Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62018TO0660

    Διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 9ης Ιουλίου 2019.
    VodafoneZiggo Group BV κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
    Προσφυγή ακυρώσεως – Ηλεκτρονικές επικοινωνίες – Άρθρο 7 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ – Χονδρική παροχή υπηρεσιών σταθερής πρόσβασης – Από κοινού σημαντική ισχύς στην αγορά – Ειδικές κανονιστικές υποχρεώσεις επιβαλλόμενες στους φορείς εκμετάλλευσης – Σχέδιο μέτρων υποβαλλόμενο από την εθνική ρυθμιστική αρχή – Παρατηρήσεις της Επιτροπής – Μη κίνηση του δευτέρου σταδίου της διαδικασίας – Πράξη μη δεκτική προσφυγής – Άρθρο 130 του Κανονισμού Διαδικασίας – Απαράδεκτο.
    Υπόθεση T-660/18.

    Συλλογή της Νομολογίας — Γενική Συλλογή — Τμήμα «Πληροφορίες για τις μη δημοσιευόμενες αποφάσεις»

    Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:T:2019:546

    ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

    της 9ης Ιουλίου 2019 ( *1 )

    «Προσφυγή ακυρώσεως – Ηλεκτρονικές επικοινωνίες – Άρθρο 7 της οδηγίας 2002/21/ΕΚ – Χονδρική παροχή υπηρεσιών σταθερής πρόσβασης – Από κοινού σημαντική ισχύς στην αγορά – Ειδικές κανονιστικές υποχρεώσεις επιβαλλόμενες στους φορείς εκμετάλλευσης – Σχέδιο μέτρων υποβαλλόμενο από την εθνική ρυθμιστική αρχή – Παρατηρήσεις της Επιτροπής – Μη κίνηση του δευτέρου σταδίου της διαδικασίας – Πράξη μη δεκτική προσφυγής – Άρθρο 130 του Κανονισμού Διαδικασίας – Απαράδεκτο»

    Στην υπόθεση T-660/18,

    VodafoneZiggo Group BV, με έδρα στην Ουτρέχτη (Κάτω Χώρες), εκπροσωπούμενη από τους W. Knibbeler και A. Pliego Selie, δικηγόρους,

    προσφεύγουσα,

    κατά

    Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον G. Braun και την L. Nicolae,

    καθής,

    με αντικείμενο προσφυγή, δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, με αίτημα την ακύρωση της απόφασης που φέρεται ότι περιέχεται στην από 30 Αυγούστου 2018 επιστολή της Επιτροπής η οποίσ απευθύνθηκε στην Autoriteit Consument en Markt (Αρχή Καταναλωτών και Αγορών, Κάτω Χώρες), ολλανδική ρυθμιστική αρχή, και περιλαμβάνει τις παρατηρήσεις της Επιτροπής κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 2002/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία‑πλαίσιο) (ΕΕ 2002, L 108, σ. 33), επί σχεδίου μέτρων το οποίο υποβλήθηκε από την εν λόγω αρχή (υποθέσεις NL/2018/2099 και NL/2018/2100),

    ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους I. Pelikánová, πρόεδρο, P. Nihoul και J. Svenningsen (εισηγητή), δικαστές,

    γραμματέας: E. Coulon

    εκδίδει την ακόλουθη

    Διάταξη

    Ιστορικό της διαφοράς

    1

    Η προσφεύγουσα, VodafoneZiggo Group BV, είναι εταιρία ολλανδικού δικαίου, η οποία δραστηριοποιείται στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, προσφέροντας υπηρεσίες παροχής σταθερής πρόσβασης στο διαδίκτυο, τηλεοπτικών προγραμμάτων και τηλεφωνίας μέσω καλωδιακών δικτύων. Ως εκ τούτου, οι δραστηριότητές της εμπίπτουν στην εφαρμοστέα στον κλάδο αυτό νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και δη στην οδηγία 2002/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία‑πλαίσιο) (ΕΕ 2002, L 108, σ. 33, στο εξής: οδηγία‑πλαίσιο), όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2009/140/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009 (ΕΕ 2009, L 337, σ. 37).

    Επί των διαδικασιών διαβούλευσης που θεσπίστηκαν με την οδηγία‑πλαίσιο

    2

    Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της οδηγίας‑πλαισίου, η οδηγία αυτή θεσπίζει εναρμονισμένο πλαίσιο για τη ρύθμιση υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών, συναφών ευκολιών και συναφών υπηρεσιών, καθώς και ορισμένων πτυχών του τερματικού εξοπλισμού ώστε να διευκολυνθεί η πρόσβαση των χρηστών με αναπηρία. Προς τούτο, η οδηγία‑πλαίσιο καθορίζει τα καθήκοντα που ανατίθενται στις εθνικές ρυθμιστικές αρχές (στο εξής: ΕΡΑ), δηλαδή στον φορέα ή στους φορείς στους οποίους κάθε κράτος μέλος έχει αναθέσει ένα ή περισσότερα από τα καθήκοντα αυτά. Στα καθήκοντα αυτά συμπεριλαμβάνεται, ιδίως, κατά το άρθρο 16 της εν λόγω οδηγίας, η διεξαγωγή αναλύσεων των σχετικών αγορών, συνεπεία των οποίων οι ΕΡΑ δύνανται να επιβάλουν ειδικές κανονιστικές υποχρεώσεις, καλούμενες και «διορθωτικά μέτρα», σε φορείς εκμετάλλευσης με σημαντική ισχύ σε μία από τις αγορές που καλύπτονται από την οδηγία‑πλαίσιο.

    3

    Συναφώς, όπως προκύπτει, κατ’ ουσίαν, από την αιτιολογική σκέψη 15 της οδηγίας‑πλαισίου, η οδηγία προβλέπει ότι, όταν οι ΕΡΑ προτίθενται να λάβουν μέτρα κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, συμπεριλαμβανομένων των διορθωτικών μέτρων, πρέπει σε ορισμένες περιπτώσεις να προβαίνουν, αφενός, κατά το άρθρο 6, σε δημόσια διαβούλευση σε εθνικό επίπεδο, παρέχοντας στα ενδιαφερόμενα μέρη τη δυνατότητα να υποβάλουν παρατηρήσεις επί του σχεδίου μέτρων και, αφετέρου, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 3, σε διαβούλευση σε επίπεδο Ένωσης, με τη συμμετοχή τόσο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής όσο και των ΕΡΑ των άλλων κρατών μελών και του Φορέα Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών για τις Ηλεκτρονικές Επικοινωνίες (Body of European Regulators for Electronic Communications, BEREC) (στο εξής: ευρωπαϊκή διαδικασία διαβούλευσης).

    4

    Σκοπός της ευρωπαϊκής διαδικασίας διαβούλευσης είναι ο καθορισμός διαδικασίας συντονισμού μεταξύ της ΕΡΑ η οποία προτείνει το σχέδιο μέτρων, των άλλων ΕΡΑ, της Επιτροπής και του BEREC, ώστε να διασφαλίζεται η συνεπής εφαρμογή της οδηγίας‑πλαισίου. Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας, η ΕΡΑ η οποία προτίθεται να λάβει μέτρο πρέπει να θέσει στη διάθεση των εν λόγω άλλων θεσμικών φορέων το σχέδιο μέτρων και τους λόγους στους οποίους βασίζεται το μέτρο ή τα μέτρα, ώστε να μπορούν να της υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους εντός προθεσμίας ενός μηνός χωρίς δυνατότητα παράτασης (στο εξής: πρώτο στάδιο της ευρωπαϊκής διαδικασίας διαβούλευσης). Στη συνέχεια, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 7, της οδηγίας‑πλαισίου, η ΕΡΑ λαμβάνει «ιδιαιτέρως υπόψη» τις παρατηρήσεις αυτές.

    5

    Στις καθοριζόμενες στην οδηγία‑πλαίσιο περιπτώσεις, η Επιτροπή μπορεί, πάντως, να διατυπώσει επιφυλάξεις και να παρατείνει την εξέταση σχεδίου μέτρων της ΕΡΑ, τάσσοντας νέα προθεσμία στο πλαίσιο νέου σταδίου της ευρωπαϊκής διαδικασίας διαβούλευσης (στο εξής: δεύτερο στάδιο της ευρωπαϊκής διαδικασίας διαβούλευσης).

    6

    Αυτό ισχύει, αφενός, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 7, παράγραφος 4, της οδηγίας‑πλαισίου (στο εξής: δεύτερο στάδιο του άρθρου 7), όταν το σχεδιαζόμενο μέτρο ή τα σχεδιαζόμενα μέτρα αποσκοπούν στον καθορισμό σχετικής αγοράς διαφορετικής από τις οριζόμενες από την Επιτροπή ή στον χαρακτηρισμό ή όχι επιχείρησης ως διαθέτουσας, μεμονωμένα ή από κοινού με άλλους, σημαντική ισχύ στην αγορά (στο εξής: ΣΙΑ) και όταν το εν λόγω μέτρο ή μέτρα είναι πιθανόν να επηρεάσουν τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών. Στις περιπτώσεις αυτές, εφόσον η Επιτροπή επισημάνει στην ΕΡΑ ότι κατά την άποψή της το σχέδιο μέτρων πρόκειται να δημιουργήσει φραγμό στην ενιαία αγορά ή εφόσον έχει σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητά του με το δίκαιο της Ένωσης και, ιδίως, με τους στόχους του άρθρου 8 της οδηγίας‑πλαισίου, η θέσπιση του σχεδίου μέτρων αναβάλλεται για δύο περαιτέρω μήνες, χωρίς δυνατότητα παράτασης της προθεσμίας. Επιπλέον, η Επιτροπή οφείλει να ενημερώσει τις λοιπές ΕΡΑ σχετικά με τις επιφυλάξεις της. Κατά το πέρας της εν λόγω δίμηνης προθεσμίας, η Επιτροπή μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 5, της οδηγίας‑πλαισίου, είτε να απαιτήσει από την ενδιαφερόμενη ΕΡΑ να αποσύρει το σχέδιο μέτρων (στο εξής: δικαίωμα αρνησικυρίας) είτε να άρει τις επιφυλάξεις της ως προς το εν λόγω σχέδιο.

    7

    Αφετέρου, κατά το άρθρο 7α, παράγραφος 1, της οδηγίας‑πλαισίου (στο εξής: δεύτερο στάδιο του άρθρου 7α), μπορεί να κινηθεί η ευρωπαϊκή διαδικασία διαβούλευσης όταν το σχεδιαζόμενο μέτρο ή τα σχεδιαζόμενα μέτρα αποσκοπούν στην επιβολή, τροποποίηση ή άρση ειδικής κανονιστικής υποχρέωσης, δηλαδή, «διορθωτικού μέτρου», επιβαλλόμενου σε φορέα εκμετάλλευσης σύμφωνα με ορισμένες διατάξεις της οδηγίας‑πλαισίου, της οδηγίας 2002/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με την πρόσβαση σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών και συναφείς ευκολίες, καθώς και με τη διασύνδεσή τους (ΕΕ 2002, L 108, σ. 7), και της οδηγίας 2002/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, για την καθολική υπηρεσία και τα δικαιώματα των χρηστών όσον αφορά δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία καθολικής υπηρεσίας) (ΕΕ 2002, L 108, σ. 51). Σε τέτοιες περιπτώσεις, η Επιτροπή μπορεί να ενημερώσει την ενδιαφερόμενη ΕΡΑ και τον BEREC σχετικά με τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι το σχέδιο μέτρων δημιουργεί φραγμούς στην ενιαία αγορά ή διατηρεί σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητά του με το δίκαιο της Ένωσης. Στην περίπτωση αυτή, το σχέδιο μέτρων δεν μπορεί να εγκριθεί πριν από την παρέλευση νέας προθεσμίας τεσσάρων μηνών μετά την κοινοποίηση της Επιτροπής, σύμφωνα με το άρθρο 7α, παράγραφοι 1 και 5, της οδηγίας‑πλαισίου. Με την πάροδο της προθεσμίας αυτής, η Επιτροπή δύναται, σύμφωνα με το άρθρο 7α, παράγραφος 5, της οδηγίας‑πλαισίου, είτε να εκδώσει σύσταση απαιτώντας από την ενδιαφερόμενη ΕΡΑ να τροποποιήσει ή να αποσύρει το σχέδιο μέτρων είτε να άρει τις επιφυλάξεις της ως προς το εν λόγω σχέδιο.

    8

    Επομένως, όταν η Επιτροπή διατηρεί επιφυλάξεις ως προς διάφορες πτυχές του υποβληθέντος σχεδίου μέτρων μπορεί να κινήσει τόσο το δεύτερο στάδιο του άρθρου 7 όσο και το δεύτερο στάδιο του άρθρου 7α.

    9

    Τέλος, όσον αφορά τα μέτρα τα οποία λαμβάνουν οι ΕΡΑ στο πλαίσιο της εφαρμογής της οδηγίας‑πλαισίου, το άρθρο 4 της οδηγίας προβλέπει δικαίωμα προσφυγής σε εθνικό επίπεδο κατά των αποφάσεων αυτών.

    Επί της διαδικασίας κατόπιν της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη

    10

    Στις 27 Φεβρουαρίου 2018, η Autoriteit Consument en Markt (Αρχή Καταναλωτών και Αγορών, Κάτω Χώρες, στο εξής: ACM), η οποία είναι η ολλανδική ΕΡΑ, δημοσίευσε σχέδιο μέτρων προς δημόσια διαβούλευση, σύμφωνα με το άρθρο 6 της οδηγίας‑πλαισίου.

    11

    Το σχέδιο μέτρων αφορούσε, μεταξύ άλλων, την ανάλυση της αγοράς χονδρικής παροχής υπηρεσιών σε σταθερή θέση. Στο πλαίσιο της ανάλυσης αυτής, η ACM θεώρησε ότι ορισμένοι φορείς, μεταξύ των οποίων και η προσφεύγουσα, είχαν από κοινού σημαντική ισχύ στην αγορά αυτή και πρότεινε την επιβολή ειδικών κανονιστικών υποχρεώσεων στους εν λόγω φορείς, σύμφωνα με το άρθρο 16 της οδηγίας‑πλαισίου.

    12

    Τα ενδιαφερόμενα μέρη κλήθηκαν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί του σχεδίου μέτρων έως τις 10 Απριλίου 2018. Η προσφεύγουσα υπέβαλε παρατηρήσεις εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

    13

    Στις 31 Ιουλίου 2018, η ACM έθεσε το σχέδιο μέτρων στη διάθεση της Επιτροπής, του BEREC και των ΕΡΑ των άλλων κρατών μελών, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας‑πλαισίου. Το διαβιβασθέν σχέδιο μέτρων πρωτοκολλήθηκε από την Επιτροπή υπό τους αριθμούς «NL/2018/2099» και «NL/2018/2100».

    14

    Μετά τη διαβίβαση του σχεδίου μέτρων, η Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 2, της οδηγίας‑πλαισίου, ζήτησε από την ACM συμπληρωματικές πληροφορίες στις 6 Αυγούστου 2018, τις οποίες και έλαβε στις 9 Αυγούστου. Την ίδια ημέρα, η Επιτροπή απέστειλε συμπληρωματικό αίτημα παροχής πληροφοριών στο οποίο η ACM απάντησε.

    15

    Στις 8 Αυγούστου 2018, η προσφεύγουσα υπέβαλε στην Επιτροπή παρατηρήσεις επί του σχεδίου μέτρων.

    16

    Στις 30 Αυγούστου 2018 η Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας‑πλαισίου, απηύθυνε στην ACM επιστολή με τις παρατηρήσεις της επί του σχεδίου μέτρων (στο εξής: προσβαλλόμενη πράξη), ενώ δεν έκρινε αναγκαία την κίνηση του δευτέρου σταδίου της ευρωπαϊκής διαδικασίας διαβούλευσης. Οι παρατηρήσεις αυτές δημοσιεύθηκαν στον δικτυακό τόπο της Επιτροπής στις 31 Αυγούστου 2018.

    17

    Στις 27 Σεπτεμβρίου 2018, η ACM εξέδωσε την απόφασή της, με την οποία χαρακτήρισε ορισμένες επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένης της προσφεύγουσας, ως επιχειρήσεις με από κοινού σημαντική ισχύ στην αγορά χονδρικής παροχής υπηρεσιών σε σταθερή θέση και τους επέβαλε ειδικές κανονιστικές υποχρεώσεις. Στο παράρτημα Ι της εν λόγω απόφασης, η ACM επεξήγησε τον τρόπο με τον οποίο έλαβε υπόψη τις παρατηρήσεις της Επιτροπής.

    18

    Κατόπιν της απόφασης αυτής, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή, δυνάμει του άρθρου 4 της οδηγίας‑πλαισίου, κατά της απόφασης της ACM ενώπιον του College van Beroep voor het bedrijfsleven (διοικητικού εφετείου αρμόδιου επί οικονομικών υποθέσεων, Κάτω Χώρες).

    Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

    19

    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 8 Νοεμβρίου 2018, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή. Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

    να ακυρώσει την προσβαλλόμενη πράξη·

    να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

    20

    Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 23 Ιανουαρίου 2019, η Επιτροπή προέβαλε ένσταση απαραδέκτου βάσει του άρθρου 130 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου. Με την ένστασή της, η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

    να απορρίψει την προσφυγή ως προδήλως απαράδεκτη·

    να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

    21

    Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου, την 1η Φεβρουαρίου 2019, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών και, στις 27 Φεβρουαρίου 2019, η T-Mobile Netherlands Holding BV, η T-Mobile Netherlands BV, η T-Mobile Thuis BV και η Tele2 Nederland BV ζήτησαν να παρέμβουν προς στήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής.

    22

    Στις 15 Μαρτίου 2019 η προσφεύγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί της ενστάσεως απαραδέκτου της Επιτροπής, με τις οποίες ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

    να απορρίψει την εν λόγω ένσταση και να κηρύξει την προσφυγή παραδεκτή·

    να ακυρώσει την προσβαλλόμενη πράξη·

    να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικά της δικαστικά έξοδα και στα έξοδα κάθε παρεμβαίνοντος.

    Σκεπτικό

    23

    Κατά το άρθρο 130 του Κανονισμού Διαδικασίας, αν ο καθού ζητήσει με χωριστό δικόγραφο από το Γενικό Δικαστήριο να κρίνει επί του απαραδέκτου ή της αναρμοδιότητας χωρίς να εισέλθει στην ουσία, το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει επί της αιτήσεως το ταχύτερο δυνατόν και, εφόσον χρειαστεί, μετά τη διεξαγωγή προφορικής διαδικασίας.

    24

    Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι έχει επαρκώς διαφωτιστεί από τα στοιχεία της δικογραφίας και αποφασίζει να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη χωρίς να συνεχίσει τη διαδικασία.

    25

    Προς στήριξη της ένστασης απαραδέκτου, η Επιτροπή εγείρει, κατ’ ουσίαν, δύο λόγους απαραδέκτου, οι οποίοι πρέπει να εξεταστούν διαδοχικά. Πρώτον, κατά την Επιτροπή, η προσβαλλόμενη πράξη δεν αποτελεί πράξη δυνάμενη να προσβληθεί με προσφυγή κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, καθόσον δεν παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα. Στην καλύτερη περίπτωση, συνιστά προπαρασκευαστική πράξη η οποία δεν εκφράζει την οριστική θέση του θεσμικού οργάνου. Δεύτερον, η προσφεύγουσα δεν έχει ενεργητική νομιμοποίηση κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν την αφορά άμεσα.

    26

    Όσον αφορά το κατά πόσον η προσβαλλόμενη πράξη είναι δεκτική προσφυγής, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι λόγοι απαραδέκτου τους οποίους δέχθηκε το Γενικό Δικαστήριο με τις αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 2007, Vodafone España και Vodafone Group κατά Επιτροπής (T-109/06, EU:T:2007:384), και της 22ας Φεβρουαρίου 2008, Base κατά Επιτροπής (T-295/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2008:48), πρέπει να γίνουν δεκτοί και στην παρούσα υπόθεση.

    27

    Η προσφεύγουσα, η οποία θεωρεί ότι η Επιτροπή όφειλε να κινήσει το δεύτερο στάδιο της ευρωπαϊκής διαδικασίας διαβούλευσης, υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη πράξη παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα και, επομένως, το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί της νομιμότητάς της σύμφωνα με το άρθρο 263 ΣΛΕΕ. Συγκεκριμένα, η νομική κατάσταση της προσφεύγουσας επηρεάζεται, καθόσον, κατά την άποψή της, οι παρατηρήσεις που διατυπώθηκαν βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας‑πλαισίου είναι δεσμευτικές για την ενδιαφερόμενη ΕΡΑ, συνιστούν εγκριτική απόφαση βάσει της οποίας η ενδιαφερόμενη ΕΡΑ δύναται να προβεί στην έγκριση του εξετασθέντος σχεδίου μέτρων, η δε διαβίβασή τους επηρεάζει τα διαδικαστικά δικαιώματα της προσφεύγουσας σε περίπτωση που η Επιτροπή δεν κινήσει το δεύτερο στάδιο της ευρωπαϊκής διαδικασίας διαβούλευσης. Η διάταξη της 12ης Δεκεμβρίου 2007, Vodafone España και Vodafone Group κατά Επιτροπής (T-109/06, EU:T:2007:384), στην οποία παραπέμπει η Επιτροπή, δεν ασκεί επιρροή, λόγω των διαφορετικών πραγματικών και νομικών περιστάσεων που χαρακτηρίζουν την υπόθεση εκείνη σε σχέση με την υπό κρίση υπόθεση. Εξάλλου, η προσβαλλόμενη πράξη δεν είναι προπαρασκευαστική, διότι εκφράζει την οριστική θέση της Επιτροπής περατώνοντας την ευρωπαϊκή διαδικασία διαβούλευσης.

    28

    Συναφώς, κατά πάγια νομολογία, θεωρούνται πράξεις δεκτικές προσφυγής κατά το άρθρο 263 ΣΛΕΕ οι πράξεις των θεσμικών οργάνων, ανεξάρτητα από τη φύση ή τη μορφή τους, οι οποίες αποσκοπούν στην παραγωγή δεσμευτικών εννόμων αποτελεσμάτων, ικανών να θίξουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική του κατάσταση (πρβλ. αποφάσεις της 11ης Νοεμβρίου 1981, IBM κατά Επιτροπής, 60/81, EU:C:1981:264, σκέψη 9, της 17ης Ιουλίου 2008, Αθηναϊκή Τεχνική κατά Επιτροπής, C‑521/06 P, EU:C:2008:422, σκέψη 29, και της 20ής Σεπτεμβρίου 2016, Μαλλής κ.λπ. κατά Επιτροπής και ΕΚΤ, C‑105/15 P έως C‑109/15 P, EU:C:2016:702, σκέψη 51).

    29

    Προκειμένου να διαπιστωθεί αν η πράξη που προσβάλλεται ενώπιον του δικαστή της Ένωσης δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα, πρέπει να εξετάζεται η ουσία της και να εκτιμώνται τα αποτελέσματα αυτά με γνώμονα αντικειμενικά κριτήρια, όπως το περιεχόμενο της ίδιας της πράξης, λαμβανομένων ενδεχομένως υπόψη του πλαισίου εντός του οποίου εκδόθηκε και των εξουσιών του θεσμικού οργάνου που την εξέδωσε (πρβλ. απόφαση της 20ής Φεβρουαρίου 2018, Βέλγιο κατά Επιτροπής, C-16/16 P, EU:C:2018:79, σκέψεις 31 και 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    30

    Εξάλλου, όταν πρόκειται για πράξεις των οποίων η κατάρτιση συντελείται σε πλείονα στάδια, ιδίως κατόπιν μιας εσωτερικής διαδικασίας, συνιστούν πράξεις δεκτικές προσφυγής μόνον τα μέτρα τα οποία καθορίζουν οριστικώς τη θέση του θεσμικού οργάνου κατά το πέρας της διαδικασίας αυτής και όχι τα ενδιάμεσα μέτρα των οποίων ο σκοπός συνίσταται στην προετοιμασία της τελικής απόφασης (πρβλ. απόφαση της 22ας Ιουνίου 2000, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, C‑147/96, EU:C:2000:335, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    31

    Ως εκ τούτου, στην υπό κρίση υπόθεση πρέπει καταρχάς να εκτιμηθεί αν η προσβαλλόμενη πράξη συνιστά πράξη δεκτική προσφυγής λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου εντός του οποίου εκδόθηκε, του περιεχομένου της και της ενδεχομένως προπαρασκευαστικής φύσης της.

    Επί του πλαισίου εντός του οποίου εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη

    32

    Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται, πρώτον, ότι, στο πλαίσιο της ανάθεσης καθηκόντων στις ΕΡΑ και στην Επιτροπή, ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να προσδώσει στις ΕΡΑ κεντρικό ρόλο για την επίτευξη των επιδιωκόμενων με την οδηγία‑πλαίσιο σκοπών (πρβλ. διάταξη της 12ης Δεκεμβρίου 2007, Vodafone España και Vodafone Group κατά Επιτροπής, T-109/06, EU:T:2007:384, σκέψεις 72 έως 75), αναθέτοντάς τους ρυθμιστικές αρμοδιότητες συνιστάμενες, μεταξύ άλλων, στον καθορισμό των αγορών ηλεκτρονικών επικοινωνιών εντός της χώρας τους σύμφωνα με τις αρχές του δικαίου περί ανταγωνισμού (άρθρο 15, παράγραφος 3, της οδηγίας‑πλαισίου), στον προσδιορισμό των επιχειρήσεων με ΣΙΑ είτε μεμονωμένα είτε από κοινού με άλλες (άρθρο 14 της οδηγίας‑πλαισίου) και στον καθορισμό των υποχρεώσεων κανονιστικής φύσης που πρέπει να επιβληθούν, ενδεχομένως, στις επιχειρήσεις αυτές (άρθρο 16, παράγραφος 4, της οδηγίας‑πλαισίου).

    33

    Επομένως, κατά την άσκηση των ρυθμιστικών καθηκόντων τους, οι ΕΡΑ διαθέτουν ευρεία εξουσία, ώστε να είναι σε θέση να εκτιμήσουν κατά περίπτωση αν παρίσταται ανάγκη ρύθμισης της αγοράς (πρβλ. απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Koninklijke KPN κ.λπ., C-28/15, EU:C:2016:692, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    34

    Δεύτερον, η Επιτροπή επικουρεί τις ΕΡΑ και επιδιώκει να διασφαλίσει την εναρμονισμένη εφαρμογή του κανονιστικού πλαισίου σε ολόκληρη την Ένωση. Μεταξύ άλλων, η Επιτροπή εκδίδει συστάσεις και κατευθυντήριες γραμμές, ιδίως δυνάμει του άρθρου 15 της οδηγίας‑πλαισίου, σχετικά με συναφείς αγορές προϊόντων και υπηρεσιών καθώς και με την ανάλυση της αγοράς και την εκτίμηση της σημαντικής ισχύος στην αγορά, με σκοπό τη διασφάλιση της συνεπούς εφαρμογής του κανονιστικού πλαισίου. Επιπλέον, κατά το άρθρο 19, παράγραφος 1, της οδηγίας‑πλαισίου, «η Επιτροπή, λαμβάνοντας ιδιαιτέρως υπόψη της τη γνώμη του BEREC, μπορεί να εκδώσει σύσταση ή απόφαση για την εναρμονισμένη εφαρμογή των διατάξεων της [εν λόγω] οδηγίας και των ειδικών οδηγιών με σκοπό την προαγωγή της επίτευξης των στόχων του άρθρου 8» (πρβλ. διάταξη της 12ης Δεκεμβρίου 2007, Vodafone España και Vodafone Group κατά Επιτροπής, T-109/06, EU:T:2007:384, σκέψη 75).

    35

    Τρίτον, όσον αφορά την ευρωπαϊκή διαδικασία διαβούλευσης, από το γράμμα των άρθρων 7 και 7α της οδηγίας-πλαισίου προκύπτει ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, η Επιτροπή έχει κυρίως καθήκοντα συντονισμού και όχι λήψης αποφάσεων.

    36

    Αφενός, κατά το πρώτο στάδιο της ευρωπαϊκής διαδικασίας διαβούλευσης, η Επιτροπή μπορεί να διατυπώνει «παρατηρήσεις» επί κάθε σχεδίου μέτρων που τίθεται στη διάθεσή της από τις ΕΡΑ, παρατηρήσεις τις οποίες οι ΕΡΑ πρέπει να «λαμβάνουν ιδιαιτέρως υπόψη» σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφοι 3 και 7, της οδηγίας‑πλαισίου.

    37

    Αφετέρου, κατά το δεύτερο στάδιο του άρθρου 7α, καίτοι η Επιτροπή μπορεί, κατά το άρθρο 7α, παράγραφος 5, στοιχείο αʹ, της οδηγίας‑πλαισίου, «να εκδώσει σύσταση απαιτώντας από την ενδιαφερόμενη [ΕΡΑ] να τροποποιήσει ή να αποσύρει το [σχέδιό της]», η ενδιαφερόμενη ΕΡΑ μπορεί, εντούτοις, να αποφασίσει να μην τροποποιήσει ή να μην αποσύρει το σχέδιο μέτρων, δηλαδή να παρακάμψει τη σύσταση της Επιτροπής, υπό την προϋπόθεση ότι παρέχει τεκμηριωμένη αιτιολόγηση επί του θέματος, όπως προβλέπεται στο άρθρο 7α, παράγραφος 7, της εν λόγω οδηγίας.

    38

    Τέλος, μόνον κατά το δεύτερο στάδιο του άρθρου 7 μπορεί η ΕΡΑ να δεσμευθεί από τη θέση της Επιτροπής, δηλαδή όταν, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 5, στοιχείο αʹ, της οδηγίας‑πλαισίου, η Επιτροπή αποφασίζει να ασκήσει το δικαίωμα αρνησικυρίας που διαθέτει.

    39

    Λαμβανομένων ακριβώς υπόψη των εκτιμήσεων αυτών ως προς το νομικό πλαίσιο που θεσπίζει η οδηγία‑πλαίσιο, το οποίο προσδίδει κεντρικό ρόλο στις ΕΡΑ, πρέπει να εξεταστούν τα επιχειρήματα που προβάλλει η προσφεύγουσα προς δικαιολόγηση της ύπαρξης δεσμευτικών εννόμων αποτελεσμάτων τα οποία καθιστούν την προσβαλλόμενη πράξη δεκτική προσφυγής ενώπιον του δικαστή της Ένωσης δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

    Επί των επιχειρημάτων τα οποία αφορούν την απαίτηση να λαμβάνονται «ιδιαιτέρως υπόψη» οι παρατηρήσεις της Επιτροπής

    40

    Η προσφεύγουσα εκτιμά ότι η απαίτηση του άρθρου 7, παράγραφος 7, της οδηγίας‑πλαισίου, κατά την οποία η ενδιαφερόμενη ΕΡΑ πρέπει να «λαμβάνει ιδιαιτέρως υπόψη» τις παρατηρήσεις της Επιτροπής, επιβάλλει την τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις παρατηρήσεις αυτές.

    41

    Πρώτον, η προσφεύγουσα στηρίζεται στην απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Koninklijke KPN κ.λπ. (C-28/15, EU:C:2016:692, σκέψεις 37 και 38), με την οποία το Δικαστήριο αποφάνθηκε επί της απορρέουσας από το άρθρο 19, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας‑πλαισίου υποχρέωσης των ΕΡΑ να λαμβάνουν ιδιαιτέρως υπόψη τις παρατηρήσεις που δημοσιεύει η Επιτροπή κατ’ εφαρμογήν της παραγράφου 1 της διάταξης αυτής. Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι ΕΡΑ όφειλαν να τηρούν καταρχήν τις επισημάνσεις που περιλαμβάνονται στη σύσταση 2009/396/ΕΚ της Επιτροπής, της 7ης Μαΐου 2009, σχετικά με την κανονιστική ρύθμιση των τελών τερματισμού σταθερών και κινητών επικοινωνιών στην Ένωση (ΕΕ 2009, L 124, σ. 67). Κατά την προσφεύγουσα, η ACM όφειλε, κατ’ αναλογίαν, να τηρήσει «καταρχήν» τις παρατηρήσεις που διατύπωσε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη πράξη.

    42

    Ωστόσο, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η ως άνω νομολογία δεν έχει την έννοια ότι οι εν λόγω παρατηρήσεις έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα. Κατά πρώτον, πρέπει να σημειωθεί ότι, αφενός, το Δικαστήριο έκρινε επίσης, με τις σκέψεις 34 και 35 της απόφασης της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Koninklijke KPN κ.λπ. (C-28/15, EU:C:2016:692), ότι, σύμφωνα με το άρθρο 288 ΣΛΕΕ, τέτοια σύσταση δεν είναι, καταρχήν, δεσμευτική και ότι εντεύθεν απορρέει ότι η ΕΡΑ, κατά την έκδοση απόφασης, δεν δεσμεύεται από τη σύσταση 2009/396. Αφετέρου, το Δικαστήριο, χρησιμοποιώντας τον όρο «καταρχήν», στον οποίο δίνει έμφαση η προσφεύγουσα, επιβεβαίωσε ότι η υποχρέωση τήρησης των επισημάνσεων που περιλαμβάνονται στη σύσταση 2009/396 άφηνε ορισμένο περιθώριο εκτίμησης στην ΕΡΑ και, ως εκ τούτου, δεν την δέσμευε. Τούτο ακριβώς επιβεβαιώνεται με την επόμενη περίοδο της σκέψης 38 της εν λόγω απόφασης, όπου το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι μια ΕΡΑ μπορεί να παρεκκλίνει από το πρότυπο «Bulric strict» το οποίο προκρίνει η σύσταση 2009/396, εάν κρίνει, στο πλαίσιο της εκτίμησης συγκεκριμένης κατάστασης, ότι το εν λόγω πρότυπο δεν αρμόζει στις περιστάσεις.

    43

    Συναφώς, το άρθρο 288 ΣΛΕΕ, καθιερώνοντας τις συστάσεις ως μια ιδιαίτερη κατηγορία πράξεων της Ένωσης και προβλέποντας ρητώς ότι αυτές «δεν δεσμεύουν», θέλησε να εξοπλίσει τα θεσμικά όργανα που είναι εξουσιοδοτημένα να τις εκδίδουν με ένα μέσο προτροπής και πειθούς διαφορετικό από την εξουσία τους να εκδίδουν πράξεις δεσμευτικής ισχύος (απόφαση της 20ής Φεβρουαρίου 2018, Βέλγιο κατά Επιτροπής, C-16/16 P, EU:C:2018:79, σκέψη 26). Η διαπίστωση αυτή ισχύει, κατ’ αναλογίαν, και για τις παρατηρήσεις τις οποίες διατυπώνει η Επιτροπή κατά το πρώτο στάδιο της ευρωπαϊκής διαδικασίας διαβούλευσης, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας‑πλαισίου, όπως οι παρατηρήσεις που διατυπώθηκαν με την προσβαλλόμενη πράξη στην υπό κρίση υπόθεση.

    44

    Κατά δεύτερον, η έκφραση «λαμβάνει ιδιαιτέρως υπόψη» τονίζει τον μη δεσμευτικό χαρακτήρα των παρατηρήσεων που διατυπώνει η Επιτροπή βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας‑πλαισίου. Πράγματι, αν οι παρατηρήσεις αυτές ήταν δεσμευτικές, δεν θα επαρκούσε να τις λάβει ιδιαιτέρως υπόψη η ΕΡΑ, γεγονός που θα συνιστούσε στρέβλωση του γράμματος και του σκοπού της διάταξης αυτής. Επισημαίνεται συναφώς ότι οι παρατηρήσεις της Επιτροπής είναι αντίστοιχες με τις παρατηρήσεις που διατυπώνονται, εφόσον παρίσταται ανάγκη, από τις άλλες ΕΡΑ ή από τον BEREC, με αποτέλεσμα, σε περίπτωση που οι παρατηρήσεις των διαφόρων θεσμικών φορέων προτείνουν διαφορετικές προσεγγίσεις, η ενδιαφερόμενη ΕΡΑ να μπορεί να ακολουθήσει την προσέγγιση που προτείνει άλλη ΕΡΑ ή ο BEREC και όχι εκείνη που προκρίνει η Επιτροπή (πρβλ. διατάξεις της 12ης Δεκεμβρίου 2007, Vodafone España και Vodafone Group κατά Επιτροπής, T-109/06, EU:T:2007:384, σκέψεις 93 και 94, και της 22ας Φεβρουαρίου 2008, Base κατά Επιτροπής, T-295/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2008:48, σκέψεις 63 και 64).

    45

    Δεύτερον, όπως τονίζει η προσφεύγουσα, το Δικαστήριο έχει πράγματι κρίνει, με την απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2003, Altair Chimica (C‑207/01, EU:C:2003:451, σκέψη 41), ότι, μολονότι οι συστάσεις δεν αποσκοπούν στην παραγωγή δεσμευτικών αποτελεσμάτων και δεν μπορούν να δημιουργούν δικαιώματα των οποίων να είναι δυνατή η επίκληση από ιδιώτες ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, τούτο δεν σημαίνει ότι στερούνται οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.

    46

    Ωστόσο, πρέπει να διακριθούν τα αποτελέσματα που προβλέπει η εν λόγω νομολογία από τα δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα τα οποία επικαλείται η προσφεύγουσα, τα οποία είναι ικανά να θίξουν τα συμφέροντά της, μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική της κατάσταση. Κατά πρώτον, στην ίδια σκέψη της απόφασης στην οποία παραπέμπει η προσφεύγουσα, το Δικαστήριο εξέθεσε ρητώς και με σαφήνεια τα προβλεπόμενα έννομα αποτελέσματα, διευκρινίζοντας ότι τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη για την επίλυση των διαφορών που υποβάλλονται στην κρίση τους τις συστάσεις, ιδίως όταν αυτές διαφωτίζουν την ερμηνεία εθνικών διατάξεων που έχουν θεσπιστεί με σκοπό την εφαρμογή των εν λόγω συστάσεων ή ακόμη όταν οι συστάσεις αυτές έχουν ως αντικείμενο τη συμπλήρωση διατάξεων δεσμευτικού χαρακτήρα του δικαίου της Ένωσης (βλ. απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2003, Altair Chimica, C-207/01, EU:C:2003:451, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    47

    Κατά δεύτερον, η απαίτηση να λαμβάνονται οι παρατηρήσεις «ιδιαιτέρως υπόψη» έχει διακριτό έννομο αποτέλεσμα από τα αποτελέσματα που επικαλείται η προσφεύγουσα, καθόσον η εν λόγω απαίτηση επιβάλλει υποχρέωση αιτιολόγησης. Στο πλαίσιο αυτό, η ΕΡΑ οφείλει να επεξηγήσει τις αποκλίσεις από τις παρατηρήσεις της Επιτροπής (πρβλ. διάταξη της 22ας Φεβρουαρίου 2008, Base κατά Επιτροπής, T-295/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2008:48, σκέψη 65). Αυτήν την έννοια έχει και η σκέψη 38 της απόφασης της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Koninklijke KPN κ.λπ. (C-28/15, EU:C:2016:692), με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι η ΕΡΑ μπορεί να παρεκκλίνει από το πρότυπο «Bulric strict» το οποίο προκρίνει η σύσταση 2009/396 «αιτιολογώντας τη θέση της».

    48

    Συναφώς, το άρθρο 19, παράγραφος 2, της οδηγίας‑πλαισίου προβλέπει ρητώς ότι, «[ε]φόσον μια [ΕΡΑ] επιλέγει να μην ακολουθήσει μια σύσταση, ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή, αιτιολογώντας τη θέση της». Το άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας‑πλαισίου δεν προβλέπει τυπική υποχρέωση αιτιολόγησης όσον αφορά τις παρατηρήσεις της Επιτροπής επί σχεδίου μέτρων που διαβιβάστηκε από μια ΕΡΑ (πρβλ. διάταξη της 22ας Φεβρουαρίου 2008, Base κατά Επιτροπής, T‑295/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2008:48, σκέψη 65).

    49

    Στην υπό κρίση υπόθεση, η ACM εξήγησε, στο παράρτημα I της από 27 Σεπτεμβρίου 2018 απόφασής της, τον τρόπο με τον οποίο έλαβε ιδιαιτέρως υπόψη τις παρατηρήσεις της Επιτροπής. Από το περιεχόμενο και το γράμμα του εν λόγω παραρτήματος προκύπτει ότι η ως άνω ΕΡΑ εξέτασε και σχολίασε τις παρατηρήσεις της Επιτροπής, χωρίς να θεωρήσει ότι δεσμεύεται από αυτές.

    50

    Εν πάση περιπτώσει, η υποχρέωση αιτιολόγησης την οποία φέρει η ΕΡΑ δεν είναι ικανή να θίξει τα συμφέροντα της προσφεύγουσας, μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική της κατάσταση (πρβλ. διάταξη της 22ας Φεβρουαρίου 2008, Base κατά Επιτροπής, T-295/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2008:48, σκέψη 65).

    51

    Τρίτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι ΕΡΑ δεν μπορούν να αγνοήσουν τις παρατηρήσεις που διατυπώνονται στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας‑πλαισίου, διότι ειδάλλως υφίσταται κίνδυνος παράβασης του καθήκοντος καλόπιστης συνεργασίας που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ. Συγκεκριμένα, υπογραμμίζει, παραπέμποντας στην απόφαση της 16ης Απριλίου 2015, Prezes Urzędu Komunikacji Elektronicznej και Telefonia Dialog (C‑3/14, EU:C:2015:232), ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 15 της οδηγίας‑πλαισίου, με τη διαδικασία αυτή διασφαλίζεται ότι οι αποφάσεις που λαμβάνονται σε εθνικό επίπεδο δεν έχουν αρνητικές συνέπειες στην ενιαία αγορά ή σε άλλους στόχους της ΣΛΕΕ.

    52

    Ωστόσο, το καθήκον καλόπιστης συνεργασίας δεν μπορεί να συνεπάγεται ότι οι παρατηρήσεις αυτού του είδους έχουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα. Πράγματι, το καθήκον καλόπιστης συνεργασίας δεν μπορεί να φθάσει μέχρι του σημείου να θέσει εκποδών τις προϋποθέσεις παραδεκτού τις οποίες προβλέπει ρητώς το άρθρο 263 ΣΛΕΕ (απόφαση της 20ής Φεβρουαρίου 2018, Βέλγιο κατά Επιτροπής, C-16/16 P, EU:C:2018:79, σκέψη 40). Εξάλλου, καθόσον ο νομοθέτης της Ένωσης έχει ρητώς καθορίσει τα έννομα αποτελέσματα τα οποία επιθυμούσε να προσδώσει στις παρατηρήσεις που διατυπώνονται βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας‑πλαισίου, το καθήκον καλόπιστης συνεργασίας δεν μπορεί να έχει ευρύτερο πεδίο επιφέροντας έννομα αποτελέσματα τα οποία δεν προέβλεψε ο νομοθέτης.

    53

    Τέταρτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η άποψή της επιβεβαιώνεται από την εθνική νομολογία και παραπέμπει σε απόφαση του Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακού Διοικητικού Δικαστηρίου, Γερμανία). Ωστόσο, η προεκτεθείσα ανάλυση δεν δύναται να ανατραπεί από την εθνική νομολογία. Πράγματι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, από την απαίτηση περί ενιαίας εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης συνάγεται ότι, όταν διάταξη του δικαίου της Ένωσης δεν περιέχει ρητή παραπομπή στο δίκαιο των κρατών μελών για τον προσδιορισμό μιας συγκεκριμένης έννοιας, η εν λόγω έννοια πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο αυτοτελή και ενιαίο σε ολόκληρη την Ένωση, βάσει του πλαισίου στο οποίο αυτή εντάσσεται και του σκοπού της οικείας ρύθμισης (πρβλ. απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2016, Wathelet, C-149/15, EU:C:2016:840, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Εν πάση περιπτώσει, από το απόσπασμα που παρέθεσε η προσφεύγουσα δεν μπορεί να συναχθεί ότι το Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο) έκρινε ότι οι παρατηρήσεις της Επιτροπής παρήγαν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα κατά την έννοια του άρθρου 263, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

    54

    Υπό το πρίσμα των ανωτέρω εκτιμήσεων, διαπιστώνεται ότι η απαίτηση σύμφωνα με την οποία η ενδιαφερόμενη ΕΡΑ πρέπει να «λαμβάνει ιδιαιτέρως υπόψη» τις παρατηρήσεις της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας‑πλαισίου δεν συνεπάγεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη έχει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα.

    Επί των επιχειρημάτων κατά τα οποία η προσβαλλόμενη πράξη συνιστά εγκριτική απόφαση

    55

    Η προσφεύγουσα εκτιμά ότι οι παρατηρήσεις της Επιτροπής, παρότι υπό τη μορφή επιστολής, συνιστούν απόφαση με την οποία εγκρίθηκε η εκ μέρους της ACM έκδοση της από 27 Σεπτεμβρίου 2018 απόφασής της.

    56

    Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η διαβίβαση των παρατηρήσεων βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας‑πλαισίου και η έναρξη του δευτέρου σταδίου του άρθρου 7 συνιστούν τα δύο σκέλη της ίδιας εναλλακτικής επιλογής, με αποτέλεσμα η Επιτροπή να βρίσκεται αντιμέτωπη με μια αυστηρή επιλογή μεταξύ της μη άσκησης του δικαιώματος αρνησικυρίας και της άσκησης του δικαιώματος αυτού όσον αφορά το κοινοποιηθέν από την ΕΡΑ σχέδιο μέτρων.

    57

    Κατά πρώτον, πρέπει να σημειωθεί ότι, μολονότι η διαβίβαση των παρατηρήσεων και η έναρξη του δευτέρου σταδίου της ευρωπαϊκής διαδικασίας διαβούλευσης αποτελούν εναλλακτική λύση, δεν τίθεται, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, ζήτημα αυστηρής επιλογής μεταξύ της μη άσκησης του δικαιώματος αρνησικυρίας ή της άσκησής του όσον αφορά το κοινοποιηθέν από την ΕΡΑ σχέδιο μέτρων. Συγκεκριμένα, όταν η Επιτροπή κινεί το δεύτερο στάδιο της ευρωπαϊκής διαδικασίας διαβούλευσης, ενεργεί με βάση, κατά περίπτωση, το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας‑πλαισίου ή το άρθρο 7α, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας ή με βάση αμφότερα τα προαναφερθέντα άρθρα. Ωστόσο, μόνο στο πλαίσιο του δευτέρου σταδίου του άρθρου 7 μπορεί η Επιτροπή να αποφασίσει να ζητήσει από την ΕΡΑ την απόσυρση του σχεδίου της, εφόσον η Επιτροπή δεν έχει επιλέξει να άρει τις επιφυλάξεις της ως προς το σχέδιο μέτρων. Αντιθέτως, το δεύτερο στάδιο του άρθρου 7α μπορεί, στην καλύτερη περίπτωση, να οδηγήσει στην έκδοση σύστασης προς την ΕΡΑ να τροποποιήσει ή να αποσύρει το σχέδιό της.

    58

    Στην πραγματικότητα, ακόμη και αν η άσκηση του δικαιώματος αρνησικυρίας, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 5, στοιχείο αʹ, της οδηγίας‑πλαισίου, παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα καθόσον η ενδιαφερόμενη ΕΡΑ δεν δικαιούται πλέον να λάβει τα αρχικώς σχεδιαζόμενα μέτρα, εντούτοις το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν ασκεί το δικαίωμά της αρνησικυρίας εξομοιούται με μη έκδοση απόφασης, με αποτέλεσμα να μη δημιουργείται οποιοδήποτε δεσμευτικό έννομο αποτέλεσμα (πρβλ. διατάξεις της 12ης Δεκεμβρίου 2007, Vodafone España και Vodafone Group κατά Επιτροπής, T-109/06, EU:T:2007:384, σκέψεις 105 και 106, και της 22ας Φεβρουαρίου 2008, Base κατά Επιτροπής, T-295/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2008:48, σκέψεις 75 και 76).

    59

    Κατά δεύτερον, η ενδιαφερόμενη ΕΡΑ αντλεί τις αρμοδιότητές της απευθείας από τις σχετικές διατάξεις της οδηγίας‑πλαισίου, η δε άσκησή τους δεν απαιτεί έγκριση εκ μέρους της Επιτροπής. Εξάλλου, καμία διάταξη της εν λόγω οδηγίας δεν προβλέπει ότι η μη κίνηση του δευτέρου σταδίου της ευρωπαϊκής διαδικασίας διαβούλευσης εξομοιώνεται με έγκριση του κοινοποιηθέντος σχεδίου μέτρων με την οποία παρέχεται η δυνατότητα στην ΕΡΑ να ενεργήσει (πρβλ. διατάξεις της 12ης Δεκεμβρίου 2007, Vodafone España και Vodafone Group κατά Επιτροπής, T-109/06, EU:T:2007:384, σκέψεις 95 και 96, και της 22ας Φεβρουαρίου 2008, Base κατά Επιτροπής, T-295/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2008:48, σκέψεις 66 και 68).

    60

    Συνεπώς, αν η ΕΡΑ αποφασίσει να λάβει το εθνικό μέτρο, υπό την αρχική ή την τροποποιημένη μορφή του, τα αντλούμενα από αυτό δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα απορρέουν από δικής της ενέργεια και όχι από τις παρατηρήσεις της Επιτροπής ή από τη μη κίνηση του δευτέρου σταδίου της ευρωπαϊκής διαδικασίας διαβούλευσης (πρβλ. διατάξεις της 12ης Δεκεμβρίου 2007, Vodafone España και Vodafone Group κατά Επιτροπής, T-109/06, EU:T:2007:384, σκέψη 106, και της 22ας Φεβρουαρίου 2008, Base κατά Επιτροπής, T-295/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2008:48, σκέψη 77).

    61

    Δεύτερον, η προσφεύγουσα εκτιμά ότι το γεγονός ότι τα μέτρα που εν τέλει εγκρίθηκαν από την ACM έχουν έννομα αποτελέσματα δεν αποκλείει η προσβαλλόμενη πράξη να παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα, καθόσον οι δύο πράξεις είναι απόρροια χωριστών διοικητικών διαδικασιών και η ευρωπαϊκή διαδικασία διαβούλευσης συνιστά υποχρεωτικό στάδιο.

    62

    Ασφαλώς, η ευρωπαϊκή διαδικασία διαβούλευσης αποτελεί υποχρεωτικό στάδιο της διαδικασίας λήψης των μέτρων που εμπίπτουν είτε στα άρθρα 15 ή 16 της οδηγίας‑πλαισίου είτε στα άρθρα 5 ή 8 της οδηγίας 2002/19 και επηρεάζουν τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών. Ωστόσο, η διαπίστωση αυτή δεν αρκεί ώστε να αναγνωριστούν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα στις παρατηρήσεις βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας‑πλαισίου. Πράγματι, η ενδεχόμενη μη τήρηση αυτού του υποχρεωτικού σταδίου έχει διαφορετικά αποτελέσματα. Για παράδειγμα, αν μια ΕΡΑ δεν κινήσει την ευρωπαϊκή διαδικασία διαβούλευσης παραλείποντας να θέσει το σχέδιο μέτρων στη διάθεση άλλων ΕΡΑ, της Επιτροπής και του BEREC ή αν δεν αναμείνει την έκβαση της εν λόγω διαδικασίας λαμβάνοντας τα σχεδιαζόμενα μέτρα, είναι δυνατή, κατά περίπτωση, η άσκηση προσφυγής λόγω παραβάσεως ενώπιον του δικαστή της Ένωσης ή προσφυγής κατά των μέτρων που έλαβε η ΕΡΑ ενώπιον του εθνικού δικαστή.

    63

    Από τα ανωτέρω απορρέει ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν συνιστά απόφαση με την οποία παρέχεται έγκριση στην ACM να λάβει τα σχεδιαζόμενα μέτρα και, ως εκ τούτου, δεν παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα.

    Επί των επιχειρημάτων που αφορούν τη φερόμενη προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων της προσφεύγουσας

    64

    Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι η προσβαλλόμενη πράξη θίγει τα διαδικαστικά της δικαιώματα, καθόσον στερήθηκε της δυνατότητας να τύχει ακρόασης στο πλαίσιο του δευτέρου σταδίου της ευρωπαϊκής διαδικασίας διαβούλευσης.

    65

    Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η κίνηση του δευτέρου σταδίου της ευρωπαϊκής διαδικασίας διαβούλευσης περιλαμβάνει ορισμένο αριθμό διαδικαστικών ενεργειών στο πλαίσιο των οποίων θα μπορούσε να τύχει ακρόασης, επηρεάζοντας, ενδεχομένως, τα μέτρα που εν τέλει έλαβε η ACM.

    66

    Παρά ταύτα, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι η διασφάλιση των διαδικαστικών δικαιωμάτων ενός ενδιαφερόμενου μέρους είναι ενδεχομένως ικανή να επηρεάσει τον χαρακτηρισμό μιας απόφασης περί μη κίνησης συγκεκριμένης διαδικασίας ως δεκτικής προσφυγής, πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω αν, βάσει της οδηγίας‑πλαισίου, η προσφεύγουσα έχει διαδικαστικά δικαιώματα τα οποία οφείλει να διασφαλίσει ο δικαστής της Ένωσης.

    67

    Επ’ αυτού, πρώτον, πρέπει να υπομνησθεί καταρχάς ότι το άρθρο 6 της οδηγίας‑πλαισίου προβλέπει ότι μια ΕΡΑ, όταν προτίθεται να λάβει μέτρα τα οποία έχουν σημαντικό αντίκτυπο στη σχετική αγορά, υποχρεούται να οργανώσει δημόσια διαβούλευση σε εθνικό επίπεδο, προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα στα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί του σχεδίου μέτρων εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος. Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας‑πλαισίου, η εν λόγω εθνική διαβούλευση πραγματοποιείται πριν από την ευρωπαϊκή διαβούλευση ούτως ώστε οι παρατηρήσεις των ενδιαφερόμενων μερών να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο της δεύτερης διαδικασίας, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 17 της οδηγίας 2009/140 με την οποία τροποποιήθηκε η οδηγία‑πλαίσιο.

    68

    Ακολούθως, διαπιστώνεται ότι η ευρωπαϊκή διαδικασία διαβούλευσης όπως προβλέπεται στην οδηγία‑πλαίσιο, είτε πρόκειται για το πρώτο είτε για το δεύτερο στάδιο, αφορά αποκλειστικώς τις σχέσεις μεταξύ της ενδιαφερόμενης ΕΡΑ, αφενός, και της Επιτροπής, των άλλων ΕΡΑ και του BEREC, αφετέρου, καθώς η οδηγία‑πλαίσιο σιωπά όσον αφορά μια ενδεχόμενη συμμετοχή των ενδιαφερομένων μερών σε επίπεδο Ένωσης (πρβλ. διατάξεις της 12ης Δεκεμβρίου 2007, Vodafone España και Vodafone Group κατά Επιτροπής, T‑109/06, EU:T:2007:384, σκέψεις 119 έως 122, και της 22ας Φεβρουαρίου 2008, Base κατά Επιτροπής, T-295/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2008:48, σκέψεις 90 έως 92).

    69

    Πράγματι, ακόμη και αν η πρακτική που ακολουθεί η Επιτροπή είναι, αφενός, να δημοσιεύει στον δικτυακό της τόπο την πράξη με την οποία κινεί το δεύτερο στάδιο της ευρωπαϊκής διαδικασίας διαβούλευσης και, αφετέρου, να καλεί τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους, καμία από τις διατάξεις της οδηγίας‑πλαισίου δεν την υποχρεώνει να προβαίνει σε διαβούλευση με τα ενδιαφερόμενα μέρη σε επίπεδο Ένωσης, ενώ μπορεί να λαμβάνει γνώση των παρατηρήσεων των ενδιαφερόμενων μερών που διατυπώθηκαν σε εθνικό επίπεδο κατά τη διάρκεια της δημόσιας διαβούλευσης η οποία προηγείται της ευρωπαϊκής διαδικασίας διαβούλευσης.

    70

    Στην πραγματικότητα, όταν η οδηγία‑πλαίσιο προβλέπει επιπρόσθετη συμμετοχή των ενδιαφερομένων μερών, το άρθρο 7, παράγραφος 6, και το άρθρο 7α, παράγραφος 6, της οδηγίας‑πλαισίου προβλέπουν ότι η ενδιαφερόμενη ΕΡΑ είναι εκείνη η οποία διοργανώνει νέα δημόσια διαβούλευση σε εθνικό επίπεδο, σύμφωνα με το άρθρο 6 της οδηγίας‑πλαισίου.

    71

    Δεύτερον, το άρθρο 4 της οδηγίας‑πλαισίου προβλέπει δικαίωμα προσφυγής κατά των μέτρων των ΕΡΑ ενώπιον ανεξάρτητου φορέα, του οποίου η απόφαση, εφόσον ο εν λόγω φορέας δεν έχει δικαιοδοτικό χαρακτήρα, υπόκειται σε αναθεώρηση από δικαστήριο κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ. Εντός του νομικού πλαισίου που θεσπίζει η οδηγία‑πλαίσιο, τα μέτρα τα οποία επηρεάζουν τα συμφέροντα των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών λαμβάνονται από τις ΕΡΑ σε εθνικό επίπεδο και όχι από την Επιτροπή και, ως εκ τούτου, πρέπει να υπόκεινται σε αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο σε εθνικό επίπεδο.

    72

    Η μη κίνηση του δευτέρου σταδίου της ευρωπαϊκής διαδικασίας διαβούλευσης, όπως εν προκειμένω, συνεπάγεται ότι η τελική απόφαση θα ληφθεί σε εθνικό επίπεδο με τη λήψη, κατά περίπτωση, των σχεδιαζόμενων μέτρων. Επομένως, τα διαδικαστικά δικαιώματα των ενδιαφερομένων μερών διασφαλίζονται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων (πρβλ. διατάξεις της 12ης Δεκεμβρίου 2007, Vodafone España και Vodafone Group κατά Επιτροπής, T-109/06, EU:T:2007:384, σκέψεις 117 έως 121, και της 22ας Φεβρουαρίου 2008, Base κατά Επιτροπής, T-295/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2008:48, σκέψεις 88 έως 92).

    73

    Κατά δεύτερον, η προσφεύγουσα τονίζει ιδιαιτέρως τον ρόλο που διαδραματίζει ο BEREC κατά το δεύτερο στάδιο της ευρωπαϊκής διαδικασίας διαβούλευσης. Στο πλαίσιο αυτό, δεδομένου ότι ο ρόλος αυτός προκύπτει από τροποποιήσεις της οδηγίας‑πλαισίου που επήλθαν μετά την έκδοση της απόφασης της 12ης Δεκεμβρίου 2007, Vodafone España και Vodafone Group κατά Επιτροπής (T-109/06, EU:T:2007:384), η υπό κρίση υπόθεση θα πρέπει να διακριθεί από εκείνη επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω απόφαση.

    74

    Συναφώς, είναι αληθές ότι ο BEREC μπορεί να συμμετέχει πλέον στο δεύτερο στάδιο της ευρωπαϊκής διαδικασίας διαβούλευσης δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 5, και του άρθρου 7α, παράγραφοι 3 έως 5, της οδηγίας‑πλαισίου. Ωστόσο, τούτο δεν συνεπάγεται ότι η προσφεύγουσα έχει διαδικαστικά δικαιώματα τα οποία πρέπει να διασφαλιστούν με άσκηση προσφυγής βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

    75

    Πρώτον, όπως ορθώς επισήμανε και η Επιτροπή, δεν απαιτείται η κίνηση του δευτέρου σταδίου της ευρωπαϊκής διαδικασίας διαβούλευσης ώστε ο BEREC να έχει τη δυνατότητα να γνωστοποιήσει τη θέση του επί του σχεδίου μέτρων, δεδομένου ότι, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας‑πλαισίου, ο φορέας αυτός μπορεί, ήδη από το πρώτο στάδιο, να απευθύνει τις παρατηρήσεις του στην ενδιαφερόμενη ΕΡΑ, εντός της ίδιας προθεσμίας του ενός μηνός που ισχύει αδιακρίτως για τις ΕΡΑ και την Επιτροπή.

    76

    Δεύτερον, η διάκριση που γίνεται από την προσφεύγουσα μεταξύ των παρατηρήσεων που μπορεί να διατυπώσει ο BEREC επί σχεδίου μέτρων κατά το πρώτο στάδιο της ευρωπαϊκής διαδικασίας διαβούλευσης και της γνώμης που μπορεί να διατυπώσει ο φορέας αυτός κατά το δεύτερο στάδιο της ευρωπαϊκής διαδικασίας διαβούλευσης, δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 5, της οδηγίας‑πλαισίου, είναι αλυσιτελής.

    77

    Καταρχάς, η γνώμη την οποία διατυπώνει ο BEREC κατά το δεύτερο στάδιο της ευρωπαϊκής διαδικασίας διαβούλευσης αφορά βεβαίως την πράξη της Επιτροπής με την οποία κινείται το δεύτερο στάδιο της ευρωπαϊκής διαδικασίας διαβούλευσης και τις επιφυλάξεις που διατυπώνονται με αυτήν, και όχι μόνον το σχέδιο μέτρων όπως συμβαίνει κατά το πρώτο στάδιο. Ωστόσο, οι δύο αυτές ανταλλαγές απόψεων αφορούν εν τέλει το υποβληθέν από την ενδιαφερόμενη ΕΡΑ σχέδιο μέτρων.

    78

    Για τον ίδιο λόγο, είναι περιορισμένης σημασίας το ότι η Επιτροπή, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 5, της οδηγίας‑πλαισίου, πρέπει να λαμβάνει «ιδιαιτέρως υπόψη» τη γνώμη που εκδίδει ο BEREC. Εξάλλου, η απαίτηση αυτή δεν είναι σημαντική, καθόσον η Επιτροπή πρέπει γενικά να λαμβάνει «υπόψη στον μέγιστο βαθμό όλες τις γνώμες, συστάσεις, κατευθυντήριες γραμμές, συμβουλές ή βέλτιστες ρυθμιστικές πρακτικές του BEREC», σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 1211/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, για την ίδρυση του BEREC και της Υπηρεσίας (ΕΕ 2009, L 337, σ. 1) [καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1971 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2018, για την ίδρυση του BEREC και του Οργανισμού για την υποστήριξη του BEREC (Υπηρεσία του BEREC), την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 2015/2120 και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1211/2009 (ΕΕ 2018, L 321, σ. 1)]. Ως εκ τούτου, στον βαθμό που ο BEREC διατυπώνει παρατηρήσεις ενώπιον της Επιτροπής στο πλαίσιο του πρώτου σταδίου της ευρωπαϊκής διαδικασίας διαβούλευσης, η Επιτροπή οφείλει ούτως ή άλλως να τις λαμβάνει υπόψη στον μέγιστο βαθμό.

    79

    Τρίτον, η συμμετοχή του BEREC, ενός θεσμικού φορέα ο οποίος δεν συγκαταλέγεται στα ενδιαφερόμενα μέρη, στο πλαίσιο του δευτέρου σταδίου της ευρωπαϊκής διαδικασίας διαβούλευσης είναι άνευ σημασίας όσον αφορά τη διασφάλιση των φερόμενων διαδικαστικών δικαιωμάτων της προσφεύγουσας.

    80

    Κατά τρίτον, η προσφεύγουσα παραπέμπει στις αποφάσεις της 24ης Μαΐου 2011, Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex (C-83/09 P, EU:C:2011:341, σκέψεις 57 έως 59), και της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Stichting Woondunt κ.λπ. κατά Επιτροπής (C-132/12 P, EU:C:2014:100, σκέψη 30), σχετικά με κρατικές ενισχύσεις. Πρόκειται για υποθέσεις στο πλαίσιο των οποίων τέθηκε το ζήτημα του σεβασμού των διαδικαστικών δικαιωμάτων κατά την άσκηση προσφυγής κατά των καλούμενων αποφάσεων «περί μη διατύπωσης αντιρρήσεων» της Επιτροπής, οι οποίες εμπίπτουν στο άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της Συνθήκης ΕΚ (ΕΕ 1999, L 83, σ. 1), το οποίο αντικαταστάθηκε έκτοτε από το άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2015, L 248, σ. 9).

    81

    Ωστόσο, η νομολογία αυτή δεν ασκεί επιρροή στην υπό κρίση υπόθεση. Πράγματι, αφενός, ο έλεγχος της συμβατότητας των κρατικών ενισχύσεων εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Επιτροπής, σύμφωνα με το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, οπότε τα ενδιαφερόμενα μέρη μπορούν να διατυπώσουν λυσιτελώς τυχόν παρατηρήσεις τους μόνο στο επίπεδο της Ένωσης.

    82

    Εν προκειμένω, δεδομένου ότι τα μέτρα τα οποία αφορά η οδηγία‑πλαίσιο λαμβάνονται καταρχήν σε εθνικό επίπεδο και όχι από την Επιτροπή, αρκεί τα ενδιαφερόμενα μέρη να εκφράζουν την άποψή τους σε εθνικό επίπεδο, τουλάχιστον όταν η Επιτροπή απλώς διατυπώνει παρατηρήσεις βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας‑πλαισίου (πρβλ. διατάξεις της 12ης Δεκεμβρίου 2007, Vodafone España και Vodafone Group κατά Επιτροπής, T-109/06, EU:T:2007:384, σκέψη 128, και της 22ας Φεβρουαρίου 2008, Base κατά Επιτροπής, T‑295/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2008:48, σκέψη 94).

    83

    Αφετέρου, οι ληφθείσες από την Επιτροπή αποφάσεις στο πλαίσιο των υποθέσεων τις οποίες επικαλείται η προσφεύγουσα παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα, καθόσον ορίζουν ρητώς ότι οι επίμαχες ενισχύσεις είναι συμβατές με την εσωτερική αγορά.

    84

    Ωστόσο, στην υπό κρίση υπόθεση, η προσβαλλόμενη πράξη δεν κηρύσσει ρητώς το σχέδιο μέτρων σύμφωνο προς το δίκαιο της Ένωσης. Το νομικό πλαίσιο το οποίο θεσπίστηκε με την οδηγία‑πλαίσιο εφαρμοζόταν πριν από την υποβολή του σχεδίου μέτρων στην Επιτροπή και εξακολουθεί να ισχύει ανεξαρτήτως της θέσης που έλαβε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη πράξη. Επομένως, η πράξη αυτή δεν παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα και η νομολογία την οποία επικαλείται η προσφεύγουσα δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην υπό κρίση υπόθεση (πρβλ. διάταξη της 12ης Δεκεμβρίου 2007, Vodafone España και Vodafone Group κατά Επιτροπής, T-109/06, EU:T:2007:384, σκέψεις 125 και 127).

    85

    Κατόπιν των ανωτέρω εκτιμήσεων, συνάγεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη, η οποία αποκλείει την κίνηση του δευτέρου σταδίου της ευρωπαϊκής διαδικασίας διαβούλευσης, δεν θίγει τα διαδικαστικά δικαιώματα της προσφεύγουσας.

    Επί του περιεχομένου της προσβαλλόμενης πράξης

    86

    Πρέπει επίσης να εξεταστεί το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης πράξης προκειμένου να εκτιμηθεί κατά πόσον, ανεξαρτήτως του πλαισίου εντός του οποίου εκδόθηκε, παράγει παρά ταύτα δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα.

    Επί των επιχειρημάτων που αφορούν το γράμμα της προσβαλλόμενης πράξης

    87

    Η Επιτροπή επισημαίνει ότι από το γράμμα της προσβαλλόμενης πράξης προκύπτει ότι δεν είχε την πρόθεση να προσδώσει στην πράξη αυτή δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα.

    88

    Συναφώς, θα πρέπει να επισημανθεί ότι, πρώτον, η προσβαλλόμενη πράξη αναφέρει σε πλείονα σημεία ότι περιλαμβάνει «παρατηρήσεις». Ως εκ τούτου, καταρχάς, το αντικείμενο της προσβαλλόμενης πράξης καθιστά σαφές ότι πρόκειται για «[π]αρατηρήσεις βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 3, της [οδηγίας‑πλαισίου]», παρά την ακατάλληλη χρήση του όρου «απόφαση» στον τίτλο του ίδιου αντικειμένου.

    89

    Στη συνέχεια, υπό τον τίτλο «Διαδικασία», η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι «[σ]ύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 3, της [οδηγίας‑πλαισίου], οι [ΕΡΑ], ο [BEREC] και η Επιτροπή μπορούν να υποβάλουν παρατηρήσεις στην ενδιαφερόμενη ΕΡΑ επί των κοινοποιηθέντων σχεδίων μέτρων».

    90

    Επιπλέον, υπό τον τίτλο «Παρατηρήσεις», η Επιτροπή αναφέρει ότι «εξέτασε την κοινοποίηση και τις πρόσθετες πληροφορίες που παρέσχε η ACM, [και] επιθυμεί να διατυπώσει τις ακόλουθες παρατηρήσεις», εισαγωγή η οποία συμπληρώνεται από υποσημείωση με την ένδειξη «[σ]ύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 3, της [οδηγίας‑πλαισίου]».

    91

    Τέλος, η Επιτροπή υπενθυμίζει επίσης, στο τέλος της προσβαλλόμενης πράξης, ότι, «[σ]ύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 7, της [οδηγίας‑πλαισίου], η ACM λαμβάνει ιδιαιτέρως υπόψη τις παρατηρήσεις των άλλων ΕΡΑ, του BEREC και της Επιτροπής και μπορεί να εγκρίνει το προκύπτον σχέδιο μέτρου, οπότε ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή».

    92

    Δεύτερον, οι παρατηρήσεις της Επιτροπής είναι διατυπωμένες, ως επί το πλείστον, με μη επιτακτικό τρόπο. Στο πλαίσιο αυτό, καταρχάς, η Επιτροπή καταλήγει, μεταξύ άλλων, στο συμπέρασμα ότι «δεν αντιτίθεται στη διαπίστωση [από κοινού σημαντικής ισχύος στην αγορά]».

    93

    Εν συνεχεία, ως προς τον αναλογικό χαρακτήρα των σχεδιαζόμενων διορθωτικών μέτρων, η Επιτροπή, μεταξύ άλλων, «ζητεί από την ACM να ενισχύσει τη συλλογιστική της» όσον αφορά τον κατάλληλο και αναλογικό χαρακτήρα των προτεινόμενων μέτρων και «καλεί την ACM να εξηγήσει με περισσότερη σαφήνεια» τον τρόπο με τον οποίο τα μέτρα αυτά θα επιτύχουν την εκπλήρωση του σκοπού των αποτελεσματικών επενδύσεων.

    94

    Επιπλέον, ως προς το σχεδιαζόμενο μέτρο τιμολόγησης, η Επιτροπή «ζητεί από την ACM να εξετάσει» μια άλλη προσέγγιση ελέγχου των τιμών.

    95

    Εν κατακλείδι, η Επιτροπή, στις τελικές παρατηρήσεις της, μεταξύ άλλων, «καλεί την ACM να παρακολουθήσει στενά» τις εξελίξεις στην αγορά, ιδίως όσον αφορά τις δυνητικές δεσμεύσεις σχετικά με τις συμφωνίες συνεργασίας και τις συνεπενδύσεις, και τον αντίκτυπό τους στα επίπεδα επενδύσεων, καθώς και τις τιμές και την ένταση του ανταγωνισμού σε επίπεδο λιανικής.

    96

    Επομένως, η Επιτροπή δεν επιδίωξε να επιβάλει νομικώς δεσμευτικές υποχρεώσεις εκδίδοντας την προσβαλλόμενη πράξη, ερμηνεία την οποία συμμερίζεται και η ACM, αποδέκτρια της εν λόγω πράξης, όπως προκύπτει από το γράμμα της από 27 Σεπτεμβρίου 2018 απόφασής της, ιδίως από το παράρτημα I.

    Επί των επιχειρημάτων τα οποία αφορούν το αντικείμενο των περιλαμβανόμενων στην προσβαλλόμενη πράξη παρατηρήσεων

    97

    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η διάταξη της 12ης Δεκεμβρίου 2007, Vodafone España και Vodafone Group κατά Επιτροπής (T-109/06, EU:T:2007:384), δεν είναι κρίσιμη εν προκειμένω. Στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω διάταξη, η Comisión del Mercado de las Telecomunicaciones (Ρυθμιστική αρχή της αγοράς των τηλεπικοινωνιών, Ισπανία) είχε υποβάλει σχέδιο μέτρων στη διάθεση της Επιτροπής, το οποίο πρωτοκολλήθηκε υπό τον αριθμό ES/2005/0330, η δε Επιτροπή διατύπωσε παρατηρήσεις κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας‑πλαισίου. Κατόπιν προσφυγής ασκηθείσας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε, μεταξύ άλλων, ότι οι παρατηρήσεις της Επιτροπής δεν αποτελούσαν πράξη παράγουσα δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα.

    98

    Κατά την προσφεύγουσα, στην υπό κρίση υπόθεση δεν συντρέχουν αντίστοιχες περιστάσεις με εκείνες της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η διάταξη της 12ης Δεκεμβρίου 2007, Vodafone España και Vodafone Group κατά Επιτροπής (T‑109/06, EU:T:2007:384). Αφενός, η προσβαλλόμενη πράξη περιέχει παρατηρήσεις σχετικά με τον ορισμό της αγοράς και τα διορθωτικά μέτρα που προβλέπει η ACM, ενώ οι παρατηρήσεις στην υπόθεση ES/2005/0330 αφορούσαν την οικονομική ανάλυση της ΣΙΑ, οπότε οι επιφυλάξεις δεν ήταν εξίσου θεμελιώδους σημασίας. Αφετέρου, αντιθέτως προς την εκ μέρους της ισπανικής ΕΡΑ ανάλυση της ΣΙΑ στην υπόθεση ES/2005/0330, η προσέγγιση της ACM στην υπό κρίση υπόθεση είναι προδήλως και εκ πρώτης όψεως αντίθετη προς το κανονιστικό πλαίσιο, δεδομένου ότι αποκλίνει από τις ενδείξεις που περιλαμβάνονται στα σχετικά κατευθυντήρια έγγραφα, και συγκεκριμένα στη σύσταση 2014/710/ΕΕ της Επιτροπής, της 9ης Οκτωβρίου 2014, σχετικά με σημαντικές αγορές προϊόντων και υπηρεσιών στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, οι οποίες επιδέχονται εκ των προτέρων κανονιστική ρύθμιση, σύμφωνα με την οδηγία‑πλαίσιο (ΕΕ 2014, L 295, σ. 79), και στις κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής για την ανάλυση της αγοράς και την εκτίμηση της σημαντικής ισχύος στην αγορά βάσει του ενωσιακού κανονιστικού πλαισίου για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (ΕΕ 2018, C 159, σ. 1).

    99

    Πρώτον, όπως ορθώς επισήμανε η Επιτροπή, η προσφεύγουσα δεν εξηγεί με ποιον τρόπο οι διαφορές ως προς το αντικείμενο των παρατηρήσεων της Επιτροπής δικαιολογούν τη διάκριση της υπό κρίση υπόθεσης από εκείνη επί της οποίας εκδόθηκε η διάταξη της 12ης Δεκεμβρίου 2007, Vodafone España και Vodafone Group κατά Επιτροπής (T-109/06, EU:T:2007:384).

    100

    Κατά πρώτον, το γράμμα του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας‑πλαισίου δεν προβαίνει σε καμία διάκριση όσον αφορά το αντικείμενο των παρατηρήσεων της Επιτροπής κατά το πρώτο στάδιο της ευρωπαϊκής διαδικασίας διαβούλευσης.

    101

    Κατά δεύτερον, είναι αληθές ότι το αντικείμενο των επιφυλάξεων της Επιτροπής είναι καθοριστικής σημασίας για το κατά πόσον θα κινήσει το δεύτερο στάδιο του άρθρου 7 ή το δεύτερο στάδιο του άρθρου 7α ή αμφότερα τα στάδια. Ωστόσο, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι οι παρατηρήσεις που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο της υπό κρίση υπόθεσης συνιστούσαν πράγματι επιφυλάξεις οι οποίες δικαιολογούν την κίνηση του δευτέρου σταδίου της ευρωπαϊκής διαδικασίας διαβούλευσης, η ίδια διάταξη, δηλαδή το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας‑πλαισίου, θα είχε εφαρμογή τόσο στην υπόθεση ES/2005/0330 όσο και στην υπό κρίση υπόθεση, καθόσον οι επιφυλάξεις ως προς τη ΣΙΑ ή τον ορισμό της αγοράς εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διάταξης. Εξάλλου, η κατά την προσφεύγουσα διάκριση μεταξύ της θεωρητικής και της οικονομικής ανάλυσης της ΣΙΑ δεν ασκεί επιρροή συναφώς.

    102

    Δεύτερον, κατά την προσφεύγουσα, αντιθέτως προς την υπόθεση ES/2005/0330, το σχέδιο μέτρων στην υπό κρίση υπόθεση αντιβαίνει στο κανονιστικό πλαίσιο, στον βαθμό που, αφενός, ο ορισμός της αγοράς διαφέρει από την προσέγγιση που προτείνεται με τη σύσταση 2014/710 και, αφετέρου, η ανάλυση της από κοινού σημαντικής ισχύος στην αγορά δεν ακολουθεί το αναλυτικό πλαίσιο των κατευθυντήριων γραμμών της Επιτροπής για την ανάλυση της αγοράς και την εκτίμηση της σημαντικής ισχύος στην αγορά βάσει του ενωσιακού κανονιστικού πλαισίου για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Η ACM όφειλε, όμως, καταρχήν να ακολουθήσει τις επισημάνσεις που περιέχονται στα εν λόγω κατευθυντήρια έγγραφα.

    103

    Συναφώς, θα πρέπει να υπομνησθεί ότι η ACM μπορεί να αποκλίνει από τις επισημάνσεις που περιέχονται στα εν λόγω κατευθυντήρια έγγραφα, αν, κατά την αξιολόγηση δεδομένης κατάστασης, προκύπτει ότι οι επισημάνσεις αυτές δεν είναι προσαρμοσμένες στις περιστάσεις, όπως επεξηγήθηκε στις σκέψεις 41 έως 43 ανωτέρω. Εν προκειμένω, υπό το πρίσμα των πληροφοριών που παρέσχε η ACM, ιδίως ως προς τις ιδιαιτερότητες των συνθηκών της αγοράς στις Κάτω Χώρες, η Επιτροπή έκρινε ότι ήταν επαρκής η διατύπωση παρατηρήσεων, χωρίς να απαιτείται η κίνηση του δευτέρου σταδίου της ευρωπαϊκής διαδικασίας διαβούλευσης.

    104

    Κατά τρίτον και εν πάση περιπτώσει, πρέπει να σημειωθεί ότι οι διαφορές τις οποίες προβάλλει η προσφεύγουσα όσον αφορά το αντικείμενο των παρατηρήσεων της Επιτροπής και την ύπαρξη αποκλίσεων από τα κατευθυντήρια έγγραφα δεν ασκούν επιρροή ως προς τα έννομα αποτελέσματα των παρατηρήσεων που διαβιβάζονται σε ΕΡΑ κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας‑πλαισίου.

    105

    Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι δεν αποδεικνύεται ούτε με βάση το νομικό πλαίσιο εντός του οποίου εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη ούτε με βάση το περιεχόμενό της ότι πρόκειται για πράξη παράγουσα δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα. Επομένως, πρέπει να εξεταστεί αν το επίμαχο μέτρο έχει προπαρασκευαστικό χαρακτήρα.

    Επί του προπαρασκευαστικού χαρακτήρα της προσβαλλόμενης πράξης

    Επί των επιχειρημάτων τα οποία αφορούν την ολοκλήρωση εσωτερικής διαδικασίας

    106

    Η προσφεύγουσα αντικρούει την επιχειρηματολογία της Επιτροπής ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι προπαρασκευαστική. Συγκεκριμένα, η προσβαλλόμενη πράξη αποτελεί, κατά την άποψή της, το τελικό στάδιο μιας διοικητικής διαδικασίας σε επίπεδο Ένωσης. Δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν έχει πλέον τη δυνατότητα να παρέμβει σε μεταγενέστερο στάδιο, η προσβαλλόμενη πράξη απηχεί την οριστική θέση της μετά την ολοκλήρωση εσωτερικής διαδικασίας, αντιθέτως προς τις σχετικές περιστάσεις της μνημονευθείσας νομολογίας επί των οποίων στηρίζεται η διάταξη της 12ης Δεκεμβρίου 2007, Vodafone España και Vodafone Group κατά Επιτροπής (T-109/06, EU:T:2007:384, σκέψη 97). Εξάλλου, χωρίς αναγνώριση του οριστικού χαρακτήρα της προσβαλλόμενης πράξης, δεν θα ήταν δυνατόν να αμφισβητηθεί η νομιμότητα των πράξεων αυτού του είδους.

    107

    Επ’ αυτού, πρέπει να σημειωθεί ότι, πρώτον, παρά το γεγονός ότι οι παρατηρήσεις της Επιτροπής δεν ακολουθούνται από άλλη πράξη των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, σε αντίθεση, όπως επισήμανε η προσφεύγουσα, με τις κρίσιμες περιστάσεις που εκτίθενται στη νομολογία που μνημονεύθηκε στη σκέψη 106 ανωτέρω, το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ρητώς ότι επιστολή παρατηρήσεων της Επιτροπής βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας‑πλαισίου συνιστά προπαρασκευαστική πράξη της Ένωσης στο πλαίσιο διαδικασίας που οδηγεί στην εκ μέρους της ενδιαφερόμενης ΕΡΑ λήψη εθνικών μέτρων (διάταξη της 12ης Δεκεμβρίου 2007, Vodafone España και Vodafone Group κατά Επιτροπής, T-109/06, EU:T:2007:384, σκέψη 97).

    108

    Δεύτερον, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, η ευρωπαϊκή διαδικασία διαβούλευσης, κατόπιν της οποίας στη συγκεκριμένη περίπτωση η Επιτροπή διαβίβασε παρατηρήσεις στην ΕΡΑ, δεν συνιστά κατάληξη, αλλά ένα στάδιο και μόνον της διοικητικής διαδικασίας που οδηγεί στη λήψη των μέτρων που σχολιάστηκαν με τις εν λόγω παρατηρήσεις.

    109

    Όπως προκύπτει από την προηγηθείσα ανάλυση, το εφαρμοστέο εν προκειμένω κανονιστικό πλαίσιο δεν επιδιώκει τον διαχωρισμό δύο αρμοδιοτήτων, μιας εθνικής και μιας ενωσιακής, με χωριστά αντικείμενα, αλλά, αντιθέτως, κατοχυρώνει την αποκλειστική εξουσία λήψης αποφάσεων των ΕΡΑ. Η εξουσία αυτή περιορίζεται μόνον από το δικαίωμα αρνησικυρίας της Επιτροπής υπό ορισμένες περιστάσεις, που δεν συντρέχουν εν προκειμένω, το οποίο εν πάση περιπτώσει δεν μπορεί να οδηγήσει στη λήψη μέτρων από την Επιτροπή αντί της ΕΡΑ.

    110

    Η ενδεχόμενη συμμετοχή της Επιτροπής, των άλλων ΕΡΑ και του BEREC στη διαδικασία η οποία καταλήγει στη λήψη εθνικών μέτρων δεν μπορεί να αναιρέσει τον χαρακτηρισμό των μέτρων αυτών ως «εθνικών», όταν οι πράξεις τις οποίες εκδίδει η Επιτροπή, οι άλλες ΕΡΑ και ο BEREC αποτελούν στάδιο μιας διαδικασίας κατά την οποία η ενδιαφερόμενη ΕΡΑ ασκεί μόνη της την τελική εξουσία λήψης αποφάσεων χωρίς να δεσμεύεται από τις προπαρασκευαστικές πράξεις αυτών των θεσμικών φορέων (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Berlusconi και Fininvest, C-219/17, EU:C:2018:1023, σκέψεις 41 έως 44).

    111

    Τρίτον, με την επιλογή διοικητικής διαδικασίας η οποία προβλέπει την έκδοση από την Επιτροπή, τις άλλες ΕΡΑ και τον BEREC προπαρασκευαστικών πράξεων και στη συνέχεια τη λήψη τελικών μέτρων από την ενδιαφερόμενη ΕΡΑ τα οποία παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να προξενήσουν βλάβη ή ζημία, βούληση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν να θεσπίσει έναν ειδικό μηχανισμό συνεργασίας μεταξύ των εν λόγω φορέων, ο οποίος, όμως, στηρίζεται στην αποκλειστική και τελική αρμοδιότητα λήψης αποφάσεων από την ενδιαφερόμενη ΕΡΑ.

    112

    Η αποτελεσματικότητα μιας τέτοιας διαδικασίας λήψης αποφάσεων προϋποθέτει κατ’ ανάγκην ενιαίο δικαστικό έλεγχο, ασκούμενο μόνο μετά τη λήψη από την ενδιαφερόμενη ΕΡΑ των μέτρων τα οποία περατώνουν στη διοικητική διαδικασία, μόνον δε τα μέτρα αυτά είναι ικανά να παραγάγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να θίξουν τα συμφέροντα της προσφεύγουσας, μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική της κατάσταση. Στο πλαίσιο αυτό, από την ερμηνεία του άρθρου 263 ΣΛΕΕ υπό το πρίσμα του καθήκοντος καλόπιστης συνεργασίας προκύπτει ότι οι πράξεις που εκδίδονται από θεσμικούς φορείς πλην της ενδιαφερόμενης ΕΡΑ δεν μπορούν να υπόκεινται στον έλεγχο του δικαστή της Ένωσης βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Berlusconi και Fininvest, C-219/17, EU:C:2018:1023, σκέψεις 47 έως 49).

    Επί των επιχειρημάτων τα οποία αφορούν το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας

    113

    Η προσφεύγουσα εκτιμά ότι το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, το οποίο κατοχυρώνεται ειδικότερα στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επιτάσσει να γίνει δεκτή η ασκηθείσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγή κατά της προσβαλλόμενης πράξης, καθόσον το δικαστήριο αυτό είναι το μόνο αρμόδιο για τον έλεγχο του κύρους των πράξεων των θεσμικών οργάνων. Τούτο είναι επιβεβλημένο κατά μείζονα λόγο καθόσον τα εθνικά δικαστήρια αναγνωρίζουν ορισμένη ισχύ στις παρατηρήσεις που διατυπώνονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας‑πλαισίου.

    114

    Πρώτον, υπενθυμίζεται συναφώς ότι οι κατά το άρθρο 263 ΣΛΕΕ προϋποθέσεις παραδεκτού πρέπει να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα του θεμελιώδους δικαιώματος σε αποτελεσματική δικαστική προστασία, χωρίς όμως η ερμηνεία αυτή να καταλήγει στην παράκαμψη των προϋποθέσεων που προβλέπει ρητώς η εν λόγω Συνθήκη (πρβλ. απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2013, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C-583/11 P, EU:C:2013:625, σκέψη 98 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και διάταξη της 28ης Φεβρουαρίου 2017, NF κατά Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, T-192/16, EU:T:2017:128, σκέψη 74).

    115

    Δεύτερον, στο πλαίσιο του συστήματος που θεσπίζει η οδηγία‑πλαίσιο, οι ΕΡΑ διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο και, συναφώς, το άρθρο 4 της οδηγίας επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να θεσπίσουν έναν μηχανισμό προσφυγής κατά των αποφάσεων των αρχών αυτών, διαμορφώνοντας έτσι ένα σύστημα πλήρους δικαστικής προστασίας (πρβλ. διατάξεις της 12ης Δεκεμβρίου 2007, Vodafone España και Vodafone Group κατά Επιτροπής, T-109/06, EU:T:2007:384, σκέψη 101, και της 22ας Φεβρουαρίου 2008, Base κατά Επιτροπής, T-295/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2008:48, σκέψη 71).

    116

    Αφενός, όταν, όπως εν προκειμένω, καθήκον της Επιτροπής είναι μόνον η διαβίβαση παρατηρήσεων κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας‑πλαισίου, κατόπιν της οποίας, καταρχήν, εκδίδεται απόφαση από την ενδιαφερόμενη ΕΡΑ, προβλέπεται δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του αρμόδιου εθνικού δικαστηρίου. Κατά περίπτωση, το εθνικό δικαστήριο μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, να υποβάλει προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο σχετικά με το κανονιστικό πλαίσιο της Ένωσης το οποίο έχει εφαρμογή σε μια δεδομένη κατάσταση. Πράγματι, μολονότι το άρθρο 263 ΣΛΕΕ αποκλείει τον έλεγχο του Δικαστηρίου επί των μη δεσμευτικών πράξεων της Ένωσης, το άρθρο 267 ΣΛΕΕ παρέχει στο Δικαστήριο την αρμοδιότητα να αποφαίνεται προδικαστικώς επί του κύρους και της ερμηνείας των πράξεων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, χωρίς να εξαιρεί κανένα είδος πράξης (πρβλ. αποφάσεις της 13ης Δεκεμβρίου 1989, Grimaldi, C-322/88, EU:C:1989:646, σκέψη 8, και της 20ής Φεβρουαρίου 2018, Βέλγιο κατά Επιτροπής, C-16/16 P, EU:C:2018:79, σκέψη 44).

    117

    Αφετέρου, αν η Επιτροπή ασκήσει το δικαίωμα αρνησικυρίας που διαθέτει δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 5, στοιχείο αʹ, της οδηγίας‑πλαισίου, η διαδικασία δεν οδηγεί στην έκδοση εθνικής απόφασης, αλλά στην έκδοση πράξης της Ένωσης η οποία έχει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα, στην δε περίπτωση αυτή, προβλέπεται δυνατότητα άσκησης ένδικου βοηθήματος ενώπιον του δικαστή της Ένωσης δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

    118

    Τρίτον, δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι τα εθνικά δικαστήρια προσδίδουν ιδιαίτερη σημασία, κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών μιας υπόθεσης, στις παρατηρήσεις της Επιτροπής βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας‑πλαισίου. Αφενός, η εκ μέρους των εθνικών δικαστηρίων εκτίμηση δεν θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα να προσδοθούν σε πράξη την οποία εκδίδει θεσμικό όργανο της Ένωσης δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα τα οποία δεν της αναγνωρίζει το δίκαιο της Ένωσης. Αφετέρου, σε περίπτωση αμφισβήτησης μεταξύ των διαδίκων ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου ως προς τις εν λόγω παρατηρήσεις, το εθνικό δικαστήριο μπορεί να υποβάλει προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 116 ανωτέρω.

    119

    Εν πάση περιπτώσει, επισημαίνεται ότι, στη μόνη εθνική δικαστική απόφαση την οποία παρέθεσε η προσφεύγουσα προς στήριξη του επιχειρήματός της, η παραπομπή στην άποψη της Επιτροπής αποτελεί μία μόνον από τις σχετικές αιτιολογίες, όπερ σημαίνει ότι το εν λόγω δικαστήριο δεν στηρίχθηκε αποκλειστικώς στην ισχύ που προσδόθηκε στην επιστολή την οποία απηύθυνε η Επιτροπή στην ACM βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας‑πλαισίου.

    120

    Όπως προκύπτει από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων, η προσβαλλόμενη πράξη, η οποία δεν παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα και έχει προπαρασκευαστικό χαρακτήρα, δεν συνιστά πράξη δυνάμενη να προσβληθεί από την προσφεύγουσα ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, προς αμφισβήτηση της μη κίνησης του δευτέρου σταδίου της ευρωπαϊκής διαδικασίας διαβούλευσης.

    121

    Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτή η ένσταση απαραδέκτου την οποία προβάλλει η Επιτροπή και να κηρυχθεί απαράδεκτη η υπό κρίση προσφυγή, χωρίς να είναι απαραίτητη η εξέταση του δευτέρου λόγου απαραδέκτου όσον αφορά την ενεργητική νομιμοποίηση της προσφεύγουσας ή η κρίση επί των αιτήσεων παρεμβάσεως του Βασιλείου των Κάτω Χωρών καθώς της T-Mobile Netherlands Holding, της T-Mobile Netherlands, της T-Mobile Thuis και της Tele2 Nederland.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    122

    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα φέρει τα δικά της έξοδα και τα έξοδα της Επιτροπής, σύμφωνα με τα αιτήματα της Επιτροπής, με εξαίρεση τα σχετικά με τις αιτήσεις παρεμβάσεως έξοδα.

    123

    Βάσει του άρθρου 144, παράγραφος 10, του Κανονισμού Διαδικασίας, αν η δίκη επί της κύριας υπόθεσης τερματιστεί πριν ληφθεί απόφαση επί της αιτήσεως παρεμβάσεως, οι αιτούμενοι την παρέμβαση και οι κύριοι διάδικοι φέρουν έκαστος τα σχετικά με την αίτηση παρεμβάσεως δικαστικά έξοδά του. Ως εκ τούτου, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών καθώς και η T-Mobile Netherlands Holding, η T-Mobile Netherlands, η T-Mobile Thuis και η Tele2 Nederland θα πρέπει να φέρουν έκαστος τα σχετικά με τις αντίστοιχες αιτήσεις παρεμβάσεως δικαστικά έξοδά του. Επιπλέον, η προσφεύγουσα και η Επιτροπή φέρουν έκαστη τα δικαστικά έξοδά τους σχετικά με τις εν λόγω αιτήσεις παρεμβάσεως.

     

    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

    διατάσσει:

     

    1)

    Απορρίπτει την προσφυγή ως απαράδεκτη.

     

    2)

    Παρέλκει η κρίση των αιτήσεων παρεμβάσεως του Βασιλείου των Κάτω Χωρών καθώς και των T-Mobile Netherlands Holding BV, T‑Mobile Netherlands BV, T-Mobile Thuis BV και Tele2 Nederland BV.

     

    3)

    Η VodafoneZiggo Group BV φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εξαιρουμένων των σχετικών με τις αιτήσεις παρεμβάσεως εξόδων.

     

    4)

    Η VodafoneZiggo Group, η Επιτροπή, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών καθώς και η T-Mobile Netherlands Holding, η T‑Mobile Netherlands, η T-Mobile Thuis και η Tele2 Nederland φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους όσον αφορά τις αιτήσεις παρεμβάσεως.

     

    Λουξεμβούργο, 9 Ιουλίου 2019.

    Ο Γραμματέας

    E. Coulon

    Η Πρόεδρος

    I. Pelikánová


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

    Επάνω