EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52011AE0352

Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών – Ενίσχυση του συντονισμού των οικονομικών πολιτικών για τη σταθερότητα, την ανάπτυξη και την απασχόληση – Εργαλεία για ισχυρότερη οικονομική διακυβέρνηση της ΕΕ» COM(2010) 367 τελικό

ΕΕ C 107 της 6.4.2011, p. 7–15 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

6.4.2011   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 107/7


Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με θέμα «Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών – Ενίσχυση του συντονισμού των οικονομικών πολιτικών για τη σταθερότητα, την ανάπτυξη και την απασχόληση – Εργαλεία για ισχυρότερη οικονομική διακυβέρνηση της ΕΕ»

COM(2010) 367 τελικό

2011/C 107/02

Εισηγητής: ο κ. PALMIERI

Στις 30 Ιουνίου 2010, και σύμφωνα με το άρθρο 304 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε να ζητήσει τη γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής σχετικά με την:

Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών - Ενίσχυση του συντονισμού των οικονομικών πολιτικών για τη σταθερότητα, την ανάπτυξη και την απασχόληση - Εργαλεία για ισχυρότερη οικονομική διακυβέρνηση της ΕΕ

COM(2010) 367 τελικό.

Το ειδικευμένο τμήμα «Οικονομική και νομισματική ένωση, οικονομική και κοινωνική συνοχή», στο οποίο ανατέθηκε η προετοιμασία των σχετικών εργασιών, υιοθέτησε τη γνωμοδότησή του στις 7 Φεβρουαρίου 2011.

Κατά την 469η σύνοδο της ολομέλειάς της, της 16ης και 17ης Φεβρουαρίου 2011 (συνεδρίαση της 17ης Φεβρουαρίου 2011), η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή υιοθέτησε με 240 ψήφους υπέρ, 2 ψήφους κατά και 14 αποχές την ακόλουθη γνωμοδότηση.

1.   Συμπεράσματα και συστάσεις

1.1   Η ΕΟΚΕ εκφράζει την ικανοποίησή της, διαπιστώνοντας ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατανοεί πόσο αναγκαία είναι η προώθηση μεγαλύτερης ολοκλήρωσης όσον αφορά τον συντονισμό των ευρωπαϊκών οικονομικών πολιτικών, και γι'αυτό εντάσσει στην ημερήσια διάταξη του προγράμματος δράσης της την απαίτηση ενίσχυσης της οικονομικής διακυβέρνησης της Ένωσης.

1.2   Η ΕΟΚΕ αναγνωρίζει ότι η σημερινή οικονομική κρίση έχει θέσει πράγματι σε σκληρή δοκιμασία την οικονομική, κοινωνική, αλλά και πολιτική αντοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) γενικότερα, και της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ) ειδικότερα, και έφερε στην επιφάνεια την αδυναμία συντονισμού μεταξύ των κρατών μελών (ΚΜ). Αυτό καταδείχθηκε τόσο στις έκτακτες επεμβάσεις για την αντιμετώπιση των χρηματοπιστωτικών και πραγματικών επιπτώσεων της κρίσης όσο και στις ενέργειες επανασχεδιασμού της συνολικής δομής –και της ευρωζώνης ειδικότερα– για να αποφευχθεί η επανάληψη της ίδιας κατάστασης στο προσεχές μέλλον. Είναι επίσης προφανές ότι το υψηλό δημόσιο χρέος ορισμένων κρατών μελών –το οποίο οφείλεται εν μέρει στις εκτεταμένες παρεμβάσεις διάσωσης των τραπεζών– αποτελεί τροχοπέδη για τις δημόσιες επενδύσεις και για τη βιωσιμότητα των κοινωνικών δαπανών.

1.3   Η ΕΟΚΕ ελπίζει ότι η ενίσχυση της ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης θα επιτευχθεί εάν διασφαλιστεί δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στις ανάγκες της σταθερότητας και στις ανάγκες μιας ανάπτυξης που να είναι φορέας νέων θέσεων εργασίας.

1.4   Η ΕΟΚΕ προτίθεται να συμβάλει στην επίτευξη της ευρείας συναίνεσης που είναι αναγκαία για την αποτελεσματική ενίσχυση της οικονομικής διακυβέρνησης, αναδεικνύοντας αφενός ορισμένα εγγενή ελαττώματα και κινδύνους στην προσέγγιση που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και, αφετέρου, τις σημαντικές δυνατότητες που παρέχει.

1.5   Καταρχάς, είναι αναγκαία η υπέρβαση της σημερινής φάσης στασιμότητας της ΕΕ εξαιτίας των εξελίξεων στο Ευρωπαϊκό Σύνταγμα και της διεύρυνσης σε 27 κράτη μέλη με ιστορία και πολιτικές απόψεις που παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές, πράγμα που καθιστά δύσκολο των εντοπισμό των κοινών στόχων στο οικονομικό, κοινωνικό και περιβαλλοντικό επίπεδο οι οποίοι πρέπει να αποτελέσουν τη βάση της οικονομικής διακυβέρνησης.

1.6   Παράλληλα, οι κανόνες για το μέλλον πρέπει να βασίζονται σε μια κοινά αποδεκτή ανάλυση του παρελθόντος, ειδικότερα όσον αφορά τους περιορισμούς των υφιστάμενων μέσων συντονισμού, οι οποίοι οδήγησαν στην αναποτελεσματική εφαρμογή του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ) και στην ανεπαρκή επίτευξη των στόχων που τέθηκαν στη Λισαβόνα.

1.7   Κατά δεύτερο λόγο, όσον αφορά το χρονοδιάγραμμα, αποφασίσθηκε η έναρξη του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου –από 1ης Ιανουαρίου 2011– χωρίς να έχουν καθορισθεί πρώτα οι κανόνες και οι διαδικασίες που πρέπει να εφαρμοστούν. Χωρίς δε μάλιστα να έχει επιτευχθεί πραγματικός συντονισμός των προτάσεων μεταξύ των διάφορων ενδιαφερόμενων θεσμικών οργάνων.

1.8   Η περιορισμένη συμμετοχή των αντιπροσωπευτικών οργάνων των ευρωπαίων πολιτών (Κοινοβούλιο, ΕΟΚΕ και ΕτΠ) τόσο στη συζήτηση όσο και στην υλοποίηση της νέας διακυβέρνησης, ενέχει τον κίνδυνο να εκλάβει η κοινή γνώμη την ενίσχυση των κανόνων –λόγω της μικρότερης πολιτικής ευχέρειας και των περισσότερων αυτοματισμών που προβλέπονται– ως «έλλειμμα νομιμότητας» στις επιλογές της Ένωσης, παράλληλα με την απώλεια εμπιστοσύνης στην ΕΕ που διαπιστώνεται από τα στοιχεία του Ευρωβαρομέτρου.

1.9   Η ΕΟΚΕ θεωρεί ότι η εδραίωση της δημοκρατικής νομιμότητας του συντονισμού των ευρωπαϊκών οικονομικών πολιτικών διέρχεται αναγκαστικά από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Στο πλαίσιο αυτό, η ΕΟΚΕ ελπίζει ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα μπορέσει να αναλάβει καίριο ρόλο στη διαδικασία η οποία ξεκίνησε με το Ευρωπαϊκό Εξάμηνο, τόσο στη φάση ελέγχου όσο και στη φάση αξιολόγησης των διορθωτικών παρεμβάσεων που προβλέπει η ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

1.10   Μόνο εάν διατηρηθεί η συνεκτικότητα μεταξύ, αφενός, των στόχων της μεγέθυνσης και της κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης που προβλέπει η στρατηγική Ευρώπη 2020 –για τους οποίους θα χρειαστούν επενδύσεις που είναι ίσως ασύμβατες με τους δημοσιονομικούς περιορισμούς– και, αφετέρου, των αναγκών νομισματικής και χρηματοπιστωτικής σταθερότητας που εκφράζονται στο ΣΣΑ, θα μπορέσει να διευκολυνθεί η αποδοχή των δημοσιονομικών περιορισμών από την κοινή γνώμη.

1.11   Για τον σκοπό αυτόν, είναι επίσης αναγκαίο να χρησιμοποιηθεί κατάλληλη ομάδα δεικτών που δεν θα περιορίζονται μόνο στο ΑΕγχΠ και θα μπορούν να συμπεριλάβουν τις κοινωνικές και περιβαλλοντικές κατακτήσεις και τις απώλειες και, συνεπώς, να αντικατοπτρίζουν τις πραγματικές ανησυχίες των πολιτών, υλοποιώντας τις πέντε δράσεις που προβλέπονται στο πλαίσιο του «Beyond GDP» (Πέρα από το ΑΕγχΠ). Οι δράσεις αυτές αφορούν τη χρήση περιβαλλοντικών και κοινωνικών δεικτών, τη διαθεσιμότητα πληροφοριών σε πραγματικό σχεδόν χρόνο και στοιχείων ακριβείας όσον αφορά την κατανομή και τις ανισότητες, την κατάρτιση ενός ευρωπαϊκού πίνακα επιδόσεων σχετικά με τη βιώσιμη ανάπτυξη, την επέκταση των εθνικών λογαριασμών στα περιβαλλοντικά και κοινωνικά θέματα.

1.12   Η ΕΟΚΕ, στο πλαίσιο του ρόλου της ως συμβουλευτικού οργάνου, θα μπορούσε να συμβάλει στην καλύτερη λειτουργία του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, με τη διοργάνωση ειδικής ετήσιας συνόδου για τη συζήτηση των συστάσεων και του τρόπου επίτευξης συναίνεσης όσον αφορά τις μεταρρυθμίσεις σε εθνικό επίπεδο, λαμβανομένου υπόψη του κοινωνικού αντικτύπου των εφαρμοζόμενων μέτρων. Η συζήτηση αυτή θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί το φθινόπωρο, μετά την επίσημη έγκριση των σχετικών συστάσεων προς τα κράτη μέλη, τα δε συμπεράσματά της να αποτελέσουν τη βάση συνεργασίας με τις αντίστοιχες εθνικές οικονομικές και κοινωνικές επιτροπές, τα εθνικά κοινοβούλια και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

1.13   Ειδικότερα, το αυξανόμενο ενδιαφέρον για τις διαπραγματεύσεις μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, κυρίως στην ευρωζώνη όπου τα κράτη μέλη δεν διαθέτουν πλέον το μέσο της υποτίμησης, καθιστά τις σχέσεις μεταξύ συνδικαλιστικών οργανώσεων και επιχειρηματικών ενώσεων αναπόσπαστο τμήμα της στρατηγικής που προτείνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Μια λύση θα μπορούσε να είναι η πιο εντατική και αποτελεσματική χρήση του μακροοικονομικού διαλόγου, που να οδηγεί σε αποτελεσματική κοινή αξιολόγηση κυβερνήσεων και κοινωνικών εταίρων της οικονομικής κατάστασης σε επίπεδο ΕΕ και των παρεμβάσεων που πρέπει να ενεργοποιηθούν, σε στενή συνεργασία με τις διαδικασίες του κοινωνικού διαλόγου σε εθνικό επίπεδο.

1.14   Η υλοποίηση αποτελεσματικού συντονισμού των ευρωπαϊκών οικονομικών πολιτικών προϋποθέτει την απαραίτητη αποδοχή του μακροοικονομικού πλαισίου αναφοράς και των προβλέψεων. Για τον σκοπό αυτό, η ΕΟΚΕ ελπίζει να εξασφαλιστούν οι προϋποθέσεις προκειμένου η Eurostat να διαθέτει τις κατάλληλες βάσεις δεδομένων και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να μπορεί να υποβάλει ορθές προτάσεις προβλέψεων, και να υπάρχει αποτελεσματική υποστήριξη μεταξύ των άλλων ενδιαφερόμενων φορέων: της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, του Συμβουλίου, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των εθνικών κοινοβουλίων.

1.15   Η ΕΟΚΕ ευελπιστεί ότι ο συντονισμός των ευρωπαϊκών οικονομικών πολιτικών θα αποτελέσει, τουλάχιστον για τις χώρες της ευρωζώνης, το πρώτο βήμα προς μια πραγματική κοινή οικονομική πολιτική και προς τον συντονισμό των δημοσιονομικών πολιτικών.

1.16   Αν ο στενότερος οικονομικός συντονισμός εκτείνεται όχι μόνο στη δημοσιονομική και νομισματική πολιτική, αλλά και στον ενισχυμένο συντονισμό της μισθολογικής πολιτικής στη ζώνη του ευρώ, πρέπει να ληφθεί υπόψη η αυτονομία των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Από αυτή την άποψη, ο ορισμός κυβερνητικών στόχων ως προς τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή η επιβεβλημένη από το κράτος περικοπή μισθών πρέπει να θεωρούνται απαράδεκτες και απορριπτέες ενέργειες.

2.   Η ενίσχυση της ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης στην ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής  (1)

2.1   Η ανακοίνωση της Επιτροπής αποτελεί μια περαιτέρω επεξεργασία των ιδεών που διατυπώθηκαν στην ανακοίνωση (2) με θέμα Ενίσχυση του συντονισμού των οικονομικών πολιτικών και των κατευθύνσεων που ενέκρινε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο EUCO 13/10, οι οποίες αποτελούν συνέχεια των αποτελεσμάτων που επιτεύχθηκαν έως τώρα από την ομάδα εργασίας για την οικονομική διακυβέρνηση (VAN ROMPUY Task Force).

2.2   Στη βάση του εγγράφου που εκπόνησε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναγνωρίζεται εμμμέσως ότι οι συνέπειες της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης είχαν ως αποτέλεσμα μια σειρά πιέσεων στην οικονομική και κοινωνική αντοχή της ΕΕ γενικότερα, και της ΟΝΕ ειδικότερα, που έφεραν στην επιφάνεια την αδυναμία συντονισμού των ευρωπαϊκών οικονομικών πολιτικών.

2.3   Στο πλαίσιο αυτό, η ανακοίνωση θέτει ως στόχο τη δημιουργία ενός πλαισίου παρεμβάσεων που θα μπορούν να διασφαλίσουν καλύτερο συντονισμό των ευρωπαϊκών οικονομικών πολιτικών μεταξύ των 27 κρατών μελών της ΕΕ και ειδικότερα μεταξύ των 16 κρατών της ΟΝΕ, για τα οποία προβλέπονται ειδικοί κανόνες. Η προβλεπόμενη δομή τείνει στην ενσωμάτωση του συμφώνου σταθερότητας και ανάπτυξης στη στρατηγική Ευρώπη 2020.

2.4   Στο πλαίσιο της διαδικασίας ενίσχυσης της ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θέτει τρεις κυρίως στόχους.

2.4.1   Ο πρώτος στόχος αφορά την ενίσχυση του συντονισμού και της εποπτείας της οικονομικής πολιτικής με σκοπό:

να μειωθούν οι εθνικές ανισορροπίες, μέσω ενισχυμένης μακροοικονομικής εποπτείας που θα βασίζεται σε μηχανισμούς προειδοποίησης και επιβολής κυρώσεων,

να καταστούν πιο ομοιογενή τα εθνικά δημοσιονομικά πλαίσια με τον καθορισμό ενιαίων ελάχιστων απαιτήσεων μεταξύ των κρατών μελών και τη μετάβαση από τον ετήσιο στον πολυετή δημοσιονομικό προγραμματισμό,

να καταστεί αποτελεσματικότερο το ΣΣΑ, εστιάζοντας την προσοχή κυρίως στη δυναμική του χρέους και των ελλειμμάτων.

2.4.2   Ο δεύτερος στόχος αφορά τη δημιουργία ενός συστήματος προληπτικών διορθωτικών μέτρων και κυρώσεων που θα εφαρμόζονται σε περίπτωση παραβίασης από τα κράτη μέλη της ΕΕ.

2.4.3   Ο τρίτος και τελευταίος στόχος αφορά την καθιέρωση Ευρωπαϊκού Εξαμήνου για τον εκ των προτέρων συντονισμό των οικονομικών πολιτικών, ο οποίος θα εφαρμόζεται επίσης στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και στα μέτρα στήριξης της οικονομικής ανάπτυξης που προβλέπει η στρατηγική Ευρώπη 2020.

2.5   Οι εν λόγω στόχοι μετατρέπονται σε παράγωγο δίκαιο από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή με τη δέσμη μέτρων που παρουσίασε στις 29 Σεπτεμβρίου 2010, σχετικά με την έκδοση έξι ανακοινώσεων (3) οι οποίες αφορούν τις λεπτομέρειες των συγκεκριμένων μεθόδων εφαρμογής. Οι εν λόγω ανακοινώσεις θα αποτελέσουν το αντικείμενο δύο ειδικών γνωμοδοτήσεων της ΕΟΚΕ, η μία εκ των οποίων σχετικά με τη μεταρρύθμιση του ΣΣΑ και η άλλη για τις μακροοικονομικές ανισορροπίες. Συνεπώς, η παρούσα γνωμοδότηση περιορίζεται σε παρατηρήσεις γενικού χαρακτήρα σχετικά με το συνολικό σύστημα διακυβέρνησης που προτείνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, χωρίς να υπεισέρχεται στη δέσμη νομοθετικών μέτρων, με την οποία θα ασχοληθούν ειδικά οι δύο προαναφερθείσες γνωμοδοτήσεις.

3.   Γενικές παρατηρήσεις

3.1   Επικροτείται η απόφαση που έλαβε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την έναρξη μιας διαδικασίας πραγματικής ενίσχυσης του συντονισμού της ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής. Πράγματι, πρόκειται για μια ανάγκη που είχε επισημανθεί προ πολλού από πολλά ευρωπαϊκά και μη θεσμικά όργανα (μεταξύ των οποίων το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο). Ειδικότερα, η σημασία ενίσχυσης της διακυβέρνησης της Ένωσης έχει επισημανθεί επανειλημμένα από την ΕΟΚΕ σε προηγούμενες γνωμοδοτήσεις της για το ίδιο ζήτημα (4).

3.2   Η χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση έθεσε σε σκληρή δοκιμασία την παραγωγική, κοινωνική και πολιτική αντοχή της ΕΕ γενικότερα, και της ΟΝΕ ειδικότερα. (5).

3.3   Το κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο φαίνεται να παρουσιάζει αστάθεια και αβεβαιότητα και, συνεπώς, απαιτεί αποτελεσματική οργάνωση και καλή λειτουργία των θεσμικών οργάνων. Η απουσία συνεργασίας μεταξύ των παραγόντων των εθνικών οικονομικών πολιτικών καθιστά ολοένα και πιο εμφανές ότι δεν είναι δυνατόν να οδηγηθούν προς μια κοινή κατεύθυνση όλα τα κράτη μέλη έναντι των προκλήσεων που θέτει η παραγωγική και χρηματοπιστωτική παγκοσμιοποίηση και οι συντελούμενες ριζικές τεχνολογικές αλλαγές.

3.4   Χωρίς τον συντονισμό των οικονομικών πολιτικών, η κρίση έχει προκαλέσει ήδη μια σειρά ιδιαίτερα σοβαρών συνεπειών κοινωνικού και οικονομικού χαρακτήρα στην ΕΕ, ιδίως όσον αφορά τις ευκαιρίες ανάπτυξης και απασχόλησης. Οι εν λόγω συνέπειες εκτίθενται με σαφήνεια στο σχέδιο έκθεσης σχετικά με τη χρηματοπιστωτική, οικονομική και κοινωνική κρίση που παρουσίασε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο η κ. Pervenche BERÈS (6).

3.4.1   Το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕγχΠ) της ΕΕ, μετά από μια μικρή αύξηση το 2008 (+0,5 %), μειώθηκε αισθητά το 2009 (-4,2 %) και αναμένεται να αρχίσει να αυξάνεται με αργούς ρυθμούς το 2010 και το 2011 (προβλέψεις +1 και +1,7 % αντιστοίχως). Η κατάρρευση είναι ιδιαίτερα σοβαρή στις τρεις βαλτικές χώρες (στο τέλος του 2011 η Λετονία θα έχει χάσει το 22 % του ΑΕγχΠ του 2007), στην Ιρλανδία και, σε μικρότερο βαθμό, στην Ιταλία, την Ελλάδα και τη Φινλανδία. Παράλληλα, οι εξαγωγές των κρατών μελών –τόσο προς άλλα κράτη μέλη όσο και προς χώρες εκτός ΕΕ– συρρικνώθηκαν κατά 12 % από το 2007 έως το 2009, με ποσοστά που υπερβαίνουν το 15 % για τη Φινλανδία, τη Μάλτα, τη Βουλγαρία, τη Σουηδία, την Εσθονία και το Ηνωμένο Βασίλειο (7).

3.4.2   Συνεπώς, τα περισσότερα κράτη μέλη αναγκάσθηκαν να απομακρυνθούν από τους στόχους της στρατηγικής της Λισαβόνας σχετικά με την αγορά εργασίας: το ποσοστό απασχόλησης μειώθηκε στην ΕΕ από 65,4 % το 2007 σε 64,6 % το 2009, με μειώσεις που υπερβαίνουν τις πέντε ποσοστιαίες μονάδες στην Εσθονία, την Ιρλανδία, την Ισπανία και τη Λετονία· την ίδια περίοδο, το ποσοστό της ανεργίας αυξήθηκε στην ΕΕ από 7,1 σε 8,9 %, ξεπερνώντας το όριο του 10 % στην Ισπανία (όπου έφτασε το 18 %), τη Σλοβακία, την Ιρλανδία και τις τρεις χώρες της Βαλτικής.

3.5   Μέσα σε αυτό το εξαιρετικά κρίσιμο πλαίσιο που απαιτεί εξίσου δυναμικές λύσεις, εξακολουθούν να υπάρχουν αμφιβολίες όσον αφορά την προσέγγιση και το χρονοδιάγραμμα που ενέκρινε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πλαίσιο της διαδικασίας ενίσχυσης της ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης. Οι παράγοντες αυτοί, εκτός από τα εμπόδια που θέτουν στην αποδοχή –με την ευρύτερη δυνατή μορφή– της κινηθείσας διαδικασίας στα κοινοτικά θεσμικά όργανα και στην κοινή γνώμη, θα μπορούσαν να προκαλέσουν σχετική ασάφεια στο ίδιο το αντικείμενο του προτεινόμενου συντονισμού.

3.6   Καταρχάς, η δράση της ΕΕ με σκοπό την ενίσχυση του συντονισμού των οικονομικών πολιτικών δεν μπορεί να μην προϋποθέτει τον –πραγματικά κοινά αποδεκτό από τα κράτη μέλη– προσδιορισμό της πραγματικής έννοιας της «οικονομικής διακυβέρνησης», σε συνδυασμό με μια προσεκτική αξιολόγηση των λόγων που οδήγησαν –κατά την προηγούμενη δεκαετία– τόσο στην αναποτελεσματική εφαρμογή του ΣΣΑ όσο και στην ανεπαρκή επίτευξη των στόχων που τέθηκαν στη Λισαβόνα.

3.6.1   Αφενός, ο όρος «διακυβέρνηση» παραπέμπει σε μια αποκεντρωμένη θεσμική δομή, όπου δεν δρα ένα μόνο κέντρο εξουσίας, όπως στα εθνικά κράτη, αλλά μια πλειονότητα οργάνων, κυβερνητικών και μη κυβερνητικών, τα οποία συνεργάζονται μεταξύ τους για την επίτευξη κοινά αποδεκτών στόχων. Η ΕΕ, ωστόσο, βρίσκεται ακόμη σε φάση στασιμότητας, την οποία προκάλεσαν οι εξελίξεις στο Ευρωπαϊκό Σύνταγμα και η διεύρυνση σε 27 κράτη μέλη με πολιτικό ιστορικό και απόψεις που παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές. Από εδώ απορρέει η ανάγκη να αποδεχθούν πραγματικά τα θεσμικά όργανα της ΕΕ και τα κράτη μέλη νέους κοινούς οικονομικούς, κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς στόχους, οι οποίοι αντιθέτως είναι δύσκολο να διατυπωθούν μετά τη μεγάλη προσπάθεια των δεκαετιών του 1980 και του 1990 για τη δημιουργία της ενιαίας αγοράς και τη θέσπιση του ευρώ.

3.6.2   Αφετέρου, η θέσπιση κανόνων για το μέλλον δεν φαίνεται να βασίζεται σε μια κοινά αποδεκτή ανάλυση του παρελθόντος. Πράγματι, είναι σημαντικό να διαπιστωθεί αν τα προβλήματα που συνάντησε το ΣΣΑ οφείλονται σε αρχικά σφάλματα σχεδιασμού των υποχρεώσεων εντός της ΟΝΕ στο πλαίσιο των σοβαρών κρίσεων ή σε λανθασμένες πολιτικές επιλογές κατά την εφαρμογή του ή, τέλος, σε διαφορετικές απόψεις όσον αφορά τους στόχους και τις σχετικές στρατηγικές προς εφαρμογή (χαμηλός πληθωρισμός, οικονομική ανάπτυξη και απασχόληση, ρόλος του ευρώ ως αποθεματικού νομίσματος κ.λπ.) (8). Ακόμη και με τις προηγούμενες εκδόσεις του ΣΣΑ ίσχυαν στην Ένωση για μία και πλέον δεκαετία κανόνες συμπεριφοράς για τα κράτη μέλη, οι οποίοι ωστόσο δεν απέτρεψαν τη συχνή και επαναλαμβανόμενη εμφάνιση καταστάσεων κρίσης.

3.6.3   Παράλληλα, το γεγονός ότι δεν κατέστη δυνατό να επιτευχθούν οι περισσότεροι ποσοτικοί στόχοι της στρατηγικής της Λισαβόνας – και μάλιστα ανεξάρτητα από την οικονομική κρίση–, δημιουργεί σοβαρά ερωτηματικά όσον αφορά την επιλογή των δεικτών και την ικανότητά τους να συνοψίζουν αποτελεσματικά τη διαδρομή προς την αύξηση της ανταγωνιστικότητας και του δυναμισμού.

3.7   Κατά δεύτερο λόγο, όσον αφορά το χρονοδιάγραμμα, αποφασίσθηκε η έναρξη του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου –από 1ης Ιανουαρίου 2011– χωρίς προηγουμένως να έχουν καθορισθεί οι κανόνες και οι διαδικασίες εφαρμογής. Χωρίς μάλιστα να έχει επιτευχθεί πραγματικός συντονισμός των προτάσεων μεταξύ των διάφορων ενδιαφερόμενων θεσμικών οργάνων: της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της ομάδας εργασίας για την οικονομική διακυβέρνηση υπό την προεδρία του κ. VAN ROMPUY, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), της ΕΟΚΕ και της Επιτροπής των Περιφερειών. Η διαδικασία συζήτησης αναμένεται να ολοκληρωθεί με την έγκριση του Κοινοβουλίου, το συντομότερο, το καλοκαίρι του 2011.

3.8   Σε μια τόσο κρίσιμη κατάσταση, όπως αυτή που εκδηλώθηκε την άνοιξη του 2010, είναι προφανές ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανησυχεί περισσότερο για το χρονοδιάγραμμα εξόδου από την κρίση –για να το παρουσιάσει στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές και στην κοινή γνώμη– και λιγότερο για την αποτελεσματικότητα που θα έχει αυτή η αντίδραση σε μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο ορίζοντα, όχι μόνο στο χρηματοοικονομικό επίπεδο, αλλά και στο παραγωγικό, το κοινωνικό και το πολιτικό.

3.9   Σύμφωνα με την Επιτροπή, η έξοδος από την κρίση απαιτεί πιο αυστηρούς κανόνες και πιο αποτελεσματικές κυρώσεις, με μικρότερη πολιτική ευχέρεια και περισσότερους αυτοματισμούς. Ωστόσο, κανένα σύνολο κανόνων δεν μπορεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις καταστάσεις σοβαρής κρίσης, επειδή οι καταστάσεις αυτές προκαλούνται σχεδόν πάντα από έκτακτα και απρόβλεπτα συμβάντα που δεν εντοπίζονται ούτε από τις ικανότητες πρόβλεψης των τεχνικών ούτε και από τις ικανότητες αντίδρασης προδιαγεγραμμένων κανόνων. Η ουτοπία μιας «κυβέρνησης κανόνων» –που θα απαλλάσσει την πολιτική από την υποχρέωση να προβαίνει σε επιλογές– δύσκολα μπορεί να υλοποιηθεί, ενώ είναι μάλιστα και επικίνδυνη, στον βαθμό που παρέχει μια ψευδαίσθηση ασφάλειας και κάλυψης από οποιαδήποτε πηγή αβεβαιότητας (9). Μια τέτοια προσέγγιση δημιουργεί επίσης δύο προβλήματα που πρέπει να εκτιμηθούν προσεκτικά.

3.9.1   Το πρώτο αφορά τον κίνδυνο να υποτιμηθούν τα πλεονεκτήματα της κοινοτικής προσέγγισης, με τη συμμετοχή των περισσότερο αντιπροσωπευτικών οργάνων των ευρωπαίων πολιτών, σε σχέση με τη διακυβερνητική λογική και τις αποφάσεις που λαμβάνονται ουσιαστικά από το Συμβούλιο, με περιορισμένο ρόλο για το Κοινοβούλιο και τις επιτροπές. Μόνη εξαίρεση αποτελεί, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, η θετική συμμετοχή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, στο οποίο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα παρουσιάσει τον Ιανουάριο την ετήσια ανάλυση της ανάπτυξης, προκειμένου να ξεκινήσει η συζήτηση για τους προσανατολισμούς του συντονισμού.

3.9.1.1   Η επικράτηση της διακυβερνητικής λογικής μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την ίδια υποτίμηση του ελλείμματος της ευρωπαϊκής ιθαγένειας που προκάλεσε ήδη η στρατηγική της Λισαβόνας. Είναι μια πρόκληση για την οικονομική, κοινωνική και πολιτική αντοχή της ΕΕ παρόμοια με την πρόκληση της παγκόσμιας κρίσης, η οποία θα μπορούσε να δώσει νέο χώρο στην ψευδαίσθηση της αποκατάστασης της εθνικής κυριαρχίας με την έξοδο από το ευρώ (ή ακόμη και την Ευρωπαϊκή Ένωση) για την επανέναρξη μιας απίθανης εθνικής ανάπτυξης που θα είναι απελευθερωμένη από τις δεσμεύσεις και τους ευρωπαίους τεχνοκράτες. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ένας προσεκτικός παρατηρητής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο Charles KUPCHAN (10), είχε προειδοποιήσει για τον κίνδυνο της «επανεθνικοποίησης» του ευρωπαϊκού εγχειρήματος σε ένα άρθρο που δημοσιεύθηκε στις 29 Αυγούστου 2010 στην Washington Post: «Η Ευρώπη ζει μια εμπειρία επανεθνικοποίησης της πολιτικής ζωής και οι χώρες ανακτούν την κυριαρχία που είχαν θυσιάσει κάποτε εκουσίως στον βωμό ενός συλλογικού ιδανικού» (11).

3.9.1.2   Οι ευρωπαίοι πολίτες φαίνεται να απηχούν αυτήν ακριβώς την απώλεια εμπιστοσύνης, όχι τόσο προς τα κοινοτικά θεσμικά όργανα αυτά καθαυτά, όσο προς τη χρησιμότητα της συμμετοχής στην ΕΕ. Πράγματι, οι δημοσκοπήσεις του Ευρωβαρομέτρου (12) δείχνουν ότι –από την άνοιξη του 2007 έως το 2010– το ποσοστό των Ευρωπαίων που θεωρεί θετική τη συμμετοχή της χώρας τους στην ΕΕ μειώθηκε από το 57 στο 49 %, ενώ αυξήθηκαν όσοι την κρίνουν αρνητικά (σήμερα 18 %) και όσοι είναι αναποφάσιστοι (29 %). Παράλληλα, το ποσοστό των ευρωπαίων πολιτών που πιστεύουν ότι η χώρα τους έχει συνολικά ωφεληθεί ως μέλος της ΕΕ μειώθηκε από το 59 στο 53 %, ενώ όσοι απαντούν ότι δεν υπήρξαν οφέλη αυξήθηκαν στο 35 %.

3.9.2   Το δεύτερο πρόβλημα είναι ο κίνδυνος εφαρμογής μιας παραδοσιακής προσέγγισης στην επίλυση των προβλημάτων, η οποία βασίζεται στην προτεραιότητα της δημοσιονομικής αυστηρότητας σε σχέση με τα ζητήματα της ανάπτυξης, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της υποβάθμισης του περιβάλλοντος, μολονότι έχουν διαδοθεί και αποκτήσει πλέον πειστικότητα καινοτόμα επιχειρήματα (13).

3.9.2.1   Οι σχέσεις μεταξύ δημόσιων δαπανών, οικονομικών επιδόσεων και κοινωνικών στόχων είναι πιο περίπλοκες σε σχέση με αυτές που επιχειρεί να παρουσιάσει η απλουστευτική υπόθεση της εξισορρόπησης μεταξύ δικαιοσύνης και αποτελεσματικότητας. Τα καλοσχεδιασμένα συστήματα κοινωνικών παροχών και προστασίας του περιβάλλοντος επιτρέπουν επίσης την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας και της ανταγωνιστικότητας, σε σημείο που να θεωρούνται παραγωγικός παράγοντας που συμβάλλει στη σταθερότητα και στην οικονομική δυναμική στις μεταβιομηχανικές οικονομίες.

3.9.2.2   Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο στη φάση της κρίσης που διανύουν οι ευρωπαϊκές οικονομίες. Στο ευρωπαϊκό σχέδιο για την ανάκαμψη της οικονομίας (14), η Επιτροπή αναγνώρισε τόσο την ανάγκη «περιορισμού του ανθρώπινου κόστους της οικονομικής ύφεσης και των συνεπειών της στους πλέον ευάλωτους» όσο και το γεγονός ότι η κρίση θα πρέπει να θεωρηθεί ευκαιρία για «την επιτάχυνση της μετάβασης προς μια οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα» εφαρμόζοντας μια στρατηγική «που θα ενθαρρύνει τις νέες τεχνολογίες, θα δημιουργεί νέες, πράσινες θέσεις εργασίας και θα εξασφαλίζει νέες ευκαιρίες σε ταχέως αναπτυσσόμενες διεθνείς αγορές».

3.9.2.3   Επίσης, πρέπει να επισημανθεί ότι η κρίση δεν προήλθε από τον δημόσιο τομέα, αλλά από τον ιδιωτικό, εξαιτίας των ανισορροπιών μεταξύ της παγκόσμιας αύξησης της προσφοράς αγαθών και υπηρεσιών και της επιβράδυνσης της αύξησης της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών (15). Μεγάλο μέρος της επιδείνωσης των προϋπολογισμών σε σχέση με το ΑΕγχΠ ήταν απλώς συνέπεια των παρεμβάσεων έκτακτης ανάγκης, ως αποτέλεσμα της πτώσης του παρονομαστή (του εθνικού εισοδήματος) και της αύξησης του αριθμητή (των δημόσιων δαπανών για τη διάσωση του χρηματοπιστωτικού και παραγωγικού συστήματος, καθώς και για τους αυτόματους σταθεροποιητές με σκοπό τον περιορισμό των πιθανών δραματικών συνεπειών της κρίσης) (16). Ορθώς επισημαίνει ο FITOUSSI ότι: «Τα δημοσιονομικά προβλήματα της Ευρώπης δεν οφείλονται τόσο στην αυτόνομη δράση των κυβερνήσεων όσο στις συνέπειες επί των δημόσιων οικονομικών οι οποίες απορρέουν αυτομάτως από την εξάπλωση της φτώχειας στην κοινωνία» (17).

4.   Ειδικές παρατηρήσεις

4.1   Η ανεπαρκής σαφήνεια της έννοιας «οικονομική διακυβέρνηση», καθώς και των θεμελιωδών στόχων στους οποίους βασίζεται, σε συνδυασμό με τη σχετική άγνοια των περιορισμών του ΣΣΑ και της στρατηγικής της Λισαβόνας, καθιστούν αναγκαίο τον προσδιορισμό μιας κοινά αποδεκτής στρατηγικής μεταξύ των κρατών μελών και των θεσμικών οργάνων της ΕΕ. Μιας στρατηγικής που δεν θα περιορίζεται στην εξαγγελία κανόνων και τυπικών διαδικασιών, αλλά θα υπεισέρχεται στις λεπτομέρειες των συγκεκριμένων πολιτικών –πολύ περισσότερο σε ένα αποδυναμωμένο πλαίσιο λόγω της οικονομικής κρίσης– για να βελτιώσει την ποιότητα ζωής των ευρωπαίων πολιτών, να αυξήσει το ποσοστό απασχόλησης (και στις μειονεκτούσες ομάδες, όπως τα άτομα με αναπηρία και οι εθνοτικές μειονότητες) και να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα του ευρωπαϊκού παραγωγικού συστήματος (συμπεριλαμβανομένων των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων και της κοινωνικής οικονομίας).

4.2   Για τον σκοπό αυτόν, δεν μπορεί να περιορίζεται στους, απαραίτητους έστω, κανόνες ορθής λογιστικής για να διαπιστώνεται η συνεκτικότητα εισροών και εκροών. Για να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη και οι προσδοκίες των ευρωπαίων πολιτών σε σχέση με την ΕΕ, απαιτούνται μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες δράσεις, που θα επιτρέπουν τον συνδυασμό της αναγκαίας αυστηρότητας στα δημόσια οικονομικά με την εξίσου σημαντική ικανότητα εκπόνησης και εφαρμογής σχεδίων οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης. Πρέπει συνεπώς να αναπτυχθεί η ευρωπαϊκή συνείδηση όσον αφορά μια Ευρωπαϊκή Ένωση ως πολιτική οντότητα, ως φιλοδοξία συντονισμού των διάφορων εθνικών πολιτικών προς έναν πραγματικά κοινό αποδεκτό σκοπό και ως ενεργό παράγοντα σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο.

4.3   Μια πιο συνειδητοποιημένη Ευρώπη απαιτεί έναν πιο αποφασιστικό ρόλο καθώς και μεγαλύτερη ικανότητα κατανόησης των συνεχιζόμενων αλλαγών από τα αντιπροσωπευτικά όργανα των πολιτών και των κοινωνικών εταίρων –Κοινοβούλιο, ΕΟΚΕ και ΕτΠ– όπου η διαδικασία συντονισμού που προβλέπει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μπορεί να αποκτήσει ισχυρή δημοκρατική νομιμότητα και να επιτύχει την ευρεία αποδοχή που φαίνεται να είναι αναγκαία για την αποτελεσματική εφαρμογή της.

4.4   Προς το παρόν, ωστόσο, ο ρόλος του Κοινοβουλίου στο Ευρωπαϊκό Εξάμηνο φαίνεται να είναι μικρός και περιορίζεται στην αρχική φάση της συζήτησης και του πρώτου προσανατολισμού της διαδικασίας συντονισμού, ενώ θα μπορούσε να διαδραματίσει μεγαλύτερο και αποτελεσματικότερο ρόλο, σε συντονισμό με τα εθνικά κοινοβούλια που καλούνται να συζητήσουν και να εγκρίνουν τους προϋπολογισμούς των επιμέρους κρατών μελών. Ο ρόλος του Κοινοβουλίου μπορεί να είναι θεμελιώδης για να προσδιορισθεί ποια οικονομική διακυβέρνηση πρέπει να επιδιώξει η Ένωση και για να διασφαλισθεί η δημοκρατική νομιμότητα των προληπτικών και διορθωτικών διαδικασιών, συμπεριλαμβανομένων των χρηματικών κυρώσεων στα κράτη μέλη.

4.5   Στο πλαίσιο αυτό, η ΕΟΚΕ –διαδραματίζοντας τον ρόλο της ως συμβουλευτικού οργάνου για τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα– μπορεί να συμβάλει στην ενίσχυση της ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης μέσω μιας ειδικής ετήσιας συνόδου για τη συζήτηση των συστάσεων και του τρόπου επίτευξης συναίνεσης όσον αφορά τις μεταρρυθμίσεις σε εθνικό επίπεδο, λαμβανομένου υπόψη του κοινωνικού αντικτύπου των εφαρμοζόμενων μέτρων. Η προστιθέμενη αξία της ΕΟΚΕ έγκειται στο γεγονός ότι στο εσωτερικό της αντιπροσωπεύονται οι οργανώσεις που καθορίζουν σε εθνικό επίπεδο την κοινωνική συναίνεση για την οικονομική πολιτική· αυτό θα μπορούσε να επιτρέψει στην ΕΟΚΕ να συμβάλει σημαντικά στις προσπάθειες και στην ανάληψη των ευθυνών όχι μόνο των πολιτικών ηγετών, αλλά, επίσης και προπαντός, των πολιτών των κρατών μελών.

4.5.1   Η συζήτηση αυτή θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί το φθινόπωρο, μετά την επίσημη έγκριση των συστάσεων αυτών για τα κράτη μέλη και τα συμπεράσματά της να αποτελέσουν τη βάση συνεργασίας με τις αντίστοιχες εθνικές οικονομικές και κοινωνικές επιτροπές, τα εθνικά κοινοβούλια και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, και να συμβάλει τόσο στην αξιολόγηση των εφαρμοζόμενων στρατηγικών όσο και στην διάδοσή τους και την κοινή αποδοχή τους σε εθνικό επίπεδο.

4.6   Ο ενισχυμένος ρόλος του Κοινοβουλίου της ΕΟΚΕ και της ΕτΠ θα μειώσει τον κίνδυνο υποτίμησης του στόχου της μεγέθυνσης και της κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης σε σχέση με την ανάγκη της νομισματικής και χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, επιτρέποντας τη διατήρηση της συνοχής του ΣΣΑ και της στρατηγικής Ευρώπη 2020. Πράγματι, μολονότι η οικονομική σταθερότητα –ιδίως σε περιόδους κρίσης– αποτελεί τη βάση της ανάπτυξης και της διατήρησης του βιοτικού επιπέδου των ευρωπαίων πολιτών, η αναζήτηση μεγαλύτερης σταθερότητας δεν πρέπει να γίνεται σε βάρος των εισοδημάτων και των δικαιωμάτων των πολιτών. Η κοινή επιδίωξη της μεταρρύθμισης της οικονομικής διακυβέρνησης και της στρατηγικής Ευρώπη 2020 θα διευκολύνει, συνεπώς, την αποδοχή των περιορισμών του προϋπολογισμού εκ μέρους της κοινής γνώμης.

4.6.1   Στη σημερινή κατάσταση, μολονότι η Επιτροπή φαίνεται να δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στην ισοτιμία των δύο στρατηγικών, δημιουργούνται έντονες αμφιβολίες σχετικά με τις αληθινές προθέσεις όσον αφορά την πραγματική ολοκλήρωση των στρατηγικών που παραμένουν σαφώς διαχωρισμένες. Διαπιστώνεται, αντιθέτως, ανισορροπία σε βάρος της κοινωνικής διάστασης και προς όφελος των παραγόντων της παραγωγικότητας και της ευελιξίας της εργασίας, οι οποίες θεωρείται ότι μπορούν να ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων.

4.6.2   Το βασικό επιχείρημα είναι ότι η μακροοικονομική εποπτεία –σε συνδυασμό με τη θεματική εποπτεία των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που ζητάει η Επιτροπή– δημιουργεί ένα ευνοϊκό πλαίσιο που μπορεί σε κάθε περίπτωση να εξασφαλίσει τη βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη, προς όφελος τόσο της στρατηγικής Ευρώπη 2020 όσο και του ΣΣΑ. Η εμπειρία, ωστόσο, των δέκα και πλέον ετών εφαρμογής του ενιαίου νομίσματος –και συνεπώς της αδυναμίας εφαρμογής του μέσου της υποτίμησης στην ευρωζώνη– δεν έχει αποδείξει ότι μπορεί να καλυφθεί έγκαιρα το χάσμα της ανταγωνιστικότητας εντός της ΕΕ και της ΟΝΕ.

4.7   Προκειμένου να βελτιώσει την ποιοτική ανταγωνιστικότητα, η στρατηγική Ευρώπη 2020 φαίνεται να βαδίζει προς τη σωστή κατεύθυνση, προβλέποντας επεμβάσεις στους τομείς της γνώσης, της καινοτομίας και της περιβαλλοντικής βιωσιμότητας. Ωστόσο, δημιουργείται μια αντίφαση ανάμεσα στους στόχους της στρατηγικής Ευρώπη 2020 και την ενίσχυση του ΣΣΑ, πολύ περισσότερο στο οικονομικό και κοινωνικό πλαίσιο που βραδυπορεί ακόμη στην έξοδο από την κρίση.

4.7.1   Πράγματι, η επίτευξη των φιλόδοξων στόχων της στρατηγικής Ευρώπη 2020 –έξυπνη (βασισμένη στη γνώση και στην καινοτομία), διατηρήσιμη (πιο αποτελεσματική, πράσινη και ανταγωνιστική) και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη (με κοινωνική και εδαφική συνοχή μέσω της απασχόλησης, με ιδιαίτερη μέριμνα για τους μη προνομιούχους εργαζόμενους)– καθιστά αναγκαία τη χρηματοδότηση κατάλληλων επιπέδων επενδύσεων. Παράλληλα, οι εν λόγω επεμβάσεις, οι οποίες απαιτούν μεγαλύτερη άμεση δημόσια δαπάνη ή την παροχή κινήτρων, συμπεριλαμβανομένων των φορολογικών, για τη δράση των ιδιωτών, θα μπορούσαν ωστόσο να αποδειχθούν ασύμβατες με τους περιορισμούς του προϋπολογισμού που προτίθεται να ενισχύσει η Επιτροπή για να πειθαρχήσει στο ΣΣΑ και να βελτιώσει την οικονομική διακυβέρνηση.

4.7.2   Επίσης, πάντα στο πλαίσιο του ΑΕγχΠ, αληθεύει βεβαίως ότι η σταθερότητα των δημόσιων οικονομικών και του ευρώ αποτελεί αναγκαία βάση για τη χάραξη μακρόπνοων πολιτικών ανάπτυξης· ωστόσο, οι λογιστικοί κανόνες δεν αρκούν για να εγγυηθούν τη θετική μακροπρόθεσμη εξέλιξη των δημόσιων οικονομικών των κρατών μελών. Πράγματι, σύμφωνα με την «αρχή της μη μεταβλητότητας» που διατύπωσαν οι STIGLITZ, SEN και FITOUSSI (18), η αξία των λογιστικών μεγεθών σε εθνικό επίπεδο δεν πρέπει να μεταβάλλεται βάσει των θεσμικών, οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών διαφορών μεταξύ των κρατών μελών, αλλά θα πρέπει να συγκρίνονται όσο το δυνατόν πιο ομοιογενείς καταστάσεις. Εν ολίγοις, για να διαπιστωθεί η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών, δεν αρκεί η εποπτεία του ελλείμματος και τους χρέους από έτους εις έτος, αλλά είναι αναγκαίο να λαμβάνονται υπόψη οι μελλοντικές προοπτικές ακόμη και των ιδιωτικών αγορών, καταρχάς των χρηματοπιστωτικών, των ακινήτων και των ασφαλιστικών, οι οποίες, σε καταστάσεις κρίσης και έκτακτης ανάγκης, μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά τη σταθερότητα των δημόσιων οικονομικών των κρατών μελών, για παράδειγμα, με τη διάσωση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και των μεγάλων επιχειρήσεων.

4.7.3   Εξάλλου, η σύγκλιση του ενδιαφέροντος στις ανταγωνιστικές ανισορροπίες προϋποθέτει τη συνεχή παρακολούθηση της δυναμικής του ενιαίου κόστους εργασίας, η οποία με τη σειρά της προϋποθέτει αυξανόμενη προσοχή στις διαπραγματεύσεις μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, κυρίως στην ευρωζώνη όπου τα κράτη μέλη δεν διαθέτουν πλέον το μέτρο της υποτίμησης. Οι σχέσεις μεταξύ συνδικαλιστικών οργανώσεων και επιχειρηματικών ενώσεων θα πρέπει να αποτελούν συνεπώς αναπόσπαστο τμήμα της στρατηγικής που προτείνει η Επιτροπή, τμήμα το οποίο απουσιάζει από την ανακοίνωση της Επιτροπής.

4.7.3.1   Μια λύση θα μπορούσε να είναι η πιο εντατική και αποτελεσματική χρήση του μακροοικονομικού διαλόγου, που να οδηγεί σε αποτελεσματική κοινή αξιολόγηση κυβερνήσεων και κοινωνικών εταίρων της οικονομικής κατάστασης σε επίπεδο ΕΕ και των παρεμβάσεων που πρέπει να πραγματοποιηθούν, σε στενή συνεργασία με τις διαδικασίες του κοινωνικού διαλόγου σε εθνικό επίπεδο. Ένα ποιοτικό άλμα ώστε ο διάλογος αυτός να αναδειχθεί σε κατ' εξοχήν μέσο που θα επιτρέπει την πραγματική συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων μαζί με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, την Επιτροπή και το Συμβούλιο και θα μπορεί να επιτύχει συνεκτικότητα μεταξύ των κοινοτικών και των εθνικών δυναμικών (19).

4.8   Η εφαρμογή ενός πραγματικού συντονισμού των ευρωπαϊκών οικονομικών πολιτικών απαιτεί την ομόφωνη αποδοχή του μακροοικονομικού πλαισίου αναφοράς και του μακροοικονομικού πλαισίου προβλέψεων από τα 27 κράτη μέλη. Στα πλαίσια αυτά θα βασιστεί η εκπόνηση των οικονομικών και φορολογικών πολιτικών που θα εντοπίζουν τα κράτη μέλη και θα κοινοποιούν στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου. Στο ιδιαίτερο αυτό πλαίσιο, αποκτούν θεμελιώδη σημασία οι αναλύσεις της Eurostat, οι προτάσεις πρόβλεψης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο υποστηρικτικός ρόλος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και οι εκθέσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

4.9   Εξαιτίας των ισχυρών συσχετισμών μεταξύ των οικονομικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών στόχων, είναι επίσης αναγκαία η χρήση περιεκτικότερων δεικτών σε σχέση με την απλή αύξηση του ΑΕγχΠ. Αξίζει τον κόπο να επισημάνουμε ότι στην ανακοίνωση της Επιτροπής με τον ενδεικτικό τίτλο «ΑΕγχΠ και πέρα από αυτό - Η μέτρηση της προόδου σε έναν μεταβαλλόμενο κόσμο» (20), σημειώνεται η ανάγκη για νέους δείκτες «οι οποίοι ενσωματώνουν με συνέπεια τα κοινωνικά και περιβαλλοντικά επιτεύγματα (όπως είναι η βελτίωση της κοινωνικής συνοχής, η πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες σε προσιτές τιμές, η κατάρτιση, η δημόσια υγείας και η ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα) και τα βήματα οπισθοδρόμησης (π.χ. η αύξηση της φτώχειας, της εγκληματικότητας, η μείωση των φυσικών πόρων)» και συνεπώς «να ανταποκρίνονται στις ανησυχίες των πολιτών».

4.10   Για να είναι αποτελεσματική και να επιτύχει τους στόχους της, η ενίσχυση της διακυβέρνησης απαιτεί την πραγματική υλοποίηση των πέντε δράσεων που προβλέπονται για την υπέρβαση του ΑΕγχΠ: (i) τη χρήση περιβαλλοντικών και κοινωνικών δεικτών· (ii) τη διαθεσιμότητα πληροφοριών σε πραγματικό σχεδόν χρόνο για την υποστήριξη της διαδικασίας λήψης αποφάσεων· (iii) τη διαθεσιμότητα ακριβέστερων δεδομένων για την κατανομή και τις ανισότητες· (iv) την κατάρτιση ενός ευρωπαϊκού πίνακα επιδόσεων σχετικά με τη βιώσιμη ανάπτυξη· (v) την επέκταση των εθνικών λογαριασμών στα περιβαλλοντικά και κοινωνικά θέματα.

4.11   Η εφαρμοζόμενη διαδικασία ενίσχυσης της ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης είναι μια διαδικασία η οποία, όπως άλλες που υπήρξαν στην ιστορία της ΕΕ, θα αποδειχθεί ασφαλώς περίπλοκη. Εξάλλου, πρόκειται για ένα εγγενές χαρακτηριστικό της ίδιας της Ένωσης. Όπως επισημαίνει και ένας ιταλός δημοσιογράφος, αληθεύει βεβαίως ότι «η Ευρώπη παρουσιάζει (σε σχέση με τις ΗΠΑ) μεγαλύτερη ασάφεια, που έχει ως συνέπεια να είναι από τη σύλληψή της ένα ταξίδι σε αναζήτηση προορισμού» (21), αλλά σήμερα είναι εξίσου σκόπιμο το ταξίδι αυτό να αποκτήσει συγκεκριμένο, σαφή και κοινά αποδεκτό προορισμό για τους ευρωπαίους πολίτες, τα κοινοβούλιά τους και τα εθνικά και ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα. Μόνο έτσι θα καταστεί δυνατή η επίτευξη του στόχου που έθεσε η Ευρωπαϊκή Ένωση από τις πρώτες κιόλας ημέρες της ίδρυσής της.

Βρυξέλλες, 17 Φεβρουαρίου 2011.

Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Staffan NILSSON


(1)  COM(2010) 367 τελικό

(2)  COM(2010) 250 τελικό

(3)  COM(2010) από 522 έως 527· για λεπτομέρειες βλ. http://ec.europa.eu/economy_finance/articles/eu_economic_situation/2010-09-eu_economic_governance_proposals_en.htm

(4)  Γνωμοδοτήσεις της ΕΟΚΕ με θέμα: Οι επιπτώσεις της κρίσης του δημόσιου χρέους στη διακυβέρνηση της ΕΕ, 2010 ΕΕ C 51 της 17.2.2011, σ.15· Οικονομική ανάκαμψη: σημερινή κατάσταση και πρακτικές πρωτοβουλίες, 2010 ΕΕ C 48 της 15.2.2011, σ. 57· Χρηματοπιστωτική κρίση: συνέπειες στην πραγματική οικονομία ΕΕ C 255 της 22.9.2010, σ. 10· Οικονομικές πολιτικές που ευνοούν την ευρωπαϊκή βιομηχανική στρατηγική ΕΕ C 10 της 15.1.2008, σ. 106· Γενικοί προσανατολισμοί των οικονομικών πολιτικών και οικονομική διακυβέρνηση — Προϋποθέσεις για τον καλύτερο συντονισμό των οικονομικών πολιτικών στην Ευρώπη ΕΕ C 324 της 30.12.2006, σ. 49· Η ενίσχυση της οικονομικής διακυβέρνησης — Η μεταρρύθμιση του συμφώνου σταθερότητας και ανάπτυξης ΕΕ C 88 της 11.4.2006, σ. 68.

(5)  Όπως επεσήμανε ο αρμόδιος για τις οικονομικές και νομισματικές υποθέσεις Επίτροπος, Olli REHN, στην ακρόαση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις 5 Ιουλίου 2010: «Η κρίση αποκάλυψε σημαντικές συστημικές αδυναμίες στη σημερινή οικονομική και νομισματική ένωση. Εν ολίγοις, χρειαζόμαστε έναν καλύτερο και στενότερο συντονισμό της οικονομικής πολιτικής τη ΕΕ. Χρειαζόμαστε επίσης αυστηρότερη εφαρμογή των κανόνων της ΟΝΕ. Οι κανόνες δεν έχουν καμία αξία, εάν δεν τηρούνται.» REHN O., Ενίσχυση της οικονομικής εμπιστοσύνης στην Ευρώπη, ομιλία στην επιτροπή ECON του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Στρασβούργο, 5 Ιουλίου 2010

(6)  Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, σχέδιο έκθεσης σχετικά με τη χρηματοπιστωτική, οικονομική και κοινωνική κρίση: συστάσεις για τα ενδεικνυόμενα μέτρα και πρωτοβουλίες (ενδιάμεση έκθεση). Ειδική Επιτροπή για τη Χρηματοπιστωτική, Οικονομική και Κοινωνική Κρίση. Εισηγήτρια: Pervenche BERÈS. 6 Μαΐου 2010.

(7)  Στοιχεία από τη βάση δεδομένων της Eurostat τον Σεπτέμβριο του 2010, τα οποία αναγράφονται στους πίνακες 1 και 2 του παραρτήματος.

(8)  Ο ίδιος ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Herman VAN ROMPUY, αναγνώρισε στις 20 Σεπτεμβρίου 2010 αυτό το «θεσμικό μειονέκτημα»: «… οφείλουμε να ζήσουμε με το δίλημμα μιας νομισματικής ένωσης χωρίς προηγμένη δημοσιονομική ένωση. Από τη θέσπιση του ευρώ και εξής, τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα έχουν την ευθύνη της νομισματικής πολιτικής, ενώ τα κράτη μέλη εξακολουθούν να είναι υπεύθυνα για τη δημοσιονομική πολιτική τους και συντονίζουν την οικονομική τους πολιτική. Αυτό δημιουργεί εντάσεις και σε αυτό οφείλονται οι δυσχερείς αποφάσεις που ανέφερα … ! Θα μπορούσαμε να κατακρίνουμε μια αρχική αστοχία, “το προπατορικό αμάρτημα του ευρώ”, κατά πολλούς. Εγώ θα έλεγα, αντιθέτως, ότι πρόκειται για ένα θεσμικό μειονέκτημα. Ωστόσο, την εποχή των διαπραγματεύσεων για τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, ιδίως μεταξύ Γερμανίας και Γαλλίας, έπρεπε να γίνει μια επιλογή. Χωρίς αυτό το προπατορικό αμάρτημα, το ευρώ δεν θα είχε καν γεννηθεί!». VAN ROMPUY H., «Όχι στην επανεθνικοποίηση της ευρωπαϊκής πολιτικής, αλλά εξευρωπαϊσμός της εθνικής πολιτικής», ομιλία κατόπιν πρόσκλησης στο «Notre Europe», Παρίσι, μεγάλο αμφιθέατρο της Σχολής Πολιτικών Επιστημών.

(9)  VEROLA N., L'Europa e la crisi: squilibri finanziari ed equilibri costituzionali, Paper for ASTRID, 2010, διαθέσιμο στο Διαδίκτυο http://www.astrid-online.it/Riforma-de/Studi-e-ri/VEROLA---L-Europa-e-la-crisi---squilibri-finanziari-ed-equilibri-costituzionali.pdf (μόνο στα ιταλικά).

(10)  Διευθυντής ευρωπαϊκών μελετών του Council on Foreign Relations και καθηγητής στο Georgetown University.

(11)  KUPCHAN, C., As nationalism rises, will the European Union fall, Washington Post, 29 Αυγούστου 2010. Βλ. επίσης τις αναλύσεις για τη φορολογία και την αντιπροσώπευση του DE GRAUWE P., Why a tougher Stability and Growth Pact is a bad idea, VoxEU.org, στην ιστοσελίδα http://www.voxeu.com/index.php?q=node/5615.

(12)  Στοιχεία του Ευρωβαρόμετρου 73 - Πρώτα αποτελέσματα, στις εικόνες 1 και 2 του παραρτήματος.

(13)  Σχετικά με την περιβαλλοντική βιωσιμότητα, βλ. DALY H., Beyond Growth: The Economics of Sustainable Development (Πέρα από την ανάπτυξη - Edizioni di Comunità, 2001), 1996. Για τις κοινωνικές παροχές και την ισότητα, βλ. BEGG I., FERRERA M., HODSON D., MADSEN P., MATSAGANIS M., SACCHI S., SCHELKE W., The Cost of Non Social Policy: Literature Review (Το κόστος απουσίας της κοινωνικής πολιτικής: ανασκόπηση σχετικής βιβλιογραφίας), Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Βρυξέλλες, 2003. Για την ανάπτυξη του ανθρώπου, βλ. SEN A., Inequality Reexamined (Η ανισότητα. Μια κριτική επανεξέταση, Il Mulino, 2010), 1992· και SEN A., Development as Freedom (Η ανάπτυξη είναι ελευθερία. Γιατί δεν υπάρχει ανάπτυξη χωρίς δημοκρατία, Mondadori, 2000), 1999.

(14)  COM(2008) 800 τελικό - Ένα ευρωπαϊκό σχέδιο για την ανάκαμψη της οικονομίας, σ. 5.

(15)  ΔΟΕ-ΔΝΤ, The Challenges of Growth, Employment and Social Cohesion (Οι προκλήσεις της ανάπτυξης, της απασχόλησης και της κοινωνικής συνοχής), έγγραφο συζήτησης για την κοινή διάσκεψη ΔΟΕ-ΔΝΤ, Όσλο, 13 Σεπτεμβρίου 2010, σ. 67-73.

(16)  Το συνολικό δημόσιο χρέος στην ευρωζώνη μειώθηκε από 72 % το 1999 σε 67 % το 2007 (εικόνα 3 του παραρτήματος) και, την ίδια περίοδο, αυξήθηκε το χρέος των νοικοκυριών και του χρηματοπιστωτικού τομέα (εικόνα 4 του παραρτήματος). Το χρέος του δημόσιου τομέα άρχισε να αυξάνεται από το 2008 (εικόνα 5 του παραρτήματος), όταν οι κυβερνήσεις προέβησαν στη διάσωση του τραπεζικού συστήματος και υποστήριξαν την οικονομική δραστηριότητα σε ένα πλαίσιο ύφεσης (μείωση του ΑΕγχΠ και των φορολογικών εσόδων).

(17)  FITOUSSI J.P., Crise et démocratie, le paradoxe européen, Le Monde, 16 Οκτωβρίου 2010. Βλ., επίσης, DE GRAUWE P., What kind of governance for the eurozone?, CEPS Policy Brief, n. 214, September 2010.

(18)  STIGLITZ J.E., SEN A., FITOUSSI J.P., Report by the Commission on the Measurement of Economic Performance and Social Progress (Έκθεση της επιτροπής για τη μέτρηση των οικονομικών αποτελεσμάτων και της κοινωνικής προόδου), Έκθεση προς τον Πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας, Παρίσι, 2009 (σ. 22-23).

(19)  WATT A., Economic Governance in Europe: A Change of Course only after ramming the Ice, Social Europe Journal, 30 Ιουλίου 2010, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα http://www.social-europe.eu/2010/07/economic-governance-in-europe-a-change-of-course-only-after-ramming-the-ice/.

(20)  COM(2009) 433 τελικό, σ. 3-4.

(21)  BASTASIN C., Αυτός ο αιώνας μπορεί να είναι και πάλι ευρωπαϊκός, Il Sole 24 ore, 2 Σεπτεμβρίου 2010.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

στη Γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής

Οι ακόλουθες τροπολογίες απορρίφθηκαν από την Ολομέλεια αλλά συγκέντρωσαν τουλάχιστον το ένα τέταρτο των ψήφων:

Σημείο 4.7.3.1 –   Τροπολογία 1 του κ. Pálenik

Να προστεθεί νέο σημείο 4.7.4 μετά το σημείο 4.7.3.1:

Αιτιολογία

Στο τρίτο μέρος του εγγράφου αναφοράς, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θίγει το ζήτημα των τεκμαρτών υποχρεώσεων. Ωστόσο δεν διευκρινίζει το περιεχόμενο και τον τρόπο εφαρμογής τους, παράμετρος που θα καθιστούσε πιο άρτια την υπό εξέταση πρόταση.

Αποτέλεσμα της ψηφοφορίας:

Υπέρ

:

69

Κατά

:

160

Αποχές

:

19


Top