Vyberte pokusně zaváděné prvky, které byste chtěli vyzkoušet

Tento dokument je výňatkem z internetových stránek EUR-Lex

Dokument 52016XC0701(02)

    Δημοσίευση αίτησης σύμφωνα με το άρθρο 50 παράγραφος 2 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1151/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τα συστήματα ποιότητας των γεωργικών προϊόντων και τροφίμων

    ΕΕ C 239 της 1.7.2016, s. 22—25 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    1.7.2016   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    C 239/22


    Δημοσίευση αίτησης σύμφωνα με το άρθρο 50 παράγραφος 2 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1151/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τα συστήματα ποιότητας των γεωργικών προϊόντων και τροφίμων

    (2016/C 239/11)

    Η παρούσα δημοσίευση παρέχει το δικαίωμα ένστασης κατά την έννοια του άρθρου 51 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1151/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (1).

    ΕΝΙΑΙΟ ΕΓΓΡΑΦΟ

    «HÅNNLAMB»

    Αριθ. ΕΕ: SE-PDO-0005-01327 — 21.4.2015

    ΠΟΠ ( X ) ΠΓΕ ( )

    1.   Ονομασία(-ες)

    «Hånnlamb»

    2.   Κράτος μέλος ή τρίτη χώρα

    Σουηδία

    3.   Περιγραφή του γεωργικού προϊόντος ή του τροφίμου

    3.1.   Τύπος προϊόντος

    Κλάση 1.1. Νωπά κρέατα (και βρώσιμα παραπροϊόντα σφαγίων)

    3.2.   Περιγραφή του προϊόντος για το οποίο ισχύει η ονομασία στο σημείο 1

    Η ονομασία «Hånnlamb» καλύπτει τα σφάγια και τεμάχια αρνιών και προβάτων της φυλής «gutefår» που έχουν γεννηθεί εκτραφεί και σφαγεί εντός της οριοθετημένης γεωγραφικής περιοχής του νησιού Γκότλαντ. Στη διάλεκτο του Γκότλαντ, «Hånnlamb» σημαίνει «πρόβατο με κέρατα». Πρόκειται για την αρχική ονομασία του προβάτου με κέρατα του Γκότλαντ το οποίο διασώθηκε από εξάλειψη στις αρχές του 20ού αιώνα και στη συνέχεια χαρακτηρίστηκε ως φυλή «gutefår». Η φυλή προέρχεται από την παλαιά γκοτλανδική φυλή προβάτων «allmogefår», τα χαρακτηριστικά της οποίας διαμορφώθηκαν επί χιλιετίες χάρη στο κλίμα και τη βλάστηση του Γκότλαντ. Τα πρόβατα εκτρέφονται σε φυσικούς βοσκοτόπους στους οποίους η διαθέσιμη χορτονομή είναι φτωχή σε σύγκριση με αυτή των καλλιεργήσιμων γαιών, και για τον λόγο αυτό έχουν προσαρμοστεί στο να εκμεταλλεύονται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τη βλάστηση που φύεται σε αυτούς τους φυσικούς βοσκοτόπους. Το κρέας τους διατίθεται στο εμπόριο τόσο στο Γκότλαντ όσο και αλλού στη Σουηδία.

    Τα αρνιά «Hånnlamb» που προορίζονται για σφαγή πρέπει να ανήκουν στη φυλή «gutefår» και να πληρούν τις απαιτήσεις φυλετικής καθαρότητας που προβλέπονται από μία από τις ενώσεις προστασίας της φυλής (GutefårAkademin ή Föreningen Gutefåret) καθώς και να περιλαμβάνονται στις τράπεζες γονιδίων τους που έχουν συσταθεί για την προστασία της φυλής. Τα ζώα πρέπει να εκτρέφονται στους φυσικούς βοσκοτόπους του νησιού Γκότλαντ.

    Χάρη στη βόσκηση σε αυτές τις φυσικές περιοχές το κρέας αποκτά τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του. Το χόρτο και τα βότανα περιέχουν, για παράδειγμα, υψηλά επίπεδα πολυακόρεστων λιπαρών οξέων και αντιοξειδωτικών όπως η βιταμίνη Ε. Ως εκ τούτου, το κρέας των αρνιών που τρέφονται με αυτά τα βότανα και αυτό το χόρτο περιέχουν περισσότερες από αυτές τις ουσίες και παρουσιάζουν διαφορετικό προφίλ λιπαρών οξέων και συνεπώς χαρακτηριστική γεύση. Η βιταμίνη Ε επηρεάζει τη γεύση εμμέσως καθώς αποτρέπει τη διάσπαση των λιπαρών οξέων. Υπάρχουν διαφορές στη γεύση που σχετίζονται με τη φυλή και οφείλονται, κυρίως, στις διαφορές στο λίπος επικάλυψης αλλά και στην ικανότητα της φυλής να εκμεταλλεύεται με τον βέλτιστο τρόπο τους διάφορους τύπους χορτονομής. Μέσω της προσαρμογής, το πρόβατο «Hånnlamb» εγκλιματίστηκε στους βοσκοτόπους με φτωχή αλλά πλούσια σε φυτικά είδη χορτονομή, χάρη στην οποία το προϊόν αποκτάει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του. Η περιεκτικότητα του κρέατος σε ενέργεια είναι περίπου 100-170 kcal, ή 470-700 kJ ανά 100 g κρέατος, αναλόγως του τρόπου κοπής του. Η περιεκτικότητα σε λίπος ποικίλλει μεταξύ περίπου 2 % και 10 % και συνίσταται σε περίπου ίσα ποσοστά κορεσμένων και μονοακόρεστων λιπαρών οξέων, ενώ τα πολυακόρεστα λιπαρά οξέα αναλογούν σε περίπου 10 % της συνολικής περιεκτικότητας σε λιπαρά οξέα. Το κρέας των φυσικών βοσκοτόπων έχει υψηλότερη αναλογία πολυακόρεστων λιπαρών οξέων, όπως τα ωμέγα-3 λιπαρά οξέα (ιδίως το α-λινολενικό οξύ και το εικοσα-πεντα-ενοϊκό οξύ), επειδή τα φυτά που καλλιεργούνται σε αυτά περιέχουν τα εν λόγω λιπαρά οξέα. Οι ποσότητες ωμέγα-3 λιπαρών οξέων μπορούν να είναι έως και πενταπλάσιες, αναλόγως των καταναλωνόμενων φυτών. Η αναλογία ωμέγα-3 και ωμέγα-6 λιπαρών οξέων στο κρέας επηρεάζεται από τη χορτονομή/βοσκή που με τη σειρά της επηρεάζει τη γευστική αίσθηση. Η γεύση του κρέατος του «Hånnlamb» μπορεί να περιγραφεί ως ξεχωριστή. Είναι χυμώδης με μια νότα συκωτιού και αίματος, βουτυρώδης (λίπος βουτύρου), θυμίζει δάσος (χώμα, βρύα και μύκητες), είναι όξινη με διακριτή μεταλλική επίγευση. Επιπλέον, το αρνί έχει φυσικά αλμυρή γεύση, με νότες βοτάνων και κάστανου και έντονα αντιληπτή γεύση κρέατος θηράματος. Τα πάνελ γευσιγνωστών συνέδεσαν με το συγκεκριμένο αρνίσιο κρέας τις γεύσεις μεταλλική, δάσους, βουτυρώδης και ξινού κρέατος. Εντονότερη ήταν η βουτυρώδης γεύση, ακολουθούμενη από τη μεταλλική και του δάσους. Το κρέας είναι λεπτόκοκκο, με βαθύτερο χρώμα και μικρότερη επικάλυψη λίπους από το κρέας άλλων πιο εμπορικών φυλών. Στο φως της ημέρας το χρώμα του κρέατος είναι βαθυκόκκινο και του λίπους λευκό (AMSA Meat Color Measurement Guidelines, American Meat Science Association, 2012).

    Ένα χαρακτηριστικό των προβάτων της φυλής landrace είναι ότι παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία, όσον αφορά τόσο την όψη όσο και το μέγεθος. Τα ενήλικα πρόβατα «gutefår» έχουν ποικίλο βάρος, ακόμη και εντός της ίδιας ηλικιακής ομάδας. Το ζων βάρος των προβατίνων ανέρχεται κατά μέσο όρο σε 50 kg, αλλά μπορεί να ποικίλλει μεταξύ 40 και 70 kg, ενώ για τα κριάρια αντιστοίχως το βάρος μπορεί να κυμαίνεται μεταξύ 60-80 kg. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν επίσης διακυμάνσεις στην ανάπτυξη και το βάρος των αρνιών. Το βάρος σφαγίου των αρνιών από το Lilla Karlsö, για παράδειγμα, ποικίλλει μεταξύ 16 και 21 kg.

    Δεν υπάρχουν απαιτήσεις όσον αφορά τη μέγιστη ή την ελάχιστη ηλικία που πρέπει να έχει το ζώο κατά τη σφαγή για να μπορεί να διατεθεί στο εμπόριο ως «Hånnlamb». Η εκτίμηση για το αν το ζώο θα χαρακτηριστεί «πρόβατο» ή «αρνί» εκτελείται με οπτική εξέταση του σφαγίου. Το ανώτερο ηλικιακό όριο για να χαρακτηριστεί το ζώο «αρνί»«Hånnlamb» είναι 16 μήνες, μετά από το όριο αυτό χαρακτηρίζεται «πρόβατο». Κατά τη διάθεση του «Hånnlamb» στο εμπόριο πρέπει να είναι σαφές αν το κρέας προέρχεται από αρνί ή από ενήλικο πρόβατο.

    Το ελάχιστο βάρος σφαγίου που μπορεί να πωληθεί ως «Hånnlamb» είναι 12 kg. Δεν υπάρχει καθορισμένο όριο βάρους για τα τεμάχια διότι δεν κρίθηκε αναγκαίο.

    Τα αρνιά οδηγούνται στη σφαγή συνήθως στις αρχές του φθινοπώρου μόλις έχουν φθάσει σε ζων βάρος 30-50 kg. Τα μεγαλύτερης ηλικίας ζώα σφάζονται καθ' όλη τη διάρκεια του έτους. Κριτήριο ποιότητας στην κατηγορία «αρνί», βάσει της κλίμακας κατάταξης EUROP για το «Hånnlamb», είναι να να κατατάσσεται το σφάγιο στις κλάσεις διάπλασης O-E. Κριτήριο ποιότητας για το λίπος είναι να κατατάσσεται στην κλάση τουλάχιστον Slight (2-) για την κατηγορία «αρνί», βάσει της κλίμακας κατάταξης EUROP. Όσον αφορά την κατηγορία σφαγής, η κλάση διάπλασης πρέπει να είναι ελαφρώς χαμηλότερη (P+-E) ενώ η κλάση λίπους πρέπει να είναι τουλάχιστον Slight (2-).

    3.3.   Ζωοτροφές (μόνο για προϊόντα ζωικής προέλευσης) και πρώτες ύλες (μόνο για μεταποιημένα προϊόντα)

    Καθ' όλη τη διάρκεια της βλαστητικής περιόδου, τα «Hånnlamb» βόσκουν σε φυσικούς βοσκοτόπους και προσλαμβάνουν τα θρεπτικά συστατικά που είναι διαθέσιμα στη βλάστηση. Αναλόγως των κλιματικών παραγόντων και των συνθηκών ανάπτυξης στους φυσικούς βοσκοτόπους, μπορεί να χορηγηθεί πρόσθετη τροφή, η οποία μπορεί να περιλαμβάνει σανό/ενσιρώματα κατά την άνοιξη και τα τέλη του φθινοπώρου. Τα αρνιά ακολουθούν τις μητέρες τους στους φυσικούς βοσκοτόπους. Τα αρνιά αρχίζουν να βόσκουν σε ηλικία περίπου ενός μηνός, αλλά συνεχίζουν τον θηλασμό ως μέσο κοινωνικής αλληλεπίδρασης έως τα τέλη του φθινοπώρου.

    Το διατροφικό περιεχόμενο της βόσκησης (ανά kg ξηράς ουσίας) ποικίλλει, αλλά έχει υπολογιστεί για τους τυπικούς βοσκοτόπους που χρησιμοποιούν τα «Hånnlamb» ως εξής: Μετατρέψιμη ενέργεια 10,2 MJ, αφομοιώσιμη ακατέργαστη πρωτεΐνη 126 g, απορροφήσιμα αμινοξέα 69 g, πρωτεϊνικό ισοζύγιο στη μεγάλη κοιλία 48 g, ασβέστιο 9,1 g, φωσφόρος 2,6 g, κάλιο 17,2 g, μαγνήσιο 1,8 g, τέφρα 63 g και ακατέργαστη πρωτεΐνη 168 g.

    Τον χειμώνα οι προβατίνες και τα κριάρια τρέφονται με σανό και/ή ενσιρώματα. Οι προβατίνες μπορούν να λαμβάνουν συμπυκνωμένη ζωοτροφή ως συμπλήρωμα κατά το χρονικό διάστημα ενός μηνός πριν και ενός μηνός μετά τον τοκετό. Τόσο η χονδροαλεσμένη χορτονομή όσο και η συμπυκνωμένη ζωοτροφή πρέπει να προέρχονται από την οριοθετημένη γεωγραφική περιοχή.

    Ο σανός για τη χειμερινή χορτονομή προέρχεται από αροτραίες καλλιέργειες. Η σύσταση ποικίλλει αναλόγως των συνθηκών του εδάφους, αλλά συχνά περιλαμβάνει μείγματα ειδών χόρτου όπως φλέο το λειμώνιο, φεστούκα η λειμώνια και πολυετής ήρα, ενίοτε αναμεμιγμένα με τριφύλλι και άλλα χόρτα.

    Η ενσίρωση γίνεται χρησιμοποιώντας τις ίδιες καλλιέργειες με αυτές που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή σανού.

    Δεν υπάρχουν απαιτήσεις σχετικά με τη δυνατότητα χρήσης συμπυκνωμένων ζωοτροφών πλην αυτής ότι η χορήγησή τους θα πρέπει να περιορίζεται σε χρονικό διάστημα ενός μηνός πριν και ενός μηνός μετά τον τοκετό.

    3.4.   Ειδικά στάδια της παραγωγής τα οποία πρέπει να εκτελούνται εντός της οριοθετημένης γεωγραφικής περιοχής

    Τα ζώα που προορίζονται για σφαγή πρέπει να έχουν γεννηθεί και εκτραφεί σε φυσικούς βοσκοτόπους εντός της οριοθετημένης γεωγραφικής περιοχής (η διαβίωσή τους σε άλλο χώρο εντός της οριοθετημένης γεωγραφικής περιοχής επί σύντομα χρονικά διαστήματα κατά την περίοδο βόσκησης και εκτός της περιόδου βόσκησης είναι αποδεκτή).

    Η περίοδος βόσκησης για τα αρνιά πριν τη σφαγή πρέπει να διαρκεί τουλάχιστον τέσσερις μήνες. Η περίοδος βόσκησης για τα ενήλικα ζώα πρέπει να διαρκεί τουλάχιστον επτά μήνες ανά έτος.

    3.5.   Ειδικοί κανόνες για τον τεμαχισμό, το τρίψιμο, τη συσκευασία κ.λπ. του προϊόντος στο οποίο αναφέρεται η καταχωρισμένη ονομασία

    3.6.   Ειδικοί κανόνες για την επισήμανση του προϊόντος στο οποίο αναφέρεται η καταχωρισμένη ονομασία

    Κατά τη σφαγή τα ζώα, τα σφάγια και τα τεμάχια διατηρούνται χωριστά. Τα σφάγια πρέπει να σφραγίζονται με το λογότυπο του «Hånnlamb» (σχήμα 1).

    Η συσκευασία των τελικών προϊόντων πρέπει επίσης να φέρει το λογότυπο ώστε να εξασφαλίζεται η ιχνηλασιμότητα.

    Image

    4.   Συνοπτική οριοθέτηση της γεωγραφικής περιοχής

    Η γεωγραφική περιοχή αποτελείται από το νησί Γκότλαντ και τα παρακείμενα νησιά και νησίδες. Η γεωγραφική περιοχή αντιστοιχεί στην επαρχία του Γκότλαντ, συμπεριλαμβανόμενου του Gotska Sandön (σχήμα 2). Το Γκότλαντ είναι το μεγαλύτερο νησί της Βαλτικής θάλασσας και βρίσκεται στη γεωγραφική θέση 57°29′57″Β 18°30′34″Α. Το νησί διαφέρει από το μεγαλύτερο τμήμα της υπόλοιπης Σουηδίας καθώς το γεωλογικό του υπόβαθρο είναι ασβεστολιθικό.

    Image

    5.   Δεσμός με τη γεωγραφική περιοχή

    Το Γκότλαντ έχει θαλάσσιο κλίμα. Η θερμοκρασία είναι σχετικά σταθερή κατά τη διάρκεια του έτους, χάρη στη θέση της περιοχής στη Βαλτική θάλασσα, όπου τα καλοκαίρια είναι δροσερά ενώ το φθινόπωρο και ο χειμώνας ήπιοι. Η μέση ετήσια θερμοκρασία είναι + 6,5 °C περίπου. Η θερμοκρασία στην αρχή και στο κυρίως τμήμα του καλοκαιριού είναι συχνά υψηλή, ενώ η έντονη έκθεση στον ήλιο προκαλεί ξηρασία, που επηρεάζει τις συνθήκες βλάστησης και βόσκησης.

    Το αρνί «Hånnlamb» είναι ανθεκτική φυλή προερχόμενη από τη φυλή «allmogefår» του Γκότλαντ, τα χαρακτηριστικά της οποίας έχουν διαμορφωθεί από το κλίμα και τη βλάστηση του Γκότλαντ επί χιλιάδες έτη. Τα αρνιά περιπλανιόνταν όλο το χρόνο σε όλη την περιοχή —σε παράκτια λιβάδια, ασβεστολιθικά εδάφη και δάση. Ως αποτέλεσμα αυτού του τρόπο διαβίωσης, τα πρόβατα του Γκότλαντ που ζούσαν στα λιβάδια ήταν καλά προσαρμοσμένα στο μοναδικό φυσικό περιβάλλον του νησιού. Τα πρόβατα αυτά διατηρούν πολλά από τα αρχικά χαρακτηριστικά, τα οποία δεν είναι πλέον παρόντα στις σύγχρονες φυλές προβάτων. Για παράδειγμα, το γαστρεντερικό σύστημα των προβάτων είναι σχεδιασμένο με τρόπο ώστε να εκμεταλλεύεται στο μέγιστο τους φτωχούς φυσικούς βοσκοτόπους του Γκότλαντ.

    Στις πενταετείς εκθέσεις του, ο κυβερνήτης της κομητείας κατά τον 19ο αιώνα αναφέρει ότι οι βοσκότοποι του νησιού είναι κατάλληλοι για την προβατοτροφία και ότι αυτή είναι εξαιρετικά σημαντική για το Γκότλαντ. Σύμφωνα με τις εκθέσεις, οι φυλές προβάτων του Γκότλαντ ήταν ανθεκτικές επειδή τα ζώα έβοσκαν και διαβίωναν στην ύπαιθρο καθ' όλη τη διάρκεια του έτους. Επιπλέον, ήταν μικρόσωμα αλλά είχαν καλή απόδοση σε κρέας με έντονη γεύση κρέατος θηράματος. Το χαρακτηριστικό αυτό θεωρείτο ότι οφειλόταν, μεταξύ άλλων, στο μείγμα φυτών των φυσικών βοσκοτόπων. Σύμφωνα με άλλες πηγές, το αρνίσιο κρέας —νωπό, καπνιστό ή παστό— αποτελούσε σημαντικό εξαγωγικό προϊόν του Γκότλαντ. Το αρνίσιο κρέας εξάγεται αδιαλείπτως, για παράδειγμα στη Στοκχόλμη, από τα μέσα του 18ου αιώνα.

    Το 1918, δρομολογήθηκε μια πρωτοβουλία για τη διάσωση του γκοτλανδικού προβάτου, του «hånnlamb», από την εξαφάνιση. Νέα κοπάδια προβάτων «Hånnlamb» σχηματίστηκαν σταδιακά, τα οποία στη συνέχεια ομαδοποιήθηκαν. Με τον τρόπο αυτό διασώθηκε το πρόβατο φυλής landrace του Γκότλαντ, το καλούμενο «hånnlamb». Το 1973, εγκρίθηκε η ονομασία «gutefår» για το πρόβατο landrace με κέρατα του Γκότλαντ, το οποίο παραδοσιακά καλούνταν «hånnlamb» στη γκουταμαλική και τη γκοτλανδική διάλεκτο. Τόσο οι προβατίνες όσο και τα κριάρια της φυλής «Hånnlamb» φέρουν κέρατα.

    Σήμερα, η εκτροφή του προβάτου «Hånnlamb» βασίζεται σε μεθόδους που προσομοιάζουν σημαντικά με αυτές που χρησιμοποιούνταν στο παρελθόν, παρόλο που τηρούν τους κανόνες που έχουν καθοριστεί από τις αρχές και προβλέπονται από τη νομοθεσία. Η εκτροφή είναι αυστηρά ελεγχόμενη και ακολουθεί το πρόγραμμα εκτροφής που έχει καθοριστεί από τον Σουηδικό Οργανισμό Γεωργίας, που απαγορεύει τη στοχοθετημένη εκτροφή και τη διασταυρούμενη εκτροφή με άλλες φυλές. Η φυλή «Hånnlamb» επομένως διατηρεί την εμφάνιση και τα χαρακτηριστικά που είχε επί χιλιάδες έτη.

    Από τα αρχαιολογικά ευρήματα έχει διαπιστωθεί ότι η προβατοτροφία είναι παρούσα στο νησί Γκότλαντ επί περισσότερα από 4 000 έτη. Από πολύ νωρίς απέκτησε μεγάλη σημασία για το νησί. Περαιτέρω απόδειξη της σημασίας της προβατοτροφίας για το Γκότλαντ αποτελεί το γεγονός ότι οι ελεύθεροι κτηνοτρόφοι του νησιού χρησιμοποιούσαν το «väduren», ένα παλαιότερο είδος κριαριού, ως σύμβολο στις σφραγίδες τους ήδη από τον 13ο αιώνα. Το «väduren» συμβόλιζε τη διαίρεση του νότιου Γκότλαντ σε τρία μέρη επί μακρό χρονικό διάστημα πριν αποτελέσει το έμβλημα όλου του Γκότλαντ, και εξακολουθεί έως σήμερα να αποτελεί το επίσημο σύμβολο του νησιού. Το κριάρι «väduren» κοσμεί επίσης το οικόσημο της Περιφέρειας, της Επαρχίας και της Κομητείας του Γκότλαντ (σχήμα 3).

    Image

    Αιτιώδης σχέση που συνδέει τη γεωγραφική περιοχή με την ποιότητα ή τα χαρακτηριστικά του προϊόντος (για τις ΠΟΠ) ή με μια συγκεκριμένη ιδιότητα, τη φήμη ή άλλα χαρακτηριστικά του προϊόντος (για τις ΠΓΕ):

    Χάρη στο θαλάσσιο κλίμα και στην περιεκτικότητά τους σε ασβεστολιθικά πετρώματα, οι φυσικοί βοσκότοποι του Γκότλαντ διαθέτουν ιδιαίτερη και πλούσια ποικιλία χόρτου και βοτάνων. Αυτό ισχύει επίσης για τα αραιά δάση κωνοφόρων, στα οποία η χλωρίδα είναι πολύ πλούσια σε φυτά και χόρτο λόγω της υψηλής περιεκτικότητας σε ασβεστόλιθο. Στους φυσικούς βοσκοτόπους μπορούν να αναπτυχθούν έως 20-40 είδη φυτών ανά m2. Ακόμη και σήμερα οι βοσκότοποι καλύπτουν μεγάλο τμήμα της έκτασης του Γκότλαντ, παρόλο που η έκτασή τους έχει μειωθεί και καλύπτουν σήμερα περίπου 40 000 εκτάρια.

    Χάρη στο κλίμα του Γκότλαντ σε συνδυασμό με τη βόσκηση σε φυσικές περιοχές η φυλή «Hånnlamb» χαρακτηρίζεται από έντονη γεύση του κρέατος. Από επιστημονικές μελέτες προκύπτει ότι η γεύση του κρέατος επηρεάζεται από την περιεκτικότητα της τροφής του ζώου σε υγρασία. Η αφθονία βοτάνων, όπως το αγριοθύμαρο, στους φυσικούς βοσκοτόπους του Γκότλαντ συνεπάγεται ότι το πρόβατο του Γκότλαντ έχει διακριτή γεύση κρέατος θηράματος, ιδιότητα που αναφέρεται στα ιστορικά κείμενα, και το κρέας του θεωρείται ως εκλεκτό έδεσμα που εκτιμάται ιδιαιτέρως από τους καταναλωτές.

    Παραπομπή στη δημοσίευση των προδιαγραφών

    (άρθρο 6 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο του παρόντος κανονισμού)

    http://www.livsmedelsverket.se/globalassets/produktion-handel-kontroll/livsmedelsinformation-markning-halsopastaenden/skyddade-beteckningar/ansokan-hannlamb-med-bilagor.pdf


    (1)  ΕΕ L 343 της 14.12.2012, σ. 1.


    Nahoru