίων πολιτικών σε τοπικό, περιφερειακό, εθνικό και ενωσιακό επίπεδο, με παράλληλο σεβασμό των συμφερόντων και των δικαιωμάτων των ενδιαφερομένων·

    14.

    εκφράζει τη δυσαρέσκειά του για το γεγονός ότι τα δεδομένα είναι σπάνια ή παρωχημένα· ζητεί από τα κράτη μέλη να παρέχουν τακτικά αναλυτικά δεδομένα και από την Επιτροπή να δημιουργεί αξιόπιστους και συχνά επικαιροποιούμενους στατιστικούς πόρους, βάσει καθιερωμένης μεθοδολογίας που διασφαλίζει τη διαφάνεια και τη συγκρισιμότητα, και να καταστήσει δυνατή τη συμπερίληψη των εν λόγω δεδομένων στην Eurostat, όσον αφορά τις διασυνοριακές δραστηριότητες και συνεισφορές· επισημαίνει ότι, σύμφωνα με τη μελέτη του 2017 που εκπονήθηκε για λογαριασμό της ΕΟΚΕ με τίτλο «Πρόσφατες εξελίξεις της κοινωνικής οικονομίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση», επί συνόλου 13,6 εκατομμυρίων αμειβόμενων θέσεων σε συνεταιρισμούς, ταμεία αλληλασφάλισης, ενώσεις, ιδρύματα και παρόμοιους φορείς στην Ευρωπαϊκή Ένωση, 9 εκατομμύρια προήλθαν από την απασχόληση σε ενώσεις και ιδρύματα, γεγονός που τα καθιστά την κύρια πηγή απασχόλησης στον εν λόγω τομέα· υπογραμμίζει το γεγονός ότι τούτο καταδεικνύει επίσης τη σημασία της διαθεσιμότητας περισσότερων δεδομένων που αφορούν έναν τομέα μεγαλύτερο από την κοινωνική οικονομία·

    15.

    εκφράζει τη δυσαρέσκειά του για το γεγονός ότι η Επιτροπή και τα κράτη μέλη δεν έχουν προτείνει νομοθεσία για τη διασφάλιση ενός ευνοϊκού περιβάλλοντος, στο οποίο οι μη κερδοσκοπικές οργανώσεις θα μπορούν να συμβάλλουν στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, και για τη διασφάλιση της ελεύθερης ροής κεφαλαίων σε διασυνοριακό επίπεδο, καθώς και για το γεγονός ότι δεν έχει θεσπιστεί καταστατικό περί ευρωπαϊκού σωματείου, παρά τις πολυάριθμες απόπειρες και τις πολυάριθμες εκκλήσεις της κοινωνίας των πολιτών και του Κοινοβουλίου·

    16.

    εκφράζει την ικανοποίησή του για το επικείμενο σχέδιο δράσης για την κοινωνική οικονομία και θεωρεί ότι, δεδομένου ότι μόνο ορισμένες μη κερδοσκοπικές οργανώσεις δραστηριοποιούνται στην κοινωνική οικονομία, το εν λόγω σχέδιο δράσης πρέπει να περιλαμβάνει συστάσεις σχετικά με τον τρόπο υπέρβασης των διασυνοριακών φραγμών, και πρέπει να συμπληρωθεί από χωριστές νομοθετικές πρωτοβουλίες που αποσκοπούν στη στήριξη των μη κερδοσκοπικών οργανώσεων·

    17.

    φρονεί ότι, λόγω του ιδιαίτερου χαρακτήρα τους, τα προτεινόμενα νομικά μέσα δεν θα πρέπει να επηρεάσουν τη ρύθμιση των πολιτικών κομμάτων· υπενθυμίζει, επιπλέον, ότι η Ένωση σέβεται το καθεστώς των εκκλησιών, των θρησκευτικών οργανώσεων ή κοινοτήτων, καθώς και των φιλοσοφικών ή μη ομολογιακών οργανώσεων σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο· υπογραμμίζει ότι αυτό δεν αποκλείει οργανώσεις των οποίων οι αρχές εμπνέονται από θρησκευτικές, φιλοσοφικές ή μη ομολογιακές πεποιθήσεις, όπως οι θρησκευτικές φιλανθρωπικές μη κερδοσκοπικές οργανώσεις, να επωφεληθούν από το πεδίο εφαρμογής αυτών των προτεινόμενων μέσων· επισημαίνει ότι οι συνδικαλιστικές οργανώσεις σε πολλά κράτη μέλη υπάγονται σε ειδικό ευνοϊκό καθεστώς και, ως εκ τούτου, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις θα πρέπει να αποκλείονται από τα προτεινόμενα μέσα· επισημαίνει ότι τα πρόσωπα που επιθυμούν να συστήσουν σωματείο είναι ελεύθερα να κάνουν χρήση των διατάξεων του προτεινόμενου κανονισμού και να λάβουν τη μορφή ευρωπαϊκού σωματείου· σημειώνει ότι η προτεινόμενη οδηγία για τα ελάχιστα πρότυπα πρέπει να εφαρμόζεται σε όλες τις μη κερδοσκοπικές οργανώσεις της Ένωσης·

    Διαφύλαξη της κοινωνίας των πολιτών και της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι

    18.

    εκφράζει την ανησυχία του για τα εμπόδια που αντιμετωπίζουν οι μη κερδοσκοπικές οργανώσεις σε ολόκληρη την Ένωση και για τις αποκλίσεις που απορρέουν από εθνικές νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές πρακτικές ή πολιτικές· επισημαίνει ότι τούτο μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την κοινωνία των πολιτών, να περιορίσει αδικαιολόγητα τα θεμελιώδη δικαιώματα, ιδίως την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι, της έκφρασης και της ενημέρωσης, και να αποτρέψει τις μη κερδοσκοπικές οργανώσεις από το να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους πέραν των συνόρων·

    19.

    λαμβάνει δεόντως υπόψη τις δυνατότητες που παρέχουν η ψηφιοποίηση και το διαδίκτυο για τη διευκόλυνση της άσκησης του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι, για παράδειγμα καθιστώντας ευκολότερη και άμεσα διαθέσιμη στο διαδίκτυο την εγγραφή και τη σύσταση μη κερδοσκοπικών οργανώσεων·

    20.

    τονίζει ότι οι μη κερδοσκοπικές οργανώσεις είναι καθοριστικής σημασίας για τη δημοκρατία και τη χάραξη πολιτικής σε όλα τα επίπεδα: προωθούν και εργάζονται για το δημόσιο συμφέρον, αποτελούν μέρος του συστήματος ελέγχων και ισορροπιών που είναι απαραίτητο για το κράτος δικαίου και αποτελούν κινητήριο δύναμη για τη συμμετοχή των πολιτών στα κοινά· εκφράζει την ικανοποίησή του για τη συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών στην προάσπιση του δημόσιου συμφέροντος, στον ακτιβισμό και στο πλαίσιο της ενεργού κοινωνικής ζωής·

    21.

    επαναλαμβάνει ότι οι μη κερδοσκοπικές οργανώσεις έχουν την ελευθερία συμμετοχής σε θέματα πολιτικού ή δημόσιου διαλόγου μέσω των στόχων ή των δραστηριοτήτων τους· καταδικάζει τις απόπειρες περιορισμού του χώρου της κοινωνίας των πολιτών για πολιτικούς λόγους, καθώς και την απόρριψη, την άρνηση ή την αμφισβήτηση του καθεστώτος τους ως κοινωφελών οργανώσεων, βάσει εκλαμβανόμενης ή πραγματικής πολιτικής δραστηριότητας, όταν οι δραστηριότητές τους δεν προορίζονται να ωφελήσουν κανένα συγκεκριμένο κόμμα ή να υποκαταστήσουν την κομματική πολιτική· θεωρεί ότι οι περιπτώσεις αυτές είναι επικίνδυνες για την ευρωπαϊκή δημοκρατία·

    22.

    τονίζει τη σημασία της ανεξαρτησίας των μη κερδοσκοπικών οργανώσεων και την ανάγκη να διασφαλιστεί ένα ευνοϊκό περιβάλλον για τις μη κερδοσκοπικές οργανώσεις, με σεβασμό της πολυφωνίας τους και κατανοώντας ότι οι κοινωφελείς οργανώσεις συμβάλλουν τόσο στην παροχή υπηρεσιών επιτόπου όσο και στην προάσπιση του δημόσιου συμφέροντος και στην παρακολούθηση των δημόσιων πολιτικών·

    23.

    υπενθυμίζει τη σημασία της ανεξάρτητης, αμερόληπτης, επαγγελματικής και υπεύθυνης δημοσιογραφίας για την ενημέρωση σχετικά με τις δραστηριότητες των μη κερδοσκοπικών οργανώσεων τόσο στα ιδιωτικά όσο και στα δημόσια μέσα ενημέρωσης, καθώς και τη σημασία της πρόσβασης σε πλουραλιστική ενημέρωση, ως βασικών πυλώνων της δημοκρατίας· εκφράζει την ανησυχία του για τις εκστρατείες δυσφήμισης και τις καταχρηστικές πρακτικές προσφυγής στη δικαιοσύνη που χρησιμοποιούνται σε πολλά κράτη μέλη κατά φορέων που δραστηριοποιούνται στη συμμετοχή του κοινού, συμπεριλαμβανομένων των μη κερδοσκοπικών οργανώσεων, από αιρετούς αξιωματούχους, δημόσιους φορείς ή οντότητες υπό κρατική διαχείριση, καθώς και από ιδιώτες και ιδιωτικές οντότητες· επισημαίνει το γεγονός ότι το Κοινοβούλιο ενέκρινε ψήφισμα σχετικά με τις στρατηγικές αγωγές προς αποθάρρυνση της συμμετοχής του κοινού (SLAPP) στις 11 Νοεμβρίου 2021 (8)·

    24.

    υποστηρίζει ότι ένας κανονισμός για τον καθορισμό του νομικού πλαισίου θα ωφελήσει την ευρωπαϊκή κοινωνία των πολιτών μόνο εάν οι μη κερδοσκοπικές οργανώσεις μπορούν να κάνουν χρήση επαρκούς και εύκολα προσβάσιμης χρηματοδότησης τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο· επισημαίνει ότι η δημόσια χρηματοδότηση, καθώς και η ιδιωτική χρηματοδότηση των μη κερδοσκοπικών οργανώσεων είναι σημαντική, δεδομένου ότι έχουν μικρότερη πρόσβαση σε έσοδα από κερδοσκοπικές δραστηριότητες· υπογραμμίζει, στο πλαίσιο αυτό, την ύπαρξη του προγράμματος «Πολίτες, ισότητα, δικαιώματα και αξίες», το οποίο απευθύνεται, μεταξύ άλλων, σε μη κερδοσκοπικές οργανώσεις· επισημαίνει ότι, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9), οι επιχορηγήσεις της Ένωσης θα περιλαμβάνουν συγχρηματοδότηση που μπορεί να παρέχεται με τη μορφή ιδίων κεφαλαίων, εσόδων που παράγονται από τις δράσεις ή το πρόγραμμα εργασίας, ή χρηματοδοτικών συνεισφορών ή συνεισφορών σε είδος από τρίτους· εκφράζει την άποψη ότι, ιδίως στην περίπτωση μη κερδοσκοπικών οργανώσεων με πολύ περιορισμένους οικονομικούς πόρους, θα πρέπει να αξιολογείται ένα όριο όσον αφορά τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και να υπολογίζονται ως τέτοιες οι μη χρηματικές εισφορές, υπό την προϋπόθεση ότι η μεταχείριση αυτή δεν θα διαταράσσει τον ανταγωνισμό κατά την πρόσβαση σε χρηματοδότηση· σημειώνει ότι συχνά τα κεφάλαια της Ένωσης που διατίθενται για τις μη κερδοσκοπικές οργανώσεις απαιτούν συγχρηματοδότηση, η οποία με τη σειρά της σημαίνει ότι ο δικαιούχος πρέπει να συγκεντρώσει μερίδιο των απαιτούμενων κεφαλαίων από άλλες πηγές· επισημαίνει ότι η απαίτηση υπερβολικά υψηλού μεριδίου ιδίων πόρων θα ήταν επιζήμια για τις μη κερδοσκοπικές οργανώσεις, καθώς ενδέχεται να μην είναι σε θέση να αντλήσουν τέτοιου είδους κεφάλαια, με αποτέλεσμα να αποκλείονται ορισμένες οργανώσεις· πιστεύει, ως εκ τούτου, ότι θα πρέπει να αξιολογηθεί ένα όριο στο μερίδιο συγχρηματοδότησης και ότι πρέπει να ληφθούν υπόψη διαφορετικά κριτήρια που θα μπορούσαν να ποσοτικοποιηθούν, όπως ο χρόνος εθελοντισμού ή οι εισφορές σε είδος·

    25.

    επισημαίνει ότι είναι σημαντικό οι μη κερδοσκοπικές οργανώσεις να παρέχουν σχετικές πληροφορίες στο κοινό· εφιστά επίσης την προσοχή στο γεγονός ότι η διαφάνεια όσον αφορά τη χρηματοδότηση πρέπει να θεωρείται δημόσιο συμφέρον όταν οι μη κερδοσκοπικές οργανώσεις επηρεάζουν σημαντικά τον δημόσιο βίο και τον δημόσιο διάλογο·

    26.

    θεωρεί ότι η καθιέρωση καθεστώτος για τα ευρωπαϊκά σωματεία θα δώσει την ευκαιρία στις εθνικές και τοπικές οργανώσεις να συμμετέχουν στενότερα σε ευρωπαϊκά θέματα, καθώς και σε αμοιβαία μάθηση και ανταλλαγές σε διασυνοριακό επίπεδο, και ότι θα τις στηρίξει κατά την πρόσβασή τους σε χρηματοδότηση σε επίπεδο Ένωσης· καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να διαθέσουν επαρκή κονδύλια για τους φορείς της κοινωνίας των πολιτών, να αυξήσουν την προσβασιμότητα των κονδυλίων και να απλουστεύσουν περαιτέρω τις διαδικασίες για τη διευκόλυνση της πρόσβασης των φορέων της κοινωνίας των πολιτών σε κονδύλια, συμπεριλαμβανομένων των μικρών και τοπικών οργανώσεων·

    27.

    θεωρεί, επιπλέον, ότι η προτεινόμενη νομοθεσία πρέπει να συμπληρωθεί με μέτρα για τη στήριξη τακτικού, ουσιαστικού και διαρθρωμένου διαλόγου με την κοινωνία των πολιτών και τις αντιπροσωπευτικές οργανώσεις, σύμφωνα με το άρθρο 11 ΣΕΕ· καλεί, στο πλαίσιο αυτό, την Επιτροπή να αξιολογήσει τη δυνατότητα ανάπτυξης ενός συμμετοχικού καθεστώτος για τις κοινωφελείς οργανώσεις σε επίπεδο Ένωσης·

    28.

    υπογραμμίζει ότι οι αυθαίρετες και πολιτικά υποκινούμενες διακρίσεις βάσει των στόχων και των δραστηριοτήτων των μη κερδοσκοπικών οργανώσεων, καθώς και των πηγών χρηματοδότησής τους, παρακωλύουν την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι και συνεπώς αποτελούν απειλή για την ελευθερία της έκφρασης·

    Αναγνώριση των σωματείων, των μη κερδοσκοπικών οργανώσεων και της κοινής ωφέλειας σε ολόκληρη την Ένωση

    29.

    αναγνωρίζει ότι υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις στις εθνικές νομοθεσίες και στις νομικές παραδόσεις των κρατών μελών όσον αφορά τον ορισμό ή την αναγνώριση μη κερδοσκοπικών οργανώσεων που βασίζονται ή όχι στη συμμετοχή μελών, καθώς και τον ορισμό, την αναγνώριση και τη χορήγηση του καθεστώτος κοινής ωφέλειας· υπογραμμίζει ότι, παρά τις διαφορές αυτές, υπάρχει κοινή αντίληψη της ανάγκης για ευρωπαϊκά ελάχιστα πρότυπα και για την παροχή στις μη κερδοσκοπικές οργανώσεις της δυνατότητας να αποκτήσουν νομική προσωπικότητα·

    30.

    καλεί την Επιτροπή να αναγνωρίσει και να προωθήσει τις κοινωφελείς δραστηριότητες των μη κερδοσκοπικών οργανώσεων μέσω της εναρμόνισης του καθεστώτος κοινής ωφέλειας εντός της Ένωσης και τονίζει ότι οι εθνικοί νόμοι και οι διοικητικές πρακτικές που διέπουν τις μη κερδοσκοπικές οργανώσεις, μεταξύ άλλων όσον αφορά τη σύσταση, την καταχώριση, τη λειτουργία, τη χρηματοδότηση, την οικονομική και φορολογική μεταχείριση ή τη φορολογική ελάφρυνση, καθώς και τις διασυνοριακές δραστηριότητες, δεν θα πρέπει να εισάγουν διακρίσεις με βάση τον τόπο εγκατάστασης της οργάνωσης ή σε βάρος οποιασδήποτε ομάδας ή ατόμου για οποιονδήποτε λόγο·

    31.

    καλεί την Επιτροπή να εξετάσει το ενδεχόμενο έγκρισης πρότασης για τη διευκόλυνση της αμοιβαίας αναγνώρισης των κοινωφελών οργανώσεων που απαλλάσσονται από τον φόρο, συμπεριλαμβανομένων των φιλανθρωπικών οργανώσεων, σε κάθε κράτος μέλος, εφόσον αναγνωρίζονται ως φοροαπαλλασσόμενες για λόγους κοινής ωφελείας σε ένα από τα κράτη μέλη για φορολογικούς σκοπούς·

    32.

    επισημαίνει το γεγονός ότι η ρύθμιση σε επίπεδο Ένωσης του καταστατικού και των ελάχιστων προτύπων για τις μη κερδοσκοπικές οργανώσεις μπορεί να συμβάλει στη δημιουργία ισότιμων όρων ανταγωνισμού, διευκολύνοντας έτσι την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς·

    33.

    παροτρύνει την Επιτροπή να αναπτύξει ειδική και ολοκληρωμένη στρατηγική για την ενίσχυση της κοινωνίας των πολιτών στην Ένωση, μεταξύ άλλων θεσπίζοντας μέτρα για τη διευκόλυνση της λειτουργίας των μη κερδοσκοπικών οργανώσεων σε όλα τα επίπεδα·

    34.

    ζητεί από την Επιτροπή να υποβάλει, βάσει του άρθρου 352 ΣΛΕΕ, πρόταση κανονισμού για τη θέσπιση καταστατικού του ευρωπαϊκού σωματείου, σύμφωνα με τις συστάσεις που διατυπώνονται στο παρόν ψήφισμα και στο μέρος Ι του παραρτήματος·

    35.

    ζητεί από την Επιτροπή να υποβάλει, βάσει του άρθρου 114 ΣΛΕΕ, πρόταση οδηγίας σχετικά με τη θέσπιση κοινών ελάχιστων προτύπων για τις μη κερδοσκοπικές οργανώσεις στην Ένωση, με σκοπό τη δημιουργία ισότιμων όρων ανταγωνισμού για τις μη κερδοσκοπικές οργανώσεις μέσω της θέσπισης ελάχιστων προτύπων που θα επιτρέπουν στην κοινωνία των πολιτών να επωφελείται από τις ελευθερίες και τα θεμελιώδη δικαιώματα, καθώς και τη συμβολή στην ενίσχυση της ευρωπαϊκής δημοκρατίας, σύμφωνα με τις συστάσεις που διατυπώνονται στο παρόν ψήφισμα και στο μέρος ΙΙ του παραρτήματος·

    36.

    ζητεί από την Επιτροπή να χρησιμοποιήσει κατάλληλα τα αποτελέσματα της συγκριτικής ανάλυσης που πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με την παράγραφο 11 για να συνοδεύσει την πρόταση κανονισμού που περιλαμβάνεται στο μέρος Ι του παραρτήματος και την πρόταση οδηγίας που περιλαμβάνεται στο μέρος ΙΙ του παραρτήματος με κατάλογο των εθνικών μορφών οργανώσεων που θα πρέπει να θεωρηθεί ότι καλύπτονται σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2 της πρότασης που περιλαμβάνεται στο μέρος Ι του παραρτήματος και το άρθρο 1 της πρότασης που περιλαμβάνεται στο μέρος ΙΙ του παραρτήματος·

    o

    o o

    37.

    αναθέτει στην Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα και τις επισυναπτόμενες συστάσεις στην Επιτροπή και στο Συμβούλιο.

    (1)  Νομοθετικό ψήφισμα που περιέχει τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την πρόταση της Επιτροπής για κανονισμό (ΕΟΚ) του Συμβουλίου περί του καταστατικού του ευρωπαϊκού σωματείου (ΕΕ C 42 της 15.2.1993, σ. 89).

    (2)  Πρόταση της Επιτροπής για κανονισμό (ΕΟΚ) του Συμβουλίου περί του καταστατικού του ευρωπαϊκού σωματείου (COM(1991)0273 — SYN 386).

    (3)  ΕΕ C 99 της 13.4.1987, σ. 205.

    (4)  ΕΕ C 395 της 29.9.2021, σ. 2.

    (5)  ΕΕ C 199 E της 7.7.2012, σ. 187.

    (6)  Απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, της 21ης Οκτωβρίου 2005, στην υπόθεση αριθ. 74989/01 Ouranio Toxo κ.λπ. κατά Ελλάδας, ECLI:CE:ECHR:2005:1020JUD007498901.

    (7)  Απόφαση του Δικαστηρίου, της 18ης Ιουνίου 2020, στην υπόθεση C-78/18, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, ECLI:EU:C:2020:476, σκέψη 113.

    (8)  Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 11ης Νοεμβρίου 2021 σχετικά με την ενίσχυση της δημοκρατίας και της ελευθερίας και πολυφωνίας των μέσων ενημέρωσης στην ΕΕ: η αθέμιτη χρήση αγωγών αστικού και ποινικού δικαίου για τη φίμωση δημοσιογράφων, ΜΚΟ και της κοινωνίας των πολιτών (2021/2036(INI)).

    (9)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 2018, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης, την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1296/2013, (ΕΕ) αριθ. 1301/2013, (ΕΕ) αριθ. 1303/2013, (ΕΕ) αριθ. 1304/2013, (ΕΕ) αριθ. 1309/2013, (ΕΕ) αριθ. 1316/2013, (ΕΕ) αριθ. 223/2014, (ΕΕ) αριθ. 283/2014 και της απόφασης αριθ. 541/2014/ΕΕ και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 (ΕΕ L 193 της 30.7.2018, σ. 1).


    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΣΤΟ ΨΗΦΙΣΜΑ

    ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΖΗΤΟΥΜΕΝΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

    ΜΕΡΟΣ I

    Πρόταση

    ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

    περί του καταστατικού του ευρωπαϊκού σωματείου

    ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

    Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 352,

    Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

    (1)

    Τα διασυνοριακά έργα και άλλες μορφές συνεργασίας με τη συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών, ιδίως, συμβάλλουν αποφασιστικά στην επίτευξη των στόχων της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της προώθησης των αξιών της, και στην ανάπτυξη πολλών διαφορετικών δραστηριοτήτων με διακρατική συνάφεια που ωφελούν το γενικό συμφέρον σε πολλούς τομείς.

    (2)

    Η διασυνοριακή ευρωπαϊκή συνεργασία μεταξύ πολιτών και αντιπροσωπευτικών ενώσεων είναι απαραίτητη για τη δημιουργία μιας ευρύτερης ευρωπαϊκής κοινωνίας των πολιτών, η οποία αποτελεί σημαντικό στοιχείο της ευρωπαϊκής δημοκρατίας και της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης σύμφωνα με τα άρθρα 11 και 15 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.

    (3)

    Στο πλαίσιο της επίτευξης των στόχων τους, πολλά σωματεία διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην οικονομία και στην ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς, συμμετέχοντας τακτικά στην οικονομική δραστηριότητα.

    (4)

    Η οδηγία …/… του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (η «οδηγία για τα ελάχιστα πρότυπα») αποσκοπεί στην προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών για την παροχή ελάχιστων προτύπων και ευνοϊκού περιβάλλοντος, το οποίο διευκολύνει τις μη κερδοσκοπικές οργανώσεις στην εκτέλεση του έργου τους.

    (5)

    Τα σωματεία είναι ο συνεκτικός ιστός που κρατά την κοινωνία μας σταθερή. Διαδραματίζουν καίριο ρόλο στην παροχή βοήθειας, στην ενθάρρυνση και στην ενδυνάμωση των ατόμων ώστε να συμμετέχουν ενεργά στη δημοκρατική και κοινωνική ζωή της Ένωσης, ιδίως εκείνων που αντιμετωπίζουν αποκλεισμό και διακρίσεις, και μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στη διαδικασία ανάπτυξης των πολιτικών της Ένωσης.

    (6)

    Η Ένωση θα πρέπει να παρέχει στα σωματεία, τα οποία αποτελούν μορφή οργάνωσης ευρέως αναγνωρισμένη σε όλα τα κράτη μέλη, κατάλληλο νομικό μέσο ικανό να προωθήσει τις διεθνικές και διασυνοριακές δραστηριότητές τους, καθώς και να συνεισφέρει στον διάλογο με την κοινωνία των πολιτών σε επίπεδο Ένωσης,

    (7)

    Η εισαγωγή μιας μορφής οργάνωσης σε επίπεδο Ένωσης θα διευκόλυνε όλα τα σωματεία κατά την επιδίωξη των διασυνοριακών τους στόχων και δραστηριοτήτων στην εσωτερική αγορά.

    (8)

    Το άρθρο 63 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) και τα άρθρα 7, 8 και 12 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ο «Χάρτης») προστατεύουν τις μη κερδοσκοπικές οργανώσεις από αδικαιολόγητους περιορισμούς που εισάγουν διακρίσεις όσον αφορά την πρόσβαση στους πόρους και την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων εντός της Ένωσης. Αυτό αφορά επίσης την ικανότητα αναζήτησης, διασφάλισης και χρήσης πόρων τόσο εγχώριας όσο και αλλοδαπής προέλευσης, η οποία είναι απαραίτητη για την ύπαρξη και τη λειτουργία οποιασδήποτε νομικής οντότητας. Σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 18ης Ιουνίου 2020, στην υπόθεση C-78/18, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας (1), περιορισμοί μπορούν να επιβάλλονται για θεμιτούς σκοπούς, όπως για λόγους εθνικής ασφάλειας, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας τάξης, και θα πρέπει να είναι αναλογικοί όσον αφορά τον στόχο της προστασίας των συμφερόντων αυτών και να συνιστούν τα λιγότερο παρεμβατικά μέσα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου. Αυτό αφορά, μεταξύ άλλων, τους περιορισμούς που απορρέουν από τους κανόνες για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, οι οποίοι εφαρμόζονται σύμφωνα με τις αρχές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τις υποχρεώσεις εκτίμησης κινδύνου βάσει του διεθνούς και του ενωσιακού δικαίου. Ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να εφαρμόζουν παράλογα, υπερβολικά παρεμβατικά ή ανατρεπτικά μέτρα, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων υποβολής εκθέσεων που συνεπάγονται υπερβολική ή δαπανηρή επιβάρυνση για τις οργανώσεις.

    (9)

    Τα φυσικά και νομικά πρόσωπα μπορούν να δημιουργήσουν ευρωπαϊκές εταιρείες βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2157/2001 του Συμβουλίου (2), ευρωπαϊκές συνεταιριστικές εταιρείες βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1435/2003 του Συμβουλίου (3), και ευρωπαϊκά κόμματα βάσει του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 1141/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4). Ωστόσο, σε καμία από τις πράξεις αυτές δεν προβλέπεται η δυνατότητα για διασυνοριακή συνεργασία σωματείων.

    (10)

    Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1082/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5) προβλέπει τη δημιουργία ευρωπαϊκών ομίλων εδαφικής συνεργασίας (ΕΟΕΣ). Οι όμιλοι αυτοί συγκροτούνται κυρίως από κρατικές ή τοπικές αρχές ή άλλους φορείς δημοσίου δικαίου. Ως εκ τούτου, οι μη κυβερνητικοί φορείς της κοινωνίας των πολιτών και οι πολίτες δεν καλύπτονται.

    (11)

    Ο ευρωπαϊκός όμιλος οικονομικού σκοπού (ΕΟΟΣ), όπως προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2137/85 (6), επιτρέπει την από κοινού άσκηση ορισμένων δραστηριοτήτων, διατηρώντας ωστόσο την ανεξαρτησία των μελών του. Ωστόσο, ο ΕΟΟΣ δεν ανταποκρίνεται στις ειδικές ανάγκες των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών.

    (12)

    Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο να θεσπιστεί σε επίπεδο Ένωσης ένα κατάλληλο εναρμονισμένο κανονιστικό πλαίσιο και κανόνες που θα επιτρέπουν τη δημιουργία ευρωπαϊκών σωματείων με δική τους νομική προσωπικότητα και θα διέπουν τη διασυνοριακή σύσταση και λειτουργία τέτοιων σωματείων.

    (13)

    Τα πολιτικά κόμματα και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, καθώς και οι εκκλησίες και άλλες θρησκευτικές κοινότητες και οι φιλοσοφικές ή μη ομολογιακές οργανώσεις, θα πρέπει να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού λόγω της έλλειψης αρμοδιότητας της Ένωσης για τη ρύθμιση του καθεστώτος τους, και λόγω του ιδιαίτερου καθεστώτος τους στο εθνικό δίκαιο. Για τους λόγους αυτούς, θα πρέπει να αντιμετωπίζονται διαφορετικά από άλλες ενώσεις που δεν διαθέτουν τέτοιο καθεστώς, όπως θρησκευτικές, φιλανθρωπικές μη κερδοσκοπικές οργανώσεις ή οργανώσεις που καταπολεμούν τις διακρίσεις, μεταξύ άλλων εντός της αγοράς εργασίας.

    (14)

    Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να θίγει τα δικαιώματα των εργαζομένων και των συνδικαλιστικών οργανώσεων, συμπεριλαμβανομένων των υφιστάμενων δικαιωμάτων και μέτρων προστασίας στο πλαίσιο διαδικασιών αφερεγγυότητας και αναδιάρθρωσης, συγχωνεύσεων, μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, καθώς και όσον αφορά την ενημέρωση και τους μισθούς. Οι εργοδότες θα πρέπει να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους ανεξάρτητα από τη μορφή υπό την οποία λειτουργούν.

    (15)

    Είναι σημαντικό να διασφαλιστεί ο συντονισμός σε επίπεδο Ένωσης, να αποφευχθεί ο κατακερματισμός και να υποστηριχθεί μια εναρμονισμένη προσέγγιση σε ολόκληρη την Ένωση για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού. Στο πλαίσιο αυτό, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να προβλέπει τον ορισμό Συμβουλίου Ευρωπαϊκών Σωματείων, εντός της Επιτροπής ή σε σύνδεση με αυτήν και/ή με τα σχετικά θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς της Ένωσης.

    (16)

    Το Συμβούλιο Ευρωπαϊκών Σωματείων θα πρέπει να προσκαλεί στις συνεδριάσεις του εκπρόσωπο του Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων όταν αυτές θίγουν την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι ή την ελευθερία της έκφρασης, σύμφωνα με το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 168/2007 του Συμβουλίου (7).

    (17)

    Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να θεσπίσει συγκεκριμένες προθεσμίες για τις διοικητικές διαδικασίες, μεταξύ άλλων όσον αφορά την καταχώριση και τη διαδικασία χορήγησης καθεστώτος κοινωφελούς χαρακτήρα. Κατά την αξιολόγηση της υλοποίησης και της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή θα πρέπει ιδίως να εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο οι εν λόγω προθεσμίες εφαρμόζονται στην πράξη.

    (18)

    Για την επαλήθευση των απαιτήσεων του άρθρου 6, οι εθνικοί οργανισμοί σωματείων μπορεί να ζητήσουν τα ονόματα και τις διευθύνσεις των ιδρυτικών μελών. Η ταυτότητα των ιδρυτών και των μελών μη κερδοσκοπικών οργανώσεων που είναι φυσικά πρόσωπα μπορεί να συνιστά ευαίσθητη πληροφορία και, ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι τυχόν απαιτήσεις που συνεπάγονται την επεξεργασία τέτοιων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν θίγουν τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8) (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων), και ιδίως το άρθρο 9.

    (19)

    Ένα ευρωπαϊκό σωματείο μπορεί να επιθυμεί να κάνει διάκριση μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών μελών, προκειμένου να χορηγήσει δικαίωμα ψήφου μόνο στα πλήρη μέλη, αναγνωρίζοντας παράλληλα τα συνδεδεμένα μέλη που υποστηρίζουν τον σκοπό, αλλά δεν έχουν δικαίωμα ψήφου, και/ή τα επίτιμα μέλη που απαλλάσσονται από την υποχρέωση καταβολής συνδρομής μέλους, αλλά έχουν δικαίωμα ψήφου. Η κατηγοριοποίηση των μελών δεν θα πρέπει να οδηγεί σε αδικαιολόγητες διακρίσεις, ιδίως με βάση την ιθαγένεια.

    (20)

    Δεδομένου ότι το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού περιορίζεται σε μη κερδοσκοπικές ενώσεις, η ΣΛΕΕ δεν παρέχει άλλη νομική βάση εκτός από εκείνη που προβλέπεται στο άρθρο 352.

    (21)

    Δεδομένου ότι οι στόχοι του παρόντος κανονισμού, συγκεκριμένα η δημιουργία ευρωπαϊκού σωματείου, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη, μπορούν όμως, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, να επιτευχθούν καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση μπορεί να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ). Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας όπως διατυπώνεται στο ίδιο άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών,

    ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

    Κεφάλαιο I

    Αντικείμενο και γενικές διατάξεις

    Άρθρο 1

    Αντικείμενο

    1.   Ο παρών κανονισμός καθορίζει τους όρους και τις διαδικασίες που διέπουν τη σύσταση, τη διακυβέρνηση, την καταχώριση και τη ρύθμιση των νομικών οντοτήτων με τη μορφή ευρωπαϊκού σωματείου.

    2.   Το ευρωπαϊκό σωματείο είναι μια ανεξάρτητη και αυτοδιοικούμενη διασυνοριακή οντότητα που έχει συσταθεί σε μόνιμη βάση στο έδαφος της Ένωσης με εθελοντική συμφωνία μεταξύ φυσικών ή νομικών προσώπων για κοινό μη κερδοσκοπικό σκοπό.

    3.   Το ευρωπαϊκό σωματείο είναι ελεύθερο να καθορίζει τους στόχους του, καθώς και τις δραστηριότητες που είναι αναγκαίες για την επίτευξή τους.

    4.   Οι στόχοι του ευρωπαϊκού σωματείου σέβονται και υποστηρίζουν την προώθηση των στόχων και των αξιών στις οποίες βασίζεται η Ένωση, όπως ορίζεται στα άρθρα 2 και 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.

    5.   Το ευρωπαϊκό σωματείο βασίζεται στη συμμετοχή μελών και είναι ελεύθερο να καθορίζει τη σύνθεσή του. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει τον καθορισμό ειδικών απαιτήσεων για τα μέλη, βάσει εύλογων και αντικειμενικών κριτηρίων και με την επιφύλαξη της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων.

    Άρθρο 2

    Ορισμοί

    Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

    α)

    «μη κερδοσκοπικό»: που δεν έχει ως πρωταρχικό στόχο την επίτευξη κέρδους, ακόμη και αν μπορούν να πραγματοποιηθούν οικονομικές δραστηριότητες. Όταν παράγεται κέρδος από μη κερδοσκοπική οργάνωση, επενδύεται στην οργάνωση για την επίτευξη των στόχων της και δεν κατανέμεται μεταξύ των μελών, των ιδρυτών ή άλλων ιδιωτικών φορέων. Η χορήγηση καθεστώτος κοινής ωφέλειας σύμφωνα με το άρθρο 21 δεν αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για να θεωρηθεί ότι μία οργάνωση έχει μη κερδοσκοπικό χαρακτήρα. Ωστόσο, όταν χορηγείται καθεστώς κοινής ωφέλειας, ο σκοπός της οργάνωσης θεωρείται μη κερδοσκοπικός·

    β)

    «ανεξάρτητο»: το σωματείο είναι απαλλαγμένο από οποιαδήποτε αθέμιτη κρατική παρέμβαση και δεν αποτελεί μέρος κυβερνητικής ή διοικητικής δομής. Στο πλαίσιο αυτό, η λήψη κρατικής χρηματοδότησης ή η συμμετοχή σε σώμα που συμβουλεύει την κυβέρνηση δεν εμποδίζουν ένα σωματείο να θεωρείται ανεξάρτητο, εφόσον η αυτονομία της λειτουργίας του και της λήψης των αποφάσεών του δεν επηρεάζεται από την εν λόγω χρηματοδότηση ή συμμετοχή·

    γ)

    «αυτοδιοικούμενο»: το σωματείο διαθέτει θεσμική δομή που του επιτρέπει να ασκεί όλες τις εσωτερικές και εξωτερικές οργανωτικές λειτουργίες του, και να λαμβάνει ουσιώδεις αποφάσεις ανεξάρτητα·

    δ)

    «δημόσιο όφελος»: βελτίωση της ευημερίας της κοινωνίας ή μέρους αυτής, προς όφελος του γενικού συμφέροντος της κοινωνίας·

    ε)

    «διασυνοριακό»: σωματείο που επιδιώκει στόχους διακρατικής συνεργασίας ή διασυνοριακής συνεργασίας εντός της Ένωσης, ή του οποίου τα ιδρυτικά μέλη προέρχονται από τουλάχιστον δύο κράτη μέλη, γεγονός που συνεπάγεται ότι είναι πολίτες ή κάτοικοι κράτους μέλους εάν είναι φυσικά πρόσωπα ή έχουν την καταστατική τους έδρα σε κράτος μέλος εάν είναι νομικά πρόσωπα·

    στ)

    «μέλος»: φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο υπέβαλε οικειοθελώς και σκόπιμα αίτηση συμμετοχής σε σωματείο για την υποστήριξη των στόχων και των δραστηριοτήτων του και το οποίο έγινε δεκτό στο σωματείο βάσει του καταστατικού του. Όταν ένα σωματείο συγκροτείται ως αποτέλεσμα μετατροπής ή συγχώνευσης, μπορεί να θεωρηθεί αδιαμφισβήτητα ότι προτίθεται να συμμετέχει ως μέλος.

    Άρθρο 3

    Κανόνες που εφαρμόζονται στα ευρωπαϊκά σωματεία

    1.   Τα ευρωπαϊκά σωματεία διέπονται από τον παρόντα κανονισμό και από το καταστατικό τους. Για θέματα που δεν ρυθμίζονται από τον παρόντα κανονισμό, το ευρωπαϊκό σωματείο διέπεται από το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο έχει την καταστατική του έδρα.

    2.   Τα κράτη μέλη προσδιορίζουν τη νομική οντότητα ή την κατηγορία νομικών οντοτήτων με τις οποίες ένα ευρωπαϊκό σωματείο θεωρείται συγκρίσιμο για τον προσδιορισμό του εφαρμοστέου δικαίου σύμφωνα με την παράγραφο 1, κατά τρόπο που συνάδει με τις διατάξεις και τους στόχους του παρόντος κανονισμού.

    Άρθρο 4

    Εθνικός οργανισμός σωματείων

    1.   Τα κράτη μέλη ορίζουν ανεξάρτητη δημόσια αρχή («εθνικός οργανισμός σωματείων») και ενημερώνουν σχετικά το Συμβούλιο Ευρωπαϊκών Σωματείων που αναφέρεται στο άρθρο 5 και την Επιτροπή. Ο εθνικός οργανισμός σωματείων είναι υπεύθυνος για την καταχώριση των ευρωπαϊκών σωματείων, σύμφωνα με το άρθρο 10, και για την παρακολούθηση της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού με πλήρη σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών των ευρωπαϊκών σωματείων, όπως προβλέπονται στις Συνθήκες και στον Χάρτη.

    2.   Κάθε εθνικός οργανισμός σωματείων συμβάλλει στη συνεπή εφαρμογή του παρόντος κανονισμού σε ολόκληρη την Ένωση. Για τον σκοπό αυτό, οι εθνικοί οργανισμοί σωματείων συνεργάζονται μεταξύ τους, μεταξύ άλλων στο πλαίσιο του Συμβουλίου Ευρωπαϊκών Σωματείων σύμφωνα με τα άρθρα 5 και 22.

    Άρθρο 5

    Συμβούλιο Ευρωπαϊκών Σωματείων

    1.   Ορίζεται Συμβούλιο Ευρωπαϊκών Σωματείων.

    2.   Το Συμβούλιο Ευρωπαϊκών Σωματείων επικουρείται από γραμματεία.

    3.   Το Συμβούλιο Ευρωπαϊκών Σωματείων απαρτίζεται από έναν εκπρόσωπο κάθε εθνικού οργανισμού σωματείων και τρεις εκπροσώπους της Επιτροπής.

    4.   Το Συμβούλιο Ευρωπαϊκών Σωματείων ενεργεί ανεξάρτητα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του και την άσκηση των εξουσιών του.

    5.   Προκειμένου να εξασφαλίζει ότι ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται με συνεκτικό τρόπο, το Συμβούλιο Ευρωπαϊκών Σωματείων:

    α)

    αναπτύσσει, σε συνεργασία με την Επιτροπή και τους εθνικούς οργανισμούς σωματείων, κοινά έντυπα ή άλλα εργαλεία για την υποστήριξη της ηλεκτρονικής καταχώρισης των ευρωπαϊκών σωματείων σύμφωνα με το άρθρο 10·

    β)

    δημιουργεί και διαχειρίζεται την ψηφιακή βάση δεδομένων των ευρωπαϊκών σωματείων σε επίπεδο Ένωσης ως εργαλείο για ενημερωτικούς και για στατιστικούς σκοπούς, καθώς και για την υποστήριξη του διαρθρωμένου διαλόγου των πολιτών για θέματα της Ένωσης·

    γ)

    επεξεργάζεται τις ανακοινώσεις καταχώρισης, διάλυσης και άλλες σχετικές αποφάσεις που αφορούν ευρωπαϊκά σωματεία με σκοπό τη δημοσίευσή τους στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως προβλέπεται στον παρόντα κανονισμό·

    δ)

    αξιολογεί την καταλληλότητα του προσδιορισμού από τα κράτη μέλη συγκρίσιμων νομικών οντοτήτων σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2·

    ε)

    παραλαμβάνει, εξετάζει και δίνει συνέχεια σε καταγγελίες σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, με την επιφύλαξη των καθηκόντων των εθνικών οργανισμών σωματείων·

    στ)

    αποφασίζει επί των προσφυγών, κατά περίπτωση μέσω της επιτροπής προσφυγών σύμφωνα με τα άρθρα 10 και 11·

    ζ)

    εξετάζει κάθε θέμα που αφορά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και διαβουλεύεται με τα ενδιαφερόμενα μέρη και τους σχετικούς ενδιαφερόμενους φορείς και εμπειρογνώμονες, με δική του πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος ενός από τα μέλη του ή της Επιτροπής·

    η)

    εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις, και αναγνωρίζει βέλτιστες πρακτικές για τους εθνικούς οργανισμούς σωματείων και τα ευρωπαϊκά σωματεία, προκειμένου να διασφαλίζεται η συνεπής εφαρμογή του παρόντος κανονισμού·

    θ)

    παρέχει γνώμες και συστάσεις προς την Επιτροπή, με δική του πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος ενός από τα μέλη του ή της Επιτροπής, και κατόπιν διαβούλευσης με τα ενδιαφερόμενα μέρη, τους ενδιαφερόμενους φορείς και εμπειρογνώμονες, για κάθε θέμα σχετικό με τα ευρωπαϊκά σωματεία ή τα μέτρα που απορρέουν από την οδηγία για τα ελάχιστα πρότυπα·

    ι)

    παρέχει γνώμες και συστάσεις προς την Επιτροπή σχετικά με διαρθρωτικά και επιχειρησιακά κονδύλια που προορίζονται για τη χρηματοδότηση της κοινωνίας των πολιτών, την οργάνωση του διαλόγου με την κοινωνία των πολιτών, καθώς και για την προστασία και την προώθηση των δικαιωμάτων και των αξιών της Ένωσης, όπως κατοχυρώνονται στη ΣΕΕ, τη ΣΛΕΕ και στον Χάρτη, με στόχο τη διατήρηση και την προώθηση της ανάπτυξης ανοικτών, βασιζόμενων στα δικαιώματα, δημοκρατικών, ισότιμων και χωρίς αποκλεισμούς κοινωνιών που βασίζονται στο κράτος δικαίου·

    ια)

    προωθεί τη συνεργασία, και την αποτελεσματική διμερή και πολυμερή ανταλλαγή πληροφοριών και βέλτιστων πρακτικών, μεταξύ των εθνικών οργανισμών σωματείων·

    ιβ)

    προωθεί κοινά προγράμματα κατάρτισης και διευκολύνει τις ανταλλαγές προσωπικού μεταξύ των εθνικών οργανισμών σωματείων.

    6.   Το Συμβούλιο Ευρωπαϊκών Σωματείων λογοδοτεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο και υποβάλλει ετήσια έκθεση σχετικά με τις δραστηριότητές του στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή.

    7.   Οι συζητήσεις του Συμβουλίου Ευρωπαϊκών Σωματείων και των μελών του διέπονται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9).

    8.   Το Συμβούλιο Ευρωπαϊκών Σωματείων εγκρίνει τον εσωτερικό κανονισμό του και οργανώνει τις λειτουργικές ρυθμίσεις του.

    9.   Το Συμβούλιο Ευρωπαϊκών Σωματείων μπορεί να προσκαλέσει στις συνεδριάσεις του εκπροσώπους των σχετικών ευρωπαϊκών φορέων και ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες, ιδίως από τον ακαδημαϊκό χώρο και την κοινωνία των πολιτών, και να διαβουλεύεται μαζί τους σε τακτική βάση.

    Κεφάλαιο II

    Σύσταση και καταχώριση

    Άρθρο 6

    Σύσταση

    1.   Το ευρωπαϊκό σωματείο συστήνεται:

    α)

    με συμφωνία τουλάχιστον τριών ιδρυτικών μελών· τα ιδρυτικά μέλη προέρχονται από τουλάχιστον δύο κράτη μέλη, γεγονός που συνεπάγεται ότι είναι πολίτες ή κάτοικοι κράτους μέλους εάν είναι φυσικά πρόσωπα ή έχουν την καταστατική τους έδρα σε κράτος μέλος εάν είναι νομικά πρόσωπα· ή

    β)

    ως αποτέλεσμα της μετατροπής σε ευρωπαϊκό σωματείο υφιστάμενης οντότητας που έχει συσταθεί σύμφωνα με το δίκαιο κράτους μέλους, η οποία πληροί τις προϋποθέσεις του στοιχείου α) και έχει την καταστατική της έδρα εντός της Ένωσης· ή

    γ)

    ως αποτέλεσμα συγχώνευσης τουλάχιστον δύο υφιστάμενων ευρωπαϊκών σωματείων· ή

    δ)

    ως αποτέλεσμα συγχώνευσης μεταξύ τουλάχιστον ενός υφιστάμενου ευρωπαϊκού σωματείου και τουλάχιστον μίας οντότητας που ανήκει στις κατηγορίες που προσδιορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2· ή

    ε)

    ως αποτέλεσμα συγχώνευσης μεταξύ δύο τουλάχιστον οντοτήτων που προσδιορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2, οι οποίες έχουν συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία των κρατών μελών και έχουν την καταστατική τους έδρα στην Ένωση, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω οντότητες έχουν από κοινού τουλάχιστον τρία μέλη και ότι τα μέλη αυτά προέρχονται από τουλάχιστον δύο διαφορετικά κράτη μέλη.

    2.   Ένα κράτος μέλος μπορεί να προβλέπει ότι μια οντότητα, μεταξύ εκείνων που προσδιορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2, της οποίας η καταστατική έδρα δεν βρίσκεται στην Ένωση, μπορεί να συμμετέχει στη σύσταση ευρωπαϊκού σωματείου, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω οντότητα έχει συσταθεί σύμφωνα με το δίκαιο κράτους μέλους, έχει καταστατική έδρα στο εν λόγω κράτος μέλος και έχει αποδεδειγμένο και συνεχή οικονομικό, κοινωνικό ή πολιτιστικό δεσμό με το εν λόγω κράτος μέλος.

    3.   Η σύσταση ευρωπαϊκού σωματείου πραγματοποιείται με γραπτή συμφωνία μεταξύ όλων των ιδρυτικών μελών ή με γραπτά πρακτικά που τεκμηριώνουν τη συνεδρίαση συγκρότησης σε σώμα, υπογεγραμμένα από όλα τα ιδρυτικά μέλη και δεόντως επαληθευμένα, εάν απαιτείται τέτοια επαλήθευση από το εθνικό δίκαιο που διέπει την ίδρυση σωματείων.

    4.   Η αποχώρηση ιδρυτικού μέλους από ευρωπαϊκό σωματείο δεν συνεπάγεται αυτομάτως την παύση ή τη διάλυση του ευρωπαϊκού σωματείου, υπό την προϋπόθεση ότι εξακολουθεί να ασκεί τις δραστηριότητές του βάσει της συμφωνίας τουλάχιστον του αριθμού των προσώπων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α).

    5.   Η σύσταση ευρωπαϊκού σωματείου ή τυχόν διαδικασίες αναδιάρθρωσης δεν χρησιμοποιούνται για να υπονομευθούν τα δικαιώματα ή οι συνθήκες εργασίας των εργαζομένων ή των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Σύμφωνα με τις ισχύουσες συλλογικές συμβάσεις και το εθνικό και ενωσιακό δίκαιο, οι υποχρεώσεις όσον αφορά τους εργαζομένους και τους πιστωτές εξακολουθούν να τηρούνται και οι εργαζόμενοι, οι εθελοντές, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις και οι εκπρόσωποι των εργαζομένων ενημερώνονται δεόντως και ζητείται η γνώμη τους. Οι συλλογικές συμβάσεις και τα δικαιώματα εκπροσώπησης των εργαζομένων σε επίπεδο διοικητικού συμβουλίου τηρούνται και διατηρούνται, κατά περίπτωση.

    Άρθρο 7

    Συμμετοχή

    Τα ευρωπαϊκά σωματεία είναι ελεύθερα να κάνουν διάκριση μεταξύ τακτικών μελών και άλλων κατηγοριών μελών. Το καταστατικό του ευρωπαϊκού σωματείου καθορίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις κάθε κατηγορίας μελών, ιδίως όσον αφορά το δικαίωμα ψήφου τους.

    Άρθρο 8

    Καταστατικό

    1.   Τα ιδρυτικά μέλη καταρτίζουν και υπογράφουν το καταστατικό του ευρωπαϊκού σωματείου κατά τη σύστασή του ή κατά την καταστατική συνεδρίαση συγκρότησης σε σώμα.

    2.   Το καταστατικό περιλαμβάνει τουλάχιστον τις εξής πληροφορίες που αφορούν το ευρωπαϊκό σωματείο:

    α)

    την επωνυμία του, με τα διακριτικά «ΕΣ» πριν ή μετά από αυτήν·

    β)

    ακριβή δήλωση των στόχων του, του μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα του και, κατά περίπτωση, περιγραφή των κοινωφελών σκοπών του·

    γ)

    τη διεύθυνση της έδρας του·

    δ)

    τα περιουσιακά στοιχεία του κατά τη σύσταση·

    ε)

    την επωνυμία και τη διεύθυνση της καταστατικής έδρας των ιδρυτικών μελών του, εφόσον πρόκειται για νομικά πρόσωπα·

    στ)

    τις προϋποθέσεις και διαδικασίες εισόδου, διαγραφής και αποχώρησης των μελών του·

    ζ)

    τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μελών του και, αν συντρέχει περίπτωση, τις διάφορες κατηγορίες τους, καθώς και τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις κάθε κατηγορίας·

    η)

    διατάξεις που διέπουν τον αριθμό των μελών του διοικητικού συμβουλίου του, τη σύνθεση, τον διορισμό και την απομάκρυνση μελών από το διοικητικό συμβούλιο, τους όρους για την κίνηση διαδικασιών, εξ ονόματος του σωματείου, κατά μελών του διοικητικού συμβουλίου, καθώς και τις διατάξεις που διέπουν τη λειτουργία του διοικητικού συμβουλίου, τις εξουσίες και τις αρμοδιότητές του, συμπεριλαμβανομένων των εξουσιών εκπροσώπησης στις σχέσεις με τρίτους·

    θ)

    διατάξεις που διέπουν τη λειτουργία, τις εξουσίες και τις αρμοδιότητες της γενικής συνέλευσης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 16, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων πλειοψηφίας και απαρτίας·

    ι)

    διατάξεις που αφορούν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μελών, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων ψήφου και των δικαιωμάτων υποβολής προτάσεων·

    ια)

    τους λόγους και τις διαδικασίες για την εκούσια διάλυσή του·

    ιβ)

    τη ρητή δέσμευση του ότι σέβεται τις αξίες της Ένωσης, όπως κατοχυρώνονται στο άρθρο 2 ΣΕΕ·

    ιγ)

    το κατά πόσον διαθέτει ή όχι ιδρυτικό κεφάλαιο και, στην περίπτωση αυτή, το ποσό του κεφαλαίου αυτού·

    ιδ)

    τη συχνότητα με την οποία συγκαλείται η γενική συνέλευση· και

    ιε)

    την ημερομηνία έγκρισης των καταστατικών και τη διαδικασία τροποποίησής τους.

    Άρθρο 9

    Καταστατική έδρα

    1.   Η καταστατική έδρα του ευρωπαϊκού σωματείου βρίσκεται στο έδαφος της Ένωσης, στον τόπο που ορίζεται στο καταστατικό της. Η καταστατική έδρα βρίσκεται στον τόπο όπου το ευρωπαϊκό σωματείο έχει την κεντρική του διοίκηση ή τον κύριο τόπο δραστηριότητάς του στην Ένωση.

    2.   Σε περίπτωση σύστασης ευρωπαϊκού σωματείου μέσω μετατροπής σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο β), τα μέλη του αποφασίζουν εάν η καταστατική έδρα του ευρωπαϊκού σωματείου θα παραμείνει στο κράτος μέλος στο οποίο ήταν εγγεγραμμένη η αρχική οντότητα ή αν θα μεταφερθεί σε άλλο κράτος μέλος.

    3.   Σε περίπτωση σύστασης ευρωπαϊκού σωματείου μέσω συγχώνευσης σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχεία γ), δ) ή ε), τα μέλη αποφασίζουν σε ποιο από τα κράτη μέλη στα οποία είναι εγγεγραμμένοι οι συγχωνευόμενοι φορείς θα βρίσκεται η καταστατική έδρα του ευρωπαϊκού σωματείου.

    Άρθρο 10

    Καταχώριση

    1.   Εντός 30 ημερών από την ημερομηνία σύστασης ευρωπαϊκού σωματείου, όπως προβλέπεται στο άρθρο 6 παράγραφος 3, τα ιδρυτικά μέλη ευρωπαϊκού σωματείου υποβάλλουν αίτηση καταχώρισης στον εθνικό οργανισμό σωματείων.

    2.   Ο εθνικός οργανισμός σωματείων, αφού επαληθεύσει τη συμμόρφωση των αιτούντων με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού, λαμβάνει απόφαση σχετικά με την καταχώριση του ευρωπαϊκού σωματείου εντός 30 ημερών από την παραλαβή της αίτησης.

    3.   Το κράτος μέλος δεν επιβάλλει περαιτέρω απαιτήσεις καταχώρισης πέραν εκείνων που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό.

    4.   Εάν ο εθνικός οργανισμός σωματείων δεχτεί την αίτηση, καταχωρίζει το ευρωπαϊκό σωματείο στο κατάλληλο εθνικό μητρώο και κοινοποιεί την απόφασή της εντός 15 ημερών στο Συμβούλιο Ευρωπαϊκών Σωματείων, το οποίο προβαίνει στην εγγραφή του ευρωπαϊκού σωματείου στην ψηφιακή βάση δεδομένων των ευρωπαϊκών σωματείων που συστήνεται σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 5 στοιχείο β). Εντός της ίδιας προθεσμίας, ο εθνικός οργανισμός σωματείων κοινοποιεί επίσης την απόφασή του στην Υπηρεσία Εκδόσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία στη συνέχεια διασφαλίζει χωρίς καθυστέρηση τη δημοσίευση των πληροφοριών στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    5.   Εάν, εντός 30 ημερών από την υποβολή της αίτησης καταχώρισης, η αίτηση απορριφθεί ή δεν έχει ληφθεί απόφαση, ο αιτών μπορεί, εντός 15 ημερών από την παραλαβή της απορριπτικής απόφασης ή μετά τη λήξη της προθεσμίας των 30 ημερών για τη λήψη απόφασης, να προσφύγει στη συσταθείσα βάσει του άρθρου 11 επιτροπή προσφυγών.

    Η επιτροπή προσφυγών αποφασίζει σχετικά με την αίτηση καταχώρισης εντός 30 ημερών από την άσκηση της προσφυγής.

    Εάν η επιτροπή προσφυγών εγκρίνει την αίτηση καταχώρισης ή δεν εκδώσει απόφαση εντός 30 ημερών, ο εθνικός οργανισμός σωματείων προβαίνει στην καταχώριση εντός 15 ημερών από την εν λόγω απόφαση ή παράλειψη.

    Κάθε απόφαση απόρριψης αίτησης καταχώρισης κοινοποιείται στους αιτούντες και περιλαμβάνει δεόντως αιτιολογημένους λόγους απόρριψης.

    6.   Μετά την εγγραφή στο κατάλληλο εθνικό μητρώο σύμφωνα με την παράγραφο 4, η καταχώριση ευρωπαϊκού σωματείου αρχίζει να παράγει αποτελέσματα στο έδαφος της Ένωσης.

    7.   Η καταχώριση πραγματοποιείται μέσω των κοινών εντύπων καταχώρισης ή άλλων εργαλείων που αναφέρονται στο άρθρο 5. Η διαδικασία καταχώρισης είναι ηλεκτρονική, και προσβάσιμη και επιτρέπει στους αιτούντες να χρησιμοποιούν την επίσημη γλώσσα ή μία από τις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους στο οποίο το ευρωπαϊκό σωματείο έχει την καταστατική του έδρα. Τα τέλη καταχώρισης δεν είναι υψηλότερα από εκείνα που ισχύουν για τις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 και δεν υπερβαίνουν τις διοικητικές δαπάνες ούτε συνιστούν αδικαιολόγητη οικονομική επιβάρυνση, με την επιφύλαξη της αρχής της αναλογικότητας. Οι εθνικοί οργανισμοί σωματείων καθιστούν δυνατή την καταχώριση με μη ηλεκτρονικά μέσα.

    8.   Μετά την παραλαβή αίτησης ευρωπαϊκού σωματείου για τη χορήγηση καθεστώτος κοινής ωφέλειας, οι εθνικοί οργανισμοί σωματείων αξιολογούν την αίτηση σε σχέση με τις απαιτήσεις που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό. Οι εθνικοί οργανισμοί σωματείων δεν επιβάλλουν άλλες απαιτήσεις πέραν εκείνων που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό.

    9.   Ο εθνικός οργανισμός σωματείων, εντός 15 ημερολογιακών ημερών από την παραλαβή της αίτησης για τη χορήγηση καθεστώτος κοινής ωφελείας, εκδίδει δεσμευτική απόφαση σχετικά με την αίτηση. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί κατά 15 ημέρες σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, όταν η αξιολόγηση της αίτησης απαιτεί περαιτέρω εξέταση ή όταν ζητείται η γνώμη του Συμβουλίου Ευρωπαϊκών Σωματείων. Ο εθνικός οργανισμός σωματείων ενημερώνει αμέσως το ευρωπαϊκό σωματείο για τη διάρκεια και τους λόγους τυχόν παράτασης της αρχικής περιόδου των 15 ημερών.

    10.   Εάν ο εθνικός οργανισμός σωματείων δεχτεί την αίτηση για χορήγηση καθεστώτος κοινής ωφελείας, καταχωρίζει την απόφαση στο κατάλληλο εθνικό μητρώο και κοινοποιεί την απόφασή της εντός 15 ημερών στο Συμβούλιο Ευρωπαϊκών Σωματείων, το οποίο προβαίνει στην εγγραφή του καθεστώτος κοινής ωφελείας του ευρωπαϊκού σωματείου στην ψηφιακή βάση δεδομένων των ευρωπαϊκών σωματείων που συστήνεται σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 5 στοιχείο β). Εντός της ίδιας προθεσμίας, ο εθνικός οργανισμός σωματείων κοινοποιεί επίσης την απόφασή του στην Υπηρεσία Εκδόσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία στη συνέχεια διασφαλίζει χωρίς καθυστέρηση τη δημοσίευση των πληροφοριών στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    11.   Μετά την εγγραφή στο κατάλληλο εθνικό μητρώο σύμφωνα με την παράγραφο 10, η εγκριθείσα απόφαση σχετικά με την αναγνώριση καθεστώτος κοινής ωφελείας αρχίζει να παράγει αποτελέσματα στο έδαφος της Ένωσης.

    12.   Εάν η αίτηση για την αναγνώριση καθεστώτος κοινής ωφελείας απορριφθεί ή δεν έχει ληφθεί απόφαση εντός της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 9, ο αιτών μπορεί, εντός 15 ημερών από την παραλαβή της απορριπτικής απόφασης, να προσφύγει στην επιτροπή προσφυγών ή, κατά τη λήξη της προθεσμίας για τη λήψη απόφασης, να παραπέμψει την αίτηση στη συσταθείσα βάσει του άρθρου 11 επιτροπή προσφυγών.

    Η επιτροπή προσφυγών αποφασίζει εντός 15 ημερών από την προσφυγή ή την παραπομπή της αίτησης ή εντός 30 ημερών σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις.

    Εάν η επιτροπή προσφυγών εγκρίνει την αίτηση για χορήγηση καθεστώτος κοινής ωφελείας ή δεν εκδώσει απόφαση εντός της προθεσμίας που ορίζεται στο πρώτο εδάφιο, ο εθνικός οργανισμός σωματείων προβαίνει στη χορήγηση καθεστώτος κοινής ωφελείας εντός 15 ημερών από την εν λόγω απόφαση ή παράλειψη.

    Κάθε απόφαση απόρριψης αίτησης καταχώρισης κοινοποιείται στους αιτούντες και περιλαμβάνει δεόντως αιτιολογημένους λόγους απόρριψης.

    13.   Τα ιδρυτικά μέλη ευρωπαϊκού σωματείου μπορούν να αποφασίσουν να υποβάλουν ταυτόχρονα αίτηση για καταχώριση και για αναγνώριση καθεστώτος κοινής ωφελείας, οπότε η απόφαση και για τις δύο αιτήσεις είναι ενιαία και ισχύουν οι μεγαλύτερες προθεσμίες.

    Άρθρο 11

    Επιτροπή προσφυγών

    1.   Έως … [… μήνες μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού], το Συμβούλιο Ευρωπαϊκών Σωματείων συγκροτεί επιτροπή προσφυγών, η οποία απαρτίζεται από έναν αντιπρόσωπο ανά κράτος μέλος και έναν εκπρόσωπο της Επιτροπής. Ο εκπρόσωπος της Επιτροπής είναι ο πρόεδρος.

    2.   Η Επιτροπή παρέχει γραμματειακή υποστήριξη στο Συμβούλιο Ευρωπαϊκών Σωματείων.

    3.   Η επιτροπή προσφυγών συγκαλείται από τον πρόεδρό της και οι αποφάσεις της εγκρίνονται με απόλυτη πλειοψηφία των μελών της.

    Άρθρο 12

    Μεταφορά της καταστατικής έδρας

    1.   Η καταστατική έδρα ενός ευρωπαϊκού σωματείου μπορεί να μεταφερθεί σε άλλο κράτος μέλος σύμφωνα με το παρόν άρθρο. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι δεν υπάρχουν εμπόδια για τη μεταφορά περιουσιακών στοιχείων και εγγράφων που ανήκουν στο ευρωπαϊκό σωματείο και μεταφέρουν την καταστατική του έδρα. Η εν λόγω μεταφορά δεν μπορεί να επιφέρει τροποποιήσεις του καταστατικού του ευρωπαϊκού σωματείου, πέραν εκείνων που προβλέπονται στο παρόν άρθρο, ούτε τη λύση του ευρωπαϊκού σωματείου ή τη δημιουργία νέου νομικού προσώπου, ούτε θίγει τυχόν δικαιώματα και υποχρεώσεις που προϋπήρχαν της μεταφοράς, εκτός από εκείνα που συνδέονται εγγενώς με τη μεταφορά.

    2.   Η πρόταση μεταφοράς συντάσσεται από το διοικητικό συμβούλιο του ευρωπαϊκού σωματείου και δημοσιεύεται σύμφωνα με τους εθνικούς κανόνες του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται η καταστατική έδρα.

    3.   Πρόταση μεταφοράς που συντάσσεται βάσει της παραγράφου 2 περιλαμβάνει λεπτομέρειες σχετικά με:

    α)

    την προβλεπόμενη καταστατική έδρα και την προτεινόμενη επωνυμία στο κράτος μέλος προορισμού·

    β)

    την επωνυμία και τη διεύθυνση στο κράτος μέλος καταγωγής·

    γ)

    το προτεινόμενο τροποποιηθέν καταστατικό, συμπεριλαμβανομένης της νέας επωνυμίας του ευρωπαϊκού σωματείου, κατά περίπτωση·

    δ)

    το προτεινόμενο χρονοδιάγραμμα της μεταφοράς· και

    ε)

    τις αναμενόμενες νομικές και οικονομικές συνέπειες της μεταφοράς.

    4.   Η απόφαση περί μεταφοράς δεν λαμβάνεται αν δεν παρέλθουν δύο μήνες από τη δημοσίευση της πρότασης. Οι αποφάσεις περί μεταφοράς διέπονται από τους όρους που προβλέπονται για την τροποποίηση του καταστατικού του ευρωπαϊκού σωματείου.

    5.   Οι πιστωτές και οι κάτοχοι άλλων δικαιωμάτων έναντι του ευρωπαϊκού σωματείου που προηγούνται χρονικά της δημοσίευσης της πρότασης μεταφοράς έχουν το δικαίωμα να απαιτήσουν από το ευρωπαϊκό σωματείο να τους παράσχει τις κατάλληλες εγγυήσεις. Η παροχή των εγγυήσεων αυτών διέπεται από το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο το ευρωπαϊκό σωματείο είχε την καταστατική του έδρα πριν από τη μεταφορά. Τα κράτη μέλη μπορούν να επεκτείνουν την εφαρμογή της παρούσας διάταξης ώστε να καλύπτονται οφειλές που έχουν αναληφθεί από το ευρωπαϊκό σωματείο έναντι δημόσιων φορέων πριν από την ημερομηνία μεταφοράς.

    6.   Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο το ευρωπαϊκό σωματείο έχει την καταστατική του έδρα εκδίδει πιστοποιητικό με το οποίο βεβαιώνει ότι οι πράξεις και οι διατυπώσεις που απαιτούνται πριν από τη μεταφορά έχουν ολοκληρωθεί δεόντως.

    7.   Η νέα καταχώριση πραγματοποιείται μόνο μετά την προσκόμιση του πιστοποιητικού που προβλέπεται στην παράγραφο 8. Η μεταφορά της καταστατικής έδρας του ευρωπαϊκού σωματείου και η συνακόλουθη τροποποίηση του καταστατικού παράγουν αποτελέσματα από την ημερομηνία καταχώρησης της μεταφοράς σύμφωνα με το άρθρο 10.

    8.   Ένα κράτος μέλος μπορεί, όσον αφορά ευρωπαϊκά σωματεία που έχουν την καταστατική έδρα τους στο έδαφός του, να αρνηθεί τη μεταφορά της καταστατικής έδρας, σε περίπτωση επίσημης ένστασης που έχει υποβληθεί από εντεταλμένη αρμόδια αρχή εντός της προθεσμίας των δύο μηνών που ορίζεται στην παράγραφο 6. Η ένσταση αυτή μπορεί να υποβληθεί μόνο για λόγους δημόσιας ασφάλειας και κοινοποιείται στον εθνικό οργανισμό σωματείων του κράτους μέλους προορισμού και στο Συμβούλιο Ευρωπαϊκών Σωματείων.

    9.   Εάν η μεταφορά της καταστατικής έδρας απορριφθεί σύμφωνα με την παράγραφο 8, το ευρωπαϊκό σωματείο μπορεί, εντός 15 ημερών από την παραλαβή της απορριπτικής απόφασης, να προσφύγει στη συσταθείσα βάσει του άρθρου 11 επιτροπή προσφυγών. Η επιτροπή προσφυγών λαμβάνει απόφαση εντός 15 ημερών, ή εντός 30 ημερών σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, όταν η αξιολόγηση της αίτησης απαιτεί περαιτέρω εξέταση.

    10.   Εάν η επιτροπή προσφυγών εγκρίνει τη μεταφορά ή αν παραλείψει να το πράξει εντός της προθεσμίας που ορίζεται στην παράγραφο 11, ο εθνικός οργανισμός σωματείων του αρμόδιου κράτους μέλους εγκρίνει τη μεταφορά εντός 15 ημερών από την εν λόγω απόφαση ή παράλειψη.

    Κάθε απόφαση απόρριψης μεταφοράς κοινοποιείται στους αιτούντες και συνοδεύεται από δεόντως αιτιολογημένους λόγους για την απόφαση που ελήφθη.

    11.   Εάν η μεταφορά της καταστατικής έδρας καταστεί οριστική, ο εθνικός οργανισμός σωματείων του κράτους μέλους στο οποίο το ευρωπαϊκό σωματείο είχε την καταστατική του έδρα πριν από τη μεταφορά κοινοποιεί την πληροφορία αυτή εντός 15 ημερών στον εθνικό οργανισμό σωματείων του κράτους μέλους στο οποίο το ευρωπαϊκό σωματείο προτίθεται να μεταφέρει την καταστατική του έδρα και στο Συμβούλιο Ευρωπαϊκών Σωματείων. Το αργότερο 15 ημέρες μετά την παραλαβή της εν λόγω πληροφορίας, ο εθνικός οργανισμός σωματείων του κράτους μέλους προορισμού εγγράφει το ευρωπαϊκό σωματείο στο κατάλληλο εθνικό μητρώο. Το Συμβούλιο Ευρωπαϊκών Σωματείων εξασφαλίζει ότι οι λεπτομέρειες της μεταφοράς δημοσιεύονται στην ψηφιακή βάση δεδομένων ευρωπαϊκών σωματείων, καθώς και στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το αργότερο 15 ημέρες από τη λήψη της κοινοποίησης από το κράτος μέλος στο οποίο το ευρωπαϊκό σωματείο είχε την καταστατική του έδρα πριν από τη μεταφορά. Η μεταφορά της καταστατικής έδρας του ευρωπαϊκού σωματείου παράγει αποτελέσματα και μπορεί να αντιταχθεί έναντι τρίτων από την ημερομηνία εγγραφής του ευρωπαϊκού σωματείου στο εθνικό μητρώο του κράτους μέλους της νέας καταστατικής έδρας του.

    12.   Το ευρωπαϊκό σωματείο που τελεί σε κατάσταση διάλυσης, εκκαθάρισης, αφερεγγυότητας, αναστολής πληρωμών ή άλλων παρόμοιων διαδικασιών δεν μπορεί να μεταφέρει την καταστατική έδρα του.

    Άρθρο 13

    Νομική προσωπικότητα

    1.   Το ευρωπαϊκό σωματείο αποκτά νομική προσωπικότητα σε όλα τα κράτη μέλη από την καταχώρισή του ως ευρωπαϊκού σωματείου στο κατάλληλο εθνικό μητρώο.

    2.   Μετά την ανακοίνωση της καταχώρισης, αλλά πριν από την εγγραφή στο κατάλληλο εθνικό μητρώο, το ευρωπαϊκό σωματείο μπορεί να ασκήσει τα δικαιώματά του ως νομικό πρόσωπο, εάν χρησιμοποιεί στην επωνυμία του την ένδειξη «ευρωπαϊκό σωματείο υπό σύσταση», και σύμφωνα με τους εθνικούς κανόνες προληπτικής εποπτείας που ισχύουν για τα εγχώρια σωματεία στο κράτος μέλος στο οποίο έχει την καταστατική του έδρα το ευρωπαϊκό σωματείο κατά τη φάση σύστασης. Εάν, πριν από την απόκτηση νομικής προσωπικότητας, έχουν αναληφθεί δράσεις εξ ονόματος του ευρωπαϊκού σωματείου και το ευρωπαϊκό σωματείο δεν αναλάβει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις εν λόγω δράσεις, τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που αναλαμβάνουν τις εν λόγω δράσεις ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον για αυτές, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά από τους ισχύοντες εθνικούς κανόνες του κράτους μέλους στο οποίο το ευρωπαϊκό σωματείο έχει την καταστατική του έδρα κατά το στάδιο της σύστασης.

    3.   Από … [ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού], μόνο τα ευρωπαϊκά σωματεία που έχουν συσταθεί και καταχωριστεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό μπορούν να περιλαμβάνουν την ονομασία «Ευρωπαϊκό Σωματείο» στην επωνυμία τους, στην επίσημη γλώσσα ή στις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένα. Επιτρέπεται να το πράττουν μόλις εγγραφούν στο κατάλληλο εθνικό μητρώο σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 4.

    4.   Ως νομικά πρόσωπα, τα ευρωπαϊκά σωματεία έχουν την ικανότητα να ασκούν, ιδίω ονόματι, τις εξουσίες και τα δικαιώματα και να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις που είναι αναγκαίες για την επίτευξη των στόχων τους, υπό τους ίδιους όρους με τις νομικές οντότητες που προσδιορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2 και έχουν συσταθεί σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο το ευρωπαϊκό σωματείο έχει την καταστατική του έδρα.

    5.   Συνεπεία της απόκτησης της νομικής προσωπικότητάς του, ένα ευρωπαϊκό σωματείο αποκτά το δικαίωμα και την ικανότητα:

    α)

    να συνάπτει συμβάσεις και να εκτελεί άλλες νομικές πράξεις, συμπεριλαμβανομένης της απόκτησης κινητής και ακίνητης περιουσίας·

    β)

    να συγκεντρώνει κεφάλαια για τη στήριξη των μη κερδοσκοπικών δραστηριοτήτων του·

    γ)

    να λαμβάνει δωρεές και κληροδοτήματα·

    δ)

    να απασχολεί προσωπικό·

    ε)

    να συμμετέχει σε νομικές διαδικασίες· και

    στ)

    να έχει πρόσβαση σε χρηματοοικονομικές υπηρεσίες.

    Άρθρο 14

    Διακυβέρνηση και όργανα

    1.   Το ευρωπαϊκό σωματείο είναι ελεύθερο να καθορίζει τις δομές εσωτερικής διοίκησης και τη διακυβέρνησή του στο καταστατικό του, με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος κανονισμού. Οι εν λόγω δομές και διακυβέρνηση είναι σε κάθε περίπτωση σύμφωνες με τις δημοκρατικές αρχές και τις θεμελιώδεις αξίες της Ένωσης.

    2.   Το ευρωπαϊκό σωματείο διοικείται από δύο τουλάχιστον όργανα, το διοικητικό συμβούλιο και τη γενική συνέλευση.

    3.   Άλλα όργανα διακυβέρνησης μπορούν να συσταθούν από το διοικητικό συμβούλιο ή τη γενική συνέλευση, υπό τους όρους και σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπει ο παρών κανονισμός και το καταστατικό του ευρωπαϊκού σωματείου.

    Άρθρο 15

    Διοικητικό συμβούλιο

    1.   Το διοικητικό συμβούλιο διαχειρίζεται το ευρωπαϊκό σωματείο προς το συμφέρον του σωματείου και με γνώμονα την επιδίωξη των στόχων του, όπως προβλέπεται στο καταστατικό του.

    2.   Το διοικητικό συμβούλιο ορίζεται από τη γενική συνέλευση, σύμφωνα με το καταστατικό. Οι πληροφορίες σχετικά με τη σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου τίθενται στη διάθεση του εθνικού οργανισμού σωματείων εντός 6 μηνών από την ημερομηνία εκλογής του. Ο εθνικός οργανισμός σωματείων ενημερώνει σχετικά το Συμβούλιο Ευρωπαϊκών Σωματείων. Τυχόν αλλαγές στη σύνθεση καθίστανται διαθέσιμες με τον ίδιο τρόπο. Οι εν λόγω πληροφορίες δημοσιοποιούνται επίσης από το ευρωπαϊκό σωματείο.

    3.   Ένα πρόσωπο δεν μπορεί να είναι μέλος του διοικητικού συμβουλίου, να διαθέτει εξουσίες μέλους του διοικητικού συμβουλίου ή να ασκεί καθήκοντα διαχείρισης ή εκπροσώπησης σύμφωνα με την παράγραφο 6, εάν έχει στερηθεί το δικαίωμα να συμμετέχει σε διοικητικό συμβούλιο ή παρεμφερές διαχειριστικό ή εποπτικό όργανο νομικής οντότητας βάσει:

    α)

    του ενωσιακού ή εθνικού εφαρμοστέου δικαίου στο εν λόγω πρόσωπο·

    β)

    του ενωσιακού ή εθνικού εφαρμοστέου δικαίου στις νομικές οντότητες που προσδιορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2 στο κράτος μέλος στο οποίο το ευρωπαϊκό σωματείο έχει την καταστατική του έδρα· ή

    γ)

    δικαστικής ή διοικητικής απόφασης που έχει εκδοθεί ή αναγνωριστεί σε κράτος μέλος.

    4.   Στο πλαίσιο των καθηκόντων που τους ανατίθενται από τον παρόντα κανονισμό και από το καταστατικό του ευρωπαϊκού σωματείου, όλα τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου έχουν τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις.

    5.   Το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να αναθέτει διαχειριστικές εξουσίες ή αρμοδιότητες σε επιτροπή αποτελούμενη από ένα ή περισσότερα μέλη του ευρωπαϊκού σωματείου. Το καταστατικό ή η γενική συνέλευση θεσπίζουν τους όρους για την άσκηση της εν λόγω ανάθεσης.

    6.   Το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να συνέρχεται σε τακτικές και έκτακτες συνεδριάσεις. Στο πλαίσιο των τακτικών συνεδριάσεών του, το διοικητικό συμβούλιο συνέρχεται σε τακτά διαστήματα που καθορίζονται από το καταστατικό του ευρωπαϊκού σωματείου, και τουλάχιστον δύο φορές ετησίως, για να συζητήσει τους λογαριασμούς, τις δραστηριότητες και τις προβλέψιμες προοπτικές των υποθέσεων του ευρωπαϊκού σωματείου.

    7.   Το διοικητικό συμβούλιο συντάσσει, μία φορά κατ’ έτος, έκθεση σχετικά με τους λογαριασμούς και τις δραστηριότητες του ευρωπαϊκού σωματείου, την οποία διαβιβάζει στον εθνικό οργανισμό σωματείων και στο Συμβούλιο Ευρωπαϊκών Σωματείων. Η ετήσια αυτή έκθεση δημοσιοποιείται επίσης από το ευρωπαϊκό σωματείο.

    8.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 22 παράγραφος 2 και στο μέτρο που εφαρμόζεται στις οντότητες που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 2, το διοικητικό συμβούλιο καταρτίζει, μία φορά κατ’ έτος, δημοσιονομικό δελτίο των λογαριασμών του ευρωπαϊκού σωματείου, όπου αναφέρονται τα έσοδα που προέρχονται από οικονομικές δραστηριότητες και κεφάλαια όπως πιστώσεις και τραπεζικά δάνεια, δωρεές ή μη αποζημιωθείσες εισπράξεις μετρητών ή περιουσιακών στοιχείων κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος, καθώς και εκτίμηση του προϋπολογισμού για το επόμενο οικονομικό έτος. Σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν από το διοικητικό συμβούλιο να γνωστοποιεί την οικονομική κατάσταση στην αρμόδια αρχή και στα μέλη του σωματείου. Στην περίπτωση αυτή, τα μέλη μπορούν να ζητήσουν από το διοικητικό συμβούλιο περαιτέρω πληροφορίες, μεταξύ άλλων σχετικά με τις πηγές χρηματοδότησης. Τα μέλη μπορούν να το πράττουν μόνον εφόσον, μετά την εξέταση της ετήσιας οικονομικής κατάστασης, τούτο είναι αναγκαίο για λόγους διαφάνειας και λογοδοσίας και υπό την προϋπόθεση ότι είναι αναλογικό. Για τον σκοπό αυτό, το ευρωπαϊκό σωματείο υποχρεούται να τηρεί πλήρη και ακριβή αρχεία όλων των χρηματοοικονομικών συναλλαγών, όπως αναφέρεται στο άρθρο 23 παράγραφος 1.

    9.   Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου έχουν την εξουσία να εκπροσωπούν το ευρωπαϊκό σωματείο σε σχέσεις με τρίτους και σε νομικές διαδικασίες, εντός των ορίων και υπό τους όρους που καθορίζονται στο καταστατικό του. Όταν η εξουσία εκπροσώπησης του ευρωπαϊκού σωματείου σε σχέσεις με τρίτους ανατίθεται σε δύο ή περισσότερα μέλη, τα πρόσωπα αυτά ασκούν την εξουσία αυτή συλλογικά.

    10.   Τυχόν πράξεις των μελών του διοικητικού συμβουλίου εξ ονόματος του ευρωπαϊκού σωματείου δεσμεύουν το ευρωπαϊκό σωματείο έναντι τρίτων, υπό την προϋπόθεση ότι δεν υπερβαίνουν τις εξουσίες που εκχωρούνται στο διοικητικό συμβούλιο από το εφαρμοστέο δίκαιο ή που του ανατίθενται νομίμως από το καταστατικό του ευρωπαϊκού σωματείου.

    Άρθρο 16

    Γενική συνέλευση

    1.   Η συνέλευση όλων των μελών του ευρωπαϊκού σωματείου αναφέρεται ως γενική συνέλευση.

    2.   Το διοικητικό συμβούλιο συγκαλεί τη γενική συνέλευση, σύμφωνα με το καταστατικό του ευρωπαϊκού σωματείου.

    3.   Τα μέλη ενημερώνονται σχετικά με τη γενική συνέλευση το αργότερο 15 ημέρες πριν από την ημερομηνία που έχει οριστεί για τη γενική συνέλευση.

    4.   Το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να συγκαλέσει γενική συνέλευση ανά πάσα στιγμή, είτε με δική του πρωτοβουλία είτε κατόπιν αιτήματος τουλάχιστον του ενός τετάρτου των μελών. Το καταστατικό μπορεί να ορίζει χαμηλότερο κατώτατο όριο.

    5.   Η γενική συνέλευση μπορεί να πραγματοποιείται με τη φυσική παρουσία των μελών, με διαδικτυακή παρουσία ή με συνδυασμό των δύο, χωρίς αυτό να επηρεάζει το κύρος της γενικής συνέλευσης, ή το κύρος των αποφάσεων που λαμβάνονται. Το διοικητικό συμβούλιο αποφασίζει ποια από τις τρεις μορφές χρησιμοποιείται για κάθε γενική συνέλευση, εκτός εάν η πλειοψηφία των μελών του σωματείου προτείνει άλλη μορφή.

    6.   Η αίτηση για τη σύγκληση γενικής συνέλευσης περιέχει τους λόγους σύγκλησής της και τα θέματα που πρέπει να συμπεριληφθούν στην ημερήσια διάταξη.

    7.   Κάθε μέλος έχει δικαίωμα ενημέρωσης και πρόσβασης σε έγγραφα, σύμφωνα με τους κανόνες που ορίζονται στο καταστατικό, πριν από κάθε γενική συνέλευση.

    8.   Κάθε μέλος έχει το δικαίωμα να συμμετέχει στη γενική συνέλευση, να ομιλεί και να υποβάλλει προτάσεις.

    9.   Το δικαίωμα ψήφου και υποβολής προτάσεων των μελών στη γενική συνέλευση ασκείται σύμφωνα με το καταστατικό του ευρωπαϊκού σωματείου, όπως ορίζει το άρθρο 8 παράγραφος 2 στοιχείο ι).

    10.   Τα μέλη μπορούν να διορίσουν άλλο μέλος για να τα εκπροσωπήσει στη γενική συνέλευση πριν από τη συνεδρίαση, σύμφωνα με διαδικασία που καθορίζεται στο καταστατικό του ευρωπαϊκού σωματείου. Ένα μέλος δεν μπορεί να εκπροσωπεί περισσότερα από δύο άλλα μέλη.

    11.   Οι αποφάσεις της γενικής συνέλευσης για συνήθη θέματα εγκρίνονται με πλειοψηφία των παρόντων ή εκπροσωπούμενων μελών, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά. Οι ψήφοι κατανέμονται σύμφωνα με τους κανόνες που προβλέπονται στο καταστατικό του ευρωπαϊκού σωματείου.

    Άρθρο 17

    Παραρτήματα σωματείου και επικεφαλής μέλη

    1.   Το ευρωπαϊκό σωματείο μπορεί να διαθέτει περιφερειακά παραρτήματα. Τα παραρτήματα δεν θεωρείται ότι διαθέτουν διακριτή νομική προσωπικότητα, αλλά μπορούν να οργανώνουν και να διαχειρίζονται δραστηριότητες για λογαριασμό του σωματείου, με την επιφύλαξη απαιτήσεων των καταστατικών τους.

    2.   Το διοικητικό συμβούλιο του ευρωπαϊκού σωματείου μπορεί να ορίζει παραρτήματα ή μέλη που είναι νομικά πρόσωπα ως επικεφαλής φορείς στην εκτέλεση και την υλοποίηση έργων του ευρωπαϊκού σωματείου. Τα κράτη μέλη επιτρέπουν σε παραρτήματα ή μέλη να υλοποιούν έργα υπό τη δικαιοδοσία τους ως επικεφαλής φορείς του ευρωπαϊκού σωματείου.

    Άρθρο 18

    Τροποποιήσεις του καταστατικού

    1.   Κάθε τροποποίηση του καταστατικού του ευρωπαϊκού σωματείου συζητείται σε συνεδρίαση της γενικής συνέλευσης που συγκαλείται για τον σκοπό αυτό.

    2.   Τα μέλη ενημερώνονται για τις συνεδριάσεις της γενικής συνέλευσης που αποσκοπούν στη συζήτηση και τη λήψη αποφάσεων σχετικά με τις προτάσεις για τροποποίηση του καταστατικού του ευρωπαϊκού σωματείου τουλάχιστον 30 ημερολογιακές ημέρες πριν από την ημερομηνία που έχει οριστεί για τη συνεδρίαση. Η κοινοποίηση περιλαμβάνει τις εν λόγω προτάσεις.

    3.   Η γενική συνέλευση έχει την εξουσία να επιφέρει τροποποιήσεις στο καταστατικό, εάν είναι παρόντα ή εκπροσωπούνται τουλάχιστον τα μισά μέλη του ευρωπαϊκού σωματείου συν ένα μέλος.

    4.   Τροποποιήσεις του καταστατικού του ευρωπαϊκού σωματείου εγκρίνονται, εάν ψηφίσουν υπέρ τουλάχιστον τα δύο τρίτα των παρόντων ή εκπροσωπούμενων μελών της γενικής συνέλευσης.

    5.   Τροποποιήσεις του δεδηλωμένου σκοπού του ευρωπαϊκού σωματείου εγκρίνονται, εάν ψηφίσουν υπέρ τουλάχιστον τα τρία τέταρτα των παρόντων ή εκπροσωπούμενων μελών της γενικής συνέλευσης.

    6.   Το κείμενο του εγκριθέντος καταστατικού καθίσταται, εντός έξι μηνών από την ημερομηνία έγκρισής του, διαθέσιμο στον εθνικό οργανισμό σωματείων, ο οποίος ενημερώνει σχετικά το Συμβούλιο Ευρωπαϊκών Σωματείων. Οι πληροφορίες αυτές δημοσιοποιούνται από το ευρωπαϊκό σωματείο και κοινοποιούνται στο Συμβούλιο Ευρωπαϊκών Σωματείων για να εγγραφούν στην ευρωπαϊκή βάση δεδομένων που αναφέρεται στο άρθρο 5 παράγραφος 5 στοιχείο β).

    Κεφάλαιο ΙΙΙ

    Διατάξεις που αφορούν τη μεταχείριση των ευρωπαϊκών σωματείων στα κράτη μέλη

    Άρθρο 19

    Αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων

    1.   Απαγορεύεται κάθε διακριτική μεταχείριση των ευρωπαϊκών σωματείων.

    2.   Τα ευρωπαϊκά σωματεία τυγχάνουν της ίδιας μεταχείρισης με τις ισοδύναμες εθνικές οντότητες που προσδιορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2.

    Άρθρο 20

    Καθεστώς κοινής ωφέλειας

    1.   Τα ευρωπαϊκά σωματεία μπορούν να λάβουν καθεστώς κοινής ωφέλειας εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)

    ο σκοπός και οι δραστηριότητες της οργάνωσης επιδιώκουν κοινωφελή στόχο ο οποίος υπηρετεί την ευημερία της κοινωνίας ή μέρους αυτής και, ως εκ τούτου, προάγουν το δημόσιο συμφέρον, εκτός εάν ο εν λόγω σκοπός και οι εν λόγω δραστηριότητες αποσκοπούν συστηματικά και άμεσα στην εξυπηρέτηση των δομών ενός συγκεκριμένου πολιτικού κόμματος. Οι ακόλουθοι σκοποί, μεταξύ άλλων, θεωρούνται προσανατολισμένοι προς έναν κοινωφελή στόχο:

    i)

    τέχνες, πολιτισμός ή διαφύλαξη της ιστορίας·

    ii)

    προστασία του περιβάλλοντος και κλιματική αλλαγή·

    iii)

    προώθηση και προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των αξιών της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου και της εξάλειψης κάθε διάκρισης λόγω φύλου, φυλής, εθνοτικής καταγωγής, θρησκείας, αναπηρίας, γενετήσιου προσανατολισμού ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο·

    iv)

    κοινωνική δικαιοσύνη, κοινωνική ένταξη και πρόληψη ή ανακούφιση της φτώχειας·

    v)

    ανθρωπιστική συνδρομή και ανθρωπιστική βοήθεια, συμπεριλαμβανομένης της αντιμετώπισης καταστροφών·

    vi)

    αναπτυξιακή βοήθεια και αναπτυξιακή συνεργασία·

    vii)

    προστασία, παροχή βοήθειας και στήριξη σε ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού, συμπεριλαμβανομένων των παιδιών, των ηλικιωμένων, των ατόμων με αναπηρία, των ατόμων που ζητούν ή επωφελούνται διεθνούς προστασίας και των ατόμων που βρίσκονται σε κατάσταση έλλειψης στέγης·

    viii)

    προστασία ζώων·

    ix)

    επιστήμη, έρευνα και καινοτομία·

    x)

    εκπαίδευση και κατάρτιση και εξασφάλιση της συμμετοχής των νέων·

    xi)

    προαγωγή και προστασία της υγείας και της ευεξίας, συμπεριλαμβανομένης της παροχής ιατρικής περίθαλψης·

    xii)

    προστασία των καταναλωτών· και

    xiii)

    ερασιτεχνικός αθλητισμός και η προώθησή του·

    β)

    τυχόν πλεόνασμα από οποιαδήποτε οικονομική ή άλλη κερδοσκοπική δραστηριότητα που παράγεται από την οργάνωση χρησιμοποιείται αποκλειστικά για την προώθηση των κοινωφελών στόχων της οργάνωσης·

    γ)

    σε περίπτωση διάλυσης της οργάνωσης, οι καταστατικές διασφαλίσεις εγγυώνται ότι όλα τα περιουσιακά στοιχεία θα εξακολουθήσουν να εξυπηρετούν κοινωφελείς στόχους· και

    δ)

    τα μέλη των διοικητικών δομών της οργάνωσης που δεν απασχολούνται ως μέλη του προσωπικού δεν δικαιούνται αμοιβής πέραν των κατάλληλων αποζημιώσεων εξόδων.

    2.   Τα καταχωρισμένα ευρωπαϊκά σωματεία μπορούν να υποβάλουν αίτηση στον εθνικό οργανισμό σωματείων του κράτους μέλους στο οποίο έχουν την καταστατική τους έδρα για να αναγνωριστούν ως κοινωφελή, σύμφωνα με τις απαιτήσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1.

    3.   Ο εθνικός οργανισμός σωματείων λαμβάνει απόφαση σχετικά με την αίτηση για τη χορήγηση καθεστώτος κοινής ωφελείας σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 10 παράγραφοι 8 και 9.

    4.   Τα κράτη μέλη αντιμετωπίζουν το ευρωπαϊκό σωματείο στο οποίο χορηγείται καθεστώς κοινή ωφέλειας κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν τις νομικές οντότητες στις οποίες έχει χορηγηθεί αντίστοιχο καθεστώς υπό τη δικαιοδοσία τους.

    Άρθρο 21

    Αρχή της εθνικής μεταχείρισης

    Τα ευρωπαϊκά σωματεία υπόκεινται στις διατάξεις του εθνικού δικαίου που ισχύουν για τις νομικές οντότητες που προσδιορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2 στο κράτος μέλος στο οποίο έχουν την καταστατική τους έδρα.

    Άρθρο 22

    Αρχή της μη αυθαίρετης μεταχείρισης

    Τα ευρωπαϊκά σωματεία δεν υπόκεινται σε διακριτική μεταχείριση από τα κράτη μέλη αποκλειστικά και μόνο λόγω της πολιτικής καταλληλότητας του σκοπού, του πεδίου δραστηριοτήτων ή των πηγών χρηματοδότησής τους.

    Κεφάλαιο IV

    Χρηματοδότηση και υποβολή εκθέσεων

    Άρθρο 23

    Συγκέντρωση κεφαλαίων και ελεύθερη χρήση των περιουσιακών στοιχείων

    1.   Τα ευρωπαϊκά σωματεία είναι σε θέση να ζητούν, να λαμβάνουν, να διαθέτουν ή να δωρίζουν οποιουσδήποτε πόρους, συμπεριλαμβανομένων οικονομικών, σε είδος και υλικών, και να ζητούν και να λαμβάνουν ανθρώπινους πόρους από ή προς οποιαδήποτε οντότητα, είτε πρόκειται για δημόσιους φορείς, ιδιώτες ή ιδιωτικούς φορείς, σε οποιοδήποτε κράτος μέλος και σε τρίτες χώρες.

    2.   Τα ευρωπαϊκά σωματεία υπόκεινται στις διατάξεις του ενωσιακού και του εφαρμοστέου εθνικού δικαίου σχετικά με τη φορολογία, τα τελωνεία, το συνάλλαγμα, τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, καθώς και στους κανόνες που διέπουν τη χρηματοδότηση εκλογών και πολιτικών κομμάτων, όπως ισχύουν για τις νομικές οντότητες που προσδιορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2 στο κράτος μέλος στο οποίο έχουν την καταστατική τους έδρα.

    3.   Τα ευρωπαϊκά σωματεία υπόκεινται σε υποχρεώσεις υποβολής εκθέσεων και δημοσιοποίησης σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, μεταξύ άλλων όσον αφορά τη σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου, τις διατάξεις του καταστατικού, τη χρηματοδότηση και τις οικονομικές καταστάσεις, στον βαθμό που οι υποχρεώσεις αυτές ανταποκρίνονται στον στόχο γενικού συμφέροντος που συνίσταται στη διασφάλιση ότι τα ευρωπαϊκά σωματεία λειτουργούν με διαφάνεια και λογοδοτούν, και υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω υποχρεώσεις είναι αναγκαίες και αναλογικές.

    Η συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο δεν συνεπάγεται ότι τα ευρωπαϊκά σωματεία υπόκεινται σε αυστηρότερους κανόνες από εκείνους που ισχύουν για τις ισοδύναμες εθνικές οντότητες που προσδιορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2 και για τις κερδοσκοπικές οντότητες. Οι εν λόγω υποχρεώσεις υποβολής εκθέσεων και δημοσιοποίησης δεν οδηγούν σε οποιαδήποτε διαφορετική μεταχείριση ή περιορισμό των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων του ευρωπαϊκού σωματείου, ανεξάρτητα από τη καταλληλότητα του σκοπού ή των πηγών χρηματοδότησής του.

    Άρθρο 24

    Λογιστική και λογιστικός έλεγχος

    1.   Τα ευρωπαϊκά σωματεία τηρούν πλήρη και ακριβή αρχεία όλων των χρηματοοικονομικών συναλλαγών.

    2.   Τα ευρωπαϊκά σωματεία καταρτίζουν τουλάχιστον μία φορά το χρόνο:

    α)

    τους ετήσιους λογαριασμούς τους·

    β)

    τους ενοποιημένους λογαριασμούς τους, εφόσον υπάρχουν·

    γ)

    δημοσιονομική πρόβλεψη για το επόμενο οικονομικό έτος· και

    δ)

    ετήσια έκθεση δραστηριοτήτων.

    Το διοικητικό συμβούλιο διαβιβάζει την ετήσια έκθεση δραστηριοτήτων και το δημοσιονομικό δελτίο στον εθνικό οργανισμό σωματείων σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφοι 7 και 8.

    3.   Η ετήσια έκθεση δραστηριοτήτων περιλαμβάνει τουλάχιστον:

    α)

    πληροφορίες σχετικά με τις δραστηριότητες του ευρωπαϊκού σωματείου κατά το έτος αναφοράς·

    β)

    πληροφορίες σχετικά με τις προβλέψιμες προοπτικές, εφόσον υπάρχουν· και

    γ)

    περιγραφή του τρόπου προώθησης του κοινωφελούς σκοπού κατά το προηγούμενο έτος, εάν το αντίστοιχο καθεστώς είχε χορηγηθεί στο ευρωπαϊκό σωματείο.

    4.   Οι ετήσιοι λογαριασμοί των ευρωπαϊκών σωματείων και, κατά περίπτωση, οι ενοποιημένοι λογαριασμοί τους ελέγχονται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για τα νομικά πρόσωπα που προσδιορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2 στο κράτος μέλος στο οποίο το οικείο ευρωπαϊκό σωματείο έχει την καταστατική του έδρα. Ο έλεγχος διενεργείται τουλάχιστον μία φορά ανά τετραετία και όχι πάνω από μία φορά ανά διετία.

    5.   Η έκθεση που προκύπτει από τον διαλαμβανόμενο στην παράγραφο 4 έλεγχο δημοσιοποιείται με τον τρόπο που προβλέπεται από τη νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο το ευρωπαϊκό σωματείο έχει την καταστατική του έδρα.

    6.   Οι αρχές των κρατών μελών δεν απαιτούν από τα ευρωπαϊκά σωματεία να παρέχουν πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με τα μέλη τους που είναι φυσικά πρόσωπα, εκτός εάν τούτο είναι αναγκαίο για τον σκοπό της διεξαγωγής δημόσιας ποινικής έρευνας σχετικά με ποινικά αδικήματα που τιμωρούνται με στερητική της ελευθερίας ποινή με ανώτατο όριο τουλάχιστον ενός έτους και κατόπιν απόφασης ανεξάρτητου δικαστηρίου.

    7.   Ο εθνικός οργανισμός σωματείων παρέχει εξαμηνιαία επισκόπηση με πληροφορίες σχετικά με όλους τους ελέγχους που αναφέρονται στην παράγραφο 4 στο Συμβούλιο Ευρωπαϊκών Σωματείων, το οποίο φροντίζει για τη δημοσίευση της έκθεσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και στον ιστότοπό του.

    8.   Οι κανόνες λογιστικής και λογιστικού ελέγχου που ισχύουν για τα ευρωπαϊκά σωματεία δεν είναι λιγότερο ευνοϊκοί από εκείνους που ισχύουν για τις επιχειρήσεις κατ’ εφαρμογή της οδηγίας 2006/43/ΕΚ (10) ή της οδηγίας 2013/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (11).

    9.   Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται με την επιφύλαξη ευνοϊκότερων αντίστοιχων εθνικών διατάξεων στο κράτος μέλος της καταστατικής έδρας.

    Κεφάλαιο V

    Συνεργασία με κράτη μέλη και ευθύνη

    Άρθρο 25

    Συνεργασία με τα κράτη μέλη

    1.   Ο εθνικός οργανισμός σωματείων του κράτους μέλους καταχώρισης διαβουλεύεται εγκαίρως με τους εθνικούς οργανισμούς σωματείων άλλων κρατών μελών σχετικά με κάθε ουσιαστικό ζήτημα που αφορά τη νομιμότητα και την ευθύνη ενός συγκεκριμένου ευρωπαϊκού σωματείου και ενημερώνει σχετικά το Συμβούλιο Ευρωπαϊκών Σωματείων.

    2.   Εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στον παρόντα κανονισμό, οι εθνικοί οργανισμοί σωματείων κοινοποιούν, σε ετήσια βάση, επισκόπηση όλων των πληροφοριών που αφορούν αποφάσεις σχετικά με ευρωπαϊκά σωματεία στην επικράτεια των κρατών μελών τους. Στην επισκόπηση περιλαμβάνεται κατάλογος των υποθέσεων στις οποίες κινήθηκαν ποινικές έρευνες κατά ευρωπαϊκών σωματείων, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων στις οποίες ζητήθηκε η αποκάλυψη πληροφοριών σχετικά με μέλη σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 6.

    3.   Εάν το Συμβούλιο Ευρωπαϊκών Σωματείων κρίνει ότι ένας εθνικός οργανισμός σωματείων δεν έχει συμμορφωθεί με τον παρόντα κανονισμό, παρέχει στην Επιτροπή όλες τις σχετικές πληροφορίες. Η Επιτροπή αξιολογεί τις εν λόγω πληροφορίες και αναλαμβάνει δράση κατά περίπτωση.

    4.   Τα ευρωπαϊκά σωματεία έχουν στη διάθεσή τους αποτελεσματικά μέσα έννομης προστασίας κατά των αποφάσεων που λαμβάνονται από εθνικό οργανισμό σωματείων και τα αφορούν, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας δικαστικού ελέγχου των εν λόγω αποφάσεων.

    Άρθρο 26

    Ευθύνη των ευρωπαϊκών σωματείων και των μελών του διοικητικού συμβουλίου τους

    1.   Η ευθύνη των ευρωπαϊκών σωματείων διέπεται από τις διατάξεις που εφαρμόζονται στις νομικές οντότητες που προσδιορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2 στο κράτος μέλος στο οποίο το ευρωπαϊκό σωματείο έχει την καταστατική του έδρα.

    2.   Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου ευρωπαϊκού σωματείου ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον για την απώλεια ή τη ζημία που υπέστη το ευρωπαϊκό σωματείο λόγω παράβασης των υποχρεώσεων που απορρέουν από τα καθήκοντά τους. Ωστόσο, η ευθύνη δεν είναι αλληλέγγυα και εις ολόκληρον για την απώλεια ή τη ζημία που υπέστη το ευρωπαϊκό σωματείο, όταν αποδεικνύεται ότι αθετεί συγκεκριμένες υποχρεώσεις που συνδέονται αποκλειστικά με τα καθήκοντα του εν λόγω μέλους.

    3.   Το καταστατικό καθορίζει τους όρους για την κίνηση διαδικασίας, εξ ονόματος του ευρωπαϊκού σωματείου, κατά των μελών του διοικητικού συμβουλίου.

    Κεφάλαιο VI

    Διάλυση, αφερεγγυότητα, εκκαθάριση

    Άρθρο 27

    Εκούσια διάλυση

    1.   Το ευρωπαϊκό σωματείο μπορεί να διαλυθεί εκουσίως:

    α)

    με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου σύμφωνα με τις διατάξεις του καταστατικού του ευρωπαϊκού σωματείου, με τη σύμφωνη γνώμη της γενικής συνέλευσης· ή

    β)

    με απόφαση της γενικής συνέλευσης· η απόφαση αυτή μπορεί να ανακληθεί από τη γενική συνέλευση πριν αρχίσουν να παράγουν αποτελέσματα επισήμως η διάλυση ή η εκκαθάριση του ευρωπαϊκού σωματείου.

    2.   Το ευρωπαϊκό σωματείο ενημερώνει τους εθνικούς οργανισμούς σωματείων για την απόφαση εκούσιας διάλυσης που λήφθηκε σύμφωνα με την παράγραφο 1 το αργότερο 15 ημέρες μετά την έκδοση της εν λόγω απόφασης.

    3.   Ο εθνικός οργανισμός σωματείων διαγράφει αμέσως το ευρωπαϊκό σωματείο από το κατάλληλο εθνικό μητρώο και ενημερώνει το Συμβούλιο Ευρωπαϊκών Σωματείων, καθώς και την Υπηρεσία Εκδόσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σχετικά με τη διάλυση του ευρωπαϊκού σωματείου σύμφωνα με την παράγραφο 1, το αργότερο 15 ημέρες αφότου λάβει γνώση της διάλυσης. Αμέσως μετά την κοινοποίηση αυτή, το Συμβούλιο Ευρωπαϊκών Σωματείων δημοσιεύει ανακοίνωση για τη διάλυση του ευρωπαϊκού σωματείου στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και διαγράφει το ευρωπαϊκό σωματείο από την ψηφιακή βάση δεδομένων της Ένωσης, και η Υπηρεσία Εκδόσεων δημοσιεύει ανακοίνωση για τη διάλυση του ευρωπαϊκού σωματείου στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    4.   Η διάλυση του ευρωπαϊκού σωματείου παράγει αποτελέσματα σε ολόκληρη την Ένωση από την ημερομηνία διαγραφής του σωματείου από το κατάλληλο εθνικό μητρώο.

    Άρθρο 28

    Ακούσια διάλυση

    1.   Ένα ευρωπαϊκό σωματείο μπορεί να λυθεί με τελεσίδικη απόφαση αρμόδιου δικαστηρίου του κράτους μέλους στο οποίο το ευρωπαϊκό σωματείο έχει ή είχε τελευταία την καταστατική του έδρα, μόνον εάν:

    α)

    η καταστατική έδρα του ευρωπαϊκού σωματείου πρόκειται να μεταφερθεί ή έχει μεταφερθεί εκτός του εδάφους της Ένωσης·

    β)

    οι προϋποθέσεις για τη σύσταση του ευρωπαϊκού σωματείου, όπως ορίζονται στον παρόντα κανονισμό, δεν πληρούνται πλέον· ή

    γ)

    οι δραστηριότητες του ευρωπαϊκού σωματείου παύουν να είναι συμβατές με τους στόχους και τις αξίες της Ένωσης ή συνιστούν σοβαρή απειλή για τη δημόσια ασφάλεια.

    2.   Όταν λαμβάνεται απόφαση διάλυσης σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο α) ή β), το Συμβούλιο Ευρωπαϊκών Σωματείων παρέχει στο ευρωπαϊκό σωματείο εύλογη προθεσμία για την επανόρθωση της κατάστασης πριν από την έναρξη ισχύος της απόφασης.

    3.   Οι αιτούντες έχουν πρόσβαση σε αποτελεσματικά ένδικα μέσα για να ασκήσουν προσφυγή κατά της απόφασης διάλυσης ενώπιον των αρμόδιων δευτεροβάθμιων δικαστηρίων.

    4.   Οι εθνικοί οργανισμοί σωματείων διαγράφουν αμέσως το ευρωπαϊκό σωματείο από το κατάλληλο εθνικό μητρώο και ενημερώνουν το Συμβούλιο Ευρωπαϊκών Σωματείων, καθώς και την Υπηρεσία Εκδόσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σχετικά με την ακούσια διάλυση του ευρωπαϊκού σωματείου, το αργότερο 15 ημέρες αφότου η απόφαση καταστεί τελεσίδικη. Αμέσως μετά την κοινοποίηση αυτή, το Συμβούλιο Ευρωπαϊκών Σωματείων διαγράφει το ευρωπαϊκό σωματείο από την ψηφιακή βάση δεδομένων της Ένωσης και η Υπηρεσία Εκδόσεων δημοσιεύει ανακοίνωση για τη διάλυση του ευρωπαϊκού σωματείου στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    5.   Η διάλυση του ευρωπαϊκού σωματείου παράγει αποτελέσματα σε ολόκληρη την Ένωση από την ημερομηνία διαγραφής του σωματείου από το κατάλληλο εθνικό μητρώο.

    Άρθρο 29

    Εκκαθάριση και αφερεγγυότητα

    1.   Η διάλυση του ευρωπαϊκού σωματείου συνεπάγεται την εκκαθάρισή του. Η εκκαθάριση αυτή διέπεται από το δίκαιο που εφαρμόζεται στις νομικές οντότητες που προσδιορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2 στο κράτος μέλος στο οποίο το ευρωπαϊκό σωματείο έχει την καταστατική του έδρα.

    2.   Το ευρωπαϊκό σωματείο διατηρεί την ιδιότητά του, κατά την έννοια του άρθρου 13, έως ότου ολοκληρωθεί η εκκαθάρισή του.

    Άρθρο 30

    Επανεξέταση και αξιολόγηση

    Έως … [πέντε έτη το αργότερο μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού], η Επιτροπή διαβιβάζει στο Συμβούλιο και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού και, ενδεχομένως, προτάσεις τροποποιήσεων.

    Κεφάλαιο VII

    Άρθρο 31

    Τελικές διατάξεις

    Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την […] επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    ΜΕΡΟΣ II

    Πρόταση

    ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

    σχετικά με κοινά ελάχιστα πρότυπα για τις μη κερδοσκοπικές οργανώσεις στην Ένωση (οδηγία για τα ελάχιστα πρότυπα)

    ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

    Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 114,

    Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία,

    Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

    (1)

    Η ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα, το οποίο αναγνωρίζεται από τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ) και τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ο «Χάρτης»), καθώς και από τα συντάγματα των κρατών μελών και είναι ζωτικής σημασίας για τη λειτουργία της δημοκρατίας, καθώς αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την άσκηση άλλων θεμελιωδών δικαιωμάτων από τα άτομα, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης.

    (2)

    Οι μη κερδοσκοπικές οργανώσεις, βάσει της ιδιότητάς τους, απολαύουν προστασίας ορισμένων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων των θεμελιωδών δικαιωμάτων, βάσει της σχετικής νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

    (3)

    Οι μη κερδοσκοπικές οργανώσεις συμβάλλουν καθοριστικά στην επίτευξη στόχων δημόσιου συμφέροντος και στην επίτευξη των στόχων της Ένωσης, μεταξύ άλλων προωθώντας την ενεργό συμμετοχή στις οικονομικές, δημοκρατικές και κοινωνικές δραστηριότητες των κοινωνιών μας.

    (4)

    Σήμερα, οι μη κερδοσκοπικές οργανώσεις, στο πλαίσιο της επιδίωξης των στόχων τους, διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στις οικονομίες μας και στην ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς, μεταξύ άλλων συμμετέχοντας σε διάφορες δραστηριότητες τόσο εθνικής όσο και διεθνικής σημασίας, καθώς και συμμετέχοντας τακτικά σε οικονομικές δραστηριότητες.

    (5)

    Οι μη κερδοσκοπικές οργανώσεις αποτελούν, ειδικότερα, βασικούς μοχλούς ανάπτυξης του τριτογενούς τομέα, ο οποίος εκτιμάται ότι αντιπροσωπεύει περίπου το 13 % του εργατικού δυναμικού σε ολόκληρη την Ευρώπη, με βάση τα αποτελέσματα του έργου με τίτλο «Η συμβολή του τρίτου τομέα στην κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη της Ευρώπης», το οποίο υλοποιήθηκε την περίοδο 2014-2017 υπό τον συντονισμό του Ινστιτούτου Κοινωνικής Έρευνας (ISF) του Όσλο (12).

    (6)

    Οι μη κερδοσκοπικές οργανώσεις αποτελούν σημαντικό παράγοντα στην ανάπτυξη και την εφαρμογή των πολιτικών της Ένωσης για τη στήριξη της εσωτερικής αγοράς, όπως καταδεικνύεται από τη συμμετοχή τους σε διάφορες ομάδες εμπειρογνωμόνων, όπως το φόρουμ υψηλού επιπέδου για τη βελτίωση της λειτουργίας της αλυσίδας εφοδιασμού τροφίμων.

    (7)

    Εκθέσεις, μεταξύ άλλων του Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, επισημαίνουν πολυάριθμα εμπόδια που απορρέουν από εθνικούς νόμους, κανονισμούς ή διοικητικές πρακτικές που διέπουν τη σύσταση, την καταχώριση, τη λειτουργία, τη χρηματοδότηση και τις διασυνοριακές δραστηριότητες μη κερδοσκοπικών οργανώσεων, τα οποία επηρεάζουν την ικανότητα των νομικών ή φυσικών προσώπων ή ομίλων των εν λόγω προσώπων, ανεξαρτήτως της ιθαγένειάς τους, να ιδρύουν, να καταχωρίζουν ή να διαχειρίζονται μη κερδοσκοπικές οργανώσεις σε ολόκληρη την Ένωση.

    (8)

    Η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή έχει ζητήσει από τα κράτη μέλη να δημιουργήσουν ευνοϊκό περιβάλλον για τη φιλανθρωπία σύμφωνα με τις ελευθερίες και τα θεμελιώδη δικαιώματα της Ένωσης, το οποίο θα ενθαρρύνει τη φιλανθρωπική δράση και τη δράση των πολιτών, τις ιδιωτικές δωρεές για κοινωφελείς σκοπούς και τη δημιουργία φιλανθρωπικών οργανώσεων (13). Η ενίσχυση της συμπληρωματικότητας μεταξύ του έργου των δημόσιων οργανισμών και των φιλανθρωπικών οργανώσεων και η διασφάλιση ότι η εθνική νομοθεσία και οι πολιτικές της Ένωσης διευκολύνουν τη δωρεά ιδιωτικών πόρων για το κοινό καλό μέσω της ελεύθερης ροής κεφαλαίων, σε συνδυασμό με τις αρχές της απαγόρευσης των διακρίσεων και της ίσης φορολογικής μεταχείρισης των ευρωπαϊκών φιλανθρωπικών οργανώσεων, είναι, ως εκ τούτου, σημαντικές για την αξιοποίηση του δυναμικού των διασυνοριακών δωρεών και επενδύσεων για το κοινό καλό.

    (9)

    Παρά τον αυξανόμενο αριθμό διασυνοριακών σωματείων και μη κερδοσκοπικών οργανώσεων στην Ένωση, δεν υπάρχει επί του παρόντος εναρμονισμένο πανευρωπαϊκό νομοθετικό πλαίσιο που να τους επιτρέπει να λειτουργούν και να οργανώνονται σωστά σε διασυνοριακό επίπεδο.

    (10)

    Δεδομένης της σημασίας των μη κερδοσκοπικών οργανώσεων, είναι ζωτικής σημασίας η σύσταση και η λειτουργία τους να διευκολύνονται και να προστατεύονται αποτελεσματικά από τη νομοθεσία των κρατών μελών.

    (11)

    Στη σύσταση CM/Rec (2007)14 της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης σχετικά με το νομικό καθεστώς των μη κυβερνητικών οργανώσεων στην Ευρώπη, τα κράτη μέλη αναγνώρισαν ήδη τον ρόλο των μη κερδοσκοπικών οργανώσεων, και ιδίως των μη κυβερνητικών οργανώσεων, ως ουσιαστικό στοιχείο της συμβολής της κοινωνίας των πολιτών στη διαφάνεια και τη λογοδοσία της δημοκρατικής κυβέρνησης και καθόρισαν τα ελάχιστα πρότυπα που πρέπει να τηρούνται όσον αφορά τη δημιουργία, τη διαχείριση και τις γενικές δραστηριότητες των εν λόγω οργανώσεων.

    (12)

    Οι κοινές κατευθυντήριες γραμμές για την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι (CDL-AD(2014)046) που εγκρίθηκαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τη Δημοκρατία μέσω της Νομοθεσίας (Επιτροπή της Βενετίας) και το Γραφείο Δημοκρατικών Θεσμών και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ODIHR) του ΟΑΣΕ παρέχουν καθοδήγηση στους νομοθέτες για τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο των διεθνών προτύπων για τα ανθρώπινα δικαιώματα σχετικά με το δικαίωμα στην ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι.

    (13)

    Είναι αναγκαίο, σε επίπεδο Ένωσης, να αξιοποιηθούν τα υφιστάμενα πρότυπα, σύμφωνα με το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι και την ελεύθερη ροή κεφαλαίων για τις μη κερδοσκοπικές οργανώσεις, με στόχο τη διασφάλιση ενιαίου επιπέδου προστασίας και ισότιμων όρων ανταγωνισμού για όλες τις μη κερδοσκοπικές οργανώσεις που είναι εγκατεστημένες στην Ένωση, προκειμένου να διασφαλιστεί ένα ευνοϊκό περιβάλλον στο οποίο οι εν λόγω οργανώσεις θα μπορούν να συμβάλλουν ανεμπόδιστες στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

    (14)

    Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να επιτύχει την προσέγγιση της νομοθεσίας των κρατών μελών όσον αφορά ορισμένες πτυχές της σύστασης, της καταχώρισης, της λειτουργίας, της χρηματοδότησης, της υποβολής εκθέσεων και των διασυνοριακών δραστηριοτήτων μη κερδοσκοπικών οργανώσεων.

    (15)

    Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να μην θίγει τους κανόνες των κρατών μελών σχετικά με τη φορολόγηση των μη κερδοσκοπικών οργανώσεων που είναι εγκατεστημένες, καταχωρισμένες ή δραστηριοποιούνται στην επικράτειά τους. Κατά τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο των διατάξεών της, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μεριμνούν ώστε να μην εισάγουν ή να μην εφαρμόζουν διατάξεις στον τομέα του φορολογικού δικαίου οι οποίες επηρεάζουν την καταχώριση, τη λειτουργία, τη χρηματοδότηση και τις διασυνοριακές μετακινήσεις μη κερδοσκοπικών οργανώσεων κατά τρόπο που καταστρατηγεί το γράμμα ή το πνεύμα των κανόνων που ορίζονται στην παρούσα οδηγία.

    (16)

    Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να μην θίγει τους κανόνες ποινικού δικαίου των κρατών μελών. Κατά τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο των διατάξεών της, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη ότι δεν θεσπίζουν ούτε εφαρμόζουν διατάξεις ποινικού δικαίου οι οποίες ρυθμίζουν ειδικά ή επηρεάζουν την καταχώριση, τη λειτουργία, τη χρηματοδότηση και τις διασυνοριακές μετακινήσεις μη κερδοσκοπικών οργανώσεων κατά τρόπο που καταστρατηγεί το γράμμα ή το πνεύμα των κανόνων που ορίζονται στην παρούσα οδηγία.

    (17)

    Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να εφαρμόζεται σε μη κερδοσκοπικές οργανώσεις που είναι εγκατεστημένες στην Ένωση και προορίζονται να λειτουργούν ως εθελοντικές ενώσεις φυσικών ή νομικών προσώπων, καθώς και σε οργανώσεις που δεν βασίζονται στη συμμετοχή των μελών και των οποίων τα περιουσιακά στοιχεία διατίθενται για την επιδίωξη συγκεκριμένου σκοπού, όπως ιδρύματα που ιδρύονται για αόριστο χρονικό διάστημα, επιδιώκουν πρωταρχικό σκοπό διαφορετικό από τη δημιουργία κέρδους και είναι ανεξάρτητα και αυτοδιοικούμενα. Το γεγονός ότι μια οργάνωση δεν έχει νομική προσωπικότητα δεν θα πρέπει να την αποκλείει από την προστασία που προβλέπεται στην παρούσα οδηγία.

    (18)

    Κατά τον προσδιορισμό του κατά πόσον μια οργάνωση έχει μη κερδοσκοπικό χαρακτήρα σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, οι άμεσοι δικαιούχοι των οργανώσεων που αποσκοπούν στην παροχή υπηρεσιών φροντίδας σε άτομα με ειδικές κοινωνικές ανάγκες ή παθήσεις δεν θα πρέπει να θεωρούνται ιδιωτικοί φορείς.

    (19)

    Τα πολιτικά κόμματα θα πρέπει να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, στο μέτρο που οι δραστηριότητές τους δεν σχετίζονται μόνο με την επιδίωξη κοινών συμφερόντων, δραστηριοτήτων ή σκοπών, αλλά αποσκοπούν στη συλλογική επίτευξη και χρήση της πολιτικής εξουσίας.

    (20)

    Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις και οι ενώσεις συνδικαλιστικών οργανώσεων θα πρέπει να εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας. Η εξαίρεση αυτή δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται από τα κράτη μέλη για να δικαιολογηθεί περιορισμός των συνδικαλιστικών προνομίων και δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται στο εθνικό, ενωσιακό ή διεθνές δίκαιο ή σε πράξεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα, ιδίως στον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη του Συμβουλίου της Ευρώπης και στις σχετικές συμβάσεις και συστάσεις της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας, καθώς και στη συναφή νομολογία.

    (21)

    Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να θίγει την αρμοδιότητα των κρατών μελών όσον αφορά το καθεστώς των θρησκευτικών, φιλοσοφικών και μη ομολογιακών οργανώσεων, όπως αναφέρεται στο άρθρο 17 ΣΛΕΕ. Στο πλαίσιο αυτό, οι οργανώσεις με πρωτίστως θρησκευτικό, φιλοσοφικό και μη ομολογιακό σκοπό, όπως εκκλησίες και θρησκευτικές ή μη θρησκευτικές κοινότητες, θα πρέπει καταρχήν να εξαιρούνται από την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας. Ωστόσο, αυτό δεν θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί από τα κράτη μέλη για να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας άλλες οργανώσεις των οποίων οι αξίες και οι στόχοι εμπνέονται από θρησκευτικές, φιλοσοφικές ή μη ομολογιακές πεποιθήσεις, όπως οι θρησκευτικές φιλανθρωπικές μη κερδοσκοπικές οργανώσεις.

    (22)

    Θα πρέπει να τεκμαίρεται η ύπαρξη έννομου συμφέροντος για πρόσβαση σε μηχανισμό υποβολής καταγγελιών και σε διοικητική και δικαστική προσφυγή για πρόσωπα που συμμετέχουν ή συμμετείχαν άμεσα σε μη κερδοσκοπική οργάνωση, όπως ιδρυτές, διευθυντές, μέλη του προσωπικού, αλλά και για όλα τα πρόσωπα που έχουν ενεργητική νομιμοποίηση σε σχέση με διαδικασίες που αφορούν τις δραστηριότητες της μη κερδοσκοπικής οργάνωσης. Το τεκμήριο αυτό θα πρέπει επίσης να ισχύει για τους δικαιούχους των δραστηριοτήτων μη κερδοσκοπικής οργάνωσης, όταν οι εν λόγω δικαιούχοι ενδέχεται να μην είναι μέλη, αλλά λαμβάνουν ή έχουν λάβει υπηρεσίες, ή υπόκεινται ή υπέκειντο σε αποφάσεις της οργάνωσης με αντίκτυπο στην καθημερινή τους ζωή, όπως ασθενείς ή κάτοικοι εγκαταστάσεων ή καταφυγίων, τα οποία διαχειρίζονται μη κερδοσκοπικές οργανώσεις, ή αποδέκτες φιλανθρωπικών δωρεών όπως τρόφιμα ή ενδύματα.

    (23)

    Οι εθνικοί οργανισμοί ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι ανεξάρτητοι οργανισμοί που έχουν συσταθεί με νόμο και σύμφωνα με τις αρχές των Παρισίων που εγκρίθηκαν το 1993 από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, και έχουν εντολή να προστατεύουν και να προωθούν τα ανθρώπινα δικαιώματα σε εθνικό επίπεδο, σύμφωνα με τους διεθνείς κανόνες και πρότυπα για τα ανθρώπινα δικαιώματα.

    (24)

    Η ελευθερία των μη κερδοσκοπικών οργανώσεων να καθορίζουν τους στόχους και τις δραστηριότητές τους απορρέει από τα διεθνή και περιφερειακά πρότυπα για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Τούτο συνεπάγεται επίσης την ελευθερία των εν λόγω οργανώσεων να καθορίζουν το πεδίο των δραστηριοτήτων τους, σε τοπικό, περιφερειακό, εθνικό ή διεθνές επίπεδο, και να καθίστανται μέλη άλλων οργανώσεων, ομοσπονδιών και συνομοσπονδιών οργανώσεων.

    (25)

    Οι πληροφορίες σχετικά με την ταυτότητα των ιδρυτών και των μελών μη κερδοσκοπικών οργανώσεων που είναι φυσικά πρόσωπα μπορούν να συνιστούν ευαίσθητες πληροφορίες. Ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι τυχόν απαιτήσεις που συνεπάγονται την επεξεργασία τέτοιων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν θίγουν τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (14) (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων), και ιδίως το άρθρο 9.

    (26)

    Κάθε πρόσωπο θα πρέπει να είναι ελεύθερο να αποφασίζει εάν θα συμμετέχει ή θα παραμείνει μέλος μη κερδοσκοπικής οργάνωσης και οι οργανώσεις θα πρέπει να είναι ελεύθερες να καθορίζουν τους κανόνες για τη συμμετοχή των μελών, με την επιφύλαξη μόνο της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων. Η συμμετοχή σε μη κερδοσκοπική οργάνωση δεν θα πρέπει να αποτελεί λόγο για την επιβολή κυρώσεων ή περιοριστικών μέτρων, εκτός εάν τούτο αποτελεί συνέπεια της επιβολής της ποινικής νομοθεσίας.

    (27)

    Οι κανόνες που αφορούν τις μη κερδοσκοπικές οργανώσεις θα πρέπει να συνάδουν με την αρχή της μη διακριτικής μεταχείρισης. Αυτό περιλαμβάνει την υποχρέωση για τα κράτη μέλη να διασφαλίζουν ότι κάθε πρόσωπο ή ομάδα προσώπων που επιθυμεί να συστήσει ένωση δεν θα πρέπει να ευνοείται ή να περιέρχεται σε μειονεκτική θέση σε σχέση με άλλο πρόσωπο ή ομάδα προσώπων.

    (28)

    Η εφαρμογή των κανόνων που αφορούν τις μη κερδοσκοπικές οργανώσεις θα πρέπει να αναλαμβάνεται από ρυθμιστικές αρχές που ενεργούν με αμερόληπτο, ανεξάρτητο και έγκαιρο τρόπο, σύμφωνα με το δικαίωμα χρηστής διοίκησης. Οι αποφάσεις και οι πράξεις που επηρεάζουν την άσκηση δικαιωμάτων και την εκπλήρωση υποχρεώσεων από μη κερδοσκοπικές οργανώσεις θα πρέπει να υπόκεινται σε ανεξάρτητο έλεγχο, μεταξύ άλλων και από δικαστήριο.

    (29)

    Η απλούστευση και η μείωση της γραφειοκρατίας και των κανονιστικών απαιτήσεων, με σεβασμό του αυτοδιοικούμενου χαρακτήρα των μη κυβερνητικών οργανώσεων, η διασφάλιση ότι οι εν λόγω απαιτήσεις δεν είναι αδικαιολόγητα επαχθείς, ο εξορθολογισμός των κανόνων σχετικά με τη σύσταση, την καταχώριση και τη διαγραφή από το μητρώο, και ο εκσυγχρονισμός των σχετικών διαδικασιών και συστημάτων είναι απαραίτητα προκειμένου να διασφαλιστεί ευνοϊκό περιβάλλον για τις δραστηριότητες των μη κερδοσκοπικών οργανώσεων σε ολόκληρη την Ένωση και να ενισχυθούν η διαφάνεια και η εμπιστοσύνη στον τομέα. Για τον σκοπό αυτό, στην παρούσα οδηγία θα πρέπει να θεσπιστούν γενικές υποχρεώσεις όσον αφορά την απλούστευση των διοικητικών κανόνων, καθώς και ειδικές υποχρεώσεις όσον αφορά ορισμένες πτυχές του κανονιστικού πλαισίου.

    (30)

    Οι μη κερδοσκοπικές οργανώσεις που συμβάλλουν στο δημόσιο συμφέρον διαδραματίζουν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο και, ως εκ τούτου, θα πρέπει να τους παρέχεται ευνοϊκή μεταχείριση σε όλα τα κράτη μέλη υπό ενιαίους όρους.

    (31)

    Σύμφωνα με την αρχή της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας των περιορισμών του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι, η απαγόρευση και η διάλυση μη κερδοσκοπικών οργανώσεων θα πρέπει πάντα να αποτελούν μέτρα έσχατης ανάγκης και δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να αποτελούν συνέπεια παραβάσεων ήσσονος σημασίας που μπορούν να επανορθωθούν ή να θεραπευτούν.

    (32)

    Θα πρέπει να θεσπιστεί ένα σύνολο κανόνων για την ίση μεταχείριση και τις διασυνοριακές μετατροπές και συγχωνεύσεις όσον αφορά τις μη κερδοσκοπικές οργανώσεις με στόχο τη διευκόλυνση της κινητικότητας μη κερδοσκοπικών οργανώσεων σε ολόκληρη την Ένωση.

    (33)

    Η ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα και παρόλο που οι νομοθεσίες των κρατών μελών ενδέχεται να μην αναγνωρίζουν ενώσεις που δεν έχουν συσταθεί επίσημα, τούτο δεν θα πρέπει να θίγει το δικαίωμα των εν λόγω ενώσεων να υπάρχουν και να λειτουργούν στην επικράτειά τους.

    (34)

    Οι μη κερδοσκοπικές οργανώσεις έχουν το δικαίωμα να υπάρχουν και να δραστηριοποιούνται σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και τον Χάρτη, ακόμη και όταν η καταχώρισή τους έχει απορριφθεί αυθαίρετα από τις αρχές του κράτους μέλους εγκατάστασής τους.

    (35)

    Οι μη κερδοσκοπικές οργανώσεις θα πρέπει να έχουν την ελευθερία να αναζητούν, να λαμβάνουν και να χρησιμοποιούν οικονομικούς, υλικούς και ανθρώπινους πόρους, εγχώριους, αλλοδαπούς ή διεθνείς, για την άσκηση των δραστηριοτήτων τους. Οι μη κερδοσκοπικές οργανώσεις σε ολόκληρη την Ένωση αναφέρουν ολοένα και πιο δύσκολη πρόσβαση σε πόρους, συμπεριλαμβανομένης της δημόσιας χρηματοδότησης, υπάρχουν δε ανησυχίες σε αυξανόμενο αριθμό κρατών μελών όσον αφορά την αναλογικότητα της θέσπισης αυστηρών κανόνων σχετικά με την πρόσβαση των μη κερδοσκοπικών οργανώσεων σε χρηματοδότηση από το εξωτερικό. Επιπλέον, φιλανθρωπικές οργανώσεις αναφέρουν δυσκολίες στην παροχή δωρεών ή επιχορηγήσεων σε ορισμένες περιπτώσεις. Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο να θεσπιστούν αρχές και πρότυπα για τη χρηματοδότηση των μη κερδοσκοπικών οργανισμών, μεταξύ άλλων όσον αφορά την πρόσβαση και τη χρήση ιδιωτικών πόρων και δημόσιας χρηματοδότησης, την άσκηση οικονομικών δραστηριοτήτων και την υποχρέωση να μην περιορίζεται αδικαιολόγητα η διασυνοριακή χρηματοδότηση σύμφωνα με τους κανόνες για την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων που προβλέπουν οι Συνθήκες.

    (36)

    Το άρθρο 63 ΣΛΕΕ και τα άρθρα 7, 8 και 12 του Χάρτη προστατεύουν τις μη κερδοσκοπικές οργανώσεις από περιττούς και αδικαιολόγητους περιορισμούς που εισάγουν διακρίσεις όσον αφορά την πρόσβαση στους πόρους και την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων εντός της Ένωσης. Αυτό αφορά επίσης την ικανότητα αναζήτησης, διασφάλισης και χρήσης πόρων τόσο εγχώριας όσο και αλλοδαπής προέλευσης, η οποία είναι απαραίτητη για την ύπαρξη και τη λειτουργία οποιασδήποτε νομικής οντότητας. Σύμφωνα με την απόφαση του ΔΕΕ, της 18ης Ιουνίου 2020, στην υπόθεση C-78/18, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ουγγαρίας (15), περιορισμοί μπορούν να επιβάλλονται μόνο για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας και θα πρέπει να είναι αναλογικοί όσον αφορά τον στόχο της προστασίας των συμφερόντων αυτών και να συνιστούν τα λιγότερο παρεμβατικά μέσα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου. Αυτό αφορά, μεταξύ άλλων, τους περιορισμούς που απορρέουν από τους κανόνες για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, οι οποίοι εφαρμόζονται σύμφωνα με τις αρχές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τις υποχρεώσεις εκτίμησης κινδύνου βάσει του διεθνούς και του ενωσιακού δικαίου. Ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη δεν θα πρέπει να εφαρμόζουν παράλογα, υπερβολικά παρεμβατικά ή ανατρεπτικά μέτρα, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων υποβολής εκθέσεων που συνεπάγονται υπερβολική ή δαπανηρή επιβάρυνση για τις οργανώσεις. Προκειμένου να υπάρξει ανταπόκριση στο δημόσιο συμφέρον για την εξασφάλιση διαφάνειας, ιδίως όσον αφορά τις οργανώσεις που επηρεάζουν τον δημόσιο βίο και τον δημόσιο διάλογο, οι μη κερδοσκοπικές οργανώσεις θα πρέπει να υπόκεινται σε υποχρεώσεις υποβολής εκθέσεων και δημοσιοποίησης όσον αφορά τους εκπροσώπους τους και τα μέλη των διοικητικών οργάνων τους, τις διατάξεις του καταστατικού τους και τη χρηματοδότησή τους. Οι εν λόγω υποχρεώσεις υποβολής εκθέσεων και δημοσιοποίησης δεν θα πρέπει να οδηγούν σε κανέναν περιορισμό των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των μη κερδοσκοπικών οργανώσεων.

    (37)

    Στη νομολογία του, το ΔΕΕ αναγνωρίζει την εφαρμογή της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων ως στόχου δημοσίου συμφέροντος και έχει ερμηνεύσει τις θεμελιώδεις ελευθερίες που κατοχυρώνονται στη ΣΕΕ και τη ΣΛΕΕ υπό την έννοια ότι απαιτούν την εφαρμογή της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων στους δωρητές και τις κοινωφελείς οργανώσεις στην Ένωση, μεταξύ άλλων όσον αφορά τη φορολογική μεταχείριση των κοινωφελών οντοτήτων και των δωρητών τους (16). Ως εκ τούτου, όταν το εθνικό δίκαιο εξακολουθεί να εισάγει διακρίσεις ή να εφαρμόζει δαπανηρές και επαχθείς διαδικασίες σε μη εθνικές οργανώσεις, αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης.

    (38)

    Οι μη κερδοσκοπικές οργανώσεις και τα μέλη τους θα πρέπει να απολαύουν πλήρως του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή και την εμπιστευτικότητα. Ενώ η προστασία που παρέχεται από τους ενωσιακούς και εθνικούς κανόνες σχετικά με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ισχύει ήδη για μη κερδοσκοπικές οργανώσεις, θα πρέπει να θεσπιστούν ελάχιστες εγγυήσεις, ιδίως όσον αφορά την εμπιστευτικότητα της συμμετοχής σε μη κερδοσκοπικές οργανώσεις και τη δημοσιοποίηση εμπιστευτικών και ευαίσθητων πληροφοριών. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να απαγορεύσουν κάθε μορφή παρακολούθησης μη κερδοσκοπικών οργανώσεων εκτός του πλαισίου του ποινικού δικαίου.

    (39)

    Θα πρέπει να ζητείται με έγκαιρο και ουσιαστικό τρόπο η γνώμη μη κερδοσκοπικών οργανώσεων σχετικά με τη θέσπιση, το έλεγχο και την εφαρμογή νομοθεσίας, πολιτικών και πρακτικών που επηρεάζουν τις δραστηριότητές τους, μεταξύ άλλων όσον αφορά τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο και την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας οδηγίας. Προς τον σκοπό αυτό, θα πρέπει να καθιερωθεί τακτικός και διαφανής διάλογος με τους πολίτες σε όλα τα κυβερνητικά επίπεδα.

    (40)

    Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τα δικαιώματα των εργαζομένων, συμπεριλαμβανομένων των υφιστάμενων δικαιωμάτων στο πλαίσιο αφερεγγυότητας και όσον αφορά τους μισθούς. Οι εργοδότες πρέπει να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους ανεξάρτητα από τη μορφή υπό την οποία λειτουργούν.

    (41)

    Η παρούσα οδηγία καθορίζει ελάχιστα πρότυπα και τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να θεσπίζουν ή να διατηρούν διατάξεις ευνοϊκότερες για τις μη κερδοσκοπικές οργανώσεις, υπό την προϋπόθεση ότι οι διατάξεις αυτές δεν θίγουν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την παρούσα οδηγία. Η μεταφορά της παρούσας οδηγίας δεν θα πρέπει να δικαιολογεί σε καμία περίπτωση την υποβάθμιση του επιπέδου της προστασίας που ήδη παρέχεται στις μη κερδοσκοπικές οργανώσεις δυνάμει του εθνικού δικαίου στους τομείς στους οποίους εφαρμόζεται.

    (42)

    Σύμφωνα με το άρθρο 26 παράγραφος 2 ΣΛΕΕ, η εσωτερική αγορά περιλαμβάνει χώρο χωρίς εσωτερικά σύνορα μέσα στον οποίο εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων και των υπηρεσιών. Οι μη κερδοσκοπικές οργανώσεις συμβάλλουν όλο και περισσότερο στην ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς, μεταξύ άλλων συμμετέχοντας σε διασυνοριακές και διακρατικές δραστηριότητες. Ως εκ τούτου, το άρθρο 114 ΣΛΕΕ συνιστά την κατάλληλη νομική βάση για την έγκριση των μέτρων που είναι αναγκαία για την εγκαθίδρυση και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

    (43)

    Η παρούσα οδηγία σέβεται, προάγει και προστατεύει τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις αρχές που δεσμεύουν την Ένωση και τα κράτη μέλη της σύμφωνα με το άρθρο 6 ΣΕΕ, όπως αναγνωρίζεται ιδίως από τον Χάρτη. Η παρούσα οδηγία αποσκοπεί στην ειδική εφαρμογή του άρθρου 12 του Χάρτη σχετικά με το δικαίωμα στην ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι και του άρθρου 11 του Χάρτη σχετικά με το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης και της πληροφόρησης, σε συνδυασμό με τις αντίστοιχες διατάξεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας να εφαρμόζονται σύμφωνα με την υποχρέωση να μην περιορίζουν αδικαιολόγητα και να διευκολύνουν την άσκηση των δικαιωμάτων του συνεταιρίζεσθαι, της έκφρασης και της πληροφόρησης, και να διασφαλίζουν τον πλήρη σεβασμό άλλων θεμελιωδών δικαιωμάτων και αρχών, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, του δικαιώματος προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, της επιχειρηματικής ελευθερίας, του δικαιώματος στη μη διάκριση, του δικαιώματος χρηστής διοίκησης, του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής και των δικαιωμάτων υπεράσπισης.

    (44)

    Δεδομένου ότι οι στόχοι της παρούσας οδηγίας, δηλαδή η θέσπιση ελάχιστων προτύπων για τις μη κερδοσκοπικές οργανώσεις που είναι εγκατεστημένες στην Ένωση, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη, μπορούν όμως, λόγω της εμβέλειας και των αποτελεσμάτων της παρούσας οδηγίας, να επιτευχθούν καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 ΣΕΕ. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας όπως διατυπώνεται στο ίδιο άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών,

    ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

    Κεφάλαιο I

    Γενικές διατάξεις

    Άρθρο 1

    Σκοπός

    Η παρούσα οδηγία αποσκοπεί στην παροχή μιας κοινής δέσμης μέτρων για τις μη κερδοσκοπικές οργανώσεις που είναι εγκατεστημένες στην Ένωση, προκειμένου να εξασφαλιστεί ένα ευνοϊκό περιβάλλον εντός του οποίου οι οργανώσεις αυτές θα μπορούν να συμβάλλουν στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Επιδιώκει να εναρμονίσει τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις των κρατών μελών όσον αφορά ορισμένες πτυχές των στόχων και των δραστηριοτήτων, την καταχώριση, τη λειτουργία, τη χρηματοδότηση, την υποβολή εκθέσεων και τις διασυνοριακές δραστηριότητες μη κερδοσκοπικών οργανώσεων.

    Άρθρο 2

    Πεδίο εφαρμογής

    1.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε μη κερδοσκοπικές οργανώσεις που είναι εγκατεστημένες στην Ένωση.

    2.   Σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, ο όρος «μη κερδοσκοπική οργάνωση» αναφέρεται σε εθελοντικές και μόνιμες ενώσεις φυσικών ή νομικών προσώπων με κοινά συμφέροντα, δραστηριότητες ή σκοπούς, καθώς και σε οργανώσεις που δεν βασίζονται στη συμμετοχή των μελών και των οποίων τα περιουσιακά στοιχεία διατίθενται για την επιδίωξη συγκεκριμένου σκοπού, όπως ιδρύματα, οι οποίες, ανεξάρτητα από τη μορφή με την οποία έχουν συσταθεί:

    α)

    επιδιώκουν πρωταρχικό σκοπό, ο οποίος δεν είναι η παραγωγή κέρδους, υπό την έννοια ότι, εάν τα κέρδη προέρχονται από τις δραστηριότητες των οργανώσεων, δεν μπορούν να διανεμηθούν ως έχουν μεταξύ των μελών, των ιδρυτών τους ή άλλων ιδιωτικών φορέων, αλλά πρέπει να επενδύονται για την επίτευξη των στόχων τους·

    β)

    είναι ανεξάρτητες, υπό την έννοια ότι δεν αποτελούν μέρος κυβερνητικής ή διοικητικής δομής και δεν υπόκεινται σε αδικαιολόγητη κρατική παρέμβαση ή παρέμβαση βάσει εμπορικών συμφερόντων. Η κρατική χρηματοδότηση δεν αποκλείει το ενδεχόμενο μια οργάνωση να θεωρείται ανεξάρτητη, εφόσον δεν θίγεται η αυτονομία της λειτουργίας και της λήψης αποφάσεών της·

    γ)

    είναι αυτοδιοικούμενες, υπό την έννοια ότι οι οργανώσεις διαθέτουν θεσμική δομή που τους επιτρέπει να ασκούν όλες τις εσωτερικές και εξωτερικές οργανωτικές λειτουργίες τους και να λαμβάνουν ουσιώδεις αποφάσεις με αυτόνομο τρόπο και χωρίς αδικαιολόγητη παρέμβαση από το κράτος ή άλλους εξωτερικούς παράγοντες.

    3.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε μη κερδοσκοπικές οργανώσεις που πληρούν τα κριτήρια της παραγράφου 2, ανεξάρτητα από το αν βασίζονται στη συμμετοχή μελών, αν έχουν καταχωριστεί ή αν έχουν νομική προσωπικότητα βάσει της νομοθεσίας του κράτους μέλους στο οποίο έχουν την έδρα τους.

    4.   Τα πολιτικά κόμματα εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.

    5.   Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις και οι ενώσεις συνδικαλιστικών οργανώσεων εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.

    6.   Οι οργανώσεις που έχουν κυρίως θρησκευτικό, φιλοσοφικό και μη ομολογιακό σκοπό εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας. Ωστόσο, η εξαίρεση αυτή δεν ισχύει για άλλες οργανώσεις που δεν επιδιώκουν τέτοιο συγκεκριμένο σκοπό, αλλά των οποίων οι αξίες και οι στόχοι εμπνέονται από θρησκευτικές, φιλοσοφικές ή μη ομολογιακές πεποιθήσεις.

    Άρθρο 3

    Σχέσεις με άλλες διατάξεις του ενωσιακού δικαίου

    1.   Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας σύμφωνα με τους κανόνες των Συνθηκών για το δικαίωμα εγκατάστασης και την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών και τις σχετικές πράξεις της Ένωσης που διέπουν την άσκηση των δικαιωμάτων αυτών, συμπεριλαμβανομένης της οδηγίας 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (17) σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά.

    2.   Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τις διατάξεις του ενωσιακού και του εθνικού δικαίου σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ιδίως του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679, καθώς και τις αντίστοιχες διατάξεις εθνικού δικαίου.

    Κεφάλαιο II

    Γενικές υποχρεώσεις

    Άρθρο 4

    Ελάχιστα πρότυπα

    1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι μη κερδοσκοπικές οργανώσεις που είναι εγκατεστημένες στην Ένωση απολαύουν των ελάχιστων εγγυήσεων που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία.

    2.   Περιορισμοί των ελάχιστων εγγυήσεων που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία μπορούν να επιβάλλονται μόνον εφόσον είναι αναγκαίοι και αναλογικοί για την επίτευξη στόχων γενικού συμφέροντος που αναγνωρίζονται από το δίκαιο της Ένωσης ή για την ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών τρίτων.

    3.   Η παρούσα οδηγία δεν θίγει το δικαίωμα των κρατών μελών να θεσπίζουν ή να διατηρούν διατάξεις ευνοϊκότερες για τις μη κερδοσκοπικές οργανώσεις, υπό την προϋπόθεση ότι οι διατάξεις αυτές δεν θίγουν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την παρούσα οδηγία.

    Άρθρο 5

    Απαγόρευση των διακρίσεων

    1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι νόμοι και οι διοικητικές πρακτικές τους που ρυθμίζουν τις μη κερδοσκοπικές οργανώσεις, μεταξύ άλλων όσον αφορά τη σύσταση, την καταχώριση, τη λειτουργία, τη χρηματοδότηση, τη χρηματοοικονομική και φορολογική μεταχείριση ή τα μέτρα φορολογικών ελαφρύνσεων και τις διασυνοριακές δραστηριότητες, δεν εισάγουν διακρίσεις με βάση τον τόπο εγκατάστασης της μη κερδοσκοπικής οργάνωσης.

    2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εθνικές νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές πρακτικές που διέπουν τις μη κερδοσκοπικές οργανώσεις, συμπεριλαμβανομένων της σύστασης, της καταχώρισης, της λειτουργίας, της χρηματοδότησης και των διασυνοριακών δραστηριοτήτων τους, δεν εισάγουν διακρίσεις σε βάρος οιασδήποτε ομάδας ή προσώπου για οποιονδήποτε λόγο, όπως η ηλικία, η γέννηση, το χρώμα, το φύλο, ο γενετήσιος προσανατολισμός, η ταυτότητα φύλου, η κατάσταση υγείας, η κατάσταση μετανάστευσης ή διαμονής, η γλώσσα, η εθνική, εθνοτική ή κοινωνική καταγωγή, πολιτικά ή άλλα φρονήματα, σωματική ή διανοητική αναπηρία, η περιουσία, η φυλή, η θρησκεία ή οι πεποιθήσεις, ή άλλη κατάσταση.

    Άρθρο 6

    Απλούστευση των διοικητικών κανόνων

    1.   Τα κράτη μέλη απλουστεύουν, στο μέτρο του δυνατού, τις εθνικές νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές πρακτικές που διέπουν τη σύσταση, την καταχώριση, τη λειτουργία, τη χρηματοδότηση, τις υποχρεώσεις υποβολής εκθέσεων και τις διασυνοριακές δραστηριότητες μη κερδοσκοπικών οργανώσεων, προκειμένου να διασφαλιστεί η προστασία της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι σε όλα τα επίπεδα και να εξαλειφθούν τυχόν εμπόδια και αδικαιολόγητες διακρίσεις που επηρεάζουν την ικανότητα των νομικών ή φυσικών προσώπων ή ομάδων τέτοιων προσώπων, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους, να ιδρύουν, να καταχωρίζουν ή να διαχειρίζονται στην επικράτεια του κράτους μέλους μη κερδοσκοπική οργάνωση, συμπεριλαμβανομένης, για παράδειγμα, της δυνατότητας πρόσβασης σε τραπεζικές και χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, καθώς και της εξασφάλισης ασφαλών και προστατευμένων διαύλων για διασυνοριακές δωρεές και κατανομές περιουσιακών στοιχείων, τόσο εντός όσο και εκτός της Ένωσης.

    2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι μη κερδοσκοπικές οργανώσεις που είναι εγκατεστημένες, καταχωρισμένες ή δραστηριοποιούνται στην επικράτειά τους έχουν πρόσβαση σε συστήματα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης για τον σκοπό της διεκπεραίωσης διοικητικών διαδικασιών, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 910/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (18) (κανονισμός eIDAS).

    Άρθρο 7

    Δικαίωμα χρηστής διοίκησης

    1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι η εφαρμογή των εθνικών νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών πρακτικών που διέπουν τη σύσταση, την καταχώριση, τη λειτουργία, τη χρηματοδότηση, την υποβολή εκθέσεων και τις διασυνοριακές δραστηριότητες μη κερδοσκοπικών οργανώσεων που έχουν συσταθεί, καταχωριστεί ή δραστηριοποιούνται στην επικράτειά τους αναλαμβάνεται από εντεταλμένη ρυθμιστική αρχή της οποίας οι εξουσίες και τα καθήκοντα ορίζονται σαφώς από τον νόμο και ασκούνται σύμφωνα με το δικαίωμα σε χρηστή διοίκηση, μεταξύ άλλων όσον αφορά το δικαίωμα στην αμερόληπτη, δίκαιη και εντός ευλόγου προθεσμίας εξέταση υποθέσεων.

    2.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι στις μη κερδοσκοπικές οργανώσεις που διαπιστώνεται ότι παραβιάζουν τις εθνικές νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές πρακτικές που διέπουν τη σύσταση, την καταχώριση, τη λειτουργία, τη χρηματοδότηση, την υποβολή εκθέσεων και τις διασυνοριακές δραστηριότητες μη κερδοσκοπικών οργανώσεων παρέχεται επαρκής ενημέρωση σχετικά με την εικαζόμενη παραβίαση, καθώς και ευρεία δυνατότητα να θεραπεύσουν παραβάσεις διοικητικού χαρακτήρα.

    3.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι οι κανονισμοί και οι πρακτικές σχετικά με την επίβλεψη και εποπτεία των μη κερδοσκοπικών οργανώσεων προβλέπονται από τον νόμο και είναι ανάλογες προς τους νόμιμους σκοπούς που επιδιώκουν. Αυτό περιλαμβάνει τη διασφάλιση ότι οι εν λόγω διατάξεις και πρακτικές δεν είναι, κατά κανόνα, περισσότερο απαιτητικές από εκείνες που ισχύουν για τις ιδιωτικές επιχειρήσεις, και ότι η εφαρμογή τους δεν επηρεάζει την εσωτερική διαχείριση μη κερδοσκοπικών οργανώσεων και δεν συνεπάγεται αδικαιολόγητη διοικητική ή οικονομική επιβάρυνση για τις οικείες οργανώσεις.

    4.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι η επίβλεψη και η καταχώριση των μη κερδοσκοπικών οργανώσεων αναλαμβάνεται από εντεταλμένες εποπτικές αρχές των οποίων οι εξουσίες και τα καθήκοντα ορίζονται σαφώς από τον νόμο και ασκούνται ανεξάρτητα σύμφωνα με το δικαίωμα σε χρηστή διοίκηση, μεταξύ άλλων όσον αφορά τους λόγους για πιθανές επιθεωρήσεις και ελέγχους, τις διαδικασίες, τη διάρκεια και το πεδίο εφαρμογής των επιθεωρήσεων και ελέγχων και τις εξουσίες των επιθεωρητών και των ελεγκτών.

    5.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι διατίθενται στο κοινό πλήρεις και εύκολα προσβάσιμες και κατανοητές πληροφορίες σχετικά με τις εθνικές νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές πρακτικές που διέπουν τη σύσταση, την καταχώριση, τις λειτουργίες, τη χρηματοδότηση, την υποβολή εκθέσεων και τις διασυνοριακές δραστηριότητες μη κερδοσκοπικών οργανώσεων που είναι εγκατεστημένες, καταχωρισμένες ή δραστηριοποιούνται στην επικράτειά τους, καθώς και την αρμοδιότητα, τις διαδικασίες και τη λειτουργία των αρμόδιων ρυθμιστικών και εποπτικών αρχών.

    Άρθρο 8

    Δικαίωμα πραγματικής προσφυγής

    1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι όλα τα πρόσωπα με έννομο συμφέρον που σχετίζονται με τη σύσταση, την καταχώριση, τη λειτουργία, τη χρηματοδότηση, τις υποχρεώσεις υποβολής εκθέσεων και τις διασυνοριακές δραστηριότητες μη κερδοσκοπικών οργανώσεων που είναι εγκατεστημένες, καταχωρισμένες ή δραστηριοποιούνται στην επικράτεια κράτους μέλους έχουν πρόσβαση σε αποτελεσματικούς μηχανισμούς υποβολής καταγγελιών ενώπιον αρμόδιας ανεξάρτητης αρχής, όπως ο διαμεσολαβητής ή ο εθνικός οργανισμός ανθρωπίνων δικαιωμάτων, προκειμένου να ζητήσουν συνδρομή για τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους, και έχουν πρόσβαση σε αποτελεσματική διοικητική και δικαστική προσφυγή προκειμένου να ζητήσουν έλεγχο των πράξεων ή αποφάσεων που επηρεάζουν την άσκηση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεών τους. Στα πρόσωπα αυτά περιλαμβάνονται μη κερδοσκοπικές οργανώσεις, οι ιδρυτές τους, οι διευθυντές, τα μέλη του προσωπικού και οι δικαιούχοι των δραστηριοτήτων μη κερδοσκοπικών οργανώσεων.

    2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι κάθε προσφυγή ή προσβολή απόφασης περί απαγόρευσης ή διάλυσης μη κερδοσκοπικής οργάνωσης, αναστολής των δραστηριοτήτων της ή δέσμευσης των περιουσιακών στοιχείων της έχει, κατά κανόνα, ανασταλτικό αποτέλεσμα για την εν λόγω απόφαση, υπό την προϋπόθεση ότι το εν λόγω ανασταλτικό αποτέλεσμα δεν εμποδίζει την επιβολή των διατάξεων της ποινικής νομοθεσίας.

    3.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι οι μη κερδοσκοπικές οργανώσεις με νομική προσωπικότητα έχουν ικανότητα διαδίκου ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, μεταξύ άλλων, για να παρεμβαίνουν, ενδεχομένως, ως μάρτυρες σε δικαστικές διαδικασίες.

    4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι μη κερδοσκοπικές οργανώσεις που δεν διαθέτουν νομική προσωπικότητα μπορούν να εκπροσωπούνται από εντεταλμένα άτομα ενώπιον των αρμόδιων εθνικών αρχών και δικαστηρίων για τους σκοπούς της πρόσβασης στα μέσα έννομης προστασίας που αναφέρονται στο παρόν άρθρο.

    Κεφάλαιο ΙΙΙ

    Κανονιστικό πλαίσιο

    Άρθρο 9

    Στόχοι και δραστηριότητες

    1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η ελευθερία των μη κερδοσκοπικών οργανώσεων που δραστηριοποιούνται στο έδαφός τους να καθορίζουν τους στόχους τους και να ασκούν τις δραστηριότητες που είναι αναγκαίες για την επίτευξη των στόχων αυτών μπορεί να περιορίζεται μόνο για εξαιρετικούς λόγους δημόσιας ασφάλειας. Αίρουν κάθε εμπόδιο ή περιορισμό που επηρεάζει την ικανότητα των μη κερδοσκοπικών οργανώσεων να επιδιώκουν τους εν λόγω στόχους και να ασκούν τις εν λόγω δραστηριότητες.

    2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι μη κερδοσκοπικές οργανώσεις στην επικράτειά τους είναι ελεύθερες να καθορίζουν το πεδίο των δραστηριοτήτων τους, σε τοπικό, περιφερειακό, εθνικό ή διεθνές επίπεδο.

    3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τυχόν διατυπώσεις που διέπουν τη σύσταση και τη λειτουργία μη κερδοσκοπικής οργάνωσης στην επικράτειά τους, όπως προβλέπεται από τις εθνικές νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές πρακτικές, δεν συνιστούν αδικαιολόγητη οικονομική και διοικητική επιβάρυνση. Αυτό περιλαμβάνει, σε περίπτωση οργανώσεων που δεν βασίζονται στη συμμετοχή μελών, τη δυνατότητα νόμιμης ίδρυσης τέτοιων οργανώσεων μέσω δωρεάς ή κληροδοσίας.

    4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι μη κερδοσκοπικές οργανώσεις στην επικράτειά τους μπορούν να καταστούν μέλη άλλης μη κερδοσκοπικής οργάνωσης, ομοσπονδίας ή συνομοσπονδίας που είναι εγκατεστημένη ή καταχωρισμένη στο έδαφός τους ή στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, και διασφαλίζουν ότι η εν λόγω συμμετοχή δεν συνεπάγεται κανένα μειονέκτημα για την εν λόγω οργάνωση.

    Άρθρο 10

    Συμμετοχή

    1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί να υποβάλει αίτηση συμμετοχής, όταν τούτο επιτρέπεται από τη νομική μορφή, σε μη κερδοσκοπική οργάνωση που έχει συσταθεί, καταχωριστεί ή λειτουργεί στην επικράτειά τους σύμφωνα με το καταστατικό και τους κανονισμούς της εν λόγω οργάνωσης, και ότι μπορεί να ασκεί ελεύθερα τα δικαιώματα μέλους, υπό την επιφύλαξη του καταστατικού και των κανονιστικών περιορισμών της οργάνωσης.

    2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι δεν επιβάλλονται κυρώσεις ή περιοριστικά μέτρα ως συνέπεια της συμμετοχής σε μη κερδοσκοπική οργάνωση που έχει συσταθεί, καταχωριστεί ή λειτουργεί στην επικράτειά τους σύμφωνα με τις εθνικές νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές πρακτικές, εκτός εάν οι συνέπειες αυτές είναι αποτέλεσμα της επιβολής των διατάξεων της ποινικής νομοθεσίας.

    3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι μη κερδοσκοπικές οργανώσεις που είναι εγκατεστημένες, καταχωρισμένες ή λειτουργούν στην επικράτειά τους είναι ελεύθερες να αποφασίζουν σχετικά τη σύνθεση των μελών τους. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει τον καθορισμό ειδικών απαιτήσεων για τα μέλη, βάσει εύλογων και αντικειμενικών κριτηρίων.

    Άρθρο 11

    Καταστατικό

    1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι μη κερδοσκοπικές οργανώσεις που είναι εγκατεστημένες, καταχωρισμένες ή λειτουργούν στην επικράτειά τους είναι ελεύθερες να εγκρίνουν τα καταστατικά, τους κανονισμούς και τους κανόνες τους, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων που αφορούν τον καθορισμό της εσωτερικής διαχειριστικής δομής τους και τον ορισμό των διοικητικών συμβουλίων και των εκπροσώπων τους.

    2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εθνικές νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές πρακτικές σχετικά με το καταστατικό των μη κερδοσκοπικών οργανώσεων δεν απαιτούν από τις μη κερδοσκοπικές οργανώσεις να περιλαμβάνουν στο καταστατικό τους άλλες πληροφορίες εκτός από:

    α)

    την επωνυμία και τη διεύθυνση της οργάνωσης (καταστατική έδρα)·

    β)

    τους στόχους και τις δραστηριότητες της οργάνωσης·

    γ)

    τους κανόνες διακυβέρνησης της οργάνωσης, τις εξουσίες των διοικητικών οργάνων της και, κατά περίπτωση, τον ορισμό των προσώπων που έχουν το δικαίωμα να ενεργούν εξ ονόματός της·

    δ)

    τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μελών της οργάνωσης·

    ε)

    την ημερομηνία κατά την οποία εγκρίθηκε το καταστατικό της και την επωνυμία και τη διεύθυνση της καταστατικής έδρας των ιδρυτικών μελών, εφόσον πρόκειται για νομικά πρόσωπα·

    στ)

    την εφαρμοστέα διαδικασία για την τροποποίηση του καταστατικού· και

    ζ)

    τις διαδικασίες που εφαρμόζονται για τη διάλυση της οργάνωσης ή τη συγχώνευσή της με άλλη μη κερδοσκοπική οργάνωση.

    3.   Μπορεί να ζητηθεί από μη κερδοσκοπικές οργανώσεις να γνωστοποιούν και να δημοσιοποιούν, στο καταστατικό τους ή μέσω ετήσιων εκθέσεων, περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με τις δραστηριότητες, τη λειτουργία, τα μέλη των διοικητικών τους οργάνων, τους εκπροσώπους και τη χρηματοδότησή τους, εφόσον αυτό είναι αναγκαίο για την επίτευξη στόχου γενικού συμφέροντος, όσον αφορά τους στόχους και τις δραστηριότητες της οργάνωσης.

    Άρθρο 12

    Νομική προσωπικότητα

    1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι μη κερδοσκοπικές οργανώσεις στην επικράτειά τους είναι ελεύθερες να αποφασίζουν εάν θα αποκτήσουν νομική προσωπικότητα, παρά το γεγονός ότι τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν ποιες μορφές οργάνωσης έχουν νομική προσωπικότητα.

    2.   Όταν μια μη κερδοσκοπική οργάνωση έχει αποκτήσει νομική προσωπικότητα, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η νομική προσωπικότητα της οργάνωσης μπορεί να διακρίνεται σαφώς από εκείνη των μελών, ιδρυτών ή άλλων νομικών προσώπων που συνδέονται με την εν λόγω οργάνωση.

    3.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι η καταχώριση, όπου απαιτείται, ή η οριστικοποίηση της ιδρυτικής πράξης αρκούν ώστε οι μη κερδοσκοπικές οργανώσεις να αποκτήσουν νομική προσωπικότητα.

    4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η προηγούμενη έγκριση δεν αποτελεί ποτέ προϋπόθεση για την απόκτηση νομικής προσωπικότητας από μη κερδοσκοπική οργάνωση και για την άσκηση της αντίστοιχης νομικής της ικανότητας.

    5.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ομάδες φυσικών ή νομικών προσώπων που συνεργάζονται και δεν επεδίωξαν να αποκτήσουν νομική προσωπικότητα δεν θεωρείται ότι συνιστούν μη κερδοσκοπική οργάνωση με νομική προσωπικότητα με μοναδικό σκοπό την υπαγωγή τους σε εθνικές νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις, ώστε να μπορούν να ρυθμίζουν ή να επηρεάζουν τις επιχειρηματικές, χρηματοδοτικές και διασυνοριακές δραστηριότητές τους, εκτός εάν υπάρχουν λόγοι να πιστεύεται ότι η μη κερδοσκοπική οργάνωση είναι εγκληματική οργάνωση σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

    Άρθρο 13

    Καταχώριση

    1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η επίσημη καταχώριση δεν αποτελεί προϋπόθεση ούτε εμπόδιο για τη σύσταση ή τη λειτουργία μη κερδοσκοπικών οργανώσεων που είναι εγκατεστημένες ή λειτουργούν στην επικράτειά τους.

    2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι διαδικασίες καταχώρισης μη κερδοσκοπικών οργανώσεων στην επικράτειά τους είναι προσβάσιμες, φιλικές προς τον χρήστη και διαφανείς.

    3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι διατυπώσεις που ισχύουν για την καταχώριση μη κερδοσκοπικών οργανώσεων εγκατεστημένων στην επικράτειά τους σύμφωνα με τις εθνικές νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές πρακτικές δεν συνιστούν αδικαιολόγητη διοικητική επιβάρυνση. Τούτο περιλαμβάνει την πρόβλεψη διαδικασίας σιωπηρής έγκρισης που θα εφαρμόζεται εντός 30 ημερών από την υποβολή της αίτησης για καταχώριση, και τη μη θέσπιση απαιτήσεων εκ νέου καταχώρισης και ανανέωσης.

    4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα τέλη που επιβάλλονται για την καταχώριση μη κερδοσκοπικών οργανώσεων δεν υπερβαίνουν το διοικητικό κόστος και σε καμία περίπτωση δεν συνιστούν αδικαιολόγητη οικονομική επιβάρυνση, με την επιφύλαξη της αρχής της αναλογικότητας.

    5.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι οι μη κερδοσκοπικές οργανώσεις που είναι εγκατεστημένες στην επικράτειά τους μπορούν να καταχωρίζονται με ηλεκτρονικά μέσα, διασφαλίζοντας παράλληλα ότι η καταχώριση είναι επίσης δυνατή με τη χρήση μη ηλεκτρονικών μέσων.

    6.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η αυτοπρόσωπη προσέλευση ενώπιον δικαστηρίου ή άλλης αρμόδιας εθνικής αρχής με σκοπό την καταχώριση μη κερδοσκοπικής οργάνωσης απαιτείται μόνο όταν τούτο είναι αναγκαίο για τον προσδιορισμό της ταυτότητας του αιτούντος.

    7.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, οι αιτούντες που διαμένουν ή έχουν την καταστατική έδρα τους σε άλλο κράτος μέλος και οι οποίοι υποχρεούνται να προσέλθουν ενώπιον δικαστηρίου ή άλλης αρμόδιας εθνικής αρχής με σκοπό την καταχώριση μη κερδοσκοπικής οργάνωσης, μπορούν να το πράξουν ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου ή άλλης αρμόδιας αρχής στο κράτος μέλος διαμονής τους και ότι η παράσταση αυτή θα θεωρείται επαρκής για τον σκοπό της καταχώρισης στο κράτος μέλος καταχώρισης.

    8.   Τα κράτη μέλη διατηρούν βάση δεδομένων με τις καταχωρισμένες μη κερδοσκοπικές οργανώσεις στην οποία έχει πρόσβαση το κοινό, συμπεριλαμβανομένων στατιστικών πληροφοριών σχετικά με τον αριθμό των αιτήσεων που έγιναν δεκτές και απορρίφθηκαν, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τις αρχές προστασίας των δεδομένων και το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή.

    Άρθρο 14

    Καθεστώς κοινή ωφέλειας

    1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι μια μη κερδοσκοπική οργάνωση εγκατεστημένη ή καταχωρισμένη σε κράτος μέλος της Ένωσης μπορεί να υποβάλει αίτηση για να αναγνωριστεί ως κοινωφελής και να της χορηγηθεί αντίστοιχο καθεστώς, όπως προβλέπεται από τις εθνικές νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές πρακτικές, αποκλειστικά και μόνο βάσει του δεδηλωμένου ή πραγματικού σκοπού, της δομής και των δραστηριοτήτων του που σχετίζονται με το έδαφος του κράτους μέλους που χορηγεί το καθεστώς.

    2.   Τα κράτη μέλη εγκρίνουν τις απαραίτητες εθνικές νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές πρακτικές που επιτρέπουν σε μη κερδοσκοπικές οργανώσεις να αναγνωρίζονται ως κοινωφελείς και να τους χορηγείται αντίστοιχο καθεστώς εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

    α)

    ο σκοπός και οι πραγματικές δραστηριότητες της οργάνωσης επιδιώκουν κοινωφελή στόχο ο οποίος υπηρετεί την ευημερία της κοινωνίας ή μέρους αυτής και, ως εκ τούτου, προάγουν το δημόσιο συμφέρον, εκτός εάν η εν λόγω επιδίωξη αποσκοπεί συστηματικά και άμεσα στην εξυπηρέτηση των δομών ενός συγκεκριμένου πολιτικού κόμματος. Οι ακόλουθοι σκοποί, μεταξύ άλλων, θεωρούνται προσανατολισμένοι προς την κοινή ωφέλεια:

    i)

    τέχνες, πολιτισμός ή διαφύλαξη της ιστορίας·

    ii)

    προστασία του περιβάλλοντος και κλιματική αλλαγή·

    iii)

    προώθηση και προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των αξιών της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου και της εξάλειψης κάθε διάκρισης λόγω φύλου, φυλής, εθνοτικής καταγωγής, θρησκείας, αναπηρίας, γενετήσιου προσανατολισμού ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο·

    iv)

    κοινωνική δικαιοσύνη, κοινωνική ένταξη και φτώχεια, συμπεριλαμβανομένης της πρόληψης ή της ανακούφισης της φτώχειας·

    v)

    ανθρωπιστική συνδρομή και ανθρωπιστική βοήθεια, συμπεριλαμβανομένης της αντιμετώπισης καταστροφών·

    vi)

    αναπτυξιακή βοήθεια και αναπτυξιακή συνεργασία·

    vii)

    προστασία, παροχή βοήθειας και στήριξη σε ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού, συμπεριλαμβανομένων των παιδιών, των ηλικιωμένων, των ατόμων με αναπηρία, των ατόμων που ζητούν ή επωφελούνται διεθνούς προστασίας και των ατόμων που βρίσκονται σε κατάσταση έλλειψης στέγης·

    viii)

    προστασία ζώων·

    ix)

    επιστήμη, έρευνα και καινοτομία·

    x)

    εκπαίδευση και κατάρτιση και εξασφάλιση της συμμετοχής των νέων·

    xi)

    προαγωγή και προστασία της υγείας και της ευεξίας, συμπεριλαμβανομένης της παροχής ιατρικής περίθαλψης·

    xii)

    προστασία των καταναλωτών·

    xiii)

    ερασιτεχνικός αθλητισμός και η προώθησή του·

    β)

    το πλεόνασμα από οποιαδήποτε οικονομική ή άλλη κερδοσκοπική δραστηριότητα που παράγεται από τη μη κερδοσκοπική οργάνωση χρησιμοποιείται αποκλειστικά για την προώθηση των κοινωφελών στόχων της οργάνωσης·

    γ)

    σε περίπτωση διάλυσης της μη κερδοσκοπικής οργάνωσης, οι καταστατικές διασφαλίσεις εγγυώνται ότι όλα τα περιουσιακά στοιχεία θα εξακολουθήσουν να εξυπηρετούν κοινωφελείς στόχους·

    δ)

    τα μέλη των δομών διακυβέρνησης της οργάνωσης που δεν απασχολούνται ως μέλη του προσωπικού δεν δικαιούνται αμοιβής πέραν των κατάλληλων αποζημιώσεων εξόδων.

    3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι μια μη κερδοσκοπική οργάνωση που έχει αναγνωριστεί ως κοινωφελής και της έχει χορηγηθεί αντίστοιχο καθεστώς σύμφωνα με τις εθνικές νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές πρακτικές μπορεί να ανακαλέσει το εν λόγω καθεστώς μόνον εάν η αρμόδια ρυθμιστική αρχή έχει προσκομίσει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία ότι η μη κερδοσκοπική οργάνωση δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 2.

    Άρθρο 15

    Παύση, απαγόρευση και διάλυση

    1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι μια μη κερδοσκοπική οργάνωση παύει να υφίσταται μόνο με απόφαση των μελών της ή με δικαστική απόφαση.

    2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η ακούσια παύση, απαγόρευση ή διάλυση μη κερδοσκοπικής οργάνωσης μπορεί να είναι μόνο συνέπεια παραβιάσεων του εθνικού δικαίου που δεν μπορούν να επανορθωθούν ή να θεραπευθούν.

    3.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η ακούσια παύση, η απαγόρευση και η διάλυση μη κερδοσκοπικής οργάνωσης μπορεί να είναι μόνο συνέπεια πτώχευσης, παρατεταμένης αδράνειας ή σοβαρού παραπτώματος που υπονομεύει τη δημόσια ασφάλεια, όπως αναγνωρίζεται από το δίκαιο της Ένωσης.

    4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι μεμονωμένες παραβάσεις ιδρυτών, διευθυντών, μελών του προσωπικού ή μελών μη κερδοσκοπικής οργάνωσης, όταν δεν ενεργούν για λογαριασμό της οργάνωσης, δεν οδηγούν, καταρχήν, σε ακούσια παύση, απαγόρευση και διάλυση της οργάνωσης.

    5.   Η προστασία που προβλέπεται στο παρόν άρθρο ισχύει επίσης για την αναστολή των δραστηριοτήτων μη κερδοσκοπικής οργάνωσης, όταν η αναστολή αυτή μπορεί να οδηγήσει σε πάγωμα των δραστηριοτήτων της οργάνωσης που ισοδυναμεί με διάλυση.

    Κεφάλαιο IV

    Ίση μεταχείριση και κινητικότητα

    Άρθρο 16

    Ίση μεταχείριση

    1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι μη κερδοσκοπικές οργανώσεις που δραστηριοποιούνται στην επικράτειά τους και έχουν εγκατασταθεί ή καταχωριστεί σε άλλο κράτος μέλος αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο όπως μη κερδοσκοπικές οργανώσεις που είναι εγκατεστημένες ή καταχωρισμένες στην επικράτειά τους, μεταξύ άλλων όσον αφορά την πρόσβαση σε υπηρεσίες, όπως τραπεζικές υπηρεσίες, τη χορήγηση αδειών και, κατά περίπτωση, τη χρηματοπιστωτική και φορολογική μεταχείριση με την επιφύλαξη των εφαρμοστέων εθνικών νόμων, κανονισμών και διοικητικών πρακτικών, καθώς και την πρόσβαση σε χρηματοδότηση για δραστηριότητες που λαμβάνουν χώρα στην επικράτεια του κράτους μέλους ή έχουν κοινωφελή χαρακτήρα στο κράτος μέλος.

    2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, τα κράτη μέλη δεν απαιτούν από μη κερδοσκοπικές οργανώσεις που έχουν εγκατασταθεί ή καταχωριστεί σε άλλο κράτος μέλος αλλά δραστηριοποιούνται στην επικράτειά τους να παρέχουν αποδεικτικά στοιχεία πέραν των αποδεικτικών στοιχείων εγκατάστασης ή καταχώρισης ως μη κερδοσκοπικής οργάνωσης σε άλλο κράτος μέλος.

    Άρθρο 17

    Αρχή της μη αυθαίρετης μεταχείρισης

    Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εθνικοί κανόνες που διέπουν τις μη κερδοσκοπικές οργανώσεις που είναι εγκατεστημένες, καταχωρισμένες ή δραστηριοποιούνται στην επικράτειά τους δεν οδηγούν σε αδικαιολόγητη διάκριση αποκλειστικά και μόνο λόγω της πολιτικής καταλληλότητας του σκοπού, του πεδίου δραστηριοτήτων ή των πηγών χρηματοδότησης της οργάνωσης.

    Άρθρο 18

    Διασυνοριακή κινητικότητα και συνέχεια

    1.   Τα κράτη μέλη εξαλείφουν κάθε εμπόδιο που επηρεάζει την άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης εγκατάστασης, ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών και ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων στην επικράτειά τους από μη κερδοσκοπικές οργανώσεις που είναι εγκατεστημένες ή καταχωρισμένες σε άλλο κράτος μέλος. Αυτό ισχύει με την επιφύλαξη του προνομίου των κρατών μελών να απαιτούν, προκειμένου μια μη κερδοσκοπική οργάνωση να αποκτήσει επίσημο καθεστώς, η οργάνωση να έχει αποκτήσει νομική προσωπικότητα ή να είναι καταχωρισμένη σε εθνικό μητρώο, σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο έχει εγκατασταθεί και/ή επιδιώκει να λειτουργήσει.

    2.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι μια μη κερδοσκοπική οργάνωση καταχωρισμένη σε άλλο κράτος μέλος έχει το δικαίωμα:

    α)

    να μεταφέρει την καταστατική της έδρα του στο έδαφός τους χωρίς να χρειάζεται να ιδρυθεί ή να εγγραφεί ως νέο νομικό πρόσωπο·

    β)

    να έχει πρόσβαση σε απλουστευμένη διαδικασία καταχώρισης, η οποία αναγνωρίζει τις πληροφορίες και τα έγγραφα που έχουν ήδη παρασχεθεί από τη μη κερδοσκοπική οργάνωση στο κράτος μέλος στο οποίο ήταν καταχωρισμένη προηγουμένως.

    Άρθρο 19

    Διασυνοριακές μετατροπές και συγχωνεύσεις

    1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι μια μη κερδοσκοπική οργάνωση εγκατεστημένη ή καταχωρισμένη στη δικαιοδοσία τους μπορεί να μετατραπεί σε ή να συγχωνευθεί με άλλη μη κερδοσκοπική οργάνωση εγκατεστημένη ή καταχωρισμένη σε άλλο κράτος μέλος, χωρίς η εν λόγω συγχώνευση ή μετατροπή να έχει ως αποτέλεσμα την ακούσια παύση, την απαγόρευση ή διάλυση, ή την αναστολή των δραστηριοτήτων της οργάνωσης.

    2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, σε περίπτωση μετατροπής ή συγχώνευσης όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1, η μετατρεπόμενη ή συγχωνευόμενη μη κερδοσκοπική οργάνωση είναι ελεύθερη να ιδρύει γραφεία ή να ασκεί δραστηριότητες στο κράτος μέλος προορισμού.

    3.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τη νομική μορφή που πρόκειται να λάβει η μετατραπείσα ή συγχωνευθείσα οργάνωση, με βάση την αρχή της ισοδυναμίας.

    4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, σε περίπτωση που η μη κερδοσκοπική οργάνωση που προκύπτει από μετατροπή ή συγχώνευση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεν συμμορφώνεται με τις προϋποθέσεις και τις απαιτήσεις που ορίζονται στις εθνικές νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές πρακτικές του κράτους μέλους υποδοχής, παρέχεται στη μη κερδοσκοπική οργάνωση εύλογη προθεσμία για να λάβει τα αναγκαία μέτρα για τη θεραπεία της παράλειψής της.

    5.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι διασυνοριακές μετατροπές και συγχωνεύσεις δεν έχουν ως αποτέλεσμα την υπονόμευση των δικαιωμάτων των εργαζομένων ή των συνδικαλιστικών οργανώσεων, ή των συνθηκών εργασίας. Διασφαλίζουν, σύμφωνα με τις ισχύουσες συλλογικές συμβάσεις και το ενωσιακό και εθνικό δίκαιο, ότι οι υποχρεώσεις των εργοδοτών όσον αφορά τους εργαζομένους και τους πιστωτές εξακολουθούν να τηρούνται και ότι οι εργαζόμενοι, οι εθελοντές, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις και οι εκπρόσωποι των εργαζομένων ενημερώνονται δεόντως και ζητείται η γνώμη τους. Οι συλλογικές συμβάσεις και τα δικαιώματα εκπροσώπησης των εργαζομένων σε επίπεδο διοικητικού συμβουλίου τηρούνται και διατηρούνται, κατά περίπτωση.

    Κεφάλαιο V

    Χρηματοδότηση

    Άρθρο 20

    Συγκέντρωση κεφαλαίων και ελεύθερη χρήση των περιουσιακών στοιχείων

    1.   Τα κράτη μέλη αίρουν κάθε εμπόδιο που επηρεάζει την ικανότητα μη κερδοσκοπικών οργανώσεων που είναι εγκατεστημένες, καταχωρισμένες ή δραστηριοποιούνται στην επικράτειά τους να ζητούν, να λαμβάνουν, να διαθέτουν ή να δωρίζουν οποιουσδήποτε πόρους, συμπεριλαμβανομένων οικονομικών, σε είδος και υλικών, ή να αναζητούν ή να λαμβάνουν ανθρώπινους πόρους, από ή προς οποιαδήποτε οντότητα, συμπεριλαμβανομένων εγχώριων, ξένων ή διεθνών οντοτήτων, δημόσιων φορέων, ιδιωτών ή ιδιωτικών φορέων.

    2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εθνικές νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές πρακτικές δεν οδηγούν σε διαφορετική μεταχείριση των μη κερδοσκοπικών οργανώσεων με βάση τις πηγές ή τον προορισμό της χρηματοδότησής τους.

    3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι μη κερδοσκοπικές οργανώσεις έχουν το δικαίωμα να κατέχουν και να διαθέτουν ελεύθερα περιουσιακά στοιχεία τα οποία υπόκεινται στην εθνική νομοθεσία που ισχύει για παρόμοιες οντότητες που υπάγονται στη δικαιοδοσία τους.

    4.   Τα κράτη μέλη ελαχιστοποιούν τον διοικητικό φόρτο όσον αφορά τη διασυνοριακή κατανομή περιουσιακών στοιχείων και επιτρέπουν σε μη κερδοσκοπικές οργανώσεις να παράγουν κέρδη για επανεπένδυση σε φιλανθρωπικά έργα.

    Άρθρο 21

    Δημόσια χρηματοδότηση

    1.   Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η δημόσια χρηματοδότηση διατίθεται και κατανέμεται σε μη κερδοσκοπικές οργανώσεις μέσω σαφών, διαφανών και αμερόληπτων διαδικασιών.

    2.   Η παράγραφος 1 εφαρμόζεται επίσης στην ενωσιακή χρηματοδότηση που εκταμιεύεται από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του συστήματος επιμερισμένης διαχείρισης, με την επιφύλαξη των διατάξεων του κανονισμού (ΕΕ) 2021/1060 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (19).

    Άρθρο 22

    Διασυνοριακή χρηματοδότηση

    1.   Σύμφωνα με τους ενωσιακούς κανόνες για την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι μη κερδοσκοπικές οργανώσεις που είναι εγκατεστημένες, καταχωρισμένες ή δραστηριοποιούνται στην επικράτειά τους δεν αντιμετωπίζεται δυσμενώς ως συνέπεια της αναζήτησης ή λήψης χρηματοδότησης από φυσικά ή νομικά πρόσωπα που κατοικούν ή είναι εγκατεστημένα στην Ένωσης ή στον ΕΟΧ, αλλά εκτός της επικράτειάς τους.

    2.   Σύμφωνα με τους ενωσιακούς κανόνες για την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα δεν αντιμετωπίζεται δυσμενώς ως συνέπεια της παροχής χρηματοδότησης σε μη κερδοσκοπικές οργανώσεις που είναι εγκατεστημένες, καταχωρισμένες ή δραστηριοποιούνται εκτός της επικράτειάς τους.

    Άρθρο 23

    Οικονομικές δραστηριότητες

    Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι μη κερδοσκοπικές οργανώσεις που είναι εγκατεστημένες, καταχωρισμένες ή λειτουργούν στην επικράτειά τους είναι ελεύθερες να ασκούν νόμιμες οικονομικές, επιχειρηματικές ή εμπορικές δραστηριότητες, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω δραστηριότητες υποστηρίζουν άμεσα ή έμμεσα τους μη κερδοσκοπικούς σκοπούς τους, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων αδειοδότησης ή των κανονιστικών απαιτήσεων που ισχύουν γενικά για τις εν λόγω δραστηριότητες σύμφωνα με τις εθνικές νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές πρακτικές.

    Άρθρο 24

    Υποβολή εκθέσεων και διαφάνεια σχετικά με τη χρηματοδότηση

    1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι υποχρεώσεις υποβολής εκθέσεων και διαφάνειας που ισχύουν για τις μη κερδοσκοπικές οργανώσεις σύμφωνα με τις εθνικές νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές πρακτικές δεν είναι αδικαιολόγητα επαχθείς και είναι αναλογικές προς το μέγεθος της οργάνωσης και το πεδίο των δραστηριοτήτων της, λαμβάνοντας υπόψη την αξία των περιουσιακών στοιχείων και των εσόδων της.

    2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν ότι οι υποχρεώσεις υποβολής εκθέσεων και διαφάνειας που ισχύουν για τις μη κερδοσκοπικές οργανώσεις, σύμφωνα με τις εθνικές νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές πρακτικές για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που εφαρμόζουν ενωσιακές και διεθνείς υποχρεώσεις, βασίζονται σε στοχευμένη και επικαιροποιημένη αξιολόγηση του τομέα και των οικείων οργανισμών βάσει κινδύνου και δεν συνεπάγονται δυσανάλογες απαιτήσεις ή αδικαιολόγητο περιορισμό της πρόσβασης των μη κερδοσκοπικών οργανώσεων σε χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες.

    3.   Σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3, οι μη κερδοσκοπικές οργανώσεις υποβάλλουν ετησίως έκθεση σχετικά με τους λογαριασμούς τους και δημοσιοποιούν τις εν λόγω εκθέσεις. Οι εν λόγω εκθέσεις περιλαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με τη χρηματοδότηση που ελήφθη κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος, πληροφορίες σχετικά με την προέλευση και την αξία της χρηματοδότησης, τις πιστώσεις, τα τραπεζικά δάνεια και τις δωρεές ή τη μη αντισταθμιστική είσπραξη μετρητών ή περιουσιακών στοιχείων.

    4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι υποχρεώσεις υποβολής εκθέσεων και διαφάνειας που ισχύουν για τις μη κερδοσκοπικές οργανώσεις, σύμφωνα με τις εθνικές νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές πρακτικές δεν οδηγούν σε διαφορετική μεταχείριση των εν λόγω οργανώσεων ή σε περιορισμούς των δικαιωμάτων ή των υποχρεώσεών τους, με βάση τις πηγές χρηματοδότησης, τους στόχους ή τις δραστηριότητές τους.

    Κεφάλαιο VI

    Εμπιστευτικότητα

    Άρθρο 25

    Εμπιστευτικότητα της συμμετοχής μέλους

    1.   Όταν μια μη κερδοσκοπική οργάνωση βασίζεται στη συμμετοχή μελών, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν ότι οι πληροφορίες που αφορούν τα μέλη μπορούν να παραμείνουν εμπιστευτικές.

    2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι αρμόδια αρχή μπορεί να έχει πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικά με την ιδιότητα μέλους μη κερδοσκοπικής οργάνωσης σε σχέση με μέλη που είναι φυσικά πρόσωπα μόνον εφόσον η πρόσβαση είναι απαραίτητη με σκοπό τη διεξαγωγή δημόσιας ποινικής έρευνας για ποινικά αδικήματα που τιμωρούνται με στερητική της ελευθερίας ποινή μέγιστης διάρκειας τουλάχιστον ενός έτους, και κατόπιν απόφασης ανεξάρτητου δικαστηρίου.

    Άρθρο 26

    Εμπιστευτικές και ευαίσθητες πληροφορίες

    1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εθνικές νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές πρακτικές δεν έχουν ως αποτέλεσμα να απαιτούν από τις μη κερδοσκοπικές οργανώσεις που είναι εγκατεστημένες, καταχωρισμένες ή δραστηριοποιούνται στην επικράτειά τους να δημοσιοποιούν τις εμπιστευτικές και ευαίσθητες πληροφορίες τους, όπως δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σε σχέση με το προσωπικό, τους εθελοντές, τα μέλη, τους ιδρυτές και τους δωρητές της οργάνωσης.

    2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι μη κερδοσκοπικές οργανώσεις που είναι εγκατεστημένες, καταχωρισμένες ή δραστηριοποιούνται στην επικράτειά τους έχουν πρόσβαση σε αποτελεσματικά μέσα έννομης προστασίας προκειμένου να αποτρέπουν, ή να επιτυγχάνουν επανόρθωση για την παράνομη απόκτηση, χρήση ή αποκάλυψη εμπιστευτικών ή ευαίσθητων πληροφοριών.

    3.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι η προστασία από την παράνομη απόκτηση, χρήση ή αποκάλυψη εμπιστευτικών ή ευαίσθητων πληροφοριών μη κερδοσκοπικών οργανώσεων, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, εφαρμόζεται σε σχέση με επιθεωρήσεις, λογιστικούς ελέγχους και οποιεσδήποτε άλλες εποπτικές δραστηριότητες διεξάγονται από τις αρμόδιες αρχές.

    Άρθρο 27

    Παρακολούθηση

    Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι μη κερδοσκοπικές οργανώσεις δεν υποβάλλονται σε αδικαιολόγητη και δυσανάλογη παρακολούθηση, ιδίως των δραστηριοτήτων ή επικοινωνιών τους, ή των δραστηριοτήτων ή επικοινωνιών των ιδρυτών της οργάνωσης, των μελών των δομών διακυβέρνησής τους, άλλων μελών, του προσωπικού, των εθελοντών, των δωρητών ή άλλων ιδιωτικών φορέων που σχετίζονται με αυτές, εκτός εάν αυτό δικαιολογείται από λόγους δημόσιας ασφάλειας.

    Κεφάλαιο VII

    Τελικές διατάξεις

    Άρθρο 28

    Ευνοϊκότερη μεταχείριση και ρήτρα μη υποβάθμισης

    1.   Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή να διατηρούν διατάξεις που εξασφαλίζουν ευνοϊκότερη μεταχείριση για τις μη κερδοσκοπικές οργανώσεις που είναι εγκατεστημένες, καταχωρισμένες ή λειτουργούν στην επικράτειά τους από εκείνη που προβλέπεται στην παρούσα οδηγία.

    2.   Η εφαρμογή της παρούσας οδηγίας δεν δικαιολογεί την υποβάθμιση του επιπέδου της προστασίας που ήδη παρέχεται από το εθνικό, ενωσιακό ή διεθνές δίκαιο, συμπεριλαμβανομένων των θεμελιωδών δικαιωμάτων, στους τομείς που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία.

    Άρθρο 29

    Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

    1.   Έως τις … [1 έτος από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας] τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν τα μέτρα που είναι αναγκαία για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία. Ενημερώνουν αμέσως σχετικά την Επιτροπή.

    2.   Τα κράτη μέλη διαβουλεύονται με μη κερδοσκοπικές οργανώσεις που έχουν ήδη εγκατασταθεί, καταχωριστεί ή δραστηριοποιούνται στην επικράτειά τους εγκαίρως, με διαφάνεια και με ουσιαστικό τρόπο σχετικά με τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο και την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας οδηγίας.

    Άρθρο 30

    Υποβολή εκθέσεων, αξιολόγηση και επανεξέταση

    1.   Τα κράτη μέλη παρέχουν στην Επιτροπή όλες τις σχετικές πληροφορίες σχετικά με την υλοποίηση και την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας. Βάσει των παρεχόμενων πληροφοριών, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με την υλοποίηση και την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας το αργότερο τρία έτη μετά τη λήξη της προθεσμίας για τη μεταφορά της στο εθνικό δίκαιο.

    2.   Η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη την έκθεσή της που υποβάλλεται σύμφωνα με την παράγραφο 1, υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με τον αντίκτυπο της εθνικής νομοθεσίας για τη μεταφορά της παρούσας οδηγίας, το αργότερο τρία έτη μετά τη λήξη της προθεσμίας για τη μεταφορά της στο εθνικό δίκαιο. Η έκθεση αξιολογεί τον τρόπο με τον οποίο έχει λειτουργήσει η παρούσα οδηγία και εξετάζει την ανάγκη για επιπρόσθετα μέτρα, περιλαμβανομένων, ενδεχομένως, τροποποιήσεων με σκοπό την περαιτέρω εναρμόνιση της εθνικής νομοθεσίας που ισχύει για τις μη κερδοσκοπικές οργανώσεις.

    3.   Οι εκθέσεις που αναφέρονται στις ανωτέρω παραγράφους 1 και 2 δημοσιοποιούνται από την Επιτροπή και είναι εύκολα προσβάσιμες.

    Άρθρο 31

    Έναρξη ισχύος

    Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.


    (1)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Ιουνίου 2020, στην υπόθεση C-78/18, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, ECLI:EU:C:2012:476.

    (2)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2157/2001 του Συμβουλίου, της 8ης Οκτωβρίου 2001, περί του καταστατικού της ευρωπαϊκής εταιρίας (SE) (ΕΕ L 294 της 10.11.2001, σ. 1).

    (3)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1435/2003 του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 2003, περί του καταστατικού της ευρωπαϊκής συνεταιριστικής εταιρείας (SCE) (ΕΕ L 207 της 18.8.2003, σ. 1).

    (4)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 1141/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2014, σχετικά με το καθεστώς και τη χρηματοδότηση των ευρωπαϊκών πολιτικών κομμάτων και των ευρωπαϊκών πολιτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 317 της 4.11.2014, σ. 1).

    (5)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1082/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουλίου 2006, για τον ευρωπαϊκό όμιλο εδαφικής συνεργασίας (ΕΟΕΣ) (ΕΕ L 210 της 31.7.2006, σ. 19).

    (6)  Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2137/85 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1985, σχετικά με την ίδρυση Ευρωπαϊκού Ομίλου Οικονομικού Σκοπού (ΕΟΟΣ) (ΕΕ L 199 της 31.7.1985, σ. 1).

    (7)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 168/2007 του Συμβουλίου, της 15ης Φεβρουαρίου 2007, για την ίδρυση Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ L 53 της 22.2.2007, σ. 1).

    (8)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 1).

    (9)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 145 της 31.5.2001, σ. 43).

    (10)  Οδηγία 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 2006, για τους υποχρεωτικούς ελέγχους των ετήσιων και των ενοποιημένων λογαριασμών, για την τροποποίηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 84/253/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 157 της 9.6.2006, σ. 87).

    (11)  Οδηγία 2013/34/EE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και συναφείς εκθέσεις επιχειρήσεων ορισμένων μορφών, την τροποποίηση της οδηγίας 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση των οδηγιών 78/660/EOK και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) (ΕΕ L 182 της 29.6.2013, σ. 19).

    (12)  https://cordis.europa.eu/project/id/613034/reporting.

    (13)  Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής, Ευρωπαϊκή φιλανθρωπία: αναξιοποίητο δυναμικό, SOC/611.

    (14)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 1).

    (15)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Ιουνίου 2020, στην υπόθεση C-78/18, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, ECLI:EU:C:2012:476.

    (16)  Stauffer: C-386/04 Centro di Musicologia Walter Stauffer/Finanzamt München für Körperschaften [2006] ECR I-8203; Hein-Persche: C-318/07 Hein Persche/Finanzamt Lüdenscheid [2009] ECR I-359 and Missionswerk: C-25/10 Missionswerk WernerHeukelbach eV/Belgien [2011] 2 C.M.L.R. 35.

    (17)  Οδηγία 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά (ΕΕ L 376 της 27.12.2006, σ. 36).

    (18)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 910/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, σχετικά με την ηλεκτρονική ταυτοποίηση και τις υπηρεσίες εμπιστοσύνης για τις ηλεκτρονικές συναλλαγές στην εσωτερική αγορά και την κατάργηση της οδηγίας 1999/93/ΕΚ (ΕΕ L 257 της 28.8.2014, σ. 73).

    (19)  Κανονισμός (ΕΕ) 2021/1060 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 2021, για τον καθορισμό κοινών διατάξεων για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο+, το Ταμείο Συνοχής, το Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Θάλασσας, Αλιείας και Υδατοκαλλιέργειας, και δημοσιονομικών κανόνων για τα εν λόγω Ταμεία και για το Ταμείο Ασύλου, Μετανάστευσης και Ένταξης, το Ταμείο Εσωτερικής Ασφάλειας και το Μέσο για τη Χρηματοδοτική Στήριξη της Διαχείρισης των Συνόρων και την Πολιτική των Θεωρήσεων (ΕΕ L 231 της 30.6.2021, σ. 159).


    Top