Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52016DP0484

Απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 13ης Δεκεμβρίου 2016 σχετικά με την γενική αναθεώρηση του Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (2016/2114(REG))

ΕΕ C 238 της 6.7.2018, p. 146–392 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

6.7.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 238/146


P8_TA(2016)0484

Γενική αναθεώρηση του Κανονισμού του Κοινοβουλίου

Απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 13ης Δεκεμβρίου 2016 σχετικά με την γενική αναθεώρηση του Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (2016/2114(REG)) (*1)

(2018/C 238/19)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

έχοντας υπόψη τα άρθρα 226 και 227 του Κανονισμού του,

έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Συνταγματικών Υποθέσεων και τις γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής Προϋπολογισμών, της Επιτροπής Ελέγχου του Προϋπολογισμού, της Επιτροπής Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίμων και της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων (A8-0344/2016),

1.

αποφασίζει να επιφέρει στον Κανονισμό του τις ακόλουθες τροποποιήσεις·

2.

επισημαίνει ότι κατά τις τροποποιήσεις στον Κανονισμό έχουν ληφθεί δεόντως υπόψη οι διατάξεις της διοργανικής συμφωνίας, της 13ης Απριλίου 2016, για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (1)·

3.

ζητεί από τον Γενικό Γραμματέα να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες, ώστε τα συστήματα TΠ του Κοινοβουλίου να προσαρμοστούν άμεσα στον τροποποιημένο Κανονισμό και να δημιουργηθούν το συντομότερο δυνατόν κατάλληλα ηλεκτρονικά εργαλεία με σκοπό μεταξύ άλλων την παρακολούθηση της πορείας των γραπτών ερωτήσεων που απευθύνονται στα άλλα όργανα της Ένωσης·

4.

αποφασίζει να διαγράψει το άρθρο 106 παράγραφος 4 από τον Κανονισμό μόλις εξαλειφθεί από την υφιστάμενη νομοθεσία η κανονιστική διαδικασία με έλεγχο και ζητεί από τις αρμόδιες υπηρεσίες να ενσωματώσουν, εν τω μεταξύ, στο εν λόγω άρθρο υποσημείωση που να κάνει μνεία στη μελλοντική διαγραφή·

5.

καλεί τη Διάσκεψη των Προέδρων να επανεξετάσει τον κώδικα δεοντολογίας για τη διαπραγμάτευση φακέλων στο πλαίσιο της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας, ώστε αυτός να ευθυγραμμιστεί με τα άρθρα 73 έως 73δ του Κανονισμού που εγκρίνονται ως αποτέλεσμα της παρούσας απόφασης·

6.

εφιστά την προσοχή στην ανάγκη να επανεξεταστεί η διάταξη των παραρτημάτων του Κανονισμού, ώστε να περιέχουν μόνο κείμενα που έχουν την ίδια νομική ισχύ και απαιτούν διαδικαστικά την ίδια πλειοψηφία με τον Κανονισμό καθαυτό, καθώς και το παράρτημα VI που, αν και απαιτεί διαφορετική διαδικασία και διαφορετική πλειοψηφία για να εγκριθεί, περιέχει μέτρα για την εφαρμογή του Κανονισμού· ζητεί να ενσωματωθούν τα υπόλοιπα υφιστάμενα παραρτήματα και τα τυχόν επιπλέον κείμενα που ενδεχομένως να έχουν σημασία για το έργο των βουλευτών σε μια επιτομή κειμένων, η οποία θα συνοδεύει τον Κανονισμό·

7.

επισημαίνει ότι οι τροποποιήσεις του παρόντος Κανονισμού θα αρχίσουν να ισχύουν την πρώτη ημέρα της περιόδου συνόδου η οποία ακολουθεί την έγκρισή τους, με την εξαίρεση:

α)

των τροποποιήσεων στο άρθρο 212 παράγραφοι 1 και 2 σχετικά με τη σύνθεση των διακοινοβουλευτικών αντιπροσωπειών, το οποίο θα τεθεί σε ισχύ για τις υφιστάμενες αντιπροσωπείες με την έναρξη της πρώτης περιόδου συνόδου μετά τις επόμενες εκλογές για την ανάδειξη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, που πρόκειται να διεξαχθούν το 2019·

β)

των τροποποιήσεων στο άρθρο 199 σχετικά με τη σύσταση των επιτροπών και της διαγραφής του άρθρου 200 σχετικά με τους αναπληρωτές τα οποία θα τεθούν σε ισχύ με την έναρξη της πρώτης περιόδου συνόδου μετά τις επόμενες εκλογές για την ανάδειξη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, που πρόκειται να διεξαχθούν το 2019.

Οι υφιστάμενες ρυθμίσεις για την εκλογή των μελών των εξεταστικών επιτροπών και των ειδικών επιτροπών θα παραμείνουν σε ισχύ έως την έναρξη της πρώτης περιόδου συνόδου μετά τις επόμενες εκλογές για την ανάδειξη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, που πρόκειται να διεξαχθούν το 2019, παρά τις τροποποιήσεις στα άρθρα 196, 197 παράγραφος 1 και 198 παράγραφος 3.

8.

ζητεί να εξετασθεί το ενδεχόμενο διεξαγωγής μίας ακόμη αναθεώρησης των άρθρων του Κανονισμού που αφορούν τις εσωτερικές διαδικασίες του προϋπολογισμού·

9.

αποφασίζει ότι οι βουλευτές θα αναπροσαρμόσουν τις δηλώσεις οικονομικών συμφερόντων τους κατά τρόπο που να απηχεί τις αλλαγές στο παράρτημα Ι άρθρο 4 του Κανονισμού, εντός έξι μηνών από την ημέρα έναρξης ισχύος αυτών των αλλαγών· καλεί το Προεδρείο του και τον Γενικό Γραμματέα του να λάβουν εντός τριών μηνών από την ημέρα έναρξης ισχύος των αλλαγών τα κατάλληλα μέτρα που θα καταστήσουν δυνατή αυτή την αναπροσαρμογή εκ μέρους των βουλευτών· αποφασίζει ότι οι δηλώσεις που είχαν υποβληθεί δυνάμει των διατάξεων του Κανονισμού που ήταν σε ισχύ την ημέρα έγκρισης της παρούσας απόφασης θα παραμείνουν έγκυρες μέχρι έξι μήνες από την έναρξη ισχύος της· αποφασίζει ακόμη ότι οι ανωτέρω διατάξεις θα έχουν εφαρμογή και για όσους βουλευτές αναλάβουν καθήκοντα στη διάρκεια της συγκεκριμένης περιόδου·

10.

επικρίνει την παρουσίαση στατιστικών στοιχείων για αιτιολογήσεις ψήφου, ομιλίες στην Ολομέλεια, κοινοβουλευτικές ερωτήσεις, τροπολογίες, και προτάσεις ψηφίσματος στον ιστότοπο του Κοινοβουλίου, καθώς φαίνεται πως τα στοιχεία αυτά στοχεύουν να αποδείξουν ποιοι βουλευτές του Ευρωπαϊκού υποτίθεται πως είναι «δραστήριοι», σε πλατφόρμες όπως η MEPranking· καλεί το Προεδρείο του να σταματήσει να παρέχει απλή αναφορά αριθμών υπό μορφή στατιστικών στοιχείων και να λαμβάνει υπόψη καταλληλότερα κριτήρια για τον χαρακτηρισμό ενός βουλευτή ως «δραστήριου»·

11.

ζητεί από την Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων να επανεξετάσει το άρθρο 168α σχετικά με τον νέο προσδιορισμό των ελάχιστων ορίων, καθώς και να επανεξετάσει, ένα χρόνο μετά την έναρξη ισχύος του εν λόγω άρθρου, την εφαρμογή των ελάχιστων ορίων σε συγκεκριμένα άρθρα·

12.

αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει την παρούσα απόφαση, προς ενημέρωση, στο Συμβούλιο και την Επιτροπή.

Τροπολογία 1

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 2

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 2

Άρθρο 2

Ανεξαρτησία της εντολής

Ανεξαρτησία της εντολής

Οι βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ασκούν την εντολή τους ελευθέρως. Δεν δεσμεύονται από οδηγίες ούτε από επιτακτικές εντολές.

Σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1 της Πράξης της 20ής Σεπτεμβρίου 1976, καθώς και το άρθρο 2 παράγραφος 1 και το άρθρο 3 παράγραφος 1 του Kαθεστώτος των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου , οι βουλευτές ασκούν την εντολή τους ελεύθερα και ανεξάρτητα, δεν δεσμεύονται από οδηγίες ούτε από επιτακτικές εντολές.

Τροπολογία 2

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 3

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 3

Άρθρο 3

Έλεγχος της εντολής

Έλεγχος της εντολής

1.   Μετά τις εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ο Πρόεδρος καλεί τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών να ανακοινώσουν στο Κοινοβούλιο αμελλητί τα ονόματα των εκλεγέντων βουλευτών, προκειμένου όλοι οι βουλευτές να είναι σε θέση να καταλάβουν τις έδρες τους στο Κοινοβούλιο με την έναρξη της πρώτης συνεδρίασης μετά τις εκλογές.

1.   Μετά τις εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ο Πρόεδρος καλεί τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών να ανακοινώσουν στο Κοινοβούλιο αμελλητί τα ονόματα των εκλεγέντων βουλευτών, προκειμένου όλοι οι βουλευτές να είναι σε θέση να καταλάβουν τις έδρες τους στο Κοινοβούλιο με την έναρξη της πρώτης συνεδρίασης μετά τις εκλογές.

Συγχρόνως, ο Πρόεδρος εφιστά την προσοχή των αρχών αυτών στις σχετικές διατάξεις της Πράξης της 20ής Σεπτεμβρίου 1976 και τις καλεί να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα για να αποφευχθεί κάθε ασυμβίβαστο με το αξίωμα του βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Συγχρόνως, ο Πρόεδρος εφιστά την προσοχή των αρχών αυτών στις σχετικές διατάξεις της Πράξης της 20ής Σεπτεμβρίου 1976 και τις καλεί να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα για να αποφευχθεί κάθε ασυμβίβαστο με το αξίωμα του βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

2.   Οι βουλευτές, η εκλογή των οποίων έχει ανακοινωθεί στο Κοινοβούλιο, προβαίνουν σε γραπτή δήλωση, προτού καταλάβουν την έδρα τους στο Κοινοβούλιο, ότι δεν κατέχουν οιοδήποτε αξίωμα ασυμβίβαστο με την ιδιότητά του βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κατά την έννοια του άρθρου 7 παράγραφοι 1 και 2 της Πράξης της 20ής Σεπτεμβρίου 1976. Κατόπιν γενικών εκλογών, η δήλωση αυτή πρέπει να πραγματοποιηθεί, εφόσον είναι δυνατόν, το αργότερο έξι ημέρες πριν από την σύνοδο για τη συγκρότηση του Κοινοβουλίου σε Σώμα. Έως ότου ελεγχθεί η εντολή των βουλευτών ή εκδοθεί απόφαση σε περίπτωση διαφοράς, και υπό τον όρο ότι έχουν προηγουμένως υπογράψει την προαναφερθείσα έγγραφη δήλωση, οι βουλευτές καταλαμβάνουν την έδρα τους στο Κοινοβούλιο και συμμετέχουν στα όργανά του με πλήρη δικαιώματα.

2.   Οι βουλευτές, η εκλογή των οποίων έχει ανακοινωθεί στο Κοινοβούλιο, προβαίνουν σε γραπτή δήλωση, προτού καταλάβουν την έδρα τους στο Κοινοβούλιο, ότι δεν κατέχουν οιοδήποτε αξίωμα ασυμβίβαστο με την ιδιότητα του βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κατά την έννοια του άρθρου 7 παράγραφοι 1 και 2 της Πράξης της 20ής Σεπτεμβρίου 1976. Κατόπιν γενικών εκλογών, η δήλωση αυτή πρέπει να πραγματοποιηθεί, εφόσον είναι δυνατόν, το αργότερο έξι ημέρες πριν από την σύνοδο για τη συγκρότηση του Κοινοβουλίου σε Σώμα. Έως ότου ελεγχθεί η εντολή των βουλευτών ή εκδοθεί απόφαση σε περίπτωση διαφοράς, και υπό τον όρο ότι έχουν προηγουμένως υπογράψει την προαναφερθείσα έγγραφη δήλωση, οι βουλευτές καταλαμβάνουν την έδρα τους στο Κοινοβούλιο και συμμετέχουν στα όργανά του με πλήρη δικαιώματα.

Εφόσον έχει διαπιστωθεί με στοιχεία επαληθεύσιμα από πηγές στις οποίες έχει πρόσβαση το κοινό ότι βουλευτής κατέχει αξίωμα ασυμβίβαστο προς την ιδιότητα του βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κατά την έννοια του άρθρου 7 παράγραφοι 1 και 2 της Πράξης της 20ής Σεπτεμβρίου 1976, το Κοινοβούλιο, με βάση τις πληροφορίες που προσκομίζει ο Πρόεδρός του, διαπιστώνει τη χηρεία της έδρας.

Εφόσον έχει διαπιστωθεί με στοιχεία επαληθεύσιμα από πηγές στις οποίες έχει πρόσβαση το κοινό ότι βουλευτής κατέχει αξίωμα ασυμβίβαστο προς την ιδιότητα του βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κατά την έννοια του άρθρου 7 παράγραφοι 1 και 2 της Πράξης της 20ής Σεπτεμβρίου 1976, το Κοινοβούλιο, με βάση τις πληροφορίες που προσκομίζει ο Πρόεδρός του, διαπιστώνει τη χηρεία της έδρας.

3.   Το Κοινοβούλιο προβαίνει αμέσως, με βάση την έκθεση της αρμόδιας επιτροπής του, στον έλεγχο της εντολής και αποφασίζει για το κύρος της εντολής εκάστου των νεοεκλεγέντων βουλευτών του, καθώς και επί των ενδεχομένων αμφισβητήσεων, οι οποίες προβάλλονται βάσει των διατάξεων της Πράξης της 20ής Σεπτεμβρίου 1976, εξαιρουμένων των αμφισβητήσεων που απορρέουν από εθνικούς εκλογικούς νόμους .

3.   Το Κοινοβούλιο προβαίνει αμέσως, με βάση την έκθεση της αρμόδιας επιτροπής του, στον έλεγχο της εντολής και αποφασίζει για το κύρος της εντολής εκάστου των νεοεκλεγέντων βουλευτών του, καθώς και επί των ενδεχομένων αμφισβητήσεων, οι οποίες προβάλλονται βάσει των διατάξεων της Πράξης της 20ής Σεπτεμβρίου 1976, πλην των αμφισβητήσεων που , σύμφωνα με την Πράξη αυτή, εμπίπτουν αποκλειστικά στις εθνικές διατάξεις στις οποίες παραπέμπει η εν λόγω Πράξη .

 

Η έκθεση της αρμόδιας επιτροπής βασίζεται στην επίσημη ανακοίνωση από κάθε κράτος μέλος του συνόλου των εκλογικών αποτελεσμάτων, στην οποία αναγράφονται τα ονόματα των εκλεγέντων υποψηφίων, καθώς και των ενδεχομένων αντικαταστατών, με τη σειρά που προκύπτει από το αποτέλεσμα των εκλογών.

 

Ο έλεγχος της εντολής βουλευτή μπορεί να γίνει μόνον εφόσον ο τελευταίος έχει προβεί στις γραπτές δηλώσεις που απαιτούνται κατά το παρόν άρθρο, καθώς και κατά το παράρτημα Ι του παρόντος Κανονισμού.

4.     Η έκθεση της αρμόδιας επιτροπής βασίζεται στην επίσημη ανακοίνωση από κάθε κράτος μέλος του συνόλου των εκλογικών αποτελεσμάτων, στην οποία αναγράφονται τα ονόματα των εκλεγέντων υποψηφίων, καθώς και των ενδεχομένων αντικαταστατών, με τη σειρά που προκύπτει από το αποτέλεσμα των εκλογών.

 

Ο έλεγχος της εντολής βουλευτή μπορεί να γίνει μόνον εφόσον ο τελευταίος έχει προβεί στις γραπτές δηλώσεις που απαιτούνται κατά το παρόν άρθρο, καθώς και κατά το παράρτημα Ι του παρόντος Κανονισμού.

 

Το Κοινοβούλιο, στηριζόμενο σε έκθεση της αρμόδιας επιτροπής του, μπορεί ανά πάσα στιγμή να αποφαίνεται επί ενδεχομένων ενστάσεων σχετικά με το κύρος της εντολής οιουδήποτε βουλευτή του.

4.    Το Κοινοβούλιο, στηριζόμενο σε πρόταση της αρμόδιας επιτροπής του, ελέγχει αμελλητί την εντολή κάθε βουλευτή που αντικαθιστά απερχόμενο βουλευτή και μπορεί ανά πάσα στιγμή να αποφαίνεται επί ενδεχομένων ενστάσεων σχετικά με το κύρος της εντολής οιουδήποτε βουλευτή του.

5.   Εφόσον ο διορισμός βουλευτή είναι συνέπεια της παραίτησης υποψηφίων του ίδιου ψηφοδελτίου, η αρμόδια για τον έλεγχο της εντολής επιτροπή μεριμνά ώστε η παραίτηση αυτή να υποβάλλεται σύμφωνα με το πνεύμα και το γράμμα της Πράξης της 20ής Σεπτεμβρίου 1976, καθώς και του άρθρου 4 παράγραφος 3 του παρόντος Κανονισμού.

5.   Εφόσον ο διορισμός βουλευτή είναι συνέπεια της παραίτησης υποψηφίων του ίδιου ψηφοδελτίου, η αρμόδια για τον έλεγχο της εντολής επιτροπή μεριμνά ώστε η παραίτηση αυτή να υποβάλλεται σύμφωνα με το πνεύμα και το γράμμα της Πράξης της 20ής Σεπτεμβρίου 1976, καθώς και του άρθρου 4 παράγραφος 3 του παρόντος Κανονισμού.

6.   Η αρμόδια επιτροπή μεριμνά ώστε κάθε πληροφορία που θα μπορούσε να επηρεάσει την άσκηση της εντολής βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή τη σειρά κατάταξης των αντικαταστατών να γνωστοποιείται αμέσως στο Κοινοβούλιο από τις αρχές των κρατών μελών ή της Ένωσης· στη γνωστοποίηση σημειώνεται η ημερομηνία έναρξης ισχύος, εφόσον πρόκειται περί διορισμού.

6.   Η αρμόδια επιτροπή μεριμνά ώστε κάθε πληροφορία που θα μπορούσε να επηρεάσει την εκλογιμότητα βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή την εκλογιμότητα ή τη σειρά κατάταξης των αντικαταστατών να γνωστοποιείται αμέσως στο Κοινοβούλιο από τις αρχές των κρατών μελών ή της Ένωσης· στη γνωστοποίηση σημειώνεται η ημερομηνία έναρξης ισχύος, εφόσον πρόκειται περί διορισμού.

Στην περίπτωση κατά την οποία οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών κινούν κατά βουλευτή διαδικασία που μπορεί να οδηγήσει στην κήρυξη της έκπτωσής του, ο Πρόεδρος ζητεί από τις εθνικές αρχές να τον ενημερώνουν τακτικά για την πορεία της διαδικασίας. Παραπέμπει το ζήτημα στην αρμόδια επιτροπή, ύστερα από πρόταση της οποίας το Κοινοβούλιο μπορεί να αποφανθεί.

Στην περίπτωση κατά την οποία οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών κινούν κατά βουλευτή διαδικασία που μπορεί να οδηγήσει στην κήρυξη της έκπτωσής του, ο Πρόεδρος ζητεί από τις εθνικές αρχές να τον ενημερώνουν τακτικά για την πορεία της διαδικασίας. Παραπέμπει το ζήτημα στην αρμόδια επιτροπή, ύστερα από πρόταση της οποίας το Κοινοβούλιο μπορεί να αποφανθεί.

Τροπολογία 3

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 4

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 4

Άρθρο 4

Διάρκεια της εντολής

Διάρκεια της εντολής

1.   Η εντολή αρχίζει και λήγει σύμφωνα με τις διατάξεις της Πράξης της 20ής Σεπτεμβρίου 1976. Εκτός αυτού, η εντολή λήγει σε περίπτωση θανάτου ή παραίτησης.

1.   Η εντολή αρχίζει και λήγει σύμφωνα με τα άρθρα 5 και 13 της Πράξης της 20ής Σεπτεμβρίου 1976.

2.     Κάθε βουλευτής παραμένει εν ενεργεία έως την έναρξη της πρώτης συνεδρίασης του Κοινοβουλίου μετά τις εκλογές.

 

3.   Κάθε βουλευτής που υποβάλλει παραίτηση κοινοποιεί στον Πρόεδρο την παραίτηση, καθώς και την ημερομηνία κατά την οποία αυτή αρχίζει να ισχύει, η οποία δεν πρέπει να υπερβαίνει τους τρεις μήνες μετά την κοινοποίηση. Η κοινοποίηση αυτή λαμβάνει τη μορφή πρακτικού που συντάσσεται παρόντος του Γενικού Γραμματέα ή του εκπροσώπου του, υπογράφεται από αυτόν, καθώς και τον ενδιαφερόμενο βουλευτή, και υποβάλλεται αμέσως στην αρμόδια επιτροπή, η οποία την εγγράφει στην ημερήσια διάταξη της πρώτης συνεδρίασης μετά την παραλαβή του εν λόγω εγγράφου.

3.   Κάθε βουλευτής που υποβάλλει παραίτηση κοινοποιεί στον Πρόεδρο την παραίτηση, καθώς και την ημερομηνία κατά την οποία αυτή αρχίζει να ισχύει, η οποία δεν πρέπει να υπερβαίνει τους τρεις μήνες μετά την κοινοποίηση. Η κοινοποίηση αυτή λαμβάνει τη μορφή πρακτικού που συντάσσεται παρόντος του Γενικού Γραμματέα ή του εκπροσώπου του, υπογράφεται από αυτόν, καθώς και τον ενδιαφερόμενο βουλευτή, και υποβάλλεται αμέσως στην αρμόδια επιτροπή, η οποία την εγγράφει στην ημερήσια διάταξη της πρώτης συνεδρίασης μετά την παραλαβή του εν λόγω εγγράφου.

Εάν η αρμόδια επιτροπή κρίνει ότι η παραίτηση δεν ανταποκρίνεται στο πνεύμα ή το γράμμα της Πράξης της 20ής Σεπτεμβρίου 1976, ενημερώνει το Κοινοβούλιο προκειμένου αυτό να αποφασίσει εάν θα διαπιστώσει ή όχι τη χηρεία .

Εάν η αρμόδια επιτροπή κρίνει ότι η παραίτηση είναι σύμφωνη με την Πράξη της 20ής Σεπτεμβρίου 1976, κηρύσσεται η χηρεία της έδρας από την ημερομηνία που αναφέρεται από τον παραιτούμενο βουλευτή στο επίσημο πρακτικό παραίτησης, ο δε Πρόεδρος ενημερώνει σχετικά το Κοινοβούλιο .

Σε αντίθετη περίπτωση, η διαπίστωση της χηρείας πραγματοποιείται από την ημερομηνία που αναφέρεται από τον παραιτούμενο βουλευτή στο πρακτικό παραίτησης. Το Κοινοβούλιο δεν προβαίνει σε ψηφοφορία επί του θέματος .

Εάν η  αρμόδια επιτροπή κρίνει ότι η παραίτηση δεν είναι σύμφωνη με την Πράξη της 20ής Σεπτεμβρίου 1976, προτείνει στο Κοινοβούλιο να μην κηρύξει τη χηρεία της έδρας .

Προκειμένου να αντιμετωπισθούν ορισμένες εξαιρετικές περιστάσεις, κυρίως δε στην περίπτωση κατά την οποία μία ή περισσότερες περίοδοι συνόδου επρόκειτο να διεξαχθούν στο χρονικό διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία αρχίζει να ισχύει η παραίτηση και της πρώτης συνεδρίασης της αρμόδιας επιτροπής, πράγμα το οποίο θα στερούσε, λόγω της μη διαπίστωσης της χηρείας της θέσης, από την πολιτική ομάδα στην οποία ανήκει ο βουλευτής που έχει παραιτηθεί τη δυνατότητα της αντικατάστασης του τελευταίου κατά τις εν λόγω περιόδους συνόδου, θεσπίζεται απλοποιημένη διαδικασία. Με τη διαδικασία αυτή ανατίθεται στον εισηγητή της αρμόδιας επιτροπής, που είναι επιφορτισμένος με τα θέματα αυτά, να εξετάσει χωρίς καθυστέρηση κάθε παραίτηση η οποία έχει κοινοποιηθεί δεόντως και, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η οιαδήποτε καθυστέρηση στην εξέταση της κοινοποίησης θα μπορούσε να έχει αρνητικές συνέπειες, να ζητήσει από τον πρόεδρο της επιτροπής, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3:

 

είτε να ενημερώσει τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εξ ονόματος αυτής της επιτροπής, ότι η χηρεία της έδρας μπορεί να διαπιστωθεί, or

 

είτε να συγκαλέσει έκτακτη συνεδρίαση της επιτροπής του για να εξετάσει κάθε ιδιαίτερη δυσκολία που αντιμετώπισε ο εισηγητής.

 

 

3α.     Εάν δεν προβλέπεται συνεδρίαση της αρμόδιας επιτροπής πριν από την επόμενη περίοδο συνόδου, ο εισηγητής της αρμόδιας επιτροπής εξετάζει αμέσως κάθε παραίτηση που έχει κοινοποιηθεί δεόντως. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες τυχόν καθυστέρηση στην εξέταση της κοινοποίησης θα μπορούσε να έχει αρνητικές συνέπειες, ο εισηγητής παραπέμπει το θέμα στον πρόεδρο της επιτροπής και του ζητεί, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3:

 

να ενημερώσει τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εξ ονόματος αυτής της επιτροπής, ότι μπορεί να κηρυχθεί η χηρεία της έδρας· ή

 

να συγκαλέσει έκτακτη συνεδρίαση της επιτροπής του, για να εξετάσει τις ιδιαίτερες δυσκολίες που αντιμετώπισε ο εισηγητής·

4.    Όταν η αρμόδια αρχή κράτους μέλους ανακοινώνει στον Πρόεδρο τη λήξη της θητείας βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σύμφωνα με τις νομοθετικές διατάξεις του εν λόγω κράτους μέλους, είτε λόγω ασυμβιβάστων κατά την έννοια του άρθρου 7 παράγραφος 3 της Πράξης της 20ής Σεπτεμβρίου 1976, είτε λόγω στέρησης της εντολής κατά την έννοια του άρθρου 13 παράγραφος 3 της εν λόγω Πράξης, ο Πρόεδρος ενημερώνει το Κοινοβούλιο ότι η εντολή έληξε κατά την ημερομηνία που ανακοίνωσε το κράτος μέλος και καλεί το κράτος μέλος να πληρώσει την κενή έδρα αμελλητί .

4.    Εφόσον οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών ή της Ένωσης ή ο ενδιαφερόμενος βουλευτής γνωστοποιήσουν στον Πρόεδρο διορισμό ή εκλογή σε θέση ασυμβίβαστη με την θέση του βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, κατά το άρθρο 7 παράγραφος 1 ή 2 της Πράξης της 20ής Σεπτεμβρίου 1976, ο Πρόεδρος ενημερώνει σχετικά το Κοινοβούλιο , το οποίο διαπιστώνει τη χηρεία της έδρας από την ημέρα έναρξης του ασυμβίβαστου .

Εφόσον οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών ή της Ένωσης ή ο ενδιαφερόμενος βουλευτής γνωστοποιήσουν στον Πρόεδρο διορισμό ή εκλογή σε θέσεις ασυμβίβαστες με την εντολή του βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου , κατά το άρθρο 7 παράγραφοι 1 και 2 της Πράξης της 20ής Σεπτεμβρίου 1976, ο Πρόεδρος ενημερώνει το Κοινοβούλιο, το οποίο διαπιστώνει τη χηρεία της έδρας .

Όταν η αρμόδια αρχή κράτους μέλους ανακοινώνει στον Πρόεδρο τη λήξη της εντολής βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ως αποτέλεσμα είτε πρόσθετου ασυμβίβαστου κατά την έννοια του άρθρου 7 παράγραφος 3 της Πράξης της 20ής Σεπτεμβρίου 1976, είτε στέρησης της εντολής κατά την έννοια του άρθρου 13 παράγραφος 3 της εν λόγω Πράξης , ο Πρόεδρος ενημερώνει το Κοινοβούλιο ότι η εντολή του εν λόγω βουλευτή έληξε κατά την ημερομηνία που ανακοίνωσε το κράτος μέλος. Όταν δεν ανακοινώνεται ημερομηνία, ως ημερομηνία λήξης της εντολής λογίζεται η ημερομηνία της γνωστοποίησης από το κράτος μέλος.

5.    Οι αρχές των κρατών μελών ή της Ένωσης ενημερώνουν προηγουμένως τον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου για κάθε αποστολή που προτίθενται να αναθέσουν σε βουλευτή. Ο Πρόεδρος αναθέτει στην αρμόδια επιτροπή να εξετάσει το συμβατό της σχεδιαζόμενης αποστολής με το γράμμα και το πνεύμα της Πράξης της 20ής Σεπτεμβρίου 1976. Ανακοινώνει τα πορίσματα της επιτροπής αυτής στην Ολομέλεια, στον βουλευτή και στις ενδιαφερόμενες αρχές.

5.    Όταν οι αρχές των κρατών μελών ή της Ένωσης ενημερώνουν τον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου για μια αποστολή που προτίθενται να αναθέσουν σε βουλευτή, ο Πρόεδρος αναθέτει στην αρμόδια επιτροπή να εξετάσει το συμβατό της σχεδιαζόμενης αποστολής με την Πράξη της 20ής Σεπτεμβρίου 1976 και ανακοινώνει τα πορίσματα της επιτροπής αυτής στην Ολομέλεια, στον βουλευτή και στις ενδιαφερόμενες αρχές.

6.     Λογίζεται ως ημερομηνία λήξης της εντολής και έναρξης ισχύος της χηρείας:

 

σε περίπτωση παραίτησης: η ημερομηνία κατά την οποία το Κοινοβούλιο διαπίστωσε τη χηρεία της έδρας, σύμφωνα με το πρακτικό παραίτησης·

 

σε περίπτωση διορισμού ή εκλογής σε θέσεις ασυμβίβαστες με την εντολή του βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κατά το άρθρο 7 παράγραφοι 1 και 2 της Πράξης της 20ής Σεπτεμβρίου 1976, η ημερομηνία γνωστοποίησης από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών ή της Ένωσης.

 

7.   Όταν το Κοινοβούλιο διαπιστώσει τη χηρεία έδρας, ενημερώνει το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος και το καλεί να προβεί σε πλήρωση της έδρας χωρίς καθυστέρηση.

7.   Όταν το Κοινοβούλιο διαπιστώσει τη χηρεία έδρας, ο Πρόεδρος ενημερώνει σχετικά το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος και το καλεί να προβεί σε πλήρωση της έδρας χωρίς καθυστέρηση.

8.     Κάθε αμφισβήτηση του κύρους ήδη ελεγχθείσας εντολής βουλευτή παραπέμπεται στην αρμόδια επιτροπή, η οποία οφείλει να υποβάλει αμέσως έκθεση στο Κοινοβούλιο, το αργότερο δε μέχρι την έναρξη της επομένης περιόδου συνόδου.

 

9.    Το Κοινοβούλιο επιφυλάσσεται, στην περίπτωση που η αποδοχή της εντολής ή η ακύρωσή της φαίνονται πλημμελείς, είτε λόγω συγκεκριμένης ανακρίβειας είτε λόγω έλλειψης συναίνεσης, να χαρακτηρίσει άκυρη την υπό εξέταση εντολή ή να αρνηθεί να διαπιστώσει τη χηρεία της έδρας.

9.   Στην περίπτωση που η αποδοχή της εντολής ή η ακύρωσή της φαίνονται πλημμελείς, είτε λόγω συγκεκριμένης ανακρίβειας είτε λόγω έλλειψης συναίνεσης, το Κοινοβούλιο μπορεί να χαρακτηρίσει άκυρη την υπό εξέταση εντολή ή να αρνηθεί να διαπιστώσει τη χηρεία της έδρας.

Τροπολογία 4

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 5

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 5

Άρθρο 5

Προνόμια και ασυλίες

Προνόμια και ασυλίες

1.   Οι βουλευτές απολαύουν των προνομίων και ασυλιών που προβλέπονται στο πρωτόκολλο περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

1.   Οι βουλευτές απολαύουν των προνομίων και ασυλιών που ορίζονται στο πρωτόκολλο περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.   Η βουλευτική ασυλία δεν αποτελεί προσωπικό προνόμιο των βουλευτών, αλλά εγγύηση της ανεξαρτησίας του Κοινοβουλίου στο σύνολό του και των βουλευτών του.

2.    Το Κοινοβούλιο, κατά την άσκηση των εξουσιών του σχετικά με τα προνόμια και τις ασυλίες, ενεργεί με σκοπό τη διατήρηση της ακεραιότητάς του ως δημοκρατικής νομοθετικής συνέλευσης και τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας των βουλευτών του κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Η βουλευτική ασυλία δεν αποτελεί προσωπικό προνόμιο των βουλευτών, αλλά εγγύηση της ανεξαρτησίας του Κοινοβουλίου στο σύνολό του και των βουλευτών του.

3.    Οι άδειες ελεύθερης διακίνησης που εξασφαλίζουν στους βουλευτές την ελεύθερη κυκλοφορία στα κράτη μέλη εκδίδονται από τον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου αμέσως μόλις του γνωστοποιηθεί η εκλογή τους .

3.    Δελτίο ελεύθερης διέλευσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εξασφαλίζει σε βουλευτή την ελεύθερη κυκλοφορία στα κράτη μέλη και σε άλλες χώρες που το αναγνωρίζουν ως έγκυρο ταξιδιωτικό έγγραφο εκδίδεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση κατόπιν αίτησης του βουλευτή και υπό την προϋπόθεση της έγκρισης του Προέδρου του Κοινοβουλίου .

 

3α.     Για την άσκηση της εντολής του κάθε βουλευτής έχει το δικαίωμα, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού, να λαμβάνει ενεργά μέρος στις εργασίες των επιτροπών και των αντιπροσωπειών του Κοινοβουλίου.

4.   Οι βουλευτές έχουν το δικαίωμα να συμβουλεύονται κάθε φάκελο που βρίσκεται στην κατοχή του Κοινοβουλίου ή μιας επιτροπής, εξαιρέσει των ατομικών φακέλων και λογαριασμών, τους οποίους μπορούν να συμβουλεύονται μόνο οι ίδιοι οι ενδιαφερόμενοι βουλευτές. Εξαιρέσεις από τη βασική αυτή αρχή για το χειρισμό εγγράφων στα οποία μπορεί να απαγορευθεί η πρόσβαση του κοινού, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, ρυθμίζονται στο Παράρτημα VΙI του παρόντος Κανονισμού.

4.   Οι βουλευτές έχουν το δικαίωμα να συμβουλεύονται κάθε φάκελο που βρίσκεται στην κατοχή του Κοινοβουλίου ή μιας επιτροπής, εξαιρέσει των ατομικών φακέλων και λογαριασμών, τους οποίους μπορούν να συμβουλεύονται μόνο οι ίδιοι οι ενδιαφερόμενοι βουλευτές. Εξαιρέσεις από τη βασική αυτή αρχή για το χειρισμό εγγράφων στα οποία μπορεί να απαγορευθεί η πρόσβαση του κοινού, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, ρυθμίζονται στο άρθρο 210α του Κανονισμού.

 

Με τη σύμφωνη γνώμη του Προεδρείου είναι δυνατόν να μην επιτραπεί, με αιτιολογημένη απόφαση, σε βουλευτή να εξετάσει έγγραφο του Κοινοβουλίου, εάν το Προεδρείο, κατόπιν ακροάσεως του βουλευτή, καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η εξέταση θα οδηγούσε σε απαράδεκτη βλάβη των θεσμικών συμφερόντων του Κοινοβουλίου ή του δημοσίου συμφέροντος και ότι ο ενδιαφερόμενος βουλευτής επιδιώκει την εξέταση αυτή για ιδιωτικούς και προσωπικούς λόγους. Ο βουλευτής μπορεί να ασκήσει έγγραφη ένσταση κατά της αποφάσεως αυτής εντός ενός μηνός από την κοινοποίησή της. Για να είναι παραδεκτές, οι έγγραφες ενστάσεις πρέπει να είναι αιτιολογημένες. Επί της ενστάσεως αποφασίζει το Κοινοβούλιο χωρίς συζήτηση κατά τη διάρκεια της περιόδου συνόδου που ακολουθεί την υποβολή της.

Τροπολογία 5

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 6

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 6

Άρθρο 6

Άρση ασυλίας

Άρση ασυλίας

1.    Το Κοινοβούλιο, κατά την άσκηση των εξουσιών του σχετικά με τα προνόμια και τις ασυλίες, ενεργεί με σκοπό τη διατήρηση της ακεραιότητάς του ως δημοκρατικής νομοθετικής συνέλευσης και τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας των βουλευτών του κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Κάθε αίτηση για άρση της ασυλίας αξιολογείται σύμφωνα με τα άρθρα 7, 8 και 9 του πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και με τις αρχές που αναφέρονται στο παρόν άρθρο.

1.   Κάθε αίτηση για άρση της ασυλίας αξιολογείται σύμφωνα με τα άρθρα 7, 8 και 9 του πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και με τις αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 2 .

2.   Όταν ζητείται από βουλευτές να εμφανισθούν ως μάρτυρες ή εμπειρογνώμονες δεν υφίσταται ανάγκη αίτησης για άρση της ασυλίας υπό την προϋπόθεση ότι:

2.   Όταν ζητείται από βουλευτές να εμφανισθούν ως μάρτυρες ή εμπειρογνώμονες δεν υφίσταται ανάγκη αίτησης για άρση της ασυλίας υπό την προϋπόθεση ότι:

οι βουλευτές δεν θα είναι υποχρεωμένοι να εμφανισθούν σε ημερομηνία ή χρόνο που εμποδίζει ή καθιστά δυσχερή την άσκηση των κοινοβουλευτικών τους καθηκόντων ή ότι θα είναι σε θέση να παράσχουν δήλωση γραπτώς ή σε οιαδήποτε άλλη μορφή που δεν θα καθιστά δυσχερή την εκπλήρωση των κοινοβουλευτικών τους καθηκόντων· and

οι βουλευτές δεν θα είναι υποχρεωμένοι να εμφανισθούν σε ημερομηνία ή χρόνο που εμποδίζει ή καθιστά δυσχερή την άσκηση των κοινοβουλευτικών τους καθηκόντων ή ότι θα είναι σε θέση να παράσχουν δήλωση γραπτώς ή σε οιαδήποτε άλλη μορφή που δεν θα καθιστά δυσχερή την εκπλήρωση των κοινοβουλευτικών τους καθηκόντων· και

οι βουλευτές δεν θα υποχρεούνται να καταθέσουν ως μάρτυρες σχετικά με πληροφορίες που έχουν αποκτήσει εμπιστευτικά κατά την άσκηση της εντολής τους και τις οποίες δεν θεωρούν σκόπιμο να αποκαλύψουν.

οι βουλευτές δεν θα υποχρεούνται να καταθέσουν ως μάρτυρες σχετικά με πληροφορίες που έχουν αποκτήσει εμπιστευτικά κατά την άσκηση της εντολής τους και τις οποίες δεν θεωρούν σκόπιμο να αποκαλύψουν.

Τροπολογία 6

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 7

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 7

Άρθρο 7

Υπεράσπιση των προνομίων και ασυλιών

Υπεράσπιση των προνομίων και ασυλιών

1.   Στις περιπτώσεις που εικάζεται ότι τα προνόμια και οι ασυλίες βουλευτή ή πρώην βουλευτή έχουν παραβιασθεί από τις αρχές κράτους μέλους δύναται να υποβληθεί αίτηση προκειμένου το Κοινοβούλιο να αποφανθεί εάν , πράγματι, σημειώθηκε παραβίαση των εν λόγω προνομίων και ασυλιών, σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 1.

1.   Στις περιπτώσεις που εικάζεται ότι τα προνόμια και οι ασυλίες βουλευτή ή πρώην βουλευτή έχουν παραβιασθεί ή πρόκειται να παραβιασθούν από τις αρχές κράτους μέλους, δύναται να υποβληθεί αίτηση προκειμένου το Κοινοβούλιο να αποφανθεί εάν σημειώθηκε ή ενδέχεται να σημειωθεί παραβίαση των εν λόγω προνομίων και ασυλιών, σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 1.

2.   Ειδικότερα, δύναται να υποβληθεί τέτοια αίτηση για την υπεράσπιση προνομίων και ασυλιών εάν κριθεί ότι οι περιστάσεις συνιστούν διοικητικό ή άλλο περιορισμό επιβαλλόμενο στην ελεύθερη μετακίνηση βουλευτών που μεταβαίνουν σ τον τόπο συνεδρίασης του Κοινοβουλίου ή επιστρέφουν από αυτόν ή στην έκφραση γνώμης ή ψήφου δοθείσης κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ή ότι εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 9 του πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.   Ειδικότερα, δύναται να υποβληθεί τέτοια αίτηση για την υπεράσπιση προνομίων και ασυλιών εάν κριθεί ότι οι περιστάσεις θα συνιστούσαν διοικητικό ή άλλο περιορισμό επιβαλλόμενο στην ελεύθερη μετακίνηση βουλευτών που μεταβαίνουν στον τόπο συνεδρίασης του Κοινοβουλίου ή επιστρέφουν από αυτόν ή στην έκφραση γνώμης ή ψήφου δοθείσης κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ή ότι θα ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 9 του πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3.   Αίτηση για την υπεράσπιση των προνομίων και ασυλιών βουλευτή δεν είναι παραδεκτή εάν έχει ήδη ληφθεί αίτηση για την άρση ή την υπεράσπιση της ασυλίας του βουλευτή αυτού όσον αφορά την ίδια νομική διαδικασία , είτε έχει ληφθεί απόφαση κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης υπεράσπισης είτε όχι.

3.   Αίτηση για την υπεράσπιση των προνομίων και ασυλιών βουλευτή δεν είναι παραδεκτή εάν έχει ήδη ληφθεί αίτηση για την άρση ή την υπεράσπιση της ασυλίας του βουλευτή αυτού όσον αφορά τα ίδια περιστατικά , είτε έχει ληφθεί απόφαση κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης υπεράσπισης είτε όχι.

4.   Αίτηση για την υπεράσπιση των προνομίων και ασυλιών βουλευτή δεν εξετάζεται περαιτέρω εάν ληφθεί αίτηση για την άρση της ασυλίας του βουλευτή αυτού όσον αφορά την ίδια νομική διαδικασία .

4.   Αίτηση για την υπεράσπιση των προνομίων και ασυλιών βουλευτή δεν εξετάζεται περαιτέρω εάν ληφθεί αίτηση για την άρση της ασυλίας του βουλευτή αυτού όσον αφορά τα ίδια περιστατικά .

5.   Στις περιπτώσεις που έχει ληφθεί απόφαση για τη μη υπεράσπιση των προνομίων και ασυλιών βουλευτή, ο βουλευτής δύναται να υποβάλει αίτηση για την επανεξέταση της απόφασης υποβάλλοντας νέα στοιχεία. Η αίτηση επανεξέτασης δεν είναι παραδεκτή εάν έχει ασκηθεί προσφυγή κατά της απόφασης βάσει του άρθρου 263 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ή εάν ο Πρόεδρος κρίνει ότι τα υποβληθέντα νέα στοιχεία δεν είναι επαρκώς τεκμηριωμένα ώστε να δικαιολογείται η επανεξέταση.

5.   Στις περιπτώσεις που έχει ληφθεί απόφαση για τη μη υπεράσπιση των προνομίων και ασυλιών βουλευτή, ο βουλευτής δύναται κατ’ εξαίρεση να υποβάλει αίτηση για την επανεξέταση της απόφασης υποβάλλοντας νέα στοιχεία σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 1 του Κανονισμού . Η αίτηση επανεξέτασης δεν είναι παραδεκτή εάν έχει ασκηθεί προσφυγή κατά της απόφασης βάσει του άρθρου 263 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ή εάν ο Πρόεδρος κρίνει ότι τα υποβληθέντα νέα στοιχεία δεν είναι επαρκώς τεκμηριωμένα ώστε να δικαιολογείται η επανεξέταση.

Τροπολογία 7

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 9

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 9

Άρθρο 9

Διαδικασίες σχετικά με την ασυλία

Διαδικασίες σχετικά με την ασυλία

1.   Κάθε αίτηση η οποία απευθύνεται στον Πρόεδρο από αρμόδια αρχή κράτους μέλους με σκοπό την άρση της ασυλίας ενός βουλευτή, ή από βουλευτή ή πρώην βουλευτή με σκοπό την προάσπιση των προνομίων και της ασυλίας, ανακοινώνεται στην Ολομέλεια και παραπέμπεται στην αρμόδια επιτροπή.

1.   Κάθε αίτηση η οποία απευθύνεται στον Πρόεδρο από αρμόδια αρχή κράτους μέλους με σκοπό την άρση της ασυλίας ενός βουλευτή, ή από βουλευτή ή πρώην βουλευτή με σκοπό την προάσπιση των προνομίων και της ασυλίας, ανακοινώνεται στην Ολομέλεια και παραπέμπεται στην αρμόδια επιτροπή.

Ο βουλευτής ή πρώην βουλευτής μπορεί να εκπροσωπείται από άλλον βουλευτή . Η αίτηση δεν μπορεί να υποβάλλεται από άλλον βουλευτή χωρίς τη συγκατάθεση του ενδιαφερομένου βουλευτή .

1α.     Με τη σύμφωνη γνώμη του ενδιαφερόμενου βουλευτή ή πρώην βουλευτή, η αίτηση μπορεί να υποβάλλεται από άλλο βουλευτή , στον οποίο μπορεί να επιτραπεί να εκπροσωπεί τον ενδιαφερόμενο βουλευτή ή πρώην βουλευτή σε όλα τα στάδια της διαδικασίας .

 

Ο βουλευτής που εκπροσωπεί τον ενδιαφερόμενο βουλευτή ή πρώην βουλευτή δεν συμμετέχει στη λήψη των αποφάσεων της επιτροπής.

2.   Η επιτροπή εξετάζει χωρίς καθυστέρηση, αλλά λαμβάνοντας υπόψη την σχετική περιπλοκότητά τους, τις αιτήσεις για άρση της ασυλίας ή τις αιτήσεις για προάσπιση των προνομίων και της ασυλίας.

2.   Η επιτροπή εξετάζει χωρίς καθυστέρηση, αλλά λαμβάνοντας υπόψη την σχετική περιπλοκότητά τους, τις αιτήσεις για άρση της ασυλίας ή τις αιτήσεις για προάσπιση των προνομίων και της ασυλίας.

3.   Η επιτροπή καταρτίζει πρόταση αιτιολογημένης απόφασης που περιορίζεται σε σύσταση για την έγκριση ή την απόρριψη της αίτησης άρσης της ασυλίας ή προάσπισης των προνομίων και της ασυλίας.

3.   Η επιτροπή καταρτίζει πρόταση αιτιολογημένης απόφασης που περιορίζεται σε σύσταση για την έγκριση ή την απόρριψη της αίτησης άρσης της ασυλίας ή προάσπισης των προνομίων και της ασυλίας. Τροπολογίες δεν γίνονται δεκτές. Σε περίπτωση απόρριψης μιας πρότασης, θεωρείται εγκριθείσα η αντίθετη απόφαση.

4.   Η επιτροπή μπορεί να ζητήσει από την ενδιαφερόμενη αρχή να της παράσχει οποιαδήποτε πληροφορία ή επεξήγηση θεωρεί αναγκαία προκειμένου να σχηματίσει γνώμη για το εάν η ασυλία πρέπει να αρθεί ή να προασπισθεί.

4.   Η επιτροπή μπορεί να ζητήσει από την ενδιαφερόμενη αρχή να της παράσχει οποιαδήποτε πληροφορία ή επεξήγηση θεωρεί αναγκαία προκειμένου να σχηματίσει γνώμη για το εάν η ασυλία πρέπει να αρθεί ή να προασπισθεί.

5.   Ο ενδιαφερόμενος βουλευτής πρέπει να έχει την ευκαιρία να εκφράσει την άποψή του, μπορεί να προσκομίσει οποιαδήποτε έγγραφα ή άλλα γραπτά στοιχεία θεωρεί χρήσιμα και μπορεί να εκπροσωπηθεί από άλλον βουλευτή .

5.   Ο ενδιαφερόμενος βουλευτής πρέπει να έχει την ευκαιρία να εκφράσει την άποψή του και μπορεί να προσκομίσει οποιαδήποτε έγγραφα ή άλλα γραπτά στοιχεία θεωρεί χρήσιμα.

Ο βουλευτής δεν παρίσταται στις συζητήσεις σχετικά με την αίτηση άρσης ή υπεράσπισης της ασυλίας του, παρά μόνο στην ίδια την ακρόαση.

Ο βουλευτής δεν παρίσταται στις συζητήσεις σχετικά με την αίτηση άρσης ή υπεράσπισης της ασυλίας του, παρά μόνο στην ίδια την ακρόαση.

Ο πρόεδρος της επιτροπής καλεί τον βουλευτή σε ακρόαση, προσδιορίζοντας την ημερομηνία και την ώρα αυτής. Ο βουλευτής δύναται να παραιτηθεί του δικαιώματος ακρόασης.

Ο πρόεδρος της επιτροπής καλεί τον βουλευτή σε ακρόαση, προσδιορίζοντας την ημερομηνία και την ώρα αυτής. Ο βουλευτής δύναται να παραιτηθεί του δικαιώματος ακρόασης.

Εάν ο βουλευτής δεν παραστεί στην ακρόαση σύμφωνα με την εν λόγω πρόσκληση, λογίζεται ότι παραιτήθηκε του δικαιώματος ακρόασης, εκτός εάν ζητήσει να μη συμμετάσχει στην ακρόαση κατά την προτεινόμενη ημερομηνία και ώρα, αιτιολογώντας την απουσία του. Ο πρόεδρος της επιτροπής αποφασίζει εάν θα κάνει δεκτή την ως άνω αίτηση, λαμβάνοντας υπόψη τους εκτιθέμενους λόγους· κατά της απόφασης του προέδρου δεν επιτρέπεται προσφυγή.

Εάν ο βουλευτής δεν παραστεί στην ακρόαση σύμφωνα με την εν λόγω πρόσκληση, λογίζεται ότι παραιτήθηκε του δικαιώματος ακρόασης, εκτός εάν ζητήσει να μη συμμετάσχει στην ακρόαση κατά την προτεινόμενη ημερομηνία και ώρα, αιτιολογώντας την απουσία του. Ο πρόεδρος της επιτροπής αποφασίζει εάν θα κάνει δεκτή την ως άνω αίτηση, λαμβάνοντας υπόψη τους εκτιθέμενους λόγους· κατά της απόφασης του προέδρου δεν επιτρέπεται προσφυγή.

Εάν ο πρόεδρος της επιτροπής δεχθεί την αίτηση, καλεί τον βουλευτή σε ακρόαση σε νέα ημερομηνία και ώρα. Εάν ο βουλευτής αγνοήσει τη δεύτερη πρόσκληση σε ακρόαση, η διαδικασία συνεχίζεται χωρίς να έχει ακουσθεί ο βουλευτής. Στην περίπτωση αυτή, δεν γίνονται δεκτές περαιτέρω αιτήσεις ακρόασης ή μη συμμετοχής σε αυτή.

Εάν ο πρόεδρος της επιτροπής δεχθεί την αίτηση, καλεί τον βουλευτή σε ακρόαση σε νέα ημερομηνία και ώρα. Εάν ο βουλευτής αγνοήσει τη δεύτερη πρόσκληση σε ακρόαση, η διαδικασία συνεχίζεται χωρίς να έχει ακουσθεί ο βουλευτής. Στην περίπτωση αυτή, δεν γίνονται δεκτές περαιτέρω αιτήσεις ακρόασης ή μη συμμετοχής σε αυτή.

6.   Όταν η αίτηση ζητεί την άρση της ασυλίας για διαφόρους λόγους, ο κάθε ένας από αυτούς μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ξεχωριστής απόφασης. Η έκθεση της επιτροπής μπορεί, κατ’ εξαίρεση, να προτείνει την άρση της ασυλίας μόνο για τις ποινικές διώξεις ενώ, μέχρις ότου εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση, ο βουλευτής έχει ασυλία από κάθε μορφή σύλληψης ή κράτησης ή οποιοδήποτε άλλο μέτρο τον παρεμποδίζει στην άσκηση των καθηκόντων που προβλέπει η εντολή του.

6.   Όταν η αίτηση ζητεί την άρση ή την υπεράσπιση της ασυλίας για διαφόρους λόγους, ο κάθε ένας από αυτούς μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ξεχωριστής απόφασης. Η έκθεση της επιτροπής μπορεί, κατ’ εξαίρεση, να προτείνει την άρση ή την υπεράσπιση της ασυλίας μόνο για τις ποινικές διώξεις ενώ, μέχρις ότου εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση, ο βουλευτής έχει ασυλία από κάθε μορφή σύλληψης ή κράτησης ή οποιοδήποτε άλλο μέτρο τον παρεμποδίζει στην άσκηση των καθηκόντων που προβλέπει η εντολή του.

7.   Η επιτροπή μπορεί να διατυπώσει αιτιολογημένη γνώμη σχετικά με την αρμοδιότητα της εν λόγω αρχής και σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης, αλλά δεν αποφαίνεται σε καμία περίπτωση για την ενοχή ή μη βουλευτών ούτε για το σκόπιμο ή μη της ποινικής δίωξης για την έκφραση γνώμης ή τις πράξεις που τους καταλογίζονται, ακόμη και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η εξέταση της αίτησης παρέχει στην επιτροπή εμπεριστατωμένες πληροφορίες για την υπόθεση.

7.   Η επιτροπή μπορεί να διατυπώσει αιτιολογημένη γνώμη σχετικά με την αρμοδιότητα της εν λόγω αρχής και σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης, αλλά δεν αποφαίνεται σε καμία περίπτωση για την ενοχή ή μη βουλευτών ούτε για το σκόπιμο ή μη της ποινικής δίωξης για την έκφραση γνώμης ή τις πράξεις που τους καταλογίζονται, ακόμη και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η εξέταση της αίτησης παρέχει στην επιτροπή εμπεριστατωμένες πληροφορίες για την υπόθεση.

8.   Η έκθεση της επιτροπής εγγράφεται αυτοδικαίως στην αρχή της ημερήσιας διάταξης της πρώτης συνεδρίασης μετά την κατάθεσή της. Δεν επιτρέπεται να κατατεθεί οποιαδήποτε τροπολογία στην πρόταση ή τις προτάσεις απόφασης .

8.   Η πρόταση απόφασης της επιτροπής εγγράφεται αυτοδικαίως στην ημερήσια διάταξη της πρώτης συνεδρίασης μετά την κατάθεσή της. Δεν επιτρέπεται να κατατεθεί οποιαδήποτε τροπολογία στην πρόταση αυτή .

Η συζήτηση περιορίζεται μόνο στους υπέρ και κατά λόγους για κάθε μία από τις προτάσεις άρσης ή διατήρησης της ασυλίας ή προάσπισης προνομίου ή ασυλίας.

Η συζήτηση περιορίζεται μόνο στους υπέρ και κατά λόγους για κάθε μία από τις προτάσεις άρσης ή διατήρησης της ασυλίας ή προάσπισης προνομίου ή ασυλίας.

Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 164, ο βουλευτής του οποίου τα προνόμια ή τις ασυλίες αφορά η υπόθεση δεν μπορεί να λάβει μέρος στη συζήτηση.

Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 164, ο βουλευτής του οποίου τα προνόμια ή τις ασυλίες αφορά η υπόθεση δεν μπορεί να λάβει μέρος στη συζήτηση.

Η πρόταση ή οι προτάσεις απόφασης που περιέχονται στην έκθεση τίθενται σε ψηφοφορία κατά τη διάρκεια της πρώτης ώρας των ψηφοφοριών μετά τη συζήτηση.

Η πρόταση ή οι προτάσεις απόφασης που περιέχονται στην έκθεση τίθενται σε ψηφοφορία κατά τη διάρκεια της πρώτης ώρας των ψηφοφοριών μετά τη συζήτηση.

Μετά από εξέταση του ζητήματος από το Κοινοβούλιο, διεξάγεται ξεχωριστή ψηφοφορία επί καθεμιάς από τις προτάσεις που περιλαμβάνει η έκθεση. Σε περίπτωση απόρριψης μιας πρότασης, θεωρείται εγκριθείσα η αντίθετη απόφαση.

Μετά από εξέταση του ζητήματος από το Κοινοβούλιο, διεξάγεται ξεχωριστή ψηφοφορία επί καθεμιάς από τις προτάσεις που περιλαμβάνει η έκθεση. Σε περίπτωση απόρριψης μιας πρότασης, θεωρείται εγκριθείσα η αντίθετη απόφαση.

9.   Ο Πρόεδρος ανακοινώνει αμέσως την απόφαση του Κοινοβουλίου στον ενδιαφερόμενο βουλευτή και την αρμόδια αρχή του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, ζητώντας να ενημερώνεται προσωπικώς σχετικά με οιεσδήποτε εξελίξεις της σχετικής διαδικασίας και οιεσδήποτε σχετικές δικαστικές αποφάσεις. Μόλις ο Πρόεδρος λάβει τις πληροφορίες αυτές, τις κοινοποιεί στο Κοινοβούλιο με τον τρόπο που θεωρεί προσφορότερο, εν ανάγκη ύστερα από διαβούλευση με την αρμόδια επιτροπή.

9.   Ο Πρόεδρος ανακοινώνει αμέσως την απόφαση του Κοινοβουλίου στον ενδιαφερόμενο βουλευτή και την αρμόδια αρχή του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, ζητώντας να ενημερώνεται προσωπικώς σχετικά με οιεσδήποτε εξελίξεις της σχετικής διαδικασίας και οιεσδήποτε σχετικές δικαστικές αποφάσεις. Μόλις ο Πρόεδρος λάβει τις πληροφορίες αυτές, τις κοινοποιεί στο Κοινοβούλιο με τον τρόπο που θεωρεί προσφορότερο, εν ανάγκη ύστερα από διαβούλευση με την αρμόδια επιτροπή.

10.   Η επιτροπή εξετάζει αυτά τα ζητήματα και χειρίζεται τα όποια έγγραφα λάβει με τη μεγαλύτερη δυνατή εμπιστευτικότητα.

10.   Η επιτροπή εξετάζει αυτά τα ζητήματα και χειρίζεται τα όποια έγγραφα λάβει με τη μεγαλύτερη δυνατή εμπιστευτικότητα. Η επιτροπή εξετάζει πάντα κεκλεισμένων των θυρών τις αιτήσεις που υπόκεινται στις διαδικασίες τις σχετικές με την ασυλία.

11.    Η επιτροπή μπορεί, μετά από διαβούλευση με τα κράτη μέλη, να καταρτίσει ενδεικτικό κατάλογο των αρχών των κρατών μελών οι οποίες είναι αρμόδιες να υποβάλουν αίτηση για την άρση της ασυλίας βουλευτή .

11.    Το Κοινοβούλιο εξετάζει μόνο αιτήσεις για την άρση της ασυλίας βουλευτή οι οποίες του έχουν διαβιβαστεί από τις δικαστικές αρχές ή από τις Μόνιμες Αντιπροσωπείες των κρατών μελών .

12.   Η επιτροπή ορίζει τις αρχές για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

12.   Η επιτροπή ορίζει τις αρχές για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

13.   Οποιοδήποτε αίτημα εκ μέρους αρμόδιας αρχής για παροχή πληροφοριών ως προς το πεδίο εφαρμογής των προνομίων ή ασυλιών των βουλευτών διεκπεραιώνεται σύμφωνα με τους ανωτέρω κανόνες.

13.   Οποιοδήποτε αίτημα εκ μέρους αρμόδιας αρχής για παροχή πληροφοριών ως προς το πεδίο εφαρμογής των προνομίων ή ασυλιών των βουλευτών διεκπεραιώνεται σύμφωνα με τους ανωτέρω κανόνες.

Τροπολογία 8

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 10

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 10

διαγράφεται

Εφαρμογή του Καθεστώτος των βουλευτών

 

Το Κοινοβούλιο εγκρίνει το Καθεστώς των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και κάθε τροποποίησή του με βάση πρόταση της αρμόδιας επιτροπής. Το άρθρο 150 παράγραφος 1 εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν. Το Προεδρείο είναι αρμόδιο για την εφαρμογή των κανόνων αυτών και αποφασίζει για τα δημοσιονομικά κονδύλια με βάση τον ετήσιο προϋπολογισμό.

 

Τροπολογίες 9 και 314

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 11

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 11

Άρθρο 11

Οικονομικά συμφέροντα των βουλευτών, κανόνες συμπεριφοράς , υποχρεωτικό Μητρώο Διαφάνειας και πρόσβαση στο Κοινοβούλιο

Οικονομικά συμφέροντα των βουλευτών και κανόνες συμπεριφοράς

1.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αποφασίζει περί των κανόνων διαφάνειας για τα οικονομικά συμφέροντα των βουλευτών του, με τη μορφή κώδικα δεοντολογίας που εγκρίνεται με την πλειοψηφία των μελών του , σύμφωνα με το άρθρο 232 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και προσαρτάται στον παρόντα Κανονισμό (1).

1.   Το Κοινοβούλιο αποφασίζει περί των κανόνων διαφάνειας για τα οικονομικά συμφέροντα των βουλευτών του με τη μορφή κώδικα δεοντολογίας που εγκρίνεται από την πλειοψηφία των μελών του και προσαρτάται στον παρόντα Κανονισμό (1).

Οι κανόνες αυτοί δεν μπορούν με κανένα τρόπο να θίγουν ή να περιορίζουν την άσκηση της εντολής και των πολιτικών ή άλλων συναφών δραστηριοτήτων που συνδέονται μ’ αυτήν.

Οι κανόνες αυτοί δεν θίγουν ούτε περιορίζουν κατά τα άλλα την άσκηση της εντολής και των πολιτικών ή άλλων συναφών δραστηριοτήτων που συνδέονται μ’ αυτήν.

 

1α.     Οι βουλευτές θα πρέπει να υιοθετήσουν τη συστηματική πρακτική να πραγματοποιούν συναντήσεις μόνο με εκπροσώπους ομάδων συμφερόντων που έχουν εγγραφεί επισήμως στο μητρώο διαφάνειας  () .

2.   Η συμπεριφορά των βουλευτών χαρακτηρίζεται από αμοιβαίο σεβασμό, βασίζεται στις ευρωπαϊκές αξίες και αρχές όπως καθορίζονται με τα θεμελιώδη κείμενα της Ένωσης, διαφυλάσσει το κύρος του Κοινοβουλίου και δεν δύναται να παρεμποδίζει την απρόσκοπτη λειτουργία των κοινοβουλευτικών εργασιών ούτε την ηρεμία στο σύνολο των εγκαταστάσεων του Κοινοβουλίου. Οι βουλευτές συμμορφώνονται προς τους κανόνες του Κοινοβουλίου σχετικά με τη διαχείριση εμπιστευτικών πληροφοριών.

2.   Η συμπεριφορά των βουλευτών χαρακτηρίζεται από αμοιβαίο σεβασμό, βασίζεται στις ευρωπαϊκές αξίες και αρχές όπως καθορίζονται στις Συνθήκες και ειδικότερα στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και διαφυλάσσει το κύρος του Κοινοβουλίου . Επιπλέον, δεν παρεμποδίζει την απρόσκοπτη λειτουργία των κοινοβουλευτικών εργασιών , την τήρηση της ασφάλειας και τάξης στις εγκαταστάσεις του Κοινοβουλίου ή τη λειτουργία του εξοπλισμού του Κοινοβουλίου .

 

Οι βουλευτές κατά τις κοινοβουλευτικές συζητήσεις δεν καταφεύγουν σε συκοφαντικές, ρατσιστικές ή ξενοφοβικές δηλώσεις ή συμπεριφορές και δεν χρησιμοποιούν πανό ή πλακάτ.

 

Οι βουλευτές συμμορφώνονται προς τους κανόνες του Κοινοβουλίου σχετικά με τη διαχείριση εμπιστευτικών πληροφοριών.

Η μη τήρηση των εν λόγω αρχών και κανόνων δύναται να οδηγήσει στην εφαρμογή μέτρων κατά τα άρθρα 165, 166 και 167.

Η μη τήρηση των εν λόγω αρχών και κανόνων δύναται να οδηγήσει στην εφαρμογή μέτρων κατά τα άρθρα 165, 166 και 167.

3.   Η εφαρμογή του παρόντος άρθρου δεν μπορεί να επηρεάζει την ένταση των κοινοβουλευτικών συζητήσεων ή την ελευθερία λόγου των βουλευτών.

3.   Η εφαρμογή του παρόντος άρθρου δεν μπορεί να επηρεάζει κατά τα άλλα την ένταση των κοινοβουλευτικών συζητήσεων ή την ελευθερία λόγου των βουλευτών.

Βασίζεται στον πλήρη σεβασμό των προνομιών των βουλευτών, όπως καθορίζονται με το πρωτογενές δίκαιο και με το Καθεστώς που ισχύει ως προς αυτούς.

Βασίζεται στον πλήρη σεβασμό των προνομίων των βουλευτών, όπως καθορίζονται με το πρωτογενές δίκαιο και με το Καθεστώς που ισχύει ως προς αυτούς.

Στηρίζεται στην αρχή της διαφάνειας και διασφαλίζει ότι κάθε σχετική διάταξη θα γνωστοποιείται στους βουλευτές, οι οποίοι ενημερώνονται ατομικώς για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους.

Στηρίζεται στην αρχή της διαφάνειας και διασφαλίζει ότι κάθε σχετική διάταξη θα γνωστοποιείται στους βουλευτές, οι οποίοι ενημερώνονται ατομικώς για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους.

 

3α.     Όταν πρόσωπο το οποίο έχει προσληφθεί από βουλευτή ή πρόσωπο του οποίου την πρόσβαση στις εγκαταστάσεις ή τον εξοπλισμό του Κοινοβουλίου έχει διευκολύνει βουλευτής δεν τηρεί τους κανόνες συμπεριφοράς που ορίζονται στην παράγραφο 2, οι ποινές που προσδιορίζονται στο άρθρο 166 μπορεί, αν κριθεί ενδεδειγμένο, να επιβληθούν στον βουλευτή.

4.    Με την έναρξη κάθε κοινοβουλευτικής περιόδου, οι Κοσμήτορες ορίζουν τον ανώτατο αριθμό διαπιστευμένων βοηθών που δικαιούται κάθε βουλευτής (διαπιστευμένοι βοηθοί)

4.   Οι Κοσμήτορες ορίζουν τον ανώτατο αριθμό διαπιστευμένων βοηθών που δικαιούται κάθε βουλευτής.

5.     Οι κάρτες ελευθέρας εισόδου μακράς διαρκείας χορηγούνται σε πρόσωπα ξένα προς τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, υπό την ευθύνη των Κοσμητόρων. Οι εν λόγω κάρτες ελευθέρας εισόδου έχουν μέγιστη διάρκεια ισχύος ένα έτος, με δυνατότητα ανανέωσης. Οι λεπτομέρειες χρησιμοποίησης των καρτών αυτών καθορίζονται από το Προεδρείο.

 

Οι εν λόγω κάρτες ελευθέρας εισόδου μπορεί να χορηγηθούν:

 

στα πρόσωπα που είναι εγγεγραμμένα στο Μητρώο Διαφάνειας  (2) ή που αντιπροσωπεύουν ή εργάζονται για λογαριασμό οργανισμών που έχουν εγγραφεί στο Μητρώο· ωστόσο, η εγγραφή δεν στοιχειοθετεί αυτόματο δικαίωμα σε τέτοιες κάρτες εισόδου·

 

στα πρόσωπα που επιθυμούν να επισκέπτονται συχνά τους χώρους του Κοινοβουλίου αλλά δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας σχετικά με την καθιέρωση Μητρώου Διαφάνειας  (3) ·

 

στους τοπικούς βοηθούς των βουλευτών καθώς και στα πρόσωπα τα οποία επικουρούν τα μέλη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής και της Επιτροπής Περιφερειών.

 

6.     Οι εγγραφόμενοι στο Μητρώο Διαφάνειας οφείλουν, στο πλαίσιο των σχέσεών τους με το Κοινοβούλιο, να σέβονται:

 

τον κώδικα δεοντολογίας που επισυνάπτεται στη συμφωνία  (4) ·

 

τις διαδικασίες και τις άλλες υποχρεώσεις που ορίζονται από τη συμφωνία· και

 

τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, καθώς και τις διατάξεις εφαρμογής του.

 

7.     Οι Κοσμήτορες ορίζουν σε ποιο βαθμό έχει εφαρμογή ο κώδικας δεοντολογίας στα πρόσωπα τα οποία, παρά το ότι κατέχουν κάρτα ελευθέρας εισόδου μακράς διαρκείας, δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας.

 

8.     Η κάρτα ελευθέρας εισόδου αφαιρείται ύστερα από αιτιολογημένη απόφαση των Κοσμητόρων στις εξής περιπτώσεις:

 

διαγραφή από το Μητρώο Διαφάνειας, εκτός εάν υπάρχουν σημαντικοί λόγοι που αντιτίθενται στην αφαίρεση·

 

σοβαρή παράλειψη της τήρησης των υποχρεώσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 6.

 

9.     Το Προεδρείο, ύστερα από πρόταση του Γενικού Γραμματέα, θεσπίζει τα απαραίτητα μέτρα για την εφαρμογή του Μητρώου Διαφάνειας, σύμφωνα με τις διατάξεις της συμφωνίας για την καθιέρωση του εν λόγω Μητρώου.

 

Οι διατάξεις εφαρμογής των παραγράφων 5 έως 8 ορίζονται σε παράρτημα  (5) .

 

10.   Οι κανόνες συμπεριφοράς, τα δικαιώματα και τα προνόμια πρώην βουλευτών καθορίζονται με απόφαση του Προεδρείου. Δεν γίνεται διάκριση στη μεταχείριση πρώην βουλευτών.

10.   Οι κανόνες συμπεριφοράς, τα δικαιώματα και τα προνόμια πρώην βουλευτών καθορίζονται με απόφαση του Προεδρείου. Δεν γίνεται διάκριση στη μεταχείριση πρώην βουλευτών.

Τροπολογία 10

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 12

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 12

Άρθρο 12

Εσωτερικές έρευνες που διεξάγονται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF)

Εσωτερικές έρευνες που διεξάγονται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF)

Το κοινό καθεστώς που προβλέπεται στη Διοργανική Συμφωνία της 25ης Μαΐου 1999 όσον αφορά τις εσωτερικές έρευνες που διεξάγονται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και που περιέχει τα αναγκαία μέτρα για τη διευκόλυνση της καλής διεξαγωγής των ερευνών που πραγματοποιούνται από την Υπηρεσία εφαρμόζεται στο Κοινοβούλιο, σύμφωνα με την απόφαση του Κοινοβουλίου που περιλαμβάνεται ως παράρτημα στον Κανονισμό  (6).

Το κοινό καθεστώς που προβλέπεται στη διοργανική συμφωνία της 25ης Μαΐου 1999 όσον αφορά τις εσωτερικές έρευνες που διεξάγονται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και που περιέχει τα αναγκαία μέτρα για τη διευκόλυνση της ομαλής διεξαγωγής των ερευνών που πραγματοποιούνται από την Υπηρεσία εφαρμόζεται στο Κοινοβούλιο, σύμφωνα με την απόφαση του Κοινοβουλίου , της 18ης Νοεμβρίου 1999, σχετικά με τους όρους και τις προϋποθέσεις για τη διενέργεια εσωτερικών ερευνών όσον αφορά την πρόληψη της απάτης, της διαφθοράς και κάθε παράνομης δραστηριότητας εις βάρος των συμφερόντων των Κοινοτήτων .

Τροπολογία 11

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 13

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 13

Άρθρο 13

Παρατηρητές

Παρατηρητές

1.   Μετά την υπογραφή συνθήκης για την προσχώρηση κράτους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ο Πρόεδρος, με την έγκριση της Διάσκεψης των Προέδρων, μπορεί να καλέσει το κοινοβούλιο του προσχωρούντος κράτους να ορίσει από τις τάξεις του αριθμό παρατηρητών ίσο με τον αριθμό των μελλοντικών εδρών που θα διαθέτει το κράτος αυτό στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

1.   Μετά την υπογραφή συνθήκης για την προσχώρηση κράτους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ο Πρόεδρος, με την έγκριση της Διάσκεψης των Προέδρων, μπορεί να καλέσει το κοινοβούλιο του προσχωρούντος κράτους να ορίσει από τις τάξεις του αριθμό παρατηρητών ίσο με τον αριθμό των μελλοντικών εδρών που θα διαθέτει το κράτος αυτό στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

2.   Οι παρατηρητές αυτοί συμμετέχουν στις διαδικασίες του Κοινοβουλίου έως ότου τεθεί σε εφαρμογή η συνθήκη προσχώρησης και έχουν το δικαίωμα να λαμβάνουν το λόγο στις επιτροπές και στις πολιτικές ομάδες. Δεν έχουν δικαίωμα ψήφου ή να υποβάλουν υποψηφιότητα για αξιώματα εντός του Κοινοβουλίου. Η συμμετοχή τους δεν έχει νομικές συνέπειες στις διαδικασίες του Κοινοβουλίου.

2.   Οι παρατηρητές αυτοί συμμετέχουν στις διαδικασίες του Κοινοβουλίου έως ότου τεθεί σε εφαρμογή η συνθήκη προσχώρησης και έχουν το δικαίωμα να λαμβάνουν το λόγο στις επιτροπές και στις πολιτικές ομάδες. Δεν έχουν δικαίωμα ψήφου ή υποβολής υποψηφιότητας για αξιώματα εντός του Κοινοβουλίου ούτε εκπροσωπούν το Κοινοβούλιο εξωτερικά . Η συμμετοχή τους δεν έχει νομικές συνέπειες στις διαδικασίες του Κοινοβουλίου.

3.   Όσον αφορά τη χρήση των εγκαταστάσεων του Κοινοβουλίου και την απόδοση των δαπανών στις οποίες υποβάλλονται στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων τους ως παρατηρητές, τυγχάνουν της ίδιας μεταχείρισης με τους βουλευτές του Κοινοβουλίου.

3.   Όσον αφορά τη χρήση των εγκαταστάσεων του Κοινοβουλίου και την απόδοση των δαπανών ταξιδίου και διαμονής στις οποίες υποβάλλονται στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων τους ως παρατηρητές, τυγχάνουν της ίδιας μεταχείρισης με τους βουλευτές του Κοινοβουλίου.

Τροπολογία 12

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 14

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 14

Άρθρο 14

Προσωρινή άσκηση προεδρίας

Προσωρινή άσκηση προεδρίας

1.   Στη συνεδρίαση που προβλέπει το άρθρο 146 παράγραφος 2, καθώς και σε κάθε άλλη συνεδρίαση για την εκλογή του Προέδρου και του Προεδρείου ο απερχόμενος Πρόεδρος ή απουσία αυτού, ένας από τους Αντιπροέδρους κατά την τάξη της εκλογής τους ή, ελλείψει αυτών, ο βουλευτής με τη μακρότερη θητεία ασκεί χρέη Προέδρου μέχρι την ανακοίνωση της εκλογής του Προέδρου.

1.   Στη συνεδρίαση που προβλέπει το άρθρο 146 παράγραφος 2, καθώς και σε κάθε άλλη συνεδρίαση για την εκλογή του Προέδρου και του Προεδρείου, ο απερχόμενος Πρόεδρος ή, απουσία αυτού, ένας από τους Αντιπροέδρους κατά την τάξη της εκλογής τους ή, ελλείψει αυτών, ο βουλευτής με τη μακρότερη θητεία ασκεί χρέη Προέδρου μέχρι την ανακοίνωση της εκλογής του Προέδρου.

2.   Καμία συζήτηση με αντικείμενο άσχετο προς την εκλογή του Προέδρου ή τον έλεγχο της εντολής δεν μπορεί να διεξαχθεί υπό την προεδρία του βουλευτή που ασκεί προσωρινά την προεδρία σύμφωνα με την παράγραφο 1.

2.   Καμία συζήτηση με αντικείμενο άσχετο προς την εκλογή του Προέδρου ή τον έλεγχο της εντολής , σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο, δεν μπορεί να διεξαχθεί υπό την προεδρία του βουλευτή που ασκεί προσωρινά την προεδρία σύμφωνα με την παράγραφο 1. Κάθε άλλο θέμα που εγείρεται σχετικά με τον έλεγχο της εντολής κατά την προεδρία του βουλευτή, παραπέμπεται στην αρμόδια επιτροπή.

Ο βουλευτής που ασκεί προσωρινά την προεδρία σύμφωνα με την παράγραφο 1 ασκεί τις αρμοδιότητες του Προέδρου του άρθρου 3 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο. Κάθε άλλο θέμα σχετικό με τον έλεγχο της εντολής κατά την προεδρία του βουλευτή, παραπέμπεται στην επιτροπή που είναι επιφορτισμένη με τον έλεγχο της εντολής.

 

Τροπολογίες 13 και 383

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 15

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 15

Άρθρο 15

Υποψηφιότητες και γενικές διατάξεις

Υποψηφιότητες και γενικές διατάξεις

1.   Ο Πρόεδρος , οι Αντιπρόεδροι και οι Κοσμήτορες εκλέγονται με μυστική ψηφοφορία, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 182. Οι υποψηφιότητες υποβάλλονται με τη συναίνεση των ενδιαφερομένων. Υποβάλλονται από πολιτική ομάδα ή από σαράντα τουλάχιστον βουλευτές. Όταν όμως ο αριθμός των υποψηφιοτήτων δεν υπερβαίνει τον αριθμό των προς πλήρωση εδρών, οι υποψήφιοι μπορούν να εκλέγονται δια βοής.

1.   Ο Πρόεδρος εκλέγεται με μυστική ψηφοφορία, και ακολούθως οι Aντιπρόεδροι και οι Kοσμήτορες , σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 182.

 

Οι υποψηφιότητες υποβάλλονται, με τη συναίνεση των υποψηφίων, μόνο από πολιτική ομάδα ή από σαράντα τουλάχιστον βουλευτές. Νέες υποψηφιότητες μπορεί να υποβάλλονται πριν από κάθε ψηφοφορία.

 

Όταν ο αριθμός των υποψηφιοτήτων δεν υπερβαίνει τον αριθμό των προς πλήρωση εδρών, οι υποψήφιοι εκλέγονται δια βοής , εκτός αν το ένα πέμπτο τουλάχιστον των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο ζητήσει μυστική ψηφοφορία.

 

Σε περίπτωση που διεξαχθεί μία μοναδική ψηφοφορία για περισσότερα του ενός αξιώματα, το ψηφοδέλτιο θεωρείται έγκυρο μόνο αν δοθεί πάνω από το ήμισυ των διαθέσιμων ψήφων.

Εάν ένας μόνο αντιπρόεδρος πρέπει να αντικατασταθεί και υπάρχει ένας μόνο υποψήφιος, αυτός μπορεί να εκλεγεί δια βοής. Ο Πρόεδρος διαθέτει διακριτική ευχέρεια για να αποφασίσει εάν η εκλογή θα λάβει χώρα δια βοής ή με μυστική ψηφοφορία. Ο εκλεγείς υποψήφιος καταλαμβάνει στην τάξη της εκλογής τη θέση του αντιπροέδρου που αντικαθιστά.

 

2.   Κατά την εκλογή του Προέδρου, των Αντιπροέδρων και των Κοσμητόρων, πρέπει να επιδιώκεται συνολικά η δίκαιη εκπροσώπηση των κρατών μελών καθώς και των πολιτικών τάσεων .

2.   Κατά την εκλογή του Προέδρου, των Αντιπροέδρων και των Κοσμητόρων, πρέπει να επιδιώκεται συνολικά δίκαιη εκπροσώπηση των πολιτικών απόψεων, καθώς και ισορροπία ως προς το φύλο και τη γεωγραφική προέλευση .

Τροπολογία 14

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 16

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 16

Άρθρο 16

Εκλογή του Προέδρου — Εναρκτήριος λόγος

Εκλογή του Προέδρου — Εναρκτήριος λόγος

1.    Πρώτα εκλέγεται ο Πρόεδρος. Πριν από κάθε ψηφοφορία οι υποψηφιότητες πρέπει να υποβάλλονται στον βουλευτή που ασκεί προσωρινά την προεδρία σύμφωνα με το άρθρο 14, ο οποίος τις ανακοινώνει στο Κοινοβούλιο. Αν, ύστερα από τρεις ψηφοφορίες, κανένας υποψήφιος δεν έχει λάβει την απόλυτη πλειοψηφία των ψηφισάντων, υποψηφιότητα στην τέταρτη ψηφοφορία μπορούν να υποβάλουν μόνο οι δύο βουλευτές οι οποίοι έλαβαν στην τρίτη ψηφοφορία το μεγαλύτερο αριθμό ψήφων· σε περίπτωση ισοψηφίας θεωρείται εκλεγείς ο πρεσβύτερος από τους υποψηφίους.

1.    Οι υποψηφιότητες για το αξίωμα του Προέδρου υποβάλλονται στον βουλευτή που ασκεί προσωρινά την προεδρία σύμφωνα με το άρθρο 14, ο οποίος τις ανακοινώνει στο Κοινοβούλιο. Αν, ύστερα από τρεις ψηφοφορίες, κανένας υποψήφιος δεν έχει λάβει την απόλυτη πλειοψηφία των ψηφισάντων, υποψηφιότητα στην τέταρτη ψηφοφορία μπορούν να υποβάλουν , κατά παρέκκλιση από το άρθρο 15 παράγραφος 1, μόνο οι δύο βουλευτές οι οποίοι έλαβαν στην τρίτη ψηφοφορία το μεγαλύτερο αριθμό ψήφων· σε περίπτωση ισοψηφίας θεωρείται εκλεγείς ο πρεσβύτερος από τους υποψηφίους.

2.   Αμέσως μετά την εκλογή του Προέδρου, ο βουλευτής που ασκεί προσωρινά την προεδρία σύμφωνα με το άρθρο 14 του παραχωρεί την προεδρική έδρα. Μόνον ο εκλεγείς Πρόεδρος μπορεί να εκφωνήσει εναρκτήριο λόγο.

2.   Αμέσως μετά την εκλογή του Προέδρου, ο βουλευτής που ασκεί προσωρινά την προεδρία σύμφωνα με το άρθρο 14 του παραχωρεί την προεδρική έδρα. Μόνον ο εκλεγείς Πρόεδρος μπορεί να εκφωνήσει εναρκτήριο λόγο.

Τροπολογία 15

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 17

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 17

Άρθρο 17

Εκλογή των Αντιπροέδρων

Εκλογή των Αντιπροέδρων

1.   Ακολούθως εκλέγονται οι Αντιπρόεδροι, με ένα μόνο ψηφοδέλτιο . Εκλέγονται με την πρώτη ψηφοφορία, έως τον αριθμό των δεκατεσσάρων και κατά τη σειρά των ψήφων που έλαβαν, οι υποψήφιοι που έχουν συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία των ψηφισάντων. Αν ο αριθμός των εκλεγέντων Αντιπροέδρων είναι μικρότερος από τον αριθμό των προς πλήρωση εδρών, διεξάγεται και δεύτερη ψηφοφορία, με τους ίδιους όρους, για να πληρωθούν οι υπόλοιπες έδρες. Αν απαιτηθεί και τρίτη ψηφοφορία, τότε αρκεί η σχετική πλειοψηφία. Σε περίπτωση ισοψηφίας, εκλεγέντες θεωρούνται οι πρεσβύτεροι από τους υποψηφίους.

1.   Ακολούθως εκλέγονται οι Αντιπρόεδροι, με μία μοναδική ψηφοφορία . Εκλέγονται με την πρώτη ψηφοφορία, έως τον αριθμό των δεκατεσσάρων και κατά τη σειρά των ψήφων που έλαβαν, οι υποψήφιοι που έχουν συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία των ψηφισάντων. Αν ο αριθμός των εκλεγέντων Αντιπροέδρων είναι μικρότερος από τον αριθμό των προς πλήρωση εδρών, διεξάγεται και δεύτερη ψηφοφορία, με τους ίδιους όρους, για να πληρωθούν οι υπόλοιπες έδρες. Αν απαιτηθεί και τρίτη ψηφοφορία, τότε αρκεί η σχετική πλειοψηφία. Σε περίπτωση ισοψηφίας, εκλεγέντες θεωρούνται οι πρεσβύτεροι από τους υποψηφίους.

Παρά το γεγονός ότι, αντίθετα προς το άρθρο 16 παράγραφος 1, η υποβολή νέων υποψηφιοτήτων μεταξύ των διαφόρων γύρων ψηφοφορίας δεν προβλέπεται ρητώς κατά την εκλογή των Αντιπροέδρων, αυτή ισχύει αυτοδικαίως ως απορρέουσα από το κυριαρχικό δικαίωμα του Σώματος, που πρέπει να μπορεί να αποφασίζει επί κάθε δυνατής υποψηφιότητας, και αυτό εφόσον η έλλειψη της εν λόγω δυνατότητας θα μπορούσε να αποτελέσει εμπόδιο στην καλή διεξαγωγή της εκλογής.

 

2.   Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 20 παράγραφος 1 η τάξη των Αντιπροέδρων καθορίζεται από τη σειρά της εκλογής τους και, σε περίπτωση ισοψηφίας, από την ηλικία.

2.   Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 20 παράγραφος 1 η τάξη των Αντιπροέδρων καθορίζεται από τη σειρά της εκλογής τους και, σε περίπτωση ισοψηφίας, από την ηλικία.

Όταν η εκλογή γίνεται διά βοής, διενεργείται μυστική ψηφοφορία για τον καθορισμό της τάξης της εκλογής.

Όταν η εκλογή γίνεται διά βοής, διενεργείται μυστική ψηφοφορία για τον καθορισμό της τάξης της εκλογής.

Τροπολογία 16

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 18

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 18

Άρθρο 18

Εκλογή των Κοσμητόρων

Εκλογή των Κοσμητόρων

Μετά την εκλογή των Αντιπροέδρων, το Κοινοβούλιο εκλέγει πέντε Κοσμήτορες.

Το Κοινοβούλιο εκλέγει πέντε Κοσμήτορες με την ίδια διαδικασία που χρησιμοποιείται και για την εκλογή των Αντιπροέδρων.

Η εκλογή αυτή διεξάγεται σύμφωνα με τους ίδιους κανόνες που εφαρμόζονται και στην εκλογή των Αντιπροέδρων.

 

Τροπολογία 17

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 19

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 19

Άρθρο 19

Διάρκεια της θητείας

Διάρκεια της θητείας

1.   Η θητεία του Προέδρου, των Αντιπροέδρων και των Κοσμητόρων διαρκεί δυόμισι έτη.

1.   Η θητεία του Προέδρου, των Αντιπροέδρων και των Κοσμητόρων διαρκεί δυόμισι έτη.

Όταν βουλευτής αλλάζει πολιτική ομάδα διατηρεί, για το υπόλοιπο της θητείας των δυόμισι ετών, την έδρα που τυχόν κατέχει στο Προεδρείο ή στο Σώμα των Κοσμητόρων .

Όταν βουλευτής αλλάζει πολιτική ομάδα διατηρεί, για το υπόλοιπο της θητείας των δυόμισι ετών, την έδρα που τυχόν κατέχει στο Προεδρείο ή ως Κοσμήτορας .

2.   Αν προκύψει χηρεία έδρας πριν από το τέλος του χρονικού αυτού διαστήματος, βουλευτής που εκλέγεται σε αντικατάσταση ασκεί τα βουλευτικά καθήκοντα για το υπολειπόμενο διάστημα της θητείας του προκατόχου.

2.   Αν προκύψει χηρεία έδρας πριν από το τέλος του χρονικού αυτού διαστήματος, βουλευτής που εκλέγεται σε αντικατάσταση ασκεί τα βουλευτικά καθήκοντα για το υπολειπόμενο διάστημα της θητείας του προκατόχου.

Τροπολογία 18

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 20

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 20

Άρθρο 20

Χηρεύοντα αξιώματα

Χηρεύοντα αξιώματα

1.   Αν παραστεί ανάγκη να αναπληρωθεί ο Πρόεδρος, ή Αντιπρόεδρος ή Κοσμήτορας, η εκλογή διαδόχου πραγματοποιείται σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις.

1.   Αν παραστεί ανάγκη να αναπληρωθεί ο Πρόεδρος, ή Αντιπρόεδρος ή Κοσμήτορας, η εκλογή διαδόχου πραγματοποιείται σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις.

Κάθε νέος Αντιπρόεδρος καταλαμβάνει στη σειρά του προβαδίσματος τη θέση του προσώπου που αντικαθιστά.

Κάθε νέος Αντιπρόεδρος καταλαμβάνει στη σειρά του προβαδίσματος τη θέση του προσώπου που αντικαθιστά.

2.   Εάν χηρεύει η προεδρική έδρα, ο πρώτος Αντιπρόεδρος ασκεί καθήκοντα Προέδρου έως την εκλογή νέου Προέδρου.

2.   Εάν χηρεύσει η προεδρική έδρα, ένας Αντιπρόεδρος , βάσει της τάξης εκλογής, ασκεί καθήκοντα Προέδρου έως την εκλογή νέου Προέδρου.

Τροπολογία 19

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 22

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 22

Άρθρο 22

Καθήκοντα του Προέδρου

Καθήκοντα του Προέδρου

1.   Ο Πρόεδρος διευθύνει , σύμφωνα με τους όρους του παρόντος Κανονισμού, το σύνολο των δραστηριοτήτων του Κοινοβουλίου και των οργάνων του. Διαθέτει όλες τις εξουσίες για την προεδρία των συνεδριάσεων του Κοινοβουλίου και τη διασφάλιση της απρόσκοπτης διεξαγωγής τους.

1.   Ο Πρόεδρος διευθύνει το σύνολο των δραστηριοτήτων του Κοινοβουλίου και των οργάνων του , σε συμφωνία με τους όρους του παρόντος Κανονισμού . Διαθέτει όλες τις εξουσίες για την προεδρία των συνεδριάσεων του Κοινοβουλίου και τη διασφάλιση της απρόσκοπτης διεξαγωγής τους.

Στην παρούσα διάταξη δύναται να δοθεί η ερμηνεία ότι μεταξύ των εξουσιών του Προέδρου περιλαμβάνεται και η εξουσία να θέτει τέρμα στην υπερβολική υποβολή αιτημάτων, όπως παρατηρήσεις επί της εφαρμογής του κανονισμού, αιτήσεις επί της διαδικασίας, αιτιολογήσεις ψήφου και αιτήσεις για χωριστές, κατά τμήματα και δι’ ονομαστικής κλήσεως ψηφοφορίες, όταν ο Πρόεδρος είναι πεπεισμένος ότι προφανώς αποσκοπούν και θα οδηγήσουν σε παρατεταμένη και σοβαρή παρακώλυση των διαδικασιών του Σώματος ή των δικαιωμάτων άλλων βουλευτών.

 

Μεταξύ των εξουσιών του Προέδρου κατά την παρούσα διάταξη περιλαμβάνεται επίσης η εξουσία να θέτει τα κείμενα σε ψηφοφορία με σειρά διαφορετική από τη σειρά ψηφοφοριών που καθορίζεται στο έγγραφο που αποτελεί το αντικείμενο της ψηφοφορίας. Κατ’ αναλογία προς τις διατάξεις του άρθρου 174 παράγραφος 7, ο Πρόεδρος μπορεί να λάβει επί τούτου την προηγούμενη συγκατάθεση του Σώματος.

 

2.   Ο Πρόεδρος κηρύσσει την έναρξη, τη διακοπή και τη λήξη των συνεδριάσεων. Αποφαίνεται σχετικά με το παραδεκτό των τροπολογιών , τις ερωτήσεις προς το Συμβούλιο και την Επιτροπή , καθώς και τη συμμόρφωση των εκθέσεων προς τον Κανονισμό. διασφαλίζει την τήρηση του Κανονισμού, τηρεί την τάξη, δίνει το λόγο, κηρύσσει τη λήξη των συνεδριάσεων, θέτει τα ζητήματα σε ψηφοφορία και ανακοινώνει τα αποτελέσματα των ψηφοφοριών. Διαβιβάζει στις επιτροπές τις ανακοινώσεις που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά τους.

2.   Ο Πρόεδρος κηρύσσει την έναρξη, τη διακοπή και τη λήξη των συνεδριάσεων. Αποφαίνεται σχετικά με το παραδεκτό των τροπολογιών και των άλλων κειμένων που τίθενται σε ψηφοφορία , καθώς και σχετικά με το παραδεκτό των κοινοβουλευτικών ερωτήσεων· διασφαλίζει την τήρηση του Κανονισμού, τηρεί την τάξη, δίνει το λόγο, κηρύσσει τη λήξη των συνεδριάσεων, θέτει τα ζητήματα σε ψηφοφορία και ανακοινώνει τα αποτελέσματα των ψηφοφοριών· διαβιβάζει στις επιτροπές τις ανακοινώσεις που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά τους.

3.   Ο Πρόεδρος δεν μπορεί να λάβει το λόγο σε συζήτηση παρά μόνο για να καθορίσει σε ποιό σημείο βρίσκεται το θέμα και να επαναφέρει τους ομιλητές σ’ αυτό· αν όμως επιθυμεί να συμμετάσχει σε συζήτηση, κατέρχεται από την έδρα του και δεν μπορεί να επανέλθει σ’ αυτή πριν λήξει η εν λόγω συζήτηση.

3.   Ο Πρόεδρος δεν μπορεί να λάβει το λόγο σε συζήτηση παρά μόνο για να καθορίσει σε ποιο σημείο βρίσκεται το θέμα και να επαναφέρει τους ομιλητές σ’ αυτό. Aν όμως επιθυμεί να συμμετάσχει σε συζήτηση, κατέρχεται από την έδρα του και δεν μπορεί να επανέλθει σ’ αυτή πριν λήξει η εν λόγω συζήτηση.

4.   Στις διεθνείς σχέσεις, στις τελετές, στις διοικητικές, δικαστικές ή οικονομικές πράξεις, το Κοινοβούλιο εκπροσωπείται από τον Πρόεδρό του, ο οποίος μπορεί να μεταβιβάσει τις εξουσίες αυτές.

4.   Στις διεθνείς σχέσεις, στις τελετές, στις διοικητικές, δικαστικές ή οικονομικές πράξεις, το Κοινοβούλιο εκπροσωπείται από τον Πρόεδρό του, ο οποίος μπορεί να μεταβιβάσει τις εξουσίες αυτές.

 

4α.     Ο Πρόεδρος είναι υπεύθυνος για την ασφάλεια και το απαραβίαστο των εγκαταστάσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Τροπολογία 20

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 23

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 23

Άρθρο 23

Καθήκοντα των Αντιπροέδρων

Καθήκοντα των Αντιπροέδρων

1.   Αν ο Πρόεδρος απουσιάζει, κωλύεται ή επιθυμεί να συμμετάσχει στη συζήτηση, σύμφωνα με το άρθρο 22 παράγραφος 3, αναπληρώνεται από έναν Αντιπρόεδρο, σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 2.

1.   Αν ο Πρόεδρος απουσιάζει, κωλύεται ή επιθυμεί να συμμετάσχει στη συζήτηση, σύμφωνα με το άρθρο 22 παράγραφος 3, αναπληρώνεται από έναν Αντιπρόεδρο, σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 2.

2.   Οι Αντιπρόεδροι ασκούν επίσης τα καθήκοντα που τους έχουν ανατεθεί με βάση τα άρθρα 25, 27 παράγραφοι 3 και 5, και 71 παράγραφος 3.

2.   Οι Αντιπρόεδροι ασκούν επίσης τα καθήκοντα που τους έχουν ανατεθεί με βάση τα άρθρα 25, 27 παράγραφοι 3 και 5, και 71 παράγραφος 3.

3.   Ο Πρόεδρος μπορεί να αναθέτει στους αντιπροέδρους οποιαδήποτε καθήκοντα, όπως η εκπροσώπηση του Κοινοβουλίου σε καθορισμένες τελετές ή εκδηλώσεις. Ειδικότερα, ο Πρόεδρος μπορεί να ορίσει Αντιπρόεδρο για να αναλάβει τις αρμοδιότητες που ανατίθενται στον Πρόεδρο με το άρθρο 130 παράγραφος 2 και με το παράρτημα ΙΙ παράγραφος 3 .

3.   Ο Πρόεδρος μπορεί να αναθέτει στους αντιπροέδρους οποιαδήποτε καθήκοντα, όπως η εκπροσώπηση του Κοινοβουλίου σε καθορισμένες τελετές ή εκδηλώσεις. Ειδικότερα, ο Πρόεδρος μπορεί να ορίσει Αντιπρόεδρο για να αναλάβει τις αρμοδιότητες που ανατίθενται στον Πρόεδρο με τα άρθρα 129 και 130 παράγραφος 2.

Τροπολογία 21

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 25

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 25

Άρθρο 25

Καθήκοντα του Προεδρείου

Καθήκοντα του Προεδρείου

1.   Το Προεδρείο ασκεί τα καθήκοντα που του αναθέτει ο Κανονισμός.

1.   Το Προεδρείο ασκεί τα καθήκοντα που του αναθέτει ο Κανονισμός.

2.   Το Προεδρείο ρυθμίζει τα οικονομικά, οργανωτικά και διοικητικά ζητήματα που αφορούν την εσωτερική οργάνωση του Κοινοβουλίου, τη γραμματεία του και τα όργανά του.

2.   Το Προεδρείο ρυθμίζει τα οικονομικά, οργανωτικά και διοικητικά ζητήματα που αφορούν την εσωτερική οργάνωση του Κοινοβουλίου, τη γραμματεία του και τα όργανά του.

3.   Το Προεδρείο ρυθμίζει τα οικονομικά, οργανωτικά και διοικητικά ζητήματα που αφορούν τους βουλευτές, μετά από πρόταση του Γενικού Γραμματέα ή πολιτικής ομάδας.

3.   Το Προεδρείο ρυθμίζει τα οικονομικά, οργανωτικά και διοικητικά ζητήματα που αφορούν τους βουλευτές, μετά από πρόταση του Γενικού Γραμματέα ή πολιτικής ομάδας.

4.   Το Προεδρείο ρυθμίζει τα ζητήματα που αφορούν τη διεξαγωγή των συνεδριάσεων.

4.   Το Προεδρείο ρυθμίζει τα ζητήματα που αφορούν τη διεξαγωγή των συνεδριάσεων.

Η έννοια της διεξαγωγής των συνεδριάσεων περιλαμβάνει τα ζητήματα που σχετίζονται με τη συμπεριφορά των βουλευτών εντός του συνόλου των χώρων του Κοινοβουλίου.

 

5.   Το Προεδρείο εγκρίνει τις διατάξεις περί μη εγγεγραμμένων που προβλέπει το άρθρο 35.

5.   Το Προεδρείο εγκρίνει τις διατάξεις περί μη εγγεγραμμένων που προβλέπει το άρθρο 35.

6.   Το Προεδρείο καταρτίζει το οργανόγραμμα της Γενικής Γραμματείας, καθώς και τις διατάξεις σχετικά με την υπηρεσιακή και οικονομική κατάσταση των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού.

6.   Το Προεδρείο καταρτίζει το οργανόγραμμα της Γενικής Γραμματείας, καθώς και τις διατάξεις σχετικά με την υπηρεσιακή και οικονομική κατάσταση των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού.

7.   Το Προεδρείο καταρτίζει το προσχέδιο της κατάστασης των προβλεπομένων δαπανών και εσόδων του Κοινοβουλίου.

7.   Το Προεδρείο καταρτίζει το προσχέδιο της κατάστασης των προβλεπομένων δαπανών και εσόδων του Κοινοβουλίου.

8.   Το Προεδρείο εγκρίνει τις οδηγίες για τους Κοσμήτορες σύμφωνα με το άρθρο 28 .

8.   Το Προεδρείο εγκρίνει τις οδηγίες για τους Κοσμήτορες και μπορεί να τους ζητήσει να εκτελέσουν συγκεκριμένα καθήκοντα .

9.   Το Προεδρείο είναι το αρμόδιο όργανο για την παροχή έγκρισης διεξαγωγής συνεδριάσεων επιτροπών εκτός των συνήθων τόπων εργασίας, ακροάσεων, καθώς και ταξιδιών μελέτης και ενημέρωσης που πραγματοποιούν οι εισηγητές.

9.   Το Προεδρείο είναι το αρμόδιο όργανο για την παροχή έγκρισης διεξαγωγής συνεδριάσεων ή αποστολών επιτροπών εκτός των συνήθων τόπων εργασίας, ακροάσεων, καθώς και ταξιδιών μελέτης και ενημέρωσης που πραγματοποιούν οι εισηγητές.

Εφόσον εγκρίνεται η διεξαγωγή των συνεδριάσεων ή συναντήσεων αυτών, το γλωσσικό καθεστώς τους καθορίζεται με βάση τις γλώσσες που χρησιμοποιούνται και ζητούνται από τα τακτικά και αναπληρωματικά μέλη της εν λόγω επιτροπής .

Εφόσον εγκρίνεται η διεξαγωγή των συνεδριάσεων ή συναντήσεων ή αποστολών αυτών, το γλωσσικό καθεστώς τους καθορίζεται με βάση τον Κώδικα Δεοντολογίας για την Πολυγλωσσία που έχει εγκριθεί από το Προεδρείο. O ίδιος κανόνας ισχύει και για τις αντιπροσωπείες .

Το ίδιο ισχύει όσον αφορά τις αντιπροσωπείες, εκτός εάν υπάρχει συμφωνία των ενδιαφερομένων τακτικών και αναπληρωματικών μελών.

 

10.   Το Προεδρείο διορίζει το Γενικό Γραμματέα σύμφωνα με το άρθρο 222.

10.   Το Προεδρείο διορίζει το Γενικό Γραμματέα σύμφωνα με το άρθρο 222.

11.   Το Προεδρείο καθορίζει τους κανόνες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2004/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, σχετικά με το καθεστώς και τη χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων σε ευρωπαϊκό επίπεδο , και αναλαμβάνει, στο πλαίσιο της εφαρμογής του ανωτέρω κανονισμού, τα καθήκοντα που του αναθέτει ο παρών Κανονισμός.

11.   Το Προεδρείο καθορίζει τους κανόνες εφαρμογής των ρυθμίσεων που διέπουν τα πολιτικά κόμματα και ιδρύματα σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

12.   Το Προεδρείο θεσπίζει κανόνες σχετικά με τη διαχείριση εμπιστευτικών πληροφοριών από το Κοινοβούλιο και τα όργανά του, τους αξιωματούχους και άλλα μέλη , λαμβάνοντας υπόψη οιαδήποτε διοργανική συμφωνία έχει συναφθεί επί των θεμάτων. Οι εν λόγω κανόνες δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και προσαρτώνται στον παρόντα Κανονισμό  (7).

12.   Το Προεδρείο θεσπίζει κανόνες σχετικά με τη διαχείριση εμπιστευτικών πληροφοριών από το Κοινοβούλιο και τα όργανά του, τους αξιωματούχους και άλλους βουλευτές , λαμβάνοντας υπόψη οιαδήποτε διοργανική συμφωνία έχει συναφθεί επί των θεμάτων. Οι εν λόγω κανόνες δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

13.   Ο Πρόεδρος ή/και το Προεδρείο μπορούν να αναθέσουν σε ένα ή περισσότερα μέλη του Προεδρείου γενικά ή ειδικά καθήκοντα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Προέδρου ή/και του Προεδρείου. Συγχρόνως, καθορίζονται οι όροι άσκησης των εν λόγω καθηκόντων.

13.   Ο Πρόεδρος ή/και το Προεδρείο μπορούν να αναθέσουν σε ένα ή περισσότερα μέλη του Προεδρείου γενικά ή ειδικά καθήκοντα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Προέδρου ή/και του Προεδρείου. Συγχρόνως, καθορίζονται οι όροι άσκησης των εν λόγω καθηκόντων.

14.   Το Προεδρείο ορίζει δύο αντιπροέδρους στους οποίους ανατίθεται η εποπτεία των σχέσεων με τα εθνικά κοινοβούλια.

14.   Το Προεδρείο ορίζει δύο αντιπροέδρους στους οποίους ανατίθεται η εποπτεία των σχέσεων με τα εθνικά κοινοβούλια.

Οι εν λόγω αντιπρόεδροι υποβάλλουν τακτικά έκθεση στη Διάσκεψη των Προέδρων όσον αφορά τις δραστηριότητές τους στο πλαίσιο αυτό.

 

 

14α.     Το Προεδρείο ορίζει έναν αντιπρόεδρο στον οποίο ανατίθεται η διεξαγωγή δομημένου διαλόγου με την ευρωπαϊκή κοινωνία των πολιτών σχετικά με μείζονα θέματα

 

14β.     Το Προεδρείο είναι αρμόδιο για την εφαρμογή του Καθεστώτος των Bουλευτών και αποφασίζει για το ύψος των αποδοχών με βάση τον ετήσιο προϋπολογισμό.

15.     Κατά την επανεκλογή του Κοινοβουλίου, το απερχόμενο Προεδρείο συνεχίζει να ασκεί τα καθήκοντά του έως την πρώτη συνεδρίαση του νέου Κοινοβουλίου.

 

 

Τροπολογία 22

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 26

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 26

Άρθρο 26

Σύνθεση της Διάσκεψης των Προέδρων

Σύνθεση της Διάσκεψης των Προέδρων

1.   Η Διάσκεψη των Προέδρων αποτελείται από τον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου και τους προέδρους των πολιτικών ομάδων. Ο πρόεδρος πολιτικής ομάδας μπορεί να εκπροσωπηθεί από μέλος της ομάδας του.

1.   Η Διάσκεψη των Προέδρων αποτελείται από τον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου και τους προέδρους των πολιτικών ομάδων. Ο πρόεδρος πολιτικής ομάδας μπορεί να εκπροσωπηθεί από μέλος της ομάδας του.

2.   Ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου προσκαλεί έναν από τους μη εγγεγραμμένους βουλευτές να συμμετάσχει στις συνεδριάσεις της Διάσκεψης των Προέδρων χωρίς δικαίωμα ψήφου.

2.   Ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου , αφού δώσει τη δυνατότητα στους μη εγγεγραμμένους βουλευτές να εκφράσουν τις απόψεις τους, προσκαλεί έναν από αυτούς να συμμετάσχει στις συνεδριάσεις της Διάσκεψης των Προέδρων χωρίς δικαίωμα ψήφου.

3.   Η Διάσκεψη των Προέδρων επιδιώκει την επίτευξη συναίνεσης σχετικά με θέματα των οποίων έχει επιληφθεί.

3.   Η Διάσκεψη των Προέδρων επιδιώκει την επίτευξη συναίνεσης σχετικά με θέματα των οποίων έχει επιληφθεί.

Σε περίπτωση αδυναμίας να επιτευχθεί συναίνεση, διεξάγεται σταθμισμένη ψηφοφορία με βάση τη δύναμη κάθε πολιτικής ομάδας.

Σε περίπτωση αδυναμίας να επιτευχθεί συναίνεση, διεξάγεται σταθμισμένη ψηφοφορία με βάση τη δύναμη κάθε πολιτικής ομάδας.

Τροπολογίες 23 και 387

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 27

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 27

Άρθρο 27

Καθήκοντα της Διάσκεψης των Προέδρων

Καθήκοντα της Διάσκεψης των Προέδρων

1.   Η Διάσκεψη των Προέδρων ασκεί τα καθήκοντα που της αναθέτει ο Κανονισμός.

1.   Η Διάσκεψη των Προέδρων ασκεί τα καθήκοντα που της αναθέτει ο Κανονισμός.

2.   Η Διάσκεψη των Προέδρων αποφασίζει σχετικά με την οργάνωση των εργασιών του Κοινοβουλίου και με τα ζητήματα που αφορούν τον προγραμματισμό του νομοθετικού έργου.

2.   Η Διάσκεψη των Προέδρων αποφασίζει σχετικά με την οργάνωση των εργασιών του Κοινοβουλίου και με τα ζητήματα που αφορούν τον προγραμματισμό του νομοθετικού έργου.

3.   Η Διάσκεψη των Προέδρων είναι το αρμόδιο όργανο επί θεμάτων που αφορούν τις σχέσεις με τα λοιπά θεσμικά και άλλα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και με τα εθνικά κοινοβούλια των κρατών μελών.

3.   Η Διάσκεψη των Προέδρων είναι το αρμόδιο όργανο επί θεμάτων που αφορούν τις σχέσεις με τα λοιπά θεσμικά και άλλα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και με τα εθνικά κοινοβούλια των κρατών μελών. Οι αποφάσεις σχετικά με την εντολή και τη σύνθεση της αντιπροσωπείας του Κοινοβουλίου που πρόκειται να συμμετέχει στις συζητήσεις που διεξάγονται στο Συμβούλιο και σε άλλα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αφορούν βασικά θέματα της εξέλιξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (διαδικασία «Sherpa») λαμβάνονται με βάση τις σχετικές θέσεις που ενέκρινε το Κοινοβούλιο και με συνεκτίμηση της ποικιλομορφίας των πολιτικών απόψεων που εκφράζονται στους κόλπους του Kοινοβουλίου. Οι αντιπρόεδροι στους οποίους έχουν ανατεθεί οι σχέσεις με τα εθνικά κοινοβούλια υποβάλλουν τακτικά έκθεση στη Διάσκεψη των Προέδρων όσον αφορά τις δραστηριότητές τους στο πλαίσιο αυτό.

4.   Η Διάσκεψη των Προέδρων είναι το αρμόδιο όργανο επί θεμάτων που αφορούν τις σχέσεις με τρίτες χώρες και με θεσμικά ή άλλα όργανα και οργανισμούς της Ένωσης.

4.   Η Διάσκεψη των Προέδρων είναι το αρμόδιο όργανο επί θεμάτων που αφορούν τις σχέσεις με τρίτες χώρες και με θεσμικά ή άλλα όργανα και οργανισμούς της Ένωσης.

5.   Η Διάσκεψη των Προέδρων είναι αρμόδια για τη διεξαγωγή δομημένου διαλόγου με την ευρωπαϊκή κοινωνία των πολιτών σχετικά με μείζονα θέματα. Στο πλαίσιο αυτό δύναται να περιλαμβάνεται η διοργάνωση δημοσίων συζητήσεων επί θεμάτων γενικού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος, με δυνατότητα συμμετοχής των ενδιαφερόμενων πολιτών. Το Προεδρείο ορίζει έναν αντιπρόεδρο στον οποίο ανατίθεται η πραγματοποίηση των διαβουλεύσεων και ο οποίος υποβάλλει έκθεση στη Διάσκεψη των Προέδρων.

5.   Η Διάσκεψη των Προέδρων είναι αρμόδια για τη διεξαγωγή δομημένου διαλόγου με την ευρωπαϊκή κοινωνία των πολιτών σχετικά με μείζονα θέματα. Στο πλαίσιο αυτό δύναται να περιλαμβάνεται η διοργάνωση δημοσίων συζητήσεων επί θεμάτων γενικού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος, με δυνατότητα συμμετοχής των ενδιαφερόμενων πολιτών. O Aντιπρόεδρος που είναι αρμόδιος για τη διεξαγωγή αυτού του διαλόγου υποβάλλει τακτικά έκθεση στη Διάσκεψη των Προέδρων σχετικά με τις δραστηριότητές του στο θέμα αυτό .

6.   Η Διάσκεψη των Προέδρων καταρτίζει το σχέδιο ημερήσιας διάταξης των περιόδων συνόδου του Κοινοβουλίου.

6.   Η Διάσκεψη των Προέδρων καταρτίζει το σχέδιο ημερήσιας διάταξης των περιόδων συνόδου του Κοινοβουλίου.

7.   Η Διάσκεψη των Προέδρων είναι το αρμόδιο όργανο για τη σύνθεση και τις αρμοδιότητες των επιτροπών και των εξεταστικών επιτροπών, καθώς και των μικτών κοινοβουλευτικών επιτροπών, των μονίμων αντιπροσωπειών και των ειδικών αντιπροσωπειών.

7.   Η Διάσκεψη των Προέδρων υποβάλλει προτάσεις στο Κοινοβούλιο σχετικά με τη σύνθεση και τις αρμοδιότητες των επιτροπών, των εξεταστικών επιτροπών, των μικτών κοινοβουλευτικών επιτροπών και των μονίμων αντιπροσωπειών . Η Διάσκεψη των Προέδρων είναι αρμόδια για την έγκριση ειδικών αντιπροσωπειών.

8.   Η Διάσκεψη των Προέδρων αποφασίζει την κατανομή των θέσεων στην αίθουσα συνεδριάσεων σύμφωνα με το άρθρο 36.

8.   Η Διάσκεψη των Προέδρων αποφασίζει την κατανομή των θέσεων στην αίθουσα συνεδριάσεων σύμφωνα με το άρθρο 36.

9.   Η Διάσκεψη των Προέδρων είναι το αρμόδιο όργανο για την εξουσιοδότηση σύνταξης εκθέσεων πρωτοβουλίας.

9.   Η Διάσκεψη των Προέδρων είναι το αρμόδιο όργανο για την εξουσιοδότηση σύνταξης εκθέσεων πρωτοβουλίας.

10.   Η Διάσκεψη των Προέδρων προβαίνει σε προτάσεις προς το Προεδρείο όσον αφορά τα διοικητικά προβλήματα και τα προβλήματα προϋπολογισμού που αντιμετωπίζουν οι πολιτικές ομάδες.

10.   Η Διάσκεψη των Προέδρων προβαίνει σε προτάσεις προς το Προεδρείο όσον αφορά τα διοικητικά ζητήματα και τα ζητήματα προϋπολογισμού που αντιμετωπίζουν οι πολιτικές ομάδες.

Τροπολογία 24

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 28

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 28

Άρθρο 28

Καθήκοντα των Κοσμητόρων

Καθήκοντα των Κοσμητόρων

Οι Κοσμήτορες είναι υπεύθυνοι για διοικητικής και οικονομικής φύσης θέματα που αφορούν άμεσα τους βουλευτές, σύμφωνα με τις οδηγίες που εκδίδει το Προεδρείο.

Οι Κοσμήτορες είναι υπεύθυνοι για διοικητικής και οικονομικής φύσης θέματα που αφορούν άμεσα τους βουλευτές, σύμφωνα με τις οδηγίες που εκδίδει το Προεδρείο , καθώς και για άλλα καθήκοντα που τους ανατίθενται .

Τροπολογία 25

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 29

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 29

Άρθρο 29

Διάσκεψη των Προέδρων των Επιτροπών

Διάσκεψη των Προέδρων των Επιτροπών

1.   Η Διάσκεψη των Προέδρων των Επιτροπών αποτελείται από τους Προέδρους όλων των μονίμων ή ειδικών επιτροπών και εκλέγει τον Πρόεδρό της.

1.   Η Διάσκεψη των Προέδρων των Επιτροπών αποτελείται από τους Προέδρους όλων των μονίμων ή ειδικών επιτροπών και εκλέγει τον Πρόεδρό της.

Σε περίπτωση απουσίας του προέδρου, την προεδρία της συνεδρίασης της Διάσκεψης αναλαμβάνει ο πρεσβύτερος βουλευτής ή, σε περίπτωση κωλύματος αυτού, ο πρεσβύτερος παρών βουλευτής.

1α.    Σε περίπτωση απουσίας του προέδρου, την προεδρία της συνεδρίασης της Διάσκεψης αναλαμβάνει ο πρεσβύτερος παρών βουλευτής.

2.   Η Διάσκεψη των Προέδρων των Επιτροπών μπορεί να προβαίνει σε συστάσεις προς τη Διάσκεψη των Προέδρων σχετικά με τις εργασίες των επιτροπών και την κατάρτιση της ημερήσιας διάταξης των περιόδων συνόδου.

2.   Η Διάσκεψη των Προέδρων των Επιτροπών μπορεί να προβαίνει σε συστάσεις προς τη Διάσκεψη των Προέδρων σχετικά με τις εργασίες των επιτροπών και την κατάρτιση της ημερήσιας διάταξης των περιόδων συνόδου.

3.   Το Προεδρείο και η Διάσκεψη των Προέδρων μπορούν να αναθέτουν ορισμένα καθήκοντα στη Διάσκεψη των Προέδρων των Επιτροπών.

3.   Το Προεδρείο και η Διάσκεψη των Προέδρων μπορούν να αναθέτουν ορισμένα καθήκοντα στη Διάσκεψη των Προέδρων των Επιτροπών.

Τροπολογία 26

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 30

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 30

Άρθρο 30

Διάσκεψη των Προέδρων των Αντιπροσωπειών

Διάσκεψη των Προέδρων των Αντιπροσωπειών

1.   Η Διάσκεψη των Προέδρων των Αντιπροσωπειών αποτελείται από τους Προέδρους όλων των μονίμων διακοινοβουλευτικών αντιπροσωπειών και εκλέγει τον Πρόεδρό της.

1.   Η Διάσκεψη των Προέδρων των Αντιπροσωπειών αποτελείται από τους Προέδρους όλων των μονίμων διακοινοβουλευτικών αντιπροσωπειών και εκλέγει τον Πρόεδρό της.

Σε περίπτωση απουσίας του προέδρου, την προεδρία της συνεδρίασης της Διάσκεψης αναλαμβάνει ο πρεσβύτερος βουλευτής ή, σε περίπτωση κωλύματος αυτού, ο πρεσβύτερος παρών βουλευτής.

1α.    Σε περίπτωση απουσίας του προέδρου, την προεδρία της συνεδρίασης της Διάσκεψης αναλαμβάνει ο πρεσβύτερος παρών βουλευτής.

2.   Η Διάσκεψη των Προέδρων των Αντιπροσωπειών μπορεί να προβαίνει σε συστάσεις προς τη Διάσκεψη των Προέδρων σχετικά με τις εργασίες των αντιπροσωπειών.

2.   Η Διάσκεψη των Προέδρων των Αντιπροσωπειών μπορεί να προβαίνει σε συστάσεις προς τη Διάσκεψη των Προέδρων σχετικά με τις εργασίες των αντιπροσωπειών.

3.   Το Προεδρείο και η Διάσκεψη των Προέδρων μπορούν να αναθέτουν ορισμένα καθήκοντα στη Διάσκεψη των Προέδρων των Αντιπροσωπειών.

3.   Το Προεδρείο και η Διάσκεψη των Προέδρων μπορούν να αναθέτουν ορισμένα καθήκοντα στη Διάσκεψη των Προέδρων των Αντιπροσωπειών.

Τροπολογία 27

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 30 α (νέο)

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

 

Άρθρο 30α

 

Συνέχεια αξιώματος κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου

 

Κατά την επανεκλογή του Κοινοβουλίου, όλα τα όργανα και οι κάτοχοι αξιώματος του απερχόμενου Kοινοβουλίου συνεχίζουν να ασκούν τα καθήκοντά τους έως την πρώτη συνεδρίαση του νέου Κοινοβουλίου.

Τροπολογία 28

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 31

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 31

Άρθρο 31

Δημοσιότητα των αποφάσεων του Προεδρείου και της Διάσκεψης των Προέδρων

Δημοσιότητα των αποφάσεων του Προεδρείου και της Διάσκεψης των Προέδρων

1.   Τα Πρακτικά του Προεδρείου και της Διάσκεψης των Προέδρων μεταφράζονται στις επίσημες γλώσσες , τυπώνονται και διανέμονται σε όλους τους βουλευτές του Κοινοβουλίου και είναι προσβάσιμα στο κοινό, εκτός εάν, κατ’ εξαίρεση, το Προεδρείο ή η Διάσκεψη των Προέδρων αποφασίσουν διαφορετικά ως προς ορισμένα σημεία των πρακτικών για να διαφυλάξουν το απόρρητο, όπως ορίζεται με το άρθρο 4 παράγραφοι 1 έως 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

1.   Τα Πρακτικά του Προεδρείου και της Διάσκεψης των Προέδρων μεταφράζονται στις επίσημες γλώσσες και διανέμονται σε όλους τους βουλευτές του Κοινοβουλίου και είναι προσβάσιμα στο κοινό, εκτός εάν, κατ’ εξαίρεση, το Προεδρείο ή η Διάσκεψη των Προέδρων αποφασίσουν διαφορετικά ως προς ορισμένα σημεία των πρακτικών για να διαφυλάξουν το απόρρητο, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 4 παράγραφοι 1 έως 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

2.   Κάθε βουλευτής μπορεί να υποβάλλει ερωτήσεις σχετικά με τις δραστηριότητες του Προεδρείου, της Διάσκεψης των Προέδρων και των Κοσμητόρων. Οι εν λόγω ερωτήσεις υποβάλλονται εγγράφως στον Πρόεδρο, κοινοποιούνται στα μέλη και δημοσιεύονται, μαζί με τις απαντήσεις που δίνονται, στην ιστοσελίδα του Κοινοβουλίου εντός 30 ημερών από της υποβολής τους.

2.   Κάθε βουλευτής μπορεί να υποβάλλει ερωτήσεις σχετικά με τις επιδόσεις του Προεδρείου, της Διάσκεψης των Προέδρων και των Κοσμητόρων στα καθήκοντα που τους αντιστοιχούν . Οι εν λόγω ερωτήσεις υποβάλλονται εγγράφως στον Πρόεδρο, κοινοποιούνται στα μέλη και δημοσιεύονται, μαζί με τις απαντήσεις που δίνονται, στην ιστοσελίδα του Κοινοβουλίου εντός 30 ημερών από της υποβολής τους.

Τροπολογία 29

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 32

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 32

Άρθρο 32

Συγκρότηση των πολιτικών ομάδων

Σύσταση και διάλυση των πολιτικών ομάδων

1.   Οι βουλευτές μπορούν να συγκροτήσουν ομάδες ανάλογα με την πολιτική τους τοποθέτηση.

1.   Οι βουλευτές μπορούν να συγκροτήσουν ομάδες ανάλογα με την πολιτική τους τοποθέτηση.

Το Κοινοβούλιο δεν χρειάζεται κανονικά να εκτιμήσει την πολιτική συγγένεια των μελών πολιτικής ομάδας. Όταν βουλευτές σχηματίζουν πολιτική ομάδα βάσει της παρούσας διάταξης του Κανονισμού, οι εν λόγω βουλευτές αποδέχονται εξ ορισμού ότι έχουν συγγενή πολιτική τοποθέτηση. Μόνον εφόσον οι ενδιαφερόμενοι βουλευτές δεν το αποδέχονται, το Κοινοβούλιο πρέπει να εκτιμήσει εάν η συγκρότηση της ομάδας είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του Κανονισμού.

Το Κοινοβούλιο δεν χρειάζεται κανονικά να εκτιμήσει την πολιτική συγγένεια των μελών πολιτικής ομάδας. Όταν βουλευτές σχηματίζουν πολιτική ομάδα βάσει της παρούσας διάταξης του Κανονισμού, οι εν λόγω βουλευτές αποδέχονται εξ ορισμού ότι έχουν συγγενή πολιτική τοποθέτηση. Μόνον εφόσον οι ενδιαφερόμενοι βουλευτές δεν το αποδέχονται, το Κοινοβούλιο πρέπει να εκτιμήσει εάν η συγκρότηση της ομάδας είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του Κανονισμού.

2.   Κάθε πολιτική ομάδα απαρτίζεται από βουλευτές που έχουν εκλεγεί στο ένα τέταρτο τουλάχιστον των κρατών μελών. Ο ελάχιστος αναγκαίος αριθμός βουλευτών για τη συγκρότηση πολιτικής ομάδας είναι είκοσι πέντε.

2.   Κάθε πολιτική ομάδα απαρτίζεται από βουλευτές που έχουν εκλεγεί στο ένα τέταρτο τουλάχιστον των κρατών μελών. Ο ελάχιστος αναγκαίος αριθμός βουλευτών για τη συγκρότηση πολιτικής ομάδας είναι είκοσι πέντε.

3.   Εάν ο αριθμός των μελών μιας ομάδας μειωθεί κάτω από το απαιτούμενο ελάχιστο όριο , ο Πρόεδρος, κατόπιν συμφωνίας της Διάσκεψης των Προέδρων, μπορεί να της επιτρέψει να συνεχίσει να υφίσταται έως την επόμενη συνεδρίαση του Κοινοβουλίου για τη συγκρότησή του σε σώμα, υπό τον όρο ότι πληρούνται οι εξής προϋποθέσεις:

3.   Εάν ο αριθμός των μελών μιας ομάδας μειωθεί κάτω από ένα από τα απαιτούμενα ελάχιστα όρια , ο Πρόεδρος, κατόπιν συμφωνίας της Διάσκεψης των Προέδρων, μπορεί να της επιτρέψει να συνεχίσει να υφίσταται έως την επόμενη συνεδρίαση του Κοινοβουλίου για τη συγκρότησή του σε σώμα, υπό τον όρο ότι πληρούνται οι εξής προϋποθέσεις:

τα μέλη εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν το ένα πέμπτο τουλάχιστον των κρατών μελών·

τα μέλη εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν το ένα πέμπτο τουλάχιστον των κρατών μελών·

η ομάδα υφίσταται επί χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του έτους.

η ομάδα υφίσταται επί χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του έτους.

Ο Πρόεδρος δεν εφαρμόζει την παρούσα παρέκκλιση όταν υπάρχουν επαρκή στοιχεία που δικαιολογούν την υπόνοια κατάχρησης.

Ο Πρόεδρος δεν εφαρμόζει την παρούσα παρέκκλιση όταν υπάρχουν επαρκή στοιχεία που δικαιολογούν την υπόνοια κατάχρησης.

4.   Κάθε βουλευτής μπορεί να ανήκει σε μία μόνο πολιτική ομάδα.

4.   Κάθε βουλευτής μπορεί να ανήκει σε μία μόνο πολιτική ομάδα.

5.   Η συγκρότηση πολιτικής ομάδας πρέπει να δηλώνεται στον Πρόεδρο. Η δήλωση αυτή πρέπει να περιλαμβάνει το όνομα της ομάδας, τα ονόματα των μελών της και τη σύνθεση του Προεδρείου της.

5.   Η συγκρότηση πολιτικής ομάδας πρέπει να δηλώνεται στον Πρόεδρο. Η δήλωση αυτή πρέπει να περιλαμβάνει το όνομα της ομάδας, τα ονόματα των μελών της και τη σύνθεση του Προεδρείου της. Πρέπει να υπογράφεται από όλα τα μέλη της.

6.   Η δήλωση περί συγκροτήσεως πολιτικής ομάδας δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης .

6.   Η δήλωση επισυνάπτεται στα πρακτικά της περιόδου συνόδου κατά τη διάρκεια της οποίας ανακοινώνεται η σύσταση της πολιτικής ομάδας .

 

6α.     Ο Πρόεδρος ανακοινώνει τη σύσταση των πολιτικών ομάδων στο Κοινοβούλιο. Η ανακοίνωση έχει αναδρομική νομική ισχύ από τη στιγμή κατά την οποία η ομάδα κοινοποίησε τη σύστασή της στον Πρόεδρο, σε συμφωνία με το παρόν άρθρο.

 

Ο Πρόεδρος ανακοινώνει επίσης τη διάλυση των πολιτικών ομάδων στο Κοινοβούλιο. Η ανακοίνωση έχει νομική ισχύ από την επομένη της ημέρας κατά την οποία παύουν να πληρούνται οι προϋποθέσεις ύπαρξης της πολιτικής ομάδας.

Τροπολογίες 30 και 461

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 33

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 33

Άρθρο 33

Δραστηριότητες και νομική κατάσταση των πολιτικών ομάδων

Δραστηριότητες και νομική κατάσταση των πολιτικών ομάδων

1.   Οι πολιτικές ομάδες ασκούν τα καθήκοντά τους στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των καθηκόντων που τους αναθέτει ο Κανονισμός. Οι πολιτικές ομάδες διαθέτουν γραμματεία, στο πλαίσιο του οργανογράμματος της Γενικής Γραμματείας, διοικητικό εξοπλισμό και πιστώσεις που εγγράφονται στον προϋπολογισμό του Κοινοβουλίου.

1.   Οι πολιτικές ομάδες ασκούν τα καθήκοντά τους στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των καθηκόντων που τους αναθέτει ο Κανονισμός. Οι πολιτικές ομάδες διαθέτουν γραμματεία, στο πλαίσιο του οργανογράμματος της Γενικής Γραμματείας, διοικητικό εξοπλισμό και πιστώσεις που εγγράφονται στον προϋπολογισμό του Κοινοβουλίου.

 

1α.     Με την έναρξη κάθε κοινοβουλευτικής περιόδου, η Διάσκεψη των Προέδρων επιδιώκει την επίτευξη συμφωνίας σε διαδικασίες που να αντανακλούν την πολιτική ποικιλομορφία του Κοινοβουλίου στις επιτροπές, στις αντιπροσωπείες και στους φορείς λήψης αποφάσεων.

2.   Το Προεδρείο θεσπίζει ρυθμίσεις για τη διάθεση, τη χρήση και τον έλεγχο του εξοπλισμού και των πιστώσεων αυτών, καθώς και για τις σχετικές μεταβιβάσεις αρμοδιοτήτων όσον αφορά την εκτέλεση του προϋπολογισμού.

2.   Το Προεδρείο , έχοντας υπόψη οποιαδήποτε πρόταση διατυπώνει η Διάσκεψη των Προέδρων, θεσπίζει ρυθμίσεις για τη διάθεση, τη χρήση και τον έλεγχο του εξοπλισμού και των πιστώσεων αυτών, καθώς και για τις σχετικές μεταβιβάσεις αρμοδιοτήτων όσον αφορά την εκτέλεση του προϋπολογισμού και τις επιπτώσεις σε περίπτωση μη τήρησής τους .

3.   Οι εν λόγω ρυθμίσεις προβλέπουν τις διοικητικές και δημοσιονομικές συνέπειες σε περίπτωση διάλυσης πολιτικής ομάδας.

3.   Οι εν λόγω ρυθμίσεις προβλέπουν τις διοικητικές και δημοσιονομικές συνέπειες σε περίπτωση διάλυσης πολιτικής ομάδας.

Τροπολογία 31

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 34

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 34

Άρθρο 34

Διακομματικές ομάδες

Διακομματικές ομάδες

1.   Μεμονωμένοι βουλευτές μπορεί να σχηματίζουν διακομματικές ομάδες ή άλλες ανεπίσημες ομάδες βουλευτών για την πραγματοποίηση άτυπης διακομματικής ανταλλαγής απόψεων επί συγκεκριμένων ζητημάτων, συνεργαζόμενοι με μέλη διαφόρων κοινοβουλευτικών επιτροπών, και για την προώθηση των επαφών μεταξύ βουλευτών και κοινωνίας των πολιτών.

1.   Μεμονωμένοι βουλευτές μπορεί να σχηματίζουν διακομματικές ομάδες ή άλλες ανεπίσημες ομάδες βουλευτών για την πραγματοποίηση άτυπης διακομματικής ανταλλαγής απόψεων επί συγκεκριμένων ζητημάτων, συνεργαζόμενοι με μέλη διαφόρων κοινοβουλευτικών επιτροπών, και για την προώθηση των επαφών μεταξύ βουλευτών και κοινωνίας των πολιτών.

2.   Οι εν λόγω ομάδες δεν μπορούν να συμμετάσχουν σε δραστηριότητες που μπορεί να οδηγήσουν σε σύγχυση με τις επίσημες δραστηριότητες του Κοινοβουλίου ή των οργάνων του. Υπό την προϋπόθεση της τήρησης των όρων που θεσπίζουν οι διατάξεις που διέπουν τη συγκρότηση των διακομματικών ομάδων που ενέκρινε το Προεδρείο, οι πολιτικές ομάδες μπορούν να διευκολύνουν τις δραστηριότητες των διακομματικών ομάδων παρέχοντάς τους υλικοτεχνική υποστήριξη.

2.   Οι εν λόγω ομάδες είναι απολύτως διαφανείς στις δράσεις τους και δεν μπορούν να συμμετάσχουν σε δραστηριότητες που ενδέχεται να οδηγήσουν σε σύγχυση με τις επίσημες δραστηριότητες του Κοινοβουλίου ή των οργάνων του. Υπό την προϋπόθεση της τήρησης των όρων που θεσπίζουν οι διατάξεις που διέπουν τη συγκρότηση των διακομματικών ομάδων που ενέκρινε το Προεδρείο, οι πολιτικές ομάδες μπορούν να διευκολύνουν τις δραστηριότητες των διακομματικών ομάδων παρέχοντάς τους υλικοτεχνική υποστήριξη.

Οι εν λόγω ομάδες οφείλουν να δηλώνουν κάθε υποστήριξη, σε χρήματα ή σε είδος (π.χ. γραμματειακή υποστήριξη), η οποία, εάν εδίδετο ατομικά στους βουλευτές, θα έπρεπε να δηλωθεί δυνάμει του παραρτήματος Ι.

3.    Οι διακομματικές ομάδες οφείλουν να δηλώνουν ανά έτος κάθε υποστήριξη, σε χρήματα ή σε είδος (π.χ. γραμματειακή υποστήριξη), η οποία, εάν εδίδετο ατομικά στους βουλευτές, θα έπρεπε να δηλωθεί δυνάμει του παραρτήματος Ι.

Οι Κοσμήτορες τηρούν μητρώο των δηλώσεων που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο . Το μητρώο δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα του Κοινοβουλίου. Οι κοσμήτορες εγκρίνουν λεπτομερείς κανόνες σχετικά με τις εν λόγω δηλώσεις.

4.    Οι Κοσμήτορες τηρούν μητρώο των δηλώσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 3 . Το μητρώο δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα του Κοινοβουλίου. Οι κοσμήτορες εγκρίνουν λεπτομερείς κανόνες σχετικά με τις εν λόγω δηλώσεις και μεριμνούν για την αποτελεσματική εφαρμογή του παρόντος άρθρου .

Τροπολογία 32

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Τίτλος II — τίτλος

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ, ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ, ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ, ΑΠΑΛΛΑΓΗ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

Τροπολογία 33

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 37

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 37

Άρθρο 37

Πρόγραμμα εργασίας της Επιτροπής

Ετήσιος προγραμματισμός

1.   Το Κοινοβούλιο συμβάλλει από κοινού με την Επιτροπή και το Συμβούλιο στον καθορισμό του νομοθετικού προγραμματισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

1.   Το Κοινοβούλιο συμβάλλει από κοινού με την Επιτροπή και το Συμβούλιο στον καθορισμό του νομοθετικού προγραμματισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το Κοινοβούλιο και η Επιτροπή συνεργάζονται κατά την προετοιμασία του προγράμματος εργασίας της Επιτροπής — που αποτελεί τη συμβολή της Επιτροπής στον ετήσιο και πολυετή προγραμματισμό της Ένωσης — με βάση χρονοδιάγραμμα και διαδικασίες που συμφωνούνται από κοινού από τα δύο όργανα και επισυνάπτονται στον παρόντα Κανονισμό  (8).

Το Κοινοβούλιο και η Επιτροπή συνεργάζονται κατά την προετοιμασία του προγράμματος εργασίας της Επιτροπής — που αποτελεί τη συμβολή της Επιτροπής στον ετήσιο και πολυετή προγραμματισμό της Ένωσης — με βάση χρονοδιάγραμμα και διαδικασίες που συμφωνούνται από κοινού από τα δύο όργανα (8).

 

1α.     Μετά την έγκριση του προγράμματος εργασίας της Επιτροπής, το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή, σύμφωνα με την παράγραφο 7 της διοργανικής συμφωνίας, της 13ης Απριλίου 2016, για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου  () , ανταλλάσσουν απόψεις και συμφωνούν σε μία κοινή δήλωση για τον ετήσιο διοργανικό προγραμματισμό που ορίζει τους ευρύτερους στόχους και τις προτεραιότητες.

 

Πριν από τις διαπραγματεύσεις με το Συμβούλιο και την Επιτροπή σχετικά με την κοινή δήλωση, ο Πρόεδρος προβαίνει σε ανταλλαγή απόψεων με τη Διάσκεψη των Προέδρων και τη Διάσκεψη των Προέδρων Επιτροπών σχετικά με τους ευρύτερους στόχους και τις προτεραιότητες του Κοινοβουλίου.

 

Πριν από την υπογραφή της κοινής δήλωσης, ο Πρόεδρος ζητεί την έγκριση της Διάσκεψης των Προέδρων.

2.     Σε επείγουσες και απρόβλεπτες περιπτώσεις, ένα θεσμικό όργανο μπορεί, κατόπιν ιδίας πρωτοβουλίας και σύμφωνα με τις προβλεπόμενες από τις Συνθήκες διαδικασίες, να προτείνει την προσθήκη νομοθετικού μέτρου, πέραν αυτών που προτείνονται με το πρόγραμμα εργασίας της Επιτροπής.

 

3.   Ο Πρόεδρος διαβιβάζει το εγκεκριμένο από το Κοινοβούλιο ψήφισμα στα άλλα θεσμικά όργανα που συμβάλλουν στη νομοθετική διαδικασία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και στα εθνικά κοινοβούλια.

3.   Ο Πρόεδρος διαβιβάζει οποιοδήποτε εγκεκριμένο από το Κοινοβούλιο ψήφισμα σχετικά με τον νομοθετικό σχεδιασμό και τις προτεραιότητες στα άλλα θεσμικά όργανα που συμβάλλουν στη νομοθετική διαδικασία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και στα εθνικά κοινοβούλια.

Ο Πρόεδρος ζητεί από το Συμβούλιο να γνωμοδοτήσει επί του προγράμματος εργασίας της Επιτροπής, καθώς και επί του ψηφίσματος του Κοινοβουλίου.

 

4.     Εφόσον θεσμικό όργανο αδυνατεί να τηρήσει το εγκριθέν χρονοδιάγραμμα, γνωστοποιεί στα άλλα θεσμικά όργανα τους λόγους της καθυστέρησης και προτείνει νέο χρονοδιάγραμμα.

 

 

4α.     Εάν η Επιτροπή προτίθεται να αποσύρει μια πρόταση, η αρμόδια επιτροπή καλεί τον αρμόδιο Επίτροπο σε συνεδρίαση για να συζητηθεί η εν λόγω πρόθεση. Σε μια τέτοια συνάντηση μπορεί να προσκληθεί και η Προεδρία του Συμβουλίου. Εάν η αρμόδια επιτροπή διαφωνεί με την σχεδιαζόμενη απόσυρση, δύναται να ζητήσει να προβεί η Επιτροπή σε δήλωση ενώπιον του Kοινοβουλίου. Εφαρμόζεται το άρθρο 123.

Τροπολογία 34

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 38

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 38

Άρθρο 38

Τήρηση του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων

1.   Το Κοινοβούλιο, στο πλαίσιο όλων των δραστηριοτήτων του, σέβεται πλήρως τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνει ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης .

1.   Το Κοινοβούλιο, στο πλαίσιο όλων των δραστηριοτήτων του, σέβεται πλήρως τα δικαιώματα, τις ελευθερίες και τις αρχές που αναγνωρίζονται στο άρθρο 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στις αξίες που κατοχυρώνονται στο άρθρο 2 αυτής .

Το Κοινοβούλιο σέβεται επίσης πλήρως τα δικαιώματα και τις αρχές που κατοχυρώνουν το άρθρο 2 και το άρθρο 6 παράγραφοι 2 και 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.

 

2.   Όταν η αρμόδια επιτροπή, μια πολιτική ομάδα ή τουλάχιστον σαράντα βουλευτές διατυπώνουν την άποψη ότι πρόταση νομοθετικής πράξης ή ορισμένα τμήματά της δεν είναι συμβατά με τα δικαιώματα που κατοχυρώνει ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το ζήτημα παραπέμπεται, μετά από αίτησή τους, στην αρμόδια για την ερμηνεία του Χάρτη επιτροπή. Η γνώμη της επιτροπής αυτής επισυνάπτεται ως παράρτημα στην έκθεση της αρμόδιας επιτροπής.

2.   Όταν η αρμόδια επιτροπή, μια πολιτική ομάδα ή τουλάχιστον σαράντα βουλευτές διατυπώνουν την άποψη ότι πρόταση νομοθετικής πράξης ή ορισμένα τμήματά της δεν είναι συμβατά με τα θεμελιώδη δικαιώματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το ζήτημα παραπέμπεται, μετά από αίτησή τους, στην αρμόδια για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων επιτροπή.

 

2α.     Η εν λόγω αίτηση υποβάλλεται εντός τεσσάρων εργάσιμων εβδομάδων από την αναγγελία στην Ολομέλεια της παραπομπής στην επιτροπή.

 

2β.     Η γνώμη της αρμόδιας για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων επιτροπής επισυνάπτεται ως παράρτημα στην έκθεση της αρμόδιας επιτροπής.

Τροπολογία 36

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 39

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 39

Άρθρο 39

Έλεγχος της νομικής βάσης

Έλεγχος της νομικής βάσης

1.   Η αρμόδια επιτροπή ελέγχει πρώτα τη νομική βάση για κάθε πρόταση νομοθετικής πράξης ή άλλο έγγραφο νομοθετικού χαρακτήρα .

1.   Η αρμόδια επιτροπή ελέγχει πρώτα τη νομική βάση για κάθε πρόταση νομικά δεσμευτικών πράξεων .

2.   Εφόσον η αρμόδια επιτροπή αμφισβητεί την ισχύ ή την καταλληλότητα της νομικής βάσης, περιλαμβανομένου και του ελέγχου σύμφωνα με το άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ζητεί τη γνώμη της αρμόδιας για τα νομικά θέματα επιτροπής.

2.   Εφόσον η αρμόδια επιτροπή αμφισβητεί την ισχύ ή την καταλληλότητα της νομικής βάσης, περιλαμβανομένου και του ελέγχου σύμφωνα με το άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ζητεί τη γνώμη της αρμόδιας για τα νομικά θέματα επιτροπής.

3.   Η αρμόδια για τα νομικά θέματα επιτροπή μπορεί επίσης με δική της πρωτοβουλία να εξετάζει ζητήματα που αφορούν τη νομική βάση των προτεινομένων νομοθετικών πράξεων . Στις περιπτώσεις αυτές, ενημερώνει δεόντως την αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή.

3.   Η αρμόδια για τα νομικά θέματα επιτροπή μπορεί επίσης με δική της πρωτοβουλία να εξετάζει ζητήματα που αφορούν τη νομική βάση σε οποιοδήποτε στάδιο της νομοθετικής διαδικασίας . Στις περιπτώσεις αυτές, ενημερώνει δεόντως την αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή.

4.    Εάν η αρμόδια για τα νομικά θέματα επιτροπή αποφασίσει να αμφισβητήσει την ισχύ ή την καταλληλότητα της νομικής βάσης, γνωστοποιεί τα πορίσματά της στο Κοινοβούλιο. Το Κοινοβούλιο ψηφίζει επ’ αυτών πριν από την ψηφοφορία επί της ουσίας της πρότασης.

4.    Εφόσον αρμόζει, μετά την ανταλλαγή απόψεων με το Συμβούλιο και την Επιτροπή σύμφωνα με τις διευθετήσεις που έχουν συμφωνηθεί σε διοργανικό επίπεδο  () , εάν η αρμόδια για τα νομικά θέματα επιτροπή αποφασίσει να αμφισβητήσει την ισχύ ή την καταλληλότητα της νομικής βάσης, γνωστοποιεί τα πορίσματά της στο Κοινοβούλιο. Με την επιφύλαξη του άρθρου 63, το Κοινοβούλιο ψηφίζει επ’ αυτών πριν από την ψηφοφορία επί της ουσίας της πρότασης.

5.   Οι τροπολογίες που υποβάλλονται στην Ολομέλεια με στόχο την τροποποίηση της νομικής βάσης προτεινόμενης νομοθετικής πράξης , χωρίς η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή ή η αρμόδια για νομικά θέματα επιτροπή να έχουν αμφισβητήσει την ισχύ και καταλληλότητα της νομικής αυτής βάσης, είναι απαράδεκτες.

5.   Οι τροπολογίες που υποβάλλονται στην Ολομέλεια με στόχο την τροποποίηση της νομικής βάσης, χωρίς η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή ή η αρμόδια για νομικά θέματα επιτροπή να έχουν αμφισβητήσει την ισχύ και καταλληλότητα της νομικής αυτής βάσης, είναι απαράδεκτες.

6.     Εάν η Επιτροπή δεν δέχεται να τροποποιήσει την πρότασή της ώστε να ευθυγραμμίζεται με τη νομική βάση που ενέκρινε το Κοινοβούλιο, ο εισηγητής ή ο πρόεδρος της επιτροπής για τα νομικά θέματα ή της αρμόδιας επί της ουσίας επιτροπής μπορούν να προτείνουν την αναβολή της ψηφοφορίας επί της ουσίας της πρότασης για προσεχή συνεδρίαση.

 

 

Τροπολογία 37

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 40

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 40

Άρθρο 40

Ανάθεση νομοθετικών αρμοδιοτήτων

Ανάθεση νομοθετικών και εκτελεστικών αρμοδιοτήτων

1.   Κατά τον έλεγχο πρότασης για νομοθετική πράξη που αναθέτει εξουσίες στην Επιτροπή κατά το άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Κοινοβούλιο δίδει ιδιαίτερη προσοχή στους στόχους, στο περιεχόμενο, στην έκταση και στη διάρκεια της εξουσιοδότησης, καθώς και στις προϋποθέσεις στις οποίες υπόκειται αυτή.

1.   Κατά τον έλεγχο πρότασης για νομοθετική πράξη που αναθέτει εξουσίες στην Επιτροπή κατά το άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Κοινοβούλιο δίδει ιδιαίτερη προσοχή στους στόχους, στο περιεχόμενο, στην έκταση και στη διάρκεια της εξουσιοδότησης, καθώς και στις προϋποθέσεις στις οποίες υπόκειται αυτή.

 

1α.     Κατά τον έλεγχο πρότασης για νομοθετική πράξη που αναθέτει εκτελεστικές αρμοδιότητες, κατά το άρθρο 291 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Κοινοβούλιο δίδει ιδιαίτερη προσοχή στο ότι η Επιτροπή, κατά την άσκηση εκτελεστικής αρμοδιότητας, δεν μπορεί να τροποποιήσει ούτε να συμπληρώσει τη νομοθετική πράξη, ακόμη και όσον αφοράτα μη ουσιώδη στοιχεία της.

2.   Η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή μπορεί ανά πάσα στιγμή να ζητήσει τη γνώμη της επιτροπής που είναι αρμόδια για την ερμηνεία και την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης.

2.   Η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή μπορεί ανά πάσα στιγμή να ζητήσει τη γνώμη της επιτροπής που είναι αρμόδια για την ερμηνεία και την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης.

3.   Η επιτροπή που είναι αρμόδια για την ερμηνεία και εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης μπορεί επίσης, κατόπιν δικής της πρωτοβουλίας, να εξετάσει ερωτήσεις που αφορούν την ανάθεση νομοθετικών αρμοδιοτήτων. Στις περιπτώσεις αυτές, ενημερώνει δεόντως την αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή.

3.   Η επιτροπή που είναι αρμόδια για την ερμηνεία και εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης μπορεί επίσης, κατόπιν δικής της πρωτοβουλίας, να εξετάσει ερωτήσεις που αφορούν την ανάθεση νομοθετικών και εκτελεστικών αρμοδιοτήτων. Στις περιπτώσεις αυτές, ενημερώνει δεόντως την αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή.

Τροπολογία 38

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 41

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 41

Άρθρο 41

Έλεγχος της δημοσιονομικής συμβατότητας

Έλεγχος της δημοσιονομικής συμβατότητας

1.   Εάν η πρόταση νομοθετικής πράξης έχει οικονομικές επιπτώσεις, το Κοινοβούλιο εξετάζει εάν παρέχονται επαρκείς οικονομικοί πόροι.

1.   Εάν η πρόταση νομικά δεσμευτικής πράξης έχει οικονομικές επιπτώσεις, το Κοινοβούλιο εξετάζει εάν παρέχονται επαρκείς οικονομικοί πόροι.

2.   Για κάθε πρόταση νομοθετικής πράξης ή άλλο έγγραφο νομοθετικού χαρακτήρα, και με την επιφύλαξη του άρθρου 47, η αρμόδια επιτροπή ελέγχει τη δημοσιονομική συμβατότητα της αντίστοιχης πράξης με το πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο .

2.   Για κάθε πρόταση νομικά δεσμευτικής πράξης η αρμόδια επιτροπή ελέγχει τη δημοσιονομική συμβατότητά της με τον πολυετή δημοσιονομικό κανονισμό-πλαίσιο .

3.   Εάν η αρμόδια επιτροπή τροποποιήσει τη χρηματοδότηση της υπό εξέταση πράξης, ζητεί τη γνώμη της επιτροπής που είναι αρμόδια για θέματα προϋπολογισμού.

3.   Εάν η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή τροποποιήσει τη χρηματοδότηση της υπό εξέταση πράξης, ζητεί τη γνώμη της επιτροπής που είναι αρμόδια για θέματα προϋπολογισμού.

4.   Η επιτροπή που είναι αρμόδια για θέματα προϋπολογισμού μπορεί επίσης με δική της πρωτοβουλία να εξετάζει ζητήματα που αφορούν τη δημοσιονομική συμβατότητα προτάσεων νομοθετικών πράξεων. Στις περιπτώσεις αυτές, ενημερώνει δεόντως την αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή.

4.   Η επιτροπή που είναι αρμόδια για θέματα προϋπολογισμού μπορεί επίσης με δική της πρωτοβουλία να εξετάζει ζητήματα που αφορούν τη δημοσιονομική συμβατότητα προτάσεων νομικά δεσμευτικών πράξεων. Στις περιπτώσεις αυτές, ενημερώνει δεόντως την αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή.

5.   Εάν η επιτροπή που είναι αρμόδια για θέματα προϋπολογισμού αποφασίσει να αμφισβητήσει τη δημοσιονομική συμβατότητα της πρότασης, γνωστοποιεί τα πορίσματά της στο Κοινοβούλιο, το οποίο τα θέτει σε ψηφοφορία .

5.   Εάν η επιτροπή που είναι αρμόδια για θέματα προϋπολογισμού αποφασίσει να αμφισβητήσει τη δημοσιονομική συμβατότητα της πρότασης, γνωστοποιεί τα πορίσματά της στο Κοινοβούλιο, πριν το Kοινοβούλιο ψηφίσει επί της πρότασης .

6.     Πράξεις κριθείσες ως ασύμβατες μπορούν να εγκρίνονται από το Κοινοβούλιο με την επιφύλαξη των αποφάσεων της Αρμόδιας επί του Προϋπολογισμού Αρχής.

 

Τροπολογία 39

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 42

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 42

Άρθρο 42

Εξέταση της τήρησης της αρχής της επικουρικότητας

Εξέταση της τήρησης των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας

1.   Το Κοινοβούλιο, κατά την εξέταση πρότασης νομοθετικής πράξης, δίδει ιδιαίτερη προσοχή στην τήρηση των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας.

1.   Το Κοινοβούλιο, κατά την εξέταση πρότασης νομοθετικής πράξης, δίδει ιδιαίτερη προσοχή στην τήρηση των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας.

2.   Η επιτροπή που είναι αρμόδια για την τήρηση της αρχής της επικουρικότητας μπορεί να αποφασίσει να απευθύνει συστάσεις προς την επιτροπή που είναι αρμόδια για κάθε πρόταση νομοθετικής πράξης.

2.    Μόνο η επιτροπή που είναι αρμόδια για την τήρηση της αρχής της επικουρικότητας μπορεί να αποφασίσει να απευθύνει συστάσεις προς την επιτροπή που είναι αρμόδια επί της ουσίας για μια πρόταση νομοθετικής πράξης.

3.     Εάν εθνικό κοινοβούλιο διαβιβάσει στον Πρόεδρο αιτιολογημένη γνώμη σύμφωνα με το άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου σχετικά με το ρόλο των εθνικών κοινοβουλίων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και σύμφωνα με το άρθρο 6 του Πρωτοκόλλου για την εφαρμογή των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας, το έγγραφο αυτό διαβιβάζεται στην αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή και, προς ενημέρωση, στην επιτροπή που είναι αρμόδια για την τήρηση της αρχής της επικουρικότητας.

 

4.   Με εξαίρεση τις περιπτώσεις κατεπείγοντος σύμφωνα με το άρθρο 4 του Πρωτοκόλλου σχετικά με το ρόλο των εθνικών κοινοβουλίων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή δεν προβαίνει στην τελική ψηφοφορία εφόσον δεν παρέλθει η προθεσμία των οκτώ εβδομάδων που θεσπίζει το άρθρο 6 του Πρωτοκόλλου σχετικά με την εφαρμογή των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας.

4.   Με εξαίρεση τις περιπτώσεις κατεπείγοντος που αναφέρονται στο άρθρο 4 του Πρωτοκόλλου αριθ. 1 σχετικά με το ρόλο των εθνικών κοινοβουλίων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή δεν προβαίνει στην τελική ψηφοφορία προτού παρέλθει η προθεσμία των οκτώ εβδομάδων που θεσπίζει το άρθρο 6 του Πρωτοκόλλου αριθ. 2 σχετικά με την εφαρμογή των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας.

 

4α.     Εάν εθνικό κοινοβούλιο διαβιβάσει στον Πρόεδρο αιτιολογημένη γνώμη σύμφωνα με το άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου σχετικά με το ρόλο των εθνικών κοινοβουλίων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το έγγραφο αυτό διαβιβάζεται στην αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή και, προς ενημέρωση, στην επιτροπή που είναι αρμόδια για την τήρηση της αρχής της επικουρικότητας.

5.   Όταν οι αιτιολογημένες γνώμες για τη μη συμμόρφωση πρότασης νομοθετικής πράξης με την αρχή της επικουρικότητας στηρίζονται τουλάχιστον στο ένα τρίτο του συνόλου των ψήφων που έχουν χορηγηθεί στα εθνικά κοινοβούλια ή, στην περίπτωση πρότασης νομοθετικής πράξης που έχει υποβληθεί βάσει του άρθρου 76 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο ένα τέταρτο των ψήφων αυτών, το Κοινοβούλιο αποφασίζει αφού προηγουμένως ο συντάκτης της πρότασης έχει δηλώσει με ποιον τρόπο προτίθεται να ενεργήσει.

5.   Όταν οι αιτιολογημένες γνώμες για τη μη συμμόρφωση πρότασης νομοθετικής πράξης με την αρχή της επικουρικότητας στηρίζονται τουλάχιστον στο ένα τρίτο του συνόλου των ψήφων που έχουν χορηγηθεί στα εθνικά κοινοβούλια ή, στην περίπτωση πρότασης νομοθετικής πράξης που έχει υποβληθεί βάσει του άρθρου 76 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο ένα τέταρτο των ψήφων αυτών, το Κοινοβούλιο αποφασίζει αφού προηγουμένως ο συντάκτης της πρότασης έχει δηλώσει με ποιον τρόπο προτίθεται να ενεργήσει.

6.   Όταν, στο πλαίσιο της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας, οι αιτιολογημένες γνώμες για τη μη συμμόρφωση πρότασης νομοθετικής πράξης με την αρχή της επικουρικότητας στηρίζονται τουλάχιστον στην απλή πλειοψηφία των ψήφων που διαθέτουν τα εθνικά κοινοβούλια, η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή, αφού εξετάσει τις αιτιολογημένες γνώμες των εθνικών κοινοβουλίων και της Επιτροπής, και αφού ακούσει τις απόψεις της επιτροπής που είναι αρμόδια για την τήρηση της αρχής της επικουρικότητας, είτε συνιστά στο Κοινοβούλιο να απορρίψει την πρόταση λόγω παραβίασης της αρχής της επικουρικότητας είτε υποβάλλει στο Κοινοβούλιο άλλη σύσταση, η οποία μπορεί να περιλαμβάνει προτάσεις τροπολογιών σχετικών με την τήρηση της αρχής της επικουρικότητας. Η γνώμη της επιτροπής που είναι αρμόδια για την τήρηση της αρχής της επικουρικότητας επισυνάπτεται στη σύσταση αυτή.

6.   Όταν, στο πλαίσιο της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας, οι αιτιολογημένες γνώμες για τη μη συμμόρφωση πρότασης νομοθετικής πράξης με την αρχή της επικουρικότητας στηρίζονται τουλάχιστον στην απλή πλειοψηφία των ψήφων που διαθέτουν τα εθνικά κοινοβούλια, η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή, αφού εξετάσει τις αιτιολογημένες γνώμες των εθνικών κοινοβουλίων και της Επιτροπής, και αφού ακούσει τις απόψεις της επιτροπής που είναι αρμόδια για την τήρηση της αρχής της επικουρικότητας, είτε συνιστά στο Κοινοβούλιο να απορρίψει την πρόταση λόγω παραβίασης της αρχής της επικουρικότητας είτε υποβάλλει στο Κοινοβούλιο άλλη σύσταση, η οποία μπορεί να περιλαμβάνει προτάσεις τροπολογιών σχετικών με την τήρηση της αρχής της επικουρικότητας. Η γνώμη της επιτροπής που είναι αρμόδια για την τήρηση της αρχής της επικουρικότητας επισυνάπτεται στη σύσταση αυτή.

Η σύσταση υποβάλλεται στο Κοινοβούλιο προς συζήτηση και ψηφοφορία. Εάν σύσταση για την απόρριψη της πρότασης γίνει δεκτή με την πλειοψηφία των εκφρασθεισών ψήφων, ο Πρόεδρος κηρύσσει την περάτωση της διαδικασίας. Εάν το Κοινοβούλιο δεν απορρίψει την πρόταση, η διαδικασία συνεχίζεται, λαμβανομένων υπόψη των συστάσεων που έχει εγκρίνει το Κοινοβούλιο.

Η σύσταση υποβάλλεται στο Κοινοβούλιο προς συζήτηση και ψηφοφορία. Εάν σύσταση για την απόρριψη της πρότασης γίνει δεκτή με την πλειοψηφία των εκφρασθεισών ψήφων, ο Πρόεδρος κηρύσσει την περάτωση της διαδικασίας. Εάν το Κοινοβούλιο δεν απορρίψει την πρόταση, η διαδικασία συνεχίζεται, λαμβανομένων υπόψη των συστάσεων που έχει εγκρίνει το Κοινοβούλιο.

Τροπολογία 40

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 44

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 44

Άρθρο 44

Εκπροσώπηση του Κοινοβουλίου στις συνεδριάσεις του Συμβουλίου

Εκπροσώπηση του Κοινοβουλίου στις συνεδριάσεις του Συμβουλίου

Όταν το Συμβούλιο καλεί το Κοινοβούλιο να συμμετάσχει σε συνεδρίαση του Συμβουλίου στην οποία το Συμβούλιο ενεργεί ως νομοθέτης , ο Πρόεδρος ζητεί από τον πρόεδρο ή τον εισηγητή της αρμόδιας επιτροπής, ή από άλλο βουλευτή που ορίζει η επιτροπή, να εκπροσωπεί το Κοινοβούλιο.

Όταν το Συμβούλιο καλεί το Κοινοβούλιο να συμμετάσχει σε συνεδρίαση του Συμβουλίου, ο Πρόεδρος ζητεί από τον πρόεδρο ή τον εισηγητή της αρμόδιας επί της ουσίας επιτροπής, ή από άλλο βουλευτή που ορίζει η επιτροπή, να εκπροσωπεί το Κοινοβούλιο.

Τροπολογία 41

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 45

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 45

Άρθρο 45

Δικαιώματα πρωτοβουλίας που έχουν μεταβιβαστεί στο Κοινοβούλιο βάσει των Συνθηκών

Το δικαίωμα του Κοινοβουλίου να υποβάλλει προτάσεις

Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι Συνθήκες μεταβιβάζουν στο Κοινοβούλιο δικαίωμα πρωτοβουλίας, η αρμόδια επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να καταρτίσει έκθεση ιδίας πρωτοβουλίας.

Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι Συνθήκες μεταβιβάζουν στο Κοινοβούλιο δικαίωμα πρωτοβουλίας, η αρμόδια επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να καταρτίσει έκθεση ιδίας πρωτοβουλίας σύμφωνα με το άρθρο 52 .

Η έκθεση περιλαμβάνει:

Η έκθεση περιλαμβάνει:

α)

πρόταση ψηφίσματος·

α)

πρόταση ψηφίσματος·

β)

κατά περίπτωση, σχέδιο απόφασης ή σχέδιο πρότασης

β)

σχέδιο πρότασης·

γ)

αιτιολογική έκθεση, η οποία περιλαμβάνει, κατά περίπτωση, δημοσιονομικό δελτίο.

γ)

αιτιολογική έκθεση, η οποία περιλαμβάνει, κατά περίπτωση, δημοσιονομικό δελτίο.

Όταν η έγκριση πράξης από το Κοινοβούλιο απαιτεί την έγκριση ή τη συναίνεση του Συμβουλίου και τη γνώμη ή τη συναίνεση της Επιτροπής, το Κοινοβούλιο δύναται, μετά την ψηφοφορία επί της προταθείσας πράξης και κατόπιν προτάσεως του εισηγητή, να αποφασίσει να αναβάλει την ψηφοφορία επί της προτάσεως ψηφίσματος, έως ότου το Συμβούλιο ή η Επιτροπή διατυπώσουν τη θέση τους.

Όταν η έγκριση πράξης από το Κοινοβούλιο απαιτεί την έγκριση ή τη συναίνεση του Συμβουλίου και τη γνώμη ή τη συναίνεση της Επιτροπής, το Κοινοβούλιο δύναται, μετά την ψηφοφορία επί της προταθείσας πράξης και κατόπιν προτάσεως του εισηγητή, να αποφασίσει να αναβάλει την ψηφοφορία επί της προτάσεως ψηφίσματος, έως ότου το Συμβούλιο ή η Επιτροπή διατυπώσουν τη θέση τους.

Τροπολογία 42

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 46

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 46

Άρθρο 46

Πρωτοβουλία σύμφωνα με το άρθρο 225 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Αίτηση προς την Επιτροπή για την εκ μέρους της υποβολή προτάσεως

1.   Το Κοινοβούλιο μπορεί να ζητήσει από την Επιτροπή να του υποβάλει, σύμφωνα με το άρθρο 225 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κάθε κατάλληλη πρόταση για την έκδοση νέων ή την τροποποίηση υφισταμένων πράξεων με την έγκριση ψηφίσματος βάσει έκθεσης πρωτοβουλίας της αρμόδιας επιτροπής, που καταρτίζεται κατά το άρθρο 52. Το ψήφισμα εγκρίνεται κατά την τελική ψηφοφορία με πλειοψηφία του συνολικού αριθμού των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο. Το Κοινοβούλιο μπορεί ταυτόχρονα να ορίσει προθεσμία για την υποβολή της πρότασης.

1.   Το Κοινοβούλιο μπορεί να ζητήσει από την Επιτροπή να του υποβάλει, σύμφωνα με το άρθρο 225 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κάθε κατάλληλη πρόταση για την έκδοση νέων ή την τροποποίηση υφισταμένων πράξεων με την έγκριση ψηφίσματος βάσει έκθεσης πρωτοβουλίας της αρμόδιας επιτροπής, που καταρτίζεται κατά το άρθρο 52. Το ψήφισμα εγκρίνεται κατά την τελική ψηφοφορία με πλειοψηφία του συνολικού αριθμού των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο. Το Κοινοβούλιο μπορεί ταυτόχρονα να ορίσει προθεσμία για την υποβολή της πρότασης.

2.   Κάθε βουλευτής μπορεί να υποβάλει πρόταση για πράξη της Ένωσης στο πλαίσιο του δικαιώματος πρωτοβουλίας του Κοινοβουλίου κατά το άρθρο 225 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.   Κάθε βουλευτής μπορεί να υποβάλει πρόταση για πράξη της Ένωσης στο πλαίσιο του δικαιώματος πρωτοβουλίας του Κοινοβουλίου κατά το άρθρο 225 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η πρόταση αυτή μπορεί να κατατεθεί από κοινού από 10 το πολύ βουλευτές. Η πρόταση καθορίζει τη νομική της βάση και μπορεί να συνοδεύεται από αιτιολογική έκθεση το πολύ 150 λέξεων.

Η πρόταση αυτή μπορεί να κατατεθεί από κοινού από 10 το πολύ βουλευτές. Η πρόταση καθορίζει τη νομική βάση επί της οποίας υποβάλλεται και μπορεί να συνοδεύεται από αιτιολογική έκθεση το πολύ 150 λέξεων.

 

Η πρόταση υποβάλλεται στον Πρόεδρο, ο οποίος ελέγχει κατά πόσον πληρούνται οι νόμιμες απαιτήσεις. Ο Πρόεδρος μπορεί να διαβιβάσει την πρόταση προς γνωμοδότηση ως προς την καταλληλόλητα της νομικής της βάσης στην επιτροπή που είναι αρμόδια για τον έλεγχο αυτό. Εάν ο Πρόεδρος κρίνει την πρόταση παραδεκτή, την ανακοινώνει στην Ολομέλεια και τη διαβιβάζει στην αρμόδια επιτροπή.

 

Πριν τη διαβίβαση στην αρμόδια επιτροπή, η πρόταση μεταφράζεται σε όσες επίσημες γλώσσες κρίνει αναγκαίες ο πρόεδρος της εν λόγω επιτροπής, προκειμένου να καταστεί δυνατή μια συνοπτική εξέταση.

 

Η αρμόδια επιτροπή αποφασίζει για τις περαιτέρω ενέργειες εντός τριών μηνών από τη διαβίβαση και αφού δοθεί στους συντάκτες της πρότασης η δυνατότητα ακρόασής τους από αυτήν.

 

Τα ονόματα των συντακτών της πρότασης αναφέρονται στον τίτλο της έκθεσης.

3.     Η πρόταση υποβάλλεται στον Πρόεδρο, ο οποίος ελέγχει κατά πόσον πληρούνται οι νόμιμες απαιτήσεις. Ο Πρόεδρος μπορεί να διαβιβάσει την πρόταση προς γνωμοδότηση ως προς την καταλληλόλητα της νομικής της βάσης στην επιτροπή που είναι αρμόδια για τον έλεγχο αυτό. Εάν ο Πρόεδρος κρίνει την πρόταση παραδεκτή, την ανακοινώνει στην Ολομέλεια και τη διαβιβάζει στην αρμόδια επιτροπή.

 

Πριν τη διαβίβαση στην αρμόδια επιτροπή, η πρόταση μεταφράζεται σε όσες επίσημες γλώσσες κρίνει αναγκαίες ο πρόεδρος της εν λόγω επιτροπής, προκειμένου να καταστεί δυνατή μια συνοπτική εξέταση.

 

Η επιτροπή μπορεί να συστήσει στον Πρόεδρο να θέσει την πρόταση προς υπογραφή από οιονδήποτε βουλευτή, υπό την επιφύλαξη των όρων και προθεσμιών που τίθενται στο άρθρο 136 παράγραφος 2, στο άρθρο 136 παράγραφος 3 και στο άρθρο 136 παράγραφος 7.

 

Εφόσον η πρόταση αυτή υπογραφεί από την πλειοψηφία των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο, θεωρείται ότι η Διάσκεψη των Προέδρων έχει παράσχει άδεια για την εκπόνηση έκθεσης επί της πρότασης. Η επιτροπή εκπονεί έκθεση σύμφωνα με το άρθρο 52, ύστερα από ακρόαση των συντακτών της πρότασης.

 

Εφόσον μια πρόταση δεν υποβληθεί για πρόσθετες υπογραφές ή δεν υπογραφεί από την πλειοψηφία των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο, η αρμόδια επιτροπή αποφασίζει για την περαιτέρω διαδικασία εντός τριών μηνών από τη διαβίβαση και κατόπιν ακροάσεως των συντακτών της πρότασης.

 

Τα ονόματα των συντακτών της πρότασης αναφέρονται στον τίτλο της έκθεσης.

 

4.   Το ψήφισμα του Κοινοβουλίου προσδιορίζει την κατάλληλη νομοθετική βάση και συνοδεύεται από λεπτομερείς συστάσεις όσον αφορά το περιεχόμενο της ζητούμενης πρότασης , η οποία θα πρέπει να σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και την αρχή της επικουρικότητας .

4.   Το ψήφισμα του Κοινοβουλίου προσδιορίζει την κατάλληλη νομοθετική βάση και συνοδεύεται από συστάσεις όσον αφορά το περιεχόμενο της ζητούμενης πρότασης.

5.   Εάν η ζητούμενη πρόταση έχει δημοσιονομικές επιπτώσεις, το Κοινοβούλιο ορίζει τα μέσα για να εξασφαλισθεί επαρκής οικονομική κάλυψη.

5.   Εάν η ζητούμενη πρόταση έχει δημοσιονομικές επιπτώσεις, το Κοινοβούλιο ορίζει τα μέσα για να εξασφαλισθεί επαρκής οικονομική κάλυψη.

6.   Η αρμόδια επιτροπή παρακολουθεί την πρόοδο κάθε πρότασης νομοθετικής πράξης που καταρτίζεται μετά από ειδική αίτηση του Κοινοβουλίου.

6.   Η αρμόδια επιτροπή παρακολουθεί την πρόοδο κάθε πρότασης νομικής πράξης της Ένωσης που καταρτίζεται μετά από ειδική αίτηση του Κοινοβουλίου.

 

6α.     H Διάσκεψη των Προέδρων των Επιτροπών παρακολουθεί τακτικά κατά πόσο η Επιτροπή τηρεί την παράγραφο 10 της Διοργανικής Συμφωνίας για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου, βάσει της οποίας η Επιτροπή οφείλει να απαντήσει εντός τριών μηνών σε αίτηση για υποβολή προτάσεων, εκδίδοντας ειδική ανακοίνωση όπου θα δηλώνει τις ενέργειες στις οποίες προτίθεται να προβεί σε συνέχεια της αίτησης. Υποβάλλει τακτικά έκθεση στη Διάσκεψη των Προέδρων για τα αποτελέσματα αυτής της παρακολούθησης.

Τροπολογία 43

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 47

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 47

Άρθρο 47

Εξέταση των νομοθετικών εγγράφων

Εξέταση των νομικά δεσμευτικών πράξεων

1.   Προτάσεις νομοθετικών πράξεων ή άλλα έγγραφα νομοθετικού χαρακτήρα παραπέμπονται από τον Πρόεδρο στην αρμόδια επιτροπή για εξέταση.

1.   Προτάσεις νομικά δεσμευτικών πράξεων που έχουν διαβιβασθεί από άλλα όργανα ή κράτη μέλη παραπέμπονται από τον Πρόεδρο στην αρμόδια επιτροπή για εξέταση.

Σε περίπτωση αμφιβολίας, ο Πρόεδρος μπορεί να εφαρμόσει τη διαδικασία του άρθρου 201 παράγραφος 2 πριν από την ανακοίνωση στο Σώμα της παραπομπής στην αρμόδια επιτροπή.

 

Εφόσον πρόταση περιέχεται στο πρόγραμμα εργασίας της Επιτροπής, η αρμόδια επιτροπή μπορεί να αποφασίσει τον ορισμό εισηγητή, ο οποίος θα παρακολουθήσει την κατάρτιση της πρότασης.

 

Οι διαβουλεύσεις που ζητεί το Συμβούλιο ή οι αιτήσεις γνωμοδότησης εκ μέρους της Επιτροπής διαβιβάζονται από τον Πρόεδρο στην αρμόδια επιτροπή για εξέταση της σχετικής πρότασης.

 

Οι διατάξεις για την πρώτη ανάγνωση, όπως προβλέπονται με τα άρθρα 38 έως 46, 57 έως 63 και 75, εφαρμόζονται στις προτάσεις νομοθετικών πράξεων, ανεξαρτήτως του αν απαιτούν μία, δύο ή τρεις αναγνώσεις.

 

 

1α.     Σε περίπτωση αμφιβολίας, ο Πρόεδρος μπορεί, πριν ανακοινωθεί στο Kοινοβούλιο η παραπομπή στην αρμόδια επιτροπή, να υποβάλλει στη Διάσκεψη των Προέδρων ερώτημα περί αρμοδιότητας. Η Διάσκεψη των Προέδρων λαμβάνει την απόφασή της βάσει σύστασης της Διάσκεψης των Προέδρων των Επιτροπών ή του Προέδρου της, βάσει του άρθρου 201α παράγραφος 2.

 

1β.     H αρμόδια επιτροπή δύναται ανά πάσα στιγμή να αποφασίσει να ορίσει εισηγητή ο οποίος θα παρακολουθήσει την προκαταρκτική φάση της πρότασης. Θα μεριμνήσει ιδιαιτέρως να το πράξει εάν η πρόταση περιλαμβάνεται στο Πρόγραμμα Εργασίας της Επιτροπής.

2.    Οι θέσεις του Συμβουλίου παραπέμπονται, για εξέταση, στην αρμόδια επιτροπή σε πρώτη ανάγνωση.

 

Οι διατάξεις για τη δεύτερη ανάγνωση, όπως προβλέπονται με τα άρθρα 64 έως 69 και 76, εφαρμόζονται στις θέσεις του Συμβουλίου.

 

3.    Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας συνδιαλλαγής μεταξύ Κοινοβουλίου και Συμβουλίου μετά τη δεύτερη ανάγνωση, δεν μπορεί να γίνει αναπομπή σε επιτροπή.

 

Οι διατάξεις για την τρίτη ανάγνωση, όπως προβλέπονται στα άρθρα 70, 71 και 72, εφαρμόζονται στη διαδικασία συνδιαλλαγής.

 

4.    Τα άρθρα 49, 50, 53, 59 παράγραφοι 1 και 3, 60, 61 και 188 δεν εφαρμόζονται κατά τη δεύτερη και την τρίτη ανάγνωση.

 

5.   Αν η διάταξη του Κανονισμού σχετικά με τη δεύτερη και την τρίτη ανάγνωση αντίκειται σε άλλη διάταξη του Κανονισμού, υπερέχει η διάταξη η σχετική με τη δεύτερη και την τρίτη ανάγνωση.

5.   Αν η διάταξη του Κανονισμού σχετικά με τη δεύτερη και την τρίτη ανάγνωση αντίκειται σε άλλη διάταξη του Κανονισμού, υπερέχει η διάταξη η σχετική με τη δεύτερη και την τρίτη ανάγνωση.

Τροπολογία 44

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 47 α (νέο)

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

 

Άρθρο 47α

 

Επιτάχυνση των νομοθετικών διαδικασιών

 

Είναι δυνατό να εγκριθεί από την αρμόδια ή τις αρμόδιες επιτροπές η επιτάχυνση των νομοθετικών διαδικασιών σε συντονισμό με το Συμβούλιο και την Επιτροπή, σε σχέση με συγκεκριμένες προτάσεις, επιλεγόμενες ιδίως μεταξύ των προτάσεων που έχουν χαρακτηριστεί ως προτεραιότητες στην κοινή δήλωση για τον ετήσιο διοργανικό προγραμματισμό σύμφωνα με το άρθρο 37 παράγραφος 1α.

Τροπολογία 45

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 48

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 48

Άρθρο 48

Νομοθετικές διαδικασίες σχετικά με πρωτοβουλίες που υποβάλλουν κράτη μέλη

Νομοθετικές διαδικασίες σχετικά με πρωτοβουλίες προερχόμενες από θεσμικά όργανα άλλα από την Επιτροπή ή από κράτη μέλη

1.    Οι πρωτοβουλίες που έχουν υποβάλει κράτη μέλη κατά το άρθρο 76 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξετάζονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο και τα άρθρα 38 έως 43, 47 και 59 του Κανονισμού .

1.    Κατά την εξέταση πρωτοβουλιών που προέρχονται από θεσμικά όργανα άλλα από την Επιτροπή ή από κράτη μέλη , η αρμόδια επιτροπή δύναται να καλέσει εκπροσώπους των αντίστοιχων οργάνων ή των κρατών μελών από τα οποία προέρχεται η πρωτοβουλία να παρουσιάσουν την πρωτοβουλία τους στην επιτροπή. Οι εκπρόσωποι των κρατών μελών από τα οποία προέρχεται η πρωτοβουλία μπορεί να συνοδεύονται από την Προεδρία του Συμβουλίου .

2.    Η αρμόδια επιτροπή μπορεί να προσκαλέσει εκπροσώπους των κρατών μελών από τα οποία προέρχεται η πρωτοβουλία για να της παρουσιάσουν την πρωτοβουλία τους. Οι εκπρόσωποι αυτοί μπορεί να συνοδεύονται από την Προεδρία του Συμβουλίου.

 

3.   Πριν η αρμόδια επιτροπή προβεί σε ψηφοφορία, ερωτά την Επιτροπή εάν επεξεργάζεται γνωμοδότηση επί της πρωτοβουλίας. Εάν η απάντηση είναι καταφατική, η επιτροπή δεν εγκρίνει την έκθεσή της προτού λάβει τη γνωμοδότηση της Επιτροπής.

3.   Πριν η αρμόδια επιτροπή προβεί σε ψηφοφορία, ερωτά την Επιτροπή εάν επεξεργάζεται γνωμοδότηση επί της πρωτοβουλίας ή αν προτίθεται να υποβάλει εναλλακτική πρόταση μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα . Εάν η απάντηση την οποία λάβει είναι καταφατική, η επιτροπή δεν εγκρίνει την έκθεσή της προτού λάβει τη γνωμοδότηση της Επιτροπής ή εναλλακτική πρόταση .

4.   Όταν στο Κοινοβούλιο παραπέμπονται ταυτόχρονα ή σε μικρό χρονικό διάστημα δύο ή περισσότερες πρωτοβουλίες, προερχόμενες από την Επιτροπή και/ή κράτη μέλη, με το ίδιο νομοθετικό αντικείμενο, το Κοινοβούλιο τις εξετάζει σε ενιαία έκθεση. Στην έκθεσή της, η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή αναφέρει ποιο κείμενο αφορούν οι τροπολογίες που προτείνει, και το νομοθετικό ψήφισμα περιλαμβάνει αναφορά σε όλα τα υπόλοιπα κείμενα.

4.   Όταν στο Κοινοβούλιο παραπέμπονται ταυτόχρονα ή σε μικρό χρονικό διάστημα δύο ή περισσότερες πρωτοβουλίες, προερχόμενες από την Επιτροπή και/ή άλλο θεσμικό όργανο και/ή τα κράτη μέλη, με το ίδιο νομοθετικό αντικείμενο, το Κοινοβούλιο τις εξετάζει σε ενιαία έκθεση. Στην έκθεσή της, η αρμόδια επιτροπή αναφέρει ποιο κείμενο αφορούν οι τροπολογίες που προτείνει, και το νομοθετικό ψήφισμα περιλαμβάνει αναφορά σε όλα τα υπόλοιπα κείμενα.

Τροπολογία 46

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 49

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 49

Άρθρο 49

Νομοθετικές εκθέσεις

Νομοθετικές εκθέσεις

1.   Ο πρόεδρος της επιτροπής στην οποία έχει παραπεμφθεί πρόταση νομοθετικής πράξης προτείνει στην επιτροπή την ακολουθητέα διαδικασία.

1.   Ο πρόεδρος της επιτροπής στην οποία έχει παραπεμφθεί νομικά δεσμευτική πράξη προτείνει στην επιτροπή την ακολουθητέα διαδικασία.

2.   Μετά από τη λήψη της απόφασης επί της ακολουθητέας διαδικασίας και εάν το άρθρο 50 δεν τυγχάνει εφαρμογής, η επιτροπή ορίζει εισηγητή επί της προτάσεως νομοθετικής πράξης μεταξύ των μελών της ή των μονίμων αναπληρωτών, εφόσον τούτο δεν έχει ακόμη πραγματοποιηθεί βάσει του προγράμματος εργασίας της Επιτροπής που θεσπίζεται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 37 .

2.   Μετά από τη λήψη της απόφασης επί της ακολουθητέας διαδικασίας και εάν η απλοποιημένη διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 50 δεν τυγχάνει εφαρμογής, η επιτροπή ορίζει εισηγητή επί της προτάσεως νομοθετικής πράξης μεταξύ των μελών της ή των μονίμων αναπληρωτών, εφόσον τούτο δεν έχει ακόμη πραγματοποιηθεί βάσει του άρθρου 47 παράγραφος 1β .

3.   Η έκθεση της επιτροπής περιλαμβάνει:

3.   Η έκθεση της επιτροπής περιλαμβάνει:

α)

τις ενδεχόμενες τροπολογίες επί της πρότασης, συνοδευόμενες, εάν τούτο κρίνεται απαραίτητο, από σύντομες αιτιολογήσεις οι οποίες γράφονται με την ευθύνη του εισηγητή και δεν αποτελούν αντικείμενο ψηφοφορίας·

α)

τις ενδεχόμενες τροπολογίες επί της πρότασης, συνοδευόμενες, εάν τούτο κρίνεται απαραίτητο, από σύντομες αιτιολογήσεις οι οποίες γράφονται με την ευθύνη του συντάκτη και δεν αποτελούν αντικείμενο ψηφοφορίας·

β)

το νομοθετικό ψήφισμα, κατά το άρθρο 59 παράγραφος

β)

το νομοθετικό ψήφισμα, κατά το άρθρο 59 παράγραφος 1γ·

γ)

αιτιολογική έκθεση, εφόσον απαιτείται, συμπεριλαμβανομένου δημοσιονομικού δελτίου στο οποίο αναλύονται οι ενδεχόμενες δημοσιονομικές επιπτώσεις της έκθεσης και η συμβατότητά της με το πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο.

γ)

αιτιολογική έκθεση, εφόσον απαιτείται, συμπεριλαμβανομένου , εφόσον είναι αναγκαίο, δημοσιονομικού δελτίου στο οποίο αναλύονται οι ενδεχόμενες δημοσιονομικές επιπτώσεις της έκθεσης και η συμβατότητά της με το πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο.

 

γα)

εάν είναι διαθέσιμη, παραπομπή στην Εκτίμηση Επιπτώσεων του Kοινοβουλίου.

Τροπολογία 47

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 50

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 50

Άρθρο 50

Απλοποιημένη διαδικασία

Απλοποιημένη διαδικασία

1.   Μετά από πρώτη συζήτηση επί προτάσεως νομοθετικής πράξης, ο πρόεδρος της επιτροπής μπορεί να προτείνει την έγκρισή της χωρίς τροποποίηση. Αν δεν αντιτεθεί τουλάχιστον το ένα δέκατο των μελών της επιτροπής, ο πρόεδρος υποβάλλει στην Ολομέλεια έκθεση που εγκρίνει την πρόταση. Εφαρμόζεται το άρθρο 150 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο, παράγραφος 2 και παράγραφος 4.

1.   Μετά από πρώτη συζήτηση επί προτάσεως νομοθετικής πράξης, ο πρόεδρος της επιτροπής μπορεί να προτείνει την έγκρισή της χωρίς τροποποίηση. Αν δεν αντιτεθεί τουλάχιστον το ένα δέκατο των μελών της επιτροπής, η προταθείσα διαδικασία θεωρείται εγκριθείσα. Ο πρόεδρος ή ο εισηγητής, εφόσον έχει οριστεί, υποβάλλει στην Ολομέλεια έκθεση που εγκρίνει την πρόταση. Εφαρμόζεται το άρθρο 150 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο, παράγραφοι 2 και 4.

2.   Ο Πρόεδρος μπορεί εναλλακτικά να προτείνει την εκ μέρους του ή εκ μέρους του εισηγητή υποβολή σειράς τροπολογιών που αντανακλούν τη συζήτηση στην επιτροπή. Εφόσον η επιτροπή συμφωνεί, οι τροπολογίες αυτές διαβιβάζονται στα μέλη της επιτροπής. Αν, εντός προθεσμίας 21 τουλάχιστον ημερών από τη διαβίβαση, δεν αντιτεθεί τουλάχιστον το ένα δέκατο των μελών της επιτροπής, η έκθεση θεωρείται ότι έχει εγκριθεί από την επιτροπή. Στην περίπτωση αυτή, το σχετικό σχέδιο νομοθετικού ψηφίσματος και οι τροπολογίες υποβάλλονται στο Κοινοβούλιο χωρίς συζήτηση, σύμφωνα με το άρθρο 150 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο, παράγραφος 2 και παράγραφος 4.

2.    Εναλλακτικά, ο Πρόεδρος μπορεί να προτείνει την εκ μέρους του ή εκ μέρους του εισηγητή υποβολή σειράς τροπολογιών που αντανακλούν τη συζήτηση στην επιτροπή. Η προτεινόμενη διαδικασία θεωρείται εγκριθείσα και οι τροπολογίες διαβιβάζονται στα μέλη της επιτροπής, εκτός αν αντιτεθεί τουλάχιστον το ένα δέκατο των μελών της επιτροπής.

 

Αν, εντός προθεσμίας 10 τουλάχιστον εργάσιμων ημερών από τη διαβίβαση, δεν αντιτεθεί στις τροπολογίες τουλάχιστον το ένα δέκατο των μελών της επιτροπής, η έκθεση θεωρείται ότι έχει εγκριθεί από την επιτροπή. Στην περίπτωση αυτή, το σχετικό σχέδιο νομοθετικού ψηφίσματος και οι τροπολογίες υποβάλλονται στο Κοινοβούλιο χωρίς συζήτηση, σύμφωνα με το άρθρο 150 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο, παράγραφος 2 και παράγραφος 4.

 

Αν το ένα δέκατο τουλάχιστον των μελών της επιτροπής αντιτεθεί στις τροπολογίες, οι τροπολογίες τίθενται σε ψηφοφορία κατά την επόμενη συνεδρίαση της επιτροπής.

3.    Αν το ένα δέκατο τουλάχιστον των μελών της επιτροπής αντιτεθεί, οι τροπολογίες τίθενται σε ψηφοφορία κατά την επόμενη συνεδρίαση της επιτροπής.

 

4.    Η πρώτη και δεύτερη περίοδος της παραγράφου 1, η πρώτη , δεύτερη και τρίτη περίοδος της παραγράφου 2 και η παράγραφος 3 εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν στις γνωμοδοτήσεις των επιτροπών κατά την έννοια του άρθρου 53.

4.    Με εξαίρεση τις διατάξεις που αφορούν την υποβολή στο Κοινοβούλιο , το παρόν άρθρο εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν στις γνωμοδοτήσεις των επιτροπών κατά την έννοια του άρθρου 53.

Τροπολογία 48

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 51

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 51

Άρθρο 51

Μη Νομοθετικές εκθέσεις

Μη νομοθετικές εκθέσεις

1.   Όταν επιτροπή συντάσσει μη νομοθετική έκθεση, ορίζει εισηγητή μεταξύ των τακτικών μελών της ή των μονίμων αναπληρωτών.

1.   Όταν επιτροπή συντάσσει μη νομοθετική έκθεση, ορίζει εισηγητή μεταξύ των τακτικών μελών της ή των μονίμων αναπληρωτών.

2.    Ο εισηγητής αναλαμβάνει την σύνταξη της έκθεσης της επιτροπής και την παρουσίασή της στο Κοινοβούλιο εξ ονόματος της επιτροπής.

 

3.   Η έκθεση της επιτροπής περιλαμβάνει:

3.   Η έκθεση της επιτροπής περιλαμβάνει:

α)

πρόταση ψηφίσματος·

α)

πρόταση ψηφίσματος·

β)

αιτιολογική έκθεση, συμπεριλαμβανομένου δημοσιονομικού δελτίου στο οποίο αναλύονται οι ενδεχόμενες δημοσιονομικές επιπτώσεις της έκθεσης και η συμβατότητά της με το πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο·

β)

αιτιολογική έκθεση, συμπεριλαμβανομένου , εφόσον είναι αναγκαίο, δημοσιονομικού δελτίου στο οποίο αναλύονται οι ενδεχόμενες δημοσιονομικές επιπτώσεις της έκθεσης και η συμβατότητά της με το πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο·

γ)

τα κείμενα των προτάσεων ψηφίσματος που πρέπει να περιέχει, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 133 παράγραφος 4.

γ)

τα κείμενα των προτάσεων ψηφίσματος που πρέπει να περιέχει, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 133 παράγραφος 4.

Τροπολογία 49

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 52

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 52

Άρθρο 52

Εκθέσεις πρωτοβουλίας

Εκθέσεις πρωτοβουλίας

1.   Αν επιτροπή , χωρίς να της έχει υποβληθεί αίτηση διαβούλευσης ή αίτηση γνωμοδότησης σύμφωνα με το άρθρο 201 παράγραφος 1 του Κανονισμού προτίθεται να συντάξει έκθεση επί αντικειμένου της αρμοδιότητάς της και να υποβάλει σχετικό ψήφισμα στην Ολομέλεια , πρέπει να ζητήσει προηγουμένως την εξουσιοδότηση της Διάσκεψης των Προέδρων. Κάθε ενδεχόμενη άρνηση πρέπει να είναι πάντοτε δεόντως αιτιολογημένη. Εφόσον η έκθεση έχει ως αντικείμενο πρόταση που υπέβαλε βουλευτής σύμφωνα με το άρθρο 46 παράγραφος 2 του Κανονισμού μπορεί να υπάρξει ενδεχόμενο άρνησης της εξουσιοδότησης μόνον εφόσον δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 5 του Καθεστώτος των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, καθώς και του άρθρου 225 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

1.   Αν επιτροπή προτίθεται να συντάξει μη νομοθετική έκθεση ή έκθεση σύμφωνα με το άρθρο 45 ή 46 επί αντικειμένου της αρμοδιότητάς της για το οποίο δεν έχει λάβει σχετική παραπομπή , πρέπει να ζητήσει προηγουμένως την εξουσιοδότηση της Διάσκεψης των Προέδρων.

 

Η Διάσκεψη των Προέδρων αποφαίνεται επί των αιτήσεων εξουσιοδότησης για τη σύνταξη εκθέσεως οι οποίες της υποβάλλονται κατά το πρώτο εδάφιο , με βάση τις εκτελεστικές διατάξεις που η ίδια ορίζει.

Η Διάσκεψη των Προέδρων αποφαίνεται επί των αιτήσεων εξουσιοδότησης για τη σύνταξη εκθέσεως οι οποίες της υποβάλλονται κατά την παράγραφο 1 , με βάση τις εκτελεστικές διατάξεις που η ίδια ορίζει. Αν τίθεται υπό αμφισβήτηση η αρμοδιότητα επιτροπής να συντάξει έκθεση, η Διάσκεψη των Προέδρων λαμβάνει απόφαση εντός έξι εβδομάδων βάσει συστάσεως της Διάσκεψης των Προέδρων των Επιτροπών ή, ελλείψει αυτής της σύστασης, του Προέδρου της Διάσκεψης των Προέδρων των Επιτροπών. Αν η Διάσκεψη των Προέδρων δεν αποφασίσει εμπροθέσμως, η σύσταση θεωρείται εγκριθείσα.

 

 

1α.     Κάθε άρνηση εξουσιοδότησης πρέπει να είναι πάντοτε δεόντως αιτιολογημένη.

 

Εφόσον το θέμα της έκθεσης εμπίπτει στο δικαίωμα πρωτοβουλίας του Κοινοβουλίου σύμφωνα με το άρθρο 45, η εξουσιοδότηση μπορεί να απορριφθεί μόνο με το σκεπτικό ότι δεν πληρούνται οι όροι που θέτουν οι Συνθήκες.

 

1β.     Στις περιπτώσεις στις οποίες αναφέρονται τα άρθρα 45 και 46, η Διάσκεψη των Προέδρων λαμβάνει απόφαση εντός δύο μηνών.

2.    Το Κοινοβούλιο εξετάζει τις προτάσεις ψηφίσματος που περιέχονται σε εκθέσεις πρωτοβουλίας σύμφωνα με τη διαδικασία συνοπτικής παρουσίασης του άρθρου 151. Τροπολογίες στις προτάσεις αυτές ψηφίσματος είναι παραδεκτές προς εξέταση στην Ολομέλεια μόνον εάν κατατίθενται από τον εισηγητή προκειμένου να ληφθούν υπόψη νέα στοιχεία ή τουλάχιστον από το ένα δέκατο των μελών του Κοινοβουλίου. Οι πολιτικές ομάδες μπορούν να καταθέσουν εναλλακτικές προτάσεις ψηφίσματος σύμφωνα με το άρθρο 170 παράγραφος 4. Τα άρθρα 176 και 180 εφαρμόζονται στην πρόταση ψηφίσματος της επιτροπής και τις συναφείς τροπολογίες. Το άρθρο 180 εφαρμόζεται επίσης στη μοναδική ψηφοφορία για τις εναλλακτικές προτάσεις ψηφίσματος.

2.    Οι προτάσεις ψηφίσματος που υποβάλλονται στο Κοινοβούλιο εξετάζονται σύμφωνα με τη διαδικασία συνοπτικής παρουσίασης του άρθρου 151. Τροπολογίες στις προτάσεις αυτές ψηφίσματος και αιτήσεις για ψηφοφορίες κατά τμήματα ή χωριστές ψηφοφορίες είναι παραδεκτές προς εξέταση στην Ολομέλεια μόνον εάν κατατίθενται από τον εισηγητή προκειμένου να ληφθούν υπόψη νέα στοιχεία ή τουλάχιστον από το ένα δέκατο των μελών του Κοινοβουλίου. Οι πολιτικές ομάδες μπορούν να καταθέσουν εναλλακτικές προτάσεις ψηφίσματος σύμφωνα με το άρθρο 170 παράγραφος 4. Το άρθρο 180 εφαρμόζεται στην πρόταση ψηφίσματος της επιτροπής και τις συναφείς τροπολογίες. Το άρθρο 180 εφαρμόζεται επίσης στη μοναδική ψηφοφορία για τις εναλλακτικές προτάσεις ψηφίσματος.

Το πρώτο εδάφιο δεν εφαρμόζεται όταν το θέμα της έκθεσης πληροί τις προϋποθέσεις για συζήτηση κατά προτεραιότητα στην Ολομέλεια, όταν η έκθεση καταρτίζεται σύμφωνα με το δικαίωμα πρωτοβουλίας κατά τα άρθρα 45 ή 46, ή όταν η έκθεση έχει αποτελέσει αντικείμενο εξουσιοδότησης ως στρατηγική  (9) .

 

 

2a.     Η παράγραφος 2 δεν εφαρμόζεται όταν το θέμα της έκθεσης πληροί τις προϋποθέσεις για συζήτηση κατά προτεραιότητα στην Ολομέλεια, όταν η έκθεση καταρτίζεται σύμφωνα με το δικαίωμα πρωτοβουλίας κατά τα άρθρα 45 ή 46, ή όταν η έκθεση έχει αποτελέσει αντικείμενο εξουσιοδότησης ως στρατηγική  () .

3.    Εφόσον το θέμα της έκθεσης εμπίπτει στο δικαίωμα πρωτοβουλίας σύμφωνα με το άρθρο 45, η έγκριση μπορεί να απορριφθεί μόνο λόγω μη τηρήσεως των όρων που θέτουν οι Συνθήκες.

 

4.    Στις περιπτώσεις στις οποίες αναφέρονται τα άρθρα 45 και 46, η Διάσκεψη των Προέδρων λαμβάνει απόφαση εντός δύο μηνών.

 

Τροπολογία 50

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 53

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 53

Άρθρο 53

Γνωμοδοτήσεις των επιτροπών

Γνωμοδοτήσεις των επιτροπών

1.   Εφόσον η επιτροπή στην οποία αρχικά παραπέμφθηκε κάποιο ζήτημα, επιθυμεί να έχει τη γνωμοδότηση άλλης επιτροπής ή εφόσον άλλη επιτροπή επιθυμεί να γνωμοδοτήσει επί του αντικειμένου της έκθεσης της επιτροπής που αρχικά επελήφθη του ζητήματος, μπορούν να ζητήσουν από τον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου, σύμφωνα με το άρθρο 201 παράγραφος 3, να ορισθεί η μία ως αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή και η άλλη ως γνωμοδοτική.

1.   Εφόσον η επιτροπή στην οποία αρχικά παραπέμφθηκε κάποιο ζήτημα, επιθυμεί να έχει τη γνωμοδότηση άλλης επιτροπής ή εφόσον άλλη επιτροπή επιθυμεί να κοινοποιήσει τις απόψεις της στην επιτροπή που αρχικά επελήφθη του ζητήματος, μπορούν να ζητήσουν από τον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου, σύμφωνα με το άρθρο 201 παράγραφος 3, να ορισθεί η μία ως αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή και η άλλη ως γνωμοδοτική.

 

Η γνωμοδοτική επιτροπή μπορεί να ορίσει συντάκτη γνωμοδότησης ένα από τα μέλη της ή ένα μόνιμο αναπληρωτή ή να διαβιβάσει τις απόψεις της υπό μορφή επιστολής εκ μέρους του προέδρου της.

2.    Στην περίπτωση κειμένων νομοθετικού χαρακτήρα, υπό την έννοια του άρθρου 47 παράγραφος 1 , η γνωμοδότηση περιέχει προτάσεις τροποποίησης του κειμένου το οποίο έχει παραπεμφθεί σε επιτροπή, συνοδευόμενες, εάν τούτο κρίνεται απαραίτητο, από σύντομες αιτιολογήσεις. Οι αιτιολογήσεις γράφονται με ευθύνη του συντάκτη τους και δεν αποτελούν αντικείμενο ψηφοφορίας. Εν ανάγκη, η επιτροπή μπορεί να υποβάλει σύντομη γραπτή αιτιολόγηση για τη γνωμοδότηση στο σύνολό της.

2.    Όταν η γνωμοδότηση αφορά πρόταση νομικά δεσμευτικής πράξης , αποτελείται από προτάσεις τροποποίησης του κειμένου το οποίο έχει παραπεμφθεί σε επιτροπή, συνοδευόμενες, εάν τούτο κρίνεται απαραίτητο, από σύντομες αιτιολογήσεις. Οι αιτιολογήσεις γράφονται με ευθύνη του συντάκτη τους και δεν αποτελούν αντικείμενο ψηφοφορίας. Εν ανάγκη, η επιτροπή μπορεί να υποβάλει σύντομη γραπτή αιτιολόγηση για τη γνωμοδότηση στο σύνολό της. Η ως άνω σύντομη γραπτή αιτιολόγηση καταρτίζεται με ευθύνη του συντάκτη.

Στην περίπτωση μη νομοθετικών κειμένων, η γνωμοδότηση περιέχει προτάσεις για τμήματα της πρότασης ψηφίσματος της αρμόδιας επί της ουσίας επιτροπής.

Όταν η γνωμοδότηση δεν αφορά πρόταση νομικά δεσμευτικής πράξης, αποτελείται από προτάσεις για τμήματα της πρότασης ψηφίσματος της αρμόδιας επί της ουσίας επιτροπής.

Η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή θέτει σε ψηφοφορία τις εν λόγω τροπολογίες ή προτάσεις.

Η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή θέτει σε ψηφοφορία τις εν λόγω τροπολογίες ή προτάσεις.

Οι γνωμοδοτήσεις αφορούν αποκλειστικώς ζητήματα που εμπίπτουν στους τομείς αρμοδιότητας της γνωμοδοτικής επιτροπής.

Οι γνωμοδοτήσεις αφορούν αποκλειστικώς ζητήματα που εμπίπτουν στους τομείς αρμοδιότητας της γνωμοδοτικής επιτροπής.

3.   Η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή καθορίζει προθεσμία εντός της οποίας η γνωμοδοτική επιτροπή πρέπει να υποβάλει τη γνωμοδότησή της, ούτως ώστε να μπορεί να ληφθεί υπόψη από την αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή. Η τελευταία γνωστοποιεί πάραυτα στις γνωμοδοτικές επιτροπές οιεσδήποτε τροποποιήσεις στο ανακοινωθέν χρονοδιάγραμμα. Η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή δεν εκδίδει πόρισμα πριν από την παρέλευση της προθεσμίας αυτής.

3.   Η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή καθορίζει προθεσμία εντός της οποίας η γνωμοδοτική επιτροπή πρέπει να υποβάλει τη γνωμοδότησή της, ούτως ώστε να μπορεί να ληφθεί υπόψη από την αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή. Η τελευταία γνωστοποιεί πάραυτα στις γνωμοδοτικές επιτροπές οιεσδήποτε τροποποιήσεις στο ανακοινωθέν χρονοδιάγραμμα. Η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή δεν εκδίδει πόρισμα πριν από την παρέλευση της προθεσμίας αυτής.

 

3α.     Εναλλακτικά, η γνωμοδοτική επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να παρουσιάσει τη θέση της υπό μορφή τροπολογιών που υποβάλλονται απευθείας στην αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή μετά την έγκρισή τους. Αυτές οι τροπολογίες υποβάλλονται από τον πρόεδρο ή τον εισηγητή εκ μέρους της επιτροπής.

 

3β.     Η γνωμοδοτική επιτροπή καταθέτει τις τροπολογίες που αναφέρονται στην παράγραφο 3α εντός της προθεσμίας που ορίζει η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή.

4.   Όλες οι εγκριθείσες γνωμοδοτήσεις επισυνάπτονται στην έκθεση της αρμόδιας επί της ουσίας επιτροπής.

4.   Όλες οι γνωμοδοτήσεις και τροπολογίες που έχουν εγκριθεί από τη γνωμοδοτική επιτροπή επισυνάπτονται στην έκθεση της αρμόδιας επί της ουσίας επιτροπής.

5.    Η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή είναι η μόνη που μπορεί να καταθέτει τροπολογίες στην Ολομέλεια .

5.    Οι κατά την έννοια του παρόντος άρθρου γνωμοδοτικές επιτροπές δεν μπορούν να καταθέτουν τροπολογίες προς εξέταση από το Κοινοβούλιο .

6.   Ο πρόεδρος και ο εισηγητής της γνωμοδοτικής επιτροπής καλούνται να λάβουν μέρος στις συνεδριάσεις της αρμόδιας επί της ουσίας επιτροπής με συμβουλευτική ψήφο, εφόσον οι συνεδριάσεις αυτές άπτονται του κοινού ζητήματος.

6.   Ο πρόεδρος και ο εισηγητής της γνωμοδοτικής επιτροπής καλούνται να λάβουν μέρος στις συνεδριάσεις της αρμόδιας επί της ουσίας επιτροπής με συμβουλευτική ψήφο, εφόσον οι συνεδριάσεις αυτές άπτονται του κοινού ζητήματος.

Τροπολογία 51

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 54

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 54

Άρθρο 54

Διαδικασία συνδεδεμένων επιτροπών

Διαδικασία συνδεδεμένων επιτροπών

Εφόσον ζήτημα αρμοδιότητας έχει παραπεμφθεί στη Διάσκεψη των Προέδρων κατά τα άρθρα 201 παράγραφος 2 ή 52 και η Διάσκεψη των Προέδρων, βάσει του Παραρτήματος VII, φρονεί ότι το θέμα εμπίπτει σχεδόν εξίσου στην αρμοδιότητα δύο ή περισσοτέρων επιτροπών ή ότι διαφορετικά μέρη του θέματος εμπίπτουν στην αρμοδιότητα δύο ή περισσοτέρων επιτροπών, εφαρμόζεται το άρθρο 53 με τις εξής προσθήκες:

1.   Εφόσον ζήτημα αρμοδιότητας έχει παραπεμφθεί στη Διάσκεψη των Προέδρων κατά το άρθρο 201α και η Διάσκεψη των Προέδρων, βάσει του Παραρτήματος VII, φρονεί ότι το θέμα εμπίπτει σχεδόν εξίσου στην αρμοδιότητα δύο ή περισσοτέρων επιτροπών ή ότι διαφορετικά μέρη του θέματος εμπίπτουν στην αρμοδιότητα δύο ή περισσοτέρων επιτροπών, εφαρμόζεται το άρθρο 53 με τις εξής προσθήκες:

το χρονοδιάγραμμα συμφωνείται από κοινού από τις ενδιαφερόμενες επιτροπές·

το χρονοδιάγραμμα συμφωνείται από κοινού από τις ενδιαφερόμενες επιτροπές·

ο εισηγητής και οι συντάκτες της γνωμοδότησης αλληλοενημερώνονται και προσπαθούν να συμφωνήσουν επί των κειμένων που προτείνουν στις επιτροπές τους και επί των θέσεών τους όσον αφορά τις τροπολογίες·

ο εισηγητής και οι συντάκτες της γνωμοδότησης αλληλοενημερώνονται και προσπαθούν να συμφωνήσουν επί των κειμένων που προτείνουν στις επιτροπές τους και επί των θέσεών τους όσον αφορά τις τροπολογίες·

οι ενδιαφερόμενοι πρόεδροι επιτροπών, εισηγητές και συντάκτες εντοπίζουν από κοινού τομείς του κειμένου που εμπίπτουν στην αποκλειστική ή κοινή τους αρμοδιότητα και συμφωνούν για τους ακριβείς όρους της συνεργασίας τους. Σε περίπτωση διαφωνίας για την οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων, το ζήτημα υποβάλλεται, μετά από αίτηση μίας εκ των ενδιαφερομένων επιτροπών, στη Διάσκεψη των Προέδρων, η οποία μπορεί να αποφασίσει επί του θέματος των αντιστοίχων αρμοδιοτήτων ή να αποφανθεί ότι πρέπει να εφαρμοστεί η διαδικασία κοινών συνεδριάσεων επιτροπών σύμφωνα με το άρθρο 55· το άρθρο 201 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν·

οι ενδιαφερόμενοι πρόεδροι επιτροπών, εισηγητές και συντάκτες δεσμεύονται να τηρούν την αρχή της καλής και ειλικρινούς συνεργασίας και εντοπίζουν από κοινού τομείς του κειμένου που εμπίπτουν στην αποκλειστική ή κοινή τους αρμοδιότητα και συμφωνούν για τους ακριβείς όρους της συνεργασίας τους. Σε περίπτωση διαφωνίας για την οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων, το ζήτημα υποβάλλεται, μετά από αίτηση μίας εκ των ενδιαφερομένων επιτροπών, στη Διάσκεψη των Προέδρων, η οποία μπορεί να αποφασίσει επί του θέματος των αντιστοίχων αρμοδιοτήτων ή να αποφανθεί ότι πρέπει να εφαρμοστεί η διαδικασία κοινών συνεδριάσεων επιτροπών σύμφωνα με το άρθρο 55. Η εν λόγω απόφαση λαμβάνεται σύμφωνα με τη διαδικασία και εντός της προθεσμίας που ορίζονται στο άρθρο 201α.

η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή αποδέχεται χωρίς ψηφοφορία τροπολογίες από συνδεδεμένη επιτροπή, εφόσον αφορούν ζητήματα τα οποία εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα της συνδεδεμένης επιτροπής. Εάν η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή απορρίψει τροπολογίες επί θεμάτων που εμπίπτουν στην κοινή αρμοδιότητα της αρμόδιας επί της ουσίας επιτροπής και μιας συνδεδεμένης επιτροπής, η συνδεδεμένη επιτροπή μπορεί να καταθέσει τις τροπολογίες αυτές απευθείας στο Κοινοβούλιο·

η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή αποδέχεται χωρίς ψηφοφορία τροπολογίες από συνδεδεμένη επιτροπή, εφόσον αφορούν ζητήματα τα οποία εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα της συνδεδεμένης επιτροπής. Εάν η αρμόδια επιτροπή δεν σεβαστεί την αποκλειστική αρμοδιότητα της συνδεδεμένης επιτροπής, η συνδεδεμένη επιτροπή μπορεί να υποβάλει τροπολογίες απευθείας στην Ολομέλεια. Εάν η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή δεν εγκρίνει τροπολογίες επί θεμάτων που εμπίπτουν στην κοινή αρμοδιότητα της αρμόδιας επί της ουσίας επιτροπής και μιας συνδεδεμένης επιτροπής, η συνδεδεμένη επιτροπή μπορεί να καταθέσει τις τροπολογίες αυτές απευθείας στην Ολομέλεια·

σε περίπτωση διαδικασίας συνδιαλλαγής σχετικά με την πρόταση, στην αντιπροσωπεία του Κοινοβουλίου περιλαμβάνεται και ο εισηγητής οιασδήποτε συνδεδεμένης επιτροπής.

σε περίπτωση διαδικασίας συνδιαλλαγής σχετικά με την πρόταση, στην αντιπροσωπεία του Κοινοβουλίου περιλαμβάνεται και ο εισηγητής οιασδήποτε συνδεδεμένης επιτροπής.

Το κείμενο του παρόντος άρθρου δεν προβλέπει περιορισμό στο πεδίο εφαρμογής του. Οι αιτήσεις για εφαρμογή της διαδικασίας συνδεδεμένων επιτροπών σχετικά με τις μη νομοθετικές εκθέσεις βάσει των άρθρων 52 παράγραφος 1 και 132 παράγραφοι 1 και 2 είναι παραδεκτές.

 

Η διαδικασία συνδεδεμένων επιτροπών του παρόντος άρθρου δεν είναι δυνατόν να εφαρμοσθεί όσον αφορά τη σύσταση που πρέπει να εγκριθεί από την αρμόδια επιτροπή βάσει του άρθρου 99.

 

Η απόφαση της Διάσκεψης των Προέδρων να εφαρμοστεί η διαδικασία συνδεδεμένων επιτροπών εφαρμόζεται σε όλα τα στάδια της εν λόγω διαδικασίας.

Η απόφαση της Διάσκεψης των Προέδρων να εφαρμοστεί η διαδικασία συνδεδεμένων επιτροπών εφαρμόζεται σε όλα τα στάδια της εν λόγω διαδικασίας.

Τα δικαιώματα που απορρέουν από τον ρόλο της «αρμόδιας επιτροπής» ασκούνται από την κυρίως αρμόδια επιτροπή. Κατά την άσκηση των δικαιωμάτων αυτών, η επιτροπή αυτή πρέπει να σέβεται τα προνόμια της συνδεδεμένης επιτροπής, ιδίως την υποχρέωση έντιμης συνεργασίας όσον αφορά το χρονοδιάγραμμα και το δικαίωμα της συνδεδεμένης επιτροπής να καθορίσει τις τροπολογίες που υποβάλλονται στο Κοινοβούλιο εντός του πεδίου της αποκλειστικής αρμοδιότητάς της.

Τα δικαιώματα που απορρέουν από τον ρόλο της «αρμόδιας επιτροπής» ασκούνται από την κυρίως αρμόδια επιτροπή. Κατά την άσκηση των δικαιωμάτων αυτών, η επιτροπή αυτή πρέπει να σέβεται τα προνόμια της συνδεδεμένης επιτροπής, ιδίως την υποχρέωση ειλικρινούς συνεργασίας όσον αφορά το χρονοδιάγραμμα και το δικαίωμα της συνδεδεμένης επιτροπής να καθορίσει τις τροπολογίες που υποβάλλονται στο Κοινοβούλιο εντός του πεδίου της αποκλειστικής αρμοδιότητάς της.

Σε περίπτωση που η κυρίως αρμόδια επιτροπή δεν λάβει υπόψη τα προνόμια της συνδεδεμένης επιτροπής, οι αποφάσεις που έλαβε η κυρίως αρμόδια επιτροπή εξακολουθούν να ισχύουν, ωστόσο η συνδεδεμένη επιτροπή μπορεί να καταθέσει τροπολογίες απευθείας στην Ολομέλεια, εντός των ορίων της αποκλειστικής αρμοδιότητάς της.

 

 

1α.     Η διαδικασία την οποία ορίζει το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται στις συστάσεις που πρέπει να εγκριθούν από την αρμόδια επιτροπή βάσει του άρθρου 99.

Τροπολογία 52

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 55

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 55

Άρθρο 55

Διαδικασία κοινών συνεδριάσεων επιτροπών

Κοινή διαδικασία επιτροπών

1.   Εφόσον παραπέμπεται σε αυτή ζήτημα αρμοδιότητας δυνάμει του άρθρου 201 παράγραφος 2 , η Διάσκεψη των Προέδρων μπορεί να αποφασίσει ότι πρέπει να εφαρμοστεί η διαδικασία με κοινές συνεδριάσεις επιτροπών και κοινή ψηφοφορία, εάν:

1.   Εφόσον παραπέμπεται σε αυτή ζήτημα αρμοδιότητας δυνάμει του άρθρου 201α , η Διάσκεψη των Προέδρων μπορεί να αποφασίσει ότι πρέπει να εφαρμοστεί η διαδικασία με κοινές συνεδριάσεις επιτροπών και κοινή ψηφοφορία, εάν:

το θέμα συνδέεται, βάσει του παραρτήματος VI, άρρηκτα με την αρμοδιότητα περισσοτέρων επιτροπών· and

το θέμα συνδέεται, βάσει του παραρτήματος VI, άρρηκτα με την αρμοδιότητα περισσοτέρων επιτροπών· και

εκτιμά ότι πρόκειται για ζήτημα μείζονος σημασίας.

εκτιμά ότι πρόκειται για ζήτημα μείζονος σημασίας.

2.   Στην περίπτωση αυτή, οι αντίστοιχοι εισηγητές συντάσσουν ενιαίο σχέδιο έκθεσης το οποίο το οποίο εξετάζουν και ψηφίζουν οι ενδιαφερόμενες επιτροπές, υπό την κοινή προεδρία των προέδρων επιτροπής.

2.   Στην περίπτωση αυτή, οι αντίστοιχοι εισηγητές συντάσσουν ενιαίο σχέδιο έκθεσης το οποίο εξετάζουν και ψηφίζουν οι ενδιαφερόμενες επιτροπές, υπό την κοινή προεδρία των προέδρων των επιτροπών.

Σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, τα δικαιώματα που συνδέονται με την ιδιότητα της αρμόδιας επιτροπής μπορούν να ασκηθούν από τις ενδιαφερόμενες επιτροπές μόνο εάν ενεργούν από κοινού. Οι ενδιαφερόμενες επιτροπές δύνανται να συγκροτήσουν ομάδες εργασίας για να προετοιμάσουν τις συνεδριάσεις και ψηφοφορίες.

Σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, τα δικαιώματα που συνδέονται με την ιδιότητα της αρμόδιας επιτροπής μπορούν να ασκηθούν από τις ενδιαφερόμενες επιτροπές μόνο εάν ενεργούν από κοινού. Οι ενδιαφερόμενες επιτροπές δύνανται να συγκροτήσουν ομάδες εργασίας για να προετοιμάσουν τις συνεδριάσεις και ψηφοφορίες.

3.   Στη δεύτερη ανάγνωση της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας, η θέση του Συμβουλίου εξετάζεται σε κοινή συνεδρίαση των ενδιαφερομένων επιτροπών η οποία, ελλείψει διαφορετικής συμφωνίας μεταξύ των προέδρων των εν λόγω επιτροπών, διεξάγεται την Τετάρτη της πρώτης εβδομάδας που έχει προγραμματιστεί για τη συνεδρίαση κοινοβουλευτικών οργάνων και ακολουθεί την ανακοίνωση της θέσης του Συμβουλίου στο Κοινοβούλιο. Ελλείψει συμφωνίας σχετικά με τη σύγκλιση μεταγενέστερης συνεδρίασης, αυτή συγκαλείται από τον πρόεδρο της Διάσκεψης των Προέδρων των Επιτροπών. Η σύσταση για τη δεύτερη ανάγνωση ψηφίζεται σε κοινή συνεδρίαση με βάση κοινό σχέδιο που έχει εκπονηθεί από τους αντίστοιχους εισηγητές των ενδιαφερομένων επιτροπών ή, ελλείψει κοινού σχεδίου, με βάση τις τροπολογίες που έχουν υποβληθεί στις ενδιαφερόμενες επιτροπές.

3.   Στη δεύτερη ανάγνωση της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας, η θέση του Συμβουλίου εξετάζεται σε κοινή συνεδρίαση των ενδιαφερομένων επιτροπών η οποία, ελλείψει διαφορετικής συμφωνίας μεταξύ των προέδρων των εν λόγω επιτροπών, διεξάγεται την Τετάρτη της πρώτης εβδομάδας που έχει προγραμματιστεί για τη συνεδρίαση κοινοβουλευτικών οργάνων και ακολουθεί την ανακοίνωση της θέσης του Συμβουλίου στο Κοινοβούλιο. Ελλείψει συμφωνίας σχετικά με τη σύγκληση μεταγενέστερης συνεδρίασης, αυτή συγκαλείται από τον πρόεδρο της Διάσκεψης των Προέδρων των Επιτροπών. Η σύσταση για τη δεύτερη ανάγνωση ψηφίζεται σε κοινή συνεδρίαση με βάση κοινό σχέδιο που έχει εκπονηθεί από τους αντίστοιχους εισηγητές των ενδιαφερομένων επιτροπών ή, ελλείψει κοινού σχεδίου, με βάση τις τροπολογίες που έχουν υποβληθεί στις ενδιαφερόμενες επιτροπές.

Στη τρίτη ανάγνωση της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας, οι πρόεδροι και οι εισηγητές των ενδιαφερομένων επιτροπών είναι αυτοδικαίως μέλη της αντιπροσωπείας στην επιτροπή συνδιαλλαγής.

Στη τρίτη ανάγνωση της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας, οι πρόεδροι και οι εισηγητές των ενδιαφερομένων επιτροπών είναι αυτοδικαίως μέλη της αντιπροσωπείας στην επιτροπή συνδιαλλαγής.

Το παρόν άρθρο μπορεί να εφαρμοστεί στη διαδικασία που οδηγεί στην εκπόνηση σύστασης που αποβλέπει στην έγκριση ή την απόρριψη της σύναψης μιας διεθνούς συμφωνίας σύμφωνα με το άρθρο 108 παράγραφος 5 και το άρθρο 99 παράγραφος 1 υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι όροι που ορίζονται στο παρόν άρθρο.

 

Τροπολογία 53

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 56

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 56

Άρθρο 52α

Σύνταξη εκθέσεων

Σύνταξη εκθέσεων

 

-1.     Ο εισηγητής αναλαμβάνει την σύνταξη της έκθεσης της επιτροπής και την παρουσίασή της στο Κοινοβούλιο εξ ονόματος της επιτροπής.

1.   Η αιτιολογική έκθεση συντάσσεται με ευθύνη του εισηγητή και δεν αποτελεί αντικείμενο ψηφοφορίας. Εντούτοις, η αιτιολογική έκθεση πρέπει να συμφωνεί με το κείμενο της πρότασης ψηφίσματος που υποβάλλεται σε ψηφοφορία και με τις τυχόν τροπολογίες που προτείνει η επιτροπή. Σε αντίθετη περίπτωση, ο πρόεδρος της επιτροπής μπορεί να διαγράψει την αιτιολογική έκθεση.

1.   Η αιτιολογική έκθεση συντάσσεται με ευθύνη του εισηγητή και δεν αποτελεί αντικείμενο ψηφοφορίας. Εντούτοις, η αιτιολογική έκθεση πρέπει να συμφωνεί με το κείμενο της πρότασης ψηφίσματος που υποβάλλεται σε ψηφοφορία και με τις τυχόν τροπολογίες που προτείνει η επιτροπή. Σε αντίθετη περίπτωση, ο πρόεδρος της επιτροπής μπορεί να διαγράψει την αιτιολογική έκθεση.

2.   Στην έκθεση σημειώνεται το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας επί του συνόλου της . Αν, εξάλλου , κατά την ώρα της ψηφοφορίας, το ζητήσει το ένα τρίτο των παρόντων μελών , η έκθεση κάνει μνεία της ψήφου κάθε μέλους .

2.   Στην έκθεση σημειώνεται το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας επί του συνόλου της και δηλώνεται , σύμφωνα με το άρθρο 208 παράγραφος 3 , πώς ψήφισε κάθε μέλος .

3.    Αν η επιτροπή δεν αποφάσισε ομόφωνα, τότε πρέπει η έκθεση να αναφέρει επίσης τις απόψεις της μειοψηφίας . Οι απόψεις της μειοψηφίας, κατά την ψηφοφορία επί του συνόλου του κειμένου, μπορούν, αιτήσει αυτών που τις διατύπωσαν, να αποτελέσουν αντικείμενο γραπτής δήλωσης 200 λέξεων κατ’ ανώτατο όριο, η οποία επισυνάπτεται στην αιτιολογική έκθεση.

3.    Οι θέσεις της μειοψηφίας εκφράζονται κατά την ψηφοφορία επί του συνόλου του κειμένου, και μπορούν, αιτήσει αυτών που τις διατύπωσαν, να αποτελέσουν αντικείμενο γραπτής δήλωσης 200 λέξεων κατ’ ανώτατο όριο, η οποία επισυνάπτεται στην αιτιολογική έκθεση.

Ο Πρόεδρος επιλύει τις διαφορές που μπορεί να προκαλέσει η εφαρμογή των διατάξεων αυτών .

Ο πρόεδρος επιλύει τις διαφορές που μπορεί να προκαλέσει η εφαρμογή της παρούσας παραγράφου .

4.   Μετά από πρόταση του προεδρείου της, μια επιτροπή μπορεί να ορίσει προθεσμία εντός της οποίας ο εισηγητής θα υποβάλει σχέδιο έκθεσης. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί ή μπορεί να ορισθεί νέος εισηγητής.

4.   Μετά από πρόταση του προέδρου της, μια επιτροπή μπορεί να ορίσει προθεσμία εντός της οποίας ο εισηγητής θα υποβάλει σχέδιο έκθεσης. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί ή μπορεί να ορισθεί νέος εισηγητής.

5.   Μετά την παρέλευση της προθεσμίας αυτής, η επιτροπή μπορεί να αναθέσει στον πρόεδρό της να ζητήσει να εγγραφεί το ζήτημα που της παραπέμφθηκε στην ημερήσια διάταξη μιας από τις προσεχείς συνεδριάσεις του Κοινοβουλίου. Στην περίπτωση αυτή, οι συζητήσεις μπορούν να διεξαχθούν βάσει προφορικής έκθεσης της ενδιαφερομένης επιτροπής.

5.   Μετά την παρέλευση της προθεσμίας αυτής, η επιτροπή μπορεί να αναθέσει στον πρόεδρό της να ζητήσει να εγγραφεί το ζήτημα που της παραπέμφθηκε στην ημερήσια διάταξη μιας από τις προσεχείς συνεδριάσεις του Κοινοβουλίου. Στην περίπτωση αυτή, οι συζητήσεις και οι ψηφοφορίες μπορούν να διεξαχθούν βάσει προφορικής έκθεσης της ενδιαφερομένης επιτροπής.

 

(Το παρόν άρθρο όπως τροποποιείται μετακινείται πριν το άρθρο 53.)

Τροπολογία 54

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Τίτλος II — κεφάλαιο 3 — τίτλος

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

CHAPTER 3

CHAPTER 3

ΠΡΩΤΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ

ΣΥΝΗΘΗΣ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Τροπολογία 55

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Τίτλος II — κεφάλαιο 3 — τμήμα 1 (νέο)

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

 

ΤΜΗΜΑ 1

 

ΠΡΩΤΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ

Τροπολογία 56

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Τίτλος II — κεφάλαιο 3 — επιμέρους τίτλος 1

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Στάδιο της εξέτασης σε επιτροπή

διαγράφεται

Τροπολογία 57

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 57

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 57

διαγράφεται

Τροποποίηση πρότασης νομοθετικής πράξης

 

1.    Εάν η Επιτροπή ενημερώσει το Κοινοβούλιο ή εάν η αρμόδια επιτροπή πληροφορηθεί με άλλο τρόπο ότι η Επιτροπή προτίθεται να τροποποιήσει την πρότασή της, η αρμόδια επιτροπή αναβάλλει την εξέταση του θέματος έως ότου λάβει τη νέα πρόταση ή τις τροποποιήσεις της Επιτροπής.

 

2.    Εάν το Συμβούλιο τροποποιήσει ουσιωδώς την πρόταση νομοθετικής πράξης, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 63.

 

Τροπολογία 58

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 58

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 58

διαγράφεται

Θέση της Επιτροπής και του Συμβουλίου επί των τροπολογιών

 

1.    Πριν η αρμόδια επιτροπή προχωρήσει στην τελική ψηφοφορία επί πρότασης νομοθετικής πράξης, ζητεί από την Επιτροπή να γνωστοποιήσει τη θέση της επί όλων των τροπολογιών στην εν λόγω πρόταση, τις οποίες ενέκρινε η επιτροπή, και από το Συμβούλιο να γνωστοποιήσει τις παρατηρήσεις του.

 

2.    Εάν η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να προβεί σε τέτοια ανακοίνωση ή εάν δηλώσει ότι δεν είναι διατεθειμένη να δεχθεί όλες τις τροπολογίες που εγκρίθηκαν από την αρμόδια επιτροπή, η τελευταία μπορεί να αναβάλει την τελική ψηφοφορία.

 

3.    Εφόσον συντρέχει λόγος, η θέση της Επιτροπής συμπεριλαμβάνεται στην έκθεση.

 

Τροπολογία 59

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Τίτλος II — κεφάλαιο 3 — επιμέρους τίτλος 2

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Στάδιο της εξέτασης στην Ολομέλεια

διαγράφεται

Τροπολογία 60

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 59

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 59

Άρθρο 59

Περάτωση της πρώτης ανάγνωσης

Ψηφοφορία στο Κοινοβούλιο — πρώτη ανάγνωση

 

-1.     Το Κοινοβούλιο μπορεί να εγκρίνει, να τροποποιήσει ή να απορρίψει το σχέδιο νομοθετικής πράξης.

1.   Το Κοινοβούλιο εξετάζει την πρόταση νομοθετικής πράξης βάσει έκθεσης, την οποία έχει συντάξει η αρμόδια επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 49 .

1.   Το Κοινοβούλιο πρώτα ψηφίζει επί κάθε πρότασης άμεσης απόρριψης του σχεδίου νομοθετικής πράξης υποβληθείσης εγγράφως από την αρμόδια επιτροπή, από πολιτική ομάδα ή από σαράντα τουλάχιστον βουλευτές .

 

Εάν η εν λόγω πρόταση απόρριψης εγκριθεί, ο Πρόεδρος ζητεί από το θεσμικό όργανο που συνέταξε το σχέδιο νομοθετικής πράξης να το αποσύρει.

 

Εάν το θεσμικό όργανο που συνέταξε το σχέδιο το αποσύρει, ο Πρόεδρος ανακοινώνει την περάτωση της διαδικασίας.

 

Εάν το θεσμικό όργανο δεν ανακαλέσει το σχέδιο νομοθετικής πράξης, ο Πρόεδρος ανακοινώνει ότι η πρώτη ανάγνωση του Κοινοβουλίου έχει περατωθεί, εκτός εάν, κατόπιν πρότασης του προέδρου ή του εισηγητή της αρμόδιας επιτροπής ή μίας πολιτικής ομάδας ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτών, το Κοινοβούλιο αποφασίσει να αναπέμψει το θέμα στην αρμόδια επιτροπή για επανεξέταση.

 

Εάν η πρόταση απόρριψης δεν εγκριθεί, το Κοινοβούλιο προχωρεί βάσει των παραγράφων 1α έως 1γ.

 

1α.     Οποιαδήποτε προσωρινή συμφωνία κατατεθεί από την αρμόδια επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 73δ παράγραφος 4 έχει προτεραιότητα στην ψηφοφορία και τίθεται σε μία μοναδική ψηφοφορία, εκτός αν, κατόπιν αιτήσεως πολιτικής ομάδας ή τουλάχιστον σαράντα βουλευτών, το Κοινοβούλιο αποφασίσει αντ’ αυτού να προχωρήσει στην ψηφοφορία επί των τροπολογιών σύμφωνα με την παράγραφο 1β. Στην περίπτωση αυτή, το Κοινοβούλιο αποφασίζει επίσης εάν η ψηφοφορία επί των τροπολογιών θα διεξαχθεί αμέσως ή όχι. Εάν δεν διεξαχθεί, το Κοινοβούλιο ορίζει νέα προθεσμία για την υποβολή τροπολογιών και η ψηφοφορία λαμβάνει χώρα σε μεταγενέστερη συνεδρίαση.

 

Εάν η προσωρινή συμφωνία εγκριθεί με μία μοναδική ψηφοφορία, ο Πρόεδρος ανακοινώνει ότι έχει περατωθεί η πρώτη ανάγνωση του Κοινοβουλίου.

 

Εάν κατά τη μία μοναδική ψηφοφορία η προσωρινή συμφωνία δεν εξασφαλίσει την πλειοψηφία επί των ψηφισάντων, ο Πρόεδρος ορίζει νέα προθεσμία για την υποβολή τροπολογιών στο σχέδιο νομοθετικής πράξης. Οι τροπολογίες αυτές τίθενται σε ψηφοφορία σε μεταγενέστερη συνεδρίαση, ώστε το Κοινοβούλιο να ολοκληρώσει την πρώτη ανάγνωσή του.

 

1β.     Με εξαίρεση τις περιπτώσεις όπου πρόταση απόρριψης έχει εγκριθεί σύμφωνα με την παράγραφο 1 ή προσωρινή συμφωνία έχει εγκριθεί σύμφωνα με την παράγραφο 1α, οποιαδήποτε τροπολογία στο σχέδιο νομοθετικής πράξης τίθεται σε ψηφοφορία, συμπεριλαμβανομένων, όπου τούτο έχει εφαρμογή, μεμονωμένων τμημάτων της προσωρινής συμφωνίας, εφόσον έχουν υποβληθεί αιτήσεις ψηφοφορίας κατά τμήματα ή χωριστής ψηφοφορίας ή αντίθετες τροπολογίες.

 

Πριν από την ψηφοφορία επί των τροπολογιών, ο Πρόεδρος μπορεί να ζητήσει από την Επιτροπή να δηλώσει τη θέση της και από το Συμβούλιο να σχολιάσει.

 

Αφού διεξαχθεί η ψηφοφορία επ’ αυτών των τροπολογιών, το Κοινοβούλιο ψηφίζει επί του συνολικού σχεδίου νομοθετικής πράξης, τροποποιημένου ή μη.

 

Εάν εγκριθεί το συνολικό, τροποποιημένο ή μη, σχέδιο νομοθετικής πράξης, ο Πρόεδρος ανακοινώνει ότι η πρώτη ανάγνωση του Κοινοβουλίου έχει περατωθεί, εκτός εάν, κατόπιν πρότασης του προέδρου ή του εισηγητή της αρμόδιας επιτροπής ή μιας πολιτικής ομάδας ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτών, το Κοινοβούλιο αποφασίσει να αναπέμψει το θέμα στην αρμόδια επιτροπή, για διοργανικές διαπραγματεύσεις σύμφωνα με τα άρθρα 59α, 73α και 73δ.

 

Εάν το σχέδιο νομοθετικής πράξης στο σύνολό του, τροποποιημένο ή μη, δεν εξασφαλίσει την πλειοψηφία επί των ψηφισάντων, ο Πρόεδρος ανακοινώνει ότι η πρώτη ανάγνωση του Κοινοβουλίου έχει περατωθεί, εκτός εάν το Κοινοβούλιο αποφασίσει να αναπέμψει το θέμα στην αρμόδια επιτροπή προς επανεξέταση, μετά από πρόταση του προέδρου ή του εισηγητή της αρμόδιας επιτροπής ή μίας πολιτικής ομάδας ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτών.

 

1γ.     Μετά τη διεξαγωγή των ψηφοφοριών σύμφωνα με τις παραγράφους 1 έως 1β και ακολούθως των ψηφοφοριών επί των τροπολογιών στο σχέδιο νομοθετικού ψηφίσματος σχετικά με διαδικαστικές αιτήσεις, εάν υπάρχουν τέτοιες, το νομοθετικό ψήφισμα θεωρείται εγκριθέν. Εφόσον απαιτείται, το νομοθετικό ψήφισμα τροποποιείται βάσει του άρθρου 193 παράγραφος 2, ώστε να απηχεί το αποτέλεσμα των ψηφοφοριών που έγιναν σύμφωνα με τις παραγράφους 1 έως 1β.

 

Το κείμενο του νομοθετικού ψηφίσματος και της θέσης του Κοινοβουλίου διαβιβάζεται από τον Πρόεδρο στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή, καθώς και στην ομάδα κρατών μελών, στο Δικαστήριο ή στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εφόσον το σχέδιο νομοθετικής πράξης έχει συνταχθεί από έναν από τους τρεις τελευταίους.

2.    Το Κοινοβούλιο ψηφίζει αρχικά επί των τροπολογιών που αφορούν την πρόταση στην οποία βασίζεται η έκθεση της αρμόδιας επιτροπής, κατόπιν επί της ενδεχομένως κατ’ αυτό τον τρόπο τροποποιηθείσας πρότασης, εν συνεχεία επί των τροπολογιών στο σχέδιο νομοθετικού ψηφίσματος, τέλος δε επί του συνόλου του σχεδίου νομοθετικού ψηφίσματος, το οποίο περιέχει μόνο δήλωση η οποία αναφέρει εάν το Κοινοβούλιο εγκρίνει, απορρίπτει ή προτείνει τροπολογίες στην προτεινόμενη νομοθετική πράξη, και τυχόν αιτήματα επί της διαδικασίας.

 

Η πρώτη ανάγνωση περατώνεται εάν το σχέδιο νομοθετικού ψηφίσματος εγκριθεί. Εάν το Κοινοβούλιο δεν εγκρίνει το νομοθετικό ψήφισμα, η πρόταση παραπέμπεται εκ νέου στην αρμόδια επιτροπή.

 

Κάθε έκθεση που υποβάλλεται στο πλαίσιο της νομοθετικής διαδικασίας θα πρέπει να είναι σύμφωνη με τις διατάξεις των άρθρων 39, 47 και 49. Η υποβολή μη νομοθετικού ψηφίσματος από επιτροπή πρέπει να γίνεται στο πλαίσιο ειδικής παραπομπής, όπως προβλέπεται στα άρθρα 52 ή 201.

 

3.    Το κείμενο της πρότασης, με τη μορφή που εγκρίθηκε από το Κοινοβούλιο, και το σχετικό ψήφισμα διαβιβάζονται από τον Πρόεδρο στο Συμβούλιο και την Επιτροπή, ως θέση του Κοινοβουλίου.

 

Τροπολογία 61

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 59 α (νέο)

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

 

Άρθρο 59α

 

Αναπομπή στην αρμόδια επιτροπή

 

Αν, σύμφωνα με το άρθρο 59, ένα θέμα αναπέμπεται στην αρμόδια επιτροπή για επανεξέταση ή για διοργανικές διαπραγματεύσεις σύμφωνα με τα άρθρα 73α και 73δ, η αρμόδια επιτροπή υποβάλλει προφορικά ή γραπτά σχετική έκθεση στο Κοινοβούλιο εντός τεσσάρων μηνών, διάστημα το οποίο μπορεί να παραταθεί από τη Διάσκεψη των Προέδρων.

 

Κατόπιν εκ νέου παραπομπής σε επιτροπή, η κυρίως αρμόδια επιτροπή, πριν αποφασίσει σχετικά με την ακολουθητέα διαδικασία, πρέπει να επιτρέπει σε συνδεδεμένη επιτροπή του άρθρου 54 να καθορίσει τις επιλογές της ως προς τις τροπολογίες που εμπίπτουν στην αποκλειστική της αρμοδιότητα, ιδίως την επιλογή των τροπολογιών που πρόκειται να υποβληθούν εκ νέου στην Ολομέλεια.

 

Τίποτε δεν εμποδίζει το Κοινοβούλιο να αποφασίσει τη διεξαγωγή καταληκτικής συζήτησης, εφόσον ενδείκνυται, μετά την έκθεση της αρμόδιας επιτροπής στην οποία το θέμα είχε αναπεμφθεί.

 

(Oι δυο τελευταίες παράγραφοι προστίθενται ως ερμηνείες)

Τροπολογία 62

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 60

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 60

διαγράφεται

Απόρριψη πρότασης της Επιτροπής

 

1.    Αν πρόταση της Επιτροπής δεν συγκεντρώσει την πλειοψηφία των ψηφισάντων ή αν γίνει δεκτή πρόταση για την απόρριψή της, την οποία δύναται να υποβάλει η αρμόδια επιτροπή ή, τουλάχιστον, σαράντα βουλευτές, ο Πρόεδρος ζητεί από την Επιτροπή να ανακαλέσει την πρότασή της πριν το Κοινοβούλιο ψηφίσει επί του σχεδίου νομοθετικού ψηφίσματος.

 

2.    Αν η Επιτροπή ανακαλέσει την πρότασή της, ο Πρόεδρος κηρύσσει τη λήξη της διαδικασίας και πληροφορεί σχετικά το Συμβούλιο.

 

3.    Αν η Επιτροπή δεν ανακαλέσει την πρότασή της, το Κοινοβούλιο παραπέμπει εκ νέου το ζήτημα στην αρμόδια επιτροπή χωρίς να ψηφίσει επί του σχεδίου νομοθετικού ψηφίσματος, εκτός εάν το Κοινοβούλιο θέτει το σχέδιο νομοθετικού ψηφίσματος σε ψηφοφορία, μετά από πρόταση του προέδρου ή του εισηγητή της αρμόδιας επιτροπής ή μιας πολιτικής ομάδας ή τουλάχιστον σαράντα βουλευτών.

 

Σε περίπτωση εκ νέου παραπομπής, η αρμόδια επιτροπή αποφασίζει σχετικά με την ακολουθητέα διαδικασία και υποβάλλει προφορική ή γραπτή έκθεση στο Κοινοβούλιο εντός προθεσμίας που τάσσει το Κοινοβούλιο, και η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δύο μήνες.

 

Κατόπιν εκ νέου παραπομπής σε επιτροπή σύμφωνα με την παράγραφο 3, η κυρίως αρμόδια επιτροπή, πριν αποφασίσει σχετικά με τη διαδικασία, πρέπει να επιτρέψει σε συνδεδεμένη επιτροπή του άρθρου 54 να καθορίσει τις επιλογές της ως προς τις τροπολογίες που εμπίπτουν στην αποκλειστική της αρμοδιότητα, ιδίως την επιλογή των τροπολογιών που πρόκειται να υποβληθούν εκ νέου στο Κοινοβούλιο.

 

Η προθεσμία κατά την παράγραφο 3 δεύτερο εδάφιο εφαρμόζεται για την γραπτή κατάθεση ή την προφορική παρουσίαση της έκθεσης της αρμόδιας επιτροπής. Δεν δεσμεύει τον καθορισμό από το Κοινοβούλιο της κατάλληλης χρονικής στιγμής για να συνεχίσει την εξέταση της εν λόγω διαδικασίας.

 

4.    Εφόσον η αρμόδια επιτροπή δεν μπορεί να τηρήσει την προθεσμία, οφείλει να ζητήσει την αναπομπή σε επιτροπή βάσει του άρθρου 188 παράγραφος 1. Εφόσον απαιτείται, το Κοινοβούλιο μπορεί να ορίσει νέα προθεσμία βάσει του άρθρου 188 παράγραφος 5. Εάν δεν γίνει δεκτή η αίτηση της επιτροπής, το Κοινοβούλιο προβαίνει στη διεξαγωγή ψηφοφορίας επί του σχεδίου νομοθετικού ψηφίσματος.

 

Τροπολογία 63

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 61

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 61

διαγράφεται

Έγκριση τροπολογιών επί πρότασης της Επιτροπής

 

1.    Αν η πρόταση της Επιτροπής γίνει δεκτή στο σύνολό της, βάσει όμως τροπολογιών που εγκρίθηκαν συγχρόνως, η ψηφοφορία επί του σχεδίου νομοθετικού ψηφίσματος αναβάλλεται έως ότου η Επιτροπή γνωστοποιήσει τη θέση της για κάθε μία από τις τροπολογίες του Κοινοβουλίου.

 

Εάν η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να πραγματοποιήσει τέτοια δήλωση μετά το τέλος της ψηφοφορίας του Κοινοβουλίου επί της πρότασής της, η Επιτροπή ενημερώνει τον Πρόεδρο ή την αρμόδια επιτροπή για το χρονικό σημείο κατά το οποίο θα είναι σε θέση να πραγματοποιήσει αυτή τη δήλωση· η πρόταση εγγράφεται τότε στο σχέδιο ημερήσιας διάταξης της περιόδου συνόδου που ακολουθεί αυτό το χρονικό σημείο.

 

2.    Εφόσον η Επιτροπή ανακοινώσει ότι δεν προτίθεται να δεχθεί όλες τις τροπολογίες του Κοινοβουλίου, ο εισηγητής της αρμόδιας επιτροπής ή, άλλως, ο Πρόεδρος αυτής της επιτροπής υποβάλλει επίσημη πρόταση στο Κοινοβούλιο όσον αφορά τη σκοπιμότητα διεξαγωγής ψηφοφορίας επί του σχεδίου νομοθετικού ψηφίσματος. Πριν από την υποβολή της πρότασης αυτής, ο εισηγητής ή ο Πρόεδρος της αρμόδιας επιτροπής μπορεί να ζητήσει από τον Πρόεδρο να αναστείλει την εξέταση του εν λόγω θέματος.

 

Εφόσον το Κοινοβούλιο αποφασίσει να αναβάλει την ψηφοφορία, το θέμα λογίζεται ως αναπεμφθέν στην αρμόδια επιτροπή προς επανεξέταση.

 

Στην περίπτωση αυτή, η αρμόδια επιτροπή υποβάλλει προφορική ή γραπτή έκθεση στο Κοινοβούλιο εντός προθεσμίας που δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δύο μήνες.

 

Εάν η αρμόδια επιτροπή δεν είναι σε θέση να τηρήσει την προθεσμία αυτή, εφαρμόζεται η διαδικασία του άρθρου 60 παράγραφος 4.

 

Μόνο οι τροπολογίες που κατατίθενται από την αρμόδια επιτροπή και αποβλέπουν στην επίτευξη συμβιβασμού με την Επιτροπή είναι παραδεκτές στο στάδιο αυτό.

 

Δεν υπάρχει κανένα κώλυμα σε περίπτωση που το Κοινοβούλιο αποφασίσει, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, να διεξαγάγει συμπερασματική συζήτηση εν συνεχεία της έκθεσης της αρμόδιας επί της ουσίας επιτροπής στην οποία αναπέμφθηκε το θέμα.

 

3.    Η εφαρμογή της παραγράφου 2 δεν στερεί από οιονδήποτε βουλευτή τη δυνατότητα να υποβάλει αίτηση αναπομπής σύμφωνα με το άρθρο 188.

 

Σε περίπτωση αναπομπής βάσει της παραγράφου 2, η αρμόδια επιτροπή οφείλει, κατ' αρχήν, σύμφωνα με την εντολή που της έχει δοθεί, να υποβάλει έκθεση στο Κοινοβούλιο μέσα στην καθορισμένη προθεσμία και, ενδεχομένως, να υποβάλει τροπολογίες με στόχο την επίτευξη συμβιβασμού με την Επιτροπή, χωρίς υποχρέωση να επανεξετάσει στο σύνολό τους τις διατάξεις που έχει εγκρίνει το Κοινοβούλιο.

 

Υπ’ αυτήν ωστόσο την ιδιότητα, λόγω του ανασταλτικού αποτελέσματος της αναπομπής, η επιτροπή είναι απολύτως ελεύθερη, εάν το θεωρεί αναγκαίο για την επίτευξη συμβιβασμού, να προτείνει την επανεξέταση των διατάξεων που έχουν υπερψηφισθεί στην Ολομέλεια.

 

Στην περίπτωση αυτή, δεδομένου ότι είναι παραδεκτές μόνο οι συμβιβαστικές τροπολογίες της επιτροπής και προκειμένου να μη θιγεί η κυριαρχία του Σώματος, η έκθεση της παραγράφου 2 πρέπει να αναφέρει σαφώς τις διατάξεις που έχουν ήδη εγκριθεί και οι οποίες θα ακυρωθούν εφόσον υιοθετηθούν οι προτεινόμενες τροπολογίες.

 

Τροπολογία 64

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Τίτλος II — κεφάλαιο 3 — επιμέρους τίτλος 3

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Διαδικασία παρακολούθησης

διαγράφεται

Τροπολογία 65

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 62

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 62

διαγράφεται

Παρακολούθηση της θέσης του Κοινοβουλίου

 

1.    Κατά την περίοδο που ακολουθεί την έγκριση από το Κοινοβούλιο της θέσης του επί της πρότασης της Επιτροπής, ο πρόεδρος και ο εισηγητής της αρμόδιας επιτροπής παρακολουθούν την πρόοδο της διαδικασίας που οδηγεί στην έγκριση της πρότασης εκ μέρους του Συμβουλίου, μεριμνώντας ιδίως ώστε να εξασφαλίζεται η πιστή τήρηση των δεσμεύσεων που ανέλαβαν το Συμβούλιο ή η Επιτροπή έναντι του Κοινοβουλίου όσον αφορά τη θέση του.

 

2.    Η αρμόδια επιτροπή μπορεί να ζητήσει από την Επιτροπή και το Συμβούλιο να εξετάσουν μαζί της το εν λόγω ζήτημα.

 

3.    Η αρμόδια επιτροπή μπορεί, εάν κρίνει ότι είναι απαραίτητο και σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας που προβλέπεται στο παρόν άρθρο, να καταθέσει πρόταση ψηφίσματος βάσει του παρόντος άρθρου, με το οποίο να συνιστά στο Κοινοβούλιο:

 

να καλέσει την Επιτροπή να αποσύρει την πρότασή της ή

 

να καλέσει την Επιτροπή ή το Συμβούλιο να ζητήσουν εκ νέου από το Κοινοβούλιο να γνωμοδοτήσει, σύμφωνα με το άρθρο 63, ή να ζητήσει από την Επιτροπή να καταθέσει νέα πρόταση ή

 

να αποφασίσει να λάβει όποιο μέτρο κρίνει αναγκαίο.

 

Η εν λόγω πρόταση ψηφίσματος εγγράφεται στο σχέδιο ημερήσιας διάταξης της συνόδου που ακολουθεί την απόφαση της επιτροπής.

 

Τροπολογία 66

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 63

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 63

Άρθρο 63

Εκ νέου παραπομπή στο Κοινοβούλιο

Εκ νέου παραπομπή στο Κοινοβούλιο

Συνήθης νομοθετική διαδικασία

 

1.   Ο Πρόεδρος, μετά από αίτηση της αρμόδιας επιτροπής, καλεί την Επιτροπή να παραπέμψει εκ νέου την πρότασή της στο Κοινοβούλιο:

1.   Ο Πρόεδρος, μετά από αίτηση της αρμόδιας επιτροπής, καλεί την Επιτροπή να παραπέμψει εκ νέου την πρότασή της στο Κοινοβούλιο εάν :

εάν, αφού το Κοινοβούλιο εγκρίνει τη θέση του, η Επιτροπή ανακαλέσει την αρχική της πρόταση για να την αντικαταστήσει με άλλο κείμενο, εκτός εάν η ανάκληση αυτή πραγματοποιείται προκειμένου να ληφθεί υπόψη η θέση του Κοινοβουλίου, ή

 

εάν η Επιτροπή τροποποιήσει ή προτίθεται να επιφέρει ουσιαστικές τροποποιήσεις στην αρχική της πρόταση, εκτός εάν η τροποποίηση αυτή πραγματοποιείται προκειμένου να ληφθεί υπόψη η θέση του Κοινοβουλίου, ή

η Επιτροπή αντικαταστήσει, τροποποιήσει ουσιαστικά ή προτίθεται να τροποποιήσει ουσιαστικά την αρχική της πρόταση, αφού το Κοινοβούλιο εγκρίνει τη θέση του, εκτός εάν η τροποποίηση αυτή πραγματοποιείται προκειμένου να ληφθεί υπόψη η θέση του Κοινοβουλίου,

εάν, λόγω παρόδου του χρόνου η αλλαγής των περιστάσεων, μεταβληθεί ουσιαστικά η φύση του προβλήματος που αφορά η πρόταση, ή

μεταβληθεί ουσιαστικά η φύση του προβλήματος που αφορά η πρόταση ως αποτέλεσμα της παρόδου του χρόνου ή αλλαγής των περιστάσεων , ή

εάν, από τότε που το Κοινοβούλιο ενέκρινε τη θέση του, έχουν διεξαχθεί νέες εκλογές για το Κοινοβούλιο και εάν η Διάσκεψη των Προέδρων το κρίνει σκόπιμο.

από τότε που το Κοινοβούλιο ενέκρινε τη θέση του, έχουν διεξαχθεί νέες εκλογές για το Κοινοβούλιο και εάν η Διάσκεψη των Προέδρων το κρίνει σκόπιμο.

 

1α.     Εάν εξετάζεται το ενδεχόμενο να τροποποιηθεί η νομική βάση μιας πρότασης, πράγμα που θα είχε ως αποτέλεσμα να μην έχει πλέον εφαρμογή η συνήθης νομοθετική διαδικασία στην εν λόγω πρόταση, το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή, σύμφωνα με την παράγραφο 25 της διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου, ανταλλάσσουν επ’ αυτού απόψεις μέσω των Προέδρων τους ή των εκπροσώπων τους.

2.    Το Κοινοβούλιο , μετά από αίτηση της αρμόδιας επιτροπής, ζητεί από το Συμβούλιο να παραπέμψει εκ νέου στο Κοινοβούλιο πρόταση που έχει υποβληθεί από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 294 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον το Συμβούλιο προτίθεται να τροποποιήσει τη νομική βάση της πρότασης , με αποτέλεσμα να μην έχει πλέον εφαρμογή η συνήθης νομοθετική διαδικασία.

2.    Mετά την προβλεπόμενη στην παράγραφο 1α ανταλλαγή απόψεων, ο Πρόεδρος , μετά από αίτηση της αρμόδιας επιτροπής, ζητεί από το Συμβούλιο να παραπέμψει το σχέδιο νομικά δεσμευτικής πράξης εκ νέου στο Κοινοβούλιο, εάν η Επιτροπή ή το Συμβούλιο προτίθεται να τροποποιήσει τη νομική βάση που προβλέπει θέση του Kοινοβουλίου σε πρώτη ανάγνωση, με αποτέλεσμα να μην έχει πλέον εφαρμογή η συνήθης νομοθετική διαδικασία.

Άλλες διαδικασίες

 

3.    Μετά από αίτηση της αρμόδιας επιτροπής, ο Πρόεδρος καλεί το Συμβούλιο να ζητήσει εκ νέου τη γνώμη του Κοινοβουλίου εφόσον συντρέχουν οι συνθήκες και όροι της παραγράφου 1, και επίσης εφόσον το Συμβούλιο τροποποιεί ή προτίθεται να τροποποιήσει ουσιαστικά την αρχική πρόταση επί της οποίας το Κοινοβούλιο είχε γνωμοδοτήσει, εκτός εάν τούτο αποσκοπεί στην ενσωμάτωση των τροπολογιών του Κοινοβουλίου.

 

4.    Ο Πρόεδρος ζητεί επίσης να παραπεμφθεί εκ νέου στο Κοινοβούλιο πρόταση για την έκδοση πράξης, βάσει του παρόντος άρθρου, εφόσον το Κοινοβούλιο λάβει απόφαση σχετικώς, μετά από πρόταση μίας πολιτικής ομάδας ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτών.

 

Τροπολογία 67

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Τίτλος II — κεφάλαιο 4 — τίτλος

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

ΤΜΗΜΑ 2

ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ

ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ

Τροπολογία 68

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Τίτλος II — κεφάλαιο 4 — επιμέρους τίτλος 1

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Στάδιο της εξέτασης σε επιτροπή

διαγράφεται

Τροπολογία 69

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 64

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 64

Άρθρο 64

Ανακοίνωση της θέσης του Συμβουλίου

Ανακοίνωση της θέσης του Συμβουλίου

1.   Η ανακοίνωση της θέσης του Συμβουλίου, σύμφωνα με το άρθρο 294 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πραγματοποιείται όταν ο Πρόεδρος προβαίνει στη σχετική αναγγελία σε συνεδρίαση Ολομέλειας . Ο Πρόεδρος προβαίνει στην αναγγελία αφού λάβει τα έγγραφα που περιέχουν την θέση, όλες τις δηλώσεις στα Πρακτικά του Συμβουλίου όταν καθόρισε την θέση, τους λόγους που ώθησαν το Συμβούλιο να την υιοθετήσει και τη θέση της Επιτροπής, καθώς και τις μεταφράσεις τους στις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ανακοίνωση του Προέδρου πραγματοποιείται κατά τη διάρκεια της περιόδου συνόδου που ακολουθεί την παραλαβή των εγγράφων αυτών.

1.   Η ανακοίνωση της θέσης του Συμβουλίου, σύμφωνα με το άρθρο 294 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πραγματοποιείται όταν ο Πρόεδρος προβαίνει στη σχετική αναγγελία στην Ολομέλεια . Ο Πρόεδρος προβαίνει στην αναγγελία αφού λάβει τα έγγραφα που περιέχουν την θέση, όλες τις δηλώσεις στα Πρακτικά του Συμβουλίου όταν καθόρισε την θέση, τους λόγους που ώθησαν το Συμβούλιο να την υιοθετήσει και τη θέση της Επιτροπής, καθώς και τις μεταφράσεις τους στις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ανακοίνωση του Προέδρου πραγματοποιείται κατά τη διάρκεια της περιόδου συνόδου που ακολουθεί την παραλαβή των εγγράφων αυτών.

Προτού προβεί στην ανακοίνωση, ο Πρόεδρος εξακριβώνει, σε διαβούλευση με τον πρόεδρο της αρμόδιας επιτροπής και/ή τον εισηγητή, ότι το κείμενο που του διαβιβάστηκε έχει πραγματικά χαρακτήρα θέσης του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση και ότι δεν υφίστανται οι περιπτώσεις του άρθρου 63. Στην αντίθετη περίπτωση, ο Πρόεδρος αναζητεί, σε συνεννόηση με την αρμόδια επιτροπή και, ει δυνατόν, σε συμφωνία με το Συμβούλιο, την κατάλληλη λύση.

Προτού προβεί στην ανακοίνωση, ο Πρόεδρος εξακριβώνει, σε διαβούλευση με τον πρόεδρο της αρμόδιας επιτροπής και/ή τον εισηγητή, ότι το κείμενο που του διαβιβάστηκε έχει πραγματικά χαρακτήρα θέσης του Συμβουλίου σε πρώτη ανάγνωση και ότι δεν υφίστανται οι περιπτώσεις του άρθρου 63. Στην αντίθετη περίπτωση, ο Πρόεδρος αναζητεί, σε συνεννόηση με την αρμόδια επιτροπή και, ει δυνατόν, σε συμφωνία με το Συμβούλιο, την κατάλληλη λύση.

 

1α.     Την ημέρα της ανακοίνωσής της στην Ολομέλεια, η θέση του Συμβουλίου θεωρείται ότι έχει αναπεμφθεί αυτομάτως στην αρμόδια επιτροπή κατά την πρώτη ανάγνωση.

2.   Κατάλογος των ανακοινώσεων δημοσιεύεται στα Συνοπτικά Πρακτικά των συνεδριάσεων του Κοινοβουλίου μαζί με την επωνυμία της αρμόδιας επιτροπής.

2.   Κατάλογος των ανακοινώσεων δημοσιεύεται στα Συνοπτικά Πρακτικά των συνεδριάσεων του Κοινοβουλίου μαζί με την επωνυμία της αρμόδιας επιτροπής.

Τροπολογία 70

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 65

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 65

Άρθρο 65

Παράταση των προθεσμιών

Παράταση των προθεσμιών

1.   Μετά από αίτηση του προέδρου της αρμόδιας επιτροπής όσον αφορά τις προθεσμίες που καθορίζονται για τη δεύτερη ανάγνωση, ή μετά από αίτηση της αντιπροσωπείας του Κοινοβουλίου στην επιτροπή συνδιαλλαγής όσον αφορά τις προθεσμίες που καθορίζονται για τη συνδιαλλαγή, ο Πρόεδρος παρατείνει τις εν λόγω προθεσμίες σύμφωνα με το άρθρο 294 παράγραφος 14 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

1.    O Πρόεδρος, μετά από αίτηση του προέδρου της αρμόδιας επιτροπής , παρατείνει τις προθεσμίες για τη δεύτερη ανάγνωση, σύμφωνα με το άρθρο 294 παράγραφος 14 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.   Ο Πρόεδρος ανακοινώνει στο Κοινοβούλιο κάθε παράταση των προθεσμιών σύμφωνα με το άρθρο 294 παράγραφος 14 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατόπιν πρωτοβουλίας του Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

2.   Ο Πρόεδρος ανακοινώνει στο Κοινοβούλιο κάθε παράταση των προθεσμιών σύμφωνα με το άρθρο 294 παράγραφος 14 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατόπιν πρωτοβουλίας του Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Τροπολογία 71

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 66

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 66

Άρθρο 66

Παραπομπή στην αρμόδια επιτροπή και ακολουθούμενη διαδικασία

Διαδικασία στην αρμόδια επιτροπή

1.    Κατά την ημέρα της ανακοίνωσής της στο Κοινοβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 64 παράγραφος 1, η θέση του Συμβουλίου λογίζεται αυτομάτως παρεπεμφθείσα στην αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή και στις γνωμοδοτικές επιτροπές που είχαν επιληφθεί κατά την πρώτη ανάγνωση.

 

2.   Η θέση του Συμβουλίου εγγράφεται ως πρώτο θέμα της ημερήσιας διάταξης κατά την πρώτη συνεδρίαση της αρμόδιας επί της ουσίας επιτροπής, η οποία διεξάγεται μετά την ημερομηνία της ανακοίνωσής της. Το Συμβούλιο μπορεί να κληθεί να παρουσιάσει την θέση του.

2.   Η θέση του Συμβουλίου εγγράφεται ως θέμα προτεραιότητας της ημερήσιας διάταξης κατά την πρώτη συνεδρίαση της αρμόδιας επιτροπής, η οποία διεξάγεται μετά την ημερομηνία της ανακοίνωσής της. Το Συμβούλιο μπορεί να κληθεί να παρουσιάσει την θέση του.

3.   Αν δεν ληφθεί διαφορετική απόφαση, κατά τη δεύτερη ανάγνωση παραμένει ως εισηγητής ο εισηγητής της πρώτης ανάγνωσης.

3.   Αν δεν ληφθεί διαφορετική απόφαση, κατά τη δεύτερη ανάγνωση παραμένει ως εισηγητής ο εισηγητής της πρώτης ανάγνωσης.

4.   Κατά τις διαδικασίες ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 69 παράγραφοι 2, 3 και 5 που αφορούν τη δεύτερη ανάγνωση στο Κοινοβούλιο· μόνο τακτικά μέλη ή μόνιμοι αναπληρωτές αυτής της επιτροπής μπορούν να καταθέσουν προτάσεις απόρριψης ή τροπολογίες. Η επιτροπή αποφασίζει κατά πλειοψηφία των ψηφισάντων.

4.   Κατά τις διαδικασίες ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 69 παράγραφοι 2 και 3 που αφορούν το παραδεκτό των τροπολογιών στη θέση του Συμβουλίου· μόνο τακτικά μέλη ή μόνιμοι αναπληρωτές αυτής της επιτροπής μπορούν να καταθέσουν προτάσεις απόρριψης ή τροπολογίες. Η επιτροπή αποφασίζει κατά πλειοψηφία των ψηφισάντων.

5.    Πριν από την ψηφοφορία, η επιτροπή μπορεί να ζητήσει από τον πρόεδρο και τον εισηγητή να εξετάσουν με τον Πρόεδρο του Συμβουλίου ή εκπρόσωπό του και μαζί με τον παρόντα αρμόδιο επίτροπο τις τροπολογίες που υποβλήθηκαν στην επιτροπή. Ο εισηγητής μπορεί να καταθέσει συμβιβαστικές τροπολογίες μετά την εξέταση αυτή.

 

6.   Η αρμόδια επιτροπή υποβάλλει σύσταση για τη δεύτερη ανάγνωση με την οποία προτείνει την έγκριση, τροποποίηση ή απόρριψη της θέσης που καθόρισε το Συμβούλιο. Η σύσταση περιέχει σύντομη αιτιολόγηση της προτεινόμενης απόφασης.

6.   Η αρμόδια επιτροπή υποβάλλει σύσταση για τη δεύτερη ανάγνωση με την οποία προτείνει την έγκριση, τροποποίηση ή απόρριψη της θέσης που καθόρισε το Συμβούλιο. Η σύσταση περιέχει σύντομη αιτιολόγηση της προτεινόμενης απόφασης.

 

6α.     Τα άρθρα 49, 50, 53 και 188 δεν εφαρμόζονται κατά τη δεύτερη ανάγνωση.

Τροπολογία 72

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Τίτλος II — κεφάλαιο 4 –επιμέρους τίτλος 2

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Στάδιο της εξέτασης στην Ολομέλεια

διαγράφεται

Τροπολογία 73

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 67

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 67

Άρθρο 67

Περάτωση της δεύτερης ανάγνωσης

Υποβολή στο Κοινοβούλιο

1.   Η θέση του Συμβουλίου και, αν υπάρχει, η σύσταση για τη δεύτερη ανάγνωση της αρμόδιας επιτροπής εγγράφονται αυτοδικαίως στο σχέδιο ημερήσιας διάταξης της περιόδου συνόδου, της οποίας η Τετάρτη είναι η πλησιέστερη πριν από την ημερομηνία εκπνοής της τρίμηνης προθεσμίας ή, αν αυτή έχει παραταθεί, της τετράμηνης προθεσμίας σύμφωνα με το άρθρο 65, εκτός αν το θέμα έχει συζητηθεί σε προηγούμενη περίοδο συνόδου.

Η θέση του Συμβουλίου και, αν υπάρχει, η σύσταση για τη δεύτερη ανάγνωση της αρμόδιας επιτροπής εγγράφονται αυτοδικαίως στο σχέδιο ημερήσιας διάταξης της περιόδου συνόδου, της οποίας η Τετάρτη είναι η πλησιέστερη πριν από την ημερομηνία εκπνοής της τρίμηνης προθεσμίας ή, αν αυτή έχει παραταθεί, της τετράμηνης προθεσμίας σύμφωνα με το άρθρο 65, εκτός αν το θέμα έχει συζητηθεί σε προηγούμενη περίοδο συνόδου.

Επειδή οι συστάσεις για τη δεύτερη ανάγνωση είναι κείμενα που μπορούν να εξομοιωθούν με αιτιολογική έκθεση με την οποία η κοινοβουλευτική επιτροπή αιτιολογεί τη στάση της ως προς την θέση του Συμβουλίου, δεν διενεργείται ψηφοφορία επ’ αυτών των κειμένων.

 

2.    Η δεύτερη ανάγνωση περατώνεται όταν εντός των προθεσμιών και σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 294 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Κοινοβούλιο εγκρίνει, απορρίψει ή τροποποιήσει την θέση του Συμβουλίου.

 

Τροπολογία 74

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 67 α (νέο)

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

 

Άρθρο 67α

 

Ψηφοφορία στο Κοινοβούλιο — δεύτερη ανάγνωση

 

1.    Το Κοινοβούλιο ψηφίζει πρώτα επί οποιασδήποτε πρότασης περί άμεσης απόρριψης της θέσης του Συμβουλίου, κατατεθείσας εγγράφως από την αρμόδια επιτροπή, πολιτική ομάδα ή τουλάχιστον σαράντα βουλευτές. Για να εγκριθεί, μια τέτοια πρόταση πρέπει να συγκεντρώσει την πλειοψηφία των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο.

 

Εάν η πρόταση απόρριψης εγκριθεί, με αποτέλεσμα την απόρριψη της θέσης του Συμβουλίου, ο Πρόεδρος ανακοινώνει στην Ολομέλεια ότι η νομοθετική διαδικασία έχει περατωθεί.

 

Αν δεν εγκριθεί η πρόταση απόρριψης, το Κοινοβούλιο ενεργεί σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 5.

 

2.    Οποιαδήποτε προσωρινή συμφωνία κατατεθεί από την αρμόδια επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 73δ παράγραφος 4 έχει προτεραιότητα στην ψηφοφορία και τίθεται σε μία μοναδική ψηφοφορία εκτός αν, κατόπιν αιτήσεως πολιτικής ομάδας ή τουλάχιστον σαράντα βουλευτών, το Κοινοβούλιο αποφασίσει να προχωρήσει αμέσως στην ψηφοφορία επί των τροπολογιών σύμφωνα με την παράγραφο 3.

 

Αν η προσωρινή συμφωνία εξασφαλίσει την πλειοψηφία των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο με μία μοναδική ψηφοφορία, ο Πρόεδρος ανακοινώνει ότι έχει περατωθεί η δεύτερη ανάγνωση του Κοινοβουλίου.

 

Αν η προσωρινή συμφωνία δεν εξασφαλίσει την πλειοψηφία των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο με μία μοναδική ψηφοφορία, το Κοινοβούλιο ενεργεί σύμφωνα με τις παραγράφους 3 έως 5.

 

3.    Με εξαίρεση τις περιπτώσεις που έχει εγκριθεί πρόταση απόρριψης σύμφωνα με την παράγραφο 1 ή που έχει εγκριθεί προσωρινή συμφωνία σύμφωνα με την παράγραφο 2, οι τροπολογίες στη θέση του Συμβουλίου, συμπεριλαμβανομένων όσων περιλαμβάνονται στην προσωρινή συμφωνία που κατέθεσε η αρμόδια επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 73δ παράγραφος 4, τίθενται σε ψηφοφορία. Οποιαδήποτε τροπολογία στη θέση του Συμβουλίου εγκρίνεται μόνο εφόσον εξασφαλίσει την πλειοψηφία των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο.

 

Πριν από την ψηφοφορία επί των τροπολογιών, ο Πρόεδρος μπορεί να ζητήσει από την Επιτροπή να δηλώσει τη θέση της και από το Συμβούλιο να σχολιάσει.

 

4.    Παρά την ψηφοφορία του Κοινοβουλίου κατά της αρχικής πρότασης περί απόρριψης της θέσης του Συμβουλίου, σύμφωνα με την παράγραφο 1, το Κοινοβούλιο μπορεί, μετά από πρόταση του προέδρου ή του εισηγητή της αρμόδιας επιτροπής ή πολιτικής ομάδας ή τουλάχιστον σαράντα βουλευτών, να εξετάσει νέα πρόταση απόρριψης, αφού πρώτα διεξαχθεί η ψηφοφορία επί των τροπολογιών, σύμφωνα με τις παραγράφους 2 ή 3. Για να εγκριθεί, μια τέτοια πρόταση πρέπει να συγκεντρώσει την πλειοψηφία των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο.

 

Εάν η θέση του Συμβουλίου απορριφθεί, ο Πρόεδρος ανακοινώνει στο Κοινοβούλιο ότι η νομοθετική διαδικασία έχει περατωθεί.

 

5.    Μετά τις ψηφοφορίες σύμφωνα με τις παραγράφους 1 έως 4 και τις τυχόν εν συνεχεία ψηφοφορίες επί τροπολογιών στο σχέδιο νομοθετικού ψηφίσματος που αφορούν διαδικαστικές αιτήσεις, ο Πρόεδρος ανακοινώνει ότι η δεύτερη ανάγνωση του Κοινοβουλίου έχει περατωθεί και το νομοθετικό ψήφισμα θεωρείται εγκριθέν. Αν χρειαστεί, το νομοθετικό ψήφισμα τροποποιείται, σύμφωνα με το άρθρο 193 παράγραφος 2, ώστε να αντανακλά το αποτέλεσμα των ψηφοφοριών που διεξήχθησαν σύμφωνα με τις παραγράφους 1 έως 4 ή την εφαρμογή του άρθρου 76.

 

Το κείμενο του νομοθετικού ψηφίσματος και της θέσης του Κοινοβουλίου, εάν υπάρχει, διαβιβάζεται από τον Πρόεδρο στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.

 

Εάν δεν υποβληθεί πρόταση απόρριψης ή τροποποίησης της θέσης του Συμβουλίου, η θέση θεωρείται εγκριθείσα.

Τροπολογία 75

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 68

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 68

διαγράφεται

Απόρριψη της θέσης του Συμβουλίου

 

1.    Η αρμόδια επιτροπή, μία πολιτική ομάδα ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτές μπορούν, εντός προθεσμίας που καθορίζεται από τον Πρόεδρο, να καταθέσουν εγγράφως πρόταση απόρριψης της θέσης του Συμβουλίου. Αυτή η πρόταση πρέπει να συγκεντρώσει, για να εγκριθεί, την πλειοψηφία των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο. Πρόταση για την απόρριψη της θέσης του Συμβουλίου πρέπει να ψηφισθεί πριν από την ψηφοφορία επί των τυχόν τροπολογιών.

 

2.    Παρά την ψηφοφορία του Κοινοβουλίου κατά της πρότασης για την απόρριψη της θέσης του Συμβουλίου, το Κοινοβούλιο μπορεί, μετά από σύσταση του εισηγητή, να εξετάσει περαιτέρω πρόταση απόρριψης αφού ψηφίσει επί των τροπολογιών και ακούσει δήλωση της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 69 παράγραφος 5.

 

3.    Εάν η θέση του Συμβουλίου απορριφθεί, ο Πρόεδρος ανακοινώνει στο Κοινοβούλιο ότι η νομοθετική διαδικασία έχει περατωθεί.

 

Τροπολογία 76

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 69

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 69

Άρθρο 69

Τροπολογίες στην θέση του Συμβουλίου

Παραδεκτό των τροπολογιών στην θέση του Συμβουλίου

1.   Η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή, μία πολιτική ομάδα ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτές μπορούν να καταθέσουν τροπολογίες επί της θέσης του Συμβουλίου, οι οποίες εξετάζονται στις συνεδριάσεις της Ολομέλειας.

1.   Η αρμόδια επιτροπή, μία πολιτική ομάδα ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτές μπορούν να καταθέσουν τροπολογίες επί της θέσης του Συμβουλίου, οι οποίες εξετάζονται στις συνεδριάσεις της Ολομέλειας.

2.   Οι τροπολογίες στην θέση του Συμβουλίου θεωρούνται παραδεκτές μόνον εφόσον είναι σύμφωνες προς τα άρθρα 169 και 170 και αποσκοπούν

2.   Οι τροπολογίες στην θέση του Συμβουλίου θεωρούνται παραδεκτές μόνον εφόσον είναι σύμφωνες προς τα άρθρα 169 και 170 και αποσκοπούν

α)

στη συνολική ή μερική αποκατάσταση της θέσης που ενέκρινε το Κοινοβούλιο κατά την πρώτη ανάγνωση ή

α)

στη συνολική ή μερική αποκατάσταση της θέσης που ενέκρινε το Κοινοβούλιο κατά την πρώτη ανάγνωση ή

β)

στην επίτευξη συμβιβασμού μεταξύ Συμβουλίου και Κοινοβουλίου ή

β)

στην επίτευξη συμβιβασμού μεταξύ Συμβουλίου και Κοινοβουλίου ή

γ)

στην τροποποίηση τμήματος του κειμένου της θέσης του Συμβουλίου που δεν υπήρχε ή υπήρχε με διαφορετικό περιεχόμενο στην πρόταση η οποία είχε υποβληθεί σε πρώτη ανάγνωση , χωρίς να συνιστούν ουσιώδη τροποποίηση υπό την έννοια του άρθρου 63 ή

γ)

στην τροποποίηση τμήματος του κειμένου της θέσης του Συμβουλίου που δεν υπήρχε ή υπήρχε με διαφορετικό περιεχόμενο στην πρόταση η οποία είχε υποβληθεί σε πρώτη ανάγνωση ή

δ)

στο να λάβουν υπόψη γεγονός ή νέα νομική κατάσταση που δημιουργήθηκε μετά την πρώτη ανάγνωση.

δ)

στο να λάβουν υπόψη νέο γεγονός ή νομική κατάσταση που δημιουργήθηκε μετά την έγκριση της θέσης του Κοινοβουλίου κατά την πρώτη ανάγνωση.

Η απόφαση του Προέδρου περί του παραδεκτού τροπολογίας δεν μπορεί να αμφισβητηθεί.

Η απόφαση του Προέδρου περί του παραδεκτού τροπολογίας δεν μπορεί να αμφισβητηθεί.

3.   Εάν μετά την πρώτη ανάγνωση έχουν πραγματοποιηθεί εκλογές χωρίς, ωστόσο, να εφαρμοσθεί το άρθρο 63, ο Πρόεδρος μπορεί να αποφασίσει την αναστολή των περιορισμών του παραδεκτού που προβλέπονται με την παράγραφο 2.

3.   Εάν μετά την πρώτη ανάγνωση έχουν πραγματοποιηθεί εκλογές χωρίς, ωστόσο, να εφαρμοσθεί το άρθρο 63, ο Πρόεδρος μπορεί να αποφασίσει την αναστολή των περιορισμών του παραδεκτού που προβλέπονται με την παράγραφο 2.

4.    Τροπολογία εγκρίνεται μόνο εφόσον συγκεντρώσει την πλειοψηφία των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο.

 

5.    Πριν από την ψηφοφορία επί των τροπολογιών, ο Πρόεδρος μπορεί να ζητήσει από την Επιτροπή να δηλώσει τη θέση της και από το Συμβούλιο να σχολιάσει.

 

Τροπολογία 77

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Τίτλος II — κεφάλαιο 5 — τίτλος

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

ΤΜΗΜΑ 4

ΤΡΙΤΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ

ΣΥΝΔΙΑΛΛΑΓΗ ΚΑΙ ΤΡΙΤΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ

Τροπολογία 78

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Τίτλος II — κεφάλαιο 5 — επιμέρους τίτλος 1

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Συνδιαλλαγή

διαγράφεται

Τροπολογία 79

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 69 β (νέο)

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

 

Άρθρο 69β

 

Παράταση των προθεσμιών

 

1.    Ο Πρόεδρος, μετά από αίτηση της αντιπροσωπείας του Κοινοβουλίου στην επιτροπή συνδιαλλαγής, παρατείνει τις προθεσμίες για την τρίτη ανάγνωση, σύμφωνα με το άρθρο 294 παράγραφος 14 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

2.    Ο Πρόεδρος ανακοινώνει στο Κοινοβούλιο κάθε παράταση των προθεσμιών σύμφωνα με το άρθρο 294 παράγραφος 14 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατόπιν πρωτοβουλίας του Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Τροπολογία 80

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 71

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 71

Άρθρο 71

Αντιπροσωπεία στην επιτροπή συνδιαλλαγής

Αντιπροσωπεία στην επιτροπή συνδιαλλαγής

1.   Η αντιπροσωπεία του Κοινοβουλίου στην επιτροπή συνδιαλλαγής αποτελείται από αριθμό μελών ίσο με τον αριθμό των μελών της αντιπροσωπείας του Συμβουλίου.

1.   Η αντιπροσωπεία του Κοινοβουλίου στην επιτροπή συνδιαλλαγής αποτελείται από αριθμό μελών ίσο με τον αριθμό των μελών της αντιπροσωπείας του Συμβουλίου.

2.   Η πολιτική σύνθεση της αντιπροσωπείας αντικατοπτρίζει τη σύνθεση του Κοινοβουλίου ως προς τις πολιτικές ομάδες. Η Διάσκεψη των Προέδρων ορίζει τον ακριβή αριθμό των μελών από κάθε πολιτική ομάδα που την απαρτίζουν.

2.   Η πολιτική σύνθεση της αντιπροσωπείας αντικατοπτρίζει τη σύνθεση του Κοινοβουλίου ως προς τις πολιτικές ομάδες. Η Διάσκεψη των Προέδρων ορίζει τον ακριβή αριθμό των μελών από κάθε πολιτική ομάδα που την απαρτίζουν.

3.   Τα μέλη της αντιπροσωπείας ορίζονται από τις πολιτικές ομάδες για κάθε συγκεκριμένη περίπτωση συνδιαλλαγής, κατά προτίμηση μεταξύ των μελών των ενδιαφερομένων επιτροπών , εξαιρέσει τριών μελών, τα οποία ορίζονται ως μόνιμα μέλη διαδοχικών αντιπροσωπειών για χρονικό διάστημα 12 μηνών. Τα τρία μόνιμα μέλη ορίζονται από τις πολιτικές ομάδες μεταξύ των αντιπροέδρων και εκπροσωπούν τουλάχιστον δύο διαφορετικές πολιτικές ομάδες. Ο πρόεδρος και ο εισηγητής της αρμόδιας επιτροπής είναι σε κάθε περίπτωση μέλη της αντιπροσωπείας.

3.   Τα μέλη της αντιπροσωπείας ορίζονται από τις πολιτικές ομάδες για κάθε συγκεκριμένη περίπτωση συνδιαλλαγής, κατά προτίμηση μεταξύ των μελών της αρμόδιας επιτροπής , εξαιρέσει τριών μελών, τα οποία ορίζονται ως μόνιμα μέλη διαδοχικών αντιπροσωπειών για χρονικό διάστημα 12 μηνών. Τα τρία μόνιμα μέλη ορίζονται από τις πολιτικές ομάδες μεταξύ των αντιπροέδρων και εκπροσωπούν τουλάχιστον δύο διαφορετικές πολιτικές ομάδες. Ο πρόεδρος και ο εισηγητής της αρμόδιας επιτροπής κατά τη δεύτερη ανάγνωση καθώς και ο εισηγητής κάθε συνδεδεμένης επιτροπής είναι σε κάθε περίπτωση μέλη της αντιπροσωπείας.

4.   Οι εκπροσωπούμενες στην αντιπροσωπεία πολιτικές ομάδες ορίζουν αναπληρωτές.

4.   Οι εκπροσωπούμενες στην αντιπροσωπεία πολιτικές ομάδες ορίζουν αναπληρωτές.

5.   Μη εκπροσωπούμενες στην αντιπροσωπεία πολιτικές ομάδες και μη εγγεγραμμένοι βουλευτές μπορούν να αποστέλλουν έναν εκπρόσωπο η κάθε μια στις εσωτερικές προπαρασκευαστικές συνεδριάσεις της αντιπροσωπείας.

5.   Μη εκπροσωπούμενες στην αντιπροσωπεία πολιτικές ομάδες μπορούν να αποστέλλουν έναν εκπρόσωπο έκαστη στις εσωτερικές προπαρασκευαστικές συνεδριάσεις της αντιπροσωπείας. Αν η αντιπροσωπεία δεν περιλαμβάνει κανένα μη εγγεγραμμένο βουλευτή, ένας μη εγγεγραμμένος βουλευτής μπορεί να παρίσταται σε οποιαδήποτε εσωτερική προπαρασκευαστική συνεδρίαση της αντιπροσωπείας.

6.   Επικεφαλής της αντιπροσωπείας είναι ο Πρόεδρος ή ένα από τα τρία μόνιμα μέλη.

6.   Επικεφαλής της αντιπροσωπείας είναι ο Πρόεδρος ή ένα από τα τρία μόνιμα μέλη.

7.   Η αντιπροσωπεία αποφασίζει με την πλειοψηφία των μελών της. Οι διαβουλεύσεις της δεν είναι δημόσιες.

7.   Η αντιπροσωπεία αποφασίζει με την πλειοψηφία των μελών της. Οι διαβουλεύσεις της δεν είναι δημόσιες.

Η Διάσκεψη των Προέδρων καθορίζει συμπληρωματικές οδηγίες διαδικασίας για τις εργασίες της αντιπροσωπείας στην επιτροπή συνδιαλλαγής.

Η Διάσκεψη των Προέδρων καθορίζει συμπληρωματικές οδηγίες διαδικασίας για τις εργασίες της αντιπροσωπείας στην επιτροπή συνδιαλλαγής.

8.   Η αντιπροσωπεία ανακοινώνει εγκαίρως στο Κοινοβούλιο τα αποτελέσματα της συνδιαλλαγής.

8.   Η αντιπροσωπεία ανακοινώνει εγκαίρως στο Κοινοβούλιο τα αποτελέσματα της συνδιαλλαγής.

Τροπολογία 81

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Τίτλος II — κεφάλαιο 5 — επιμέρους τίτλος 2

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Στάδιο της εξέτασης στην Ολομέλεια

διαγράφεται

Τροπολογία 82

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 72

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 72

Άρθρο 72

Κοινό σχέδιο

Κοινό σχέδιο

1.   Εάν η επιτροπή συνδιαλλαγής συμφωνήσει επί ενός κοινού σχεδίου, το θέμα εγγράφεται στην ημερήσια διάταξη συνόδου Ολομέλειας που προβλέπεται να διεξαχθεί εντός έξι εβδομάδων ή, εάν δοθεί παράταση, εντός οκτώ εβδομάδων από την ημέρα που η επιτροπή συνδιαλλαγής έδωσε την έγκρισή της.

1.   Εάν η επιτροπή συνδιαλλαγής συμφωνήσει επί ενός κοινού σχεδίου, το θέμα εγγράφεται στην ημερήσια διάταξη συνόδου Ολομέλειας που προβλέπεται να διεξαχθεί εντός έξι εβδομάδων ή, εάν δοθεί παράταση, εντός οκτώ εβδομάδων από την ημέρα που η επιτροπή συνδιαλλαγής έδωσε την έγκρισή της.

2.   Ο πρόεδρος της αντιπροσωπείας ή άλλο ορισθέν μέλος της αντιπροσωπείας στην επιτροπή συνδιαλλαγής προβαίνει σε δήλωση επί του κοινού σχεδίου, το οποίο συνοδεύεται από έκθεση.

2.   Ο πρόεδρος της αντιπροσωπείας ή άλλο ορισθέν μέλος της αντιπροσωπείας στην επιτροπή συνδιαλλαγής προβαίνει σε δήλωση επί του κοινού σχεδίου, το οποίο συνοδεύεται από έκθεση.

3.   Δεν επιτρέπεται η κατάθεση τροπολογιών στο κοινό σχέδιο.

3.   Δεν επιτρέπεται η κατάθεση τροπολογιών στο κοινό σχέδιο.

4.   Το κοινό σχέδιο στο σύνολό του αποτελεί αντικείμενο μίας και μοναδικής ψηφοφορίας. Προς έγκριση του κοινού σχεδίου απαιτείται η πλειοψηφία των ψηφισάντων.

4.   Το κοινό σχέδιο στο σύνολό του αποτελεί αντικείμενο μίας μοναδικής ψηφοφορίας. Προς έγκριση του κοινού σχεδίου απαιτείται η πλειοψηφία των ψηφισάντων.

5.   Εφόσον δεν επιτυγχάνεται συμφωνία επί ενός κοινού σχεδίου στο πλαίσιο της επιτροπής συνδιαλλαγής, ο πρόεδρος ή άλλο ορισθέν μέλος της αντιπροσωπείας στην επιτροπή συνδιαλλαγής προβαίνει σε δήλωση. Μετά τη δήλωση αυτή πραγματοποιείται συζήτηση.

5.   Εφόσον δεν επιτυγχάνεται συμφωνία επί ενός κοινού σχεδίου στο πλαίσιο της επιτροπής συνδιαλλαγής, ο πρόεδρος ή άλλο ορισθέν μέλος της αντιπροσωπείας στην επιτροπή συνδιαλλαγής προβαίνει σε δήλωση. Μετά τη δήλωση αυτή πραγματοποιείται συζήτηση.

 

5α.     Στη διάρκεια της διαδικασίας συνδιαλλαγής μεταξύ Κοινοβουλίου και Συμβουλίου μετά τη δεύτερη ανάγνωση, δεν μπορεί να γίνει αναπομπή σε επιτροπή.

 

5β.     Τα άρθρα 49, 50 και 53 δεν εφαρμόζονται κατά την τρίτη ανάγνωση.

Τροπολογία 83

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Τίτλος II — κεφάλαιο 6 — τίτλος

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

ΤΜΗΜΑ 5

ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΤΗΣ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

Τροπολογία 84

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Τίτλος II — κεφάλαιο 3 — τμήμα 3 (νέο)

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

 

ΤΜΗΜΑ 3

 

ΔΙΟΡΓΑΝΙΚΕΣ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΙΣ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΣΥΝΗΘΟΥΣ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

 

(Το τμήμα 3 ενσωματώνεται εδώ πριν από το τμήμα 4 σχετικά με τη συνδιαλλαγή και την τρίτη ανάγνωση και περιέχει το άρθρο 73, όπως τροποποιήθηκε, και τα άρθρα 73α έως 73δ).

Τροπολογία 85

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 73

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 73

Άρθρο 73

Διοργανικές διαπραγματεύσεις στο πλαίσιο της νομοθετικής διαδικασίας

Γενικές διατάξεις

1.    Οι διαπραγματεύσεις με τα άλλα όργανα, με στόχο την επίτευξη συμφωνίας κατά τη διάρκεια νομοθετικής διαδικασίας, διεξάγονται λαμβανομένου υπόψη του κώδικα συμπεριφοράς που καθορίζεται από τη Διάσκεψη των Προέδρων (10).

Οι διαπραγματεύσεις με τα άλλα όργανα, με στόχο την επίτευξη συμφωνίας κατά τη διάρκεια νομοθετικής διαδικασίας, μπορούν να ξεκινήσουν μόνο μετά από απόφαση η οποία λαμβάνεται σύμφωνα με τα άρθρα 73α έως 73γ ή μετά από αναπομπή εκ μέρους του Κοινοβουλίου για διοργανικές διαπραγματεύσεις. Οι διαπραγματεύσεις αυτές διεξάγονται λαμβανομένου υπόψη του κώδικα συμπεριφοράς που καθορίζεται από τη Διάσκεψη των Προέδρων (10).

2.    Αυτές οι διαπραγματεύσεις δεν αρχίζουν προτού η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή λάβει απόφαση, κατά περίπτωση για κάθε σχετική νομοθετική διαδικασία και με την πλειοψηφία των μελών της, για την έναρξη διαπραγματεύσεων. Η απόφαση αυτή καθορίζει την εντολή και τη σύνθεση της διαπραγματευτικής ομάδας. Οι εν λόγω αποφάσεις κοινοποιούνται στον Πρόεδρο, ο οποίος ενημερώνει τακτικά τη Διάσκεψη των Προέδρων.

 

Η εντολή συνίσταται από έκθεση που εγκρίνεται από την επιτροπή και κατατίθεται στο Κοινοβούλιο προς εξέταση. Κατ’ εξαίρεση, όταν η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή θεωρεί δεόντως δικαιολογημένη την έναρξη διαπραγματεύσεων πριν από την έγκριση έκθεσης στην επιτροπή, η εντολή δύναται να συνίσταται σε μια σειρά τροπολογιών ή σε μια σειρά σαφώς καθορισμένων στόχων, προτεραιοτήτων ή κατευθυντηρίων γραμμών.

 

3.    Της διαπραγματευτικής ομάδας ηγείται ο εισηγητής και προεδρεύει ο πρόεδρος της αρμόδιας επιτροπής ή ένας αντιπρόεδρος που ορίζεται από τον πρόεδρο. Περιλαμβάνει τουλάχιστον τους σκιώδεις εισηγητές από κάθε πολιτική ομάδα.

 

4.    Κάθε έγγραφο που προορίζεται να συζητηθεί στο πλαίσιο συνεδρίασης με το Συμβούλιο και την Επιτροπή («τριμερής διάλογος») περιέχει τις αντίστοιχες θέσεις των ενεχομένων θεσμικών οργάνων και πιθανές συμβιβαστικές λύσεις και διανέμεται στη διαπραγματευτική ομάδα τουλάχιστον 48 ώρες, ή σε επείγουσες περιπτώσεις τουλάχιστον 24 ώρες, πριν από κάθε τριμερή διάλογο.

 

Μετά από κάθε τριμερή διάλογο, η διαπραγματευτική ομάδα υποβάλλει αναφορά στην επόμενη συνεδρίαση της αρμόδιας επιτροπής. Τα έγγραφα που αντικατοπτρίζουν την έκβαση του πιο πρόσφατου τριμερούς διαλόγου τίθενται στη διάθεση της επιτροπής.

 

Όταν είναι ανέφικτη η έγκαιρη σύγκληση συνεδρίασης της επιτροπής, η διαπραγματευτική ομάδα ενημερώνει τον πρόεδρο, τους σκιώδεις εισηγητές και τους συντονιστές της επιτροπής, κατά περίπτωση.

 

Η αρμόδια επιτροπή μπορεί να ανανεώνει την εντολή υπό το φως της προόδου των διαπραγματεύσεων.

 

5.    Εάν οι διαπραγματεύσεις καταλήξουν σε συμβιβασμό, η αρμόδια επιτροπή ενημερώνεται χωρίς καθυστέρηση. Το συμφωνηθέν κείμενο υποβάλλεται στην αρμόδια επιτροπή προς εξέταση. Εφόσον εγκριθεί με ψηφοφορία στην επιτροπή, το συμφωνηθέν κείμενο κατατίθεται προς εξέταση στο Κοινοβούλιο υπό την ενδεδειγμένη μορφή, συμπεριλαμβανομένων συμβιβαστικών τροπολογιών. Δύναται να υποβληθεί ως ενοποιημένο κείμενο, υπό τον όρο ότι επισημαίνει σαφώς τις τροποποιήσεις στην υπό εξέταση πρόταση νομοθετικής πράξης.

 

6.    Στις περιπτώσεις όπου η διαδικασία περιλαμβάνει διαδικασία με συνδεδεμένες επιτροπές ή με κοινές συνεδριάσεις επιτροπών, τα άρθρα 54 και 55 εφαρμόζονται επί της απόφασης σχετικά με την έναρξη διαπραγματεύσεων και τη διεξαγωγή των εν λόγω διαπραγματεύσεων.

 

Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των ενδιαφερομένων επιτροπών, οι όροι για την έναρξη διαπραγματεύσεων και τη διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων αυτών καθορίζονται από τον πρόεδρο της διάσκεψης των προέδρων των επιτροπών σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται σε εκείνα τα άρθρα του Κανονισμού.

 

Τροπολογία 86

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 73 α (νέο)

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

 

Άρθρο 73α

 

Διαπραγματεύσεις πριν από την πρώτη ανάγνωση του Κοινοβουλίου

 

1.    Όταν επιτροπή έχει εγκρίνει νομοθετική έκθεση σύμφωνα με το άρθρο 49, μπορεί να αποφασίσει με πλειοψηφία των μελών της να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με βάση την εν λόγω έκθεση.

 

2.    Οι αποφάσεις για την έναρξη διαπραγματεύσεων ανακοινώνονται κατά την έναρξη της περιόδου συνόδου που ακολουθεί την έγκρισή τους στην επιτροπή. Έως το τέλος της ημέρας που ακολουθεί την ανακοίνωση στο Κοινοβούλιο, πολιτικές ομάδες ή μεμονωμένοι βουλευτές που αποτελούν συνολικά το ένα δέκατο των βουλευτών του Κοινοβουλίου μπορούν να ζητήσουν γραπτώς να τεθεί σε ψηφοφορία απόφαση της επιτροπής για την έναρξη διαπραγματεύσεων. Το Κοινοβούλιο ψηφίζει επ’ αυτών των αιτημάτων κατά την ίδια περίοδο συνόδου.

 

Αν δεν έχει λάβει τέτοιο αίτημα μέχρι την εκπνοή της προθεσμίας του πρώτου εδαφίου, ο Πρόεδρος ενημερώνει σχετικά το Κοινοβούλιο. Αν υποβληθεί τέτοιο αίτημα, ο Πρόεδρος μπορεί να δώσει τον λόγο σε έναν ομιλητή υπέρ και σε έναν ομιλητή κατά του αιτήματος, αμέσως πριν από την ψηφοφορία. Κάθε ομιλητής μπορεί να προβεί σε δήλωση που δεν διαρκεί πάνω από δύο λεπτά.

 

3.    Αν το Κοινοβούλιο απορρίψει την απόφαση της επιτροπής για την έναρξη διαπραγματεύσεων, το σχέδιο νομοθετικής πράξης και η έκθεση της αρμόδιας επιτροπής εγγράφονται στην ημερήσια διάταξη της επόμενης περιόδου συνόδου και ο Πρόεδρος ορίζει προθεσμία για τροπολογίες. Εφαρμόζεται το άρθρο 59 παράγραφος 1β.

 

4.    Οι διαπραγματεύσεις μπορούν να ξεκινήσουν ανά πάσα στιγμή αφού εκπνεύσει η προθεσμία που ορίζεται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 χωρίς να έχει διατυπωθεί αίτημα για ψηφοφορία στο Κοινοβούλιο σχετικά με την απόφαση για έναρξη διαπραγματεύσεων. Αν διατυπωθεί τέτοιο αίτημα, οι διαπραγματεύσεις μπορεί να ξεκινήσουν ανά πάσα στιγμή αφότου η απόφαση της επιτροπής να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις εγκριθεί στο Κοινοβούλιο.

Τροπολογία 87

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 73 β (νέο)

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

 

Άρθρο 73β

 

Διαπραγματεύσεις πριν από την πρώτη ανάγνωση του Συμβουλίου

 

Τυχόν έγκριση της θέσης του Κοινοβουλίου κατά την πρώτη ανάγνωση συνιστά την εντολή για οποιεσδήποτε διαπραγματεύσεις με άλλα όργανα. Κατόπιν τούτου η αρμόδια επιτροπή μπορεί να αποφασίσει με πλειοψηφία των μελών της να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις ανά πάσα στιγμή. Οι αποφάσεις αυτές ανακοινώνονται στο Κοινοβούλιο κατά την περίοδο συνόδου που ακολουθεί την ψηφοφορία στην επιτροπή και η αναφορά τους συμπεριλαμβάνεται στα πρακτικά.

Τροπολογία 88

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 73 γ (νέο)

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

 

Άρθρο 73γ

 

Διαπραγματεύσεις πριν από τη δεύτερη ανάγνωση του Κοινοβουλίου

 

Όταν αναπέμπεται η θέση του Συμβουλίου κατά την πρώτη ανάγνωση στην αρμόδια επιτροπή, η θέση του Κοινοβουλίου κατά την πρώτη ανάγνωση, σύμφωνα με το άρθρο 69, συνιστά την εντολή για οποιεσδήποτε διαπραγματεύσεις με άλλα θεσμικά όργανα. Η αρμόδια επιτροπή μπορεί να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις ανά πάσα στιγμή.

 

Όταν η θέση του Συμβουλίου περιλαμβάνει στοιχεία που δεν καλύπτονται από το σχέδιο νομοθετικής πράξης ή από τη θέση του Κοινοβουλίου κατά την πρώτη ανάγνωση, η επιτροπή μπορεί να εγκρίνει κατευθυντήριες γραμμές, μεταξύ άλλων υπό μορφή τροπολογιών στη θέση του Συμβουλίου, για τη διαπραγματευτική ομάδα.

Τροπολογία 305

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 73 δ (νέο)

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

 

Άρθρο 73δ

 

Διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων

 

1.    Της διαπραγματευτικής ομάδας του Κοινοβουλίου ηγείται ο εισηγητής και προεδρεύει ο πρόεδρος της αρμόδιας επιτροπής ή ένας αντιπρόεδρος που ορίζεται από τον πρόεδρο. Περιλαμβάνει τουλάχιστον τους σκιώδεις εισηγητές από κάθε πολιτική ομάδα που επιθυμεί να συμμετάσχει.

 

2.    Κάθε έγγραφο που προορίζεται να συζητηθεί στο πλαίσιο συνεδρίασης με το Συμβούλιο και την Επιτροπή («τριμερής διάλογος») διανέμεται στη διαπραγματευτική ομάδα τουλάχιστον 48 ώρες, ή σε επείγουσες περιπτώσεις τουλάχιστον 24 ώρες, πριν από τον εν λόγω τριμερή διάλογο.

 

3.    Μετά από κάθε τριμερή διάλογο, ο πρόεδρος της διαπραγματευτικής ομάδας και ο εισηγητής, εκ μέρους της διαπραγματευτικής ομάδας, υποβάλλουν αναφορά στην επόμενη συνεδρίαση της αρμόδιας επιτροπής.

 

Όταν είναι ανέφικτη η έγκαιρη σύγκληση συνεδρίασης της επιτροπής, ο πρόεδρος της διαπραγματευτικής ομάδας και ο εισηγητής, εκ μέρους της διαπραγματευτικής ομάδας, υποβάλλουν αναφορά στην επόμενη συνεδρίαση των συντονιστών της επιτροπής.

 

4.    Εάν οι διαπραγματεύσεις καταλήξουν σε προσωρινή συμφωνία, η αρμόδια επιτροπή ενημερώνεται χωρίς καθυστέρηση. Τα έγγραφα που αντικατοπτρίζουν την έκβαση του καταληκτικού τριμερούς διαλόγου τίθενται στη διάθεση της επιτροπής και δημοσιοποιούνται. Η προσωρινή συμφωνία υποβάλλεται στην αρμόδια επιτροπή, η οποία αποφασίζει μετά από μία μοναδική ψηφοφορία με πλειοψηφία των ψηφισάντων. Αν εγκριθεί, κατατίθεται στην Ολομέλεια προς εξέταση και παρουσιάζεται κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να δηλώνονται σαφώς οι τροποποιήσεις στο σχέδιο νομοθετικής πράξης.

 

5.    Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των ενδιαφερόμενων επιτροπών, σύμφωνα με τα άρθρα 54 και 55, οι λεπτομερείς όροι για την έναρξη διαπραγματεύσεων και τη διεξαγωγή των διαπραγματεύσεων αυτών καθορίζονται από τον πρόεδρο της Διάσκεψης των Προέδρων των Επιτροπών σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στα εν λόγω άρθρα του Κανονισμού.

Τροπολογία 90

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 74

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 74

διαγράφεται

Έγκριση απόφασης για την έναρξη διοργανικών διαπραγματεύσεων πριν από την έγκριση έκθεσης σε επιτροπή

 

1.    Κάθε απόφαση επιτροπής για την έναρξη διαπραγματεύσεων πριν από την έγκριση έκθεσης στην επιτροπή μεταφράζεται σε όλες τις επίσημες γλώσσες, διανέμεται σε όλους τους βουλευτές του Κοινοβουλίου και υποβάλλεται στη Διάσκεψη των Προέδρων.

 

Κατόπιν αιτήσεως πολιτικής ομάδας, η Διάσκεψη των Προέδρων μπορεί να αποφασίσει να περιλάβει το θέμα, προς εξέταση με συζήτηση και ψηφοφορία, στο σχέδιο ημερήσιας διάταξης της περιόδου συνόδου που έπεται της διανομής, οπότε ο Πρόεδρος ορίζει προθεσμία για την κατάθεση τροπολογιών.

 

Σε περίπτωση που η Διάσκεψη των Προέδρων δεν αποφασίσει να περιλάβει το θέμα στο σχέδιο ημερήσιας διάταξης της εν λόγω περιόδου συνόδου, η απόφαση για την έναρξη διαπραγματεύσεων ανακοινώνεται από τον Πρόεδρο κατά την έναρξη αυτής της περιόδου συνόδου.

 

2.    Το θέμα περιλαμβάνεται στο σχέδιο ημερήσιας διάταξης της περιόδου συνόδου που έπεται της ανακοίνωσης προς εξέταση με συζήτηση και ψηφοφορία, και ο Πρόεδρος ορίζει προθεσμία κατάθεσης τροπολογιών εφόσον αυτό ζητηθεί από μία πολιτική ομάδα ή 40 τουλάχιστον βουλευτές εντός 48 ωρών από την ανακοίνωση.

 

Διαφορετικά, η απόφαση για την έναρξη των διαπραγματεύσεων θεωρείται εγκριθείσα.

 

Τροπολογία 91

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 75

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 75

Άρθρο 63α

Συμφωνία κατά την πρώτη ανάγνωση

Συμφωνία κατά την πρώτη ανάγνωση

Όταν, σύμφωνα με το άρθρο 294 παράγραφος 4 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Συμβούλιο ενημερώνει το Κοινοβούλιο ότι εγκρίνει τη θέση του Κοινοβουλίου, ο Πρόεδρος, αφού η θέση λάβει την οριστική της διατύπωση κατά το άρθρο 193 του Κανονισμού, ανακοινώνει στο Κοινοβούλιο ότι η  πρόταση έχει οριστικά εγκριθεί κατά την διατύπωση που ανταποκρίνεται στη θέση του Κοινοβουλίου.

Όταν, σύμφωνα με το άρθρο 294 παράγραφος 4 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Συμβούλιο ενημερώνει το Κοινοβούλιο ότι εγκρίνει τη θέση του Κοινοβουλίου, ο Πρόεδρος, αφού η θέση λάβει την οριστική της διατύπωση κατά το άρθρο 193 του Κανονισμού, ανακοινώνει στο Κοινοβούλιο ότι η  νομοθετική πράξη έχει οριστικά εγκριθεί κατά την διατύπωση που ανταποκρίνεται στη θέση του Κοινοβουλίου.

 

(Το παρόν άρθρο μεταφέρεται στο τέλος του τομέα 1 σχετικά με την πρώτη ανάγνωση)

Τροπολογία 92

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 76

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 76

Άρθρο 69α

Συμφωνία κατά τη δεύτερη ανάγνωση

Συμφωνία κατά τη δεύτερη ανάγνωση

Εφόσον δεν γίνει δεκτή πρόταση για απόρριψη της θέσης του Συμβουλίου και δεν εγκριθούν τροπολογίες στην εν λόγω θέση, σύμφωνα με τα άρθρα 68 και 69, εντός των προθεσμιών για την υποβολή και ψήφιση τροπολογιών ή προτάσεων απόρριψης, ο Πρόεδρος ανακοινώνει στην Ολομέλεια ότι η προτεινόμενη πράξη έχει οριστικά εγκριθεί. Ο Πρόεδρος, από κοινού με τον Πρόεδρο του Συμβουλίου, υπογράφει την πρόταση και μεριμνά για τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 78.

Εφόσον δεν γίνει δεκτή πρόταση για απόρριψη της θέσης του Συμβουλίου και δεν κατατεθούν τροπολογίες στην εν λόγω θέση, σύμφωνα με τα άρθρα 67α και 69, εντός των προθεσμιών για την υποβολή και ψήφιση τροπολογιών ή προτάσεων απόρριψης, ο Πρόεδρος ανακοινώνει στην Ολομέλεια ότι η προτεινόμενη πράξη έχει οριστικά εγκριθεί.

 

(Το παρόν άρθρο μεταφέρεται στο τέλος του τομέα 2 σχετικά με την δεύτερη ανάγνωση)

Τροπολογία 93

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 77

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 77

διαγράφεται

Απαιτήσεις για τη σύνταξη νομοθετικών πράξεων

 

1.    Στις πράξεις που εκδίδονται από κοινού από το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία αναγράφεται το είδος της αντίστοιχης πράξης, ακολουθούμενο από τον αύξοντα αριθμό, την ημερομηνία έγκρισής της και μνεία του αντικειμένου της.

 

2.    Οι πράξεις που εκδίδονται από κοινού από το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο περιλαμβάνουν τη φράση:

 

a)

«Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης»·

 

β)

μνεία των διατάξεων δυνάμει των οποίων εκδίδεται η πράξη, κατόπιν των λέξεων «έχοντας υπόψη»·

 

γ)

μνεία των υποβληθεισών προτάσεων, των γνωμών που έχουν συλλεγεί και των διαβουλεύσεων που πραγματοποιήθηκαν·

 

δ)

το σκεπτικό της πράξης, που αρχίζει με τη λέξη «εκτιμώντας»·

 

ε)

τις φράσεις «εξέδωσαν τον παρόντα κανονισμό», «εξέδωσαν την παρούσα οδηγία» ή «εξέδωσαν την παρούσα απόφαση», των οποίων έπεται το κυρίως σώμα της πράξης.

 

3.    Οι πράξεις διαιρούνται σε άρθρα τα οποία, ενδεχομένως, συνενώνονται σε κεφάλαια και τμήματα.

 

4.    Το τελευταίο άρθρο της πράξης ορίζει την ημερομηνία έναρξης ισχύος στην περίπτωση κατά την οποία είναι προγενέστερη ή μεταγενέστερη της εικοστής ημέρας από τη δημοσίευση.

 

5.    Έπονται του τελευταίου άρθρου της πράξης:

 

η δέουσα διατύπωση, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις των Συνθηκών, όσον αφορά τη θέση σε ισχύ της πράξης αυτής·

 

η μνεία του τόπου έκδοσης, ακολουθούμενη από την ημερομηνία έκδοσης·

 

οι λέξεις «Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ο Πρόεδρος», «Για το Συμβούλιο, ο Πρόεδρος», ακολουθούμενες από τα ονόματα του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του εν ενεργεία Προέδρου του Συμβουλίου την στιγμή κατά την οποία εγκρίθηκε η πράξη.

 

Τροπολογία 94

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 78

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 78

Άρθρο 78

Υπογραφή εγκριθεισών πράξεων

Υπογραφή και δημοσίευση εγκριθεισών πράξεων

Μετά την οριστική διατύπωση του κειμένου που εγκρίθηκε σύμφωνα με το άρθρο 193 και αφού έχει προηγουμένως ελεγχθεί ότι όλες οι διαδικασίες έχουν δεόντως ολοκληρωθεί, οι πράξεις που εγκρίνονται κατά τη συνήθη νομοθετική διαδικασία υπογράφονται από τον Πρόεδρο και τον Γενικό Γραμματέα και δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιμελεία των Γενικών Γραμματέων του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου .

Μετά την οριστική διατύπωση του κειμένου που εγκρίθηκε σύμφωνα με το άρθρο 193 και το παράρτημα XVIα και αφού έχει προηγουμένως ελεγχθεί ότι όλες οι διαδικασίες έχουν δεόντως ολοκληρωθεί, οι πράξεις που εγκρίνονται κατά τη συνήθη νομοθετική διαδικασία υπογράφονται από τον Πρόεδρο και τον Γενικό Γραμματέα.

 

Στη συνέχεια, οι Γενικοί Γραμματείς του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου επιμελούνται της δημοσίευσης της πράξης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Τροπολογία 95

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Τίτλος II — κεφάλαιο 4 (νέο)

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

 

ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗΣ

 

(Ενσωματώνεται μετά το άρθρο 78)

Τροπολογία 96

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 78 α (νέο)

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

 

Άρθρο 78α

 

Τροποποιημένη πρόταση για νομικά δεσμευτική πράξη

 

Εάν η Επιτροπή προτίθεται να αντικαταστήσει ή να τροποποιήσει την πρότασή της για νομικά δεσμευτική πράξη, η αρμόδια επιτροπή μπορεί να αναβάλει την εξέταση του θέματος έως ότου λάβει τη νέα πρόταση ή τις τροποποιήσεις της Επιτροπής.

Τροπολογία 97

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 78 β (νέο)

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

 

Άρθρο 78β

 

Θέση της Επιτροπής επί των τροπολογιών

 

Πριν η αρμόδια επιτροπή προχωρήσει στην τελική ψηφοφορία επί πρότασης νομικά δεσμευτικής πράξης, μπορεί να ζητήσει από την Επιτροπή να γνωστοποιήσει τη θέση της επί όλων των τροπολογιών στην εν λόγω πρόταση, τις οποίες ενέκρινε η επιτροπή.

 

Ενδεχομένως, η θέση αυτή συμπεριλαμβάνεται στην έκθεση.

Τροπολογία 98

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 78 γ (νέο)

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

 

Άρθρο 78γ

 

Ψηφοφορία στο Κοινοβούλιο

 

Το άρθρο 59 παράγραφοι - 1, 1, 1β και 1γ εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν.

Τροπολογία 99

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 78 δ (νέο)

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

 

Άρθρο 78δ

 

Παρακολούθηση της θέσης του Κοινοβουλίου

 

1.    Κατά την περίοδο που ακολουθεί την έγκριση από το Κοινοβούλιο της θέσης του επί του σχεδίου νομικά δεσμευτικής πράξης, ο πρόεδρος και ο εισηγητής της αρμόδιας επιτροπής παρακολουθούν την πρόοδο της διαδικασίας που οδηγεί στην έγκριση του σχεδίου πράξης εκ μέρους του Συμβουλίου, μεριμνώντας ιδίως ώστε να εξασφαλίζεται η πιστή τήρηση τυχόν δεσμεύσεων που ανέλαβαν το Συμβούλιο ή η Επιτροπή έναντι του Κοινοβουλίου όσον αφορά τη θέση του. Υποβάλλουν δε εκθέσεις στην επιτροπή σε τακτική βάση.

 

2.    Η αρμόδια επιτροπή μπορεί να ζητήσει από την Επιτροπή και το Συμβούλιο να εξετάσουν μαζί της το εν λόγω ζήτημα.

 

3.    Η αρμόδια επιτροπή μπορεί, εάν κρίνει ότι είναι απαραίτητο και σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, να καταθέσει πρόταση ψηφίσματος με το οποίο να συνιστά στο Κοινοβούλιο:

 

να καλέσει την Επιτροπή να αποσύρει την πρότασή της,

 

να καλέσει την Επιτροπή ή το Συμβούλιο να ζητήσουν εκ νέου από το Κοινοβούλιο να γνωμοδοτήσει, σύμφωνα με το άρθρο 63, ή να ζητήσει από την Επιτροπή να καταθέσει νέα πρόταση, ή

 

να αποφασίσει να λάβει οποιοδήποτε άλλο μέτρο κρίνει αναγκαίο.

 

Η εν λόγω πρόταση ψηφίσματος εγγράφεται στο σχέδιο ημερήσιας διάταξης της συνόδου που ακολουθεί την έγκρισή της από την επιτροπή.

Τροπολογία 100

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 78 ε (νέο)

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

 

Άρθρο 78ε

 

Εκ νέου παραπομπή στο Κοινοβούλιο

 

1.    Μετά από αίτηση της αρμόδιας επιτροπής, ο Πρόεδρος καλεί το Συμβούλιο να ζητήσει εκ νέου τη γνώμη του Κοινοβουλίου εφόσον συντρέχουν οι συνθήκες και οι όροι του άρθρου 63 παράγραφος 1, και επίσης εφόσον το Συμβούλιο τροποποιεί ή προτίθεται να τροποποιήσει ουσιαστικά το σχέδιο νομικά δεσμευτικής πράξης επί του οποίου το Κοινοβούλιο είχε τοποθετηθεί αρχικά, εκτός εάν τούτο αποσκοπεί στην ενσωμάτωση των τροπολογιών του Κοινοβουλίου.

 

2.    Ο Πρόεδρος ζητεί επίσης να παραπεμφθεί εκ νέου στο Κοινοβούλιο σχέδιο νομικά δεσμευτικής πράξης, βάσει του παρόντος άρθρου, εφόσον το Κοινοβούλιο λάβει απόφαση σχετικώς, μετά από πρόταση μίας πολιτικής ομάδας ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτών.

Τροπολογία 101

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Τίτλος II — κεφάλαιο 7 — αρίθμηση

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ

Τροπολογία 102

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 81

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 81

Άρθρο 81

Συνθήκες προσχώρησης

Συνθήκες προσχώρησης

1.   Κάθε αίτηση ευρωπαϊκού κράτους να γίνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης παραπέμπεται προς εξέταση στην αρμόδια επιτροπή.

1.   Κάθε αίτηση ευρωπαϊκού κράτους να γίνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης παραπέμπεται προς εξέταση στην αρμόδια επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 49 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.

2.   Το Κοινοβούλιο μπορεί να αποφασίσει μετά από πρόταση της αρμόδιας επιτροπής, μίας πολιτικής ομάδας ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτών να ζητήσει από την Επιτροπή και το Συμβούλιο να συμμετάσχουν σε συζήτηση πριν από την έναρξη των διαπραγματεύσεων με το αιτούν κράτος.

2.   Το Κοινοβούλιο μπορεί να αποφασίσει μετά από πρόταση της αρμόδιας επιτροπής, μίας πολιτικής ομάδας ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτών να ζητήσει από την Επιτροπή και το Συμβούλιο να συμμετάσχουν σε συζήτηση πριν από την έναρξη των διαπραγματεύσεων με το αιτούν κράτος.

3.    Καθ’ όλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, η Επιτροπή και το Συμβούλιο παρέχουν τακτικά στην αρμόδια επιτροπή πλήρη ενημέρωση σχετικά με την πρόοδό τους και, εφόσον απαιτείται, σε εμπιστευτική βάση.

3.    Η αρμόδια επιτροπή ζητεί από την Επιτροπή και το Συμβούλιο να παρέχουν πλήρη και τακτική ενημέρωση σχετικά με την πρόοδο των διαπραγματεύσεων και, εφόσον απαιτείται, σε εμπιστευτική βάση.

4.   Σε κάθε στάδιο των διαπραγματεύσεων, το Κοινοβούλιο μπορεί, βάσει έκθεσης της αρμόδιας επιτροπής του, να εγκρίνει συστάσεις με το αίτημα να ληφθούν αυτές υπόψη πριν από τη σύναψη της Συνθήκης για την προσχώρηση αιτούντος κράτους στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

4.   Σε κάθε στάδιο των διαπραγματεύσεων, το Κοινοβούλιο μπορεί, βάσει έκθεσης της αρμόδιας επιτροπής του, να εγκρίνει συστάσεις με το αίτημα να ληφθούν αυτές υπόψη πριν από τη σύναψη της Συνθήκης για την προσχώρηση αιτούντος κράτους στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

5.   Μετά την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων, πριν όμως από την υπογραφή οιασδήποτε συμφωνίας, το σχέδιο συμφωνίας υποβάλλεται στο Κοινοβούλιο για έγκριση σύμφωνα με το άρθρο 99.

5.   Μετά την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων, πριν όμως από την υπογραφή οιασδήποτε συμφωνίας, το σχέδιο συμφωνίας υποβάλλεται στο Κοινοβούλιο για έγκριση σύμφωνα με το άρθρο 99. Σύμφωνα με το άρθρο 49 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, για την έγκριση του Κοινοβουλίου απαιτούνται οι ψήφοι της πλειοψηφίας των μελών που το απαρτίζουν.

Τροπολογία 103

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 83

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 83

Άρθρο 83

Παραβίαση των θεμελιωδών αρχών από κράτος μέλος

Παραβίαση των θεμελιωδών αρχών και αξιών από κράτος μέλος

1.   Το Κοινοβούλιο μπορεί, βάσει ειδικής έκθεσης της αρμόδιας επιτροπής που καταρτίστηκε σύμφωνα με τα άρθρα 45 και 52:

1.   Το Κοινοβούλιο μπορεί, βάσει ειδικής έκθεσης της αρμόδιας επιτροπής που καταρτίστηκε σύμφωνα με τα άρθρα 45 και 52:

α)

να ψηφίσει επί αιτιολογημένης προτάσεως που καλεί το Συμβούλιο να λάβει μέτρα, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 1 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση,

α)

να ψηφίσει επί αιτιολογημένης προτάσεως που καλεί το Συμβούλιο να λάβει μέτρα, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 1 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση,

β)

να ψηφίσει επί προτάσεως που καλεί την Επιτροπή ή τα κράτη μέλη να υποβάλουν πρόταση, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση,

β)

να ψηφίσει επί προτάσεως που καλεί την Επιτροπή ή τα κράτη μέλη να υποβάλουν πρόταση, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση,

γ)

να ψηφίσει επί προτάσεως που καλεί το Συμβούλιο να λάβει μέτρα, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 3 ή, εν συνεχεία, το άρθρο 7 παράγραφος 4 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.

γ)

να ψηφίσει επί προτάσεως που καλεί το Συμβούλιο να λάβει μέτρα, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 3 ή, εν συνεχεία, το άρθρο 7 παράγραφος 4 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.

2.   Κάθε αίτηση που έχει ληφθεί από το Συμβούλιο για την έγκριση πρότασης με βάση το άρθρο 7 παράγραφοι 1 και 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ανακοινώνεται στο Κοινοβούλιο, μαζί με τις παρατηρήσεις που έχει υποβάλει το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος και διαβιβάζεται στην αρμόδια επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 99 του Κανονισμού. Το Κοινοβούλιο αποφασίζει μετά από πρόταση της αρμόδιας επιτροπής, εκτός από επείγουσες και αιτιολογημένες περιπτώσεις.

2.   Κάθε αίτηση που έχει ληφθεί από το Συμβούλιο για την έγκριση πρότασης με βάση το άρθρο 7 παράγραφοι 1 και 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ανακοινώνεται στο Κοινοβούλιο, μαζί με τις παρατηρήσεις που έχει υποβάλει το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος και διαβιβάζεται στην αρμόδια επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 99 του Κανονισμού. Το Κοινοβούλιο αποφασίζει μετά από πρόταση της αρμόδιας επιτροπής, εκτός από επείγουσες και αιτιολογημένες περιπτώσεις.

3.   Οι αποφάσεις σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 απαιτούν πλειοψηφία των δύο τρίτων των ψηφισάντων, που αποτελούν ταυτόχρονα την πλειοψηφία των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο.

3.    Βάσει του άρθρου 354 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι αποφάσεις σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 απαιτούν πλειοψηφία των δύο τρίτων των ψηφισάντων, που αποτελούν ταυτόχρονα την πλειοψηφία των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο.

4.   Με την επιφύλαξη της έγκρισης της Διάσκεψης των Προέδρων, η αρμόδια επιτροπή μπορεί να καταθέσει συνοδευτική πρόταση ψηφίσματος. Η εν λόγω πρόταση ψηφίσματος εκφράζει τις απόψεις του Κοινοβουλίου για σοβαρή παραβίαση από κράτος μέλος, τις κατάλληλες κυρώσεις , καθώς και για την τροποποίηση ή ανάκληση των κυρώσεων αυτών.

4.   Με την επιφύλαξη της έγκρισης της Διάσκεψης των Προέδρων, η αρμόδια επιτροπή μπορεί να καταθέσει συνοδευτική πρόταση ψηφίσματος. Η εν λόγω πρόταση ψηφίσματος εκφράζει τις απόψεις του Κοινοβουλίου για σοβαρή παραβίαση από κράτος μέλος, για τα κατάλληλα μέτρα που πρέπει να ληφθούν , καθώς και για την τροποποίηση ή ανάκληση των μέτρων αυτών.

5.   Η αρμόδια επιτροπή εξασφαλίζει την πλήρη ενημέρωση του Κοινοβουλίου και, εφόσον απαιτείται, τη δυνατότητά του να εκφράσει τις απόψεις του σχετικά με όλα τα μέτρα που δίδουν συνέχεια στη σύμφωνη γνώμη του, η οποία παρέχεται σύμφωνα με την παράγραφο 3. Το Συμβούλιο καλείται να παρουσιάσει όλες τις σχετικές εξελίξεις. Μετά από πρόταση της αρμόδιας επιτροπής, διατυπούμενης με την έγκριση της Διάσκεψης των Προέδρων, το Κοινοβούλιο μπορεί να εγκρίνει συστάσεις προς το Συμβούλιο.

5.   Η αρμόδια επιτροπή εξασφαλίζει την πλήρη ενημέρωση του Κοινοβουλίου και, εφόσον απαιτείται, τη δυνατότητά του να εκφράσει τις απόψεις του σχετικά με όλα τα μέτρα που δίδουν συνέχεια στη σύμφωνη γνώμη του, η οποία παρέχεται σύμφωνα με την παράγραφο 3. Το Συμβούλιο καλείται να παρουσιάσει όλες τις σχετικές εξελίξεις. Μετά από πρόταση της αρμόδιας επιτροπής, διατυπούμενης με την έγκριση της Διάσκεψης των Προέδρων, το Κοινοβούλιο μπορεί να εγκρίνει συστάσεις προς το Συμβούλιο.

Τροπολογία 104

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 84

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 84

Άρθρο 84

Σύνθεση του Κοινοβουλίου

Σύνθεση του Κοινοβουλίου

Εν ευθέτω χρόνω πριν από τη λήξη μιας κοινοβουλευτικής περιόδου, το Κοινοβούλιο μπορεί, βάσει έκθεσης της αρμόδιας επιτροπής του σύμφωνα με το άρθρο 45, να υποβάλλει πρόταση για την αλλαγή της σύνθεσής του. Το σχέδιο απόφασης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου σχετικά με τον καθορισμό της σύνθεσης του Κοινοβουλίου εξετάζεται σύμφωνα με το άρθρο 99.

Εν ευθέτω χρόνω πριν από τη λήξη μιας κοινοβουλευτικής περιόδου, το Κοινοβούλιο μπορεί, βάσει έκθεσης της αρμόδιας επιτροπής του σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τα άρθρα 45 και 52 του παρόντος Κανονισμού , να υποβάλλει πρόταση για την αλλαγή της σύνθεσής του. Το σχέδιο απόφασης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου σχετικά με τον καθορισμό της σύνθεσης του Κοινοβουλίου εξετάζεται σύμφωνα με το άρθρο 99.

Τροπολογία 105

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 85

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 85

Άρθρο 85

Ενισχυμένη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών

Ενισχυμένη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών

1.   Οι αιτήσεις για την εφαρμογή ενισχυμένης συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών σύμφωνα με το άρθρο 20 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση παραπέμπονται από τον Πρόεδρο προς εξέταση στην αρμόδια επιτροπή. Εφαρμόζονται, κατά περίπτωση, τα άρθρα 39, 41, 43, 47, 57 έως 63 και 99 του Κανονισμού .

1.   Οι αιτήσεις για την εφαρμογή ενισχυμένης συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών σύμφωνα με το άρθρο 20 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση παραπέμπονται από τον Πρόεδρο προς εξέταση στην αρμόδια επιτροπή. Εφαρμόζεται το άρθρο 99.

2.   Η αρμόδια επιτροπή μεριμνά για την τήρηση των διατάξεων του άρθρου 20 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και των άρθρων 326 έως 334 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.   Η αρμόδια επιτροπή μεριμνά για την τήρηση των διατάξεων του άρθρου 20 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και των άρθρων 326 έως 334 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3.   Οι πράξεις που προτείνονται μετέπειτα στο πλαίσιο της ενισχυμένης συνεργασίας, όταν αποφασιστεί η εφαρμογή της, αντιμετωπίζονται από το Κοινοβούλιο βάσει των ίδιων διαδικασιών που ισχύουν στις περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν εφαρμόζεται η ενισχυμένη συνεργασία. Εφαρμόζεται το άρθρο 47.

3.   Οι πράξεις που προτείνονται μετέπειτα στο πλαίσιο της ενισχυμένης συνεργασίας, όταν αποφασιστεί η εφαρμογή της, αντιμετωπίζονται από το Κοινοβούλιο βάσει των ίδιων διαδικασιών που ισχύουν στις περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν εφαρμόζεται η ενισχυμένη συνεργασία. Εφαρμόζεται το άρθρο 47.

Τροπολογία 106

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Τίτλος II — κεφάλαιο 8 — αρίθμηση

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΤΟΥ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΤΟΥ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ

Τροπολογία 107

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 86

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 86

Άρθρο 86

Πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο

Πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο

Όταν το Συμβούλιο ζητεί την έγκριση του Κοινοβουλίου επί της πρότασης κανονισμού σχετικά με τη θέσπιση του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου, το ζήτημα παραπέμπεται στην αρμόδια επιτροπή σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 99. Για την έγκριση του Κοινοβουλίου απαιτούνται οι ψήφοι της πλειοψηφίας των μελών που το απαρτίζουν.

Όταν το Συμβούλιο ζητεί την έγκριση του Κοινοβουλίου επί της πρότασης κανονισμού σχετικά με τη θέσπιση του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου, το ζήτημα αντιμετωπίζεται βάσει του άρθρου 99. Σύμφωνα με το άρθρο 312 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για την έγκριση του Κοινοβουλίου απαιτούνται οι ψήφοι της πλειοψηφίας των μελών που το απαρτίζουν.

Τροπολογία 108

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 86 α (νέο)

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

 

Άρθρο 86α

 

Ετήσια διαδικασία του προϋπολογισμού

 

Η αρμόδια επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να καταρτίσει οποιαδήποτε έκθεση κρίνεται κατάλληλη σε ό,τι αφορά τον προϋπολογισμό, έχοντας υπόψη το παράρτημα της διοργανικής συμφωνίας, της 2ας Δεκεμβρίου 2013, για τη δημοσιονομική πειθαρχία, τη συνεργασία σε δημοσιονομικά θέματα και τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση  () .

 

Οποιαδήποτε άλλη επιτροπή έχει το δικαίωμα να γνωμοδοτήσει εντός της προθεσμίας που ορίζει η αρμόδια επιτροπή.

Τροπολογία 109

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 87

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 87

διαγράφεται

Έγγραφα Συνόδου

 

1.    Τα εξής έγγραφα τίθενται στη διάθεση των βουλευτών:

 

α)

το σχέδιο προϋπολογισμού που υποβάλλει η Επιτροπή·

 

β)

συνοπτική παρουσίαση, από το Συμβούλιο, των συζητήσεών του επί του σχεδίου προϋπολογισμού·

 

γ)

η θέση του Συμβουλίου επί του σχεδίου προϋπολογισμού που συντάχθηκε σύμφωνα με το άρθρο 314 παράγραφος 3 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

 

δ)

ενδεχόμενα σχέδια αποφάσεων σχετικά με τα προσωρινά δωδεκατημόρια σύμφωνα με το άρθρο 315 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

2.    Τα έγγραφα αυτά παραπέμπονται στην αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή. Κάθε ενδιαφερόμενη επιτροπή έχει το δικαίωμα να γνωμοδοτήσει.

 

3.    Ο Πρόεδρος καθορίζει την προθεσμία εντός της οποίας οι επιτροπές που επιθυμούν να εκδώσουν γνωμοδότηση οφείλουν να την κοινοποιήσουν στην αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή.

 

Τροπολογία 110

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 88

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 88

Άρθρο 88

Εξέταση του σχεδίου προϋπολογισμού - πρώτη φάση

Θέση του Κοινοβουλίου επί του σχεδίου προϋπολογισμού

1.   Κάθε βουλευτής μπορεί , υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται κατωτέρω, να υποβάλει και να υποστηρίξει σχέδια τροπολογιών στο σχέδιο προϋπολογισμού.

1.   Κάθε βουλευτής μπορεί να υποβάλει στην αρμόδια επιτροπή τροπολογίες στη θέση του Συμβουλίου επί του σχεδίου προϋπολογισμού.

 

Τροπολογίες στη θέση του Συμβουλίου μπορούν να υποβληθούν στην Ολομέλεια από τουλάχιστον σαράντα βουλευτές ή εξ ονόματος επιτροπής ή πολιτικής ομάδας.

2.    Τα σχέδια τροπολογιών είναι παραδεκτά μόνον εφόσον υποβάλλονται εγγράφως, υπογράφονται από σαράντα τουλάχιστον βουλευτές ή κατατίθενται εξ ονόματος μιας πολιτικής ομάδας ή επιτροπής, προσδιορίζουν ποιον τομέα του προϋπολογισμού αφορούν και διασφαλίζουν την τήρηση της αρχής της ισοσκέλισης εσόδων και εξόδων. Τα σχέδια τροπολογιών περιέχουν κάθε χρήσιμο στοιχείο όσον αφορά τις παρατηρήσεις που πρέπει να εγγραφούν στον αντίστοιχο τομέα του προϋπολογισμού .

2.    Οι τροπολογίες υποβάλλονται και αιτιολογούνται εγγράφως, υπογράφονται από τους συντάκτες τους και προσδιορίζουν ποια γραμμή του προϋπολογισμού αφορούν.

Όλα τα σχέδια τροπολογιών στο σχέδιο προϋπολογισμού αιτιολογούνται εγγράφως.

 

3.   Ο Πρόεδρος καθορίζει την προθεσμία κατάθεσης των σχεδίων τροπολογιών.

3.   Ο Πρόεδρος καθορίζει την προθεσμία κατάθεσης των τροπολογιών.

4.   Η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή γνωμοδοτεί επί των κειμένων που έχουν υποβληθεί , πριν αυτά εξετασθούν στην Ολομέλεια.

4.   Η αρμόδια επιτροπή ψηφίζει επί των τροπολογιών , πριν αυτές εξετασθούν στην Ολομέλεια.

Τα σχέδια τροπολογιών που απορρίπτονται από την αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή δεν τίθενται σε ψηφοφορία ενώπιον της Ολομέλειας , εκτός εάν το ζητήσουν εγγράφως, εντός προθεσμίας που καθορίζει ο Πρόεδρος, μία επιτροπή ή τουλάχιστον 40 βουλευτές· η εν λόγω προθεσμία δεν μπορεί να είναι βραχύτερη των 24 ωρών πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας.

4α.     Οι τροπολογίες που κατατίθενται στην Ολομέλεια και απορρίπτονται από την αρμόδια επιτροπή μπορούν να τεθούν σε ψηφοφορία, μόνο εάν το ζητήσουν εγγράφως, εντός προθεσμίας που καθορίζει ο Πρόεδρος, μία επιτροπή ή τουλάχιστον σαράντα βουλευτές· η εν λόγω προθεσμία δεν μπορεί να είναι βραχύτερη των 24 ωρών πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας.

5.    Τα σχέδια τροπολογιών επί της κατάστασης προβλέψεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου τα οποία έχουν το ίδιο περιεχόμενο με εκείνα που απορρίφθηκαν ήδη από το Κοινοβούλιο κατά την κατάρτιση αυτής της κατάστασης προβλέψεων εξετάζονται μόνο αν η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή συνηγορεί σε αυτό.

5.    Οι τροπολογίες επί της κατάστασης προβλέψεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου οι οποίες έχουν το ίδιο περιεχόμενο με εκείνες που απορρίφθηκαν ήδη από το Κοινοβούλιο κατά την κατάρτιση αυτής της κατάστασης προβλέψεων εξετάζονται μόνο αν η αρμόδια επιτροπή συνηγορεί σε αυτό.

6.    Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 59 παράγραφος 2, το Κοινοβούλιο αποφαίνεται με χωριστές και διαδοχικές ψηφοφορίες επί:

6.   Το Κοινοβούλιο αποφαίνεται με διαδοχικές ψηφοφορίες επί:

κάθε σχεδίου τροπολογίας,

κάθε τροπολογίας στη θέση του Συμβουλίου σχετικά με το σχέδιο προϋπολογισμού, ανά τμήμα ,

κάθε τμήματος του σχεδίου προϋπολογισμού,

 

πρότασης ψηφίσματος επί του σχεδίου προϋπολογισμού.

πρότασης ψηφίσματος επί του σχεδίου προϋπολογισμού.

Εφαρμόζεται, ωστόσο, το άρθρο 174 παράγραφοι 4 έως 8 .

Εφαρμόζεται, ωστόσο, το άρθρο 174 παράγραφοι 4 έως .

7.   Λογίζονται εγκριθέντα τα άρθρα, τα κεφάλαια, οι τίτλοι και τα τμήματα του σχεδίου προϋπολογισμού για τα οποία δεν έχουν κατατεθεί σχέδια τροπολογιών .

7.   Λογίζονται εγκριθέντα τα άρθρα, τα κεφάλαια, οι τίτλοι και τα τμήματα του σχεδίου προϋπολογισμού για τα οποία δεν έχουν κατατεθεί τροπολογίες .

8.   Προκειμένου να εγκριθούν τα σχέδια τροπολογιών πρέπει να ψηφισθούν από την πλειοψηφία των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο.

8.    Σύμφωνα με το άρθρο 314 παράγραφος 4 στοιχείο α) της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προκειμένου να εγκριθούν οι τροπολογίες πρέπει να ψηφισθούν από την πλειοψηφία των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο.

9.   Εφόσον το Κοινοβούλιο τροποποιήσει το σχέδιο προϋπολογισμού, το εν λόγω σχέδιο διαβιβάζεται στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή, μαζί με τις αιτιολογήσεις.

9.   Εφόσον το Κοινοβούλιο τροποποιήσει τη θέση του Συμβουλίου επί του σχεδίου προϋπολογισμού, η εν λόγω θέση διαβιβάζεται στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή, μαζί με τις αιτιολογήσεις και τα πρακτικά της συνεδρίασης στην οποία εγκρίθηκαν οι τροπολογίες .

10.    Τα πρακτικά της συνεδρίασης στην οποία το Κοινοβούλιο γνωμοδότησε επί του σχεδίου προϋπολογισμού διαβιβάζονται στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.

 

Τροπολογία 111

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 89

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 89

Άρθρο 95α

Τριμερής διάλογος για δημοσιονομικά θέματα

Διοργανική συνεργασία

Ο Πρόεδρος συμμετέχει στις τακτικές συναντήσεις μεταξύ των προέδρων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, οι οποίες λαμβάνουν χώρα με πρωτοβουλία της Επιτροπής στο πλαίσιο των διαδικασιών του προϋπολογισμού στις οποίες αναφέρεται ο Τίτλος ΙΙ του Έκτου Μέρους της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο Πρόεδρος λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για να προωθήσει τη διαβούλευση και την προσέγγιση των θέσεων των οργάνων, προκειμένου να διευκολύνει την εφαρμογή των ανωτέρω διαδικασιών.

Σύμφωνα με το άρθρο 324 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο Πρόεδρος συμμετέχει στις τακτικές συναντήσεις μεταξύ των προέδρων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, οι οποίες λαμβάνουν χώρα με πρωτοβουλία της Επιτροπής στο πλαίσιο των διαδικασιών του προϋπολογισμού στις οποίες αναφέρεται ο Τίτλος ΙΙ του Έκτου Μέρους της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο Πρόεδρος λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για να προωθήσει τη διαβούλευση και την προσέγγιση των θέσεων των οργάνων, προκειμένου να διευκολύνει την εφαρμογή των ανωτέρω διαδικασιών.

Ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου μπορεί να εκχωρήσει την εν λόγω αρμοδιότητα σε έναν Αντιπρόεδρο ο οποίος διαθέτει πείρα σε δημοσιονομικά ζητήματα, ή στον πρόεδρο της αρμόδιας για τα δημοσιονομικά ζητήματα επιτροπής.

Ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου μπορεί να εκχωρήσει την εν λόγω αρμοδιότητα σε έναν Αντιπρόεδρο ο οποίος διαθέτει πείρα σε δημοσιονομικά ζητήματα, ή στον πρόεδρο της αρμόδιας για τα δημοσιονομικά ζητήματα επιτροπής.

 

(Το παρόν άρθρο μεταφέρεται όπως τροποποιήθηκε στο τέλος του κεφαλαίου για τις διαδικασίες του προϋπολογισμού, μετά το άρθρο 95.)

Τροπολογία 112

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 91

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 91

Άρθρο 91

Οριστική έγκριση του προϋπολογισμού

Οριστική έγκριση του προϋπολογισμού

Όταν ο Πρόεδρος διαπιστώνει ότι ο προϋπολογισμός έχει εγκριθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 314 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κηρύσσει σε συνεδρίαση Ολομέλειας την οριστική έγκριση του προϋπολογισμού και μεριμνά για τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Όταν ο Πρόεδρος θεωρεί ότι ο προϋπολογισμός έχει εγκριθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 314 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κηρύσσει σε συνεδρίαση Ολομέλειας την οριστική έγκριση του προϋπολογισμού και μεριμνά για τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Τροπολογία 113

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 93

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 93

Άρθρο 93

Απαλλαγή της Επιτροπής για την εκτέλεση του προϋπολογισμού

Απαλλαγή της Επιτροπής για την εκτέλεση του προϋπολογισμού

Οι διατάξεις για τη διαδικασία που ακολουθείται σχετικά με την απόφαση περί χορηγήσεως απαλλαγής στην Επιτροπή για την εκτέλεση του προϋπολογισμού, σύμφωνα με τις δημοσιονομικές διατάξεις της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τον δημοσιονομικό κανονισμό, προσαρτώνται στον παρόντα Κανονισμό (11) . Το εν λόγω παράρτημα εγκρίθηκε σύμφωνα με το άρθρο 227 παράγραφος 2 του Κανονισμού.

Οι διατάξεις για τη διαδικασία που ακολουθείται σχετικά με τη χορήγηση απαλλαγής στην Επιτροπή για την εκτέλεση του προϋπολογισμού, σύμφωνα με τις δημοσιονομικές διατάξεις της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τον δημοσιονομικό κανονισμό, προσαρτώνται στον παρόντα Κανονισμό , ως παράρτημα (11) .

Τροπολογία 114

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 94

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 94

Άρθρο 94

Άλλες διαδικασίες απαλλαγής

Άλλες διαδικασίες απαλλαγής

Οι διατάξεις σχετικά με τη διαδικασία χορήγησης απαλλαγής στην Επιτροπή για την εκτέλεση του προϋπολογισμού εφαρμόζονται, αναλόγως:

Οι διατάξεις σχετικά με τη διαδικασία χορήγησης απαλλαγής στην Επιτροπή για την εκτέλεση του προϋπολογισμού σύμφωνα με το άρθρο 319 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης εφαρμόζονται, αναλόγως:

στη διαδικασία χορήγησης απαλλαγής στον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την εκτέλεση του προϋπολογισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου·

στη διαδικασία χορήγησης απαλλαγής στον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την εκτέλεση του προϋπολογισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου·

στη διαδικασία χορήγησης απαλλαγής στα πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για την εκτέλεση των προϋπολογισμών άλλων θεσμικών και άλλων οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως το Συμβούλιο (όσον αφορά τη δραστηριότητά του ως εκτελεστικού οργάνου) , το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Ελεγκτικό Συνέδριο, η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και η Επιτροπή των Περιφερειών·

στη διαδικασία χορήγησης απαλλαγής στα πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για την εκτέλεση των προϋπολογισμών άλλων θεσμικών και άλλων οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως το Συμβούλιο, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Ελεγκτικό Συνέδριο, η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και η Επιτροπή των Περιφερειών·

στη διαδικασία χορήγησης απαλλαγής στην Επιτροπή όσον αφορά την εκτέλεση του προϋπολογισμού του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάπτυξης·

στη διαδικασία χορήγησης απαλλαγής στην Επιτροπή όσον αφορά την εκτέλεση του προϋπολογισμού του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάπτυξης·

στη διαδικασία χορήγησης απαλλαγής στα όργανα τα υπεύθυνα για την εκτέλεση του προϋπολογισμού νομικώς αυτοτελών οργανισμών που επιτελούν έργο της Ένωσης, εφόσον στις νομικές διατάξεις που διέπουν τη δραστηριότητά τους προβλέπεται η χορήγηση απαλλαγής από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

στη διαδικασία χορήγησης απαλλαγής στα όργανα τα υπεύθυνα για την εκτέλεση του προϋπολογισμού νομικώς αυτοτελών οργανισμών που επιτελούν έργο της Ένωσης, εφόσον στις νομικές διατάξεις που διέπουν τη δραστηριότητά τους προβλέπεται η χορήγηση απαλλαγής από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Τροπολογία 115

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 95

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 95

Άρθρο 92α

Έλεγχος του Κοινοβουλίου επί της εκτέλεσης του προϋπολογισμού

Εκτέλεση του προϋπολογισμού

1.   Το Κοινοβούλιο προβαίνει στον έλεγχο της εκτέλεσης του τρέχοντος προϋπολογισμού. Αναθέτει το καθήκον αυτό στις αρμόδιες επιτροπές του για τον προϋπολογισμό και για τον έλεγχο του προϋπολογισμού, καθώς και στις άλλες ενδιαφερόμενες επιτροπές.

1.   Το Κοινοβούλιο προβαίνει στον έλεγχο της εκτέλεσης του τρέχοντος προϋπολογισμού. Αναθέτει το καθήκον αυτό στις αρμόδιες επιτροπές του για τον προϋπολογισμό και για τον έλεγχο του προϋπολογισμού, καθώς και στις άλλες ενδιαφερόμενες επιτροπές.

2.   Εξετάζει κάθε χρόνο τα προβλήματα τα σχετικά με την εκτέλεση του τρέχοντος προϋπολογισμού, ενδεχομένως βάσει πρότασης ψηφίσματος που υποβάλλεται από την αρμόδια επιτροπή του και πριν από την πρώτη ανάγνωση του σχεδίου προϋπολογισμού για το επόμενο οικονομικό έτος.

2.   Εξετάζει κάθε χρόνο τα προβλήματα τα σχετικά με την εκτέλεση του τρέχοντος προϋπολογισμού, ενδεχομένως βάσει πρότασης ψηφίσματος που υποβάλλεται από την αρμόδια επιτροπή του και πριν από την ανάγνωση του σχεδίου προϋπολογισμού για το επόμενο οικονομικό έτος.

 

(Το παρόν άρθρο μεταφέρεται όπως τροποποιήθηκε πριν από το άρθρο 93.)

Τροπολογία 116

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Τίτλος II — κεφάλαιο 9 — αρίθμηση

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

ΕΣΩΤΕΡΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΤΟΥ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ

ΕΣΩΤΕΡΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΤΟΥ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ

Τροπολογία 117

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 98

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 98

Άρθρο 98

Αρμοδιότητες ως προς την ανάληψη και εκκαθάριση των δαπανών

Αρμοδιότητες ως προς την ανάληψη και εκκαθάριση των δαπανών , την έγκριση λογαριασμών και τη χορήγηση απαλλαγής

1.   Ο Πρόεδρος προβαίνει ο ίδιος ή αναθέτει περαιτέρω την ανάληψη και την εκκαθάριση των δαπανών, στο πλαίσιο του εγκεκριμένου από το Προεδρείο εσωτερικού δημοσιονομικού κανονισμού, μετά από γνωμοδότηση της αρμόδιας επιτροπής.

1.   Ο Πρόεδρος προβαίνει ο ίδιος ή αναθέτει περαιτέρω την ανάληψη και την εκκαθάριση των δαπανών, στο πλαίσιο του εγκεκριμένου από το Προεδρείο εσωτερικού δημοσιονομικού κανονισμού, μετά από γνωμοδότηση της αρμόδιας επιτροπής.

2.   Ο Πρόεδρος διαβιβάζει το σχέδιο ετήσιων λογαριασμών στην αρμόδια επιτροπή.

2.   Ο Πρόεδρος διαβιβάζει το σχέδιο ετήσιων λογαριασμών στην αρμόδια επιτροπή.

3.   Βάσει έκθεσης της αρμόδιας επιτροπής του, το Κοινοβούλιο εγκρίνει τους λογαριασμούς του και αποφασίζει επί της απαλλαγής.

3.   Βάσει έκθεσης της αρμόδιας επιτροπής του, το Κοινοβούλιο εγκρίνει τους λογαριασμούς του και αποφασίζει επί της απαλλαγής.

Τροπολογία 118

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Τίτλος II — κεφάλαιο 10 — αρίθμηση

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΓΚΡΙΣΗΣ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΓΚΡΙΣΗΣ

Τροπολογία 119

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 99

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 99

Άρθρο 99

Διαδικασία έγκρισης

Διαδικασία έγκρισης

1.   Το Κοινοβούλιο , όταν του ζητηθεί να παράσχει την έγκρισή του σε προτεινόμενη πράξη, λαμβάνει υπόψη, κατά την έκδοση της απόφασής του, σύσταση της αρμόδιας επιτροπής του , η οποία αποβλέπει στην έγκριση ή στην απόρριψη της εν λόγω πράξης. Η σύσταση περιλαμβάνει αιτιολογικές αναφορές, αλλά όχι αιτιολογικές σκέψεις. Μπορεί να περιλαμβάνει σύντομη αιτιολόγηση η οποία συντάσσεται με ευθύνη του εισηγητή και δεν αποτελεί αντικείμενο ψηφοφορίας. Το άρθρο 56 παράγραφος 1 εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν. Οι τροπολογίες που κατατίθενται στην επιτροπή είναι παραδεκτές μόνον εάν έχουν ως στόχο να αναιρέσουν τη σύσταση όπως προτείνεται από τον εισηγητή.

1.    Όταν ζητείται από το Κοινοβούλιο να παράσχει την έγκρισή του σε νομικά δεσμευτική πράξη, η αρμόδια επιτροπή υποβάλλει στο Κοινοβούλιο σύσταση, η οποία αποβλέπει στην έγκριση ή στην απόρριψη της προτεινόμενης πράξης.

 

Η σύσταση περιλαμβάνει αιτιολογικές αναφορές, αλλά όχι αιτιολογικές σκέψεις. Τροπολογίες σε επίπεδο επιτροπής είναι παραδεκτές μόνον εάν έχουν ως στόχο να αναιρέσουν τη σύσταση όπως προτείνεται από τον εισηγητή.

 

Η σύσταση μπορεί να συνοδεύεται από σύντομη αιτιολογική έκθεση, η οποία συντάσσεται με ευθύνη του εισηγητή και δεν αποτελεί αντικείμενο ψηφοφορίας. Το άρθρο 56 παράγραφος 1 εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν.

Η αρμόδια επιτροπή μπορεί να υποβάλει πρόταση μη νομοθετικού ψηφίσματος . Άλλες επιτροπές είναι δυνατόν να συμμετάσχουν στην κατάρτιση του ψηφίσματος σύμφωνα με το άρθρο 201 παράγραφος 3 σε συνδυασμό με τα άρθρα 53, 54 ή 55 .

1α.     Εφόσον κρίνεται απαραίτητο, η αρμόδια επιτροπή μπορεί , επίσης, να υποβάλει έκθεση που να περιλαμβάνει πρόταση μη νομοθετικού ψηφίσματος με μνεία των λόγων, για τους οποίους το Κοινοβούλιο πρέπει να δώσει ή να αρνηθεί την έγκρισή του, και, όπου αρμόζει, με συστάσεις για την εφαρμογή της προτεινόμενης πρότασης .

 

1β.     Η αρμόδια επιτροπή εξετάζει αμελλητί την αίτηση έγκρισης. Εάν η αρμόδια επιτροπή δεν έχει εγκρίνει τη σύστασή της εντός έξι μηνών από την παραπομπή της αίτησης έγκρισης σε αυτήν, η Διάσκεψη των Προέδρων μπορεί είτε να εγγράψει το θέμα προς εξέταση στην ημερήσια διάταξη μιας από τις προσεχείς περιόδους συνόδου, είτε να αποφασίσει, σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, να παρατείνει την εξάμηνη περίοδο.

Το Κοινοβούλιο αποφασίζει στη συνέχεια σχετικά με την πράξη για την οποία η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση ή η Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης απαιτούν την έγκρισή του , σε μία και μοναδική ψηφοφορία σχετικά με την έγκριση, ανεξαρτήτως του εάν αρμόδια επιτροπή συνιστά την έγκριση ή την απόρριψη της πράξης και χωρίς να επιτρέπεται να κατατεθούν τροπολογίες . Η απαιτούμενη πλειοψηφία για την έγκριση είναι η προβλεπόμενη στο αντίστοιχο άρθρο της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση ή της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης το οποίο αποτελεί τη νομική βάση της προτεινόμενης πράξης ή, στις περιπτώσεις που δεν προσδιορίζεται στο αντίστοιχο άρθρο πλειοψηφία, η πλειοψηφία των ψηφισάντων . Εάν δεν επιτευχθεί η απαιτούμενη πλειοψηφία, η προτεινόμενη πράξη λογίζεται ως απορριφθείσα.

1γ.    Το Κοινοβούλιο αποφασίζει στη συνέχεια σχετικά με την προτεινόμενη πράξη , σε μία μοναδική ψηφοφορία σχετικά με την έγκριση, ανεξαρτήτως του εάν αρμόδια επιτροπή συνιστά την έγκριση ή την απόρριψη της πράξης και χωρίς να επιτρέπεται να κατατεθούν τροπολογίες. Εάν δεν επιτευχθεί η απαιτούμενη πλειοψηφία, η προτεινόμενη πράξη λογίζεται ως απορριφθείσα.

2.    Για τις διεθνείς συμφωνίες, τις συνθήκες προσχώρησης, τις περιπτώσεις διαπίστωσης σοβαρής και διαρκούς παραβίασης των θεμελιωδών αρχών εκ μέρους κράτους μέλους, τον καθορισμό της σύνθεσης του Κοινοβουλίου, την καθιέρωση ενισχυμένης συνεργασίας μεταξύ κρατών μελών ή την έγκριση του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου, εφαρμόζονται αντιστοίχως τα άρθρα 108, 81, 83, 84, 85 και 86.

 

3.   Εφόσον απαιτείται η έγκριση του Κοινοβουλίου επί πρότασης νομοθετικής πράξης ή σχεδιαζόμενης διεθνούς συμφωνίας , η αρμόδια επιτροπή μπορεί να υποβάλει στο Κοινοβούλιο προσωρινή έκθεση, η οποία περιλαμβάνει σχέδιο ψηφίσματος που περιέχει συστάσεις για την τροποποίηση ή την εφαρμογή της προτεινόμενης νομοθετικής πράξης ή της σχεδιαζόμενης διεθνούς συμφωνίας .

3.   Εφόσον απαιτείται η έγκριση του Κοινοβουλίου, η αρμόδια επιτροπή μπορεί , ανά πάσα στιγμή, να υποβάλει στο Κοινοβούλιο προσωρινή έκθεση, η οποία περιλαμβάνει πρόταση ψηφίσματος που περιέχει συστάσεις για την τροποποίηση ή την εφαρμογή της προτεινόμενης πράξης.

4.    Η αρμόδια επιτροπή εξετάζει αμελλητί την αίτηση έγκρισης. Εάν η αρμόδια επιτροπή αποφασίσει να μην εκδώσει σύσταση ή δεν έχει εγκρίνει σύσταση εντός έξι μηνών από την παραπομπή της αίτησης έγκρισης σε αυτήν, η Διάσκεψη των Προέδρων μπορεί είτε να εγγράψει το θέμα στην ημερήσια διάταξη μεταγενέστερης περιόδου συνόδου προς εξέταση, είτε να αποφασίσει, σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, να παρατείνει την περίοδο των έξι μηνών.

 

Εφόσον ζητείται η έγκριση του Κοινοβουλίου για τη σύναψη διεθνούς συμφωνίας, το Κοινοβούλιο μπορεί να αποφασίσει, βάσει σύστασης της αρμόδιας επιτροπής, να αναστείλει τη διαδικασία έγκρισης για περίοδο που δεν υπερβαίνει το ένα έτος.

 

Τροπολογία 120

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Τίτλος II — κεφάλαιο 11 — αρίθμηση

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9

ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ

Τροπολογία 121

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 100

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 100

Άρθρο 100

Διαδικασία γνωμοδότησης σύμφωνα με το άρθρο 140 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Διαδικασία γνωμοδότησης σχετικά με παρεκκλίσεις από την υιοθέτηση του ευρώ

1.   Το Κοινοβούλιο, όταν καλείται να δώσει τη γνώμη του επί των συστάσεων που διατύπωσε το Συμβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 140 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μετά από την παρουσίασή τους στην Ολομέλεια από το Συμβούλιο, αποφαίνεται με βάση πρόταση που υποβλήθηκε εγγράφως ή προφορικώς από την αρμόδια επιτροπή του και η οποία αποβλέπει στην έγκριση ή την απόρριψη των συστάσεων που αποτελούν το αντικείμενο της διαβούλευσης .

1.   Το Κοινοβούλιο, όταν καλείται να δώσει τη γνώμη του σύμφωνα με το άρθρο 140 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποφαίνεται με βάση έκθεση της αρμόδιας επιτροπής του, η οποία αποβλέπει στην έγκριση ή την απόρριψη της προτεινόμενης πράξης .

2.   Το Κοινοβούλιο ψηφίζει στη συνέχεια επί όλων μαζί των εν λόγω συστάσεων , επί των οποίων δεν επιτρέπεται να κατατεθούν τροπολογίες.

2.   Το Κοινοβούλιο ψηφίζει στη συνέχεια με μία μοναδική ψηφοφορία επί της προτεινόμενης πράξης , επί της οποίας δεν επιτρέπεται να κατατεθούν τροπολογίες.

Τροπολογία 122

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 102

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 102

Άρθρο 102

Διαδικασίες σε σχέση με την εξέταση των εθελοντικών συμφωνιών

Διαδικασίες σε σχέση με την εξέταση προβλεπόμενων εθελοντικών συμφωνιών

1.   Όταν η Επιτροπή γνωστοποιεί στο Κοινοβούλιο την πρόθεσή της να διερευνήσει το ενδεχόμενο χρησιμοποίησης εθελοντικών συμφωνιών ως εναλλακτικής λύσης έναντι της νομοθεσίας, η αρμόδια επιτροπή μπορεί να συντάξει έκθεση επί της ουσίας του προκειμένου ζητήματος σύμφωνα με το άρθρο 52.

1.   Όταν η Επιτροπή γνωστοποιεί στο Κοινοβούλιο την πρόθεσή της να διερευνήσει το ενδεχόμενο χρησιμοποίησης εθελοντικών συμφωνιών ως εναλλακτικής λύσης έναντι της νομοθεσίας, η αρμόδια επιτροπή μπορεί να συντάξει έκθεση επί της ουσίας του προκειμένου ζητήματος σύμφωνα με το άρθρο 52.

2.   Όταν η Επιτροπή ανακοινώνει ότι προτίθεται να προσφύγει σε σύναψη εθελοντικής συμφωνίας, η αρμόδια επιτροπή μπορεί να καταθέσει πρόταση ψηφίσματος με την οποία συνιστά την έγκριση ή απόρριψη της πρότασης και διευκρινίζει τις σχετικές προϋποθέσεις.

2.   Όταν η Επιτροπή ανακοινώνει ότι προτίθεται να προσφύγει σε σύναψη εθελοντικής συμφωνίας, η αρμόδια επιτροπή μπορεί να καταθέσει πρόταση ψηφίσματος με την οποία συνιστά την έγκριση ή απόρριψη της πρότασης και διευκρινίζει τις σχετικές προϋποθέσεις.

Τροπολογία 123

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 103

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 103

Άρθρο 103

Κωδικοποίηση

Κωδικοποίηση

1.   Όταν υποβάλλεται στο Κοινοβούλιο πρόταση για κωδικοποίηση της νομοθεσίας της Ένωσης, διαβιβάζεται στην αρμόδια για νομικά θέματα επιτροπή. Η επιτροπή αυτή εξετάζει την πρόταση, σύμφωνα με τις διαδικασίες που έχουν συμφωνηθεί σε διοργανικό επίπεδο (12), για να επαληθεύσει ότι περιορίζεται σε απλή κωδικοποίηση χωρίς τροποποίηση της ουσίας.

1.   Όταν υποβάλλεται στο Κοινοβούλιο πρόταση για κωδικοποίηση της νομοθεσίας της Ένωσης, διαβιβάζεται στην αρμόδια για νομικά θέματα επιτροπή. Η επιτροπή αυτή εξετάζει την πρόταση, σύμφωνα με τις διαδικασίες που έχουν συμφωνηθεί σε διοργανικό επίπεδο (12), για να επαληθεύσει ότι περιορίζεται σε απλή κωδικοποίηση χωρίς τροποποίηση της ουσίας.

2.   Η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή για τις πράξεις που αποτελούν αντικείμενο κωδικοποίησης μπορεί, κατόπιν αιτήσεώς της ή κατόπιν αιτήσεως της αρμόδιας για νομικά θέματα επιτροπής να επιληφθεί γνωμοδοτήσεως όσον αφορά τη σκοπιμότητα της κωδικοποίησης.

2.   Η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή για τις πράξεις που αποτελούν αντικείμενο κωδικοποίησης μπορεί, κατόπιν αιτήσεώς της ή κατόπιν αιτήσεως της αρμόδιας για νομικά θέματα επιτροπής, να επιληφθεί γνωμοδοτήσεως όσον αφορά τη σκοπιμότητα της κωδικοποίησης.

3.   Οι τροπολογίες στο κείμενο της πρότασης δεν είναι παραδεκτές.

3.   Οι τροπολογίες στο κείμενο της πρότασης δεν είναι παραδεκτές.

Ωστόσο, κατόπιν αιτήσεως του εισηγητή, ο πρόεδρος της αρμόδιας για νομικά θέματα επιτροπής μπορεί να υποβάλει προς έγκριση στην εν λόγω επιτροπή τροπολογίες που αφορούν τεχνικές προσαρμογές, υπό την προϋπόθεση ότι οι προσαρμογές αυτές είναι αναγκαίες για τη συμμόρφωση της πρότασης προς τους κανόνες της κωδικοποίησης και ουδεμία τροποποίηση επιφέρουν επί της ουσίας της προτάσεως.

Ωστόσο, κατόπιν αιτήσεως του εισηγητή, ο πρόεδρος της αρμόδιας για νομικά θέματα επιτροπής μπορεί να υποβάλει προς έγκριση στην εν λόγω επιτροπή τεχνικές προσαρμογές, υπό την προϋπόθεση ότι οι προσαρμογές αυτές είναι αναγκαίες για τη συμμόρφωση της πρότασης προς τους κανόνες της κωδικοποίησης και ουδεμία τροποποίηση επιφέρουν επί της ουσίας της προτάσεως.

4.   Εάν η αρμόδια για νομικά θέματα επιτροπή κρίνει ότι η πρόταση ουδεμία τροποποίηση επιφέρει επί της ουσίας της νομοθεσίας της Ένωσης, την υποβάλλει στο Κοινοβούλιο προς έγκριση.

4.   Εάν η αρμόδια για νομικά θέματα επιτροπή κρίνει ότι η πρόταση ουδεμία τροποποίηση επιφέρει επί της ουσίας της νομοθεσίας της Ένωσης, την υποβάλλει στο Κοινοβούλιο προς έγκριση.

Εάν κρίνει ότι η πρόταση συνεπάγεται ουσιώδη τροποποίηση, προτείνει στο Κοινοβούλιο την απόρριψή της.

Εάν κρίνει ότι η πρόταση συνεπάγεται ουσιώδη τροποποίηση, προτείνει στο Κοινοβούλιο την απόρριψή της.

Και στις δύο περιπτώσεις, το Κοινοβούλιο αποφαίνεται με μία και μοναδική ψηφοφορία, χωρίς τροπολογίες και χωρίς συζήτηση.

Και στις δύο περιπτώσεις, το Κοινοβούλιο αποφαίνεται με μία μοναδική ψηφοφορία, χωρίς τροπολογίες και χωρίς συζήτηση.

Τροπολογία 124

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 104

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 104

Άρθρο 104

Αναδιατύπωση

Αναδιατύπωση

1.   Όταν υποβάλλεται στο Κοινοβούλιο πρόταση για αναδιατύπωση της νομοθεσίας της Ένωσης, η πρόταση διαβιβάζεται προς εξέταση στην αρμόδια για νομικά θέματα επιτροπή και στην αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή.

1.   Όταν υποβάλλεται στο Κοινοβούλιο πρόταση για αναδιατύπωση της νομοθεσίας της Ένωσης, η πρόταση διαβιβάζεται προς εξέταση στην αρμόδια για νομικά θέματα επιτροπή και στην αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή.

2.   Η αρμόδια για νομικά θέματα επιτροπή την εξετάζει, σύμφωνα με τις διαδικασίες που έχουν συμφωνηθεί σε διοργανικό επίπεδο (13), προκειμένου να επαληθεύσει ότι ουδεμία τροποποίηση επί της ουσίας επιφέρει πέραν όσων έχουν χαρακτηριστεί έτσι με την ίδια την πρόταση.

2.   Η αρμόδια για νομικά θέματα επιτροπή την εξετάζει, σύμφωνα με τις διαδικασίες που έχουν συμφωνηθεί σε διοργανικό επίπεδο (13), προκειμένου να επαληθεύσει ότι ουδεμία τροποποίηση επί της ουσίας επιφέρει πέραν όσων έχουν χαρακτηριστεί έτσι με την ίδια την πρόταση.

Στο πλαίσιο της εξέτασης αυτής, οι τροπολογίες επί του κειμένου της πρότασης είναι απαράδεκτες. Ωστόσο, όσον αφορά τις διατάξεις που παρέμειναν αμετάβλητες στην πρόταση αναδιατύπωσης, εφαρμόζεται το άρθρο 103 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο.

Στο πλαίσιο της εξέτασης αυτής, οι τροπολογίες επί του κειμένου της πρότασης είναι απαράδεκτες. Ωστόσο, όσον αφορά τις διατάξεις που παρέμειναν αμετάβλητες στην πρόταση αναδιατύπωσης, εφαρμόζεται το άρθρο 103 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο.

3.   Εάν η αρμόδια για νομικά θέματα επιτροπή κρίνει ότι η πρόταση ουδεμία τροποποίηση επιφέρει επί της ουσίας της κοινοτικής νομοθεσίας, πέραν όσων έχουν χαρακτηριστεί έτσι με την ίδια την πρόταση, ενημερώνει σχετικώς την αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή.

3.   Εάν η αρμόδια για νομικά θέματα επιτροπή κρίνει ότι η πρόταση ουδεμία τροποποίηση επιφέρει επί της ουσίας της κοινοτικής νομοθεσίας, πέραν όσων έχουν χαρακτηριστεί έτσι με την ίδια την πρόταση, ενημερώνει σχετικώς την αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή.

Στην περίπτωση αυτή, και υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 169 και 170, γίνονται δεκτές από την αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή μόνο οι τροπολογίες επί της πρότασης που αφορούν τα τμήματά της που περιλαμβάνουν τροποποιήσεις.

Στην περίπτωση αυτή, και υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 169 και 170, γίνονται δεκτές από την αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή μόνο οι τροπολογίες επί της πρότασης που αφορούν τα τμήματά της που περιλαμβάνουν τροποποιήσεις.

Ωστόσο, εάν, σύμφωνα με το σημείο 8 της Διοργανικής Συμφωνίας, η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή προτίθεται επίσης να υποβάλει τροπολογίες στα κωδικοποιημένα τμήματα της πρότασης , κοινοποιεί αμέσως την πρόθεσή της στο Συμβούλιο και την Επιτροπή , η οποία θα πρέπει να ενημερώσει την επιτροπή, πριν από την ψηφοφορία κατά το άρθρο 58 του Κανονισμού, σχετικά με την τοποθέτησή της όσον αφορά τις τροπολογίες καθώς και εάν προτίθεται ή όχι να αποσύρει την πρόταση αναδιατύπωσης .

Ωστόσο, ο πρόεδρος της αρμόδιας επί της ουσίας επιτροπής δύναται να δεχθεί, κατ’ εξαίρεση και ανά περίπτωση , τροπολογίες επί τμημάτων της πρότασης που παραμένουν αμετάβλητα , εφόσον κρίνει ότι τούτο επιβάλλεται από επιτακτικούς λόγους εσωτερικής συνοχής του κειμένου ή επειδή οι εν λόγω τροπολογίες είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με άλλες παραδεκτές τροπολογίες . Οι λόγοι αυτοί πρέπει να εκτίθενται σε γραπτή αιτιολόγηση των τροπολογιών .

4.   Εάν η αρμόδια για νομικά θέματα επιτροπή κρίνει ότι η πρόταση επιφέρει τροποποιήσεις επί της ουσίας πέραν όσων έχουν χαρακτηριστεί έτσι με την ίδια την πρόταση, προτείνει στο Κοινοβούλιο την απόρριψη της πρότασης και ενημερώνει σχετικά την αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή.

4.   Εάν η αρμόδια για νομικά θέματα επιτροπή κρίνει ότι η πρόταση επιφέρει τροποποιήσεις επί της ουσίας πέραν όσων έχουν χαρακτηριστεί έτσι με την ίδια την πρόταση, προτείνει στο Κοινοβούλιο την απόρριψη της πρότασης και ενημερώνει σχετικά την αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή.

Στην περίπτωση αυτή, ο Πρόεδρος καλεί την Επιτροπή να αποσύρει την πρόταση. Εάν η Επιτροπή αποσύρει την πρότασή της, ο Πρόεδρος διαπιστώνει ότι η διαδικασία κατέστη άνευ αντικειμένου και ενημερώνει σχετικώς το Συμβούλιο. Εάν η Επιτροπή δεν αποσύρει την πρότασή της, το Κοινοβούλιο την αναπέμπει στην αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή, η οποία την εξετάζει κατά τη συνήθη διαδικασία.

Στην περίπτωση αυτή, ο Πρόεδρος καλεί την Επιτροπή να αποσύρει την πρόταση. Εάν η Επιτροπή αποσύρει την πρότασή της, ο Πρόεδρος διαπιστώνει ότι η διαδικασία κατέστη άνευ αντικειμένου και ενημερώνει σχετικώς το Συμβούλιο. Εάν η Επιτροπή δεν αποσύρει την πρότασή της, το Κοινοβούλιο την αναπέμπει στην αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή, η οποία την εξετάζει κατά τη συνήθη διαδικασία.

Τροπολογία 125

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Τίτλος II — κεφάλαιο 9 α (νέο)

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9A

 

ΚΑΤ’ ΕΞΟΥΣΙΟΔΌΤΗΣΗ ΚΑΙ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΈΣ ΠΡΆΞΕΙΣ

Τροπολογία 126

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 105

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 105

Άρθρο 105

Κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις

Κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις

1.   Όταν η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, ο Πρόεδρος την διαβιβάζει στην αρμόδια για τη βασική νομοθετική πράξη επιτροπή, η οποία μπορεί να αποφασίσει τον ορισμό εισηγητή για την εξέταση μιας ή περισσοτέρων κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

1.   Όταν η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, ο Πρόεδρος την διαβιβάζει στην αρμόδια για τη βασική νομοθετική πράξη επιτροπή, η οποία μπορεί να αποφασίσει τον ορισμό ενός από τα μέλη της για την εξέταση μίας ή περισσοτέρων κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

2.   Ο Πρόεδρος ανακοινώνει στο Κοινοβούλιο την ημερομηνία παραλαβής της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης σε όλες τις επίσημες γλώσσες και την προθεσμία εντός της οποίας μπορούν να προβληθούν αντιρρήσεις. Η εν λόγω προθεσμία αρχίζει από την ημερομηνία αυτή .

2.    Κατά την περίοδο συνόδου που ακολουθεί την παραλαβή της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, ο Πρόεδρος ανακοινώνει στο Κοινοβούλιο την ημερομηνία παραλαβής της σε όλες τις επίσημες γλώσσες , καθώς και την προθεσμία εντός της οποίας μπορούν να προβληθούν αντιρρήσεις. Η εν λόγω προθεσμία αρχίζει από την ημερομηνία παραλαβής .

Η ανακοίνωση δημοσιεύεται στα συνοπτικά πρακτικά της συνεδρίασης, μαζί με την επωνυμία της αρμόδιας επιτροπής.

Η ανακοίνωση δημοσιεύεται στα συνοπτικά πρακτικά της συνεδρίασης, μαζί με την επωνυμία της αρμόδιας επιτροπής.

3.   Η αρμόδια επιτροπή μπορεί, σύμφωνα με τις διατάξεις της βασικής νομοθετικής πράξης και, εάν το κρίνει σκόπιμο, μετά από διαβούλευση με κάθε ενδιαφερόμενη επιτροπή, να υποβάλει στο Κοινοβούλιο αιτιολογημένη πρόταση ψηφίσματος. Σε αυτή την πρόταση ψηφίσματος δηλώνονται οι λόγοι της αντίρρησης του Κοινοβουλίου και μπορεί να περιέχεται αίτημα προς την Επιτροπή να υποβάλει νέα κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, λαμβάνοντας υπόψη τις συστάσεις που διατύπωσε το Κοινοβούλιο .

3.   Η αρμόδια επιτροπή μπορεί, σύμφωνα με τις διατάξεις της βασικής νομοθετικής πράξης και, εάν το κρίνει σκόπιμο, μετά από διαβούλευση με κάθε ενδιαφερόμενη επιτροπή, να υποβάλει στο Κοινοβούλιο αιτιολογημένη πρόταση ψηφίσματος , με την οποία να εκφράζει την αντίρρησή της προς την κατ’ εξουσιοδότηση πράξη . Εάν, 10 εργάσιμες ημέρες πριν από την έναρξη της περιόδου συνόδου η Τετάρτη της οποίας είναι η αμέσως προηγούμενη και η πιο κοντινή της ημέρας λήξης της προθεσμίας της παραγράφου 5, η αρμόδια επιτροπή δεν έχει υποβάλει πρόταση ψηφίσματος, μία πολιτική ομάδα ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτές μπορούν να υποβάλουν πρόταση ψηφίσματος σχετικά με το θέμα ούτως ώστε αυτό να συμπεριληφθεί στο σχέδιο ημερήσιας διάταξης της προαναφερόμενης περιόδου συνόδου .

4.    Εάν, δέκα εργάσιμες ημέρες πριν από την έναρξη της περιόδου συνόδου η Τετάρτη της οποίας είναι η αμέσως προηγούμενη και η πιο κοντινή της ημέρας λήξης της προθεσμίας της παραγράφου 5, η αρμόδια επιτροπή δεν έχει υποβάλει πρόταση ψηφίσματος, μία πολιτική ομάδα ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτές μπορούν να υποβάλουν πρόταση ψηφίσματος σχετικά με το θέμα ούτως ώστε αυτό να συμπεριληφθεί στο σχέδιο ημερήσιας διάταξης της προαναφερόμενης περιόδου συνόδου.

 

 

4α.     Σε κάθε πρόταση ψηφίσματος που κατατίθεται σύμφωνα με την παράγραφο 3 δηλώνονται οι λόγοι της αντίρρησης του Κοινοβουλίου και μπορεί να περιέχεται αίτημα, με το οποίο να ζητείται από την Επιτροπή να υποβάλει νέα κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, στην οποία να λαμβάνονται υπόψη οι συστάσεις του Κοινοβουλίου.

5.   Το Κοινοβούλιο αποφασίζει εντός της προθεσμίας που ορίζεται στη βασική νομοθετική πράξη , για κάθε κατατιθέμενη πρόταση ψηφίσματος , με την πλειοψηφία που προβλέπεται στο άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

5.   Το Κοινοβούλιο εγκρίνει τέτοια πρόταση ψηφίσματος εντός της προθεσμίας που ορίζεται στη βασική νομοθετική πράξη και , σύμφωνα με το άρθρο 290 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης , με την πλειοψηφία των βουλευτών που το απαρτίζουν .

Εάν η αρμόδια επιτροπή κρίνει ότι είναι σκόπιμο, σύμφωνα με τη βασική νομοθετική πράξη , να παραταθεί η προθεσμία για τη διατύπωση αντιρρήσεων όσον αφορά την κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, ο πρόεδρος της αρμόδιας επιτροπής ενημερώνει σχετικά, εξ ονόματος του Κοινοβουλίου, το Συμβούλιο και την Επιτροπή.

Εάν η αρμόδια επιτροπή κρίνει ότι είναι σκόπιμο, σύμφωνα με τις διατάξεις της βασικής νομοθετικής πράξης , να παραταθεί η προθεσμία για τη διατύπωση αντιρρήσεων όσον αφορά την κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, ο πρόεδρος της αρμόδιας επιτροπής ενημερώνει σχετικά, εξ ονόματος του Κοινοβουλίου, το Συμβούλιο και την Επιτροπή.

6.   Αν η αρμόδια επιτροπή συνιστά να δηλώσει το Κοινοβούλιο, πριν από τη λήξη της προθεσμίας που ορίζεται στη βασική νομοθετική πράξη, ότι δεν διατυπώνει αντίρρηση σχετικά με την κατ’ εξουσιοδότηση πράξη:

6.   Αν η αρμόδια επιτροπή συνιστά να δηλώσει το Κοινοβούλιο, πριν από τη λήξη της προθεσμίας που ορίζεται στη βασική νομοθετική πράξη, ότι δεν διατυπώνει αντίρρηση σχετικά με την κατ’ εξουσιοδότηση πράξη:

ενημερώνει σχετικά τον Πρόεδρο της Διάσκεψης των Προέδρων των Επιτροπών με αιτιολογημένη επιστολή και υποβάλλει σύσταση προς την κατεύθυνση αυτή·

ενημερώνει σχετικά τον Πρόεδρο της Διάσκεψης των Προέδρων των Επιτροπών με αιτιολογημένη επιστολή και υποβάλλει σύσταση προς την κατεύθυνση αυτή·

στην περίπτωση που δεν διατυπωθεί καμία αντίρρηση είτε κατά την επόμενη συνεδρίαση της Διάσκεψης των Προέδρων των Επιτροπών είτε, σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, μέσω γραπτής διαδικασίας, ο πρόεδρός της ειδοποιεί σχετικά τον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου, ο οποίος ενημερώνει την Ολομέλεια το συντομότερο δυνατό·

στην περίπτωση που δεν διατυπωθεί καμία αντίρρηση είτε κατά την επόμενη συνεδρίαση της Διάσκεψης των Προέδρων των Επιτροπών είτε, σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, μέσω γραπτής διαδικασίας, ο πρόεδρός της ειδοποιεί σχετικά τον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου, ο οποίος ενημερώνει την Ολομέλεια το συντομότερο δυνατό·

εάν, εντός προθεσμίας είκοσι τεσσάρων ωρών μετά την ανακοίνωση στην Ολομέλεια, μια πολιτική ομάδα ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτές αντιταχθούν στη σύσταση, η σύσταση τίθεται σε ψηφοφορία·

εάν, εντός προθεσμίας είκοσι τεσσάρων ωρών μετά την ανακοίνωση στην Ολομέλεια, μια πολιτική ομάδα ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτές αντιταχθούν στη σύσταση, η σύσταση τίθεται σε ψηφοφορία·

εάν, εντός της ίδιας προθεσμίας, δεν διατυπωθεί καμία αντίρρηση, η προτεινόμενη σύσταση θεωρείται ότι έχει εγκριθεί·

εάν, εντός της ίδιας προθεσμίας, δεν διατυπωθεί καμία αντίρρηση, η προτεινόμενη σύσταση θεωρείται ότι έχει εγκριθεί·

η έγκριση παρόμοιας σύστασης καθιστά απαράδεκτη κάθε μεταγενέστερη διατύπωση αντίρρησης σχετικά με την κατ’ εξουσιοδότηση πράξη.

η έγκριση παρόμοιας σύστασης καθιστά απαράδεκτη κάθε μεταγενέστερη διατύπωση αντίρρησης σχετικά με την κατ’ εξουσιοδότηση πράξη.

7.   Η αρμόδια επιτροπή μπορεί, με την επιφύλαξη των διατάξεων της βασικής νομοθετικής πράξης, να αναλάβει την πρωτοβουλία να υποβάλει στο Κοινοβούλιο αιτιολογημένη πρόταση ψηφίσματος για την ανάκληση, εν όλω ή εν μέρει, της εξουσιοδότησης που προβλέπει η πράξη αυτή. Το Κοινοβούλιο αποφασίζει με την πλειοψηφία του άρθρου 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης .

7.   Η αρμόδια επιτροπή μπορεί, με την επιφύλαξη των διατάξεων της βασικής νομοθετικής πράξης, να αναλάβει την πρωτοβουλία να υποβάλει στο Κοινοβούλιο πρόταση ψηφίσματος για την ανάκληση, εν όλω ή εν μέρει, της εξουσιοδότησης ή για να εκφράσει την αντίρρησή του στη σιωπηρή παράταση της εξουσιοδότησης που προβλέπει η πράξη αυτή.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 290 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για την απόφαση ανάκλησης της εξουσιοδότησης απαιτούνται οι ψήφοι της πλειοψηφίας των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο.

8.   Ο Πρόεδρος ενημερώνει το Συμβούλιο και την Επιτροπή σχετικά με τις θέσεις που ελήφθησαν με βάση το παρόν άρθρο.

8.   Ο Πρόεδρος ενημερώνει το Συμβούλιο και την Επιτροπή σχετικά με τις θέσεις που ελήφθησαν με βάση το παρόν άρθρο.

Τροπολογία 127

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 106

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 106

Άρθρο 106

Εκτελεστικές πράξεις και εκτελεστικά μέτρα

Εκτελεστικές πράξεις και εκτελεστικά μέτρα

1.   Όταν η Επιτροπή διαβιβάζει στο Κοινοβούλιο σχέδιο εκτελεστικής πράξης ή εκτελεστικού μέτρου, ο Πρόεδρος το διαβιβάζει στην αρμόδια για τη βασική νομοθετική πράξη επιτροπή, η οποία μπορεί να αποφασίσει τον ορισμό εισηγητή για την εξέταση ενός ή περισσοτέρων σχεδίων εκτελεστικών πράξεων ή εκτελεστικών μέτρων.

1.   Όταν η Επιτροπή διαβιβάζει στο Κοινοβούλιο σχέδιο εκτελεστικής πράξης ή εκτελεστικού μέτρου, ο Πρόεδρος το διαβιβάζει στην αρμόδια για τη βασική νομοθετική πράξη επιτροπή, η οποία μπορεί να αποφασίσει τον ορισμό ενός από τα μέλη της για την εξέταση ενός ή περισσοτέρων σχεδίων εκτελεστικών πράξεων ή μέτρων.

2.   Η αρμόδια επιτροπή μπορεί να υποβάλει στο Κοινοβούλιο αιτιολογημένη πρόταση ψηφίσματος η οποία επισημαίνει ότι ένα σχέδιο εκτελεστικής πράξης ή εκτελεστικού μέτρου υπερβαίνει τις εκτελεστικές αρμοδιότητες που προβλέπονται στη βασική νομοθετική πράξη ή δεν είναι σύμφωνο με το δίκαιο της Ένωσης για άλλους λόγους.

2.   Η αρμόδια επιτροπή μπορεί να υποβάλει στο Κοινοβούλιο αιτιολογημένη πρόταση ψηφίσματος η οποία επισημαίνει ότι ένα σχέδιο εκτελεστικής πράξης ή εκτελεστικού μέτρου υπερβαίνει τις εκτελεστικές αρμοδιότητες που προβλέπονται στη βασική νομοθετική πράξη ή δεν είναι σύμφωνο με το δίκαιο της Ένωσης για άλλους λόγους.

3.   Η πρόταση ψηφίσματος μπορεί να περιλαμβάνει αίτημα προς την Επιτροπή να αποσύρει την πράξη, το μέτρο ή το σχέδιο πράξης ή μέτρου, να το τροποποιήσει λαμβάνοντας υπόψη τις αντιρρήσεις που διατύπωσε το Κοινοβούλιο ή να υποβάλει νέα νομοθετική πρόταση. Ο Πρόεδρος ενημερώνει το Συμβούλιο και την Επιτροπή σχετικά με τη θέση που ελήφθη.

3.   Η πρόταση ψηφίσματος μπορεί να περιλαμβάνει αίτημα προς την Επιτροπή να αποσύρει το σχέδιο εκτελεστικής πράξης ή εκτελεστικού μέτρου, να το τροποποιήσει λαμβάνοντας υπόψη τις αντιρρήσεις που διατύπωσε το Κοινοβούλιο ή να υποβάλει νέα νομοθετική πρόταση. Ο Πρόεδρος ενημερώνει το Συμβούλιο και την Επιτροπή σχετικά με τη θέση που ελήφθη.

4.   Εάν τα εκτελεστικά μέτρα που προβλέπει η Επιτροπή εμπίπτουν στο πλαίσιο της κανονιστικής διαδικασίας με έλεγχο που προβλέπεται στην απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή, εφαρμόζονται οι ακόλουθες συμπληρωματικές διατάξεις:

4.   Εάν τα εκτελεστικά μέτρα που προβλέπει η Επιτροπή εμπίπτουν στο πλαίσιο της κανονιστικής διαδικασίας με έλεγχο που προβλέπεται στην απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή, εφαρμόζονται οι ακόλουθες συμπληρωματικές διατάξεις:

α)

η προθεσμία για τον έλεγχο υπολογίζεται από τη στιγμή της υποβολής του σχεδίου μέτρων στο Κοινοβούλιο σε όλες τις επίσημες γλώσσες. Σε περίπτωση συντετμημένης προθεσμίας ελέγχου, κατά το άρθρο 5α παράγραφος 5 στοιχείο β) της απόφασης 1999/468/ΕΚ και σε επείγουσα περίπτωση, κατά το άρθρο 5α παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, η προθεσμία ελέγχου υπολογίζεται, εκτός εάν ο πρόεδρος της αρμόδιας επιτροπής προβάλει αντιρρήσεις, από την ημερομηνία παραλαβής από το Κοινοβούλιο του τελικού σχεδίου εκτελεστικών μέτρων στις γλώσσες στις οποίες έχει υποβληθεί στα μέλη της επιτροπής που έχει συσταθεί σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ. Το άρθρο 158 δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση αυτή·

α)

η προθεσμία για τον έλεγχο υπολογίζεται από τη στιγμή της υποβολής του σχεδίου εκτελεστικού μέτρου στο Κοινοβούλιο σε όλες τις επίσημες γλώσσες. Σε περίπτωση συντετμημένης προθεσμίας ελέγχου, κατά το άρθρο 5α παράγραφος 5 στοιχείο β) της απόφασης 1999/468/ΕΚ και σε επείγουσα περίπτωση, κατά το άρθρο 5α παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, η προθεσμία ελέγχου υπολογίζεται, εκτός εάν ο πρόεδρος της αρμόδιας επιτροπής προβάλει αντιρρήσεις, από την ημερομηνία παραλαβής από το Κοινοβούλιο του τελικού σχεδίου εκτελεστικών μέτρων στις γλώσσες στις οποίες έχει υποβληθεί στα μέλη της επιτροπής που έχει συσταθεί σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ. Το άρθρο 158 δεν εφαρμόζεται στις δύο περιπτώσεις που αναφέρονται στην προηγούμενη περίοδο·

β)

εάν το σχέδιο εκτελεστικού μέτρου βασίζεται στο άρθρο 5α παράγραφοι 5 ή 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, οι οποίες προβλέπουν συντετμημένες προθεσμίες για την έκφραση αντίθεσης από το Κοινοβούλιο, δύναται να κατατεθεί από τον πρόεδρο της αρμόδιας επιτροπής πρόταση ψηφίσματος που αντιτίθεται στην έγκριση του σχεδίου μέτρου εφόσον δεν κατέστη δυνατό να συνεδριάσει η επιτροπή στον διαθέσιμο χρόνο·

β)

εάν το σχέδιο εκτελεστικού μέτρου βασίζεται στο άρθρο 5α παράγραφοι 5 ή 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, οι οποίες προβλέπουν συντετμημένες προθεσμίες για την έκφραση αντίθεσης από το Κοινοβούλιο, δύναται να κατατεθεί από τον πρόεδρο της αρμόδιας επιτροπής πρόταση ψηφίσματος που αντιτίθεται στην έγκριση του σχεδίου μέτρου εφόσον δεν κατέστη δυνατό να συνεδριάσει η επιτροπή στον διαθέσιμο χρόνο·

γ)

το Κοινοβούλιο, με την πλειοψηφία των μελών του, δύναται να αντιταχθεί στην έγκριση του σχεδίου εκτελεστικού μέτρου με την επισήμανση ότι το σχέδιο υπερβαίνει τις εκτελεστικές εξουσίες που προβλέπει η βασική πράξη, δεν συνάδει προς το σκοπό ή το περιεχόμενο της βασικής πράξης ή δεν σέβεται τις αρχές της επικουρικότητας ή της αναλογικότητας·

γ)

το Κοινοβούλιο, με την πλειοψηφία των μελών του, δύναται να εγκρίνει ψήφισμα, με το οποίο αντιτάσσεται στην έγκριση του σχεδίου εκτελεστικού μέτρου και επισημαίνει ότι το σχέδιο υπερβαίνει τις εκτελεστικές εξουσίες που προβλέπει η βασική πράξη, δεν συνάδει προς το σκοπό ή το περιεχόμενο της βασικής πράξης ή δεν σέβεται τις αρχές της επικουρικότητας ή της αναλογικότητας·

 

Εάν, 10 εργάσιμες ημέρες πριν από την έναρξη της περιόδου συνόδου η Τετάρτη της οποίας είναι η αμέσως προηγούμενη και η πιο κοντινή της ημέρας λήξης της προθεσμίας για τη δήλωση αντίθεσης στην έγκριση του σχεδίου εκτελεστικού μέτρου, η αρμόδια επιτροπή δεν έχει καταθέσει πρόταση για τέτοιο ψήφισμα, μία πολιτική ομάδα ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτές μπορούν να καταθέσουν πρόταση ψηφίσματος σχετικά με το θέμα, ούτως ώστε αυτό να συμπεριληφθεί στο σχέδιο ημερήσιας διάταξης της προαναφερθείσας περιόδου συνόδου.

δ)

στην περίπτωση που η αρμόδια επιτροπή , μετά από δεόντως αιτιολογημένη αίτηση της Επιτροπής, συνιστά, με αιτιολογημένη επιστολή προς τον πρόεδρο της Διάσκεψης των Προέδρων, να δηλώσει το Κοινοβούλιο, πριν από τη λήξη της κανονικής περιόδου που προβλέπεται στο άρθρο 5α παράγραφος 3 στοιχείο γ) και/ή το άρθρο 5α παράγραφος 4 στοιχείο ε) της απόφασης 1999/468/ΕΚ, ότι δεν θα αντιταχθεί στο προτεινόμενο μέτρο, εφαρμόζεται η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 105 παράγραφος 6.

δ)

στην περίπτωση που η αρμόδια επιτροπή συνιστά, με αιτιολογημένη επιστολή προς τον πρόεδρο της Διάσκεψης των Προέδρων, να δηλώσει το Κοινοβούλιο, πριν από τη λήξη της κανονικής περιόδου που προβλέπεται στο άρθρο 5α παράγραφος 3 στοιχείο γ) και/ή το άρθρο 5α παράγραφος 4 στοιχείο ε) της απόφασης 1999/468/ΕΚ, ότι δεν θα αντιταχθεί στο προτεινόμενο μέτρο, εφαρμόζεται η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 105 παράγραφος 6.

Τροπολογία 128

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 108

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 108

Άρθρο 108

Διεθνείς συμφωνίες

Διεθνείς συμφωνίες

1.   Όταν πρόκειται να αρχίσουν διαπραγματεύσεις για τη σύναψη, ανανέωση ή τροποποίηση διεθνούς συμφωνίας, η αρμόδια επιτροπή δύναται να αποφασίσει να καταρτίσει έκθεση ή να παρακολουθήσει με άλλο τρόπο τη διαδικασία και να ενημερώσει τη Διάσκεψη των Προέδρων των Επιτροπών σχετικά με την εν λόγω απόφαση. Κατά περίπτωση, ζητείται και από άλλες επιτροπές να γνωμοδοτήσουν, σύμφωνα με το άρθρο 53 παράγραφος 1. Τα άρθρα 201 παράγραφος 2, 54 ή 55 εφαρμόζονται κατά περίπτωση.

1.   Όταν πρόκειται να αρχίσουν διαπραγματεύσεις για τη σύναψη, ανανέωση ή τροποποίηση διεθνούς συμφωνίας, η αρμόδια επιτροπή δύναται να αποφασίσει να καταρτίσει έκθεση ή να παρακολουθήσει με άλλο τρόπο την προκαταρκτική αυτή φάση. Ενημερώνει τη Διάσκεψη των Προέδρων των Επιτροπών σχετικά με την εν λόγω απόφαση.

Οι πρόεδροι και οι εισηγητές της αρμόδιας επιτροπής και, κατά περίπτωση, των γνωμοδοτικών επιτροπών, λαμβάνουν από κοινού τα ενδεδειγμένα μέτρα για να διασφαλίσουν ότι παρέχεται στο Κοινοβούλιο άμεση, τακτική και πλήρης ενημέρωση, εφόσον απαιτείται εμπιστευτικά, σε όλα τα στάδια των διαπραγματεύσεων και της σύναψης διεθνών συμφωνιών, περιλαμβανομένων του σχεδίου και του τελικώς εγκριθέντος κειμένου των διαπραγματευτικών οδηγιών, καθώς και οι πληροφορίες κατά την παράγραφο 3:

 

από την Επιτροπή σύμφωνα με τις υποχρεώσεις της δυνάμει της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις δεσμεύσεις που ανέλαβε δυνάμει της συμφωνίας πλαισίου για τις σχέσεις μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Επιτροπής, και

 

από το Συμβούλιο σύμφωνα με τις υποχρεώσεις του δυνάμει της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

 

1α.     Η αρμόδια επιτροπή ενημερώνεται από την Επιτροπή, το συντομότερο δυνατόν, όσον αφορά την επιλεγείσα νομική βάση για τη σύναψη της διεθνούς συμφωνίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1. Η αρμόδια επιτροπή ελέγχει την εν λόγω επιλεγείσα νομική βάση, σύμφωνα με το άρθρο 39.

2.   Το Κοινοβούλιο, βάσει πρότασης της αρμόδιας επιτροπής, μίας πολιτικής ομάδας ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτών, μπορεί να ζητήσει από το Συμβούλιο να μην εγκρίνει την έναρξη διαπραγματεύσεων προτού το Κοινοβούλιο εκφράσει την άποψή του επί της προτεινόμενης διαπραγματευτικής εντολής, βάσει έκθεσης της αρμόδιας επιτροπής.

2.   Το Κοινοβούλιο, βάσει πρότασης της αρμόδιας επιτροπής, μίας πολιτικής ομάδας ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτών, μπορεί να ζητήσει από το Συμβούλιο να μην εγκρίνει την έναρξη διαπραγματεύσεων προτού το Κοινοβούλιο εκφράσει την άποψή του επί της προτεινόμενης διαπραγματευτικής εντολής, βάσει έκθεσης της αρμόδιας επιτροπής.

3.    Κατά τη στιγμή που πρόκειται να αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις, η αρμόδια επιτροπή ενημερώνεται από την Επιτροπή όσον αφορά την επιλεγείσα νομική βάση για τη σύναψη της διεθνούς συμφωνίας που μνημονεύεται στην παράγραφο 1. Η αρμόδια επιτροπή ελέγχει την επιλεγείσα νομική βάση, σύμφωνα με το άρθρο 39. Εάν η Επιτροπή παραλείπει να υποδείξει νομική βάση ή εάν υπάρχει αμφιβολία για την καταλληλότητά της, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 39.

 

4.   Σε κάθε στάδιο των διαπραγματεύσεων και από το τέλος των διαπραγματεύσεων μέχρι τη σύναψη της διεθνούς συμφωνίας, το Κοινοβούλιο μπορεί, βάσει έκθεσης της αρμόδιας επιτροπής του και αφού εξετάσει όλες τις σχετικές προτάσεις που έχουν υποβληθεί, σύμφωνα με το άρθρο 134 , να εγκρίνει συστάσεις με το αίτημα να ληφθούν υπόψη πριν από τη σύναψη της εν λόγω διεθνούς συμφωνίας.

4.   Σε κάθε στάδιο των διαπραγματεύσεων και από το τέλος των διαπραγματεύσεων μέχρι τη σύναψη της διεθνούς συμφωνίας, το Κοινοβούλιο μπορεί, βάσει έκθεσης της αρμόδιας επιτροπής του , που εκπονείται ιδία πρωτοβουλία, και αφού εξετάσει όλες τις σχετικές προτάσεις που έχουν υποβάλει σαράντα τουλάχιστον βουλευτές , να εγκρίνει συστάσεις προς το Συμβούλιο, την Επιτροπή και τον Αντιπρόεδρο της Επιτροπής / Ύπατο Εκπρόσωπο της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας με το αίτημα να ληφθούν υπόψη πριν από τη σύναψη της εν λόγω διεθνούς συμφωνίας.

5.   Οι αιτήσεις του Συμβουλίου για έγκριση ή γνωμοδότηση του Κοινοβουλίου διαβιβάζονται από τον Πρόεδρο στην καθ’ ύλη αρμόδια επιτροπή δυνάμει του άρθρου 99 ή του άρθρου 47 παράγραφος 1.

5.   Οι αιτήσεις του Συμβουλίου για έγκριση ή γνωμοδότηση του Κοινοβουλίου διαβιβάζονται από τον Πρόεδρο στην καθ’ ύλη αρμόδια επιτροπή δυνάμει του άρθρου 99 ή του άρθρου 47 παράγραφος 1.

6.   Πριν από την ψηφοφορία, η αρμόδια επιτροπή, μια πολιτική ομάδα ή τουλάχιστον το ένα δέκατο των βουλευτών μπορούν να προτείνουν στο Κοινοβούλιο να ζητήσει τη γνώμη του Δικαστηρίου σχετικά με τη συμβατότητα διεθνούς συμφωνίας με τις Συνθήκες. Εάν το Κοινοβούλιο εγκρίνει την πρόταση αυτή, η ψηφοφορία αναβάλλεται έως ότου το Δικαστήριο διατυπώσει τη γνώμη του (14).

6.    Ανά πάσα στιγμή πριν το Κοινοβούλιο προβεί σε ψηφοφορία σχετικά με αίτηση έγκρισης ή γνωμοδότησης , η αρμόδια επιτροπή ή τουλάχιστον το ένα δέκατο των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο μπορούν να προτείνουν στο Κοινοβούλιο να ζητήσει τη γνώμη του Δικαστηρίου σχετικά με τη συμβατότητα διεθνούς συμφωνίας με τις Συνθήκες.

 

Πριν το Κοινοβούλιο προβεί σε ψηφοφορία σχετικά με την εν λόγω πρόταση, ο Πρόεδρος μπορεί να ζητήσει τη γνώμη της αρμόδιας για νομικά θέματα επιτροπής, η οποία θα υποβάλει έκθεση με τα συμπεράσματά της στο Κοινοβούλιο.

 

Εάν το Κοινοβούλιο εγκρίνει την πρόταση να ζητηθεί η γνώμη του Δικαστηρίου, η ψηφοφορία σχετικά με την αίτηση έγκρισης ή γνωμοδότησης αναβάλλεται έως ότου το Δικαστήριο διατυπώσει τη γνώμη του.

7.   Το Κοινοβούλιο , με την πλειοψηφία των ψηφισάντων, σε μία μοναδική ψηφοφορία, εκδίδει γνωμοδότηση ή έγκριση για τη σύναψη, ανανέωση ή τροποποίηση διεθνούς συμφωνίας ή χρηματοδοτικού πρωτοκόλλου που συνάπτει η Ευρωπαϊκή Ένωση , χωρίς να επιτρέπεται η κατάθεση τροπολογιών στο κείμενο της συμφωνίας ή του πρωτοκόλλου .

7.    Όταν ζητείται από το Κοινοβούλιο να εγκρίνει τη σύναψη, ανανέωση ή τροποποίηση διεθνούς συμφωνίας, λαμβάνει απόφαση με μία μοναδική ψηφοφορία σύμφωνα με το άρθρο 99 .

 

Εάν το Κοινοβούλιο αρνηθεί να παράσχει την έγκρισή του, ο Πρόεδρος ενημερώνει το Συμβούλιο ότι η σχετική συμφωνία δεν μπορεί να συναφθεί, να ανανεωθεί ή να τροποποιηθεί.

 

Με την επιφύλαξη του άρθρου 99 παράγραφος 1β, το Κοινοβούλιο μπορεί να αποφασίσει, βάσει σύστασης της αρμόδιας επιτροπής, να αναστείλει την απόφασή του σχετικά με τη διαδικασία έγκρισης για περίοδο που δεν υπερβαίνει το ένα έτος.

8.   Εάν η γνωμοδότηση του Κοινοβουλίου είναι αρνητική, ο Πρόεδρος ζητεί από το Συμβούλιο να μη συνάψει την εν λόγω συμφωνία.

8.    Όταν ζητείται από το Κοινοβούλιο να γνωμοδοτήσει σχετικά με τη σύναψη, ανανέωση ή τροποποίηση διεθνούς συμφωνίας, δεν γίνονται παραδεκτές τροπολογίες στο κείμενο της συμφωνίας. Με την επιφύλαξη του άρθρου 170 παράγραφος 1, γίνονται παραδεκτές τροπολογίες στο σχέδιο απόφασης του Συμβουλίου.

 

Εάν η γνωμοδότηση του Κοινοβουλίου είναι αρνητική, ο Πρόεδρος ζητεί από το Συμβούλιο να μη συνάψει την εν λόγω συμφωνία.

9.    Εάν το Κοινοβούλιο αρνηθεί να παράσχει την έγκρισή του για διεθνή συμφωνία, ο Πρόεδρος ενημερώνει το Συμβούλιο ότι δεν μπορεί να συναφθεί η σχετική συμφωνία.

 

 

9a.     Οι πρόεδροι και οι εισηγητές της αρμόδιας επιτροπής και, κατά περίπτωση, των συνδεδεμένων επιτροπών, ελέγχουν από κοινού κατά πόσο, σύμφωνα με το άρθρο 218 παράγραφος 10 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Συμβούλιο, η Επιτροπή και ο Αντιπρόεδρος της Επιτροπής / Ύπατος Εκπρόσωπος της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας παρέχουν στο Κοινοβούλιο άμεση, τακτική και πλήρη ενημέρωση, εφόσον απαιτείται, σε εμπιστευτική βάση, σε όλα τα στάδια της προετοιμασίας για τη διαπραγμάτευση, της διαπραγμάτευσης και της σύναψης διεθνών συμφωνιών, περιλαμβανομένης της ενημέρωσης σχετικά με το σχέδιο και το τελικώς εγκριθέν κείμενο των διαπραγματευτικών οδηγιών, καθώς και σχετικά με την εφαρμογή των εν λόγω συμφωνιών.

 

Τροπολογία 129

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 109

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 109

Άρθρο 109

Διαδικασίες που βασίζονται στο άρθρο 218 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε περίπτωση προσωρινής εφαρμογής ή αναστολής διεθνών συμφωνιών ή καθορισμού της θέσης της Ένωσης σε όργανο που συνιστάται από διεθνή συμφωνία

Προσωρινή εφαρμογή ή αναστολή της εφαρμογής διεθνών συμφωνιών ή καθορισμός της θέσης της Ένωσης σε όργανο που έχει συσταθεί από διεθνή συμφωνία

Όταν η Επιτροπή , σύμφωνα με τις υποχρεώσεις της δυνάμει της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της συμφωνίας πλαισίου για τις σχέσεις μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Επιτροπής , ενημερώνει το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για την πρόθεσή της να προτείνει την προσωρινή εφαρμογή ή την αναστολή διεθνούς συμφωνίας, διατυπώνεται δήλωση και πραγματοποιείται συζήτηση στην Ολομέλεια. Το Κοινοβούλιο μπορεί να διατυπώνει συστάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 108 ή το άρθρο 113.

Όταν η Επιτροπή ή ο Αντιπρόεδρος / Ύπατος Εκπρόσωπος ενημερώνουν το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για την πρόθεσή τους να προτείνουν την προσωρινή εφαρμογή ή την αναστολή διεθνούς συμφωνίας , το Κοινοβούλιο μπορεί να καλέσει το Συμβούλιο, την Επιτροπή ή τον Αντιπρόεδρο της Επιτροπής / Ύπατο Εκπρόσωπο της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας να προβούν σε δήλωση , μετά την οποία πραγματοποιείται συζήτηση στην Ολομέλεια. Το Κοινοβούλιο μπορεί να διατυπώνει συστάσεις βάσει έκθεσης της αρμόδιας επιτροπής ή σύμφωνα με το άρθρο 113 , οι οποίες μπορεί να περιλαμβάνουν, πιο συγκεκριμένα, αίτημα προς το Συμβούλιο να μην προβεί σε προσωρινή εφαρμογή μιας συμφωνίας έως ότου το Κοινοβούλιο δώσει την έγκρισή του .

Η ίδια διαδικασία ισχύει όταν η Επιτροπή ενημερώνει το Κοινοβούλιο για πρόταση που αφορά τις θέσεις που πρόκειται να εγκριθούν εξ ονόματος της Ένωσης σε όργανο το οποίο έχει συσταθεί με διεθνή συμφωνία.

Η ίδια διαδικασία ισχύει όταν η Επιτροπή ή ο Αντιπρόεδρος / Ύπατος Εκπρόσωπος προτείνουν θέσεις που πρόκειται να εγκριθούν εξ ονόματος της Ένωσης σε όργανο το οποίο έχει συσταθεί με διεθνή συμφωνία.

Τροπολογία 130

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 110

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 110

Άρθρο 110

Eιδικοί εντεταλμένοι

Eιδικοί εντεταλμένοι

1.   Όταν το Συμβούλιο προτίθεται να διορίσει ειδικό εντεταλμένο σύμφωνα με το άρθρο 33 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ο Πρόεδρος, μετά από αίτηση της αρμόδιας επιτροπής, καλεί το Συμβούλιο να προβεί σε δήλωση και να απαντήσει σε ερωτήσεις σχετικά με την εντολή, τους στόχους και άλλα συναφή θέματα που συνδέονται με τα καθήκοντα και το ρόλο που θα διαδραματίσει ο ειδικός εντεταλμένος.

1.   Όταν το Συμβούλιο προτίθεται να διορίσει ειδικό εντεταλμένο σύμφωνα με το άρθρο 33 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ο Πρόεδρος, μετά από αίτηση της αρμόδιας επιτροπής, καλεί το Συμβούλιο να προβεί σε δήλωση και να απαντήσει σε ερωτήσεις σχετικά με την εντολή, τους στόχους και άλλα συναφή θέματα που συνδέονται με τα καθήκοντα και το ρόλο που θα διαδραματίσει ο ειδικός εντεταλμένος.

2.   Μόλις διορισθεί ο ειδικός εντεταλμένος, αλλά πριν αναλάβει τα καθήκοντά του, ο διορισθείς καλείται να εμφανισθεί ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής, για να προβεί σε δήλωση και να απαντήσει σε ερωτήσεις.

2.   Μόλις διορισθεί ο ειδικός εντεταλμένος, αλλά πριν αναλάβει τα καθήκοντά του, ο διορισθείς καλείται να εμφανισθεί ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής, για να προβεί σε δήλωση και να απαντήσει σε ερωτήσεις.

3.   Εντός τριών μηνών από την ακρόαση αυτή, η αρμόδια επιτροπή μπορεί να διατυπώσει , σύμφωνα με το άρθρο 134 , σύσταση που σχετίζεται άμεσα με τη δήλωση του ειδικού εντεταλμένου και τις απαντήσεις του .

3.   Εντός δύο μηνών από την ακρόαση αυτή, η αρμόδια επιτροπή μπορεί να διατυπώσει συστάσεις προς το Συμβούλιο , την Επιτροπή ή τον Αντιπρόεδρο της Επιτροπής / Ύπατο Εκπρόσωπο της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας, οι οποίες να σχετίζονται άμεσα με τον διορισμό .

4.   Ο ειδικός εντεταλμένος καλείται να τηρεί το Κοινοβούλιο πλήρως και συνεχώς ενήμερο σχετικά με την πρακτική εφαρμογή της εντολής του.

4.   Ο ειδικός εντεταλμένος καλείται να τηρεί το Κοινοβούλιο πλήρως και συνεχώς ενήμερο σχετικά με την πρακτική εφαρμογή της εντολής του.

5.    Ειδικός εντεταλμένος που έχει διορισθεί από το Συμβούλιο με εντολή για συγκεκριμένα πολιτικά θέματα, μπορεί, με πρωτοβουλία του Κοινοβουλίου ή με δική του, να κληθεί να προβεί σε δήλωση στην αρμόδια επιτροπή.

 

Τροπολογία 131

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 111

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 111

Άρθρο 111

Διεθνής εκπροσώπηση

Διεθνής εκπροσώπηση

1.   Όταν ορισθεί ο υποψήφιος επικεφαλής εξωτερικής αντιπροσωπείας της Ένωσης, μπορεί να κληθεί να εμφανισθεί ενώπιον του αρμοδίου οργάνου του Κοινοβουλίου για να προβεί σε δήλωση και να απαντήσει σε ερωτήσεις.

1.   Όταν ορισθεί ο υποψήφιος επικεφαλής εξωτερικής αντιπροσωπείας της Ένωσης, μπορεί να κληθεί να εμφανισθεί ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής για να προβεί σε δήλωση και να απαντήσει σε ερωτήσεις.

2.   Εντός τριών μηνών από την ακρόαση που προβλέπεται στην παράγραφο 1, η αρμόδια επιτροπή μπορεί ή να εγκρίνει ψήφισμα ή να διατυπώσει σύσταση που σχετίζεται άμεσα με την πραγματοποιηθείσα δήλωση και τις δοθείσες απαντήσεις .

2.   Εντός δύο μηνών από την ακρόαση που προβλέπεται στην παράγραφο 1, η αρμόδια επιτροπή μπορεί ή να εγκρίνει ψήφισμα ή να διατυπώσει σύσταση που σχετίζεται άμεσα με τον διορισμό .

Τροπολογία 132

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 112

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 112

Άρθρο 113α

Διαβούλευση και ενημέρωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο πλαίσιο της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας

Διαβούλευση και ενημέρωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο πλαίσιο της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας

Όταν ζητείται η γνώμη του Κοινοβουλίου σύμφωνα με το άρθρο 36 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, το ζήτημα παραπέμπεται στην αρμόδια επιτροπή, η οποία μπορεί να διατυπώσει συστάσεις σύμφωνα με το άρθρο 113 του Κανονισμού.

1.   Όταν ζητείται η γνώμη του Κοινοβουλίου σύμφωνα με το άρθρο 36 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, το ζήτημα παραπέμπεται στην αρμόδια επιτροπή, η οποία μπορεί να εκπονήσει σχέδιο συστάσεων σύμφωνα με το άρθρο 113 του Κανονισμού.

2.   Οι ενδιαφερόμενες επιτροπές διασφαλίζουν ότι ο Αντιπρόεδρος της Επιτροπής/Ύπατος Εκπρόσωπος της Ένωσης για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας τους παρέχει τακτική και έγκαιρη ενημέρωση για τις εξελίξεις και την εφαρμογή της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας της Ένωσης, το προβλεπόμενο κόστος κάθε φορά που εγκρίνεται απόφαση στο πεδίο της εν λόγω πολιτικής η οποία συνεπάγεται δημοσιονομικές επιπτώσεις και όλες τις άλλες δημοσιονομικές πλευρές που σχετίζονται με την εκτέλεση δράσεων της εν λόγω πολιτικής. Κατ’ εξαίρεση, μια επιτροπή μπορεί, μετά από αίτηση του Αντιπροέδρου/Ύπατου Εκπροσώπου, να αποφασίσει να συνεδριάσει κεκλεισμένων των θυρών.

2.   Οι ενδιαφερόμενες επιτροπές διασφαλίζουν ότι ο Αντιπρόεδρος της Επιτροπής/Ύπατος Εκπρόσωπος της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής καιπολιτικής ασφάλειας τους παρέχει τακτική και έγκαιρη ενημέρωση για τις εξελίξεις και την εφαρμογή της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας της Ένωσης, το προβλεπόμενο κόστος κάθε φορά που εγκρίνεται απόφαση στο πεδίο της εν λόγω πολιτικής η οποία συνεπάγεται δημοσιονομικές επιπτώσεις και όλες τις άλλες δημοσιονομικές πλευρές που σχετίζονται με την εκτέλεση δράσεων της εν λόγω πολιτικής. Κατ’ εξαίρεση, μια επιτροπή μπορεί, μετά από αίτηση του Αντιπροέδρου/Ύπατου Εκπροσώπου, να αποφασίσει να συνεδριάσει κεκλεισμένων των θυρών.

3.   Δύο φορές το χρόνο διεξάγεται συζήτηση σχετικά με το έγγραφο διαβούλευσης που συντάσσει ο Αντιπρόεδρος/Ύπατος Εκπρόσωπος όσον αφορά τις κύριες πτυχές και τις βασικές επιλογές της κοινής εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφαλείας, συμπεριλαμβανομένης της κοινής πολιτικής για την ασφάλεια και την άμυνα καθώς και των δημοσιονομικών επιπτώσεων στον προϋπολογισμό της Ένωσης. Εφαρμόζονται εν προκειμένω οι διαδικασίες του άρθρου 123.

3.   Δύο φορές το χρόνο διεξάγεται συζήτηση σχετικά με το έγγραφο διαβούλευσης που συντάσσει ο Αντιπρόεδρος/Ύπατος Εκπρόσωπος όσον αφορά τις κύριες πτυχές και τις βασικές επιλογές της κοινής εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφαλείας, συμπεριλαμβανομένης της κοινής πολιτικής για την ασφάλεια και την άμυνα καθώς και των δημοσιονομικών επιπτώσεων στον προϋπολογισμό της Ένωσης. Εφαρμόζονται εν προκειμένω οι διαδικασίες του άρθρου 123.

(Βλ. επίσης την ερμηνεία στο άρθρο 134.)

 

4.   Ο Αντιπρόεδρος/Ύπατος Εκπρόσωπος πρέπει να καλείται να παρευρίσκεται σε κάθε συζήτηση στην Ολομέλεια που αφορά την εξωτερική πολιτική, την πολιτική ασφαλείας ή την αμυντική πολιτική.

4.   Ο Αντιπρόεδρος/Ύπατος Εκπρόσωπος πρέπει να καλείται να παρευρίσκεται σε κάθε συζήτηση στην Ολομέλεια που αφορά την εξωτερική πολιτική, την πολιτική ασφαλείας ή την αμυντική πολιτική.

 

(Το παρόν άρθρο τροποποιείται και μεταφέρεται μετά το άρθρο 113, συνεπώς περιλαμβάνεται στο νέο κεφάλαιο 2α).

Τροπολογία 133

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Τίτλος III — κεφάλαιο 2 α — τίτλος (νέος)

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2A

 

ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

 

(Ενσωματώνεται πριν το άρθρο 113)

Τροπολογία 134

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 113

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 113

Άρθρο 113

Συστάσεις στο πλαίσιο της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας

Συστάσεις σχετικά με τις εξωτερικές πολιτικές της Ένωσης

1.   Η επιτροπή που είναι αρμόδια για την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφαλείας , αφού λάβει την άδεια από τη Διάσκεψη των Προέδρων ή μετά από πρόταση κατά την έννοια του άρθρου 134, έχει δικαίωμα να διατυπώσει συστάσεις προς το Συμβούλιο για θέματα της αρμοδιότητάς της .

1.   Η αρμόδια επιτροπή έχει δικαίωμα να εκπονήσει σχέδια συστάσεων προς το Συμβούλιο, την Επιτροπή ή τον Αντιπρόεδρο της Επιτροπής / Ύπατο Εκπρόσωπο της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας σχετικά με θέματα του τίτλου V της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (εξωτερική δράση της Ένωσης) ή σε περιπτώσεις κατά τις οποίες μια διεθνής συμφωνία που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 108 δεν έχει παραπεμφθεί στο Κοινοβούλιο ή το Κοινοβούλιο δεν έχει ενημερωθεί σχετικά σύμφωνα με το άρθρο 109 .

2.   Σε περιπτώσεις κατεπείγοντος, η άδεια που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο μπορεί να χορηγηθεί από τον Πρόεδρο, ο  οποίος μπορεί επίσης να επιτρέψει την επείγουσα συνεδρίαση της ενδιαφερόμενης επιτροπής.

2.   Σε περιπτώσεις κατεπείγοντος, ο  Πρόεδρος μπορεί επιτρέψει την επείγουσα συνεδρίαση της ενδιαφερόμενης επιτροπής.

3.   Στο πλαίσιο της διαδικασίας έγκρισης των συστάσεων αυτών , οι οποίες πρέπει να τίθενται σε ψηφοφορία υπό τη μορφή γραπτού κειμένου , δεν εφαρμόζεται το άρθρο 158 και επιτρέπεται η κατάθεση προφορικών τροπολογιών .

3.   Στο πλαίσιο της διαδικασίας έγκρισης αυτών των σχεδίων συστάσεων σε επίπεδο επιτροπών , είναι απαραίτητο να τεθεί σε ψηφοφορία γραπτό κείμενο .

Η μη εφαρμογή του άρθρου 158 δεν είναι δυνατή παρά μόνο σε επιτροπή και μόνο σε επείγουσες περιπτώσεις. Στις συνεδριάσεις επιτροπής που δεν χαρακτηρίζονται ως επείγουσες και στη συνεδρίαση Ολομέλειας δεν επιτρέπεται η παρέκκλιση από τις διατάξεις του άρθρου 158.

 

Η διάταξη που επιτρέπει την υποβολή προφορικών τροπολογιών έχει το νόημα ότι οι βουλευτές δεν μπορούν να αντιταχθούν στη θέση σε ψηφοφορία προφορικών τροπολογιών σε επιτροπή.

 

 

3α.     Στις περιπτώσεις κατεπείγοντος της παραγράφου 2, το άρθρο 158 δεν εφαρμόζεται σε επίπεδο επιτροπών, ενώ γίνονται παραδεκτές προφορικές τροπολογίες. Οι βουλευτές δεν μπορούν να αντιταχθούν στη θέση προφορικών τροπολογιών σε ψηφοφορία σε επίπεδο επιτροπών.

4.    Οι συστάσεις που διατυπώνονται με τον τρόπο αυτό εγγράφονται στην ημερήσια διάταξη της περιόδου συνόδου που ακολουθεί αμέσως μετά την υποβολή τους. Σε περίπτωση κατεπείγοντος που αποφασίζεται από τον Πρόεδρο, οι συστάσεις μπορούν να εγγραφούν στην ημερήσια διάταξη της τρέχουσας περιόδου συνόδου. Οι συστάσεις θεωρούνται εγκριθείσες, εκτός εάν τουλάχιστον σαράντα βουλευτές εκφράσουν την αντίρρησή τους γραπτώς πριν από την έναρξη της περιόδου συνόδου· στην περίπτωση αυτή, οι συστάσεις της αρμόδιας επιτροπής τίθενται σε συζήτηση και ψηφοφορία στο πλαίσιο της ημερήσιας διάταξης της ίδιας περιόδου συνόδου. Μια πολιτική ομάδα ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτές μπορούν να καταθέσουν τροπολογίες.

4.    Τα σχέδια συστάσεων που εκπονούνται από την επιτροπή εγγράφονται στην ημερήσια διάταξη της περιόδου συνόδου που ακολουθεί αμέσως μετά την υποβολή τους. Σε περίπτωση κατεπείγοντος που αποφασίζεται από τον Πρόεδρο, οι συστάσεις μπορούν να εγγραφούν στην ημερήσια διάταξη της τρέχουσας περιόδου συνόδου.

 

4α.     Οι συστάσεις θεωρούνται εγκριθείσες, εκτός εάν τουλάχιστον σαράντα βουλευτές εκφράσουν την αντίρρησή τους γραπτώς πριν από την έναρξη της περιόδου συνόδου. Όταν υποβάλλεται τέτοια αντίρρηση, τα σχέδια συστάσεων της επιτροπής περιλαμβάνονται στην ημερήσια διάταξη της ίδιας περιόδου συνόδου. Τέτοιες συστάσεις αποτελούν αντικείμενο συζήτησης και τυχόν τροπολογία που κατατίθεται από πολιτική ομάδα ή από τουλάχιστον σαράντα βουλευτές τίθεται σε ψηφοφορία.

Τροπολογία 135

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 114

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 114

Άρθρο 114

Παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων

Παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων

Σε κάθε περίοδο συνόδου κάθε αρμόδια επιτροπή μπορεί, χωρίς να ζητήσει εξουσιοδότηση, να υποβάλει ψήφισμα, με βάση τη διαδικασία του άρθρου 113 παράγραφος 4 σχετικά με περιπτώσεις παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Σε κάθε περίοδο συνόδου κάθε αρμόδια επιτροπή μπορεί, χωρίς να ζητήσει εξουσιοδότηση, να υποβάλει ψήφισμα, με βάση τη διαδικασία του άρθρου 113 παράγραφοι 4 και 4α σχετικά με περιπτώσεις παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Τροπολογία 136

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 115

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 115

Άρθρο 115

Διαφάνεια των δραστηριοτήτων του Κοινοβουλίου

Διαφάνεια των δραστηριοτήτων του Κοινοβουλίου

1.   Το Κοινοβούλιο μεριμνά για τη μεγαλύτερη δυνατή διαφάνεια των δραστηριοτήτων του, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 δεύτερο εδάφιο της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, του άρθρου 15 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και του άρθρου 42 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

1.   Το Κοινοβούλιο μεριμνά για τη μεγαλύτερη δυνατή διαφάνεια των δραστηριοτήτων του, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 δεύτερο εδάφιο της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, του άρθρου 15 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και του άρθρου 42 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.   Οι συζητήσεις του Κοινοβουλίου διεξάγονται δημοσίως.

2.   Οι συζητήσεις του Κοινοβουλίου διεξάγονται δημοσίως.

3.   Οι επιτροπές του Κοινοβουλίου συνεδριάζουν κατά κανόνα δημοσίως. Ωστόσο, οι επιτροπές μπορούν να αποφασίσουν, το αργότερο κατά την έγκριση της ημερήσιας διάταξης της σχετικής συνεδρίασης, να χωρίσουν την ημερήσια διάταξη συγκεκριμένης συνεδρίασης σε θέματα εξεταζόμενα δημοσίως και σε θέματα εξεταζόμενα κεκλεισμένων των θυρών. Αν η συνεδρίαση διεξαχθεί κεκλεισμένων των θυρών, η επιτροπή μπορεί να θέσει τα έγγραφα και τα πρακτικά της συνεδρίασης στη διάθεση του κοινού , σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφοι 1 έως 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων περί του απορρήτου, εφαρμόζεται το άρθρο 166 του Κανονισμού.

3.   Οι επιτροπές του Κοινοβουλίου συνεδριάζουν κατά κανόνα δημοσίως. Ωστόσο, οι επιτροπές μπορούν να αποφασίσουν, το αργότερο κατά την έγκριση της ημερήσιας διάταξης της σχετικής συνεδρίασης, να χωρίσουν την ημερήσια διάταξη συγκεκριμένης συνεδρίασης σε θέματα εξεταζόμενα δημοσίως και σε θέματα εξεταζόμενα κεκλεισμένων των θυρών. Αν η συνεδρίαση διεξαχθεί κεκλεισμένων των θυρών, η επιτροπή μπορεί να αποφασίσει να θέσει τα έγγραφα της συνεδρίασης στη διάθεση του κοινού.

4.    Η εξέταση από την αρμόδια επιτροπή των αιτήσεων που υπόκεινται στις διαδικασίες τις σχετικές με την ασυλία, σύμφωνα με το άρθρο 9, λαμβάνει πάντα χώρα κεκλεισμένων των θυρών.

 

Τροπολογία 137

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 116

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 116

Άρθρο 116

Πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα

Πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα

1.   Οι ευρωπαίοι πολίτες, καθώς και τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που κατοικούν ή έχουν την καταστατική έδρα τους σε κράτος μέλος έχουν το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα του Κοινοβουλίου σύμφωνα με το άρθρο 15 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπό την επιφύλαξη των αρχών, όρων και περιορισμών που θέτει ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και βάσει των ειδικών διατάξεων που περιέχονται στον παρόντα Κανονισμό .

1.   Οι ευρωπαίοι πολίτες, καθώς και τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που κατοικούν ή έχουν την καταστατική έδρα τους σε κράτος μέλος έχουν το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα του Κοινοβουλίου σύμφωνα με το άρθρο 15 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπό την επιφύλαξη των αρχών, όρων και περιορισμών που θέτει ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

Στο μέτρο του δυνατού, επιτρέπεται η πρόσβαση στα έγγραφα του Κοινοβουλίου κατά τον ίδιο τρόπο και σε άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα.

Στο μέτρο του δυνατού, επιτρέπεται η πρόσβαση στα έγγραφα του Κοινοβουλίου κατά τον ίδιο τρόπο και σε άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα.

Για λόγους πληροφόρησης, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 δημοσιεύεται κατά τον ίδιο τρόπο με τον παρόντα Κανονισμό  (15) .

 

2.   Για τους σκοπούς της πρόσβασης στα έγγραφα, ως έγγραφο του Κοινοβουλίου νοείται οποιοδήποτε περιεχόμενο κατά την έννοια του άρθρου 3 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 το οποίο συντάσσεται ή παραλαμβάνεται από υπαλλήλους του Κοινοβουλίου υπό την έννοια του Τίτλου I Κεφάλαιο 2 του παρόντος Κανονισμού από τα όργανα, τις επιτροπές ή τις διακοινοβουλευτικές αντιπροσωπείες του Κοινοβουλίου, καθώς και από τη Γραμματεία του Κοινοβουλίου.

2.   Για τους σκοπούς της πρόσβασης στα έγγραφα, ως έγγραφο του Κοινοβουλίου νοείται οποιοδήποτε περιεχόμενο κατά την έννοια του άρθρου 3 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 το οποίο συντάσσεται ή παραλαμβάνεται από υπαλλήλους του Κοινοβουλίου υπό την έννοια του Τίτλου I Κεφάλαιο 2 του παρόντος Κανονισμού από τα όργανα, τις επιτροπές ή τις διακοινοβουλευτικές αντιπροσωπείες του Κοινοβουλίου, καθώς και από τη Γραμματεία του Κοινοβουλίου.

Έγγραφα που συνέταξαν μεμονωμένοι βουλευτές ή πολιτικές ομάδες θεωρούνται έγγραφα του Κοινοβουλίου όσον αφορά τους όρους της πρόσβασης στα έγγραφα, εφόσον και μόνο έχουν κατατεθεί σύμφωνα με τον Κανονισμό.

Σύμφωνα με το άρθρο 4 του Καθεστώτος των Βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, έγγραφα που συνέταξαν μεμονωμένοι βουλευτές ή πολιτικές ομάδες θεωρούνται έγγραφα του Κοινοβουλίου όσον αφορά τους όρους της πρόσβασης στα έγγραφα, εφόσον και μόνο έχουν κατατεθεί σύμφωνα με τον Κανονισμό.

Το Προεδρείο θεσπίζει κανόνες προκειμένου να εξασφαλισθεί η καταχώριση όλων των απαραίτητων εγγράφων του Κοινοβουλίου.

Το Προεδρείο θεσπίζει κανόνες προκειμένου να εξασφαλισθεί η καταχώριση όλων των απαραίτητων εγγράφων του Κοινοβουλίου.

3.   Το Κοινοβούλιο τηρεί μητρώο των εγγράφων του. Μέσω του μητρώου παρέχεται, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1049/2001, άμεση πρόσβαση στα νομοθετικά έγγραφα και σε ορισμένες άλλες κατηγορίες εγγράφων. Το μητρώο συμπεριλαμβάνει, στο μέτρο του δυνατού, στοιχεία αναφοράς για τα άλλα έγγραφα του Κοινοβουλίου.

3.   Το Κοινοβούλιο τηρεί ιστότοπο με δημόσιο μητρώο των εγγράφων του. Μέσω του ιστοτόπου του δημόσιου μητρώου του Κοινοβουλίου παρέχεται, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1049/2001, άμεση πρόσβαση στα νομοθετικά έγγραφα και σε ορισμένες άλλες κατηγορίες εγγράφων. Ο ιστότοπος του δημόσιου μητρώου συμπεριλαμβάνει, στο μέτρο του δυνατού, στοιχεία αναφοράς για τα άλλα έγγραφα του Κοινοβουλίου.

Οι κατηγορίες των εγγράφων στα οποία επιτρέπεται άμεση πρόσβαση περιέχονται σε κατάλογο που εγκρίνεται από το Προεδρείο και δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα του Κοινοβουλίου. Ο εν λόγω κατάλογος δεν περιορίζει το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα που δεν εμπίπτουν στις κατηγορίες του καταλόγου· τα έγγραφα αυτά διατίθενται μετά από γραπτή αίτηση.

Οι κατηγορίες των εγγράφων στα οποία επιτρέπεται άμεση πρόσβαση μέσω του ιστοτόπου του δημοσίου μητρώου του Κοινοβουλίου περιέχονται σε κατάλογο που εγκρίνεται από το Προεδρείο και δημοσιεύεται στον ιστότοπο του δημοσίου μητρώου του Κοινοβουλίου. Ο εν λόγω κατάλογος δεν περιορίζει το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα που δεν εμπίπτουν στις κατηγορίες του καταλόγου· τα έγγραφα αυτά μπορούν να καταστούν διαθέσιμα μετά από γραπτή αίτηση σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 .

Το Προεδρείο μπορεί να θεσπίσει κανόνες , σύμφωνους προς τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 , σχετικά με τις λεπτομέρειες της πρόσβασης , οι οποίοι δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το Προεδρείο θεσπίζει κανόνες σχετικά με την πρόσβαση σε έγγραφα , σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1049/2001, οι οποίοι δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

4.   Το Προεδρείο προσδιορίζει τις αρχές που είναι αρμόδιες για την επεξεργασία των αρχικών αιτήσεων (άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001) και εγκρίνει αποφάσεις σχετικά με τις επιβεβαιωτικές αιτήσεις (άρθρο 8 του ανωτέρω κανονισμού) και τις αιτήσεις για ευαίσθητα έγγραφα (άρθρο 9 του ανωτέρω κανονισμού).

4.   Το Προεδρείο προσδιορίζει τις αρχές που είναι αρμόδιες για την επεξεργασία των αρχικών αιτήσεων (άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001) και για την έγκριση αποφάσεων σχετικά με τις επιβεβαιωτικές αιτήσεις (άρθρο 8 του ανωτέρω κανονισμού) και σχετικά με τις αιτήσεις για πρόσβαση σε ευαίσθητα έγγραφα (άρθρο 9 του ανωτέρω κανονισμού).

5.    Η Διάσκεψη των Προέδρων ορίζει αντιπροσώπους του Κοινοβουλίου στη διοργανική επιτροπή που συγκροτείται βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001.

 

6.   Η εποπτεία της επεξεργασίας των αιτήσεων για πρόσβαση στα έγγραφα ανατίθεται σε έναν/μία από τους/τις Αντιπροέδρους.

6.   Η εποπτεία της επεξεργασίας των αιτήσεων για πρόσβαση στα έγγραφα ανατίθεται σε έναν/μία από τους/τις Αντιπροέδρους.

 

6a.     Το Προεδρείο εγκρίνει την ετήσια έκθεση που αναφέρεται στο άρθρο 17 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001.

7.   Η αρμόδια επιτροπή του Κοινοβουλίου συντάσσει, βάσει πληροφοριών που παρέχονται από το Προεδρείο και άλλες πηγές, την ετήσια έκθεση που προβλέπει το άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 και την υποβάλλει στην Ολομέλεια .

7.   Η αρμόδια επιτροπή του Κοινοβουλίου εξετάζει τακτικά τη διαφάνεια των δραστηριοτήτων του Κοινοβουλίου και υποβάλλει στην Ολομέλεια έκθεση με τα συμπεράσματα και τις συστάσεις της .

Επίσης, η αρμόδια επιτροπή εξετάζει και αξιολογεί τις εκθέσεις που εγκρίνονται από άλλα θεσμικά και άλλα όργανα σύμφωνα με το άρθρο 17 του ανωτέρω κανονισμού.

Επίσης, η αρμόδια επιτροπή μπορεί να εξετάζει και αξιολογεί τις εκθέσεις που εγκρίνονται από άλλα θεσμικά και άλλα όργανα σύμφωνα με το άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 .

 

7α.     Η Διάσκεψη των Προέδρων ορίζει αντιπροσώπους του Κοινοβουλίου στη διοργανική επιτροπή που συγκροτείται βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001.

 

Τροπολογία 138

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 116 α (νέο)

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

 

Άρθρο 116α

 

Πρόσβαση στο Κοινοβούλιο

 

1.    Οι κάρτες ελευθέρας εισόδου για τους βουλευτές, τους βοηθούς βουλευτών και τρίτους χορηγούνται βάσει των κανόνων που καθορίζει το Προεδρείο. Οι κανόνες αυτοί διέπουν επίσης τη χρήση και την αφαίρεση των καρτών ελευθέρας εισόδου.

 

2.    Κάρτες ελευθέρας εισόδου δεν χορηγούνται σε άτομα του περιβάλλοντος βουλευτή που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με το μητρώο διαφάνειας για οργανώσεις και αυτοαπασχολούμενα άτομα που συμμετέχουν στη διαμόρφωση και εφαρμογή των πολιτικών της ΕΕ  () .

 

3.    Οι φορείς που εγγράφονται στο μητρώο διαφάνειας και οι εκπρόσωποί τους, για τους οποίους έχει εκδοθεί κάρτα ελευθέρας εισόδου μακράς διαρκείας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, οφείλουν να τηρούν:

 

τον κώδικα δεοντολογίας για εγγεγραμμένους στο μητρώο, ο οποίος επισυνάπτεται στη συμφωνία·

 

τις διαδικασίες και τις άλλες υποχρεώσεις που ορίζονται από τη συμφωνία· και

 

τις διατάξεις εφαρμογής του παρόντος άρθρου.

 

Με την επιφύλαξη του εφαρμοσίμου των γενικών κανόνων που διέπουν την αφαίρεση ή προσωρινή απενεργοποίηση των καρτών ελευθέρας εισόδου μακράς διαρκείας και, εφόσον δεν συντρέχουν σοβαροί λόγοι περί του αντιθέτου, ο Γενικός Γραμματέας, με έγκριση των Κοσμητόρων, αφαιρεί ή απενεργοποιεί την κάρτα ελευθέρας εισόδου μακράς διαρκείας, όταν ο κάτοχός της έχει διαγραφεί από το μητρώο διαφάνειας λόγω παραβίασης του κώδικα δεοντολογίας των εγγεγραμμένων στο μητρώο, ή είναι ένοχος σοβαρής αθέτησης των υποχρεώσεων που ορίζονται στην παρούσα παράγραφο, ή αρνήθηκε να ανταποκριθεί σε επίσημη πρόσκληση να παραστεί σε ακρόαση ή σε συνεδρίαση επιτροπής ή σε εξεταστική επιτροπή χωρίς επαρκή αιτιολόγηση.

 

4.    Οι Κοσμήτορες μπορούν να ορίζουν σε ποιο βαθμό ο κώδικας δεοντολογίας που αναφέρεται στην παράγραφο 2 έχει εφαρμογή σε πρόσωπα τα οποία, παρά το ότι κατέχουν κάρτα ελευθέρας εισόδου μακράς διαρκείας, δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας.

 

5.    Το Προεδρείο, ύστερα από πρόταση του Γενικού Γραμματέα, θεσπίζει τα απαραίτητα μέτρα για την εφαρμογή του μητρώου διαφάνειας, σύμφωνα με τις διατάξεις της συμφωνίας για την καθιέρωση του εν λόγω μητρώου.

 

Τροπολογία 139

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 117

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 117

Άρθρο 117

Εκλογή του Προέδρου της Επιτροπής

Εκλογή του Προέδρου της Επιτροπής

1.   Αφού το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο προτείνει τον υποψήφιο Πρόεδρο της Επιτροπής, ο Πρόεδρος ζητεί από τον υποψήφιο να προβεί σε δήλωση και να παρουσιάσει τις πολιτικές του κατευθύνσεις ενώπιον της Ολομέλειας. Μετά τη δήλωση ακολουθεί συζήτηση.

1.   Αφού το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο προτείνει τον υποψήφιο Πρόεδρο της Επιτροπής, ο Πρόεδρος ζητεί από τον υποψήφιο να προβεί σε δήλωση και να παρουσιάσει τις πολιτικές του κατευθύνσεις ενώπιον της Ολομέλειας. Μετά τη δήλωση ακολουθεί συζήτηση.

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο καλείται να συμμετάσχει στη συζήτηση.

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο καλείται να συμμετάσχει στη συζήτηση.

2.   Το Κοινοβούλιο εκλέγει τον Πρόεδρο της Επιτροπής με την πλειοψηφία των μελών που το απαρτίζουν.

2.    Σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 7 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, το Κοινοβούλιο εκλέγει τον Πρόεδρο της Επιτροπής με την πλειοψηφία των μελών που το απαρτίζουν.

Η ψηφοφορία είναι μυστική.

Η ψηφοφορία είναι μυστική.

3.   Εάν ο υποψήφιος εκλεγεί, ο Πρόεδρος ενημερώνει σχετικώς το Συμβούλιο και το καλεί, όπως και τον εκλεγέντα ως Πρόεδρο της Επιτροπής, να ορίσουν με κοινή συμφωνία τους υποψηφίους για τις διάφορες θέσεις Επιτρόπων.

3.   Εάν ο υποψήφιος εκλεγεί, ο Πρόεδρος ενημερώνει σχετικώς το Συμβούλιο και το καλεί, όπως και τον εκλεγέντα ως Πρόεδρο της Επιτροπής, να ορίσουν με κοινή συμφωνία τους υποψηφίους για τις διάφορες θέσεις Επιτρόπων.

4.   Εάν ο υποψήφιος δεν συγκεντρώνει την απαιτούμενη πλειοψηφία, ο Πρόεδρος καλεί το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο να προτείνει εντός ενός μηνός νέο υποψήφιο, ο οποίος εκλέγεται σύμφωνα με την ίδια διαδικασία.

4.   Εάν ο υποψήφιος δεν συγκεντρώνει την απαιτούμενη πλειοψηφία, ο Πρόεδρος καλεί το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο να προτείνει εντός ενός μηνός νέο υποψήφιο, ο οποίος εκλέγεται σύμφωνα με την ίδια διαδικασία.

Τροπολογία 140

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 118

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 118

Άρθρο 118

Εκλογή της Επιτροπής

Εκλογή της Επιτροπής

 

- 1.     Ο Πρόεδρος καλεί τον εκλεγέντα Πρόεδρο της Επιτροπής να ενημερώσει το Κοινοβούλιο για την κατανομή των χαρτοφυλακίων στο προταθέν Σώμα των Επιτρόπων σύμφωνα με τις πολιτικές του κατευθύνσεις.

1.   Ο Πρόεδρος, μετά από διαβούλευση με τον εκλεγέντα Πρόεδρο της Επιτροπής, ζητεί από τους υποψηφίους που έχουν προταθεί από τον εκλεγέντα Πρόεδρο της Επιτροπής και το Συμβούλιο για τις διάφορες θέσεις της Επιτροπής να παρουσιασθούν ενώπιον της αντίστοιχης κοινοβουλευτικής επιτροπής σύμφωνα με τον πιθανό τομέα της αρμοδιότητάς τους. Οι εν λόγω ακροάσεις είναι δημόσιες.

1.   Ο Πρόεδρος, μετά από διαβούλευση με τον εκλεγέντα Πρόεδρο της Επιτροπής, ζητεί από τους υποψηφίους που έχουν προταθεί από τον εκλεγέντα Πρόεδρο της Επιτροπής και το Συμβούλιο για τις διάφορες θέσεις της Επιτροπής να παρουσιασθούν ενώπιον της αντίστοιχης κοινοβουλευτικής επιτροπής ή οργάνου σύμφωνα με τον πιθανό τομέα της αρμοδιότητάς τους.

 

1α.     Οι ακροάσεις πραγματοποιούνται από τις επιτροπές.

 

Κατ’ εξαίρεση, μια ακρόαση μπορεί να διενεργηθεί υπό άλλη μορφή, όταν ορισθείς Επίτροπος έχει αρμοδιότητες που είναι πρωτίστως οριζόντιες, εφόσον συμμετέχουν στην ακρόαση οι αρμόδιες επιτροπές. Οι ακροάσεις είναι δημόσιες.

2.    Ο Πρόεδρος μπορεί να καλέσει τον εκλεγέντα Πρόεδρο της Επιτροπής να ενημερώσει το Κοινοβούλιο για την κατανομή των χαρτοφυλακίων στο προταθέν Σώμα των Επιτρόπων σύμφωνα με τις πολιτικές του κατευθύνσεις.

 

3.   Η αντίστοιχη επιτροπή ή οι αντίστοιχες επιτροπές καλούν τον ορισθέντα Επίτροπο να προβεί σε δήλωση και να απαντήσει σε ερωτήσεις. Οι ακροάσεις οργανώνονται κατά τέτοιον τρόπο, ώστε οι ορισθέντες Επίτροποι να παρέχουν στο Κοινοβούλιο κάθε σημαντική πληροφορία. Οι διατάξεις που διέπουν την οργάνωση των ακροάσεων εκτίθενται σε παράρτημα του Κανονισμού (16).

3.   Η αντίστοιχη επιτροπή ή οι αντίστοιχες επιτροπές καλούν τον ορισθέντα Επίτροπο να προβεί σε δήλωση και να απαντήσει σε ερωτήσεις. Οι ακροάσεις οργανώνονται κατά τέτοιον τρόπο, ώστε οι ορισθέντες Επίτροποι να παρέχουν στο Κοινοβούλιο κάθε σημαντική πληροφορία. Οι διατάξεις που διέπουν την οργάνωση των ακροάσεων εκτίθενται σε παράρτημα του Κανονισμού16.

4.   Ο εκλεγείς Πρόεδρος παρουσιάζει το Σώμα των Επιτρόπων και το πρόγραμμά του ενώπιον της Ολομέλειας του Κοινοβουλίου, ενώ καλούνται να συμμετάσχουν ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και ο Πρόεδρος του Συμβουλίου. Μετά τη δήλωση ακολουθεί συζήτηση.

4.   Ο εκλεγείς Πρόεδρος καλείται να παρουσιάσει το Σώμα των Επιτρόπων και το πρόγραμμά του ενώπιον της Ολομέλειας του Κοινοβουλίου, ενώ καλούνται να συμμετάσχουν ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και ο Πρόεδρος του Συμβουλίου. Μετά τη δήλωση ακολουθεί συζήτηση.

5.   Για την ολοκλήρωση της συζήτησης, οι πολιτικές ομάδες ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτές μπορούν να υποβάλουν πρόταση ψηφίσματος. Εφαρμόζεται το άρθρο 123 παράγραφοι 3 , 4 και 5.

5.   Για την ολοκλήρωση της συζήτησης, οι πολιτικές ομάδες ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτές μπορούν να υποβάλουν πρόταση ψηφίσματος. Εφαρμόζεται το άρθρο 123 παράγραφοι 3 έως 5β .

Το Κοινοβούλιο, μετά την ψηφοφορία επί της πρότασης ψηφίσματος, εκλέγει ή απορρίπτει την Επιτροπή με την πλειοψηφία των ψηφισάντων.

 

Η ψηφοφορία είναι μυστική.

 

Το Κοινοβούλιο μπορεί να αναβάλει τη διεξαγωγή της ψηφοφορίας για την επόμενη σύνοδο.

 

 

5α.     Το Κοινοβούλιο, μετά την ψηφοφορία επί της πρότασης ψηφίσματος, εκλέγει ή απορρίπτει την Επιτροπή με την πλειοψηφία των ψηφισάντων, με ψηφοφορία με ονομαστική κλήση. Το Κοινοβούλιο μπορεί να αναβάλει τη διεξαγωγή της ψηφοφορίας για την επόμενη σύνοδο.

6.   Ο Πρόεδρος γνωστοποιεί στο Συμβούλιο την εκλογή ή την απόρριψη της Επιτροπής.

6.   Ο Πρόεδρος γνωστοποιεί στο Συμβούλιο την εκλογή ή την απόρριψη της Επιτροπής.

7.   Σε περίπτωση ουσιώδους μεταβολής των χαρτοφυλακίων στο πλαίσιο της Επιτροπής κατά τη διάρκεια της θητείας της, πλήρωσης κενής έδρας ή ορισμού νέου Επιτρόπου λόγω της προσχώρησης νέου κράτους μέλους, τα μέλη της Επιτροπής τα οποία αφορά η αλλαγή αυτή καλούνται να εμφανισθούν ενώπιον των επιτροπών που είναι επιφορτισμένες με τους τομείς αρμοδιότητάς τους , σύμφωνα με την παράγραφο 3.

7.   Σε περίπτωση ουσιώδους μεταβολής των χαρτοφυλακίων ή αλλαγής στη σύνθεση της Επιτροπής κατά τη διάρκεια της θητείας της, τα μέλη της Επιτροπής τα οποία αφορά η αλλαγή αυτή ή οι λοιποί ορισθέντες Επίτροποι καλούνται να συμμετάσχουν σε ακρόαση , σύμφωνα με τις παραγράφους 1α και 3.

 

7α.     Σε περίπτωση τροποποίησης του χαρτοφυλακίου ή των οικονομικών συμφερόντων Επιτρόπου κατά τη διάρκεια της θητείας του, η υπόθεση υπόκειται στον έλεγχο του Κοινοβουλίου σύμφωνα με το παράρτημα XVI.

 

Εάν διαπιστωθεί σύγκρουση συμφερόντων κατά τη διάρκεια της θητείας Επιτρόπου και ο Πρόεδρος της Επιτροπής δεν ακολουθήσει τις συστάσεις του Κοινοβουλίου προκειμένου να επιλύσει τη σύγκρουση συμφερόντων, το Κοινοβούλιο δύναται να ζητήσει από τον Πρόεδρο της Επιτροπής να αποσύρει την εμπιστοσύνη του στον εν λόγω Επίτροπο, σύμφωνα με το άρθρο 5 της συμφωνίας-πλαίσιο για τις σχέσεις μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, καθώς και, όπου αρμόζει, να ενεργήσει προκειμένου να στερήσει από τον εν λόγω Επίτροπο το δικαίωμα συνταξιοδότησης ή άλλων παροχών αντί συνταξιοδότησης σύμφωνα με τη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 245 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

Τροπολογία 141

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 118 α (νέο)

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

 

Άρθρο 118α

 

Πολυετής προγραμματισμός

 

Μετά τον διορισμό της νέας Επιτροπής, το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή, σύμφωνα με την παράγραφο 5 της διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου, ανταλλάσσουν απόψεις και συμφωνούν σε κοινά συμπεράσματα για τον πολυετή προγραμματισμό.

 

Προς τον σκοπό αυτό, πριν από τη διαπραγμάτευση με το Συμβούλιο και την Επιτροπή σχετικά με τα κοινά συμπεράσματα για τον πολυετή προγραμματισμό, ο Πρόεδρος προβαίνει σε ανταλλαγή απόψεων με τη Διάσκεψη των Προέδρων όσον αφορά τους πρωταρχικούς στόχους πολιτικής και τις προτεραιότητες για τη νέα κοινοβουλευτική περίοδο. Kατά την ανταλλαγή απόψεων λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, οι προτεραιότητες που παρουσιάζει ο εκλεγείς Πρόεδρος της Επιτροπής, καθώς και οι απαντήσεις των ορισθέντων Επιτρόπων κατά τις ακροάσεις που προβλέπονται στο άρθρο 118.

 

Πριν από την υπογραφή των κοινών συμπερασμάτων ο Πρόεδρος ζητεί την έγκριση της Διάσκεψης των Προέδρων.

Τροπολογία 142

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 119

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 119

Άρθρο 119

Πρόταση μομφής κατά της Επιτροπής

Πρόταση μομφής κατά της Επιτροπής

1.   Το ένα δέκατο των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο μπορεί να καταθέσει στον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου πρόταση μομφής κατά της Επιτροπής.

1.   Το ένα δέκατο των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο μπορεί να καταθέσει στον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου πρόταση μομφής κατά της Επιτροπής. Αν πραγματοποιήθηκε ψηφοφορία σχετικά με πρόταση μομφής κατά τους προηγηθέντες δύο μήνες, νέα πρόταση μομφής μπορεί να κατατεθεί μόνο από το ένα πέμπτο των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο.

2.   Η πρόταση μομφής φέρει την ένδειξη «πρόταση μομφής» και να είναι αιτιολογημένη , διαβιβάζεται δε στην Επιτροπή.

2.   Η πρόταση μομφής φέρει την ένδειξη «πρόταση μομφής» και περιέχει αιτιολόγηση , διαβιβάζεται δε στην Επιτροπή.

3.   Ο Πρόεδρος ανακοινώνει στους βουλευτές την κατάθεση της πρότασης αμέσως μετά την παραλαβή της.

3.   Ο Πρόεδρος ανακοινώνει στους βουλευτές την κατάθεση της πρότασης αμέσως μετά την παραλαβή της.

4.   Η συζήτηση σχετικά με τη μομφή πραγματοποιείται 24 ώρες τουλάχιστον μετά την ανακοίνωση στους βουλευτές της κατάθεσης της πρότασης μομφής.

4.   Η συζήτηση σχετικά με τη μομφή πραγματοποιείται 24 ώρες τουλάχιστον μετά την ανακοίνωση στους βουλευτές της κατάθεσης της πρότασης μομφής.

5.   Η ψηφοφορία επί της πρότασης μομφής πραγματοποιείται με ονομαστική κλήση, 48 ώρες τουλάχιστον μετά την έναρξη της συζήτησης.

5.   Η ψηφοφορία επί της πρότασης μομφής πραγματοποιείται με ονομαστική κλήση, 48 ώρες τουλάχιστον μετά την έναρξη της συζήτησης.

6.   Η συζήτηση και η ψηφοφορία πραγματοποιούνται το αργότερο κατά την περίοδο συνόδου που ακολουθεί την κατάθεση της πρότασης μομφής.

6.    Με την επιφύλαξη των παραγράφων 4 και 5, η συζήτηση και η ψηφοφορία πραγματοποιούνται το αργότερο κατά την περίοδο συνόδου που ακολουθεί την κατάθεση της πρότασης μομφής.

7.   Η πρόταση μομφής εγκρίνεται με την πλειοψηφία των δύο τρίτων των ψηφισάντων και με πλειοψηφία των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο. Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας κοινοποιείται στον Πρόεδρο του Συμβουλίου και τον Πρόεδρο της Επιτροπής.

7.    Σύμφωνα με το άρθρο 234 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η πρόταση μομφής εγκρίνεται με την πλειοψηφία των δύο τρίτων των ψηφισάντων και με πλειοψηφία των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο. Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας κοινοποιείται στον Πρόεδρο του Συμβουλίου και τον Πρόεδρο της Επιτροπής.

Τροπολογία 143

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 120

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 120

Άρθρο 120

Διορισμός των Δικαστών και Γενικών Εισαγγελέων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Διορισμός των Δικαστών και Γενικών Εισαγγελέων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Το Κοινοβούλιο ορίζει, μετά από πρόταση της αρμόδιας επιτροπής του, τον υποψήφιο για την επταμελή επιτροπή η οποία είναι επιφορτισμένη με τον έλεγχο της καταλληλότητας των υποψηφίων για το αξίωμα του Δικαστή ή του Γενικού Εισαγγελέα του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου.

Το Κοινοβούλιο ορίζει, μετά από πρόταση της αρμόδιας επιτροπής του, τον υποψήφιο για την επταμελή επιτροπή η οποία είναι επιφορτισμένη με τον έλεγχο της καταλληλότητας των υποψηφίων για το αξίωμα του Δικαστή ή του Γενικού Εισαγγελέα του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου. Η αρμόδια επιτροπή επιλέγει τον υποψήφιο που επιθυμεί να προτείνει μέσω ψηφοφορίας με απλή πλειοψηφία. Προς τον σκοπό αυτόν, οι συντονιστές της εν λόγω επιτροπής καταρτίζουν κατάλογο με τους επικρατέστερους υποψηφίους.

Τροπολογία 144

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 121

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 121

Άρθρο 121

Διορισμός των μελών του Ελεγκτικού Συνεδρίου

Διορισμός των μελών του Ελεγκτικού Συνεδρίου

1.   Οι προτεινόμενες προσωπικότητες ως μέλη του Ελεγκτικού Συνεδρίου καλούνται να προβούν σε δήλωση ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής και να απαντήσουν σε ερωτήσεις των μελών της. Η επιτροπή πραγματοποιεί μυστική ψηφοφορία χωριστά για κάθε προτεινόμενο υποψήφιο.

1.   Οι προτεινόμενες προσωπικότητες ως μέλη του Ελεγκτικού Συνεδρίου καλούνται να προβούν σε δήλωση ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής και να απαντήσουν σε ερωτήσεις των μελών της. Η επιτροπή πραγματοποιεί μυστική ψηφοφορία χωριστά για κάθε προτεινόμενο υποψήφιο.

2.   Η αρμόδια επιτροπή προβαίνει σε σύσταση προς το Κοινοβούλιο για το κατά πόσον πρέπει να εγκριθεί ο προτεινόμενος υποψήφιος , υπό μορφή έκθεσης που περιέχει χωριστή πρόταση απόφασης για κάθε προτεινόμενο υποψήφιο .

2.   Η αρμόδια επιτροπή προβαίνει σε σύσταση προς το Κοινοβούλιο για το κατά πόσον πρέπει να εγκριθεί ο προτεινόμενος υποψήφιος.

3.   Η ψηφοφορία στην Ολομέλεια διεξάγεται εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της πρότασης, εκτός εάν το Κοινοβούλιο, μετά από αίτηση της αρμόδιας επιτροπής, μιας πολιτικής ομάδας ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτών, αποφασίσει να αναβάλει την ψηφοφορία. Το Κοινοβούλιο πραγματοποιεί μυστική ψηφοφορία χωριστά για κάθε προτεινόμενο υποψήφιο και αποφασίζει με πλειοψηφία των ψηφισάντων .

3.   Η ψηφοφορία στην Ολομέλεια διεξάγεται εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της πρότασης, εκτός εάν το Κοινοβούλιο, μετά από αίτηση της αρμόδιας επιτροπής, μίας πολιτικής ομάδας ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτών, αποφασίσει να αναβάλει την ψηφοφορία. Το Κοινοβούλιο πραγματοποιεί μυστική ψηφοφορία χωριστά για κάθε προτεινόμενο υποψήφιο.

4.   Εάν η γνώμη του Κοινοβουλίου για προτεινόμενο υποψήφιο είναι αρνητική, ο Πρόεδρος ζητεί από το Συμβούλιο να αποσύρει την πρότασή του και να υποβάλει νέα πρόταση στο Κοινοβούλιο.

4.   Εάν η γνώμη του Κοινοβουλίου για προτεινόμενο υποψήφιο είναι αρνητική, ο Πρόεδρος ζητεί από το Συμβούλιο να αποσύρει την πρότασή του και να υποβάλει νέα πρόταση στο Κοινοβούλιο.

Τροπολογία 145

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 122

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 122

Άρθρο 122

Διορισμός των μελών της Εκτελεστικής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας

Διορισμός των μελών της Εκτελεστικής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας

1.   Ο προτεινόμενος υποψήφιος για το αξίωμα του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας καλείται να προβεί σε δήλωση ενώπιον της αρμόδιας κοινοβουλευτικής επιτροπής και να απαντήσει σε ερωτήσεις των μελών της.

1.   Ο προτεινόμενος υποψήφιος για το αξίωμα του Προέδρου , του Αντιπροέδρου, ή του μέλους της Εκτελεστικής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας καλείται να προβεί σε δήλωση ενώπιον της αρμόδιας κοινοβουλευτικής επιτροπής και να απαντήσει σε ερωτήσεις των μελών της.

2.   Η αρμόδια επιτροπή προβαίνει σε σύσταση προς το Κοινοβούλιο για το κατά πόσον πρέπει να εγκριθεί ο προτεινόμενος υποψήφιος.

2.   Η αρμόδια επιτροπή προβαίνει σε σύσταση προς το Κοινοβούλιο για το κατά πόσον πρέπει να εγκριθεί ο προτεινόμενος υποψήφιος.

3.   Η ψηφοφορία διεξάγεται εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της πρότασης, εκτός εάν το Κοινοβούλιο, μετά από αίτηση της αρμόδιας επιτροπής, μίας πολιτικής ομάδας ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτών, αποφασίσει διαφορετικά.

3.   Η ψηφοφορία διεξάγεται εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της πρότασης, εκτός εάν το Κοινοβούλιο, μετά από αίτηση της αρμόδιας επιτροπής, μίας πολιτικής ομάδας ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτών, αποφασίσει διαφορετικά. Το Κοινοβούλιο πραγματοποιεί μυστική ψηφοφορία χωριστά για κάθε προτεινόμενο υποψήφιο.

4.   Εάν το Κοινοβούλιο γνωμοδοτήσει αρνητικά, ο Πρόεδρος ζητεί από το Συμβούλιο να αποσύρει την πρότασή του και να υποβάλει νέα πρόταση στο Κοινοβούλιο.

4.   Εάν το Κοινοβούλιο γνωμοδοτήσει αρνητικά σχετικά με προτεινόμενο υποψήφιο , ο Πρόεδρος ζητεί να αποσυρθεί η πρόταση και να υποβληθεί νέα πρόταση στο Κοινοβούλιο.

5.    Η ίδια διαδικασία ισχύει για τους υποψηφίους για τα αξιώματα του Αντιπροέδρου και των άλλων μελών της Εκτελεστικής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

 

Τροπολογία 146

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 122 α (νέο)

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

 

Άρθρο 122α

 

Διορισμοί στα όργανα οικονομικής διακυβέρνησης

 

1.    Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται για το διορισμό:

 

του Προέδρου και του Αντιπροέδρου του Εποπτικού Συμβουλίου του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού·

 

του Προέδρου, του Αντιπροέδρου και των μελών πλήρους απασχόλησης του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης του Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης·

 

των Προέδρων και των Εκτελεστικών Διευθυντών της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών, Ευρωπαϊκή Αρχή Kινητών Aξιών και Αγορών, Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων)· και

 

του Διευθύνοντος Συμβούλου και του αναπληρωτή Διευθύνοντος Συμβούλου του Ευρωπαϊκού Ταμείου Στρατηγικών Επενδύσεων.

 

2.    Κάθε υποψήφιος καλείται να προβεί σε δήλωση ενώπιον της αρμόδιας κοινοβουλευτικής επιτροπής και να απαντήσει σε ερωτήσεις των μελών της.

 

3.    Η αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή προβαίνει σε σύσταση προς το Κοινοβούλιο σχετικά με κάθε πρόταση διορισμού.

 

4.    Η ψηφοφορία διεξάγεται εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της πρότασης διορισμού, εκτός εάν το Κοινοβούλιο, μετά από αίτηση της αρμόδιας επιτροπής, μίας πολιτικής ομάδας ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτών, αποφασίσει διαφορετικά. Το Κοινοβούλιο ψηφίζει χωριστά για κάθε διορισμό με μυστική ψηφοφορία.

 

5.    Εάν το Κοινοβούλιο λάβει αρνητική απόφαση σχετικά με πρόταση διορισμού, ο Πρόεδρος ζητεί την απόσυρσή της και την υποβολή νέας πρότασης στο Κοινοβούλιο.

Τροπολογία 147

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 123

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 123

Άρθρο 123

Δηλώσεις της Επιτροπής, του Συμβουλίου και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου

Δηλώσεις της Επιτροπής, του Συμβουλίου και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου

1.   Τα μέλη της Επιτροπής, του Συμβουλίου και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου μπορούν οποτεδήποτε να ζητήσουν από τον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου να τους δώσει το λόγο για να προβούν σε δήλωση. Ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου προβαίνει σε δήλωση μετά από κάθε συνεδρίαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου αποφασίζει πότε ακριβώς μπορεί να γίνει η εν λόγω δήλωση και εάν αυτή τη δήλωση ακολουθεί πλήρης συζήτηση ή ημίωρη υποβολή σύντομων και σαφών ερωτήσεων εκ μέρους των βουλευτών.

1.   Τα μέλη της Επιτροπής, του Συμβουλίου και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου μπορούν οποτεδήποτε να ζητήσουν από τον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου να τους δώσει το λόγο για να προβούν σε δήλωση. Ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου προβαίνει σε δήλωση μετά από κάθε συνεδρίαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου αποφασίζει πότε ακριβώς μπορεί να γίνει η εν λόγω δήλωση και εάν αυτή τη δήλωση ακολουθεί πλήρης συζήτηση ή ημίωρη υποβολή σύντομων και σαφών ερωτήσεων εκ μέρους των βουλευτών.

2.   Το Κοινοβούλιο, όταν εγγράφει δήλωση με συζήτηση στην ημερήσια διάταξή του, αποφασίζει εάν θα περατώσει τη συζήτηση με ψήφισμα. Δεν περατώνει τη συζήτηση με ψήφισμα εφόσον αναμένεται έκθεση για το ίδιο θέμα στην ίδια ή την επόμενη περίοδο συνόδου, εκτός εάν ο Πρόεδρος υποβάλει, κατ’ εξαίρεση, διαφορετική πρόταση. Εάν το Κοινοβούλιο αποφασίσει να περατώσει συζήτηση με ψήφισμα, μία επιτροπή, μία πολιτική ομάδα ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτές μπορούν να υποβάλουν πρόταση ψηφίσματος.

2.   Το Κοινοβούλιο, όταν εγγράφει δήλωση με συζήτηση στην ημερήσια διάταξή του, αποφασίζει εάν θα περατώσει τη συζήτηση με ψήφισμα. Δεν περατώνει τη συζήτηση με ψήφισμα εφόσον αναμένεται έκθεση για το ίδιο θέμα στην ίδια ή την επόμενη περίοδο συνόδου, εκτός εάν ο Πρόεδρος υποβάλει, κατ’ εξαίρεση, διαφορετική πρόταση. Εάν το Κοινοβούλιο αποφασίσει να περατώσει συζήτηση με ψήφισμα, μία επιτροπή, μία πολιτική ομάδα ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτές μπορούν να υποβάλουν πρόταση ψηφίσματος.

3.   Επί των προτάσεων ψηφίσματος διεξάγεται ψηφοφορία την ίδια ημέρα . Ο Πρόεδρος λαμβάνει απόφαση σε περιπτώσεις εξαιρέσεων στον κανόνα αυτό. Επιτρέπεται η αιτιολόγηση της ψήφου.

3.   Επί των προτάσεων ψηφίσματος διεξάγεται ψηφοφορία το συντομότερο δυνατόν . Ο Πρόεδρος λαμβάνει απόφαση σε περιπτώσεις εξαιρέσεων στον κανόνα αυτό. Επιτρέπεται η αιτιολόγηση της ψήφου.

4.   Η κοινή πρόταση ψηφίσματος αντικαθιστά τις προηγούμενες που έχουν προσυπογράψει οι ίδιοι βουλευτές, όχι όμως και εκείνες που υπέβαλαν άλλες επιτροπές, πολιτικές ομάδες ή βουλευτές.

4.   Η κοινή πρόταση ψηφίσματος αντικαθιστά τις προηγούμενες που έχουν προσυπογράψει οι ίδιοι βουλευτές, όχι όμως και εκείνες που υπέβαλαν άλλες επιτροπές, πολιτικές ομάδες ή βουλευτές.

 

4α.     Εάν υποβληθεί κοινή πρόταση ψηφίσματος από πολιτικές ομάδες που εκπροσωπούν σαφή πλειοψηφία, ο Πρόεδρος μπορεί να θέσει πρώτα σε ψηφοφορία την εν λόγω πρόταση.

5.   Μετά την έγκριση πρότασης ψηφίσματος δεν διεξάγεται ψηφοφορία επί άλλης πρότασης, εφόσον ο Πρόεδρος δεν λάβει, κατ’ εξαίρεση, άλλη απόφαση.

5.   Μετά την έγκριση πρότασης ψηφίσματος δεν διεξάγεται ψηφοφορία επί άλλης πρότασης, εφόσον ο Πρόεδρος δεν λάβει, κατ’ εξαίρεση, άλλη απόφαση.

 

5α.     Ο συντάκτης ή οι συντάκτες πρότασης ψηφίσματος που υποβάλλεται σύμφωνα με την παράγραφο 2 ή σύμφωνα με το άρθρο 135 παράγραφος 2 έχουν δικαίωμα να την αποσύρουν πριν από την τελική ψηφοφορία.

 

5β.     Πολιτική ομάδα, κοινοβουλευτική επιτροπή ή αριθμός βουλευτών ίσος με εκείνον που απαιτείται για την υποβολή πρότασης ψηφίσματος μπορεί να αναδεχθεί πρόταση ψηφίσματος που αποσύρθηκε και να την υποβάλει αμέσως εκ νέου. Η παράγραφος 5α και η παρούσα παράγραφος εφαρμόζονται και για τα ψηφίσματα που κατατίθενται βάσει των άρθρων 105 και 106.

Τροπολογία 148

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 124

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 124

Άρθρο 124

Επεξήγηση των αποφάσεων της Επιτροπής

Επεξήγηση των αποφάσεων της Επιτροπής

Ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου , μετά από διαβούλευση με τη Διάσκεψη των Προέδρων, μπορεί να καλέσει τον Πρόεδρο της Επιτροπής, τον αρμόδιο για τις σχέσεις με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Επίτροπο ή, κατόπιν συμφωνίας, άλλον Επίτροπο να προβεί σε δήλωση προς το Κοινοβούλιο μετά από κάθε συνεδρίαση της Επιτροπής και να εξηγήσει τις κυριότερες αποφάσεις της. Τη δήλωση ακολουθεί τουλάχιστον ημίωρη συζήτηση κατά τη διάρκεια της οποίας οι βουλευτές μπορούν να θέσουν σύντομες και σαφείς ερωτήσεις.

Ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου καλεί τον Πρόεδρο της Επιτροπής, τον αρμόδιο για τις σχέσεις με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Επίτροπο ή, κατόπιν συμφωνίας, άλλον Επίτροπο να προβεί σε δήλωση προς το Κοινοβούλιο μετά από κάθε συνεδρίαση της Επιτροπής και να εξηγήσει τις κυριότερες αποφάσεις της , εκτός εάν η Διάσκεψη των Προέδρων αποφασίσει ότι τούτο δεν είναι απαραίτητο για λόγους χρονοδιαγράμματος ή εξ αιτίας της πολιτικής βαρύτητας του αντικειμένου . Τη δήλωση ακολουθεί τουλάχιστον ημίωρη συζήτηση κατά τη διάρκεια της οποίας οι βουλευτές μπορούν να θέσουν σύντομες και σαφείς ερωτήσεις.

Τροπολογία 149

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 125

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 125

Άρθρο 125

Δηλώσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου

Δηλώσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου

1.   Ο Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου μπορεί να κληθεί, στο πλαίσιο της διαδικασίας απαλλαγής ή των δραστηριοτήτων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στον τομέα του ελέγχου του προϋπολογισμού, να λάβει το λόγο για να παρουσιάσει τις παρατηρήσεις που περιέχονται στην ετήσια έκθεση, στις ειδικές εκθέσεις ή στις γνωμοδοτήσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς και για να παρουσιάσει το πρόγραμμα εργασίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

1.   Ο Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου μπορεί να κληθεί, στο πλαίσιο της διαδικασίας απαλλαγής ή των δραστηριοτήτων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στον τομέα του ελέγχου του προϋπολογισμού, να προβεί σε δήλωση για να παρουσιάσει τις παρατηρήσεις που περιέχονται στην ετήσια έκθεση, στις ειδικές εκθέσεις ή στις γνωμοδοτήσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς και για να παρουσιάσει το πρόγραμμα εργασίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

2.   Το Κοινοβούλιο μπορεί να αποφασίσει τη διεξαγωγή ξεχωριστής συζήτησης για θέματα που θίγονται στις εν λόγω δηλώσεις, με συμμετοχή της Επιτροπής και του Συμβουλίου, ιδίως όταν διαπιστώνονται παρατυπίες όσον αφορά τη δημοσιονομική διαχείριση.

2.   Το Κοινοβούλιο μπορεί να αποφασίσει τη διεξαγωγή ξεχωριστής συζήτησης για θέματα που θίγονται στις εν λόγω δηλώσεις, με συμμετοχή της Επιτροπής και του Συμβουλίου, ιδίως όταν διαπιστώνονται παρατυπίες όσον αφορά τη δημοσιονομική διαχείριση.

Τροπολογία 150

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 126

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 126

Άρθρο 126

Δηλώσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας

Δηλώσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας

1.   Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας παρουσιάζει στο Κοινοβούλιο την ετήσια έκθεση της Τράπεζας για τις δραστηριότητες του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και για τη νομισματική πολιτική του προηγούμενου και του τρέχοντος έτους.

1.   Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας καλείται να παρουσιάσει στο Κοινοβούλιο την ετήσια έκθεση της Τράπεζας για τις δραστηριότητες του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και για τη νομισματική πολιτική του προηγηθέντος και του τρέχοντος έτους.

2.   Το Κοινοβούλιο διεξάγει γενική συζήτηση μετά την εν λόγω παρουσίαση.

2.   Το Κοινοβούλιο διεξάγει γενική συζήτηση μετά την εν λόγω παρουσίαση.

3.   Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας καλείται να παρακολουθήσει συνεδριάσεις της αρμόδιας επιτροπής τουλάχιστον τέσσερις φορές το χρόνο προκειμένου να προβεί σε δήλωση και να απαντήσει σε ερωτήσεις.

3.   Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας καλείται να παρακολουθήσει συνεδριάσεις της αρμόδιας επιτροπής τουλάχιστον τέσσερις φορές το χρόνο προκειμένου να προβεί σε δήλωση και να απαντήσει σε ερωτήσεις.

4.   Ύστερα από αίτησή τους ή αίτηση του Κοινοβουλίου, ο Πρόεδρος, ο Αντιπρόεδρος και τα άλλα μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας καλούνται να παραστούν σε άλλες συνεδριάσεις.

4.   Ύστερα από αίτησή τους ή αίτηση του Κοινοβουλίου, ο Πρόεδρος, ο Αντιπρόεδρος και τα άλλα μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας καλούνται να παραστούν σε άλλες συνεδριάσεις.

5.   Για τις συνεδριάσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 3 και 4 συντάσσονται πλήρη πρακτικά στις επίσημες γλώσσες .

5.   Για τις συνεδριάσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 3 και 4 συντάσσονται πλήρη πρακτικά.

Τροπολογία 151

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 127

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 127

διαγράφεται

Σύσταση σχετικά με τους βασικούς προσανατολισμούς των οικονομικών πολιτικών

 

1.    Η σύσταση της Επιτροπής σχετικά με τους βασικούς προσανατολισμούς των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών και της Ένωσης υποβάλλεται στην αρμόδια επιτροπή, η οποία υποβάλλει έκθεση στην Ολομέλεια.

 

2.    Το Συμβούλιο καλείται να ενημερώσει το Κοινοβούλιο σχετικά με το περιεχόμενο της σύστασής του και με τη θέση που έλαβε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.

 

Τροπολογία 152

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 128

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 128

Άρθρο 128

Ερωτήσεις με αίτημα προφορικής απάντησης, ακολουθούμενης από συζήτηση

Ερωτήσεις με αίτημα προφορικής απάντησης, ακολουθούμενης από συζήτηση

1.   Μία επιτροπή, πολιτική ομάδα ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτές μπορούν να υποβάλουν ερωτήσεις στο Συμβούλιο ή στην Επιτροπή και να ζητήσουν να εγγραφούν στην ημερήσια διάταξη του Κοινοβουλίου.

1.   Μία επιτροπή, πολιτική ομάδα ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτές μπορούν να υποβάλουν ερωτήσεις στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή ή στον Αντιπρόεδρο της Επιτροπής / Ύπατο Εκπρόσωπο της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας και να ζητήσουν να εγγραφούν στην ημερήσια διάταξη του Κοινοβουλίου.

Οι ερωτήσεις πρέπει να κατατίθενται γραπτώς στον Πρόεδρο, ο οποίος και τις διαβιβάζει αμέσως στη Διάσκεψη των Προέδρων.

Οι ερωτήσεις πρέπει να κατατίθενται γραπτώς στον Πρόεδρο, ο οποίος και τις διαβιβάζει αμέσως στη Διάσκεψη των Προέδρων.

Η Διάσκεψη των Προέδρων αποφασίζει εάν και σε ποιά σειρά θα εγγραφούν οι ερωτήσεις στην ημερήσια διάταξη . Καταπίπτουν οι ερωτήσεις που δεν έχουν εγγραφεί στην ημερήσια διάταξη του Κοινοβουλίου εντός τριών μηνών από της υποβολής τους.

Η Διάσκεψη των Προέδρων αποφασίζει εάν οι ερωτήσεις θα εγγραφούν στο σχέδιο ημερήσιας διάταξης, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 149 . Καταπίπτουν οι ερωτήσεις που δεν έχουν εγγραφεί στο σχέδιο ημερήσιας διάταξης του Κοινοβουλίου εντός τριών μηνών από της υποβολής τους.

2.   Οι ερωτήσεις προς την Επιτροπή πρέπει να διαβιβάζονται τουλάχιστον μία εβδομάδα πριν, οι δε ερωτήσεις προς το Συμβούλιο τουλάχιστον τρεις εβδομάδες πριν από τη συνεδρίαση στην ημερήσια διάταξη της οποίας έχουν εγγραφεί.

2.   Οι ερωτήσεις προς την Επιτροπή και τον Αντιπρόεδρο της Επιτροπής / Ύπατο Εκπρόσωπο της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας πρέπει να διαβιβάζονται στον αποδέκτη τουλάχιστον μία εβδομάδα πριν, οι δε ερωτήσεις προς το Συμβούλιο τουλάχιστον τρεις εβδομάδες πριν από τη συνεδρίαση στην ημερήσια διάταξη της οποίας έχουν εγγραφεί.

3.   Για ερωτήσεις που αφορούν τομείς του άρθρου 42 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν ισχύει η προθεσμία της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου. Το Συμβούλιο πρέπει να απαντήσει εντός ευλόγου προθεσμίας, ούτως ώστε να ενημερώνεται δεόντως το Κοινοβούλιο.

3.   Για ερωτήσεις που αφορούν την κοινή πολιτική άμυνας και ασφάλειας δεν ισχύουν οι προθεσμίες της παραγράφου 2 και η απάντηση πρέπει να δίδεται εντός ευλόγου προθεσμίας, ούτως ώστε να ενημερώνεται δεόντως το Κοινοβούλιο.

4.   Ένας από τους συντάκτες της ερώτησης μπορεί να μιλήσει επί πέντε λεπτά για να αναπτύξει την ερώτηση. Ένα μέλος του ερωτωμένου οργάνου απαντά στην ερώτηση.

4.   Ένας από τους συντάκτες της ερώτησης μπορεί να αναπτύξει την ερώτηση. Ο αποδέκτης απαντά στην ερώτηση.

Ο συντάκτης της ερώτησης έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει όλη την προαναφερθείσα διάρκεια του χρόνου αγόρευσης.

 

5.   Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν το άρθρο 123 παράγραφοι 2 έως 5 .

5.   Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν το άρθρο 123 παράγραφοι 2 έως 5 β, όσον αφορά την κατάθεση και τη θέση σε ψηφοφορία προτάσεων ψηφισμάτων .

Τροπολογία 153

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 129

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 129

Άρθρο 129

Ώρα των ερωτήσεων

Ώρα των ερωτήσεων

1.   Η ώρα των ερωτήσεων προς την Επιτροπή διεξάγεται σε κάθε περίοδο συνόδου, διαρκεί 90 λεπτά και αφορά ένα ή περισσότερα συγκεκριμένα οριζόντια θέματα τα οποία καθορίζονται με απόφαση της Διάσκεψης των Προέδρων ένα μήνα πριν την περίοδο συνόδου.

1.   Η ώρα των ερωτήσεων προς την Επιτροπή μπορεί να διεξάγεται σε κάθε περίοδο συνόδου, διαρκεί έως 90 λεπτά και αφορά ένα ή περισσότερα συγκεκριμένα οριζόντια θέματα τα οποία καθορίζονται με απόφαση της Διάσκεψης των Προέδρων ένα μήνα πριν την περίοδο συνόδου.

2.   Οι Επίτροποι που καλούνται να συμμετάσχουν από τη Διάσκεψη των Προέδρων διαθέτουν χαρτοφυλάκιο σχετικό με το συγκεκριμένο οριζόντιο θέμα ή θέματα επί των οποίων τους απευθύνονται ερωτήσεις. Ο αριθμός των Επιτρόπων που συμμετέχουν δεν υπερβαίνει τους δύο ανά περίοδο συνόδου, είναι όμως δυνατόν να προσκληθεί τρίτος, αναλόγως του συγκεκριμένου οριζοντίου θέματος ή θεμάτων που επιλέγονται για την ώρα των ερωτήσεων.

2.   Οι Επίτροποι που καλούνται να συμμετάσχουν από τη Διάσκεψη των Προέδρων διαθέτουν χαρτοφυλάκιο σχετικό με το συγκεκριμένο οριζόντιο θέμα ή θέματα επί των οποίων τους απευθύνονται ερωτήσεις. Ο αριθμός των Επιτρόπων που συμμετέχουν δεν υπερβαίνει τους δύο ανά περίοδο συνόδου, είναι όμως δυνατόν να προσκληθεί τρίτος, αναλόγως του συγκεκριμένου οριζοντίου θέματος ή θεμάτων που επιλέγονται για την ώρα των ερωτήσεων.

3.    Η ώρα των ερωτήσεων διεξάγεται σύμφωνα με σύστημα κλήρωσης οι λεπτομέρειες του οποίου καθορίζονται σε παράρτημα του Κανονισμού  (17) .

 

4.   Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές που εξέδωσε η Διάσκεψη των Προέδρων, είναι δυνατόν να διεξάγονται ειδικές ώρες ερωτήσεων με το Συμβούλιο, με τον Πρόεδρο της Επιτροπής, τον Αντιπρόεδρο της Επιτροπής/Ύπατο Εκπρόσωπο της Ένωσης για την Εξωτερική Πολιτική και την Πολιτική Ασφαλείας και με τον Πρόεδρο της Ευρωομάδας.

4.   Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές που εξέδωσε η Διάσκεψη των Προέδρων, είναι δυνατόν να διεξάγονται ειδικές ώρες ερωτήσεων με το Συμβούλιο, με τον Πρόεδρο της Επιτροπής, τον Αντιπρόεδρο της Επιτροπής/Ύπατο Εκπρόσωπο της Ένωσης για την Εξωτερική Πολιτική και την Πολιτική Ασφαλείας και με τον Πρόεδρο της Ευρωομάδας.

 

4α.     Δεν γίνεται εκ των προτέρων συγκεκριμένη κατανομή της ώρας των ερωτήσεων. Ο Πρόεδρος διασφαλίζει στο μέτρο του δυνατού ότι δίνεται η δυνατότητα στους βουλευτές, οι οποίοι διατυπώνουν διαφορετικές πολιτικές απόψεις και προέρχονται από διαφορετικά κράτη μέλη, να υποβάλλουν ερωτήσεις με τη σειρά.

 

4β.     Ο βουλευτής έχει στη διάθεσή του ένα λεπτό για να διατυπώσει την ερώτηση και ο Επίτροπος δύο λεπτά για να απαντήσει. Ο εν λόγω βουλευτής μπορεί να υποβάλει συμπληρωματική ερώτηση διάρκειας 30 δευτερολέπτων, η οποία έχει άμεση σχέση με την κύρια ερώτηση. Παραχωρούνται στη συνέχεια στον Επίτροπο δύο λεπτά προκειμένου να δώσει συμπληρωματική απάντηση.

 

Οι ερωτήσεις και οι συμπληρωματικές ερωτήσεις πρέπει να σχετίζονται άμεσα με το συγκεκριμένο οριζόντιο θέμα που αποφασίζεται βάσει της παραγράφου 1. Ο Πρόεδρος μπορεί να αποφασίζει σχετικά με το παραδεκτό τους.

 

Τροπολογία 154

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 130

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 130

Άρθρο 130

Ερωτήσεις με αίτημα γραπτής απάντησης

Ερωτήσεις με αίτημα γραπτής απάντησης

1.   Κάθε βουλευτής μπορεί να υποβάλει ερωτήσεις στον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή ή στον Αντιπρόεδρο της Επιτροπής/Ύπατο Εκπρόσωπο της Ένωσης για την Εξωτερική Πολιτική και την Πολιτική Ασφαλείας με αίτημα γραπτής απάντησης, σύμφωνα με κριτήρια που καθορίζονται με παράρτημα του Κανονισμού (18). Για το περιεχόμενο των ερωτήσεων αποκλειστικά υπεύθυνοι είναι οι ερωτώντες.

1.   Κάθε βουλευτής μπορεί να υποβάλει ερωτήσεις στον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή ή στον Αντιπρόεδρο της Επιτροπής/Ύπατο Εκπρόσωπο της Ένωσης για την Εξωτερική Πολιτική και την Πολιτική Ασφαλείας με αίτημα γραπτής απάντησης, σύμφωνα με κριτήρια που καθορίζονται με παράρτημα του Κανονισμού (18). Για το περιεχόμενο των ερωτήσεων αποκλειστικά υπεύθυνοι είναι οι ερωτώντες.

2.   Οι ερωτήσεις υποβάλλονται στον Πρόεδρο. Αμφιβολίες όσον αφορά το παραδεκτό ερώτησης επιλύονται από τον Πρόεδρο. Η απόφασή του Προέδρου δεν βασίζεται αποκλειστικά στις διατάξεις του παραρτήματος που αναφέρεται στην παράγραφο 1, αλλά στις διατάξεις του Κανονισμού στο σύνολό τους. Η απόφαση του Προέδρου κοινοποιείται στον ερωτώντα.

2.   Οι ερωτήσεις υποβάλλονται στον Πρόεδρο. Αμφιβολίες όσον αφορά το παραδεκτό ερώτησης επιλύονται από τον Πρόεδρο. Η απόφαση του Προέδρου δεν βασίζεται αποκλειστικά στις διατάξεις του παραρτήματος που αναφέρεται στην παράγραφο 1, αλλά στις διατάξεις του Κανονισμού στο σύνολό τους. Η αιτιολογημένη απόφαση του Προέδρου κοινοποιείται στον ερωτώντα.

3.   Οι ερωτήσεις υποβάλλονται σε ηλεκτρονική μορφή. Κάθε βουλευτής μπορεί να υποβάλει κατ’ ανώτατο όριο πέντε ερωτήσεις ανά μήνα .

3.   Οι ερωτήσεις υποβάλλονται σε ηλεκτρονική μορφή. Κάθε βουλευτής μπορεί να υποβάλει κατ’ ανώτατο όριο είκοσι ερωτήσεις κατά τη διάρκεια κυλιόμενης περιόδου τριών μηνών .

Κατ’ εξαίρεση, επιπλέον ερωτήσεις μπορούν να υποβάλλονται σε έντυπη μορφή που κατατίθεται και υπογράφεται προσωπικά από τον ενδιαφερόμενο βουλευτή στην αρμόδια υπηρεσία της Γραμματείας.

 

Μετά τη λήξη περιόδου ενός έτους από την έναρξη της όγδοης κοινοβουλευτικής περιόδου, η Διάσκεψη των Προέδρων αξιολογεί το καθεστώς όσον αφορά τις επιπλέον ερωτήσεις.

 

Η έκφραση «κατ’ εξαίρεση» πρέπει να ερμηνευτεί ότι σημαίνει πως η επιπλέον ερώτηση αφορά ένα επείγον θέμα και ότι η υποβολή της ερώτησης αυτής δεν μπορεί να περιμένει τον επόμενο μήνα. Επιπλέον, ο αριθμός ερωτήσεων που κατατίθενται με βάση το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 3 πρέπει να είναι μικρότερος από το θεσπισμένο όριο των πέντε ερωτήσεων ανά μήνα.

 

 

3α.     Μια ερώτηση μπορεί να λάβει τη στήριξη και άλλων βουλευτών, πέραν του συντάκτη της. Οι ερωτήσεις αυτές προσμετρώνται όσον αφορά τον μέγιστο αριθμό ερωτήσεων της παραγράφου 3 μόνο για τον συντάκτη τους και όχι για τους βουλευτές που τις στηρίζουν.

4.   Όταν δεν μπορεί να δοθεί εμπροθέσμως απάντηση σε ερώτηση, τότε, μετά από αίτηση του συντάκτη της , η ερώτηση εγγράφεται στην ημερήσια διάταξη της επόμενης συνεδρίασης της αρμόδιας επιτροπής . Εφαρμόζεται κατ' αναλογίαν η διαδικασία του άρθρου 129.

4.   Όταν ο αποδέκτης μιας ερώτησης δεν μπορεί να απαντήσει στην ερώτηση εντός τριών εβδομάδων (ερώτηση με προτεραιότητα) ή έξι εβδομάδων (ερώτηση χωρίς προτεραιότητα) από τη διαβίβασή της στον αποδέκτη , αυτή μπορεί , μετά από αίτηση του συντάκτη της, να εγγραφεί στην ημερήσια διάταξη της επόμενης συνεδρίασης της αρμόδιας επιτροπής,

Ο πρόεδρος κοινοβουλευτικής επιτροπής, ως έχων την εξουσία να συγκαλεί συνεδρίαση αυτής, όπως ορίζεται από το άρθρο 206 παράγραφος 1, και αποσκοπώντας στην καλή οργάνωση των εργασιών, είναι αρμόδιος να αποφασίζει για το σχέδιο ημερήσιας διάταξης της συνεδρίασης που συγκαλεί. Το προνόμιο αυτό δεν θέτει υπό αμφισβήτηση την υποχρέωση που έχει, βάσει του άρθρου 130 παράγραφος 4, να εγγράφει γραπτή ερώτηση, μετά από αίτηση του συντάκτη της, στην ημερήσια διάταξη της επόμενης συνεδρίασης της επιτροπής. Ωστόσο, ο πρόεδρος διαθέτει τη διακριτική ευχέρεια να προτείνει, λαμβάνοντας υπόψη τις πολιτικές προτεραιότητες, τη σειρά των εργασιών της συνεδρίασης και τις λεπτομέρειες της διαδικασίας (για παράδειγμα διαδικασία χωρίς συζήτηση με, ενδεχομένως, έγκριση απόφασης για τη συνέχεια που πρέπει να δοθεί ή ακόμη, σύσταση για την αναβολή του σημείου σε προσεχή συνεδρίαση).

 

5.    Σε ερωτήσεις οι οποίες απαιτούν άμεση απάντηση αλλά όχι λεπτομερή έρευνα (ερωτήσεις με προτεραιότητα) δίδεται απάντηση εντός τριών εβδομάδων από τη διαβίβασή τους στους αποδέκτες. Κάθε βουλευτής μπορεί να θέσει μία τέτοια ερώτηση προτεραιότητας κάθε μήνα.

5.   Κάθε βουλευτής μπορεί να θέσει μία τέτοια ερώτηση προτεραιότητας κάθε μήνα.

Στις λοιπές ερωτήσεις (ερωτήσεις χωρίς προτεραιότητα) δίδεται απάντηση εντός έξι εβδομάδων από τη διαβίβασή τους στους αποδέκτες.

 

6.   Οι ερωτήσεις, με τις απαντήσεις τους αναρτώνται στην ιστοσελίδα του Κοινοβουλίου.

6.   Οι ερωτήσεις με τις απαντήσεις τους , συμπεριλαμβανομένων τυχόν σχετικών παραρτημάτων, αναρτώνται στην ιστοσελίδα του Κοινοβουλίου.

Τροπολογία 295

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 130 α (νέο)

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

 

Άρθρο 130α

 

Ήσσονος σημασίας επερωτήσεις με αίτημα γραπτής απάντησης

 

1.    Σε ήσσονος σημασίας επερωτήσεις υπό μορφή ερώτησης με αίτημα γραπτής απάντησης, μία επιτροπή, μία πολιτική ομάδα ή τουλάχιστον το 5 % των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο μπορεί να ζητήσει από το Συμβούλιο, την Επιτροπή ή τον Αντιπρόεδρο της Επιτροπής/Ύπατο Εκπρόσωπο της Ένωσης για την Εξωτερική Πολιτική και την Πολιτική Ασφαλείας να παράσχει στοιχεία για συγκεκριμένο ζήτημα.

 

Κάθε τέτοια ερώτηση υποβάλλεται στον Πρόεδρο ο οποίος, εφόσον η ερώτηση συνάδει γενικά με τον παρόντα Κανονισμό και πληροί τα κριτήρια που ορίζονται σε παράρτημα του παρόντος Kανονισμού  () , ζητεί από τον αποδέκτη να απαντήσει εντός δύο εβδομάδων· ο Πρόεδρος μπορεί να παρατείνει την προθεσμία, σε συνεννόηση με τον ερωτώντα.

 

2.    Οι ερωτήσεις και οι απαντήσεις σε αυτές αναρτώνται στον ιστότοπο του Κοινοβουλίου.

 

Τροπολογία 296

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 130 β (νέο)

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

 

Άρθρο 130β

 

Μείζονος σημασίας επερωτήσεις με αίτημα γραπτής απάντησης ακολουθούμενης από συζήτηση

 

1.    Σε μείζονος σημασίας επερωτήσεις υπό μορφή ερώτησης με αίτημα γραπτής απάντησης ακολουθούμενης από συζήτηση, μία επιτροπή, μία πολιτική ομάδα ή τουλάχιστον το 5 % των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο μπορεί να θέσει ερώτηση στο Συμβούλιο, την Επιτροπή ή τον Αντιπρόεδρο της Επιτροπής/Ύπατο Εκπρόσωπο της Ένωσης για την Εξωτερική Πολιτική και την Πολιτική Ασφαλείας. Οι ερωτήσεις μπορούν να περιλαμβάνουν μια σύντομη αιτιολόγηση.

 

Κάθε τέτοια ερώτηση υποβάλλεται γραπτώς στον Πρόεδρο ο οποίος, εφόσον η ερώτηση συνάδει γενικά με τον παρόντα Κανονισμό και πληροί τα κριτήρια που ορίζονται σε παράρτημα του παρόντος Kανονισμού  () , ενημερώνει αμέσως τον αποδέκτη για την ερώτηση και του ζητεί να διευκρινίσει εάν θα απαντήσει ή όχι και, εάν ναι, πότε·

 

2.    Με τη λήψη της γραπτής απάντησης, η μείζονος σημασίας επερώτηση εγγράφεται στο σχέδιο ημερήσιας διάταξης του Κοινοβουλίου, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 149. Συζήτηση διεξάγεται εάν τούτο ζητηθεί από μία επιτροπή, μία πολιτική ομάδα ή τουλάχιστον το 5 % των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο.

 

3.    Εάν ο αποδέκτης αρνηθεί να απαντήσει στην ερώτηση ή δεν το πράξει εντός τριών εβδομάδων, η ερώτηση εγγράφεται στο σχέδιο ημερήσιας διάταξης. Συζήτηση διεξάγεται εάν τούτο ζητηθεί από μία επιτροπή, μία πολιτική ομάδα ή τουλάχιστον το 5 %των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο. Πριν από τη συζήτηση, ένας εκ των ερωτώντων δύναται να λάβει άδεια να διατυπώσει συμπληρωματική αιτιολόγηση για την ερώτηση.

 

4.    Ένας από τους ερωτώντες μπορεί να αναπτύξει την ερώτηση. Ένα μέλος του ερωτωμένου οργάνου απαντά στην ερώτηση.

 

Εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν το άρθρο 123 παράγραφοι 2 έως 5 σε ό,τι αφορά την κατάθεση και ψήφιση προτάσεων ψηφίσματος.

 

5.    Οι ερωτήσεις και οι απαντήσεις σε αυτές αναρτώνται στον ιστότοπο του Κοινοβουλίου.

 

Τροπολογία 155

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 131

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 131

Άρθρο 131

Ερωτήσεις προς την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με αίτημα γραπτής απάντησης

Ερωτήσεις προς την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με αίτημα γραπτής απάντησης

1.   Κάθε βουλευτής μπορεί να υποβάλει κατ’ ανώτατο όριο έξι ερωτήσεις μηνιαίως προς την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, με αίτημα γραπτής απάντησης, σύμφωνα με κριτήρια που καθορίζονται με παράρτημα του Κανονισμού (19). Για το περιεχόμενο των ερωτήσεων αποκλειστικά υπεύθυνοι είναι οι ερωτώντες.

1.   Κάθε βουλευτής μπορεί να υποβάλει κατ’ ανώτατο όριο έξι ερωτήσεις μηνιαίως προς την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, με αίτημα γραπτής απάντησης, σύμφωνα με κριτήρια που καθορίζονται με παράρτημα του Κανονισμού (19). Για το περιεχόμενο των ερωτήσεων αποκλειστικά υπεύθυνοι είναι οι ερωτώντες.

2.   Οι ερωτήσεις υποβάλλονται γραπτώς στον πρόεδρο της αρμόδιας επιτροπής, ο οποίος τις κοινοποιεί στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Αμφιβολίες όσον αφορά το παραδεκτό ερώτησης επιλύονται από τον πρόεδρο. Η απόφαση του προέδρου κοινοποιείται στον ερωτώντα.

2.   Οι ερωτήσεις υποβάλλονται γραπτώς στον πρόεδρο της αρμόδιας επιτροπής, ο οποίος τις κοινοποιεί στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Αμφιβολίες όσον αφορά το παραδεκτό ερώτησης επιλύονται από τον πρόεδρο. Η απόφαση του προέδρου κοινοποιείται στον ερωτώντα.

3.   Οι ερωτήσεις με τις απαντήσεις τους αναρτώνται στην ιστοσελίδα του Κοινοβουλίου.

3.   Οι ερωτήσεις με τις απαντήσεις τους αναρτώνται στην ιστοσελίδα του Κοινοβουλίου.

4.   Αν ερώτηση δεν λάβει απάντηση εντός της ταχθείσας προθεσμίας , εγγράφεται , μετά από αίτηση του συντάκτη της, στην ημερήσια διάταξη της επόμενης συνεδρίασης της αρμόδιας επιτροπής με τον Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

4.   Αν ερώτηση δεν λάβει απάντηση εντός έξι εβδομάδων , μπορεί να εγγραφεί , μετά από αίτηση του συντάκτη της, στην ημερήσια διάταξη της επόμενης συνεδρίασης της αρμόδιας επιτροπής με τον Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Τροπολογία 156

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 131 α (νέο)

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

 

Άρθρο 131α

 

Ερωτήσεις με αίτημα γραπτής απάντησης που αφορούν τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό και τον Ενιαίο Μηχανισμό Εξυγίανσης

 

1.    Το άρθρο 131 παράγραφοι 1, 2 και 3 εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν στις ερωτήσεις με αίτημα γραπτής απάντησης που αφορούν τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό και τον Ενιαίο Μηχανισμό Εξυγίανσης. Ο αριθμός των ερωτήσεων αυτών αφαιρείται από τον μέγιστο αριθμό έξι ερωτήσεων που προβλέπεται στο άρθρο 131 παράγραφος 1.

 

2.    Αν μια ερώτηση δεν λάβει απάντηση εντός πέντε εβδομάδων, μπορεί να εγγραφεί, μετά από αίτηση του συντάκτη της, στην ημερήσια διάταξη της επόμενης συνεδρίασης της αρμόδιας επιτροπής με τον Πρόεδρο του Συμβουλίου του Μηχανισμού, στον οποίο απευθύνεται.

Τροπολογία 157

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Τίτλος V — κεφάλαιο 4 — τίτλος

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

ΕΚΘΕΣΕΙΣ ΑΛΛΩΝ ΘΕΣΜΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ

ΕΚΘΕΣΕΙΣ ΑΛΛΩΝ ΘΕΣΜΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ

Τροπολογία 158

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 132

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 132

Άρθρο 132

Ετήσιες εκθέσεις και άλλες εκθέσεις άλλων θεσμικών οργάνων

Ετήσιες εκθέσεις και άλλες εκθέσεις άλλων θεσμικών οργάνων ή οργανισμών

1.   Οι ετήσιες εκθέσεις και οι άλλες εκθέσεις άλλων θεσμικών οργάνων σχετικά με τις οποίες οι Συνθήκες προβλέπουν διαβούλευση με το Κοινοβούλιο ή όταν άλλες νομικές διατάξεις απαιτούν τη γνωμοδότησή του, διεκπεραιώνονται ως έκθεση που υποβάλλεται στην Ολομέλεια.

1.   Οι ετήσιες εκθέσεις και οι άλλες εκθέσεις άλλων θεσμικών οργάνων ή οργανισμών σχετικά με τις οποίες οι Συνθήκες προβλέπουν διαβούλευση με το Κοινοβούλιο ή όταν άλλες νομικές διατάξεις απαιτούν τη γνωμοδότησή του, διεκπεραιώνονται ως έκθεση που υποβάλλεται στην Ολομέλεια.

2.   Ετήσιες εκθέσεις και άλλες εκθέσεις άλλων θεσμικών οργάνων που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 1 παραπέμπονται στην αρμόδια επιτροπή, η οποία μπορεί να προτείνει τη σύνταξη έκθεσης βάσει του άρθρου 52.

2.   Ετήσιες εκθέσεις και άλλες εκθέσεις άλλων θεσμικών οργάνων ή οργανισμών που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 1 παραπέμπονται στην αρμόδια επιτροπή, η οποία τις εξετάζει και μπορεί να καταθέσει στο Κοινοβούλιο σύντομη πρόταση ψηφίσματος ή να προτείνει τη σύνταξη έκθεσης βάσει του άρθρου 52 , εφόσον θεωρεί ότι το Κοινοβούλιο πρέπει να λάβει θέση επί σημαντικού θέματος, που αποτελεί αντικείμενο των εκθέσεων .

Τροπολογία 159

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 133

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 133

Άρθρο 133

Προτάσεις ψηφίσματος

Προτάσεις ψηφίσματος

1.   Κάθε βουλευτής μπορεί να υποβάλει πρόταση ψηφίσματος επί θεμάτων που εμπίπτουν στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

1.   Κάθε βουλευτής μπορεί να υποβάλει πρόταση ψηφίσματος επί θεμάτων που εμπίπτουν στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η πρόταση αυτή δεν μπορεί να έχει περισσότερες από 200 λέξεις.

Η πρόταση αυτή δεν μπορεί να περιέχει περισσότερες από 200 λέξεις.

 

1α.     Τέτοια πρόταση ψηφίσματος δεν μπορεί να:

 

περιλαμβάνει τυχόν απόφαση για θέματα, για τα οποία προβλέπονται στον παρόντα Κανονισμό, συγκεκριμένα στο άρθρο 46, άλλες ειδικές διαδικασίες και αρμοδιότητες, ή

 

θίγει το αντικείμενο διαδικασιών που είναι εν εξελίξει στο Κοινοβούλιο.

 

1β.     Κάθε βουλευτής έχει δικαίωμα να υποβάλει μόνο μία τέτοια πρόταση ψηφίσματος ανά μήνα.

 

1γ.     Η πρόταση ψηφίσματος υποβάλλεται στον Πρόεδρο, ο οποίος ελέγχει κατά πόσον πληρούνται τα εφαρμοστέα κριτήρια. Εάν ο Πρόεδρος κρίνει την πρόταση ψηφίσματος παραδεκτή, την ανακοινώνει στην Ολομέλεια και τη διαβιβάζει στην αρμόδια επιτροπή.

2.   Η αρμόδια επιτροπή αποφασίζει επί της διαδικασίας.

2.   Η αρμόδια επιτροπή αποφασίζει επί της διαδικασίας , η οποία μπορεί να περιλαμβάνει την από κοινού εξέταση της πρότασης ψηφίσματος με άλλες προτάσεις ψηφίσματος ή εκθέσεις, την έγκριση γνωμοδότησης, ενδεχομένως υπό μορφή επιστολής, ή τη σύνταξη έκθεσης βάσει του άρθρου 52. Μπορεί επίσης να αποφασίσει να μην δώσει συνέχεια στην πρόταση ψηφίσματος .

Η επιτροπή μπορεί να εξετάσει την πρόταση ψηφίσματος από κοινού με άλλες προτάσεις ψηφίσματος ή εκθέσεις.

 

Μπορεί επίσης να εγκρίνει γνωμοδότηση, ενδεχομένως υπό μορφή επιστολής.

 

Μπορεί επίσης να λάβει απόφαση ως προς την σύνταξη έκθεσης σύμφωνα με το άρθρο 52.

 

3.   Οι συντάκτες πρότασης ψηφίσματος ενημερώνονται για τις αποφάσεις της επιτροπής και της Διάσκεψης των Προέδρων.

3.   Οι συντάκτες πρότασης ψηφίσματος ενημερώνονται για τις αποφάσεις του Προέδρου, της επιτροπής και της Διάσκεψης των Προέδρων.

4.   Η έκθεση περιλαμβάνει το κείμενο της υποβληθείσας πρότασης ψηφίσματος.

4.   Η έκθεση περιλαμβάνει το κείμενο της υποβληθείσας πρότασης ψηφίσματος.

5.   Οι γνωμοδοτήσεις υπό μορφή επιστολής προς άλλα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαβιβάζονται από τον Πρόεδρο.

5.   Οι γνωμοδοτήσεις υπό μορφή επιστολής προς άλλα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαβιβάζονται από τον Πρόεδρο.

6.    Ο συντάκτης ή οι συντάκτες πρότασης ψηφίσματος που υποβάλλεται σύμφωνα με τα άρθρα 123 παράγραφος 2, 128 παράγραφος 5, ή 135 παράγραφος 2, έχουν δικαίωμα να την αποσύρουν πριν από την τελική ψηφοφορία επ’ αυτής.

 

7.   Πρόταση ψηφίσματος που κατατέθηκε βάσει της παραγράφου 1 μπορεί να αποσυρθεί από το συντάκτη ή τους συντάκτες της ή τον πρώτο υπογράφοντα την πρόταση πριν αποφασίσει η αρμόδια επιτροπή βάσει της παραγράφου 2 για τη σύνταξη έκθεσης επ’ αυτής.

7.   Πρόταση ψηφίσματος που κατατέθηκε βάσει της παραγράφου 1 μπορεί να αποσυρθεί από το συντάκτη ή τους συντάκτες της ή τον πρώτο υπογράφοντα την πρόταση πριν αποφασίσει η αρμόδια επιτροπή βάσει της παραγράφου 2 για τη σύνταξη έκθεσης επ’ αυτής.

Εάν η πρόταση εγκριθεί με τη μορφή αυτή από την επιτροπή, μόνο η τελευταία έχει πλέον το δικαίωμα να την αποσύρει ως την έναρξη της τελικής ψηφοφορίας.

Εάν η πρόταση εγκριθεί με τη μορφή αυτή από την επιτροπή, μόνο η τελευταία έχει πλέον το δικαίωμα να την αποσύρει ως την έναρξη της τελικής ψηφοφορίας.

8.    Πολιτική ομάδα, κοινοβουλευτική επιτροπή ή αριθμός βουλευτών ίσος με εκείνον που απαιτείται για την κατάθεση ψηφίσματος μπορεί να αναδεχθεί και να υποβάλει αμέσως εκ νέου πρόταση ψηφίσματος που αποσύρθηκε.

 

Εναπόκειται στις επιτροπές να φροντίσουν ώστε οι προτάσεις ψηφίσματος που υποβάλλονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο και ανταποκρίνονται στους όρους που έχουν καθορισθεί, να αποτελέσουν το αντικείμενο συνέχειας και να μνημονευθούν δεόντως στα έγγραφα με τα οποία υλοποιείται αυτή η συνέχεια.

 

Τροπολογία 160

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 134

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 134

διαγράφεται

Συστάσεις προς το Συμβούλιο

 

1.    Μία πολιτική ομάδα ή τουλάχιστον σαράντα βουλευτές μπορούν να υποβάλουν πρόταση σύστασης προς το Συμβούλιο σχετικά με θέματα που εμπίπτουν στον τίτλο V της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση ή όταν το Κοινοβούλιο δεν έχει κληθεί να γνωμοδοτήσει σχετικά με διεθνή συμφωνία, στο πλαίσιο των άρθρων 108 και 109 του Κανονισμού.

 

2.    Οι προτάσεις αυτές παραπέμπονται προς εξέταση στην αρμόδια επιτροπή.

 

Εφόσον η εν λόγω επιτροπή το κρίνει αναγκαίο, ζητεί από το Κοινοβούλιο να αποφανθεί στο πλαίσιο των διαδικασιών που προβλέπει ο παρών Κανονισμός.

 

3.    Όταν η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή συντάξει έκθεση, αποστέλλει στο Κοινοβούλιο πρόταση σύστασης προς το Συμβούλιο, καθώς και σύντομη αιτιολογική έκθεση και, ενδεχομένως, τη γνωμοδότηση των επιτροπών των οποίων ζήτησε τη γνώμη.

 

Η εφαρμογή της παραγράφου αυτής δεν απαιτεί προηγούμενη έγκριση της Διάσκεψης των Προέδρων.

 

4.    Εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 113.

 

Τροπολογία 161

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 135

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 135

Άρθρο 135

Συζητήσεις σχετικά με περιπτώσεις παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου

Συζητήσεις σχετικά με περιπτώσεις παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου

1.   Μία επιτροπή, μία διακοινοβουλευτική αντιπροσωπεία, μία πολιτική ομάδα ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτές μπορούν να ζητήσουν εγγράφως από τον Πρόεδρο να συζητηθεί επείγουσα περίπτωση παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου (άρθρο 149 παράγραφος 3) .

1.   Μία επιτροπή, μία διακοινοβουλευτική αντιπροσωπεία, μία πολιτική ομάδα ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτές μπορούν να ζητήσουν εγγράφως από τον Πρόεδρο να συζητηθεί επείγουσα περίπτωση παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου.

2.   Η Διάσκεψη των Προέδρων καταρτίζει, βάσει των αιτήσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στο Παράρτημα IV, κατάλογο θεμάτων προς εγγραφή για την επόμενη συζήτηση σχετικά με περιπτώσεις παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου. Ο συνολικός αριθμός των εγγεγραμμένων στην ημερήσια διάταξη θεμάτων δεν πρέπει να υπερβαίνει τα τρία, συνυπολογιζομένων των επί μέρους θεμάτων.

2.   Η Διάσκεψη των Προέδρων καταρτίζει, βάσει των αιτήσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στο Παράρτημα IV, κατάλογο θεμάτων προς εγγραφή για την επόμενη συζήτηση σχετικά με περιπτώσεις παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου. Ο συνολικός αριθμός των εγγεγραμμένων στην ημερήσια διάταξη θεμάτων δεν πρέπει να υπερβαίνει τα τρία, συνυπολογιζομένων των επί μέρους θεμάτων.

Σύμφωνα με το άρθρο 152, το Κοινοβούλιο μπορεί να αποφασίσει να διαγραφεί προβλεπόμενο για τη συζήτηση θέμα και να αντικατασταθεί στη συζήτηση από μη προβλεπόμενο θέμα. Οι προτάσεις ψηφίσματος επί των επιλεγέντων θεμάτων κατατίθενται το αργότερο το απόγευμα της έγκρισης της ημερήσιας διάταξης, ενώ ο Πρόεδρος ορίζει επακριβώς την προθεσμία για την κατάθεση των αντίστοιχων προτάσεων ψηφίσματος.

Σύμφωνα με το άρθρο 152, το Κοινοβούλιο μπορεί να αποφασίσει να διαγραφεί προβλεπόμενο για τη συζήτηση θέμα και να αντικατασταθεί στη συζήτηση από μη προβλεπόμενο θέμα. Οι προτάσεις ψηφίσματος επί των επιλεγέντων θεμάτων μπορούν να κατατεθούν το αργότερο το απόγευμα της έγκρισης της ημερήσιας διάταξης από επιτροπή , πολιτική ομάδα ή τουλάχιστον σαράντα βουλευτές, ενώ ο Πρόεδρος ορίζει επακριβώς την προθεσμία για την κατάθεση των αντίστοιχων προτάσεων ψηφίσματος.

3.   Στο πλαίσιο της ολικής διάρκειας των συζητήσεων, που δεν υπερβαίνει κατ’ ανώτατο όριο τα 60 λεπτά ανά περίοδο συνόδου, ο συνολικός χρόνος αγόρευσης των πολιτικών ομάδων και των μη εγγεγραμμένων βουλευτών κατανέμεται σύμφωνα με το άρθρο 162 παράγραφοι 4 και 5.

3.   Στο πλαίσιο της ολικής διάρκειας των συζητήσεων, που δεν υπερβαίνει κατ’ ανώτατο όριο τα 60 λεπτά ανά περίοδο συνόδου, ο συνολικός χρόνος αγόρευσης των πολιτικών ομάδων και των μη εγγεγραμμένων βουλευτών κατανέμεται σύμφωνα με το άρθρο 162 παράγραφοι 4 και 5.

Ο υπόλοιπος χρόνος αγόρευσης, αφού αφαιρεθεί ο χρόνος που απαιτείται για την παρουσίαση των προτάσεων ψηφίσματος, τις ψηφοφορίες, καθώς και ο συμφωνηθείς χρόνος για τυχόν παρεμβάσεις της Επιτροπής ή του Συμβουλίου, κατανέμεται μεταξύ των πολιτικών ομάδων και των μη εγγεγραμμένων.

Ο υπόλοιπος χρόνος αγόρευσης, αφού αφαιρεθεί ο χρόνος που απαιτείται για την παρουσίαση των προτάσεων ψηφίσματος, καθώς και ο συμφωνηθείς χρόνος για τυχόν παρεμβάσεις της Επιτροπής ή του Συμβουλίου, κατανέμεται μεταξύ των πολιτικών ομάδων και των μη εγγεγραμμένων.

4.   Στο τέλος της συζήτησης διεξάγεται αμέσως ψηφοφορία. Το άρθρο 183 δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση αυτή.

4.   Στο τέλος της συζήτησης διεξάγεται αμέσως ψηφοφορία. Το άρθρο 183 που αφορά την αιτιολόγηση της ψήφου δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση αυτή.

Οι ψηφοφορίες που πραγματοποιούνται κατ’ εφαρμογή του παρόντος άρθρου μπορούν να διεξαχθούν από κοινού υπό την ευθύνη του Προέδρου και της Διάσκεψης των Προέδρων.

Οι ψηφοφορίες που πραγματοποιούνται κατ’ εφαρμογή του παρόντος άρθρου μπορούν να διεξαχθούν από κοινού υπό την ευθύνη του Προέδρου και της Διάσκεψης των Προέδρων.

5.   Εάν υποβληθούν επί του ιδίου θέματος δύο ή περισσότερες προτάσεις ψηφίσματος, εφαρμόζεται η διαδικασία του άρθρου 123 παράγραφος 4.

5.   Εάν υποβληθούν επί του ιδίου θέματος δύο ή περισσότερες προτάσεις ψηφίσματος, εφαρμόζεται η διαδικασία του άρθρου 123 παράγραφοι 4 και 4α .

6.   Ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου και οι πρόεδροι των πολιτικών ομάδων μπορούν να αποφασίσουν ότι μία πρόταση ψηφίσματος θα τεθεί σε ψηφοφορία χωρίς συζήτηση. Η απόφαση αυτή απαιτεί ομοφωνία των προέδρων όλων των πολιτικών ομάδων.

6.   Ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου και οι πρόεδροι των πολιτικών ομάδων μπορούν να αποφασίσουν ότι μία πρόταση ψηφίσματος θα τεθεί σε ψηφοφορία χωρίς συζήτηση. Η απόφαση αυτή απαιτεί ομοφωνία των προέδρων όλων των πολιτικών ομάδων.

Οι διατάξεις των άρθρων 187, 188 και 190 δεν ισχύουν για τις προτάσεις ψηφίσματος που έχουν εγγραφεί στην ημερήσια διάταξη σχετικά με περιπτώσεις παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου.

Οι διατάξεις των άρθρων 187 και 188 δεν ισχύουν για τις προτάσεις ψηφίσματος που έχουν εγγραφεί στην ημερήσια διάταξη σχετικά με περιπτώσεις παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου.

Οι προτάσεις ψηφίσματος για τη συζήτηση σχετικά με περιπτώσεις παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου κατατίθενται μόνο μετά την έγκριση του καταλόγου των θεμάτων. Όλα τα ψηφίσματα τα οποία δεν μπορούν να εξετασθούν στο χρονικό διάστημα που προβλέπεται για τη συζήτηση αυτή καθίστανται άκυρα. Το αυτό ισχύει και για τις προτάσεις ψηφίσματος για τις οποίες, μετά από αίτηση που υποβλήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 168 παράγραφος 3, διαπιστώνεται η έλλειψη απαρτίας. Οι βουλευτές έχουν το δικαίωμα να υποβάλουν εκ νέου αυτές τις προτάσεις ψηφίσματος, ώστε να παραπεμφθούν για εξέταση σε επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 133, ή να εγγραφούν στη συζήτηση σχετικά με περιπτώσεις παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου της επόμενης περιόδου συνόδου.

Οι προτάσεις ψηφίσματος για τη συζήτηση σχετικά με περιπτώσεις παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου κατατίθενται μόνο μετά την έγκριση του καταλόγου των θεμάτων. Όλα τα ψηφίσματα τα οποία δεν μπορούν να εξετασθούν στο χρονικό διάστημα που προβλέπεται για τη συζήτηση αυτή καθίστανται άκυρα. Το αυτό ισχύει και για τις προτάσεις ψηφίσματος για τις οποίες, μετά από αίτηση που υποβλήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 168 παράγραφος 3, διαπιστώνεται η έλλειψη απαρτίας. Οι συντάκτες έχουν το δικαίωμα να υποβάλουν εκ νέου αυτές τις προτάσεις ψηφίσματος, ώστε να παραπεμφθούν για εξέταση σε επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 133, ή να εγγραφούν στη συζήτηση σχετικά με περιπτώσεις παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου της επόμενης περιόδου συνόδου.

Ένα θέμα δεν μπορεί να εγγραφεί στην ημερήσια διάταξη για συζήτηση σχετικά με περιπτώσεις παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου, εάν υπάρχει ήδη στην ημερήσια διάταξη της ίδιας περιόδου συνόδου.

Ένα θέμα δεν μπορεί να εγγραφεί στην ημερήσια διάταξη για συζήτηση σχετικά με περιπτώσεις παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου, εάν υπάρχει ήδη στην ημερήσια διάταξη της ίδιας περιόδου συνόδου.

Καμία διάταξη του Κανονισμού δεν επιτρέπει την κοινή συζήτηση πρότασης ψηφίσματος που κατατέθηκε σύμφωνα με την παράγραφο 2, δεύτερο εδάφιο, και έκθεσης που έγινε από επιτροπή με το ίδιο αντικείμενο.

Καμία διάταξη του Κανονισμού δεν επιτρέπει την κοινή συζήτηση πρότασης ψηφίσματος που κατατέθηκε σύμφωνα με την παράγραφο 2, δεύτερο εδάφιο, και έκθεσης που έγινε από επιτροπή με το ίδιο αντικείμενο.

* * *

 

Όταν ζητείται η διαπίστωση απαρτίας σύμφωνα με το άρθρο 168 παράγραφος 3, η αίτηση αυτή ισχύει μόνο για την πρόταση ψηφίσματος που πρόκειται να τεθεί σε ψηφοφορία και όχι για τις επόμενες.

Όταν ζητείται η διαπίστωση απαρτίας σύμφωνα με το άρθρο 168 παράγραφος 3, η αίτηση αυτή ισχύει μόνο για την πρόταση ψηφίσματος που πρόκειται να τεθεί σε ψηφοφορία και όχι για τις επόμενες.

Τροπολογία 162

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 136

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 136

διαγράφεται

Γραπτές δηλώσεις

 

1.    Τουλάχιστον 10 βουλευτές από τρεις τουλάχιστον πολιτικές ομάδες μπορούν να υποβάλουν γραπτή δήλωση 200 λέξεων το πολύ, η οποία αφορά αποκλειστικά θέμα που εμπίπτει στις αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το περιεχόμενο της δήλωσης αυτής δεν μπορεί να υπερβαίνει το πλαίσιο δήλωσης. Ειδικότερα, η δήλωση δεν μπορεί να ζητεί οιαδήποτε νομοθετική δράση, να περιέχει οιαδήποτε απόφαση επί θεμάτων των οποίων η έγκριση αποτελεί αντικείμενο ειδικών διαδικασιών και αρμοδιοτήτων σύμφωνα με τους όρους του παρόντος Κανονισμού ή να πραγματεύεται το θέμα εν εξελίξει διαδικασίας στο Κοινοβούλιο.

 

2.    Η άδεια περαιτέρω ενεργειών αποτελεί αντικείμενο αιτιολογημένης απόφασης που λαμβάνει ο Πρόεδρος σύμφωνα με την παράγραφο 1 για κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Οι γραπτές δηλώσεις δημοσιεύονται στις επίσημες γλώσσες στην ιστοσελίδα του Κοινοβουλίου και διανέμονται ηλεκτρονικά σε όλους τους βουλευτές. Καταχωρίζονται σε ηλεκτρονικό πρωτόκολλο, με τα ονόματα των προσυπογραφόντων. Το πρωτόκολλο αυτό είναι δημόσιο και προσβάσιμο μέσω της ιστοσελίδας του Κοινοβουλίου. Αντίγραφα των γραπτών δηλώσεων με τις υπογραφές θα τηρεί και ο Πρόεδρος.

 

3.    Κάθε βουλευτής μπορεί να προσυπογράψει δήλωση καταχωρισμένη στο ηλεκτρονικό πρωτόκολλο. Η υπογραφή αυτή μπορεί να αποσυρθεί ανά πάσα στιγμή πριν από το τέλος περιόδου τριών μηνών από την καταχώριση της δήλωσης στο πρωτόκολλο. Στις περιπτώσεις αυτές, δεν θα επιτρέπεται στον ενεχόμενο βουλευτή να προσυπογράψει εκ νέου τη δήλωση.

 

4.    Όταν, στο τέλος μιας περιόδου τριών μηνών από την καταχώρισή της στο πρωτόκολλο, μια δήλωση προσυπογράφεται από την πλειοψηφία των μελών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο, ο Πρόεδρος ενημερώνει σχετικώς το Κοινοβούλιο. Χωρίς να δεσμεύει το Κοινοβούλιο, η δήλωση καταχωρίζεται στα πρακτικά με τα ονόματα των προσυπογραφόντων.

 

5.    Η διαδικασία περατώνεται με τη διαβίβαση στο τέλος της επόμενης συνόδου της δήλωσης στους αποδέκτες, με μνεία των ονομάτων των προσυπογραφόντων.

 

6.    Όταν τα θεσμικά όργανα στα οποία απευθύνεται η δήλωση που έχει εγκριθεί δεν ενημερώνουν το Κοινοβούλιο σχετικά με τη συνέχεια που προτίθενται να δώσουν εντός τριών μηνών από την παραλαβή του, το θέμα αυτό εγγράφεται, μετά από αίτηση ενός από τους συντάκτες της δήλωσης, στην ημερήσια διάταξη προσεχούς συνεδρίασης της αρμόδιας επιτροπής.

 

7.    Γραπτή δήλωση που παρέμεινε πλέον των τριών μηνών στο πρωτόκολλο και δεν έχει υπογραφεί από το ήμισυ τουλάχιστον των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο καθίσταται άκυρη, χωρίς να υπάρχει καμία δυνατότητα παράτασης της τρίμηνης αυτής περιόδου.

 

Τροπολογία 163

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Τίτλος V — κεφάλαιο 5 α (νέο)

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5A

 

ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗ ΜΕ ΑΛΛΑ ΘΕΣΜΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ

 

(Ενσωματώνεται μετά το άρθρο 136)

Τροπολογία 164

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 137

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 137

Άρθρο 137

Διαβούλευση με την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή

Διαβούλευση με την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή

1.   Όταν η Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης προβλέπει διαβούλευση με την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, ο Πρόεδρος κινεί τη διαδικασία διαβούλευσης και ενημερώνει σχετικά την Ολομέλεια.

1.   Όταν η Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης προβλέπει διαβούλευση με την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, ο Πρόεδρος κινεί τη διαδικασία διαβούλευσης και ενημερώνει σχετικά την Ολομέλεια.

2.   Οι επιτροπές μπορούν να ζητήσουν τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής επί προβλημάτων γενικής φύσης ή επί ειδικών θεμάτων.

2.   Οι επιτροπές μπορούν να ζητήσουν τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής επί ζητημάτων γενικής φύσης ή επί ειδικών θεμάτων.

Η επιτροπή καθορίζει την προθεσμία εντός της οποίας θα πρέπει να γνωμοδοτήσει η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή.

Η επιτροπή καθορίζει την προθεσμία εντός της οποίας θα πρέπει να γνωμοδοτήσει η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή.

Οι αιτήσεις για διαβούλευση με την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή εγκρίνονται από την Ολομέλεια χωρίς συζήτηση .

Οι αιτήσεις για διαβούλευση με την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή ανακοινώνονται στην Ολομέλεια κατά την επόμενη περίοδο συνόδου και θεωρούνται εγκριθείσες, εκτός αν εντός 24 ωρών από την ανακοίνωση μία πολιτική ομάδα ή τουλάχιστον σαράντα βουλευτές ζητήσουν να τεθούν σε ψηφοφορία .

3.   Οι γνωμοδοτήσεις της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής διαβιβάζονται στην αρμόδια επιτροπή.

3.   Οι γνωμοδοτήσεις της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής διαβιβάζονται στην αρμόδια επιτροπή.

Τροπολογία 165

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 138

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 138

Άρθρο 138

Διαβούλευση με την Επιτροπή των Περιφερειών

Διαβούλευση με την Επιτροπή των Περιφερειών

1.   Όταν η Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης προβλέπει διαβούλευση με την Επιτροπή Περιφερειών, ο Πρόεδρος κινεί τη διαδικασία διαβούλευσης και ενημερώνει σχετικά την Ολομέλεια.

1.   Όταν η Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης προβλέπει διαβούλευση με την Επιτροπή Περιφερειών, ο Πρόεδρος κινεί τη διαδικασία διαβούλευσης και ενημερώνει σχετικά την Ολομέλεια.

2.   Οι επιτροπές μπορούν να ζητήσουν τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών επί προβλημάτων γενικής φύσης ή επί ειδικών θεμάτων.

2.   Οι επιτροπές μπορούν να ζητήσουν τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών επί προβλημάτων γενικής φύσης ή επί ειδικών θεμάτων.

Η επιτροπή καθορίζει την προθεσμία εντός της οποίας θα πρέπει να γνωμοδοτήσει η Επιτροπή των Περιφερειών.

Η επιτροπή καθορίζει την προθεσμία εντός της οποίας θα πρέπει να γνωμοδοτήσει η Επιτροπή των Περιφερειών.

Οι αιτήσεις για διαβούλευση με την Επιτροπή των Περιφερειών εγκρίνονται από την Ολομέλεια χωρίς συζήτηση .

Οι αιτήσεις για διαβούλευση με την Επιτροπή των Περιφερειών ανακοινώνονται στην Ολομέλεια κατά την επόμενη περίοδο συνόδου και θεωρούνται εγκριθείσες, εκτός αν εντός 24 ωρών από την ανακοίνωση μία πολιτική ομάδα ή τουλάχιστον σαράντα βουλευτές ζητήσουν να τεθούν σε ψηφοφορία .

3.   Οι γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής Περιφερειών διαβιβάζονται στην αρμόδια επιτροπή.

3.   Οι γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής Περιφερειών διαβιβάζονται στην αρμόδια επιτροπή.

Τροπολογία 166

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 140

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 140

Άρθρο 140

Διοργανικές συμφωνίες

Διοργανικές συμφωνίες

1.   Το Κοινοβούλιο μπορεί να συνάπτει συμφωνίες με άλλα θεσμικά όργανα στο πλαίσιο της εφαρμογής των Συνθηκών ή προκειμένου να βελτιώσει ή διασαφηνίσει τις διαδικασίες.

1.   Το Κοινοβούλιο μπορεί να συνάπτει συμφωνίες με άλλα θεσμικά όργανα στο πλαίσιο της εφαρμογής των Συνθηκών ή προκειμένου να βελτιώσει ή διασαφηνίσει τις διαδικασίες.

Οι συμφωνίες αυτές μπορεί να έχουν τη μορφή κοινών δηλώσεων, ανταλλαγών επιστολών ή κωδίκων συμπεριφοράς ή άλλων κατάλληλων μέσων. Υπογράφονται από τον Πρόεδρο μετά την εξέτασή τους από την αρμόδια για συνταγματικά θέματα επιτροπή και μετά την έγκριση του Κοινοβουλίου. Μπορούν να επισυναφθούν, για ενημέρωση, ως παραρτήματα στον Κανονισμό.

Οι συμφωνίες αυτές μπορεί να έχουν τη μορφή κοινών δηλώσεων, ανταλλαγών επιστολών ή κωδίκων συμπεριφοράς ή άλλων κατάλληλων μέσων. Υπογράφονται από τον Πρόεδρο μετά την εξέτασή τους από την αρμόδια για συνταγματικά θέματα επιτροπή και μετά την έγκριση του Κοινοβουλίου.

2.   Όταν οι συμφωνίες αυτές συνεπάγονται την τροποποίηση υφισταμένων διαδικαστικών δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων, ή θεσπίζουν νέα διαδικαστικά δικαιώματα ή υποχρεώσεις για τους βουλευτές ή τα όργανα του Κοινοβουλίου, ή συνεπάγονται κατ’ άλλο τρόπο τροποποίηση ή ερμηνεία του Κανονισμού, το ζήτημα διαβιβάζεται στην αρμόδια επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 226 παράγραφοι 2 έως 6, πριν από την υπογραφή της συμφωνίας.

2.   Όταν οι συμφωνίες αυτές συνεπάγονται την τροποποίηση υφισταμένων διαδικαστικών δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων, ή θεσπίζουν νέα διαδικαστικά δικαιώματα ή υποχρεώσεις για τους βουλευτές ή τα όργανα του Κοινοβουλίου, ή συνεπάγονται κατ’ άλλο τρόπο τροποποίηση ή ερμηνεία του Κανονισμού, το ζήτημα διαβιβάζεται στην αρμόδια επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 226 παράγραφοι 2 έως 6, πριν από την υπογραφή της συμφωνίας.

Τροπολογία 167

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 141

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 141

Άρθρο 141

Διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

1.   Το Κοινοβούλιο εξετάζει εντός των προθεσμιών που τάσσουν οι Συνθήκες και ο Οργανισμός του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για άσκηση προσφυγής των οργάνων της Ένωσης και φυσικών ή νομικών προσώπων, την νομοθεσία της Ένωσης και τα εκτελεστικά μέτρα , με σκοπό τη διασφάλιση της πλήρους τηρήσεως των συνθηκών, ιδίως όσον αφορά τα δικαιώματα του Κοινοβουλίου.

1.   Το Κοινοβούλιο εξετάζει εντός των προθεσμιών που τάσσουν οι Συνθήκες και ο Οργανισμός του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για άσκηση προσφυγής των οργάνων της Ένωσης και φυσικών ή νομικών προσώπων, την νομοθεσία της Ένωσης και την εφαρμογή της , με σκοπό τη διασφάλιση της πλήρους τηρήσεως των συνθηκών, ιδίως όσον αφορά τα δικαιώματα του Κοινοβουλίου.

2.   Η αρμόδια επιτροπή υποβάλλει, εν ανάγκη προφορικώς, έκθεση στο Κοινοβούλιο όταν έχει υπόνοιες ότι παραβιάζεται το δίκαιο της Ένωσης.

2.   Η αρμόδια για νομικά θέματα επιτροπή υποβάλλει, εν ανάγκη προφορικώς, έκθεση στο Κοινοβούλιο όταν έχει υπόνοιες ότι παραβιάζεται το δίκαιο της Ένωσης. Εφόσον αρμόζει, μπορεί να ακούσει τις απόψεις της αρμόδιας για το θέμα επιτροπής.

3.   Ο Πρόεδρος ασκεί προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξ ονόματος του Κοινοβουλίου, σύμφωνα με σύσταση της αρμόδιας επιτροπής.

3.   Ο Πρόεδρος ασκεί προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξ ονόματος του Κοινοβουλίου, σύμφωνα με σύσταση της αρμόδιας για νομικά θέματα επιτροπής.

Μπορεί να υποβάλει στην κρίση της Ολομέλειας , στην αρχή της επόμενης περιόδου συνόδου, την απόφαση σχετικά με την επικύρωση της προσφυγής. Εάν η Ολομέλεια απορρίψει στην πλειοψηφία της την προσφυγή, ο Πρόεδρος την αποσύρει.

Μπορεί να υποβάλει στην κρίση του Κοινοβουλίου, στην αρχή της επόμενης περιόδου συνόδου, την απόφαση σχετικά με την επικύρωση της προσφυγής. Εάν το Κοινοβούλιο απορρίψει κατά πλειοψηφία την προσφυγή, ο Πρόεδρος την αποσύρει.

Εάν ο Πρόεδρος ασκήσει προσφυγή παρά την αντίθετη σύσταση της αρμόδιας επιτροπής, υποβάλλει στην κρίση της Ολομέλειας , στην αρχή της επόμενης περιόδου συνόδου, την απόφαση σχετικά με την επικύρωση της προσφυγής.

Εάν ο Πρόεδρος ασκήσει προσφυγή παρά την αντίθετη σύσταση της αρμόδιας επιτροπής, υποβάλλει στην κρίση του Κοινοβουλίου, στην αρχή της επόμενης περιόδου συνόδου, την απόφαση σχετικά με την επικύρωση της προσφυγής.

4.   Ο Πρόεδρος υποβάλλει παρατηρήσεις ή παρεμβαίνει εξ ονόματος του Κοινοβουλίου σε διαδικασίες ενώπιον δικαστηρίου, μετά από διαβούλευση με την αρμόδια επιτροπή.

4.   Ο Πρόεδρος υποβάλλει παρατηρήσεις ή παρεμβαίνει εξ ονόματος του Κοινοβουλίου σε διαδικασίες ενώπιον δικαστηρίου, μετά από διαβούλευση με την αρμόδια για νομικά θέματα επιτροπή.

Εάν ο Πρόεδρος προτίθεται να απομακρυνθεί από τη γνωμοδότηση της αρμόδιας επιτροπής, ενημερώνει σχετικά την επιτροπή και παραπέμπει το θέμα στη Διάσκεψη των Προέδρων, εκθέτοντας τους λόγους του.

Εάν ο Πρόεδρος προτίθεται να απομακρυνθεί από τη γνωμοδότηση της αρμόδιας για νομικά θέματα επιτροπής, ενημερώνει σχετικά την επιτροπή και παραπέμπει το θέμα στη Διάσκεψη των Προέδρων, εκθέτοντας τους λόγους του.

Εάν η Διάσκεψη των Προέδρων εκτιμά ότι, κατ’ εξαίρεση, το Κοινοβούλιο δεν θα πρέπει να υποβάλει παρατηρήσεις, ούτε να παρέμβει ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης όταν αμφισβητείται η ισχύς πράξεως του Κοινοβουλίου, το θέμα παραπέμπεται αμελλητί στην Ολομέλεια.

Εάν η Διάσκεψη των Προέδρων εκτιμά ότι, κατ’ εξαίρεση, το Κοινοβούλιο δεν θα πρέπει να υποβάλει παρατηρήσεις, ούτε να παρέμβει ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης όταν αμφισβητείται η ισχύς πράξεως του Κοινοβουλίου, το θέμα παραπέμπεται αμελλητί στο Κοινοβούλιο.

Σε επείγουσες περιπτώσεις, ο Πρόεδρος μπορεί να ενεργήσει προληπτικά προκειμένου να συμμορφωθεί με τις προθεσμίες που έχει τάξει το αρμόδιο δικαστήριο. Στις περιπτώσεις αυτές, η διαδικασία που προβλέπει η παρούσα παράγραφος εφαρμόζεται όσο το δυνατόν ενωρίτερα.

 

Ο Κανονισμός ουδόλως εμποδίζει την αρμόδια επιτροπή να λάβει τα κατάλληλα διαδικαστικά μέτρα για την έγκαιρη διαβίβαση της σύστασής της σε επείγουσες περιπτώσεις.

Ο Κανονισμός ουδόλως εμποδίζει την αρμόδια επιτροπή να λάβει τα κατάλληλα διαδικαστικά μέτρα για την έγκαιρη διαβίβαση της σύστασής της σε επείγουσες περιπτώσεις.

Το άρθρο 108 παράγραφος 6 θεσπίζει μια συγκεκριμένη διαδικασία όσον αφορά την απόφαση του Κοινοβουλίου να ασκήσει το δικαίωμά του να ζητήσει από το Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 218 παράγραφος 11 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να γνωμοδοτήσει σχετικά με το κατά πόσο μια διεθνής συμφωνία είναι συμβατή με τις Συνθήκες. Η διάταξη αυτή αποτελεί «lex specialis» που υπερισχύει του γενικού κανόνα του άρθρου 141 του Κανονισμού.

 

Στην περίπτωση που το Κοινοβούλιο ασκεί τα δικαιώματά του ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η σχετική πράξη δεν καλύπτεται από το άρθρο 141, η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο αυτό εφαρμόζεται κατ’ αναλογία.

Στην περίπτωση που το Κοινοβούλιο ασκεί τα δικαιώματά του ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η σχετική πράξη δεν καλύπτεται από το άρθρο 141, η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο αυτό εφαρμόζεται κατ’ αναλογία.

 

4α.     Σε επείγουσες περιπτώσεις, ο Πρόεδρος, εφόσον είναι δυνατόν μετά από διαβούλευση με τον πρόεδρο και τον εισηγητή της αρμόδιας για νομικά θέματα επιτροπής, μπορεί να ενεργήσει προληπτικά προκειμένου να συμμορφωθεί με τις οικείες προθεσμίες. Στις περιπτώσεις αυτές, η διαδικασία που προβλέπεται ως εφαρμοστέα στις παραγράφους 3 ή 4 εφαρμόζεται το συντομότερο δυνατόν.

 

    . Η αρμόδια για νομικά θέματα επιτροπή ορίζει τις αρχές που πρόκειται να ακολουθήσει κατά την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

Τροπολογία 168

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 143

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 143

Άρθρο 143

Διάσκεψη των οργάνων που ασχολούνται ειδικώς με τα κοινοτικά θέματα (COSAC)

Διάσκεψη των Κοινοβουλευτικών Επιτροπών Ευρωπαϊκών Υποθέσεων (COSAC)

1.   Μετά από πρόταση του Προέδρου, η Διάσκεψη των Προέδρων ορίζει τα μέλη της αντιπροσωπείας του Κοινοβουλίου στην COSAC και μπορεί να τους αναθέσει εντολή. Επικεφαλής της αντιπροσωπείας τίθεται ο Αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που είναι επιφορτισμένος με την παρακολούθηση των σχέσεων με τα εθνικά κοινοβούλια και ο πρόεδρος της αρμόδιας για τα θεσμικά θέματα επιτροπής.

1.   Μετά από πρόταση του Προέδρου, η Διάσκεψη των Προέδρων ορίζει τα μέλη της αντιπροσωπείας του Κοινοβουλίου στην COSAC και μπορεί να τους αναθέσει εντολή. Επικεφαλής της αντιπροσωπείας τίθεται ο Αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που είναι επιφορτισμένος με την παρακολούθηση των σχέσεων με τα εθνικά κοινοβούλια και ο πρόεδρος της αρμόδιας για τις συνταγματικές υποθέσεις επιτροπής.

2.   Τα υπόλοιπα μέλη της αντιπροσωπείας επιλέγονται με βάση τα θέματα που θα συζητηθούν στη συνεδρίαση της COSAC και μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται, κατά το δυνατόν, εκπρόσωποι των επιτροπών που είναι αρμόδιες για τα εν λόγω θέματα. Μετά από κάθε συνεδρίαση, η αντιπροσωπεία υποβάλλει έκθεση.

2.   Τα υπόλοιπα μέλη της αντιπροσωπείας επιλέγονται με βάση τα θέματα που θα συζητηθούν στη συνεδρίαση της COSAC και μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται, κατά το δυνατόν, εκπρόσωποι των επιτροπών που είναι αρμόδιες για τα εν λόγω θέματα.

3.   Η συνολική πολιτική ισορροπία εντός του Κοινοβουλίου λαμβάνεται δεόντως υπόψη.

3.   Η συνολική πολιτική ισορροπία εντός του Κοινοβουλίου λαμβάνεται δεόντως υπόψη.

 

3α.     Μετά από κάθε συνεδρίαση της COSAC, η αντιπροσωπεία υποβάλλει έκθεση στη Διάσκεψη των Προέδρων.

Τροπολογία 169

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 146

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 146

Άρθρο 146

Σύγκληση του Κοινοβουλίου

Σύγκληση του Κοινοβουλίου

1.   Το Κοινοβούλιο συνέρχεται αυτοδικαίως τη δεύτερη Τρίτη του Μαρτίου κάθε έτους και αποφασίζει κυριαρχικά για τη διάρκεια των διακοπών της συνόδου.

1.    Σύμφωνα με το άρθρο 229 παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Κοινοβούλιο συνέρχεται αυτοδικαίως τη δεύτερη Τρίτη του Μαρτίου κάθε έτους. Αποφασίζει κυριαρχικά για τη διάρκεια των διακοπών της συνόδου.

2.   Το Κοινοβούλιο συνέρχεται επίσης αυτοδικαίως την πρώτη Τρίτη μετά παρέλευση μηνός από το πέρας της περιόδου που προβλέπει το άρθρο 10 παράγραφος 1 της Πράξης της 20ής Σεπτεμβρίου 1976.

2.   Το Κοινοβούλιο συνέρχεται επίσης αυτοδικαίως την πρώτη Τρίτη μετά παρέλευση μηνός από το πέρας της περιόδου που προβλέπει το άρθρο 10 παράγραφος 1 της Πράξης της 20ής Σεπτεμβρίου 1976.

3.   Η Διάσκεψη των Προέδρων μπορεί να τροποποιεί τη διάρκεια των διακοπών που καθορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 1, με αιτιολογημένη απόφαση, δεκαπέντε τουλάχιστον ημέρες από την προκαθορισμένη από το Κοινοβούλιο ημερομηνία επανάληψης της συνόδου. Η ημερομηνία αυτή δεν είναι δυνατό να μετατεθεί περισσότερο από δύο εβδομάδες.

3.   Η Διάσκεψη των Προέδρων μπορεί να τροποποιεί τη διάρκεια των διακοπών που καθορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 1, με αιτιολογημένη απόφαση, δεκαπέντε τουλάχιστον ημέρες από την προκαθορισμένη από το Κοινοβούλιο ημερομηνία επανάληψης της συνόδου. Η ημερομηνία αυτή δεν είναι δυνατό να μετατεθεί περισσότερο από δύο εβδομάδες.

4.   Μετά από αίτηση είτε της πλειοψηφίας των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο, είτε της Επιτροπής ή του Συμβουλίου, ο Πρόεδρος, αφού συμβουλευθεί τη Διάσκεψη των Προέδρων, συγκαλεί εκτάκτως το Κοινοβούλιο.

4.   Μετά από αίτηση είτε της πλειοψηφίας των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο, είτε της Επιτροπής ή του Συμβουλίου, ο Πρόεδρος, αφού συμβουλευθεί τη Διάσκεψη των Προέδρων, συγκαλεί εκτάκτως το Κοινοβούλιο.

Εκτός αυτού, ο Πρόεδρος έχει την ευχέρεια, με τη συναίνεση της Διάσκεψης των Προέδρων, να συγκαλέσει εκτάκτως το Κοινοβούλιο σε επείγουσες περιπτώσεις.

Εκτός αυτού, ο Πρόεδρος έχει την ευχέρεια, με τη συναίνεση της Διάσκεψης των Προέδρων, να συγκαλέσει εκτάκτως το Κοινοβούλιο σε επείγουσες περιπτώσεις.

Τροπολογία 170

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 148

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 148

(Δεν αφορά το ελληνικό κείμενο.)

Συμμετοχή στις συνεδριάσεις

 

1.   Σε κάθε συνεδρίαση εκτίθεται κατάλογος παρουσίας προς υπογραφή από τους βουλευτές.

 

2.   Τα ονόματα των βουλευτών των οποίων η παρουσία πιστοποιείται από τον εν λόγω κατάλογο αναγράφονται στα Συνοπτικά Πρακτικά κάθε συνεδρίασης ως «παρόντες». Τα ονόματα των βουλευτών των οποίων η απουσία δικαιολογείται από τον Πρόεδρο αναγράφονται στα Συνοπτικά Πρακτικά κάθε συνεδρίασης ως «δικαιολογημένα απόντες».

 

Τροπολογία 171

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 149

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 149

Άρθρο 149

Σχέδιο ημερήσιας διάταξης

Σχέδιο ημερήσιας διάταξης

1.   Πριν από κάθε περίοδο συνόδου, το σχέδιο ημερήσιας διάταξης καταρτίζεται από τη Διάσκεψη των Προέδρων βάσει των συστάσεων της Διάσκεψης των Προέδρων των Επιτροπών και λαμβανομένου υπόψη του συμφωνηθέντος προγράμματος εργασίας της Επιτροπής που προβλέπει το άρθρο 37 .

1.   Πριν από κάθε περίοδο συνόδου, το σχέδιο ημερήσιας διάταξης καταρτίζεται από τη Διάσκεψη των Προέδρων βάσει των συστάσεων της Διάσκεψης των Προέδρων των επιτροπών.

Η Επιτροπή και το Συμβούλιο μπορούν να παρίστανται στη σύσκεψη της Διάσκεψης των Προέδρων για το σχέδιο ημερήσιας διάταξης μετά από πρόσκληση του Προέδρου.

Η Επιτροπή και το Συμβούλιο μπορούν να παρίστανται στη σύσκεψη της Διάσκεψης των Προέδρων για το σχέδιο ημερήσιας διάταξης μετά από πρόσκληση του Προέδρου.

2.   Το σχέδιο ημερήσιας διάταξης μπορεί να αναφέρει το χρόνο της ψηφοφορίας επί ορισμένων από τα σημεία των οποίων προβλέπει την εξέταση.

2.   Το σχέδιο ημερήσιας διάταξης μπορεί να αναφέρει το χρόνο της ψηφοφορίας επί ορισμένων από τα σημεία των οποίων προβλέπει την εξέταση.

3.    Το σχέδιο ημερήσιας διάταξης μπορεί να προβλέπει ένα ή δύο χρονικά διαστήματα μέγιστης συνολικής διαρκείας 60 λεπτών για τη συζήτηση σχετικά με περιπτώσεις παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου, σύμφωνα με το άρθρο 135.

 

4.   Το τελικό σχέδιο ημερήσιας διάταξης διανέμεται στους βουλευτές τουλάχιστον τρεις ώρες πριν από την έναρξη της περιόδου συνόδου.

4.   Το τελικό σχέδιο ημερήσιας διάταξης καθίσταται διαθέσιμο στους βουλευτές τουλάχιστον τρεις ώρες πριν από την έναρξη της περιόδου συνόδου.

Τροπολογία 172

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 150

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 150

Άρθρο 150

Διαδικασία στην Ολομέλεια χωρίς τροπολογίες και χωρίς συζήτηση

Διαδικασία στην Ολομέλεια χωρίς τροπολογίες και χωρίς συζήτηση

1.    Κάθε πρόταση νομοθετικής πράξης (πρώτη ανάγνωση) και κάθε μη νομοθετική πρόταση ψηφίσματος που έχει εγκριθεί σε επιτροπή και έχει καταψηφιστεί από λιγότερα από το ένα δέκατο των μελών της, εγγράφεται στο σχέδιο ημερήσιας διάταξης του Κοινοβουλίου για ψηφοφορία χωρίς τροπολογίες.

1.    Όταν μια έκθεση έχει εγκριθεί σε επιτροπή και έχει καταψηφιστεί από λιγότερα από το ένα δέκατο των μελών της, εγγράφεται στο σχέδιο ημερήσιας διάταξης του Κοινοβουλίου για ψηφοφορία χωρίς τροπολογίες.

Το θέμα τίθεται τότε σε μοναδική ψηφοφορία εκτός εάν, πριν από την κατάρτιση του τελικού σχεδίου ημερήσιας διάταξης, πολιτικές ομάδες ή βουλευτές που αποτελούν συνολικά το ένα δέκατο των βουλευτών του Κοινοβουλίου ζητήσουν γραπτώς να παρασχεθεί δυνατότητα κατάθεσης τροπολογιών· στην περίπτωση αυτή ο Πρόεδρος ορίζει προθεσμία κατάθεσης τροπολογιών.

Το θέμα τίθεται τότε σε μοναδική ψηφοφορία εκτός εάν, πριν από την κατάρτιση του τελικού σχεδίου ημερήσιας διάταξης, πολιτικές ομάδες ή βουλευτές που αποτελούν συνολικά το ένα δέκατο των βουλευτών του Κοινοβουλίου ζητήσουν γραπτώς να παρασχεθεί δυνατότητα κατάθεσης τροπολογιών· στην περίπτωση αυτή ο Πρόεδρος ορίζει προθεσμία κατάθεσης τροπολογιών.

2.   Για τα ζητήματα που εγγράφονται στο τελικό σχέδιο ημερήσιας διάταξης για ψηφοφορία χωρίς τροπολογίες δεν διεξάγεται συζήτηση, εκτός εάν το Κοινοβούλιο, όταν εγκρίνει την ημερήσια διάταξή του κατά την έναρξη της περιόδου συνόδου, αποφασίσει διαφορετικά ύστερα από πρόταση της Διάσκεψης των Προέδρων ή ζητηθεί συζήτηση από μία πολιτική ομάδα ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτές.

2.   Για τα ζητήματα που εγγράφονται στο τελικό σχέδιο ημερήσιας διάταξης για ψηφοφορία χωρίς τροπολογίες δεν διεξάγεται συζήτηση, εκτός εάν το Κοινοβούλιο, όταν εγκρίνει την ημερήσια διάταξή του κατά την έναρξη της περιόδου συνόδου, αποφασίσει διαφορετικά ύστερα από πρόταση της Διάσκεψης των Προέδρων ή ζητηθεί συζήτηση από μία πολιτική ομάδα ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτές.

3.   Η Διάσκεψη των Προέδρων, κατά την κατάρτιση του τελικού σχεδίου ημερήσιας διάταξης μιας περιόδου συνόδου, μπορεί να προτείνει την εξέταση και άλλων θεμάτων χωρίς τροπολογίες ή χωρίς συζήτηση. Το Κοινοβούλιο, κατά την έγκριση της ημερήσιας διάταξής του, δεν μπορεί να δεχθεί οποιαδήποτε τέτοια πρόταση εφόσον μία πολιτική ομάδα ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτές υποβάλουν γραπτώς τις αντιρρήσεις τους το αργότερο μία ώρα πριν από την έναρξη της περιόδου συνόδου.

3.   Η Διάσκεψη των Προέδρων, κατά την κατάρτιση του τελικού σχεδίου ημερήσιας διάταξης μιας περιόδου συνόδου, μπορεί να προτείνει την εξέταση και άλλων θεμάτων χωρίς τροπολογίες ή χωρίς συζήτηση. Το Κοινοβούλιο, κατά την έγκριση της ημερήσιας διάταξής του, δεν μπορεί να δεχθεί οποιαδήποτε τέτοια πρόταση εφόσον μία πολιτική ομάδα ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτές υποβάλουν γραπτώς τις αντιρρήσεις τους το αργότερο μία ώρα πριν από την έναρξη της περιόδου συνόδου.

4.   Όταν ζήτημα εξετάζεται χωρίς συζήτηση, ο εισηγητής ή ο πρόεδρος της αρμόδιας επιτροπής μπορεί να προβεί αμέσως πριν από την ψηφοφορία σε δήλωση, η διάρκεια της οποίας δεν υπερβαίνει τα δύο λεπτά.

4.   Όταν ζήτημα εξετάζεται χωρίς συζήτηση, ο εισηγητής ή ο πρόεδρος της αρμόδιας επιτροπής μπορεί να προβεί αμέσως πριν από την ψηφοφορία σε δήλωση, η διάρκεια της οποίας δεν υπερβαίνει τα δύο λεπτά.

Τροπολογία 173

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 152

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 152

Άρθρο 149α

Έγκριση και τροποποίηση της ημερήσιας διάταξης

Έγκριση και τροποποίηση της ημερήσιας διάταξης

1.   Στην αρχή κάθε περιόδου συνόδου το Κοινοβούλιο αποφασίζει για το τελικό σχέδιο ημερήσιας διάταξης . Προτάσεις τροποποίησης μπορούν να υποβληθούν από μία επιτροπή, μία πολιτική ομάδα ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτές. Οι προτάσεις τροποποίησης πρέπει να περιέλθουν στον Πρόεδρο μία τουλάχιστον ώρα πριν από την έναρξη της περιόδου συνόδου. Ο Πρόεδρος μπορεί να δώσει το λόγο, για κάθε πρόταση, στο συντάκτη της, σε έναν αγορητή υπέρ και σε έναν κατά . Ο χρόνος αγόρευσης δεν μπορεί να υπερβεί το ένα λεπτό.

1.   Στην αρχή κάθε περιόδου συνόδου το Κοινοβούλιο εγκρίνει την ημερήσια διάταξή του . Προτάσεις τροποποίησης του τελικού σχεδίου ημερήσιας διάταξης μπορούν να υποβληθούν από μία επιτροπή, μία πολιτική ομάδα ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτές. Οι προτάσεις τροποποίησης πρέπει να περιέλθουν στον Πρόεδρο μία τουλάχιστον ώρα πριν από την έναρξη της περιόδου συνόδου. Ο Πρόεδρος μπορεί να δώσει το λόγο, για κάθε πρόταση, στο συντάκτη της και σε έναν αγορητή κατά της πρότασης . Ο χρόνος αγόρευσης δεν μπορεί να υπερβεί το ένα λεπτό.

2.   Αφού εγκριθεί η ημερήσια διάταξη, δεν μπορεί πλέον να τροποποιηθεί παρά μόνο κατ’ εφαρμογή των άρθρων 154 ή 187 έως 191 ή μετά από πρόταση του Προέδρου.

2.   Αφού εγκριθεί η ημερήσια διάταξη, δεν μπορεί πλέον να τροποποιηθεί παρά μόνο κατ’ εφαρμογή των άρθρων 154 ή 187 έως 191 ή μετά από πρόταση του Προέδρου.

Αν πρόταση επί της διαδικασίας, αποβλέπουσα στην τροποποίηση της ημερήσιας διάταξης, απορριφθεί, δεν είναι δυνατό να επανεισαχθεί κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου συνόδου.

Αν πρόταση επί της διαδικασίας, αποβλέπουσα στην τροποποίηση της ημερήσιας διάταξης, απορριφθεί, δεν είναι δυνατό να επανεισαχθεί κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου συνόδου.

3.   Πριν κηρύξει τη λήξη της συνεδρίασης, ο Πρόεδρος ανακοινώνει στο Κοινοβούλιο την ημερομηνία, την ώρα και την ημερήσια διάταξη της επομένης συνεδρίασης.

3.   Πριν κηρύξει τη λήξη της συνεδρίασης, ο Πρόεδρος ανακοινώνει στο Κοινοβούλιο την ημερομηνία, την ώρα και την ημερήσια διάταξη της επομένης συνεδρίασης.

 

Το παρόν άρθρο ενσωματώνεται μετά το άρθρο 149, καθώς αφορά το σχέδιο ημερήσιας διάταξης.

Τροπολογία 174

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 153 α (νέο)

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

 

Άρθρο 153α

 

Συζήτηση σχετικά με επίκαιρα θέματα μετά από αίτηση πολιτικής ομάδας

 

1.    Σε κάθε περίοδο συνόδου, το σχέδιο ημερήσιας διάταξης προβλέπει ένα ή δύο χρονικά διαστήματα, η ελάχιστη διάρκεια του καθενός από τα οποία είναι 60 λεπτά, για συζήτηση σχετικά με επίκαιρα θέματα μείζονος ενδιαφέροντος για την πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

2.    Κάθε πολιτική ομάδα έχει δικαίωμα να προτείνει επίκαιρο θέμα της επιλογής της για τουλάχιστον μία τέτοια συζήτηση ανά έτος. Η Διάσκεψη των Προέδρων διασφαλίζει, κατά τη διάρκεια κυλιόμενης περιόδου ενός έτους, τη δίκαιη κατανομή της άσκησης του δικαιώματος αυτού μεταξύ των πολιτικών ομάδων.

 

3.    Οι πολιτικές ομάδες διαβιβάζουν γραπτώς στον Πρόεδρο το επίκαιρο θέμα της επιλογής τους πριν την εκπόνηση του τελικού σχεδίου ημερήσιας διάταξης από τη Διάσκεψη των Προέδρων. Τηρείται πλήρως το άρθρο 38 παράγραφος 1 που αφορά τα δικαιώματα, τις ελευθερίες και τις αρχές που αναγνωρίζονται στο άρθρο 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις αξίες που κατοχυρώνονται στο άρθρο 2 αυτής.

 

4.    Η Διάσκεψη των Προέδρων καθορίζει το χρόνο διεξαγωγής της συζήτησης αυτής. Μπορεί να αποφασίσει να απορρίψει θέμα που προτείνει πολιτική ομάδα με πλειοψηφία των τεσσάρων πέμπτων των μελών του Κοινοβουλίου.

 

5.    Η έναρξη της συζήτησης πραγματοποιείται από εκπρόσωπο της πολιτικής ομάδας που πρότεινε το επίκαιρο θέμα. Μετά την έναρξη της συζήτησης κατανέμεται ο χρόνος αγόρευσης σύμφωνα με το άρθρο 162 παράγραφοι 4 και 5.

 

6.    Η συζήτηση περατώνεται χωρίς την έγκριση ψηφίσματος.

Τροπολογία 175

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 154

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 154

Άρθρο 154

Κατεπείγον

Κατεπείγον

1.   Το κατεπείγον συζήτησης επί πρότασης για την οποία απαιτείται η γνωμοδότηση του Κοινοβουλίου, σύμφωνα με το άρθρο 47 παράγραφος 1, μπορεί να προταθεί στο Κοινοβούλιο από τον Πρόεδρο, από επιτροπή, από πολιτική ομάδα, από σαράντα τουλάχιστον βουλευτές, από την Επιτροπή ή το Συμβούλιο. Η σχετική αίτηση πρέπει να υποβληθεί εγγράφως και να είναι αιτιολογημένη.

1.   Το κατεπείγον συζήτησης επί πρότασης , η οποία υποβάλλεται στο Κοινοβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 47 παράγραφος 1, μπορεί να προταθεί στο Κοινοβούλιο από τον Πρόεδρο, από επιτροπή, από μία πολιτική ομάδα, από σαράντα τουλάχιστον βουλευτές, από την Επιτροπή ή το Συμβούλιο. Η σχετική αίτηση πρέπει να υποβληθεί εγγράφως και να είναι αιτιολογημένη.

2.   Ο Πρόεδρος, μόλις του υποβληθεί αίτηση για κατεπείγουσα συζήτηση, ενημερώνει σχετικά το Κοινοβούλιο· η ψηφοφορία επί της αίτησης αυτής διεξάγεται κατά την έναρξη της συνεδρίασης που ακολουθεί τη συνεδρίαση κατά τη διάρκεια της οποίας ανακοινώθηκε η αίτηση, υπό την προϋπόθεση ότι η πρόταση στην οποία αναφέρεται η αίτηση έχει διανεμηθεί στις επίσημες γλώσσες. Εφόσον υπάρχουν περισσότερες αιτήσεις για κατεπείγουσα συζήτηση επί του ιδίου θέματος, η έγκριση ή η απόρριψη του κατεπείγοντος ισχύει για όλες τις αιτήσεις επί του θέματος αυτού.

2.   Ο Πρόεδρος, μόλις του υποβληθεί αίτηση για κατεπείγουσα συζήτηση, ενημερώνει σχετικά το Κοινοβούλιο· η ψηφοφορία επί της αίτησης αυτής διεξάγεται κατά την έναρξη της συνεδρίασης που ακολουθεί τη συνεδρίαση κατά τη διάρκεια της οποίας ανακοινώθηκε η αίτηση, υπό την προϋπόθεση ότι η πρόταση στην οποία αναφέρεται η αίτηση έχει διανεμηθεί στις επίσημες γλώσσες. Εφόσον υπάρχουν περισσότερες αιτήσεις για κατεπείγουσα συζήτηση επί του ιδίου θέματος, η έγκριση ή η απόρριψη του κατεπείγοντος ισχύει για όλες τις αιτήσεις επί του θέματος αυτού.

3.   Πριν από την ψηφοφορία μπορούν να λάβουν το λόγο μόνο ο συντάκτης της αίτησης, ένας αγορητής υπέρ και ένας κατά, καθώς και ο Πρόεδρος και/ή ο εισηγητής της αρμόδιας επιτροπής, επί τρία λεπτά ο καθένας κατ’ ανώτατο όριο.

3.   Πριν από την ψηφοφορία μπορούν να λάβουν το λόγο μόνο ο συντάκτης της αίτησης, ένας αγορητής κατά, καθώς και ο Πρόεδρος και/ή ο εισηγητής της αρμόδιας επιτροπής, και επί τρία λεπτά ο καθένας κατ’ ανώτατο όριο.

4.   Τα θέματα τα οποία αποφασίσθηκαν ως κατεπείγοντα έχουν προτεραιότητα έναντι όλων των άλλων ζητημάτων της ημερήσιας διάταξης. Ο χρόνος της συζήτησης και της ψηφοφορίας επ’ αυτών ορίζεται από τον Πρόεδρο.

4.   Τα θέματα τα οποία αποφασίσθηκαν ως κατεπείγοντα έχουν προτεραιότητα έναντι όλων των άλλων ζητημάτων της ημερήσιας διάταξης. Ο χρόνος της συζήτησης και της ψηφοφορίας επ’ αυτών ορίζεται από τον Πρόεδρο.

5.   Η συζήτηση με διαδικασία κατεπείγοντος μπορεί να διεξαχθεί χωρίς έκθεση ή, κατ’ εξαίρεση, βάσει προφορικής έκθεσης της αρμόδιας επιτροπής.

5.   Η διαδικασία κατεπείγοντος μπορεί να διεξαχθεί χωρίς έκθεση ή, κατ’ εξαίρεση, βάσει προφορικής έκθεσης της αρμόδιας επιτροπής.

 

Όταν χρησιμοποιείται η διαδικασία κατεπείγοντος και λαμβάνουν χώρα διοργανικές διαπραγματεύσεις, δεν εφαρμόζονται τα άρθρα 73 και 73α. Το άρθρο 73δ εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν.

Τροπολογία 176

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 156

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 156

Άρθρο 156

Προθεσμίες

Προθεσμίες

Εκτός από τις περιπτώσεις κατεπείγοντος που προβλέπονται στα άρθρα 135 και 154, δεν είναι δυνατό να αρχίσει συζήτηση και ψηφοφορία επί κειμένου παρά μόνο αν το κείμενο αυτό έχει διανεμηθεί τουλάχιστον 24 ώρες νωρίτερα.

Εκτός από τις περιπτώσεις κατεπείγοντος που προβλέπονται στα άρθρα 135 και 154, δεν είναι δυνατό να αρχίσει συζήτηση και ψηφοφορία επί κειμένου παρά μόνο αν το κείμενο αυτό έχει καταστεί διαθέσιμο τουλάχιστον 24 ώρες νωρίτερα.

Τροπολογία 177

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 157

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 157

Άρθρο 157

Είσοδος στην αίθουσα συνεδριάσεων

Είσοδος στην αίθουσα συνεδριάσεων

1.   Κανείς δεν μπορεί να εισέλθει στην αίθουσα συνεδριάσεων εκτός από τους βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, τα μέλη της Επιτροπής και του Συμβουλίου, τον Γενικό Γραμματέα του Κοινοβουλίου, τα μέλη του προσωπικού που πρέπει να παρίστανται για υπηρεσιακούς λόγους και τους εμπειρογνώμονες ή τους υπαλλήλους της Ένωσης .

1.   Κανείς δεν μπορεί να εισέλθει στην αίθουσα συνεδριάσεων εκτός από τους βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, τα μέλη της Επιτροπής και του Συμβουλίου, τον Γενικό Γραμματέα του Κοινοβουλίου, τα μέλη του προσωπικού που πρέπει να παρίστανται για υπηρεσιακούς λόγους και οποιοδήποτε πρόσωπο προσκαλείται από τον Πρόεδρο .

2.   Μόνο όσοι κατέχουν δελτίο εισόδου εκδοθέν κανονικά προς τούτο από τον Πρόεδρο ή τον Γενικό Γραμματέα του Κοινοβουλίου γίνονται δεκτοί στα θεωρεία.

2.   Μόνο όσοι κατέχουν δελτίο εισόδου εκδοθέν κανονικά προς τούτο από τον Πρόεδρο ή τον Γενικό Γραμματέα του Κοινοβουλίου γίνονται δεκτοί στα θεωρεία.

3.   Όσοι γίνονται δεκτοί στα θεωρεία οφείλουν να μένουν καθιστοί και να σιωπούν. Όποιος εκφράζει επιδοκιμασία ή αποδοκιμασία αποβάλλεται αμέσως από τους κλητήρες.

3.   Όσοι γίνονται δεκτοί στα θεωρεία οφείλουν να μένουν καθιστοί και να σιωπούν. Όποιος εκφράζει επιδοκιμασία ή αποδοκιμασία αποβάλλεται αμέσως από τους κλητήρες.

Τροπολογία 178

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 158

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 158

Άρθρο 158

Γλώσσες

Γλώσσες

1.   Όλα τα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου πρέπει να συντάσσονται στις επίσημες γλώσσες.

1.   Όλα τα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου πρέπει να συντάσσονται στις επίσημες γλώσσες.

2.   Όλοι οι βουλευτές έχουν το δικαίωμα να μιλούν στο Κοινοβούλιο στην επίσημη γλώσσα της επιλογής τους. Για τις ομιλίες που γίνονται σε μία από τις επίσημες γλώσσες γίνεται ταυτόχρονη διερμηνεία σε όλες τις άλλες επίσημες γλώσσες και σε οποιαδήποτε άλλη γλώσσα κρίνει αναγκαίο το Προεδρείο.

2.   Όλοι οι βουλευτές έχουν το δικαίωμα να μιλούν στο Κοινοβούλιο στην επίσημη γλώσσα της επιλογής τους. Για τις ομιλίες που γίνονται σε μία από τις επίσημες γλώσσες γίνεται ταυτόχρονη διερμηνεία σε όλες τις άλλες επίσημες γλώσσες και σε οποιαδήποτε άλλη γλώσσα κρίνει αναγκαίο το Προεδρείο.

3.   Στις συνεδριάσεις των επιτροπών και των αντιπροσωπειών εξασφαλίζεται διερμηνεία από και προς τις επίσημες γλώσσες που χρησιμοποιούνται και ζητούνται από τα τακτικά ή αναπληρωματικά μέλη κάθε επιτροπής ή αντιπροσωπείας.

3.   Στις συνεδριάσεις των επιτροπών και των αντιπροσωπειών εξασφαλίζεται διερμηνεία από και προς τις επίσημες γλώσσες που χρησιμοποιούνται και ζητούνται από τα τακτικά ή αναπληρωματικά μέλη κάθε επιτροπής ή αντιπροσωπείας.

4.   Στις συνεδριάσεις επιτροπής ή αντιπροσωπείας εκτός των συνήθων τόπων εργασίας, πραγματοποιείται διερμηνεία από και προς τις γλώσσες των μελών τα οποία έχουν επιβεβαιώσει τη συμμετοχή τους στη συνεδρίαση. Το καθεστώς αυτό μπορεί, κατ’ εξαίρεση, να απλοποιηθεί με τη συμφωνία των μελών της επιτροπής ή της αντιπροσωπείας . Σε περίπτωση διαφωνίας, αποφασίζει το Προεδρείο .

4.   Στις συνεδριάσεις επιτροπής ή αντιπροσωπείας εκτός των συνήθων τόπων εργασίας, πραγματοποιείται διερμηνεία από και προς τις γλώσσες των μελών τα οποία έχουν επιβεβαιώσει τη συμμετοχή τους στη συνεδρίαση. Το καθεστώς αυτό μπορεί, κατ’ εξαίρεση, να απλοποιηθεί . Το Προεδρείο εγκρίνει τα απαραίτητα μέτρα .

Όταν διαπιστωθεί, μετά την ανακοίνωση του αποτελέσματος ψηφοφορίας, ότι υπάρχει διαφορετική διατύπωση του κειμένου στις διάφορες γλώσσες, ο Πρόεδρος αποφασίζει επί της εγκυρότητας του ανακοινωθέντος αποτελέσματος σύμφωνα με το άρθρο 184 παράγραφος 5. Αν θεωρήσει έγκυρο το αποτέλεσμα, θα αποφασίσει ποιά διατύπωση θεωρείται ότι έχει εγκριθεί. Παρόλα αυτά, η διατύπωση του πρωτότυπου κειμένου δεν μπορεί να θεωρείται επίσημο κείμενο κατά γενικό κανόνα, διότι μπορεί να προκύψει περίπτωση στην οποία η διατύπωση σε όλες τις άλλες γλώσσες να διαφέρει από το πρωτότυπο κείμενο.

 

 

4α.     Μετά την ανακοίνωση του αποτελέσματος της ψηφοφορίας, ο Πρόεδρος αποφασίζει σχετικά με τυχόν αιτήματα που αφορούν εικαζόμενες αποκλίσεις στη διατύπωση του κειμένου στις διάφορες γλώσσες.

Τροπολογία 179

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 159

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 159

Άρθρο 159

Μεταβατική ρύθμιση

Μεταβατική ρύθμιση

1.   Κατά τη διάρκεια μεταβατικής περιόδου που λήγει με το πέρας της όγδοης κοινοβουλευτικής περιόδου (20) επιτρέπονται παρεκκλίσεις από τις διατάξεις του άρθρου 158 εάν και στο μέτρο που δεν διατίθεται επαρκής αριθμός διερμηνέων και μεταφραστών σε μια επίσημη γλώσσα παρά τη λήψη κατάλληλων μέτρων.

1.   Κατά τη διάρκεια μεταβατικής περιόδου που λήγει με το πέρας της όγδοης κοινοβουλευτικής περιόδου (20) επιτρέπονται παρεκκλίσεις από τις διατάξεις του άρθρου 158 εάν και στο μέτρο που δεν διατίθεται επαρκής αριθμός διερμηνέων και μεταφραστών σε μια επίσημη γλώσσα παρά τη λήψη κατάλληλων μέτρων.

2.   Το Προεδρείο διαπιστώνει, κατόπιν προτάσεως του Γενικού Γραμματέα, εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1 για κάθε μία από τις εν λόγω επίσημες γλώσσες και επανεξετάζει την απόφασή του ανά εξάμηνο με βάση την έκθεση του Γενικού Γραμματέα για την πρόοδο που έχει επιτευχθεί. Το Προεδρείο καθορίζει τις απαιτούμενες εκτελεστικές διατάξεις.

2.   Το Προεδρείο διαπιστώνει, κατόπιν προτάσεως του Γενικού Γραμματέα και έχοντας λάβει σοβαρά υπόψη τις διατάξεις που αναφέρονται στην παράγραφο 3 , εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1 για κάθε μία από τις εν λόγω επίσημες γλώσσες και επανεξετάζει την απόφασή του ανά εξάμηνο με βάση την έκθεση του Γενικού Γραμματέα για την πρόοδο που έχει επιτευχθεί. Το Προεδρείο καθορίζει τις απαιτούμενες εκτελεστικές διατάξεις.

3.   Εφαρμόζονται οι προσωρινές ειδικές διατάξεις σχετικά με τη διατύπωση των νομοθετικών πράξεων που εκδίδει το Συμβούλιο σύμφωνα με τις Συνθήκες , εξαιρουμένων των κανονισμών που θεσπίζουν από κοινού το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο .

3.   Εφαρμόζονται οι προσωρινές ειδικές διατάξεις σχετικά με τη διατύπωση των νομοθετικών πράξεων που εκδίδει το Συμβούλιο σύμφωνα με τις Συνθήκες.

4.   Το Κοινοβούλιο, κατόπιν αιτιολογημένης σύστασης του Προεδρείου, μπορεί να αποφασίσει ανά πάσα στιγμή την πρόωρη κατάργηση του παρόντος άρθρου ή, στο τέλος της προθεσμίας της παραγράφου 1, την παράτασή του.

4.   Το Κοινοβούλιο, κατόπιν αιτιολογημένης σύστασης του Προεδρείου, μπορεί να αποφασίσει ανά πάσα στιγμή την πρόωρη κατάργηση του παρόντος άρθρου ή, στο τέλος της προθεσμίας της παραγράφου 1, την παράτασή του.

Τροπολογία 180

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 160

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 160

Άρθρο 160

Διανομή εγγράφων

Διανομή εγγράφων

Τα έγγραφα επί των οποίων βασίζονται οι συζητήσεις και οι αποφάσεις του Κοινοβουλίου τυπώνονται και διανέμονται στους βουλευτές. Κατάλογος των εγγράφων αυτών δημοσιεύεται στα Συνοπτικά Πρακτικά των Συνεδριάσεων του Κοινοβουλίου.

Τα έγγραφα επί των οποίων βασίζονται οι συζητήσεις και οι αποφάσεις του Κοινοβουλίου καθίστανται διαθέσιμα στους βουλευτές.

Με την επιφύλαξη της εφαρμογής του πρώτου εδαφίου, οι βουλευτές και οι πολιτικές ομάδες έχουν άμεση πρόσβαση στο εσωτερικό σύστημα πληροφορικής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για να συμβουλεύονται οποιοδήποτε μη εμπιστευτικό προπαρασκευαστικό έγγραφο (σχέδιο έκθεσης, σχέδιο σύστασης, σχέδιο γνωμοδότησης, έγγραφο εργασίας, τροπολογίες που έχουν κατατεθεί σε επιτροπή).

Με την επιφύλαξη της εφαρμογής του πρώτου εδαφίου, οι βουλευτές και οι πολιτικές ομάδες έχουν άμεση πρόσβαση στο εσωτερικό σύστημα πληροφορικής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για να συμβουλεύονται οποιοδήποτε μη εμπιστευτικό προπαρασκευαστικό έγγραφο (σχέδιο έκθεσης, σχέδιο σύστασης, σχέδιο γνωμοδότησης, έγγραφο εργασίας, τροπολογίες που έχουν κατατεθεί σε επιτροπή).

Τροπολογία 181

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 162

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 162

Άρθρο 162

Κατανομή του χρόνου αγόρευσης και κατάλογος αγορητών

Κατανομή του χρόνου αγόρευσης και κατάλογος αγορητών

1.   Η Διάσκεψη των Προέδρων μπορεί να προτείνει, ενόψει της διεξαγωγής συζήτησης, την κατανομή του χρόνου αγόρευσης. Το Κοινοβούλιο αποφασίζει χωρίς συζήτηση επί της πρότασης αυτής.

1.   Η Διάσκεψη των Προέδρων μπορεί να προτείνει, ενόψει της διεξαγωγής συζήτησης, την κατανομή του χρόνου αγόρευσης. Το Κοινοβούλιο αποφασίζει χωρίς συζήτηση επί της πρότασης αυτής.

2.   Κανένας βουλευτής δεν μπορεί να λάβει το λόγο χωρίς να κληθεί από τον Πρόεδρο. Κάθε αγορητής αγορεύει από τη θέση του και απευθύνεται στον Πρόεδρο. Αν απομακρυνθεί από το θέμα, ο Πρόεδρος τον ανακαλεί στην τάξη.

2.   Κανένας βουλευτής δεν μπορεί να λάβει το λόγο χωρίς να κληθεί από τον Πρόεδρο. Κάθε αγορητής αγορεύει από τη θέση του και απευθύνεται στον Πρόεδρο. Αν απομακρυνθεί από το θέμα, ο Πρόεδρος τον ανακαλεί στην τάξη.

3.   Ο Πρόεδρος μπορεί να συντάξει, για το πρώτο μέρος συγκεκριμένης συζήτησης κατάλογο αγορητών, ο οποίος περιλαμβάνει έναν ή περισσότερους αγορητές από κάθε πολιτική ομάδα που επιθυμούν να λάβουν το λόγο, αναλόγως του μεγέθους της πολιτικής ομάδας , και ένα μη εγγεγραμμένο βουλευτή .

3.   Ο Πρόεδρος μπορεί να συντάξει, για το πρώτο μέρος συγκεκριμένης συζήτησης, κατάλογο αγορητών, ο οποίος περιλαμβάνει έναν ή περισσότερους αγορητές από κάθε πολιτική ομάδα που επιθυμούν να λάβουν το λόγο, αναλόγως του μεγέθους της πολιτικής ομάδας.

4.   Ο χρόνος αγόρευσης για το εν λόγω μέρος της συζήτησης κατανέμεται με τα εξής κριτήρια:

4.   Ο χρόνος αγόρευσης για το εν λόγω μέρος της συζήτησης κατανέμεται με τα εξής κριτήρια:

α)

το πρώτο μέρος του χρόνου αγόρευσης κατανέμεται εξ ίσου μεταξύ όλων των πολιτικών ομάδων,

α)

το πρώτο μέρος του χρόνου αγόρευσης κατανέμεται εξ ίσου μεταξύ όλων των πολιτικών ομάδων,

β)

το δεύτερο μέρος του χρόνου κατανέμεται μεταξύ των πολιτικών ομάδων αναλόγως του συνολικού αριθμού των μελών τους,

β)

το δεύτερο μέρος του χρόνου κατανέμεται μεταξύ των πολιτικών ομάδων αναλόγως του συνολικού αριθμού των μελών τους,

γ)

στους μη εγγεγραμμένους διατίθεται συνολικά χρόνος αγόρευσης που υπολογίζεται βάσει του χρόνου που παραχωρήθηκε σε κάθε πολιτική ομάδα σύμφωνα με τα στοιχεία α) και β).

γ)

στους μη εγγεγραμμένους διατίθεται συνολικά χρόνος αγόρευσης που υπολογίζεται βάσει του χρόνου που παραχωρήθηκε σε κάθε πολιτική ομάδα σύμφωνα με τα στοιχεία α) και β),

 

γα)

κατά την κατανομή του χρόνου αγόρευσης στην Ολομέλεια, λαμβάνεται υπόψη ότι οι βουλευτές με αναπηρίες μπορεί να χρειαστούν περισσότερο χρόνο.

5.   Αν, για δύο ή περισσότερα θέματα της ημερήσιας διάταξης, διατεθεί συνολικός χρόνος αγόρευσης, οι πολιτικές ομάδες γνωστοποιούν στον Πρόεδρο πώς θα κατανείμουν το χρόνο τους στα διάφορα θέματα. Ο Πρόεδρος μεριμνά για την τήρηση της κατανομής του χρόνου αγόρευσης.

5.   Αν, για δύο ή περισσότερα θέματα της ημερήσιας διάταξης, διατεθεί συνολικός χρόνος αγόρευσης, οι πολιτικές ομάδες γνωστοποιούν στον Πρόεδρο πώς θα κατανείμουν το χρόνο τους στα διάφορα θέματα. Ο Πρόεδρος μεριμνά για την τήρηση της κατανομής του χρόνου αγόρευσης.

6.   Το υπόλοιπο μέρος του χρόνου συζήτησης δεν κατανέμεται εκ των προτέρων. Αντιθέτως, ο Πρόεδρος καλεί τους βουλευτές, κατά γενικό κανόνα, να λάβουν το λόγο για χρόνο όχι μεγαλύτερο του ενός λεπτού. Ο Πρόεδρος διασφαλίζει κατά το δυνατόν ότι οι αγορητές οι οποίοι διατυπώνουν διαφορετικές πολιτικές απόψεις και προέρχονται από διάφορα κράτη μέλη ακούονται εναλλάξ.

6.   Το υπόλοιπο μέρος του χρόνου συζήτησης δεν κατανέμεται εκ των προτέρων. Αντιθέτως, ο Πρόεδρος μπορεί να καλέσει τους βουλευτές, κατά γενικό κανόνα, να λάβουν το λόγο για χρόνο όχι μεγαλύτερο του ενός λεπτού. Ο Πρόεδρος διασφαλίζει κατά το δυνατόν ότι οι αγορητές οι οποίοι διατυπώνουν διαφορετικές πολιτικές απόψεις και προέρχονται από διάφορα κράτη μέλη ακούονται εναλλάξ.

7.    Προτεραιότητα αγόρευσης μπορεί πάντως να δοθεί , εφόσον το ζητήσουν, στον πρόεδρο ή στον εισηγητή της αρμόδιας επιτροπής και στους προέδρους των πολιτικών ομάδων που εκφράζονται εξ ονόματος των ομάδων τους ή στους αγορητές που τους αναπληρώνουν.

7.    Ο Πρόεδρος μπορεί πάντως να δώσει προτεραιότητα αγόρευσης , εφόσον το ζητήσουν, στον πρόεδρο ή στον εισηγητή της αρμόδιας επιτροπής και στους προέδρους των πολιτικών ομάδων που εκφράζονται εξ ονόματος των ομάδων τους ή στους αγορητές που τους αναπληρώνουν.

8.   Ο Πρόεδρος μπορεί να δώσει το λόγο σε βουλευτές που εκδηλώνουν, υψώνοντας μια γαλάζια κάρτα, την επιθυμία τους να υποβάλουν ερώτηση διάρκειας που δεν υπερβαίνει το μισό λεπτό, σε άλλον βουλευτή, κατά τη διάρκεια της αγόρευσής του, εφόσον ο αγορητής συμφωνεί και ο Πρόεδρος έχει τη βεβαιότητα ότι αυτό δεν θα προκαλέσει διατάραξη της συζήτησης.

8.   Ο Πρόεδρος μπορεί να δώσει το λόγο σε βουλευτές που εκδηλώνουν, υψώνοντας μια γαλάζια κάρτα, την επιθυμία τους να υποβάλουν ερώτηση διάρκειας που δεν υπερβαίνει το μισό λεπτό, σε άλλον βουλευτή, κατά τη διάρκεια της αγόρευσής του και σχετική με αυτήν , εφόσον ο αγορητής συμφωνεί και ο Πρόεδρος έχει τη βεβαιότητα ότι αυτό δεν θα προκαλέσει διατάραξη της συζήτησης , ούτε, εξ αιτίας διαδοχικών ερωτήσεων που πραγματοποιούνται με χρήση γαλάζιων καρτών, έντονη ανισορροπία όσον αφορά την πολιτική συγγένεια των ομάδων των βουλευτών που λαμβάνουν το λόγο .

9.   Ο χρόνος αγόρευσης περιορίζεται σε ένα λεπτό για τις παρεμβάσεις επί των Συνοπτικών Πρακτικών της διαδικασίας, τις αιτήσεις επί της διαδικασίας, τις τροποποιήσεις του τελικού σχεδίου ημερήσιας διάταξης ή της ημερήσιας διάταξης.

9.   Ο χρόνος αγόρευσης περιορίζεται σε ένα λεπτό για τις παρεμβάσεις επί των Συνοπτικών Πρακτικών της διαδικασίας, τις αιτήσεις επί της διαδικασίας, τις τροποποιήσεις του τελικού σχεδίου ημερήσιας διάταξης ή της ημερήσιας διάταξης.

10.    Ο Πρόεδρος, με την επιφύλαξη των άλλων πειθαρχικών εξουσιών του, μπορεί να διατάξει να διαγραφούν από τα πρακτικά των συνεδριάσεων οι παρεμβάσεις των βουλευτών που δεν έλαβαν προηγουμένως κανονικά το λόγο ή όσων εξακολουθούν να αγορεύουν πέραν του χρόνου που τους έχει παραχωρηθεί.

 

11.   Κατά τη συζήτηση των εκθέσεων, δίδεται ο λόγος στην Επιτροπή και το Συμβούλιο, κατά κανόνα αμέσως μετά την παρουσίαση της έκθεσης από τον εισηγητή. Η Επιτροπή, το Συμβούλιο και ο εισηγητής μπορούν να λάβουν εκ νέου τον λόγο, ιδίως για να απαντήσουν στις παρεμβάσεις των βουλευτών του Κοινοβουλίου.

11.   Κατά τη συζήτηση των εκθέσεων, δίδεται ο λόγος στην Επιτροπή και το Συμβούλιο, κατά κανόνα αμέσως μετά την παρουσίαση της έκθεσης από τον εισηγητή. Η Επιτροπή, το Συμβούλιο και ο εισηγητής μπορούν να λάβουν εκ νέου τον λόγο, ιδίως για να απαντήσουν στις παρεμβάσεις των βουλευτών του Κοινοβουλίου.

12.   Οι βουλευτές που δεν έχουν λάβει το λόγο σε συζήτηση μπορούν, το πολύ μία φορά σε κάθε περίοδο συνόδου, να καταθέσουν γραπτή δήλωση που δεν υπερβαίνει τις 200 λέξεις και η οποία προσαρτάται στα Πλήρη Πρακτικά της συζήτησης.

12.   Οι βουλευτές που δεν έχουν λάβει το λόγο σε συζήτηση μπορούν, το πολύ μία φορά σε κάθε περίοδο συνόδου, να καταθέσουν γραπτή δήλωση που δεν υπερβαίνει τις 200 λέξεις και η οποία προσαρτάται στα Πλήρη Πρακτικά της συζήτησης.

13.    Με την επιφύλαξη του άρθρου 230 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο Πρόεδρος επιδιώκει να συμφωνήσει με την Επιτροπή, το Συμβούλιο και τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου σχετικά με τον κατάλληλο χρόνο αγόρευσης που τους παρέχεται.

13.    Λαμβανομένου δεόντως υπόψη του άρθρου 230 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο Πρόεδρος επιδιώκει να συμφωνήσει με την Επιτροπή, το Συμβούλιο και τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου σχετικά με τον κατάλληλο χρόνο αγόρευσης που τους παρέχεται.

Τροπολογία 182

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 164 α (νέο)

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

 

Άρθρο 164α

 

Αποτροπή παρακώλυσης

 

Ο Πρόεδρος έχει την εξουσία να θέτει τέρμα στην υπερβολική υποβολή αιτημάτων, όπως παρατηρήσεις επί της εφαρμογής του κανονισμού, αιτήσεις επί της διαδικασίας, αιτιολογήσεις ψήφου και αιτήσεις για κατά τμήματα, χωριστές και δι’ ονομαστικής κλήσεως ψηφοφορίες, όταν είναι πεπεισμένος ότι προφανώς αποσκοπούν και θα οδηγήσουν σε παρατεταμένη και σοβαρή παρακώλυση των διαδικασιών του Κοινοβουλίου ή των δικαιωμάτων άλλων βουλευτών.

 

(Στο κεφάλαιο 3: «Γενικοί κανόνες διεξαγωγής των συνεδριάσεων»)

Τροπολογία 183

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 165

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 165

Άρθρο 165

Άμεσα μέτρα

Άμεσα μέτρα

1.   Ο Πρόεδρος ανακαλεί στην τάξη κάθε βουλευτή που παρεμποδίζει την ομαλή διεξαγωγή της συνεδρίασης ή του οποίου η συμπεριφορά δεν είναι συμβατή με τις συναφείς διατάξεις του άρθρου 11.

1.   Ο Πρόεδρος ανακαλεί στην τάξη κάθε βουλευτή που παρεμποδίζει την ομαλή διεξαγωγή της συνεδρίασης ή του οποίου η συμπεριφορά δεν είναι συμβατή με τις συναφείς διατάξεις του άρθρου 11.

2.   Σε περίπτωση υποτροπής, ο Πρόεδρος ανακαλεί και πάλι τον βουλευτή στην τάξη, με σχετική εγγραφή στα Συνοπτικά Πρακτικά.

2.   Σε περίπτωση υποτροπής, ο Πρόεδρος ανακαλεί και πάλι τον βουλευτή στην τάξη, με σχετική εγγραφή στα Συνοπτικά Πρακτικά.

3.   Αν η διατάραξη συνεχισθεί, ή σημειωθεί νέα υποτροπή, ο Πρόεδρος μπορεί να αφαιρέσει τον λόγο από τον βουλευτή ή να τον αποβάλει από την αίθουσα μέχρι το τέλος της συνεδρίασης. Σε εξαιρετικά σοβαρές περιπτώσεις, ο Πρόεδρος μπορεί να εφαρμόσει πάραυτα και χωρίς δεύτερη ανάκληση στην τάξη το μέτρο της αποβολής από την αίθουσα. Ο Γενικός Γραμματέας μεριμνά αμελλητί για την εκτέλεση των εν λόγω πειθαρχικών μέτρων, επικουρούμενος από τους κλητήρες και, εφόσον απαιτείται, από το προσωπικό ασφαλείας του Κοινοβουλίου.

3.   Αν η διατάραξη συνεχισθεί, ή σημειωθεί νέα υποτροπή, ο Πρόεδρος μπορεί να αφαιρέσει τον λόγο από τον βουλευτή ή να τον αποβάλει από την αίθουσα μέχρι το τέλος της συνεδρίασης. Σε εξαιρετικά σοβαρές περιπτώσεις, ο Πρόεδρος μπορεί να εφαρμόσει πάραυτα και χωρίς δεύτερη ανάκληση στην τάξη το μέτρο της αποβολής από την αίθουσα. Ο Γενικός Γραμματέας μεριμνά αμελλητί για την εκτέλεση των εν λόγω πειθαρχικών μέτρων, επικουρούμενος από τους κλητήρες και, εφόσον απαιτείται, από το προσωπικό ασφαλείας του Κοινοβουλίου.

4.   Εφόσον δημιουργείται ταραχή η οποία απειλεί να διαταράξει τη διεξαγωγή των συζητήσεων, ο Πρόεδρος διακόπτει τη συνεδρίαση για ορισμένο χρονικό διάστημα ή κηρύσσει τη λήξη της συνεδρίασης, προκειμένου να αποκατασταθεί η τάξη. Αν δεν είναι δυνατό να εισακουσθεί, εγκαταλείπει την έδρα, γεγονός το οποίο συνεπάγεται διακοπή της συνεδρίασης. Η συνεδρίαση επαναλαμβάνεται κατόπιν προσκλήσεως του Προέδρου.

4.   Εφόσον δημιουργείται ταραχή η οποία απειλεί να διαταράξει τη διεξαγωγή των συζητήσεων, ο Πρόεδρος διακόπτει τη συνεδρίαση για ορισμένο χρονικό διάστημα ή κηρύσσει τη λήξη της συνεδρίασης, προκειμένου να αποκατασταθεί η τάξη. Αν δεν είναι δυνατό να εισακουσθεί, εγκαταλείπει την έδρα, γεγονός το οποίο συνεπάγεται διακοπή της συνεδρίασης. Η συνεδρίαση επαναλαμβάνεται κατόπιν προσκλήσεως του Προέδρου.

 

4α.     Ο Πρόεδρος μπορεί να αποφασίσει να διακόψει τη ζωντανή μετάδοση συνεδρίασης σε περίπτωση που βουλευτής προβεί σε δυσφημιστικά, ρατσιστικά ή ξενοφοβικά σχόλια ή συμπεριφερθεί με αντίστοιχο τρόπο.

 

4β.     Ο Πρόεδρος μπορεί να αποφασίσει να διαγράψει από την οπτικοακουστική εγγραφή των πρακτικών των συνεδριάσεων τα τμήματα της ομιλίας βουλευτή που περιέχουν δυσφημιστικά, ρατσιστικά ή ξενοφοβικά σχόλια.

 

Η εν λόγω απόφαση εκτελείται αμέσως. Ωστόσο, υπόκειται σε επικύρωση από το Προεδρείο το αργότερο εντός τεσσάρων εβδομάδων μετά τη λήψη της, ή, σε περίπτωση που το Προεδρείο δεν συνέλθει κατά το χρονικό αυτό διάστημα, κατά την επόμενη συνεδρίασή του.

5.   Τις εξουσίες που καθορίζονται με τις παραγράφους 1 έως 4 ασκούν, κατ’ αναλογίαν, οι προεδρεύοντες των οργάνων, επιτροπών ή αντιπροσωπειών, κατά τον παρόντα Κανονισμό.

5.   Τις εξουσίες που καθορίζονται με τις παραγράφους 1 έως ασκούν, κατ’ αναλογίαν, οι προεδρεύοντες των οργάνων, επιτροπών ή αντιπροσωπειών, κατά τον παρόντα Κανονισμό.

6.   Εφόσον απαιτείται, και συνυπολογίζοντας τη σοβαρότητα της παραβίασης των κανόνων συμπεριφοράς, ο πρόεδρος της συνεδρίασης μπορεί να ζητήσει από τον Πρόεδρο την εφαρμογή του άρθρου 166, το αργότερο έως την προσεχή περίοδο συνόδου ή την επόμενη συνεδρίαση του εκάστοτε οργάνου, επιτροπής ή αντιπροσωπείας.

6.   Εφόσον απαιτείται, και συνυπολογίζοντας τη σοβαρότητα της παραβίασης των κανόνων συμπεριφοράς, ο πρόεδρος της συνεδρίασης μπορεί να ζητήσει από τον Πρόεδρο την εφαρμογή του άρθρου 166, το αργότερο έως την προσεχή περίοδο συνόδου ή την επόμενη συνεδρίαση του εκάστοτε οργάνου, επιτροπής ή αντιπροσωπείας.

Τροπολογία 184

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 166

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 166

Άρθρο 166

Κυρώσεις

Κυρώσεις

1.   Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες βουλευτής διαταράσσει την τάξη κατά τρόπο εξαιρετικά σοβαρό ή διαταράσσει τις εργασίες του Κοινοβουλίου κατά παράβαση των αρχών του άρθρου 11, ο Πρόεδρος , αφού πρώτα ακούσει τον ενδιαφερόμενο βουλευτή, επιβάλλει την κατάλληλη κύρωση με αιτιολογημένη απόφαση , την οποία κοινοποιεί στον ενδιαφερόμενο και στους προέδρους των οργάνων, επιτροπών και αντιπροσωπειών στις οποίες ανήκει , και στη συνέχεια την ανακοινώνει στην Ολομέλεια .

1.   Σε περιπτώσεις σοβαρής διατάραξης της τάξης ή των εργασιών του Κοινοβουλίου κατά παράβαση των αρχών του άρθρου 11, ο Πρόεδρος επιβάλλει την κατάλληλη κύρωση με αιτιολογημένη απόφαση.

 

Πριν την έγκριση της απόφασης, ο Πρόεδρος καλεί τον ενδιαφερόμενο βουλευτή να υποβάλει γραπτές παρατηρήσεις. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ο Πρόεδρος μπορεί να αποφασίσει να καλέσει τον ενδιαφερόμενο βουλευτή σε προφορική ακρόαση.

 

Η απόφαση κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο βουλευτή με συστημένη επιστολή ή, σε περιπτώσεις κατεπείγοντος, από τους κλητήρες.

 

Μετά την κοινοποίηση στον ενδιαφερόμενο βουλευτή, τυχόν κύρωση που επιβάλλεται σε βουλευτή ανακοινώνεται από τον Πρόεδρο στο Κοινοβούλιο, ενώ ενημερώνονται και οι πρόεδροι των οργάνων, επιτροπών και αντιπροσωπειών, στις οποίες ανήκει ο βουλευτής.

 

Όταν η κύρωση καταστεί αμετάκλητη, δημοσιεύεται σε εμφανές σημείο του ιστοτόπου του Κοινοβουλίου για το υπόλοιπο της κοινοβουλευτικής περιόδου.

2.   Κατά την αξιολόγηση των παρατηρουμένων συμπεριφορών θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο ειδικός, επαναλαμβανόμενος ή διαρκής χαρακτήρας τους, καθώς και ο βαθμός σοβαρότητάς τους , βάσει των κατευθυντηρίων γραμμών που προσαρτώνται στον παρόντα Κανονισμό  (21).

2.   Κατά την αξιολόγηση των παρατηρουμένων συμπεριφορών θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο ειδικός, επαναλαμβανόμενος ή διαρκής χαρακτήρας τους, καθώς και ο βαθμός σοβαρότητάς τους.

 

Επιβάλλεται η διάκριση μεταξύ των συμπεριφορών οπτικού χαρακτήρα, οι οποίες μπορούν να γίνουν ανεκτές, εφόσον δεν είναι υβριστικές, δυσφημιστικές, ρατσιστικές ή ξενοφοβικές, και τηρούν λογικές αναλογίες, και των συμπεριφορών που διαταράσσουν ενεργά την κοινοβουλευτική δραστηριότητα.

3.   Η επιβαλλόμενη κύρωση μπορεί να συνίσταται σε ένα ή περισσότερα από τα εξής μέτρα:

3.   Η επιβαλλόμενη κύρωση μπορεί να συνίσταται σε ένα ή περισσότερα από τα εξής μέτρα:

α)

επίπληξη·

α)

επίπληξη·

β)

απώλεια του δικαιώματος αποζημίωσης διαμονής για χρονικό διάστημα που μπορεί να κυμαίνεται από δύο έως δέκα ημέρες·

β)

απώλεια του δικαιώματος αποζημίωσης διαμονής για χρονικό διάστημα που μπορεί να κυμαίνεται από δύο έως τριάντα ημέρες·

γ)

χωρίς να θίγεται η άσκηση του δικαιώματος ψήφου στην Ολομέλεια, και υπό την επιφύλαξη, στην περίπτωση αυτή, της αυστηρής τήρησης των κανόνων συμπεριφοράς, προσωρινή αναστολή, για χρονικό διάστημα που μπορεί να κυμαίνεται από δύο έως δέκα συναπτές ημέρες συνεδρίασης του Κοινοβουλίου ή οποιουδήποτε από τα όργανα, τις επιτροπές ή τις αντιπροσωπείες του, της συμμετοχής στο σύνολο ή μέρος των δραστηριοτήτων του Κοινοβουλίου·

γ)

χωρίς να θίγεται η άσκηση του δικαιώματος ψήφου στην Ολομέλεια, και υπό την επιφύλαξη, στην περίπτωση αυτή, της αυστηρής τήρησης των κανόνων συμπεριφοράς, προσωρινή αναστολή, για χρονικό διάστημα που μπορεί να κυμαίνεται από δύο έως τριάντα ημέρες συνεδρίασης του Κοινοβουλίου ή οποιουδήποτε από τα όργανα, τις επιτροπές ή τις αντιπροσωπείες του, της συμμετοχής στο σύνολο ή μέρος των δραστηριοτήτων του Κοινοβουλίου·

δ)

υποβολή στη Διάσκεψη των Προέδρων, κατά το άρθρο 21, πρότασης για την αναστολή ή την αφαίρεση ενός ή περισσοτέρων από τα αξιώματα που κατέχει ο βουλευτής στο Κοινοβούλιο.

 

 

δα)

απαγόρευση για το βουλευτή να εκπροσωπεί το Κοινοβούλιο σε διακοινοβουλευτική αντιπροσωπεία, διακοινοβουλευτική διάσκεψη ή σε οποιοδήποτε διοργανικό φόρουμ για χρονικό διάστημα έως και ενός έτους.

 

δβ)

σε περίπτωση παραβίασης των υποχρεώσεων τήρησης του απορρήτου, περιορισμός του δικαιώματος πρόσβασης σε εμπιστευτικές ή διαβαθμισμένες πληροφορίες για χρονικό διάστημα έως και ενός έτους.

 

3α.     Τα μέτρα που προβλέπονται στην παράγραφο 3 στοιχεία β) έως δβ) μπορούν να διπλασιαστούν σε περίπτωση κατ’ επανάληψη παραβιάσεων ή εάν ο βουλευτής αρνείται να συμμορφωθεί με μέτρο που ελήφθη βάσει του άρθρου 165 παράγραφος 3.

 

3β.     Ο Πρόεδρος μπορεί, επιπλέον, να υποβάλει πρόταση στη Διάσκεψη των Προέδρων για την αναστολή ή την αφαίρεση ενός ή περισσότερων από τα αξιώματα που κατέχει ο βουλευτής στο Κοινοβούλιο, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 21.

 

Τροπολογία 185

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 167

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 167

Άρθρο 167

Δυνατότητες προσφυγής

Δυνατότητες προσφυγής

Ο ενδιαφερόμενος βουλευτής μπορεί να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του Προεδρείου εντός δύο εβδομάδων από την κοινοποίηση της κύρωσης που επέβαλε ο Πρόεδρος· η προσφυγή αναστέλλει την εφαρμογή της κύρωσης αυτής. Το Προεδρείο μπορεί, το αργότερο τέσσερις εβδομάδες από την κατάθεση της προσφυγής, να ακυρώσει, να επικυρώσει ή να μειώσει την επιβληθείσα κύρωση, χωρίς να θίγεται το δικαίωμα του ενδιαφερομένου να προσφύγει ενώπιον του Δικαστηρίου. Αν δεν υπάρξει απόφαση εντός της ταχθείσας προθεσμίας, η  προσφυγή θεωρείται άκυρη.

Ο ενδιαφερόμενος βουλευτής μπορεί να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του Προεδρείου εντός δύο εβδομάδων από την κοινοποίηση της κύρωσης που επέβαλε ο Πρόεδρος βάσει του άρθρου 166 παράγραφοι 1 έως 3α · η προσφυγή αναστέλλει την εφαρμογή της κύρωσης αυτής. Το Προεδρείο μπορεί, το αργότερο τέσσερις εβδομάδες από την κατάθεση της προσφυγής, ή, εάν δεν συνέλθει κατά το χρονικό διάστημα αυτό, κατά την επόμενη συνεδρίασή του, να ακυρώσει, να επικυρώσει ή να τροποποιήσει την επιβληθείσα κύρωση, χωρίς να θίγεται το δικαίωμα του ενδιαφερομένου να προσφύγει ενώπιον του Δικαστηρίου. Αν δεν υπάρξει απόφαση εντός της ταχθείσας προθεσμίας, η  κύρωση θεωρείται άκυρη.

Τροπολογία 186

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Τίτλος VII — κεφάλαιο 5 — τίτλος

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

ΑΠΑΡΤΙΑ ΚΑΙ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑ

ΑΠΑΡΤΙΑ , ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ ΚΑΙ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑ

Τροπολογία 187

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 168

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 168

Άρθρο 168

Απαρτία

Απαρτία

1.   Το Κοινοβούλιο συνεδριάζει, καταρτίζει την ημερήσια διάταξή του και εγκρίνει τα Συνοπτικά Πρακτικά, οποιοσδήποτε και αν είναι ο αριθμός των παρόντων βουλευτών του.

1.   Το Κοινοβούλιο συνεδριάζει, καταρτίζει την ημερήσια διάταξή του και εγκρίνει τα Συνοπτικά Πρακτικά, οποιοσδήποτε και αν είναι ο αριθμός των παρόντων βουλευτών του.

2.   Απαρτία υπάρχει όταν το ένα τρίτο των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο είναι παρόντες στην αίθουσα συνεδριάσεων.

2.   Απαρτία υπάρχει όταν το ένα τρίτο των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο είναι παρόντες στην αίθουσα συνεδριάσεων.

3.   Κάθε ψηφοφορία είναι έγκυρη, οποιοσδήποτε και αν είναι ο αριθμός των βουλευτών που ψηφίζουν, εκτός αν με την ευκαιρία της ψηφοφορίας ο Πρόεδρος, μετά από αίτηση σαράντα τουλάχιστον βουλευτών που έχει υποβληθεί πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας, διαπιστώσει την έλλειψη απαρτίας. Αν η ψηφοφορία δείξει έλλειψη απαρτίας, η ψηφοφορία εγγράφεται στην ημερήσια διάταξη της επομένης συνεδρίασης.

3.   Κάθε ψηφοφορία είναι έγκυρη, οποιοσδήποτε και αν είναι ο αριθμός των βουλευτών που ψηφίζουν, εκτός αν ο Πρόεδρος, μετά από αίτηση 40 τουλάχιστον βουλευτών που έχει υποβληθεί πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας, διαπιστώσει την έλλειψη απαρτίας. Εάν δεν υπάρχει ο απαραίτητος για την απαρτία αριθμός παρόντων βουλευτών, ο Πρόεδρος ανακοινώνει την έλλειψη απαρτίας και η ψηφοφορία εγγράφεται στην ημερήσια διάταξη της επομένης συνεδρίασης.

Αίτηση διαπίστωσης της απαρτίας μπορεί να υποβληθεί μόνο από σαράντα τουλάχιστον βουλευτές. Αίτηση η οποία υποβάλλεται εξ ονόματος πολιτικής ομάδας δεν γίνεται δεκτή.

 

Για τον καθορισμό του αποτελέσματος της ψηφοφορίας υπολογίζονται, σύμφωνα με την παράγραφο 2, όλοι οι βουλευτές που είναι παρόντες στην αίθουσα συνεδριάσεων και , σύμφωνα με την παράγραφο 4, όλοι οι βουλευτές που υπέβαλαν αίτηση διαπίστωσης απαρτίας. Για τη διαπίστωση απαρτίας δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί το ηλεκτρονικό σύστημα ψηφοφορίας και δεν επιτρέπεται να είναι κλειστές οι θύρες της αίθουσας συνεδριάσεων.

Το ηλεκτρονικό σύστημα ψηφοφορίας μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον έλεγχο της τήρησης του ελάχιστου ορίου των σαράντα βουλευτών , αλλά δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη διαπίστωση απαρτίας . Δεν επιτρέπεται να είναι κλειστές οι θύρες της αίθουσας συνεδριάσεων.

Εάν δεν υπάρχει ο απαραίτητος για την απαρτία αριθμός παρόντων, ο Πρόεδρος δεν ανακοινώνει το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας, αλλά διαπιστώνει την έλλειψη απαρτίας.

 

Η παράγραφος 3, τελευταία περίοδος, δεν εφαρμόζεται στις ψηφοφορίες για αιτήσεις επί της διαδικασίας, αλλά μόνο σε ψηφοφορία επί της ουσίας.

 

4.   Οι βουλευτές που υπέβαλαν αίτηση διαπίστωσης απαρτίας συνυπολογίζονται στην καταμέτρηση των παρόντων, σύμφωνα με την παράγραφο 2 , ακόμα και αν δεν βρίσκονται πλέον στην αίθουσα συνεδριάσεων.

4.   Οι βουλευτές που υποβάλλουν αίτηση διαπίστωσης απαρτίας πρέπει να είναι παρόντες στην αίθουσα συνεδριάσεων όταν υποβάλλεται η αίτηση και συνυπολογίζονται στην καταμέτρηση των παρόντων, σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3 , ακόμα και αν στη συνέχεια αποχωρήσουν από την αίθουσα συνεδριάσεων.

Οι βουλευτές που υπέβαλαν αίτηση διαπίστωσης απαρτίας πρέπει να είναι παρόντες στην αίθουσα συνεδριάσεων της Ολομέλειας όταν υποβάλλεται η εν λόγω αίτηση.

 

5.   Αν είναι παρόντες λιγότεροι από σαράντα βουλευτές, ο Πρόεδρος δύναται να διαπιστώσει την έλλειψη απαρτίας.

5.   Αν είναι παρόντες λιγότεροι από σαράντα βουλευτές, ο Πρόεδρος δύναται να διαπιστώσει την έλλειψη απαρτίας.

Τροπολογία 188

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 168 α (νέο)

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

 

Άρθρο 168α

 

Ελάχιστα όρια

 

1.    Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

 

α)

το «χαμηλό ελάχιστο όριο» αντιστοιχεί στο ένα εικοστό των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο ή σε μια πολιτική ομάδα·

 

β)

το «μέσο ελάχιστο όριο» αντιστοιχεί στο ένα δέκατο των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο, αποτελούμενο από μία ή περισσότερες πολιτικές ομάδες ή από μεμονωμένους βουλευτές ή από συνδυασμό των δύο·

 

γ)

το «υψηλό ελάχιστο όριο» αντιστοιχεί στο ένα πέμπτο των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο, αποτελούμενο από μία ή περισσότερες πολιτικές ομάδες ή από μεμονωμένους βουλευτές ή από συνδυασμό των δύο·

 

2.    Όταν απαιτείται η υπογραφή του βουλευτή προκειμένου να διαπιστωθεί εάν έχει τηρηθεί το εφαρμοστέο ελάχιστο όριο, αυτή μπορεί να είναι είτε χειρόγραφη είτε ηλεκτρονική, μέσω του συστήματος ηλεκτρονικής υπογραφής του Κοινοβουλίου. Εντός της οικείας προθεσμίας ο βουλευτής μπορεί να αποσύρει την υπογραφή του, στη συνέχεια όμως δεν μπορεί να υπογράψει εκ νέου.

 

3.    Όταν είναι απαραίτητη η στήριξη πολιτικής ομάδας προκειμένου να τηρηθεί το ελάχιστο όριο, η ομάδα ενεργεί μέσω του προέδρου της ή μέσω δεόντως ορισθέντος από αυτόν προς το σκοπό αυτό προσώπου.

 

4.    Κατά την εφαρμογή του μέσου και υψηλού ελάχιστου ορίου, η στήριξη πολιτικής ομάδας προσμετράται ως εξής:

 

όταν γίνεται επίκληση άρθρου που προβλέπει τέτοιο ελάχιστο όριο κατά τη διάρκεια συνεδρίασης ή συνάντησης: προσμετρώνται όλοι οι βουλευτές που ανήκουν στην ομάδα που προσφέρει τη στήριξή της και είναι παρόντες στο χώρο·

 

σε κάθε άλλη περίπτωση: προσμετρώνται όλοι οι βουλευτές που ανήκουν στην ομάδα που προσφέρει τη στήριξή της.

Τροπολογία 189

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Οριζόντια ευθυγράμμιση

Ισχύον κείμενο

Οριζόντια ευθυγράμμιση

 

Οριζόντια ευθυγράμμιση άρθρων και τροπολογιών στους νέους ορισμούς περί ελαχίστων ορίων που προβλέπονται στο άρθρο 168α

 

A.

Στα ακόλουθα άρθρα ή σε τροπολογίες που αφορούν τα ακόλουθα άρθρα, οι λέξεις «μία πολιτική ομάδα ή τουλάχιστον 40 βουλευτές», σε οποιονδήποτε γραμματικό τύπο βρίσκονται, αντικαθίστανται από τις λέξεις «μία πολιτική ομάδα ή βουλευτές ο αριθμός των οποίων αντιστοιχεί τουλάχιστον στο χαμηλό ελάχιστο όριο» και πραγματοποιούνται οι απαραίτητες γραμματικές αλλαγές:

 

Άρθρο 15 παράγραφος 1

 

Άρθρο 38 παράγραφος 2

 

Άρθρο 38α παράγραφος 1 (νέα)

 

Άρθρο 59 παράγραφος 1 εδάφιο 1

 

Άρθρο 59 παράγραφος 1 εδάφιο 4 (νέο)

 

Άρθρο 59 παράγραφος 1α εδάφιο 1 (νέο)

 

Άρθρο 59 παράγραφος 1β εδάφιο 4 (νέο)

 

Άρθρο 59 παράγραφος 1β εδάφιο 5 (νέο)

 

Άρθρο 63 παράγραφος 4 και άρθρο 78ε παράγραφος 2

 

Άρθρο 67α παράγραφος 1 εδάφιο 1 (νέο) και άρθρο 68 παράγραφος 1

 

Άρθρο 67α παράγραφος 2 εδάφιο 1 (νέο)

 

Άρθρο 67α παράγραφος 4 εδάφιο 1 (νέο)

 

Άρθρο 69 παράγραφος 1

 

Άρθρο 81 παράγραφος 2

 

Άρθρο 88 παράγραφος 1 εδάφιο 2

 

Άρθρο 105 παράγραφοι 3 και 4

 

Άρθρο 105 παράγραφος 6 τρίτη περίπτωση

 

Άρθρο 106 παράγραφος 4 στοιχείο γ) εδάφιο 2 (νέο)

 

Άρθρο 108 παράγραφος 2

 

Άρθρο 108 παράγραφος 4

 

Άρθρο 113 παράγραφος 4α (νέα)

 

Άρθρο 118 παράγραφος 5 εδάφιο 1

 

Άρθρο 121 παράγραφος 3

 

Άρθρο 122 παράγραφος 3

 

Άρθρο 122α παράγραφος 4 (νέα)

 

Άρθρο 123 παράγραφος 2

 

Άρθρο 128 παράγραφος 1 εδάφιο 1

 

Άρθρο 135 παράγραφος 1

 

Άρθρο 135 παράγραφος 2

 

Άρθρο 137 παράγραφος 2 εδάφιο 3

 

Άρθρο 138 παράγραφος 2 εδάφιο 3

 

Άρθρο 150 παράγραφος 2

 

Άρθρο 150 παράγραφος 3

Άρθρο 152 παράγραφος 1

Άρθρο 153 παράγραφος 1

 

Άρθρο 154 παράγραφος 1

 

Άρθρο 169 παράγραφος 1 εδάφιο 1

 

Άρθρο 170 παράγραφος 4 εδάφιο 1

Άρθρο 174 παράγραφος 5

 

Άρθρο 174 παράγραφος 6

Άρθρο 176 παράγραφος 1

 

Άρθρο 180 παράγραφος 1

 

Άρθρο 187 παράγραφος 1 εδάφιο 1

 

Άρθρο 188 παράγραφος 1 εδάφια 1 και 2

 

Άρθρο 189 παράγραφος 1 εδάφιο 1

 

Άρθρο 190 παράγραφος 1 εδάφιο 1

 

Άρθρο 190 παράγραφος 4

 

Άρθρο 226 παράγραφος 4

Άρθρο 231 παράγραφος 4

Παράρτημα XVI παράγραφος 1γ εδάφιο 7

Στο άρθρο 88 παράγραφος 4 και στο άρθρο 113 παράγραφος 4α, οι λέξεις «τουλάχιστον 40 βουλευτές», σε οποιονδήποτε γραμματικό τύπο βρίσκονται, αντικαθίστανται από τις λέξεις «μία πολιτική ομάδα ή βουλευτές ο αριθμός των οποίων αντιστοιχεί τουλάχιστον στο χαμηλό ελάχιστο όριο» και πραγματοποιούνται οι απαραίτητες γραμματικές αλλαγές.

 

Β.

Στο άρθρο 50 παράγραφος 1 και στο άρθρο 50 παράγραφος 2 εδάφιο 1, οι λέξεις «τουλάχιστον το ένα δέκατο των μελών της επιτροπής», σε οποιονδήποτε γραμματικό τύπο βρίσκονται, αντικαθίστανται από τις λέξεις «μέλη ή πολιτική ομάδα/πολιτικές ομάδες που συμπληρώνουν στην επιτροπή τουλάχιστον το μέσο ελάχιστο όριο» και πραγματοποιούνται οι απαραίτητες γραμματικές αλλαγές.

 

Στο άρθρο 73α παράγραφος 2 και στο άρθρο 150 παράγραφος 1 εδάφιο 2, οι λέξεις «πολιτικές ομάδες ή βουλευτές που αποτελούν συνολικά το ένα δέκατο των μελών του Κοινοβουλίου», σε οποιονδήποτε γραμματικό τύπο βρίσκονται, αντικαθίστανται από τις λέξεις «βουλευτές ή πολιτική ομάδα/πολιτικές ομάδες που συμπληρώνουν τουλάχιστον το μέσο ελάχιστο όριο» και πραγματοποιούνται οι απαραίτητες γραμματικές αλλαγές.

 

Στο άρθρο 210α παράγραφος 4, οι λέξεις «τρία μέλη επιτροπής» αντικαθίστανται από τις λέξεις «μέλη ή πολιτική ομάδα/πολιτικές ομάδες που συμπληρώνουν στην επιτροπή τουλάχιστον το μέσο ελάχιστο όριο» και πραγματοποιούνται οι απαραίτητες γραμματικές αλλαγές.

 

Γ.

Στο άρθρο 15 παράγραφος 1, οι λέξεις «το ένα πέμπτο των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο» αντικαθίστανται από τις λέξεις «βουλευτές ή πολιτική ομάδα/πολιτικές ομάδες που συμπληρώνουν τουλάχιστον το υψηλό ελάχιστο όριο» και πραγματοποιούνται οι απαραίτητες γραμματικές αλλαγές.

 

Στο άρθρο 182 παράγραφος 2 και στο άρθρο 180α παράγραφος 2, οι λέξεις «το ένα πέμπτο τουλάχιστον των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο» αντικαθίστανται από τις λέξεις «βουλευτές ή πολιτική ομάδα/πολιτικές ομάδες που συμπληρώνουν τουλάχιστον το υψηλό ελάχιστο όριο» και πραγματοποιούνται οι απαραίτητες γραμματικές αλλαγές.

 

Στο άρθρο 191 παράγραφος 1, οι λέξεις «μία πολιτική ομάδα ή τουλάχιστον 40 βουλευτές» αντικαθίστανται από τις λέξεις «βουλευτές ή πολιτική ομάδα/πολιτικές ομάδες που συμπληρώνουν τουλάχιστον το υψηλό ελάχιστο όριο» και πραγματοποιούνται οι απαραίτητες γραμματικές αλλαγές.

 

Στο άρθρο 204 παράγραφος 2 εδάφιο 1 και στο άρθρο 208 παράγραφος 2, οι λέξεις «τουλάχιστον το ένα έκτο των μελών της επιτροπής» ή «το ένα έκτο των μελών της», σε οποιονδήποτε γραμματικό τύπο βρίσκονται, αντικαθίστανται από τις λέξεις «μέλη ή πολιτική ομάδα/πολιτικές ομάδες που συμπληρώνουν στην επιτροπή τουλάχιστον το υψηλό ελάχιστο όριο» και πραγματοποιούνται οι απαραίτητες γραμματικές αλλαγές.

 

Στα άρθρα 208 παράγραφος 3, οι λέξεις «το ένα τέταρτο των μελών της επιτροπής» αντικαθίστανται από τις λέξεις «μέλη ή πολιτική ομάδα/πολιτικές ομάδες που συμπληρώνουν στην επιτροπή τουλάχιστον το υψηλό ελάχιστο όριο» και πραγματοποιούνται οι απαραίτητες γραμματικές αλλαγές.

 

Δ.

Η οριζόντια ευθυγράμμιση των ελαχίστων ορίων γίνεται με την επιφύλαξη της έγκρισης, της απόρριψης ή της τροποποίησης των προαναφερθέντων άρθρων και με την επιφύλαξη τροπολογιών που είναι διαφορετικές από τα ελάχιστα όρια.

 

(Η εν λόγω τροπολογία αφορά το σύνολο του κειμένου. Η έγκρισή της απαιτεί αντίστοιχες προσαρμογές σε όλο το κείμενο).

Τροπολογία 190

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 169

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 169

Άρθρο 169

Κατάθεση και υποστήριξη των τροπολογιών

Κατάθεση και υποστήριξη των τροπολογιών

1.   Η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή, μία πολιτική ομάδα ή τουλάχιστον σαράντα βουλευτές μπορούν να καταθέσουν τροπολογίες για εξέταση στην Ολομέλεια.

1.   Η αρμόδια επιτροπή, μία πολιτική ομάδα ή τουλάχιστον 40 βουλευτές μπορούν να καταθέσουν τροπολογίες για εξέταση στην Ολομέλεια. Δημοσιεύονται τα ονόματα όλων των συνυπογραφόντων.

Οι τροπολογίες πρέπει να υποβάλλονται εγγράφως και να υπογράφονται από τους συντάκτες τους.

Οι τροπολογίες πρέπει να υποβάλλονται εγγράφως και να υπογράφονται από τους συντάκτες τους.

Οι τροπολογίες σε έγγραφα νομοθετικού χαρακτήρα, υπό την έννοια του άρθρου 47 παράγραφος 1, μπορούν να συνοδεύονται από σύντομες αιτιολογήσεις. Οι αιτιολογήσεις γράφονται με ευθύνη του συντάκτη τους και δεν αποτελούν αντικείμενο ψηφοφορίας.

Οι τροπολογίες σε προτάσεις για νομικά δεσμευτικές πράξεις μπορούν να συνοδεύονται από σύντομες αιτιολογήσεις. Οι αιτιολογήσεις γράφονται με ευθύνη του συντάκτη τους και δεν αποτελούν αντικείμενο ψηφοφορίας.

2.   Με την επιφύλαξη των περιορισμών που θεσπίζει το άρθρο 170, μία τροπολογία μπορεί να αποσκοπεί στην τροποποίηση οιουδήποτε μέρους ενός κειμένου ή στη διαγραφή, προσθήκη ή αντικατάσταση λέξεων ή αριθμών.

2.   Με την επιφύλαξη των περιορισμών που θεσπίζει το άρθρο 170, μία τροπολογία μπορεί να αποσκοπεί στην τροποποίηση οιουδήποτε μέρους ενός κειμένου ή στη διαγραφή, προσθήκη ή αντικατάσταση λέξεων ή αριθμών.

Στο άρθρο αυτό, καθώς και στο άρθρο 170, ο όρος «κείμενο» σημαίνει το σύνολο μιας πρότασης ψηφίσματος/σχεδίου νομοθετικού ψηφίσματος, πρότασης απόφασης ή πρότασης νομοθετικής πράξης.

Στο άρθρο αυτό, καθώς και στο άρθρο 170, ο όρος «κείμενο» σημαίνει το σύνολο μιας πρότασης ψηφίσματος/σχεδίου νομοθετικού ψηφίσματος, πρότασης απόφασης ή πρότασης νομικά δεσμευτικής πράξης.

3.   Ο Πρόεδρος καθορίζει προθεσμία για την κατάθεση τροπολογιών.

3.   Ο Πρόεδρος καθορίζει προθεσμία για την κατάθεση τροπολογιών.

4.   Κάθε τροπολογία μπορεί να υποστηριχθεί κατά τη συζήτηση από το συντάκτη της ή από κάθε άλλο βουλευτή που ο συντάκτης ορίζει ως αντικαταστάτη.

4.   Κάθε τροπολογία μπορεί να υποστηριχθεί κατά τη συζήτηση από το συντάκτη της ή από κάθε άλλο βουλευτή που ο συντάκτης ορίζει ως αντικαταστάτη.

5.   Εφόσον τροπολογία αποσυρθεί από το συντάκτη της, καθίσταται άκυρη, εκτός αν την αναδεχθεί αμέσως άλλος βουλευτής.

5.   Εφόσον τροπολογία αποσυρθεί από το συντάκτη της, καθίσταται άκυρη, εκτός αν την αναδεχθεί αμέσως άλλος βουλευτής.

6.   Οι τροπολογίες μπορούν να τεθούν σε ψηφοφορία μόνον αν έχουν τυπωθεί και διανεμηθεί σε όλες τις επίσημες γλώσσες, εκτός εάν το Κοινοβούλιο αποφασίσει άλλως. Η απόφαση αυτή δεν είναι δυνατό να ληφθεί εάν σαράντα τουλάχιστον βουλευτές εκφράσουν την αντίθεσή τους. Το Κοινοβούλιο αποφεύγει τη λήψη αποφάσεων οι οποίες θα έθεταν βουλευτές που χρησιμοποιούν συγκεκριμένη γλώσσα σε μη αποδεκτή μειονεκτική θέση.

6.   Οι τροπολογίες μπορούν να τεθούν σε ψηφοφορία μόνον αν έχουν καταστεί διαθέσιμες σε όλες τις επίσημες γλώσσες, εκτός εάν το Κοινοβούλιο αποφασίσει άλλως. Η απόφαση αυτή δεν είναι δυνατό να ληφθεί εάν σαράντα τουλάχιστον βουλευτές εκφράσουν την αντίθεσή τους. Το Κοινοβούλιο αποφεύγει τη λήψη αποφάσεων οι οποίες θα έθεταν βουλευτές που χρησιμοποιούν συγκεκριμένη γλώσσα σε μη αποδεκτή μειονεκτική θέση.

Όταν είναι παρόντες λιγότεροι από εκατό βουλευτές, το Κοινοβούλιο δεν δύναται να αποφασίσει άλλως, εφόσον αντιτίθεται τουλάχιστον το ένα δέκατο των παρόντων μελών.

Όταν είναι παρόντες λιγότεροι από εκατό βουλευτές, το Κοινοβούλιο δεν δύναται να αποφασίσει άλλως, εφόσον αντιτίθεται τουλάχιστον το ένα δέκατο των παρόντων μελών.

Μετά από πρόταση του Προέδρου, προφορική τροπολογία ή οποιαδήποτε άλλη προφορική τροποποίηση εξομοιώνεται με τροπολογία η οποία δεν έχει διανεμηθεί σε όλες τις επίσημες γλώσσες. Εάν ο Πρόεδρος την κρίνει παραδεκτή σύμφωνα με το άρθρο 170 παράγραφος 3 και εάν δεν εκφρασθεί αντίρρηση σύμφωνα με το άρθρο 169 παράγραφος 6, τίθεται σε ψηφοφορία με βάση την καθορισμένη σειρά ψηφοφορίας.

Μετά από πρόταση του Προέδρου, προφορική τροπολογία ή οποιαδήποτε άλλη προφορική τροποποίηση εξομοιώνεται με τροπολογία η οποία δεν έχει καταστεί διαθέσιμη σε όλες τις επίσημες γλώσσες. Εάν ο Πρόεδρος την κρίνει παραδεκτή σύμφωνα με το άρθρο 170 παράγραφος 3 και εάν δεν εκφρασθεί αντίρρηση σύμφωνα με το άρθρο 169 παράγραφος 6, τίθεται σε ψηφοφορία με βάση την καθορισμένη σειρά ψηφοφορίας.

Σε επιτροπή, ο αριθμός των ψήφων που απαιτούνται για την διατύπωση αντίρρησης σε παρόμοια τροπολογία ή τροποποίηση καθορίζεται, με βάση το άρθρο 209 κατ’ αναλογίαν των διατάξεων που εφαρμόζονται στην Ολομέλεια, με στρογγυλοποίηση, ανάλογα με την περίπτωση, στον αμέσως επόμενο ακέραιο αριθμό.

Σε επιτροπή, ο αριθμός των ψήφων που απαιτούνται για την διατύπωση αντίρρησης σε παρόμοια τροπολογία ή τροποποίηση καθορίζεται, με βάση το άρθρο 209 κατ’ αναλογίαν των διατάξεων που εφαρμόζονται στην Ολομέλεια, με στρογγυλοποίηση, ανάλογα με την περίπτωση, στον αμέσως επόμενο ακέραιο αριθμό.

Τροπολογία 191

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 170

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 170

Άρθρο 170

Παραδεκτό των τροπολογιών

Παραδεκτό των τροπολογιών

1.   Καμία τροπολογία δεν γίνεται παραδεκτή εφόσον:

1.    Με την επιφύλαξη των επιπλέον προϋποθέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 52 παράγραφος 2 όσον αφορά τις εκθέσεις ιδίας πρωτοβουλίας και στο άρθρο 69 παράγραφος 2 όσον αφορά τις τροπολογίες στη θέση του Συμβουλίου, καμία τροπολογία δεν γίνεται παραδεκτή εφόσον:

α)

το περιεχόμενό της δεν έχει άμεση σχέση με το κείμενο στην τροποποίηση του οποίου αποσκοπεί,

α)

το περιεχόμενό της δεν έχει άμεση σχέση με το κείμενο στην τροποποίηση του οποίου αποσκοπεί,

β)

αποσκοπεί στη διαγραφή ή αντικατάσταση του συνόλου του κειμένου,

β)

αποσκοπεί στη διαγραφή ή αντικατάσταση του συνόλου του κειμένου,

γ)

αποσκοπεί στην τροποποίηση περισσοτέρων του ενός άρθρων ή περισσοτέρων της μίας παραγράφων του κειμένου στο οποίο αναφέρεται. Η διάταξη αυτή δεν αφορά τις συμβιβαστικές τροπολογίες, ούτε τις τροπολογίες οι οποίες επιφέρουν ταυτόσημες τροποποιήσεις σε ειδικές εκφράσεις σε ολόκληρο το κείμενο,

γ)

αποσκοπεί στην τροποποίηση περισσοτέρων του ενός άρθρων ή περισσοτέρων της μίας παραγράφων του κειμένου στο οποίο αναφέρεται. Η διάταξη αυτή δεν αφορά τις συμβιβαστικές τροπολογίες, ούτε τις τροπολογίες οι οποίες επιφέρουν ταυτόσημες τροποποιήσεις σε ειδικές εκφράσεις σε ολόκληρο το κείμενο,

 

γα)

αποσκοπεί να τροποποιήσει πρόταση κωδικοποίησης νομοθεσίας της Ένωσης· ωστόσο, το άρθρο 103 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν·

 

γβ)

αποσκοπεί να τροποποιήσει εκείνα τα μέρη πρότασης για την αναδιατύπωση νομοθεσίας της Ένωσης που παραμένουν αμετάβλητα σε τέτοια πρόταση· ωστόσο, το άρθρο 104 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο και το άρθρο 104 παράγραφος 3 τρίτο εδάφιο εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν·

δ)

αποδειχθεί ότι σε μία τουλάχιστον από τις επίσημες γλώσσες η διατύπωση του κειμένου το οποίο τροποποιεί δεν χρειάζεται τροποποίηση· στην περίπτωση αυτή, ο Πρόεδρος αναζητεί από κοινού με τους ενδιαφερομένους την αρμόζουσα γλωσσική λύση.

δ)

αποσκοπεί μόνο να διασφαλίσει τη γλωσσική ορθότητα ή να συμβάλει στην ορολογική συνοχή του κειμένου στη γλώσσα στην οποία κατατέθηκε η τροπολογία· στην περίπτωση αυτή, ο Πρόεδρος αναζητεί από κοινού με τους ενδιαφερομένους την αρμόζουσα γλωσσική λύση.

2.    Κάθε τροπολογία καθίσταται άκυρη αν αντιβαίνει σε προηγούμενες αποφάσεις επί του αυτού κειμένου που έχουν ληφθεί κατά την αυτή ψηφοφορία.

 

3.   Το παραδεκτό των τροπολογιών κρίνει ο Πρόεδρος.

3.   Το παραδεκτό των τροπολογιών κρίνει ο Πρόεδρος.

Η απόφαση του Προέδρου, που λαμβάνεται βάσει της παραγράφου 3, σχετικά με το παραδεκτό των τροπολογιών, δεν λαμβάνεται μόνο βάσει των διατάξεων των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου, αλλά βάσει των διατάξεων του Κανονισμού γενικά.

Η απόφαση του Προέδρου, που λαμβάνεται βάσει της παραγράφου 3, σχετικά με το παραδεκτό των τροπολογιών, δεν λαμβάνεται μόνο βάσει των διατάξεων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, αλλά βάσει των διατάξεων του Κανονισμού γενικά.

4.   Μια πολιτική ομάδα ή τουλάχιστον σαράντα βουλευτές μπορούν να καταθέσουν εναλλακτική πρόταση ψηφίσματος σε μη νομοθετική πρόταση ψηφίσματος που περιέχεται σε έκθεση επιτροπής.

4.   Μία πολιτική ομάδα ή τουλάχιστον σαράντα βουλευτές μπορούν να καταθέσουν εναλλακτική πρόταση ψηφίσματος σε μη νομοθετική πρόταση ψηφίσματος που περιέχεται σε έκθεση επιτροπής.

Στην περίπτωση αυτή, η ομάδα ή οι ενδιαφερόμενοι βουλευτές δεν μπορούν να καταθέσουν τροπολογίες στην πρόταση ψηφίσματος της αρμόδιας επιτροπής. Η εναλλακτική πρόταση ψηφίσματος της πολιτικής ομάδας δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από την πρόταση ψηφίσματος της επιτροπής. Τίθεται σε ψηφοφορία στο Κοινοβούλιο σε μοναδική ψηφοφορία, χωρίς τροπολογίες.

Στην περίπτωση αυτή, η ομάδα ή οι ενδιαφερόμενοι βουλευτές δεν μπορούν να καταθέσουν τροπολογίες στην πρόταση ψηφίσματος της αρμόδιας επιτροπής. Η εναλλακτική πρόταση ψηφίσματος της πολιτικής ομάδας δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από την πρόταση ψηφίσματος της επιτροπής. Τίθεται σε ψηφοφορία στο Κοινοβούλιο σε μία μοναδική ψηφοφορία, χωρίς τροπολογίες.

Το άρθρο 123 παράγραφος 4 εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν.

Το άρθρο 123 παράγραφοι 4 και 4α, που αφορά τις κοινές προτάσεις ψηφίσματος, εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν.

 

4α.     Κατ’ εξαίρεση, εφόσον συμφωνεί ο Πρόεδρος, είναι δυνατόν να κατατεθούν τροπολογίες αφού εκπνεύσει η σχετική προθεσμία αν πρόκειται για συμβιβαστικές τροπολογίες ή αν ανακύψουν προβλήματα τεχνικής φύσης. Ο Πρόεδρος αποφασίζει όσον αφορά το παραδεκτό τέτοιων τροπολογιών. Ο Πρόεδρος εξασφαλίζει τη συναίνεση του Κοινοβουλίου προκειμένου να τις θέσει σε ψηφοφορία.

 

Μπορούν να εφαρμοστούν τα εξής γενικά κριτήρια περί του παραδεκτού των συμβιβαστικών τροπολογιών:

 

κατά κανόνα, οι συμβιβαστικές τροπολογίες αναφέρονται σε τμήματα του κειμένου που αποτέλεσαν αντικείμενο τροπολογιών πριν από τη λήξη της προθεσμίας για την κατάθεση τροπολογιών·

 

κατά κανόνα, οι συμβιβαστικές τροπολογίες κατατίθενται από πολιτικές ομάδες που αντιπροσωπεύουν πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο, από τους προέδρους ή τους εισηγητές των ενδιαφερομένων επιτροπών ή από τους συντάκτες άλλων τροπολογιών·

 

κατά κανόνα, οι συμβιβαστικές τροπολογίες έχουν ως αποτέλεσμα να αποσύρονται άλλες τροπολογίες στο ίδιο σημείο του κειμένου.

 

Μόνον ο Πρόεδρος μπορεί να προτείνει να ληφθεί υπόψη συμβιβαστική τροπολογία. Για να τεθεί συμβιβαστική τροπολογία σε ψηφοφορία, ο Πρόεδρος πρέπει να έχει τη συναίνεση του Κοινοβουλίου, ρωτώντας αν υπάρχουν αντιρρήσεις να τεθεί σε ψηφοφορία συμβιβαστική τροπολογία. Εάν υπάρξει αντίρρηση, το Κοινοβούλιο αποφασίζει με την πλειοψηφία των ψηφισάντων.

Τροπολογία 192

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 171

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 171

Άρθρο 171

Διαδικασία ψηφοφορίας

Διαδικασία ψηφοφορίας

1.    Το Κοινοβούλιο εφαρμόζει, σε ψηφοφορίες επί εκθέσεων , την εξής διαδικασία:

1.    Εκτός αν υπάρχει ειδική διαφορετική πρόβλεψη στον παρόντα Κανονισμό, εφαρμόζεται η ακόλουθη διαδικασία ψηφοφορίας σε κείμενα που υποβάλλονται στο Κοινοβούλιο :

α)

αρχικά, ψηφοφορία επί των ενδεχομένων τροπολογιών του κειμένου στο οποίο αναφέρεται η έκθεση της αρμόδιας επιτροπής ,

α)

αρχικά, κατά περίπτωση, ψηφοφορία επί τυχόν τροπολογιών σε πρόταση για νομικά δεσμευτική πράξη,

β)

κατόπιν, ψηφοφορία επί του συνόλου του τυχόν τροποποιηθέντος κειμένου ,

β)

κατόπιν, κατά περίπτωση, ψηφοφορία επί του συνόλου της τυχόν τροποποιηθείσας πρότασης,

γ)

εν συνεχεία, ψηφοφορία επί των τροπολογιών στην πρόταση ψηφίσματος ή στο σχέδιο νομοθετικού ψηφίσματος.

γ)

εν συνεχεία, ψηφοφορία επί τυχόν τροπολογιών στην πρόταση ψηφίσματος ή στο σχέδιο νομοθετικού ψηφίσματος.

δ)

τέλος, ψηφοφορία επί του συνόλου της πρότασης ψηφίσματος ή του σχεδίου νομοθετικού ψηφίσματος (τελική ψηφοφορία).

δ)

τέλος, ψηφοφορία επί του συνόλου της πρότασης ψηφίσματος (τελική ψηφοφορία).

Το Κοινοβούλιο δεν ψηφίζει επί της αιτιολογικής έκθεσης που περιέχεται στην έκθεση.

Το Κοινοβούλιο δεν ψηφίζει επί οιασδήποτε αιτιολογικής έκθεσης που περιέχεται σε έκθεση.

2.    Η διαδικασία που εφαρμόζεται στη δεύτερη ανάγνωση είναι η εξής:

 

α)

εάν δεν υποβληθεί πρόταση απόρριψης ή τροποποίησης της θέσης του Συμβουλίου, η θέση λογίζεται εγκριθείσα, σύμφωνα με το άρθρο 76,

 

β)

η ψηφοφορία επί της πρότασης απόρριψης της θέσης του Συμβουλίου διεξάγεται πριν από την ψηφοφορία επί των τυχόν τροπολογιών (βλ. άρθρο 68 παράγραφος 1),

 

γ)

εάν κατατεθούν πολλές τροπολογίες στην θέση του Συμβουλίου, πρέπει να τεθούν σε ψηφοφορία σύμφωνα με τη σειρά που προβλέπεται στο άρθρο 174,

 

δ)

εάν το Κοινοβούλιο προέβη σε ψηφοφορία για τροποποίηση της θέσης του Συμβουλίου, περαιτέρω ψηφοφορία επί του συνόλου του κειμένου μπορεί να διενεργηθεί μόνο σύμφωνα με το άρθρο 68 παράγραφος 2.

 

3.    Στην τρίτη ανάγνωση εφαρμόζεται η διαδικασία του άρθρου 72.

 

4.   Σε ψηφοφορίες επί νομοθετικών κειμένων και επί μη νομοθετικών ψηφισμάτων, πραγματοποιούνται πρώτα οι ψηφοφορίες που αφορούν το διατακτικό και ακολουθούν οι ψηφοφορίες που αφορούν αιτιολογικές αναφορές και σκέψεις. Οι τροπολογίες καταπίπτουν αν είναι αντίθετες με προηγούμενη ψηφοφορία.

4.   Σε ψηφοφορίες επί προτάσεων για νομικά δεσμευτικές πράξεις και επί μη νομοθετικών ψηφισμάτων, πραγματοποιούνται πρώτα οι ψηφοφορίες που αφορούν το διατακτικό και ακολουθούν οι ψηφοφορίες που αφορούν αιτιολογικές αναφορές και σκέψεις.

 

4α.     Κάθε τροπολογία καταπίπτει αν αντιβαίνει σε προηγούμενες αποφάσεις επί του αυτού κειμένου που έχουν ληφθεί κατά την αυτή ψηφοφορία.

5.   Κατά την ψηφοφορία επιτρέπεται να μιλήσει μόνον ο εισηγητής, προκειμένου να εκθέσει με συντομία την άποψη της επιτροπής του για τις τροπολογίες που τίθενται σε ψηφοφορία.

5.   Κατά την ψηφοφορία επιτρέπεται να μιλήσει μόνον ο εισηγητής, ή, αντί αυτού, ο πρόεδρος της επιτροπής. Έχει τη δυνατότητα να εκθέσει με συντομία την άποψη της επιτροπής του για τις τροπολογίες που τίθενται σε ψηφοφορία.

Τροπολογία 193

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 172

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 172

διαγράφεται

Ισοψηφία

 

1.    Εάν υπάρχει ισοψηφία στο πλαίσιο του άρθρου 171 παράγραφος 1 στοιχείο β) ή στοιχείο δ), το κείμενο στο σύνολό του αναπέμπεται στην επιτροπή. Η διαδικασία αυτή εφαρμόζεται επίσης όσον αφορά τις ψηφοφορίες σύμφωνα με τα άρθρα 3 και 9 και τις τελικές ψηφοφορίες σύμφωνα με τα άρθρα 199 και 212· εξυπακούεται ότι, όσον αφορά τα δύο αυτά τελευταία άρθρα, η αναπομπή γίνεται στη Διάσκεψη των Προέδρων.

 

2.    Εάν υπάρξει ισοψηφία όσον αφορά την ημερήσια διάταξη στο σύνολό της (άρθρο 152) ή τα Πρακτικά στο σύνολό τους (άρθρο 192) ή κείμενο που έχει τεθεί σε ψηφοφορία κατά τμήματα σύμφωνα με τ ο άρθρο 176, το κείμενο που τίθεται σε ψηφοφορία θεωρείται ότι εγκρίνεται.

 

3.    Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις ισοψηφίας, με την επιφύλαξη της εφαρμογής των άρθρων που απαιτούν ειδική πλειοψηφία, το κείμενο ή η πρόταση που τίθεται σε ψηφοφορία θεωρείται ότι απορρίπτεται.

 

Στο άρθρο 172 παράγραφος 3 πρέπει να δοθεί η ερμηνεία ότι σε περίπτωση ισοψηφίας κατά την ψηφοφορία σχεδίου σύστασης του άρθρου 141 παράγραφος 4 για μη παρέμβαση σε διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η ισοψηφία αυτή δεν συνεπάγεται έγκριση σύστασης για παρέμβαση του Κοινοβουλίου στην εν λόγω διαδικασία. Στην περίπτωση αυτή, θεωρείται ότι η αρμόδια επιτροπή δεν έχει αποφανθεί.

 

Τροπολογία 194

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 173

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 173

διαγράφεται

Βάσεις της ψηφοφορίας

 

1.    Βάση της ψηφοφορίας επί των εκθέσεων αποτελεί μία σύσταση της αρμόδιας επί της ουσίας επιτροπής. Η επιτροπή αυτή μπορεί να αναθέσει το έργο αυτό στον πρόεδρο και τον εισηγητή της.

 

2.    Η επιτροπή μπορεί να συστήσει να ψηφισθούν όλες ή ορισμένες τροπολογίες μαζί, να εγκριθούν ή να απορριφθούν ή να θεωρηθούν άκυρες.

 

Μπορεί να προτείνει επίσης συμβιβαστικές τροπολογίες.

 

3.    Εφόσον συστήσει να ψηφισθούν οι τροπολογίες όλες μαζί, τότε διεξάγεται κατ’ αρχάς η ψηφοφορία εφ’ όλων αυτών των τροπολογιών μαζί.

 

4.    Εφόσον προτείνει συμβιβαστική τροπολογία, διενεργείται επ’ αυτής ψηφοφορία κατά προτεραιότητα.

 

5.    Επί τροπολογίας για την οποία έχει ζητηθεί ονομαστική ψηφοφορία διενεργείται χωριστή ψηφοφορία.

 

6.    Σε ψηφοφορία πολλών τροπολογιών μαζί ή επί συμβιβαστικής τροπολογίας δεν επιτρέπεται ψηφοφορία κατά τμήματα.

 

Τροπολογία 195

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 174

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 174

Άρθρο 174

Σειρά ψηφοφορίας για τις τροπολογίες

Σειρά ψηφοφορίας για τις τροπολογίες

1.   Οι τροπολογίες έχουν προτεραιότητα έναντι του κειμένου στο οποίο αναφέρονται και τίθενται σε ψηφοφορία πριν από αυτό.

1.   Οι τροπολογίες έχουν προτεραιότητα έναντι του κειμένου στο οποίο αναφέρονται και τίθενται σε ψηφοφορία πριν από αυτό.

2.   Αν δύο ή περισσότερες τροπολογίες οι οποίες αλληλοαναιρούνται αναφέρονται στο ίδιο τμήμα του κειμένου, εκείνη που αποκλίνει περισσότερο από το αρχικό κείμενο έχει την προτεραιότητα και τίθεται πρώτη σε ψηφοφορία. Η έγκρισή της συνεπάγεται την ακύρωση των άλλων τροπολογιών. Αν όμως απορριφθεί αυτή, τίθεται σε ψηφοφορία η τροπολογία η οποία ακολουθεί κατά σειρά προτεραιότητας και ούτω καθεξής για κάθε μία από τις επόμενες τροπολογίες. Σε περίπτωση αμφιβολίας για την προτεραιότητα, αποφασίζει ο Πρόεδρος. Εάν απορριφθούν όλες οι τροπολογίες, το αρχικό κείμενο θεωρείται εγκριθέν, εκτός αν έχει ζητηθεί χωριστή ψηφοφορία εντός της καθορισμένης προθεσμίας.

2.   Αν δύο ή περισσότερες τροπολογίες οι οποίες αλληλοαναιρούνται αναφέρονται στο ίδιο τμήμα του κειμένου, εκείνη που αποκλίνει περισσότερο από το αρχικό κείμενο έχει την προτεραιότητα και τίθεται πρώτη σε ψηφοφορία. Η έγκρισή της συνεπάγεται την ακύρωση των άλλων τροπολογιών. Αν όμως απορριφθεί αυτή, τίθεται σε ψηφοφορία η τροπολογία η οποία ακολουθεί κατά σειρά προτεραιότητας και ούτω καθεξής για κάθε μία από τις επόμενες τροπολογίες. Σε περίπτωση αμφιβολίας για την προτεραιότητα, αποφασίζει ο Πρόεδρος. Εάν απορριφθούν όλες οι τροπολογίες, το αρχικό κείμενο θεωρείται εγκριθέν, εκτός αν έχει ζητηθεί χωριστή ψηφοφορία εντός της καθορισμένης προθεσμίας.

3.   Ο Πρόεδρος μπορεί να θέσει σε ψηφοφορία πρώτα το αρχικό κείμενο ή να θέσει σε ψηφοφορία την τροπολογία που αποκλίνει λιγότερο από αυτό πριν από την τροπολογία που αποκλίνει περισσότερο από το αρχικό κείμενο.

3.    Εντούτοις, ο Πρόεδρος μπορεί , εφόσον εκτιμά ότι τούτο θα διευκολύνει την ψηφοφορία, να θέσει σε ψηφοφορία πρώτα το αρχικό κείμενο ή να θέσει σε ψηφοφορία την τροπολογία που αποκλίνει λιγότερο από αυτό πριν από την τροπολογία που αποκλίνει περισσότερο από το αρχικό κείμενο.

Αν κάποιο από τα κείμενα συγκεντρώσει την πλειοψηφία, όλες οι άλλες τροπολογίες που αναφέρονται στο ίδιο κείμενο καθίστανται άκυρες .

Αν κάποιο από τα κείμενα συγκεντρώσει την πλειοψηφία, όλες οι άλλες τροπολογίες που αναφέρονται στο ίδιο τμήμα του κειμένου καθίστανται άκυρες.

4.    Κατ’ εξαίρεση, μετά από πρόταση του Προέδρου, τροπολογίες που κατατίθενται μετά τη λήξη της συζήτησης είναι δυνατό να τεθούν σε ψηφοφορία αν πρόκειται για συμβιβαστικές τροπολογίες ή αν ανακύψουν προβλήματα τεχνικής φύσης. Ο Πρόεδρος θα πρέπει να έχει τη συναίνεση του Κοινοβουλίου προκειμένου να τις θέσει σε ψηφοφορία.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 170 παράγραφος 3, ο Πρόεδρος κρίνει το παραδεκτό των τροπολογιών. Για συμβιβαστική τροπολογία που κατατίθεται μετά το πέρας της συζήτησης, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου, ο Πρόεδρος κρίνει το παραδεκτό κατά περίπτωση, λαμβάνοντας υπόψη τον συμβιβαστικό χαρακτήρα της τροπολογίας.

 

Μόνο ο Πρόεδρος μπορεί να προτείνει να ληφθεί υπόψη συμβιβαστική τροπολογία. Για να θέσει την τροπολογία σε ψηφοφορία, ο Πρόεδρος πρέπει να έχει τη συναίνεση του Κοινοβουλίου· ερωτά δηλαδή αν υπάρχουν αντιρρήσεις να τεθεί σε ψηφοφορία συμβιβαστική τροπολογία. Στην περίπτωση αυτή, το Κοινοβούλιο αποφασίζει με την πλειοψηφία των ψηφισάντων.

 

 

4α.     Οποτεδήποτε τίθενται σε ψηφοφορία συμβιβαστικές τροπολογίες, αυτές τίθενται σε ψηφοφορία κατά προτεραιότητα.

 

4β.     Ψηφοφορία κατά τμήματα δεν επιτρέπεται σε περίπτωση ψηφοφορίας επί συμβιβαστικής τροπολογίας.

5.   Εάν η αρμόδια επιτροπή έχει καταθέσει σειρά τροπολογιών σε κείμενο που αποτελεί αντικείμενο της έκθεσης, ο Πρόεδρος τις θέτει όλες μαζί σε ψηφοφορία, εκτός εάν έχει ζητηθεί χωριστή ψηφοφορία από μία πολιτική ομάδα ή από σαράντα τουλάχιστον βουλευτές ή εάν έχουν κατατεθεί άλλες τροπολογίες.

5.   Εάν η αρμόδια επιτροπή έχει καταθέσει σειρά τροπολογιών σε κείμενο που αποτελεί αντικείμενο της έκθεσης, ο Πρόεδρος τις θέτει όλες μαζί σε ψηφοφορία, εκτός εάν έχει ζητηθεί σε συγκεκριμένα σημεία χωριστή ψηφοφορία ή ψηφοφορία κατά τμήματα από μία πολιτική ομάδα ή από σαράντα τουλάχιστον βουλευτές ή εάν έχουν κατατεθεί άλλες αντίθετες τροπολογίες.

6.   Ο Πρόεδρος μπορεί να θέσει σε ψηφοφορία άλλες τροπολογίες μαζί όταν αυτές αλληλοσυμπληρώνονται. Στην περίπτωση αυτή ακολουθεί τη διαδικασία της παραγράφου 5. Οι συντάκτες τέτοιων τροπολογιών μπορούν να προτείνουν να ψηφιστούν όλες μαζί οι τροπολογίες που αλληλοσυμπληρώνονται.

6.   Ο Πρόεδρος μπορεί να θέσει σε ψηφοφορία άλλες τροπολογίες μαζί όταν αυτές αλληλοσυμπληρώνονται , εκτός εάν έχει ζητηθεί χωριστή ψηφοφορία ή ψηφοφορία κατά τμήματα από μία πολιτική ομάδα ή από σαράντα τουλάχιστον βουλευτές . Οι συντάκτες τέτοιων τροπολογιών μπορούν επίσης να προτείνουν να ψηφιστούν όλες μαζί οι τροπολογίες που αλληλοσυμπληρώνονται.

7.   Ο Πρόεδρος μπορεί να αποφασίσει, μετά την έγκριση ή απόρριψη συγκεκριμένης τροπολογίας, να θέσει μαζί σε ψηφοφορία άλλες τροπολογίες, με παρόμοιο περιεχόμενο ή παρόμοιους στόχους. Πριν εφαρμόσει τη διαδικασία αυτή, ο Πρόεδρος μπορεί να ζητήσει τη συναίνεση του Κοινοβουλίου.

7.   Ο Πρόεδρος μπορεί να αποφασίσει, μετά την έγκριση ή απόρριψη συγκεκριμένης τροπολογίας, να θέσει μαζί σε ψηφοφορία άλλες τροπολογίες, με παρόμοιο περιεχόμενο ή παρόμοιους στόχους. Πριν εφαρμόσει τη διαδικασία αυτή, ο Πρόεδρος μπορεί να ζητήσει τη συναίνεση του Κοινοβουλίου.

Η δέσμη τροπολογιών μπορεί να αφορά διαφορετικά μέρη του αρχικού κειμένου.

Η δέσμη τροπολογιών μπορεί να αφορά διαφορετικά μέρη του αρχικού κειμένου.

8.   Εφόσον κατατίθενται δύο ή περισσότερες ταυτόσημες τροπολογίες από διαφορετικούς συντάκτες, τίθενται σε ψηφοφορία ως ενιαία τροπολογία.

8.   Εφόσον κατατίθενται δύο ή περισσότερες ταυτόσημες τροπολογίες από διαφορετικούς συντάκτες, τίθενται σε ψηφοφορία ως ενιαία τροπολογία.

 

8a.     Επί τροπολογίας για την οποία έχει ζητηθεί ονομαστική ψηφοφορία διενεργείται χωριστή ψηφοφορία.

Τροπολογία 196

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 175

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 175

Άρθρο 175

Εξέταση από την επιτροπή των τροπολογιών που θα υποβληθούν στην Ολομέλεια

Επεξεργασία από την επιτροπή των τροπολογιών που θα υποβληθούν στην Ολομέλεια

Εφόσον σε μία έκθεση έχουν κατατεθεί, αθροιστικώς, περισσότερες από 50 τροπολογίες και αιτήσεις για χωριστή ψηφοφορία ή ψηφοφορία κατά τμήματα για εξέταση στην Ολομέλεια, ο Πρόεδρος μπορεί, μετά από διαβούλευση με τον πρόεδρό της, να ζητήσει από την αρμόδια επιτροπή να συνεδριάσει για να εξετάσει τις εν λόγω τροπολογίες ή αιτήσεις. Κάθε τροπολογία ή αίτηση για χωριστή ψηφοφορία ή ψηφοφορία κατά τμήματα που δεν υπερψηφίζεται σε αυτό το στάδιο από το ένα δέκατο των μελών της επιτροπής δεν τίθεται σε ψηφοφορία στην Ολομέλεια.

Εφόσον σε κείμενο που έχει κατατεθεί από επιτροπή έχουν κατατεθεί, αθροιστικώς, περισσότερες από 50 τροπολογίες ή αιτήσεις για ψηφοφορία κατά τμήματα ή χωριστή ψηφοφορία για εξέταση στην Ολομέλεια, ο Πρόεδρος μπορεί, μετά από διαβούλευση με τον πρόεδρό της, να ζητήσει από την εν λόγω επιτροπή να συνεδριάσει για να ψηφίσει επί κάθε μίας από τις εν λόγω τροπολογίες ή αιτήσεις. Κάθε τροπολογία ή αίτηση για Σ που δεν υπερψηφίζεται σε αυτό το στάδιο από το ένα τρίτο των μελών της επιτροπής δεν τίθεται σε ψηφοφορία στην Ολομέλεια.

Τροπολογία 197

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 176

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 176

Άρθρο 176

Ψηφοφορία κατά τμήματα

Ψηφοφορία κατά τμήματα

1.   Όταν το κείμενο που τίθεται σε ψηφοφορία περιέχει δύο ή περισσότερες διατάξεις ή αναφέρεται σε δύο ή περισσότερα ζητήματα ή προσφέρεται σε χωρισμό σε δύο ή περισσότερα μέρη με ανεξάρτητη λογική ή/και κανονιστική ισχύ, μπορεί να υποβληθεί αίτηση ψηφοφορίας κατά τμήματα από μία πολιτική ομάδα ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτές.

1.   Όταν το κείμενο που τίθεται σε ψηφοφορία περιέχει δύο ή περισσότερες διατάξεις ή αναφέρεται σε δύο ή περισσότερα ζητήματα ή προσφέρεται σε χωρισμό σε δύο ή περισσότερα μέρη με ανεξάρτητη λογική ή/και κανονιστική ισχύ, μπορεί να υποβληθεί αίτηση ψηφοφορίας κατά τμήματα από μία πολιτική ομάδα ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτές.

2.   Η αίτηση αυτή υποβάλλεται το απόγευμα πριν από την ψηφοφορία, εκτός εάν ο Πρόεδρος καθορίσει άλλη προθεσμία. Ο Πρόεδρος αποφασίζει όσον αφορά την αίτηση.

2.   Η αίτηση αυτή υποβάλλεται το απόγευμα πριν από την ψηφοφορία το αργότερο , εκτός εάν ο Πρόεδρος καθορίσει άλλη προθεσμία. Ο Πρόεδρος αποφασίζει όσον αφορά την αίτηση.

Τροπολογίες 198 και 347

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 178

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 178

Άρθρο 178

Ψηφοφορία

Ψηφοφορία

1.   Το Κοινοβούλιο ψηφίζει γενικά με ανάταση του χεριού.

1.   Το Κοινοβούλιο ψηφίζει γενικά με ανάταση του χεριού.

 

Ωστόσο, ο Πρόεδρος μπορεί ανά πάσα στιγμή να αποφασίσει τη χρησιμοποίηση του ηλεκτρονικού συστήματος για τις ψηφοφορίες.

 

1α.     Ο Πρόεδρος κηρύσσει την έναρξη και τη λήξη κάθε ψηφοφορίας.

 

Εφόσον ο Πρόεδρος κηρύξει την έναρξη ψηφοφορίας, μόνον ο ίδιος μπορεί να παρέμβει πριν κηρύξει τη λήξη της.

 

1β.     Για την έγκριση ή την απόρριψη κειμένου υπολογίζονται μόνο οι ψήφοι «υπέρ» και «κατά», εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες προβλέπεται ειδική πλειοψηφία από τις Συνθήκες.

2.   Εάν ο Πρόεδρος κρίνει ότι το αποτέλεσμα δεν είναι προφανές, η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται ηλεκτρονικώς ή, εάν το σύστημα ηλεκτρονικής ψηφοφορίας βρίσκεται εκτός λειτουργίας, δι’ εγέρσεως των βουλευτών.

2.   Εάν ο Πρόεδρος κρίνει ότι το αποτέλεσμα ψηφοφορίας που διεξάχθηκε με ανάταση του χεριού δεν είναι προφανές, η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται ηλεκτρονικώς ή, εάν το σύστημα ηλεκτρονικής ψηφοφορίας βρίσκεται εκτός λειτουργίας, δι’ εγέρσεως των βουλευτών.

 

2α.     Ο Πρόεδρος διαπιστώνει το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας και το ανακοινώνει.

3.   Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας αυτής καταγράφεται.

3.   Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας αυτής καταγράφεται.

Τροπολογία 199

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 179

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 179

Άρθρο 179

Τελική ψηφοφορία

Τελική ψηφοφορία

Όταν το Κοινοβούλιο αποφασίζει επί εκθέσεως, ψηφίζει, είτε πρόκειται για μία και μοναδική είτε για τελική ψηφοφορία, με ονομαστική κλήση σύμφωνα με το άρθρο 180 παράγραφος 2 του Κανονισμού. Η ψηφοφορία επί των τροπολογιών διεξάγεται με ονομαστική κλήση μόνο αν ζητηθεί τούτο σύμφωνα με το άρθρο 180.

Όταν το Κοινοβούλιο αποφασίζει επί εκθέσεως, ψηφίζει, είτε πρόκειται για μία μοναδική είτε για τελική ψηφοφορία, με ονομαστική κλήση σύμφωνα με το άρθρο 180 παράγραφος 2 του Κανονισμού.

Οι διατάξεις του άρθρου 179 σχετικά με την ψηφοφορία με ονομαστική κλήση, δεν εφαρμόζονται στις εκθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 8 παράγραφος 2 και στο άρθρο 9 παράγραφοι 3, 6 και 8, στο πλαίσιο των διαδικασιών σχετικά με την ασυλία βουλευτή.

Οι διατάξεις του άρθρου 179 σχετικά με την ψηφοφορία με ονομαστική κλήση, δεν εφαρμόζονται στις εκθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 8 παράγραφος 2 και στο άρθρο 9 παράγραφοι 3, 6 και 8, στο πλαίσιο των διαδικασιών σχετικά με την ασυλία βουλευτή.

Τροπολογία 200

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 179 α (νέο)

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

 

Άρθρο 179α

 

Ισοψηφία

 

1.    Εάν υπάρχει ισοψηφία στο πλαίσιο του άρθρου 171 παράγραφος 1 στοιχείο β) ή στοιχείο δ), το κείμενο στο σύνολό του αναπέμπεται στην επιτροπή. Η διαδικασία αυτή εφαρμόζεται επίσης όσον αφορά τις ψηφοφορίες σύμφωνα με τα άρθρα 3 και 9.

 

2.    Εάν υπάρχει ισοψηφία όσον αφορά κείμενο που έχει τεθεί σε ψηφοφορία κατά τμήματα σύμφωνα με το άρθρο 176, το κείμενο θεωρείται εγκριθέν.

 

3.    Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις ισοψηφίας, με την επιφύλαξη της εφαρμογής των άρθρων που απαιτούν ειδική πλειοψηφία, το κείμενο ή η πρόταση που τίθεται σε ψηφοφορία θεωρείται απορριφθείσα.

 

Στο άρθρο 179α παράγραφος 3 πρέπει να δοθεί η ερμηνεία ότι σε περίπτωση ισοψηφίας κατά την ψηφοφορία επί σχεδίου σύστασης του άρθρου 141 παράγραφος 4 για μη παρέμβαση σε διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η ισοψηφία αυτή δεν συνεπάγεται έγκριση σύστασης για παρέμβαση του Κοινοβουλίου στην εν λόγω διαδικασία. Στην περίπτωση αυτή, θεωρείται ότι η αρμόδια επιτροπή δεν έχει αποφανθεί.

 

Ο Πρόεδρος μπορεί να ψηφίσει, αλλά η ψήφος του δεν υπερισχύει.

 

(Τα δύο τελευταία εδάφια που προστίθενται έχουν ερμηνευτικό χαρακτήρα)

Τροπολογία 201

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 180

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 180

Άρθρο 180

Ψηφοφορία με ονομαστική κλήση

Ψηφοφορία με ονομαστική κλήση

1.   Εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται με τα άρθρα 118 παράγραφος 5, 119 παράγραφος 5 και 179 , η ψηφοφορία γίνεται με ονομαστική κλήση αν το απόγευμα πριν από την έναρξή της το ζητήσουν εγγράφως μία πολιτική ομάδα ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτές, εκτός αν ο Πρόεδρος ορίσει διαφορετική προθεσμία.

1.   Εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στον παρόντα Κανονισμό , η ψηφοφορία γίνεται με ονομαστική κλήση αν το αργότερο το απόγευμα πριν από την έναρξή της το ζητήσουν εγγράφως μία πολιτική ομάδα ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτές, εκτός αν ο Πρόεδρος ορίσει διαφορετική προθεσμία.

Οι διατάξεις του άρθρου 180 παράγραφος 1 σχετικά με την ψηφοφορία με ονομαστική κλήση, δεν εφαρμόζονται στις εκθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 8 παράγραφος 2 και στο άρθρο 9 παράγραφοι 3, 6 και 8, στο πλαίσιο των διαδικασιών σχετικά με την ασυλία βουλευτή.

Οι διατάξεις του άρθρου 180 σχετικά με την ψηφοφορία με ονομαστική κλήση, δεν εφαρμόζονται στις εκθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 8 παράγραφος 2 και στο άρθρο 9 παράγραφοι 3, 6 και 8, στο πλαίσιο των διαδικασιών σχετικά με την ασυλία βουλευτή.

 

1α.     Πολιτική ομάδα δεν μπορεί να υποβάλει περισσότερες από εκατό αιτήσεις για ψηφοφορία με ονομαστική κλήση ανά περίοδο συνόδου.

2.   Η ψηφοφορία με ονομαστική κλήση διεξάγεται μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος ψηφοφορίας. Εάν η χρήση του ηλεκτρονικού συστήματος είναι αδύνατη για τεχνικούς λόγους, η ονομαστική κλήση γίνεται με αλφαβητική σειρά και αρχίζει από το όνομα βουλευτή που επελέγη με κλήρο. Ο Πρόεδρος ψηφίζει τελευταίος.

2.   Η ψηφοφορία με ονομαστική κλήση διεξάγεται μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος ψηφοφορίας.

 

Εάν η χρήση του ηλεκτρονικού συστήματος είναι αδύνατη για τεχνικούς λόγους, η ονομαστική κλήση μπορεί να γίνει με αλφαβητική σειρά και αρχίζει από το όνομα βουλευτή που επελέγη με κλήρο. Ο Πρόεδρος ψηφίζει τελευταίος. Η ψηφοφορία γίνεται μεγαλοφώνως, η δε ψήφος εκφράζεται με «ναι», «όχι» ή «αποχή».

Η ψηφοφορία γίνεται μεγαλοφώνως, η δε ψήφος εκφράζεται με «ναι», «όχι» ή «αποχή». Για την έγκριση ή την απόρριψη πρότασης μόνο οι ψήφοι «υπέρ» και «κατά» υπολογίζονται. Ο Πρόεδρος διαπιστώνει το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας και το ανακοινώνει.

 

Οι ψήφοι καταγράφονται στα Συνοπτικά Πρακτικά της συνεδρίασης, ανά πολιτική ομάδα και με αλφαβητική σειρά των ονομάτων των βουλευτών. Αναφέρεται επίσης τί ψήφισε κάθε βουλευτής.

2α.    Οι ψήφοι καταγράφονται στα Συνοπτικά Πρακτικά της συνεδρίασης, ανά πολιτική ομάδα και με αλφαβητική σειρά των ονομάτων των βουλευτών. Αναφέρεται επίσης τί ψήφισε κάθε βουλευτής.

Τροπολογία 202

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 180 α (νέο)

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

 

Άρθρο 180α

 

Μυστική ψηφοφορία

 

1.    Για τους διορισμούς, με την επιφύλαξη του άρθρου 15 παράγραφος 1 και του άρθρου 204 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο, η ψηφοφορία είναι μυστική.

 

Μόνο τα ψηφοδέλτια που περιέχουν τα ονόματα των προσώπων που υπέβαλαν υποψηφιότητα υπολογίζονται κατά την καταμέτρηση των ψήφων.

 

2.    Η ψηφοφορία είναι επίσης μυστική αν αυτό ζητηθεί από το ένα πέμπτο τουλάχιστον των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο. Η αίτηση πρέπει να υποβληθεί πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας.

 

3.    Αίτηση για μυστική ψηφοφορία έχει προτεραιότητα έναντι αίτησης για ψηφοφορία με ονομαστική κλήση.

 

4.    Η διαλογή των ψήφων σε κάθε μυστική ψηφοφορία διενεργείται από δύο έως οκτώ ψηφολέκτες, που ορίζονται με κλήρο μεταξύ των βουλευτών, εκτός αν η ψηφοφορία διεξάγεται ηλεκτρονικά.

 

Σε ψηφοφορίες που διεξάγονται σύμφωνα με την παράγραφο 1, οι υποψήφιοι δεν μπορούν να είναι και ψηφολέκτες.

 

Τα ονόματα των βουλευτών που πήραν μέρος σε μυστική ψηφοφορία καταγράφονται στα Συνοπτικά Πρακτικά της συνεδρίασης κατά τη διάρκεια της οποίας έγινε η ψηφοφορία.

Τροπολογία 203

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 181

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 181

Άρθρο 181

Ψηφοφορία με ηλεκτρονικό σύστημα

Χρήση συστήματος ηλεκτρονικής ψηφοφορίας

1.    Ο Πρόεδρος μπορεί ανά πάσα στιγμή να αποφασίσει τη χρησιμοποίηση του ηλεκτρονικού συστήματος για τις ψηφοφορίες που προβλέπονται στα άρθρα 178, 180 και 182.

 

Αν η χρησιμοποίηση του ηλεκτρονικού συστήματος είναι αδύνατη για τεχνικούς λόγους, τότε η ψηφοφορία γίνεται σύμφωνα με τα άρθρα 178, 180 παράγραφος 2 ή 182.

 

Οι τεχνικές λεπτομέρειες της χρησιμοποίησης του συστήματος αυτού ρυθμίζονται με οδηγίες του Προεδρείου.

1.   Οι τεχνικές λεπτομέρειες της χρησιμοποίησης του συστήματος αυτού ρυθμίζονται με οδηγίες του Προεδρείου.

2.   Σε περίπτωση ψηφοφορίας με ηλεκτρονικό σύστημα μόνο το αριθμητικό αποτέλεσμά της καταγράφεται.

2.   Σε περίπτωση ψηφοφορίας με ηλεκτρονικό σύστημα μόνο το αριθμητικό αποτέλεσμά της καταγράφεται , εκτός αν αφορά ψηφοφορία με ονομαστική κλήση .

Αν πάντως ζητηθεί ψηφοφορία με ονομαστική κλήση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 180 παράγραφος 1, το αποτέλεσμά της καταγράφεται ονομαστικά και καταχωρίζεται στα Συνοπτικά Πρακτικά της συνεδρίασης, ανά πολιτική ομάδα και με αλφαβητική σειρά των ονομάτων των βουλευτών.

 

3.    Η ψηφοφορία με ονομαστική κλήση διεξάγεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 180 παράγραφος 2 κάθε φορά που η πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών το ζητεί. Για να διαπιστωθεί αν πληρούται η προϋπόθεση αυτή, μπορεί να χρησιμοποιηθεί το σύστημα που προβλέπεται με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

 

 

3α.     Ο Πρόεδρος μπορεί ανά πάσα στιγμή να αποφασίσει τη χρησιμοποίηση του συστήματος ηλεκτρονικής ψηφοφορίας προκειμένου να ελέγξει κάποιο κατώτατο όριο.

Τροπολογία 204

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 182

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 182

διαγράφεται

Μυστική ψηφοφορία

 

1.    Για τους διορισμούς, με την επιφύλαξη των άρθρων 15 παράγραφος 1, 199 παράγραφος 1 και 204 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο, η ψηφοφορία είναι μυστική.

 

Μόνο τα ψηφοδέλτια που περιέχουν τα ονόματα των προσώπων που υπέβαλαν υποψηφιότητα υπολογίζονται κατά την καταμέτρηση των ψήφων.

 

2.    Η ψηφοφορία μπορεί επίσης να είναι μυστική αν αυτό ζητηθεί από το ένα πέμπτο τουλάχιστον των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο. Η αίτηση πρέπει να υποβληθεί πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας.

 

Εφόσον, πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας, το ένα πέμπτο τουλάχιστον των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο ζητήσει τη διεξαγωγή μυστικής ψηφοφορίας, η ψηφοφορία πρέπει να διεξαχθεί μυστικά.

 

3.    Αίτηση για μυστική ψηφοφορία έχει προτεραιότητα έναντι αίτησης για ψηφοφορία με ονομαστική κλήση.

 

4.    Η διαλογή των ψήφων σε κάθε μυστική ψηφοφορία διενεργείται από δύο έως οκτώ ψηφολέκτες, που ορίζονται με κλήρο μεταξύ των βουλευτών, εκτός αν η ψηφοφορία διεξάγεται ηλεκτρονικά.

 

Σε ψηφοφορίες που διεξάγονται σύμφωνα με την παράγραφο 1, οι υποψήφιοι δεν μπορούν να είναι και ψηφολέκτες.

 

Τα ονόματα των βουλευτών που πήραν μέρος σε μυστική ψηφοφορία καταγράφονται στα Συνοπτικά Πρακτικά της συνεδρίασης κατά τη διάρκεια της οποίας έγινε η ψηφοφορία.

 

Τροπολογία 205

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 182 α (νέο)

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

 

Άρθρο 182α

 

Αμφισβητήσεις επί της ψηφοφορίας

 

1.    Παρατηρήσεις επί της εφαρμογής του Κανονισμού σχετικά με την εγκυρότητα ψηφοφορίας είναι δυνατό να γίνουν αφού κηρυχθεί η λήξη της ψηφοφορίας.

 

2.    Μετά την ανακοίνωση του αποτελέσματος ψηφοφορίας με ανάταση του χεριού, βουλευτής μπορεί να ζητήσει επαλήθευση του αποτελέσματος με χρήση του ηλεκτρονικού συστήματος.

 

3.    Ο Πρόεδρος αποφασίζει επί της εγκυρότητας του ανακοινωθέντος αποτελέσματος. Η απόφασή του είναι αμετάκλητη.

Τροπολογία 206

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 183

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 183

Άρθρο 183

Αιτιολόγηση της ψήφου

Αιτιολόγηση της ψήφου

1.   Όταν η  γενική συζήτηση περατωθεί, μπορεί κάθε βουλευτής να προβεί σε προφορική αιτιολόγηση ψήφου επί της τελικής ψηφοφορίας, που επιτρέπεται να διαρκέσει κατ’ ανώτατο όριο ένα λεπτό , ή σε σύντομη γραπτή δήλωση 200 λέξεων κατ’ ανώτατο όριο, η οποία περιλαμβάνεται στα Πλήρη Πρακτικά της συνεδρίασης .

1.   Όταν η  διαδικασία ψηφοφορίας περατωθεί, κάθε βουλευτής μπορεί να προβεί σε προφορική αιτιολόγηση ψήφου επί της μίας μοναδικής ψηφοφορίας και/ή επί της τελικής ψηφοφορίας σχετικά με σημείο που έχει υποβληθεί στο Κοινοβούλιο , που επιτρέπεται να διαρκέσει κατ’ ανώτατο όριο ένα λεπτό. Κάθε βουλευτής μπορεί να προβαίνει σε τρεις κατ’ ανώτατο όριο προφορικές αιτιολογήσεις ψήφου ανά περίοδο συνόδου.

 

Οποιοσδήποτε βουλευτής μπορεί, επί των ψηφοφοριών αυτών, να προβεί σε γραπτή αιτιολόγηση ψήφου , 200 λέξεων κατ’ ανώτατο όριο, η οποία περιλαμβάνεται στην σελίδα του βουλευτή στον ιστότοπο του Κοινοβουλίου .

Μία πολιτική ομάδα μπορεί να προβεί σε αιτιολόγηση διάρκειας δύο λεπτών κατ’ ανώτατο όριο.

Μία πολιτική ομάδα μπορεί να προβεί σε αιτιολόγηση διάρκειας δύο λεπτών κατ’ ανώτατο όριο.

Αιτήσεις αιτιολόγησης της ψήφου που υποβάλλονται μετά την έναρξη της πρώτης αιτιολόγησης ψήφου δεν γίνονται πλέον δεκτές.

Αιτήσεις αιτιολόγησης της ψήφου που υποβάλλονται μετά την έναρξη της πρώτης αιτιολόγησης ψήφου στο πρώτο θέμα δεν γίνονται πλέον δεκτές.

Αιτιολογήσεις ψήφου γίνονται δεκτές στην τελική ψηφοφορία επί οιουδήποτε θέματος που υποβάλλεται στο Κοινοβούλιο. Ο όρος «τελική ψηφοφορία» δεν προδικάζει το είδος της ψηφοφορίας, αλλά σημαίνει την τελευταία ψηφοφορία επί οιουδήποτε θέματος.

Αιτιολογήσεις ψήφου γίνονται δεκτές στη μία μοναδική ψηφοφορία και/ή στην τελική ψηφοφορία επί οιουδήποτε θέματος που υποβάλλεται στο Κοινοβούλιο. Ο όρος «τελική ψηφοφορία» δεν προδικάζει το είδος της ψηφοφορίας, αλλά σημαίνει την τελευταία ψηφοφορία επί οιουδήποτε θέματος.

2.   Αιτιολόγηση της ψήφου δεν γίνεται δεκτή σε περίπτωση ψηφοφορίας επί θεμάτων διαδικασίας.

2.   Αιτιολόγηση της ψήφου δεν γίνεται δεκτή σε περίπτωση μυστικής ψηφοφορίας ή ψηφοφορίας επί θεμάτων διαδικασίας.

3.   Όταν , σύμφωνα με το άρθρο 150, η ημερήσια διάταξη του Κοινοβουλίου περιλαμβάνει πρόταση νομοθετικής πράξης ή έκθεση, οι βουλευτές μπορούν να προβούν σε γραπτή αιτιολόγηση ψήφου σύμφωνα με την παράγραφο 1.

3.   Όταν η ημερήσια διάταξη του Κοινοβουλίου περιλαμβάνει θέμα χωρίς τροπολογίες ή χωρίς συζήτηση, οι βουλευτές μπορούν να προβούν μόνο σε γραπτή αιτιολόγηση ψήφου σύμφωνα με την παράγραφο 1.

Οι αιτιολογήσεις ψήφου, προφορικές ή γραπτές, πρέπει να έχουν άμεση σχέση με το κείμενο που τίθεται σε ψηφοφορία .

Οι αιτιολογήσεις ψήφου, προφορικές ή γραπτές, πρέπει να έχουν άμεση σχέση με το θέμα που υποβάλλεται στο Κοινοβούλιο .

Τροπολογία 207

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 184

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 184

διαγράφεται

Αμφισβητήσεις επί της ψηφοφορίας

 

1.    Ο Πρόεδρος κηρύσσει την έναρξη και τη λήξη κάθε ψηφοφορίας.

 

2.    Εφόσον ο Πρόεδρος κηρύξει την έναρξη ψηφοφορίας, μόνον ο ίδιος μπορεί να παρέμβει πριν κηρύξει τη λήξη της.

 

3.    Παρατηρήσεις επί της εφαρμογής του Κανονισμού σχετικά με την εγκυρότητα ψηφοφορίας είναι δυνατό να γίνουν αφού κηρυχθεί η λήξη της ψηφοφορίας.

 

4.    Μετά την ανακοίνωση του αποτελέσματος ψηφοφορίας με ανάταση του χεριού, μπορεί να ζητηθεί επαλήθευση με το ηλεκτρονικό σύστημα.

 

5.    Ο Πρόεδρος αποφασίζει επί της εγκυρότητας του ανακοινωθέντος αποτελέσματος. Η απόφασή του είναι αμετάκλητη.

 

Τροπολογία 208

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Τίτλος VII — κεφάλαιο 6 — τίτλος

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΗΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

Τροπολογία 209

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 185

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 185

Άρθρο 185

Αιτήσεις επί της διαδικασίας

Αιτήσεις επί της διαδικασίας

1.   Ο λόγος δίνεται στους βουλευτές κατά προτεραιότητα για τις εξής αιτήσεις επί της διαδικασίας:

1.   Ο λόγος δίνεται στους βουλευτές κατά προτεραιότητα για τις εξής αιτήσεις επί της διαδικασίας:

α)

αίτηση απόρριψης συζήτησης λόγω απαραδέκτου (άρθρο 187),

α)

αίτηση απόρριψης συζήτησης λόγω απαραδέκτου (άρθρο 187),

β)

αίτηση αναπομπής σε επιτροπή (άρθρο 188),

β)

αίτηση αναπομπής σε επιτροπή (άρθρο 188),

γ)

αίτηση τερματισμού της συζήτησης (άρθρο 189),

γ)

αίτηση τερματισμού της συζήτησης (άρθρο 189),

δ)

αίτηση αναβολής της συζήτησης και της ψηφοφορίας (άρθρο 190), ή

δ)

αίτηση αναβολής της συζήτησης και της ψηφοφορίας (άρθρο 190), ή

ε)

αίτηση διακοπής ή λήξης της συνεδρίασης (άρθρο 191).

ε)

αίτηση διακοπής ή λήξης της συνεδρίασης (άρθρο 191).

Όσον αφορά τις αιτήσεις αυτές μπορούν να λάβουν το λόγο, εκτός από τον αιτούντα, μόνο ένας αγορητής υπέρ και ένας αγορητής κατά, καθώς επίσης και ο πρόεδρος ή ο εισηγητής της αρμόδιας επί της ουσίας επιτροπής.

Όσον αφορά τις αιτήσεις αυτές μπορούν να λάβουν το λόγο, εκτός από τον αιτούντα, μόνο ένας αγορητής κατά, καθώς επίσης και ο πρόεδρος ή ο εισηγητής της αρμόδιας επιτροπής.

2.   Ο χρόνος αγόρευσης δεν υπερβαίνει το ένα λεπτό.

2.   Ο χρόνος αγόρευσης δεν υπερβαίνει το ένα λεπτό.

Τροπολογία 210

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 186

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 186

Άρθρο 184α

Παρατηρήσεις επί της εφαρμογής του Κανονισμού

Παρατηρήσεις επί της εφαρμογής του Κανονισμού

1.   Κάθε βουλευτής μπορεί να λάβει το λόγο για να επιστήσει την προσοχή του Προέδρου σε παράβαση του Κανονισμού. Κατά την έναρξη της παρέμβασής του, ο βουλευτής πρέπει να μνημονεύσει το άρθρο του Κανονισμού το οποίο επικαλείται.

1.   Κάθε βουλευτής μπορεί να λάβει το λόγο για να επιστήσει την προσοχή του Προέδρου σε παράβαση του Κανονισμού. Κατά την έναρξη της παρέμβασής του, ο βουλευτής πρέπει να μνημονεύσει το άρθρο του Κανονισμού το οποίο επικαλείται.

2.   Κάθε παρέμβαση επί της εφαρμογής του Κανονισμού έχει προτεραιότητα έναντι όλων των άλλων παρεμβάσεων.

2.   Κάθε παρέμβαση επί της εφαρμογής του Κανονισμού έχει προτεραιότητα έναντι όλων των άλλων παρεμβάσεων ή αιτήσεων επί της διαδικασίας .

3.   Ο χρόνος αγόρευσης δεν υπερβαίνει το ένα λεπτό.

3.   Ο χρόνος αγόρευσης δεν υπερβαίνει το ένα λεπτό.

4.   Ο Πρόεδρος αποφασίζει αμέσως επί των παρατηρήσεων επί της εφαρμογής του Κανονισμού, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού και ανακοινώνει την απόφασή του αμέσως μετά την παρατήρηση επί του Κανονισμού. Δεν διενεργείται ψηφοφορία επ’ αυτής της απόφασης.

4.   Ο Πρόεδρος αποφασίζει αμέσως επί των παρατηρήσεων επί της εφαρμογής του Κανονισμού, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού και ανακοινώνει την απόφασή του αμέσως μετά την παρατήρηση επί του Κανονισμού. Δεν διενεργείται ψηφοφορία επ’ αυτής της απόφασης.

5.   Ο Πρόεδρος μπορεί, κατ’ εξαίρεση, να δηλώσει ότι η σχετική απόφαση θα ανακοινωθεί αργότερα, αλλά οπωσδήποτε εντός 24 ωρών από την παρατήρηση επί της εφαρμογής του Κανονισμού και εφόσον η αναβολή της απόφασης δεν αναστέλλει τη διεξαγόμενη συζήτηση. Στην περίπτωση αυτή ο Πρόεδρος μπορεί να υποβάλει το θέμα στην αρμόδια επιτροπή.

5.   Ο Πρόεδρος μπορεί, κατ’ εξαίρεση, να δηλώσει ότι η σχετική απόφαση θα ανακοινωθεί αργότερα, αλλά οπωσδήποτε εντός 24 ωρών από την παρατήρηση επί της εφαρμογής του Κανονισμού και εφόσον η αναβολή της απόφασης δεν αναστέλλει τη διεξαγόμενη συζήτηση. Στην περίπτωση αυτή ο Πρόεδρος μπορεί να υποβάλει το θέμα στην αρμόδια επιτροπή.

Η αίτηση αγόρευσης για παρατηρήσεις επί της εφαρμογής του Κανονισμού πρέπει να αφορά το εξεταζόμενο σημείο της ημερήσιας διάταξης. Ο Πρόεδρος μπορεί να επιτρέψει αίτηση αγόρευσης που αφορά άλλο αντικείμενο, σε κατάλληλο χρονικό σημείο, για παράδειγμα μετά την ολοκλήρωση της εξέτασης του σχετικού σημείου της ημερήσιας διάταξης ή πριν από διακοπή της συνεδρίασης.

Η αίτηση αγόρευσης για παρατηρήσεις επί της εφαρμογής του Κανονισμού πρέπει να αφορά το εξεταζόμενο σημείο της ημερήσιας διάταξης. Ο Πρόεδρος μπορεί να επιτρέψει αίτηση αγόρευσης που αφορά άλλο αντικείμενο, σε κατάλληλο χρονικό σημείο, για παράδειγμα μετά την ολοκλήρωση της εξέτασης του σχετικού σημείου της ημερήσιας διάταξης ή πριν από διακοπή της συνεδρίασης.

 

(Το παρόν άρθρο μεταφέρεται όπως τροποποιήθηκε πριν από το άρθρο 185).

Τροπολογία 211

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 187

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 187

Άρθρο 187

Απόρριψη συζήτησης λόγω απαραδέκτου

Απόρριψη συζήτησης λόγω απαραδέκτου

1.   Κατά την έναρξη της συζήτησης επί συγκεκριμένου θέματος της ημερήσιας διάταξης, μπορεί να υποβληθεί αίτηση απόρριψης του σχετικού θέματος συζήτησης ως απαραδέκτου. Η αίτηση αυτή τίθεται αμέσως σε ψηφοφορία.

1.   Κατά την έναρξη της συζήτησης επί συγκεκριμένου θέματος της ημερήσιας διάταξης, μπορεί να υποβληθεί αίτηση απόρριψης του σχετικού θέματος συζήτησης ως απαραδέκτου από μία πολιτική ομάδα ή από σαράντα τουλάχιστον βουλευτές . Η αίτηση αυτή τίθεται αμέσως σε ψηφοφορία.

Η πρόθεση υποβολής τέτοιας αίτησης κοινοποιείται το αργότερο πριν από 24 ώρες στον Πρόεδρο, ο οποίος ενημερώνει αμέσως το Κοινοβούλιο.

Η πρόθεση υποβολής τέτοιας αίτησης κοινοποιείται το αργότερο πριν από 24 ώρες στον Πρόεδρο, ο οποίος ενημερώνει αμέσως το Κοινοβούλιο.

2.   Αν η αίτηση αυτή γίνει δεκτή, το Κοινοβούλιο προχωρεί αμέσως στο επόμενο θέμα της ημερήσιας διάταξης.

2.   Αν η αίτηση αυτή γίνει δεκτή, το Κοινοβούλιο προχωρεί αμέσως στο επόμενο θέμα της ημερήσιας διάταξης.

Τροπολογία 212

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 188

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 188

Άρθρο 188

Αναπομπή σε επιτροπή

Αναπομπή σε επιτροπή

1.   Η αναπομπή σε επιτροπή μπορεί να ζητηθεί από μία πολιτική ομάδα ή από σαράντα τουλάχιστον βουλευτές κατά τον καθορισμό της ημερήσιας διάταξης ή πριν από την έναρξη της συζήτησης.

1.   Η αναπομπή σε επιτροπή μπορεί να ζητηθεί από μία πολιτική ομάδα ή από σαράντα τουλάχιστον βουλευτές κατά τον καθορισμό της ημερήσιας διάταξης ή πριν από την έναρξη της συζήτησης.

Η πρόθεση να προταθεί αναπομπή γνωστοποιείται τουλάχιστον 24 ώρες νωρίτερα στον Πρόεδρο, ο οποίος ενημερώνει αμέσως το Κοινοβούλιο.

Η πρόθεση να προταθεί αναπομπή γνωστοποιείται τουλάχιστον 24 ώρες νωρίτερα στον Πρόεδρο, ο οποίος ενημερώνει αμέσως το Κοινοβούλιο.

2.   Η αναπομπή σε επιτροπή μπορεί επίσης να ζητηθεί από μια πολιτική ομάδα ή από σαράντα τουλάχιστον βουλευτές πριν ή κατά τη διάρκεια ψηφοφορίας. Η αίτηση αυτή τίθεται αμέσως σε ψηφοφορία.

2.   Η αναπομπή σε επιτροπή μπορεί επίσης να ζητηθεί από μία πολιτική ομάδα ή από σαράντα τουλάχιστον βουλευτές πριν ή κατά τη διάρκεια ψηφοφορίας. Η αίτηση αυτή τίθεται αμέσως σε ψηφοφορία.

3.   Η αίτηση αναπομπής σε επιτροπή μπορεί να υποβληθεί μία μόνο φορά κατά τη διάρκεια καθεμιάς από τις διάφορες αυτές φάσεις της διαδικασίας.

3.   Η αίτηση αναπομπής σε επιτροπή μπορεί να υποβληθεί μία μόνο φορά κατά τη διάρκεια καθεμιάς από τις διάφορες αυτές φάσεις της διαδικασίας.

4.   Με την αναπομπή σε επιτροπή αναβάλλεται η  συζήτηση επί του υπό εξέταση θέματος.

4.   Με την αναπομπή σε επιτροπή αναβάλλεται η  εξέταση του υπό εξέταση θέματος.

5.   Το Κοινοβούλιο μπορεί να θέσει στην επιτροπή προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να υποβάλει τα πορίσματά της.

5.   Το Κοινοβούλιο μπορεί να θέσει στην επιτροπή προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να υποβάλει τα πορίσματά της.

Τροπολογία 213

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 190

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 190

Άρθρο 190

Αναβολή της συζήτησης και της ψηφοφορίας

Αναβολή της συζήτησης ή της ψηφοφορίας

1.   Κατά την έναρξη της συζήτησης επί συγκεκριμένου θέματος της ημερήσιας διάταξης, μπορεί μία πολιτική ομάδα ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτές να ζητήσουν την αναβολή της συζήτησης μέχρις ενός συγκεκριμένου χρονικού σημείου. Η αίτηση αυτή τίθεται αμέσως σε ψηφοφορία.

1.   Κατά την έναρξη της συζήτησης επί συγκεκριμένου θέματος της ημερήσιας διάταξης, μπορεί μία πολιτική ομάδα ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτές να ζητήσουν την αναβολή της συζήτησης μέχρις ενός συγκεκριμένου χρονικού σημείου. Η αίτηση αυτή τίθεται αμέσως σε ψηφοφορία.

Η πρόθεση να ζητηθεί αναβολή της συζήτησης κοινοποιείται το αργότερο πριν από 24 ώρες στον Πρόεδρο, ο οποίος ενημερώνει αμέσως το Κοινοβούλιο.

Η πρόθεση να ζητηθεί αναβολή της συζήτησης κοινοποιείται το αργότερο πριν από 24 ώρες στον Πρόεδρο, ο οποίος ενημερώνει αμέσως το Κοινοβούλιο.

2.   Αν η αίτηση αυτή γίνει δεκτή, το Κοινοβούλιο προχωρεί στο επόμενο θέμα της ημερήσιας διάταξης. Η αναβληθείσα συζήτηση συνεχίζεται κατά το καθορισθέν συγκεκριμένο χρονικό σημείο.

2.   Αν η αίτηση αυτή γίνει δεκτή, το Κοινοβούλιο προχωρεί στο επόμενο θέμα της ημερήσιας διάταξης. Η αναβληθείσα συζήτηση συνεχίζεται κατά το καθορισθέν συγκεκριμένο χρονικό σημείο.

3.   Αν απορριφθεί η αίτηση, δεν μπορεί να υποβληθεί και πάλι κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου συνόδου.

3.   Αν απορριφθεί η αίτηση, δεν μπορεί να υποβληθεί και πάλι κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου συνόδου.

4.   Πριν από τη διεξαγωγή ή κατά τη διάρκεια ψηφοφορίας, μια πολιτική ομάδα ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτές μπορούν να υποβάλουν αίτηση για αναβολή της ψηφοφορίας. Η αίτηση αυτή τίθεται αμέσως σε ψηφοφορία.

4.   Πριν από τη διεξαγωγή ή κατά τη διάρκεια ψηφοφορίας, μία πολιτική ομάδα ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτές μπορούν να υποβάλουν αίτηση για αναβολή της ψηφοφορίας. Η αίτηση αυτή τίθεται αμέσως σε ψηφοφορία.

Απόφαση του Κοινοβουλίου που αναβάλλει συζήτηση για μεταγενέστερη περίοδο συνόδου πρέπει να αναφέρει την περίοδο συνόδου στην ημερήσια διάταξη της οποίας πρέπει να εγγραφεί η συζήτηση, εξυπακουομένου βέβαια ότι η ημερήσια διάταξη αυτής της περιόδου συνόδου καταρτίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 149 και 152 του Κανονισμού.

 

Τροπολογία 214

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 191

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 191

Άρθρο 191

Διακοπή ή λήξη της συνεδρίασης

Διακοπή ή λήξη της συνεδρίασης

Κατά τη διάρκεια συζήτησης ή ψηφοφορίας, η συνεδρίαση μπορεί να διακοπεί ή να λήξει αν το αποφασίσει το Κοινοβούλιο μετά από πρόταση του Προέδρου ή αίτηση πολιτικής ομάδας ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτών. Η ψηφοφορία επ’ αυτής της πρότασης ή αίτησης αυτής διεξάγεται αμέσως.

Κατά τη διάρκεια συζήτησης ή ψηφοφορίας, η συνεδρίαση μπορεί να διακοπεί ή να λήξει αν το αποφασίσει το Κοινοβούλιο μετά από πρόταση του Προέδρου ή αίτηση πολιτικής ομάδας ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτών. Η ψηφοφορία επ’ αυτής της πρότασης ή αίτησης αυτής διεξάγεται αμέσως.

Εάν υποβληθεί αίτημα για διακοπή ή λήξη της συνεδρίασης, η διαδικασία ψηφοφορίας επί του αιτήματος πρέπει να δρομολογείται χωρίς περιττή καθυστέρηση. Πρέπει να χρησιμοποιούνται τα συνήθη μέσα ανακοίνωσης των ψηφοφοριών στην Ολομέλεια και, σύμφωνα με την υφιστάμενη πρακτική, πρέπει να παρέχεται επαρκής χρόνος στους βουλευτές προκειμένου να μεταβούν στο Ημικύκλιο.

Εάν υποβληθεί αίτημα για διακοπή ή λήξη της συνεδρίασης, η διαδικασία ψηφοφορίας επί του αιτήματος πρέπει να δρομολογείται χωρίς περιττή καθυστέρηση. Πρέπει να χρησιμοποιούνται τα συνήθη μέσα ανακοίνωσης των ψηφοφοριών στην Ολομέλεια και, σύμφωνα με την υφιστάμενη πρακτική, πρέπει να παρέχεται επαρκής χρόνος στους βουλευτές προκειμένου να μεταβούν στο Ημικύκλιο.

Κατ’ αναλογία προς το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 152 παράγραφος 2, εάν έχει απορριφθεί ένα τέτοιο αίτημα, παρόμοιο αίτημα δεν είναι δυνατόν να κατατεθεί ξανά κατά τη διάρκεια της ίδιας ημέρας. Σύμφωνα με την ερμηνεία που έχει δοθεί στο άρθρο 22 παράγραφος 1 , ο Πρόεδρος έχει το δικαίωμα να θέσει τέρμα στην υπέρμετρη χρήση αιτημάτων που υποβάλλονται βάσει αυτού του άρθρου.

Κατ’ αναλογία προς το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 149α παράγραφος 2, εάν έχει απορριφθεί ένα τέτοιο αίτημα, παρόμοιο αίτημα δεν είναι δυνατόν να κατατεθεί ξανά κατά τη διάρκεια της ίδιας ημέρας. Σύμφωνα με το άρθρο 164α , ο Πρόεδρος έχει το δικαίωμα να θέσει τέρμα στην υπέρμετρη χρήση αιτημάτων που υποβάλλονται βάσει αυτού του άρθρου.

Τροπολογία 215

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 192

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 192

Άρθρο 192

Συνοπτικά Πρακτικά

Συνοπτικά Πρακτικά

1.   Τα Συνοπτικά Πρακτικά κάθε συνεδρίασης που περιέχουν λεπτομέρειες της διαδικασίας και των αποφάσεων του Κοινοβουλίου και τα ονόματα των αγορητών, διανέμονται τουλάχιστον μισή ώρα πριν από την έναρξη της απογευματινής περιόδου της επόμενης συνεδρίασης.

1.   Τα Συνοπτικά Πρακτικά κάθε συνεδρίασης που περιέχουν λεπτομέρειες της διαδικασίας, τα ονόματα των αγορητών και τις αποφάσεις του Κοινοβουλίου , συμπεριλαμβανομένων των αποτελεσμάτων ψηφοφορίας σχετικά με τυχόν τροπολογίες, καθίστανται διαθέσιμα τουλάχιστον μισή ώρα πριν από την έναρξη της απογευματινής περιόδου της επόμενης συνεδρίασης.

Αποφάσεις κατά την έννοια της παρούσας διάταξης θεωρούνται επίσης στο πλαίσιο της νομοθετικής διαδικασίας όλες οι τροπολογίες που εγκρίνει το Κοινοβούλιο, ακόμα και εάν έχει απορριφθεί η σχετική πρόταση της Επιτροπής, σύμφωνα με το άρθρο 60 παράγραφος 1, ή η θέση του Συμβουλίου, σύμφωνα με το άρθρο 68 παράγραφος 3.

 

 

1α.     Κατάλογος των εγγράφων επί των οποίων βασίζονται οι συζητήσεις και οι αποφάσεις του Κοινοβουλίου δημοσιεύεται στα Συνοπτικά Πρακτικά.

2.   Στην αρχή της απογευματινής περιόδου κάθε συνεδρίασης, ο Πρόεδρος υποβάλλει στο Κοινοβούλιο προς έγκριση τα Συνοπτικά Πρακτικά της προηγούμενης συνεδρίασης.

2.   Στην αρχή της απογευματινής περιόδου κάθε συνεδρίασης, ο Πρόεδρος υποβάλλει στο Κοινοβούλιο προς έγκριση τα Συνοπτικά Πρακτικά της προηγούμενης συνεδρίασης.

3.   Αν προβληθεί ένσταση κατά των Συνοπτικών Πρακτικών, το Κοινοβούλιο αποφασίζει, κατά περίπτωση, εάν πρέπει να ληφθούν υπόψη οι αιτούμενες τροποποιήσεις. Κανένας βουλευτής δεν επιτρέπεται να μιλήσει περισσότερο από ένα λεπτό επί του θέματος.

3.   Αν προβληθεί ένσταση κατά των Συνοπτικών Πρακτικών, το Κοινοβούλιο αποφασίζει, κατά περίπτωση, εάν πρέπει να ληφθούν υπόψη οι αιτούμενες τροποποιήσεις. Κανένας βουλευτής δεν επιτρέπεται να μιλήσει περισσότερο από ένα λεπτό επί του θέματος.

4.   Τα Συνοπτικά Πρακτικά φέρουν την υπογραφή του Προέδρου και του Γενικού Γραμματέα και φυλάσσονται στα αρχεία του Κοινοβουλίου. Δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

4.   Τα Συνοπτικά Πρακτικά φέρουν την υπογραφή του Προέδρου και του Γενικού Γραμματέα και φυλάσσονται στα αρχεία του Κοινοβουλίου. Δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Τροπολογία 216

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 194

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 194

Άρθρο 194

Πλήρη Πρακτικά

Πλήρη Πρακτικά

1.   Τα Πλήρη Πρακτικά των συζητήσεων κάθε συνεδρίασης συντάσσονται ως πολύγλωσσο έγγραφο στο οποίο όλες οι προφορικές παρεμβάσεις εμφανίζονται στην πρωτότυπη γλώσσα.

1.   Τα Πλήρη Πρακτικά των συζητήσεων κάθε συνεδρίασης συντάσσονται ως πολύγλωσσο έγγραφο στο οποίο όλες οι προφορικές παρεμβάσεις εμφανίζονται στην πρωτότυπη επίσημη γλώσσα.

 

1α.     Ο Πρόεδρος, με την επιφύλαξη των άλλων πειθαρχικών εξουσιών του, μπορεί να διατάξει να διαγραφούν από τα πλήρη πρακτικά οι παρεμβάσεις των βουλευτών που δεν έλαβαν προηγουμένως κανονικά το λόγο ή όσων εξακολουθούν να αγορεύουν πέραν του χρόνου που τους έχει παραχωρηθεί.

2.   Οι ομιλητές δύνανται να προβούν σε διορθώσεις επί των κειμένων των προφορικών παρεμβάσεών τους εντός πέντε εργάσιμων ημερών. Οι διορθώσεις αποστέλλονται στη Γραμματεία εντός αυτής της προθεσμίας.

2.   Οι ομιλητές δύνανται να προβούν σε διορθώσεις επί των κειμένων των προφορικών παρεμβάσεών τους εντός πέντε εργάσιμων ημερών. Οι διορθώσεις αποστέλλονται στη Γραμματεία εντός αυτής της προθεσμίας.

3.   Τα πολύγλωσσα πλήρη πρακτικά δημοσιεύονται ως παράρτημα στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και διατηρούνται στα αρχεία του Κοινοβουλίου.

3.   Τα πολύγλωσσα πλήρη πρακτικά δημοσιεύονται ως παράρτημα στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και διατηρούνται στα αρχεία του Κοινοβουλίου.

4.   Η μετάφραση αποσπάσματος των πρακτικών σε οποιαδήποτε από τις επίσημες γλώσσες πραγματοποιείται κατόπιν αιτήματος βουλευτή. Εφόσον καθίσταται αναγκαίο, η μετάφραση παρέχεται σε σύντομο χρονικό διάστημα.

4.   Η μετάφραση αποσπάσματος των πρακτικών σε οποιαδήποτε από τις επίσημες γλώσσες πραγματοποιείται κατόπιν αιτήματος βουλευτή. Εφόσον καθίσταται αναγκαίο, η μετάφραση παρέχεται σε σύντομο χρονικό διάστημα.

Τροπολογία 217

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 195

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 195

Άρθρο 195

Οπτικοακουστική εγγραφή των πρακτικών των συνεδριάσεων

Οπτικοακουστική εγγραφή των πρακτικών των συνεδριάσεων

1.   Οι συνεδριάσεις του Κοινοβουλίου στις γλώσσες που διεξάγονται, καθώς και οι πολύγλωσσες ηχογραφήσεις από όλους τους ενεργούς θαλάμους διερμηνείας μεταδίδονται σε απευθείας σύνδεση στην ιστοσελίδα του.

1.   Οι συνεδριάσεις του Κοινοβουλίου στις γλώσσες που διεξάγονται, καθώς και οι πολύγλωσσες ηχογραφήσεις από όλους τους ενεργούς θαλάμους διερμηνείας μεταδίδονται σε απευθείας σύνδεση στην ιστοσελίδα του.

2.   Αμέσως μετά τη συνεδρίαση, η ευρετηριασμένη οπτικοακουστική εγγραφή των πρακτικών των συζητήσεων, στις γλώσσες που διεξήχθησαν, καθώς και οι πολύγλωσσες ηχογραφήσεις από όλους τους ενεργούς θαλάμους διερμηνείας, παράγονται και διατίθενται στην ιστοσελίδα του Κοινοβουλίου καθ’ όλη την διάρκεια της τρέχουσας και της επόμενης κοινοβουλευτικής περιόδου και, στη συνέχεια, φυλάσσονται στα αρχεία του Κοινοβουλίου. Η εν λόγω οπτικοακουστική εγγραφή συνδέεται με τα πολύγλωσσα πλήρη πρακτικά των συνεδριάσεων αμέσως μόλις αυτά καταστούν διαθέσιμα.

2.   Αμέσως μετά τη συνεδρίαση, η ευρετηριασμένη οπτικοακουστική εγγραφή των πρακτικών των συζητήσεων, στις γλώσσες που διεξήχθησαν, καθώς και οι πολύγλωσσες ηχογραφήσεις από όλους τους ενεργούς θαλάμους διερμηνείας, παράγονται και διατίθενται στην ιστοσελίδα του Κοινοβουλίου για το υπόλοιπο της κοινοβουλευτικής περιόδου και καθ’ όλη την διάρκεια της επόμενης κοινοβουλευτικής περιόδου και, στη συνέχεια, φυλάσσονται στα αρχεία του Κοινοβουλίου. Η εν λόγω οπτικοακουστική εγγραφή συνδέεται με τα πολύγλωσσα πλήρη πρακτικά των συνεδριάσεων αμέσως μόλις αυτά καταστούν διαθέσιμα.

Τροπολογία 218

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Τίτλος VIII — κεφάλαιο 1 — τίτλος

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

ΕΠΙΤΡΟΠΕΣ - ΣΥΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ

ΕΠΙΤΡΟΠΕΣ

Τροπολογία 219

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 196

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 196

Άρθρο 196

Σύσταση μονίμων επιτροπών

Σύσταση μονίμων επιτροπών

Μετά από πρόταση της Διάσκεψης των Προέδρων, το Κοινοβούλιο συνιστά μόνιμες επιτροπές, οι αρμοδιότητες των οποίων καθορίζονται σε παράρτημα του Κανονισμού (22). Τα μέλη τους εκλέγονται κατά την πρώτη περίοδο συνόδου μετά την επανεκλογή του Κοινοβουλίου και εκ νέου μετά από δυόμισι χρόνια.

Μετά από πρόταση της Διάσκεψης των Προέδρων, το Κοινοβούλιο συνιστά μόνιμες επιτροπές. Οι αρμοδιότητές τους καθορίζονται σε παράρτημα του Κανονισμού (22) , που εγκρίνεται με πλειοψηφία των ψηφισάντων . Τα μέλη τους ορίζονται κατά την πρώτη περίοδο συνόδου μετά την επανεκλογή του Κοινοβουλίου και εκ νέου μετά από δυόμισι χρόνια.

Οι αρμοδιότητες των μονίμων επιτροπών μπορούν να καθορισθούν σε χρόνο διαφορετικό από αυτόν της σύστασής τους.

Οι αρμοδιότητες των μονίμων επιτροπών μπορούν να καθορισθούν σε χρόνο διαφορετικό από αυτόν της σύστασής τους.

Τροπολογία 220

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 197

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 197

Άρθρο 197

Σύσταση ειδικών επιτροπών

Ειδικές Επιτροπές

Κατόπιν προτάσεως της Διάσκεψης των Προέδρων, το Κοινοβούλιο μπορεί ανά πάσα στιγμή να συστήσει ειδικές επιτροπές, των οποίων οι αρμοδιότητες, η σύνθεση και η λήξη της θητείας καθορίζονται ταυτόχρονα με τη λήψη της απόφασης περί σύστασης της επιτροπής· η θητεία της επιτροπής δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες, εκτός αν, κατά τη λήξη της, το Κοινοβούλιο την παρατείνει.

1.   Κατόπιν προτάσεως της Διάσκεψης των Προέδρων, το Κοινοβούλιο μπορεί ανά πάσα στιγμή να συστήσει ειδικές επιτροπές, των οποίων οι αρμοδιότητες, ο αριθμός των μελών και η λήξη της θητείας καθορίζονται ταυτόχρονα με τη λήψη της απόφασης περί σύστασης της επιτροπής·

Καθόσον οι αρμοδιότητες, η σύνθεση και η θητεία των ειδικών επιτροπών καθορίζονται ταυτόχρονα με τη σύστασή τους, το Κοινοβούλιο δεν θα μπορεί στη συνέχεια να αποφασίσει τροποποίηση των αρμοδιοτήτων τους, είτε περιορίζοντας είτε διευρύνοντάς τες.

 

 

1α.     Η διάρκεια της θητείας μιας ειδικής επιτροπής δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες, εκτός εάν, κατά τη λήξη της, το Κοινοβούλιο την παρατείνει. Εκτός εάν προβλέπει κάτι διαφορετικό η απόφαση του Κοινοβουλίου με την οποία συγκροτείται η ειδική επιτροπή, η θητεία της τελευταίας αρχίζει από την ημερομηνία της συνεδρίασης για την συγκρότησή της σε σώμα.

 

1β.     Οι ειδικές επιτροπές δεν δικαιούνται να γνωμοδοτούν προς άλλες επιτροπές.

Τροπολογίες 221 και 307

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 198

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 198

Άρθρο 198

Εξεταστικές επιτροπές

Εξεταστικές επιτροπές

1.   Το Κοινοβούλιο, μετά από αίτηση του ενός τετάρτου των βουλευτών, μπορεί να συστήσει εξεταστική επιτροπή για να εξετάζει τις καταγγελίες παραβάσεων του δικαίου της Ένωσης ή περιστατικά κακοδιοίκησης κατά την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, τα οποία καταλογίζονται σε όργανο ή υπηρεσία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ή σε δημόσια διοίκηση ενός κράτους μέλους, ή σε πρόσωπα στα οποία το δίκαιο της Ένωσης αναθέτει την εντολή της εφαρμογής του.

1.    Σύμφωνα με το άρθρο 226 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το άρθρο 2 της απόφασης 95/167/ΕΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, της 19ης Απριλίου 1995, περί των λεπτομερών διατάξεων άσκησης του δικαιώματος εξέτασης των πραγμάτων από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Κοινοβούλιο, μετά από αίτηση του ενός τετάρτου των βουλευτών, μπορεί να συστήσει εξεταστική επιτροπή για να εξετάζει τις καταγγελίες παραβάσεων ή κακοδιοίκησης κατά την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, οι οποίες καταλογίζονται σε όργανο ή υπηρεσία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ή σε δημόσια διοίκηση ενός κράτους μέλους, ή σε πρόσωπα στα οποία το δίκαιο της Ένωσης αναθέτει την εντολή της εφαρμογής του.

Η απόφαση για τη σύσταση εξεταστικής επιτροπής δημοσιεύεται εντός ενός μηνός στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το Κοινοβούλιο λαμβάνει εξάλλου κάθε αναγκαίο μέτρο προκειμένου η απόφαση αυτή να καταστεί όσο το δυνατό περισσότερο γνωστή.

 

 

Το αντικείμενο της έρευνας, όπως προσδιορίζεται από το ένα τέταρτο των βουλευτών του Κοινοβουλίου, καθώς και το χρονικό διάστημα που καθορίζεται στην παράγραφο 10, δεν επιδέχονται τροπολογίες.

 

1α.     Η απόφαση για τη σύσταση εξεταστικής επιτροπής δημοσιεύεται εντός ενός μηνός από τη λήψη της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.   Η λειτουργία εξεταστικής επιτροπής διέπεται από τις διατάξεις του παρόντος Κανονισμού οι οποίες εφαρμόζονται στις επιτροπές, πλην των ειδικών διατάξεων που προβλέπονται από το παρόν άρθρο και από την απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, της 19ης Απριλίου 1995, σχετικά με τους τρόπους άσκησης από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο του δικαιώματος εξέτασης των πραγμάτων, που επισυνάπτεται στον παρόντα Κανονισμό  (23).

2.   Η λειτουργία εξεταστικής επιτροπής διέπεται από τις διατάξεις του Κανονισμού οι οποίες εφαρμόζονται στις επιτροπές, πλην των ειδικών διατάξεων που προβλέπονται από το παρόν άρθρο και από την απόφαση 95/167/EΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ .

3.   Η αίτηση για τη σύσταση εξεταστικής επιτροπής θα πρέπει να προσδιορίζει το αντικείμενο της έρευνας και να περιλαμβάνει λεπτομερή αιτιολογική έκθεση που να την υποστηρίζει. Το Κοινοβούλιο, μετά από πρόταση της Διάσκεψης των Προέδρων, αποφασίζει σχετικά με τη σύσταση της επιτροπής και, αν αποφασίσει τη σύστασή της, σχετικά με τη σύνθεσή της, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 199 .

3.   Η αίτηση για τη σύσταση εξεταστικής επιτροπής πρέπει να προσδιορίζει το αντικείμενο της έρευνας και να περιλαμβάνει λεπτομερή αιτιολογική έκθεση που να την υποστηρίζει. Το Κοινοβούλιο, μετά από πρόταση της Διάσκεψης των Προέδρων, αποφασίζει σχετικά με τη σύσταση επιτροπής και, αν αποφασίσει τη σύστασή της, σχετικά με τον αριθμό των μελών της .

4.    Η εξεταστική επιτροπή περατώνει τις εργασίες της με την υποβολή έκθεσης εντός δώδεκα μηνών κατ’ ανώτατο όριο. Το Κοινοβούλιο μπορεί να αποφασίσει να παρατείνει δύο φορές την προθεσμία αυτή για άλλους τρεις μήνες.

 

Εντός της εξεταστικής επιτροπής έχουν δικαίωμα ψήφου μόνο τα τακτικά μέλη ή, κατά την απουσία τους, οι μόνιμοι αναπληρωτές τους.

 

 

4α.     Οι εξεταστικές επιτροπές δεν δικαιούνται να γνωμοδοτούν προς άλλες επιτροπές.

 

4β.     Δικαίωμα ψήφου σε οποιοδήποτε στάδιο των εργασιών εξεταστικής επιτροπής έχουν μόνο τα τακτικά μέλη της ή, κατά την απουσία τους, οι αναπληρωτές τους.

5.   Η εξεταστική επιτροπή εκλέγει τον πρόεδρό της και δύο αντιπροέδρους και ορίζει έναν ή περισσότερους εισηγητές. Εξάλλου, η επιτροπή μπορεί επίσης να αναθέσει αποστολές, ειδικά καθήκοντα ή αρμοδιότητες στα μέλη της, τα οποία στη συνέχεια της υποβάλλουν λεπτομερή έκθεση.

5.   Η εξεταστική επιτροπή εκλέγει τον πρόεδρο και τους αντιπροέδρους της και ορίζει έναν ή περισσότερους εισηγητές. Εξάλλου, η επιτροπή μπορεί επίσης να αναθέσει αποστολές, ειδικά καθήκοντα ή αρμοδιότητες στα μέλη της, τα οποία στη συνέχεια της υποβάλλουν λεπτομερή έκθεση.

Στη διάρκεια που μεσολαβεί μεταξύ δύο συνεδριάσεων, το προεδρείο ασκεί , σε περιπτώσεις κατεπείγοντος ή ανάγκης, τις εξουσίες της επιτροπής, με την προϋπόθεση ότι οι ενέργειές του θα επικυρωθούν στην αμέσως επόμενη συνεδρίαση.

5α.     Στο διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ δύο συνεδριάσεων, οι συντονιστές της επιτροπής ασκούν , σε περιπτώσεις κατεπείγοντος ή ανάγκης, τις εξουσίες της επιτροπής, με την προϋπόθεση ότι οι ενέργειές τους θα επικυρωθούν στην αμέσως επόμενη συνεδρίαση.

6.    Εφόσον εξεταστική επιτροπή θεωρεί ότι κάποιο δικαίωμά της δεν έχει γίνει σεβαστό, προτείνει στον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να λάβει τα απαραίτητα μέτρα.

 

7.    Η εξεταστική επιτροπή μπορεί να αποταθεί στα όργανα ή στα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 3 της απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο 2, με σκοπό τη διεξαγωγή ακροάσεων ή την παραλαβή εγγράφων.

 

Τα έξοδα ταξιδίου και παραμονής των μελών και των υπαλλήλων των θεσμικών και άλλων οργάνων της Ένωσης επιβαρύνουν τις αντίστοιχες υπηρεσίες. Τα έξοδα ταξιδίου και παραμονής των άλλων προσώπων που καταθέτουν ενώπιον εξεταστικής επιτροπής θα επιστρέφονται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, σύμφωνα με τους όρους που εφαρμόζονται για τις ακροάσεις των εμπειρογνωμόνων.

 

Κάθε άτομο που καλείται να καταθέσει ενώπιον εξεταστικής επιτροπής έχει το δικαίωμα να επικαλεσθεί τα δικαιώματα που θα είχε ως μάρτυρας ενώπιον δικαστικής αρχής της χώρας προέλευσής του και θα πρέπει να ενημερωθεί σχετικά με τα δικαιώματα αυτά πριν από την κατάθεσή του.

 

Όσον αφορά τη χρήση των γλωσσών, η εξεταστική επιτροπή εφαρμόζει το άρθρο 158. Ωστόσο, το προεδρείο της επιτροπής:

7.   Όσον αφορά τη χρήση των γλωσσών, η εξεταστική επιτροπή εφαρμόζει το άρθρο 158. Ωστόσο, το προεδρείο της επιτροπής:

μπορεί να περιορίσει τη διερμηνεία στις επίσημες γλώσσες όσων πρέπει να συμμετάσχουν στις εργασίες, εάν το κρίνει απαραίτητο για λόγους εμπιστευτικότητας, και

μπορεί να περιορίσει τη διερμηνεία στις επίσημες γλώσσες όσων πρέπει να συμμετάσχουν στις εργασίες, εάν το κρίνει απαραίτητο για λόγους εμπιστευτικότητας, και

αποφασίζει σχετικά με τη μετάφραση των εγγράφων που παραλαμβάνει κατά τρόπο ώστε η επιτροπή να μπορεί να διεξάγει τις εργασίες της με αποτελεσματικότητα και ταχύτητα, με σεβασμό του απαιτούμενου απορρήτου και της εμπιστευτικότητας.

αποφασίζει σχετικά με τη μετάφραση των εγγράφων που παραλαμβάνει κατά τρόπο ώστε η επιτροπή να μπορεί να διεξάγει τις εργασίες της με αποτελεσματικότητα και ταχύτητα, με σεβασμό του απαιτούμενου απορρήτου και της εμπιστευτικότητας.

8.    Ο πρόεδρος της εξεταστικής επιτροπής μεριμνά μαζί με τα μέλη του προεδρείου για την τήρηση του απορρήτου ή του εμπιστευτικού χαρακτήρα των εργασιών, προειδοποιώντας εγκαίρως τα μέλη επ’ αυτού.

 

Επίσης, υπενθυμίζει ρητώς τις διατάξεις του άρθρου 2 παράγραφος 2 της προαναφερθείσας απόφασης. Εφαρμόζεται το Παράρτημα VII μέρος Α του Κανονισμού.

 

9.    Η εξέταση των εγγράφων που διαβιβάζονται με τη διαδικασία του απορρήτου ή εμπιστευτικώς διεξάγεται με τη βοήθεια τεχνικών μέσων που εξασφαλίζουν την αποκλειστικότητα της πρόσβασης στα έγγραφα αυτά μόνον των ειδικώς επιφορτισμένων για το σκοπό αυτό βουλευτών. Οι εν λόγω βουλευτές πρέπει να αναλάβουν την επίσημη δέσμευση να μην επιτρέψουν σε κανέναν άλλον την πρόσβαση σε πληροφορίες που είναι απόρρητες ή εμπιστευτικές σύμφωνα με το παρόν άρθρο και να τις χρησιμοποιήσουν αποκλειστικά για τη σύνταξη της έκθεσής τους προς την εξεταστική επιτροπή. Οι συνεδριάσεις θα διεξάγονται σε αίθουσες με ειδική εγκατάσταση κατά τρόπο που να μην επιτρέπεται η ακρόαση εκ μέρους μη εξουσιοδοτημένων προσώπων.

 

 

9α.     Σε περιπτώσεις που εικαζόμενες παραβάσεις ή κακοδιοίκηση κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας της Ένωσης υποδηλώνουν ότι πιθανόν να ευθύνεται φορέας ή αρχή κράτους μέλους, η εξεταστική επιτροπή δύναται να ζητήσει από το κοινοβούλιο του εν λόγω κράτους μέλους να συνεργαστεί στο πλαίσιο της έρευνας.

10.    Όταν λήξουν οι εργασίες της, η εξεταστική επιτροπή υποβάλλει στο Κοινοβούλιο έκθεση με τα πορίσματα των εργασιών της, συνοδευόμενη ενδεχομένως από γνώμες της μειοψηφίας, υπό τους όρους του άρθρου 56. Η έκθεση αυτή δημοσιεύεται.

10.   Η εξεταστική επιτροπή περατώνει τις εργασίες της με την υποβολή στο Κοινοβούλιο έκθεσης σχετικά με τα πορίσματα των εργασιών της το αργότερο εντός δώδεκα μηνών από την συγκρότησή της σε σώμα . Το Κοινοβούλιο μπορεί να αποφασίσει να παρατείνει δύο φορές την προθεσμία αυτή για άλλους τρεις μήνες. Εφόσον ενδείκνυται, η έκθεση μπορεί να περιέχει γνώμες της μειοψηφίας, υπό τους όρους του άρθρου 56. Η έκθεση αυτή δημοσιεύεται.

Μετά από αίτηση της εξεταστικής επιτροπής, το Κοινοβούλιο διεξάγει συζήτηση επί της τελικής αυτής έκθεσης κατά την αμέσως επόμενη από την υποβολή της έκθεσης περίοδο συνόδου.

Μετά από αίτηση της εξεταστικής επιτροπής, το Κοινοβούλιο διεξάγει συζήτηση επί της τελικής αυτής έκθεσης κατά την αμέσως επόμενη από την υποβολή της έκθεσης περίοδο συνόδου.

Η επιτροπή αυτή μπορεί επίσης να υποβάλει στο Κοινοβούλιο σχέδιο σύστασης προοριζόμενο για θεσμικά ή άλλα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή των κρατών μελών.

10α.    Η επιτροπή αυτή μπορεί επίσης να υποβάλει στο Κοινοβούλιο σχέδιο σύστασης προοριζόμενο για θεσμικά ή άλλα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή των κρατών μελών.

11.   Ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου αναθέτει στην αρμόδια επιτροπή, σύμφωνα με το Παράρτημα VI του Κανονισμού, να εξακριβώσει τη συνέχεια που δόθηκε στα πορίσματα της εξεταστικής επιτροπής και, ενδεχομένως, τη σύνταξη σχετικής έκθεσης. Λαμβάνει κάθε άλλο μέτρο που θεωρείται σκόπιμο προκειμένου να προωθηθεί η ουσιαστική εφαρμογή των πορισμάτων των ερευνών.

11.   Ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου αναθέτει στην αρμόδια επιτροπή, σύμφωνα με το Παράρτημα VI του Κανονισμού, να εξακριβώσει τη συνέχεια που δόθηκε στα πορίσματα της εξεταστικής επιτροπής και, ενδεχομένως, τη σύνταξη σχετικής έκθεσης. Λαμβάνει κάθε άλλο μέτρο που θεωρείται σκόπιμο προκειμένου να προωθηθεί η ουσιαστική εφαρμογή των πορισμάτων των ερευνών.

Μόνο στην πρόταση της Διάσκεψης των Προέδρων σχετικά με τη σύνθεση εξεταστικής επιτροπής (παράγραφος 3) είναι δυνατό να υποβληθούν τροπολογίες, σύμφωνα με το άρθρο 199 παράγραφος 2.

 

Το αντικείμενο της έρευνας, όπως προσδιορίζεται από το ένα τέταρτο των βουλευτών του Κοινοβουλίου (παράγραφος 3), καθώς και το χρονικό διάστημα που καθορίζεται με την παράγραφο 4, δεν επιδέχονται τροπολογίες.

 

 

 

(Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 που προστίθεται έχει ερμηνευτικό χαρακτήρα).

Τροπολογία 222

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 199

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 199

Άρθρο 199

Σύνθεση των επιτροπών

Σύνθεση των επιτροπών

1.    Η εκλογή των μελών των επιτροπών και των εξεταστικών επιτροπών γίνεται μετά από υποβολή υποψηφιοτήτων εκ μέρους των πολιτικών ομάδων και των μη εγγεγραμμένων βουλευτών . Η Διάσκεψη των Προέδρων υποβάλλει προτάσεις στο Κοινοβούλιο. Η σύνθεση των επιτροπών αντικατοπτρίζει στο μέτρο του δυνατού τη σύνθεση του Κοινοβουλίου .

1.    Τα μέλη των επιτροπών , των ειδικών επιτροπών και των εξεταστικών επιτροπών ορίζονται από τις πολιτικές ομάδες και από τους μη εγγεγραμμένους βουλευτές .

 

Η Διάσκεψη των Προέδρων ορίζει προθεσμία εντός της οποίας οι πολιτικές ομάδες και οι μη εγγεγραμμένοι βουλευτές γνωστοποιούν τα ονόματα των ορισθέντων στον Πρόεδρο, ο οποίος στη συνέχεια τα ανακοινώνει στο Κοινοβούλιο.

Όταν βουλευτές αλλάζουν πολιτική ομάδα, διατηρούν για το υπόλοιπο της θητείας τους των δυόμισι ετών τις έδρες που κατέχουν στις κοινοβουλευτικές επιτροπές. Εντούτοις, αν αυτή η αλλαγή πολιτικής ομάδας διαταράσσει τη δίκαιη εκπροσώπηση των πολιτικών τάσεων σε μία επιτροπή, τότε η Διάσκεψη των Προέδρων υποβάλλει νέες προτάσεις για τη σύνθεση της εν λόγω επιτροπής, κατά τη διαδικασία που προβλέπει η δεύτερη περίοδος της παραγράφου 1, με την προϋπόθεση του σεβασμού των ατομικών δικαιωμάτων του ενδιαφερόμενου βουλευτή.

 

Για την τήρηση της αναλογικότητας της διανομής των εδρών μεταξύ των πολιτικών ομάδων πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο εγγύτερος κατάλληλος ακέραιος αριθμός. Εάν πολιτική ομάδα αποφασίσει να μην λάβει έδρες σε μία επιτροπή, οι έδρες αυτές παραμένουν κενές και η επιτροπή μειώνεται σε μέγεθος κατά τον αντίστοιχο αριθμό. Η ανταλλαγή εδρών μεταξύ των πολιτικών ομάδων δεν επιτρέπεται.

 

 

1α.     Η σύνθεση των επιτροπών αντικατοπτρίζει στο μέτρο του δυνατού τη σύνθεση του Κοινοβουλίου. Οι έδρες των επιτροπών κατανέμονται μεταξύ των πολιτικών ομάδων είτε βάσει του εγγύτερου ακέραιου αριθμού που υπερβαίνει τον αναλογικό υπολογισμό είτε βάσει του εγγύτερου ακέραιου αριθμού που υπολείπεται του αναλογικού αυτού υπολογισμού.

 

Σε περίπτωση που οι πολιτικές ομάδες αδυνατούν να συμφωνήσουν σχετικά με την αναλογική εκπροσώπησή τους εντός μίας ή περισσοτέρων επιτροπών, η απόφαση λαμβάνεται από τη Διάσκεψη των Προέδρων.

 

1β.     Εάν πολιτική ομάδα αποφασίσει να μην λάβει έδρες σε μία επιτροπή ή εάν δεν ορίσει τα μέλη της εντός της προθεσμίας που ορίζει η Διάσκεψη των Προέδρων, οι έδρες αυτές παραμένουν κενές. Η ανταλλαγή εδρών μεταξύ των πολιτικών ομάδων δεν επιτρέπεται.

 

1γ.     Σε περίπτωση που η αλλαγή πολιτικής ομάδας εκ μέρους βουλευτή διαταράσσει την αναλογική κατανομή των εδρών της επιτροπής, όπως ορίζεται στην παράγραφο 1α, και δεν υπάρχει συμφωνία μεταξύ των πολιτικών ομάδων προκειμένου να διασφαλιστεί η συμμόρφωση με τις αρχές που καθορίζονται σε αυτήν, η Διάσκεψη των Προέδρων λαμβάνει τις αναγκαίες αποφάσεις.

 

1δ.     Οποιεσδήποτε μεταβολές αποφασίζονται στους διορισμούς εκ μέρους των πολιτικών ομάδων και των μη εγγεγραμμένων βουλευτών γνωστοποιούνται στον Πρόεδρο, ο οποίος στη συνέχεια τις ανακοινώνει στο Κοινοβούλιο το αργότερο κατά την έναρξη της επόμενης συνεδρίασης. Οι εν λόγω αποφάσεις αρχίζουν να ισχύουν από την ημέρα της ανακοίνωσης.

 

1ε.     Οι πολιτικές ομάδες και οι μη εγγεγραμμένοι βουλευτές μπορούν να ορίσουν για κάθε επιτροπή αναπληρωτές των οποίων ο αριθμός δεν υπερβαίνει τον αριθμό των τακτικών μελών που δικαιούνται να διορίσουν στην επιτροπή η εκάστοτε πολιτική ομάδα ή οι μη εγγεγραμμένοι βουλευτές. Ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου ενημερώνεται σχετικά. Οι εν λόγω αναπληρωτές δικαιούνται να συμμετέχουν στις συνεδριάσεις της επιτροπής, να λαμβάνουν το λόγο και, σε περίπτωση απουσίας του τακτικού μέλους, να συμμετέχουν στις ψηφοφορίες.

 

1στ.     Σε περίπτωση που ένα τακτικό μέλος απουσιάζει και οι αναπληρωτές είτε δεν έχουν διοριστεί είτε απουσιάζουν, το τακτικό μέλος μπορεί να αναπληρωθεί στις συνεδριάσεις από άλλο βουλευτή της ίδιας πολιτικής ομάδας ή, αν το μέλος είναι μη εγγεγραμμένος βουλευτής, μπορεί να αναπληρωθεί από άλλο μη εγγεγραμμένο βουλευτή, με δικαίωμα συμμετοχής στις ψηφοφορίες. Ο πρόεδρος της επιτροπής ενημερώνεται σχετικά το αργότερο κατά την έναρξη της ψηφοφορίας.

 

Η προηγουμένη γνωστοποίηση που προβλέπει η παράγραφος 1στ τελευταία περίοδος, πρέπει να γίνει πριν από το πέρας της συζήτησης ή πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας επί του σημείου ή επί των σημείων για τα οποία το τακτικό μέλος αναπληρώνεται.

2.    Τροπολογίες στις προτάσεις της Διάσκεψης των Προέδρων γίνονται παραδεκτές υπό τον όρο να έχουν κατατεθεί από σαράντα τουλάχιστον βουλευτές. Το Κοινοβούλιο αποφαίνεται με μυστική ψηφοφορία επί των τροπολογιών αυτών.

 

3.    Εκλέγονται οι βουλευτές που αναφέρονται στις προτάσεις της Διάσκεψης των Προέδρων, όπως έχουν ενδεχομένως τροποποιηθεί βάσει της παραγράφου 2.

 

4.    Αν η πολιτική ομάδα δεν υποβάλει υποψηφιότητες σε εξεταστική επιτροπή, σύμφωνα με την παράγραφο 1, εντός προθεσμίας που ορίζει η Διάσκεψη των Προέδρων, η τελευταία θα υποβάλει στο Κοινοβούλιο μόνο τις μέχρι εκείνη τη στιγμή υποβληθείσες υποψηφιότητες.

 

5.    Η πλήρωση κενών θέσεων σε επιτροπές είναι δυνατό να αποφασισθεί προσωρινά από τη Διάσκεψη των Προέδρων με τη συναίνεση των βουλευτών που πρόκειται να διορισθούν και λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων της παραγράφου 1.

 

6.    Οι τροποποιήσεις αυτές υποβάλλονται προς επικύρωση στο Κοινοβούλιο κατά την επόμενη συνεδρίασή του.

 

 

Σύμφωνα με το παρόν άρθρο:

 

η ιδιότητα του τακτικού ή αναπληρωματικού μέλους επιτροπής αποκλειστικά από τη συμμετοχή σε συγκεκριμένη πολιτική ομάδα·

 

όταν ο αριθμός των τακτικών μελών που διαθέτει πολιτική ομάδα σε μία επιτροπή μεταβάλλεται, ο ανώτατος αριθμός των μονίμων αναπληρωματικών μελών που μπορεί να διορίσει στην επιτροπή αυτή μεταβάλλεται αναλόγως·

 

όταν μέλος αλλάζει πολιτική ομάδα, δεν μπορεί να διατηρήσει την ιδιότητα του τακτικού ή αναπληρωματικού μέλους επιτροπής που είχε ως μέλος της αρχικής του ομάδας·

 

σε καμία περίπτωση μέλος της επιτροπής δεν μπορεί να είναι αναπληρωτής συναδέλφου που ανήκει σε άλλη πολιτική ομάδα.

 

(Οι δύο τελευταίες μη αριθμημένες παράγραφοι του άρθρου που προστίθενται έχουν ερμηνευτικό χαρακτήρα).

Τροπολογία 223

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 200

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 200

διαγράφεται

Αναπληρωτές

 

1.    Οι πολιτικές ομάδες και οι μη εγγεγραμμένοι βουλευτές μπορούν να ορίσουν για κάθε επιτροπή ορισμένους μόνιμους αναπληρωτές σε αριθμό ίσο προς τον αριθμό των τακτικών μελών που εκπροσωπούν τις διάφορες πολιτικές ομάδες και τους μη εγγεγραμμένους βουλευτές στο πλαίσιο της επιτροπής. Ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου πρέπει να έχει ενημερωθεί σχετικά. Οι μόνιμοι αναπληρωτές δικαιούνται να συμμετέχουν στις συνεδριάσεις της επιτροπής, να λαμβάνουν το λόγο και, σε περίπτωση απουσίας του τακτικού μέλους, να συμμετέχουν στις ψηφοφορίες.

 

Σε περίπτωση χηρείας έδρας τακτικού μέλους επιτροπής, ένα μόνιμο αναπληρωματικό μέλος της ίδιας πολιτικής ομάδας δικαιούται να συμμετέχει στην ψηφοφορία στη θέση του τακτικού μέλους για ορισμένο χρόνο μέχρι την προσωρινή πλήρωση της κενής θέσης του τακτικού μέλους σύμφωνα με το άρθρο 199 παράγραφος 5, ή, ελλείψει παρόμοιας προσωρινής πλήρωσης της κενής θέσης, μέχρι τον ορισμό νέου τακτικού μέλους. Το δικαίωμα αυτό βασίζεται στην απόφαση του Κοινοβουλίου σχετικά με την αριθμητική σύνθεση της επιτροπής και σκοπό έχει να εγγυάται ότι στην ψηφοφορία συμμετέχει αριθμός μελών της εν λόγω πολιτικής ομάδας που ισούται με τον αριθμό που ίσχυε πριν τη χηρεία της έδρας.

 

2.    Εκτός τούτου, σε περίπτωση απουσίας του τακτικού μέλους και αν δεν έχουν διορισθεί μόνιμοι αναπληρωτές ή αν αυτοί απουσιάζουν, το τακτικό μέλος της επιτροπής μπορεί να αναπληρωθεί στις συνεδριάσεις από άλλο βουλευτή της ίδιας πολιτικής ομάδας, με δικαίωμα συμμετοχής στις ψηφοφορίες. Το όνομα του αναπληρωτή πρέπει να γνωστοποιείται στον πρόεδρο της επιτροπής πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας.

 

Η παράγραφος 2 εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν στους μη εγγεγραμμένους βουλευτές.

 

Η προηγουμένη γνωστοποίηση που προβλέπει η παράγραφος 2, τελευταία περίοδος, πρέπει να γίνει πριν από το πέρας της συζήτησης ή πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας επί του σημείου ή επί των σημείων για τα οποία το τακτικό μέλος αναπληρώνεται.

 

* * *

 

Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου αφορούν δύο στοιχεία που προκύπτουν σαφώς από το κείμενο:

 

μια πολιτική ομάδα δεν μπορεί να έχει περισσότερα μόνιμα αναπληρωματικά μέλη από τα τακτικά της μέλη σε μία επιτροπή·

 

μόνο οι πολιτικές ομάδες έχουν το δικαίωμα να ορίζουν μόνιμα αναπληρωματικά μέλη, με τη μόνη προϋπόθεση να ενημερώνουν προηγουμένως τον Πρόεδρο.

 

Συμπερασματικά:

 

η ιδιότητα του μόνιμου αναπληρωτή απορρέει αποκλειστικά από τη συμμετοχή στην καθορισμένη ομάδα·

 

όταν ο αριθμός των τακτικών μελών που διαθέτει πολιτική ομάδα σε μία επιτροπή μεταβάλλεται, ο ανώτατος αριθμός των μονίμων αναπληρωματικών μελών που μπορεί να διορίσει στην επιτροπή αυτή μεταβάλλεται αναλόγως·

 

όταν μέλος αλλάζει πολιτική ομάδα, δεν μπορεί να διατηρήσει την ιδιότητα του μόνιμου αναπληρωματικού μέλους που κατείχε ως μέλος της αρχικής του ομάδας·

 

σε καμία περίπτωση μέλος της επιτροπής δεν μπορεί να είναι αναπληρωτής συναδέλφου που ανήκει σε άλλη πολιτική ομάδα.

 

Τροπολογία 224

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 201

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 201

Άρθρο 201

Καθήκοντα των επιτροπών

Καθήκοντα των επιτροπών

1.   Οι μόνιμες επιτροπές έχουν ως αποστολή την εξέταση των ζητημάτων που παραπέμπονται σ’ αυτές από το Κοινοβούλιο ή, κατά τις διακοπές της συνόδου, από τον Πρόεδρο εξ ονόματος της Διάσκεψης των Προέδρων. Οι αρμοδιότητες των ειδικών και των εξεταστικών επιτροπών καθορίζονται όταν συνιστώνται· οι επιτροπές δεν δικαιούνται να γνωμοδοτούν προς άλλες επιτροπές.

1.   Οι μόνιμες επιτροπές έχουν ως αποστολή την εξέταση των ζητημάτων που παραπέμπονται σ’ αυτές από το Κοινοβούλιο ή, κατά τις διακοπές της συνόδου, από τον Πρόεδρο εξ ονόματος της Διάσκεψης των Προέδρων.

(Βλ. την ερμηνεία στο άρθρο 197).

 

2.    Εφόσον μόνιμη επιτροπή αποφανθεί ότι είναι αναρμόδια για την εξέταση ζητήματος ή σε περίπτωση σύγκρουσης αρμοδιοτήτων μεταξύ δύο ή περισσοτέρων μονίμων επιτροπών, το ζήτημα της αρμοδιότητας παραπέμπεται στη Διάσκεψη των Προέδρων εντός τεσσάρων εργασίμων εβδομάδων από την αναγγελία στην Ολομέλεια της παραπομπής στην επιτροπή.

 

Η Διάσκεψη των Προέδρων αποφασίζει εντός έξι εβδομάδων βάσει σύστασης της Διάσκεψης των Προέδρων των Επιτροπών, ή, εάν δεν αναμένεται τέτοια σύσταση, του Προέδρου της. Αν η Διάσκεψη των Προέδρων δεν αποφασίσει εντός της προθεσμίας αυτής, η σύσταση θεωρείται εγκριθείσα.

 

Οι πρόεδροι επιτροπών μπορούν να συμφωνούν με άλλους προέδρους επιτροπών όσον αφορά την ανάθεση θέματος σε συγκεκριμένη επιτροπή, υπό τον όρο, κατά περίπτωση, της έγκρισης της διαδικασίας συνδεδεμένων επιτροπών κατά το άρθρο 54.

 

3.   Σε περίπτωση που περισσότερες από μία μόνιμες επιτροπές είναι αρμόδιες για την εξέταση ενός ζητήματος, μία επιτροπή ορίζεται ως αρμόδια επί της ουσίας και οι άλλες ως γνωμοδοτικές.

3.   Σε περίπτωση που περισσότερες από μία μόνιμες επιτροπές είναι αρμόδιες για την εξέταση ενός ζητήματος, μία επιτροπή ορίζεται ως αρμόδια επί της ουσίας και οι άλλες ως γνωμοδοτικές.

Ο αριθμός πάντως των επιτροπών που επιλαμβάνονται ταυτόχρονα ενός ζητήματος δεν μπορεί να υπερβαίνει τις τρεις εκτός αν , για εύλογες αιτίες, αποφασισθεί παρέκκλιση από τον κανόνα αυτόν υπό τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1.

Ο αριθμός πάντως των επιτροπών που επιλαμβάνονται ταυτόχρονα ενός ζητήματος δεν μπορεί να υπερβαίνει τις τρεις εκτός αν αποφασισθεί παρέκκλιση από τον κανόνα αυτόν υπό τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1.

4.   Δύο ή περισσότερες επιτροπές ή υποεπιτροπές μπορούν να προβούν σε από κοινού εξέταση ζητημάτων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά τους, χωρίς όμως να μπορούν να λάβουν απόφαση.

4.   Δύο ή περισσότερες επιτροπές ή υποεπιτροπές μπορούν να προβούν σε από κοινού εξέταση ζητημάτων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά τους, χωρίς όμως να μπορούν να λάβουν απόφαση από κοινού εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες εφαρμόζεται το άρθρο 55 .

5.   Κάθε επιτροπή μπορεί, με τη συναίνεση του Προεδρείου του Κοινοβουλίου, να αναθέσει σε ένα ή περισσότερα από τα μέλη της αποστολή μελέτης ή ενημέρωσης.

5.   Κάθε επιτροπή μπορεί, με τη συναίνεση των αρμοδίων οργάνων του Κοινοβουλίου, να αναθέσει σε ένα ή περισσότερα από τα μέλη της αποστολή μελέτης ή ενημέρωσης.

Τροπολογία 225

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 201 α (νέο)

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

 

Άρθρο 201α

 

Ζητήματα αρμοδιοτήτων

 

1.    Εφόσον μόνιμη επιτροπή αποφανθεί ότι είναι αναρμόδια για την εξέταση ζητήματος ή σε περίπτωση σύγκρουσης αρμοδιοτήτων μεταξύ δύο ή περισσοτέρων μονίμων επιτροπών, το ζήτημα της αρμοδιότητας υποβάλλεται στη Διάσκεψη των Προέδρων των Επιτροπών εντός τεσσάρων εβδομάδων από την αναγγελία στην Ολομέλεια της παραπομπής στην επιτροπή.

 

2.    Η Διάσκεψη των Προέδρων αποφασίζει εντός έξι εβδομάδων από την υποβολή του ζητήματος βάσει σύστασης της Διάσκεψης των Προέδρων των Επιτροπών, ή, εάν δεν αναμένεται τέτοια σύσταση, του προέδρου της. Αν η Διάσκεψη των Προέδρων δεν αποφασίσει εντός της προθεσμίας αυτής, η σύσταση θεωρείται εγκριθείσα.

 

3.    Οι πρόεδροι επιτροπών μπορούν να συμφωνούν με άλλους προέδρους επιτροπών όσον αφορά την ανάθεση θέματος σε συγκεκριμένη επιτροπή, υπό τον όρο, κατά περίπτωση, της έγκρισης της διαδικασίας συνδεδεμένων επιτροπών κατά το άρθρο 54.

Τροπολογία 226

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 202

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 202

διαγράφεται

Επιτροπή επιφορτισμένη με τον έλεγχο της εντολής

 

Μεταξύ των επιτροπών που συγκροτούνται σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται από τον παρόντα Κανονισμό, μία επιτροπή είναι επιφορτισμένη με τον έλεγχο της εντολής και την προεργασία των αποφάσεων που αφορούν τις αμφισβητήσεις των εκλογών.

 

Τροπολογία 227

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 203

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 203

Άρθρο 203

Υποεπιτροπές

Υποεπιτροπές

1.    Με προηγούμενη έγκριση της Διάσκεψης των Προέδρων, κάθε μόνιμη ή ειδική επιτροπή μπορεί, αν το απαιτούν οι εργασίες της, να συγκροτήσει μεταξύ των μελών της μία ή περισσότερες υποεπιτροπές, τη σύνθεση, σύμφωνα με το άρθρο 199, και την αρμοδιότητα των οποίων καθορίζει η ίδια. Οι υποεπιτροπές υποβάλλουν τις εκθέσεις τους στην επιτροπή η οποία τις έχει συγκροτήσει .

1.    Μπορούν να συγκροτηθούν υποεπιτροπές βάσει του άρθρου 196. Κάθε μόνιμη ή ειδική επιτροπή μπορεί , επίσης , αν το απαιτούν οι εργασίες της και με προηγούμενη έγκριση της Διάσκεψης των Προέδρων , να συγκροτήσει μεταξύ των μελών της μία ή περισσότερες υποεπιτροπές, τη σύνθεση, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του άρθρου 199, και την αρμοδιότητα των οποίων, η οποία εμπίπτει εντός των πεδίων αρμοδιότητας της κύριας επιτροπής, καθορίζει η ίδια. Οι υποεπιτροπές υποβάλλουν τις εκθέσεις τους στην κύρια επιτροπή.

2.   Η διαδικασία που ισχύει για τις επιτροπές εφαρμόζεται και στις υποεπιτροπές.

2.    Εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στον παρόντα Κανονισμό, η διαδικασία που ισχύει για τις επιτροπές εφαρμόζεται και στις υποεπιτροπές.

 

2α.     Τα τακτικά μέλη υποεπιτροπής επιλέγονται μεταξύ των μελών της κύριας επιτροπής.

3.   Οι αναπληρωτές γίνονται δεκτοί στις συνεδριάσεις των υποεπιτροπών με τους ίδιους όρους όπως και στις συνεδριάσεις των επιτροπών.

3.   Οι αναπληρωτές γίνονται δεκτοί στις συνεδριάσεις των υποεπιτροπών με τους ίδιους όρους όπως και στις συνεδριάσεις των επιτροπών.

4.    Η εφαρμογή αυτών των διατάξεων πρέπει να κατοχυρώνει τη σχέση εξάρτησης μεταξύ υποεπιτροπής και της επιτροπής εκείνης στο πλαίσιο της οποίας η υποεπιτροπή έχει συσταθεί. Προς το σκοπό αυτό, όλα τα τακτικά μέλη υποεπιτροπής επιλέγονται μεταξύ εκείνων που είναι μέλη της κύριας επιτροπής.

 

 

4α.     Ο πρόεδρος της κύριας επιτροπής μπορεί να περιλαμβάνει τους προέδρους των υποεπιτροπών στις εργασίες των συντονιστών ή μπορεί να τους επιτρέπει να προεδρεύουν σε συζητήσεις στην κύρια επιτροπή επί θεμάτων με τα οποία ασχολούνται ειδικώς οι εν λόγω υποεπιτροπές, υπό την προϋπόθεση ότι η διαδικασία αυτή έχει υποβληθεί προς εξέταση και έγκριση στο προεδρείο της επιτροπής.

Τροπολογία 228

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 204

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 204

Άρθρο 204

Προεδρείο των επιτροπών

Προεδρείο των επιτροπών

Κατά την πρώτη συνεδρίαση της επιτροπής που ακολουθεί την εκλογή των μελών των επιτροπών, σύμφωνα με το άρθρο 199, η επιτροπή εκλέγει έναν πρόεδρο και με χωριστές ψηφοφορίες αντιπροέδρους που αποτελούν το προεδρείο της επιτροπής. Ο αριθμός των εκλεγομένων αντιπροέδρων καθορίζεται από το Κοινοβούλιο κατόπιν προτάσεως της Διάσκεψης των Προέδρων.

1.   Κατά την πρώτη συνεδρίαση της επιτροπής που ακολουθεί τον διορισμό των μελών των επιτροπών, σύμφωνα με το άρθρο 199, η επιτροπή εκλέγει μεταξύ των τακτικών μελών της εν λόγω επιτροπής έναν πρόεδρο και με χωριστές ψηφοφορίες αντιπροέδρους, που αποτελούν το προεδρείο της επιτροπής. Ο αριθμός των εκλεγομένων αντιπροέδρων καθορίζεται από το Κοινοβούλιο κατόπιν προτάσεως της Διάσκεψης των Προέδρων. Η ποικιλομορφία του Κοινοβουλίου πρέπει να αντικατοπτρίζεται στη σύνθεση του προεδρείου κάθε επιτροπής· δεν πρέπει να επιτρέπεται το προεδρείο να αποτελείται μόνο από άνδρες ή μόνο από γυναίκες ούτε να προέρχονται όλοι οι αντιπρόεδροι από το ίδιο κράτος μέλος.

Μόνο τα τακτικά μέλη μίας επιτροπής, τα οποία έχουν εκλεγεί σύμφωνα με το άρθρο 199, μπορούν να εκλεγούν στο προεδρείο αυτής.

 

Εφόσον ο αριθμός των υποψηφίων αντιστοιχεί στον αριθμό των προς πλήρωση εδρών, η εκλογή μπορεί να γίνει δια βοής.

2.   Εφόσον ο αριθμός των υποψηφίων αντιστοιχεί στον αριθμό των προς πλήρωση εδρών, η εκλογή γίνεται δια βοής. Εντούτοις, εάν υπάρχουν περισσότεροι του ενός υποψήφιοι σε ένα γύρο ψηφοφορίας ή εάν το ζητήσει τουλάχιστον το ένα έκτο των μελών της επιτροπής, η εκλογή γίνεται με μυστική ψηφοφορία.

Σε αντίθετη περίπτωση ή μετά από αίτηση του ενός έκτου των μελών της επιτροπής, η εκλογή γίνεται με μυστική ψηφοφορία.

 

Εφόσον υπάρχει ένας μόνο υποψήφιος, η εκλογή του πραγματοποιείται με την απόλυτη πλειοψηφία των ψηφισάντων, υπολογιζομένων μόνο των ψήφων υπέρ και κατά.

Εφόσον υπάρχει ένας μόνο υποψήφιος, η εκλογή του πραγματοποιείται με την απόλυτη πλειοψηφία των ψηφισάντων, υπολογιζομένων μόνο των ψήφων υπέρ και κατά.

Εφόσον υπάρχουν περισσότεροι υποψήφιοι κατά τον πρώτο γύρο της ψηφοφορίας , εκλέγεται ο υποψήφιος που λαμβάνει την απόλυτη πλειοψηφία των ψηφισάντων , όπως αυτή ορίζεται στο προηγούμενο εδάφιο . Κατά το δεύτερο γύρο, εκλέγεται ο υποψήφιος που συγκεντρώνει το μεγαλύτερο αριθμό ψήφων. Σε περίπτωση ισοψηφίας εκλέγεται ο πρεσβύτερος υποψήφιος.

Εφόσον υπάρχουν περισσότεροι υποψήφιοι, εκλέγεται ο υποψήφιος που λαμβάνει την απόλυτη πλειοψηφία των ψηφισάντων κατά τον πρώτο γύρο της ψηφοφορίας . Κατά το δεύτερο γύρο, εκλέγεται ο υποψήφιος που συγκεντρώνει το μεγαλύτερο αριθμό ψήφων. Σε περίπτωση ισοψηφίας εκλέγεται ο πρεσβύτερος υποψήφιος.

Εφόσον απαιτείται δεύτερος γύρος ψηφοφορίας, μπορούν να υποβληθούν νέες υποψηφιότητες.

 

Η παρούσα διάταξη δεν αποκλείει, αντίθετα μάλιστα δίνει το δικαίωμα στον πρόεδρο της κύριας επιτροπής, να ευνοεί τη συμμετοχή των προέδρων των υποεπιτροπών στις εργασίες του προεδρείου των επιτροπών ή να τους επιτρέπει να προεδρεύουν στις συζητήσεις επί θεμάτων που αφορούν ειδικώς τις υποεπιτροπές τους εφόσον η διαδικασία αυτή έχει υποβληθεί προς εξέταση στο σύνολο του προεδρείου και το προεδρείο συμφωνεί.

 

 

2α.     Τα εξής άρθρα σχετικά με τους αξιωματούχους του Κοινοβουλίου εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν όσον αφορά τις επιτροπές: Άρθρο 14 (Προσωρινή άσκηση προεδρίας), άρθρο 15 (Υποψηφιότητες και γενικές διατάξεις), άρθρο 16 (Εκλογή του Προέδρου — Εναρκτήριος λόγος), άρθρο 19 (Διάρκεια της θητείας) και άρθρο 20 (Χηρεύοντα αξιώματα).

Τροπολογία 229

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 205

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 205

Άρθρο 205

Συντονιστές επιτροπής και σκιώδεις εισηγητές

Συντονιστές επιτροπής

1.   Οι πολιτικές ομάδες μπορούν να ορίσουν από τις τάξεις τους ένα συντονιστή.

1.   Οι πολιτικές ομάδες μπορούν να ορίσουν από τις τάξεις τους ένα συντονιστή σε κάθε επιτροπή .

2.   Οι συντονιστές της επιτροπής καλούνται, εφόσον απαιτείται, από τον Πρόεδρο να προετοιμάσουν τις αποφάσεις που θα λάβει η επιτροπή και ιδίως αποφάσεις που αφορούν τη διαδικασία και τον ορισμό εισηγητών. Η επιτροπή μπορεί να εκχωρήσει την εξουσία λήψης ορισμένων αποφάσεων στους συντονιστές με εξαίρεση τις αποφάσεις που αφορούν έγκριση εκθέσεων, γνωμοδοτήσεων ή τροπολογιών. Οι αντιπρόεδροι μπορεί να κληθούν να συμμετάσχουν στις συνεδριάσεις των συντονιστών επιτροπής με συμβουλευτική αρμοδιότητα. Οι συντονιστές προσπαθούν να επιτύχουν συναίνεση. Όταν η επίτευξη συναίνεσης δεν είναι δυνατή, δύνανται να αποφασίζουν μόνο με πλειοψηφία που αντιπροσωπεύει σαφώς τη μεγάλη πλειοψηφία των μελών της επιτροπής, λαμβανομένης υπόψη της αντίστοιχης ισχύος των διαφόρων ομάδων.

2.   Οι συντονιστές της επιτροπής καλούνται, εφόσον απαιτείται, από τον πρόεδρο να προετοιμάσουν τις αποφάσεις που θα λάβει η επιτροπή και ιδίως αποφάσεις που αφορούν τη διαδικασία και τον ορισμό εισηγητών. Η επιτροπή μπορεί να εκχωρήσει την εξουσία λήψης ορισμένων αποφάσεων στους συντονιστές με εξαίρεση τις αποφάσεις που αφορούν έγκριση εκθέσεων, προτάσεων ψηφίσματος, γνωμοδοτήσεων ή τροπολογιών.

 

Οι αντιπρόεδροι μπορεί να κληθούν να συμμετάσχουν στις συνεδριάσεις των συντονιστών επιτροπής με συμβουλευτική αρμοδιότητα.

 

Όταν η επίτευξη συναίνεσης δεν είναι δυνατή, οι συντονιστές δύνανται να αποφασίζουν μόνο με πλειοψηφία που αντιπροσωπεύει σαφώς τη μεγάλη πλειοψηφία των μελών της επιτροπής, λαμβανομένης υπόψη της αντίστοιχης ισχύος των διαφόρων πολιτικών ομάδων.

 

Ο πρόεδρος ανακοινώνει στην επιτροπή όλες τις αποφάσεις και τις συστάσεις των συντονιστών, οι οποίες λογίζονται εγκριθείσες εάν δεν διατυπωθούν αντιρρήσεις και αναφέρονται δεόντως στα πρακτικά της συνεδρίασης της επιτροπής.

3.    Οι συντονιστές των επιτροπών συγκαλούνται από τον Πρόεδρο της επιτροπής τους για να προετοιμάσουν τη διοργάνωση των ακροάσεων των ορισθέντων Επιτρόπων. Μετά τις εν λόγω ακροάσεις οι συντονιστές συνεδριάζουν για να αξιολογήσουν τους υποψηφίους σύμφωνα με τη διαδικασία που παρατίθεται στο παράρτημα XVI.

 

4.    Οι πολιτικές ομάδες μπορούν να ορίσουν για κάθε έκθεση σκιώδη εισηγητή, ο οποίος παρακολουθεί την πρόοδο της σχετικής έκθεσης και βρίσκει συμβιβαστικές λύσεις στο πλαίσιο της επιτροπής εξ ονόματος της πολιτικής ομάδας. Τα ονόματά τους ανακοινώνονται στον πρόεδρο. Η επιτροπή, μετά από πρόταση των εισηγητών, μπορεί ειδικότερα να αποφασίσει να συμπράξει με τους σκιώδεις εισηγητές για την επίτευξη συμφωνίας με το Συμβούλιο στο πλαίσιο της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας.

 

Οι μη εγγεγραμμένοι βουλευτές δεν συνιστούν πολιτική ομάδα κατά την έννοια του άρθρου 32 και, ως εκ τούτου, δεν δύνανται να ορίσουν συντονιστές, οι οποίοι είναι τα μόνα μέλη που δικαιούνται να συμμετέχουν στις συνεδριάσεις των συντονιστών.

Οι μη εγγεγραμμένοι βουλευτές δεν συνιστούν πολιτική ομάδα κατά την έννοια του άρθρου 32 και, ως εκ τούτου, δεν δύνανται να ορίσουν συντονιστές, οι οποίοι είναι οι μόνοι βουλευτές που δικαιούνται να συμμετέχουν στις συνεδριάσεις των συντονιστών.

Οι συνεδριάσεις των συντονιστών έχουν ως στόχο την προετοιμασία των αποφάσεων μιας επιτροπής και δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τις συνεδριάσεις της εν λόγω επιτροπής, εκτός εάν έχει ανατεθεί σε αυτούς ρητώς τέτοια αρμοδιότητα. Κατά συνέπεια, για τις αποφάσεις που λαμβάνονται στις συνεδριάσεις των συντονιστών πρέπει να έχει προηγηθεί αντίστοιχη ανάθεση αρμοδιότητας. Ελλείψει τέτοιας ανάθεσης αρμοδιότητας, οι συντονιστές δύνανται να εκδίδουν μόνον συστάσεις οι οποίες πρέπει να υποβάλλονται σε επίσημη έγκριση εκ των υστέρων από την οικεία επιτροπή.

 

Σε κάθε περίπτωση πρέπει να διασφαλίζεται το δικαίωμα των μη εγγεγραμμένων βουλευτών να έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες, σύμφωνα με την αρχή της μη διάκρισης, μέσω της διαβίβασης των συναφών πληροφοριών και της παρουσίας ενός μέλους της γραμματείας των μη εγγεγραμμένων βουλευτών στις συνεδριάσεις των συντονιστών.

Σε κάθε περίπτωση πρέπει να διασφαλίζεται το δικαίωμα των μη εγγεγραμμένων βουλευτών να έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες, σύμφωνα με την αρχή της μη διάκρισης, μέσω της διαβίβασης των συναφών πληροφοριών και της παρουσίας ενός μέλους της γραμματείας των μη εγγεγραμμένων βουλευτών στις συνεδριάσεις των συντονιστών.

Τροπολογία 230

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 205 α (νέο)

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

 

Άρθρο 205α

 

Σκιώδεις εισηγητές

 

Οι πολιτικές ομάδες μπορούν να ορίσουν για κάθε έκθεση σκιώδη εισηγητή, ο οποίος παρακολουθεί την πρόοδο της σχετικής έκθεσης και βρίσκει συμβιβαστικές λύσεις στο πλαίσιο της επιτροπής εξ ονόματος της πολιτικής ομάδας. Τα ονόματά τους ανακοινώνονται στον πρόεδρο.

Τροπολογία 231

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Τίτλος VIII — κεφάλαιο 2 — τίτλος

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

διαγράφεται

ΕΠΙΤΡΟΠΕΣ — ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

 

Τροπολογία 232

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 206

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 206

Άρθρο 206

Συνεδριάσεις των επιτροπών

Συνεδριάσεις των επιτροπών

1.   Οι επιτροπές συνεδριάζουν με πρόσκληση του προέδρου τους ή με πρωτοβουλία του Προέδρου του Κοινοβουλίου.

1.   Οι επιτροπές συνεδριάζουν με πρόσκληση του προέδρου τους ή με πρωτοβουλία του Προέδρου του Κοινοβουλίου.

 

Κατά την σύγκληση της συνεδρίασης, ο πρόεδρος υποβάλλει το σχέδιο ημερήσιας διάταξης. Η επιτροπή λαμβάνει απόφαση σχετικά με την ημερήσια διάταξη κατά την έναρξη της συνεδρίασης.

2.   Με πρόσκληση του προέδρου της κοινοβουλευτικής επιτροπής, ο οποίος ενεργεί εξ ονόματός της, η Επιτροπή και το Συμβούλιο μπορούν να συμμετάσχουν στις συνεδριάσεις της επιτροπής.

2.   Με πρόσκληση του προέδρου της κοινοβουλευτικής επιτροπής, ο οποίος ενεργεί εξ ονόματός της, η Επιτροπή, το Συμβούλιο και άλλα όργανα της Ένωσης μπορούν να λάβουν το λόγο στις συνεδριάσεις της επιτροπής.

Με ειδική απόφαση της επιτροπής, μπορούν να προσκληθούν και άλλα άτομα να παρευρεθούν σε συνεδρίαση και να λάβουν το λόγο.

Με απόφαση της επιτροπής, μπορούν να προσκληθούν και άλλα άτομα να παρευρεθούν σε συνεδρίαση και να λάβουν το λόγο.

Κατ’ αναλογίαν, η απόφαση όσον αφορά την παρουσία των βοηθών των μελών στις συνεδριάσεις των επιτροπών εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια κάθε επιτροπής.

 

Η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή μπορεί, με την επιφύλαξη της έγκρισης του Προεδρείου, να οργανώσει ακρόαση εμπειρογνωμόνων όταν κρίνει ότι η ακρόαση αυτή είναι απαραίτητη για την καλή διεξαγωγή των εργασιών της επί συγκεκριμένου θέματος.

Η αρμόδια επιτροπή μπορεί, με την επιφύλαξη της έγκρισης του Προεδρείου, να οργανώσει ακρόαση εμπειρογνωμόνων όταν κρίνει ότι η ακρόαση αυτή είναι απαραίτητη για την καλή διεξαγωγή των εργασιών της επί συγκεκριμένου θέματος.

Οι γνωμοδοτικές επιτροπές μπορούν, εφόσον το επιθυμούν, να συμμετάσχουν στην ακρόαση.

 

Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου ερμηνεύονται σύμφωνα με το σημείο 50 της συμφωνίας πλαισίου για τις σχέσεις μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής  (24) .

 

3.   Με την επιφύλαξη της εφαρμογής του άρθρου 53 παράγραφος 6 και εφόσον δεν αποφασίσει διαφορετικά η ενδιαφερόμενη επιτροπή, οι βουλευτές μπορούν να παρίστανται στις συνεδριάσεις των επιτροπών των οποίων δεν είναι μέλη, χωρίς όμως δυνατότητα συμμετοχής στις εργασίες τους.

3.   Με την επιφύλαξη της εφαρμογής του άρθρου 53 παράγραφος 6 και εφόσον δεν αποφασίσει διαφορετικά η ενδιαφερόμενη επιτροπή, οι βουλευτές που παρίστανται στις συνεδριάσεις των επιτροπών των οποίων δεν είναι μέλη, δεν έχουν δυνατότητα συμμετοχής στις εργασίες τους.

Οι βουλευτές αυτοί μπορούν πάντως να λάβουν από την επιτροπή άδεια συμμετοχής στις εργασίες της με συμβουλευτική ιδιότητα.

Μπορούν πάντως να λάβουν από την επιτροπή άδεια συμμετοχής στις συνεδριάσεις της με συμβουλευτική ιδιότητα.

 

3α.     Το άρθρο 162 παράγραφος 2 σχετικά με την κατανομή του χρόνου αγόρευσης εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν στις συνεδριάσεις των επιτροπών.

 

3β.     Όταν συντάσσονται Πλήρη Πρακτικά, το άρθρο 194 παράγραφοι 1α, 2 και 4 εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν.

 

Τροπολογία 233

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 207

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 207

Άρθρο 207

Συνοπτικά Πρακτικά των συνεδριάσεων των επιτροπών

Συνοπτικά Πρακτικά των συνεδριάσεων των επιτροπών

Τα Συνοπτικά Πρακτικά κάθε συνεδρίασης επιτροπής διανέμονται σε όλα τα μέλη της επιτροπής και υποβάλλονται για έγκριση.

Τα Συνοπτικά Πρακτικά κάθε συνεδρίασης επιτροπής καθίστανται διαθέσιμα σε όλα τα μέλη της επιτροπής και υποβάλλονται για έγκριση.

Τροπολογία 234

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 208

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 208

Άρθρο 208

Ψηφοφορία στις επιτροπές

Ψηφοφορία στις επιτροπές

1.    Κάθε βουλευτής μπορεί να καταθέσει τροπολογίες για εξέταση σε επιτροπή.

1.    Με την επιφύλαξη του άρθρου 66 παράγραφος 4 σχετικά με την δεύτερη ανάγνωση, τροπολογίες ή σχέδια προτάσεων απόρριψης που κατατίθενται για εξέταση σε επιτροπή φέρουν πάντα την υπογραφή τακτικού ή αναπληρωματικού μέλους της ενδιαφερόμενης επιτροπής ή συνυπογράφονται από τουλάχιστον ένα τέτοιο μέλος .

2.   Μία επιτροπή μπορεί να ψηφίσει έγκυρα όταν το ένα τέταρτο των μελών που την αποτελούν είναι παρόντα. Εφόσον όμως το ένα έκτο των μελών που αποτελούν την επιτροπή το ζητήσει πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας, η ψηφοφορία είναι έγκυρη μόνον αν συμμετέσχε σ’ αυτήν η πλειοψηφία των μελών που απαρτίζουν την επιτροπή .

2.   Μία επιτροπή μπορεί να ψηφίσει έγκυρα όταν το ένα τέταρτο των μελών που την αποτελούν είναι παρόντα. Εφόσον όμως το ένα έκτο των μελών που αποτελούν την επιτροπή το ζητήσει πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας, η ψηφοφορία είναι έγκυρη μόνον αν συμμετέσχε σ’ αυτήν η πλειοψηφία των μελών της .

3.   Στην περίπτωση μίας και μοναδικής ή τελικής ψηφοφορίας επί εκθέσεως, η ψηφοφορία διεξάγεται με ονομαστική κλήση σύμφωνα με το άρθρο 180 παράγραφος 2 . Η ψηφοφορία επί τροπολογιών και οι λοιπές ψηφοφορίες διεξάγονται με ανάταση της χειρός, εκτός αν ο πρόεδρος αποφασίσει τη διεξαγωγή ηλεκτρονικής ψηφοφορίας ή αν το ένα τέταρτο των μελών που αποτελούν την επιτροπή απαιτήσει ψηφοφορία με ονομαστική κλήση.

3.   Στην περίπτωση μίας μοναδικής ή τελικής ψηφοφορίας επί εκθέσεως ή γνωμοδοτήσεως , η ψηφοφορία διεξάγεται με ονομαστική κλήση σύμφωνα με το άρθρο 180 παράγραφοι 2 και 2α . Η ψηφοφορία επί τροπολογιών και οι λοιπές ψηφοφορίες διεξάγονται με ανάταση της χειρός, εκτός αν ο πρόεδρος αποφασίσει τη διεξαγωγή ηλεκτρονικής ψηφοφορίας ή αν το ένα τέταρτο των μελών που αποτελούν την επιτροπή απαιτήσει ψηφοφορία με ονομαστική κλήση.

Οι διατάξεις του άρθρου 208 παράγραφος 3 σχετικά με την ψηφοφορία με ονομαστική κλήση, δεν εφαρμόζονται στις εκθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 8 παράγραφος 2 και στο άρθρο 9 παράγραφοι 3, 6 και 8, στο πλαίσιο των διαδικασιών σχετικά με την ασυλία βουλευτή.

Οι διατάξεις του άρθρου 208 παράγραφος 3 σχετικά με την ψηφοφορία με ονομαστική κλήση, δεν εφαρμόζονται στις εκθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 8 παράγραφος 2 και στο άρθρο 9 παράγραφοι 3, 6 και 8, στο πλαίσιο των διαδικασιών σχετικά με την ασυλία βουλευτή.

4.    Ο πρόεδρος της επιτροπής συμμετέχει στις συζητήσεις και τις ψηφοφορίες χωρίς όμως η ψήφος του να υπερισχύει.

 

5.   Λαμβανομένων υπόψη των κατατεθεισών τροπολογιών, η επιτροπή μπορεί, αντί να προβεί σε ψηφοφορία, να ζητήσει από τον εισηγητή να συντάξει νέο σχέδιο στο οποίο να λαμβάνονται υπόψη όσο το δυνατό περισσότερες τροπολογίες. Στην περίπτωση αυτή ορίζεται νέα προθεσμία για την κατάθεση τροπολογιών στο νέο αυτό σχέδιο .

5.   Λαμβανομένων υπόψη των κατατεθεισών τροπολογιών, η επιτροπή μπορεί, αντί να προβεί σε ψηφοφορία, να ζητήσει από τον εισηγητή να συντάξει νέο σχέδιο στο οποίο να λαμβάνονται υπόψη όσο το δυνατό περισσότερες τροπολογίες. Στην περίπτωση αυτή ορίζεται νέα προθεσμία για την κατάθεση τροπολογιών.

Τροπολογία 235

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 209

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 209

Άρθρο 209

Διατάξεις για την Ολομέλεια που εφαρμόζονται στις συνεδριάσεις των επιτροπών

Διατάξεις για την Ολομέλεια που εφαρμόζονται στις συνεδριάσεις των επιτροπών

Τα άρθρα 14, 15, 16, 19, 20, 38 έως 48, 160, 162 παράγραφοι 2 και 10, 165, 167, 169 έως 172 , 174, 176 παράγραφος 1, 177, 178, 181, 182, 184 έως 187, 190 και 191 εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν στις συνεδριάσεις των επιτροπών.

Τα εξής άρθρα σχετικά με τις ψηφοφορίες και τις παρεμβάσεις επί της διαδικασίας εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν στις συνεδριάσεις των επιτροπών: άρθρο 164α (αποτροπή κωλυσιεργίας), άρθρο 168α (ελάχιστα όρια), άρθρο 169 (κατάθεση και υποστήριξη των τροπολογιών), άρθρο 170 (παραδεκτό τροπολογιών), άρθρο 171 (διαδικασία ψηφοφορίας) , άρθρο 174 (σειρά ψηφοφορίας για τις τροπολογίες) , άρθρο 176 παράγραφος 1 (ψηφοφορία κατά τμήματα) , άρθρο 177 (δικαίωμα ψήφου), άρθρο 178 (ψηφοφορία) , άρθρο 179α (ισοψηφία), άρθρο 180 παράγραφοι 2 και 2α (ψηφοφορία με ονομαστική κλήση), άρθρο 180α (μυστική ψηφοφορία) , άρθρο 181 (χρήση του συστήματος ηλεκτρονικής ψηφοφορίας), άρθρο 182α (αμφισβητήσεις επί της ψηφοφορίας), άρθρο 184α (παρατηρήσεις επί της εφαρμογής του Κανονισμού), άρθρο 190 (αναβολή της συζήτησης ή της ψηφοφορίας) και άρθρο 191 (διακοπή ή λήξη της συνεδρίασης).

Τροπολογία 236

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 210 α (νέο)

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

 

Άρθρο 210α

 

Διαδικασία που εφαρμόζεται για την εξέταση από επιτροπή εμπιστευτικών πληροφοριών που διαβιβάζονται στο Κοινοβούλιο

 

1.    Όταν το Κοινοβούλιο υπέχει νομική υποχρέωση να διαχειριστεί πληροφορίες που λαμβάνει ως εμπιστευτικές, ο πρόεδρος της αρμόδιας επιτροπής εφαρμόζει αυτοδικαίως την εμπιστευτική διαδικασία όπως προβλέπεται στην παράγραφο 3.

 

2.    Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1 και εφόσον δεν υφίσταται νομική υποχρέωση διαχείρισης των πληροφοριών που έχει λάβει ως εμπιστευτικών, οποιαδήποτε επιτροπή μπορεί να εφαρμόσει την εμπιστευτική διαδικασία της παραγράφου 3 με δική της πρωτοβουλία για πληροφορία ή έγγραφο που προσδιορίζει με γραπτό ή προφορικό του αίτημα οποιοδήποτε μέλος της. Για να ληφθεί απόφαση περί εφαρμογής της εμπιστευτικής διαδικασίας σε τέτοια περίπτωση απαιτείται πλειοψηφία των δύο τρίτων των παρόντων μελών.

 

3.    Μόλις ο πρόεδρος της επιτροπής ανακοινώσει την εφαρμογή της εμπιστευτικής διαδικασίας, παρίστανται στη συνεδρίαση μόνο τα μέλη της επιτροπής και υπάλληλοι και εμπειρογνώμονες που έχουν ορισθεί εκ των προτέρων από τον πρόεδρο και των οποίων η παρουσία είναι απολύτως αναγκαία.

 

Τα έγγραφα διανέμονται στην αρχή της συνεδρίασης και συλλέγονται ξανά στο τέλος της. Είναι αριθμημένα. Δεν λαμβάνονται σημειώσεις και φωτοαντίγραφα.

 

Τα συνοπτικά πρακτικά της συνεδρίασης ουδεμία λεπτομέρεια αναφέρουν όσον αφορά τη συζήτηση επί του σημείου η εξέταση του οποίου έγινε σύμφωνα με την εμπιστευτική διαδικασία. Μόνο η σχετική απόφαση, εφόσον υπάρξει, μπορεί να καταγράφεται.

 

4.    Η εξέταση των περιπτώσεων παραβίασης της εμπιστευτικότητας μπορεί να ζητηθεί από τρία μέλη της επιτροπής που εφάρμοσε την εμπιστευτική διαδικασία. Η εν λόγω αίτηση μπορεί να εγγραφεί στην ημερήσια διάταξη της προσεχούς συνεδρίασης της επιτροπής. Η επιτροπή μπορεί να αποφασίσει, με πλειοψηφία των μελών της, να υποβάλει το ζήτημα στον Πρόεδρο για περαιτέρω εξέταση σύμφωνα με τα άρθρα 11 και 166.

Τροπολογία 237

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 211

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 211

Άρθρο 211

Δημόσιες ακροάσεις για πρωτοβουλίες πολιτών

Δημόσιες ακροάσεις για πρωτοβουλίες πολιτών

1.   Όταν η Επιτροπή δημοσιεύσει στο οικείο μητρώο πρωτοβουλία πολιτών σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 211/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Φεβρουαρίου 2011 σχετικά με την πρωτοβουλία πολιτών, ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, έπειτα από πρόταση του προέδρου της Διάσκεψης των Προέδρων των Επιτροπών:

1.   Όταν η Επιτροπή δημοσιεύσει στο οικείο μητρώο πρωτοβουλία πολιτών σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 211/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Φεβρουαρίου 2011 σχετικά με την πρωτοβουλία πολιτών, ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, έπειτα από πρόταση του προέδρου της Διάσκεψης των Προέδρων των Επιτροπών:

α)

αναθέτει στην αρμόδια επί του θέματος νομοθετική επιτροπή σύμφωνα με το Παράρτημα VI, τη διοργάνωση της δημόσιας ακρόασης που προβλέπεται στο άρθρο 11 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 211/2011· η Επιτροπή Αναφορών συνδέεται αυτομάτως με την αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή, στη βάση του άρθρου 54 του παρόντος Κανονισμού·

α)

αναθέτει στην αρμόδια επί του θέματος επιτροπή σύμφωνα με το Παράρτημα VII, τη διοργάνωση της δημόσιας ακρόασης που προβλέπεται στο άρθρο 11 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 211/2011, η Επιτροπή Αναφορών συνδέεται αυτομάτως στη βάση του άρθρου 54 του παρόντος Κανονισμού·

β)

όταν δύο ή περισσότερες πρωτοβουλίες πολιτών, που έχουν δημοσιευθεί στο οικείο μητρώο σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 211/2011, αφορούν παρόμοια θέματα, μπορεί να αποφασίζει, μετά από διαβούλευση με τους διοργανωτές, τη διοργάνωση μιας κοινής δημόσιας ακρόασης στην οποία εξετάζονται ισότιμα όλες οι εν λόγω πρωτοβουλίες πολιτών.

β)

όταν δύο ή περισσότερες πρωτοβουλίες πολιτών, που έχουν δημοσιευθεί στο οικείο μητρώο σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 211/2011, αφορούν παρόμοια θέματα, μπορεί να αποφασίζει, μετά από διαβούλευση με τους διοργανωτές, τη διοργάνωση μιας κοινής δημόσιας ακρόασης στην οποία εξετάζονται ισότιμα όλες οι εν λόγω πρωτοβουλίες πολιτών.

2.   Η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή:

2.   Η αρμόδια επιτροπή:

α)

εξετάζει κατά πόσο οι διοργανωτές έχουν συναντήσει την Επιτροπή σε κατάλληλο επίπεδο, σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 211/2011·

α)

εξετάζει κατά πόσο οι διοργανωτές έχουν συναντήσει την Επιτροπή σε κατάλληλο επίπεδο, σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 211/2011·

β)

εξασφαλίζει, εν ανάγκη με την υποστήριξη της Διάσκεψης των Προέδρων των Επιτροπών, τη δέουσα συμμετοχή της Επιτροπής στη διοργάνωση της δημόσιας ακρόασης και την εκπροσώπησή της σε κατάλληλο επίπεδο στην εν λόγω ακρόαση.

β)

εξασφαλίζει, εν ανάγκη με την υποστήριξη της Διάσκεψης των Προέδρων των Επιτροπών, τη δέουσα συμμετοχή της Επιτροπής στη διοργάνωση της δημόσιας ακρόασης και την εκπροσώπησή της σε κατάλληλο επίπεδο στην εν λόγω ακρόαση.

3.   Ο πρόεδρος της αρμόδιας επιτροπής ορίζει τη διεξαγωγή της δημόσιας ακρόασης σε κατάλληλη ημερομηνία εντός τριών μηνών από την υποβολή της πρωτοβουλίας στην Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 211/2011.

3.   Ο πρόεδρος της αρμόδιας επιτροπής ορίζει τη διεξαγωγή της δημόσιας ακρόασης σε κατάλληλη ημερομηνία εντός τριών μηνών από την υποβολή της πρωτοβουλίας στην Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 211/2011.

4.   Η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή διοργανώνει τη δημόσια ακρόαση στο Κοινοβούλιο, σε συνεννόηση με όποια άλλα θεσμικά και λοιπά όργανα της Ένωσης ενδεχομένως επιθυμούν να συμμετάσχουν. Μπορεί επίσης να καλέσει και άλλους ενδιαφερόμενους να συμμετάσχουν.

4.   Η αρμόδια επιτροπή διοργανώνει τη δημόσια ακρόαση στο Κοινοβούλιο, σε συνεννόηση με όποια άλλα θεσμικά και λοιπά όργανα της Ένωσης ενδεχομένως επιθυμούν να συμμετάσχουν. Μπορεί επίσης να καλέσει και άλλους ενδιαφερόμενους να συμμετάσχουν.

Η αρμόδια επιτροπή προσκαλεί αντιπροσωπευτική ομάδα διοργανωτών, περιλαμβανομένου τουλάχιστον ενός από τα πρόσωπα επικοινωνίας τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 211/2011, για να παρουσιάσουν την πρωτοβουλία στην ακρόαση.

Η αρμόδια επιτροπή προσκαλεί αντιπροσωπευτική ομάδα διοργανωτών, περιλαμβανομένου τουλάχιστον ενός από τα πρόσωπα επικοινωνίας τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 211/2011, για να παρουσιάσουν την πρωτοβουλία στην ακρόαση.

5.   Το Προεδρείο, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες που έχουν συμφωνηθεί με την Επιτροπή, εγκρίνει κανόνες που αφορούν την επιστροφή τυχόν δαπανών.

5.   Το Προεδρείο, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες που έχουν συμφωνηθεί με την Επιτροπή, εγκρίνει κανόνες που αφορούν την επιστροφή τυχόν δαπανών.

6.   Ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου και ο πρόεδρος της Διάσκεψης των Προέδρων των Επιτροπών μπορούν να μεταβιβάζουν τις αρμοδιότητες που τους ανατίθενται δυνάμει του παρόντος άρθρου σε έναν Αντιπρόεδρο και σε άλλον πρόεδρο επιτροπής, αντίστοιχα.

6.   Ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου και ο πρόεδρος της Διάσκεψης των Προέδρων των Επιτροπών μπορούν να μεταβιβάζουν τις αρμοδιότητες που τους ανατίθενται δυνάμει του παρόντος άρθρου σε έναν Αντιπρόεδρο και σε άλλον πρόεδρο επιτροπής, αντίστοιχα.

7.   Εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 54 ή στο άρθρο 55, οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται επίσης κατ’ αναλογία. Εφαρμόζεται επίσης το άρθρο 201.

7.   Εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 54 ή στο άρθρο 55, οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται επίσης κατ’ αναλογία. Εφαρμόζονται επίσης τα άρθρα 201 και 201α .

Το άρθρο 25 παράγραφος 9 δεν εφαρμόζεται σε περιπτώσεις δημόσιων ακροάσεων για πρωτοβουλίες πολιτών.

Το άρθρο 25 παράγραφος 9 δεν εφαρμόζεται σε περιπτώσεις δημόσιων ακροάσεων για πρωτοβουλίες πολιτών.

 

7α.     Σε περίπτωση που η Επιτροπή αμελήσει να υποβάλει πρόταση για την έκδοση νομικής πράξης εν συνεχεία επιτυχώς υποβληθείσης πρωτοβουλίας πολίτη σύμφωνα με το άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 211/2011 εντός περιόδου δώδεκα μηνών αφότου η Επιτροπή εξέδωσε σχετική θετική γνώμη και εξέθεσε σε ανακοίνωση τις ενέργειες στις οποίες προτίθεται να προβεί, η αρμόδια επιτροπή μπορεί να διοργανώσει ακρόαση κατόπιν διαβουλεύσεως με τους διοργανωτές της πρωτοβουλίας πολίτη και, εφόσον κριθεί σκόπιμο, να ενεργοποιήσει τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 46, ώστε να ασκήσει το Κοινοβούλιο το δικαίωμά του να ζητήσει από την Επιτροπή να του υποβάλει κατάλληλη πρόταση.

Τροπολογία 238

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 212

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 212

Άρθρο 212

Σύσταση και καθήκοντα των διακοινοβουλευτικών αντιπροσωπειών

Σύσταση και καθήκοντα των διακοινοβουλευτικών αντιπροσωπειών

1.   Μετά από πρόταση της Διάσκεψης των Προέδρων, το Κοινοβούλιο συνιστά μόνιμες διακοινοβουλευτικές αντιπροσωπείες και αποφασίζει για τη φύση τους και τον αριθμό των μελών τους, ανάλογα με τις αρμοδιότητές τους. Τα μέλη των αντιπροσωπειών εκλέγονται κατά την πρώτη ή τη δεύτερη περίοδο συνόδου μετά την επανεκλογή του Κοινοβουλίου για όλη τη διάρκεια της κοινοβουλευτικής περιόδου.

1.   Μετά από πρόταση της Διάσκεψης των Προέδρων, το Κοινοβούλιο συνιστά μόνιμες διακοινοβουλευτικές αντιπροσωπείες και αποφασίζει για τη φύση τους και τον αριθμό των μελών τους, ανάλογα με τις αρμοδιότητές τους. Τα μέλη των αντιπροσωπειών διορίζονται από τις πολιτικές ομάδες και από τους μη εγγεγραμμένους βουλευτές κατά την πρώτη ή τη δεύτερη περίοδο συνόδου μετά την επανεκλογή του Κοινοβουλίου για όλη τη διάρκεια της κοινοβουλευτικής περιόδου.

2.    Η εκλογή των μελών των αντιπροσωπειών γίνεται μετά από υποβολή υποψηφιοτήτων στη Διάσκεψη των Προέδρων εκ μέρους των πολιτικών ομάδων και των μη εγγεγραμμένων βουλευτών . Η Διάσκεψη των Προέδρων υποβάλλει στο Κοινοβούλιο προτάσεις ώστε να εξασφαλίζεται, κατά το δυνατόν, η δίκαιη εκπροσώπηση των κρατών μελών και των πολιτικών τάσεων. Εφαρμόζεται το άρθρο 199 παράγραφοι 2, 3, 5 και 6 .

2.    Οι πολιτικές ομάδες διασφαλίζουν, κατά το δυνατόν, τη δίκαιη εκπροσώπηση των κρατών μελών, των πολιτικών τάσεων και των φύλων . Δεν επιτρέπεται ο αριθμός των μελών της αντιπροσωπείας που έχουν την ίδια ιθαγένεια να υπερβαίνει το ένα τρίτο των μελών αυτής. Εφαρμόζεται κατ' αναλογίαν το άρθρο 199.

3.   Η συγκρότηση σε σώμα των προεδρείων των αντιπροσωπειών πραγματοποιείται σύμφωνα με τη διαδικασία που ισχύει για τις μόνιμες επιτροπές, σύμφωνα με το άρθρο 204.

3.   Η συγκρότηση σε σώμα των προεδρείων των αντιπροσωπειών πραγματοποιείται σύμφωνα με τη διαδικασία που ισχύει για τις μόνιμες επιτροπές, σύμφωνα με το άρθρο 204.

4.   Οι γενικές αρμοδιότητες των διαφόρων αντιπροσωπειών καθορίζονται από το Κοινοβούλιο, το οποίο μπορεί οποτεδήποτε να αποφασίσει επέκταση ή περιορισμό αυτών των αρμοδιοτήτων.

4.   Οι γενικές αρμοδιότητες των διαφόρων αντιπροσωπειών καθορίζονται από το Κοινοβούλιο, το οποίο μπορεί οποτεδήποτε να αποφασίσει επέκταση ή περιορισμό αυτών των αρμοδιοτήτων.

5.   Οι εκτελεστικές διατάξεις που απαιτούνται για τον καθορισμό των δραστηριοτήτων των αντιπροσωπειών εγκρίνονται από τη Διάσκεψη των Προέδρων μετά από πρόταση της Διάσκεψης των Προέδρων των Αντιπροσωπειών.

5.   Οι εκτελεστικές διατάξεις που απαιτούνται για τον καθορισμό των δραστηριοτήτων των αντιπροσωπειών εγκρίνονται από τη Διάσκεψη των Προέδρων μετά από πρόταση της Διάσκεψης των Προέδρων των Αντιπροσωπειών.

6.   Ο πρόεδρος της αντιπροσωπείας υποβάλλει έκθεση δραστηριοτήτων στην επιτροπή που είναι αρμόδια για τις εξωτερικές υποθέσεις και την ασφάλεια .

6.   Ο πρόεδρος της αντιπροσωπείας ενημερώνει τακτικά την επιτροπή που είναι αρμόδια για τις εξωτερικές υποθέσεις σχετικά με τις δραστηριότητες της αντιπροσωπείας .

7.   Εφόσον θέμα της ημερήσιας διάταξης εμπίπτει στο πεδίο αρμοδιότητας της αντιπροσωπείας, παρέχεται στον πρόεδρο της αντιπροσωπείας η δυνατότητα να ακουστεί από επιτροπή. Το ίδιο ισχύει για συνεδριάσεις των αντιπροσωπειών όσον αφορά τον πρόεδρο ή εισηγητή της επιτροπής αυτής.

7.   Εφόσον θέμα της ημερήσιας διάταξης εμπίπτει στο πεδίο αρμοδιότητας της αντιπροσωπείας, παρέχεται στον πρόεδρο της αντιπροσωπείας η δυνατότητα να ακουστεί από επιτροπή. Το ίδιο ισχύει για συνεδριάσεις των αντιπροσωπειών όσον αφορά τον πρόεδρο ή εισηγητή της επιτροπής αυτής.

Τροπολογία 239

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 213

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 213

Άρθρο 214α

Συνεργασία με την Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης

Συνεργασία με την Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης

1.   Τα όργανα του Κοινοβουλίου, και ιδιαίτερα οι επιτροπές, συνεργάζονται με τα αντίστοιχα όργανα της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης στους τομείς αμοιβαίου ενδιαφέροντος, με στόχο ιδιαίτερα τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των εργασιών τους και την αποφυγή της επικάλυψης εργασιών.

1.   Τα όργανα του Κοινοβουλίου, και ιδιαίτερα οι επιτροπές, συνεργάζονται με τα αντίστοιχα όργανα της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης στους τομείς αμοιβαίου ενδιαφέροντος, με στόχο ιδιαίτερα τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των εργασιών τους και την αποφυγή της επικάλυψης εργασιών.

2.   Η Διάσκεψη των Προέδρων, κατόπιν κοινής συμφωνίας με τις αρμόδιες αρχές της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης, καθορίζει τους όρους εφαρμογής των διατάξεων αυτών .

2.   Η Διάσκεψη των Προέδρων, κατόπιν κοινής συμφωνίας με τις αρμόδιες αρχές της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης, καθορίζει τους όρους αυτής της συνεργασίας .

 

(Το παρόν άρθρο μεταφέρεται, όπως τροποποιήθηκε, μετά το άρθρο 214).

Τροπολογία 240

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 214

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 214

Άρθρο 214

Μικτές κοινοβουλευτικές επιτροπές

Μικτές κοινοβουλευτικές επιτροπές

1.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί να συνιστά μικτές κοινοβουλευτικές επιτροπές με τα κοινοβούλια κρατών τα οποία είναι συνδεδεμένα με την Ένωση ή κρατών με τα οποία έχουν αρχίσει διαπραγματεύσεις για την ένταξή τους.

1.   Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί να συνιστά μικτές κοινοβουλευτικές επιτροπές με τα κοινοβούλια κρατών τα οποία είναι συνδεδεμένα με την Ένωση ή κρατών με τα οποία έχουν αρχίσει διαπραγματεύσεις για την ένταξή τους.

Οι επιτροπές αυτές μπορούν να υποβάλλουν συστάσεις στα συμμετέχοντα κοινοβούλια. Οι συστάσεις αυτές παραπέμπονται στην αρμόδια επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η οποία υποβάλλει προτάσεις για την περαιτέρω εξέτασή τους.

Οι επιτροπές αυτές μπορούν να υποβάλλουν συστάσεις στα συμμετέχοντα κοινοβούλια. Οι συστάσεις αυτές παραπέμπονται στην αρμόδια επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η οποία υποβάλλει προτάσεις για την περαιτέρω εξέτασή τους.

2.   Οι γενικές αρμοδιότητες των διαφόρων μικτών κοινοβουλευτικών επιτροπών καθορίζονται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τις συμφωνίες που έχουν συναφθεί με τις ίδιες τις τρίτες χώρες.

2.   Οι γενικές αρμοδιότητες των διαφόρων μικτών κοινοβουλευτικών επιτροπών καθορίζονται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σύμφωνα με τις συμφωνίες που έχουν συναφθεί με τις ίδιες τις τρίτες χώρες.

3.   Για τις μικτές κοινοβουλευτικές επιτροπές ισχύουν οι διαδικαστικές διατάξεις που καθορίζονται στην εκάστοτε συμφωνία. Η σύνθεσή τους βασίζεται στην ίση εκπροσώπηση της αντιπροσωπείας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του ομολόγου κοινοβουλίου.

3.   Για τις μικτές κοινοβουλευτικές επιτροπές ισχύουν οι διαδικαστικές διατάξεις που καθορίζονται στην εκάστοτε συμφωνία. Η σύνθεσή τους βασίζεται στην ίση εκπροσώπηση της αντιπροσωπείας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του ομολόγου κοινοβουλίου.

4.   Οι μικτές κοινοβουλευτικές επιτροπές καταρτίζουν εσωτερικό κανονισμό και τον υποβάλλουν προς έγκριση στο Προεδρείο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του συνεργαζόμενου κοινοβουλίου.

4.   Οι μικτές κοινοβουλευτικές επιτροπές καταρτίζουν εσωτερικό κανονισμό και τον υποβάλλουν προς έγκριση στο Προεδρείο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και στο αρμόδιο όργανο του συνεργαζόμενου κοινοβουλίου της εκάστοτε τρίτης χώρας .

5.   Η εκλογή των μελών των αντιπροσωπειών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις μικτές κοινοβουλευτικές επιτροπές, καθώς και η συγκρότηση των προεδρείων αυτών των αντιπροσωπειών πραγματοποιούνται σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται για τις διακοινοβουλευτικές αντιπροσωπείες.

5.   Η εκλογή των μελών των αντιπροσωπειών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις μικτές κοινοβουλευτικές επιτροπές, καθώς και η συγκρότηση των προεδρείων αυτών των αντιπροσωπειών πραγματοποιούνται σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται για τις διακοινοβουλευτικές αντιπροσωπείες.

Τροπολογία 241

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 215

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 215

Άρθρο 215

Δικαίωμα αναφοράς

Δικαίωμα αναφοράς

1.   Οι πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατοικεί ή έχει την καταστατική του έδρα σε κράτος μέλος, δικαιούνται να υποβάλουν, ατομικά ή από κοινού με άλλους πολίτες ή πρόσωπα, αναφορά στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για θέμα που εμπίπτει στους τομείς δραστηριοτήτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το οποίο τους αφορά άμεσα.

1.    Σύμφωνα με το άρθρο 227 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατοικεί ή έχει την καταστατική του έδρα σε κράτος μέλος, δικαιούνται να υποβάλουν, ατομικά ή από κοινού με άλλους πολίτες ή πρόσωπα, αναφορά στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για θέμα που εμπίπτει στους τομείς δραστηριοτήτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το οποίο τους αφορά άμεσα.

2.   Οι αναφορές προς το Κοινοβούλιο πρέπει να περιέχουν το όνομα , την ιθαγένεια και την κατοικία καθενός από τους αναφέροντες.

2.   Οι αναφορές προς το Κοινοβούλιο πρέπει να περιέχουν το όνομα και την κατοικία καθενός από τους αναφέροντες.

 

2α.     Αλληλογραφία με το Κοινοβούλιο που στερείται σαφώς των χαρακτηριστικών της αναφοράς δεν καταγράφεται ως αναφορά· αντ’ αυτού διαβιβάζεται χωρίς χρονοτριβή στην αρμόδια υπηρεσία για περαιτέρω επεξεργασία.

3.   Εφόσον αναφορά φέρει την υπογραφή πλειόνων φυσικών ή νομικών προσώπων, οι υπογράφοντες ορίζουν εκπρόσωπο, ο οποίος θεωρείται αναφέρων για τους σκοπούς του παρόντος τίτλου.

3.   Εφόσον αναφορά φέρει την υπογραφή πλειόνων φυσικών ή νομικών προσώπων, οι υπογράφοντες ορίζουν εκπρόσωπο, ο οποίος θεωρείται αναφέρων για τους σκοπούς του παρόντος τίτλου.

Εφόσον δεν έχει ορισθεί εκπρόσωπος, αναφέρων θεωρείται ο πρώτος υπογράφων ή κάποιο άλλο κατάλληλο πρόσωπο.

Εφόσον δεν έχει ορισθεί εκπρόσωπος, αναφέρων θεωρείται ο πρώτος υπογράφων ή κάποιο άλλο κατάλληλο πρόσωπο.

4.   Κάθε αναφέρων μπορεί οποτεδήποτε να αποσύρει την υποστήριξή του από την αναφορά.

4.   Κάθε αναφέρων μπορεί οποτεδήποτε να αποσύρει την υπογραφή του από την αναφορά.

Η αναφορά καθίσταται άκυρη όταν όλοι οι αναφέροντες πάψουν να την υποστηρίζουν .

Σε περίπτωση που όλοι οι αναφέροντες αποσύρουν τις υπογραφές τους, η αναφορά καθίσταται άκυρη.

5.   Οι αναφορές πρέπει να συντάσσονται σε μία από τις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

5.   Οι αναφορές πρέπει να συντάσσονται σε μία από τις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Αναφορές οι οποίες έχουν συνταχθεί σε άλλη γλώσσα εξετάζονται μόνον εάν ο αναφέρων έχει επισυνάψει μετάφραση σε μία από τις επίσημες γλώσσες. Η αλληλογραφία του Κοινοβουλίου με τον αναφέροντα πραγματοποιείται στην επίσημη γλώσσα στην οποία έχει συνταχθεί η μετάφραση του περιεχομένου.

Αναφορές οι οποίες έχουν συνταχθεί σε άλλη γλώσσα εξετάζονται μόνον εάν ο αναφέρων έχει επισυνάψει μετάφραση σε μία από τις επίσημες γλώσσες. Η αλληλογραφία του Κοινοβουλίου με τον αναφέροντα πραγματοποιείται στην επίσημη γλώσσα στην οποία έχει συνταχθεί η μετάφραση του περιεχομένου.

Το Προεδρείο μπορεί να αποφασίσει ότι οι αναφορές και η αλληλογραφία με τους αναφέροντες μπορεί να συντάσσονται σε άλλες γλώσσες χρησιμοποιούμενες σε κράτος μέλος .

Το Προεδρείο μπορεί να αποφασίσει ότι οι αναφορές και η αλληλογραφία με τους αναφέροντες μπορεί να συντάσσονται σε άλλες γλώσσες οι οποίες, σύμφωνα με τη συνταγματική τάξη των οικείων κρατών μελών, θεωρούνται επίσημες γλώσσες στο σύνολο ή σε τμήμα της επικράτειάς τους .

 

5α.     Οι αναφορές μπορούν να υποβάλλονται είτε ταχυδρομικώς είτε μέσω της διαδικτυακής πύλης αναφορών που καθίσταται διαθέσιμη στον ιστότοπο του Κοινοβουλίου και που καθοδηγεί τον αναφέροντα ώστε να διατυπώσει την αναφορά κατά τρόπο που συνάδει με τις παραγράφους 1 και 2.

 

5β.     Όποτε λαμβάνονται περισσότερες της μίας αναφορές σχετικά με το ίδιο θέμα, αυτές μπορούν να εξετασθούν από κοινού.

6.   Οι αναφορές καταχωρίζονται σε γενικό πρωτόκολλο κατά σειρά παραλαβής, αν πληρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 2· αν δεν τις πληρούν, αρχειοθετούνται και ο λόγος γνωστοποιείται στον αναφέροντα.

6.   Οι αναφορές καταχωρίζονται σε γενικό πρωτόκολλο κατά σειρά παραλαβής, αν πληρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 2· αν δεν τις πληρούν, αρχειοθετούνται και ο λόγος γνωστοποιείται στον αναφέροντα.

7.   Οι αναφορές που εγγράφονται στο γενικό πρωτόκολλο παραπέμπονται από τον Πρόεδρο στην αρμόδια επιτροπή, η οποία ελέγχει το παραδεκτό της αναφοράς σύμφωνα με το άρθρο 227 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

7.   Οι αναφορές που εγγράφονται στο γενικό πρωτόκολλο παραπέμπονται από τον Πρόεδρο στην αρμόδια επιτροπή, η οποία ελέγχει το παραδεκτό της αναφοράς σύμφωνα με το άρθρο 227 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εάν η αρμόδια επιτροπή δεν καταλήγει σε συμφωνία όσον αφορά το παραδεκτό της αναφοράς, η αναφορά κηρύσσεται παραδεκτή κατόπιν αιτήσεως τουλάχιστον του ενός τετάρτου των μελών της επιτροπής.

Εάν η αρμόδια επιτροπή δεν καταλήγει σε συμφωνία όσον αφορά το παραδεκτό της αναφοράς, η αναφορά κηρύσσεται παραδεκτή κατόπιν αιτήσεως τουλάχιστον του ενός τρίτου των μελών της επιτροπής.

8.   Οι αναφορές που χαρακτηρίζονται μη παραδεκτές από την επιτροπή αρχειοθετούνται. Η αιτιολόγηση της απόφασης κοινοποιείται στον αναφέροντα. Εφόσον είναι δυνατόν, μπορούν να του υποδειχθούν άλλα μέσα προσφυγής.

8.   Οι αναφορές που χαρακτηρίζονται μη παραδεκτές από την επιτροπή αρχειοθετούνται. Η αιτιολόγηση της απόφασης κοινοποιείται στον αναφέροντα. Εφόσον είναι δυνατόν, μπορούν να του υποδειχθούν άλλα μέσα προσφυγής.

9.    Κατά γενικό κανόνα, οι αναφορές, αφού καταχωριστούν, καθίστανται δημόσια έγγραφα και το όνομα του αναφέροντος και το περιεχόμενο των αναφορών δύνανται να δημοσιευθούν από το Κοινοβούλιο για λόγους διαφάνειας.

9.   Οι αναφορές, αφού καταχωριστούν, καθίστανται δημόσια έγγραφα και τα ονόματα του αναφέροντος , των ενδεχόμενων συνυπογραφόντων και των ενδεχόμενων υποστηρικτών καθώς και το περιεχόμενο των αναφορών δύνανται να δημοσιευθούν από το Κοινοβούλιο για λόγους διαφάνειας. Ο αναφέρων, οι συνυπογράφοντες και οι υποστηρικτές ενημερώνονται σχετικά.

10.   Με την επιφύλαξη των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου 9, ο αναφέρων μπορεί να ζητήσει τη μη δημοσίευση του ονόματός του προκειμένου να προστατευθεί ο ιδιωτικός του βίος· στην περίπτωση αυτή το Κοινοβούλιο πρέπει να ικανοποιήσει το αίτημα αυτό.

10.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 9, ο αναφέρων , συνυπογράφων ή υποστηρικτής μπορεί να ζητήσει τη μη δημοσίευση του ονόματός του προκειμένου να προστατευθεί ο ιδιωτικός του βίος· στην περίπτωση αυτή το Κοινοβούλιο πρέπει να ικανοποιήσει το αίτημα αυτό.

Εάν το αίτημα του αναφέροντος δεν μπορεί να εξετασθεί για λόγους ανωνυμίας, πραγματοποιείται διαβούλευση με τον αναφέροντα όσον αφορά τα περαιτέρω μέτρα που πρέπει να ληφθούν.

Εάν το αίτημα του αναφέροντος δεν μπορεί να εξετασθεί για λόγους ανωνυμίας, πραγματοποιείται διαβούλευση με τον αναφέροντα όσον αφορά τα περαιτέρω μέτρα που πρέπει να ληφθούν.

 

10α.     Προκειμένου να προστατεύσει δικαιώματα τρίτων, το Κοινοβούλιο μπορεί, με δική του πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος του ενδιαφερόμενου τρίτου, να χειριστεί ανώνυμα μια αναφορά και/ή οποιαδήποτε από τις πληροφορίες που αυτή περιέχει, εφόσον το κρίνει σκόπιμο.

11.    Ο αναφέρων μπορεί να ζητήσει την εμπιστευτική εξέταση της αναφοράς, οπότε το Κοινοβούλιο λαμβάνει κατάλληλες προφυλάξεις προκειμένου να διασφαλίσει ότι το περιεχόμενο δεν δημοσιοποιείται. Ο αναφέρων ενημερώνεται όσον αφορά τους συγκεκριμένους όρους υπό τους οποίους εφαρμόζεται η διάταξη αυτή.

 

12.    Η επιτροπή μπορεί, εφόσον το κρίνει σκόπιμο, να υποβάλει το θέμα στον Διαμεσολαβητή.

 

13.   Οι αναφορές που απευθύνουν στο Κοινοβούλιο φυσικά ή νομικά πρόσωπα που δεν είναι πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ούτε έχουν ως τόπο κατοικίας ή έδρα κράτος μέλος πρωτοκολλούνται και αρχειοθετούνται χωριστά. Κάθε μήνα ο Πρόεδρος διαβιβάζει κατάλογο των αναφορών του είδους αυτού που έλαβε το Κοινοβούλιο κατά τον προηγούμενο μήνα, με περίληψη του περιεχομένου τους, στην αρμόδια επί των αναφορών επιτροπή, η οποία μπορεί ακολούθως να ζητήσει να της διαβιβασθούν εκείνες τις οποίες κρίνει σκόπιμο να εξετάσει.

13.   Οι αναφορές που απευθύνουν στο Κοινοβούλιο φυσικά ή νομικά πρόσωπα που δεν είναι πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ούτε έχουν ως τόπο κατοικίας ή έδρα κράτος μέλος πρωτοκολλούνται και αρχειοθετούνται χωριστά. Κάθε μήνα ο Πρόεδρος διαβιβάζει κατάλογο των αναφορών του είδους αυτού που έλαβε το Κοινοβούλιο κατά τον προηγηθέντα μήνα, με περίληψη του περιεχομένου τους, στην αρμόδια επί των αναφορών επιτροπή, η οποία μπορεί ακολούθως να ζητήσει να της διαβιβασθούν εκείνες τις οποίες κρίνει σκόπιμο να εξετάσει.

Τροπολογία 242

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 216

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 216

Άρθρο 216

Εξέταση των αναφορών

Εξέταση των αναφορών

1.   Οι παραδεκτές αναφορές εξετάζονται από την αρμόδια επιτροπή στο πλαίσιο της συνήθους δραστηριότητάς της, είτε με συζήτηση σε τακτική συνεδρίαση είτε με γραπτή διαδικασία. Οι αναφέροντες μπορεί να κληθούν να συμμετάσχουν στις συνεδριάσεις της επιτροπής, εάν η αναφορά τους πρόκειται να συζητηθεί ή μπορούν να ζητήσουν να είναι παρόντες. Απόκειται στη διάκριση του προέδρου να παραχωρήσει στους αναφέροντες το δικαίωμα να λάβουν το λόγο.

1.   Οι παραδεκτές αναφορές εξετάζονται από την αρμόδια επιτροπή στο πλαίσιο της συνήθους δραστηριότητάς της, είτε με συζήτηση σε τακτική συνεδρίαση είτε με γραπτή διαδικασία. Οι αναφέροντες μπορεί να κληθούν να συμμετάσχουν στις συνεδριάσεις της επιτροπής, εάν η αναφορά τους πρόκειται να συζητηθεί ή μπορούν να ζητήσουν να είναι παρόντες. Απόκειται στη διάκριση του προέδρου να παραχωρήσει στους αναφέροντες το δικαίωμα να λάβουν το λόγο.

2.   Η επιτροπή, μπορεί, σε σχέση με παραδεκτή αναφορά, να αποφασίσει τη σύνταξη εκθέσεων ιδίας πρωτοβουλίας σύμφωνα με το άρθρο 52 παράγραφος 1 ή την κατάθεση σύντομης πρότασης ψηφίσματος στο Κοινοβούλιο, εφόσον η Διάσκεψη των Προέδρων δεν προβάλλει αντίρρηση. Οι εν λόγω προτάσεις ψηφίσματος εγγράφονται στην ημερήσια διάταξη της περιόδου συνόδου το αργότερο οκτώ εβδομάδες μετά την έγκρισή τους από την επιτροπή. Ψηφίζονται με ενιαία ψηφοφορία χωρίς συζήτηση, εκτός εάν η Διάσκεψη των Προέδρων αποφασίσει κατ' εξαίρεση να εφαρμόσει το άρθρο 151.

2.   Η επιτροπή, μπορεί, σε σχέση με παραδεκτή αναφορά, να αποφασίσει την κατάθεση σύντομης πρότασης ψηφίσματος στο Κοινοβούλιο, εφόσον η Διάσκεψη των Προέδρων των Επιτροπών έχει ενημερωθεί εκ των προτέρων και η Διάσκεψη των Προέδρων δεν προβάλλει αντίρρηση. Οι εν λόγω προτάσεις ψηφίσματος εγγράφονται στην ημερήσια διάταξη της περιόδου συνόδου το αργότερο οκτώ εβδομάδες μετά την έγκρισή τους από την επιτροπή. Ψηφίζονται με ενιαία ψηφοφορία. Η Διάσκεψη των Προέδρων δύναται να προτείνει να εφαρμόσει το άρθρο 151, διαφορετικά εγκρίνονται χωρίς συζήτηση .

Η επιτροπή μπορεί να ζητήσει τη γνωμοδότηση άλλης επιτροπής που έχει ειδική αρμοδιότητα στο υπό εξέταση ζήτημα, σύμφωνα με το άρθρο 53 και το παράρτημα VI.

 

3.   Όταν η έκθεση αφορά ειδικότερα την εφαρμογή ή ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή προτάσεις τροποποίησης της ισχύουσας νομοθεσίας, η αρμόδια για το συγκεκριμένο θέμα επιτροπή γνωμοδοτεί σύμφωνα με το άρθρο 53 παράγραφος 1 και το άρθρο 54 πρώτη και δεύτερη περίπτωση . Η αρμόδια επιτροπή κάνει δεκτές χωρίς ψηφοφορία προτάσεις που της διαβίβασε η αρμόδια για το συγκεκριμένο ζήτημα επιτροπή για τμήματα της πρότασης ψηφίσματος που αφορούν την εφαρμογή ή ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή τροποποιήσεις της ισχύουσας νομοθεσίας. Εάν η αρμόδια επιτροπή δεν αποδέχεται τις προτάσεις αυτές, η γνωμοδοτική επιτροπή μπορεί να τις υποβάλει άμεσα στην Ολομέλεια.

3.   Όταν η  επιτροπή προτίθεται να εκπονήσει έκθεση πρωτοβουλίας σύμφωνα με το άρθρο 52 παράγραφος 1 σε σχέση με παραδεκτή αναφορά που αφορά ειδικότερα την εφαρμογή ή ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή προτάσεις τροποποίησης της ισχύουσας νομοθεσίας, η αρμόδια για το συγκεκριμένο θέμα επιτροπή γνωμοδοτεί σύμφωνα με το άρθρο 53 και το άρθρο 54. Η αρμόδια επιτροπή κάνει δεκτές χωρίς ψηφοφορία προτάσεις που της διαβίβασε η αρμόδια για το συγκεκριμένο ζήτημα επιτροπή για τμήματα της πρότασης ψηφίσματος που αφορούν την εφαρμογή ή ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή τροποποιήσεις της ισχύουσας νομοθεσίας. Εάν η αρμόδια επιτροπή δεν αποδέχεται τις προτάσεις αυτές, η γνωμοδοτική επιτροπή μπορεί να τις υποβάλει απευθείας στην Ολομέλεια.

4.    Δημιουργείται ηλεκτρονικός κατάλογος στον οποίο οι πολίτες μπορούν να υποστηρίξουν ή να αποσύρουν την υποστήριξή τους προς τον αναφέροντα, προσυπογράφοντας ηλεκτρονικά αναφορές που έχουν κηρυχθεί παραδεκτές και έχουν εγγραφεί στο γενικό δημόσιο πρωτόκολλο .

4.    Οι υπογράφοντες μπορούν να υποστηρίξουν ή να αποσύρουν την υποστήριξή τους σε σχέση με παραδεκτή αναφορά στην διαδικτυακή πύλη αναφορών που καθίσταται διαθέσιμη στον ιστότοπο του Κοινοβουλίου .

5.    Για την διερεύνηση των αναφορών ή για τη διαπίστωση γεγονότων ή για την αναζήτηση λύσεων, η επιτροπή μπορεί να οργανώνει εξεταστικές αποστολές στο κράτος μέλος ή στην περιοχή που αφορά η αναφορά.

 

Οι συμμετέχοντες στις αποστολές αυτές συντάσσουν εκθέσεις, τις οποίες διαβιβάζουν στον Πρόεδρο κατόπιν εγκρίσεως της επιτροπής.

 

Oι εξεταστικές αποστολές και οι εκθέσεις που συντάσσονται σχετικά με αυτές αποσκοπούν μόνο στο να παρέχουν στην επιτροπή τις απαραίτητες πληροφορίες προκειμένου να της επιτρέψουν να εξετάσει την αναφορά περαιτέρω. Οι εκθέσεις αυτές συντάσσονται υπό την αποκλειστική ευθύνη των συμμετεχόντων στην αποστολή, οι οποίοι επιδιώκουν την επίτευξη συναίνεσης. Όταν η επίτευξη συναίνεσης δεν είναι δυνατή, η έκθεση πρέπει να εκθέτει τις διαφορετικές διαπιστώσεις ως προς τα πραγματικά περιστατικά ή αξιολογήσεις. Η έκθεση υποβάλλεται στην επιτροπή προς έγκριση με μία και μοναδική ψηφοφορία, εκτός εάν ο πρόεδρος δηλώσει, κατά περίπτωση, ότι μπορούν να κατατεθούν τροπολογίες σε τμήματα της έκθεσης. Το άρθρο 56 δεν εφαρμόζεται στις εκθέσεις αυτές, ούτε άμεσα ούτε κατ’ αναλογία. Ελλείψει έγκρισης από την επιτροπή, οι εκθέσεις δεν προωθούνται στον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου.

 

6.   Η επιτροπή μπορεί να ζητήσει τη συνδρομή της Επιτροπής, συγκεκριμένα ζητώντας διευκρινίσεις σχετικά με την εφαρμογή ή την τήρηση της νομοθεσίας της Ένωσης, καθώς και την κοινοποίηση όλων των πληροφοριών και εγγράφων που έχουν σχέση με το αντικείμενο της αναφοράς. Εκπρόσωποι της Επιτροπής συμμετέχουν στις συνεδριάσεις της Επιτροπής Αναφορών.

6.   Η επιτροπή μπορεί να ζητήσει τη συνδρομή της Επιτροπής, συγκεκριμένα ζητώντας διευκρινίσεις σχετικά με την εφαρμογή ή την τήρηση της νομοθεσίας της Ένωσης, καθώς και την κοινοποίηση όλων των πληροφοριών και εγγράφων που έχουν σχέση με το αντικείμενο της αναφοράς. Εκπρόσωποι της Επιτροπής συμμετέχουν στις συνεδριάσεις της Επιτροπής Αναφορών.

7.   Η επιτροπή μπορεί να ζητήσει από τον Πρόεδρο να διαβιβάσει τη γνώμη της ή τη σύστασή της προς την Επιτροπή, το Συμβούλιο ή την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους για λήψη μέτρων ή απάντηση.

7.   Η επιτροπή μπορεί να ζητήσει από τον Πρόεδρο να διαβιβάσει τη γνώμη της ή τη σύστασή της προς την Επιτροπή, το Συμβούλιο ή την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους για λήψη μέτρων ή απάντηση.

8.   Η επιτροπή πληροφορεί κάθε εξάμηνο το Κοινοβούλιο για τα αποτελέσματα των εργασιών της.

8.   Η επιτροπή υποβάλλει ετήσια έκθεση στο Κοινοβούλιο για τα αποτελέσματα των εργασιών της και, εσφόσον κρίνεται σκόπιμο, σχετικά με τα μέτρα που έλαβε το Συμβούλιο ή η Επιτροπή σχετικά με τις αναφορές που τους διαβιβάσθηκαν από το Κοινοβούλιο .

Η επιτροπή πληροφορεί ειδικότερα το Κοινοβούλιο για τα μέτρα τα οποία έλαβε το Συμβούλιο ή η Επιτροπή σχετικά με τις αναφορές που διαβιβάσθηκαν από το Κοινοβούλιο.

 

Ο αναφέρων ενημερώνεται για τις αποφάσεις που έλαβε η επιτροπή και του κοινοποιούνται οι λόγοι βάσει των οποίων ελήφθη η σχετική απόφαση.

 

Όταν ολοκληρωθεί η εξέταση μιας παραδεκτής αναφοράς, αυτή κηρύσσεται περατωθείσα και ενημερώνεται ο αναφέρων .

Όταν ολοκληρωθεί η εξέταση μιας παραδεκτής αναφοράς, αυτή κηρύσσεται περατωθείσα με απόφαση της επιτροπής .

 

9α.     Ο αναφέρων ενημερώνεται για όλες τις σχετικές αποφάσεις που έλαβε η επιτροπή και για τους λόγους βάσει των οποίων ελήφθησαν αυτές.

 

9β.     Μια αναφορά μπορεί να επανεξεταστεί με απόφαση της επιτροπής, εφόσον υποβληθούν στην επιτροπή νέα στοιχεία σχετικά με την αναφορά και εφόσον το ζητήσει ο αναφέρων.

 

9γ.     Η επιτροπή εγκρίνει με πλειοψηφία των μελών της κατευθυντήριες γραμμές για την επεξεργασία των αναφορών σύμφωνα με τον παρόντα Κανονισμό.

Τροπολογία 243

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 216 α (νέο)

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

 

Άρθρο 216α

 

Διερευνητικές επισκέψεις

 

1.    Για την διερεύνηση των αναφορών ή για τη διαπίστωση γεγονότων ή για την αναζήτηση λύσεων, η επιτροπή μπορεί να οργανώνει διερευνητικές επισκέψεις στο κράτος μέλος ή στην περιοχή που αφορά οποιαδήποτε αναφορά έχει κριθεί παραδεκτή και έχει ήδη συζητηθεί στην επιτροπή. Κατά γενικό κανόνα, οι διερευνητικές επισκέψεις καλύπτουν ζητήματα που εγείρουν περισσότερες της μίας αναφορές. Εφαρμόζονται οι κανόνες του Προεδρείου σχετικά με τις αντιπροσωπείες επιτροπών εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

2.    Βουλευτές που εκλέγονται στο κράτος μέλος προορισμού δεν συμμετέχουν στην αντιπροσωπεία. Μπορεί να τους επιτραπεί να συνοδεύσουν την αντιπροσωπεία στην διερευνητική επίσκεψη ex officio.

 

3.    Μετά από κάθε επίσκεψη, συντάσσεται από τα επίσημα μέλη της αντιπροσωπείας έκθεση αποστολής. Ο επικεφαλής της αντιπροσωπείας συντονίζει την σύνταξη της έκθεσης και επιδιώκει την συναίνεση επί του περιεχομένου της έκθεσης μεταξύ των επισήμων μελών της αντιπροσωπείας σε ισότιμη βάση. Όταν η επίτευξη συναίνεσης δεν είναι δυνατή, η έκθεση αποστολής οφείλει να εκθέτει τις αποκλίνουσες διαπιστώσεις.

 

Βουλευτές που συμμετέχουν ex officio στην αντιπροσωπεία δεν λαμβάνουν μέρος στην σύνταξη της έκθεσης.

 

4.    Η έκθεση αποστολής, με τις συστάσεις που ενδεχομένως περιέχει, υποβάλλεται στην επιτροπή. Οι βουλευτές μπορούν να καταθέτουν τροπολογίες επί των συστάσεων αλλά όχι επί των τμημάτων της έκθεσης που αφορούν τα πραγματικά γεγονότα που διαπίστωσε η αντιπροσωπεία.

 

Η επιτροπή ψηφίζει πρώτα επί των τροπολογιών επί των συστάσεων, αν υπάρχουν, και στη συνέχεια επί της έκθεσης αποστολής συνολικά.

 

Εφόσον η έκθεση αποστολής εγκριθεί, διαβιβάζεται προς ενημέρωση στον Πρόεδρο.

Τροπολογία 244

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 217

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 217

Άρθρο 217

Γνωστοποίηση των αναφορών

Γνωστοποίηση των αναφορών

1.   Οι αναφορές που καταχωρίστηκαν στο γενικό πρωτόκολλο που αναφέρει το άρθρο 215 παράγραφος 6, καθώς και οι σημαντικότερες διαδικαστικές αποφάσεις επί της εξέτασης των σχετικών αναφορών, γνωστοποιούνται κατά τη διάρκεια συνεδρίασης Ολομέλειας. Οι ανακοινώσεις αυτές εγγράφονται στα Συνοπτικά Πρακτικά της συνεδρίασης.

1.   Οι αναφορές που καταχωρίστηκαν στο γενικό πρωτόκολλο που αναφέρει το άρθρο 215 παράγραφος 6, καθώς και οι σημαντικότερες διαδικαστικές αποφάσεις επί της εξέτασης των σχετικών αναφορών, γνωστοποιούνται κατά τη διάρκεια συνεδρίασης Ολομέλειας. Οι ανακοινώσεις αυτές εγγράφονται στα Συνοπτικά Πρακτικά της συνεδρίασης.

2.   Ο τίτλος και η περίληψη των εγγεγραμμένων στο γενικό πρωτόκολλο αναφορών, οι γνωμοδοτήσεις που συνοδεύουν την εξέταση της αναφοράς, καθώς και οι σημαντικότερες αποφάσεις, εισάγονται, εφόσον συμφωνεί ο αναφέρων, σε τράπεζα δεδομένων στην οποία έχει πρόσβαση το κοινό . Οι αναφορές που εξετάζονται εμπιστευτικά φυλάσσονται στα αρχεία του Κοινοβουλίου, όπου μπορεί να τις συμβουλευθεί οποιοσδήποτε βουλευτής .

2.   Ο τίτλος και η περίληψη των εγγεγραμμένων στο γενικό πρωτόκολλο αναφορών, οι γνωμοδοτήσεις που συνοδεύουν την εξέταση της αναφοράς, καθώς και οι σημαντικότερες αποφάσεις, διατίθενται στο κοινό μέσω της διαδικτυακής πύλης αναφορών, η οποία καθίστανται διαθέσιμη στον ιστότοπο του Κοινοβουλίου .

Τροπολογία 245

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 218

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 218

Άρθρο 218

Πρωτοβουλία πολιτών

Πρωτοβουλία πολιτών

Όταν το Κοινοβούλιο πληροφορείται ότι η Επιτροπή έχει κληθεί να υποβάλει νομοθετική πρόταση σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 4 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 211/2011, η αρμόδια επί των αναφορών επιτροπή εξετάζει εάν η συγκεκριμένη πρόταση μπορεί να επηρεάσει τις εργασίες της και, ενδεχομένως, ενημερώνει σχετικά τους αναφέροντες, οι οποίοι έχουν υποβάλει αναφορές επί συναφών ζητημάτων.

1.   Όταν το Κοινοβούλιο πληροφορείται ότι η Επιτροπή έχει κληθεί να υποβάλει νομοθετική πρόταση σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 4 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 211/2011, η αρμόδια επί των αναφορών επιτροπή εξετάζει εάν η συγκεκριμένη πρόταση μπορεί να επηρεάσει τις εργασίες της και, ενδεχομένως, ενημερώνει σχετικά τους αναφέροντες, οι οποίοι έχουν υποβάλει αναφορές επί συναφών ζητημάτων.

Οι προταθείσες πρωτοβουλίες πολιτών που έχουν καταχωριστεί σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 211/2011, αλλά δεν είναι δυνατό να υποβληθούν στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 9 του εν λόγω κανονισμού, επειδή δεν τηρήθηκαν όλες οι προβλεπόμενες διαδικασίες και σχετικές προϋποθέσεις, μπορεί να εξεταστούν από την αρμόδια επί των αναφορών επιτροπή, εφόσον αυτή κρίνει ότι ενδείκνυται να δοθεί συνέχεια. Εν προκειμένω εφαρμόζονται κατ’ αναλογία τα άρθρα 215, 216 και 217 του Κανονισμού.

2.   Οι προταθείσες πρωτοβουλίες πολιτών που έχουν καταχωριστεί σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 211/2011, αλλά δεν είναι δυνατό να υποβληθούν στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 9 του εν λόγω κανονισμού, επειδή δεν τηρήθηκαν όλες οι προβλεπόμενες διαδικασίες και σχετικές προϋποθέσεις, μπορεί να εξεταστούν από την αρμόδια επί των αναφορών επιτροπή, εφόσον αυτή κρίνει ότι ενδείκνυται να δοθεί συνέχεια. Εν προκειμένω εφαρμόζονται κατ’ αναλογία τα άρθρα 215, 216, 216α και 217.

Τροπολογία 246

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 219

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 219

Άρθρο 219

Εκλογή του Διαμεσολαβητή

Εκλογή του Διαμεσολαβητή

1.   Κατά την έναρξη κάθε κοινοβουλευτικής περιόδου , αμέσως μετά την εκλογή του ή, στις περιπτώσεις που προβλέπονται από την παράγραφο 8 , ο Πρόεδρος ζητεί να υποβληθούν υποψηφιότητες για το διορισμό του Διαμεσολαβητή και ορίζει την προθεσμία για την κατάθεσή τους. Η ανακοίνωση αυτή δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

1.   Κατά την έναρξη κάθε κοινοβουλευτικής περιόδου ή, σε περίπτωση θανάτου, παραίτησης ή παύσης του Διαμεσολαβητή , ο Πρόεδρος ζητεί να υποβληθούν υποψηφιότητες για το διορισμό του Διαμεσολαβητή και ορίζει την προθεσμία για την κατάθεσή τους. Η ανακοίνωση αυτή δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.   Οι υποψηφιότητες πρέπει να υποστηριχθούν από σαράντα τουλάχιστον βουλευτές, προερχόμενους από δύο τουλάχιστον κράτη μέλη.

2.   Οι υποψηφιότητες πρέπει να υποστηριχθούν από σαράντα τουλάχιστον βουλευτές, προερχόμενους από δύο τουλάχιστον κράτη μέλη.

Κάθε βουλευτής μπορεί να υποστηρίξει μία μόνο υποψηφιότητα.

Κάθε βουλευτής μπορεί να υποστηρίξει μία μόνο υποψηφιότητα.

Οι υποψηφιότητες πρέπει να περιλαμβάνουν όλα τα δικαιολογητικά που αποδεικνύουν σαφώς ότι ο υποψήφιος πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται από το καθεστώς του Διαμεσολαβητή.

Οι υποψηφιότητες πρέπει να περιλαμβάνουν όλα τα δικαιολογητικά που αποδεικνύουν σαφώς ότι ο υποψήφιος πληροί τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 6 παράγραφος 2 της απόφασης 94/262/ΕΚΑΧ, ΕΚ, Ευρατόμ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με το καθεστώς του Διαμεσολαβητή και τους γενικούς όρους άσκησης των καθηκόντων του .

3.   Οι υποψηφιότητες διαβιβάζονται στην αρμόδια επιτροπή , η οποία μπορεί να ζητήσει από τους ενδιαφερόμενους να παρουσιαστούν για ακρόαση.

3.   Οι υποψηφιότητες διαβιβάζονται στην αρμόδια επιτροπή. Πλήρης κατάλογος των βουλευτών που υποστήριξαν υποψηφιότητες καθίστανται διαθέσιμος στο κοινό εν ευθέτω χρόνω .

Οι ακροάσεις αυτές είναι ανοιχτές για όλους τους βουλευτές.

 

 

3α.     Η αρμόδια επιτροπή μπορεί να ζητήσει από τους ενδιαφερόμενους να παρουσιαστούν για ακρόαση. Οι ακροάσεις αυτές είναι ανοιχτές για όλους τους βουλευτές.

4.   Ο αλφαβητικός κατάλογος των υποψηφιοτήτων που έχουν κριθεί παραδεκτές υποβάλλεται εν συνεχεία στο Κοινοβούλιο προς ψήφιση.

4.   Ο αλφαβητικός κατάλογος των υποψηφιοτήτων που έχουν κριθεί παραδεκτές υποβάλλεται εν συνεχεία στο Κοινοβούλιο προς ψήφιση.

5.    Η ψηφοφορία αυτή είναι μυστική και απαιτείτα ι πλειοψηφία των ψηφισάντων.

5.    Ο Διαμεσολαβητής εκλέγεται με την πλειοψηφία των ψηφισάντων.

Εάν μετά τους δύο πρώτους γύρους δεν εκλεγεί κανείς υποψήφιος, συνεχίζουν μόνο οι δύο υποψήφιοι που έχουν συγκεντρώσει το μεγαλύτερο αριθμό ψήφων στο δεύτερο γύρο.

Εάν μετά τους δύο πρώτους γύρους δεν εκλεγεί κανείς υποψήφιος, συνεχίζουν μόνο οι δύο υποψήφιοι που έχουν συγκεντρώσει το μεγαλύτερο αριθμό ψήφων στο δεύτερο γύρο.

Σε όλες τις περιπτώσεις ισοψηφίας επικρατεί ο πρεσβύτερος των υποψηφίων.

Σε όλες τις περιπτώσεις ισοψηφίας επικρατεί ο πρεσβύτερος των υποψηφίων.

6.   Πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας, ο Πρόεδρος βεβαιώνεται ότι είναι παρόν τουλάχιστον το ήμισυ του αριθμού των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο.

6.   Πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας, ο Πρόεδρος βεβαιώνεται ότι είναι παρόν τουλάχιστον το ήμισυ του αριθμού των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο.

7.    Ο εκλεγείς υποψήφιος καλείται αμέσως να ορκισθεί ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

8.   Ο Διαμεσολαβητής παραμένει εν ενεργεία έως ότου αναλάβει τα καθήκοντά του ο διάδοχός του, εκτός περιπτώσεων θανάτου ή παύσης του.

8.   Ο Διαμεσολαβητής παραμένει εν ενεργεία έως ότου αναλάβει τα καθήκοντά του ο διάδοχός του, εκτός περιπτώσεων θανάτου ή παύσης του.

Τροπολογία 247

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 220

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 220

Άρθρο 220

Δράση του Διαμεσολαβητή

Δράση του Διαμεσολαβητή

1.    Η απόφαση για το καθεστώς και τους γενικούς όρους άσκησης των καθηκόντων του Διαμεσολαβητή και οι εκτελεστικές διατάξεις αυτής της απόφασης, όπως έχουν εγκριθεί από το Διαμεσολαβητή, προσαρτώνται προς ενημέρωση στον παρόντα Κανονισμό  (25) .

 

2.    Ο Διαμεσολαβητής ενημερώνει το Κοινοβούλιο για κρούσματα κακοδιοίκησης που ανακαλύπτει, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφοι 6 και 7 της ανωτέρω απόφασης, για τα οποία η αρμόδια επιτροπή μπορεί να συντάξει έκθεση. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 8 της ανωτέρω απόφασης, υποβάλλει έκθεση προς το Κοινοβούλιο κατά τη λήξη κάθε συνόδου σχετικά με τα αποτελέσματα των ερευνών του. Η αρμόδια επιτροπή συντάσσει σχετικώς έκθεση, την οποία υποβάλλει προς συζήτηση στο Κοινοβούλιο.

2.    Η αρμόδια επιτροπή εξετάζει κρούσματα κακοδιοίκησης για τα οποία την ενημέρωσε ο Διαμεσολαβητής σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφοι 6 και 7 της απόφασης 94/262/ΕΚΑΧ, ΕΚ, Ευρατόμ και μπορεί να συντάξει έκθεση σύμφωνα με το άρθρο 52 .

 

Η αρμόδια επιτροπή εξετάζει την έκθεση που υποβάλλει ο Διαμεσολαβητής κατά τη λήξη κάθε συνόδου σχετικά με τα αποτελέσματα των ερευνών του , σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 8 της απόφασης 94/262/ΕΚΑΧ, ΕΚ, Ευρατόμ και μπορεί να υποβάλλει στο Kοινοβούλιο πρόταση ψηφίσματος εάν θεωρεί ότι το Kοινοβούλιο πρέπει να λάβει θέση σχετικά με οποιαδήποτε πτυχή της εν λόγω έκθεσης .

3.   Ο Διαμεσολαβητής μπορεί επίσης να ενημερώσει την αρμόδια επιτροπή κατόπιν αιτήματός της ή, κατόπιν δικής του πρωτοβουλίας, να γίνει δεκτός σε ακρόαση από αυτήν.

3.   Ο Διαμεσολαβητής μπορεί επίσης να ενημερώσει την αρμόδια επιτροπή κατόπιν αιτήματός της ή, κατόπιν δικής του πρωτοβουλίας, να γίνει δεκτός σε ακρόαση από αυτήν.

 

Τροπολογία 248

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 221

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 221

Άρθρο 221

Παύση του Διαμεσολαβητή

Παύση του Διαμεσολαβητή

1.   Το ένα δέκατο των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο μπορεί να ζητήσει την απαλλαγή του Διαμεσολαβητή από τα καθήκοντά του εάν αυτός παύσει να πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων του ή εάν υποπέσει σε σοβαρό παράπτωμα.

1.   Το ένα δέκατο των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο μπορεί να ζητήσει την απαλλαγή του Διαμεσολαβητή από τα καθήκοντά του εάν αυτός παύσει να πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων του ή εάν υποπέσει σε σοβαρό παράπτωμα. Σε περίπτωση που έχει πραγματοποιηθεί ψηφοφορία επί αιτήματος παύσης κατά τους προηγηθέντες δύο μήνες, μπορεί να κατατεθεί νέο αίτημα μόνο εφόσον υποστηρίζεται από το ένα πέμπτο των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο.

2.   Η αίτηση διαβιβάζεται στο Διαμεσολαβητή και την αρμόδια επιτροπή. Αν η πλειοψηφία των μελών της κρίνει βάσιμους τους λόγους, υποβάλλει έκθεση στο Κοινοβούλιο. Πριν τεθεί σε ψηφοφορία η έκθεση, πραγματοποιείται ακρόαση με το Διαμεσολαβητή εάν αυτός το ζητήσει. Το Κοινοβούλιο αποφασίζει, μετά από συζήτηση, με μυστική ψηφοφορία.

2.   Η αίτηση διαβιβάζεται στο Διαμεσολαβητή και την αρμόδια επιτροπή. Αν η πλειοψηφία των μελών της κρίνει βάσιμους τους λόγους, υποβάλλει έκθεση στο Κοινοβούλιο. Πριν τεθεί σε ψηφοφορία η έκθεση, πραγματοποιείται ακρόαση με το Διαμεσολαβητή εάν αυτός το ζητήσει. Το Κοινοβούλιο αποφασίζει, μετά από συζήτηση, με μυστική ψηφοφορία.

3.   Πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας, ο Πρόεδρος βεβαιώνεται ότι είναι παρόντες τουλάχιστον οι μισοί από τους βουλευτές που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο.

3.   Πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας, ο Πρόεδρος βεβαιώνεται ότι είναι παρόντες τουλάχιστον οι μισοί από τους βουλευτές που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο.

4.   Εάν το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας είναι υπέρ της παύσης του Διαμεσολαβητή από τα καθήκοντά του, και εφόσον ο ίδιος δεν υποβάλει παραίτηση, ο Πρόεδρος, το αργότερο μέχρι την περίοδο συνόδου που ακολουθεί εκείνη κατά την οποία διεξήχθη η ψηφοφορία, υποβάλλει αίτηση στο Δικαστήριο να απαλλάξει το Διαμεσολαβητή από τα καθήκοντά του, με αίτημα να αποφανθεί αμέσως.

4.   Εάν το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας είναι υπέρ της παύσης του Διαμεσολαβητή από τα καθήκοντά του, και εφόσον ο ίδιος δεν υποβάλει παραίτηση, ο Πρόεδρος, το αργότερο μέχρι την περίοδο συνόδου που ακολουθεί εκείνη κατά την οποία διεξήχθη η ψηφοφορία, υποβάλλει αίτηση στο Δικαστήριο να απαλλάξει το Διαμεσολαβητή από τα καθήκοντά του, με αίτημα να αποφανθεί αμέσως.

Αν ο Διαμεσολαβητής παραιτηθεί οικειοθελώς, διακόπτεται η διαδικασία.

Αν ο Διαμεσολαβητής παραιτηθεί οικειοθελώς, διακόπτεται η διαδικασία.

Τροπολογία 249

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 222

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 222

Άρθρο 222

Γενική Γραμματεία

Γενική Γραμματεία

1.   Το Κοινοβούλιο επικουρείται από Γενικό Γραμματέα, που διορίζεται από το Προεδρείο.

1.   Το Κοινοβούλιο επικουρείται από Γενικό Γραμματέα, που διορίζεται από το Προεδρείο.

Ο Γενικός Γραμματέας δίνει επίσημη υπόσχεση ενώπιον του Προεδρείου να ασκεί τα καθήκοντά του με πλήρη αμεροληψία και ευσυνειδησία.

Ο Γενικός Γραμματέας δίνει επίσημη υπόσχεση ενώπιον του Προεδρείου να ασκεί τα καθήκοντά του με πλήρη αμεροληψία και ευσυνειδησία.

2.   Ο Γενικός Γραμματέας του Κοινοβουλίου διευθύνει τη Γραμματεία, της οποίας η σύνθεση και η οργάνωση καθορίζονται από το Προεδρείο.

2.   Ο Γενικός Γραμματέας του Κοινοβουλίου διευθύνει τη Γραμματεία, της οποίας η σύνθεση και η οργάνωση καθορίζονται από το Προεδρείο.

3.   Το Προεδρείο καταρτίζει το οργανόγραμμα της Γενικής Γραμματείας, καθώς και τις διατάξεις σχετικά με την υπηρεσιακή και οικονομική κατάσταση των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού.

3.   Το Προεδρείο καταρτίζει το οργανόγραμμα της Γενικής Γραμματείας, καθώς και τις διατάξεις σχετικά με την υπηρεσιακή και οικονομική κατάσταση των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού.

Το Προεδρείο καθορίζει επίσης τις κατηγορίες των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού στους οποίους εφαρμόζονται, εν όλω ή εν μέρει, τα άρθρα 11 έως 13 του Πρωτοκόλλου περί των Προνομίων και Ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

Ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου προβαίνει στις απαραίτητες ανακοινώσεις προς τα αρμόδια θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου προβαίνει στις απαραίτητες ανακοινώσεις προς τα αρμόδια θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Τροπολογία 250

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Τίτλος 12 — τίτλος

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

ΤΙΤΛΟΣ XII

ΤΙΤΛΟΣ XII

ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΟΜΜΑΤΑ ΣΕ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ

ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΕΥΡΩΠΑΪΚΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΟΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΑ ΕΥΡΩΠΑΪΚΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ

Τροπολογία 251

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 223

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 223

διαγράφεται

Αρμοδιότητες του Προέδρου

 

Ο Πρόεδρος εκπροσωπεί το Κοινοβούλιο στις σχέσεις του με τα πολιτικά κόμματα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, σύμφωνα με το άρθρο 22 παράγραφος 4.

 

Τροπολογία 252

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 223 α (νέο)

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

 

Άρθρο 223α  ()

Αρμοδιότητες σχετικά με τα ευρωπαϊκά πολιτικά κόμματα και τα ευρωπαϊκά πολιτικά ιδρύματα

1.    Όταν, σύμφωνα με το άρθρο 65 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης, το Κοινοβούλιο αποφασίζει να επιφυλαχθεί του δικαιώματός του να εγκρίνει δαπάνες, ενεργεί μέσω του Προεδρείου του.

 

Στη βάση αυτή, το Προεδρείο είναι αρμόδιο να αποφασίζει βάσει των άρθρων 17, 18, 24, 27 παράγραφος 3 και 30 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 1141/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με το καθεστώς και τη χρηματοδότηση των ευρωπαϊκών πολιτικών κομμάτων και των ευρωπαϊκών πολιτικών ιδρυμάτων.

 

Οι μεμονωμένες αποφάσεις που λαμβάνει το Προεδρείο βάσει αυτής της παραγράφου υπογράφονται από τον Πρόεδρο εξ ονόματός του και κοινοποιούνται στον αιτούντα ή στον δικαιούχο σύμφωνα με το άρθρο 297 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι μεμονωμένες αποφάσεις είναι αιτιολογημένες σύμφωνα με το άρθρο 296 παράγραφος 2 της εν λόγω Συνθήκης.

 

Το Προεδρείο μπορεί ανά πάσα στιγμή να ζητήσει τη γνώμη της Διάσκεψης των Προέδρων.

 

2.    Κατόπιν αιτήματος του ενός τετάρτου των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο, που εκπροσωπούν τουλάχιστον τρεις πολιτικές ομάδες, το Κοινοβούλιο ψηφίζει σχετικά με την απόφαση να ζητηθεί, βάσει του άρθρου 10 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 1141/2014, από την Αρχή για τα Ευρωπαϊκά Πολιτικά Κόμματα και τα Ευρωπαϊκά Πολιτικά Ιδρύματα να εξακριβώσει κατά πόσο ένα καταχωρισμένο ευρωπαϊκό πολιτικό κόμμα ή ένα καταχωρισμένο ευρωπαϊκό πολιτικό ίδρυμα συμμορφώνεται με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο γ) και στο άρθρο 3 παράγραφος 2 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 1141/2014.

 

3.    Κατόπιν αιτήματος του ενός τετάρτου των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο, που εκπροσωπούν τουλάχιστον τρεις πολιτικές ομάδες, το Κοινοβούλιο ψηφίζει σχετικά με πρόταση αιτιολογημένης απόφασης να αντιταχθεί, βάσει του άρθρου 10 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 1141/2014, στην απόφαση της Αρχής για τα Ευρωπαϊκά Πολιτικά Κόμματα και τα Ευρωπαϊκά Πολιτικά Ιδρύματα να διαγράψει την καταχώριση ευρωπαϊκού πολιτικού κόμματος ή ευρωπαϊκού πολιτικού ιδρύματος εντός τριών μηνών από την ανακοίνωση της απόφασης.

 

Η αρμόδια επιτροπή υποβάλλει την πρόταση αιτιολογημένης απόφασης. Σε περίπτωση απόρριψης της πρότασης, θεωρείται εγκριθείσα η αντίθετη απόφαση.

 

4.    Βάσει πρότασης της αρμόδιας επιτροπής, η Διάσκεψη των Προέδρων διορίζει δύο μέλη της επιτροπής ανεξάρτητων διακεκριμένων προσωπικοτήτων σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 1141/2014.

Τροπολογία 253

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 224

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 224

διαγράφεται

Αρμοδιότητες του Προεδρείου

 

1.    Το Προεδρείο αποφασίζει για την αίτηση χρηματοδότησης που υπέβαλε πολιτικό κόμμα σε ευρωπαϊκό επίπεδο καθώς και για την κατανομή των πιστώσεων μεταξύ των δικαιούχων πολιτικών κομμάτων. Εκδίδει κατάλογο των δικαιούχων και των χορηγουμένων ποσών.

 

2.    Το Προεδρείο αποφασίζει σχετικά με ενδεχόμενη αναστολή ή μείωση χρηματοδότησης και την ενδεχόμενη είσπραξη αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών.

 

3.    Το Προεδρείο, μετά το τέλος του οικονομικού έτους, εγκρίνει την τελική έκθεση δραστηριότητας και την τελική οικονομική εκκαθάριση του δικαιούχου πολιτικού κόμματος.

 

4.    Το Προεδρείο, στο πλαίσιο των όρων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2004/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, μπορεί να παράσχει τεχνική βοήθεια στα πολιτικά κόμματα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, σύμφωνα με τις προτάσεις τους. Το Προεδρείο μπορεί να μεταβιβάσει ειδικούς τύπους αποφάσεων για παροχή τεχνικής βοήθειας στο Γενικό Γραμματέα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

 

5.    Σε όλες τις περιπτώσεις των προηγουμένων παραγράφων, το Προεδρείο ενεργεί με βάση πρόταση του Γενικού Γραμματέα. Εκτός από τις περιπτώσεις της πρώτης και της τετάρτης παραγράφου, το Προεδρείο, πριν λάβει απόφαση, ακούει τους εκπροσώπους του ενδιαφερομένου πολιτικού κόμματος. Το Προεδρείο μπορεί ανά πάσα στιγμή να ζητήσει τη γνώμη της Διάσκεψης των Προέδρων.

 

6.    Εφόσον το Κοινοβούλιο διαπιστώσει, κατόπιν επαληθεύσεως, ότι πολιτικό κόμμα σε ευρωπαϊκό επίπεδο δεν τηρεί τις αρχές της ελευθερίας, της δημοκρατίας, του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών καθώς και του κράτους δικαίου, το Προεδρείο αποφασίζει την εξαίρεση του εν λόγω πολιτικού κόμματος από τη χρηματοδότηση.

 

Τροπολογία 254

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 225

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 225

διαγράφεται

Αρμοδιότητες της αρμόδιας επιτροπής και της Ολομέλειας του Κοινοβουλίου

 

1.    Κατόπιν αιτήματος του ενός τετάρτου των μελών του Κοινοβουλίου, που εκπροσωπούν τουλάχιστον τρεις πολιτικές ομάδες, ο Πρόεδρος, κατόπιν ανταλλαγής απόψεων στη Διάσκεψη των Προέδρων, ζητεί από την αρμόδια επιτροπή να επαληθεύσει εάν πολιτικό κόμμα σε ευρωπαϊκό επίπεδο εξακολουθεί να τηρεί, κυρίως στο πρόγραμμά του και με τη δράση του, τις αρχές στις οποίες βασίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση, συγκεκριμένα τις αρχές της ελευθερίας, της δημοκρατίας, του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών καθώς και του κράτους δικαίου.

 

2.    Η αρμόδια επιτροπή, προτού υποβάλει πρόταση απόφασης στο Κοινοβούλιο, ακούει τους εκπροσώπους του σχετικού πολιτικού κόμματος, ζητεί και εξετάζει τη γνώμη της επιτροπής ανεξαρτήτων προσωπικοτήτων, την οποία προβλέπει ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2004/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

 

3.    Το Κοινοβούλιο αποφασίζει κατά πλειοψηφία των ψηφισάντων σχετικά με την πρόταση απόφασης που διαπιστώνει εάν το εν λόγω πολιτικό κόμμα τηρεί τις αρχές που εμφαίνονται στην παράγραφο 1. Δεν είναι δυνατή η κατάθεση τροπολογίας. Και στις δύο περιπτώσεις, εάν η πρόταση απόφασης δεν συγκεντρώσει την πλειοψηφία, θεωρείται εγκριθείσα η αντίθετη απόφαση.

 

4.    Η απόφαση του Κοινοβουλίου παράγει αποτέλεσμα από την ημέρα της κατάθεσης της αίτησης της παραγράφου 1.

 

5.    Ο Πρόεδρος εκπροσωπεί το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στην επιτροπή ανεξαρτήτων προσωπικοτήτων.

 

6.    Η αρμόδια επιτροπή συντάσσει την έκθεση που προβλέπει ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2004/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού, καθώς και σχετικά με τις χρηματοδοτηθείσες δραστηριότητες, και την υποβάλλει στην Ολομέλεια.

 

Τροπολογία 255

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 226

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 226

Άρθρο 226

Εφαρμογή του Κανονισμού

Εφαρμογή του Κανονισμού

1.   Αν προκύψουν αμφιβολίες σχετικά με την εφαρμογή ή ερμηνεία του παρόντος Κανονισμού, ο Πρόεδρος μπορεί να παραπέμψει το ζήτημα προς εξέταση στην αρμόδια επιτροπή.

1.   Αν προκύψουν αμφιβολίες σχετικά με την εφαρμογή ή ερμηνεία του παρόντος Κανονισμού, ο Πρόεδρος μπορεί να παραπέμψει το ζήτημα προς εξέταση στην αρμόδια επιτροπή.

Οι πρόεδροι των επιτροπών δύνανται να πράξουν ομοίως εφόσον οι αμφιβολίες προκύψουν κατά τις εργασίες της επιτροπής και σχετίζονται προς αυτές.

Οι πρόεδροι των επιτροπών δύνανται να πράξουν ομοίως εφόσον οι αμφιβολίες προκύψουν κατά τις εργασίες της επιτροπής και σχετίζονται προς αυτές.

2.   Η αρμόδια επιτροπή αποφασίζει αν απαιτείται να γίνει πρόταση τροποποίησης του Κανονισμού. Στην περίπτωση αυτή, ακολουθεί τη διαδικασία του άρθρου 227.

2.   Η αρμόδια επιτροπή αποφασίζει αν απαιτείται να γίνει πρόταση τροποποίησης του Κανονισμού. Στην περίπτωση αυτή, ακολουθεί τη διαδικασία του άρθρου 227.

3.   Αν η αρμόδια επιτροπή αποφασίσει ότι αρκεί η ερμηνεία των υφισταμένων διατάξεων του Κανονισμού, τότε διαβιβάζει την ερμηνεία αυτή στον Πρόεδρο, ο οποίος ενημερώνει σχετικά το Κοινοβούλιο κατά την επόμενη περίοδο συνόδου του.

3.   Αν η αρμόδια επιτροπή αποφασίσει ότι αρκεί η ερμηνεία των υφισταμένων διατάξεων του Κανονισμού, τότε διαβιβάζει την ερμηνεία αυτή στον Πρόεδρο, ο οποίος ενημερώνει σχετικά το Κοινοβούλιο κατά την επόμενη περίοδο συνόδου του.

4.   Αν μία πολιτική ομάδα ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτές αντιτεθούν στην ερμηνεία της επιτροπής, το ζήτημα υποβάλλεται στο Κοινοβούλιο, το οποίο αποφασίζει επ’ αυτού με σχετική πλειοψηφία εάν είναι παρόν τουλάχιστον το ένα τρίτο των βουλευτών του. Σε περίπτωση απόρριψης, το ζήτημα παραπέμπεται εκ νέου στην επιτροπή.

4.   Αν μία πολιτική ομάδα ή σαράντα τουλάχιστον βουλευτές αντιτεθούν στην ερμηνεία της επιτροπής εντός 24 ωρών μετά την ανακοίνωσή της , το ζήτημα υποβάλλεται στο Κοινοβούλιο, το οποίο αποφασίζει επ’ αυτού με σχετική πλειοψηφία εάν είναι παρόν τουλάχιστον το ένα τρίτο των βουλευτών του. Σε περίπτωση απόρριψης, το ζήτημα παραπέμπεται εκ νέου στην επιτροπή.

5.   Οι ερμηνείες για τις οποίες δεν έχει υποβληθεί ένσταση και οι ερμηνείες που έχουν γίνει δεκτές από το Κοινοβούλιο προστίθενται με πλάγια τυπογραφικά στοιχεία ως ερμηνείες του άρθρου ή των αντίστοιχων άρθρων.

5.   Οι ερμηνείες για τις οποίες δεν έχει υποβληθεί ένσταση και οι ερμηνείες που έχουν γίνει δεκτές από το Κοινοβούλιο προστίθενται με πλάγια τυπογραφικά στοιχεία ως ερμηνείες του άρθρου ή των αντίστοιχων άρθρων.

6.   Οι ερμηνείες αυτές πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τη μελλοντική εφαρμογή και ερμηνεία των σχετικών άρθρων.

6.   Οι ερμηνείες αυτές πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τη μελλοντική εφαρμογή και ερμηνεία των σχετικών άρθρων.

7.   Ο Κανονισμός και οι ερμηνείες επανεξετάζονται τακτικά από την αρμόδια επιτροπή.

7.   Ο Κανονισμός και οι ερμηνείες επανεξετάζονται τακτικά από την αρμόδια επιτροπή.

8.   Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι διατάξεις του Κανονισμού παρέχουν ορισμένα δικαιώματα σε συγκεκριμένο αριθμό βουλευτών, ο αριθμός αυτός θα προσαρμόζεται αυτομάτως στον πλησιέστερο ακέραιο αριθμό που αντιστοιχεί στο αυτό ποσοστό των βουλευτών του Κοινοβουλίου όταν το σύνολο των τελευταίων αυξάνεται , ιδίως λόγω διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

8.   Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι διατάξεις του Κανονισμού παρέχουν ορισμένα δικαιώματα σε συγκεκριμένο αριθμό βουλευτών, ο αριθμός αυτός θα προσαρμόζεται αυτομάτως στον πλησιέστερο ακέραιο αριθμό που αντιστοιχεί στο αυτό ποσοστό των βουλευτών του Κοινοβουλίου όταν το σύνολο των τελευταίων μεταβάλλεται , ιδίως λόγω διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Τροπολογία 256

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 227

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 227

Άρθρο 227

Τροποποίηση του Κανονισμού

Τροποποίηση του Κανονισμού

1.   Κάθε βουλευτής μπορεί να προτείνει τροποποιήσεις στον Κανονισμό και στα παραρτήματά του, συνοδευόμενες, εφόσον απαιτείται από σύντομες αιτιολογήσεις.

1.   Κάθε βουλευτής μπορεί να προτείνει τροποποιήσεις στον Κανονισμό και στα παραρτήματά του, συνοδευόμενες, εφόσον απαιτείται, από σύντομες αιτιολογήσεις.

Οι εν λόγω προτάσεις τροποποίησης μεταφράζονται, εκτυπώνονται, διανέμονται και αποστέλλονται στην αρμόδια επιτροπή, η οποία τις εξετάζει και αποφασίζει περί της υποβολής τους ή μη στο Κοινοβούλιο.

Η αρμόδια επιτροπή τις εξετάζει και αποφασίζει περί της υποβολής τους ή μη στο Κοινοβούλιο.

Για την εφαρμογή των άρθρων 169, 170 και 174 στην εξέταση των εν λόγω προτάσεων στην Ολομέλεια, οι αναφορές που γίνονται στα άρθρα αυτά στο «αρχικό κείμενο» ή στην «προτεινόμενη νομοθετική πράξη» θεωρούνται ότι παραπέμπουν στην ισχύουσα διάταξη.

Για την εφαρμογή των άρθρων 169, 170 και 174 στην εξέταση των εν λόγω προτάσεων στην Ολομέλεια, οι αναφορές που γίνονται στα άρθρα αυτά στο «αρχικό κείμενο» ή στην «προτεινόμενη νομοθετική πράξη» θεωρούνται ότι παραπέμπουν στην ισχύουσα διάταξη.

2.   Οι τροπολογίες επί του παρόντος Κανονισμού γίνονται δεκτές μόνο εφόσον λάβουν την πλειοψηφία των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο.

2.    Σύμφωνα με το άρθρο 232 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι τροπολογίες επί του παρόντος Κανονισμού γίνονται δεκτές μόνο εφόσον λάβουν την πλειοψηφία των βουλευτών που απαρτίζουν το Κοινοβούλιο.

3.   Εκτός προβλεπομένων εξαιρέσεων κατά την ψηφοφορία, οι τροποποιήσεις επί του παρόντος Κανονισμού και επί των παραρτημάτων του αρχίζουν να ισχύουν την πρώτη ημέρα της περιόδου συνόδου η οποία ακολουθεί την έγκρισή τους.

3.   Εκτός προβλεπομένων εξαιρέσεων κατά την ψηφοφορία, οι τροποποιήσεις επί του παρόντος Κανονισμού και επί των παραρτημάτων του αρχίζουν να ισχύουν την πρώτη ημέρα της περιόδου συνόδου η οποία ακολουθεί την έγκρισή τους.

Τροπολογία 257

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 230

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 230

διαγράφεται

Διάρθρωση των παραρτημάτων

 

Τα παραρτήματα στον παρόντα Κανονισμό κατατάσσονται σύμφωνα με τις εξής τέσσερεις κατηγορίες:

 

α)

διατάξεις εφαρμογής των κανονιστικών διαδικασιών που εγκρίνονται με την πλειοψηφία των ψηφισάντων (παράρτημα VII)·

 

β)

διατάξεις που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή ειδικών κανόνων που περιλαμβάνονται στον Κανονισμό και σύμφωνα με τις διαδικασίες και τους κανόνες πλειοψηφίας που προβλέπονται από αυτόν (παραρτήματα I, II, III, IV, V, παράρτημα VII μέρη Α, Γ, Ε και ΣΤ και παράρτημα IX μέρος Α)·

 

γ)

διοργανικές συμφωνίες ή λοιπές διατάξεις που θεσπίζονται σύμφωνα με τις Συνθήκες και εφαρμόζονται στο Κοινοβούλιο ή παρουσιάζουν ενδιαφέρον για τη λειτουργία του. Η εγγραφή σε παράρτημα αυτών των διατάξεων αποφασίζεται από το Κοινοβούλιο με την πλειοψηφία των ψηφισάντων, μετά από πρόταση της αρμόδιας επιτροπής του (παράρτημα VII μέρη Β και Δ, παράρτημα VIII, παράρτημα IX μέρος Β και παραρτήματα X, XI, XII, XIII, XIV, XVIII, XIX και XXI)·

 

δ)

κατευθυντήριες γραμμές και κώδικες συμπεριφοράς που έχουν εγκριθεί από τα αρμόδια όργανα του Κοινοβουλίου (παραρτήματα XV, XVI, XVII και XX).

 

Τροπολογία 258

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Άρθρο 231

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 231

Άρθρο 231

Διορθωτικά

Διορθωτικά

1.   Όταν εντοπίζεται λάθος σε κείμενο που έχει εγκρίνει το Κοινοβούλιο, ο Πρόεδρος διαβιβάζει, κατά περίπτωση, σχέδιο διορθωτικού στην αρμόδια επιτροπή.

1.   Όταν εντοπίζεται λάθος σε κείμενο που έχει εγκρίνει το Κοινοβούλιο, ο Πρόεδρος διαβιβάζει, κατά περίπτωση, σχέδιο διορθωτικού στην αρμόδια επιτροπή.

2.   Όταν εντοπίζεται λάθος σε κείμενο που έχει εγκριθεί από το Κοινοβούλιο και έχει συμφωνηθεί με άλλα θεσμικά όργανα, ο Πρόεδρος ζητεί τη συγκατάθεση των εν λόγω θεσμικών οργάνων ως προς τις αναγκαίες διορθώσεις, πριν ενεργήσει σύμφωνα με την παράγραφο 1.

2.   Όταν εντοπίζεται λάθος σε κείμενο που έχει εγκριθεί από το Κοινοβούλιο και έχει συμφωνηθεί με άλλα θεσμικά όργανα, ο Πρόεδρος ζητεί τη συγκατάθεση των εν λόγω θεσμικών οργάνων ως προς τις αναγκαίες διορθώσεις, πριν ενεργήσει σύμφωνα με την παράγραφο 1.

3.   Η αρμόδια επιτροπή εξετάζει το σχέδιο διορθωτικού και το υποβάλλει στο Σώμα, αν διαπιστώσει ότι έχει γίνει λάθος που μπορεί να διορθωθεί με τον προτεινόμενο τρόπο.

3.   Η αρμόδια επιτροπή εξετάζει το σχέδιο διορθωτικού και το υποβάλλει στο Σώμα, αν διαπιστώσει ότι έχει γίνει λάθος που μπορεί να διορθωθεί με τον προτεινόμενο τρόπο.

4.   Το διορθωτικό ανακοινώνεται κατά την προσεχή περίοδο συνόδου. Λογίζεται εγκριθέν, εκτός αν, εντός το πολύ είκοσι τεσσάρων ωρών από την ανακοίνωσή του, μία πολιτική ομάδα ή τουλάχιστον σαράντα βουλευτές υποβάλουν αίτηση να τεθεί σε ψηφοφορία. Αν το διορθωτικό δεν εγκριθεί, αναπέμπεται στην αρμόδια επιτροπή, η οποία μπορεί να προτείνει τροποποιημένο διορθωτικό ή να θεωρήσει τη διαδικασία περατωθείσα.

4.   Το διορθωτικό ανακοινώνεται κατά την προσεχή περίοδο συνόδου. Λογίζεται εγκριθέν, εκτός αν, εντός το πολύ είκοσι τεσσάρων ωρών από την ανακοίνωσή του, μία πολιτική ομάδα ή τουλάχιστον σαράντα βουλευτές υποβάλουν αίτηση να τεθεί σε ψηφοφορία. Αν το διορθωτικό δεν εγκριθεί, αναπέμπεται στην αρμόδια επιτροπή, η οποία μπορεί να προτείνει τροποποιημένο διορθωτικό ή να θεωρήσει τη διαδικασία περατωθείσα.

5.   Τα εγκριθέντα διορθωτικά δημοσιεύονται με τον ίδιο τρόπο όπως το κείμενο στο οποίο αναφέρονται. Εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν τα άρθρα 76, 77 και 78.

5.   Τα εγκριθέντα διορθωτικά δημοσιεύονται με τον ίδιο τρόπο όπως το κείμενο στο οποίο αναφέρονται. Εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν το άρθρο 78.

Τροπολογία 259

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Παράρτημα I — άρθρο 2

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 2

Άρθρο 2

Κύρια καθήκοντα των βουλευτών

Κύρια καθήκοντα των βουλευτών

Στο πλαίσιο της εντολής τους, οι βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου:

Στο πλαίσιο της εντολής τους, οι βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου:

α)

δεν έρχονται σε οποιαδήποτε συμφωνία για δράση ή ψήφο προς όφελος οποιουδήποτε τρίτου φυσικού ή νομικού προσώπου, η οποία θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την ελευθερία ψήφου τους, όπως ορίζεται στο άρθρο 6 της Πράξης της 20ής Σεπτεμβρίου 1976 για την εκλογή των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με άμεση καθολική ψηφοφορία και στο άρθρο 2 του Καθεστώτος των Βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου,

α)

δεν έρχονται σε οποιαδήποτε συμφωνία για δράση ή ψήφο προς όφελος οποιουδήποτε τρίτου φυσικού ή νομικού προσώπου, η οποία θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την ελευθερία ψήφου τους, όπως ορίζεται στο άρθρο 6 της Πράξης της 20ής Σεπτεμβρίου 1976 για την εκλογή των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με άμεση καθολική ψηφοφορία και στο άρθρο 2 του Καθεστώτος των Βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου,

β)

δεν επιζητούν, αποδέχονται ή λαμβάνουν οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση οικονομική παροχή ή άλλη αμοιβή, ως αντάλλαγμα για την άσκηση επιρροής ή την ψήφιση νομοθεσίας, προτάσεων ψηφίσματος, γραπτών δηλώσεων ή ερωτήσεων που έχουν υποβληθεί στο Κοινοβούλιο ή σε κάποια από τις επιτροπές του , και αποφεύγουν συνειδητά οποιασδήποτε κατάσταση που ενδέχεται να προσομοιάζει με δωροδοκία.

β)

δεν επιζητούν, αποδέχονται ή λαμβάνουν οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση παροχή ή άλλη αμοιβή, είτε σε χρήματα είτε σε είδος, ως αντάλλαγμα για ορισμένη συμπεριφορά στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού έργου του βουλευτή , και αποφεύγουν συνειδητά οποιασδήποτε κατάσταση που ενδέχεται να παραπέμπει σε δωροδοκία ή αθέμιτη επιρροή .

 

βα)

δεν δραστηριοποιούνται επαγγελματικά και επ’ αμοιβή σε ομάδες συμφερόντων που συνδέονται άμεσα με τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων της Ένωσης.

Τροπολογία 260

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Παράρτημα I — άρθρο 4

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 4

Άρθρο 4

Δήλωση των βουλευτών

Δήλωση των βουλευτών

1.   Για λόγους διαφάνειας, οι βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου υποβάλλουν με ατομική τους ευθύνη δήλωση οικονομικών συμφερόντων στον Πρόεδρο έως το τέλος της πρώτης συνόδου που έπεται των εκλογών για την ανάδειξη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (ή εντός 30 ημερών από την ανάληψη των καθηκόντων τους στο Κοινοβούλιο κατά τη διάρκεια μιας κοινοβουλευτικής περιόδου), χρησιμοποιώντας το έντυπο που εγκρίνεται από το Προεδρείο σύμφωνα με το άρθρο 9. Ενημερώνουν τον Πρόεδρο σχετικά με οποιεσδήποτε αλλαγές που επηρεάζουν τη δήλωσή τους εντός 30 ημερών από κάθε επερχόμενη αλλαγή.

1.   Για λόγους διαφάνειας, οι βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου υποβάλλουν με ατομική τους ευθύνη δήλωση οικονομικών συμφερόντων στον Πρόεδρο έως το τέλος της πρώτης περιόδου συνόδου που έπεται των εκλογών για την ανάδειξη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (ή εντός 30 ημερών από την ανάληψη των καθηκόντων τους στο Κοινοβούλιο κατά τη διάρκεια μιας κοινοβουλευτικής περιόδου), χρησιμοποιώντας το έντυπο που εγκρίνεται από το Προεδρείο σύμφωνα με το άρθρο 9. Ενημερώνουν τον Πρόεδρο σχετικά με οποιεσδήποτε αλλαγές που επηρεάζουν τη δήλωσή τους μέχρι το τέλος του μήνα που ακολουθεί κάθε επερχόμενη αλλαγή.

2.   Η δήλωση οικονομικών συμφερόντων περιλαμβάνει τα παρακάτω στοιχεία, με σαφή τρόπο:

2.   Η δήλωση οικονομικών συμφερόντων περιλαμβάνει τα παρακάτω στοιχεία, με σαφή τρόπο:

α)

τις επαγγελματικές δραστηριότητες των βουλευτών κατά τη διάρκεια των τριών ετών πριν από την ανάληψη των καθηκόντων τους στο Κοινοβούλιο, και τη συμμετοχή τους κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου σε διοικητικά συμβούλια ή επιτροπές εταιρειών, μη κυβερνητικών οργανώσεων, ενώσεων ή άλλων οργανισμών με νομική προσωπικότητα,

α)

τις επαγγελματικές δραστηριότητες των βουλευτών κατά τη διάρκεια των τριών ετών πριν από την ανάληψη των καθηκόντων τους στο Κοινοβούλιο, και τη συμμετοχή τους κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου σε διοικητικά συμβούλια ή επιτροπές εταιρειών, μη κυβερνητικών οργανώσεων, ενώσεων ή άλλων οργανισμών με νομική προσωπικότητα,

β)

κάθε αποζημίωση που λαμβάνει ο βουλευτής για την άσκηση εντολής σε άλλο κοινοβούλιο,

β)

κάθε αποζημίωση που λαμβάνει ο βουλευτής για την άσκηση εντολής σε άλλο κοινοβούλιο,

γ)

οποιαδήποτε αμειβόμενη τακτική δραστηριότητα που αναλαμβάνουν οι βουλευτές από κοινού με την άσκηση των καθηκόντων τους, είτε ως υπάλληλοι είτε ως αυτοαπασχολούμενοι,

γ)

οποιαδήποτε αμειβόμενη τακτική δραστηριότητα που αναλαμβάνουν οι βουλευτές από κοινού με την άσκηση των καθηκόντων τους, είτε ως υπάλληλοι είτε ως αυτοαπασχολούμενοι,

δ)

τη συμμετοχή σε διοικητικά συμβούλια ή επιτροπές εταιρειών, μη κυβερνητικών οργανώσεων, ενώσεων ή άλλων οργανισμών με νομική προσωπικότητα, ή οποιαδήποτε άλλη εξωτερική δραστηριότητα, αμειβόμενη ή μη,

δ)

τη συμμετοχή σε διοικητικά συμβούλια ή επιτροπές εταιρειών, μη κυβερνητικών οργανώσεων, ενώσεων ή άλλων οργανισμών με νομική προσωπικότητα, ή οποιαδήποτε άλλη εξωτερική δραστηριότητα, αμειβόμενη ή μη,

ε)

οποιαδήποτε περιστασιακή αμειβόμενη εξωτερική δραστηριότητα (περιλαμβανομένων της συγγραφικής δραστηριότητας, του διδακτικού έργου ή της παροχής ειδικευμένων συμβουλών), εάν η συνολική αμοιβή υπερβαίνει τα 5 000 EUR ανά ημερολογιακό έτος,

ε)

οποιαδήποτε περιστασιακή αμειβόμενη εξωτερική δραστηριότητα (περιλαμβανομένων της συγγραφικής δραστηριότητας, του διδακτικού έργου ή της παροχής ειδικευμένων συμβουλών), εάν η συνολική αμοιβή για όλες τις περιστασιακές εξωτερικές δραστηριότητες του βουλευτή υπερβαίνει τα 5 000 EUR ανά ημερολογιακό έτος,

στ)

τη συμμετοχή σε εταιρεία ή σύμπραξη, όταν αυτή ενδέχεται να έχει επιπτώσεις επί της δημόσιας πολιτικής, ή όταν η συμμετοχή αυτή δίνει στο βουλευτή τη δυνατότητα σημαντικής επιρροής επί υποθέσεων του εν λόγω οργανισμού,

στ)

τη συμμετοχή σε εταιρεία ή σύμπραξη, όταν αυτή ενδέχεται να έχει επιπτώσεις επί της δημόσιας πολιτικής, ή όταν η συμμετοχή αυτή δίνει στο βουλευτή τη δυνατότητα σημαντικής επιρροής επί υποθέσεων του εν λόγω οργανισμού,

ζ)

οιαδήποτε οικονομική υποστήριξη, σε προσωπικό ή σε υλικούς πόρους, που έρχεται να προστεθεί στα παρεχόμενα από το Κοινοβούλιο μέσα και που χορηγείται στο βουλευτή στο πλαίσιο των πολιτικών του δραστηριοτήτων από τρίτους, με ένδειξη της ταυτότητας των τρίτων αυτών,

ζ)

οιαδήποτε οικονομική υποστήριξη, σε προσωπικό ή σε υλικούς πόρους, που έρχεται να προστεθεί στα παρεχόμενα από το Κοινοβούλιο μέσα και που χορηγείται στο βουλευτή στο πλαίσιο των πολιτικών του δραστηριοτήτων από τρίτους, με ένδειξη της ταυτότητας των τρίτων αυτών,

η)

οποιαδήποτε άλλα οικονομικά συμφέροντα που μπορεί να επηρεάζουν την εκτέλεση των καθηκόντων των βουλευτών.

η)

οποιαδήποτε άλλα οικονομικά συμφέροντα που μπορεί να επηρεάζουν την εκτέλεση των καθηκόντων των βουλευτών.

Τα τακτικά εισοδήματα που λαμβάνουν οι βουλευτές στο πλαίσιο κάθε δηλούμενου στοιχείου σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο περιλαμβάνονται σε μία από τις παρακάτω κατηγορίες:

Για κάθε στοιχείο που θα δηλωθεί σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο, οι βουλευτές προσδιορίζουν, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, κατά πόσο συνοδεύεται από αμοιβή ή όχι · για τα στοιχεία α), γ), δ), ε) και στ), οι βουλευτές προσδιορίζουν επίσης μία από τις παρακάτω κατηγορίες εισοδήματος :

 

άνευ αμοιβής

 

από 1 ως 499 EUR μηνιαίως·

από 500 έως 1 000 EUR μηνιαίως·

από 500 έως 1 000 EUR μηνιαίως·

από 1 001 έως 5 000 EUR μηνιαίως·

από 1 001 έως 5 000 EUR μηνιαίως·

από 5 001 έως 10 000 EUR μηνιαίως·

από 5 001 έως 10 000 EUR μηνιαίως·

περισσότερα από 10 000 EUR μηνιαίως.

άνω των 10 000 EUR μηνιαίως, με ένδειξη του συνολικού ποσού κατά προσέγγιση δέκα χιλιάδων .

Οιαδήποτε άλλα εισοδήματα λαμβάνονται από βουλευτές στο πλαίσιο κάθε δηλούμενου στοιχείου σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο υπολογίζονται σε ετήσια βάση, διαιρούνται δια δώδεκα και τοποθετούνται σε μία από τις κατηγορίες που καθορίζονται στο δεύτερο εδάφιο.

Οιαδήποτε εισοδήματα λαμβάνονται από βουλευτές στο πλαίσιο κάθε δηλούμενου στοιχείου σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο , αλλά σε μη τακτική βάση, υπολογίζονται σε ετήσια βάση, διαιρούνται δια δώδεκα και τοποθετούνται σε μία από τις κατηγορίες που καθορίζονται στο δεύτερο εδάφιο.

3.   Οι πληροφορίες που γνωστοποιούνται στον Πρόεδρο δυνάμει του παρόντος άρθρου δημοσιοποιούνται στην ιστοσελίδα του Κοινοβουλίου με ευχερή στην πρόσβαση τρόπο.

3.   Οι πληροφορίες που γνωστοποιούνται στον Πρόεδρο δυνάμει του παρόντος άρθρου δημοσιοποιούνται στον ιστότοπο του Κοινοβουλίου με ευχερή στην πρόσβαση τρόπο.

4.   Οι βουλευτές δεν μπορούν να εκλεγούν σε κάποιο αξίωμα του Κοινοβουλίου ή των οργάνων του, να οριστούν εισηγητές ή να συμμετάσχουν σε επίσημη αντιπροσωπεία, εάν δεν έχουν υποβάλει τη δήλωση οικονομικών συμφερόντων τους.

4.   Οι βουλευτές δεν μπορούν να εκλεγούν σε κάποιο αξίωμα του Κοινοβουλίου ή των οργάνων του, να οριστούν εισηγητές ή να συμμετάσχουν σε επίσημη αντιπροσωπεία ή σε διοργανικές διαπραγματεύσεις , εάν δεν έχουν υποβάλει τη δήλωση οικονομικών συμφερόντων τους.

 

4α.     Εάν ο Πρόεδρος, βάσει πληροφοριών που έχει λάβει, πιστεύει ότι η δήλωση οικονομικών συμφερόντων βουλευτή περιέχει σημαντικές ανακρίβειες ή δεν έχει επικαιροποιηθεί, δύναται να ζητήσει τη γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής που προβλέπεται στο άρθρο 7 και, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, να καλέσει τον βουλευτή να διορθώσει τη δήλωση εντός 10 ημερών. Το Προεδρείο μπορεί να εκδώσει απόφαση για την εφαρμογή του άρθρου 4 παράγραφος 4 στους βουλευτές που δεν συμμορφώνονται προς την αίτηση διόρθωσης του Προέδρου.

 

4β.     Οι εισηγητές μπορούν να αναφέρουν οικειοθελώς στην αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει την έκθεσή τους, τους εκπροσώπους εξωτερικών συμφερόντων των οποίων ζητήθηκε η γνώμη σχετικά με ζητήματα που άπτονται του θέματος της έκθεσης  (1a) .

Τροπολογία 261

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Παράρτημα I — άρθρο 6

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 6

Άρθρο 6

Δραστηριότητες των πρώην βουλευτών

Δραστηριότητες των πρώην βουλευτών

Οι πρώην βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που δραστηριοποιούνται επαγγελματικά σε ομάδες συμφερόντων ή ασκούν δραστηριότητες εκπροσώπησης άμεσα συνδεδεμένες με τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν μπορούν, καθ’ όλη τη διάρκεια μιας τέτοιας δραστηριότητας, να επωφελούνται των διευκολύνσεων που χορηγούνται στους πρώην βουλευτές σύμφωνα με τους κανόνες που έχει καθορίσει το Προεδρείο προς τον σκοπό αυτό (26).

Οι πρώην βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που δραστηριοποιούνται επαγγελματικά σε ομάδες συμφερόντων ή ασκούν δραστηριότητες εκπροσώπησης άμεσα συνδεδεμένες με τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενημερώνουν σχετικά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και δεν μπορούν, καθ’ όλη τη διάρκεια μιας τέτοιας δραστηριότητας, να επωφελούνται των διευκολύνσεων που χορηγούνται στους πρώην βουλευτές σύμφωνα με τους κανόνες που έχει καθορίσει το Προεδρείο προς τον σκοπό αυτό (26).

Τροπολογία 262

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Παράρτημα I — άρθρο 7

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 7

Άρθρο 7

Συμβουλευτική επιτροπή δεοντολογίας των βουλευτών

Συμβουλευτική επιτροπή δεοντολογίας των βουλευτών

1.   Θεσπίζεται συμβουλευτική επιτροπή δεοντολογίας των βουλευτών («συμβουλευτική επιτροπή»).

1.   Θεσπίζεται συμβουλευτική επιτροπή δεοντολογίας των βουλευτών («συμβουλευτική επιτροπή»).

2.   Η συμβουλευτική επιτροπή αποτελείται από πέντε μέλη, τα οποία ορίζει ο Πρόεδρος στην αρχή της θητείας του από τα μέλη των προεδρείων και τους συντονιστές της Επιτροπής Συνταγματικών Υποθέσεων και της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη την πείρα των μελών και τις πολιτικές ισορροπίες.

2.   Η συμβουλευτική επιτροπή αποτελείται από πέντε μέλη, τα οποία ορίζει ο Πρόεδρος στην αρχή της θητείας του από τα μέλη της Επιτροπής Συνταγματικών Υποθέσεων και της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη την πείρα των μελών και τις πολιτικές ισορροπίες.

Κάθε μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής αναλαμβάνει εκ περιτροπής την προεδρία για έξι μήνες.

Κάθε μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής αναλαμβάνει εκ περιτροπής την προεδρία για έξι μήνες.

3.   Στην αρχή της θητείας του, ο Πρόεδρος ορίζει επίσης αναπληρωματικά μέλη για τη συμβουλευτική επιτροπή, ένα από κάθε πολιτική ομάδα μη εκπροσωπούμενη στη συμβουλευτική επιτροπή.

3.   Στην αρχή της θητείας του, ο Πρόεδρος ορίζει επίσης αναπληρωματικά μέλη για τη συμβουλευτική επιτροπή, ένα από κάθε πολιτική ομάδα μη εκπροσωπούμενη στη συμβουλευτική επιτροπή.

Στην περίπτωση εικαζόμενης παράβασης του παρόντος κώδικα δεοντολογίας από μέλος πολιτικής ομάδας μη εκπροσωπούμενης στη συμβουλευτική επιτροπή, το αρμόδιο αναπληρωματικό μέλος αναλαμβάνει καθήκοντα ως έκτο πλήρες μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής για τους σκοπούς της εξέτασης της εν λόγω εικαζόμενης παράβασης.

Στην περίπτωση εικαζόμενης παράβασης του παρόντος κώδικα δεοντολογίας από μέλος πολιτικής ομάδας μη εκπροσωπούμενης στη συμβουλευτική επιτροπή, το αρμόδιο αναπληρωματικό μέλος αναλαμβάνει καθήκοντα ως έκτο πλήρες μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής για τους σκοπούς της εξέτασης της εν λόγω εικαζόμενης παράβασης.

4.   Κατόπιν αιτήματος βουλευτή, η συμβουλευτική επιτροπή, εμπιστευτικά και εντός 30 ημερολογιακών ημερών, καθοδηγεί αυτόν στην ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος κώδικα δεοντολογίας. Ο εν λόγω βουλευτής δικαιούται να βασίζεται στην καθοδήγηση αυτή.

4.   Κατόπιν αιτήματος βουλευτή, η συμβουλευτική επιτροπή, εμπιστευτικά και εντός 30 ημερολογιακών ημερών, καθοδηγεί αυτόν στην ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος κώδικα δεοντολογίας. Ο εν λόγω βουλευτής δικαιούται να βασίζεται στην καθοδήγηση αυτή.

Κατόπιν αιτήματος του Προέδρου, η συμβουλευτική επιτροπή αξιολογεί επίσης τις εικαζόμενες περιπτώσεις παράβασης του παρόντος κώδικα δεοντολογίας και συμβουλεύει τον Πρόεδρο για ενδεχόμενη λήψη μέτρων.

Κατόπιν αιτήματος του Προέδρου, η συμβουλευτική επιτροπή αξιολογεί επίσης τις εικαζόμενες περιπτώσεις παράβασης του παρόντος κώδικα δεοντολογίας και συμβουλεύει τον Πρόεδρο για ενδεχόμενη λήψη μέτρων.

5.   Η συμβουλευτική επιτροπή έχει τη δυνατότητα, μετά από διαβούλευση με τον Πρόεδρο, να ζητήσει τη συμβουλή εξωτερικών εμπειρογνωμόνων.

5.   Η συμβουλευτική επιτροπή έχει τη δυνατότητα, μετά από διαβούλευση με τον Πρόεδρο, να ζητήσει τη συμβουλή εξωτερικών εμπειρογνωμόνων.

6.   Η συμβουλευτική επιτροπή δημοσιεύει ετήσια έκθεση για το έργο της.

6.   Η συμβουλευτική επιτροπή δημοσιεύει ετήσια έκθεση για το έργο της.

Τροπολογία 263

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Παράρτημα I — άρθρο 8

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Άρθρο 8

Άρθρο 8

Διαδικασία στην περίπτωση ενδεχόμενης παράβασης του κώδικα δεοντολογίας

Διαδικασία στην περίπτωση ενδεχόμενης παράβασης του κώδικα δεοντολογίας

1.   Στην περίπτωση που υπάρχει υποψία ενδεχόμενης παράβασης του παρόντος κώδικα δεοντολογίας από βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ο Πρόεδρος μπορεί να παραπέμψει το θέμα στη συμβουλευτική επιτροπή.

1.   Στην περίπτωση που υπάρχει υποψία ενδεχόμενης παράβασης του παρόντος κώδικα δεοντολογίας από βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ο Πρόεδρος παραπέμπει το θέμα , εκτός από προφανώς προσβλητικές περιπτώσεις, στη συμβουλευτική επιτροπή.

2.   Η συμβουλευτική επιτροπή εξετάζει τις συνθήκες της εικαζόμενης παράβασης και μπορεί να ακούσει τον εν λόγω βουλευτή. Με βάση τα συμπεράσματα της έρευνας, προβαίνει σε σύσταση προς τον Πρόεδρο για ενδεχόμενη απόφαση.

2.   Η συμβουλευτική επιτροπή εξετάζει τις συνθήκες της εικαζόμενης παράβασης και μπορεί να ακούσει τον εν λόγω βουλευτή. Με βάση τα συμπεράσματα της έρευνας, προβαίνει σε σύσταση προς τον Πρόεδρο για ενδεχόμενη απόφαση.

 

Σε περίπτωση εικαζόμενης παράβασης του κώδικα δεοντολογίας από τακτικό ή από αναπληρωματικό μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής, το εν λόγω τακτικό ή αναπληρωματικό μέλος απέχει από τη συμμετοχή στις εργασίες της συμβουλευτικής επιτροπής που σχετίζονται με την εικαζόμενη παράβαση.

3.   Εάν, λαμβάνοντας υπόψη τη σύσταση αυτή, ο Πρόεδρος συμπεράνει ότι ο εν λόγω βουλευτής έχει παραβεί τον κώδικα δεοντολογίας, μετά από ακρόαση αυτού, εγκρίνει αιτιολογημένη απόφαση με κύρωση, την οποία και κοινοποιεί στον βουλευτή.

3.   Εάν, λαμβάνοντας υπόψη τη σύσταση αυτή και έχοντας καλέσει τον εν λόγω βουλευτή να υποβάλει γραπτώς τις παρατηρήσεις του , ο Πρόεδρος συμπεράνει ότι ο εν λόγω βουλευτής έχει παραβεί τον κώδικα δεοντολογίας, εγκρίνει αιτιολογημένη απόφαση με κύρωση, την οποία και κοινοποιεί στον βουλευτή.

Η επιβαλλόμενη κύρωση μπορεί να συνίσταται σε ένα ή περισσότερα από τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 166 παράγραφος 3 του Κανονισμού.

Η επιβαλλόμενη κύρωση μπορεί να συνίσταται σε ένα ή περισσότερα από τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 166 παράγραφοι 3 έως 3β του Κανονισμού.

4.   Ο εν λόγω βουλευτής διαθέτει τις εσωτερικές δυνατότητες προσφυγής που καθορίζονται στο άρθρο 167 του Κανονισμού.

4.   Ο εν λόγω βουλευτής διαθέτει τις εσωτερικές δυνατότητες προσφυγής που καθορίζονται στο άρθρο 167 του Κανονισμού.

5.    Μετά την παρέλευση των προθεσμιών που προβλέπονται στο άρθρο 167 του Κανονισμού, οποιαδήποτε κύρωση επιβαλλόμενη σε βουλευτή ανακοινώνεται από τον Πρόεδρο στην Ολομέλεια και δημοσιεύεται σε εμφανές σημείο της ιστοσελίδας του Κοινοβουλίου για το υπόλοιπο διάστημα της κοινοβουλευτικής περιόδου.

 

Τροπολογία 264

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Παράρτημα II

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

[…]

διαγράφεται

Τροπολογίες 265 και 297

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Παράρτημα III — τίτλος

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Κριτήρια για τις ερωτήσεις με αίτηση για γραπτή απάντηση σύμφωνα με τα άρθρα 130 και 131

Κριτήρια για τις ερωτήσεις και τις επερωτήσεις με αίτημα γραπτής απάντησης σύμφωνα με τα άρθρα 130 , 130α, 130β, 131 και 131α

Τροπολογία 266

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Παράρτημα III — παράγραφος 1

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

1.

Οι ερωτήσεις με αίτηση για γραπτή απάντηση πρέπει:

1.

Οι ερωτήσεις με αίτημα γραπτής απάντησης πρέπει:

να εξειδικεύουν σαφώς τον αποδέκτη στον οποίο θα πρέπει να διαβιβασθούν μέσω των συνήθων διοργανικών οδών·

να εξειδικεύουν σαφώς τον αποδέκτη στον οποίο θα πρέπει να διαβιβασθούν μέσω των συνήθων διοργανικών οδών·

να αφορούν αποκλειστικά, εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων των θεσμικών οργάνων όπως καθορίζονται από τις σχετικές Συνθήκες , θέματα που εμπίπτουν στο πεδίο αρμοδιότητας του αποδέκτη και να είναι γενικού ενδιαφέροντος ·

να αφορούν αποκλειστικά εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων του αποδέκτη, όπως καθορίζονται από τις σχετικές Συνθήκες ή σε νομικές πράξεις της Ένωσης , ή εντός του πεδίου δραστηριότητάς του ·

 

να είναι γενικού ενδιαφέροντος·

να είναι συνοπτικές και να περιέχουν κατανοητή ερώτηση·

να είναι συνοπτικές και να περιέχουν κατανοητή ερώτηση·

να μην υπερβαίνουν τις 200 λέξεις·

να μην υπερβαίνουν τις 200 λέξεις·

να μην έχουν προσβλητικό περιεχόμενο·

να μην έχουν προσβλητικό περιεχόμενο·

να μην αφορούν αμιγώς προσωπικές υποθέσεις·

να μην αφορούν αμιγώς προσωπικές υποθέσεις·

να μην περιέχουν άνω των τριών υποερωτήσεων.

να μην περιέχουν άνω των τριών υποερωτήσεων.

Τροπολογία 267

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Παράρτημα III — παράγραφος 1 α (νέα)

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

 

1α.

Οι ερωτήσεις προς το Συμβούλιο δεν μπορούν να αφορούν θέμα που άπτεται συνήθους νομοθετικής διαδικασίας εν εξελίξει ή των δημοσιονομικών καθηκόντων του Συμβουλίου.

Τροπολογία 268

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Παράρτημα III — παράγραφος 3

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

3.

Εάν κατά τη διάρκεια των προηγουμένων έξι μηνών έχει υποβληθεί και απαντηθεί όμοια ή παρεμφερής ερώτηση, ή εφόσον με την ερώτηση ζητούνται απλώς πληροφορίες για τη συνέχεια που δόθηκε σε συγκεκριμένο ψήφισμα του Κοινοβουλίου, ανάλογες με πληροφορίες τις οποίες η Επιτροπή παρέσχε ήδη με γραπτή ανακοίνωση εν συνεχεία σχετικού ζητήματος, η Γραμματεία διαβιβάζει στον συντάκτη αντίγραφο της προηγούμενης ερώτησης και απάντησης. Η εκ νέου υποβληθείσα ερώτηση δεν διαβιβάζεται στον αποδέκτη, εκτός εάν ο Πρόεδρος αποφασίσει διαφορετικά υπό το πρίσμα σημαντικών νέων εξελίξεων και ανταποκρινόμενος σε αιτιολογημένο αίτημα του συντάκτη.

3.

Εάν κατά τη διάρκεια των προηγηθέντων έξι μηνών έχει υποβληθεί και απαντηθεί όμοια ή παρεμφερής ερώτηση, ή εφόσον με την ερώτηση ζητούνται απλώς πληροφορίες για τη συνέχεια που δόθηκε σε συγκεκριμένο ψήφισμα του Κοινοβουλίου, ανάλογες με πληροφορίες τις οποίες η Επιτροπή παρέσχε ήδη με γραπτή ανακοίνωση εν συνεχεία σχετικού ζητήματος κατά τη διάρκεια των προηγηθέντων έξι μηνών , η Γραμματεία διαβιβάζει στον συντάκτη αντίγραφο της προηγούμενης ερώτησης και απάντησης ή της ανακοίνωσης που εστάλη εν συνεχεία του εν λόγω ζητήματος . Η εκ νέου υποβληθείσα ερώτηση δεν διαβιβάζεται στον αποδέκτη, εκτός εάν ο Πρόεδρος αποφασίσει διαφορετικά υπό το πρίσμα σημαντικών νέων εξελίξεων και ανταποκρινόμενος σε αιτιολογημένο αίτημα του συντάκτη.

Τροπολογία 269

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Παράρτημα VII

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

[…]

διαγράφεται

Τροπολογία 270

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Παράρτημα VIII

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

[…]

διαγράφεται

Τροπολογία 271

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Παράρτημα IX

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

[…]

διαγράφεται

Τροπολογία 272

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Παράρτημα X

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

[…]

διαγράφεται

Τροπολογία 273

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Παράρτημα XI

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

[…]

διαγράφεται

Τροπολογία 274

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Παράρτημα XII

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

[…]

διαγράφεται

Τροπολογία 275

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Παράρτημα XIII

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

[…]

διαγράφεται

Τροπολογία 276

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Παράρτημα XIV

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

[…]

διαγράφεται

Τροπολογία 277

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Παράρτημα XV

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

[…]

διαγράφεται

Τροπολογία 278

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Παράρτημα XVI

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

Κατευθυντήριες γραμμές για την παροχή ψήφου έγκρισης προς την Επιτροπή

Παροχή ψήφου έγκρισης προς την Επιτροπή και παρακολούθηση των δεσμεύσεων που αναλήφθηκαν κατά τη διάρκεια των ακροάσεων.

1.

Για την παροχή ψήφου έγκρισης από το Κοινοβούλιο σε ολόκληρο το Σώμα της Επιτροπής ισχύουν οι εξής αρχές, κριτήρια και διατάξεις:

 

 

Μέρος Ι — Έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για ολόκληρο το Σώμα των Επιτρόπων

 

Άρθρο 1

α)

Βάση της αξιολόγησης

Βάση της αξιολόγησης

Το Κοινοβούλιο αξιολογεί τους ορισθέντες Επιτρόπους με βάση τις γενικές τους ικανότητες, την προσήλωσή τους στην ευρωπαϊκή ιδέα και την προσωπική ανεξαρτησία τους. Αξιολογεί τις γνώσεις τους για το αντίστοιχο χαρτοφυλάκιο και τις ικανότητές τους επικοινωνίας.

1.   Το Κοινοβούλιο αξιολογεί τους ορισθέντες Επιτρόπους με βάση τις γενικές τους ικανότητες, την προσήλωσή τους στην ευρωπαϊκή ιδέα και την προσωπική ανεξαρτησία τους. Αξιολογεί τις γνώσεις τους για το αντίστοιχο χαρτοφυλάκιο και τις ικανότητές τους επικοινωνίας.

Το Κοινοβούλιο δίδει ιδιαίτερη προσοχή στην ισόρροπη εκπροσώπηση ανδρών και γυναικών. Μπορεί να εκφράσει την άποψή του για τη διάθεση των χαρτοφυλακίων από τον εκλεγέντα Πρόεδρο.

2.   Το Κοινοβούλιο δίδει ιδιαίτερη προσοχή στην ισόρροπη εκπροσώπηση ανδρών και γυναικών. Μπορεί να εκφράσει την άποψή του για τη διάθεση των χαρτοφυλακίων από τον εκλεγέντα Πρόεδρο.

Το Κοινοβούλιο μπορεί να ζητήσει κάθε πληροφορία σημαντική για τη λήψη της απόφασής του όσον αφορά την καταλληλόλητα των ορισθέντων Επιτρόπων. Αναμένει πλήρη γνωστοποίηση πληροφοριών που αφορούν τα οικονομικά τους συμφέροντα. Οι δηλώσεις οικονομικών συμφερόντων των ορισθέντων Επιτρόπων αποστέλλονται προς έλεγχο στην αρμόδια για νομικά θέματα επιτροπή.

3.   Το Κοινοβούλιο μπορεί να ζητήσει κάθε πληροφορία σημαντική για τη λήψη της απόφασής του όσον αφορά την καταλληλόλητα των ορισθέντων Επιτρόπων. Αναμένει πλήρη γνωστοποίηση πληροφοριών που αφορούν τα οικονομικά τους συμφέροντα. Οι δηλώσεις οικονομικών συμφερόντων των ορισθέντων Επιτρόπων αποστέλλονται προς έλεγχο στην αρμόδια για νομικά θέματα επιτροπή.

Ο έλεγχος της δήλωσης οικονομικών συμφερόντων ορισθέντος Επιτρόπου από την αρμόδια για νομικά θέματα επιτροπή έχει ως στόχο όχι μόνο να επαληθευθεί ότι η δήλωση έχει συμπληρωθεί δεόντως αλλά και να εκτιμηθεί κατά πόσον από το περιεχόμενο της δήλωσης μπορεί να συναχθεί η ύπαρξη σύγκρουσης συμφερόντων. Εναπόκειται εν συνεχεία στην αρμόδια για την ακρόαση επιτροπή να αποφασίσει κατά πόσον πρέπει να ζητήσει περαιτέρω πληροφορίες από τον ορισθέντα Επίτροπο.

 

 

Άρθρο 1α

 

Εξέταση δήλωσης οικονομικών συμφερόντων

 

1.    H αρμόδια για νομικά θέματα επιτροπή εξετάζει τις δηλώσεις οικονομικών συμφερόντων και αξιολογεί κατά πόσον το περιεχόμενο της δήλωσης ενός ορισθέντος Επιτρόπου είναι ακριβές και πλήρες και αν μπορεί να συναχθεί η ύπαρξη σύγκρουσης συμφερόντων.

 

2.    H επιβεβαίωση από την αρμόδια για νομικά θέματα επιτροπή της απουσίας οιασδήποτε σύγκρουσης συμφερόντων συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση για τη διεξαγωγή ακρόασης από την αρμόδια επιτροπή. Ελλείψει τέτοιας επιβεβαίωσης, η διαδικασία διορισμού του ορισθέντος Επιτρόπου αναστέλλεται ενώ ακολουθείται η διαδικασία που καθορίζεται στην παράγραφο 3 στοιχείο γ).

 

3.    Kατά τον έλεγχο των δηλώσεων οικονομικών συμφερόντων από την αρμόδια για νομικά θέματα επιτροπή εφαρμόζονται οι ακόλουθες κατευθυντήριες γραμμές:

 

α)

αν, κατά τον έλεγχο δήλωσης οικονομικών συμφερόντων, η επιτροπή εκτιμήσει ότι, με βάση τα υποβληθέντα έγγραφα, η δήλωση οικονομικών συμφερόντων είναι ακριβής, πλήρης και δεν περιέχει κανένα στοιχείο που να υποδηλώνει υφιστάμενη ή δυνητική σύγκρουση συμφερόντων ως προς το χαρτοφυλάκιο του ορισθέντος Επιτρόπου, ο πρόεδρός της αποστέλλει, στις αρμόδιες για την ακρόαση επιτροπές ή στις ενδιαφερόμενες επιτροπές σε περίπτωση διαδικασίας κατά τη διάρκεια της θητείας Επιτρόπου, επιστολή με την οποία επιβεβαιώνονται τα πορίσματα αυτά·

 

β)

αν η επιτροπή εκτιμά ότι η δήλωση οικονομικών συμφερόντων ενός ορισθέντος Επιτρόπου περιέχει ελλιπείς ή αντιφατικές πληροφορίες ή ότι απαιτούνται περαιτέρω πληροφορίες, ζητεί, βάσει της συμφωνίας-πλαισίου για τις σχέσεις μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, από τον ορισθέντα Επίτροπο να παράσχει χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση συμπληρωματικές πληροφορίες και αποφασίζει αφότου τις εξετάσει και τις αναλύσει κατάλληλα· η αρμόδια για νομικά θέματα επιτροπή μπορεί να αποφασίσει, κατά περίπτωση, να καλέσει τον ορισθέντα Επίτροπο σε συζήτηση·

 

γ)

αν η επιτροπή διαπιστώσει σύγκρουση συμφερόντων βάσει της δήλωσης οικονομικών συμφερόντων ή των συμπληρωματικών πληροφοριών που παρέσχε ο ορισθείς Επίτροπος, εκπονεί συστάσεις για να δοθεί τέλος στη σύγκρουση συμφερόντων· οι συστάσεις μπορεί να περιλαμβάνουν την παραίτηση από τα εν λόγω οικονομικά συμφέροντα ή τροποποίηση του χαρτοφυλακίου του ορισθέντος Επιτρόπου από τον Πρόεδρο της Επιτροπής· σε σοβαρότερες περιπτώσεις, εάν δεν εξευρεθεί λύση στη σύγκρουση συμφερόντων, και ως έσχατο μέσο, η αρμόδια για νομικά θέματα επιτροπή μπορεί να συναγάγει ότι ο ορισθείς Επίτροπος αδυνατεί να ασκήσει τα καθήκοντά του σύμφωνα με τις Συνθήκες και τον κώδικα δεοντολογίας· ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου ερωτά κατόπιν τούτου τον Πρόεδρο της Επιτροπής σχετικά με τα περαιτέρω μέτρα που προτίθεται να λάβει·

 

Άρθρο 2

β)

Ακροάσεις

Ακροάσεις

Κάθε ορισθείς Επίτροπος καλείται να εμφανιστεί ενώπιον της αντίστοιχης κοινοβουλευτικής επιτροπής ή των αντίστοιχων επιτροπών για μία και μόνη ακρόαση. Οι ακροάσεις είναι ανοικτές στο κοινό.

1.   Κάθε ορισθείς Επίτροπος καλείται να εμφανιστεί ενώπιον της αντίστοιχης κοινοβουλευτικής επιτροπής ή των αντίστοιχων επιτροπών για μία και μόνη ακρόαση.

Οι ακροάσεις διοργανώνονται από τη Διάσκεψη των Προέδρων μετά από σύσταση της Διάσκεψης των Προέδρων των Επιτροπών. Ο Πρόεδρος και οι συντονιστές εκάστης επιτροπής είναι αρμόδιοι για τις επί μέρους ρυθμίσεις. Μπορούν να ορίζονται εισηγητές.

2.   Οι ακροάσεις διοργανώνονται από τη Διάσκεψη των Προέδρων μετά από σύσταση της Διάσκεψης των Προέδρων των Επιτροπών. Ο Πρόεδρος και οι συντονιστές εκάστης επιτροπής είναι αρμόδιοι για τις επί μέρους ρυθμίσεις. Μπορούν να ορίζονται εισηγητές.

Όταν τα χαρτοφυλάκια αλληλεπικαλύπτονται, γίνονται οι απαραίτητες ρυθμίσεις για τη συμμετοχή των αντιστοίχων αρμοδίων επιτροπών. Υπάρχουν τρία ενδεχόμενα:

3.   Όταν τα χαρτοφυλάκια αλληλεπικαλύπτονται, γίνονται οι απαραίτητες ρυθμίσεις για τη συμμετοχή των αντιστοίχων αρμοδίων επιτροπών. Υπάρχουν τρία ενδεχόμενα:

α)

εάν το χαρτοφυλάκιο του ορισθέντος Επιτρόπου εμπίπτει στις αρμοδιότητες μιας μόνο κοινοβουλευτικής επιτροπής, η ακρόαση του ορισθέντος Επιτρόπου πραγματοποιείται αποκλειστικά ενώπιον της συγκεκριμένης επιτροπής (αρμόδια επιτροπή)·

α)

εάν το χαρτοφυλάκιο του ορισθέντος Επιτρόπου εμπίπτει στις αρμοδιότητες μίας μόνο κοινοβουλευτικής επιτροπής, η ακρόαση του ορισθέντος Επιτρόπου πραγματοποιείται αποκλειστικά ενώπιον της συγκεκριμένης επιτροπής (αρμόδια επιτροπή)·

β)

εάν το χαρτοφυλάκιο του ορισθέντος Επιτρόπου εμπίπτει, σχεδόν εξίσου, στις αρμοδιότητες περισσοτέρων κοινοβουλευτικών επιτροπών η ακρόαση του ορισθέντος Επιτρόπου πραγματοποιείται ενώπιον των εν λόγω κοινοβουλευτικών επιτροπών (μικτές επιτροπές)· και

β)

εάν το χαρτοφυλάκιο του ορισθέντος Επιτρόπου εμπίπτει, σχεδόν εξίσου, στις αρμοδιότητες περισσοτέρων κοινοβουλευτικών επιτροπών η ακρόαση του ορισθέντος Επιτρόπου πραγματοποιείται ενώπιον των εν λόγω κοινοβουλευτικών επιτροπών (μικτές επιτροπές)· και

γ)

εάν το χαρτοφυλάκιο του ορισθέντος Επιτρόπου εμπίπτει κατά κύριο λόγο στις αρμοδιότητες μιας κοινοβουλευτικής επιτροπής και μόνον σε μικρότερο βαθμό στις αρμοδιότητες μιας ή περισσοτέρων άλλων κοινοβουλευτικών επιτροπών, η ακρόαση του ορισθέντος Επιτρόπου πραγματοποιείται ενώπιον της κυρίως αρμόδιας επιτροπής, σε συνεργασία με την άλλη ή τις λοιπές επιτροπές (συνδεδεμένες επιτροπές).

γ)

εάν το χαρτοφυλάκιο του ορισθέντος Επιτρόπου εμπίπτει κατά κύριο λόγο στις αρμοδιότητες μιας κοινοβουλευτικής επιτροπής και μόνον σε μικρότερο βαθμό στις αρμοδιότητες μίας ή περισσοτέρων άλλων κοινοβουλευτικών επιτροπών, η ακρόαση του ορισθέντος Επιτρόπου πραγματοποιείται ενώπιον της κυρίως αρμόδιας επιτροπής, σε συνεργασία με την άλλη ή τις λοιπές επιτροπές (συνδεδεμένες επιτροπές).

Ο εκλεγείς Πρόεδρος της Επιτροπής έχει πλήρη λόγο όσον αφορά τις πρακτικές ρυθμίσεις.

4.   Ο εκλεγείς Πρόεδρος της Επιτροπής έχει πλήρη λόγο όσον αφορά τις πρακτικές ρυθμίσεις.

Οι κοινοβουλευτικές επιτροπές υποβάλλουν γραπτές ερωτήσεις στους ορισθέντες Επιτρόπους εγκαίρως πριν από τις ακροάσεις. Σε κάθε ορισθέντα Επίτροπο υποβάλλονται δύο κοινές ερωτήσεις που έχουν συνταχθεί από τη Διάσκεψη των Προέδρων των Επιτροπών, εκ των οποίων η πρώτη σε σχέση με τις γενικές τους ικανότητες, την προσήλωσή τους στην ευρωπαϊκή ιδέα και την προσωπική τους ανεξαρτησία και η δεύτερη σε σχέση με τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου και τη συνεργασία με το Κοινοβούλιο. Η αρμόδια επιτροπή συντάσσει τρεις ακόμη ερωτήσεις. Στην περίπτωση μικτών επιτροπών, κάθε μία επιτροπή έχει το δικαίωμα να συντάξει δύο ερωτήσεις.

5.   Οι κοινοβουλευτικές επιτροπές υποβάλλουν γραπτές ερωτήσεις στους ορισθέντες Επιτρόπους εγκαίρως πριν από τις ακροάσεις. Σε κάθε ορισθέντα Επίτροπο υποβάλλονται δύο κοινές ερωτήσεις που έχουν συνταχθεί από τη Διάσκεψη των Προέδρων των Επιτροπών, εκ των οποίων η πρώτη σε σχέση με τις γενικές τους ικανότητες, την προσήλωσή τους στην ευρωπαϊκή ιδέα και την προσωπική τους ανεξαρτησία και η δεύτερη σε σχέση με τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου και τη συνεργασία με το Κοινοβούλιο. Η αρμόδια επιτροπή υποβάλλει πέντε ακόμη ερωτήσεις. Δεν επιτρέπονται υποερωτήσεις. Στην περίπτωση μικτών επιτροπών, κάθε μία επιτροπή έχει το δικαίωμα να υποβάλει τρεις ερωτήσεις.

 

Τα βιογραφικά σημειώματα των ορισθέντων Επιτρόπων και οι απαντήσεις τους στις γραπτές ερωτήσεις δημοσιεύονται στον ιστότοπο του Κοινοβουλίου πριν την ακρόαση.

Κάθε ακρόαση προγραμματίζεται να διαρκέσει τρεις ώρες. Οι ακροάσεις πραγματοποιούνται σε περιστάσεις και υπό συνθήκες που δίδουν στους ορισθέντες Επιτρόπους ίσες και δίκαιες ευκαιρίες να παρουσιάσουν εαυτούς και τις απόψεις τους.

6.   Κάθε ακρόαση προγραμματίζεται να διαρκέσει τρεις ώρες. Οι ακροάσεις πραγματοποιούνται σε περιστάσεις και υπό συνθήκες που δίδουν στους ορισθέντες Επιτρόπους ίσες και δίκαιες ευκαιρίες να παρουσιάσουν εαυτούς και τις απόψεις τους.

Οι ορισθέντες Επίτροποι καλούνται να προβούν σε εναρκτήρια προφορική δήλωση μεγίστης διαρκείας 15 λεπτών. Οσάκις είναι δυνατόν, οι ερωτήσεις που υποβάλλονται κατά τη διάρκεια της ακρόασης συγκεντρώνονται ανά θέμα . Το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου ομιλίας πρέπει να κατανέμεται στις πολιτικές ομάδες, εφαρμόζοντας, κατ’ αναλογία, το άρθρο 162. Η διεξαγωγή των ακροάσεων πρέπει να αποσκοπεί στην ανάπτυξη πολυφωνικού πολιτικού διαλόγου μεταξύ των ορισθέντων Επιτρόπων και των μελών του Κοινοβουλίου. Πριν από το τέλος της ακρόασης, θα πρέπει να δίδεται η δυνατότητα στους ορισθέντες Επιτρόπους να προβαίνουν σε σύντομη τελική δήλωση.

7.   Οι ορισθέντες Επίτροποι καλούνται να προβούν σε εναρκτήρια προφορική δήλωση μεγίστης διαρκείας 15 λεπτών. Έως και 25 ερωτήσεις, συγκεντρωμένες ανά θέμα ει δυνατόν, υποβάλλονται κατά τη διάρκεια της ακρόασης. Μία συμπληρωματική ερώτηση μπορεί να τεθεί αμέσως μετά εντός του διαθέσιμου χρόνου. Το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου ομιλίας πρέπει να κατανέμεται στις πολιτικές ομάδες, εφαρμόζοντας, κατ’ αναλογία, το άρθρο 162. Η διεξαγωγή των ακροάσεων πρέπει να αποσκοπεί στην ανάπτυξη πολυφωνικού πολιτικού διαλόγου μεταξύ των ορισθέντων Επιτρόπων και των μελών του Κοινοβουλίου. Πριν από το τέλος της ακρόασης, θα πρέπει να δίδεται η δυνατότητα στους ορισθέντες Επιτρόπους να προβαίνουν σε σύντομη τελική δήλωση.

Πραγματοποιείται ζωντανή οπτικοακουστική μετάδοση των ακροάσεων. Η ευρετηριασμένη εγγραφή των ακροάσεων θα πρέπει να είναι διαθέσιμη για δημοσιοποίηση εντός 24 ωρών.

8.   Πραγματοποιείται ζωντανή οπτικοακουστική μετάδοση των ακροάσεων η οποία διατίθεται δωρεάν στο κοινό και στα μέσα ενημέρωσης . Η ευρετηριασμένη εγγραφή των ακροάσεων θα πρέπει να είναι διαθέσιμη για δημοσιοποίηση εντός 24 ωρών.

 

Άρθρο 3

γ)

Αξιολόγηση

Αξιολόγηση

Ο πρόεδρος και οι συντονιστές συνεδριάζουν αμέσως μετά τις ακροάσεις για να αξιολογήσουν τους μεμονωμένους ορισθέντες Επιτρόπους. Οι συνεδριάσεις αυτές διεξάγονται κεκλεισμένων των θυρών. Οι συντονιστές καλούνται να δηλώσουν εάν κατά την άποψή τους οι ορισθέντες Επίτροποι διαθέτουν τα προσόντα, τόσο για να αποτελέσουν μέλη του Σώματος, όσο και για να επιτελέσουν τα ειδικά καθήκοντα τα οποία τους έχουν ανατεθεί. Η Διάσκεψη των Προέδρων των Επιτροπών καταρτίζει τυποποιημένο έντυπο για να διευκολύνει την αξιολόγηση.

1.   Ο πρόεδρος και οι συντονιστές συνεδριάζουν αμέσως μετά τις ακροάσεις για να αξιολογήσουν τους μεμονωμένους ορισθέντες Επιτρόπους. Οι συνεδριάσεις αυτές διεξάγονται κεκλεισμένων των θυρών. Οι συντονιστές καλούνται να δηλώσουν εάν κατά την άποψή τους οι ορισθέντες Επίτροποι διαθέτουν τα προσόντα, τόσο για να αποτελέσουν μέλη του Σώματος, όσο και για να επιτελέσουν τα ειδικά καθήκοντα τα οποία τους έχουν ανατεθεί. Η Διάσκεψη των Προέδρων των Επιτροπών καταρτίζει τυποποιημένο έντυπο για να διευκολύνει την αξιολόγηση.

Στην περίπτωση μικτών επιτροπών, ο πρόεδρος και οι συντονιστές των σχετικών επιτροπών ενεργούν από κοινού καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας.

2.   Στην περίπτωση μικτών επιτροπών, ο πρόεδρος και οι συντονιστές των σχετικών επιτροπών ενεργούν από κοινού καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας.

Προβλέπεται μία μόνον δήλωση αξιολόγησης για κάθε ορισθέντα Επίτροπο, η οποία περιλαμβάνει τις γνώμες όλων των επιτροπών που συμμετέχουν στην ακρόαση.

3.   Προβλέπεται μία μόνον επιστολή αξιολόγησης για κάθε ορισθέντα Επίτροπο, η οποία περιλαμβάνει τις γνώμες όλων των επιτροπών που συμμετέχουν στην ακρόαση.

Οσάκις οι κοινοβουλευτικές επιτροπές ζητούν περαιτέρω πληροφορίες για να ολοκληρώσουν την αξιολόγησή τους, ο Πρόεδρος απευθύνεται γραπτώς εξ ονόματός τους στον εκλεγέντα Πρόεδρο της Επιτροπής. Οι συντονιστές λαμβάνουν υπόψη τους την απάντηση.

 

Εάν οι συντονιστές δεν κατορθώσουν να επιτύχουν συναίνεση ως προς την αξιολόγηση ή μετά από αίτημα πολιτικής ομάδας, ο Πρόεδρος συγκαλεί συνεδρίαση της Ολομέλειας της επιτροπής. Ως τελευταία λύση, ο πρόεδρος υποβάλλει τις δύο αποφάσεις σε μυστική ψηφοφορία.

 

 

3α.     Οι αρχές που εφαρμόζονται στην αξιολόγηση εκ μέρους των συντονιστών είναι οι εξής:

 

α)

εάν οι συντονιστές εγκρίνουν τον ορισθέντα Επίτροπο ομόφωνα, ο πρόεδρος υποβάλλει εγκριτική επιστολή εξ ονόματός τους.

 

β)

εεν οι συντονιστές απορρίψουν τον ορισθέντα Επίτροπο ομόφωνα, ο πρόεδρος υποβάλλει απορριπτική επιστολή εξ ονόματός τους.

 

γ)

εάν οι συντονιστές που εκπροσωπούν πλειοψηφία τουλάχιστον δύο τρίτων επί του συνόλου των μελών της επιτροπής εγκρίνουν τον ορισθέντα Επίτροπο, ο πρόεδρος υποβάλλει επιστολή εξ ονόματός τους με την οποία δηλώνεται ότι ο ορισθείς Επίτροπος εγκρίνεται με ευρεία πλειοψηφία. Απόψεις της μειοψηφίας αναφέρονται εφόσον ζητηθεί.

 

δ)

σε περίπτωση που δεν μπορεί να επιτευχθεί πλειοψηφία τουλάχιστον δύο τρίτων επί του συνόλου των μελών της επιτροπής υπέρ της έγκρισης του υποψηφίου, οι συντονιστές

 

 

ζητούν καταρχάς συμπληρωματικές πληροφορίες μέσω περαιτέρω γραπτών ερωτήσεων·

 

 

εάν εξακολουθούν να μην είναι ικανοποιημένοι, ζητούν επανάληψη της ακρόασης, διάρκειας 1 1/2 ώρας, υπό την προϋπόθεση της έγκρισης από τη Διάσκεψη των Προέδρων·

 

ε)

εάν, μετά την εφαρμογή των διατάξεων του στοιχείου δ), οι συντονιστές που εκπροσωπούν πλειοψηφία τουλάχιστον δύο τρίτων του συνόλου των μελών της επιτροπής εγκρίνουν τον ορισθέντα Επίτροπο, ο πρόεδρος υποβάλλει επιστολή εξ ονόματός τους με την οποία δηλώνεται ότι ο ορισθείς Επίτροπος εγκρίνεται με μεγάλη πλειοψηφία. Απόψεις της μειοψηφίας αναφέρονται εφόσον ζητηθεί.

 

στ)

ε άν, μετά την εφαρμογή των διατάξεων του στοιχείου δ), εξακολουθεί να μην μπορεί να επιτευχθεί πλειοψηφία των συντονιστών που εκπροσωπούν τουλάχιστον τα δύο τρίτα του συνόλου των μελών της επιτροπής υπέρ της έγκρισης του ορισθέντος Επιτρόπου, ο πρόεδρος συγκαλεί την επιτροπή σε συνεδρίαση και θέτει σε ψηφοφορία τα δύο ερωτήματα που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1. Ο πρόεδρος υποβάλλει επιστολή στην οποία δηλώνεται η αξιολόγηση της επιτροπής.

Οι δηλώσεις αξιολόγησης των επιτροπών εγκρίνονται και δημοσιοποιούνται εντός 24 ωρών από την ακρόαση . Οι δηλώσεις εξετάζονται από τη Διάσκεψη των Προέδρων των Επιτροπών και αποστέλλονται ακολούθως στη Διάσκεψη των Προέδρων. Κατόπιν ανταλλαγής απόψεων και εφόσον δεν ζητηθούν περαιτέρω πληροφορίες, η Διάσκεψη των Προέδρων κηρύσσει τη λήξη των ακροάσεων.

3β.    Οι επιστολές αξιολόγησης των επιτροπών διαβιβάζονται εντός 24 ωρών από την ολοκλήρωση της διαδικασίας αξιολόγησης . Οι επιστολές εξετάζονται από τη Διάσκεψη των Προέδρων των Επιτροπών και αποστέλλονται ακολούθως στη Διάσκεψη των Προέδρων. Κατόπιν ανταλλαγής απόψεων και εφόσον δεν ζητηθούν περαιτέρω πληροφορίες, η Διάσκεψη των Προέδρων κηρύσσει τη λήξη των ακροάσεων και εγκρίνει την δημοσίευση όλων των επιστολών αξιολόγησης .

 

Άρθρο 4

 

Παρουσίαση του Σώματος

Ο εκλεγείς Πρόεδρος της Επιτροπής παρουσιάζει ολόκληρο το Σώμα των ορισθέντων Επιτρόπων και το πρόγραμμά τους σε συνεδρίαση του Κοινοβουλίου, την οποία καλείται να παρακολουθήσει ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και ο Πρόεδρος του Συμβουλίου. Την παρουσίαση ακολουθεί συζήτηση. Για την περάτωση της συζήτησης, οιαδήποτε πολιτική ομάδα ή τουλάχιστον σαράντα βουλευτές, μπορούν να υποβάλουν πρόταση ψηφίσματος. Εφαρμόζεται το άρθρο 123 παράγραφοι 3 , 4 και 5 .

1.   Ο εκλεγείς Πρόεδρος της Επιτροπής καλείται να παρουσιάσει ολόκληρο το Σώμα των ορισθέντων Επιτρόπων και το πρόγραμμά τους σε συνεδρίαση του Κοινοβουλίου, την οποία καλείται να παρακολουθήσει ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και ο Πρόεδρος του Συμβουλίου. Την παρουσίαση ακολουθεί συζήτηση. Για την περάτωση της συζήτησης, οιαδήποτε πολιτική ομάδα ή τουλάχιστον σαράντα βουλευτές, μπορούν να υποβάλουν πρόταση ψηφίσματος. Εφαρμόζεται το άρθρο 123 παράγραφοι 3 έως 5β .

Μετά την ψηφοφορία σχετικά με την πρόταση ψηφίσματος, το Κοινοβούλιο ψηφίζει προκειμένου να δώσει ή όχι τη συγκατάθεσή του για το διορισμό, ως συλλογικού οργάνου, του εκλεγέντος Προέδρου και των ορισθέντων Επιτρόπων. Το Κοινοβούλιο αποφασίζει με την πλειοψηφία των ψηφισάντων, σε ψηφοφορία με ονομαστική κλήση. Το Κοινοβούλιο μπορεί να αναβάλει την ψηφοφορία για την επόμενη συνεδρίαση.

2.   Μετά την ψηφοφορία σχετικά με την πρόταση ψηφίσματος, το Κοινοβούλιο ψηφίζει προκειμένου να δώσει ή όχι τη συγκατάθεσή του για το διορισμό, ως συλλογικού οργάνου, του εκλεγέντος Προέδρου και των ορισθέντων Επιτρόπων. Το Κοινοβούλιο αποφασίζει με την πλειοψηφία των ψηφισάντων, σε ψηφοφορία με ονομαστική κλήση. Το Κοινοβούλιο μπορεί να αναβάλει την ψηφοφορία για την επόμενη συνεδρίαση.

 

Άρθρο 5

 

Παρακολούθηση των δεσμεύσεων που αναλήφθηκαν κατά τη διάρκεια των ακροάσεων.

 

Οι δεσμεύσεις τις οποίες ανέλαβαν και οι προτεραιότητες στις οποίες αναφέρθηκαν οι ορισθέντες Επίτροποι κατά τη διάρκεια των ακροάσεων επανεξετάζονται, καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας τους, από την αρμόδια επιτροπή στο πλαίσιο του ετήσιου διαρθρωμένου διαλόγου με την Επιτροπή που διεξάγεται σύμφωνα με το Παράρτημα 4 παράγραφος 1 της συμφωνίας-πλαισίου για τις σχέσεις μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

2.    Σε περίπτωση αλλαγής στη σύνθεση του Σώματος των Επιτρόπων ή σημαντικής αλλαγής των χαρτοφυλακίων της Επιτροπής κατά τη διάρκεια της θητείας της, ισχύουν οι εξής ρυθμίσεις:

 

 

Μέρος II — Σημαντική αλλαγή των χαρτοφυλακίων ή αλλαγή στη σύνθεση του Σώματος των Επιτρόπων κατά τη διάρκεια της θητείας του

 

Άρθρο 6

 

Κενή έδρα

α)

όταν πρέπει να πληρωθεί κενή έδρα λόγω παραίτησης, υποχρεωτικής παύσης ή θανάτου, το Κοινοβούλιο καλεί αμελλητί τον ορισθέντα Επίτροπο να συμμετάσχει σε ακρόαση υπό τους ίδιους όρους με τους οριζόμενους στην παράγραφο 1 ·

Όταν πρέπει να πληρωθεί κενή έδρα λόγω παραίτησης, υποχρεωτικής παύσης ή θανάτου, το Κοινοβούλιο καλεί αμελλητί τον ορισθέντα Επίτροπο να συμμετάσχει σε ακρόαση υπό τους ίδιους όρους με τους οριζόμενους στο Μέρος Ι .

 

Άρθρο 7

 

Ένταξη νέου κράτους μέλους

β)

σε περίπτωση ένταξης νέου κράτους μέλους, το Κοινοβούλιο καλεί τον ορισθέντα Επίτροπο του κράτους αυτού να συμμετάσχει σε ακρόαση υπό τους ίδιους όρους με τους οριζόμενους στην παράγραφο 1 ·

Σε περίπτωση ένταξης νέου κράτους μέλους, το Κοινοβούλιο καλεί τον ορισθέντα Επίτροπο του κράτους αυτού να συμμετάσχει σε ακρόαση υπό τους ίδιους όρους με τους οριζόμενους στο Μέρος Ι .

 

Άρθρο 8

 

Σημαντική αλλαγή των χαρτοφυλακίων

γ)

σε περίπτωση σημαντικής αλλαγής των χαρτοφυλακίων, οι ενδιαφερόμενοι Επίτροποι καλούνται να εμφανιστούν ενώπιον των αντιστοίχων κοινοβουλευτικών επιτροπών πριν αναλάβουν τις νέες τους αρμοδιότητες.

Σε περίπτωση σημαντικής αλλαγής των χαρτοφυλακίων κατά τη διάρκεια της θητείας της Επιτροπής , οι ενδιαφερόμενοι Επίτροποι καλούνται να συμμετάσχουν σε ακρόαση υπό τους ίδιους όρους με τους οριζόμενους στο Μέρος Ι πριν αναλάβουν τις νέες τους αρμοδιότητες.

 

Άρθρο 9

 

Ψηφοφορία στην Ολομέλεια

Κατά παρέκκλιση της διαδικασίας που θεσπίζεται με την παράγραφο 1 στοιχείο γ), όγδοο εδάφιο , όταν η ψηφοφορία στην Ολομέλεια αφορά έναν μόνο Επίτροπο διεξάγεται μυστική ψηφοφορία.

Κατά παρέκκλιση της διαδικασίας που θεσπίζεται με το άρθρο 118 παράγραφος 5α , όταν η ψηφοφορία στην Ολομέλεια αφορά έναν μόνο Επίτροπο διεξάγεται μυστική ψηφοφορία.

Τροπολογία 279

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Παράρτημα XVI α (νέο)

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ XVI Α

 

Απαιτήσεις για τη σύνταξη πράξεων που εκδίδονται βάσει της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας

 

1.

Στις πράξεις αναγράφεται το είδος της πράξης με αριθμό αναφοράς, οι ονομασίες και των δύο θεσμικών οργάνων που τις εξέδωσαν, η ημερομηνία της υπογραφής τους και γίνεται μνεία του αντικειμένου τους.

 

2.

Οι πράξεις περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:

 

α)

«Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης»·

 

β)

μνεία των διατάξεων δυνάμει των οποίων εκδίδεται η πράξη, κατόπιν των λέξεων «έχοντας υπόψη»·

 

γ)

αιτιολογική αναφορά που παραπέμπει στις προτάσεις που υποβλήθηκαν, στις γνώμες που ελήφθησαν και στις διαβουλεύσεις που πραγματοποιήθηκαν·

 

δ)

το σκεπτικό της πράξης, που αρχίζει με τη λέξη «εκτιμώντας»·

 

ε)

τις φράσεις «εξέδωσαν τον παρόντα κανονισμό», «εξέδωσαν την παρούσα οδηγία» ή «εξέδωσαν την παρούσα απόφαση», των οποίων έπεται το κυρίως σώμα της πράξης.

 

3.

Οι πράξεις διαιρούνται σε άρθρα τα οποία, ενδεχομένως, συνενώνονται σε μέρη, τίτλους, κεφάλαια και τμήματα.

 

4.

Το τελευταίο άρθρο της πράξης ορίζει την ημερομηνία έναρξης ισχύος στην περίπτωση κατά την οποία η ημερομηνία αυτή είναι προγενέστερη ή μεταγενέστερη της εικοστής ημέρας από τη δημοσίευση.

 

5.

Έπονται του τελευταίου άρθρου της πράξης:

 

η δέουσα διατύπωση, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις των Συνθηκών, όσον αφορά την εφαρμογή της πράξης αυτής·

 

η μνεία του τόπου έκδοσης («Έγινε στ…»), ακολουθούμενη από την ημερομηνία υπογραφής της πράξης·

 

οι λέξεις «Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ο Πρόεδρος», «Για το Συμβούλιο ο Πρόεδρος», ακολουθούμενες από τα ονόματα του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του εν ενεργεία Προέδρου του Συμβουλίου την στιγμή κατά την οποία υπογράφηκε η πράξη.

Τροπολογία 280

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Παράρτημα XVII

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

[…]

διαγράφεται

Τροπολογία 281

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Παράρτημα XVIII

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

[…]

διαγράφεται

Τροπολογία 282

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Παράρτημα XIX

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

[…]

διαγράφεται

Τροπολογία 283

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Παράρτημα XX

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

[…]

διαγράφεται

Τροπολογία 284

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

Παράρτημα XXI

Ισχύον κείμενο

Τροπολογία

[…]

διαγράφεται


(*1)  Για την ενοποιημένη έκδοση του Κανονισμού του Κοινοβουλίου όπως τροποποιήθηκε, βλέπε http://www.europarl.europa.eu/sides/getDoc.do?pubRef=-//EP//TEXT+RULES-EP+20170116+TOC+DOC+XML+V0//EL.

(1)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1.

(1)  Βλέπε παράρτημα I.

(1)  Βλέπε παράρτημα I.

()   Μητρώο που θεσπίστηκε με βάση τη συμφωνία μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με το Μητρώο Διαφάνειας για οργανώσεις και αυτοαπασχολούμενα άτομα που συμμετέχουν στη διαμόρφωση και εφαρμογή των πολιτικών της ΕΕ (ΕΕ L 277 της 19.9.2014, σ. 11).

(2)   Μητρώο που καθιερώνεται με τη συμφωνία μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την καθιέρωση ενός Μητρώου Διαφάνειας, για οργανώσεις και αυτοαπασχολούμενα άτομα που συμμετέχουν στη διαμόρφωση και εφαρμογή των πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. παράρτημα IX, μέρος Β).

(3)   Βλέπε παράρτημα IX, μέρος Β.

(4)   Βλέπε παράρτημα 3 της συμφωνίας που περιέχεται στο παράρτημα IX, μέρος Β.

(5)   Βλέπε παράρτημα IX, μέρος Α.

(6)   Βλέπε παράρτημα XI.

(7)   Βλέπε παράρτημα VII, μέρος Ε.

(8)   Βλέπε παράρτημα XIII .

(8)   Συμφωνία-πλαίσιο για τις σχέσεις μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (ΕΕ L 304 της 20.11.2010, σ. 47) .

()   ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1.

()   Διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου, παράγραφος 25 (ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1).

(9)   Βλέπε τη σχετική απόφαση της Διάσκεψης των Προέδρων που περιλαμβάνεται στο παράρτημα XVII του Κανονισμού.

()   Βλέπε τη σχετική απόφαση της Διάσκεψης των Προέδρων.

(10)   Βλέπε παράρτημα XX.

(10)   Κώδικας συμπεριφοράς του ΕΚ για τη διαπραγμάτευση φακέλων στο πλαίσιο της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας

()   ΕΕ C 373 της 20.12.2013, σ. 1.

(11)  Βλέπε παράρτημα V.

(11)  Βλέπε παράρτημα V.

(12)  Διοργανική συμφωνία της 20ής Δεκεμβρίου 1994, που αφορά την ταχεία μέθοδο εργασίας για την επίσημη κωδικοποίηση νομοθετικών κειμένων, σημείο 4 (ΕΕ C 102 της 4.4.1996, σ. 2).

(12)  Διοργανική συμφωνία της 20ής Δεκεμβρίου 1994, που αφορά την ταχεία μέθοδο εργασίας για την επίσημη κωδικοποίηση νομοθετικών κειμένων, σημείο 4 (ΕΕ C 102 της 4.4.1996, σ. 2).

(13)  Διοργανική συμφωνία της 28ης Νοεμβρίου 2001, για πλέον συστηματοποιημένη χρήση της τεχνικής της αναδιατύπωσης των νομικών πράξεων, σημείο 9 (ΕΕ C 77 της 28.3.2002, σ. 1).

(13)  Διοργανική συμφωνία της 28ης Νοεμβρίου 2001, για πλέον συστηματοποιημένη χρήση της τεχνικής της αναδιατύπωσης των νομικών πράξεων, σημείο 9 (ΕΕ C 77 της 28.3.2002, σ. 1).

(14)   Βλέπε επίσης ερμηνεία του άρθρου 141.

(15)   Βλέπε παράρτημα XIV.

()   ΕΕ L 277 της 19.9.2014, σ. 11.

(16)   Βλέπε παράρτημα XVI.

(17)   Βλέπε παράρτημα II.

(18)  Βλέπε παράρτημα III.

(18)  Βλέπε παράρτημα III.

()   Βλέπε Παράρτημα III.

()   Βλέπε Παράρτημα III.

(19)  Βλέπε παράρτημα III.

(19)  Βλέπε παράρτημα III.

(20)  Παρατάθηκε με την απόφαση του Κοινοβουλίου της 26ης Φεβρουαρίου 2014.

(20)  Παρατάθηκε με την απόφαση του Κοινοβουλίου της 26ης Φεβρουαρίου 2014.

(21)   Βλέπε παράρτημα XV.

(22)  Βλέπε παράρτημα VI.

(22)  Βλέπε παράρτημα VI.

(23)   Βλέπε παράρτημα VIII.

(24)   Βλέπε παράρτημα XIII.

(25)   Βλέπε παράρτημα X.

()   Το άρθρο 223α όπως προστέθηκε εφαρμόζεται μόνο σε ευρωπαϊκά πολιτικά κόμματα και ευρωπαϊκά πολιτικά ιδρύματα κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφοι 3 και 4 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 1141/2014 . Το άρθρο 224 με την παρούσα διατύπωσή του συνεχίζει να εφαρμόζεται για πράξεις και δεσμεύσεις που σχετίζονται με τη χρηματοδότηση πολιτικών κομμάτων και πολιτικών ιδρυμάτων σε ευρωπαϊκό επίπεδο για τα οικονομικά έτη 2014, 2015, 2016 και 2017, τα οποία, σύμφωνα με το άρθρο 40 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 1141/2014 συνεχίζουν να διέπονται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2004/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με το καθεστώς και τη χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Το άρθρο 225 με την παρούσα διατύπωσή του συνεχίζει να εφαρμόζεται για πολιτικά κόμματα και πολιτικά ιδρύματα σε ευρωπαϊκό επίπεδο κατά την έννοια του άρθρου 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2004/2003, για όσο διάστημα λαμβάνουν χρηματοδότηση για τα οικονομικά έτη 2014, 2015, 2016 και 2017, κατ’ εφαρμογή του κανονισμού αυτού.

(1a)   Βλ. απόφαση Προεδρείου της 12ης Σεπτεμβρίου 2016 για την εφαρμογή της Διοργανικής Συμφωνίας σχετικά με το Μητρώο Διαφάνειας

(26)  Απόφαση του Προεδρείου της 12ης Απριλίου 1999.

(26)  Απόφαση του Προεδρείου της 12ης Απριλίου 1999 σχετικά με τις διευκολύνσεις που παρέχονται στους πρώην βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.


Top