Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 92000E000816

    ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΩΤΗΣΗ E-0816/00 υποβολή: Juan Naranjo Escobar (PPE-DE), Carlos Carnero González (PSE) και Salvador Jové Peres (GUE/NGL) προς την Επιτροπή. Προσαρμογή των κοινωνικών πολιτικών των κρατών μελών με το κοινοτικό δίκαιο, ειδικότερα με τις οδηγίες όσον αφορά την ανάθεση δημοσίων συμβάσεων.

    ΕΕ C 374E της 28.12.2000, p. 164–164 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

    European Parliament's website

    92000E0816

    ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΩΤΗΣΗ E-0816/00 υποβολή: Juan Naranjo Escobar (PPE-DE), Carlos Carnero González (PSE) και Salvador Jové Peres (GUE/NGL) προς την Επιτροπή. Προσαρμογή των κοινωνικών πολιτικών των κρατών μελών με το κοινοτικό δίκαιο, ειδικότερα με τις οδηγίες όσον αφορά την ανάθεση δημοσίων συμβάσεων.

    Επίσημη Εφημερίδα αριθ. 374 E της 28/12/2000 σ. 0164 - 0164


    ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΩΤΗΣΗ E-0816/00

    υποβολή: Juan Naranjo Escobar (PPE-DE), Carlos Carnero Gonzlez (PSE) και Salvador Jov Peres (GUE/NGL) προς την Επιτροπή

    (21 Μαρτίου 2000)

    Θέμα: Προσαρμογή των κοινωνικών πολιτικών των κρατών μελών με το κοινοτικό δίκαιο, ειδικότερα με τις οδηγίες όσον αφορά την ανάθεση δημοσίων συμβάσεων

    Η Επιτροπή, στηριζόμενη στα συμπεράσματα της νομολογίας Beentjes, δίδει την ερμηνεία ότι, εφόσον καλύπτονται ορισμένες προϋποθέσεις δημοσιότητας και εξασφαλίζεται η αρχή των μη διακρίσεων, περιλαμβάνονται στη σύμβαση όροι εκτέλεσης κοινωνικού χαρακτήρα. Δεν πιστεύει η Επιτροπή ότι η συμπερίληψη αυτών των απαιτήσεων στους όρους εκτέλεσης της σύμβασης, μαζί με τα κριτήρια ανάθεσης της ίδιας, μειώνει τις πιθανότητες επιτυχίας ορισμένων επιχειρήσεων της ΕΕ που ανταγωνίζονται για την ανάθεση και, κατά συνέπεια, δημιουργεί μείζον εμπόδιο για την εσωτερική αγορά; (Μία επιχείρηση που δεν έχει ορισμένο αριθμό σταθερώνπαλλήλων δεν θα μπορεί ποτέ να εμφανιστεί σε έναν μειοδοτικό διαγωνισμό, με όρο εκτέλεσης που απαιτεί έναν ελάχιστο αριθμόπαλλήλων, ενώ θα μπορούσε να εμφανιστεί σε έναν μειοδοτικό διαγωνισμό με όρο εκτέλεσης τη δημιουργία σταθερών θέσεων απασχόλησης, π.χ. με ένα 20 % των συνολικών πόντων, και ενδεχομένως να αναλάβει τη σύμβαση εάν καλύπτει ικανοποιητικά τα άλλα κριτήρια ανάθεσης).

    Η παράγραφος 9 των κατευθυντηρίων γραμμών για την απασχόληση του 1999 ορίζει ότι κάθε κράτος μέλος οφείλει να δίδει ιδιαίτερη προσοχή στα άτομα με ειδικές ανάγκες και καθιερώνει προληπτικά και ενεργά μέτρα που διευκολύνουν την ένταξή τους στην αγορά εργασίας. Το σημείο 7 του ψηφίσματος του Συμβουλίου όσον αφορά την ισότητα ευκαιριών για τα άτομα με ειδικές ανάγκες, (Ιούνιος του 1999), προβλέπει ότι το Συμβούλιο προωθεί την ισότητα ευκαιριών στον τομέα της εργασίας των ατόμων με ειδικές ανάγκες με ιδιαίτερη έμφαση στην πρόσληψη και τη διατήρηση στην απασχόληση των αναπήρων εργαζομένων. Τούτο δεν αποτελεί ικανή δικαιολογία, εάν μια δημόσια διοίκηση αποφασίσει να θέσει ως κριτήριο για την ανάθεση συμβάσεων την πρόσβαση στην απασχόληση των αναπήρων, ιδίως με το σκεπτικό ότι το ίδιο ψήφισμα απευθύνεται στα κοινοτικά θεσμικά όργανα προκειμένου να προωθήσουν την ισότητα ευκαιριών στον τομέα της απασχόλησης για τους αναπήρους εντός των ιδίων τους τωνπηρεσιών, εγκρίνοντας προδιαγραφές και χρησιμοποιώντας ταυτοχρόνως πλήρως τουςπάρχοντες νομικούς μηχανισμούς και τις τρέχουσες πρακτικές (σημείο 5);

    Δεν θα έπρεπε να τροποποιηθεί η οδηγία 93/37/ΕΚ(1) σχετικά με τον συντονισμό των διαδικασιών ανάθεσης των δημοσίων συμβάσεων με στόχο την αποσαφήνιση των εννοιών που προαναφέραμε, λαμβάνονταςπόψη τις σημερινές προτεραιότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά την έγκριση, από τα κράτη μέλη, κοινωνικών μέτρων που θα είναι σύμφωνα με τις ανάγκες των πολιτών της;

    (1) ΕΕ L 199 της 9.8.1993, σελ. 54.

    Κοινή απάντηση του κ. Bolkestein εξ ονόματος της Επιτροπής στις γραπτές ερωτήσεις E-0816/00 και E-0817/00

    (12 Μαΐου 2000)

    Οι κοινοτικές οδηγίες για τις δημόσιες συμβάσεις εμπίπτουν στην εσωτερική αγορά και στοχεύουν, αφενός, στη βελτιστοποίηση της διαχείρισης των αγορών του δημοσίου, επιδιώκοντας την επίτευξη της καλύτερης σχέσης ποιότητας-τιμής και, αφετέρου, στην εξασφάλιση αποτελεσματικού ανταγωνισμού και ίσων όρων πρόσβασης στην αγορά για όλες τις επιχειρήσεις. Για το σκοπό αυτό, προβλέπουν δύο διαδικασίες ανάθεσης συμβάσεων: την ανάθεση βάσει της χαμηλότερης τιμής ή την ανάθεση βάσει της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφοράς η οποία αξιολογείται σε συνάρτηση με ένα σύνολο αντικειμενικών κριτηρίων ορισμένα από τα οποία απαριθμούνται στις οδηγίες, ενδεικτικά. Όλα τα αντικειμενικά αυτά κριτήρια αφορούν την εν λόγω προσφορά και παρέχουν πληροφορίες για την ποιότητα της παροχήςπηρεσιών, αλλά δεν μπορούν να αναφέρονται στη διάρθρωση της επιχείρησης. Η νομολογία του Δικαστηρίου, στην απόφαση Beentjes που αναφέρουν τα Αξιότιμα Μέλη του Κοινοβουλίου, αποκλείει ρητά τη χρήση κοινωνικού κριτηρίου (εν προκειμένω, την απασχόληση μακροχρόνια ανέργων) ως κριτηρίου ανάθεσης της σύμβασης. Οι πρόσφατες προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα στηνπόθεση C-225/98 ενισχύουν την ερμηνεία αυτή. Αντίθετα, όπως διευκρινίζει η Επιτροπή στο σημείο 4.4 της ανακοίνωσής της σχετικά με τις δημόσιες συμβάσεις, της 11ης Μαρτίου 1998(1), από τη νομολογία αυτή απορρέει ότι είναι δυνατό να τεθεί ως προϋπόθεση εκτέλεσης της ανατεθείσας σύμβασης ο σεβασμόςποχρεώσεων κοινωνικού χαρακτήρα, που αποβλέπουν π.χ. στην προώθηση της απασχόλησης των γυναικών ή στη βελτίωση της προστασίας ορισμένων κατηγοριών μειονεκτούντων. Βεβαίως, επιτρέπονται μόνον οι προϋποθέσεις εκτέλεσης του έργου που δεν έχουν άμεσες ή έμμεσες διακριτικές επιπτώσεις στους προερχόμενους από άλλα κράτη μέληποψηφίους. Επί πλέον, πρέπει να διασφαλιστεί η σχετική διαφάνεια με την καταγραφή των προϋποθέσεων αυτών στις διακηρύξεις ή στα τεύχη δημοπράτησης.

    Έτσι, σε αντίθεση με αυτό που προτείνουν τα Αξιότιμα Μέλη του Κοινοβουλίου, οι προϋποθέσεις εκτέλεσης δεν μπορούν να αποσκοπούν στον εκ των προτέρων αποκλεισμό ορισμένων επιχειρήσεων (οι οδηγίες προβλέπουν, για το σκοπό αυτό, κριτήρια επιλογής), αλλά στη δέσμευση τωνποψηφίων να λαμβάνουν ορισμένα μέτρα αν τους ανατεθεί η σύμβαση. Για να χρησιμοποιήσω το παράδειγμα των Αξιότιμων Μελών του Κοινοβουλίου, δεν μπορεί να επιβληθεί στις επιχειρήσεις ηποχρέωση να έχουν ορισμένο ποσοστό μόνιμωνπαλλήλων, αλλά μπορεί να τους ζητηθεί να δεσμευτούν να δημιουργήσουν νέες σταθερές θέσεις απασχόλησης για την εκτέλεση της σύμβασης, αφού τους ανατεθεί η σύμβαση.

    Το ίδιο ισχύει σ’ ό,τι αφορά τη χρήση του αριθμού εργαζομένων με ειδικές ανάγκες σε μια επιχείρηση ως κριτηρίου διαχωρισμού. Εξάλλου, ο Γενικός Εισαγγελέας, στην προαναφερθείσαπόθεση, εκτιμά ότι η χρήση ενός επικουρικού κριτηρίου για το διαχωρισμό ισοδύναμων προσφορών έχει ως συνέπεια ότι θα θεωρείται το κριτήριο αυτό οριστικά το μόνο καθοριστικό κριτήριο για την ανάθεση της σύμβασης, πράγμα που αποκλείεται βάσει της απόφασης Beentjes και παραβαίνει τις οδηγίες. Αντίθετα, τίποτα δεν εμποδίζει να τεθεί ως προϋπόθεση

    στουςποψήφιους η δέσμευση να απασχολήσουν, για την εκτέλεση της σύμβασης, έναν αριθμό ή ένα ποσοστό εργαζομένων με ειδικές ανάγκες, τηρώντας τους κανόνες διαφάνειας και μη διάκρισης για λόγους ιθαγένειας. Αφετέρου, όπωςπενθυμίζει η Επιτροπή στην προαναφερθείσα ανακοίνωση, οι κανόνες των οδηγιών περί δημοσίων συμβάσεων επιτρέπουν τον αποκλεισμόποψηφίων που παραβιάζουν τις νομοθεσίες κοινωνικού χαρακτήρα(mldr).

    Κατά τη διάρκεια των εργασιών για την προετοιμασία της οδηγίας 93/37/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, τα κράτη μέλη τάχθηκαν ρητά κατά της εισαγωγής κριτηρίων μη αυστηρά οικονομικού χαρακτήρα για την ανάθεση των συμβάσεων.

    Η Επιτροπή έχει δηλώσει, στην προαναφερθείσα ανακοίνωση, την πρόθεσή της να εκδώσει ερμηνευτική ανακοίνωση για τις κοινωνικές πτυχές στις δημόσιες συμβάσεις. Σκοπός της εν λόγω ανακοίνωσης θα είναι να διευκρινίσει τις αρχές που επιτρέπουν να ληφθούνπόψη κοινωνικοί παράγοντες στον τομέα των δημόσιων συμβάσεων, καθώς και τις προϋποθέσειςπό τις οποίες η επιδίωξη τέτοιου είδους στόχων είναι συμβατή με τις αρχές και τους κανόνες του κοινοτικού δικαίου δημοσίων συμβάσεων.

    (1) COM(98)143.

    Top