Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 51995PC0243

    Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΠΟΥ ΑΦΟΡΑ ΤΗ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ ΣΕ ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΔΑΠΑΝΕΣ ΟΙ ΟΠΟΙΕΣ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΟΥΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΑΛΙΕΥΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ (υποβληθείσα από την Επιτροπή)

    /* COM/95/243 τελικό - CNS 95/0142 */

    ΕΕ C 186 της 20.7.1995, p. 9–13 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

    51995PC0243

    Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΠΟΥ ΑΦΟΡΑ ΤΗ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ ΣΕ ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΔΑΠΑΝΕΣ ΟΙ ΟΠΟΙΕΣ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΟΥΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΑ ΚΡΑΤΗ ΜΕΛΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΑΛΙΕΥΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ (υποβληθείσα από την Επιτροπή) /* COM/95/243 Τελικο - CNS 95/0142 */

    Επίσημη Εφημερίδα αριθ. C 186 της 20/07/1995 σ. 0009


    Πρόταση απόφασης του Συμβουλίου που αφορά τη χρηματοδοτική συμμετοχή της κοινότητας σε ορισμένες δαπάνες οι οποίες πραγματοποιούνται από τα κράτη μέλη για την εφαρμογή του καθεστώτος ελέγχου της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής

    (95/C 186/06)

    (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

    COM(95) 243 τελικό - 95/0142(CNS)

    (Υποβλήθηκε από την Επιτροπή στις 12 Ιουλίου 1995)

    ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

    Έχοντας υπόψη:

    τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 43,

    την πρόταση της Επιτροπής,

    τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου,

    τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής,

    Εκτιμώντας:

    ότι η απόφαση 89/631/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 1989 που αφορά τη χρηματοδοτική συμμετοχή της Κοινότητας στις δαπάνες που πραγματοποιούνται από τα κράτη μέλη για να εξασφαλίσουν την τήρηση του κοινοτικού καθεστώτος διατήρησης και διαχείρισης των αλιευτικών πόρων (1), όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την απόφαση 94/207/ΕΚ (2), και ιδίως το άρθρο 1 παράγραφος 5, προβλέπει ότι το Συμβούλιο αποφασίζει, πριν από τις 30 Ιουνίου 1995, για τις διατάξεις που αφορούν την κοινοτική συμμετοχή και οι οποίες θα μπορούσαν να εφαρμοστούν από την 1η Ιανουαρίου 1996 7

    ότι η Κοινή Αλιευτική Πολιτική, που εγγυάται τη διάρκεια των αλιευτικών πόρων και επομένως την απασχόληση σ' αυτόν τον κλάδο οικονομικής δραστηριότητας, δεν μπορεί να επιτύχει τους στόχους της, παρά μόνον εάν τηρούνται και ελέγχονται αποτελεσματικά οι κανόνες της 7

    ότι οι στόχοι αυτοί και οι κανόνες καθορίζονται καταρχήν από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 3760/92 του Συμβουλίου της 20ής Δεκεμβρίου 1992 για τη θέσπιση κοινοτικού καθεστώτος αλιείας και της υδατοκαλλιέργειας (3) και με τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2847/93 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1993, για τη θέσπιση καθεστώτος ελέγχου της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής (4) 7

    ότι εξασφαλίζοντας την εφαρμογή του καθεστώτος ελέγχου που εφαρμόζεται στην Κοινή Αλιευτική Πολιτική, τα κράτη μέλη εκπληρώνουν μια υποχρέωση κοινοτικού ενδιαφέροντος 7

    ότι πρέπει επομένως να προβλεφθεί η συμμετοχή της Κοινότητας σε ορισμένες δαπάνες ελέγχου που αναλαμβάνονται από ορισμένα κράτη μέλη 7

    ότι, για ορισμένα κράτη μέλη, η σημασία του ελέγχου είναι δυσανάλογη σε σχέση με την ικανότητα του προϋπολογισμού τους και μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να τους επιβάλλεται μια δυσανάλογη επιβάρυνση 7

    ότι το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 685/95 του Συμβουλίου της 28ης Μαρτίου 1985 που αφορά τη διαχείριση της αλιευτικής προσπάθειας σε ορισμένες ζώνες και ορισμένους κοινοτικούς αλιευτικούς πόρους (5), προβλέπει, υπέρ της Ιρλανδίας, και προκειμένου να βελτιώσει τους ελέγχους, συμπληρωματική χρηματοδοτική συνδρομή της Κοινότητας, μεταξύ άλλων και για τις δαπάνες λειτουργίας, στο πλαίσιο της τήρησης των επιτρεπομένων κοινοτικών πρακτικών και στο πλαίσιο των χρηματοδοτικών προσανατολισμών 7

    ότι η συνολική κοινοτική συμμετοχή θα πρέπει να παραμείνει στο εσωτερικό ενός κονδυλίου του προϋπολογισμού 41 εκατομμυρίων Ecu ανά έτος για μια περίοδο 5 ετών (1996-2000) και ότι τα αντίστοιχα χρηματοδοτικά μέσα θα αποτελέσουν αντικείμενο εγγραφής των ετήσιων πιστώσεων στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινότητων 7

    ότι κάθε συμμετοχή πρέπει να εξαρτάται από την υλοποίηση, εκ μέρους των δικαιούχων κρατών μελών, ενός ικανοποιητικού επιπέδου ελέγχου, τόσο στη θάλασσα όσο και στην ξηρά και ότι η αποτελεσματικότητα αυτού του ελέγχου πρέπει να αναφέρεται σε ετήσια έκθεση με βάση το άρθρο 35 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2847/93 του Συμβουλίου,

    ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

    Άρθρο 1

    1. Με τους όρους που αναφέρονται στην παρούσα απόφαση, η Κοινότητα μπορεί να συμμετέχει στη χρηματοδότηση ορισμένων δαπανών των κρατών μελών για την εφαρμογή του καθεστώτος ελέγχου της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής, που προβλέπεται με τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2847/93 όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. . . ./95. Οι δαπάνες που μπορούν να αναγνωρισθούν ως επιλέξιμες είναι αυτές που αφορούν:

    α) την απόκτηση και τον εκσυγχρονισμό εξοπλισμών ελέγχου 7

    β) τα ειδικά μέτρα που προορίζονται να βελτιώσουν την ποιότητα και την αποτελεσματικότητα του ελέγχου των αλιευτικών δραστηριοτήτων και των συναφών δραστηριοτήτων και των οποίων η διάρκεια δεν υπερβαίνει τα 2 έτη.

    Οι δαπάνες αυτές μπορούν να συμβάλουν στην κινητοποίηση των μέσων ελέγχου, σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2847/93.

    2. Η συμμετοχή της Κοινότητας αναφέρεται στις επιλέξιμες δαπάνες των κρατών μελών που πραγματοποιούνται μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου 1996 και της 31ης Δεκεμβρίου του 2000.

    Με τον όρο επιλέξιμες δαπάνες, πρέπει να νοούνται οι νομικές και χρηματοδοτικές υποχρεώσεις που αναλαμβάνονται από τις εθνικές αρχές κατά την προαναφερόμενη περίοδο.

    3. Το μέγιστο ποσό των κοινοτικών δαπανών που εκτιμάται ως απαραίτητο για την υλοποίηση του μέτρου που καθορίζεται από την παρούσα απόφαση ανέρχεται σε 41 εκατομμύρια Ecu ανά έτος.

    4. Η αρχή του προϋπολογισμού καθορίζει τις διαθέσιμες πιστώσεις για κάθε οικονομικό έτος. Η συμμετοχή της Κοινότητας χορηγείται στο πλαίσιο των πιστώσεων που διατίθενται για το σκοπό αυτό στον κοινοτικό προϋπολογισμό.

    Άρθρο 2

    1. Η χρηματοδοτική συμμετοχή που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1α, αφορά τις δαπάνες επενδύσεων, που έχουν ως στόχο κυρίως την απόκτηση ή τον εκσυγχρονισμό:

    - σκαφών, αεροσκαφών και χερσαίων οχημάτων που χρησιμοποιούνται για την εξασφάλιση της επίβλεψης και του ελέγχου των αλιευτικών δραστηριοτήτων,

    - συστημάτων ανίχνευσης και καταχώρησης των αλιευτικών δραστηριότήτων (συμπεριλαμβανομένων των εξοπλισμών που υπάρχουν στα αλιευτικά σκάφη),

    - συστημά των καταχώρησης, διαχείρισης και ανακοινώσεων των δεδομένων που αφορούν τον έλεγχο, συμπεριλαμβανομένου του μηχανογραφημένου και λογισμικού υλικού.

    Οι προαναφερόμενες δαπάνες, επιλέγονται εντός του ορίου της πραγματικής χρήσης τους για την επιλογή του καθεστώτος ελέγχου που αναφέρεται στο άρθρο 1.

    2. Η χρηματοδοτική συμμετοχή που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), αφορά τις επιλέξιμες δαπάνες που προορίζονται να αυξήσουν την αποτελεσματικότητα της εφαρμογής της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής, και αφορούν τα μέτρα και τα σχέδια που η διάρκειά τους δεν υπερβαίνει τα δύο έτη και έχουν ως στόχο:

    α) την εφαρμογή των κοινών προγραμμάτων επιθεώρησης όπως αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2847/93 7

    β) τη δοκιμασία και την εφαρμογή νέων τεχνολογιών για τη βελτίωση του ελέγχου των αλιευτικών δραστηριοτήτων και των συναφών δραστηριοτήτων 7

    γ) την εφαρμογή ειδικών προγραμμάτων ελέγχου που καθορίζονται με πρωτοβουλία της Κοινότητας και πραγματοποιούνται από το ή τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη 7

    δ) προγράμματα για την επεξεργασία και την ανταλλαγή των δεδομένων μέσω της πληροφορικής, τα οποία αναπτύσσονται με κοινή συμφωνία μεταξύ των περισσοτέρων κρατών μελών και ενδεχομένως της Επιτροπής 7

    ε) άλλα μέτρα ελέγχου κοινοτικού ενδιαφέροντος που πρέπει να αποφασιστούν για το μέλλον.

    3. Η χρηματοδοτική συμμετοχή που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), μπορεί να αναφέρεται επίσης στις επιλέξιμες δαπάνες που έχουν ως στόχο την κατάρτιση των εθνικών υπαλλήλων που απασχολούνται στον έλεγχο και κυρίως σε άλλο κράτος μέλος από αυτό στο οποίο είναι διορισμένοι.

    Οι λεπτομέρειες εφαρμογής αυτής της παραγράφου θα θεσπιστούν σύμφωνα με το άρθρο 18 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1760/92 για τη θεσπίση καθεστώτος αλιείας και υδατοκαλλιέργειας.

    Άρθρο 3

    1. Η χρηματοδοτική συμμετοχή της Κοινότητας δεν μπορεί να υπερβαίνει ανά κράτος μέλος και ανά έτος το ποσοστό:

    - του 35 % του ποσού των επιλέξιμων δαπανών που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1,

    - του 50 % του ποσού των επιλέξιμων δαπανών που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφοι 2 και 3.

    2. Ωστόσο κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, η Επιτροπή μπορεί να αποφασίσει για μεγαλύτερο ποσοστό κυρίως:

    - για να επιτραπεί η υλοποίηση ενός συντονισμένου μέτρου μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής, ικανό να βοηθήσει στην υπέρβαση των δυσχερειών ελέγχου που πλήττουν έναν τομέα ο οποίος παρουσιάζει ιδιαίτερο κοινοτικό ενδιαφέρον,

    - να επιτραπεί η δοκιμασία και εφαρμογή νέων κοινοτικών τεχνολογιών για τη βελτίωση του ελέγχου των αλιευτικών και των συναφών δραστηριοτήτων.

    Το ετήσιο τμήμα του κοινοτικού προϋπολογισμού που προορίζεται για τα μέτρα αυτά, περιορίζεται σε 15 % της χορήγησης του προϋπολογισμού.

    3. Η Επιτροπή μπορεί, κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, να αποφασίσει για ένα μεγαλύτερο ποσοστό που θα επιτρέψει, στην Ιρλανδία, να βελτιώσει τους ελέγχους της, μια συμπληρωματική χρηματοδοτική συνδρομή της Κοινότητας μεταξύ άλλων και για τις εξής δαπάνες λειτουργίας:

    - αμοιβές των εθνικών υπαλλήλων που συνδέονται με τον έλεγχο και κατέχουν συμπληρωματικές θέσεις που δημιουργούνται μετά την 1η Ιανουαρίου 1996 στο πλαίσιο ενός λεπτομερειακού προγράμματος επιθεώρησης και ελέγχου, της αλιείας και των καθορισμένων ζωνών, για μια περίοδο που δεν υπερβαίνει το ένα έτος, για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου με τον όρο «αμοιβή» νοούνται οι μισθοί, αφού αφαρεθούν πρώτα οι φόροι και οι εισφορές που προβλέπονται από την εθνική νομοθεσία των ενδιαφερομένων υπαλλήλων, καθώς και τα αναγκαία έξοδα μετακίνησης, για την εκτέλεση των καθηκόντων τους,

    - έξοδα κατάρτισης και πληροφόρησης των εθνικών υπαλλήλων που συνδέονται με τον έλεγχο,

    - έξοδα εξοπλισμού των εθνικών υπαλλήλων που συνδέονται με τον έλεγχο,

    - έξοδα που προκύπτουν από τους ελέγχους που ανατίθενται σε εταιρείες επιθεώρησης.

    Η χρηματοδοτική συνδρομή στις δαπάνες λειτουργίας υπέρ της Ιρλανδίας χορηγείται εντός του ορίου ενός συνολικού ποσού 2 εκατομμυρίων Ecu ανά έτος.

    Άρθρο 4

    1. Τα κράτη μέλη που επιθυμούν να λάβουν τη χρηματοδοτική συμμετοχή, υποβάλλουν στην Επιτροπή πριν από τις 30 Σεπτεμβρίου 1995:

    α) ένα πενταετές πρόγραμμα ελέγχων τους οποίους ασκούν κατά τη διάρκεια της περιόδου που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2. Το πρόγραμμα ελέγχου πρέπει να περιλαμβάνει κυρίως τους στόχους του προγραμματισμού των μέτρων ελέγχου και επιθεώρησης, τα επιχειρησιακά μέτρα που προβλέπονται καθώς και τα αναμενόμενα αποτελέσματα 7

    β) ένα πρόγραμμα πρόβλεψης των ετήσιων δαπανών τους για την περίοδο που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 και για τις οποίες επιθυμούν να λάβουν τη χρηματοδοτική συμμετοχή της Κοινότητας.

    2. Κάθε κράτος μέλος υποβάλλει για πρώτη φορά το 1996 και στη συνέχεια κάθε χρόνο, έκθεση προς την Επιτροπή, που αφορά την πρόοδο που πραγματοποιήθηκε σε σχέση με τις προβλέψεις και με την ανάγκη της προσαρμογής του προγράμματος των ελέγχων. Η έκθεση αυτή θα αποτελέσει ειδικό κεφάλαιο της έκθεσης που αναφέρεται στο άρθρο 35 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2847/93.

    3. Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και 2 του παρόντος άρθρου πρέπει να επιτρέψουν στην Επιτροπή να εξασφαλίσει μια ανάλογη παρακολούθηση των δαπανών που αφορούν την εφαρμογή του καθεστώτος ελέγχου της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής.

    Άρθρο 5

    1. Τα κράτη μέλη που επιθυμούν να λάβουν τη χρηματοδοτική συμμετοχή της Κοινότητας για τις δαπάνες που αναφέρονται στο άρθρο 2 απευθύνουν προς την Επιτροπή, για πρώτη φορά πριν από τις 30 Σεπτεμβρίου 1995 και στη συνέχεια πριν από τις 31 Μαΐου κάθε χρόνο, αίτηση συνδρομής για το επόμενο έτος, που περιλαμβάνει τις πληροφορίες που διευκρινίζονται στα σημεία 1, 2 και 3 του παραρτήματος. Οι αιτήσεις που θα λαμβάνονται μετά από τις ημερομηνίες αυτές, δεν θα ληφθούν υπόψη παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, δεόντως αιτιολογημένες.

    2. Κάθε αίτηση για τη χορήγηση συνδρομής, πρέπει να συμπληρώνεται στο πλαίσιο των προγραμμάτων που αναφέρονται στο άρθρο 4.

    Άρθρο 6

    Με βάση τις πληροφορίες που παρέχουν τα κράτη μέλη, η Επιτροπή αποφασίζει, για πρώτη φορά πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 1995 και στη συνέχεια πριν από τις 31 Δεκεμβρίου κάθε χρόνου, σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 18 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3760/92 του Συμβουλίου:

    - για την επιλεξιμότητα των προβλεπόμενων δαπανών,

    - για το ποσοστό της χρηματοδοτικής συμμετοχής της Κοινότητας,

    - για τους όρους που αφορούν τη χρηματοδοτική συμμετοχή.

    Άρθρο 7

    Κατόπιν αιτιολογημένης αιτήσεως του κράτους μέλους, η Επιτροπή μπορεί να χορηγήσει προκαταβολές έως 25 % της ετήσιας κοινοτικής συμμετοχής. Η προκαταβολή αυτή πρέπει να αφαιρεθεί από το οριστικό ποσό της κοινοτικής συμμετοχής στις επιλέξιμες δαπάνες που έχουν πραγματικά πραγματοποιηθεί.

    Άρθρο 8

    Στην περίπτωση που ένα κράτος μέλος αποφασίζει να μην πραγματοποιήσει το σύνολο ή ένα μέρος από τις δαπάνες που η Επιτροπή έκρινε επιλέξιμες, σύμφωνα με το άρθρο 6, ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή το ταχύτερο δυνατό, διευκρινίζοντας τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει στο πρόγραμμα ελέγχου.

    Άρθρο 9

    1. Τα κράτη μέλη υποβάλλουν τις αιτήσεις τους για επιστροφή των δαπανών, πριν από τις 31 Μαΐου του έτους, που ακολουθεί αυτό κατά τη διάρκεια του οποίου έχουν πραγματοποιηθεί οι δαπάνες.

    2. Κατά την υποβολή της αίτησης επιστροφής των δαπανών, τα κράτη μέλη διενεργούν επαλήθευση και πιστοποίηση από την εθνική αρχή ελέγχου ότι οι δαπάνες πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της τήρησης των όρων που καθορίζονται από την παρούσα απόφαση και ιδίως το σημείο 4 του παραρτήματος.

    3. Εάν από την αίτηση προκύψουν ενδείξεις μη τήρησης των όρων που αναφέρονται στην παράγραφο 2, η Επιτροπή προβαίνει σε επισταμένη εξέταση της περίπτωσης ζητώντας κυρίως από το κράτος μέλος να υποβάλει τις παρατηρήσεις, εντός καθορισμένης προθεσμίας. Εάν η εξέταση επιβεβαιώσει τη μη τήρηση των όρων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, η Επιτροπή καθορίζει κατάλληλη προθεσμία για το κράτος μέλος ώστε να συμμορφωθεί προς τους όρους. Εάν στο τέλος αυτής της προθεσμίας, το κράτος μέλος δεν έδωσε συνέχεια στις συστάσεις, η Επιτροπή μπορεί να μειώσει, να αναστείλει ή να καταργήσει τη συμμετοχή στον τομέα της συγκεκριμένης παρέμβασης.

    Άρθρο 10

    Τα κράτη μέλη παρέχουν στην Επιτροπή όλες τις πληροφορίες που θα μπορούσε να ζητήσει από αυτά για την εκτέλεση των καθηκόντων που της ανατίθενται βάσει της παρούσας απόφασης.

    Τα κράτη μέλη χορηγούν στην Επιτροπή όλες τις πληροφορίες που επιτρέπουν να επαληθευτεί η διάθεση των μέσων επίβλεψης και ελέγχου, τα οποία αποτέλεσαν αντικείμενο χρηματοδοτικής συμμετοχής της Κοινότητας δυνάμει της παρούσας απόφασης.

    Εάν η Επιτροπή κρίνει ότι τα μέσα αυτά δεν χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς που προβλέπονται και σύμφωνα με τους όρους που έχουν ορισθεί, ενημερώνει σχετικά το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος. Το τελευταίο προβαίνει τότε σε διοικητική έρευνα, στην οποία μπορούν να συμμετέχουν και υπάλληλοι της Επιτροπής. Το κράτος μέλος ενημερώνει την Επιτροπή για την εξέλιξη και τα αποτελέσματα αυτής της έρευνας και καταθέτει, χωρίς αναβολή, αντίγραφο της έκθεσης που καταρτίζεται για το σκοπό αυτό, ανακοινώνοντάς του τα κύρια στοιχεία που ελήφθησαν υπόψη κατά την εκπόνηση αυτής της έκθεσης.

    Άρθρο 11

    Η Επιτροπή μπορεί να προβεί σε όλες τις επαληθεύσεις που κρίνει αναγκαίες για να εξασφαλίσει την επλήρωση των όρων και καθηκόντων που η παρούσα απόφαση επιβάλλει στα κράτη μέλη, τα οποία επικουρούν τους υπαλλήλους που διορίζονται για το σκοπό αυτό από την Επιτροπή.

    Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 29 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2847/93 του Συμβουλίου.

    Άρθρο 12

    Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στα κράτη μέλη.

    (1) ΕΕ αριθ. L 364 της 14. 12. 1989, σ. 64.

    (2) ΕΕ αριθ. L 101 της 20. 4. 1994, σ. 9.

    (3) ΕΕ αριθ. L 389 της 31. 12. 1992, σ. 1.

    (4) ΕΕ αριθ. L 261 της 20. 10. 1993, σ. 1.

    (5) ΕΕ αριθ. L 71 της 31. 3. 1995, σ. 5.

    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

    1. Η αίτηση για τη χορήγηση συνδρομής που αναφέρεται στο άρθρο 5, απαριθμεί τις δαπάνες που προβλέπονται για τα επόμενα έτη. Κυρίως διευκρινίζει:

    - το χρονοδιάγραμμα των προβλεπόμενων δαπανών,

    - τα τεχνικά χαρακτηριστικά των εξοπλισμών, το κόστος τους και τον τρόπο πληρωμής που προβλέπεται καθώς και τον στόχο ελέγχου σε σχέση με το πρόγραμμα,

    - την προβλεπόμενη χρησιμοποίηση του πληρώματος συμπεριλαμβανομένης της ημερομηνίας που ανέλαβαν υπηρεσία,

    - τη φύση και το κόστος των ειδικών μέτρων που προορίζονται να βελτιώσουν την ποιότητα και την αποτελεσματικότητα του ελέγχου των αλιευτικών και των συναφών δραστηριοτήτων, καθώς και διευκρινίσεις για την προβλεπόμενη διάρκεια.

    2. Τα κράτη μέλη δικαιολογούν τα προαναφερόμενα μέτρα σε σχέση με τα εξής κριτήρια:

    - τους στόχους που επιδιώκονται στο πλαίσιο των δαπανών που επιθυμούν να πραγματοποιήσουν,

    - τα αναμενόμενα αποτελέσματα που συνδέονται με τις προς πραγματοποίηση δαπάνες,

    - στις περιπτώσεις των δαπανών που πραγματοποιούνται για την απόκτηση σκαφών, αεροσκαφών, χερσαίων οχημάτων, το χρόνο κατά τη διάρκεια του οποίου θα διατίθενται για τον έλεγχο της αλιείας,

    - τη χρησιμοποίηση της χρηματοδοτικής συμμετοχής που τους χορηγήθηκε με βάση την απόφαση 89/631/ΕΟΚ και με βάση την παρούσα απόφαση κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους,

    - τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των ελέγχων της αλιείας στη θάλασσα και την ξηρά από το εν λόγω κράτος μέλος, κατά τη διάρκεια της περιόδου που προηγείται της αίτησης, στο πλαίσιο ενός προγράμματος που αναφέρεται στο άρθρο 4 καθώς και τη βελτίωση που θα μπορούσε να προκύψει από την προβλεπόμενη δαπάνη.

    3. Το κράτος μέλος διευκρινίζει αφενός για κάθε μέτρο τα εξής στοιχεία:

    - την πρόβλεψη, την ανίχνευση και τη δίωξη των παραβάσεων της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής,

    - την παρουσία, στην εθνική νομοθεσία και την πραγματική εφαρμογή, ανάλογων κυρώσεων με την σημασία των παραβάσεων και την αποτελεσματική αποθάρρυνση των μεταγενέστερων παραβάσεων παρόμοιου χαρακτήρα,

    - την αξιοπιστία των αριθμητικών δεδομένων των αλιευμάτων που ανακοινώνονται στην Επιτροπή, και την ικανότητά του να εμποδίσει την υπέρβαση των ποσοστώσεών του,

    - τη σημασία και την αποτελεσματικότητα των ανθρώπινων και υλικών πόρων που διατίθενται για τον έλεγχο της αλιείας,

    - τον διαφορετικό χαρακτήρα των αλιευτικών δραστηριοτήτων που ασκούνται στην αλιευτική ζώνη,

    - τον βαθμό συνεργασίας που εξασφαλίζεται στον έλεγχο της αλιείας με τα άλλα κράτη μέλη και την Επιτροπή,

    - ενδεχομένως, τη συμβολή στον έλεγχο της αλιείας στις ζώνες που υπάγονται σε διεθνείς συμβάσεις στις οποίες η Κοινότητα αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος, τη σημασία και την αποτελεσματικότητα αυτού του ελέγχου,

    - την προσπάθεία έλέγχου που καταβάλλεται, όσον αφορά τις αλιευτικές δραστηριότητες που αναπτύσσονται από τα σκάφη ανοικτής θαλάσσης.

    4. Η επιστροφή των δαπανών και η καταβολή των προκαταβολών δεν πραγματοποιούνται στο βαθμό που οι διατάξεις των οδηγιών που αφορούν το συντονισμό των διαδικασιών ανάθεσης δημόσιων συμβάσεων, για εργασίες και προμήθειες, έχουν τηρηθεί, με την έννοια ότι τα ερωτηματολόγια των δημοσίων συμβάσεων, δεόντως συμπληρωμένα πρέπει να αναφέρονται στις γνωμοδοτήσεις των δημοσίων συμβάσεων που δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Σε περίπτωση μη δημοσίευσης της γνώμης στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ο δικαιούχος πιστοποιεί ότι οι δημόσιες συμβάσεις ανατέθηκαν στο πλαίσιο της τήρησης της κοινοτικής νομοθεσίας.

    Η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει κάθε πληροφορία που κρίνει αναγκαία για να διαπιστώσει ότι τηρήθηκε η κοινοτική νομοθεσία όσον αφορά τις δημόσιες συμβάσεις.

    Η επιστροφή εξαρτάται από την υποβολή δικαιολογητικών σε διπλό αντίγραφο. Τα δικαιολογητικά αυτά περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα κύρια στοιχεία της συμφωνίας μεταξύ του κράτους μέλους και του ή των προμηθευτών καθώς και της αντίστοιχης απόδειξης πληρωμής. Για να γίνουν αποδεκτές για την επιστροφή οι επιμέρους δαπάνες, πρέπει να περιλαμβάνονται σε ένα ανακεφαλαιωτικό πλαίσιο που αναφέρει ρητώς, για κάθε δαπάνη, το αντικείμενο της δαπάνης, τη σχέση του με το προτεινόμενο πρόγραμμα και το καθαρό ποσό εκτός του φόρου προστιθεμένης αξίας.

    Top