EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52019IE1356

Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Η “αξία χρήσης” επιστρέφει: νέες προοπτικές και προκλήσεις για τα ευρωπαϊκά προϊόντα και υπηρεσίες» (γνωμοδότηση πρωτοβουλίας)

EESC 2019/01356

ΕΕ C 97 της 24.3.2020, p. 27–31 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

24.3.2020   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 97/27


Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Η “αξία χρήσης” επιστρέφει: νέες προοπτικές και προκλήσεις για τα ευρωπαϊκά προϊόντα και υπηρεσίες»

(γνωμοδότηση πρωτοβουλίας)

(2020/C 97/04)

Εισηγητής: ο κ. Δημήτρης ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ

Απόφαση της συνόδου Ολομέλειας

24.1.2019

Νομική βάση

Άρθρο 32 παράγραφος 2 του Εσωτερικού Κανονισμού

Αρμόδιο τμήμα

Ενιαία αγορά, παραγωγή και κατανάλωση

Υιοθετήθηκε από το τμήμα

19.11.2019

Υιοθετήθηκε από την ολομέλεια

11.12.2019

Σύνοδος ολομέλειας αριθ.

548

Αποτέλεσμα της ψηφοφορίας

(υπέρ/κατά/αποχές)

191/3/4

1.   Συμπεράσματα και συστάσεις

1.1.

Η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (ΕΟΚΕ) θεωρεί ότι η παροχή καινοτόμων και εξαιρετικά εξειδικευμένων προϊόντων και υπηρεσιών με αναγνωρισμένα και πιστοποιημένα βασικά χαρακτηριστικά που ανταποκρίνονται στις ανάγκες των πελατών καθώς και στις απαιτήσεις της κοινωνικής και περιβαλλοντικής αειφορίας, μπορεί να αποτελέσει την ουσία και το επίκεντρο της σύγχρονης ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας. Σκοπός της παρούσας γνωμοδότησης είναι να διαμορφώσει μια ευρωπαϊκή ταυτότητα σύμφωνα με τις παγκόσμιες, συστημικές κοινωνικοοικονομικές μεταβολές.

1.2.

Η ΕΟΚΕ υποστηρίζει ότι οι πρόσφατες εξελίξεις επαναφέρουν την αξία χρήσης στην πρώτη γραμμή του σύγχρονου ανταγωνισμού. Το γεγονός αυτό εξυπηρετεί τη βιώσιμη ανάκαμψη της ευρωπαϊκής παραγωγής σε όλους τους τομείς και κλάδους. Εκτός από τον καλά τεκμηριωμένο κοινωνικοοικονομικό αντίκτυπο, οι ευρωπαϊκές μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ) μπορούν να αποτελέσουν σημαντικό παράγοντα για τον επαναπροσδιορισμό της θέσης της Ευρώπης στη σύγχρονη κατανομή της εργασίας, ανταποκρινόμενες στη ζήτηση για ποικιλία παγκοσμίως.

1.3.

Η «επιστροφή της αξίας χρήσης» συνδέεται με τα βασικά χαρακτηριστικά της Ευρώπης, όπου παρατηρείται σημαντική κοινωνικοπολιτισμική, γεωλογική και κλιματική ποικιλομορφία. Αυτό υπογραμμίζει τη σημασία της επιδίωξης υψηλής εξειδίκευσης των προϊόντων και των υπηρεσιών. Για λόγους ανταγωνιστικότητας, οι διαδικασίες παραγωγής θα πρέπει επίσης να συνάδουν με τις πολιτικές για την κοινωνική και περιβαλλοντική βιωσιμότητα.

1.4.

Εάν λάβουμε υπόψη τις τεράστιες οικονομίες κλίμακας στις αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες οικονομίες, τη μη αποδοχή της κοινωνικής και της περιβαλλοντικής ευθύνης, σε συνδυασμό με την επιστροφή του επιθετικού προστατευτισμού σε πολλές αναπτυγμένες χώρες, η υιοθέτηση εξειδικευμένων, ποιοτικών και βιώσιμων μοντέλων παραγωγής είναι ίσως η καλύτερη (αν όχι η μόνη) διέξοδος από την παγίδα αυτή, όχι μόνο για την Ευρώπη, αλλά και για ολόκληρο τον κόσμο.

1.5.

Για τον σκοπό αυτό, η ΕΟΚΕ συνιστά πολιτικές παρεμβάσεις στις ακόλουθες κατευθύνσεις: α) η διακυβέρνηση σε εθνικό και ενωσιακό επίπεδο θα πρέπει να εφαρμόζει ένα μείγμα πολιτικής προσανατολισμένο στη χρήση, με χωρική προσαρμογή ανάλογα με τα τοπικά χαρακτηριστικά και ανάγκες· β) ανάπτυξη μιας εξίσου φιλόδοξης βιομηχανικής πολιτικής για την Ευρώπη και προώθηση της συγκρότησης συνεργατικών σχηματισμών και της συνεργασίας των (ημι-)αυτόνομων παραγωγών, σύμφωνα με την οποία η διατήρηση της ποικιλίας συνδυάζεται με οφέλη κλίμακας σε συγκεκριμένα τμήματα του κύκλου ζωής του προϊόντος· γ) γενίκευση της βιομηχανικής συμβίωσης για την προώθηση της κυκλικής οικονομίας· δ) βελτίωση της πρόσβασης σε χρηματοδοτικούς πόρους μέσω της υλοποίησης του σχεδίου δράσης για την Ένωση Κεφαλαιαγορών και της προώθησης των μέσων μικροχρηματοδότησης, καθώς και μέσω τραπεζικών προσεγγίσεων που σχετίζονται με την προστασία του περιβάλλοντος και την αξία χρήσης.

1.6.

Η επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση (ΕΕΚ) και η διά βίου μάθηση (ΔΒΜ) αποτελούν εξαιρετική ευκαιρία για τη δικτύωση και τη συγκρότηση συνεργατικών σχηματισμών προκειμένου να μειωθεί το κόστος της ανάπτυξης του ανθρώπινου δυναμικού, καθώς και για να ενισχυθούν οι βασικές διακλαδικές ικανότητες.

1.7.

Η δυνατότητα πρόσβασης σε δεδομένα και η διαχείριση δεδομένων είναι ο επόμενος τομέας πολιτικής παρέμβασης. Ωστόσο, η διασφάλιση τόσο της ψηφιακής κυριαρχίας όσο και της προστασίας της ιδιωτικής ζωής των φυσικών και νομικών προσώπων μπορεί να είναι δύσκολο έργο από τεχνικής και νομικής άποψης. Εξάλλου, οι παραγωγοί προϊόντων και οι πάροχοι υπηρεσιών πρέπει επίσης να έχουν τη δυνατότητα και την ικανότητα να χρησιμοποιούν τις απαραίτητες μεθόδους και διαδικασίες, ψηφιοποιημένες ή μη. Παράλληλα με την παροχή λογισμικού ανοιχτού κώδικα (OSS), η συζήτηση αυτή μάς επαναφέρει στην αναγκαιότητα της ΕΕΚ και της ΔΒΜ.

2.   Πλαίσιο της παρούσας γνωμοδότησης

2.1.

«Αξία χρήσης» είναι η απάντηση στην ερώτηση «σε τι χρησιμεύει ένα προϊόν ή μια υπηρεσία». Σε μια ευρύτερη, ολιστική προσέγγιση περιλαμβάνονται όλες οι διαφορετικές θετικές ή αρνητικές χρήσεις, άμεσες ή έμμεσες. Η αξία χρήσης αναφέρεται σε όλα τα πραγματικά, αντικειμενικά και/ή υποκειμενικά αναμενόμενα χαρακτηριστικά ενός προϊόντος ή μιας υπηρεσίας καθ’ όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής («από τα σπάργανα ως τα σάβανα»). Κάθε στοιχείο, υλικό ή όχι, που έχει αξία χρήσης είναι οικονομικό αγαθό. Σε μια εποχή εμπορευματοποιημένης οικονομίας, η ανταλλακτική αξία (η τιμή) έχει απομακρύνει την αξία χρήσης από το οπτικό πεδίο της λειτουργικής αγοράς, με συνέπεια —στην καλύτερη περίπτωση— η δεύτερη να υποτίθεται ότι είναι ενδεικτική της πρώτης.

2.2.

Σήμερα, με την επιταχυνόμενη αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, οι ανθρώπινες ανάγκες τροποποιούνται σταδιακά και περνούν από την ικανοποίηση της επιθυμίας για ποικιλία και όχι για ποσότητα, δεδομένου ότι τούτη έχει από καιρό κορεστεί στις κορυφαίες παγκόσμιες αγορές. Γενικά, οι προτιμήσεις των καταναλωτών στρέφονται προς προϊόντα και υπηρεσίες με ειδικές, διαφοροποιημένες και πιστοποιημένες ιδιότητες. Το χαρακτηριστικό αυτό αφορά και τις αναδυόμενες αγορές και, συγκεκριμένα, ειδικά τμήματα της τοπικής ζήτησης ανάλογα με την ηλικία, την εκπαίδευση, το επάγγελμα, τον βαθμό αστικοποίησης κ.λπ.

2.3.

Όπως είναι αναμενόμενο, οι τελευταίες τεχνολογικές και διαδικαστικές αναβαθμίσεις έχουν ως στόχο να επεκτείνουν την παραγωγικότητα, όχι μόνο όσον αφορά την παραγωγή ποσοτήτων σε μαζική κλίμακα, αλλά κυρίως από την άποψη της παραγωγής διαφοροποιημένων ποιοτήτων, βελτιώνοντας έτσι την άμεση αντιστοιχία μεταξύ παραγωγής και υφιστάμενων προτιμήσεων.

2.4.

Επιπλέον, η επιτάχυνση των τεχνικών αλλαγών αφαιρεί τον τυπικό εμπορικό χαρακτήρα των προϊόντων και ενεργοποιεί μια διαδικασία σταδιακής απώλειας του εν γένει εμπορικού χαρακτήρα, αν και με διαφορές ανά τομέα. Με τον τρόπο αυτό, επανέρχεται η αξία χρήσης στην πρώτη γραμμή του σύγχρονου ανταγωνισμού και εξυπηρετείται η βιώσιμη ανάκαμψη της ευρωπαϊκής παραγωγής σε όλους τους τομείς.

2.5.

Τα όργανα της ΕΕ φαίνεται να έχουν αντιληφθεί αυτές τις διαρθρωτικές μεταλλαγές. Η ανακοίνωση COM(2017) 479 της Επιτροπής επικεντρώνεται στην ανάγκη επενδύσεων σε μια έξυπνη, καινοτόμο και βιώσιμη ευρωπαϊκή βιομηχανία. Η ΕΟΚΕ ανταποκρίθηκε με την έγκριση γνωμοδότησης κατόπιν σχετικής αίτησης (1), τονίζοντας την ανάγκη προώθησης των ΜΜΕ και ενίσχυσης της σχετικής καινοτομίας.

2.6.

Σε μια πιο πρόσφατη διερευνητική γνωμοδότηση, η ΕΟΚΕ ζήτησε «μια ολιστική προσέγγιση που θα εξισορροπεί την ανάπτυξη, τις κλιματικές και περιβαλλοντικές προκλήσεις και τα κοινωνικά προβλήματα σε ένα δίκαιο σχέδιο μετάβασης». Σε αυτήν τη βάση, η ΕΟΚΕ συνέχισε να προτρέπει την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να «υιοθετήσουν μια μακροπρόθεσμη και ολοκληρωμένη στρατηγική με παγκόσμιο όραμα», όπου «η ελκυστικότητα της Ευρώπης πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα για κάθε βιομηχανική πολιτική που βασίζεται στην καινοτομία και την ανταγωνιστικότητα» (2).

2.7.

Πιο πρόσφατα, με δεδομένο το δίλημμα «υψηλό κόστος ή αντιμετώπιση του φαινομένου των αερίων του θερμοκηπίου», στη γνωμοδότηση πρωτοβουλίας της με θέμα «Η τομεακή βιομηχανική προοπτική του συνδυασμού των κλιματικών και ενεργειακών πολιτικών» (3), η ΕΟΚΕ διερευνά την τεχνική και νομική σκοπιμότητα των μέτρων διασυνοριακής προσαρμογής για την εσωτερική τιμή των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Στο εν λόγω έγγραφο, η ΕΟΚΕ συνιστούσε στην Επιτροπή να εξετάσει πιο αναλυτικά τη συγκεκριμένη, αλλά και άλλες επιλογές πολιτικής, όπως μεταρρύθμιση του ΣΕΔΕ, μηχανισμοί συνοριακής προσαρμογής άνθρακα και προσαρμοσμένος στην ένταση άνθρακα συντελεστής ΦΠΑ.

2.8.

Η παρούσα γνωμοδότηση πρωτοβουλίας προχωράει ένα βήμα παραπέρα. Η γνωμοδότηση αναφέρεται στο τι πρέπει να περιλαμβάνει μια ολοκληρωμένη προσέγγιση της βιομηχανικής πολιτικής, προκειμένου να επανατοποθετηθεί η ευρωπαϊκή παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών στο παγκόσμιο πλαίσιο, με βάση ένα οικολογικό και κοινωνικό μοντέλο ανοιχτής αγοράς που να ανταποκρίνεται στην παράδοση και στο μέλλον της ΕΕ.

3.   Το μικρο-επίπεδο

3.1.

Οι διαρθρωτικές αλλαγές που αναφέρθηκαν καθιστούν επίκαιρη τη «χρησιμότητα» των ΜΜΕ: εκτός από τον καλά τεκμηριωμένο κοινωνικοοικονομικό τους αντίκτυπο —με τη σημαντική ενίσχυση της προστιθέμενης αξίας σε μια σύγχρονη κοινωνία και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας—, οι ΜΜΕ μπορούν να αποτελέσουν τον κύριο παράγοντα επαναπροσδιορισμού της ευρωπαϊκής παραγωγής, χάρη στην ικανότητά τους να ανταποκρίνονται στις συγκεκριμένες ανάγκες εξειδικευμένων αγορών και στην αυξανόμενη ζήτηση για ποικιλία παγκοσμίως.

3.2.

Η αναγνώριση της σημερινής σημασίας των ΜΜΕ δεν τις καθιστά αυτομάτως λιγότερο ευάλωτες. Ως εκ τούτου, ένας από τους στόχους της παρούσας γνωμοδότησης είναι να συμβάλει στην εξεύρεση νέων τρόπων στήριξης των μικρομεσαίων παραγωγών της Ευρώπης όσον αφορά την αντιμετώπιση των μειονεκτημάτων που σχετίζονται με την κλίμακα. Η ΕΟΚΕ επαναλαμβάνει το αίτημά της να προωθηθούν νέες μέθοδοι δικτύωσης, ομαδοποίησης και συνεργασίας, διατηρώντας την αυτονομία των παραγωγών προς όφελος της παραγωγής αγαθών με διαφοροποιημένη ποιότητα, ενώ ορισμένα τμήματα του κύκλου ζωής της παραγωγής θα εξυπηρετούνται από κοινού αξιοποιώντας οικονομίες κλίμακας. Τούτο μπορεί να αφορά π.χ. τον σχεδιασμό και την προώθηση αγαθών, την ίδρυση εκκολαπτηρίων νεοφυών επιχειρήσεων και προ-εκκολαπτηρίων, τους τομείς των μεταφορών και της εφοδιαστικής, την πρόσβαση σε οικονομικούς πόρους, την πρόσβαση και τη χρήση μαζικών δεδομένων και εξειδικευμένων βάσεων δεδομένων και τη διασυνδεσιμότητα στο πλαίσιο της κυκλικής οικονομίας.

3.3.

Η βελτίωση της πρόσβασης σε χρηματοοικονομικούς πόρους και υπηρεσίες είναι ζωτικής σημασίας για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις και ιδίως για τις ΜΜΕ. Η εφαρμογή του Σχεδίου δράσης για την Ένωση κεφαλαιαγορών είναι ουσιαστικής σημασίας δεδομένου ότι τούτο προτείνει μέσα μικροχρηματοδότησης για την καινοτομία, τις νεοφυείς επιχειρήσεις και τις μη εισηγμένες στο χρηματιστήριο εταιρείες, καθώς και μεθόδους που διευκολύνουν την είσοδο και την άντληση κεφαλαίων στις δημόσιες αγορές κ.λπ. Επιπλέον, λόγω της σημασίας των περιβαλλοντικών και κοινωνικών πτυχών που αφορούν αγαθά και υπηρεσίες (είτε άμεσα είτε έμμεσα), θα πρέπει να προκριθούν οικολογικές τραπεζικές προσεγγίσεις και τραπεζικές προσεγγίσεις που σχετίζονται με την αξία χρήσης. Τα κατάλληλα κέντρα ικανοτήτων θα μπορούσαν να αποδειχθούν πολύ χρήσιμα για τη συμπερίληψη των αρχών βιωσιμότητας στις επιχειρήσεις ΜΜΕ.

3.4.

Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει επίσης να δοθεί στη μετάβαση προς μια κυκλική οικονομία, μέσω της ενθάρρυνσης των παραγωγών να συνεργάζονται και να μοιράζονται αποτελεσματικά τους πόρους. Για τον σκοπό αυτό, καθώς και για να υπογραμμιστεί η σημασία της παροχής στους Ευρωπαίους καταναλωτές των πιο αντικειμενικών πληροφοριών, η ΕΟΚΕ δίνει έμφαση στη δημιουργία οικολογικών βιομηχανικών πάρκων και περιοχών. Μια κοινότητα επιχειρήσεων μεταποίησης και παροχής υπηρεσιών μπορεί να ενισχύσει την περιβαλλοντική και οικονομική απόδοση μέσω της συνεργασίας στη διαχείριση περιβαλλοντικών ζητημάτων και θεμάτων πόρων, όπως, μεταξύ άλλων, ενέργειας, νερού και υλικών. Αυτή η «συμβίωση» στον χώρο ευνοεί την ανταλλαγή πόρων μεταξύ οντοτήτων στον ίδιο τομέα, ή ακόμη και σε διαφορετικούς τομείς.

3.5.

Τα οφέλη της βιομηχανικής συμβίωσης μπορούν να γίνουν αισθητά σε όλα τα επίπεδα βιωσιμότητας: η διεύρυνση ανάντη και κατάντη παραγωγικών διασυνδέσεων στο πλαίσιο βιομηχανικών πάρκων και περιοχών παραγωγής μετατρέπει το κόστος της διάθεσης και της επεξεργασίας των αποβλήτων σε κέντρο κέρδους μειώνοντας το κόστος των πρώτων υλών, μεγιστοποιώντας τη χρήση ανεπαρκώς αξιοποιούμενων πόρων και εγκαταστάσεων, διαμοιράζοντας το κόστος των νέων υποδομών και επενδύοντας σε συνεργασία με ενδιαφερόμενα μέρη από τον ίδιο τομέα, ή ακόμη και από άλλους τομείς.

3.6.

Επιπλέον, η διαχείριση των πόρων γίνεται πηγή καινοτομίας, προσθέτοντας αξία στους «άχρηστους» ή «μη αξιοποιήσιμους» πόρους και ανοίγοντας νέες επιχειρηματικές ευκαιρίες, ενώ ταυτόχρονα καθιστά δυνατή τη συμμόρφωση με τους κανονισμούς και εξαλείφει τον κίνδυνο οικονομικών κυρώσεων. Εξίσου σημαντικά είναι τα περιβαλλοντικά οφέλη: μέσω της βιομηχανικής συμβίωσης, η χρήση ακατέργαστων υλικών, η καθαρή παραγωγή αποβλήτων και οι εκπομπές άνθρακα μειώνονται χωρίς να διακυβεύεται η οικονομική δραστηριότητα. Οι παράγοντες αυτοί μπορούν να χρησιμεύσουν ως βάση για μια αναγνωρίσιμη παγκόσμια πιστοποίηση της τελικής παραγωγής με στόχο την περαιτέρω ανάδειξη της ποιότητας των ευρωπαϊκών προϊόντων και υπηρεσιών.

3.7.

Η βελτίωση της ικανότητας των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων και, ιδίως των μικρομεσαίων παραγωγών να διαχειρίζονται αποτελεσματικά τα τυχόν σχετικά στοιχεία και πληροφορίες («η συλλογή επιχειρηματικών πληροφοριών» ή «business intelligence» είναι ένας νέος σχετικός όρος) αυξάνει τις πιθανότητες επιβίωσής τους, αλλά και την ικανότητά τους να προσαρμόζονται σε μια μεταβαλλόμενη παγκόσμια αγορά:

εξυπνότερη χρήση των πόρων, καθώς τα δεδομένα σε πραγματικό χρόνο για την κατάσταση των προϊόντων, όπως οχημάτων και λοιπών μηχανημάτων, επιτρέπουν στις εταιρείες να εντοπίζουν πιθανές αστοχίες και να σχεδιάζουν αναλόγως την προληπτική συντήρηση και τις επισκευές, παρατείνοντας έτσι τη διάρκεια ζωής των προϊόντων·

ενίσχυση της ασφάλειας εφοδιασμού που προκύπτει από τη συνεχιζόμενη μετάβαση στην κυκλική οικονομία, λόγω της μειωμένης εξάρτησης από «παρθένους» πόρους και της αυξημένης χρήσης ανακυκλωμένων προϊόντων, επιτυγχάνοντας έτσι χαμηλότερη έκθεση στην αστάθεια των τιμών των πρώτων υλών για μια εταιρεία και αυξάνοντας την ανθεκτικότητά της·

με την παροχή προϊόντων ως υπηρεσίας ή τη χρήση αισθητήρων προς επίβλεψη της χρήσης τους, οι καταναλωτές μπορούν στη συνέχεια να πληρώνουν τέλη ανάλογα με την κατανάλωσή τους, ενώ οι εταιρείες παραμένουν οι ιδιοκτήτες του προϊόντος, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα χρήσης των προϊόντων για μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα, ενώ οι πελάτες πληρώνουν μόνον για ό,τι χρησιμοποιούν πραγματικά·

αυξημένη ευελιξία και ανταγωνιστικότητα ως αποτέλεσμα της κατάλληλης αντιμετώπισης προκλήσεων όπως η μεγαλύτερη μεταβλητότητα, η αλληλεπίδραση και η αφοσίωση των πελατών, καθώς και το δαπανηρό ζήτημα της διάθεσης των αποβλήτων·

άνοιγμα διαύλων δημιουργικής εμπλοκής με τους πελάτες, βάσει των οποίων οι εταιρείες μπορούν να θεσπίζουν στενότερες σχέσεις εξυπηρέτησης μαζί τους και να προσαρμόζουν αποτελεσματικότερα τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους.

3.8.

Τέλος, το ζήτημα των δικτύωσης και της ομαδοποίησης ισχύει και όσον αφορά την ανάπτυξη των απαιτούμενων δεξιοτήτων των εργαζομένων. Το Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης (Cedefop) έχει τονίσει την ανάγκη ευρύτερης συνεργασίας, ιδίως όσον αφορά τη μάθηση βάσει της εργασίας, μεταξύ ιδρυμάτων ΕΕΚ, πανεπιστημίων, ερευνητικών κέντρων και επιχειρήσεων. Οι οριζόντιες δεξιότητες θα πρέπει να ενισχυθούν, μέσω αρχικών αλλά και διά βίου διεργασιών μάθησης, προκειμένου να δημιουργηθούν πιο ευέλικτες διαδικασίες παραγωγής και να τονωθεί η δημιουργικότητα και η καινοτομία, μεταξύ άλλων σε σχέση με τον ψηφιακό μετασχηματισμό κ.λπ.

4.   Το μακρο-επίπεδο

4.1.

Η εκ νέου βιομηχανοποίηση υπό την έννοια της ανοικοδόμησης μιας πολυτομεακής δομής παραγωγής στην Ευρώπη αναδείχθηκε έντονα μετά από μια περίοδο αποβιομηχάνισης και αύξησης της εξωτερικής ανάθεσης σε άλλες, κυρίως μη ευρωπαϊκές, περιοχές. Η αποκατάσταση ενός διαφορετικού, παραγωγικού βιώσιμου οικοσυστήματος αναγνωρίζεται ότι έχει πολλαπλές θετικές επιδράσεις στην κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι: α) δημιουργεί ανάντη και κατάντη παραγωγικές διασυνδέσεις, β) ενισχύει τις τοπικές αγορές, γ) μειώνει τον βαθμό της παραγωγικής εξάρτησης, ενισχύοντας έτσι την ανθεκτικότητα της τοπικής οικονομίας και δ) γεννά διεπιστημονικές δραστηριότητες έρευνας-ανάπτυξης, τονώνοντας την καινοτομία σε σχέση με τις διαδικασίες παραγωγής και τα χαρακτηριστικά των προϊόντων και των υπηρεσιών που προσφέρονται.

4.2.

Προκειμένου να επιτύχει ανάκαμψη της ευρωπαϊκής παραγωγής και να επωφεληθεί από την υφιστάμενη παγκόσμια τάση «επαναπατρισμού» της οικονομικής δραστηριότητας, η ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα πρέπει να επαναδιατυπωθεί στο πλαίσιο των σύγχρονων διεθνοποιημένων αγορών. Οι παγκόσμιες αλυσίδες προστιθέμενης αξίας παρουσιάζουν τις εξής σημαντικές αλλαγές: α) συνεχής συρρίκνωση μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση, β) «περιφερειοποίηση» ως στρατηγική προσέγγισης των μεγάλων καταναλωτικών αγορών και γ) αναδιάρθρωση της χωρικής διάσπασης των αλυσίδων παραγωγής.

4.3.

Τόσο η αναγωγή της ποιότητας σε κριτήριο προτεραιότητας παράλληλα με την τιμή όσο και η απώλεια του τυπικού εμπορικού χαρακτήρα των εμπορευμάτων συνάδουν με τα βασικά χαρακτηριστικά της Ευρώπης —μιας περιοχής που χαρακτηρίζεται από κοινωνικοπολιτισμική, γεωλογική και κλιματολογική ποικιλομορφία και όπου, την ίδια στιγμή —ή ίσως ακριβώς για τον λόγο αυτό— οι ΜΜΕ συνεχίζουν να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο ως παράγοντες ενίσχυσης της οικονομίας. Ως εκ τούτου, η παροχή καινοτόμων και εξαιρετικά εξειδικευμένων προϊόντων και υπηρεσιών με αναγνωρισμένα και πιστοποιημένα βασικά χαρακτηριστικά προσαρμοσμένα στις ανάγκες των πελατών, καθώς και στην κοινωνική και περιβαλλοντική αειφορία, μπορεί να αποτελέσει την ουσία και το επίκεντρο της σύγχρονης ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας.

4.4.

Το επιχείρημα αυτό είναι ακόμη πιο πειστικό εάν ληφθεί υπόψη ο πρόσφατα εξελισσόμενος διπολικός κόσμος, δηλαδή τεράστιες οικονομίες κλίμακας στις αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες οικονομίες και μη ανάληψη της κοινωνικής και περιβαλλοντικής ευθύνης, μαζί με την επιστροφή του επιθετικού προστατευτισμού σε πολλές αναπτυγμένες χώρες, με την Ευρώπη παγιδευμένη στη μέση (π.χ. υφιστάμενη τις επιπτώσεις από τον εμπορικό πόλεμο ΗΠΑ-Κίνας). Οι θεαματικές τεχνολογικές, κοινωνικές και δημογραφικές αλλαγές διαμορφώνουν δραματικές μεταβολές στη φύση και τη δομή της παγκόσμιας οικονομίας, με νέες τοπικές αγορές και ανάγκες να αναδύονται. Η προσαρμογή στις συστημικές εξελίξεις και η υιοθέτηση των προαναφερθέντων χαρακτηριστικών της εξειδικευμένης, ποιοτικής και βιώσιμης παραγωγής θα μπορούσαν να προσφέρουν διέξοδο, όχι μόνο για την Ευρώπη, αλλά και για ολόκληρο τον κόσμο.

5.   Η συναφής πρόταση πολιτικής σε τοπικό, εθνικό και ενωσιακό επίπεδο

5.1.

Προκειμένου να αντιμετωπιστούν όλες αυτές οι προκλήσεις που συνδέονται με την καθιέρωση μιας ευρωπαϊκής ταυτότητας και με την εκ νέου εδραίωση των ευρωπαϊκών προϊόντων και υπηρεσιών στην παγκόσμια οικονομία, η ΕΕ και τα κράτη μέλη οφείλουν να επενδύσουν σημαντικά περισσότερους πόρους στην έρευνα και την ανάπτυξη, την εκπαίδευση, τις υποδομές, το μάρκετινγκ και τις καινοτόμες τεχνολογίες. Για τον σκοπό αυτό, όπως υποστηρίζεται από τους Ευρωπαίους κοινωνικούς εταίρους, την κοινωνία των πολιτών και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη χρειάζεται μια φιλόδοξη βιομηχανική πολιτική για την Ευρώπη, με έμφαση στην καινοτομία, την ευφυή ρύθμιση, την κοινωνική εταιρική σχέση, το ελεύθερο εμπόριο και την κοινωνική και περιβαλλοντική ευθύνη.

5.2.

Δεδομένου του ταχύτατου μετασχηματισμού και της εντατικοποίησης του παγκόσμιου ανταγωνισμού, η εμπορική πολιτική είναι αναπόφευκτη. Επιπλέον, είναι ουσιώδους σημασίας για την αντιμετώπιση των εσωτερικά παραγομένων αποτυχιών της αγοράς. Παρ’ όλα αυτά, αντί να παγιδευτούν σε έναν φαύλο κύκλο προστατευτισμού, πρέπει οι ιθύνοντες της ΕΕ και των κρατών μελών να αναπτύξουν και να εφαρμόσουν ένα μείγμα πολιτικών με κριτήριο τη χρήση και προσαρμοσμένων χωρικά ανάλογα με τα τοπικά χαρακτηριστικά και ανάγκες, ήτοι: α) μέτρα τυποποίησης και πιστοποίησης για την εσωτερική προστασία και την προώθηση στο εξωτερικό ευρωπαϊκών σημάτων· β) (προ)ορατική οικονομική διπλωματία που να αξιοποιεί διεθνείς πολιτικούς, πολιτιστικούς και κοινωνικοοικονομικούς δεσμούς· γ) χρήση δημόσιων συμβάσεων ως μέσου για την επιβολή ποιοτικών προτύπων στις ευρωπαϊκές αγορές· δ) προώθηση των αναγκαίων επενδύσεων σε υποδομές και θεσμικές ρυθμίσεις που να ενισχύουν περαιτέρω την ανταγωνιστικότητα της τοπικής παραγωγής.

5.3.

Οι προαναφερθείσες ρυθμίσεις για το έξυπνο εμπόριο πρέπει να συμβαδίζουν με έξυπνες βιομηχανικές πολιτικές της ΕΕ και των κρατών μελών: α) ψηφιοποίηση, προσαρμογή στην ψηφιακή τεχνολογία και εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης στην παραγωγή, β) επενδύσεις στην ανάπτυξη προϊόντων και υπηρεσιών μεγάλης διαφοροποίησης και υψηλής εξειδίκευσης· γ) επένδυση στην τεχνική ικανότητα αποτελεσματικής παραγωγής διαφοροποιημένων ποικιλιών· δ) προώθηση της συγκρότησης συνεργατικών σχηματισμών και του συνεργατισμού των (ημι-)αυτόνομων παραγωγών, όπου η διατήρηση της ποικιλίας αντιστοιχεί σε οφέλη λόγω κλίμακας σε συγκεκριμένα, προσεκτικά επιλεγμένα τμήματα του κύκλου ζωής των προϊόντων· ε) γενίκευση του συστήματος βιομηχανικής συμβίωσης για την προώθηση της κυκλικής οικονομίας· στ) περαιτέρω ενίσχυση των δεσμών μεταξύ παραγωγής και έρευνας-ανάπτυξης, και σε λιγότερο εφαρμοσμένους επιστημονικούς τομείς (βλέπε σχετική συζήτηση για το νέο πρόγραμμα «Ορίζοντας Ευρώπη» της περιόδου 2020-2025).

5.4.

Ειδικά για την προαναφερθείσα προώθηση ειδικών ομαδοποιήσεων και βιομηχανικών «συμβιώσεων», θα χρειαστεί να εκπονηθούν ειδικές μελέτες ανά περιφέρεια για να εντοπιστούν τα τμήματα της τοπικής παραγωγής, όπου θα μπορούσαν να καθοριστούν διάφοροι τύποι δικτύων και συνεργατισμού.

5.5.

Όπως προαναφέρθηκε, η ΕΕΚ και η ΔΒΜ αποτελούν μέσα δικτύωσης και ομαδοποίησης προκειμένου να επιτευχθούν οφέλη κλίμακας όσον αφορά το κόστος της ανθρώπινης ανάπτυξης που πρέπει να αναλάβουν οι εργοδότες, καθώς και ένας τρόπος ενίσχυσης των κρίσιμων ικανοτήτων για την τόνωση της δημιουργικότητας, της καινοτομίας και της προσαρμοστικότητας της παραγωγικής διαδικασίας. Η μελλοντική ευρωπαϊκή πολιτική στον τομέα της ΕΕΚ και της ΔΒΜ θα πρέπει να δώσει προτεραιότητα σε αυτές τις οριζόντιες δεξιότητες σε όλα τα επίπεδα με διάφορους τρόπους, συμπεριλαμβανομένων των νέων μεθόδων μάθησης, της χρήσης σύγχρονης τεχνολογίας και νέων μηχανισμών χρηματοδότησης, βοηθώντας με τον τρόπο αυτό τις μονάδες παραγωγής να υιοθετήσουν τα πλέον πρόσφατα επιτεύγματα και να τα χρησιμοποιήσουν για την ανάπτυξη νέων διαφοροποιημένων προϊόντων.

5.6.

Η ικανότητα πρόσβασης σε δεδομένα και διαχείρισης δεδομένων είναι ο επόμενος τομέας πολιτικής παρέμβασης που αναφέρεται στον σκοπό της υποστήριξης των Ευρωπαίων παραγωγών και παρόχων υπηρεσιών για την αντιμετώπιση της σύγχρονης εξέλιξης των παγκοσμιοποιημένων αγορών και την αξιοποίηση του συγκριτικού τους πλεονεκτήματος σε αγαθά και υπηρεσίες υψηλής εξειδίκευσης. Τούτο είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τις ΜΜΕ. Ωστόσο, η ελευθέρωση της πρόσβασης σε δεδομένα συμβαδίζει με τον αυξανόμενο κίνδυνο κατάχρησης δεδομένων. Η διασφάλιση τόσο της ψηφιακής κυριαρχίας όσο και της ιδιωτικής ζωής των φυσικών και νομικών προσώπων μπορεί να είναι τεχνικά και νομικά δύσκολο έργο, αλλά ταυτόχρονα και απαραίτητο.

5.7.

Τέλος, εκτός από την ήδη ευκολότερη πρόσβαση σε ένα συνεχώς αυξανόμενο όγκο δεδομένων, οι παραγωγοί προϊόντων και υπηρεσιών πρέπει επίσης να έχουν τη δυνατότητα και την ικανότητα να χρησιμοποιούν την απαραίτητη μεθοδολογία διαχείρισης δεδομένων που συνίσταται σε μεθόδους και διαδικασίες, ψηφιοποιημένες ή μη. Η «συλλογή επιχειρηματικών πληροφοριών» είναι ένας σχετικά νέος όρος στη σχετική βιβλιογραφία και περιγράφει με ακρίβεια την ικανότητα χρήσης της πληροφορίας και των συνόλων δεδομένων. Παράλληλα με τις τεχνικές και νομικές παρεμβάσεις για την παροχή λογισμικού ανοιχτού κώδικα, η συζήτηση αυτή μάς επαναφέρει στις σχετικές οριζόντιες δεξιότητες που πρέπει να αναπτυχθούν μέσω της ΕΕΚ και της ΔΒΜ.

Βρυξέλλες, 11 Δεκεμβρίου 2019.

Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Luca JAHIER


(1)  ΕΕ C 227 της 28.6.2018, σ. 70.

(2)  ΕΕ C 197 της 8.6.2018, σ. 10.

(3)  ΕΕ C 353 της 18.10.2019, σ. 59.


Top