This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 52010IG0318(01)
Initiative of the Kingdom of Belgium, the Federal Republic of Germany, the Republic of Estonia, the Kingdom of Spain, the French Republic, the Italian Republic, the Grand-Duchy of Luxembourg, the Republic of Hungary, the Republic of Austria, the Portuguese Republic, Romania, the Republic of Finland and the Kingdom of Sweden with a view to the adoption of a Directive of the European Parliament and of the Council on the rights to interpretation and to translation in criminal proceedings
Πρωτοβουλία του Βασιλείου του Βελγίου, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, του Βασιλείου της Ισπανίας, της Δημοκρατίας της Εσθονίας, της Γαλλικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, της Ιταλικής Δημοκρατίας, του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Πορτογαλικής Δημοκρατίας, της Ρουμανίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας, και του Βασιλείου της Σουηδίας ενόψει της έκδοσης οδηγίας του Ευρωπαϊκου Κοινοβουλιου και Συμβουλιου σχετικά με τα δικαιώματα διερμηνείας και μετάφρασης κατά την ποινική διαδικασία
Πρωτοβουλία του Βασιλείου του Βελγίου, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, του Βασιλείου της Ισπανίας, της Δημοκρατίας της Εσθονίας, της Γαλλικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, της Ιταλικής Δημοκρατίας, του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Πορτογαλικής Δημοκρατίας, της Ρουμανίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας, και του Βασιλείου της Σουηδίας ενόψει της έκδοσης οδηγίας του Ευρωπαϊκου Κοινοβουλιου και Συμβουλιου σχετικά με τα δικαιώματα διερμηνείας και μετάφρασης κατά την ποινική διαδικασία
ΕΕ C 69 της 18.3.2010, p. 1–4
(BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)
18.3.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 69/1 |
Πρωτοβουλία του Βασιλείου του Βελγίου, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, του Βασιλείου της Ισπανίας, της Δημοκρατίας της Εσθονίας, της Γαλλικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, της Ιταλικής Δημοκρατίας, του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Πορτογαλικής Δημοκρατίας, της Ρουμανίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας, και του Βασιλείου της Σουηδίας ενόψει της έκδοσης οδηγίας του Ευρωπαϊκου Κοινοβουλιου και Συμβουλιου σχετικά με τα δικαιώματα διερμηνείας και μετάφρασης κατά την ποινική διαδικασία
(2010/C 69/01)
ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,
Έχοντας υπόψη:
τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 82 παράγραφος 2 στοιχείο β),
το ψήφισμα του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για έναν οδικό χάρτη για την ενίσχυση των δικονομικών δικαιωμάτων των υπόπτων ή κατηγορουμένων σε ποινικές διαδικασίες (1), ιδίως δε το Μέτρο Α του παραρτήματος,
την πρωτοβουλία του Βασιλείου του Βελγίου, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, του Βασιλείου της Ισπανίας, της Δημοκρατίας της Εσθονίας, της Γαλλικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, της Ιταλικής Δημοκρατίας, του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Πορτογαλικής Δημοκρατίας, της Ρουμανίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας, και του Βασιλείου της Σουηδίας,
Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (2),
Εκτιμώντας ότι:
(1) |
Η Ευρωπαϊκή Ένωση έθεσε ως στόχο τη διατήρηση και ανάπτυξη ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Με βάση τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Τάμπερε της 15ης και 16ης Οκτωβρίου 1999, ιδίως δε με βάση το σημείο 33, η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης θα πρέπει να αποτελέσει τον ακρογωνιαίο λίθο της δικαστικής συνεργασίας τόσο σε αστικές όσο και σε ποινικές υποθέσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση. |
(2) |
Στις 29 Νοεμβρίου 2000 το Συμβούλιο θέσπισε, σύμφωνα με τα συμπεράσματα του Τάμπερε, ένα πρόγραμμα μέτρων για να θέσει σε εφαρμογή την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης των ποινικών αποφάσεων (3). Στην εισαγωγή του εν λόγω προγράμματος μέτρων αναφέρεται ότι η αμοιβαία αναγνώριση «πρέπει να επιτρέπει την ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών, αλλά και της προστασίας των δικαιωμάτων των προσώπων». |
(3) |
Η υλοποίηση της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης των αποφάσεων επί ποινικών υποθέσεων προϋποθέτει ότι τα κράτη μέλη διακατέχονται από αμοιβαία εμπιστοσύνη όσον αφορά τα συστήματά τους για την απονομή ποινικής δικαιοσύνης. Ο βαθμός της αμοιβαίας αναγνώρισης εξαρτάται κατά πολύ από μια σειρά παραμέτρων, που περιλαμβάνουν «μηχανισμούς προστασίας των δικαιωμάτων των υπόπτων» και τον καθορισμό κοινών ελαχίστων προτύπων, αναγκαίων για τη διευκόλυνση της εφαρμογής της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης. |
(4) |
Η αμοιβαία αναγνώριση μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά μόνο σε κλίμα εμπιστοσύνης, ώστε όχι μόνο οι δικαστικές αρχές αλλά όλοι οι παράγοντες της ποινικής διαδικασίας να αντιλαμβάνονται τις αποφάσεις των δικαστικών αρχών άλλων κρατών μελών ως ισοδύναμες με τις δικές τους, γεγονός που προϋποθέτει «όχι μόνο εμπιστοσύνη στην επάρκεια των κανόνων του εκάστοτε εταίρου, αλλά και τη βεβαιότητα ότι οι εν λόγω κανόνες εφαρμόζονται σωστά». |
(5) |
Μολονότι όλα τα κράτη μέλη είναι συμβαλλόμενα μέρη της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ), η παρελθούσα πείρα καταδεικνύει ότι το γεγονός αυτό από μόνο του δεν επιτρέπει πάντοτε επαρκή βαθμό εμπιστοσύνης στα συστήματα ποινικής δικαιοσύνης των άλλων κρατών μελών. |
(6) |
Στο άρθρο 82 παράγραφος 2 της συνθήκης προβλέπεται η θέσπιση ελάχιστων κανόνων εφαρμοστέων στα κράτη μέλη προκειμένου να διευκολυνθεί η αμοιβαία αναγνώριση δικαστικών αποφάσεων και διαταγών, καθώς και η αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις που έχουν διασυνοριακές διαστάσεις. Το στοιχείο β) του άρθρου 82 παράγραφος 2 αναφέρεται στα «δικαιώματα των προσώπων στην ποινική διαδικασία» ως έναν από τους τομείς στους οποίους δύναται να θεσπιστούν ελάχιστοι κανόνες. |
(7) |
Οι κοινοί ελάχιστοι κανόνες θα πρέπει να οδηγήσουν στην τόνωση της εμπιστοσύνης στα συστήματα ποινικής δικαιοσύνης όλων των κρατών μελών και, κατ’ επέκταση, στην αύξηση της αποτελεσματικότητας της δικαστικής συνεργασίας, σε κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Τέτοιου είδους κοινοί κανόνες είναι σκόπιμο να ισχύουν στους τομείς της διερμηνείας και της μετάφρασης σε ποινικές διαδικασίες. |
(8) |
Τα δικαιώματα διερμηνείας και μετάφρασης για τα πρόσωπα που δεν κατανοούν τη γλώσσα της διαδικασίας διατυπώνεται στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, όπως αυτά έχουν αναπτυχθεί από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας διευκολύνουν την εφαρμογή των δικαιωμάτων αυτών στην πράξη. Προς το σκοπό αυτό, η παρούσα οδηγία αποσκοπεί στη διασφάλιση των δικαιωμάτων διερμηνείας και μετάφρασης του υπόπτου ή κατηγορουμένου κατά την ποινική διαδικασία, ώστε να διαφυλάσσεται το δικαίωμά του για δίκαιη δίκη. |
(9) |
Τα δικαιώματα που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία θα πρέπει επίσης να εφαρμόζονται στη διαδικασία εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης εντός των ορίων που θέτει η παρούσα οδηγία. Τα κράτη μέλη εκτέλεσης θα πρέπει να παρέχουν διερμηνεία και μετάφραση στον καταζητούμενο που δεν κατανοεί ή δεν ομιλεί τη γλώσσα της διαδικασίας και να φέρουν τα σχετικά έξοδα. |
(10) |
Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να διασφαλίζουν την προάσπιση, με την παροχή δωρεάν και ακριβούς γλωσσικής συνδρομής, των δικαιωμάτων του υπόπτου ή κατηγορουμένου εφόσον αυτός δεν ομιλεί ή δεν κατανοεί τη γλώσσα της διαδικασίας, προκειμένου να αντιληφθεί τις υπόνοιες ή τις κατηγορίες που τον βαρύνουν καθώς και την όλη διαδικασία, ώστε να είναι σε θέση να ασκήσει τα δικαιώματά του. Ο ύποπτος ή κατηγορούμενος θα πρέπει να είναι σε θέση, μεταξύ άλλων, να εξηγήσει στο δικηγόρο του την εκδοχή του για τα γεγονότα, να επισημάνει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς με τους οποίους διαφωνεί και να γνωστοποιήσει στο δικηγόρο του οποιαδήποτε γεγονότα που επιθυμεί να προβληθούν προς υπεράσπισή του. Υπενθυμίζεται εν προκειμένω ότι οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας θέτουν ελάχιστους κανόνες. Τα κράτη μέλη μπορούν να επεκτείνουν τα δικαιώματα που θεσπίζονται με την παρούσα οδηγία ώστε να παρασχεθεί υψηλότερος βαθμός προστασίας και σε καταστάσεις που δεν διέπονται ρητά από την παρούσα οδηγία. Ο βαθμός προστασίας δεν θα πρέπει ποτέ να υπολείπεται των προτύπων της ΕΣΔΑ, όπως αυτά έχουν ερμηνευθεί από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. |
(11) |
Τα κράτη μέλη δεν θα πρέπει να υποχρεούνται να εξασφαλίζουν διερμηνεία της επικοινωνίας μεταξύ του υπόπτου ή κατηγορουμένου και του δικηγόρου του σε περιπτώσεις κατά τις οποίες αυτοί μπορούν να επικοινωνήσουν αποτελεσματικά στην ίδια γλώσσα. Δεν θα πρέπει εξάλλου να υποχρεούνται να εξασφαλίζουν διερμηνεία της επικοινωνίας αυτής όταν η επίκληση του δικαιώματος διερμηνείας εξυπηρετεί προφανώς άλλους σκοπούς και όχι την άσκηση του δικαιώματος για δίκαιη δίκη στη συγκεκριμένη διαδικασία. |
(12) |
Η διαπίστωση ότι δεν απαιτείται διερμηνεία ή μετάφραση θα πρέπει να μπορεί να ελεγχθεί, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Ο έλεγχος αυτός μπορεί να διενεργείται, για παράδειγμα, μέσω ειδικής διαδικασίας καταγγελίας ή στο πλαίσιο της συνήθους διαδικασίας προσφυγής κατά αποφάσεων επί της ουσίας. |
(13) |
Κατάλληλη συνδρομή θα πρέπει επίσης να παρέχεται σε υπόπτους ή κατηγορουμένους με πρόβλημα ακοής ή ομιλίας. |
(14) |
Η υποχρέωση παροχής φροντίδας σε υπόπτους ή κατηγορουμένους που ευρίσκονται σε δυνητικά ασθενή θέση, ιδίως λόγω σωματικών αναπηριών οι οποίες επηρεάζουν την ικανότητά τους να επικοινωνούν αποτελεσματικά, ισχύει προς χάριν της χρηστής απονομής δικαιοσύνης. Συνεπώς, οι εισαγγελικές αρχές, οι αρχές επιβολής του νόμου και οι δικαστικές αρχές θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα πρόσωπα αυτά έχουν τη δυνατότητα να ασκήσουν αποτελεσματικά τα δικαιώματα που προβλέπει η παρούσα οδηγία, για παράδειγμα, αποδίδοντας προσοχή σε κάθε δυνητικό παράγοντα ευπάθειας που θα επηρέαζε την ικανότητά τους να παρακολουθούν τη διαδικασία και να γίνονται κατανοητοί, και λαμβάνοντας κατάλληλα μέτρα για τη διασφάλιση της τήρησης των συγκεκριμένων δικαιωμάτων. |
(15) |
Προκειμένου να διασφαλίζεται ο δίκαιος χαρακτήρας της ποινικής διαδικασίας, τα βασικά έγγραφα ή τουλάχιστον τα κυριότερα σημεία των εγγράφων αυτών, απαιτείται να μεταφράζονται προς χάριν του υπόπτου ή κατηγορουμένου. Οι αρχές των κρατών μελών θα πρέπει να αποφασίζουν ποια έγγραφα θα μεταφρασθούν, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Ορισμένα έγγραφα θα πρέπει να θεωρούνται πάντοτε ως βασικά έγγραφα που επιβάλλεται να μεταφράζονται, όπως η απόφαση που συνεπάγεται τη στέρηση της ελευθερίας ενός προσώπου, το έγγραφο απαγγελίας κατηγορίας ή το κλητήριο θέσπισμα και οποιαδήποτε δικαστική απόφαση. |
(16) |
Η παραίτηση από το δικαίωμα έγγραφης μετάφρασης των εγγράφων θα πρέπει να είναι αδιαμφισβήτητη, με ελάχιστες διασφαλίσεις, και δεν θα πρέπει να αντιτίθεται σε οποιοδήποτε σημαντικό δημόσιο συμφέρον. |
(17) |
Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται από το Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ειδικότερα, η παρούσα οδηγία αποσκοπεί στην προώθηση του δικαιώματος στην ελευθερία, του δικαιώματος για δίκαιη δίκη και του δικαιώματος υπεράσπισης. |
(18) |
Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μεριμνούν ώστε οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας, εφόσον αφορούν δικαιώματα αντίστοιχα με εκείνα τα οποία εγγυάται η ΕΣΔΑ, εφαρμόζονται σύμφωνα με τη σύμβαση αυτή και όπως έχουν αναπτυχθεί από τη σχετική νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. |
(19) |
Επειδή ο στόχος της παρούσας οδηγίας, δηλαδή η καθιέρωση κοινών ελάχιστων προτύπων, δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη και μπορεί συνεπώς, λόγω των διαστάσεων και των επιπτώσεων της προτεινόμενης δράσης, να επιτευχθεί καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση δύναται να θεσπίσει μέτρα κατ’ εφαρμογή της αρχής της επικουρικότητας, όπως αυτή αναφέρεται και ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως αυτή καθορίζεται στο εν λόγω άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει το μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του υπόψη στόχου, |
ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:
Άρθρο 1
Πεδίο εφαρμογής
1. Η παρούσα οδηγία καθορίζει κανόνες σχετικά με τα δικαιώματα διερμηνείας και μετάφρασης κατά την ποινική διαδικασία και τη διαδικασία εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.
2. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν για κάθε πρόσωπο από τη στιγμή κατά την οποία ενημερώνεται από τις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους, με επίσημη κοινοποίηση ή με άλλο τρόπο, ότι είναι ύποπτο ή κατηγορείται για την τέλεση αξιόποινης πράξης έως την ολοκλήρωση της διαδικασίας, που συνίσταται στον τελικό προσδιορισμό του κατά πόσον ο ύποπτος ή κατηγορούμενος έχει διαπράξει το αδίκημα.
3. Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στις διαδικασίες οι οποίες δύνανται να έχουν ως αποτέλεσμα την επιβολή κυρώσεων από άλλη αρχή εκτός ποινικού δικαστηρίου, εφόσον οι εν λόγω διαδικασίες δεν εκκρεμούν ενώπιον δικαστηρίου με δικαιοδοσία σε ποινικές υποθέσεις.
Άρθρο 2
Δικαίωμα διερμηνείας
1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, σε κάθε ύποπτο ή κατηγορούμενο που δεν κατανοεί ή δεν ομιλεί τη γλώσσα της ποινικής διαδικασίας να παρέχεται διερμηνεία στη μητρική γλώσσα του ή σε άλλη γλώσσα που κατανοεί, προκειμένου να διασφαλίζεται το δικαίωμά του για δίκαιη δίκη. Διερμηνεία, μεταξύ άλλων όσον αφορά την επικοινωνία μεταξύ του υπόπτου ή κατηγορουμένου και του δικηγόρου του, παρέχεται κατά τη διεξαγωγή ποινικής διαδικασίας ενώπιον ανακριτικών και δικαστικών αρχών, περιλαμβανομένων των αστυνομικών ανακρίσεων, καθ’ όλες τις ακροαματικές διαδικασίες ενώπιον δικαστηρίου και κατά τη διάρκεια των τυχόν ενδιάμεσων ακροάσεων, είναι δε δυνατόν να παρέχεται και σε άλλες περιπτώσεις. Η παρούσα διάταξη δεν θίγει τις διατάξεις εθνικού δικαίου που διέπουν την παρουσία δικηγόρου σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας.
2. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε σε κάθε πρόσωπο με προβλήματα ακοής να παρέχεται συνδρομή διερμηνέα, εφόσον αυτό απαιτείται για το συγκεκριμένο πρόσωπο.
3. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να εξακριβώνεται με οποιονδήποτε ενδεδειγμένο τρόπο, ιδίως διαβούλευση με τον ύποπτο ή κατηγορούμενο, κατά πόσον αυτός κατανοεί και ομιλεί τη γλώσσα της ποινικής διαδικασίας και χρειάζεται τη συνδρομή διερμηνέα.
4. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, να υπάρχει η δυνατότητα ελέγχου της διαπίστωσης ότι δεν χρειάζεται διερμηνεία. Ο έλεγχος αυτός δεν συνεπάγεται υποχρέωση των κρατών μελών να προβλέπουν χωριστό μηχανισμό που να περιλαμβάνει έλεγχο με αποκλειστικό σκοπό την αμφισβήτηση της σχετικής διαπίστωσης.
5. Κατά τη διαδικασία εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης το κράτος μέλος εκτέλεσης μεριμνά ώστε οι αρμόδιες αρχές του να παρέχουν, σε κάθε πρόσωπο που υπόκειται στη σχετική διαδικασία και το οποίο δεν κατανοεί ή δεν ομιλεί τη γλώσσα της διαδικασίας, διερμηνεία σύμφωνα με το παρόν άρθρο.
Άρθρο 3
Δικαίωμα μετάφρασης των βασικών εγγράφων
1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε σε κάθε ύποπτο ή κατηγορούμενο που δεν κατανοεί ή δεν ομιλεί τη γλώσσα της σχετικής ποινικής διαδικασίας να παρέχεται μετάφραση, στη μητρική γλώσσα του ή σε άλλη γλώσσα που κατανοεί, όλων των εγγράφων που είναι βασικά προκειμένου να διασφαλισθεί το δικαίωμά του για δίκαιη δίκη, με την προϋπόθεση ότι το πρόσωπο αυτό έχει δικαίωμα πρόσβασης στα εν λόγω έγγραφα δυνάμει του εθνικού δικαίου.
2. Οι αρμόδιες αρχές αποφασίζουν ποια είναι τα βασικά έγγραφα που θα πρέπει να μεταφρασθούν σύμφωνα με την παράγραφο 1. Τα βασικά έγγραφα που πρέπει να μεταφράζονται, στο σύνολό τους ή ως προς τα κυριότερα σημεία τους, περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα εντάλματα κράτησης ή ανάλογες αποφάσεις που συνεπάγονται τη στέρηση της ελευθερίας του υπόπτου, το έγγραφο απαγγελίας κατηγορίας ή κλητήριο θέσπισμα και οποιαδήποτε δικαστική απόφαση, εφόσον υφίστανται τα έγγραφα αυτά.
3. Ο ύποπτος ή κατηγορούμενος ή ο δικηγόρος του δύνανται να υποβάλει αιτιολογημένη αίτηση για τη μετάφραση και πρόσθετων εγγράφων που απαιτούνται προκειμένου να ασκηθεί αποτελεσματικά το δικαίωμα υπεράσπισης.
4. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, να υπάρχει η δυνατότητα ελέγχου σε περίπτωση που δεν παρέχεται μετάφραση εγγράφου σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3. Ο έλεγχος αυτός δεν συνεπάγεται υποχρέωση των κρατών μελών να προβλέπουν χωριστό μηχανισμό που να περιλαμβάνει έλεγχο με αποκλειστικό σκοπό την αμφισβήτηση της σχετικής διαπίστωσης.
5. Κατά τη διαδικασία εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης το κράτος μέλος εκτέλεσης μεριμνά ώστε οι αρμόδιες αρχές του να παρέχουν, σε κάθε πρόσωπο που υπόκειται στη σχετική διαδικασία και το οποίο δεν κατανοεί ή δεν ομιλεί τη γλώσσα στην οποία έχει καταρτισθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης ή στην οποία έχει μεταφρασθεί από το κράτος μέλος που το εξέδωσε, μετάφραση του εν λόγω εγγράφου.
6. Εφόσον αυτό δεν θίγει το δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας, η έγγραφη μετάφραση μπορεί, ανάλογα με την περίπτωση, να αντικατασταθεί από προφορική μετάφραση ή προφορική σύνοψη των εγγράφων που αναφέρονται στο παρόν άρθρο.
7. Κάθε πρόσωπο που έχει δικαίωμα μετάφρασης εγγράφων δυνάμει του παρόντος άρθρου μπορεί ανά πάσα στιγμή να παραιτηθεί από το δικαίωμα αυτό.
Άρθρο 4
Έξοδα διερμηνείας και μετάφρασης
Τα κράτη μέλη καταβάλλουν τα έξοδα διερμηνείας και μετάφρασης που προκύπτουν από την εφαρμογή των άρθρων 2 και 3, ανεξάρτητα από την έκβαση της ποινικής διαδικασίας.
Άρθρο 5
Ποιοτική στάθμη της διερμηνείας και της μετάφρασης
Τα κράτη μέλη λαμβάνουν συγκεκριμένα μέτρα ώστε να εξασφαλίσουν ότι η παρεχόμενη διερμηνεία και μετάφραση είναι κατάλληλης στάθμης, ώστε ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος ή το πρόσωπο για το οποίο έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης να είναι σε θέση να ασκήσει πλήρως τα δικαιώματά του.
Άρθρο 6
Ρήτρα μη υποβάθμισης των προτύπων
Καμία διάταξη της παρούσας οδηγίας δεν επιτρέπεται να εκληφθεί υπό την έννοια ότι περιστέλλει ή αποκλίνει από τα δικαιώματα και τις δικονομικές εγγυήσεις που ενδεχομένως κατοχυρώνονται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, από άλλες σχετικές διατάξεις διεθνούς δικαίου ή από τη νομοθεσία κρατών μελών που παρέχουν υψηλότερο βαθμό προστασίας.
Άρθρο 7
Εφαρμογή
Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθούν με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας το αργότερο έως την … (4).
Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν, έως την ίδια ημερομηνία, στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή το κείμενο των διατάξεων με τις οποίες μεταφέρουν στο εθνικό τους δίκαιο τις υποχρεώσεις που τους επιβάλλει η παρούσα οδηγία.
Άρθρο 8
Έκθεση
Η Επιτροπή υποβάλλει, έως την … (5), στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έκθεση με την οποία αξιολογείται ο βαθμός λήψης των απαιτούμενων μέτρων συμμόρφωσης με την παρούσα οδηγία από τα κράτη μέλη και συνοδεύεται, εν ανάγκη, από νομοθετικές προτάσεις.
Άρθρο 9
Έναρξη ισχύος
Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα μετά τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Βρυξέλλες, …
Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
Ο Πρόεδρος
…
Για το Συμβούλιο
Ο Πρόεδρος
…
(1) ΕΕ C 295 της 4.12.2009, σ. 1.
(2) Γνώμη …. (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα).
(3) ΕΕ C 12 της 15.1.2001, σ. 10.
(4) Να προστεθεί η ημερομηνία που αντιστοιχεί σε 30 μήνες από τη δημοσίευση της παρούσας οδηγίας στην Επίσημη Εφημερίδα.
(5) Να προστεθεί η ημερομηνία που αντιστοιχεί σε 42 μήνες από τη δημοσίευση της παρούσας οδηγίας στην Επίσημη Εφημερίδα.