EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52019AP0383

P8_TA(2019)0383 Έρευνες της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ***I Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 16ης Απριλίου 2019 σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) όσον αφορά τη συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και την αποτελεσματικότητα των ερευνών της OLAF (COM(2018)0338 — C8-0214/2018 — 2018/0170(COD)) P8_TC1-COD(2018)0170 Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε πρώτη ανάγνωση στις 16 Απριλίου 2019 εν όψει της έγκρισης κανονισμού (ΕΕ) …/… του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) όσον αφορά τη συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και την αποτελεσματικότητα των ερευνών της OLAF

ΕΕ C 158 της 30.4.2021, p. 102–132 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

30.4.2021   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 158/102


P8_TA(2019)0383

Έρευνες της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ***I

Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 16ης Απριλίου 2019 σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) όσον αφορά τη συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και την αποτελεσματικότητα των ερευνών της OLAF (COM(2018)0338 — C8-0214/2018 — 2018/0170(COD))

(Συνήθης νομοθετική διαδικασία: πρώτη ανάγνωση)

(2021/C 158/32)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2018)0338),

έχοντας υπόψη το άρθρο 294 παράγραφος 2 και το άρθρο 325 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε συνδυασμό με τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας και συγκεκριμένα το άρθρο 106α αυτής, σύμφωνα με τα οποία του υποβλήθηκε η πρόταση από την Επιτροπή (C8-0214/2018),

έχοντας υπόψη το άρθρο 294 παράγραφος 3 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

έχοντας υπόψη τη γνώμη 8/2018 του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου (1),

έχοντας υπόψη το άρθρο 59 του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Ελέγχου του Προϋπολογισμού και τις γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων και της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων (A8-0179/2019),

1.

εγκρίνει τη θέση του σε πρώτη ανάγνωση όπως παρατίθεται κατωτέρω·

2.

ζητεί από την Επιτροπή να υποβάλει εκ νέου την πρόταση στο Κοινοβούλιο, αν την αντικαταστήσει με νέο κείμενο, αν της επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις ή αν προτίθεται να της επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις·

3.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στα εθνικά κοινοβούλια.

(1)  Γνώμη αριθ. 8/2018 του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου.


P8_TC1-COD(2018)0170

Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε πρώτη ανάγνωση στις 16 Απριλίου 2019 εν όψει της έγκρισης κανονισμού (ΕΕ) …/… του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) όσον αφορά τη συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και την αποτελεσματικότητα των ερευνών της OLAF

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 325, σε συνδυασμό με τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας, και ιδίως το άρθρο 106α,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη του Ελεγκτικού Συνεδρίου (1),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Με την έκδοση της οδηγίας (ΕΕ) 2017/1371 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3) και του κανονισμού (EE) 2017/1939 του Συμβουλίου (4), η Ένωση ενίσχυσε σημαντικά το εναρμονισμένο κανονιστικό πλαίσιο σχετικά με τα μέσα που διαθέτει για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης μέσω του ποινικού δικαίου. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία αποτελεί βασική προτεραιότητα στους τομείς της ποινικής δικαιοσύνης και της καταπολέμησης της απάτης και θα έχει την εξουσία να διεξάγει ποινικές έρευνες και να απαγγέλλει κατηγορίες σχετικά με ποινικά αδικήματα που θίγουν τον προϋπολογισμό της Ένωσης, όπως ορίζεται στην οδηγία (ΕΕ) 2017/1371, στα συμμετέχοντα κράτη μέλη. [Τροπολογία 1]

(2)

Για να προστατεύει τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (η «Υπηρεσία») διεξάγει διοικητικές έρευνες σχετικά με διοικητικές παρατυπίες και αξιόποινες συμπεριφορές. Κατά την ολοκλήρωση των ερευνών της, μπορεί να διατυπώνει συστάσεις δικαστικού χαρακτήρα προς τις εθνικές εισαγγελικές αρχές, με σκοπό τη διευκόλυνση της απαγγελίας κατηγοριών και της άσκησης διώξεων στα κράτη μέλη. Στο μέλλον, στα κράτη μέλη που συμμετέχουν στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, θα γνωστοποιεί υπόνοιες περί ποινικών αδικημάτων στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και θα συνεργάζεται με αυτήν στο πλαίσιο των ερευνών της. [Τροπολογία 2]

(3)

Ως εκ τούτου, ο κανονισμός (EE, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5) θα πρέπει να τροποποιηθεί και να προσαρμοστεί κατάλληλα σε συνέχεια της έκδοσης του κανονισμού (EE) 2017/1939. Οι διατάξεις που διέπουν τη σχέση μεταξύ της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και της Υπηρεσίας στον κανονισμό (EE) 2017/1939 θα πρέπει να αντικατοπτρίζονται και να συμπληρώνονται από τους κανόνες του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 προκειμένου να διασφαλίζεται το υψηλότερο επίπεδο προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης μέσω συνεργειών μεταξύ των δύο οργάνων , με την εφαρμογή των αρχών της στενής συνεργασίας, της ανταλλαγής πληροφοριών, της συμπληρωματικότητας και της αποφυγής της αλληλεπικάλυψης των ενεργειών. [Τροπολογία 3]

(4)

Δεδομένου του κοινού τους στόχου που συνίσταται στη διαφύλαξη της ακεραιότητας του προϋπολογισμού της Ένωσης, η Υπηρεσία και η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα πρέπει να συνάψουν και να διατηρήσουν στενή σχέση που θα βασίζεται στην ειλικρινή συνεργασία και θα αποσκοπεί στη διασφάλιση της συμπληρωματικότητας των αντίστοιχων εντολών τους και του συντονισμού της δράσης τους, ειδικότερα όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής της ενισχυμένη συνεργασίας για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Εντέλει, η σχέση θα πρέπει να συμβάλει στο να διασφαλίζεται ότι χρησιμοποιούνται όλα τα μέσα για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης και ότι αποφεύγονται περιττές αλληλεπικαλύψεις προσπαθειών.

(5)

Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1939, η Υπηρεσία, καθώς και τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί της Ένωσης και οι αρμόδιες εθνικές αρχές, οφείλουν να γνωστοποιούν στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση υπόνοιες για αξιόποινη συμπεριφορά ως προς την οποία η Εισαγγελία μπορεί να ασκήσει την αρμοδιότητά της. Δεδομένου ότι η εντολή της Υπηρεσίας είναι η διεξαγωγή διοικητικών ερευνών σε περιπτώσεις απάτης, διαφθοράς και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, η Υπηρεσία βρίσκεται στην πλέον κατάλληλη θέση να ενεργεί ως φυσικός εταίρος και προνομιούχος πηγή πληροφοριών για την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία. [Τροπολογία 4]

(6)

Στοιχεία που υποδεικνύουν πιθανή αξιόποινη συμπεριφορά η οποία εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας μπορεί, στην πράξη, να υπάρχουν σε αρχικούς ισχυρισμούς που λαμβάνει η Υπηρεσία ή μπορεί να προκύπτουν μόνο κατά τη διάρκεια διοικητικής έρευνας που έχει κινήσει η Υπηρεσία λόγω υποψίας ύπαρξης διοικητικής παρατυπίας. Για τη συμμόρφωση με την υποχρέωση υποβολής γνωστοποιήσεων στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, η Υπηρεσία θα πρέπει, ως εκ τούτου, κατά περίπτωση, να γνωστοποιεί περιπτώσεις αξιόποινης συμπεριφοράς σε οποιοδήποτε στάδιο πριν ή κατά τη διάρκεια έρευνας.

(7)

Στον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1939 προσδιορίζονται τα ελάχιστα στοιχεία που θα πρέπει, κατά κανόνα, να περιλαμβάνουν οι γνωστοποιήσεις. Η Υπηρεσία μπορεί να χρειαστεί να διενεργήσει προκαταρκτική αξιολόγηση των ισχυρισμών για να εξακριβώσει το αληθές των στοιχείων αυτών και να συγκεντρώσει τις απαραίτητες πληροφορίες. Η Υπηρεσία θα πρέπει να διενεργεί την εν λόγω αξιολόγηση ταχύτατα και με χρήση μέσων τα οποία δεν θέτουν σε κίνδυνο ενδεχόμενη μελλοντική ποινική έρευνα. Με την ολοκλήρωση της αξιολόγησης, η Υπηρεσία θα πρέπει να υποβάλει γνωστοποίηση στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία στην περίπτωση που εντοπίσει υποψία αδικήματος το οποίο εμπίπτει στην αρμοδιότητα της τελευταίας.

(8)

Λαμβανομένης υπόψη της εμπειρογνωσίας της Υπηρεσίας, τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί της Ένωσης θα πρέπει να έχουν την επιλογή να χρησιμοποιούν την Υπηρεσία για τη διεξαγωγή της προκαταρκτικής αυτής αξιολόγησης ισχυρισμών που υποβάλλονται σε αυτά.

(9)

Σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1939, η Υπηρεσία θα πρέπει καταρχήν να μην κινεί διοικητική έρευνα εκ παραλλήλου με έρευνα που διεξάγεται από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία για τα ίδια πραγματικά περιστατικά. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις, για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης ενδέχεται να απαιτηθεί η Υπηρεσία να διεξαγάγει συμπληρωματική διοικητική έρευνα πριν από την ολοκλήρωση της ποινικής διαδικασίας που έχει κινήσει η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία με σκοπό να διαπιστωθεί αν είναι αναγκαία η λήψη προληπτικών μέτρων ή η εκτέλεση δημοσιονομικών, πειθαρχικών ή διοικητικών ενεργειών. Οι συμπληρωματικές αυτές έρευνες μπορεί να είναι ενδεδειγμένες, μεταξύ άλλων, όταν είναι αναγκαία η ανάκτηση οφειλόμενων ποσών στον προϋπολογισμό της Ένωσης λόγω ειδικών κανόνων παραγραφής, όταν τα ποσά που διακυβεύονται είναι πολύ υψηλά ή όταν υπάρχει ανάγκη να αποφευχθούν περαιτέρω δαπάνες σε καταστάσεις κινδύνου μέσω διοικητικών μέτρων.

(10)

Στον κανονισμό (EE) 2017/1939 προβλέπεται ότι η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία μπορεί να ζητήσει από την Υπηρεσία τη διεξαγωγή τέτοιου είδους συμπληρωματικών ερευνών. Σε περίπτωση που η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία δεν ζητήσει κάτι τέτοιο, θα πρέπει και πάλι να είναι δυνατή η διενέργεια συμπληρωματικής έρευνας με πρωτοβουλία της Υπηρεσίας, υπό ορισμένες συγκεκριμένες προϋποθέσεις , μετά από διαβούλευση με την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία . Συγκεκριμένα, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να προβάλει αντίρρηση στην κίνηση ή τη συνέχιση έρευνας από την Υπηρεσία, ή στην εκτέλεση συγκεκριμένων ερευνητικών ενεργειών από αυτήν. Οι λόγοι για την προβολή αντίρρησης θα πρέπει να βασίζονται στην ανάγκη προστασίας της αποτελεσματικότητας της έρευνας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και θα πρέπει να είναι αναλογικοί προς τον σκοπό αυτό. Η Υπηρεσία δεν θα πρέπει να προβαίνει σε ενέργεια για την οποία η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία έχει προβάλει αντίρρηση. Εάν η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία δεν προβάλει αντίρρηση συναινεί με την αίτηση , η έρευνα της Υπηρεσίας θα πρέπει να διεξαχθεί σε στενή διαβούλευση με την Εισαγγελία. [Τροπολογία 6]

(11)

Η Υπηρεσία θα πρέπει να στηρίζει ενεργά την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία στις έρευνές της. Στο πλαίσιο αυτό, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία μπορεί να ζητεί από την Υπηρεσία να υποστηρίξει ή να συμπληρώσει τις ποινικές έρευνές της μέσω της άσκησης των εξουσιών της δυνάμει του παρόντος κανονισμού. Στις περιπτώσεις αυτές, η Υπηρεσία θα πρέπει να εκτελεί τις ενέργειες αυτές εντός των ορίων των εξουσιών της και εντός του πλαισίου που προβλέπεται στον παρόντα κανονισμό.

(12)

Για τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας του αποτελεσματικού συντονισμού , της συνεργασίας και της διαφάνειας μεταξύ της Υπηρεσίας και της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, θα πρέπει να πραγματοποιείται μεταξύ τους ανταλλαγή πληροφοριών σε συνεχή βάση. Η ανταλλαγή πληροφοριών στα στάδια που προηγούνται της κίνησης των ερευνών από την Υπηρεσία και την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία είναι ιδιαιτέρως σημαντική για τη διασφάλιση του κατάλληλου συντονισμού μεταξύ των αντίστοιχων ενεργειών για τη διασφάλιση της συμπληρωματικότητας και για την αποφυγή των αλληλεπικαλύψεων. Για τον σκοπό αυτό, η Υπηρεσία και η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα πρέπει να κάνουν χρήση της λειτουργίας σύμπτωσης/απουσίας (hit/no-hit) των οικείων συστημάτων διαχείρισης υποθέσεων. Η Υπηρεσία και η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία θα πρέπει να προσδιορίσουν τους τρόπους και τους όρους της εν λόγω ανταλλαγής πληροφοριών στους οικείους διακανονισμούς εργασίας. [Τροπολογία 7]

(13)

Στην έκθεση της Επιτροπής σχετικά με την αξιολόγηση της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 (6), η οποία εκδόθηκε στις 2 Οκτωβρίου 2017, διατυπώθηκε το συμπέρασμα ότι οι αλλαγές του 2013 στο νομικό πλαίσιο επέφεραν σαφείς βελτιώσεις όσον αφορά τη διεξαγωγή των ερευνών, τη συνεργασία με τους εταίρους και τα δικαιώματα των ενδιαφερομένων. Ταυτόχρονα, η αξιολόγηση επισήμανε ορισμένες ελλείψεις που επηρεάζουν την αποτελεσματικότητα και την αποδοτικότητα των ερευνών.

(14)

Είναι αναγκαίο να αντιμετωπιστούν τα πλέον αδιαμφισβήτητα πορίσματα της αξιολόγησης της Επιτροπής μέσω της τροποποίησης του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013. Πρόκειται για ουσιώδεις αλλαγές οι οποίες είναι αναγκαίες βραχυπρόθεσμα ώστε να ενισχυθεί το πλαίσιο των ερευνών της Υπηρεσίας, προκειμένου να διατηρηθεί μια ισχυρή Υπηρεσία σε πλήρη λειτουργία που να συμπληρώνει με διοικητικές έρευνες την προσέγγιση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας με βάση το ποινικό δίκαιο, αλλά οι οποίες δεν συνεπάγονται αλλαγή στην εντολή ή στις εξουσίες της Υπηρεσίας. Αφορούν κυρίως τομείς στους οποίους, επί του παρόντος, η έλλειψη σαφήνειας του κανονισμού παρεμποδίζει την αποτελεσματική διεξαγωγή των ερευνών της Υπηρεσίας, όπως η διεξαγωγή επιτόπιων ελέγχων, η δυνατότητα πρόσβασης σε στοιχεία τραπεζικών λογαριασμών ή το παραδεκτό των εκθέσεων που καταρτίζει η Υπηρεσία σχετικά με υποθέσεις ως αποδεικτικών στοιχείων. Η Επιτροπή θα πρέπει να υποβάλει νέα ολοκληρωμένη πρόταση το αργότερο δύο χρόνια μετά την αξιολόγηση τόσο της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας όσο και της Υπηρεσίας, καθώς και της συνεργασίας τους. [Τροπολογία 8]

(15)

Οι αλλαγές αυτές δεν θίγουν τις διαδικαστικές εγγυήσεις που είναι εφαρμοστέες στο πλαίσιο των ερευνών. Η Υπηρεσία οφείλει να εφαρμόζει τις διαδικαστικές εγγυήσεις του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013, του κανονισμού (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96 του Συμβουλίου (7) και εκείνες που περιλαμβάνονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης. Σύμφωνα με το πλαίσιο αυτό, η Υπηρεσία οφείλει να διεξάγει τις έρευνές της κατά τρόπο αντικειμενικό και αμερόληπτο και με εμπιστευτικότητα, να αναζητά αποδείξεις για τη διαπίστωση της ενοχής ή της αθωότητας του ενδιαφερομένου και να αναλαμβάνει ερευνητική δράση βάσει γραπτής εξουσιοδότησης και κατόπιν ελέγχου νομιμότητας. Η Υπηρεσία πρέπει να διασφαλίζει τον σεβασμό των δικαιωμάτων των ενδιαφερομένων στο πλαίσιο των ερευνών της, συμπεριλαμβανομένου του τεκμηρίου της αθωότητας και του δικαιώματος αποφυγής της αυτοενοχοποίησης. Όταν εξετάζονται, οι ενδιαφερόμενοι έχουν, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα να επικουρούνται από πρόσωπο της επιλογής τους, να εγκρίνουν τα πρακτικά της εξέτασης και να χρησιμοποιούν οποιαδήποτε από τις επίσημες γλώσσες της Ένωσης επιθυμούν. Οι ενδιαφερόμενοι έχουν επίσης το δικαίωμα να διατυπώνουν παρατηρήσεις σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης προτού συναχθούν συμπεράσματα.

(16)

Η Υπηρεσία διεξάγει επιτόπιους ελέγχους και εξακριβώσεις που της επιτρέπουν να έχει πρόσβαση σε εγκαταστάσεις και έγγραφα οικονομικών φορέων στο πλαίσιο των ερευνών που διεξάγει σε περιπτώσεις υπόνοιας απάτης, διαφθοράς ή άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης. Οι έλεγχοι και οι εξακριβώσεις αυτές διεξάγονται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και τον κανονισμό (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96, ο οποίος, σε ορισμένες περιπτώσεις εξαρτά την εφαρμογή των εν λόγω εξουσιών από όρους του εθνικού δικαίου. Από την αξιολόγηση της Επιτροπής διαπιστώθηκε ότι ο βαθμός στον οποίο θα πρέπει να εφαρμόζεται το εθνικό δίκαιο δεν διευκρινίζεται σε κάθε περίπτωση, με αποτέλεσμα να παρεμποδίζεται η αποτελεσματικότητα των ερευνητικών δραστηριοτήτων της Υπηρεσίας.

(17)

Είναι, επομένως, σκόπιμο να διευκρινιστούν οι περιπτώσεις στις οποίες θα πρέπει να εφαρμόζεται το εθνικό δίκαιο στο πλαίσιο των ερευνών που διεξάγει η Υπηρεσία, χωρίς ωστόσο να μεταβληθούν οι εξουσίες που έχει στη διάθεσή της η Υπηρεσία και χωρίς να αλλάξει ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί ο κανονισμός σε σχέση με τα κράτη μέλη. Η διευκρίνιση αυτή αντικατοπτρίζει την πρόσφατη απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου στην υπόθεση T-48/16, Sigma Orionis SA κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

(18)

Η διεξαγωγή επιτόπιων ελέγχων και εξακριβώσεων από την Υπηρεσία, σε περιπτώσεις στις οποίες ο ενδιαφερόμενος οικονομικός φορέας αποδέχεται τον έλεγχο, θα πρέπει να διέπονται αποκλειστικά από το ενωσιακό δίκαιο. Με τον τρόπο αυτό θα παρασχεθεί στην Υπηρεσία η δυνατότητα να ασκεί τις εξουσίες διεξαγωγής ερευνών με αποτελεσματικό και συνεκτικό τρόπο σε όλα τα κράτη μέλη, προκειμένου να συμβάλει στην εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης σε ολόκληρη την ΕΕ, όπως απαιτείται βάσει του άρθρου 325 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ).

(19)

Σε περιπτώσεις στις οποίες η Υπηρεσία χρειάζεται να βασιστεί στη συνδρομή των εθνικών αρμόδιων αρχών, και ειδικότερα σε υποθέσεις όπου οικονομικός φορέας αντιτίθεται στη διεξαγωγή επιτόπιου ελέγχου και εξακρίβωσης, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι η δράση της Υπηρεσίας είναι αποτελεσματική και θα πρέπει να παρέχουν την αναγκαία συνδρομή σύμφωνα με τους σχετικούς κανόνες του εθνικού διαδικαστικού δικαίου.

(20)

Θα πρέπει να θεσπιστεί στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 η υποχρέωση των οικονομικών φορέων να συνεργάζονται με την Υπηρεσία. Αυτό συνάδει με την υποχρέωση που υπέχουν δυνάμει του κανονισμού (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96 να χορηγούν πρόσβαση για τη διεξαγωγή επιτόπιων ελέγχων και εξακριβώσεων σε εσωτερικούς χώρους, γήπεδα, μεταφορικά μέσα και άλλους χώρους, επαγγελματικής χρήσεως, και με την υποχρέωση που προβλέπεται στο άρθρο 129 (8) του δημοσιονομικού κανονισμού σύμφωνα με την οποία κάθε πρόσωπο ή οντότητα που λαμβάνει κονδύλια της Ένωσης συνεργάζεται πλήρως για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, μεταξύ άλλων στο πλαίσιο των ερευνών που διεξάγει η Υπηρεσία.

(21)

Στο πλαίσιο αυτής της υποχρέωσης συνεργασίας, η Υπηρεσία θα πρέπει να είναι σε θέση να ζητεί από οικονομικούς φορείς που ενδέχεται να εμπλέκονται στην υπό έρευνα υπόθεση, ή οι οποίοι ενδέχεται να κατέχουν σχετικές πληροφορίες, να παράσχουν τις σχετικές αυτές πληροφορίες. Κατά τη συμμόρφωση με τα αιτήματα αυτά, οι οικονομικοί φορείς δεν υποχρεούνται να παραδεχθούν ότι έχουν διαπράξει παράνομη δραστηριότητα, αλλά υποχρεούνται να απαντήσουν σε ερωτήσεις σχετικά με πραγματικά περιστατικά και να παράσχουν έγγραφα, ακόμη και αν οι πληροφορίες αυτές ενδέχεται να χρησιμοποιηθούν για να στοιχειοθετηθεί εναντίον τους ή εναντίον άλλου φορέα η ύπαρξη παράνομης δραστηριότητας.

(22)

Κατά τη διάρκεια των επιτόπιων ελέγχων και εξακριβώσεων, οι οικονομικοί φορείς θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν οποιαδήποτε από τις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους στο οποίο διεξάγεται ο έλεγχος, καθώς και το δικαίωμα να επικουρούνται από πρόσωπο της επιλογής τους, συμπεριλαμβανομένου εξωτερικού νομικού συμβούλου. Η παρουσία νομικού συμβούλου δεν θα πρέπει, ωστόσο, να αποτελεί νομική προϋπόθεση για την εγκυρότητα των επιτόπιων ελέγχων και εξακριβώσεων. Για να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα των επιτόπιων ελέγχων και εξακριβώσεων, ειδικότερα όσον αφορά τον κίνδυνο εξαφάνισης των αποδεικτικών στοιχείων, η Υπηρεσία θα πρέπει να μπορεί να έχει πρόσβαση σε εσωτερικούς χώρους, γήπεδα, μεταφορικά μέσα και άλλους χώρους, επαγγελματικής χρήσεως χωρίς να πρέπει να περιμένει μέχρι ο οικονομικός φορέας να συμβουλευτεί τον νομικό του σύμβουλο. Θα πρέπει μόνο να αποδέχεται σύντομη εύλογη καθυστέρηση εν αναμονή της διαβούλευσης με τον νομικό σύμβουλο πριν από την έναρξη της διεξαγωγής του ελέγχου. Οποιαδήποτε τέτοια καθυστέρηση πρέπει να περιορίζεται στο ελάχιστο.

(23)

Για να διασφαλίζεται η διαφάνεια κατά τη διενέργεια των επιτόπιων ελέγχων και εξακριβώσεων, η Υπηρεσία θα πρέπει να παρέχει στους οικονομικούς φορείς κατάλληλες πληροφορίες σχετικά με την υποχρέωση συνεργασίας και τις συνέπειες της άρνησης συνεργασίας, καθώς και σχετικά με τη διαδικασία που εφαρμόζεται στον έλεγχο, συμπεριλαμβανομένων των εφαρμοστέων διαδικαστικών εγγυήσεων.

(24)

Στις εσωτερικές έρευνες και, όπου απαιτείται, σε εξωτερικές έρευνες η Υπηρεσία διαθέτει πρόσβαση σε κάθε σχετική πληροφορία την οποία κατέχουν τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί. Είναι αναγκαίο, όπως προτείνεται και στην αξιολόγηση της Επιτροπής, να διευκρινιστεί ότι η πρόσβαση αυτή θα πρέπει να είναι εφικτή ανεξαρτήτως του είδους του μέσου στο οποίο είναι αποθηκευμένες οι πληροφορίες ή τα δεδομένα αυτά, προκειμένου να ληφθεί υπόψη η εξελισσόμενη πρόοδος της τεχνολογίας. [Τροπολογία 9]

(25)

Για να εξασφαλιστεί ένα συνεκτικότερο πλαίσιο για τις έρευνες της Υπηρεσίας, θα πρέπει να εναρμονιστούν περαιτέρω οι κανόνες που εφαρμόζονται στις εσωτερικές και εξωτερικές έρευνες, ώστε να αντιμετωπιστούν ορισμένες ασυνέπειες που εντοπίστηκαν κατά την αξιολόγηση της Επιτροπής, στις περιπτώσεις όπου οι αποκλίνοντες κανόνες δεν δικαιολογούνται. Επομένως, θα πρέπει, για παράδειγμα, να προβλέπεται ότι οι εκθέσεις και συστάσεις που συντάσσονται μετά από εξωτερική έρευνα μπορεί να αποσταλούν στο ενδιαφερόμενο θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό για να λάβει κατάλληλα μέτρα, όπως στην περίπτωση των εσωτερικών ερευνών. Όπου είναι δυνατόν, σύμφωνα με την εντολή της, η Υπηρεσία θα πρέπει να υποστηρίζει το θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό για το θέμα αυτό στο πλαίσιο της συνέχειας που θα δοθεί στις συστάσεις της. Για να διασφαλιστεί περαιτέρω η συνεργασία μεταξύ της Υπηρεσίας και των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών, η Υπηρεσία πρέπει να ενημερώσει, όπου απαιτείται, το θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό, εφόσον αποφασίσει να μην κινήσει εξωτερική έρευνα, για παράδειγμα όταν ένα θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμός ήταν η πηγή των αρχικών πληροφοριών.

(26)

Η Υπηρεσία θα πρέπει να έχει στη διάθεσή της τα απαραίτητα μέσα για να παρακολουθεί την πορεία του χρήματος προκειμένου να αποκαλύπτει τις συνήθεις μεθόδους που χρησιμοποιούνται σε διάφορους τύπους δόλιας συμπεριφοράς. Επί του παρόντος, μπορεί να λαμβάνει τραπεζικά στοιχεία που είναι συναφή για την ερευνητική της δραστηριότητα και τα οποία τηρούνται σε πιστωτικά ιδρύματα σε διάφορα κράτη μέλη, μέσω της συνεργασίας με τις εθνικές αρχές και της συνδρομής που της χορηγούν αυτές. Για να διασφαλιστεί μια αποτελεσματική προσέγγιση σε ολόκληρη την Ένωση, στον κανονισμό θα πρέπει να καθοριστεί η υποχρέωση των εθνικών αρχών να παρέχουν στην Υπηρεσία πληροφορίες σχετικά με τραπεζικούς λογαριασμούς και λογαριασμούς πληρωμών, στο πλαίσιο της γενικής υποχρέωσης που υπέχουν να συνδράμουν την Υπηρεσία. Η συνεργασία αυτή θα πρέπει, κατά κανόνα, να πραγματοποιείται μέσω των Μονάδων Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών στα κράτη μέλη. Κατά την παροχή της συνδρομής αυτής στην Υπηρεσία, οι εθνικές αρχές θα πρέπει να ενεργούν σε συμμόρφωση με τις σχετικές διατάξεις διαδικαστικού δικαίου που προβλέπονται στην εθνική νομοθεσία του εκάστοτε κράτους μέλους.

(26α)

Προκειμένου να δώσει προσοχή στην προστασία και στον σεβασμό των διαδικαστικών δικαιωμάτων και εγγυήσεων, η Υπηρεσία θα πρέπει να δημιουργήσει ένα εσωτερικό αξίωμα υπό τη μορφή του Ελεγκτή διαδικαστικών εγγυήσεων και να του παράσχει επαρκείς πόρους. Ο Ελεγκτής διαδικαστικών εγγυήσεων θα πρέπει να έχει πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την εκπλήρωση των καθηκόντων του. [Τροπολογία 10]

(26β)

Ο παρών κανονισμός θεσπίζει μηχανισμό υποβολής καταγγελιών για την Υπηρεσία, σε συνεργασία με τον Ελεγκτή διαδικαστικών εγγυήσεων, προκειμένου να διασφαλίζεται ο σεβασμός των διαδικαστικών δικαιωμάτων και εγγυήσεων σε όλες τις δραστηριότητες της Υπηρεσίας. Αυτός θα πρέπει να είναι ένας διοικητικός μηχανισμός στο πλαίσιο του οποίου ο Ελεγκτής θα πρέπει να είναι υπεύθυνος για τη διεκπεραίωση των καταγγελιών που λαμβάνει η Υπηρεσία σύμφωνα με το δικαίωμα στη χρηστή διοίκηση. Ο μηχανισμός θα πρέπει να είναι αποτελεσματικός και να εξασφαλίζει ότι δίνεται η δέουσα συνέχεια στις καταγγελίες. Προκειμένου να ενισχυθούν η διαφάνεια και η λογοδοσία, η Υπηρεσία θα πρέπει να περιλαμβάνει στην ετήσια έκθεσή της πληροφορίες σχετικά με τον μηχανισμό υποβολής καταγγελιών. Αυτός θα πρέπει να καλύπτει ιδίως τον αριθμό των καταγγελιών που έλαβε, τους τύπους των διαδικαστικών δικαιωμάτων και εγγυήσεων, τις δραστηριότητες κατά τις οποίες σημειώθηκαν, και όπου αυτό είναι δυνατόν, τα επακόλουθα μέτρα που έλαβε η Υπηρεσία. [Τροπολογία 11]

(27)

Η έγκαιρη διαβίβαση πληροφοριών από την Υπηρεσία για τον σκοπό της λήψης προληπτικών μέτρων αποτελεί απαραίτητο εργαλείο για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης. Για να διασφαλιστεί η στενή συνεργασία στον τομέα αυτόν μεταξύ της Υπηρεσίας και των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης, είναι σκόπιμο τα όργανα και οι οργανισμοί αυτοί να έχουν τη δυνατότητα να διαβουλεύονται ανά πάσα στιγμή με την Υπηρεσία προκειμένου να αποφασίζουν για τη λήψη τυχόν ενδεδειγμένων προληπτικών μέτρων, συμπεριλαμβανομένων μέτρων για τη διασφάλιση των αποδεικτικών στοιχείων.

(28)

Οι εκθέσεις που καταρτίζει η Υπηρεσία αποτελούν, επί του παρόντος, αποδεικτικά στοιχεία παραδεκτά σε διοικητικές ή δικαστικές διαδικασίες κατά τον ίδιο τρόπο και υπό τους ίδιους όρους που είναι παραδεκτές οι διοικητικές εκθέσεις που συντάσσονται από τους εθνικούς διοικητικούς ελεγκτές. Από την αξιολόγηση της Επιτροπής διαπιστώθηκε ότι σε ορισμένα κράτη μέλη αυτός ο κανόνας δεν διασφαλίζει επαρκώς την αποτελεσματικότητα των δραστηριοτήτων της Υπηρεσίας. Για να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα και η συνεπής χρήση των εκθέσεων της Υπηρεσίας, θα πρέπει στον κανονισμό να προβλεφθεί το παραδεκτό των εκθέσεων αυτών σε δικαστικές διαδικασίες μη ποινικού χαρακτήρα ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, καθώς και σε διοικητικές διαδικασίες στα κράτη μέλη. Ο κανόνας που προβλέπει την ισοδυναμία με τις εκθέσεις των εθνικών διοικητικών ελεγκτών θα πρέπει να εξακολουθήσει να εφαρμόζεται στην περίπτωση εθνικών δικαστικών διαδικασιών ποινικού χαρακτήρα. Ο κανονισμός θα πρέπει να προβλέπει επίσης το παραδεκτό των εκθέσεων που συνέταξε η Υπηρεσία σε διοικητικές και δικαστικές διαδικασίες σε επίπεδο Ένωσης.

(29)

Η εντολή της Υπηρεσίας περιλαμβάνει την προστασία των εσόδων του προϋπολογισμού της Ένωσης που προκύπτουν από ιδίους πόρους ΦΠΑ. Στον τομέα αυτόν, η Υπηρεσία θα πρέπει να είναι σε θέση να στηρίζει και να συμπληρώνει τις δραστηριότητες των κρατών μελών μέσω ερευνών που διεξάγονται σύμφωνα με την εντολή της, μέσω του συντονισμού των εθνικών αρμόδιων αρχών σε σύνθετες, διακρατικές υποθέσεις, και μέσω της παροχής στήριξης και συνδρομής προς τα κράτη μέλη και την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία. Για τον σκοπό αυτό, η Υπηρεσία θα πρέπει να μπορεί να ανταλλάσσει πληροφορίες μέσω του δικτύου Eurofisc, το οποίο δημιουργήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 904/2010 του Συμβουλίου (9) , λαμβάνοντας υπόψη τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου  (10) με σκοπό την προώθηση και τη διευκόλυνση της συνεργασίας για την καταπολέμηση της απάτης στον τομέα του ΦΠΑ. [Τροπολογία 12]

(30)

Οι υπηρεσίες των κρατών μελών για τον συντονισμό της καταπολέμησης της απάτης θεσπίστηκαν με τον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 για τη διευκόλυνση της αποτελεσματικής συνεργασίας και ανταλλαγής πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών επιχειρησιακής φύσεως, μεταξύ της Υπηρεσίας και των κρατών μελών. Από την αξιολόγηση συνάχθηκε το συμπέρασμα ότι έχουν συμβάλει θετικά στο έργο της Υπηρεσίας. Στην αξιολόγηση εντοπίστηκε επίσης η ανάγκη περαιτέρω αποσαφήνισης του ρόλου τους ώστε να διασφαλιστεί ότι η Υπηρεσία λαμβάνει τη συνδρομή που απαιτείται για να εξασφαλίζεται η αποτελεσματικότητα των ερευνών της, ενώ η οργάνωση και οι εξουσίες των υπηρεσιών για τον συντονισμό της καταπολέμησης της απάτης αποτελούν αρμοδιότητα κάθε κράτους μέλους. Εν προκειμένω, οι υπηρεσίες για τον συντονισμό της καταπολέμησης της απάτης θα πρέπει να είναι σε θέση να παρέχουν, να εξασφαλίζουν ή να συντονίζουν την απαιτούμενη συνδρομή προς την Υπηρεσία ώστε αυτή να εκτελεί τα καθήκοντά της αποτελεσματικά, πριν, κατά τη διάρκεια ή μετά το πέρας εξωτερικής ή εσωτερικής έρευνας.

(31)

Η υποχρέωση της Υπηρεσίας να παρέχει στα κράτη μέλη συνδρομή ώστε να συντονίζουν τη δράση τους για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της εντολής της όσον αφορά τη στήριξη της διασυνοριακής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών. Θα πρέπει να θεσπιστούν λεπτομερέστεροι κανόνες προκειμένου να διευκολυνθούν οι δραστηριότητες συντονισμού της Υπηρεσίας και η συνεργασία της στο πλαίσιο αυτό με τις αρχές των κρατών μελών, με τρίτες χώρες και διεθνείς οργανισμούς. Οι κανόνες αυτοί δεν θα πρέπει να θίγουν την άσκηση από την Υπηρεσία των εξουσιών που έχουν ανατεθεί στην Επιτροπή σε ειδικές διατάξεις οι οποίες διέπουν την αμοιβαία συνδρομή μεταξύ των διοικητικών αρχών των κρατών μελών και τη συνεργασία μεταξύ των αρχών αυτών και της Επιτροπής, και ειδικότερα στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 515/97 του Συμβουλίου (11).

(32)

Επιπλέον, θα πρέπει η Υπηρεσία να μπορεί να ζητεί τη συνδρομή των υπηρεσιών για τον συντονισμό της καταπολέμησης της απάτης στο πλαίσιο δραστηριοτήτων συντονισμού, καθώς και οι υπηρεσίες για τον συντονισμό της καταπολέμησης της απάτης να μπορούν να συνεργάζονται μεταξύ τους, προκειμένου να ενισχυθούν περαιτέρω οι μηχανισμοί που διατίθενται για τη συνεργασία στο πλαίσιο της καταπολέμησης της απάτης.

(32α)

Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών παρέχουν στην Υπηρεσία την αναγκαία υποστήριξη για την εκτέλεση των καθηκόντων της. Όταν η Υπηρεσία εκδίδει δικαστικές συστάσεις προς τις εθνικές διωκτικές αρχές ενός κράτους μέλους και δεν δίδεται συνέχεια, το κράτος μέλος θα πρέπει να αιτιολογεί την απόφασή του στην Υπηρεσία. Μία φορά κατ’ έτος, η Υπηρεσία θα πρέπει να συντάσσει έκθεση, προκειμένου να ενημερώνει για τη βοήθεια που παρέχουν τα κράτη μέλη και τη συνέχεια που δίδεται στις συστάσεις για δικαστική δράση. [Τροπολογία 13]

(32β)

Για τη συμπλήρωση των διαδικαστικών κανόνων που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό σχετικά με τη διεξαγωγή ερευνών, η Υπηρεσία θα πρέπει να θεσπίσει τον διαδικαστικό κώδικα για τις έρευνες, τον οποίο θα πρέπει να ακολουθεί το προσωπικό της Υπηρεσίας. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ σχετικά με τη θέσπιση διαδικαστικού κώδικα, με την επιφύλαξη της ανεξαρτησίας της Υπηρεσίας κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της. Οι εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις θα πρέπει να καλύπτουν, ειδικότερα, τις πρακτικές που πρέπει να τηρούνται κατά την εκτέλεση της εντολής και την εφαρμογή του καταστατικού της Υπηρεσίας, λεπτομερείς κανόνες για τις διαδικασίες έρευνας και τις επιτρεπόμενες ενέργειες στο πλαίσιο των ερευνών, τα νόμιμα δικαιώματα των ενδιαφερομένων· διαδικαστικές εγγυήσεις, διατάξεις που σχετίζονται με την προστασία των δεδομένων και πολιτικές που αφορούν την επικοινωνία και την πρόσβαση σε έγγραφα, διατάξεις που αφορούν τον έλεγχο νομιμότητας και τα ένδικα μέσα που είναι διαθέσιμα στους ενδιαφερόμενους, τις σχέσεις με την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία. Έχει ιδιαίτερη σημασία να διεξάγει η Υπηρεσία τις δέουσες διαβουλεύσεις κατά τη διάρκεια του προπαρασκευαστικού έργου της, συμπεριλαμβανομένων διαβουλεύσεων σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων. Η Επιτροπή θα πρέπει να εξασφαλίζει ταυτόχρονη, έγκαιρη και κατάλληλη διαβίβαση των σχετικών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο. [Τροπολογία 14]

(32γ)

Το αργότερο πέντε έτη μετά την ημερομηνία που καθορίζεται σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 120 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1939, η Επιτροπή θα πρέπει να αξιολογήσει την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, ιδίως σε ό,τι αφορά την αποτελεσματικότητα της συνεργασίας μεταξύ της Υπηρεσίας και της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. [Τροπολογία 15]

(33)

Δεδομένου ότι ο στόχος του παρόντος κανονισμού, ο οποίος συνίσταται στην ενίσχυση της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης μέσω της προσαρμογής της λειτουργίας της Υπηρεσίας λόγω της σύστασης της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και μέσω της ενίσχυσης της αποτελεσματικότητας των ερευνών που διεξάγει η Υπηρεσία, δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη, αλλά μπορεί να επιτευχθεί καλύτερα στο επίπεδο της Ένωσης μέσω της θέσπισης κανόνων που διέπουν τη σχέση μεταξύ των δύο οργάνων της Ένωσης και αυξάνουν την αποτελεσματικότητα των ερευνών που διεξάγει η Υπηρεσία σε ολόκληρη την Ένωση, η Ένωση δύναται να θεσπίσει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας που διατυπώνεται στο εν λόγω άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για την αποτελεσματικότερη καταπολέμηση της απάτης, της διαφθοράς και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης.

(34)

Ο παρών κανονισμός δεν τροποποιεί τις εξουσίες και τις αρμοδιότητες των κρατών μελών όσον αφορά τη λήψη μέτρων για την καταπολέμηση της απάτης, της διαφθοράς και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης.

(35)

Ζητήθηκε η γνώμη του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12), ο οποίος υπέβαλε γνωμοδότηση στις … (13).

(36)

O κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 θα πρέπει συνεπώς να τροποποιηθεί αναλόγως,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ο κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 τροποποιείται ως εξής:

(-1)

Στο άρθρο 1, η εισαγωγική φράση της παραγράφου 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.     Προκειμένου να ενισχυθεί η καταπολέμηση της απάτης, της διαφθοράς και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας ή παρατυπίας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (εφεξής αποκαλούμενων από κοινού, όταν απαιτείται από το κείμενο, “Ένωση”), η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης, η οποία δημιουργήθηκε με την απόφαση 1999/352/ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ (“Υπηρεσία”), ασκεί τις εξουσίες διενέργειας ερευνών που ανατίθενται στην Επιτροπή από:» [Τροπολογία 16]

(-1α)

Στο άρθρο 1, η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.     Η Υπηρεσία παρέχει στα κράτη μέλη τη συνδρομή της Επιτροπής για να οργανώσουν στενή και τακτική συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών τους, προκειμένου να συντονίσουν τη δράση τους με στόχο την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης από την απάτη. Η Υπηρεσία συμβάλλει στον σχεδιασμό και την ανάπτυξη μεθόδων πρόληψης και καταπολέμησης της απάτης, της διαφθοράς και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας ή παρατυπίας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης. Η Υπηρεσία προωθεί και συντονίζει, με τα κράτη μέλη και μεταξύ αυτών, την ανταλλαγή επιχειρησιακής πείρας και βέλτιστων διαδικαστικών πρακτικών στον τομέα της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης και στηρίζει κοινές δράσεις για την καταπολέμηση της απάτης που αναλαμβάνουν τα κράτη μέλη σε προαιρετική βάση.». [Τροπολογία 17]

(-1β)

στο άρθρο 1, το στοιχείο δ) της παραγράφου 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«δ)

Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1725·» [Τροπολογία 18]

(-1γ)

Στο άρθρο 1 προστίθεται το στοιχείο δ a) στην παράγραφο 3:

«δα)

του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679.» [Τροπολογία 19]

(-1δ)

Στο άρθρο 1, η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.     Η Υπηρεσία διενεργεί διοικητικές έρευνες με σκοπό την καταπολέμηση της απάτης, της διαφθοράς και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας ή παρατυπίας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης εντός των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών που ιδρύθηκαν από τις Συνθήκες ή βάσει αυτών (“θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί”) και με την επιφύλαξη του άρθρου 12δ. Προς τούτο, διερευνά σοβαρές υποθέσεις σχετικές με την άσκηση επαγγελματικών καθηκόντων οι οποίες συνιστούν παράλειψη των υποχρεώσεων των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού της Ένωσης και οι οποίες είναι ικανές να επισύρουν πειθαρχική ή, ενδεχομένως, ποινική δίωξη, ή ανάλογη παράλειψη υποχρεώσεων μελών θεσμικών και λοιπών οργάνων, διευθυντικών στελεχών λοιπών οργάνων ή οργανισμών ή μελών του προσωπικού θεσμικών και λοιπών οργάνων ή οργανισμών που δεν υπάγονται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης (καλούμενων εφεξής από κοινού “υπάλληλοι, μέλη του λοιπού προσωπικού, μέλη θεσμικών ή λοιπών οργάνων, διευθυντικά στελέχη λοιπών οργάνων ή οργανισμών ή μέλη του προσωπικού”).» [Τροπολογία 20]

(1)

στο άρθρο 1 παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:

«4α.   Η Υπηρεσία συνάπτει και διατηρεί στενή σχέση με την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία η οποία συστήνεται στο πλαίσιο της ενισχυμένης συνεργασίας με τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1939 του Συμβουλίου (14). Η σχέση αυτή βασίζεται στην αμοιβαία συνεργασία , τη συμπληρωματικότητα, την αποφυγή των αλληλεπικαλύψεων και στην ανταλλαγή πληροφοριών. Έχει ιδίως ως σκοπό να διασφαλίσει ότι γίνεται χρήση όλων των διαθέσιμων μέσων για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, μέσω της συμπληρωματικότητας των αντίστοιχων εντολών τους και της στήριξης της Υπηρεσίας προς την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία. [Τροπολογία 21]

Η συνεργασία μεταξύ της Υπηρεσίας και της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας διέπεται από τα άρθρα 12γ έως 12στ.»

(1a)

Στο άρθρο 1, η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.     Για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών και τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί μπορούν να συνάπτουν διοικητικούς διακανονισμούς με την Υπηρεσία. Οι εν λόγω διακανονισμοί μπορούν να αφορούν ιδίως τη διαβίβαση πληροφοριών, τη διεξαγωγή ερευνών και τη συνέχεια που δίνεται σε αυτές.» [Τροπολογία 22]

(1β)

στο άρθρο 2, το σημείο 2) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2)     ως “παρατυπία” νοείται η “παρατυπία” όπως ορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2988/95, συμπεριλαμβανομένων των παραβάσεων που θίγουν τα έσοδα από τον φόρο προστιθέμενης αξίας·» [Τροπολογία 23]

(1γ)

Στο άρθρο 2, το σημείο 3) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3)     οι όροι “απάτη, διαφθορά και κάθε άλλη παράνομη δραστηριότητα ή παρατυπία εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης” έχουν την έννοια που τους αποδίδεται στις σχετικές πράξεις της Ένωσης·» [Τροπολογία 24]

(2)

στο άρθρο 2, το σημείο 4) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4)   ως “διοικητικές έρευνες” (“έρευνες”) νοούνται όλοι οι έλεγχοι, εξακριβώσεις ή άλλα μέτρα που λαμβάνονται από την Υπηρεσία, σύμφωνα με τα άρθρα 3 και 4, για την επίτευξη των στόχων του άρθρου 1 και τη διαπίστωση, εφόσον απαιτείται, του παράτυπου χαρακτήρα των υπό έρευνα δραστηριοτήτων· οι έρευνες αυτές δεν θίγουν τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας ή των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών όσον αφορά την έναρξη της ποινικής διαδικασίας·»·

(2a)

Στο άρθρο 2, το σημείο 5) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5)     ως “ενδιαφερόμενος” νοείται κάθε πρόσωπο ή οικονομικός φορέας ύποπτος απάτης, διαφθοράς ή κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας ή παρατυπίας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης και ως εκ τούτου αντικείμενο έρευνας της Υπηρεσίας·» [Τροπολογία 25]

(2β)

Στο άρθρο 2, προστίθεται το ακόλουθο σημείο:

«7a)     ως “μέλος θεσμικού οργάνου της ΕΕ” νοείται μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, μέλος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, εκπρόσωπος κράτους μέλους σε υπουργικό επίπεδο στο Συμβούλιο, μέλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, μέλος του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ή μέλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατά περίπτωση.» [Τροπολογία 26]

(2γ)

Στο άρθρο 2 προστίθεται το ακόλουθο σημείο:

«7β)     Ως “ίδια πραγματικά περιστατικά” νοούνται παρόμοια πραγματικά περιστατικά κατά την έννοια μιας σειράς συγκεκριμένων περιστάσεων που συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους και μπορούν, στο σύνολό τους, να στοιχειοθετούν στοιχεία έρευνας αδικοπραξίας που εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Υπηρεσίας ή της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.» [Τροπολογία 27]

(3)

Το άρθρο 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 3

Εξωτερικές έρευνες Έλεγχοι και εξακριβώσεις επιτοπίως στα κράτη μέλη και στις τρίτες χώρες [Τροπολογία 28]

1.   Εντός του πεδίου εφαρμογής που ορίζεται στο άρθρο 1 και στο άρθρο 2 σημεία 1 και 3, η Υπηρεσία διενεργεί επιτόπιους ελέγχους και εξακριβώσεις στα κράτη μέλη και, σύμφωνα με τις ισχύουσες συμφωνίες συνεργασίας και αμοιβαίας συνδρομής και κάθε άλλο ισχύον νομικό μέσο, σε τρίτες χώρες και σε εγκαταστάσεις διεθνών οργανισμών. [Τροπολογία 29]

2.   Οι επιτόπιοι έλεγχοι και εξακριβώσεις διενεργούνται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και, στον βαθμό που μια υπόθεση δεν καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό, σύμφωνα με τον κανονισμό (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96.

3.   Οι οικονομικοί φορείς συνεργάζονται με την Υπηρεσία κατά τη διάρκεια των ερευνών της. Η Υπηρεσία μπορεί να ζητήσει προφορική ενημέρωση, μεταξύ άλλων με συνεντεύξεις, και γραπτή ενημέρωση από οικονομικούς φορείς, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2 στοιχείο β) . [Τροπολογία 30]

4.   Η Υπηρεσία διενεργεί επιτόπιους ελέγχους και εξακριβώσεις με την επίδειξη γραπτής εξουσιοδότησης, όπως προβλέπεται στο άρθρο 7 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού και στο άρθρο 6 παράγραφος 1 του κανονισμού (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/1996. Ενημερώνει τον ενδιαφερόμενο οικονομικό φορέα για τη διαδικασία που εφαρμόζεται κατά τον έλεγχο, συμπεριλαμβανομένων των εφαρμοστέων διαδικαστικών εγγυήσεων, και για την υποχρέωση του ενδιαφερόμενου οικονομικού φορέα να συνεργαστεί.

5.   Κατά την άσκηση των εξουσιών αυτών, η Υπηρεσία συμμορφώνεται με τις διαδικαστικές εγγυήσεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό και στον κανονισμό (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96. Κατά τη διενέργεια επιτόπιου ελέγχου και εξακρίβωσης, ο ενδιαφερόμενος οικονομικός φορέας έχει το δικαίωμα να μην προβαίνει σε κατάθεση που τον αυτοενοχοποιεί και να επικουρείται από πρόσωπο της επιλογής του. Όταν ο οικονομικός φορέας προβαίνει σε κατάθεση κατά τη διάρκεια των επιτόπιων ελέγχων, του παρέχεται η δυνατότητα να χρησιμοποιήσει οποιαδήποτε από τις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος. Το δικαίωμα του οικονομικού φορέα να επικουρείται από πρόσωπο της επιλογής του δεν εμποδίζει την πρόσβαση της Υπηρεσίας στις εγκαταστάσεις του οικονομικού φορέα και δεν καθυστερεί αδικαιολόγητα την έναρξη του ελέγχου.

6.   Μετά από αίτημα της Υπηρεσίας, η αρμόδια αρχή του οικείου κράτους μέλους παρέχει χωρίς περιττή χρονοτριβή στους υπαλλήλους της Υπηρεσίας την απαιτούμενη συνδρομή για την αποτελεσματική εκτέλεση των καθηκόντων τους, όπως εξειδικεύονται στη γραπτή εξουσιοδότηση του άρθρου 7 παράγραφος 2. [Τροπολογία 31]

Το οικείο κράτος μέλος μεριμνά ώστε, σύμφωνα με τον κανονισμό (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96, οι υπάλληλοι της Υπηρεσίας να έχουν πρόσβαση σε κάθε πληροφορία, και έγγραφο και στοιχείο που σχετίζεται με την υπόθεση η οποία αποτελεί αντικείμενο της έρευνας και που αποδεικνύεται αναγκαίο για την ορθή και αποτελεσματική διεξαγωγή των επιτόπιων ελέγχων και εξακριβώσεων, και ώστε να μπορούν να αναλάβουν τη διαφύλαξη αυτών των εγγράφων ή πληροφοριών προκειμένου να αποφευχθεί κάθε κίνδυνος εξαφάνισής τους. Σε περίπτωση που χρησιμοποιούνται ιδιωτικές συσκευές για σκοπούς εργασίας, οι εν λόγω συσκευές υπόκεινται σε έρευνες από την Υπηρεσία, μόνο εφόσον η Υπηρεσία έχει βάσιμους λόγους να υποπτεύεται ότι το περιεχόμενό τους ενδέχεται να έχει ενδιαφέρον για την έρευνα. [Τροπολογία 32]

7.   Όταν ο ενδιαφερόμενος οικονομικός φορέας αποδέχεται να υποβληθεί σε επιτόπιο έλεγχο και εξακρίβωση που έχει εγκριθεί δυνάμει του παρόντος κανονισμού, το άρθρο 2 παράγραφος 4 του κανονισμού (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2988/95, το άρθρο 6 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο και το άρθρο 7 παράγραφος 1 του κανονισμού (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96 δεν εφαρμόζονται, στον βαθμό που οι διατάξεις αυτές απαιτούν τη συμμόρφωση με το εθνικό δίκαιο και ενδέχεται να περιορίζουν την πρόσβαση της Υπηρεσίας σε πληροφορίες και έγγραφα σύμφωνα με τους όρους που εφαρμόζονται στους εθνικούς διοικητικούς ελεγκτές.

Στην περίπτωση που οι υπάλληλοι της Υπηρεσίας διαπιστώσουν ότι οικονομικός φορέας αντιτίθεται σε επιτόπιο έλεγχο ή εξακρίβωση που έχει εγκριθεί δυνάμει του παρόντος κανονισμού, το οικείο κράτος μέλος παρέχει την αναγκαία συνδρομή των αρχών επιβολής του νόμου ώστε να μπορέσει η Υπηρεσία να διεξαγάγει τον επιτόπιο έλεγχο ή εξακρίβωση αποτελεσματικά και χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

Κατά την παροχή συνδρομής σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο ή με την παράγραφο 6, οι αρμόδιες εθνικές αρχές ενεργούν σύμφωνα με τους εθνικούς διαδικαστικούς κανόνες που είναι εφαρμοστέοι στην οικεία αρμόδια εθνική αρχή. Εάν για την εν λόγω συνδρομή απαιτείται έγκριση δικαστικής αρχής σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, υποβάλλεται σχετική αίτηση.

7α.     Εάν αποδεδειγμένα ένα κράτος μέλος δεν συμμορφώνεται με την υποχρέωσή του να συνεργαστεί δυνάμει των παραγράφων 6 και 7, η Ένωση έχει το δικαίωμα να ανακτήσει το ποσό που σχετίζεται με τον εν λόγω επιτόπιο έλεγχο ή την εξακρίβωση. [Τροπολογία 33]

8.   Στο πλαίσιο των ερευνητικών της καθηκόντων, η Υπηρεσία διενεργεί τους ελέγχους και τις εξακριβώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2988/95 και στους τομεακούς κανόνες που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 2 του εν λόγω κανονισμού στα κράτη μέλη και, σύμφωνα με τις ισχύουσες συμφωνίες συνεργασίας και αμοιβαίας συνδρομής και κάθε άλλο ισχύον νομικό μέσο, σε τρίτες χώρες και σε εγκαταστάσεις διεθνών οργανισμών.

9.   Κατά τη διάρκεια εξωτερικής έρευνας, η Υπηρεσία δύναται να έχει πρόσβαση σε όλες τις σχετικές πληροφορίες και τα δεδομένα που έχουν στην κατοχή τους τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί και που συνδέονται με την υπόθεση η οποία αποτελεί αντικείμενο της έρευνας, ανεξαρτήτως του μέσου στο οποίο αυτά είναι αποθηκευμένα, όταν αυτό είναι αναγκαίο για τη διαπίστωση απάτης, διαφθοράς ή κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης. Προς τούτο εφαρμόζεται το άρθρο 4 παράγραφοι 2 και 4. [Τροπολογία 34]

10.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 12γ παράγραφος 1, όταν, προτού αποφασιστεί η έναρξη εξωτερικής έρευνας, η Υπηρεσία χειρίζεται πληροφορίες από τις οποίες εικάζεται απάτη, διαφθορά ή άλλη παράνομη δραστηριότητα εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, μπορεί να ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές του οικείου κράτους μέλους και, εφόσον απαιτείται, τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς.

Με την επιφύλαξη των τομεακών κανόνων που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2988/95, οι αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών μεριμνούν για τη λήψη των κατάλληλων μέτρων, στα οποία μπορεί να συμμετέχει η Υπηρεσία, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Κατόπιν σχετικής αίτησης, οι αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών ενημερώνουν την Υπηρεσία για τα ληφθέντα μέτρα και τις διαπιστώσεις τους βάσει των αναφερόμενων στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου πληροφοριών.»· [Τροπολογία 35]

(4)

Το άρθρο 4 τροποποιείται ως εξής:

-α)

στο άρθρο 4, ο τίτλος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Περαιτέρω διατάξεις για τις έρευνες» [Τροπολογία 36]

-αα)

στο άρθρο 4, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.     Διοικητικές έρευνες εντός των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών στους τομείς που αναφέρονται στο άρθρο 1 διενεργούνται σύμφωνα με τους όρους του παρόντος κανονισμού και των αποφάσεων που εκδίδονται από τα αντίστοιχα θεσμικά και λοιπά όργανα ή οργανισμούς.» [Τροπολογία 37]

α)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Κατά τη διάρκεια εσωτερικών ερευνών: [Τροπολογία 38]

α)

η Υπηρεσία δικαιούται άμεσης πρόσβασης, χωρίς προειδοποίηση, οπουδήποτε αυτό κρίνεται αναγκαίο για τη διαπίστωση απάτης, διαφθοράς ή κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας ή παρατυπίας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, σε κάθε σχετική πληροφορία και κάθε σχετικό δεδομένο που συνδέεται με την υπόθεση η οποία αποτελεί αντικείμενο της έρευνας και που κατέχουν τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί, ανεξαρτήτως του τύπου του μέσου στο οποίο αυτά είναι αποθηκευμένα, καθώς και στις εγκαταστάσεις αυτών. Σε περίπτωση που χρησιμοποιούνται ιδιωτικές συσκευές για σκοπούς εργασίας, οι εν λόγω συσκευές υπόκεινται σε έρευνες από την Υπηρεσία, μόνο εφόσον η Υπηρεσία έχει βάσιμους λόγους να υποπτεύεται ότι το περιεχόμενό τους ενδέχεται να έχει ενδιαφέρον για την έρευνα. Η Υπηρεσία έχει το δικαίωμα να ελέγχει τα λογιστικά των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών. Η Υπηρεσία μπορεί να λαμβάνει αντίγραφα και αποσπάσματα κάθε εγγράφου ή του περιεχομένου κάθε μέσου αποθήκευσης πληροφοριών που κατέχουν τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί και, εάν χρειάζεται, να αναλαμβάνει τη διαφύλαξη αυτών των εγγράφων ή πληροφοριών, προκειμένου να αποφευχθεί κάθε κίνδυνος εξαφάνισής τους· [Τροπολογία 39]

β)

η Υπηρεσία μπορεί να ζητήσει προφορική ενημέρωση, μεταξύ άλλων με συνεντεύξεις, και γραπτή ενημέρωση από οικονομικούς φορείς, υπαλλήλους, μέλη του λοιπού προσωπικού, μέλη θεσμικών ή λοιπών οργάνων, διευθυντικά στελέχη λοιπών οργάνων ή οργανισμών ή μέλη του προσωπικού , ενδελεχώς τεκμηριωμένη σύμφωνα με τα συνήθη πρότυπα εμπιστευτικότητας και τα ενωσιακά πρότυπα προστασίας των δεδομένων. Οι οικονομικοί φορείς συνεργάζονται με την Υπηρεσία. »· [Τροπολογία 40]

β)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: διαγράφεται·

«3.   Σύμφωνα με το άρθρο 3, η Υπηρεσία μπορεί να διενεργεί επιτόπιους ελέγχους και εξακριβώσεις στις εγκαταστάσεις οικονομικών φορέων, ώστε να έχει πρόσβαση σε πληροφορίες σχετικές με την υπόθεση που αποτελεί αντικείμενο εσωτερικής έρευνας.»· [Τροπολογία 41]

βα)

στο άρθρο 4, η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.     Τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί ενημερώνονται όταν οι υπάλληλοι της Υπηρεσίας διενεργούν εσωτερική έρευνα στις εγκαταστάσεις τους ή συμβουλεύονται έγγραφο ή στοιχείο ή ζητούν πληροφορίες που βρίσκονται στην κατοχή τους. Με την επιφύλαξη των άρθρων 10 και 11, η Υπηρεσία δύναται να διαβιβάζει, ανά πάσα στιγμή, στα οικεία θεσμικά και λοιπά όργανα ή οργανισμούς, τις πληροφορίες που έλαβε κατά τη διάρκεια ερευνών.» [Τροπολογία 42]

ββ)

Στο άρθρο 4, η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.     Τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί θεσπίζουν τις κατάλληλες διαδικασίες και λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν, σε όλα τα στάδια, τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των ερευνών.» [Τροπολογία 43]

βγ)

στο άρθρο 4 παράγραφος 6, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Όταν από τις έρευνες προκύπτει ότι υπάλληλος, μέλος του λοιπού προσωπικού, μέλος θεσμικού οργάνου ή λοιπών οργάνων, διευθυντικό στέλεχος λοιπών οργάνων ή οργανισμού ή μέλος του προσωπικού μπορεί να αποτελεί ενδιαφερόμενο, ενημερώνεται σχετικά το θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμός στον οποίο ανήκει το εν λόγω πρόσωπο.» [Τροπολογία 44]

βδ)

στο άρθρο 4 παράγραφος 6, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Όταν δεν διασφαλίζεται ο εμπιστευτικός χαρακτήρας της έρευνας με τη χρησιμοποίηση των συνήθων μέσων επικοινωνίας, η Υπηρεσία χρησιμοποιεί ενδεδειγμένους εναλλακτικούς τρόπους διαβίβασης πληροφοριών.» [Τροπολογία 45]

βε)

Στο άρθρο 4, η παράγραφος 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«7.     Η απόφαση που λαμβάνεται από κάθε θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό κατά την παράγραφο 1 περιλαμβάνει ειδικότερα κανόνα που αφορά την υποχρέωση των υπαλλήλων, των μελών του λοιπού προσωπικού, των μελών θεσμικών ή λοιπών οργάνων, των διευθυντικών στελεχών λοιπών οργάνων ή οργανισμών ή των μελών του προσωπικού να συνεργάζονται με την Υπηρεσία και να την ενημερώνουν, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα τον εμπιστευτικό χαρακτήρα της έρευνας.» [Τροπολογία 46]

γ)

στην παράγραφο 8, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Με την επιφύλαξη του άρθρου 12γ παράγραφος 1, όταν, προτού αποφασιστεί η έναρξη εσωτερικής έρευνας, η Υπηρεσία χειρίζεται πληροφορίες από τις οποίες εικάζεται απάτη, διαφθορά ή κάθε άλλη παράνομη δραστηριότητα εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, μπορεί να ενημερώνει το ενδιαφερόμενο θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό κατά περίπτωση, τις αρμόδιες αρχές των οικείων κρατών μελών και τα ενδιαφερόμενα θεσμικά ή άλλα όργανα ή τους ενδιαφερόμενους οργανισμούς.

Κατόπιν σχετικής αίτησης, το ενδιαφερόμενο θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμός ενημερώνει την Υπηρεσία για τα ληφθέντα μέτρα και για τις διαπιστώσεις του βάσει των πληροφοριών αυτών.»· [Τροπολογία 47]

γα)

στην παράγραφο 8, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Σε ό,τι αφορά έρευνες εντός θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών, όταν η Υπηρεσία ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών, ισχύουν οι διαδικαστικές απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 9 παράγραφος 4 δεύτερο και τρίτο εδάφιο. Αν οι αρμόδιες αρχές αποφασίσουν να λάβουν μέτρα βάσει των πληροφοριών που τους διαβιβάστηκαν, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, ενημερώνουν σχετικά, κατόπιν αιτήσεως, την Υπηρεσία.» [Τροπολογία 48]

γβ)

στην παράγραφο 8 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Σε ό,τι αφορά ελέγχους και εξακριβώσεις που πραγματοποιούνται επιτόπου σύμφωνα με το άρθρο 3 και με την επιφύλαξη των τομεακών κανόνων που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 2988/95, οι αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών μεριμνούν για τη λήψη των κατάλληλων μέτρων, στα οποία μπορεί να συμμετέχει η Υπηρεσία, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Κατόπιν σχετικής αίτησης, οι αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών ενημερώνουν την Υπηρεσία για τα ληφθέντα μέτρα και τις διαπιστώσεις τους βάσει των αναφερόμενων στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου πληροφοριών.» [Τροπολογία 49]

(5)

το άρθρο 5 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, η πρώτη περίοδος αντικαθίσταται ως εξής:

«Με την επιφύλαξη του άρθρου 12δ, ο γενικός διευθυντής μπορεί να αποφασίσει την έναρξη έρευνας όταν υπάρχουν επαρκείς υπόνοιες, οι οποίες μπορούν επίσης να βασίζονται σε πληροφορίες παρεχόμενες από τρίτους ή ανωνύμως, ότι έχει διαπραχθεί απάτη, διαφθορά ή κάθε άλλη παράνομη δραστηριότητα εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης.»· [Τροπολογία 50]

αα)

Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.     Με την επιφύλαξη του άρθρου 12δ, ο γενικός διευθυντής μπορεί να αποφασίσει την έναρξη έρευνας όταν υπάρχουν επαρκείς υπόνοιες, οι οποίες μπορούν επίσης να βασίζονται σε πληροφορίες παρεχόμενες από τρίτους ή ανωνύμως, ότι έχει διαπραχθεί απάτη, διαφθορά ή κάθε άλλη παράνομη δραστηριότητα ή παρατυπία εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης. Η περίοδος αξιολόγησης που προηγείται της απόφασης δεν υπερβαίνει τους δύο μήνες. Εάν ο πληροφοριοδότης που έδωσε τις εν λόγω πληροφορίες είναι γνωστός, τηρείται ενήμερος, κατά περίπτωση.» [Τροπολογία 51]

αβ)

Στην παράγραφο 2, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η απόφαση για την έναρξη έρευνας λαμβάνεται από τον γενικό διευθυντή, ο οποίος ενεργεί ιδία πρωτοβουλία ή μετά από αίτηση θεσμικού ή λοιπού οργάνου ή οργανισμού της Ένωσης ή κράτους μέλους.» [Τροπολογία 52]

αγ)

στην παράγραφο 2, το δεύτερο εδάφιο διαγράφεται. [Τροπολογία 53]

αδ)

Η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.     Ενόσω ο γενικός διευθυντής εξετάζει αν πρέπει να διεξαχθεί έρευνα κατόπιν αίτησης αναφερόμενης στην παράγραφο 2 και/ή ενώ η Υπηρεσία διεξάγει τέτοια έρευνα, τα ενδιαφερόμενα θεσμικά ή λοιπά όργανα ή οργανισμοί δεν ξεκινούν παράλληλη έρευνα για τα ίδια πραγματικά περιστατικά, εκτός διαφορετικής συμφωνίας με την Υπηρεσία. Η παρούσα παράγραφος δεν εφαρμόζεται σε έρευνες που διεξάγονται από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1939.» [Τροπολογία 54]

β)

στην παράγραφο 3, προστίθεται η ακόλουθη περίοδος:

«Η παρούσα παράγραφος δεν εφαρμόζεται σε έρευνες που διεξάγονται από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1939.»· [Τροπολογία 55]

βα)

Στο άρθρο 5, η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.     Εάν ο γενικός διευθυντής αποφασίσει να μην κινήσει έρευνα εντός των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών, παρά το γεγονός ότι υπάρχουν επαρκείς υπόνοιες ότι έχει διαπραχθεί απάτη, διαφθορά ή κάθε άλλη παράνομη δραστηριότητα ή παρατυπία εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, διαβιβάζει αμέσως τυχόν σχετικές πληροφορίες στο ενδιαφερόμενο θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό, ώστε να προβεί στις κατάλληλες ενέργειες σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες στο εν λόγω θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό. Η Υπηρεσία συμφωνεί με το εν λόγω θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό, εφόσον είναι απαραίτητο, τα κατάλληλα μέτρα για την προστασία του απορρήτου της πηγής των εν λόγω πληροφοριών και ζητά, αν είναι αναγκαίο, να ενημερωθεί για τη συνέχεια που δόθηκε.» [Τροπολογία 56]

γ)

η παράγραφος 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.   Εάν ο γενικός διευθυντής αποφασίσει να μην κινήσει εξωτερική έρευνα, μπορεί να διαβιβάσει διεξαγάγει έλεγχο ή εξακρίβωση επιτοπίως σύμφωνα με το άρθρο 3, παρά το γεγονός ότι υπάρχουν επαρκείς υπόνοιες ότι έχει διαπραχθεί απάτη, διαφθορά ή κάθε άλλη παράνομη δραστηριότητα ή παρατυπία εις βάρος των συμφερόντων της Ένωσης, διαβιβάζει αμέσως τυχόν σχετικές πληροφορίες στις αρμόδιες αρχές του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, ώστε να προβούν στις απαιτούμενες ενέργειες, σύμφωνα με το ενωσιακό και το εθνικό δίκαιο. Εφόσον απαιτείται, η Υπηρεσία ενημερώνει επίσης το ενδιαφερόμενο θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό.»· [Τροπολογία 57]

γα)

Προστίθεται η παράγραφος 6α:

«6a.     Ο Γενικός Διευθυντής ενημερώνει περιοδικά την επιτροπή εποπτείας, σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 5, σχετικά με τις περιπτώσεις στις οποίες αποφάσισε να μην κινήσει έρευνα, αναφέροντας τους λόγους αυτής της απόφασης.» [Τροπολογία 58]

(6)

το άρθρο 7 τροποποιείται ως εξής:

-α)

Στο άρθρο 7, η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.     Ο γενικός διευθυντής διευθύνει τις έρευνες βάσει γραπτών οδηγιών, εφόσον απαιτείται. Οι έρευνες διεξάγονται υπό τη διεύθυνσή του από υπαλλήλους της Υπηρεσίας που ορίζονται από τον ίδιο. Ο γενικός διευθυντής δεν διεξάγει τις έρευνες αυτοπροσώπως.» [Τροπολογία 59]

α)

στην παράγραφο 3, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών παρέχουν στους υπαλλήλους της Υπηρεσίας τη συνδρομή που είναι αναγκαία για την αποτελεσματική και χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση εκτέλεση των καθηκόντων τους σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.»·

β)

στην παράγραφο 3, παρεμβάλλεται το ακόλουθο δεύτερο εδάφιο:

«Κατόπιν αίτησης της Υπηρεσίας σχετικά με την υπό έρευνα υπόθεση, οι Μονάδες Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών που έχουν συσταθεί δυνάμει της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (*1) και άλλες σχετικές αρμόδιες αρχές των κρατών μελών παρέχουν στην Υπηρεσία τα ακόλουθα:

α)

πληροφορίες που αναφέρονται στο (άρθρο 32α παράγραφος 3) της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 (*2)·

β)

όταν είναι απολύτως αναγκαίο για τους σκοπούς της έρευνας, το αρχείο συναλλαγών.»

γ)

στην παράγραφο 3, προστίθεται το ακόλουθο τρίτο εδάφιο:

«Κατά την παροχή συνδρομής σύμφωνα με τα ανωτέρω εδάφια, οι αρμόδιες εθνικές αρχές ενεργούν σύμφωνα με τυχόν εθνικούς διαδικαστικούς κανόνες που είναι εφαρμοστέοι στην οικεία εθνική αρμόδια αρχή.»·

γα)

στην παράγραφο 3, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί φροντίζουν ώστε οι υπάλληλοί τους, τα μέλη του λοιπού προσωπικού τους, τα μέλη τους, τα διευθυντικά στελέχη τους και τα μέλη του προσωπικού τους να παρέχουν στους υπαλλήλους της Υπηρεσίας την αναγκαία συνδρομή για την αποτελεσματική εκτέλεση των καθηκόντων τους σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και χωρίς περιττή χρονοτριβή.» [Τροπολογία 60]

γβ)

η παράγραφος 4 διαγράφεται· [Τροπολογία 61]

γγ)

στην παράγραφο 6, το εισαγωγικό μέρος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«6.     Όταν από τις έρευνες προκύπτει ότι θα ήταν σκόπιμη η λήψη προληπτικών διοικητικών μέτρων για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, η Υπηρεσία ενημερώνει αμελλητί το ενδιαφερόμενο θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό για τη διεξαγόμενη έρευνα και προτείνει μέτρα που μπορούν να ληφθούν. Οι παρεχόμενες πληροφορίες περιλαμβάνουν τα εξής:» [Τροπολογία 62]

γδ)

στην παράγραφο 6 πρώτο εδάφιο, το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

κάθε πληροφορία που θα μπορούσε να βοηθήσει το ενδιαφερόμενο θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό να αποφασίσει ποια είναι τα ενδεδειγμένα προληπτικά διοικητικά μέτρα που μπορούν να ληφθούν για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης·» [Τροπολογία 63]

γε)

στην παράγραφο 6 πρώτο εδάφιο, το στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«γ)

κάθε ενδεδειγμένο ειδικό μέτρο διασφάλισης του εμπιστευτικού χαρακτήρα, ιδίως σε υποθέσεις που συνεπάγονται τη χρήση ερευνητικών μέτρων τα οποία εμπίπτουν στην αρμοδιότητα εθνικής δικαστικής αρχής ή άλλης εθνικής αρχής, σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις που εφαρμόζονται σε έρευνες.» [Τροπολογία 64]

δ)

στην παράγραφο 6, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Επιπλέον του πρώτου εδαφίου, το ενδιαφερόμενο θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμός μπορεί ανά πάσα στιγμή να προβεί σε διαβουλεύσεις με την Υπηρεσία με σκοπό να λάβει, σε στενή συνεργασία με την Υπηρεσία, οιοδήποτε ενδεδειγμένο προληπτικό μέτρο, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων για τη διασφάλιση αποδεικτικών στοιχείων, και ενημερώνει αμελλητί την Υπηρεσία σχετικά με αυτήν την απόφαση οποιαδήποτε παρέκκλιση από τα προτεινόμενα προληπτικά μέτρα και σχετικά με τους λόγους της παρέκκλισης. »· [Τροπολογία 65]

ε)

η παράγραφος 8 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«8.   Εάν μια έρευνα δεν μπορεί να ολοκληρωθεί μετά την παρέλευση δωδεκαμήνου από την έναρξή της, ο γενικός διευθυντής υποβάλλει, κατά τη λήξη της δωδεκάμηνης προθεσμίας και στη συνέχεια ανά εξάμηνο, έκθεση στην επιτροπή εποπτείας, αναφέροντας αναλυτικά τους σχετικούς λόγους της καθυστέρησης και, κατά περίπτωση, τα μελετώμενα διορθωτικά μέτρα που λαμβάνονται για την επίσπευση της έρευνας.»· [Τροπολογία 66]

εα)

Προστίθεται η παράγραφος 8α:

«8a.     Η έκθεση περιλαμβάνει, κατ’ ελάχιστο, σύντομη περιγραφή των πραγματικών περιστατικών, τον νομικό χαρακτηρισμό τους, αξιολόγηση της βλάβης που προκλήθηκε ή ενδέχεται να προκληθεί, την ημερομηνία λήξης της νόμιμης προθεσμίας παραγραφής, τους λόγους για τους οποίους δεν μπόρεσε να τηρηθεί η δωδεκάμηνη προθεσμία και τα μελετώμενα διορθωτικά μέτρα για την επίσπευση της έρευνας, κατά περίπτωση.» [Τροπολογία 67]

(7)

το άρθρο 8 τροποποιείται ως εξής:

-α)

Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.     Τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί διαβιβάζουν χωρίς καθυστέρηση στην Υπηρεσία οποιεσδήποτε πληροφορίες για τις ενδεχόμενες περιπτώσεις απάτης, διαφθοράς ή κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας ή παρατυπίας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης. Αυτό το καθήκον ισχύει για την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία όταν οι υπό εξέταση υποθέσεις δεν εμπίπτουν στην εντολή της σύμφωνα με το κεφάλαιο IV του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1939.» [Τροπολογία 68]

α)

στην παράγραφο 1, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Όταν τα θεσμικά και λοιπά όργανα ή οργανισμοί προβαίνουν σε γνωστοποίηση στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία σύμφωνα με το άρθρο 24 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1939, μπορούν αντί των ανωτέρω να διαβιβάσουν να συμμορφωθούν με την αναφερόμενη στο πρώτο εδάφιο υποχρέωση διαβιβάζοντας στην Υπηρεσία αντίγραφο της γνωστοποίησης που απέστειλαν στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία.»· [Τροπολογία 69]

β)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί και, εάν δεν το απαγορεύει το εθνικό δίκαιο, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών διαβιβάζουν αμελλητί στην Υπηρεσία, κατόπιν αίτησής της ή με δική τους πρωτοβουλία, κάθε έγγραφο ή πληροφορία που κατέχουν σχετικά με διεξαγόμενη έρευνα της Υπηρεσίας. [Τροπολογία 70]

Πριν από την έναρξη έρευνας, διαβιβάζουν, κατόπιν αίτησης της Υπηρεσίας, κάθε έγγραφο ή πληροφορία που κατέχουν και που είναι απαραίτητο για την αξιολόγηση των ισχυρισμών ή για την εφαρμογή των κριτηρίων για την κίνηση έρευνας όπως παρατίθενται στο άρθρο 5 παράγραφος 1.»·

γ)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί και, εάν δεν το απαγορεύει το εθνικό δίκαιο, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών διαβιβάζουν αμελλητί στην Υπηρεσία , κατόπιν αίτησης της Υπηρεσίας ή ιδία πρωτοβουλία, κάθε άλλο κρινόμενο ως σχετικό με την υπόθεση έγγραφο ή πληροφορία που κατέχουν και που αφορά την καταπολέμηση της απάτης, της διαφθοράς και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας ή παρατυπίας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης.»· [Τροπολογία 71]

δ)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 4:

«4.   Το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία όσον αφορά τα ποινικά αδικήματα ως προς τα οποία μπορεί να ασκήσει την αρμοδιότητά της σύμφωνα με τα άρθρα 22 και 25 το κεφάλαιο IV του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1939. [Τροπολογία 72]

Η διάταξη αυτή δεν θίγει τη δυνατότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας να παρέχει στην Υπηρεσία πληροφορίες σχετικές με υποθέσεις σύμφωνα με το άρθρο 34 παράγραφος 8, το άρθρο 36 παράγραφος 6, το άρθρο 39 παράγραφος 4 και το άρθρο 101 παράγραφοι 3 και 4 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1939.»·

(8)

το άρθρο 9 τροποποιείται ως εξής:

-α)

στην παράγραφο 2, το τέταρτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Οι προβλεπόμενες στο δεύτερο και τρίτο εδάφιο απαιτήσεις δεν ισχύουν για τις καταθέσεις που λαμβάνονται κατά τους επιτόπιους ελέγχους και εξακριβώσεις. Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ενημερώνεται εντούτοις για τα δικαιώματά του πριν ληφθεί κατάθεση και συγκεκριμένα για το δικαίωμά του να επικουρείται από πρόσωπο της επιλογής του.» [Τροπολογία 73]

-αα)

στην παράγραφο 4, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Για τον σκοπό αυτό, η Υπηρεσία αποστέλλει στον ενδιαφερόμενο πρόσκληση να διατυπώσει παρατηρήσεις είτε γραπτώς είτε στο πλαίσιο συνέντευξης με υπαλλήλους οριζόμενους από την Υπηρεσία. Η εν λόγω πρόσκληση περιλαμβάνει σύνοψη των περιστατικών που αφορούν τον ενδιαφερόμενο και τις πληροφορίες που απαιτούνται δυνάμει των άρθρων 15 και 16 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725 και αναφέρει την προθεσμία υποβολής παρατηρήσεων, η οποία πρέπει να είναι τουλάχιστον 10 εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της πρόσκλησης. Η εν λόγω προθεσμία μπορεί να μειωθεί με τη ρητή συγκατάθεση του ενδιαφερομένου ή για δεόντως αιτιολογημένους λόγους σχετικούς με τον επείγοντα χαρακτήρα της έρευνας. Στην τελική έκθεση της έρευνας γίνεται μνεία των εν λόγω παρατηρήσεων.» [Τροπολογία 74]

α)

στην παράγραφο 4, το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις στις οποίες κρίνεται απαραίτητη η διαφύλαξη του εμπιστευτικού χαρακτήρα της έρευνας και/ή απαιτείται η εφαρμογή ερευνητικών διαδικασιών που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας ή εθνικής δικαστικής αρχής, ο γενικός διευθυντής μπορεί να αποφασίσει να αναβάλει την εκτέλεση της υποχρέωσης κλήσης ενδιαφερομένου προς υποβολή παρατηρήσεων.»·

αα)

Προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 5α:

«5a.     Για περιπτώσεις στις οποίες η Υπηρεσία συνιστά δικαστική συνέχεια και με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων καταγγελλόντων και πληροφοριοδοτών στην προστασία της ταυτότητάς τους, ο ενδιαφερόμενος έχει πρόσβαση στην έκθεση που συνέταξε η Υπηρεσία σύμφωνα με το άρθρο 11 μετά την έρευνά της, καθώς και σε οποιαδήποτε άλλα σχετικά έγγραφα, στον βαθμό που αυτά αφορούν το εν λόγω πρόσωπο και εφόσον ούτε η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, ούτε οι εθνικές δικαστικές αρχές κατά περίπτωση δεν διατυπώσουν αντίρρηση εντός περιόδου έξι μηνών. Μπορεί επίσης να χορηγείται έγκριση από την αρμόδια δικαστική αρχή πριν από τη λήξη της εν λόγω περιόδου.» [Τροπολογία 75]

(8α)

Προστίθεται το άρθρο 9α:

«Άρθρο 9α

Ελεγκτής διαδικαστικών εγγυήσεων

1.     Η Επιτροπή διορίζει Ελεγκτή διαδικαστικών εγγυήσεων (“Ελεγκτή”), σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στην παράγραφο 2, για πενταετή θητεία, μη ανανεώσιμη. Μετά τη λήξη της θητείας του, παραμένει εν υπηρεσία έως ότου αντικατασταθεί.

2.     Κατόπιν πρόσκλησης υποβολής υποψηφιοτήτων στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Επιτροπή καταρτίζει κατάλογο υποψηφίων που διαθέτουν τα κατάλληλα προσόντα για τη θέση του Ελεγκτή. Μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, η Επιτροπή διορίζει το Ελεγκτή.

3.     Ο Ελεγκτής διαθέτει τα προσόντα και την πείρα που απαιτούνται στο πεδίο των διαδικαστικών δικαιωμάτων και εγγυήσεων.

4.     Ο Ελεγκτής ασκεί τα καθήκοντά του με πλήρη ανεξαρτησία και δεν ζητεί ούτε λαμβάνει εντολές από κανέναν κατά την άσκηση των καθηκόντων του.

5.     Ο Ελεγκτής παρακολουθεί την τήρηση των διαδικαστικών δικαιωμάτων και εγγυήσεων από την Υπηρεσία. Είναι αρμόδιος για τον χειρισμό των καταγγελιών που λαμβάνει η Υπηρεσία.

6.     Ο Ελεγκτής υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις δραστηριότητές του, σε ετήσια βάση, προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή, την επιτροπή εποπτείας και την Υπηρεσία. Ο Ελεγκτής δεν αναφέρεται σε ατομικές υποθέσεις υπό έρευνα και μεριμνά για την διασφάλιση του εμπιστευτικού χαρακτήρα των ερευνών ακόμη και μετά την περάτωσή τους.» [Τροπολογία 76]

(8β)

Προστίθεται το άρθρο:

«Άρθρο 9β

Μηχανισμός υποβολής καταγγελιών

1.     Η Υπηρεσία, σε συνεργασία με τον Ελεγκτή, λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα για τη δημιουργία ενός μηχανισμού υποβολής καταγγελιών, με σκοπό την παρακολούθηση και τη διασφάλιση της τήρησης των διαδικαστικών εγγυήσεων σε όλες τις δραστηριότητες της Υπηρεσίας.

2.     Οποιοσδήποτε ενδιαφερόμενος αποτελεί αντικείμενο έρευνας της Υπηρεσίας έχει το δικαίωμα να υποβάλει καταγγελία στον Ελεγκτή σε ό,τι αφορά την τήρηση από την Υπηρεσία των διαδικαστικών εγγυήσεων που προβλέπονται στο άρθρο 9. Η υποβολή καταγγελίας δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα ως προς τη διεξαγωγή της εν εξελίξει έρευνας.

3.     Καταγγελίες μπορούν να υποβάλλονται το αργότερο ένα μήνα αφού ο καταγγέλλων λάβει γνώση των σχετικών πραγματικών περιστατικών που συνιστούν την εικαζόμενη παραβίαση των διαδικαστικών εγγυήσεων. Καμία καταγγελία δεν μπορεί να υποβληθεί μετά την πάροδο ενός μήνα από την περάτωση της έρευνας. Καταγγελίες που αφορούν την προθεσμία που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφοι 2 και 4 υποβάλλονται πριν από τη λήξη της προθεσμίας που καθορίζεται στις εν λόγω διατάξεις.

4.     Κατά την παραλαβή μιας καταγγελίας, ο Ελεγκτής ενημερώνει αμέσως τον Γενικό Διευθυντή της Υπηρεσίας και παρέχει στην Υπηρεσία τη δυνατότητα να επιλύσει το ζήτημα που θέτει ο καταγγέλλων, εντός 15 εργάσιμων ημερών.

5.     Με την επιφύλαξη του άρθρου 10 του παρόντος κανονισμού, η Υπηρεσία διαβιβάζει στον Ελεγκτή όλες τις πληροφορίες που ενδέχεται να είναι αναγκαίες για την έκδοση σύστασης από τον Ελεγκτή.

6.     Ο Ελεγκτής εκδίδει σύσταση σχετικά με την καταγγελία χωρίς χρονοτριβή και το αργότερο εντός δυο μηνών από την κοινοποίηση από την Υπηρεσία στον Ελεγκτή των ενεργειών στις οποίες προέβη για την αντιμετώπιση του ζητήματος ή μετά τη λήξη της προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 3. Η σύσταση υποβάλλεται στην Υπηρεσία και κοινοποιείται στον καταγγέλλοντα. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ο Ελεγκτής μπορεί να αποφασίσει να παρατείνει την προθεσμία για την έκδοση της σύστασης κατά 15 επιπλέον ημέρες. Ο Ελεγκτής ενημερώνει τον γενικό διευθυντή σχετικά με τους λόγους της παράτασης με επιστολή. Σε περίπτωση απουσίας σύστασης από τον Ελεγκτή εντός των προθεσμιών που ορίζονται στην παρούσα παράγραφο, θα θεωρείται ότι ο Ελεγκτής έχει απορρίψει την καταγγελία χωρίς σύσταση.

7.     Χωρίς να παρεμβαίνει στη διεξαγωγή της έρευνας, ο Ελεγκτής εξετάζει την καταγγελία σε διαδικασία εκατέρωθεν ακρόασης. Ο Ελεγκτής, μετά από συγκατάθεση των μαρτύρων, μπορεί να τους ζητήσει να παράσχουν τις γραπτές ή προφορικές εξηγήσεις που θεωρεί χρήσιμες για την εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών.

8.     Ο γενικός διευθυντής ακολουθεί τη σύσταση του Ελεγκτή επί του ζητήματος, εκτός από δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, στις οποίες μπορεί να αποκλίνει από τη σύστασή του. Σε περίπτωση που ο γενικός διευθυντής αποκλίνει από τη σύσταση του Ελεγκτή, γνωστοποιεί στον καταγγέλλοντα και στον Ελεγκτή τους βασικούς λόγους για την εν λόγω απόφαση, στον βαθμό που αυτή η γνωστοποίηση δεν επηρεάζει την εν εξελίξει έρευνα. Αναφέρει δε τους λόγους για τους οποίους δεν ακολούθησε τη σύσταση του Ελεγκτή σε σημείωμα που προσαρτάται στην τελική έκθεση της έρευνας.

9.     Ο Γενικός Διευθυντής μπορεί να ζητήσει τη γνώμη του Ελεγκτή σχετικά με οποιοδήποτε ζήτημα συνδέεται με την τήρηση των διαδικαστικών εγγυήσεων στο πλαίσιο της εντολής του Ελεγκτή, συμπεριλαμβανομένης της απόφασης για αναβολή παροχής πληροφοριών για τον ενδιαφερόμενο που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 3. Ο Γενικός Διευθυντής ορίζει σε οποιοδήποτε παρόμοιο αίτημα τη χρονική προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να απαντήσει ο Ελεγκτής.

10.     Με την επιφύλαξη των προθεσμιών που προβλέπονται στο άρθρο 90α του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, εφόσον έχει υποβληθεί καταγγελία στον γενικό διευθυντή από υπάλληλο ή μέλος του λοιπού προσωπικού της Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 90α του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, και ο μόνιμος υπάλληλος ή το μέλος του λοιπού προσωπικού έχει υποβάλει καταγγελία στον Ελεγκτή σχετικά με το ίδιο ζήτημα, ο Γενικός Διευθυντής αναμένει τη σύσταση του Ελεγκτή πριν απαντήσει στην καταγγελία.» [Τροπολογία 77]

(9)

το άρθρο 10 τροποποιείται ως εξής:

-α)

Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.     Οι πληροφορίες που διαβιβάζονται ή λαμβάνονται στο πλαίσιο ερευνών εκτός των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών, υπό οποιαδήποτε μορφή, προστατεύονται από τις σχετικές διατάξεις βάσει του εθνικού και του ενωσιακού δικαίου.» [Τροπολογία 78]

-αα)

Η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.     Οι πληροφορίες που διαβιβάζονται ή λαμβάνονται στο πλαίσιο ερευνών, εντός θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών, υπό οιαδήποτε μορφή, καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο και απολαύουν της προστασίας που παρέχουν οι εφαρμοστέοι στα θεσμικά όργανα της Ένωσης κανόνες.» [Τροπολογία 79] -

αβ)

Προστίθεται η παράγραφος 3a:

«3α.     Η Υπηρεσία γνωστοποιεί τις εκθέσεις και τις συστάσεις της αφού ολοκληρωθούν όλες οι σχετικές εθνικές και ενωσιακές διαδικασίες από τους αρμόδιους φορείς και εφόσον η γνωστοποίηση αυτή δεν επηρεάζει πλέον τις έρευνες. Η γνωστοποίηση πραγματοποιείται σε συμμόρφωση με τους κανόνες προστασίας δεδομένων και τις αρχές που καθορίζονται στο παρόν άρθρο και στο άρθρο 1.» [Τροπολογία 80]

α)

στην παράγραφο 4, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η Υπηρεσία διορίζει υπεύθυνο προστασίας δεδομένων σύμφωνα με το άρθρο 24 43 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 (ΕΕ) 2018/1725 .»· [Τροπολογία 81]

αα)

Προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 5α:

«5a.     Τα πρόσωπα που καταγγέλλουν στην Υπηρεσία αδικήματα και παραβάσεις που συνδέονται με τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης προστατεύονται πλήρως, ειδικότερα μέσω της ενωσιακής νομοθεσίας για την προστασία των προσώπων που καταγγέλλουν παραβάσεις του δικαίου της Ένωσης.» [Τροπολογία 82]

(10)

το άρθρο 11 τροποποιείται ως εξής:

α)

στην παράγραφο 1, το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η έκθεση μπορεί να συνοδεύεται από συστάσεις του γενικού διευθυντή σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν. Οι εν λόγω συστάσεις αναφέρουν, εφόσον χρειάζεται, τυχόν πειθαρχικές, διοικητικές, δημοσιονομικές και/ή δικαστικές ενέργειες των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών, καθώς και των αρμόδιων αρχών των ενδιαφερομένων κρατών μελών, και προσδιορίζουν ιδίως το εκτιμώμενο ποσό που πρέπει να ανακτηθεί, καθώς και τον προκαταρκτικό νομικό χαρακτηρισμό των διαπιστωθέντων πραγματικών περιστατικών.»· [Τροπολογία 83]

β)

η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.   Κατά τη σύνταξη των εν λόγω εκθέσεων και συστάσεων, λαμβάνονται υπόψη οι συναφείς διατάξεις του ενωσιακού δικαίου και, στον βαθμό που ισχύει, του εθνικού δικαίου του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους.

Η Υπηρεσία λαμβάνει κατάλληλα εσωτερικά μέτρα προκειμένου να διασφαλίζει τη σταθερή ποιότητα των τελικών εκθέσεων και συστάσεων, και εξετάζει αν υπάρχει ανάγκη αναθεώρησης των κατευθυντήριων γραμμών όσον αφορά τις διαδικασίες έρευνας, προκειμένου να αντιμετωπιστούν τυχόν πιθανές περιπτώσεις ασυνέπειας. [Τροπολογία 84]

Κατόπιν απλής επαλήθευσης της γνησιότητάς τους, οι εκθέσεις που συντάσσονται με τον τρόπο αυτόν συμπεριλαμβανομένων όλων των αποδεικτικών στοιχείων που υποστηρίζουν και προσαρτώνται στις εν λόγω εκθέσεις αποτελούν παραδεκτά αποδεικτικά στοιχεία σε δικαστικές διαδικασίες μη ποινικού χαρακτήρα ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, καθώς και σε διοικητικές διαδικασίες στα κράτη μέλη. Η εξουσία των εθνικών δικαστηρίων να αξιολογούν ελεύθερα τα αποδεικτικά στοιχεία δεν θίγεται από τον παρόντα κανονισμό. [Τροπολογία 85]

Οι εκθέσεις που συντάσσονται από την Υπηρεσία αποτελούν, όπως οι διοικητικές εκθέσεις των εθνικών διοικητικών ελεγκτών και υπό τους ιδίους όρους, αποδεικτικά στοιχεία παραδεκτά στις ποινικές διαδικασίες του κράτους μέλους στο οποίο η χρησιμοποίησή τους αποδεικνύεται αναγκαία. Υπάγονται στους ίδιους κανόνες αξιολόγησης με εκείνους που εφαρμόζονται στις διοικητικές εκθέσεις των εθνικών διοικητικών ελεγκτών και έχουν την αυτή αποδεικτική ισχύ με αυτές τις εκθέσεις. [Τροπολογία 86]

Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Υπηρεσία τυχόν κανόνες του εθνικού δικαίου που είναι συναφείς για τους σκοπούς του τρίτου πρώτου εδαφίου. [Τροπολογία 87]

Τα εθνικά δικαστήρια κοινοποιούν στην Υπηρεσία οποιαδήποτε απόρριψη αποδεικτικών στοιχείων σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο. Η κοινοποίηση περιλαμβάνει τη νομική βάση και λεπτομερή αιτιολόγηση της απόρριψης. Ο Γενικός Διευθυντής, στις ετήσιες εκθέσεις του, σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 4, αξιολογεί το παραδεκτό των αποδεικτικών στοιχείων στα κράτη μέλη. [Τροπολογία 88]

Οι εκθέσεις που συντάσσει η Υπηρεσία, αποτελούν παραδεκτά αποδεικτικά στοιχεία σε δικαστικές διαδικασίες ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης και σε διοικητικές διαδικασίες στην Ένωση.»·

γ)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Οι εκθέσεις και συστάσεις που συντάσσονται κατόπιν εξωτερικής έρευνας και κάθε συναφές χρήσιμο έγγραφο διαβιβάζονται , κατά περίπτωση, στις αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών σύμφωνα με τους κανόνες που διέπουν τις εξωτερικές έρευνες, καθώς και, εφόσον είναι αναγκαίο, στο ενδιαφερόμενο θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό. Το Τα εν λόγω θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμός δίνει θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί δίνουν στις εξωτερικές έρευνες τη συνέχεια , ιδίως πειθαρχική ή δικαστική, την οποία απαιτούν τα αποτελέσματα των εξωτερικών ερευνών και ενημερώνει ενημερώνουν σχετικά την Υπηρεσία, εντός προθεσμίας που ορίζεται στις συστάσεις που συνοδεύουν την έκθεση, καθώς και, επιπλέον, κατόπιν σχετικής αίτησης μετά από σχετική αίτηση της Υπηρεσίας. Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών υποβάλλουν έκθεση στην Υπηρεσία εντός εννέα μηνών σχετικά με τις ενέργειες στις οποίες προέβησαν σε απάντηση προς την έκθεση σχετικά με την υπόθεση. »· [Τροπολογία 89]

γα)

η παράγραφος 4 διαγράφεται· [Τροπολογία 90]

γβ)

η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«5.     Όταν η έκθεση που συντάχθηκε μετά από έρευνα αποκαλύπτει την ύπαρξη πραγματικών περιστατικών που δύνανται να επισύρουν ποινική δίωξη, τα εν λόγω στοιχεία διαβιβάζονται αμελλητί στις δικαστικές αρχές του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, με την επιφύλαξη των άρθρων 12γ και 12δ.» [Τροπολογία 91]

γγ)

παρεμβάλλεται η παράγραφος 6α:

«6a.     Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών και τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οι οργανισμοί μεριμνούν ώστε οι πειθαρχικές, διοικητικές, οικονομικές και δικαστικές συστάσεις στις οποίες προβαίνει ο γενικός διευθυντής σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 3 να εφαρμόζονται και διαβιβάζουν στην Υπηρεσία λεπτομερή έκθεση σχετικά με τα μέτρα που έχουν ληφθεί έως τις 31 Μαρτίου κάθε έτους, συμπεριλαμβανομένων των λόγων για τη μη εφαρμογή των συστάσεων που διατύπωσε η OLAF, κατά περίπτωση.» [Τροπολογία 92]

γδ)

η παράγραφος 8 τροποποιείται ως εξής:

«8.     Όταν πληροφοριοδότης έχει παράσχει στην Υπηρεσία στοιχεία τα οποία έχουν οδηγήσει σε έρευνα, η Υπηρεσία ενημερώνει τον εν λόγω πληροφοριοδότη ότι περατώθηκε η έρευνα. Ωστόσο, η Υπηρεσία μπορεί να απορρίψει τέτοια αίτηση, αν κρίνει ότι μπορεί να βλάψει τα νόμιμα δικαιώματα του ενδιαφερομένου, την αποτελεσματικότητα της έρευνας και τις ενέργειες που θα αναληφθούν στη συνέχεια ή τις ενδεχόμενες απαιτήσεις εμπιστευτικότητας.» [Τροπολογία 93]

(10a)

Μετά το άρθρο 11 παρεμβάλλεται νέο άρθρο:

«Άρθρο 11α

Ενέργειες ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

Οποιοσδήποτε ενδιαφερόμενος μπορεί να ασκήσει αγωγή κατά της Επιτροπής για ακύρωση της έκθεσης έρευνας που διαβιβάστηκε στις εθνικές αρχές ή στα θεσμικά όργανα δυνάμει του άρθρου 11 παράμετρος 3 με το αιτιολογικό της αναρμοδιότητας, της παράβασης ουσιώδους διαδικαστικής απαίτησης, της παραβίασης των Συνθηκών, συμπεριλαμβανομένης της παραβίασης του Χάρτη, ή της κατάχρησης εξουσίας.» [Τροπολογία 94]

(11)

Το άρθρο 12 τροποποιείται ως εξής:

-α)

Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.     Με την επιφύλαξη των άρθρων 10 και 11 του παρόντος κανονισμού και των διατάξεων του κανονισμού (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96, η Υπηρεσία μπορεί να διαβιβάζει εγκαίρως στις αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών πληροφορίες συλλεγείσες κατά τη διάρκεια επιτόπιων ελέγχων ή εξακριβώσεων σύμφωνα με το άρθρο 3, ώστε να μπορέσουν να προβούν στις κατάλληλες ενέργειες σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο. Μπορεί επίσης να διαβιβάζει πληροφορίες στο ενδιαφερόμενο θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό.» [Τροπολογία 95]

α)

στην παράγραφο 1, προστίθεται η ακόλουθη περίοδος:

«Μπορεί επίσης να διαβιβάζει πληροφορίες στο ενδιαφερόμενο θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό.»· [Τροπολογία 96]

αα)

στην παράγραφο 2, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Με την επιφύλαξη των άρθρων 10 και 11, ο γενικός διευθυντής διαβιβάζει στις δικαστικές αρχές του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους πληροφορίες που συνέλεξε η Υπηρεσία κατά τη διάρκεια ερευνών εντός θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών, όσον αφορά πραγματικά περιστατικά που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα εθνικής δικαστικής αρχής.» [Τροπολογία 97]

β)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Οι αρμόδιες αρχές του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, εκτός εάν δεν το επιτρέπει το εθνικό δίκαιο, ενημερώνουν την Υπηρεσία σε εύθετο χρόνο, με δική τους πρωτοβουλία ή κατόπιν αίτησης της Υπηρεσίας, εντός ενός μηνός σχετικά με τα μέτρα που έλαβαν βάσει των πληροφοριών που τους διαβιβάστηκαν δυνάμει του παρόντος άρθρου.»· [Τροπολογία 98]

γ)

προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 5:

«5.   Η Υπηρεσία μπορεί να ανταλλάσσει, με δική της πρωτοβουλία ή κατόπιν αίτησης, σχετικές πληροφορίες με το δίκτυο Eurofisc το οποίο δημιουργήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 904/2010 του Συμβουλίου (*3)».

(12)

Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα:

«Άρθρο 12α

Υπηρεσίες για τον συντονισμό της καταπολέμησης της απάτης

1.   Τα κράτη μέλη, για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ορίζουν υπηρεσία (“υπηρεσία για τον συντονισμό της καταπολέμησης της απάτης”) η οποία διευκολύνει την αποτελεσματική συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών επιχειρησιακού χαρακτήρα, με την Υπηρεσία. Εφόσον ενδείκνυται, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, η υπηρεσία για τον συντονισμό της καταπολέμησης της απάτης μπορεί να θεωρείται αρμόδια αρχή για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού.

2.   Κατόπιν αίτησης της Υπηρεσίας, προτού αποφασιστεί η κίνηση έρευνας, καθώς και κατά τη διάρκεια ή μετά το πέρας έρευνας, οι υπηρεσίες για τον συντονισμό της καταπολέμησης της απάτης παρέχουν, εξασφαλίζουν ή συντονίζουν τη συνδρομή που απαιτείται ώστε η Υπηρεσία να εκτελεί τα καθήκοντά της αποτελεσματικά. Η συνδρομή αυτή αφορά ειδικότερα τη συνδρομή από τις εθνικές αρμόδιες αρχές που παρέχεται σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφοι 6 και 7, το άρθρο 7 παράγραφος 3 και άρθρο 8 παράγραφοι 2 και 3.

3.   Η Υπηρεσία μπορεί να ζητεί τη συνδρομή των υπηρεσιών για τον συντονισμό της καταπολέμησης της απάτης κατά την άσκηση δραστηριοτήτων συντονισμού σύμφωνα με το άρθρο 12β, συμπεριλαμβανομένων, κατά περίπτωση, οριζόντιας συνεργασίας και ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των υπηρεσιών για τον συντονισμό της καταπολέμησης της απάτης.

Άρθρο 12β

Δραστηριότητες συντονισμού

1.   Δυνάμει του άρθρου 1 παράγραφος 2, η Υπηρεσία μπορεί να οργανώνει και να διευκολύνει τη συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών, των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών, καθώς και, σύμφωνα με τις ισχύουσες συμφωνίες συνεργασίας και αμοιβαίας συνδρομής και κάθε άλλο ισχύον νομικό μέσο, των αρχών τρίτων χωρών και διεθνών οργανισμών. Για τον σκοπό αυτό, οι συμμετέχουσες αρχές και η Υπηρεσία μπορούν να συλλέγουν, να αναλύουν και να ανταλλάσσουν πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων επιχειρησιακών πληροφοριών. Οι υπάλληλοι της Υπηρεσίας μπορούν να συνοδεύουν τις αρμόδιες αρχές που διεξάγουν ερευνητικές δραστηριότητες κατόπιν αίτησης των εν λόγω αρχών. Εφαρμόζονται το άρθρο 6, το άρθρο 7 παράγραφοι 6 και 7, το άρθρο 8 παράγραφος 3 και το άρθρο 10.

2.   Η Υπηρεσία μπορεί να καταρτίζει έκθεση σχετικά με τις δραστηριότητες συντονισμού που έχουν διενεργηθεί και να τη διαβιβάζει, κατά περίπτωση, στις αρμόδιες εθνικές αρχές και στα ενδιαφερόμενα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς.

3.   Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται με την επιφύλαξη της άσκησης από την Υπηρεσία των εξουσιών που της έχουν ανατεθεί από την Επιτροπή σε ειδικές διατάξεις οι οποίες διέπουν την αμοιβαία συνδρομή μεταξύ των διοικητικών αρχών των κρατών μελών και τη συνεργασία μεταξύ των αρχών αυτών και της Επιτροπής.

3α.     Οι υποχρεώσεις αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 515/97 του Συμβουλίου  (*4) και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 608/2013  (*5) ισχύουν επίσης για τις δραστηριότητες συντονισμού που αφορούν τα Ευρωπαϊκά Διαρθρωτικά και Επενδυτικά Ταμεία σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

4.   Η Υπηρεσία μπορεί να συμμετέχει σε κοινές ομάδες ερευνών που συγκροτούνται σύμφωνα με το εφαρμοστέο ενωσιακό δίκαιο και να ανταλλάσσει στο πλαίσιο αυτό επιχειρησιακές πληροφορίες που αποκτά δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 12γ

Γνωστοποίηση στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία κάθε αξιόποινης συμπεριφοράς ως προς την οποία μπορεί να ασκήσει την αρμοδιότητά της

1.   Η Υπηρεσία γνωστοποιεί στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση κάθε αξιόποινη συμπεριφορά ως προς την οποία η Εισαγγελία μπορεί να ασκήσει την αρμοδιότητά της σύμφωνα με το άρθρο 22 και το άρθρο 25 παράγραφοι 2 και 3 κεφάλαιο IV του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1939. Η γνωστοποίηση αποστέλλεται σε οποιοδήποτε στάδιο το νωρίτερο δυνατό πριν ή κατά τη διάρκεια της έρευνας της Υπηρεσίας. [Τροπολογία 100]

2.   Η γνωστοποίηση περιλαμβάνει τουλάχιστον περιγραφή των πραγματικών περιστατικών και τις πληροφορίες που γνωρίζει η Υπηρεσία , καθώς και εκτίμηση της ζημίας που προκλήθηκε ή ενδέχεται να προκληθεί, στις περιπτώσεις που η Υπηρεσία διαθέτει τις πληροφορίες αυτές, τον πιθανό νομικό χαρακτηρισμό και κάθε διαθέσιμη πληροφορία σχετικά με δυνητικά θύματα, υπόπτους και τυχόν άλλα εμπλεκόμενα πρόσωπα. Μαζί με την έκθεση, η Υπηρεσία διαβιβάζει στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία κάθε άλλη σχετική πληροφορία που έχει στη διάθεσή της σχετικά με την υπόθεση. [Τροπολογία 101]

3.   Η Υπηρεσία δεν υποχρεούται να γνωστοποιεί στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία προδήλως ανυπόστατους ισχυρισμούς.

Στις περιπτώσεις στις οποίες στις πληροφορίες που λαμβάνει η Υπηρεσία δεν περιλαμβάνονται τα στοιχεία που παρατίθενται στην παράγραφο 2 και δεν βρίσκεται σε εξέλιξη έρευνα της Υπηρεσίας, η Υπηρεσία μπορεί να προβεί σε προκαταρκτική αξιολόγηση των ισχυρισμών. Η αξιολόγηση διεξάγεται ταχύτατα χωρίς χρονοτριβή και, σε κάθε περίπτωση, εντός δύο μηνών από τη λήψη των πληροφοριών. Κατά τη διάρκεια της εν λόγω αξιολόγησης, εφαρμόζονται το άρθρο 6 και το άρθρο 8 παράγραφος 2. Η Υπηρεσία απέχει από οποιοδήποτε μέτρο ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο ενδεχόμενες μελλοντικές έρευνες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. [Τροπολογία 102]

Σε συνέχεια της προκαταρκτικής αξιολόγησης, η Υπηρεσία προβαίνει σε γνωστοποίηση στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στην παράγραφο 1.

4.   Στην περίπτωση που η αναφερόμενη στην παράγραφο 1 συμπεριφορά αποκαλυφθεί κατά τη διάρκεια έρευνας που διεξάγει η Υπηρεσία, και η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία κινήσει έρευνα σε συνέχεια της γνωστοποίησης, η Υπηρεσία διακόπτει την έρευνα που διενεργεί στα ίδια πραγματικά περιστατικά εκτός εάν ισχύουν τα προβλεπόμενα στα άρθρα 12ε ή 12στ.

Για τους σκοπούς της εφαρμογής του πρώτου εδαφίου, η Υπηρεσία επαληθεύει σύμφωνα με το άρθρο 12ζ παράγραφος 2 μέσω του συστήματος διαχείρισης υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας αν η Εισαγγελία διενεργεί έρευνα. Η Υπηρεσία μπορεί να ζητήσει περαιτέρω πληροφορίες από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ανταποκρίνεται στην εν λόγω αίτηση εντός 10 εργάσιμων ημερών.

5.   Τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί της Ένωσης μπορούν να ζητούν από την Υπηρεσία να διεξάγει προκαταρκτική αξιολόγηση ισχυρισμών που γνωστοποιούνται σε αυτά. Για τους σκοπούς των αιτήσεων αυτών, εφαρμόζεται η παράγραφος 3 εφαρμόζονται mutatis mutandis οι παράγραφοι 1 ως 4. Η Υπηρεσία ενημερώνει το ενδιαφερόμενο θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό σχετικά με τα αποτελέσματα της προκαταρκτικής αξιολόγησης, εκτός εάν η παροχή αυτών των πληροφοριών μπορεί να θέσει σε κίνδυνο έρευνα της Υπηρεσίας ή της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. [Τροπολογία 103]

6.   Στην περίπτωση που, κατόπιν της γνωστοποίησης στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία σύμφωνα με το παρόν άρθρο, η Υπηρεσία περατώσει την έρευνά της, δεν εφαρμόζονται το άρθρο 9 παράγραφος 4 και το άρθρο 11.

Άρθρο 12δ

Αποφυγή αλληλεπικαλύψεων των ερευνών

1.    Ο γενικός διευθυντής δεν κινεί έρευνα σύμφωνα με το άρθρο 5 και αναστέλλει οποιαδήποτε εν εξελίξει έρευνα εάν η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία διεξάγει έρευνα σχετικά με τα ίδια πραγματικά περιστατικά, εκτός εάν ισχύουν τα προβλεπόμενα στα άρθρα 12ε ή 12στ. Ο γενικός διευθυντής ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία σχετικά με κάθε απόφαση περί μη έναρξης ή αναστολής έρευνας που έχει ληφθεί για τους λόγους αυτούς. [Τροπολογία 104]

Για τους σκοπούς της εφαρμογής του πρώτου εδαφίου, η Υπηρεσία επαληθεύει σύμφωνα με το άρθρο 12ζ παράγραφος 2 μέσω του συστήματος διαχείρισης υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας αν η Εισαγγελία διενεργεί έρευνα. Η Υπηρεσία μπορεί να ζητήσει περαιτέρω πληροφορίες από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ανταποκρίνεται στην εν λόγω αίτηση εντός 10 εργάσιμων ημερών. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί σε εξαιρετικές περιπτώσεις σύμφωνα με τις ρυθμίσεις που θα καθοριστούν στους διακανονισμούς εργασίας που αναφέρονται στο άρθρο 12ζ παράγραφος 1. [Τροπολογία 105]

Σε περίπτωση που η Υπηρεσία περατώσει την έρευνά της σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο, δεν εφαρμόζονται το άρθρο 9 παράγραφος 4 και το άρθρο 11. [Τροπολογία 106]

1a.     Κατόπιν αίτησης της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, η Υπηρεσία θα αποφύγει να προβεί σε οποιεσδήποτε ενέργειες ή πράξεις ενδέχεται να θέσουν σε κίνδυνο έρευνα ή δίωξη που διεξάγει η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ενημερώνει την Υπηρεσία χωρίς περιττή χρονοτριβή αμέσως μόλις πάψουν να ισχύουν οι λόγοι για παρόμοια αίτηση. [Τροπολογία 107]

1β.     Σε περίπτωση που η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία περατώσει ή αναστείλει έρευνα σχετικά με την οποία είχε λάβει πληροφορίες από τον γενικό διευθυντή σύμφωνα με την παράγραφο 1, και η οποία είναι συναφής με την άσκηση της εντολής της Υπηρεσίας, ενημερώνει την Υπηρεσία χωρίς περιττή χρονοτριβή και μπορεί να διατυπώσει συστάσεις όσον αφορά επακόλουθες διοικητικές έρευνες. [Τροπολογία 108]

Άρθρο 12ε

Στήριξη που παρέχει η Υπηρεσία στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία

1.   Κατά τη διάρκεια έρευνας που διεξάγεται από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και κατόπιν αίτησης της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας σύμφωνα με το άρθρο 101 παράγραφος 3 του κανονισμού (EΕ) 2017/1939, η Υπηρεσία, σε συμμόρφωση με την εντολή της, υποστηρίζει ή συμπληρώνει τη δραστηριότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, ιδίως με τους εξής τρόπους:

α)

παροχή πληροφοριών, αναλύσεων (συμπεριλαμβανομένων των εγκληματολογικών αναλύσεων), εμπειρογνωσίας και επιχειρησιακής υποστήριξης·

β)

διευκόλυνση του συντονισμού για συγκεκριμένες ενέργειες μεταξύ των αρμόδιων εθνικών διοικητικών αρχών και των οργάνων της Ένωσης·

γ)

διεξαγωγή διοικητικών ερευνών.

2.    Αίτηση δυνάμει της παραγράφου 1, η σχετική αίτηση διαβιβάζεται γραπτώς και προσδιορίζει τουλάχιστον:

α)

πληροφορίες σχετικά με την έρευνα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας στον βαθμό που αυτές είναι συναφείς για τον σκοπό της αίτησης·

β)

το μέτρο ή τα μέτρα τα οποία ζητεί η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία να ληφθούν από την Υπηρεσία και,

γ)

κατά περίπτωση, το προβλεπόμενο χρονοδιάγραμμα για την υλοποίησή τους·

δ)

οποιεσδήποτε οδηγίες βάσει της παραγράφου 2α,

Η αίτηση περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με την έρευνα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας στον βαθμό που αυτές είναι συναφείς για τον σκοπό της αίτησης. Όταν απαιτείται, η Υπηρεσία μπορεί να ζητήσει πρόσθετες πληροφορίες. [Τροπολογία 109]

2α.     Προκειμένου να προστατεύσει το παραδεκτό των αποδεικτικών στοιχείων, καθώς και τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις διαδικαστικές εγγυήσεις, σε περίπτωση που η Υπηρεσία εφαρμόζει υποστηρικτικά ή συμπληρωματικά μέτρα κατόπιν αιτήματος της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας σύμφωνα με το παρόν άρθρο, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία μπορεί να δώσει εντολή στην Υπηρεσία να εφαρμόσει υψηλότερα πρότυπα θεμελιωδών δικαιωμάτων, διαδικαστικών εγγυήσεων και προστασίας δεδομένων από αυτά που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό. Στο πλαίσιο αυτό, προσδιορίζει λεπτομερώς τις τυπικές απαιτήσεις και διαδικασίες που πρέπει να εφαρμόζονται.

Εν τη απουσία παρόμοιων ειδικών οδηγιών από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, το κεφάλαιο VI (διαδικαστικές εγγυήσεις) και το κεφάλαιο VIII (προστασία δεδομένων) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1939 εφαρμόζονται mutatis mutandis για τα μέτρα που υλοποιεί η Υπηρεσία σύμφωνα με το παρόν άρθρο. [Τροπολογία 110]

Άρθρο 12στ

Συμπληρωματικές έρευνες

1.   Σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις στις οποίες η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία διενεργεί έρευνα και ο γενικός διευθυντής κρίνει ότι θα πρέπει να κινηθεί ή να συνεχιστεί έρευνα σύμφωνα με την εντολή της Υπηρεσίας με σκοπό τη διευκόλυνση της λήψης προληπτικών μέτρων ή της εκτέλεσης δημοσιονομικών, πειθαρχικών ή διοικητικών ενεργειών, η Υπηρεσία ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία γραπτώς, προσδιορίζοντας τη φύση και τον σκοπό της έρευνας και επιζητά γραπτή συγκατάθεση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας για την έναρξη συμπληρωματικής έρευνας . [Τροπολογία 111]

Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, εντός 30 20 εργάσιμων ημερών από τη λήψη της ενημέρωσης αυτής, μπορεί να προβάλει είτε δίνει τη συγκατάθεσή της, είτε προβάλλει αντίρρηση στην κίνηση ή στη συνέχιση της έρευνας ή στην εκτέλεση ορισμένων οιονδήποτε ενεργειών που αφορούν την έρευνα, όπου απαιτείται προκειμένου να μην τεθεί σε κίνδυνο η δική της έρευνα ή δίωξη και για όσο χρονικό διάστημα ισχύουν οι λόγοι αυτοί. Σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία μπορεί να παρατείνει την προθεσμία κατά 10 επιπλέον εργάσιμες ημέρες. Ενημερώνει σχετικά την Υπηρεσία.

Σε περίπτωση που η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία προβάλλει αντίρρηση, η Υπηρεσία δεν θα κινήσει συμπληρωματική έρευνα. Σε αυτή τη περίπτωση, η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ενημερώνει την Υπηρεσία χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση όταν παύσουν να ισχύουν οι λόγοι για τους οποίους προέβαλε αντίρρηση. [Τροπολογία 112]

Στην περίπτωση που η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία δεν προβάλει αντίρρηση εντός της προθεσμίας που αναφέρεται στο ανωτέρω εδάφιο δώσει τη συγκατάθεσή της , η Υπηρεσία μπορεί να κινήσει ή να συνεχίσει έρευνα, την οποία διεξάγει σε στενή διαβούλευση με την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία. [Τροπολογία 113]

Εάν η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία δεν απαντήσει εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στο δεύτερο εδάφιο, η Υπηρεσία μπορεί να ξεκινήσει διαβουλεύσεις με την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ώστε να ληφθεί απόφαση εντός 10 ημερών. [Τροπολογία 114]

Η Υπηρεσία αναστέλλει ή διακόπτει την έρευνά της, ή δεν προβαίνει σε ορισμένες ενέργειες που αφορούν την έρευνα, εάν η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία προβάλει σε μεταγενέστερο χρόνο σχετική αντίρρηση, για τους ίδιους λόγους που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο.

2.   Στην περίπτωση που η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, στο πλαίσιο απάντησης σε αίτηση για παροχή πληροφοριών που έχει υποβληθεί σύμφωνα με το άρθρο 12δ, ενημερώσει την Υπηρεσία ότι δεν διεξάγει έρευνα και στη συνέχεια κινήσει έρευνα σχετικά με τα ίδια πραγματικά περιστατικά, ενημερώνει την Υπηρεσία αμελλητί. Εάν, μετά τη λήψη της ενημέρωσης αυτής, ο γενικός διευθυντής κρίνει ότι η έρευνα που έχει κινήσει η Υπηρεσία θα πρέπει να συνεχιστεί με σκοπό τη διευκόλυνση της λήψης προληπτικών μέτρων ή της εκτέλεσης δημοσιονομικών, πειθαρχικών ή διοικητικών ενεργειών, εφαρμόζεται η παράγραφος 1.

Άρθρο 12ζ

Διακανονισμοί εργασίας και ανταλλαγή πληροφοριών με την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία

1.   Εφόσον απαιτείται για τη διευκόλυνση της συνεργασίας με την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία όπως προβλέπεται στο άρθρο 1 παράγραφος 4α, η Υπηρεσία συμφωνεί με την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία σχετικά με διοικητικούς διακανονισμούς. Στους εν λόγω διακανονισμούς εργασίας μπορούν να προβλέπονται πρακτικές λεπτομέρειες για την ανταλλαγή πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, πληροφοριών επιχειρησιακού, στρατηγικού ή τεχνικού χαρακτήρα και διαβαθμισμένων πληροφοριών , καθώς και για τη δημιουργία πλατφορμών τεχνολογίας πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένης μιας κοινής προσέγγισης για τις αναβαθμίσεις και τη συμβατότητα του λογισμικού. Οι διακανονισμοί περιλαμβάνουν επίσης αναλυτικές ρυθμίσεις σχετικά με τη συνεχή ανταλλαγή πληροφοριών κατά τη διάρκεια της λήψης και επαλήθευσης ισχυρισμών για τον σκοπό του προσδιορισμού των αρμοδιοτήτων κατά τη διάρκεια ερευνών που διενεργούνται και από την Υπηρεσία και από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία. Περιλαμβάνουν επίσης ρυθμίσεις για τη διαβίβαση των αποδεικτικών στοιχείων μεταξύ της Υπηρεσίας και της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, καθώς και ρυθμίσεις για τον επιμερισμό των δαπανών.

Πριν την έγκριση των διακανονισμών εργασίας με την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, ο Γενικός Διευθυντής αποστέλλει το σχέδιο στον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων, στην επιτροπή εποπτείας και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προς ενημέρωση. Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων και η επιτροπή εποπτείας διατυπώνουν τις παρατηρήσεις τους χωρίς χρονοτριβή. [Τροπολογία 115]

2.   Η Υπηρεσία έχει έμμεση πρόσβαση στις πληροφορίες του συστήματος διαχείρισης υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας βάσει συστήματος σύμπτωσης / απουσίας σύμπτωσης (hit/no-hit). Κάθε φορά που εντοπίζεται αντιστοιχία μεταξύ των δεδομένων που έχουν εισαχθεί στο σύστημα διαχείρισης υποθέσεων από την Υπηρεσία και των δεδομένων που τηρούνται από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, η ύπαρξη τέτοιας αντιστοιχίας γνωστοποιείται τόσο στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία όσο και στην Υπηρεσία. Η Υπηρεσία λαμβάνει τα ενδεδειγμένα μέτρα ώστε να μπορεί η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία να έχει πρόσβαση στις πληροφορίες του συστήματος διαχείρισης υποθέσεών της βάσει συστήματος σύμπτωσης / απουσίας σύμπτωσης (hit/no-hit).

Κάθε έμμεση πρόσβαση στις πληροφορίες του συστήματος διαχείρισης υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας από την Υπηρεσία πραγματοποιείται μόνο στον βαθμό που είναι αναγκαία για την εκτέλεση των καθηκόντων της Υπηρεσίας, όπως ορίζονται αυτά στον παρόντα κανονισμό, και είναι δεόντως αιτιολογημένη και επικυρωμένη μέσω εσωτερικής διαδικασίας θεσπισμένης από την Υπηρεσία. Η Υπηρεσία τηρεί αρχείο όλων των περιπτώσεων πρόσβασης στο σύστημα διαχείρισης υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. [Τροπολογία 116]

2α.     Ο γενικός διευθυντής της Υπηρεσίας και ο Ευρωπαίος γενικός εισαγγελέας συνεδριάζουν τουλάχιστον μία φορά κατ’ έτος για να συζητήσουν θέματα κοινού ενδιαφέροντος.».. [Τροπολογία 117]

(12a)

το άρθρο 15 τροποποιείται ως εξής:

α)

Στην παράγραφο 1 το δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η επιτροπή εποπτείας παρακολουθεί ιδίως τις εξελίξεις όσον αφορά την εφαρμογή των διαδικαστικών εγγυήσεων και τη διάρκεια των ερευνών.» [Τροπολογία 118]

β)

Στην παράγραφο 1 το πέμπτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Στην επιτροπή εποπτείας χορηγείται πρόσβαση στο σύνολο των πληροφοριών και των εγγράφων που αυτή θεωρεί ότι απαιτούνται για την εκτέλεση των καθηκόντων της, συμπεριλαμβανομένων των εκθέσεων και των συστάσεων για περατωθείσες έρευνες και για απορριφθείσες υποθέσεις, χωρίς ωστόσο να παρεμποδίζει τις διεξαγόμενες έρευνες και με τη δέουσα προσοχή στις απαιτήσεις περί εμπιστευτικότητας και προστασίας των δεδομένων.» [Τροπολογία 119]

γ)

Στην παράγραφο 8, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η επιτροπή εποπτείας ορίζει τον πρόεδρό της. Εγκρίνει τον εσωτερικό κανονισμό της, ο οποίος, προτού υιοθετηθεί, υποβάλλεται προς ενημέρωση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων. Οι συνεδριάσεις της επιτροπής εποπτείας συγκαλούνται κατόπιν πρωτοβουλίας του προέδρου της ή του γενικού διευθυντή. Συνεδριάζει τουλάχιστον δέκα φορές τον χρόνο. Η επιτροπή εποπτείας λαμβάνει τις αποφάσεις της με την πλειοψηφία των μελών που την απαρτίζουν. Η γραμματειακή της υποστήριξη παρέχεται από την Επιτροπή, και σε στενή συνεργασία με την επιτροπή εποπτείας. Πριν από τον διορισμό μέλους του προσωπικού στη γραμματεία, ζητείται η γνώμη της επιτροπής εποπτείας και οι απόψεις της λαμβάνονται υπόψη. Η γραμματεία ενεργεί βάσει των υποδείξεων της επιτροπής εποπτείας και ανεξάρτητα από την Επιτροπή. Με την επιφύλαξη του ελέγχου που ασκεί στον προϋπολογισμό της επιτροπής εποπτείας και της γραμματείας της, η Επιτροπή δεν παρεμβαίνει στα καθήκοντα παρακολούθησης με τα οποία είναι επιφορτισμένη η επιτροπή εποπτείας.» [Τροπολογία 120]

(13)

το άρθρο 16 τροποποιείται ως εξής:

-α)

Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.     Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή συναντούν τον γενικό διευθυντή άπαξ του έτους για ανταλλαγή απόψεων σε πολιτικό επίπεδο, προκειμένου να συζητήσουν την πολιτική της Υπηρεσίας όσον αφορά μεθόδους πρόληψης και καταπολέμησης της απάτης, της διαφθοράς ή κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας ή παρατυπίας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης. Η επιτροπή εποπτείας συμμετέχει στην ανταλλαγή απόψεων. Ο επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας καλείται να συμμετάσχει στην ανταλλαγή απόψεων. Εκπρόσωποι του Ελεγκτικού Συνεδρίου, της Eurojust και/ή της Ευρωπόλ καλούνται να παραστούν σε βάση ad hoc κατόπιν αιτήματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου, της Επιτροπής, του γενικού διευθυντή ή της επιτροπής εποπτείας.» [Τροπολογία 121]

α)

στην παράγραφο 1, η τρίτη περίοδος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Εκπρόσωποι του Ελεγκτικού Συνεδρίου, της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, της Eurojust και/ή της Ευρωπόλ καλούνται να παραστούν σε βάση ad hoc κατόπιν αιτήματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου, της Επιτροπής, του γενικού διευθυντή ή της επιτροπής εποπτείας.» [Τροπολογία 122]·

αα)

στην παράγραφο 2, το εισαγωγικό μέρος αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.     Η ανταλλαγή απόψεων μπορεί να αφορά οποιοδήποτε θέμα επί του οποίου συμφωνούν Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, Συμβούλιο και Επιτροπή. Πιο συγκεκριμένα, η ανταλλαγή απόψεων μπορεί να αφορά:» [Τροπολογία 123]

β)

στην παράγραφο 2, το στοιχείο δ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«δ)

το πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ της Υπηρεσίας και των θεσμικών και λοιπών οργάνων και οργανισμών, και ιδιαίτερα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας , και τα μέτρα που λαμβάνονται σε σχέση με τις τελικές εκθέσεις των ερευνών της Υπηρεσίας και άλλες πληροφορίες που διαβιβάζει η Υπηρεσία· »· [Τροπολογία 124]

βα)

στην παράγραφο 2, το στοιχείο ε) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«ε)

το πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ της Υπηρεσίας και των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών και τα μέτρα που λαμβάνουν οι αρμόδιες αρχές στα κράτη μέλη σε σχέση με τις τελικές εκθέσεις των ερευνών της Υπηρεσίας και άλλες πληροφορίες που διαβιβάζει η Υπηρεσία·» [Τροπολογία 125]

ββ)

Μετά την παράγραφο 4, προστίθεται μια νέα παράγραφος 4α:

«4a.     Η προεδρία επί της ανταλλαγής απόψεων ασκείται εκ περιτροπής από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή.» [Τροπολογία 126]

(14)

το άρθρο 17 τροποποιείται ως εξής:

-α)

Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«1.     Της Υπηρεσίας προΐσταται γενικός διευθυντής. Ο γενικός διευθυντής διορίζεται από την Επιτροπή, σύμφωνα με τη διαδικασία που προσδιορίζεται στην παράγραφο 2. Η διάρκεια της θητείας του γενικού διευθυντή είναι επταετής και δεν ανανεώνεται. Ο γενικός διευθυντής προσλαμβάνεται ως έκτακτος υπάλληλος σύμφωνα με τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης.» [Τροπολογία 127]

-αα)

Η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«2.     Προκειμένου να προβεί στον διορισμό νέου γενικού διευθυντή, η Επιτροπή δημοσιεύει πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η εν λόγω δημοσίευση πραγματοποιείται το αργότερο έξι μήνες πριν από τη λήξη της θητείας του εν ενεργεία γενικού διευθυντή. Αφού διατυπωθεί ευνοϊκή γνώμη της επιτροπής εποπτείας για τη διαδικασία επιλογής που εφαρμόζει η Επιτροπή, συντάσσεται από την Επιτροπή κατάλογος των υποψηφίων που συγκεντρώνουν τα κατάλληλα προσόντα. Ο γενικός διευθυντής ορίζεται με κοινή συμφωνία Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Συμβουλίου και Επιτροπής και διορίζεται, εν συνεχεία, από την τελευταία.» [Τροπολογία 128]

α)

η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«3.   Ο γενικός διευθυντής δεν ζητά ούτε δέχεται εντολές από οιαδήποτε κυβέρνηση ή οιοδήποτε θεσμικό ή άλλο όργανο ή οργανισμό κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων του που αφορούν την έναρξη και διενέργεια εσωτερικών και εξωτερικών ερευνών ή δραστηριοτήτων συντονισμού, ή τη σύνταξη εκθέσεων μετά την ολοκλήρωση των εν λόγω ερευνών ή δραστηριοτήτων συντονισμού. Εάν ο γενικός διευθυντής κρίνει ότι κάποιο μέτρο που έλαβε η Επιτροπή θέτει σε κίνδυνο την ανεξαρτησία του, ενημερώνει αμέσως την επιτροπή εποπτείας και αποφασίζει αν θα προσφύγει κατά της Επιτροπής ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.»· [Τροπολογία 129]

αα)

Η παράγραφος 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«4.     Ο γενικός διευθυντής υποβάλλει τακτικά και τουλάχιστον ετησίως εκθέσεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και το Ελεγκτικό Συνέδριο σχετικά με τα πορίσματα των ερευνών που διενεργήθηκαν από την Υπηρεσία, τα ληφθέντα μέτρα, τις δυσκολίες που ανέκυψαν και τη συνέχεια που έδωσε η Υπηρεσία στις συστάσεις στις οποίες προέβη η επιτροπή εποπτείας σύμφωνα με το άρθρο 15, σεβόμενος τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των ερευνών, τα νόμιμα δικαιώματα των ενδιαφερομένων και των πληροφοριοδοτών και, κατά περίπτωση, το εφαρμοστέο στις δικαστικές διαδικασίες εθνικό δίκαιο.

Η ετήσια έκθεση περιλαμβάνει επίσης αξιολόγηση του βαθμού συνεργασίας με τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών και με τα θεσμικά και λοιπά όργανα και με τους οργανισμούς, με ιδιαίτερη προσοχή στην εφαρμογή του άρθρου 11 παράγραφοι 2 και 6α.» [Τροπολογία 130]

αβ)

Προστίθεται η παράγραφος 4a:

«4a.     Κατόπιν αιτήματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο πλαίσιο των δικαιωμάτων δημοσιονομικού ελέγχου του, ο γενικός διευθυντής μπορεί να παρέχει πληροφορίες σχετικά με τις δραστηριότητες της Υπηρεσίας, σεβόμενος τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των ερευνών και των επακόλουθων διαδικασιών. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μεριμνά για την διασφάλιση της εμπιστευτικότητας των πληροφοριών που παρέχονται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο.» [Τροπολογία 131]

αγ)

Στην παράγραφο 5, το πρώτο εδάφιο διαγράφεται. [Τροπολογία 132]

β)

στην παράγραφο 5 δεύτερο εδάφιο, το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«β)

υποθέσεις στις οποίες διαβιβάστηκαν πληροφορίες σε δικαστικές αρχές των κρατών μελών και ή στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία·», [Τροπολογία 133]

βα)

Στην παράγραφο 5 τρίτο εδάφιο, προστίθεται το ακόλουθο σημείο:

«βα)

υποθέσεις που απορρίφθηκαν·» [Τροπολογία 134]

ββ)

η παράγραφος 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«7.     Ο γενικός διευθυντής θεσπίζει εσωτερική συμβουλευτική και εποπτική διαδικασία, συμπεριλαμβανομένου ελέγχου νομιμότητας, όσον αναφορά μεταξύ άλλων την τήρηση των διαδικαστικών εγγυήσεων και των θεμελιωδών δικαιωμάτων των ενδιαφερομένων και των μαρτύρων και του εθνικού δικαίου του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, έχοντας ιδίως υπόψη το άρθρο 11 παράγραφος 2. Ο έλεγχος νομιμότητας διεξάγεται από εμπειρογνώμονες στα νομικά και στις ερευνητικές διαδικασίες της Υπηρεσίας, οι οποίοι διαθέτουν τα προσόντα για την άσκηση δικαστικού λειτουργήματος σε κράτος μέλος. Η γνωμοδότησή τους επισυνάπτεται στην τελική έκθεση της έρευνας.» [Τροπολογία 135]

βγ)

η παράγραφος 8 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«8.     Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 19α όσον αφορά τον καθορισμό κώδικα διαδικασίας για τις έρευνες, τον οποίο θα πρέπει να τηρούν οι υπάλληλοι της Υπηρεσίας. Οι εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις καλύπτουν ιδίως:

α)

τις πρακτικές που πρέπει να τηρούνται κατά την εκτέλεση της εντολής και την εφαρμογή του καταστατικού της Υπηρεσίας·

β)

λεπτομερείς κανόνες για τις διαδικασίες έρευνας και τις επιτρεπόμενες ενέργειες στο πλαίσιο των ερευνών·

γ)

τα νόμιμα δικαιώματα των ενδιαφερομένων·

δ)

διαδικαστικές εγγυήσεις·

δα)

διατάξεις που σχετίζονται με την προστασία των δεδομένων και πολιτικές που αφορούν την επικοινωνία και την πρόσβαση σε έγγραφα·

δβ)

διατάξεις που αφορούν τον έλεγχο νομιμότητας και τα ένδικα μέσα που είναι διαθέσιμα στους ενδιαφερόμενους·

δγ)

τις σχέσεις με την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία.

Κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες της, η Επιτροπή συμβουλεύεται την επιτροπή εποπτείας και τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων.

Οποιαδήποτε κατ’ εξουσιοδότηση πράξη εγκρίνεται βάσει της παρούσης παραγράφου δημοσιεύεται για σκοπούς ενημέρωσης στον ιστότοπο της Υπηρεσίας σε όλες τις επίσημες γλώσσες της Ένωσης.» [Τροπολογία 136]

γ)

στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 8, προστίθεται το ακόλουθο στοιχείο ε):

«ε)

τις σχέσεις με την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία.»· [Τροπολογία 137]

γα)

Στην παράγραφο 9, το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Η Επιτροπή ζητεί τη γνώμη της επιτροπής εποπτείας προτού επιβάλει οιαδήποτε πειθαρχική κύρωση στον γενικό διευθυντή ή άρει την ασυλία του.» [Τροπολογία 138]

(14a)

Το άρθρο 19 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

«Άρθρο 19

Έκθεση ενημέρωσης και αναθεώρηση

Το αργότερο πέντε έτη μετά την ημερομηνία που καθορίζεται σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 120 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1939, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση αξιολόγησης σχετικά με την εφαρμογή και τον αντίκτυπο του παρόντος κανονισμού, ιδίως σε ό,τι αφορά την αποτελεσματικότητα και την αποδοτικότητα της συνεργασίας μεταξύ της Υπηρεσίας και της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Η εν λόγω έκθεση συνοδεύεται από γνωμοδότηση της επιτροπής εποπτείας.

Το αργότερο δύο έτη μετά την έκδοση της έκθεσης αξιολόγησης σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο, η Επιτροπή υποβάλλει νομοθετική πρόταση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο για τον εκσυγχρονισμό του πλαισίου της Υπηρεσίας, που περιλαμβάνει πρόσθετους ή αναλυτικότερους κανόνες αναφορικά με τη σύσταση της Υπηρεσίας, τα καθήκοντά της ή τις διαδικασίες που διέπουν τις δραστηριότητές της, με ιδιαίτερη έμφαση στη συνεργασία της με την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, στις διασυνοριακές έρευνες και στις έρευνες σε κράτη που δεν συμμετέχουν στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία.» [Τροπολογία 139]

(14β)

Παρεμβάλλεται νέο άρθρο:

«Άρθρο 19α

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.     Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.     Η προβλεπόμενη στο άρθρο 17 παράγραφος 8 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο τεσσάρων ετών από την … [ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού]. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο εννέα μήνες πριν από τη λήξη της περιόδου των τεσσάρων ετών. Η εξουσιοδότηση ανανεώνεται σιωπηρά για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις το αργότερο εντός τριών μηνών πριν από τη λήξη της κάθε περιόδου.

3.     Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 17 παράγραφος 8 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτή. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.     Μόλις εκδώσει μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

5.     Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 17 παράγραφος 8 τίθεται σε ισχύ εφόσον δεν έχει διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα που η πράξη κοινοποιείται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η περίοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.» [Τροπολογία 140]

Άρθρο 2

1.   Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.   Τα άρθρα 12γ έως 12στ που αναφέρονται στο άρθρο 1 σημείο 12 εφαρμόζονται από την ημερομηνία που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 120 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (EΕ) 2017/1939.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

…,

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος


(1)  ΕΕ C 42 της 1.2.2019, σ. 1.

(2)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 16ης Απριλίου 2019.

(3)  Οδηγία (ΕΕ) 2017/1371 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουλίου 2017, σχετικά με την καταπολέμηση, μέσω του ποινικού δικαίου, της απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης (ΕΕ L 198 της 28.7.2017, σ. 29).

(4)  Κανονισμός (ΕΕ) 2017/1939 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 2017, σχετικά με την εφαρμογή ενισχυμένης συνεργασίας για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (ΕΕ L 283 της 31.10.2017, σ. 1).

(5)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Σεπτεμβρίου 2013, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999 του Συμβουλίου (ΕΕ L 248 της 18.9.2013, σ. 1).

(6)  COM(2017)0589. Η έκθεση συνοδεύτηκε από έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής για την αξιολόγηση, SWD(2017)0332, και από γνωμοδότηση της επιτροπής εποπτείας της Υπηρεσίας, γνωμοδότηση 2/2017.

(7)  Κανονισμός (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96 του Συμβουλίου, της 11ης Νοεμβρίου 1996, σχετικά με τους ελέγχους και εξακριβώσεις που διεξάγει επιτοπίως η Επιτροπή με σκοπό την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από απάτες και λοιπές παρατυπίες (ΕΕ L 292 της 15.11.1996, σ. 2).

(8)  Το άρθρο 129 θα προστεθεί στον κανονισμό (ΕΕ) 2018/XX του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (νέος δημοσιονομικός κανονισμός), για τον οποίο έχει επιτευχθεί πολιτική συμφωνία και ο οποίος αναμένεται να εκδοθεί κατά τους προσεχείς μήνες.

(9)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 904/2010 του Συμβουλίου, της 7ης Οκτωβρίου 2010, για τη διοικητική συνεργασία και την καταπολέμηση της απάτης στον τομέα του φόρου προστιθέμενης αξίας (ΕΕ L 268 της 12.10.2010, σ. 1).

(10)   Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και της απόφασης αριθ. 1247/2002/ΕΚ (ΕΕ L 295 της 21.11.2018, σ. 39).

(11)  Κανονισμός (EΚ) αριθ. 515/97 του Συμβουλίου, της 13ης Μαρτίου 1997, περί της αμοιβαίας συνδρομής μεταξύ των διοικητικών αρχών των κρατών μελών και της συνεργασίας των αρχών αυτών με την Επιτροπή με σκοπό τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής των τελωνειακών και γεωργικών ρυθμίσεων (ΕΕ L 82 της 22.3.1997, σ. 1).

(12)  Κανονισμός (EΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 8 της 12.1.2001, σ. 1).

(13)  ΕΕ C …

(14)  Κανονισμός (ΕΕ) 2017/1939 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 2017, σχετικά με την εφαρμογή ενισχυμένης συνεργασίας για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (ΕΕ L 283 της 31.10.2017, σ. 1).»·

(*1)  Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 141 της 5.6.2015, σ. 73).

(*2)  Το άρθρο 32α παράγραφος 3 θα προστεθεί στην οδηγία (ΕΕ) 2015/849 με την οδηγία (ΕΕ) 2018/XX του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, για την οποία επιτεύχθηκε πολιτική συμφωνία στις 19 Δεκεμβρίου 2017 και η οποία αναμένεται να εκδοθεί κατά τους προσεχείς μήνες.»·

(*3)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 904/2010 του Συμβουλίου, της 7ης Οκτωβρίου 2010, για τη διοικητική συνεργασία και την καταπολέμηση της απάτης στον τομέα του φόρου προστιθέμενης αξίας (ΕΕ L 268 της 12.10.2010, σ. 1).»·

(*4)   Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 515/97 του Συμβουλίου, της 13ης Μαρτίου 1997, περί της αμοιβαίας συνδρομής μεταξύ των διοικητικών αρχών των κρατών μελών και της συνεργασίας των αρχών αυτών με την Επιτροπή με σκοπό τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής των τελωνειακών και γεωργικών ρυθμίσεων (ΕΕ L 082 της 22.3.1997, σ. 1).

(*5)   Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 608/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την τελωνειακή επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1383/2003 του Συμβουλίου (ΕΕ L 181 της 29.6.2013, σ. 15). [Τροπολογία 99]


Top