EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 31998D0828(01)

Συμβούλιο τών Διοικητών - Αύξηση του κεφαλαίου της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και συναφείς αποφάσεις

ΕΕ C 269 της 28.8.1998, p. 9–9 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

Legal status of the document In force

31998D0828(01)

Συμβούλιο τών Διοικητών - Αύξηση του κεφαλαίου της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και συναφείς αποφάσεις

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 269 της 28/08/1998 σ. 0009 - 0009


ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΩΝ Αύξηση του κεφαλαίου της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και συναφείς αποφάσεις (98/C 269/05)

Το Συμβούλιο των Διοικητών της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, κατά την ετήσια σύνοδό του που πραγματοποιήθηκε στις 5 Ιουνίου 1998, έλαβε ομόφωνα τις ακόλουθες αποφάσεις:

- Το Συμβούλιο των Διοικητών της ΕΤΕπ αποφάσισε την αύξηση του κεφαλαίου της Τράπεζας, από 62,013 δισεκατομμύρια Ecu σε 100 δισεκατομμύρια Ecu, με ισχύ από 1ης Ιανουαρίου 1999.

- Το καταβεβλημένο κεφάλαιο θα αυξηθεί, με ισχύ από την ίδια ημερομηνία, σε 6 δισεκατομμύρια Ecu, ήτοι στο 6 % του αναληφθέντος κεφαλαίου ύψους 100 δισεκατομμυρίων Ecu. Η αύξηση του καταβεβλημένου κεφαλαίου θα πραγματοποιηθεί μέσω μεταφοράς ποσού 1 348 014 839 Ecu από το συμπληρωματικό αποθεματικό της Τράπεζας.

- Η αύξηση του κεφαλαίου του οποίου η καταβολή μπορεί να απαιτηθεί, υπόκειται μερικώς στην προϋπόθεση της επίσημης ολοκλήρωσης ορισμένων κοινοβουλευτικών διαδικασιών σε εθνικό επίπεδο. Συνεπώς, το συνολικό ύψος του αναληφθέντος κεφαλαίου της Τράπεζας θα ανέλθει από 1ης Ιανουαρίου 1999 σε 95 549 597 250 Ecu τουλάχιστον, και το υπόλοιπο της αύξησης θα ισχύσει μόλις πληρωθούν οι απαιτούμενες τυπικές προϋποθέσεις.

- Από το συμπληρωματικό αποθεματικό, ένα περαιτέρω ποσό 3 798 700 000 Ecu θα μεταφερθεί στο τακτικό αποθεματικό, ώστε αυτό να ανέλθει σε 10 δισεκατομμύρια Ecu ή στο 10 % του αναληφθέντος κεφαλαίου ύψους 100 δισεκατομμυρίων Ecu.

- Με βάση την επανεξέταση των αναγκών της Τράπεζας σε ίδια κεφάλαια, το Συμβούλιο των Διοικητών αποφάσισε, επίσης, ομόφωνα να διανείμει στα κράτη μέλη, υπό μορφή έκτακτης καταβολής, κατ' αναλογία των συμμετοχών τους στο αναληφθέν κεφάλαιο της Τράπεζας, ένα ποσό 1 δισεκατομμυρίου Ecu, το οποίο θα χρηματοδοτηθεί κατά 676 795 744 Ecu από το αδιάθετο λειτουργικό πλεόνασμα της οικονομικής χρήσης 1996, ενώ το υπόλοιπο, ύψους 323 204 256 Ecu, θα διατεθεί από το λειτουργικό πλεόνασμα της χρήσης 1997, το οποίο ανέρχεται σε 1 105 169 722 Ecu.

- Στις 20 Αυγούστου 1997, στο πλαίσιο της απόφασης για την έγκριση του ειδικού προγράμματος δράσης του Άμστερνταμ (Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων C 10 της 15ης Ιανουαρίου 1998), το Συμβούλιο των Διοικητών ενέκρινε τη διάθεση 200 εκατομμυρίων Ecu από τα προς διάθεση αποτελέσματα προηγούμενων χρήσεων της Τράπεζας, για τη χρηματοδότηση βιώσιμων σχεδίων επενδύσεων που διευρύνουν το πεδίο των χρηματοδοτήσεων της Τράπεζας, όπως καθορίζεται στην εν λόγω απόφαση.

- Το ποσό αυτό αποτελεί μέρος ενός ανώτατου συνολικού ποσού 1 δισεκατομμυρίου Ecu, που προβλέπεται για το σκοπό αυτό έως το έτος 2000. Το Συμβούλιο των Διοικητών αποφάσισε τώρα τη διάθεση ενός περαιτέρω ποσού 300 εκατομμυρίων Ecu, από το λειτουργικό πλεόνασμα της χρήσης 1997, για τον ίδιο σκοπό.

- Σε συνάρτηση με την αύξηση του κεφαλαίου, το Συμβούλιο των Διοικητών ενέκρινε το ακόλουθο στρατηγικό πλαίσιο για την Τράπεζα (βλέπε παράρτημα).

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ

1. Εισαγωγή: Γενικό πλαίσιο

Η τελευταία αύξηση του κεφαλαίου της Τράπεζας (εκτός από την αυξητική αναπροσαρμογή σε 62 δισεκατομμύρια Ecu, που έγινε ως αποτέλεσμα της προσχώρησης της Αυστρίας, της Φινλανδίας και της Σουηδίας το 1995), ήταν ο διπλασιασμός του σε 57,6 δισεκατομμύρια Ecu το 1990. Όλες οι πρόσφατες αυξήσεις (όχι αναπροσαρμογές) διπλασίασαν επίσης το υφιστάμενο κεφάλαιο της Τράπεζας (1978, 1981, 1986). Το 1990, το νέο ανώτατο όριο των χορηγήσεων (250 % του αναληφθέντος κεφαλαίου) αναμενόταν ότι θα επαρκέσει έως το τέλος του 1995. Στην πράξη, ωστόσο, οι δραστηριότητες συνεχίστηκαν επί δύο χρόνια πέρα από τον ορίζοντα που είχε προβλεφθεί.

Από το 1990, οι χορηγήσεις της Τράπεζας αυξήθηκαν, σε τρέχουσες τιμές, από συνολικό ύψος 13,4 δισεκατομμυρίων Ecu (1990) σε 26,2 δισεκατομμύρια Ecu (1997), σημείωσαν δηλαδή μέση ετήσια αύξηση κατά 10 %. Επί του συνόλου αυτού, οι χορηγήσεις εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης αυξήθηκαν από 0,7 δισεκατομμύρια Ecu το 1990 σε 3,2 δισεκατομμύρια Ecu το 1997. Όσον αφορά τον ισολογισμό, το υπόλοιπο των χορηγήσεων αυξήθηκε από 61,6 δισεκατομμύρια Ecu σε 142,4 δισεκατομμύρια Ecu.

Η αύξηση κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής αντικατόπτριζε μια σειρά από θεμελιώδεις εξελίξεις σε επίπεδο πολιτικής και στο χώρο της αγοράς, οι οποίες επηρέασαν την Τράπεζα και μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν η ένταξη των ανατολικών γερμανικών Lδnder και η προσχώρηση τριών νέων κρατών στην Ένωση. Όπως και στο παρελθόν, πολλές από τις εξελίξεις πήγασαν ή επισημοποιήθηκαν από διάφορα Ευρωπαϊκά Συμβούλια. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Εδιμβούργου, στο τέλος του 1992, αποφάσισε τη δημιουργία του Μηχανισμού του Εδιμβούργου, ο οποίος προικοδοτήθηκε με 5 δισεκατομμύρια Ecu και αφορούσε κυρίως τα διευρωπαϊκά δίκτυα (ΔΕΔ) και το περιβάλλον. Έδωσε, επίσης, αποφασιστική ώθηση στη διαδικασία που κίνησαν η Τράπεζα και η Επιτροπή, και η οποία οδήγησε τελικά στη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Ταμείου Επενδύσεων, σε σύμπραξη με τον τραπεζικό τομέα. Ένα άλλο σημαντικό αποτέλεσμα ήταν η σύσφιξη της συνεργασίας μεταξύ της Τράπεζας και της Επιτροπής, όσον αφορά το Ταμείο Συνοχής και τα Διαρθρωτικά Ταμεία, που σήμερα βρίσκονται σε φάση νέας μεταρρύθμισης.

Στα μέσα του 1993, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Κοπεγχάγης αποφάσισε να αυξήσει την προικοδότηση του Μηχανισμού του Εδιμβούργου κατά 2 δισεκατομμύρια Ecu, παρατείνοντας τη διάρκειά του και προσθέτοντας ένα μηχανισμό παροχής επιδοτούμενων δανείων, συνολικού ύψους 1 δισεκατομμυρίου Ecu, για την τόνωση των επενδύσεων των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ), ώστε να ενισχυθεί η δημιουργία θέσεων απασχόλησης. Το Δεκέμβριο του ίδιου έτους, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο των Βρυξελλών έδωσε έμφαση στην ανάπτυξη, την ανταγωνιστικότητα και την απασχόληση και, όσον αφορά την Τράπεζα, στα διευρωπαϊκά δίκτυα μεταφορών και ενέργειας και στον τομέα του περιβάλλοντος, που απαιτούν σημαντικές επενδύσεις. Το 1995 η χρηματοδότηση των ΔΕΔ εντατικοποιήθηκε με τον καθορισμό έργων προτεραιότητας από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Έσεν.

Το 1997, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Άμστερνταμ κάλεσε την Τράπεζα να εντείνει τις δραστηριότητές της, ιδίως σε ορισμένους τομείς, προκειμένου να προάγει τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Τράπεζα, ανταποκρινόμενη, δημιούργησε το Ειδικό Πρόγραμμα Δράσης του Άμστερνταμ (ΕΠΔΑ), το οποίο περιλαμβάνει:

- τη δημιουργία μιας ειδικής θυρίδας ΜΜΕ προοριζόμενης να παράσχει υποστήριξη σε νέα μέσα, που συμβάλλουν στη χρηματοδότηση μικρών και μεσαίων επενδύσεων υψηλής τεχνολογίας και ταχείας ανάπτυξης. Η θυρίδα αυτή μπορεί να υποστηρίζεται, όποτε αυτό ενδείκνυται, με πρόσβαση στα ετήσια πλεονάσματα της Τράπεζας μέχρι ανώτατου συνολικού ορίου 1 δισεκατομμυρίου Ecu,

- την ανάπτυξη και ενίσχυση της δραστηριότητας της ΕΤΕπ στους τομείς της παιδείας, της υγείας, της πολεοδομικής ανάπλασης και της προστασίας του περιβάλλοντος,

- νέα ώθηση στη χρηματοδότηση των διευρωπαϊκών δικτύων και άλλων μεγάλων έργων υποδομής.

Το έκτακτο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για την απασχόληση, που πραγματοποιήθηκε στο Λουξεμβούργο το Νοέμβριο 1997, επιβεβαίωσε τα μέτρα που είχαν ήδη ληφθεί και ενθάρρυνε την Τράπεζα να διατηρήσει και να ενισχύσει το δυναμισμό του προγράμματος αυτού.

Όσον αφορά τις περιοχές εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι δραστηριότητες της Τράπεζας κατά την εν λόγω περίοδο χαρακτηρίστηκαν από την ανανέωση διαφόρων χρηματοδοτικών εντολών, για τα κράτη της Αφρικής, της Καραϊβικής και του Ειρηνικού (δεύτερο χρηματοδοτικό πρωτόκολλο στην τέταρτη Σύμβαση του Λομέ), τις μεσογειακές χώρες (συμπεριλαμβανομένου του ΜΕΤΑΡ) και τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης (ΧΚΑΕ). Στα ανωτέρω προστέθηκαν νέα πεδία δραστηριότητας, και συγκεκριμένα οι χώρες της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής, η Νότια Αφρική και, πιο πρόσφατα, ο προενταξιακός μηχανισμός για τις υποψήφιες προς ένταξη χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης και την Κύπρο.

Στη βάση αυτή, το Διοικητικό Συμβούλιο μελέτησε το στρατηγικό πλαίσιο για την περίοδο που αναμένεται να καλυφθεί από την προτεινόμενη αύξηση του κεφαλαίου.

2. Στρατηγική της Τράπεζας

Η στρατηγική της Τράπεζας πρέπει να εξελιχθεί σύμφωνα με τις μεταβαλλόμενες συνθήκες. Ωστόσο, οι κύριοι κατευθυντήριοι άξονές της για την περίοδο που θα καλύψει η νέα αύξηση του κεφαλαίου, όπως προέκυψαν από αυτές τις συζητήσεις, είναι οι ακόλουθοι:

- συγκέντρωση των προσπαθειών της Τράπεζας στις «περιφερειακές οικονομικές ζώνες», σύμφωνα με την κύρια αποστολή της, που είναι η υποστήριξη της οικονομικής σύγκλισης και ολοκλήρωσης. Η κύρια προτεραιότητα είναι η υποστήριξη των περιοχών της Ένωσης που υστερούν αναπτυξιακά, και η ένταξη των χωρών που επιθυμούν να καταστούν μέλη της Ένωσης,

- συνέχιση της υποστήριξης στους κύριους τομείς της πολιτικής της ΕΕ - με βάση τις εκάστοτε εγκρίσεις που παρέχουν τα όργανα διοίκησης της Τράπεζας, λαμβάνοντας υπόψη αποφάσεις πολιτικής ή αιτήματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου - όπως παραδείγματος χάρη τα διευρωπαϊκά δίκτυα, τη διεθνή ανταγωνιστικότητα, τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, την ενέργεια και το περιβάλλον, καθώς και τις χρηματοδοτικές παρεμβάσεις βάσει ειδικών εντολών ή άλλων συμφωνιών για την υποστήριξη των πολιτικών συνεργασίας και αναπτυξιακής βοήθειας που εφαρμόζει η ΕΕ με τρίτες χώρες.

Το Διοικητικό Συμβούλιο ενέκρινε τη συνολική αυτή στρατηγική τον Ιανουάριο 1997. Όπως σημειώνεται ανωτέρω, οι κύριες κατευθύνσεις της ενισχύθηκαν από τις πρόσφατες εξελίξεις:

- αναγνωρίζεται διαρκώς ευρύτερα ότι η δημοσιονομική και νομισματική πειθαρχία της ΟΝΕ πρέπει να συνοδεύονται από συντονισμένη πολιτική για μείωση της ανεργίας, που θα περιλαμβάνει διαρθρωτικές αλλαγές και ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας. Η Τράπεζα άρχισε, μεταξύ άλλων, να εφαρμόζει το ΕΠΔΑ, ανταποκρινόμενη στο ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για την ανάπτυξη και την απασχόληση,

- οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου όσον αφορά τη διεύρυνση, έδωσαν ακόμη μεγαλύτερη έμφαση στο ρόλο της ΕΤΕπ στον τομέα αυτό, και η Τράπεζα δημιούργησε ήδη τον προενταξιακό χρηματοδοτικό μηχανισμό της για τις υποψήφιες χώρες.

Στο άμεσο μέλλον, στο πλαίσιο της ανωτέρω συνολικής στρατηγικής, κύρια προτεραιότητα της Τράπεζας είναι να υποστηρίξει την Οικονομική και Νομισματική Ένωση. Όσον αφορά τη χρηματοδοτική δραστηριότητα, αυτό αντικατοπτρίζεται στο πρόγραμμα ΕΠΔΑ. Όσον αφορά τη δανειοληπτική στρατηγική της, η Τράπεζα θα συνεχίσει την καινοτόμο πολιτική της για το ευρώ. Αυτό σημαίνει συμβολή στη δημιουργία ομολογιακών εκδόσεων αναφοράς (benchmarks), στη διεύρυνση του φάσματος των επενδυτών και στη δημιουργία μιας οργανωμένης αγοράς ομολόγων της ΕΤΕπ σε ευρώ. Η προσφυγή σε ευρύ φάσμα αγορών, ιδίως στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, θα προωθηθεί παράλληλα με τη χρήση νέων, ελκυστικών και χαμηλού κόστους προϊόντων.

3. Καθορισμός προτεραιοτήτων σε ένα μεταβαλλόμενο περιβάλλον

Αν και η ενοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα αναμένεται να έχει με το χρόνο ως αποτέλεσμα την αύξηση της πρόσβασης των επενδυτών σε εναλλακτικές πηγές κεφαλαίων, η Τράπεζα θα εξακολουθήσει να έχει σημαντικό ρόλο κατά τα ερχόμενα χρόνια. Οι επενδύσεις έχουν μειωθεί, εν μέρει λόγω της μακροοικονομικής προσαρμογής στο πλαίσιο της προετοιμασίας για την ΟΝΕ, και οι δημόσιες επενδύσεις είναι πιθανό να παραμείνουν περιορισμένες. Ωστόσο, η Τράπεζα μπορεί να συμβάλει στη στήριξη της αύξησης του ρυθμού των επενδύσεων παρέχοντας μακροπρόθεσμες χρηματοδοτήσεις με χαμηλό κόστος και χορηγώντας δάνεια σε νέες μορφές κοινοπραξιών μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα.

Οι προτεραιότητες της Τράπεζας χρειάζεται να επανεξεταστούν, τόσο λόγω των περιορισμών που επιβάλλουν οι ίδιοι πόροι της, όσο και λόγω της αρχής της συμπληρωματικότητας. Οι προτεραιότητες αυτές πρέπει να εξελίσσονται με το χρόνο, αλλά μπορούν να διατυπωθούν ορισμένες γενικές παρατηρήσεις.

Είναι σημαντικό να επικεντρώνεται η Τράπεζα στους τομείς που είναι υψίστης προτεραιότητας για την ΕΕ, και τα επενδυτικά σχέδια που χρηματοδοτούνται να είναι ιδιαίτερα αρμόζοντα για την επίτευξη των στόχων αυτών. Ωστόσο, αυτό δεν αρκεί για να εξασφαλίσει ότι η Τράπεζα θα προσφέρει προστιθέμενη αξία. Η Τράπεζα, βάσει του καταστατικού της (άρθρο 18 παράγραφος 1) χορηγεί χρηματοδοτήσεις εφόσον δεν παρέχονται με λογικούς όρους μέσα που προέρχονται από άλλες πηγές. Η Τράπεζα προσφέρει πρόσθετη συνεισφορά όταν, συμπληρώνοντας άλλες πηγές χρηματοδότησης:

- μπορεί να αποδείξει, κατά την πρόταση χρηματοδότησης, ότι ένα δάνειο της ΕΤΕπ είναι καταλληλότερο από χρηματοδοτήσεις προερχόμενες από άλλες πηγές για το υπόψη επενδυτικό σχέδιο (παραδείγματος χάρη όταν η επένδυση έχει μακρά οικονομική ζωή, πράγμα που δικαιολογεί χρηματοδότηση μακράς διάρκειας),

- η Τράπεζα προάγει ή βελτιώνει το επενδυτικό σχέδιο με κάποιο επιπρόσθετο τρόπο. Αυτό μπορεί να συμβεί διότι η παρουσία της καθησυχάζει τους ιδιωτικούς επενδυτές όσον αφορά τους κινδύνους της επένδυσης που έχουν σχέση με τη νομοθεσία (η «σφραγίδα έγκρισης» της ΕΕ). Το ίδιο ισχύει για τους πολιτικούς κινδύνους, όσον αφορά τις χορηγήσεις εκτός ΕΕ. Με τον τρόπο αυτό, η Τράπεζα μπορεί να λειτουργεί ως καταλύτης για άλλες πηγές χρηματοδότησης, ιδίως στην περίπτωση κοινοπραξιών μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα. Η τεχνογνωσία της Τράπεζας σε τεχνικά θέματα μπορεί επίσης να προσφέρει προστιθέμενη αξία.

Η Τράπεζα πρέπει να καθοδηγείται από τις παραπάνω αρχές για την ανάπτυξη της μελλοντικής χρηματοδοτικής στρατηγικής της, σε επίπεδο τόσο οικονομικών τομέων όσο και γεωγραφικών περιοχών. Πρέπει να επιδιώκει την επικέντρωση των δραστηριοτήτων της στους τομείς στους οποίους μπορεί να προσφέρει τη μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία και να δίνει λιγότερη έμφαση στα επενδυτικά σχέδια για τα οποία η προστιθέμενη αξία θα ήταν μικρότερη. Όταν η αγορά παρέχει ικανοποιητική χρηματοδότηση, με κατάλληλους όρους και, κατά τα άλλα, η παρέμβαση της Τράπεζας δεν συμβάλει στην επιτάχυνση της υλοποίησης ή στη βελτίωση της ποιότητας της επένδυσης, η Τράπεζα, σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 1 του καταστατικού, πρέπει να αφήνει τη χρηματοδότηση του επενδυτικού σχεδίου σε άλλες πηγές.

Η εξέλιξη αυτών των προτεραιοτήτων θα συζητείται κάθε χρόνο στους κόλπους του Διοικητικού Συμβουλίου, στο πλαίσιο ενός μελλοντοστραφούς επιχειρησιακού προγράμματος που θα εγκρίνεται από το Διοικητικό Συμβούλιο. Αυτό εξηγείται λεπτομερέστερα κατωτέρω.

4. Συμπληρωματικότητα και συνεργασία με το χρηματοπιστωτικό τομέα

Στο ανωτέρω πλαίσιο, η συνεργασία με τον τραπεζικό τομέα και τους λοιπούς ενδιάμεσους χρηματοπιστωτικούς φορείς που δραστηριοποιούνται στις κεφαλαιαγορές, είναι η μία από τις κατευθυντήριες αρχές για την εφαρμογή της στρατηγικής της Τράπεζας. Πράγματι, η ανάπτυξη και η διαφοροποίηση της συνεργασίας αυτής θα εξακολουθήσει να αποτελεί προτεραιότητα κατά τα ερχόμενα χρόνια. Αυτό απορρέει τόσο από το στόχο της συμπληρωματικότητας, όσο και από καθαρά πρακτικούς λόγους.

Η Τράπεζα, προκειμένου να μεγιστοποιήσει το πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα των παρεμβάσεών της, πρέπει να ενεργεί πάντοτε σύμφωνα με την αρχή της συμπληρωματικότητας και να χρηματοδοτεί μόνο το τμήμα εκείνο κάθε επενδυτικού σχεδίου, που κρίνεται απαραίτητο για την επίτευξη των συμφωνηθέντων στόχων της πολιτικής της. Η Τράπεζα πρέπει να συνεργάζεται ακόμη στενότερα με άλλες τράπεζες, ώστε αυτή η εταιρική σχέση να καταστεί αποτελεσματικότερη, και πρέπει να προσπαθεί (παραδείγματος χάρη αναπτύσσοντας νέα προϊόντα) να ενισχύει τον καταλυτικό της ρόλο.

Προς το σκοπό αυτό, θα μπορεί να ενθαρρύνει την πρόσβαση των δανειοληπτών στις κεφαλαιαγορές και να συνεργάζεται με εμπορικούς χρηματοδότες για το σχέδιο χρηματοδότησης. Παραδείγματος χάρη, η Τράπεζα θα βοηθά τις περιφερειακές τράπεζες και τους εξειδικευμένους οργανισμούς (παραδείγματος χάρη αυτούς που δραστηριοποιούνται υπέρ των ΜΜΕ), να αντιμετωπίσουν την πρόκληση της προσαρμογής στην ενιαία αγορά χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Σύμφωνα με την κύρια αποστολή της ΕΤΕπ, αυτό θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο στις λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές. Η Τράπεζα μπορεί να διαδραματίσει παρόμοιο ρόλο στις υποψήφιες για προσχώρηση χώρες ή στις άλλες γειτονικές στην Ένωση χώρες. Όπως και στις υπόλοιπες σφαίρες της δραστηριότητάς της, η Τράπεζα θα αναπτύξει τη συνεργασία αυτή προσέχοντας ιδιαίτερα να αποφύγει οποιαδήποτε στρέβλωση του ανταγωνισμού. Μια από τις συνέπειες της ετήσιας εξέτασης των προτεραιοτήτων είναι ότι, για τις επενδύσεις με λιγότερη προστιθέμενη αξία, η Τράπεζα θα μειώσει το ποσοστό του κόστους που χρηματοδοτεί για κάθε επενδυτικό σχέδιο. Η συμπληρωματικότητα της χρηματοδότησης της Τράπεζας θα καταδεικνύεται πλήρως στα σχετικά με την επένδυση έγγραφα.

Η πρακτική ανάγκη για συνεργασία με το χρηματοπιστωτικό τομέα ισχύει γενικά, αλλά είναι ιδιαίτερα εμφανής όταν πρόκειται για χρηματοδότηση μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων. Πράγματι, σε όρους κόστους-αποτελεσματικότητας, το συνολικό δάνειο είναι ο μόνος βιώσιμος και οικονομικός μηχανισμός που μπορεί να χρησιμοποιήσει η Τράπεζα για να υποστηρίξει μεγάλο αριθμό ΜΜΕ. Ωστόσο, το σύστημα των συνολικών δανείων θα επανεξεταστεί, προκειμένου να διασφαλιστεί, μεταξύ άλλων, ότι οι τελικοί αποδέκτες των χρηματοδοτήσεων υπέρ των ΜΜΕ θα αντλούν τα μέγιστα δυνατά οφέλη. Μεσοπρόθεσμα, η πολιτική της Τράπεζας όσον αφορά τη χρηματοδότηση των ΜΜΕ μπορεί να εμπλουτιστεί με την εμπειρία που θα αποκτηθεί από τη χρήση εναλλακτικών χρηματοδοτικών μέσων στο πλαίσιο της Θυρίδας ΜΜΕ του ΕΠΔΑ.

Η συνεργασία με το χρηματοπιστωτικό τομέα επεκτείνεται, βέβαια, και στην πλευρά του παθητικού του ισολογισμού της Τράπεζας, μέσω των χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων της. Κάθε χρόνο θα υποβάλλονται στο Διοικητικό Συμβούλιο εκθέσεις σχετικά με τη συνολική συνεργασία μεταξύ της Τράπεζας και του χρηματοπιστωτικού τομέα, όσον αφορά τόσο τη χρηματοδοτική όσο και τη δανειοληπτική δραστηριότητά της.

5. Συνεργασία με το Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων

Ένα άλλο απτό παράδειγμα της φιλοσοφίας της συνεργασίας είναι η δημιουργία του Ευρωπαϊκού Ταμείου Επενδύσεων, δεδομένου ότι στη μετοχική δομή του ΕΤΑΕ συμμετέχουν τόσο δημόσιοι όσο και ιδιωτικοί εταίροι, με καινοτόμο τρόπο. Η ανάπτυξη της συνεργασίας μεταξύ της Τράπεζας και του Ταμείου είναι μια από τις προτεραιότητες της ΕΤΕπ, όπως μαρτυρά η δημιουργία, τον Οκτώβριο 1997 (σε συνέχεια του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Άμστερνταμ), του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού για τις Τεχνολογίες, που έχει σκοπό να υποστηρίξει, μέσω εξειδικευμένων οργανισμών παροχής επιχειρηματικών κεφαλαίων, τις υψηλής τεχνολογίας και ταχέως αναπτυσσόμενες ΜΜΕ.

Η Τράπεζα και το Ταμείο θα εξακολουθήσουν να επιδιώκουν την ενίσχυση και διεύρυνση της συνεργασίας τους. Προκειμένου να καταστεί η συνεργασία αυτή κατά το δυνατόν αποτελεσματικότερη, η Τράπεζα θα εξορθολογίσει τις σχέσεις εργασίας της με το ΕΤΑΕ, φροντίζοντας παράλληλα να παρέχει τη μεγαλύτερη δυνατή επιχειρησιακή στήριξη στο Ταμείο.

Επιπλέον, για να υποστηρίξει καλύτερα τις κύριες πολιτικές της ΕΕ, η Τράπεζα θα εξετάσει με το ΕΤΑΕ τη δυνατότητα διεύρυνσης των δραστηριοτήτων του Ταμείου προς τις ακόλουθες δύο κατευθύνσεις: πρώτον, θα εξεταστεί η δυνατότητα επέκτασης του πεδίου δραστηριότητάς του στον τομέα του περιβάλλοντος και, δεύτερον, στο πλαίσιο του προενταξιακού μηχανισμού, θα διερευνηθούν οι δυνατότητες για επιλεκτική επέκταση των δραστηριοτήτων του στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, ώστε να περιλάβουν τα διευρωπαϊκά δίκτυα μεταξύ των χωρών της περιοχής. Με την επιφύλαξη της γνώμης των υπολοίπων μετόχων του ΕΤΑΕ και των αποφάσεων της Γενικής Συνέλευσής του, μπορούν, εν ευθέτω χρόνω, να υποβληθούν προτάσεις προς αυτή την κατεύθυνση.

6. Συνεργασία με την Επιτροπή

Στο ευρύτερο πλαίσιο της ΕΕ, οι χορηγήσεις της Τράπεζας υπέρ της περιφερειακής ανάπτυξης συμπληρώνονται με πόρους από τον προϋπολογισμό της ΕΕ. Ο συντονισμός των δύο αυτών πηγών χρηματοδότησης και, συνεπώς, η συνεργασία μεταξύ της Τράπεζας και της Επιτροπής, έχουν μεγάλη σημασία για την ουσιαστική υποστήριξη των περιοχών αυτών.

Η Τράπεζα και η Επιτροπή συνεργάζονται ήδη στενά μεταξύ τους και έχουν αναζητήσει τρόπους για να αυξήσουν την αποτελεσματικότητά τους κατά την επόμενη δεκαετία. Η βελτίωση των λειτουργικών διαδικασιών των δύο οργανισμών θα επιτρέψει καλύτερη συνεργασία. Το θέμα έχει καταστεί επίκαιρο, από τη στιγμή που η Επιτροπή εξέδωσε την Agenda 2000 και ο επόμενος γύρος διαπραγματεύσεων με τα κράτη μέλη σχετικά με τα Διαρθρωτικά Ταμεία πρόκειται να αρχίσει προσεχώς.

Η Τράπεζα, λαμβάνοντας υπόψη τους αντίστοιχους ρόλους των περιφερειών και της Επιτροπής στο πλαίσιο αυτό, πρότεινε τα ακόλουθα συγκεκριμένα μέτρα, τα οποία εγκρίθηκαν από το Διοικητικό Συμβούλιο:

- Η Τράπεζα θα προσπαθήσει να αυξήσει τη συμμετοχή της στα προπαρασκευαστικά στάδια προγραμματισμού και διαπραγμάτευσης των διαρθρωτικών παρεμβάσεων.

- Η Τράπεζα θα προσπαθήσει να αυξήσει τις διαβουλεύσεις μεταξύ των οργάνων όσον αφορά τις συγχρηματοδοτήσεις. Με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων που επιβάλλει η εμπορική εμπιστευτικότητα, η Τράπεζα θα θέτει στη διάθεση της Επιτροπής τις αναλύσεις που εκπονεί για τα έργα αυτά.

- Η Τράπεζα θα εξακολουθήσει να προσφέρει τις τεχνικές υπηρεσίες της στην Επιτροπή, έναντι αμοιβής που θα επιτρέπει την κάλυψη του σχετικού κόστους. Οι υπηρεσίες αυτές χρησιμοποιούνται ήδη για την αξιολόγηση επενδυτικών σχεδίων του Ταμείου Συνοχής, και, σε κατάλληλες περιπτώσεις, αυτό μπορεί να επεκταθεί σε επιλεγμένα έργα του ΕΤΠΑ ή του τομέα των ΔΕΔ.

7. Εφαρμογή της στρατηγικής: Πολιτική τιμολόγησης των χορηγήσεων

Η Τράπεζα επιτυγχάνει το βασικό στόχο της, που είναι η προώθηση της ισόρροπης ανάπτυξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προσφέροντας σε όλα τα κράτη μέλη, και ιδίως στις λιγότερο ευημερούσες περιοχές της Ένωσης, τα συλλογικά οφέλη της οικονομικής ισχύος της. Η πολιτική τιμολόγησης που εφαρμόζει, βασίζεται στις αρχές της μη επιδίωξης κέρδους (αντιμετώπιση των υποχρεώσεων και κάλυψη των εξόδων - άρθρο 19 παράγραφος 1 του καταστατικού), της μη εισαγωγής διακρίσεων και της διαφάνειας. Στο πλαίσιο, ειδικότερα, του ΕΠΔΑ, μια επιπλέον κατευθυντήρια γραμμή είναι η επιδίωξη ικανοποιητικής ισορροπίας μεταξύ κινδύνου και ανταμοιβής.

Μια σημαντική εξέλιξη στις εργασίες της Τράπεζας είναι ότι το κόστος αξιολόγησης των επενδυτικών σχεδίων διαφέρει όλο και περισσότερο από σχέδιο σε σχέδιο, και η τάση αυτή ενδέχεται να επιταχυνθεί κατά τα ερχόμενα χρόνια. Η Τράπεζα έχει ήδη προσαρμόσει, σε κάποιο βαθμό, το σύστημα της ομοιόμορφης τιμολόγησης, προκειμένου να λάβει υπόψη τις διαφορές κόστους μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών δανείων (χαμηλότερο περιθώριο για τα μεγάλου ύψους δάνεια και για τα δάνεια που χορηγούνται σε τακτικούς δανειολήπτες). Προτείνει να γίνει περαιτέρω διαβάθμιση των τιμών, κυρίως με την προσθήκη ενός επιπλέον περιθωρίου (mark-up) για ορισμένες χρηματοδοτήσεις υψηλού κόστους. Αυτές περιλαμβάνουν:

- σύνθετες χρηματοδοτήσεις και project finance, στις οποίες είναι δύσκολο για την Τράπεζα να επιτύχει προνομιούχο καθεστώς εξασφάλισης ως χρηματοδότης,

- και ορισμένες χρηματοδοτήσεις προς επιχειρήσεις, που δεν μπορούν να παράσχουν παρά μόνο εγγυήσεις ή εμπράγματες εξασφαλίσεις λιγότερο άμεσα ανακτήσιμες.

Το καταστατικό της Τράπεζας απαιτεί κάθε χρηματοδότηση να καλύπτεται με επαρκείς εγγυήσεις. Η Τράπεζα εξακολουθεί να πιστεύει ότι, για τις συνήθεις χρηματοδοτήσεις, υπάρχουν επαρκείς τρόποι ελέγχου των κινδύνων με μεταφορά τους ή μείωσή τους μέσω εγγυήσεων τρίτων ή άλλων εξασφαλίσεων. Κατ' αυτό τον τρόπο, η συνολική τιμή της χρηματοδότησης της ΕΤΕπ αντικατοπτρίζει επίσης τον πιστωτικό κίνδυνο. Η μεταφορά του κινδύνου των επενδυτικών σχεδίων είναι επίσης σημαντική πηγή συνεργασίας μεταξύ της ΕΤΕπ και του εμπορικού τραπεζικού τομέα.

Ωστόσο, υπάρχουν ορισμένες κατηγορίες επενδυτικών σχεδίων, εντός κατευθυντηρίων αξόνων και ορίων που πρέπει να συμφωνηθούν από το Διοικητικό Συμβούλιο (όπως παραδείγματος χάρη ορισμένα ΔΕΔ, κοινοπραξίες μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, ορισμένα δάνεια σε επιχειρήσεις, σύνθετες χρηματοδοτήσεις ή project finance) και ορισμένα χρηματοδοτικά σχήματα, για τα οποία ενδέχεται να είναι αδύνατη η μεταφορά ορισμένων στοιχείων κινδύνου σύμφωνα με τη συνήθη πρακτική της Τράπεζας. Στις περιπτώσεις αυτές, και υπό την προϋπόθεση της διατήρησης ενός αποδεκτού βαθμού έκθεσης σε κινδύνους, η Τράπεζα θα επανεξετάσει την πολιτική της και, όποτε ενδείκνυται, θα εισάγει μια προσαύξηση στο περιθώριο (mark-up). Η Τράπεζα θα επεξεργαστεί, το ταχύτερο δυνατόν, πιο συγκεκριμένες προτάσεις σχετικά με τους κατευθυντήριους άξονες, τα όρια και τα λοιπά θέματα που αναφέρονται ανωτέρω. Ωστόσο, είναι σαφές ότι δεν θα υπάρξει αλλαγή όσον αφορά την εκτίμηση του κρατικού κινδύνου των κρατών μελών και, συνεπώς, δεν θα υπάρξει διάκριση με βάση τον κίνδυνο μεταξύ των μελών αυτής της ομάδας δανειοληπτών.

8. Χορηγήσεις έξω από την Ευρωπαϊκή Ένωση

Οι χρηματοδοτικές δραστηριότητες της Τράπεζας έξω από την Ένωση βασίζονται σε εντολές που της ανατίθενται από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Η γενική πολιτική όσον αφορά τις χορηγήσεις αυτές επανεξετάστηκε για τελευταία φορά από το Συμβούλιο των Διοικητών κατά την ετήσια σύνοδο του 1994, κατά την οποία τα κύρια θέματα που εξετάστηκαν ήταν το ενδεικτικό ανώτατο όριο των χορηγήσεων αυτών (10 % της μέσης συνολικής δραστηριότητας της Τράπεζας) και η ανάγκη περαιτέρω μελέτης του θέματος της κοινοτικής εγγύησης.

Σημαντική μεταγενέστερη εξέλιξη ήταν η δημιουργία του προενταξιακού μηχανισμού για την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. Ο μηχανισμός αυτός δεν καλύπτεται με εγγύηση από τον κοινοτικό προϋπολογισμό και δεν περιλαμβάνεται στο προαναφερόμενο ενδεικτικό όριο του 10 %. Γενικότερα, για ορισμένες χρηματοδοτήσεις εγκαθιδρύθηκε ένα σύστημα ανάληψης μέρους του κινδύνου από την Τράπεζα.

Η άμεση προτεραιότητα είναι η εκτέλεση των υφιστάμενων εντολών: Λομέ (για τις χώρες της Αφρικής, της Καραϊβικής και του Ειρηνικού), Νότια Αφρική, Ασία και Λατινική Αμερική, Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, Μεσόγειος. Οι εντολές αυτές θα εκπνεύσουν σταδιακά μέσα στην ερχόμενη διετία, και τα όργανα διοίκησης της Τράπεζας θα πρέπει να επανεξετάσουν το συνολικό ρόλο της στην υποστήριξη της κοινοτικής πολιτικής για συνεργασία με τρίτες χώρες υπέρ της ανάπτυξης.

Για τα θέματα αυτά δεν είναι δυνατόν να ληφθούν αμέσως αποφάσεις, αλλά στο παρόν στάδιο υπάρχουν ορισμένες αρχές για την καθοδήγηση των μελλοντικών συζητήσεων επί της στρατηγικής. Παραδείγματος χάρη:

- Η Τράπεζα θα εξακολουθήσει να είναι το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα των κρατών μελών και η κύρια δραστηριότητά της πρέπει να διεξάγεται εντός των κρατών αυτών ή προς το άμεσο όφελός τους. Οι εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης χορηγήσεις θα διεξάγονται βάσει συγκεκριμένων εντολών από τα κράτη μέλη και πρέπει να παραμείνουν συμπληρωματική δραστηριότητα.

- Η Τράπεζα θα διατηρήσει στενή συνεργασία με την Επιτροπή (σύμφωνα με τη συνολική αναπτυξιακή στρατηγική της Ένωσης στην εκάστοτε χώρα ή ομάδα χωρών), καθώς και με τα άλλα διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και με τους εθνικούς οργανισμούς. Θα προσπαθεί να συντονίζει τις δραστηριότητές της και τους όρους των χορηγήσεών της με τους οργανισμούς αυτούς.

- Η Τράπεζα θα συμβάλλει στην ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα, υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, τη δημιουργία κατάλληλων χρηματοδοτικών φορέων και ενισχύοντας τις ΜΜΕ. Όσον αφορά τις χορηγήσεις στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα χρηματοδοτεί επενδύσεις στο βαθμό που δεν παρέχονται με λογικούς όρους πόροι από άλλες πηγές (άρθρο 18 παράγραφος 1 του καταστατικού).

- Η Τράπεζα θα απαιτεί επαρκείς εγγυήσεις από δημοσιονομικούς πόρους, αν και θα εξακολουθήσει να μοιράζεται τους κινδύνους σε κατάλληλες περιπτώσεις.

Οι παρατηρήσεις που εκτίθενται ανωτέρω, όσον αφορά τη συμπληρωματικότητα, τη μεγιστοποίηση του πολλαπλασιαστικού αποτελέσματος και τη συνεργασία με τον εμπορικό τραπεζικό τομέα, ισχύουν, mutatis mutandis, τόσο εντός όσο και εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μεταξύ άλλων, το ενδεικτικό ανώτατο όριο του 10 %, όσον αφορά το υπόλοιπο των χορηγήσεων εκτός Ένωσης, πρέπει να επανεξεταστεί σε συνάρτηση με τη χρηματοδοτική πολιτική. Οι συζητήσεις σχετικά με τα θέματα αυτά θα συνεχιστούν στο Διοικητικό Συμβούλιο, εν όψει του επόμενου γύρου εντολών για χορηγήσεις εκτός ΕΕ.

9. Χρηματοδοτικές προτεραιότητες και αποτελεσματική χρήση των πόρων της Τράπεζας

Λόγω του μεταβαλλόμενου οικονομικού και χρηματοπιστωτικού περιβάλλοντος, η εφαρμογή της συνολικής στρατηγικής πρέπει να παρακολουθείται προσεκτικά και να αναπροσαρμόζεται, σύμφωνα με τις οικονομικές και χρηματοπιστωτικές εξελίξεις, καθώς και με τις παρελθούσες επιδόσεις της Τράπεζας. Η Τράπεζα, για να διασφαλίσει τη μεγιστοποίηση της συμβολής της στις πολιτικές της ΕΕ και την αποτελεσματικότερη δυνατή χρήση των πόρων της, θα καταρτίζει ένα μελλοντοστραφές επιχειρησιακό πρόγραμμα, το οποίο κάθε χρόνο θα εξετάζεται και θα εγκρίνεται από το Διοικητικό Συμβούλιο. Το πρόγραμμα αυτό θα περιλαμβάνει αναλύσεις των χορηγήσεων κατά τομέα, τόσο εντός όσο και εκτός ΕΕ. Επικαιροποιούμενο τακτικά, το επιχειρησιακό πρόγραμμα θα παρέχει ένα συγκεκριμένο πλαίσιο για τη συζήτηση των προτεραιοτήτων και των στόχων και για το διαρκή καθορισμό νέων, λαμβάνοντας υπόψη τις εργασίες που ενδεχομένως θα μπορούν, σε διαρκώς μεγαλύτερο βαθμό, να αφήνονται σε άλλες πηγές χρηματοδότησης. Θα παράσχει, επίσης, ένα κατάλληλο πλαίσιο για την εξέταση της ετήσιας έκθεσης σχετικά με τη συνεργασία με το χρηματοπιστωτικό τομέα, που αναφέρεται ανωτέρω.

Το επιχειρησιακό πρόγραμμα θα παρέχει, εξάλλου, ένα πλαίσιο για την αξιολόγηση των επιδόσεων. Θα ενσωματώνει τα αποτελέσματα της ανάλυσης της ποιότητας του χαρτοφυλακίου επενδυτικών σχεδίων, σύμφωνα με μια σειρά κριτηρίων επίδοσης και με τα συμπεράσματα της Μονάδας Αξιολόγησης των Χρηματοδοτήσεων της Τράπεζας. Αυτό μπορεί να επιτρέψει την εξεύρεση τρόπων βελτίωσης των επιχειρησιακών διαδικασιών, παραδείγματος χάρη την υιοθέτηση, σε ορισμένους τομείς, μιας προσέγγισης βάσει προγραμμάτων. Κατά τα τελευταία χρόνια, η Τράπεζα έχει αναπτύξει σημαντικά τα συστήματά της για την παρακολούθηση των επιδόσεών της ως ενδιάμεσου χρηματοπιστωτικού φορέα. Η Τράπεζα θα εξακολουθήσει να αναπτύσσει συστήματα για την παρακολούθηση των δραστηριοτήτων της, που θα περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τη συγκριτική αξιολόγηση των χρηματοπιστωτικών εργασιών της και τη διεξοδική ανάλυση των κινδύνων.

Σε πιο μακροπρόθεσμη προοπτική, η Τράπεζα θα μελετήσει επίσης περαιτέρω τις ανάγκες της σε κεφάλαιο και αποθεματικά, ενόψει της επανεξέτασής τους από το Διοικητικό Συμβούλιο το 2001, που θα περιλαμβάνει επίσης μια επανεξέταση των κύριων δεικτών.

Ένα θέμα σχετικό με τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές είναι οι πόροι που απαιτούνται για την επίτευξη των στόχων της Τράπεζας. Διαθέτοντας περιορισμένο προσωπικό και έχοντας ως στόχο να διατηρήσει τις διοικητικές δαπάνες υπό αυστηρό έλεγχο, η Τράπεζα πρέπει να εξακολουθήσει να προσδιορίζει προσεκτικά τις ανάγκες της σε ανθρώπινο δυναμικό και να αναπτύσσει τις επαγγελματικές ικανότητες του προσωπικού, σύμφωνα με τις στρατηγικές προτεραιότητες. Η εξέταση του επιχειρησιακού προγράμματος από το Διοικητικό Συμβούλιο, στην οποία γίνεται αναφορά ανωτέρω, θα παρέχει επίσης ένα πλαίσιο για τον καθορισμό στρατηγικών προσανατολισμών όσον αφορά τη χρησιμοποίηση των πόρων της Τράπεζας.

Top