Este documento é um excerto do sítio EUR-Lex
Documento 52011AE0991
Opinion of the European Economic and Social Committee on the ‘Communication from the Commission to the European Parliament, the Council, the European Economic and Social Committee and the Committee of the Regions on Taxation of the Financial Sector’ COM(2010) 549 final
Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών — “Φορολόγηση του χρηματοπιστωτικού τομέα” » [COM(2010) 549 τελικό]
Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών — “Φορολόγηση του χρηματοπιστωτικού τομέα” » [COM(2010) 549 τελικό]
ΕΕ C 248 της 25.8.2011, p. 64—67
(BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)
25.8.2011 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 248/64 |
Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών — “Φορολόγηση του χρηματοπιστωτικού τομέα” »
[COM(2010) 549 τελικό]
2011/C 248/11
Εισηγητής: ο κ. Stasys KROPAS
Στις 7 Οκτωβρίου 2010, και σύμφωνα με το άρθρο 113 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Επιτροπή αποφάσισε να ζητήσει τη γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής, για την
Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών «Φορολόγηση του χρηματοπιστωτικού τομέα»
COM(2010) 549 τελικό.
Το ειδικευμένο τμήμα «Οικονομική και Νομισματική Ένωση, Οικονομική και Κοινωνική Συνοχή», στο οποίο ανατέθηκε η προετοιμασία των σχετικών εργασιών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής, υιοθέτησε τη γνωμοδότησή του στις 31 Μαΐου 2011.
Κατά την 472η σύνοδο ολομέλειας της 15ης και 16ης Ιουνίου 2011 (συνεδρίαση της 15ης Ιουνίου 2011), η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε με 102 ψήφους υπέρ, 16 ψήφους κατά και 28 αποχές την ακόλουθη γνωμοδότηση.
1. Συμπεράσματα και συστάσεις
1.1 Η ΕΟΚΕ χαιρετίζει τις συνολικές πρωτοβουλίες της Επιτροπής με σκοπό την αποκατάσταση της ανάπτυξης, της αντοχής και της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Η σταθερότητα και η αποτελεσματικότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα και, επομένως, ο περιορισμός της υπερβολικής ανάληψης κινδύνων, καθώς και η παροχή κατάλληλων κινήτρων στα ιδρύματα του χρηματοπιστωτικού τομέα πρέπει να διασφαλίζονται μέσω κατάλληλης ρύθμισης και εποπτείας. Στο πλαίσιο αυτό, η ΕΟΚΕ εξέφρασε πρόσφατα την υποστήριξή της στην ίδρυση ενός ταμείου εξυγίανσης τραπεζών στο ρυθμιστικό πλαίσιο για τη διαχείριση κρίσεων.
1.2 Στον απόηχο της κρίσης, οι κυβερνήσεις υποχρεώθηκαν να προβούν σε προσπάθειες δημοσιονομικής εξυγίανσης προκειμένου να αντιμετωπίσουν το κόστος της κρίσης και τις ευρύτερες κοινωνικές και οικονομικές της συνέπειες. Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι ο χρηματοπιστωτικός τομέας πρέπει να συμβάλει στις προσπάθειες αυτές με δίκαιο και ουσιαστικό τρόπο.
1.3 Όπως τονίζεται στην ανακοίνωση της Επιτροπής, όλο και περισσότερα κράτη μέλη έχουν ήδη λάβει μονομερή μέτρα όσον αφορά τη φορολόγηση του χρηματοπιστωτικού τομέα. Τα κράτη αυτά υιοθέτησαν διαφορετικά συστήματα φορολογίας, με διαφορετικές φορολογικές βάσεις, διαφορετικούς πραγματικούς φορολογικούς συντελεστές και διαφορετικά πεδία εφαρμογής. Η ΕΟΚΕ εκτιμά ότι θα πρέπει να εναρμονιστεί η φορολογική βάση για τους εν λόγω δημοσιονομικούς μηχανισμούς και θα πρέπει να υπάρξει συντονισμός προς αποφυγή της διπλής φορολογίας με κατάλληλα μέτρα. Εάν η Επιτροπή εγκρίνει τέτοιες πρωτοβουλίες, πρέπει να λάβει υπόψη τις διαφορετικές επιπτώσεις που μπορεί να έχουν σε κάθε ένα κράτος μέλος, τη σημασία και την ευρωστία των εγχώριων χρηματοπιστωτικών αγορών, το υφιστάμενο εσωτερικό πλαίσιο φορολογίας και τους νέους φόρους τους οποίους το κράτος μέλος ενδεχομένως επέβαλε στον εγχώριο χρηματοπιστωτικό τομέα στον απόηχο της κρίσης.
1.4 Νέες εισφορές, όροι και κανονισμοί πιθανότατα να έχουν πολύπλευρες επιπτώσεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και σε ολόκληρη την οικονομία. Ως εκ τούτου, πρέπει να αξιολογηθεί προσεκτικά ο αντίκτυπός τους στην κεφαλαιουχική βάση και στην ικανότητα των τραπεζών και των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων να εκπληρώσουν τον ρόλο τους χρηματοδοτώντας την οικονομία και ειδικότερα τις ΜΜΕ. Η συνολική φορολογική συνεισφορά του χρηματοπιστωτικού τομέα της ΕΕ πρέπει να συγκριθεί με άλλους κλάδους. Επίσης, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι επιπτώσεις των πρόσθετων φόρων στην ανταγωνιστικότητα των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων της ΕΕ σε διεθνή κλίμακα.
1.5 Δεδομένου ότι η έλλειψη ρευστότητας και φερεγγυότητας ήταν κρίσιμες παράμετροι κατά την περίοδο πριν από την κρίση, η ΕΟΚΕ συνιστά κάθε νέος φόρος που θα επιβάλλεται στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να σχεδιάζεται με σεβασμό στην ικανότητα πληρωμής και συμμόρφωσης των ιδρυμάτων αυτών προς τις νέες κεφαλαιακές απαιτήσεις.
1.6 Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα πρέπει να δώσει ιδιαίτερη προσοχή στην αρχή της αναλογικότητας στην μελέτη των επιπτώσεων. Τούτο συνεπάγεται ότι το διοικητικό βάρος που επιβάλλεται στους φορείς της αγοράς και στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα από τις απαιτήσεις συμμόρφωσης δεν θα πρέπει να είναι δυσανάλογο προς τον βασικό στόχο του νέου αυτού φόρου. Εάν η Επιτροπή εξετάζει την καθιέρωση ενός νέου φόρου κατά το πρότυπο του φόρου χρηματοπιστωτικών συναλλαγών (ΦΧΣ), τότε θα πρέπει να επιδιώξει τη συνοχή με την πολιτική που έχει αναπτύξει τα τελευταία χρόνια προς απλοποίηση των φορολογικών διαδικασιών που θεωρούνται εμπόδια για την ολοκλήρωση των συναλλαγών. Εάν αποφασιστεί η θέσπιση φόρου χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων (ΦΧΔ), τότε η φορολογική βάση πρέπει να σχεδιαστεί κατά τρόπο συμβατό με τις πληροφορίες που είναι άμεσα διαθέσιμες στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στο υφιστάμενο πλαίσιο χρηματοοικονομικής πληροφόρησης.
1.7 Η ΕΟΚΕ επιβεβαιώνει τα συμπεράσματα και τις συστάσεις που παρουσιάζονται στη γνωμοδότηση της 15ης Ιουλίου 2010, όπου προτείνει την εισαγωγή ενός φόρου χρηματοπιστωτικών συναλλαγών (ΦΧΣ) (1), αλλά επιθυμεί να τονίσει ότι, λόγω του κινδύνου μετεγκατάστασης των οικονομικών δραστηριοτήτων σε χρηματοοικονομικά κέντρα εκτός της ΕΕ, θα πρέπει να προτιμηθεί η καθιέρωση ενός τέτοιου φόρου σε παγκόσμιο επίπεδο έναντι ενός πανευρωπαϊκού φόρου χρηματοπιστωτικών συναλλαγών. Ωστόσο, εάν αποδειχθεί ότι η καθιέρωση ενός φόρου χρηματοπιστωτικών συναλλαγών σε παγκόσμιο επίπεδο δεν είναι εφικτή, τότε η ΕΟΚΕ τάσσεται υπέρ ενός ανάλογου ευρωπαϊκού φόρου, λαμβάνοντας υπόψη τα αποτελέσματα των επιπτώσεων της αξιολόγησης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
1.8 H επιβολή φόρου χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων (ΦΧΔ) μπορεί να έχει παρόμοιες αρνητικές επιπτώσεις με τον φόρο χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, συμπεριλαμβανομένων και αντίστροφων αποτελεσμάτων. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρέπει να προβεί σε μια προκαταρτική μελέτη των επιπτώσεων για να εξετάσει το ερώτημα αυτό.
1.9 Η εισαγωγή ενός νέου φόρου με βάση τις ταμειακές ροές που δεν θα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ΦΠΑ και θα διατηρεί αμετάβλητο το ανεπαρκές καθεστώς απαλλαγής από τον ΦΠΑ ενδεχομένως να δημιουργήσει ένα εξαιρετικά πολύπλοκο φορολογικό σύστημα για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Επομένως, η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι, εάν ένας νέος φόρος για τον χρηματοπιστωτικό τομέα βασίζεται στις ταμειακές ροές ή παρόμοιους παράγοντες - και αναλόγως με το αποτέλεσμα της μελέτης των επιπτώσεων που θα διενεργήσει η Επιτροπή -, τότε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα πρέπει να αξιολογήσει τα πλεονεκτήματα του σχεδιασμού του στο πλαίσιο του ΦΠΑ, προκειμένου να εξασφαλιστεί μια διοικητικά ευκολότερη προσέγγισή του από τον εν λόγω τομέα και να αμβλυνθούν οι αρνητικές επιπτώσεις που προκαλούνται λόγω του μη ανακτήσιμου ΦΠΑ. Προσοχή πρέπει επίσης να δοθεί στις ακούσιες συνέπειες που ενδεχομένως να έχει η εισαγωγή ενός φόρου στον χρηματοπιστωτικό τομέα και ειδικότερα στην ανάπτυξη εναλλακτικών συστημάτων που δεν υπόκεινται σε ρυθμίσεις, εποπτεία ή έλεγχο και τα οποία, με τη σειρά τους, πιθανόν να προκαλέσουν σοβαρά προβλήματα.
1.10 Δεν πρέπει να αγνοηθούν οι συνέπειες των νέων αυτών φόρων για τον ανταγωνισμό στον τραπεζικό τομέα, τόσο από την άποψη ανταγωνιστικότητας του τραπεζικού με τον μη τραπεζικό τομέα όσο και ικανότητας του τραπεζικού τομέα να συνεχίσει να ανταποκρίνεται στις χρηματοπιστωτικές ανάγκες της πραγματικής οικονομίας. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία τη στιγμή που η οικονομία επιδιώκει να εξέλθει από την ύφεση.
2. Πλαίσιο
2.1 Στον απόηχο της κρίσης, οι εθνικές κυβερνήσεις ανά τον κόσμο αντιμετωπίζουν ένα σημαντικό διττό πρόβλημα. Πρώτον, πρέπει να μεταρρυθμίσουν επειγόντως το χρηματοπιστωτικό και το τραπεζικό σύστημα. Δεύτερον, χρειάζονται νέες πηγές εσόδων.
2.2 Εξετάζονται πολλοί και διάφοροι φορολογικοί στόχοι, όπως η μείωση των αρνητικών εξωτερικών παραμέτρων, η εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών, η συμβολή του χρηματοπιστωτικού τομέα στο κόστος αποπληρωμής, η τήρηση των δεσμεύσεων προς τον αναπτυσσόμενο κόσμο και η καταπολέμηση της αλλαγής του κλίματος, καθώς και, εάν υποθέσουμε, ότι ο χρηματοπιστωτικός τομέας φορολογείται λιγότερο απ' ό,τι θα έπρεπε, η δίκαιη και ουσιαστική συμβολή του χρηματοπιστωτικού τομέα στους κρατικούς προϋπολογισμούς. Μέχρι στιγμής, ο στόχος των φόρων στον δημοσιονομικό τομέα παραμένει αρκετά ευρύς, καθώς η φύση και οι μηχανισμοί των εν λόγω φόρων είναι ακόμη υπό εξέταση.
2.3 Στις 7 Οκτωβρίου 2010, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε ανακοίνωση σχετικά με το μέλλον της φορολογίας στον χρηματοπιστωτικό τομέα (2), όπως υπογραμμίζεται σε έγγραφο εργασίας (3), όπου εξετάζονται δύο μέσα:
— |
Η Επιτροπή συνιστά την επιβολή ενός φόρου χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων (ΦΧΔ) σε επίπεδο ΕΕ, με σκοπό την άντληση εσόδων για τους προϋπολογισμούς των κρατών μελών και την παράλληλη εξασφάλιση μεγαλύτερης σταθερότητας των χρηματοπιστωτικών αγορών. Θεωρεί ότι, εφόσον σχεδιασθεί και εφαρμοσθεί προσεκτικά, ένας τέτοιος ΦΧΔ δεν θα θέσει σε κίνδυνο την ανταγωνιστικότητα της ΕΕ. |
— |
Σε παγκόσμιο επίπεδο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υποστηρίζει την ιδέα ενός φόρου χρηματοπιστωτικών συναλλαγών (ΦΧΣ), ο οποίος μπορεί, κατά την άποψή της, να συμβάλει στη χρηματοδότηση διεθνών προκλήσεων, όπως η ανάπτυξη ή η αλλαγή του κλίματος. |
2.4 Τέλος, λαμβάνοντας υπόψη την παγκόσμια και συστημική φύση της χρηματοπιστωτικής κρίσης, η Επιτροπή εισηγείται επίσης ο τραπεζικός φόρος να μπορεί να λειτουργήσει αποτρεπτικά στην υπερβολική ανάληψη κινδύνων. Κατά την άποψή της, ο φόρος αυτός θα συμπληρώσει κατάλληλα τις κανονιστικές και εποπτικές μεταρρυθμίσεις αυξάνοντας την αποτελεσματικότητα, την αντοχή και τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών και μειώνοντας τις υπερβολικές διακυμάνσεις.
2.5 Στο πλαίσιο της διαχείρισης κρίσεων, η Επιτροπή πρότεινε επίσης διάφορες πρωτοβουλίες, συμπεριλαμβανομένης της σύστασης ενός Ταμείου Εξυγίανσης Τραπεζών (ΤΕΤ), (4) το οποίο έχει ήδη αποτελέσει αντικείμενο γνωμοδότησης της ΕΟΚΕ (5).
3. Δίκαιη και ουσιαστική συνεισφορά του χρηματοπιστωτικού τομέα στα δημόσια οικονομικά
3.1 Λόγω του ρόλου των φορέων του χρηματοπιστωτικού τομέα την περίοδο πριν από την κρίση, όπου οι κυβερνήσεις υποχρεώθηκαν να διασώσουν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, η κοινή γνώμη θεώρησε ότι το σχετικό κόστος δεν πρέπει να βαρύνει τους πολίτες ή άλλους τομείς. Η άποψη αυτή σημαίνει ότι στόχος είναι «η δίκαιη και ουσιαστική συμβολή του χρηματοπιστωτικού τομέα στους κρατικούς προϋπολογισμούς». Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή προτίθεται να περιλάβει στην οικονομική της μελέτη μια εις βάθος εκτίμηση των επιπτώσεων, στην οποία θα αναλυθούν διαφορετικές επιλογές όσον αφορά την φορολόγηση, προκείμενου να επιτευχθεί η υποβολή ισορροπημένης πρότασης.
Η ΕΟΚΕ συνιστά στην Επιτροπή τη διεξαγωγή έρευνας σχετικά με τη συνολική φορολογική συνεισφορά του τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών στην ΕΕ, όπου θα μετράται το σύνολο των διαφορετικών φόρων τους οποίους ήδη καταβάλλουν οι επιχειρήσεις που παρέχουν χρηματοοικονομικές υπηρεσίες. Η μελέτη αυτή μπορεί να δώσει μια γενικότερη εικόνα των εταιρικών φορολογικών εισφορών, του μη ανακτήσιμου ΦΠΑ και των φόρων απασχόλησης που καταβάλλουν οι τράπεζες ως εργοδότες. Οι φόροι που σχετίζονται με τους εργαζόμενους θα πρέπει να θεωρηθούν ξεχωριστά ως μέτρο της ευρύτερης οικονομικής συνεισφοράς. Επίσης, μια ιδέα είναι να ερευνηθεί η ύπαρξη συμμετρίας μεταξύ της φορολογίας του τραπεζικού τομέα και της προστιθέμενης αξίας της και το κατά πόσο η συνολική φορολογική συνεισφορά του τραπεζικού τομέα είναι μικρότερη ή μεγαλύτερη σε σχέση με άλλους βασικούς τομείς. Τέλος, θα μπορούσε να εκτιμηθεί το σκόπιμο της προσθήκης ενός νέου τραπεζικού φόρου στην τρέχουσα συνολική φορολογική συνεισφορά.
3.2 Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι, εφόσον αποφασιστεί η καθιέρωση φόρου στον χρηματοπιστωτικό τομέα, μια τέτοια μελέτη θα βοηθήσει να βαθμονομηθεί το μέγεθός της, τόσο από άποψη πεδίου εφαρμογής όσο και πραγματικού φορολογικού συντελεστή. Θα πρέπει να εξετάσει προσεκτικά την ικανότητα αποκατάστασης και ενίσχυσης της κεφαλαιακής βάσης των τραπεζών και την ικανότητα χρηματοδότησης από τις τράπεζες των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, ιδίως των ΜΜΕ, στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
3.3 Κατά την άποψη της ΕΟΚΕ, οι προτάσεις που αφορούν τους τρόπους με τους οποίους ο χρηματοπιστωτικός τομέας μπορεί να συνεισφέρει στο κόστος τυχόν μελλοντικής κρίσης δεν μπορούν να διαχωρισθούν από τη συζήτηση που πραγματοποιείται σχετικά με ευρύτερες αλλαγές στο κανονιστικό σύστημα και το ευρύ φάσμα μέτρων με στόχο τη μείωση τόσο της πιθανότητας όσο και του αντικτύπου αποτυχίας του χρηματοπιστωτικού τομέα.
3.3.1 Η φορολόγηση του χρηματοπιστωτικού τομέα θα διαμορφωθεί με τον βέλτιστο τρόπο εάν επιτευχθεί ισορροπία μεταξύ του δημοσιονομικού στόχου της άντλησης εσόδων, αφενός, και του στόχου της συρρίκνωσης της ανάληψης κινδύνων, αφετέρου.
4. Φόρος επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών (ΦΧΣ)
4.1 Οι στόχοι που καλείται να εκπληρώσει ο φόρος επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών (ΦΧΣ) είναι πολλαπλοί, και ειδικότερα: να ανασχέσει τις αντιπαραγωγικές δραστηριότητες στις χρηματοπιστωτικές αγορές, μειώνοντας την κερδοσκοπία και την αστάθεια και ταυτόχρονα να επιτύχει την επιστροφή των χρημάτων που έχουν δαπανήσει οι κυβερνήσεις.
4.2 Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υιοθέτησε ψήφισμα τον Μάρτιο του 2010 σχετικά με τη φορολογία των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών και μία έκθεση για καινοτόμους χρηματοδοτικούς μηχανισμούς σε ευρωπαϊκό και σε παγκόσμιο επίπεδο (6) τον Μάρτιο του 2011.
4.3 Εφαρμόζοντας τον ΦΧΣ, οι αρχές επιδιώκουν να μειώσουν τον αριθμό των επικίνδυνων, κερδοσκοπικών («κοινωνικά άχρηστων») (7) χρηματοπιστωτικών συναλλαγών. Ο ΦΧΣ μπορεί επίσης να θεωρηθεί ως μέσο αναχαίτισης της υπερβολικής διόγκωσης των τραπεζών ή αποτροπής τους από την ανάληψη υπερβολικά πολλών εξαιρετικά επικίνδυνων συναλλαγών στο μέλλον.
4.4 Η ΕΟΚΕ εξέφρασε τις απόψεις της σχετικά με τον ΦΧΣ στη γνωμοδότηση πρωτοβουλίας με θέμα τον φόρο χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, όπου προέβη, μεταξύ άλλων, στα ακόλουθα συμπεράσματα και συστάσεις:
— |
Πρωταρχικός στόχος του ΦΧΣ θα πρέπει να είναι η αλλαγή της συμπεριφοράς του χρηματοπιστωτικού τομέα με τη μείωση των βραχυπρόθεσμων κερδοσκοπικών χρηματοπιστωτικών συναλλαγών. Έτσι, οι δραστηριότητες του χρηματοπιστωτικού τομέα θα λειτουργούν με γνώμονα τον μηχανισμό τιμών της αγοράς. Το επιθυμητό αποτέλεσμα μπορεί να επιτευχθεί, εφόσον ο ΦΧΣ πλήττει περισσότερο τις πιο συχνές συναλλαγές. |
— |
Ο δεύτερος στόχος του ΦΧΣ είναι η συγκέντρωση δημόσιου χρήματος. Αυτή η νέα πηγή εσόδων θα μπορούσε να χρησιμεύσει προς στήριξη της οικονομικής ανάπτυξης στις αναπτυσσόμενες χώρες, για τη χρηματοδότηση των πολιτικών για το κλίμα στις αναπτυσσόμενες χώρες ή για την ελάφρυνση των βαρών των δημόσιων οικονομικών. Το τελευταίο αυτό σημείο συνεπάγεται επίσης ότι ο χρηματοπιστωτικός τομέας θα επιστρέψει τις κρατικές ενισχύσεις. Μακροπρόθεσμα, τα έσοδα από τον φόρο αυτό θα αποτελέσουν νέα πηγή δημόσιων εσόδων. |
4.5 Δεδομένου ότι πολλοί εκφράζουν ανησυχίες σχετικά με τον κίνδυνο δημιουργίας φαινομένων μεταφοράς σε περίπτωση τοπικά περιορισμένης επιβολής των φόρων, θα πρέπει, όπως ζητεί η Επιτροπή, να γίνει πρώτα προσπάθεια προκειμένου ο φόρος χρηματοπιστωτικών συναλλαγών να επιβληθεί σε παγκόσμιο επίπεδο. Ωστόσο, εάν αποδειχθεί ότι η καθιέρωση ενός φόρου χρηματοπιστωτικών συναλλαγών σε παγκόσμιο επίπεδο δεν είναι εφικτή, τότε η ΕΟΚΕ τάσσεται υπέρ ενός ανάλογου ευρωπαϊκού φόρου.
4.6 Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι ο ΦΧΣ θα πρέπει να σχεδιαστεί κατά τρόπο που να διευκολύνει την εφαρμογή, δηλαδή την είσπραξή του από κεντρικά συστήματα κατάθεσης. Θα πρέπει να ληφθούν υπόψη ζητήματα και δαπάνες που συνδέονται με την είσπραξη και τη συμμόρφωση προς έναν ΦΧΣ ευρείας βάσης, καθώς και με τη νομική αβεβαιότητα για τους φορείς είσπραξης ως προς τις συναλλαγές «θυρίδας» («OTC») μη διαπραγματεύσιμων (στο χρηματιστήριο) εμπορεύσιμων τίτλων και παραγώγων.
4.7 Τέλος, η ΕΟΚΕ επισημαίνει πως υφίσταται ακόμα σημαντικός αριθμός υπεράκτιων χρηματοπιστωτικών κέντρων, με χαρακτηριστικά αδιαφάνειας που σχετίζονται με το τραπεζικό απόρρητο και χαμηλή ή ανύπαρκτη φορολόγηση. Δεδομένης της ευκολίας σύστασης χρηματοπιστωτικών υποκαταστημάτων σε αυτά τα κέντρα και λειτουργίας τους μέσω του Διαδικτύου, κρίνεται ζωτικής σημασίας παράλληλα με την υιοθέτηση του ΦΧΣ να θεσπιστεί η υποχρέωση δημοσίευσης των υπερεθνικών λογαριασμών ανά χώρα, καθώς και πραγματικής δικαστικής και φορολογικής συνεργασίας.
5. Φόρος χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων (ΦΧΔ)
5.1 Τα κύρια χαρακτηριστικά του φόρου χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων (ΦΧΔ), σε σχέση με τον ΦΧΣ, είναι ότι φορολογητέες είναι οι εταιρείες του χρηματοπιστωτικού τομέα, ενώ βάσει του ΦΧΣ φορολογούνται οι συμμετέχοντες στη χρηματοπιστωτική αγορά. Επιπλέον, ενώ ο ΦΧΣ επικεντρώνεται στη δραστηριότητα της διαπραγμάτευσης, που συγκεντρώνεται σε περιορισμένα χρηματοπιστωτικά κέντρα, ο ΦΧΔ επικεντρώνεται στα κέρδη και τις αμοιβές του χρηματοπιστωτικού κλάδου, που κατανέμονται ομοιογενέστερα.
5.2 Η Επιτροπή, βάσει της έκθεσης του ΔΝΤ, θεωρεί πως με την εισαγωγή νέου πόρου, του φόρου επί των χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων (ΦΧΔ), θα είναι δυνατή η βελτίωση της φορολογίας του χρηματοπιστωτικού κλάδου και παράλληλα η μείωση των αρνητικών εξωτερικών επιδράσεων.
5.3 Κατά τον σχεδιασμό του ΦΧΔ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μπορεί να καθορίσει τη φορολογική βάση σε σχέση με το δημοσιονομικό δελτίο της εταιρείας.
5.4 Πρέπει να χρησιμοποιηθούν όροι που γίνονται αντιληπτοί βάσει των υφιστάμενων λογιστικών πλαισίων, είτε πρόκειται για Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς (ΔΠΧΑ) είτε για κατά τόπους γενικά αποδεκτές λογιστικές αρχές, δεδομένου ότι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ενδέχεται να μην εφαρμόζουν τα ΔΠΧΑ.
5.5 Η εισαγωγή ενός ΦΧΔ βασιζόμενου στις ταμειακές ροές ενδέχεται να επηρεάσει τη ρευστότητα με αποτέλεσμα να καταστούν ακριβότερες οι ταμειακές ροές. Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι τα προβλήματα ρευστότητας ήταν κεντρικό στοιχείο κατά την περίοδο πριν από την κρίση. Κατά τον καθορισμό της φορολογικής βάσης του ΦΧΔ είναι συνεπώς σκόπιμο να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στη δυνατότητα πληρωμής και συμμόρφωσης με τις νέες κεφαλαιακές απαιτήσεις των εταιρειών, καθώς και στην αλληλεπίδραση μεταξύ ΦΧΔ και ΦΠΑ.
6. ΦΠΑ
6.1 Κατά την άποψη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η εισαγωγή ενός νέου φόρου ενισχύεται, μεταξύ άλλων, από την εξαίρεση από την επιβολή ΦΠΑ στις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες βάσει της οδηγίας 2006/112/ΕΚ σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας («οδηγία ΦΠΑ»).
6.2 Η ΕΟΚΕ τονίζει ότι ο πρωταρχικός λόγος της απαλλαγής είναι η θεωρητική και πρακτική δυσκολία μέτρησης της αξίας των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών που παρέχουν οι τράπεζες. Αυτό ισχύει ιδίως για τις παραδοσιακές υπηρεσίες χρηματοπιστωτικής διαμεσολάβησης καταθέσεων και δανείων. Το αντάλλαγμα για τις εν λόγω υπηρεσίες λαμβάνει τη μορφή της διαφοράς μεταξύ του επιτοκίου που επιβάλλεται στα δάνεια και του επιτοκίου που καταβάλλεται για τις καταθέσεις. Το περιθώριο αυτό είναι ένα συνολικό σύνθετο μέτρο των υπηρεσιών διαμεσολάβησης που παρέχονται από μια τράπεζα τόσο σε καταθέτες όσο και σε δανειστές, το οποίο δεν μπορεί να μετρηθεί εύκολα για επιμέρους συναλλαγές με σκοπό την εφαρμογή ΦΠΑ ή οποιουδήποτε άλλου φόρου κατανάλωσης βασισμένου στις συναλλαγές. Η ανάπτυξη μιας μεθόδου για την κατανομή του εν λόγω περιθωρίου σε επιμέρους συναλλαγές, για τους σκοπούς της εφαρμογής ΦΠΑ βάσει τιμολογίων, υπήρξε δύσκολη. Παρόμοια προβλήματα προκύπτουν στη φορολόγηση των ασφαλειών και άλλων τύπων χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, όπως π.χ. της ανταλλαγής συναλλάγματος και της διαπραγμάτευσης κινητών αξιών.
6.3 Η απαλλαγή των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών από τον ΦΠΑ συνδέεται στη σχετική νομοθεσία με την απουσία δικαιώματος – ή με το περιορισμένο δικαίωμα– έκπτωσης του ΦΠΑ επί των εισροών. Αυτό σημαίνει ότι δεν εκπίπτει πλήρως – και αποτελεί, επομένως, καθαρή δαπάνη – ο ΦΠΑ με τον οποίο έχουν επιβαρυνθεί τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα με δικά τους έξοδα. Το ύψος αυτού του «κρυφού κόστους του ΦΠΑ» μπορεί να είναι σημαντικό με κλιμακωτές επιπτώσεις του φόρου στις υπηρεσίες που έχουν ανατεθεί σε τρίτους και σε συναλλαγές στο εσωτερικό ενός ομίλου.
6.4 Το 2007, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε πρόταση οδηγίας για την αναμόρφωση των ρυθμίσεων για τον ΦΠΑ των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, η οποία βασίζεται σε τρεις πυλώνες, ενώ ως εναλλακτική δυνατότητα προτείνεται και η φορολόγηση των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Η ΕΟΚΕ φρονεί ότι η συζήτηση για τον φόρο στον χρηματοπιστωτικό τομέα θα πρέπει να διεξαχθεί σε συνδυασμό με την προτεινόμενη αναθεώρηση του ΦΠΑ (8).
6.5 Η ΕΟΚΕ εκφράζει επίσης την ανησυχία της σχετικά με το πεδίο εφαρμογής του ΦΧΔ, καθώς και με τη συνολική επιβάρυνση που προκύπτει από τον συγκεκριμένο φόρο σε συνδυασμό με τα ποσά μη ανακτήσιμου ΦΠΑ. Παρότι μπορεί να σχεδιαστεί κατά τρόπο ώστε να στοχεύει συγκεκριμένως οικονομικές αποδόσεις ή/και κινδύνους, ο ΦΧΔ στην πιο εκτεταμένη μορφή του (ΦΧΔ σταθερής προσθήκης) επιβάλλεται στο σύνολο των κερδών και των αμοιβών. Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι εάν ο νέος φόρος βασιστεί στις ταμειακές ροές ή σε παρόμοιους παράγοντες, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα πρέπει να αξιολογήσει τα πλεονεκτήματα του σχεδιασμού του εν λόγω φόρου στο πεδίο εφαρμογής του ΦΠΑ, προκειμένου να αμβλυνθούν οι επιπτώσεις που προκαλούνται λόγω του μη ανακτήσιμου ΦΠΑ και, ως εκ τούτου, να μην αυξηθεί το οικονομικό κόστος για όλους τους οικονομικούς παράγοντες στην Ευρώπη.
Βρυξέλλες, 15 Ιουνίου 2011.
Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής
Staffan NILSSON
(1) ΕΕ C 44, 11.02.2011, σ. 81.
(2) COM(2010) 549/5.
(3) SEC(2010) 1166/3.
(4) COM(2010) 254 τελικό.
(5) ΕΕ C 107, της 6.04.2011, σ. 16.
(6) Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 10ης Μαρτίου 2010 σχετικά με τη φορολογία των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών – θέση σε εφαρμογή και σχέδιο έκθεσης για καινοτόμους χρηματοδοτικούς μηχανισμούς σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο (2010/2105(INI)).
(7) Taxing the Speculators (Φορολόγηση των κερδοσκόπων), http://www.nytimes.com/2009/11/27/opinion/27krugman.html.
(8) COM(2007) 746 και 747 τελικό.