Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62011TJ0480

    Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 12ης Μαΐου 2015.
    Technion - Israel Institute of Technology και Technion Research & Development Foundation Ltd κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
    Πρόσβαση στα έγγραφα – Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001– Έγγραφα που λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο οικονομικού ελέγχου που αφορά την εκτέλεση ορισμένων συμβάσεων έρευνας που συνήφθησαν στο πλαίσιο του έκτου προγράμματος-πλαισίου για δραστηριότητες έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης – Άρνηση προσβάσεως – Εξαίρεση για λόγους προστασίας των σκοπών επιθεωρήσεως, έρευνας και οικονομικού ελέγχου – Υποχρέωση της Επιτροπής να προβεί σε συγκεκριμένη και ατομική εξέταση – Υπέρτερο δημόσιο συμφέρον.
    Υπόθεση T-480/11.

    Συλλογή της Νομολογίας — Γενική Συλλογή

    Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:T:2015:272

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

    της 12ης Μαΐου 2015 ( *1 )

    «Πρόσβαση στα έγγραφα — Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 — Έγγραφα που λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο οικονομικού ελέγχου που αφορά την εκτέλεση ορισμένων συμβάσεων έρευνας που συνήφθησαν στο πλαίσιο του έκτου προγράμματος-πλαισίου για δραστηριότητες έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης — Άρνηση προσβάσεως — Εξαίρεση για λόγους προστασίας των σκοπών επιθεωρήσεως, έρευνας και οικονομικού ελέγχου — Υποχρέωση της Επιτροπής να προβεί σε συγκεκριμένη και ατομική εξέταση — Υπέρτερο δημόσιο συμφέρον»

    Στην υπόθεση T‑480/11,

    Technion – Israel Institute of Technology, με έδρα τη Χάιφα (Ισραήλ),

    Technion Research & Development Foundation Ltd, με έδρα τη Χάιφα,

    εκπροσωπούμενα αρχικώς από τους D. Grisay και D. Piccininno, στη συνέχεια από τους Grisay και C. Hartman, δικηγόρους,

    προσφεύγοντα,

    κατά

    Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης αρχικώς από τις P. Costa de Oliveira και C. ten Dam, στη συνέχεια από την F. Clotuche‑Duvieusart,

    καθής,

    με αντικείμενο αίτηση ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής της 30ής Ιουνίου 2011 με την οποία η Επιτροπή δεν επέτρεψε στο Technion – Israel Institute of Technology την πρόσβαση σε έγγραφα που ελήφθησαν υπόψη κατά τον οικονομικό έλεγχο που αφορούσε την εκτέλεση ορισμένων συμβάσεων στο πλαίσιο του έκτου προγράμματος‑πλαισίου δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με σκοπό τη συμβολή στη δημιουργία του ευρωπαϊκού χώρου έρευνας και στην καινοτομία (2002-2006),

    ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους H. Kanninen, πρόεδρο, I. Pelikánová και E. Buttigieg (εισηγητή), δικαστές,

    γραμματέας: Σ. Σπυροπούλου, υπάλληλος διοικήσεως,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 14ης Μαΐου 2014,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    Ιστορικό της διαφοράς

    1

    Τα προσφεύγοντα, Technion – Israel Institute of Technology και Technion Research & Development Foundation Ltd (στο εξής: TRDF), είναι δύο οντότητες που δραστηριοποιούνται στη διδασκαλία και στην έρευνα. Ειδικότερα, το Technion είναι ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στον τομέα της τεχνολογίας, συσταθέν το 1912, ενώ το TRDF, συσταθέν το 1952, είναι ίδρυμα ανήκον εξ ολοκλήρου στο Technion και χρηματοδοτούμενο πλήρως από αυτό, το οποίο διαχειρίζεται τις οικονομικές και διοικητικές πτυχές των έργων τα οποία αναλαμβάνει το Technion.

    2

    Τον Δεκέμβριο του 2003 και τον Ιούλιο του 2006, το Technion, ως μέλος διαφόρων κοινοπραξιών εργοληπτών, συνήψε με την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων τέσσερις συμβάσεις στο πλαίσιο του έκτου προγράμματος-πλαισίου δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με σκοπό τη συμβολή στη δημιουργία του ευρωπαϊκού χώρου έρευνας και στην καινοτομία (2002-2006), δηλαδή τη σύμβαση Terregov, που υπογράφτηκε στις 3 Δεκεμβρίου 2003 με αριθμό 507749, τη σύμβαση Cocoon, που υπογράφτηκε στις 11 Δεκεμβρίου 2003 με αριθμό 507126, τη σύμβαση Qualeg, που υπογράφτηκε στις 17 Δεκεμβρίου 2003 με αριθμό 507767, καθώς και τη σύμβαση Mosaica, που υπογράφτηκε στις 24 Ιουλίου 2006 με αριθμό 034984.

    3

    Με επιστολή της 29ης Απριλίου 2009, η Επιτροπή πληροφόρησε το Technion για την απόφασή της να πραγματοποιήσει οικονομικό έλεγχο όσον αφορά τις δαπάνες των οποίων ζητήθηκε η απόδοση στο πλαίσιο των συμβάσεων Mosaica, Cocoon και Qualeg, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου II.29 των γενικών όρων που περιλαμβάνεται στο παράρτημα II των εν λόγω συμβάσεων. Ο οικονομικός έλεγχος θα διεξαγόταν από εξωτερική εταιρία ελέγχου ξένη προς την Επιτροπή (στο εξής: ελεγκτής) που ενεργούσε ως εκπρόσωπός της.

    4

    Στις 10 Μαΐου 2010, ο ελεγκτής κοινοποίησε στο Technion ένα σχέδιο εκθέσεως οικονομικού ελέγχου. Για καθεμία από τις συμβάσεις αυτές, Terregov, Cocoon, Qualeg και Mosaica, οι οποίες ελέγχθηκαν τελικώς, ο ελεγκτής πρότεινε προσαρμογή των δαπανών την απόδοση των οποίων ζήτησε το Technion από την Επιτροπή.

    5

    Όσον αφορά, ειδικότερα, τις συμβάσεις Cocoon, Terregov και Mosaica, οι προταθείσες προσαρμογές αφορούσαν ιδίως τις δαπάνες προσωπικού την απόδοση των οποίων ζήτησε το Technion για τις παροχές υπηρεσιών του K., τον οποίο προσέλαβε προσωρινά το Technion για την εκτέλεση των εν λόγω συμβάσεων. Ο ελεγκτής παρατήρησε ότι ο K. εργαζόταν ταυτόχρονα σε περισσότερες οντότητες κατά την υπό έλεγχο περίοδο, παρά το γεγονός ότι είχε προσληφθεί για να εργαστεί στο Technion με πλήρη απασχόληση. Το γεγονός αυτό, ενισχυόμενο και από άλλα γεγονότα, είχε ως συνέπεια, κατά τον ελεγκτή, το ότι δεν μπορούσε να αποδειχθεί ο πραγματικός χρόνος και οι πραγματικές δαπάνες την απόδοση των οποίων ζήτησε το Technion για την παροχή υπηρεσιών του K. Το σχέδιο εκθέσεως οικονομικού ελέγχου κατέληγε, ως εκ τούτου, στην απόρριψη, μεταξύ άλλων, όλων των δαπανών προσωπικού που ζήτησε το Technion για την παροχή υπηρεσιών του K. στο πλαίσιο των τριών ανωτέρω συμβάσεων.

    6

    Στις 10 Ιουνίου 2010, το Technion απηύθηνε επιστολή προς τον ελεγκτή ζητώντας συμπληρωματική προθεσμία δεκαπέντε ημερών για να υποβάλει τα σχόλιά του επί του σχεδίου εκθέσεως οικονομικού ελέγχου. Το Technion ζήτησε επίσης από τον ελεγκτή να του παράσχει όλες τις πληροφορίες σχετικά με την παροχή υπηρεσιών του K. προς άλλες οντότητες πλην του Technion, ενώ είχε προσληφθεί από αυτό με πλήρη απασχόληση.

    7

    Με επιστολή της 19ης Ιουλίου 2010, η Επιτροπή χορήγησε τη ζητηθείσα παράταση της προθεσμίας. Διευκρίνισε επίσης ότι δεν μπορούσε να παράσχει αντίγραφα των οικονομικών ή διοικητικών εγγράφων σχετικά με την παροχή υπηρεσιών του K. προς άλλες οντότητες εκτός από το Technion (στο εξής: επίδικα έγγραφα), στον βαθμό που τα έγγραφα αυτά είχαν ληφθεί στο πλαίσιο οικονομικών ελέγχων οι οποίοι, σύμφωνα με τις ισχύουσες συμβατικές ρήτρες, ήταν εμπιστευτικοί. Η Επιτροπή επιβεβαίωσε εν πάση περιπτώσει ότι έχει αποδείξεις για τις παρασχεθείσες υπηρεσίες του K. προς άλλες οντότητες εκτός από το Technion κατά την ελεγχθείσα περίοδο για τις οποίες ζητήθηκε η απόδοση χρηματικών ποσών στο πλαίσιο έργων χρηματοδοτούμενων από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

    8

    Με επιστολή της 13ης Αυγούστου 2010, το Technion αμφισβήτησε την άρνηση της Επιτροπής να του κοινοποιήσει τα επίδικα έγγραφα, υποστηρίζοντας ότι καμία διάταξη του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 145, σ. 43), δεν δικαιολογούσε την άρνηση αυτή. Επισήμανε, ως εκ τούτου, ότι ενέμενε στην αίτησή του προσβάσεως στα επίδικα έγγραφα. Το Technion ρώτησε επίσης την Επιτροπή σχετικά με τη δυνατότητα μερικής προσβάσεως στα επίδικα έγγραφα και διευκρίνισε, χάριν πληρότητας, ότι τα στοιχεία που αναφέρονται στο σχέδιο οικονομικού ελέγχου και στην επιστολή της Επιτροπής της 19ης Ιουλίου 2010 δεν αποδείκνυαν, επαρκώς κατά νόμον, τα προσαπτόμενα στον K. πραγματικά περιστατικά.

    9

    Η Επιτροπή απάντησε με επιστολή της 4ης Οκτωβρίου 2010. Με την επιστολή αυτή, η Επιτροπή τόνισε ότι, όσον αφορά τα χρηματοδοτούμενα από την Ένωση έργα στα οποία συμμετείχε το Technion και για τα οποία είχε ζητηθεί από άλλες οντότητες η απόδοση ποσών που αντιστοιχούσαν σε παροχή υπηρεσιών του K., μπορούσε να αποστείλει στο Technion αντίγραφα των εκθέσεων διαχειρίσεως του έργου (project management reports, στο εξής: PMR) διότι αυτές είχαν συνταχθεί από κοινοπραξίες στις οποίες συμμετείχε το Technion και γνώριζε, επομένως, το περιεχόμενό τους. Η Επιτροπή προσάρτησε στην επιστολή αντίγραφα των PMR σχετικά με τα έργα Qualeg και Mosaica.

    10

    Αντιθέτως, η Επιτροπή επισήμανε ότι τα έγγραφα που ελήφθησαν στο πλαίσιο οικονομικών ελέγχων που πραγματοποιήθηκαν σε μέλη άλλων κοινοπραξιών και αφορούσαν έργα στα οποία δεν συμμετείχε το Technion, καθώς και τα έγγραφα που ελήφθησαν στο πλαίσιο έρευνας, καλύπτονταν από την εξαίρεση του άρθρου 4 του κανονισμού 1049/2001, για λόγους προστασίας των σκοπών επιθεωρήσεως, έρευνας και οικονομικού ελέγχου. Κατά την Επιτροπή, ενόσω η έρευνα είναι ακόμη σε εξέλιξη, η δημοσιοποίηση των επίδικων εγγράφων μπορούσε να δυσχεράνει την ομαλή διεξαγωγή της και να θίξει τα συμφέροντα των διαδίκων.

    11

    Εξάλλου, με επιστολή της 4ης Οκτωβρίου 2010, η Επιτροπή μνημόνευσε τη δυνατότητα της Technion να υποβάλει προς τον γενικό γραμματέα της επιβεβαιωτική αίτηση προσβάσεως στα επίδικα έγγραφα.

    12

    Με επιστολή της 18ης Οκτωβρίου 2010, το Technion υπέβαλε επιβεβαιωτική αίτηση προσβάσεως στα επίδικα έγγραφα. Με την εν λόγω επιστολή υποστήριξε μεταξύ άλλων ότι η δημοσιοποίηση των επίδικων εγγράφων –τα οποία προσδιόρισε ως «τα έγγραφα επί των οποίων στηρίχθηκαν οι ελεγκτές για να καταλήξουν στην απόρριψη του συνόλου των δαπανών για την πληρωμή του [K.]»– δεν έθετε σε κίνδυνο την ομαλή διεξαγωγή, παρούσα και μελλοντική, των διαφόρων διαδικασιών ελέγχου, αλλά, αντιθέτως, παρείχε στο Technion τη δυνατότητα να αποσαφηνίσει τις πληροφορίες που περιλάμβαναν τα έγγραφα αυτά και στην Επιτροπή τη δυνατότητα να ενημερωθεί καλύτερα για τον τρόπο με τον οποίο εκτελέσθηκαν τα διάφορα έργα. Το Technion ρώτησε εκ νέου την Επιτροπή για τη δυνατότητα να αποκτήσει μερική τουλάχιστον πρόσβαση στα επίδικα έγγραφα.

    13

    Με επιστολή της 19ης Οκτωβρίου 2010 απευθυνόμενη προς την Επιτροπή, το Technion υπογράμμιζε ότι η θέση που αυτή έλαβε δεν του επέτρεπε να διατυπώσει παρατηρήσεις ως προς το περιεχόμενο των επίδικων εγγράφων στα οποία βασίστηκε το σχέδιο εκθέσεως οικονομικού ελέγχου για να καταλήξει στην απόρριψη όλων των ποσών που αφορούσαν την παροχή υπηρεσιών του K. Το Technion προσέθετε ότι οι πληροφορίες που διαβίβασε η Επιτροπή με τις από 19 Ιουλίου και 4 Οκτωβρίου 2010 επιστολές της δεν αποδείκνυαν, επαρκώς κατά νόμον, τα πραγματικά περιστατικά που προσάπτονταν στον K.

    14

    Με επιστολή της 26ης Οκτωβρίου 2010, ο γενικός γραμματέας της Επιτροπής βεβαίωσε ότι παρέλαβε την επιβεβαιωτική αίτηση προσβάσεως στα εν λόγω έγγραφα και ενημέρωσε το Technion ότι επρόκειτο να του αποσταλεί απάντηση στο αίτημά του εντός δεκαπέντε εργάσιμων ημερών.

    15

    Με επιστολές της 18ης Νοεμβρίου και της 9ης Δεκεμβρίου 2010, ο γενικός γραμματέας της Επιτροπής δήλωσε ότι έπρεπε να παρατείνει την προβλεπόμενη στο άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1049/2001 προθεσμία για να απαντήσει στην εν λόγω αίτηση προσβάσεως στα επίδικα έγγραφα.

    16

    Με απόφαση της 30ής Ιουνίου 2011 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), ο γενικός γραμματέας της Επιτροπής επιβεβαίωσε την άρνηση προσβάσεως στα επίδικα έγγραφα.

    17

    Πρώτον, ο γενικός γραμματέας της Επιτροπής διευκρίνισε το πεδίο της αιτήσεως προσβάσεως στα επίδικα έγγραφα, καταλήγοντας ότι η αίτηση αυτή αφορούσε ιδίως τα έγγραφα τα οποία ελήφθησαν και συγκεντρώθηκαν κατά την έρευνα σε άλλες οντότητες πλην του Technion. Ο γενικός γραμματέας επισήμανε ότι, στη βάση αυτή, η Επιτροπή εντόπισε 52 έγγραφα τρίτων, διοικητικού χαρακτήρα, τα οποία περιείχαν οικονομικές πληροφορίες ή πληροφορίες από συμβάσεις, οι οποίες επιβεβαίωναν τα προσαπτόμενα στον K. πραγματικά περιστατικά. Τα έγγραφα αυτά, προερχόμενα από οικονομικούς ελέγχους στις άλλες αυτές οντότητες, αποτελούν μέρος των στοιχείων στα οποία στηρίχθηκε το πόρισμα του οικονομικού ελέγχου στο Technion.

    18

    Δεύτερον, ο γενικός γραμματέας της Επιτροπής διευκρίνισε ότι ήταν αδύνατο να δοθεί περιγραφή των εν λόγω εγγράφων χωρίς να δημοσιοποιηθεί το περιεχόμενό τους.

    19

    Τρίτον, ο γενικός γραμματέας της Επιτροπής επισήμανε ότι και τα 52 ανωτέρω έγγραφα καλύπτονταν από την εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, για λόγους προστασίας των σκοπών επιθεωρήσεως, έρευνας και οικονομικού ελέγχου. Η δημοσιοποίηση των εν λόγω εγγράφων θα έθιγε την ομαλή διεξαγωγή των οικονομικών ελέγχων και θα εμπόδιζε την Επιτροπή να συναγάγει συμπεράσματα και να λάβει, ενδεχομένως, τα απαραίτητα μέτρα ελέγχου.

    20

    Τέταρτον, ο γενικός γραμματέας της Επιτροπής επισήμανε ότι τα ζητηθέντα έγγραφα, στον βαθμό που περιείχαν προσωπικά στοιχεία για τον K. και για άλλα πρόσωπα, δεν μπορούσαν να δημοσιοποιηθούν βάσει της εξαιρέσεως του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1049/2001, σχετικά με την προστασία της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας του ατόμου.

    21

    Πέμπτον, ο γενικός γραμματέας της Επιτροπής επισήμανε ότι η μερική πρόσβαση στα εν λόγω έγγραφα δεν ήταν δυνατή, λόγω του ότι καλύπτονταν στο σύνολό τους από τις δύο προαναφερθείσες εξαιρέσεις.

    22

    Τέλος, έκτον, ο γενικός γραμματέας της Επιτροπής υπογράμμισε ότι το συμφέρον του Technion να έχει πρόσβαση στα επίδικα έγγραφα ήταν ιδιωτικής φύσεως και δεν μπορούσε, επομένως, να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο της αναλύσεως βάσει του κανονισμού 1049/2001. Το Technion δεν απέδειξε την ύπαρξη δημοσίου συμφέροντος ισχυρότερου από τη ζημία που μπορούσε να προκύψει από τη δημοσιοποίηση, το οποίο θα δικαιολογούσε την εν λόγω δημοσιοποίηση, και η Επιτροπή δεν διαθέτει στοιχεία που αποδεικνύουν ένα τέτοιο συμφέρον. Ο γενικός γραμματέας της Επιτροπής κατέληξε επομένως ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, το υπέρτερο συμφέρον ήταν η προστασία του οικονομικού ελέγχου και όλων των ενδεχόμενων επόμενων διοικητικών διαδικασιών.

    23

    Με επιστολή της 2ας Αυγούστου 2011, η Επιτροπή πληροφόρησε το Technion ότι επιβεβαίωνε τα αποτελέσματα του πραγματοποιηθέντος οικονομικού ελέγχου και θεωρούσε τον έλεγχο περατωθέντα. Επισήμανε, επίσης, ότι θα προέβαινε σε προσαρμογή των δαπανών των οποίων η απόδοση ζητήθηκε αχρεωστήτως και ότι η προσαρμογή αυτή ενδέχεται να επηρεάσει μελλοντικές πληρωμές προς το Technion ή να έχει ως αποτέλεσμα την έκδοση εντάλματος εισπράξεως.

    Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

    24

    Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 9 Σεπτεμβρίου 2011 τα προσφεύγοντα άσκησαν την παρούσα προσφυγή.

    25

    Με έγγραφα που κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 22 Δεκεμβρίου 2011 και 9 Ιανουαρίου 2012, αντιστοίχως, το Βασίλειο της Δανίας και η Δημοκρατία της Φινλανδίας ζήτησαν να παρέμβουν προς στήριξη των προσφευγόντων.

    26

    Με διάταξη της 12ης Μαρτίου 2012 ο πρόεδρος του πρώτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου δέχθηκε τις ως άνω αιτήσεις παρεμβάσεως.

    27

    Με έγγραφα που κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 13 και 30 Απριλίου 2012 αντιστοίχως, η Δημοκρατία της Φινλανδίας και το Βασίλειο της Δανίας ενημέρωσαν το Γενικό Δικαστήριο ότι αποσύρουν τις παρεμβάσεις τους.

    28

    Με διάταξη του προέδρου του πρώτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της 21ης Ιουνίου 2012, η Δημοκρατία της Φινλανδίας και το Βασίλειο της Δανίας διαγράφτηκαν από την παρούσα υπόθεση ως παρεμβαίνουσες.

    29

    Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας του άρθρου 64 του Κανονισμού Διαδικασίας του, έθεσε γραπτώς ερωτήσεις στους διαδίκους, στις οποίες αυτοί απάντησαν εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

    30

    Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 14ης Μαΐου 2014.

    31

    Η προφορική διαδικασία περατώθηκε με απόφαση του προέδρου του πρώτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της 13ης Ιουλίου 2014, κατόπιν της προσκομίσεως από την Επιτροπή, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, ορισμένων εγγράφων που ζήτησε το Γενικό Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, βάσει του άρθρου 64 του Κανονισμού Διαδικασίας, και των παρατηρήσεων των προσφευγόντων επί των εγγράφων αυτών.

    32

    Τα προσφεύγοντα ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

    να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση,

    να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

    33

    Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

    να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη και αβάσιμη όσον αφορά το TRDF,

    να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη όσον αφορά το Technion,

    να καταδικάσει τα προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

    Σκεπτικό

    Επί του παραδεκτού της προσφυγής όσον αφορά το TRDF

    34

    Χωρίς να εγείρει τυπικώς την ένσταση απαραδέκτου βάσει του άρθρου 114 του Κανονισμού Διαδικασίας, η Επιτροπή προβάλλει ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη ως προς το TRDF, καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση δεν το αφορά άμεσα κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

    35

    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να εκτιμήσει τι επιβάλλει, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, η ορθή απονομή της δικαιοσύνης (απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2002, Συμβούλιο κατά Boehringer, C‑23/00 P, Συλλογή, EU:C:2002:118, σκέψεις 50 έως 52). Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να αποφανθεί κατ’ αρχήν επί της ουσίας της προσφυγής.

    Επί της ουσίας

    Εισαγωγικές παρατηρήσεις

    36

    Προς στήριξη της παρούσας προσφυγής προβάλλονται τέσσερις λόγοι ακυρώσεως. Ο πρώτος λόγος αντλείται από το ότι η Επιτροπή δεν προέβη σε συγκεκριμένη και ατομική εξέταση των επίδικων εγγράφων. Ο δεύτερος λόγος αντλείται από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή κατά την εφαρμογή των δύο εξαιρέσεων που προέβαλε για να αιτιολογήσει την άρνηση προσβάσεως στα επίδικα έγγραφα. Ο τρίτος λόγος ακυρώσεως αντλείται από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001, καθόσον η Επιτροπή δεν χορήγησε μερική πρόσβαση στα επίδικα έγγραφα. Ο τέταρτος λόγος αντλείται από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, καθόσον η Επιτροπή δεν στάθμισε τις προβαλλόμενες εξαιρέσεις με το δημόσιο συμφέρον.

    37

    Καταρχάς, οι προβαλλόμενοι λόγοι πρέπει να εξετασθούν κατά το μέρος τους που αφορά την εφαρμογή της εξαιρέσεως που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, για λόγους προστασίας των σκοπών επιθεωρήσεως, έρευνας και οικονομικού ελέγχου.

    Ως προς την εφαρμογή της εξαιρέσεως του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001

    38

    Αρχικώς, πρέπει να εξεταστούν από κοινού οι τρεις πρώτοι λόγοι ακυρώσεως. Ο τέταρτος λόγος θα εξεταστεί στη συνέχεια.

    – Επί του πρώτου, του δεύτερου και του τρίτου λόγου ακυρώσεως αντλούμενων, αντιστοίχως, από το ότι η Επιτροπή δεν προέβη σε συγκεκριμένη και ατομική εξέταση των επίδικων εγγράφων, από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως στην εφαρμογή της εξαιρέσεως του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 και από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001

    39

    Στο πλαίσιο του πρώτου και του τρίτου λόγου, τα προσφεύγοντα προσάπτουν στην Επιτροπή ότι δεν προέβη σε συγκεκριμένη και ατομική εξέταση των επίδικων εγγράφων. Κατά τα προσφεύγοντα, η Επιτροπή, αναφερόμενη σε μία κατηγορία εγγράφων, δηλαδή στα έγγραφα ενός οικονομικού ελέγχου και όχι σε συγκεκριμένες πληροφορίες που περιλαμβάνονται στα επίδικα έγγραφα, αιτιολόγησε ανεπαρκώς την προσβαλλόμενη απόφαση. Η μη συγκεκριμένη και ατομική εξέταση των επίδικων εγγράφων είχε ως συνέπεια το ότι η Επιτροπή δεν μπόρεσε να εκτιμήσει τη δυνατότητα παροχής στο Technion μερικής προσβάσεως, κατά παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001.

    40

    Στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, τα προσφεύγοντα ισχυρίζονται, κατ’ ουσίαν, ότι οι λόγοι που προβάλλονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, προς απόδειξη του ότι η δημοσιοποίηση των επίδικων εγγράφων θα έθιγε τους σκοπούς επιθεώρησης, έρευνας και οικονομικού ελέγχου, ενέχουν πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

    41

    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγόντων στο σύνολό τους.

    42

    Πρέπει να υπομνησθεί ότι ο κανονισμός 1049/2001 καθορίζει τις αρχές, τις προϋποθέσεις και τα όρια του κατοχυρούμενου με το άρθρο 15 ΣΛΕΕ δικαιώματος προσβάσεως στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κατά το άρθρο 4, παράγραφοι 2 και 6, του εν λόγω κανονισμού:

    «2.   Τα θεσμικά όργανα αρνούνται την πρόσβαση σ’ ένα έγγραφο, η γνωστοποίηση του οποίου θα έθιγε την προστασία:

    […]

    του σκοπού επιθεώρησης, έρευνας και οικονομικού ελέγχου,

    εκτός εάν για τη [δημοσιοποίηση] του εγγράφου υπάρχει υπερισχύον δημόσιο συμφέρον.

    […]

    6.   Εάν μόνον μέρη του ζητουμένου εγγράφου καλύπτονται από οιαδήποτε εξαίρεση, τα υπόλοιπα μέρη του εγγράφου δίδονται στη δημοσιότητα.»

    43

    Κατά πάγια νομολογία, οι εξαιρέσεις από την πρόσβαση στα έγγραφα πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται αυστηρά, ούτως ώστε να μη διακυβεύεται η εφαρμογή της γενικής αρχής που συνίσταται στην παροχή στο κοινό της ευρύτερης δυνατής προσβάσεως στα έγγραφα που κατέχουν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης (αποφάσεις της 18ης Δεκεμβρίου 2007, Σουηδία κατά Επιτροπής, C‑64/05 P, Συλλογή, EU:C:2007:802, σκέψη 66· της 1ης Ιουλίου 2008, Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου, C‑39/05 P και C‑52/05 P, Συλλογή, EU:C:2008:374, σκέψη 36, και της 6ης Ιουλίου 2006, Franchet και Byk κατά Επιτροπής, T‑391/03 και T‑70/04, Συλλογή, EU:T:2006:190, σκέψη 84).

    44

    Επιπλέον, η εξέταση που απαιτείται για την επεξεργασία μιας αιτήσεως προσβάσεως σε έγγραφα πρέπει να έχει συγκεκριμένο χαρακτήρα. Πράγματι, αφενός, το γεγονός και μόνον ότι το οικείο έγγραφο αφορά συμφέρον που προστατεύεται με κάποια από τις εξαιρέσεις δεν αρκεί για να δικαιολογήσει την εφαρμογή της σχετικής εξαιρέσεως (βλ. απόφαση της 13ης Απριλίου 2005, Verein für Konsumenteninformation κατά Επιτροπής, T‑2/03, Συλλογή, στο εξής: απόφαση VKI, EU:T:2005:125, σκέψη 69 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Μια τέτοια εφαρμογή μπορεί, καταρχήν, να δικαιολογηθεί μόνο στην περίπτωση που το θεσμικό όργανο έχει προηγουμένως εκτιμήσει, πρώτον, κατά πόσον η πρόσβαση στο έγγραφο όντως θίγει συγκεκριμένα το προστατευόμενο συμφέρον και, δεύτερον, στις περιπτώσεις του άρθρου 4, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 1049/2001, κατά πόσον δεν υπάρχει υπέρτερο δημόσιο συμφέρον που να δικαιολογεί τη γνωστοποίηση του εν λόγω εγγράφου. Αφετέρου, ο κίνδυνος προσβολής του συμφέροντος αυτού πρέπει να είναι ευλόγως πιθανός και όχι καθαρά υποθετικός (βλ. απόφαση VKI, προπαρατεθείσα, EU:T:2005:125, σκέψη 69 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    45

    Η συγκεκριμένη εξέταση πρέπει να προκύπτει από την αιτιολογία της αποφάσεως (βλ. απόφαση VKI, σκέψη 44 ανωτέρω, EU:T:2005:125, σκέψη 69 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    46

    Η συγκεκριμένη αυτή εξέταση πρέπει, εξάλλου, να πραγματοποιείται για κάθε έγγραφο το οποίο αφορά η αίτηση. Πράγματι, από τον κανονισμό 1049/2001 προκύπτει ότι όλες οι παρατιθέμενες στο άρθρο 4, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού αυτού εξαιρέσεις προβλέπονται ως έχουσες εφαρμογή σε «ένα έγγραφο» (απόφαση VKI, σκέψη 44 ανωτέρω, EU:T:2005:125, σκέψη 70).

    47

    Η συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση κάθε εγγράφου είναι επίσης αναγκαία καθόσον, ακόμη και όταν είναι σαφές ότι μια αίτηση προσβάσεως αφορά έγγραφα που καλύπτονται από εξαίρεση, μόνο μια τέτοια εξέταση επιτρέπει στο θεσμικό όργανο να αξιολογήσει τη δυνατότητα παροχής μερικής προσβάσεως στον αιτούντα, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001 (απόφαση της 7ης Ιουνίου 2011, Toland κατά Κοινοβουλίου, T‑471/08, Συλλογή, EU:T:2011:252, σκέψη 30).

    48

    Συγχρόνως, από τη νομολογία προκύπτει ότι η υποχρέωση του οικείου θεσμικού οργάνου να προβαίνει σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση των εγγράφων για τα οποία ζητήθηκε πρόσβαση και, συνεπώς, η υποχρέωσή του να τα προσδιορίσει επακριβώς και να παράσχει εμπεριστατωμένη αιτιολογία όσον αφορά το περιεχόμενο του κάθε εγγράφου, επιδέχεται εξαιρέσεις. Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι, εφόσον η συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση στην οποία οφείλει καταρχήν να προβαίνει το θεσμικό όργανο προκειμένου να απαντήσει σε αίτηση προσβάσεως που του υποβλήθηκε βάσει του κανονισμού 1049/2001 αποσκοπεί στο να δώσει τη δυνατότητα στο εν λόγω όργανο, αφενός, να αξιολογήσει σε ποιο βαθμό έχει εφαρμογή κάποια εξαίρεση από το δικαίωμα προσβάσεως και, αφετέρου, να αξιολογήσει τη δυνατότητα μερικής προσβάσεως, η εξέταση αυτή μπορεί να μην είναι αναγκαία όταν, λόγω των ιδιαίτερων περιστάσεων της υποθέσεως, είναι πρόδηλο ότι η πρόσβαση πρέπει ή δεν πρέπει να επιτραπεί. Αυτό θα μπορούσε να ισχύει, μεταξύ άλλων, αν ορισμένα έγγραφα είτε καλύπτονταν, καταρχάς, προδήλως και στο σύνολό τους από εξαίρεση από το δικαίωμα προσβάσεως είτε, αντιστρόφως, ήσαν προδήλως προσβάσιμα στο σύνολό τους είτε, τέλος, είχαν ήδη αποτελέσει στο παρελθόν αντικείμενο συγκεκριμένης και εξατομικευμένης αξιολογήσεως εκ μέρους της Επιτροπής υπό παρεμφερείς περιστάσεις (αποφάσεις VKI, σκέψη 44 ανωτέρω, EU:T:2005:125, σκέψη 75· της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, API κατά Επιτροπής, T‑36/04, Συλλογή, EU:T:2007:258, σκέψη 58, και της 9ης Σεπτεμβρίου 2011, LPN κατά Επιτροπής, T‑29/08, Συλλογή, EU:T:2011:448, σκέψη 114).

    49

    Κατά συνέπεια, στο πλαίσιο της εξετάσεως των λόγων που αντλούνται από παράβαση των διατάξεων του άρθρου 4 του κανονισμού 1049/2001, στο Γενικό Δικαστήριο εναπόκειται να ελέγξει αν η Επιτροπή προέβη σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση εκάστου των ζητηθέντων εγγράφων ή αν απέδειξε ότι τα έγγραφα στα οποία αυτή αρνήθηκε την πρόσβαση καλύπτονταν προδήλως στο σύνολό τους από εξαίρεση (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 20ής Μαρτίου 2014, Reagens κατά Επιτροπής, T‑181/10, EU:T:2014:139, σκέψη 65).

    50

    Εν προκειμένω, πρέπει να υπομνησθεί ότι το πεδίο της αιτήσεως προσβάσεως στα επίδικα έγγραφα βάσει του κανονισμού 1049/2001, όπως διευκρινίσθηκε στην αρχική απάντηση (βλ. σκέψη 9 ανωτέρω) και επαναλήφθηκε, εφόσον δεν αμφισβητήθηκε από το Technion, στην προσβαλλόμενη απόφαση (βλ. σκέψη 17 ανωτέρω), αφορούσε τα έγγραφα που προέρχονταν από άλλες οντότητες και ήσαν σχετικά με τις οντότητες αυτές, στα οποία στηρίχθηκε ο ελεγκτής για να συναγάγει το προσωρινό συμπέρασμα, που περιλαμβάνεται στο σχέδιο εκθέσεως οικονομικού ελέγχου, περί μη επιλεξιμότητας των δαπανών την απόδοση των οποίων ζήτησε το Technion για την παροχή υπηρεσιών του K. Όπως προκύπτει ειδικότερα από την επιστολή της 19ης Οκτωβρίου 2010, το Technion προέβαλε ότι η άρνηση προσβάσεως στα εν λόγω έγγραφα δεν του επέτρεπε να υπερασπιστεί τα δικαιώματά του στο πλαίσιο της κατ’ αντιπαράθεση διαδικασίας οικονομικού ελέγχου.

    51

    Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή προέβη στις ακόλουθες εκτιμήσεις:

    «Βάσει [της αιτήσεως προσβάσεως], εντοπίσθηκαν 52 έγγραφα, προερχόμενα από τρίτους, διοικητικού χαρακτήρα που περιέχουν συμβατικές και/ή οικονομικές πληροφορίες οι οποίες επιβεβαιώνουν την ταυτόχρονη συμμετοχή του [K.] σε ερευνητικά έργα για λογαριασμό άλλων νομικών προσώπων πλην του Technion κατά τα ίδια χρονικά διαστήματα που αυτός συμμετείχε στα έργα ως απασχολούμενος στο Technion. Τα έγγραφα αυτά, προερχόμενα από οικονομικούς ελέγχους στα νομικά αυτά πρόσωπα, αποτελούν μέρος των στοιχείων στα οποία στηρίχθηκε το πόρισμα του οικονομικού ελέγχου στο Technion.»

    52

    Η Επιτροπή επισήμανε στη συνέχεια ότι ήταν αδύνατο, στη συγκεκριμένη περίπτωση, να περιγράψει τα επίδικα έγγραφα χωρίς να δημοσιοποιήσει το περιεχόμενο. Εξήγησε ότι, στον βαθμό που η αίτηση του Technion αφορούσε την πρόσβαση σε έγγραφα που αποτελούσαν μέρος των οικονομικών ελέγχων, ο προσδιορισμός και η λεπτομερής περιγραφή τους με την προσβαλλόμενη απόφαση, προκειμένου να δικαιολογηθεί το απόρρητο του περιεχομένου τους, ενδέχεται να έθιγε τους οικονομικούς ελέγχους και, ως εκ τούτου, να καθιστούσε άνευ ουσιαστικού σκοπού τις εν λόγω εξαιρέσεις.

    53

    Κατόπιν, η Επιτροπή επιβεβαίωσε ότι η εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 κάλυπτε προδήλως στο παρόν στάδιο τα επίδικα έγγραφα. Η Επιτροπή εκτίμησε, συγκεκριμένα, ότι η δημοσιοποίηση των εγγράφων αυτών, τα οποία αποτελούσαν, στο σύνολό τους, μέρος του διοικητικού φακέλου των οικονομικών ελέγχων, θα έθιγε την ομαλή διεξαγωγή των εν λόγω οικονομικών ελέγχων και θα εμπόδιζε την Επιτροπή να καταλήξει σε πόρισμα και να λάβει, ενδεχομένως, στη συνέχεια τα κατάλληλα μέτρα.

    54

    Η Επιτροπή διευκρίνισε, ειδικότερα, ότι η δημοσιοποίηση των επίδικων εγγράφων ενδέχεται να παρείχε στα πρόσωπα τα οποία αφορούσαν τα έγγραφα αυτά τη δυνατότητα να ενεργήσουν με τρόπο που θα δυσχέραινε την ομαλή διεξαγωγή των οικονομικών ελέγχων, καθώς και τη λήψη, στη συνέχεια, των κατάλληλων μέτρων. Η Επιτροπή επισήμανε, εξάλλου, ότι η δημοσιοποίηση αυτή θα εξέθετε, τόσο στο κοινό όσο και στα νομικά πρόσωπα που αφορούν τα εν λόγω έγγραφα, τη στρατηγική της Επιτροπής, καθιστώντας έτσι άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας όχι μόνο τους υπό εξέλιξη οικονομικούς ελέγχους, αλλά και άλλες ενδεχόμενες έρευνες και επακόλουθα μέτρα. Η Επιτροπή υπογράμμισε τέλος ότι είναι απαραίτητο για τις υπηρεσίες της να μπορούν να διεξάγουν τις δραστηριότητες οικονομικού ελέγχου με ανεξαρτησία, χωρίς να υπόκεινται σε εξωτερικές πιέσεις.

    55

    Το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι τα επίδικα έγγραφα, 52 τον αριθμό κατά την εξέτασή της, καλύπτονταν προδήλως, στο σύνολό τους, από την εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 πρέπει να επικυρωθεί.

    56

    Πρώτον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Technion ζήτησε, γενικώς και συνολικώς, πρόσβαση, δυνάμει του κανονισμού 1049/2001, σε έγγραφα που δεν ήταν δικά του αλλά προέρχονταν από άλλες οντότητες και αφορούσαν τις οντότητες αυτές, στα οποία στηρίχθηκε ο ελεγκτής για να καταρτίσει το προσωρινό πόρισμά του, με το σχέδιο εκθέσεως οικονομικού ελέγχου, όσον αφορά το υποστατό των δαπανών την απόδοση των οποίων ζήτησε το Technion από την Επιτροπή για την παροχή υπηρεσιών του K. Όπως προκύπτει από τη διατύπωση της αιτήσεως προσβάσεως, η εν λόγω αίτηση αφορούσε προδήλως έγγραφα που αποτελούσαν, όλα, μέρος του διοικητικού φακέλου του οικονομικού ελέγχου που αφορούσε το Technion και τα οποία, επομένως, ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής της εξαιρέσεως του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.

    57

    Δεύτερον, όσον αφορά το βάσιμο της εφαρμογής του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο οικονομικός έλεγχος του Technion βρισκόταν σε εξέλιξη κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Το γεγονός αυτό ενέτεινε τον πιθανό κίνδυνο η δημοσιοποίηση στο κοινό των επίδικων εγγράφων να δυσχεράνει την επίτευξη των σκοπών του οικονομικού ελέγχου, οι οποίοι συνίσταντο, εν προκειμένω, στην επαλήθευση της αναγκαιότητας και της επιλεξιμότητας των δαπανών την απόδοση των οποίων ζήτησε το Technion και, εν τέλει, στην προστασία των χρηματοοικονομικών συμφερόντων της Ένωσης. Συγκεκριμένα, όπως επισήμανε και η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση, η δημοσιοποίηση αυτή εξέθετε τον ελεγκτή και τις αρμόδιες υπηρεσίες της Επιτροπής στον πιθανό κίνδυνο να υποστούν εξωτερικές πιέσεις, γεγονός που θα έθιγε την αποτελεσματικότητα του οικονομικού ελέγχου του Technion. Η εν λόγω δημοσιοποίηση μπορούσε επίσης να περιορίσει το περιθώριο χειρισμών που διέθετε η Επιτροπή για να πραγματοποιήσει πρόσθετους οικονομικούς ελέγχους και έρευνες, βάσει των αποτελεσμάτων του ελέγχου στο Technion, μετά την περάτωση και το κλείσιμο του ελέγχου αυτού.

    58

    Περαιτέρω, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, κατά το άρθρο II.29 των γενικών όρων που περιλαμβάνεται στο παράρτημα II των συμβάσεων Mosaica, Cocoon και Qualeg, ο οικονομικός έλεγχος για λογαριασμό της Επιτροπής είναι εμπιστευτικός, πράγμα που σημαίνει, όπως το επιβεβαίωσαν και οι συμβαλλόμενοι με τις απαντήσεις τους σε γραπτή ερώτηση που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο, ότι, βάσει της ρήτρας αυτής, τα έγγραφα και οι πληροφορίες που τίθενται στη διάθεση του ελεγκτή δεν μπορούν να κοινοποιηθούν ή να δημοσιοποιηθούν σε τρίτους μη συμβαλλόμενους. Κατά συνέπεια, η δημοσιοποίηση των εγγράφων βάσει του κανονισμού 1049/2001 θα έθιγε την ουσία της συμβατικής αυτής ρήτρας, εφόσον θα παρείχε σε τρίτους μη συμβαλλόμενους, δηλαδή στο κοινό, τη δυνατότητα προσβάσεως στα ως άνω έγγραφα.

    59

    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως, τις σχετικές με το περιεχόμενο της αιτήσεως προσβάσεως, λαμβανομένου υπόψη ότι η αίτηση αυτή αφορούσε έγγραφα περιλαμβανόμενα στον διοικητικό φάκελο του οικονομικού ελέγχου του Technion και λαμβανομένου υπόψη επίσης ότι ο εν λόγω έλεγχος βρισκόταν σε εξέλιξη κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ορθώς έκρινε, χωρίς να απαιτείται να προβεί σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση των επίδικων εγγράφων, ότι, προδήλως, δεν έπρεπε να επιτραπεί η πρόσβαση στα εν λόγω έγγραφα βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.

    60

    Εξάλλου, στον βαθμό που η Επιτροπή βασίμως δεν προέβη εν προκειμένω σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση των επίδικων εγγράφων, έπεται ότι βασίμως επίσης έκρινε ότι η εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 προδήλως κάλυπτε το σύνολο των επίδικων εγγράφων και, επομένως, δεν μπορούσε να παρασχεθεί μερική πρόσβαση σε αυτά (βλ., υπό την έννοια αυτή και κατ’ αναλογίαν, απόφαση LPN κατά Επιτροπής, σκέψη 48 ανωτέρω, EU:T:2011:448, σκέψη 127).

    61

    Τα επιχειρήματα που προέβαλαν τα προσφεύγοντα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δεν κλονίζουν το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι τα επίδικα έγγραφα καλύπτονταν προδήλως στο σύνολό τους από την εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.

    62

    Πρώτον, τα προσφεύγοντα υποστήριξαν ότι η δημοσιοποίηση των επίδικων εγγράφων δεν έθετε σε κίνδυνο την ομαλή διεξαγωγή της διαδικασίας οικονομικού ελέγχου ούτε τους σκοπούς του ελέγχου αυτού, στον βαθμό που οι πληροφορίες που περιείχαν τα εν λόγω έγγραφα αποτελούσαν μόνον διαπιστώσεις αμιγώς πραγματικών περιστατικών. Επομένως, δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος πιέσεως, επιρροής ή διαπραγματεύσεως.

    63

    Το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί, εφόσον το γεγονός ότι τα επίδικα έγγραφα έχουν χαρακτήρα πραγματικών περιστατικών δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να ασκηθούν πιέσεις στον ελεγκτή και στις υπηρεσίες της Επιτροπής και να επιχειρηθεί η άσκηση επιρροής στις ενέργειές τους. Συγκεκριμένα, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, εάν γινόταν δεκτό το επιχείρημα των προσφευγόντων, η εξαίρεση που προβλέπεται για τους οικονομικούς ελέγχους θα καθίστατο άνευ αντικειμένου, εφόσον οι οικονομικοί έλεγχοι, ως εκ της φύσεώς τους, αφορούν την επαλήθευση των πραγματικών περιστατικών. Το συμφέρον που προστατεύει η εξαίρεση αυτή είναι το συμφέρον να καθίσταται δυνατή η διεξαγωγή οικονομικών ελέγχων κατά τρόπο ανεξάρτητο και άνευ πιέσεων, είτε αυτές προέρχονται από την υπό έλεγχο οντότητα είτε από άλλες ενδιαφερόμενες οντότητες είτε γενικώς από το κοινό.

    64

    Δεύτερον, τα προσφεύγοντα προέβαλαν, στηριζόμενα στις αποφάσεις Franchet και Byk κατά Επιτροπής, σκέψη 43 ανωτέρω (EU:T:2006:190, σκέψεις 111 και 112) και Toland κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 47 ανωτέρω (EU:T:2011:252, σκέψη 45), ότι η δικαιολογία που προέβαλε η Επιτροπή, ότι δηλαδή η δημοσιοποίηση των επίδικων εγγράφων ενδέχεται να εμπόδιζε την ομαλή διεξαγωγή μελλοντικών οικονομικών ελέγχων, ισοδυναμεί με το να θέτει ως προϋπόθεση για την πρόσβαση στα εν λόγω έγγραφα ένα αβέβαιο και μελλοντικό γεγονός, που ενδεχομένως θα συμβεί στο απώτερο μέλλον, εξαρτώμενο από την ταχύτητα και την επιμέλεια με την οποία ενεργούν οι διάφορες αρχές. Η λύση αυτή θα προσέκρουε στον σκοπό της προσβάσεως στα έγγραφα, ο οποίος συνίσταται στο να παράσχει στους πολίτες τη δυνατότητα να ελέγξουν αποτελεσματικότερα τη νομιμότητα της ασκούμενης δημόσιας εξουσίας.

    65

    Εν πάση περιπτώσει, επισημαίνεται ότι, αντιθέτως προς τις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις Franchet και Byk κατά Επιτροπής, σκέψη 43 ανωτέρω (EU:T:2006:190), και Toland κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 47 ανωτέρω (EU:T:2011:252), στις οποίες οι δραστηριότητες έρευνας και οικονομικού ελέγχου είχαν περατωθεί κατά την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως με την οποία δεν επιτράπηκε η πρόσβαση στα έγγραφα, εν προκειμένω, ο οικονομικός έλεγχος του Technion, βρισκόταν σε εξέλιξη κατά την ημερομηνία εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Η δημοσιοποίηση των επίδικων εγγράφων μπορούσε, επομένως, να θίξει όχι μόνο τη διαδικασία μετά την τελική έκθεση περί περατώσεως του ελέγχου αυτού, αλλά και τον υπό εξέλιξη οικονομικό έλεγχο στο Technion.

    66

    Τρίτον, το επιχείρημα των προσφευγόντων ότι η δημοσιοποίηση των επίδικων εγγράφων δεν μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τον οικονομικό έλεγχο στο Technion, εφόσον βρισκόταν στο στάδιο της περατώσεως κατά την ημερομηνία της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν μπορεί επίσης να γίνει δεκτό. Βεβαίως, είναι αληθές ότι ο οικονομικός έλεγχος περατώθηκε ένα μήνα και μερικές ημέρες μετά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως και ότι η Επιτροπή επισήμανε η ίδια, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι ο οικονομικός έλεγχος βρισκόταν σε στάδιο περατώσεως. Γεγονός πάντως είναι ότι, κατά την ημερομηνία εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί η τελική έκθεση περατώσεως της διαδικασίας ελέγχου και εξακολουθούσε να είναι δυνατή και εφικτή η διενέργεια περαιτέρω ερευνών σε σχέση με τον εν λόγω έλεγχο. Επομένως, συνάγεται ότι η δημοσιοποίηση των επίδικων εγγράφων δυνάμει του κανονισμού 1049/2001, αφενός, δημιουργούσε πιθανό και πραγματικό κίνδυνο να θιγεί η αποτελεσματικότητα του σε εξέλιξη οικονομικού ελέγχου στο Technion και, αφετέρου, περιόριζε το περιθώριο χειρισμών των υπηρεσιών της Επιτροπής ως προς τη συνέχεια που έπρεπε να δοθεί μετά την έκδοση της τελικής εκθέσεως.

    67

    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, οι τρεις πρώτοι λόγοι ακυρώσεως πρέπει να απορριφθούν.

    – Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, αντλούμενου από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας λόγω της μη σταθμίσεως της εξαιρέσεως του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 με το δημόσιο συμφέρον

    68

    Τα προσφεύγοντα προσάπτουν στην Επιτροπή ότι δεν στάθμισε την εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 με το δημόσιο συμφέρον που δικαιολογεί τη δημοσιοποίηση των επίδικων εγγράφων, παραβιάζοντας έτσι την αρχή της αναλογικότητας.

    69

    Τα προσφεύγοντα υποστηρίζουν ότι, εκτός από το ιδιαίτερο συμφέρον του Technion να έχει τη δυνατότητα να προβάλει τις παρατηρήσεις του στο πλαίσιο της κατ’ αντιπαράθεση διαδικασίας οικονομικού ελέγχου, υφίσταται επίσης το συμφέρον των άλλων οντοτήτων που συμμετείχαν στα συγκεκριμένα έργα να ελέγξουν τη νομιμότητα των οικονομικών ελέγχων που διεξήχθησαν σε αυτές και των ενδεχόμενων αποδόσεων δαπανών που ζήτησαν από την Επιτροπή.

    70

    Κατά τα προσφεύγοντα, υφίσταται επίσης ένα δημόσιο συμφέρον δημοσιοποιήσεως των επίδικων εγγράφων, το οποίο άπτεται της διαφάνειας των οικονομικών ελέγχων. Συγκεκριμένα, υφίσταται ένα δημόσιο συμφέρον ελέγχου του τρόπου με τον οποίο η Επιτροπή διεξάγει τον οικονομικό έλεγχο προκειμένου να είναι δυνατόν να ελεγχθεί αν τα μέτρα που ελήφθησαν για να διορθωθούν οι φερόμενες παρατυπίες είναι επαρκή και ενδεδειγμένα. Η διαφάνεια είναι επίσης ευκταία προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα στους συμβαλλόμενους με την Επιτροπή να εφαρμόσουν τις απαραίτητες διαδικασίες ώστε να πληρούνται οι προϋποθέσεις που έθεσε η Επιτροπή.

    71

    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο παρών λόγος ακυρώσεως είναι αβάσιμος.

    72

    Υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, τελευταία περίοδος, του κανονισμού 1049/2001, τα θεσμικά όργανα δεν επιτρέπουν την πρόσβαση σε έγγραφο, η δημοσιοποίηση του οποίου θα έθιγε, μεταξύ άλλων, την προστασία των σκοπών επιθεωρήσεως, έρευνας και οικονομικού ελέγχου, «εκτός αν η δημοσιοποίηση του εγγράφου δικαιολογείται από [υπέρτερο] δημόσιο συμφέρον».

    73

    Λαμβανομένης υπόψη της επιχειρηματολογίας των προσφευγόντων και του περιεχομένου του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, τελευταία περίοδος, του κανονισμού 1049/2001, στο Γενικό Δικαστήριο εναπόκειται να ελέγξει το βάσιμο της προσβαλλομένης αποφάσεως, με την οποία κρίθηκε ότι δεν συνέτρεχε υπέρτερο δημόσιο συμφέρον κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως.

    74

    Δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 1049/2001, δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων έχει «κάθε πολίτης της Ένωσης και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατοικεί ή έχει την έδρα του σε ένα κράτος μέλος». Συνεπώς, ο κανονισμός αυτός αποσκοπεί στη διασφάλιση της προσβάσεως όλων στα δημόσια έγγραφα και όχι μόνον της προσβάσεως του αιτούντος σε έγγραφα που τον αφορούν (απόφαση Franchet και Byk κατά Επιτροπής, σκέψη 43 ανωτέρω, EU:T:2006:190, σκέψη 136).

    75

    Συνεπώς, το ειδικό συμφέρον που μπορεί να επικαλεστεί ο αιτούμενος την πρόσβαση σε έγγραφο που τον αφορά προσωπικά δεν μπορεί να αποτελεί υπέρτερο δημόσιο συμφέρον κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, τελευταία περίοδος, του κανονισμού 1049/2001 (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Franchet και Byk κατά Επιτροπής, σκέψη 43 ανωτέρω, EU:T:2006:190, σκέψη 137· βλ. επίσης, υπό την έννοια αυτή και κατ’ αναλογίαν, απόφαση Reagens κατά Επιτροπής, σκέψη 49 ανωτέρω, EU:T:2014:139, σκέψη 144).

    76

    Εν προκειμένω, τα προσφεύγοντα ισχυρίστηκαν επανειλημμένως ότι η πρόσβαση στα επίδικα έγγραφα είναι απαραίτητη στο Technion προκειμένου να μπορέσει αυτό να προβάλει αποτελεσματικά τα δικαιώματά του στο πλαίσιο της κατ’ αντιπαράθεση διαδικασίας οικονομικού ελέγχου. Το συμφέρον αυτό, όμως, που προβάλλουν τα προσφεύγοντα συνιστά ιδιωτικό συμφέρον του Technion και δεν είναι, επομένως, λυσιτελές στο πλαίσιο της σταθμίσεως των συμφερόντων που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, τελευταία περίοδος, του κανονισμού 1049/2001 (βλ. σκέψη 75 ανωτέρω). Ακόμη και αν υποτεθεί ότι το Technion έχει, όπως υποστηρίζουν και τα προσφεύγοντα, δικαίωμα προσβάσεως στα επίδικα έγγραφα, αρκεί να επισημανθεί ότι η άσκηση του δικαιώματος αυτού δεν μπορεί να γίνει ειδικότερα μέσω των μηχανισμών πρόσβασης του κοινού στα έγγραφα που καταρτίστηκαν δυνάμει του κανονισμού 1049/2001 (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2007, Sison κατά Συμβουλίου, C‑266/05 P, Συλλογή, EU:C:2007:75, σκέψη 48). Κατά τα λοιπά, πρέπει να υπομνησθεί ότι η Επιτροπή, με την από 4 Οκτωβρίου 2010 επιστολή της (βλ. σκέψη 9 ανωτέρω), κοινοποίησε στο Technion, ατομικώς, και όχι βάσει του κανονισμού 1049/2001, τα PMR σχετικά με τα έργα Qualeg και Mosaica, παρέχοντάς του έτσι, κατ’ αυτήν, αποδείξεις για το υποστατό των προσαπτόμενων στον K. πραγματικών περιστατικών.

    77

    Βάσει των εκτεθέντων ανωτέρω στη σκέψη 76, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το συμφέρον των λοιπών οντοτήτων που συμμετείχαν στα συγκεκριμένα έργα, το οποίο επικαλούνται τα προσφεύγοντα (βλ. σκέψη 69 ανωτέρω), συνιστά επίσης συμφέρον ιδιωτικής φύσεως.

    78

    Όσον αφορά, τέλος, το προβαλλόμενο από τα προσφεύγοντα συμφέρον διαφάνειας των οικονομικών ελέγχων, το οποίο έχει το κοινό, καθώς και οι συμβαλλόμενοι με την Επιτροπή (βλ. σκέψη 70 ανωτέρω), το συμφέρον αυτό συνιστά βεβαίως δημόσιο συμφέρον, στον βαθμό που έχει αντικειμενικό και γενικό χαρακτήρα (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Reagens κατά Επιτροπής, σκέψη 49 ανωτέρω, EU:T:2014:139, σκέψη 142). Εντούτοις, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως, το συμφέρον διαφάνειας των οικονομικών ελέγχων δεν είναι τόσο επιτακτικό ώστε να υπερτερεί του συμφέροντος προστασίας των σκοπών επιθεωρήσεως, έρευνας και οικονομικού ελέγχου.

    79

    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί, πρώτον, ότι ο δικαστής της Ένωσης είχε κατά το παρελθόν την ευκαιρία να αποφανθεί ότι το συμφέρον του κοινού για τη δημοσιοποίηση ενός εγγράφου βάσει της υποχρεώσεως διαφάνειας, η οποία έχει ως σκοπό να εξασφαλίσει καλύτερη συμμετοχή των πολιτών στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων και να εγγυηθεί περισσότερη νομιμοποίηση, αποτελεσματικότητα και υπευθυνότητα της διοικήσεως έναντι των πολιτών σε ένα δημοκρατικό σύστημα, δεν έχει το ίδιο βάρος στην περίπτωση που το έγγραφο αυτό αφορά διοικητική διαδικασία και στην περίπτωση που αφορά διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας το οικείο θεσμικό όργανο της Ένωσης παρεμβαίνει με τη νομοθετική του ιδιότητα (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 29ης Ιουνίου 2010, Επιτροπή κατά Technische Glaswerke Ilmenau, C‑139/07 P, Συλλογή, EU:C:2010:376, σκέψη 60, και Reagens κατά Επιτροπής, σκέψη 49 ανωτέρω, EU:T:2014:139, σκέψη 140).

    80

    Πάντως, εν προκειμένω, τα επίδικα έγγραφα εντάσσονται προδήλως στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας, δηλαδή διαδικασίας οικονομικού ελέγχου.

    81

    Ακολούθως, η λυσιτέλεια της επιχειρηματολογίας των προσφευγόντων σχετικά με το συμφέρον του κοινού να ελέγχει τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή διεξάγει τις διαδικασίες οικονομικού ελέγχου (βλ. σκέψη 70 ανωτέρω) προϋποθέτει ότι τα επίδικα έγγραφα αντανακλούν την πολιτική και τη γενική μέθοδο της Επιτροπής σε θέματα οικονομικών ελέγχων και δεν αφορούν συγκεκριμένη επιχείρηση. Αυτό όμως δεν συμβαίνει στην υπό κρίση περίπτωση, στον βαθμό που τα επίδικα έγγραφα είναι, όπως τονίζεται στην ίδια την αίτηση προσβάσεως, έγγραφα που αποδεικνύουν ότι οι δαπάνες προσωπικού, την απόδοση των οποίων ζήτησε το Technion για την παροχή υπηρεσιών του K., δεν πληρούν τις προϋποθέσεις επιλεξιμότητας που καθορίστηκαν δυνάμει της συμβάσεως.

    82

    Τέλος, όσον αφορά το συμφέρον των συμβαλλόμενων με την Επιτροπή διαφάνειας των οικονομικών ελέγχων (βλ. σκέψη 70 ανωτέρω), πρέπει να υπογραμμιστεί, όπως ορθώς προβάλλει και η Επιτροπή, ότι οι εν λόγω συμβαλλόμενοι διαθέτουν, βάσει της συμβατικής σχέσεως που τους συνδέει με την Επιτροπή, τα μέσα για να λάβουν από αυτήν τις απαραίτητες πληροφορίες που θα τους παράσχουν τη δυνατότητα να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις που τους έθεσε αυτή.

    83

    Λαμβανομένων υπόψη των τριών ανωτέρω εκτιμήσεων, συνάγεται ότι, εν προκειμένω, το συμφέρον διαφάνειας των οικονομικών ελέγχων, που προβάλλουν τα προσφεύγοντα, δεν συνιστά «[υπέρτερο] δημόσιο συμφέρον», κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, τελευταία περίοδος, του κανονισμού 1049/2001.

    84

    Κατόπιν των προεκτεθέντων, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

    85

    Συνάγεται, επομένως, ότι η εφαρμογή από την Επιτροπή της εξαιρέσεως του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, για λόγους προστασίας των σκοπών επιθεωρήσεως, έρευνας και οικονομικού ελέγχου, δεν ενέχει πλάνη. Κατά συνέπεια, ενδεχόμενη πλάνη περί το δίκαιο ή πλάνη εκτιμήσεως στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή όσον αφορά την εφαρμογή της εξαιρέσεως του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1049/2001, σχετικά με την προστασία της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας του ατόμου, δεν ασκεί, εν πάση περιπτώσει, επιρροή επί της νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως και οι προβληθέντες λόγοι πρέπει να απορριφθούν ως αλυσιτελείς, καθόσον αφορούν την εφαρμογή της άλλης αυτής εξαιρέσεως.

    86

    Κατά συνέπεια, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστεί ο λόγος απαραδέκτου τον οποίο προέβαλε η Επιτροπή προς αντίκρουση της προσφυγής.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    87

    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι τα προσφεύγοντα ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το αίτημα της Επιτροπής.

     

    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

    αποφασίζει:

     

    1)

    Απορρίπτει την προσφυγή.

     

    2)

    Καταδικάζει το Technion – Israel Institute of Technology και το Technion Research & Development Foundation Ltd στα δικαστικά έξοδα.

     

    Kanninen

    Pelikánová

    Buttigieg

    Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 12 Μαΐου 2015.

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

    Επάνω