Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62005TJ0299

    Απόφαση του Πρωτοδικείου (πρώτο τμήμα) της 18ης Μαρτίου 2009.
    Shanghai Excell M&E Enterprise Co. Ltd και Shanghai Adeptech Precision Co. Ltd κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.
    Ντάμπινγκ - Εισαγωγές ορισμένων ηλεκτρονικών ζυγών καταγωγής Κίνας - Καθεστώς εταιρίας λειτουργούσας στο πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς - Άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχεία α΄ και γ΄, και παράγραφος 10, και άρθρο 11, παράγραφος 9, του κανονισμού (ΕΚ) 384/96.
    Υπόθεση T-299/05.

    Συλλογή της Νομολογίας 2009 II-00565

    Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:T:2009:72

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

    της 18ης Μαρτίου 2009 ( *1 )

    «Ντάμπινγκ — Εισαγωγές ορισμένων ηλεκτρονικών ζυγών καταγωγής Κίνας — Καθεστώς εταιρίας λειτουργούσας στο πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς — Άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχεία α’ και γ’, και παράγραφος 10, και άρθρο 11, παράγραφος 9, του κανονισμού (ΕΚ) 384/96»

    Στην υπόθεση T-299/05,

    Shanghai Excell M&E Enterprise Co. Ltd, με έδρα τη Σαγκάη (Κίνα),

    Shanghai Adeptech Precision Co. Ltd, με έδρα το Huaxin Town (Κίνα),

    εκπροσωπούμενες από τους R. MacLean, solicitor, και E. Gybels, δικηγόρο,

    προσφεύγουσες,

    κατά

    Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από τον J.-P. Hix, επικουρούμενου από τον G. Berrisch, δικηγόρο,

    καθού,

    υποστηριζόμενου από την

    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τις K. Talabér-Ritz και E. Righini, στη συνέχεια, από τον H. van Vliet και την Κ.Talabér-Ritz,

    παρεμβαίνουσα,

    με αντικείμενο αίτηση ακυρώσεως των άρθρων 1 και 2 του κανονισμού (ΕΚ) 692/2005 του Συμβουλίου, της 28ης Απριλίου 2005, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) 2605/2000 για την επιβολή οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων ηλεκτρονικών ζυγών (ΗΖΛΠ) καταγωγής, μεταξύ άλλων, Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ L 112, σ. 1),

    ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (πρώτο τμήμα),

    συγκείμενο από τη V. Tiili (εισηγήτρια), πρόεδρο, τον F. Dehousse και την I. Wiszniewska-Białecka, δικαστές,

    γραμματέας: K. Pocheć, υπάλληλος διοικήσεως,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 20ής Μαΐου 2008,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    Ιστορικό της διαφοράς

    Α — Έρευνα και αρχικοί κανονισμοί

    1

    Στις 27 Νοεμβρίου 2000, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 2605/2000, για την επιβολή οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων ηλεκτρονικών ζυγών (ΗΖΛΠ) καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, Δημοκρατίας της Κορέας και Ταϊβάν (ΕΕ L 301, σ. 42, στο εξής: αρχικός κανονισμός).

    2

    Κατά τη διάρκεια της έρευνας που κατέληξε στην έκδοση του κανονισμού αυτού (στο εξής: αρχική έρευνα), η Επιτροπή εξέτασε, μεταξύ άλλων, αν στις εισαγωγές που προέρχονται από τις τρεις αυτές χώρες με προορισμό την Ευρωπαϊκή Κοινότητα ορισμένων ηλεκτρονικών ζυγών με δυνατότητα που δεν υπερβαίνει τα 30 kg, που χρησιμοποιούνται στο λιανεμπόριο και στους οποίους ενσωματώνεται ψηφιακό σύστημα απεικόνισης του βάρους, της μοναδιαίας τιμής και της τιμής που πρέπει να καταβληθεί (είτε περιλαμβάνουν είτε όχι μέσο εκτύπωσης των δεδομένων αυτών) (στο εξής: ηλεκτρονικοί ζυγοί), επιβάλλεται δασμός αντιντάμπινγκ.

    3

    Όσον αφορά την Κίνα, τρεις παραγωγοί-εξαγωγείς αποφάσισαν να συνεργαστούν στην έρευνα και έτυχαν ατομικής μεταχείρισης. Οι τρεις αυτές εταιρίες ζήτησαν να υπαχθούν στο καθεστώς εταιρίας λειτουργούσας στο πλαίσιο οικονομίας της αγοράς (στο εξής: ΚΟΑ), σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 7, του κανονισμού (ΕΚ) 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ 1996, L 56, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί από τον κανονισμό (ΕΚ) 905/98 του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 1998 (ΕΕ L 128, σ. 18), όπως έχει διορθωθεί (στο εξής: βασικός κανονισμός). Ωστόσο, το Συμβούλιο έκρινε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ’, του κανονισμού αυτού και απέρριψε την εν λόγω αίτηση. Κατά συνέπεια, ήταν αναγκαία η σύγκριση των τιμών εξαγωγής των Κινέζων παραγωγών-εξαγωγέων με την κανονική αξία που καθορίζεται σε κατάλληλη χώρα με οικονομία αγοράς, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού (αιτιολογικές σκέψεις 45 έως 48 και 52 του αρχικού κανονισμού).

    4

    Τα κοινοτικά όργανα έκριναν ότι η Ινδονησία ήταν η καταλληλότερη τρίτη χώρα με οικονομία αγοράς για τους σκοπούς του καθορισμού της κανονικής αξίας (αιτιολογικές σκέψεις 49 και 50 του αρχικού κανονισμού). Επομένως, η εν λόγω αξία καθορίστηκε σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφοι 2 και 3, του βασικού κανονισμού, από τις κανονικές αξίες που καθόρισε ινδονησιακή επιχείρηση, ήτοι η PT Toshiba TEC Corporation Indonesia (στο εξής: Toshiba Indonesia) (αιτιολογική σκέψη 53 του αρχικού κανονισμού).

    5

    Το Συμβούλιο συνέκρινε την κανονική αξία και την τιμή εξαγωγής σε βάση εκ του εργοστασίου και στο ίδιο στάδιο του εμπορίου, γεγονός από το οποίο ανέκυψε η ύπαρξη περιθωρίου ντάμπινγκ για τους τρεις οικείους παραγωγούς-εξαγωγείς από 9% έως 12,8% (αιτιολογική σκέψη 58 του αρχικού κανονισμού).

    6

    Λαμβανομένης υπόψη της αμελητέας συνεργασίας όλων των λοιπών Κινέζων παραγωγών-εξαγωγέων, το υπολειπόμενο περιθώριο ντάμπινγκ καθορίστηκε για τους εξαγωγείς αυτούς στο επίπεδο του υψηλότερου ατομικού περιθωρίου σε σχέση με το μοναδικό μοντέλο ηλεκτρονικού ζυγού που παράγουν οι συνεργασθείσες εταιρίες, ήτοι στο 30,7%.

    7

    Συνεπώς, το άρθρο 1, παράγραφος 2, του αρχικού κανονισμού επέβαλε στους τρεις συνεργασθέντες Κινέζους παραγωγούς-εξαγωγείς ατομικούς δασμούς ντάμπινγκ, των οποίων ο ανώτατος συντελεστής ήταν 12,8% και σε όλες τις λοιπές κινεζικές εταιρίες δασμό ύψους 30,7%.

    Β — Διαδικασία επανεξέτασης

    8

    Οι προσφεύγουσες, οι οποίες είναι οι συνδεδεμένες εταιρίες Shanghai Excell M&E Enterprise Co. Ltd (στο εξής: Shanghai Excell) και Shanghai Adeptech Precision Co. Ltd (στο εξής: Shanghai Adeptech), κατασκευάζουν ηλεκτρονικούς ζυγούς στην Κίνα. Οι Shanghai Excell και Shanghai Adeptech άρχισαν να εξάγουν ηλεκτρονικούς ζυγούς στην Κοινότητα τον Ιούνιο του 2003. Ο εφαρμοζόμενος συντελεστής δασμών αντιντάμπινγκ ήταν 30,7%.

    9

    Οι προσφεύγουσες κατέθεσαν στην Επιτροπή αίτηση επανεξέτασης του αρχικού κανονισμού ως «νέοι εξαγωγείς» υπό την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού. Προέβαλαν ότι δεν εξήγαγαν ηλεκτρονικούς ζυγούς στην Κοινότητα κατά την περίοδο της αρχικής έρευνας, ήτοι μεταξύ 1ης Σεπτεμβρίου 1998 και 31ης Αυγούστου 1999 (στο εξής: περίοδος αρχικής έρευνας), και δεν συνδέονταν με κανέναν από τους παραγωγούς-εξαγωγείς που υπόκεινταν στα επίμαχα μέτρα.

    10

    Με τον κανονισμό (ΕΚ) 1408/2004 της Επιτροπής, της 2ας Αυγούστου 2004, για την έναρξη επανεξέτασης όσον αφορά ένα «νέο εξαγωγέα» στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΚ) 2605/2000 του Συμβουλίου, για την επιβολή οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων ηλεκτρονικών ζυγών καταγωγής, μεταξύ άλλων, Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, για την κατάργηση του δασμού όσον αφορά τις εισαγωγές από δύο εξαγωγείς της εν λόγω χώρας και για την καταγραφή των εν λόγω εισαγωγών (ΕΕ L 256, σ. 8), η Επιτροπή κίνησε την επανεξέταση όσον αφορά τις προσφεύγουσες. Ο δασμός αντιντάμπινγκ ύψους 30,7% καταργήθηκε όσον αφορά τους ηλεκτρονικούς ζυγούς τους και η Επιτροπή επέβαλε στις τελωνειακές αρχές να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για την καταγραφή των εισαγωγών των ζυγών αυτών, η δε καταγραφή θα έληγε εννέα μήνες μετά την έναρξη ισχύος του κανονισμού 1408/2004.

    11

    Στις 23 Φεβρουαρίου 2005, η Επιτροπή έστειλε στις προσφεύγουσες έγγραφο με το οποίο εξέθετε τους λόγους για τους οποίους είχε την πρόθεση να τους χορηγήσει ατομική μεταχείριση και να τους επιβάλει δασμό αντιντάμπινγκ ύψους 54,8%. Με το από 7 Μαρτίου 2005 έγγραφο, οι προσφεύγουσες αμφισβήτησαν τη θέση της Επιτροπής.

    Γ — Προσβαλλόμενος κανονισμός

    12

    Στις 28 Απριλίου 2005, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 692/2005 του Συμβουλίου, της 28ης Απριλίου 2005, για την τροποποίηση του κανονισμού 2605/2000 για την επιβολή οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων ηλεκτρονικών ζυγών (ΗΖΛΠ) καταγωγής, μεταξύ άλλων, Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ L 112, σ. 1, στο εξής: προσβαλλόμενος κανονισμός).

    13

    Με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, το Συμβούλιο επιβεβαίωσε ότι οι προσφεύγουσες είναι νέοι εξαγωγείς υπό την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού (αιτιολογικές σκέψεις 9 έως 11).

    14

    Το Συμβούλιο έκρινε ότι, εφόσον οι προσφεύγουσες είναι εγκατεστημένες στην Κίνα, η κανονική αξία πρέπει να καθορισθεί, όπως με τον αρχικό κανονισμό, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο α’, του βασικού κανονισμού, για τον λόγο ότι οι προσφεύγουσες δεν πληρούν τα δύο πρώτα κριτήρια που θεσπίζει το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ’, του εν λόγω κανονισμού, και, ως εκ τούτου, δεν επικρατούν συνθήκες της οικονομίας της αγοράς όσον αφορά την εκ μέρους τους κατασκευή και πώληση ηλεκτρονικών ζυγών (αιτιολογικές σκέψεις 12 έως 26). Πάντως, το Συμβούλιο έκρινε ότι οι προσφεύγουσες πληρούσαν τις προϋποθέσεις χορήγησης της ατομικής μεταχείρισης του άρθρου 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού (αιτιολογικές σκέψεις 27 και 28).

    15

    Όπως και με τον αρχικό κανονισμό, το Συμβούλιο υπολόγισε την κανονική αξία, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο α’, του βασικού κανονισμού, από την τιμή ή την κατασκευασμένη αξία σε παρεμφερή χώρα, ήτοι την Ινδονησία. Η κανονική αξία υπολογίστηκε βάσει των πληροφοριών που κοινοποίησε η Toshiba Indonesia.

    16

    Το Συμβούλιο συνέκρινε την κανονική αξία και την τιμή εξαγωγής σε βάση εκ του εργοστασίου τιμής και στο ίδιο στάδιο του εμπορίου και έλαβε υπόψη, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού, τις διαφορές που επηρεάζουν τις τιμές και τη δυνατότητα σύγκρισής τους (αιτιολογικές σκέψεις 42 έως 45). Τέλος, το Συμβούλιο συνέκρινε τη μέση σταθμισμένη κανονική αξία ανά τύπο προϊόντος με τη μέση σταθμισμένη τιμή εξαγωγής και κατέληξε ότι υπάρχει ντάμπινγκ ύψους 52,6% (αιτιολογικές σκέψεις 55 και 56).

    17

    Συνεπώς, το άρθρο 1, παράγραφος 1, του προσβαλλόμενου κανονισμού επέβαλε δασμό αντιντάμπινγκ 52,6% επί των εισαγωγών των προσφευγουσών στην Κοινότητα.

    18

    Το άρθρο 1, παράγραφος 2, του προσβαλλόμενου κανονισμού εφάρμοσε αναδρομικώς δασμούς με τον ίδιο συντελεστή στις καταχωρισμένες εισαγωγές, σύμφωνα με το άρθρο 3 του κανονισμού 1408/2004. Έτσι, στις προσφεύγουσες επιβλήθηκε ο δασμός 52,6% από τον Αύγουστο του 2004. Τέλος, το άρθρο 1, παράγραφος 2, του προσβαλλόμενου κανονισμού κάλεσε τις τελωνειακές αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης να πάψουν την καταγραφή των εισαγωγών των προσφευγουσών.

    19

    Σύμφωνα με το άρθρο 2 του προσβαλλόμενου κανονισμού, ο κανονισμός αυτός άρχισε να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα, ήτοι στις 4 Μαΐου 2005.

    20

    Οι θεσπισθέντες με τον αρχικό κανονισμό δασμοί, όπως αυτός τροποποιήθηκε με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, έπαψαν να ισχύουν την 1η Δεκεμβρίου 2005, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού. Μετά τη δημοσίευση της ανακοίνωσης για την επικείμενη λήξη ισχύος των δασμών, η κοινοτική βιομηχανία δεν ζήτησε την επανεξέταση των μέτρων που επρόκειτο να πάψουν να ισχύουν, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού.

    Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

    21

    Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 26 Ιουλίου 2005, οι προσφεύγουσες άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή.

    22

    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 18 Νοεμβρίου 2005, η Επιτροπή ζήτησε να παρέμβει προς στήριξη των αιτημάτων του Συμβουλίου. Με την από 12 Ιανουαρίου 2006 διάταξη του προέδρου του τρίτου τμήματος του Πρωτοδικείου έγινε δεκτή η αίτηση παρέμβασης.

    23

    Κατόπιν τροποποίησης της σύνθεσης των τμημάτων του Πρωτοδικείου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο πρώτο τμήμα, στο οποίο κατά συνέπεια ανατέθηκε η υπό κρίση υπόθεση.

    24

    Στις 19 Μαρτίου 2008, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας του άρθρου 64 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, το Πρωτοδικείο κάλεσε τους διαδίκους να απαντήσουν σε ορισμένες γραπτές απαντήσεις και να του προσκομίσουν ορισμένα έγγραφα. Οι προσφεύγουσες απάντησαν στα αιτήματα αυτά εμπροθέσμως.

    25

    Με το από 15 Απριλίου 2008 έγγραφο, το Συμβούλιο πληροφόρησε το Πρωτοδικείο ότι αδυνατούσε να δώσει συνέχεια στα αιτήματα αυτά, προβάλλοντας ότι ορισμένα από τα ζητηθέντα έγγραφα ήσαν απόρρητα και, εν πάση περιπτώσει, βρίσκονταν στη διάθεση της Επιτροπής. Εξάλλου, το Συμβούλιο προβάλλει ότι οι προσφεύγουσες δεν είχαν πλέον έννομο συμφέρον.

    26

    Με την από 7 Μαΐου 2008 διάταξη, σύμφωνα με το άρθρο 65, στοιχείο β’, το άρθρο 66, παράγραφος 1, και το άρθρο 67, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Πρωτοδικείο επέβαλε στο Συμβούλιο και την Επιτροπή να προσκομίσουν ορισμένα από τα ζητηθέντα έγγραφα επισυνάπτοντας ορισμένες διευκρινίσεις, προβλέποντας ότι, στο στάδιο αυτό της διαδικασίας, δεν θα κοινοποιηθούν στις προσφεύγουσες. Το Συμβούλιο και η Επιτροπή συμμορφώθηκαν με το αίτημα αυτό εμπροθέσμως. Ωστόσο, ισχυρίστηκαν ότι θεωρούσαν ως αυστηρώς εμπιστευτικά τα έγγραφα αυτά, καθόσον περιλάμβαναν εμπορικά ευαίσθητες πληροφορίες για την Toshiba Indonesia.

    27

    Κατόπιν έκθεσης του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (πρώτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

    28

    Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις που έθεσε το Πρωτοδικείο κατά τη συνεδρίαση της 20ής Μαΐου 2008.

    29

    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι προσφεύγουσες συμφώνησαν ότι το Πρωτοδικείο δύναται, ενδεχομένως, να χρησιμοποιήσει τις πληροφορίες που περιελάμβαναν τα θεωρούμενα ως εμπιστευτικά από το Συμβούλιο και την Επιτροπή έγγραφα, τα οποία δεν τους είχαν κοινοποιηθεί, γεγονός το οποίο καταγράφηκε στα πρακτικά της συζήτησης. Ωστόσο, το Πρωτοδικείο, για την έκδοση της παρούσας απόφασης, έκρινε απαραίτητο να χρησιμοποιήσει μόνον τις πληροφορίες που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες.

    30

    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση επίσης, οι προσφεύγουσες παραιτήθηκαν του ενάτου λόγου τους ακυρώσεως, που αντλείται από την εξατομίκευσή τους με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, γεγονός το οποίο καταγράφηκε επίσης στα πρακτικά της συζήτησης.

    31

    Τέλος, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, κατέστη σαφές ότι τα έγγραφα που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες στο Πρωτοδικείο, κατόπιν της από 19 Μαρτίου 2008 αίτησής του, δεν είναι τα ζητηθέντα έγγραφα. Το Συμβούλιο ζήτησε την άδεια να καταθέσει αντίγραφο των εγγράφων αυτών, που αποτελούν μέρος του διοικητικού φακέλου και του διαβίβασαν οι προσφεύγουσες κατά την έρευνα που κατέληξε στην έκδοση του προσβαλλόμενου κανονισμού. Οι προσφεύγουσες αντέκρουσαν την κατάθεση αυτή, γεγονός το οποίο καταγράφηκε στα πρακτικά της συζήτησης. Το Πρωτοδικείο έθεσε στις προσφεύγουσες προθεσμία για την υποβολή των παρατηρήσεών τους επί των επιμάχων εγγράφων και του ενδεχομένου να τεθούν στον φάκελο της υπόθεσης.

    32

    Στις 30 Μαΐου 2008, οι προσφεύγουσες κατέθεσαν παρατηρήσεις επί των εγγράφων, για τα οποία γίνεται λόγος στην προηγούμενη σκέψη και επανέλαβαν ότι δεν συμφωνούν να τεθούν στον φάκελο της υπόθεσης. Παρ’ όλ’ αυτά, το Πρωτοδικείο, επειδή θεωρεί ότι η κατάθεση των επίμαχων εγγράφων από το Συμβούλιο απλώς ανορθώνει το σφάλμα που διέπραξαν από αμέλεια ή εκουσίως οι προσφεύγουσες, κρίνει ότι πρέπει να τεθούν στον φάκελο της υπόθεσης.

    33

    Στις 6 Ιουνίου 2008, το Συμβούλιο κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου διορθωτικό των πληροφοριών που διαβίβασε στο Πρωτοδικείο κατόπιν της από 7 Μαΐου 2008 διάταξης του Πρωτοδικείου. Με το από 6 Ιουνίου 2008 έγγραφο, η Επιτροπή πληροφόρησε το Πρωτοδικείο ότι οι διευκρινίσεις που προσκόμισε μετά την εν λόγω διάταξη πρέπει να τροποποιηθούν υπό το πρίσμα του διορθωτικού που κατέθεσε το Συμβούλιο.

    34

    Στις 10 Ιουλίου 2008, οι προσφεύγουσες υπέβαλαν παρατηρήσεις επί του επίμαχου διορθωτικού.

    35

    Στις 24 Σεπτεμβρίου 2008, περατώθηκε η προφορική διαδικασία.

    36

    Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Πρωτοδικείο:

    να ακυρώσει τον προσβαλλόμενο κανονισμό, καθόσον τις αφορά·

    να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

    37

    Με τα υπομνήματά του, το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, ζητεί από το Πρωτοδικείο:

    να απορρίψει την προσφυγή·

    να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

    38

    Με το από 15 Απριλίου 2009 έγγραφο, το Συμβούλιο ζητεί από το Πρωτοδικείο:

    να διαπιστώσει ότι καταργείται η δίκη διότι οι προσφεύγουσες δεν έχουν πλέον έννομο συμφέρον για τη συνέχιση της διαδικασίας·

    να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

    Επί του αιτήματος κατάργησης της δίκης

    Α — Επιχειρήματα των διαδίκων

    39

    Το Συμβούλιο προβάλλει ότι οι ηλεκτρονικοί ζυγοί των προσφευγουσών δεν υπόκεινται σε κανένα δασμό αντιντάμπινγκ μετά τη λήξη ισχύος του αρχικού κανονισμού, την 1η Δεκεμβρίου 2005. Εξάλλου, από τις πληροφορίες που συνελέγησαν από τα κράτη μέλη, προκύπτει, αφενός, ότι τα κράτη μέλη εισέπραξαν ελάχιστους δασμούς υπό την έννοια των δασμών αντιντάμπινγκ που επιβάλλει ο προσβαλλόμενος κανονισμός και, αφετέρου, οι αμελητέοι αυτοί δασμοί δεν καταβλήθηκαν από τις προσφεύγουσες αλλά από εισαγωγείς που δεν είναι συνδεδεμένοι με αυτές.

    40

    Κατά συνέπεια, το Συμβούλιο φρονεί ότι η ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού δεν έχει κανένα έννομο αποτέλεσμα για τις προσφεύγουσες οι οποίες, ως εκ τούτου, δεν έχουν πλέον έννομο συμφέρον στη συνέχιση της παρούσας διαδικασίας.

    41

    Οι προσφεύγουσες φρονούν ότι το Πρωτοδικείο δεν πρέπει να εξετάσει το επιχείρημα του Συμβουλίου λόγω του εκπρόθεσμου χαρακτήρα του. Εξάλλου, επιβεβαιώνουν ότι δεν κατέβαλαν κανένα δασμό του επιβαλλομένου με τον προσβαλλόμενο κανονισμό ύψους. Πάντως, οι προσφεύγουσες φρονούν ότι η επιβολή υψηλότατου δασμού αντιντάμπινγκ στους ηλεκτρονικούς ζυγούς τους για περίοδο σχεδόν πέντε μηνών οδήγησε σε αποτυχία τις απόπειρές τους για εμπορία στην Ευρώπη, γεγονός το οποίο εξηγεί ακριβώς ότι οι εισαγωγείς τους κατέβαλαν αμελητέο μέρος των δασμών αντιντάμπινγκ. Επιπλέον, οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι εξακολουθούν να έχουν έννομο συμφέρον, διότι προτίθενται να προβάλουν τον μη σύννομο χαρακτήρα του προσβαλλόμενου κανονισμού στο πλαίσιο μεταγενέστερης αγωγής λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης.

    Β — Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    42

    Δεδομένου ότι οι προϋποθέσεις του παραδεκτού της προσφυγής, ιδίως δε το ζήτημα της ελλείψεως εννόμου συμφέροντος, περιλαμβάνονται μεταξύ των λόγων απαραδέκτου δημοσίας τάξεως, το Πρωτοδικείο οφείλει να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν οι προσφεύγουσες έχουν έννομο συμφέρον για την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως (διάταξη του Πρωτοδικείου της 10ης Μαρτίου 2005, T-228/00, T-229/00, T-242/00, T-243/00, T-245/00 έως T-248/00, T-250/00, T-252/00, T-256/00 έως T-259/00, T-265/00, T-267/00, T-268/00, T-271/00, T-274/00 έως T-276/00, T-281/00, T-87/00 και T-296/00, Gruppo ormeggiatori del porto di Venezia κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II-787, σκέψη 22). Επομένως, το προβληθέν από το Συμβούλιο επιχείρημα πρέπει να εξετασθεί χωρίς να απαιτείται να κριθεί ο προβαλλόμενος εκπρόθεσμος χαρακτήρας του.

    43

    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος πρέπει, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της προσφυγής, να υφίσταται κατά τον χρόνο ασκήσεώς της, άλλως η προσφυγή κρίνεται απαράδεκτη. Το εν λόγω αντικείμενο της διαφοράς πρέπει να διατηρείται, όπως και το έννομο συμφέρον, μέχρι την έκδοση της δικαστικής αποφάσεως, άλλως παρέλκει η έκδοση αποφάσεως, πράγμα που προϋποθέτει ότι η προσφυγή μπορεί, με το αποτέλεσμά της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Απριλίου 2008, C-373/06 P, C-379/06 P και C-382/06 P, Flaherty κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. I-2649, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    44

    Eν προκειμένω, σύμφωνα με το Συμβούλιο, οι προσφεύγουσες είχαν, κατά την άσκηση της προσφυγής, έννομο συμφέρον, αλλά το απώλεσαν στη συνέχεια, διότι, αφού έπαυσε η ισχύς του αρχικού κανονισμού, και, κατά συνέπεια, του προσβαλλόμενου κανονισμού, την 1η Δεκεμβρίου 2005, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν πλέον να αντλήσουν κανένα όφελος από την ενδεχόμενη ακύρωση του κανονισμού αυτού, καθόσον, αφενός, ο κανονισμός δεν εφαρμόζεται πλέον στις κοινοτικές εξαγωγές τους και, αφετέρου, εφόσον δεν κατέβαλαν στο παρελθόν κανένα δασμό αντιντάμπινγκ δυνάμει του εν λόγω κανονισμού, δεν θα τους επιστραφεί κανένα ποσό ως άμεση συνέπεια της ακύρωσης.

    45

    Λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της προκειμένης υποθέσεως, η άποψη του Συμβουλίου πρέπει ωστόσο να απορριφθεί για πολλούς λόγους.

    46

    Πρώτον, σημειωτέον ότι το γεγονός ότι η προσβαλλομένη πράξη κατέστη ανίσχυρη μετά την άσκηση της προσφυγής ακυρώσεως δεν σημαίνει, αφεαυτού, ότι το Πρωτοδικείο υπείχε υποχρέωση καταργήσεως της δίκης λόγω ελλείψεως αντικειμένου ή εννόμου συμφέροντος κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Ιουνίου 2007, C-362/05 P, Wunenburger κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I-4333, σκέψη 47).

    47

    Συναφώς, διαπιστώνεται ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν αποσύρθηκε τυπικώς από το Συμβούλιο (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα στη σκέψη 46 απόφαση Wunenburger κατά Επιτροπής, σκέψη 48).

    48

    Δεύτερον, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η προσφεύγουσα μπορεί επίσης να διατηρεί το έννομο συμφέρον της για την ακύρωση πράξεως κοινοτικού οργάνου, προς αποτροπή του ενδεχομένου επαναλήψεως της προβαλλομένης πλημμέλειας στο μέλλον (βλ., προπαρατεθείσα στη σκέψη 46 απόφαση Wunenburger κατά Επιτροπής, σκέψη 50· βλ. επίσης, συναφώς, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 24ης Ιουνίου 1986, 53/85, AKZO Chemie κατά Επιτροπής, Συλλογή 1986, σ. 1965, σκέψη 21, και της 26ης Απριλίου 1988, 207/86, Apesco κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 2151, σκέψη 16).

    49

    Αυτό το έννομο συμφέρον απορρέει από το άρθρο 233, πρώτο εδάφιο, ΕΚ, βάσει του οποίου τα όργανα που εξέδωσαν την ακυρωθείσα πράξη οφείλουν να λάβουν τα μέτρα που προϋποθέτει η εκτέλεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου (βλ., προπαρατεθείσα στη σκέψη 46 απόφαση Wunenburger κατά Επιτροπής, σκέψη 51).

    50

    Πάντως, το έννομο αυτό συμφέρον υφίσταται μόνον αν η προβαλλόμενη πλημμέλεια είναι δυνατό να επαναληφθεί στο μέλλον, ανεξαρτήτως των περιστάσεων της υποθέσεως στο πλαίσιο της οποίας ασκήθηκε η προσφυγή του προσφεύγοντος (προπαρατεθείσα στη σκέψη 46 απόφαση Wunenburger κατά Επιτροπής, σκέψη 52).

    51

    Ωστόσο, τούτο συμβαίνει στην περίπτωση προσφυγής ακυρώσεως, όπως της υπό κρίση προσφυγής, που ασκήθηκε από επιχειρήσεις στις οποίες επιβλήθηκε δασμός αντιντάμπινγκ κατόπιν διαδικασίας επανεξέτασης, ενώ ο δασμός αυτός δεν εφαρμόζεται πλέον, καθόσον οι προσφεύγουσες προσβάλλουν τη διαδικασία που οδήγησε στην επιβολή του. Συγκεκριμένα, αντιθέτως προς την επί της ουσίας εκτίμηση της ύπαρξης πρακτικής ντάμπινγκ, οι λεπτομέρειες εφαρμογής διαδικασίας επανεξέτασης δύνανται να επαναληφθούν στο μέλλον στο πλαίσιο αναλόγων διαδικασιών, ούτως ώστε οι προσφεύγουσες να διατηρούν έννομο συμφέρον για την ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού, ακόμη κι αν στο εξής ο κανονισμός στερείται αποτελεσμάτων ως προς αυτές, με την προοπτική μελλοντικών διαδικασιών αντιντάμπινγκ στρεφομένων εναντίον τους (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα στη σκέψη 46 απόφαση Wunenburger κατά Επιτροπής, σκέψεις 56 έως 59).

    52

    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν ποικιλοτρόπως την επιλεγείσα από το Συμβούλιο με τον προσβαλλόμενο κανονισμό μέθοδο, για να αποφασίσει αν πληρούν τις προϋποθέσεις για να υπαχθούν σε ΚΟΑ καθώς και για να υπολογισθεί το περιθώριό τους ντάμπινγκ, η οποία δύναται να επαναληφθεί στο μέλλον στο πλαίσιο αναλόγων διαδικασιών.

    53

    Tρίτον, μια προσφεύγουσα δύναται να διατηρεί έννομο συμφέρον για την ακύρωση πράξης που την επηρεάζει άμεσα για να επιτύχει τη διαπίστωση, από τον κοινοτικό δικαστή, παρανομίας που διαπράχθηκε σε βάρος της, οπότε η διαπίστωση αυτή μπορεί να αποτελέσει τη βάση τυχόν αγωγής αποζημιώσεως, με σκοπό την πρόσφορη αποκατάσταση της προκληθείσας με την προσβαλλομένη πράξη ζημίας (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 31ης Μαρτίου 1998, C-68/94 και C-30/95, Γαλλία κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I-1375, σκέψη 74).

    54

    Τούτο συμβαίνει εν προκειμένω. Συγκεκριμένα, ο προσβαλλόμενος κανονισμός επέβαλε για περίοδο πέντε μηνών στην εισαγωγή ηλεκτρονικών ζυγών των προσφευγουσών δασμό αντιντάμπινγκ σχεδόν διπλάσιο του δασμού που εφαρμόζεται σε λοιπούς Κινέζους παραγωγούς, ο οποίος αυξάνει τις τιμές τους πώλησης στην Κοινότητα πλέον του 50%.

    55

    Στο πλαίσιο αυτό, οι προσφεύγουσες διατηρούν έννομο συμφέρον να διαπιστωθεί ο μη σύννομος χαρακτήρας του προσβαλλόμενου κανονισμού, διότι, αφενός, η διαπίστωση αυτή δεσμεύει τον κοινοτικό δικαστή ενόψει αγωγής αποζημιώσεως και, αφετέρου, μπορεί να αποτελέσει τη βάση τυχόν εξωδικαστικής διαπραγματεύσεως μεταξύ του Συμβουλίου και των προσφευγουσών με σκοπό την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν οι προσφεύγουσες.

    56

    Τέταρτον, η αποδοχή της άποψης του Συμβουλίου σημαίνει ότι οι εκδιδόμενες από τα κοινοτικά όργανα πράξεις, που έχουν περιορισμένα χρονικά αποτελέσματα και παύουν να ισχύουν μετά την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως, αλλά πριν από την έκδοση της κρίσιμης απόφασης του Πρωτοδικείου, δεν υπάγονται σε δικαστικό έλεγχο, εάν δεν οδήγησαν στην καταβολή χρηματικών ποσών.

    57

    Ωστόσο, η κατάσταση αυτή δεν συνάδει προς το πνεύμα του άρθρου 230 ΕΚ, δυνάμει του οποίου ο κοινοτικός δικαστής ελέγχει τη νομιμότητα των πράξεων που εκδίδονται από κοινού από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, από το Συμβούλιο, από την Επιτροπή και από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), εκτός των συστάσεων και γνωμών, και των πράξεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που παράγουν νομικά αποτελέσματα έναντι τρίτων. Συγκεκριμένα, αν η Κοινότητα είναι κοινότητα δικαίου, τούτο σημαίνει ότι τα κράτη μέλη της και τα θεσμικά της όργανα υπάγονται στον έλεγχο του συμβατού των πράξεών τους με τον συνταγματικό χάρτη που αποτελεί η Συνθήκη και με το εξ αυτού απορρέον δίκαιο (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Απριλίου 1986, 294/83, Les Verts κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1986, σ. 1339, σκέψη 23).

    58

    Κατόπιν των προεκτεθέντων, συνάγεται ότι οι προσφεύγουσες διατηρούν έννομο συμφέρον.

    Επί της ουσίας

    59

    Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι προσφεύγουσες προβάλλουν οκτώ λόγους ακυρώσεως, ορισμένοι από τους οποίους μπορούν να συνενωθούν. Ο πρώτος αντλείται από παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ’, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού. Ο δεύτερος αντλείται από παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ’, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, του βασικού κανονισμού. Ο τρίτος αντλείται από παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ’, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίπτωση, του βασικού κανονισμού. Ο τέταρτος αντλείται από παράβαση του άρθρου 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού. Ο πέμπτος και ο όγδοος αντλούνται από παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο α’, του βασικού κανονισμού. Τέλος, ο έκτος και ο έβδομος αντλούνται από παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού.

    60

    Το Πρωτοδικείο κρίνει ότι πρέπει να εξεταστούν κατ’ αρχάς ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος ακυρώσεως.

    Α — Επί του δευτέρου και τρίτου λόγου ακυρώσεως, που αντλούνται από παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ’, πρώτο εδάφιο, πρώτη και δεύτερη περίπτωση, αντιστοίχως, του βασικού κανονισμού

    61

    Το άρθρο 2, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού προβλέπει ότι, στην περίπτωση εισαγωγών από χώρες που δεν έχουν οικονομία αγοράς, κατά παρέκκλιση των κανόνων που θεσπίζονται με τις παραγράφους 1 έως 6 της ίδιας διάταξης, η κανονική αξία προσδιορίζεται, κατ’ αρχήν, με βάση την τιμή ή την κατασκευασμένη αξία σε τρίτη χώρα με οικονομία αγοράς.

    62

    Ωστόσο, το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο β’, του εν λόγω κανονισμού προβλέπει:

    «Στις έρευνες αντιντάμπινγκ που αφορούν τις εισαγωγές από τη Ρωσική Ομοσπονδία και τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, η κανονική αξία θα προσδιορίζεται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 έως 6, εάν αποδεικνύεται, με βάση δεόντως αιτιολογημένους ισχυρισμούς που θα υποβάλουν ένας ή περισσότεροι παραγωγοί που υπόκεινται στην έρευνα και με βάση τα κριτήρια και διαδικασίες που περιλαμβάνονται στο στοιχείο γ’, ότι υπόκεινται σε συνθήκες οικονομίας της αγοράς όσον αφορά την κατασκευή και την πώληση του σχετικού ομοειδούς προϊόντος. Άλλως εφαρμόζονται οι κανόνες που καθορίζονται στο [άρθρο 2, παράγραφος 7,] στοιχείο α’.»

    63

    Τέλος, το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ’, του βασικού κανονισμού προβλέπει:

    «Ένας ισχυρισμός κατά το [άρθρο 2, παράγραφος 7,] στοιχείο β’, γίνεται γραπτώς και πρέπει να δίδει επαρκείς αποδείξεις ότι ο παραγωγός λειτουργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς, ήτοι:

    οι επιχειρηματικές αποφάσεις για τιμές, κόστος και εισροές, παραδείγματος χάρη πρώτες ύλες, τεχνολογία, εργατικό δυναμικό, εκροές, πωλήσεις και επενδύσεις, λαμβάνονται βάσει στοιχείων από την αγορά, όσον αφορά την προσφορά και τη ζήτηση, χωρίς σημαντική κρατική παρέμβαση, ενώ το κόστος των σημαντικότερων εισροών πρέπει να εκφράζει σε μεγάλο βαθμό τις τιμές στην αγορά,

    οι επιχειρήσεις πρέπει να τηρούν σαφή λογιστική καταγραφή, υποκειμένη σε ανεξάρτητο έλεγχο, βάσει των διεθνών λογιστικών προτύπων, η οποία και πρέπει να ακολουθείται συνεπώς,

    […]

    και

    ο καθορισμός των συναλλαγματικών ισοτιμιών γίνεται με τιμές αγοράς.

    […]»

    64

    Αμέσως μετά την έναρξη της έρευνας για επανεξέταση, οι προσφεύγουσες ζήτησαν να υπαχθούν σε ΚΟΑ. Με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, το Συμβούλιο θεώρησε ότι η αίτηση αυτή πρέπει να απορριφθεί διότι οι προσφεύγουσες δεν πληρούν τα δύο πρώτα κριτήρια που μνημονεύονται στην προηγούμενη σκέψη (αιτιολογικές σκέψεις 13 έως 15).

    65

    Όσον αφορά το πρώτο κριτήριο, το Συμβούλιο έκρινε, με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, ότι πολλά στοιχεία αποκαλύπτουν την ύπαρξη σημαντικής κρατικής παρέμβασης στις προσφεύγουσες. Τα στοιχεία αυτά είναι, πρώτον, το γεγονός ότι το καταστατικό μιας από τις προσφεύγουσες επιτρέπει στον κρατικά ελεγχόμενο εταίρο της, ο οποίος δεν κατέχει κεφάλαιο της εταιρίας και παρουσιάστηκε ως απλός ιδιοκτήτης, να ζητεί αποζημίωση αν η εταιρία δεν επιτυγχάνει τους στόχους της παραγωγής, πωλήσεων και κέρδους· δεύτερον, το γεγονός ότι η έγκριση των τοπικών αρχών είναι αναγκαία για την αναγνώριση των κτιριακών εγκαταστάσεων ως περιουσιακών στοιχείων και για την απόσβεση των δικαιωμάτων χρήσης της γης· τρίτον, το γεγονός ότι μία από τις προσφεύγουσες δεν κατέβαλε ποτέ ενοίκιο για τα δικαιώματα χρήσης γης και, τέταρτον, επωφελήθηκε από τραπεζικές εγγυήσεις οι οποίες χορηγήθηκαν δωρεάν από τρίτο μέρος (αιτιολογική σκέψη 16 του προσβαλλόμενου κανονισμού).

    66

    Όσον αφορά το δεύτερο κριτήριο, ότι οι επιχειρήσεις που επιθυμούν να υπαχθούν σε ΚΟΑ πρέπει να αποδείξουν ότι τηρούν σαφή λογιστική καταγραφή, υποκείμενη σε ανεξάρτητο έλεγχο, βάσει των διεθνών λογιστικών προτύπων, η οποία και πρέπει να ακολουθείται συνεπώς, το Συμβούλιο έκρινε, με την αιτιολογική σκέψη 17 του προσβαλλόμενου κανονισμού, ότι οι προσφεύγουσες παραβίαζαν ορισμένα International Accounting Standards (διεθνή λογιστικά πρότυπα, στο εξής: ΔΛΠ), που θεσπίζει το International Accounting Standards Board.

    67

    Όσον αφορά το ΔΛΠ 1, το Συμβούλιο έκρινε ότι οι προσφεύγουσες παραβίαζαν τρεις βασικές λογιστικές αρχές: τη λογιστική μέθοδο αυτοτέλειας των χρήσεων, την αρχή της σύνεσης και την αρχή ότι η ουσία πρέπει να υπερέχει του τύπου. Σύμφωνα με το Συμβούλιο, οι προσφεύγουσες παρέλειψαν επίσης να εφαρμόσουν το ΔΛΠ 2 για τις απογραφές, τα κτίρια δεν αναγνωρίστηκαν και αποσβέστηκαν σύμφωνα με το ΔΛΠ 16 και τα δικαιώματα χρήσης της γης δεν αποσβέστηκαν σύμφωνα με το ΔΛΠ 38, οι προσφεύγουσες παραβίαζαν το ΔΛΠ 21 για τις επιδράσεις των μεταβολών στις τιμές συναλλάγματος και το ΔΛΠ 36 για τη μείωση αξίας των περιουσιακών στοιχείων και, τέλος, πολλές εκθέσεις λογιστικού ελέγχου ανέφεραν λογιστικά προβλήματα όσον αφορά τις απογραφές και επισήμαιναν ότι η εταιρία δεν είχε καθιερώσει την κατάλληλη πολιτική όσον αφορά τις διατάξεις για τη μείωση αξίας των περιουσιακών στοιχείων. Το Συμβούλιο έκρινε επίσης ότι το γεγονός ότι οι εκθέσεις λογιστικού ελέγχου δεν αναφέρουν τίποτα όσον αφορά τις περισσότερες από τις παραβιάσεις των ΔΛΠ δείχνει ότι ο λογιστικός έλεγχος δεν διενεργήθηκε σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα (αιτιολογικές σκέψεις 17 και 18 του προσβαλλόμενου κανονισμού).

    1. Επιχειρήματα των διαδίκων

    68

    Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι είναι εσφαλμένη η εκτίμηση του Συμβουλίου, με τις αιτιολογικές σκέψεις 12 έως 26 του προσβαλλόμενου κανονισμού, ότι δεν πληρούν τα δύο πρώτα κριτήρια που θεσπίζονται στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ’, του βασικού κανονισμού.

    69

    Στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι είναι προδήλως εσφαλμένη η ανάλυση του Συμβουλίου με τον προσβαλλόμενο κανονισμό σχετικά με το ζήτημα αν, αφενός, οι αποφάσεις τους για τιμές, κόστος και εισροές λαμβάνονται βάσει στοιχείων από την αγορά, όσον αφορά την προσφορά και τη ζήτηση, χωρίς σημαντική κρατική παρέμβαση, και, αφετέρου, αν το κόστος των σημαντικότερων εισροών εκφράζει σε μεγάλο βαθμό τις τιμές στην αγορά.

    70

    Στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι το Συμβούλιο κακώς έκρινε, με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, ότι δεν πληρούν το δεύτερο κριτήριο του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ’, του βασικού κανονισμού, ότι οι επιχειρήσεις που ζητούν να υπαχθούν σε ΚΟΑ πρέπει να τηρούν σαφή λογιστική καταγραφή, υποκείμενη σε ανεξάρτητο έλεγχο, βάσει των διεθνών λογιστικών προτύπων, η οποία και πρέπει να ακολουθείται συνεπώς.

    71

    Συναφώς, οι προσφεύγουσες επισημαίνουν ότι, εφόσον τα εφαρμοσθέντα στην προκειμένη περίπτωση λογιστικά πρότυπα από την Επιτροπή, ήτοι τα ΔΛΠ, δεν έχουν θεσπισθεί στην Κίνα, καμία εγκατεστημένη στη χώρα αυτή εταιρία δεν υποχρεούται να τα τηρεί. Επομένως, αν απαιτείται η εφαρμογή τους, καμία κινεζική επιχείρηση δεν μπορεί να υπαχθεί σε ΚΟΑ. Περαιτέρω, ακόμη κι εντός της Κοινότητας, η τήρηση των ΔΛΠ είναι υποχρεωτική μόνο για ορισμένες εταιρίες, δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Ιουλίου 2002, για την εφαρμογή διεθνών λογιστικών προτύπων (ΕΕ L 243, σ. 1), και τούτο από 1ης Ιανουαρίου 2005.

    72

    Eξάλλου, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι, με τα πρακτικά του Συμβουλίου σχετικά με τον κανονισμό 905/98, ο οποίος εισήγαγε την έννοια του ΚΟΑ στον βασικό κανονισμό, η Επιτροπή καλείται να τον εφαρμόσει ούτως ώστε όλες οι επιχειρήσεις, ανεξαρτήτως μεγέθους, να έχουν τις ίδιες πιθανότητες εφαρμογής των διατάξεών του. Εν τούτοις, τα κοινοτικά όργανα απαίτησαν η λογιστική των προσφευγουσών να συνάδει προς εξαιρετικά αυστηρό πρότυπο, με το οποίο τους ήταν αδύνατο να συμμορφωθούν ως μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

    73

    Οι προσφεύγουσες επικρίνουν το γεγονός ότι τα κοινοτικά όργανα δεν προσπάθησαν να εφαρμόσουν άλλα διεθνώς αναγνωρισμένα πρότυπα, μολονότι οι προσφεύγουσες το ζήτησαν πλειστάκις, και επισημαίνουν ότι, κατά την έρευνα της Επιτροπής στις εγκαταστάσεις της Shanghai Adeptech, η Επιτροπή ζήτησε από τους ελεγκτές της εταιρίας αυτής να αποχωρήσουν προσωρινώς, στερώντας έτσι από την εν λόγω εταιρία κάθε δυνατότητα να εξηγήσει ότι η λογιστική της συνάδει προς τα διεθνή πρότυπα.

    74

    Τέλος, οι προσφεύγουσες φρονούν ότι το Συμβούλιο, εφαρμόζοντας με τον προσβαλλόμενο κανονισμό ακατάλληλα λογιστικά πρότυπα, όπως τα ΔΛΠ, αντί των «διεθνών λογιστικών προτύπων» του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ’, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίπτωση, του βασικού κανονισμού, υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση των ελεγχθέντων λογαριασμών των δύο εταιριών.

    75

    Το Συμβούλιο αντιτάσσει ότι ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

    2. Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    76

    Από τη χρήση του συνδέσμου «και» μεταξύ της τέταρτης και της πέμπτης περιπτώσεως του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο γ’, καθώς και από την ίδια τη φύση των προϋποθέσεων που θεσπίζονται με το άρθρο αυτό, προκύπτει ότι αυτές είναι σωρευτικές, οπότε αν παραγωγός που ζητεί να υπαχθεί σε ΚΟΑ δεν πληροί κάποια από τις προϋποθέσεις αυτές, το αίτημά του πρέπει να απορρίπτεται (απόφαση του Πρωτοδικείου της 28ης Οκτωβρίου 2004, T-35/01, Shanghai Teraoka Electronic κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2004, σ. II-3663, σκέψη 54).

    77

    Επομένως, εφόσον το Συμβούλιο έκρινε, με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, ότι το αίτημα των προσφευγουσών να υπαχθούν σε ΚΟΑ πρέπει να απορριφθεί επειδή δεν πληρούν καμία από τις δύο πρώτες προϋποθέσεις του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ’, του βασικού κανονισμού (αιτιολογικές σκέψεις 13 έως 15), οι υπό κρίση λόγοι ακυρώσεως δύνανται να οδηγήσουν στην ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού μόνον αν γίνουν συγχρόνως δεκτοί.

    78

    Στο πλαίσιο αυτό, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι πρέπει να εξεταστεί κατ’ αρχάς ο τρίτος λόγος ακυρώσεως.

    79

    Συναφώς, πρέπει να υπενθυμιστεί εισαγωγικά ότι, στον τομέα των μέτρων εμπορικής άμυνας, τα κοινοτικά όργανα διαθέτουν ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως λόγω της πολυπλοκότητας των οικονομικών, πολιτικών και νομικών καταστάσεων που πρέπει να εξετάσουν (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 5ης Ιουνίου 1996, T-162/94, NMB Γαλλία κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II-427, σκέψη 72· της 29ης Ιανουαρίου 1998, T-97/95, Sinochem κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1998, σ. II-85, σκέψη 51· της 17ης Ιουλίου 1998, T-118/96, Thai Bicycle κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1998, σ. II-2991, σκέψη 32· της 4ης Ιουλίου 2002, T-340/99, Arne Mathisen κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. II-2905, σκέψη 53, και προαναφερθείσα στη σκέψη 76 απόφαση Shanghai Teraoka Electronic κατά Συμβουλίου, σκέψη 48).

    80

    Επομένως, ο έλεγχος του κοινοτικού δικαστή επί των εκτιμήσεων των κοινοτικών οργάνων πρέπει να περιορίζεται στην εξακρίβωση της τηρήσεως των διαδικαστικών κανόνων, του υποστατού των περιστατικών που ελήφθησαν υπόψη για να πραγματοποιηθεί η αμφισβητούμενη επιλογή, της απουσίας πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως των περιστατικών αυτών ή της μη υπάρξεως καταχρήσεως εξουσίας (απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Μαΐου 1987, 240/84, NTN Toyo Bearing κ.λπ. κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1987, σ. 1809, σκέψη 19· προαναφερθείσες στη σκέψη 79 αποφάσεις Thai Bicycle κατά Συμβουλίου, σκέψη 33, Arne Mathisen κατά Συμβουλίου, σκέψη 54, και Shanghai Teraoka Electronics κατά Συμβουλίου, σκέψη 49).

    81

    Το ίδιο ισχύει και όσον αφορά τις νομικής και πολιτικής φύσεως πραγματικές καταστάσεις στη συγκεκριμένη χώρα, τις οποίες τα κοινοτικά όργανα οφείλουν να εκτιμήσουν προκειμένου να καθορίσουν αν ένας εξαγωγέας ενεργεί υπό συνθήκες αγοράς χωρίς σημαντική κρατική παρέμβαση και αν, κατά συνέπεια, μπορεί να επωφεληθεί του καθεστώτος που αναγνωρίζεται σε επιχειρήσεις που λειτουργούν υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς (προαναφερθείσα στη σκέψη 76 απόφαση Shanghai Teraoka Electronic κατά Συμβουλίου, σκέψη 49).

    82

    Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι η μέθοδος προσδιορισμού της κανονικής αξίας προϊόντος του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο β’, του βασικού κανονισμού αποτελεί εξαίρεση της συγκεκριμένης μεθόδου που προβλέπεται συναφώς στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο α’, η οποία είναι κατ’ αρχήν εφαρμοστέα στην περίπτωση εισαγωγών από χώρες που δεν έχουν οικονομία της αγοράς. Πάντως, κατά πάγια νομολογία, κάθε παρέκκλιση ή εξαίρεση από ένα γενικό κανόνα πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 12ης Δεκεμβρίου 1995, C-399/93, Oude Luttikhuis κ.λπ., Συλλογή 1995, σ. I-4515, σκέψη 23, της 18ης Ιανουαρίου 2001, C-83/99, Επιτροπή κατά Ισπανίας, Συλλογή 2001, σ. I-445, σκέψη 19, και της 12ης Δεκεμβρίου 2002, C-5/01, Bέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I-11991, σκέψη 56· προαναφερθείσα στη σκέψη 76 απόφαση Shanghai Teraoka Electronic κατά Συμβουλίου, σκέψη 50).

    83

    Τέλος, σημειωτέον ότι το βάρος της αποδείξεως φέρει ο παραγωγός-εξαγωγέας που επιθυμεί να υπαχθεί σε ΚΟΑ. Συγκεκριμένα, το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ’, του βασικού κανονισμού προβλέπει ότι η αίτηση «πρέπει να δίδει επαρκείς αποδείξεις». Επομένως, δεν εναπόκειται στα κοινοτικά όργανα να αποδείξουν ότι ο παραγωγός-εξαγωγέας δεν πληροί τις προϋποθέσεις για την υπαγωγή στο εν λόγω καθεστώς. Αντιθέτως, στα κοινοτικά όργανα εναπόκειται να εκτιμήσουν αν τα προσκομισθέντα από τον παραγωγό-εξαγωγέα στοιχεία επαρκούν προς απόδειξη του ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ’, του βασικού κανονισμού, ενώ στα κοινοτικά δικαστήρια εναπόκειται να εξετάσουν αν τα εν λόγω όργανα υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση αυτή (προαναφερθείσα στη σκέψη 76 απόφαση Shanghai Teraoka Electronic κατά Συμβουλίου, σκέψη 53).

    84

    Υπό το πρίσμα των σκέψεων αυτών πρέπει να εξεταστεί αν τα επιχειρήματα των προσφευγουσών δύνανται να αποδείξουν ότι είναι προδήλως εσφαλμένη η κρίση του Συμβουλίου ότι δεν πληρούν τη δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ’, του βασικού κανονισμού.

    85

    Συναφώς, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται κατ’ ουσίαν, πρώτον, ότι τα ΔΛΠ δεν είναι υποχρεωτικά στην Κίνα και είναι υποχρεωτικά στην Κοινότητα μόνο για ορισμένες επιχειρήσεις.

    86

    Ωστόσο, κατ’ αρχάς, επισημαίνεται ότι το γεγονός ότι οι κινεζικές επιχειρήσεις δεν υπόκεινται δυνάμει του εθνικού τους δικαίου στην τήρηση ορισμένων λογιστικών προτύπων δεν ασκεί επιρροή στο αν η λογιστική τους μπορεί να εκτιμηθεί υπό το πρίσμα των προτύπων αυτών. Συγκεκριμένα, η δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ’, του βασικού κανονισμού, επισημαίνει σαφώς ότι η λογιστική κάθε επιχείρησης που προέρχεται από χώρα χωρίς οικονομία της αγοράς και επιθυμεί να υπαχθεί σε ΚΟΑ πρέπει να αποτελέσει το αντικείμενο ελέγχου σύμφωνα με διεθνή πρότυπα, χωρίς να ασκεί συναφώς επιρροή το γεγονός αν τα εν λόγω πρότυπα είναι υποχρεωτικής εφαρμογής στη χώρα προελεύσεως. Εξάλλου, ακριβώς επειδή το κράτος αυτό δεν έχει οικονομία της αγοράς, ο βασικός κανονισμός επιβάλλει στις οικείες επιχειρήσεις την τήρηση λογιστικών προτύπων που δεν είναι κατ’ ανάγκη τα διεθνή πρότυπα.

    87

    Κατόπιν, σημειωτέον ότι το γεγονός ότι τα εφαρμοστέα εν προκειμένω διεθνή λογιστικά πρότυπα δεν είναι υποχρεωτικά για όλες τις κοινοτικές επιχειρήσεις δυνάμει κοινοτικής πράξης δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι τα πρότυπα αυτά, ή και άλλα λογιστικά πρότυπα που επιδιώκουν τους ίδιους σκοπούς και τους υλοποιούν με παρεμφερή, αν όχι με μεγαλύτερη, αυστηρότητα, δεν είναι υποχρεωτικά για τις εν λόγω επιχειρήσεις δυνάμει των εθνικών νομοθεσιών τους. Το γεγονός αυτό δεν σημαίνει ούτε ότι τα πρότυπα αυτά δεν είναι ευρέως γνωστά διεθνώς ή ότι δεν συνθέτουν τις κοινές λογιστικές αρχές στην πλειονότητα των χωρών με οικονομία της αγοράς, περιλαμβανομένων των κρατών μελών.

    88

    Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται, δεύτερον, ότι είναι αδύνατο σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις όπως οι ίδιες να συμμορφωθούν προς τα ΔΛΠ. Ωστόσο, το επιχείρημα αυτό είναι απλός ισχυρισμός, μη θεμελιούμενος από καμία απόδειξη ή συνοπτική εξήγηση των λόγων για τους οποίους τα εφαρμοστέα εν προκειμένω από την Επιτροπή λογιστικά πρότυπα δεν δύνανται να επιτευχθούν από μικρομεσαία επιχείρηση. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα των προσφευγουσών.

    89

    Tρίτον, οι προσφεύγουσες επικρίνουν το γεγονός ότι τα κοινοτικά όργανα δεν εξέτασαν τη λογιστική τους υπό το πρίσμα διεθνώς αναγνωριζομένων λογιστικών προτύπων, πλην των ΔΛΠ.

    90

    Παρ’ όλ’ αυτά, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η εξέταση του συμβατού της λογιστικής των επιχειρήσεων που επιθυμούν να υπαχθούν σε ΚΟΑ με τα διεθνώς αναγνωρισμένα λογιστικά πρότυπα της επιλογής τους εμπίπτει στο ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως των κοινοτικών οργάνων. Στις επίμαχες επιχειρήσεις απόκειται, αν δεν συμφωνούν με την επιλογή αυτή, να αποδείξουν ότι τα επιλεγέντα από τα κοινοτικά όργανα πρότυπα δεν είναι διεθνώς αναγνωρισμένα ή ότι η ενδεχόμενη παραβίαση των προτύπων αυτών από τη λογιστική τους δεν συνιστά παραβίαση υπό το πρίσμα άλλων διεθνώς αναγνωρισμένων λογιστικών προτύπων, καθόσον το βάρος της αποδείξεως απόκειται στον παραγωγό-εξαγωγέα που επιθυμεί να υπαχθεί σε ΚΟΑ (βλ. σκέψη 83 ανωτέρω). Ωστόσο, οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν εν προκειμένω την ύπαρξη καμιάς από τις δύο περιστάσεις.

    91

    Τέλος, εν πάση περιπτώσει, για να απορριφθούν όλα τα επιχειρήματα των προσφευγουσών, αρκεί η διαπίστωση ότι κανένα δεν μπορεί να αντικρούσει το συμπέρασμα του Συμβουλίου, που εκτίθεται στην αιτιολογική σκέψη 17 του προσβαλλόμενου κανονισμού, ότι η λογιστική των προσφευγουσών παραβιάζει ορισμένες θεμελιώδεις λογιστικές αρχές, όπως τη λογιστική μέθοδο αυτοτέλειας των χρήσεων, την αρχή της σύνεσης και την αρχή ότι η ουσία πρέπει να υπερέχει του τύπου. Συγκεκριμένα, για να αντικρουστεί βασίμως το συμπέρασμα αυτό του Συμβουλίου, το οποίο είναι αρκούντως ευρύ προς στήριξη της εκτίμησής του ότι οι προσφεύγουσες δεν πληρούν τη δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ’, του βασικού κανονισμού, οι προσφεύγουσες έπρεπε να αποδείξουν ότι η λογιστική τους τηρεί τις εν λόγω αρχές ή συνάδει προς διεθνώς αναγνωρισμένα λογιστικά πρότυπα πλην των ΔΛΠ, τα οποία, καθεαυτά, τηρούν τις αρχές αυτές. Ωστόσο, αντί της απόδειξης αυτής, οι προσφεύγουσες απλώς επέκριναν την επιλογή της Επιτροπής σχετικά με τα εφαρμοστέα εν προκειμένω διεθνή πρότυπα.

    92

    Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί ο τρίτος λόγος ακυρώσεως.

    93

    Επομένως, υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων στις σκέψεις 76 και 77, δεν απαιτείται να εξετασθεί ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως.

    Β — Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ’, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού

    1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις

    94

    Σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ’, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού:

    «Η απόφαση ότι ο παραγωγός πληροί τα ανωτέρω κριτήρια [του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ’], θα ληφθεί εντός τριμήνου από την έναρξη της έρευνας, αφού ζητηθεί συγκεκριμένα η γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής και αφού δοθεί στην κοινοτική βιομηχανία η δυνατότης να λάβει θέση. Η απόφαση θα παραμείνει σε ισχύ καθόλη τη διάρκεια της έρευνας.»

    95

    Στις 2 Αυγούστου 2004, η Επιτροπή εξέδωσε τον κανονισμό 1408/2004, δυνάμει του οποίου κινήθηκε η διαδικασία επανεξέτασης. Ο κανονισμός αυτός άρχισε να ισχύει την επομένη ημέρα της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα, ήτοι στις 4 Αυγούστου 2004.

    96

    Στις 3 Αυγούστου 2004, η Επιτροπή έστειλε στις προσφεύγουσες ένα έντυπο (στο εξής: έντυπο για το ΚΟΑ) περί του αν, αφενός, επιθυμούν να υπαχθούν στο ΚΟΑ του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχεία β’ και γ’, του βασικού κανονισμού, και, αφετέρου, αν θα τύχουν ατομικής μεταχείρισης. Το έντυπο για το ΚΟΑ, συμπληρωμένο από κάθε επιχείρηση χωριστά, έπρεπε να παραληφθεί από την Επιτροπή εντός δεκαπέντε ημερών μετά την έναρξη ισχύος του κανονισμού 1408/2004. Την ίδια ημερομηνία, η Επιτροπή έστειλε στις προσφεύγουσες ερωτηματολόγιο (στο εξής: ερωτηματολόγιο αντιντάμπινγκ) σχετικά με το αν είχαν πρακτική ντάμπινγκ στην Κοινότητα. Το ερωτηματολόγιο αντιντάμπινγκ, συμπληρωμένο από κάθε επιχείρηση χωριστά, έπρεπε να παραληφθεί από την Επιτροπή μέχρι τις 13 Σεπτεμβρίου 2004.

    97

    Στις 19 Αυγούστου 2004, οι προσφεύγουσες κατέθεσαν στην Επιτροπή τα συμπληρωθέντα έντυπα για το ΚΟΑ, και, στις 20 Αυγούστου 2004, έστειλαν την αγγλική μετάφραση συνημμένου στα έντυπα αυτά κειμένου.

    98

    Στις 3 Σεπτεμβρίου 2004, η Επιτροπή έστειλε στις προσφεύγουσες αίτηση παροχής συμπληρωματικών πληροφοριών σχετικά με τις απαντήσεις τους στα έντυπα για το ΚΟΑ. Η απάντηση έπρεπε να δοθεί μέχρι τις 13 Σεπτεμβρίου 2004. Η Επιτροπή ζήτησε επίσης από τις προσφεύγουσες τη συμπλήρωση ενός παραρτήματος του ερωτηματολογίου αντιντάμπινγκ (στο εξής: παράρτημα του ερωτηματολογίου) από μια συνδεδεμένη με αυτές εταιρία, ήτοι την Excell Precision Co. Ltd, εγκατεστημένη στην Ταϊβάν (στο εξής: Excell Taïwan), καθώς και από κάθε άλλη συνδεδεμένη με τις προσφεύγουσες εταιρία που πωλεί ηλεκτρονικούς ζυγούς.

    99

    Στις 20 Σεπτεμβρίου 2004, οι προσφεύγουσες κατέθεσαν τα συμπληρωθέντα ερωτηματολόγια αντιντάμπινγκ στην Επιτροπή.

    100

    Στις 21 Σεπτεμβρίου 2004, αφού η Επιτροπή χορήγησε παράταση της προθεσμίας, οι προσφεύγουσες απάντησαν στο προαναφερθέν έγγραφο της 3ης Σεπτεμβρίου 2004. Στις 4 Οκτωβρίου 2004, η Επιτροπή ζήτησε από τις προσφεύγουσες να συμπληρώσουν την απάντησή τους.

    101

    Στις 5 Οκτωβρίου 2004, οι προσφεύγουσες διαβίβασαν στην Επιτροπή το παράρτημα του ερωτηματολογίου που συμπλήρωσε χωριστά η Excell Taïwan και μια άλλη συνδεδεμένη με αυτές εταιρία της Ταϊβάν, ήτοι η Summing International Ltd.

    102

    Μεταξύ 18 και 21 Οκτωβρίου 2004, η Επιτροπή πραγματοποίησε επιτόπιες επαληθεύσεις των πληροφοριών που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες με τις απαντήσεις τους στο έντυπο για το ΚΟΑ.

    103

    Στις 26 Οκτωβρίου 2004, η Επιτροπή ζήτησε από τις προσφεύγουσες να συμπληρώσουν τις προσκομισθείσες με τα έντυπα για το ΚΟΑ πληροφορίες. Στις 3 Νοεμβρίου 2004, οι προσφεύγουσες κατέθεσαν ενώπιον της Επιτροπής τις απαντήσεις στις ερωτήσεις αυτές. Η Επιτροπή υπέβαλε συναφώς νέα αίτηση παροχής πληροφοριών στις 15 Νοεμβρίου, οι δε απαντήσεις στην αίτηση αυτή υποβλήθηκαν στις 17 Νοεμβρίου 2004.

    104

    Στις 7 Ιανουαρίου 2005, η Επιτροπή ζήτησε από τις προσφεύγουσες τη συμπλήρωση του παραρτήματος του ερωτηματολογίου από άλλες συνδεδεμένες εταιρίες, ήτοι από την Bright Advance Co. Ltd και την Total Lead Ltd, εγκατεστημένες στη Σαμόα.

    105

    Με το από 14 Ιανουαρίου 2005 έγγραφο, η Επιτροπή πληροφόρησε τις προσφεύγουσες ότι δεν θα τους χορηγηθεί το ΚΟΑ.

    106

    Το παράρτημα του ερωτηματολογίου που συμπλήρωσαν οι Bright Advance και Total Lead κατατέθηκε στην Επιτροπή στις 25 Ιανουαρίου 2005.

    2. Επιχειρήματα των διαδίκων

    107

    Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι εφόσον η επανεξέταση βάσει του νέου εξαγωγέα κινήθηκε στις 4 Αυγούστου 2004 με τον κανονισμό 1408/2004, η τρίμηνη προθεσμία από την κίνηση της έρευνας που επιβάλλει στην Επιτροπή το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ’, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, για να λάβει απόφαση περί του αν ένας παραγωγός πληροί τα απαιτούμενα κριτήρια για να υπαχθεί σε ΚΟΑ (στο εξής: τρίμηνη προθεσμία), έληξε στις 4 Νοεμβρίου 2004. Ωστόσο, η Επιτροπή έλαβε απόφαση περί του ΚΟΑ στις 14 Ιανουαρίου 2005 και υπερέβη ευρέως την προθεσμία αυτή αδικαιολογήτως.

    108

    Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η τρίμηνη προθεσμία διασφαλίζει την ασφάλεια δικαίου. Από την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με τη μεταχείριση των παλαιών χωρών που δεν είχαν οικονομία της αγοράς στις διαδικασίες αντιντάμπινγκ [COM(97) 677 τελικό] καθώς και την πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου για την τροποποίηση του βασικού κανονισμού [COM(97) 677 τελικό] προκύπτει ότι ο σκοπός των τριών μηνών είναι να αναγκαστούν τα κοινοτικά όργανα να λάβουν αμετάκλητη απόφαση περί του ΚΟΑ χωρίς να θιγεί η συνήθης διαδικασία της έρευνας. Οι προσφεύγουσες φρονούν ότι η υπέρβαση της τρίμηνης προθεσμίας πρέπει να συνεπάγεται την ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού, διότι διαφορετικά η προθεσμία αυτή στερείται πρακτικού αποτελέσματος.

    109

    Οι προσφεύγουσες φρονούν ότι συμπλήρωσαν πλήρως τα έντυπα για το ΚΟΑ εμπροθέσμως, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 13 του προσβαλλόμενου κανονισμού. Επίσης, η Επιτροπή ζήτησε στη συνέχεια διάφορες πληροφορίες και διευκρινίσεις, από τις οποίες πολλές είχαν ήδη προσκομισθεί. Οι προσφεύγουσες απάντησαν εμπροθέσμως και ζήτησαν μόνον παράταση πέντε ημερών για να απαντήσουν στο από 3 Σεπτεμβρίου 2004 έγγραφο. Χορηγήθηκαν κι άλλες παρατάσεις, αλλά αφορούσαν τις απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο αντιντάμπινγκ και όχι στο έντυπο για το ΚΟΑ, το οποίο έγινε δεκτό χωρίς παρατηρήσεις ως προς την πληρότητά του. Ομοίως, οι προσφεύγουσες αναγνωρίζουν ότι υπερέβησαν ορισμένες προθεσμίες για να απαντήσουν με αιτήσεις παροχής πληροφοριών ως προς τα ερωτηματολόγια αντιντάμπινγκ, όχι όμως ως προς τα έντυπα για το ΚΟΑ.

    110

    Οι προσφεύγουσες επισημαίνουν ότι η Επιτροπή έλαβε απόφαση περί του αν δικαιούνται να υπαχθούν στο ΚΟΑ δύο μήνες μετά την παραλαβή των τελευταίων απαντήσεων στις αιτήσεις παροχής πληροφοριών σχετικά με τα έντυπα για το ΚΟΑ. Εξάλλου, οι προσφεύγουσες φρονούν ότι το Συμβούλιο δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι η Επιτροπή εξακολουθούσε να τους θέτει ερωτήσεις για να δικαιολογήσει την παραβίαση της τρίμηνης προθεσμίας, διότι στο Συμβούλιο εναπόκειται να θέσει τέλος στη διαδικασία αυτή.

    111

    Τέλος, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η υπέρβαση της τρίμηνης προθεσμίας επέδρασε σημαντικά στην απόφαση εξακρίβωσης των πληροφοριών που προσκόμισαν οι ίδιες και η Toshiba Indonesia. Συγκεκριμένα, εφόσον η διάρκεια της έρευνας επανεξέτασης περιορίζεται συνολικώς σε εννέα μήνες δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, η έρευνα θα υπερέβαινε την προθεσμία αυτή αν η Επιτροπή προέβαινε σε εξακρίβωση. Ελλείψει της εξακρίβωσης αυτής, οι υπολογισμοί των περιθωρίων αντιντάμπινγκ του προσβαλλόμενου κανονισμού δεν λαμβάνουν υπόψη τις ζητηθείσες από τις προσφεύγουσες προσαρμογές και δεν μπορούν να προσαρμοστούν βάσει των προσκομισθεισών από την Toshiba Indonesia πληροφοριών, οι οποίες θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε διαφορετικά αποτελέσματα των λογαριασμών αυτών.

    112

    Το Συμβούλιο δέχεται ότι η Επιτροπή δεν έλαβε απόφαση ως προς το ΚΟΑ εντός της τρίμηνης προθεσμίας, αλλά, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, φρονεί ότι τούτο δεν καθιστά τον προσβαλλόμενο κανονισμό μη σύννομο.

    3. Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    113

    Οι διάδικοι συμφωνούν ότι η τρίμηνη προθεσμία δεν τηρήθηκε εν προκειμένω. Αντιθέτως, διαφωνούν ως προς τα συμπεράσματα που πρέπει να αντληθούν, από νομικής απόψεως, από το γεγονός αυτό. Οι προσφεύγουσες φρονούν ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει το Συμβούλιο, η τρίμηνη προθεσμία είναι επιτακτική και η υπέρβασή της συνεπάγεται την αυτόματη ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού.

    114

    Συναφώς, το κρίσιμο για τους σκοπούς της υπό κρίση υπόθεσης ζήτημα δεν είναι να καθορισθεί ο επιτακτικός χαρακτήρας της τρίμηνης προθεσμίας, αλλά μόνο να εξετασθεί ποιες πρέπει να είναι οι συνέπειες της υπέρβασής της από την Επιτροπή και, μεταξύ άλλων, να εκτιμηθεί αν η υπέρβαση αυτή συνεπάγεται εν προκειμένω την ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού.

    115

    Εκ προοιμίου, πρέπει να απορριφθεί η άποψη των προσφευγουσών ότι κάθε υπέρβαση της τρίμηνης προθεσμίας από την Επιτροπή συνεπάγεται αυτομάτως την ακύρωση του εκδοθησόμενου στη συνέχεια κανονισμού σχετικά με την επανεξέταση.

    116

    Πράγματι, επισημαίνεται ότι το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ’, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού δεν περιέχει κανένα στοιχείο ως προς τις συνέπειες της υπέρβασης της τρίμηνης προθεσμίας από την Επιτροπή. Συγκεκριμένα, το άρθρο αυτό δεν διευκρινίζει αν η υπέρβαση αυτή συνεπάγεται την αυτόματη χορήγηση του ΚΟΑ ή την αδυναμία συνέχισης της επίμαχης έρευνας, που είναι οι μόνοι λόγοι για τους οποίους ο προσβαλλόμενος κανονισμός μπορεί να ακυρωθεί αυτομάτως εξαιτίας της υπέρβασης αυτής.

    117

    Επομένως, καθόσον τέτοια διευκρίνιση δεν προκύπτει ούτε από άλλη διάταξη του βασικού κανονισμού, πρέπει να εξεταστεί ο σκοπός και η δομή του κανονισμού αυτού προκειμένου να καθορισθεί αν πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιβάλλει την υποχρεωτική χορήγηση του ΚΟΑ ή την αδυναμία συνέχισης της οικείας έρευνας επανεξέτασης όταν η Επιτροπή υπερβεί την τρίμηνη προθεσμία (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 20ής Ιανουαρίου 2005, C-245/03, Merck, Sharp & Dohme, Συλλογή 2005, σ. I-637, σκέψη 26).

    118

    Όσον αφορά το ζήτημα αν από τον σκοπό και τη δομή του βασικού κανονισμού προκύπτει ότι λόγω της υπέρβασης από την Επιτροπή της τρίμηνης προθεσμίας επιβάλλεται η χορήγηση του ΚΟΑ σε επιχειρήσεις που το έχουν ζητήσει, επισημαίνεται, πρώτον, η διαφορά της μεταχείρισης που επιφυλάσσει ο βασικός κανονισμός όταν τα κοινοτικά όργανα υπερβαίνουν άλλες διαδικαστικές προθεσμίες πλην της τρίμηνης προθεσμίας.

    119

    Έτσι, παραδείγματος χάρη, αν εντός προθεσμίας ενός μηνός, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία, δεν λαμβάνει απόφαση αντίθετη προς την πρόταση περάτωσης της έρευνας που υποβάλλει η Επιτροπή στις περιπτώσεις του άρθρου 8, παράγραφος 5, και του άρθρου 9, παράγραφος 2, η έρευνα τεκμαίρεται περατωθείσα σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές. Ομοίως, αν το Συμβούλιο δεν αποφασίσει, με απλή πλειοψηφία, να απορρίψει την πρόταση της Επιτροπής, για την οποία γίνεται λόγος στο άρθρο 9, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού, όπως έχει τροποποιηθεί από τον κανονισμό (ΕΚ) 461/2004, της 8ης Μαρτίου 2004 (ΕΕ L 77, σ. 12), ή στο άρθρο 14, παράγραφος 4, του ιδίου αυτού κανονισμού, οι προτάσεις αυτές υιοθετούνται, δυνάμει των επιδίκων διατάξεων.

    120

    Επομένως, διαπιστώνεται ότι, όταν ο βασικός κανονισμός σκοπεί την επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση μη τηρήσεως διαδικαστικής προθεσμίας εκ μέρους των κοινοτικών οργάνων με την αποδοχή αυτοδικαίως μιας αιτήσεως, ή με άλλες συγκεκριμένες συνέπειες, το αναφέρει ρητώς.

    121

    Δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι εφόσον η παράγραφος 7, στοιχείο β’, του άρθρου 2 του βασικού κανονισμού προβλέπει, για ορισμένες χώρες, εξαίρεση από τον τρόπο καθορισμού της κανονικής αξίας της παραγράφου 7, στοιχείο α’, η εξαίρεση αυτή πρέπει να αποτελέσει το αντικείμενο συσταλτικής ερμηνείας (βλ. προαναφερθείσα στη σκέψη 76 απόφαση Shanghai Teraoka Electronic κατά Συμβουλίου, σκέψη 50 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Επομένως, δεν εφαρμόζεται αυτομάτως σε περίπτωση που η Επιτροπή υπερβεί την τρίμηνη προθεσμία, εφόσον δεν υπάρχει συναφής διάταξη.

    122

    Όσον αφορά, τέλος, το ζήτημα αν από τον σκοπό και τη δομή του βασικού κανονισμού προκύπτει ότι η υπέρβαση από την Επιτροπή της τρίμηνης προθεσμίας εμποδίζει τα κοινοτικά όργανα να εκδώσουν κανονισμό για την επιβολή δασμών αντιντάμπινγκ στις επίμαχες επιχειρήσεις, συνάγεται ότι, τουλάχιστον στο πλαίσιο έρευνας επανεξέτασης όπως εν προκειμένω, ο βασικός κανονισμός πρέπει να ερμηνευτεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει τέτοια συνέπεια.

    123

    Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο αίτησης επανεξέτασης του αρχικού κανονισμού ως «νέος εξαγωγέας» υπό την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού, μία ή περισσότερες επιχειρήσεις υποκείμενες σε δασμό αντιντάμπινγκ, που καθορίστηκε όταν δεν εξήγαγαν ακόμη τα επίδικα προϊόντα στην Κοινότητα, ζητούν την εξέταση του περιθωρίου ντάμπινγκ όσον αφορά τη δική τους οικονομική κατάσταση, προκειμένου να τους επιβληθεί ενδεχομένως νέος δασμός αντιντάμπινγκ, εξαρτώμενος μόνον από την κατάσταση αυτή και ο οποίος δύναται να είναι κατώτερος από τον προγενέστερο, ή και να καταργηθεί πλήρως.

    124

    Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν είναι πρόσφορο το συμπέρασμα ότι αν οι εν λόγω επιχειρήσεις είναι εγκατεστημένες σε χώρα χωρίς οικονομία της αγοράς και ζητούν να υπαχθούν σε ΚΟΑ, η Επιτροπή δεν πρέπει να συνεχίσει την έρευνα ως προς αυτές αν έχει υπερβεί την τρίμηνη προθεσμία, καθόσον τούτο θίγει τον σκοπό της αρχικής αίτησης των επιχειρήσεων αυτών, ήτοι την επανεξέταση της ατομικής τους κατάστασης, και τούτο για λόγους πέραν του ελέγχου τους.

    125

    Δεν είναι επίσης πρόσφορο το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή πρέπει να κινήσει νέα έρευνα ως προς τις επίμαχες επιχειρήσεις και κατόπιν αιτήσεώς τους, εφόσον παρέλθει η τρίμηνη προθεσμία, καθόσον τούτο θα επιδεινώσει απλώς στην πράξη την παράβαση της εν λόγω προθεσμίας, μεταθέτοντας την οριστική απόφαση περί του ΚΟΑ σε έτι μεταγενέστερο στάδιο.

    126

    Εφόσον, συνεπώς, απορριφθεί η άποψη ότι κάθε υπέρβαση της τρίμηνης προθεσμίας από την Επιτροπή συνεπάγεται αυτομάτως την ακύρωση του εκδοθησόμενου στη συνέχεια κανονισμού σχετικά με την επανεξέταση, πρέπει να εξετασθεί αν, εν προκειμένω, η υπέρβαση της τρίμηνης προθεσμίας συνεπάγεται την ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού.

    127

    Συναφώς, διευκρινίζεται ότι η τρίμηνη προθεσμία, που επιβάλλεται δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ’, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, έχει, μεταξύ άλλων, ως αποτέλεσμα να διασφαλίσει ότι το ζήτημα αν ο παραγωγός πληροί τα κριτήρια του άρθρου αυτού δεν κρίνεται αναλόγως του αποτελέσματός του στον υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ. Έτσι, η τελευταία περίοδος του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ’, του βασικού κανονισμού απαγορεύει στα κοινοτικά όργανα, αφού λάβουν απόφαση περί του ΚΟΑ, να επανεκτιμήσουν στη συνέχεια τις πληροφορίες που διαθέτουν συναφώς (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Νοεμβρίου 2006, T-138/02, Nanjing Metalink International κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2006, σ. II-4347, σκέψη 44).

    128

    Επομένως, το πρακτικό αποτέλεσμα της προθεσμίας αυτής δεν διακυβεύεται, αν κατά την περίοδο μεταξύ της λήξης της τρίμηνης προθεσμίας και της αποφάσεως περί του ΚΟΑ, και λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της προκειμένης υποθέσεως, διαπιστωθεί ότι οι επιχειρήσεις που ζήτησαν να υπαχθούν σε ΚΟΑ δεν έδωσαν στην Επιτροπή τη δυνατότητα να γνωρίζει ποιο αποτέλεσμα επί του υπολογισμού του περιθωρίου ντάμπινγκ θα μπορούσε να έχει η απόφασή της περί του ΚΟΑ στην αίτησή τους.

    129

    Εν προκειμένω, σημειωτέον ότι το γεγονός ότι η Επιτροπή υπερέβη την τρίμηνη προθεσμία δεν της έδωσε τη δυνατότητα να αποφασίσει αν οι προσφεύγουσες πρέπει να υπαχθούν σε ΚΟΑ αναλόγως του αποτελέσματός του στον υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ. Συγκεκριμένα, αρκεί η διαπίστωση ότι οι προσφεύγουσες προσκόμισαν πληροφορίες επί των τιμών εξαγωγής που χρέωναν στις συνδεδεμένες εταιρίες και όχι σε ανεξάρτητους πελάτες, ενώ η τελευταία αυτή πληροφορία είναι ουσιώδης για τον υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ. Η πληροφορία περί των τιμών εξαγωγής που χρέωναν σε ανεξάρτητους πελάτες περιήλθε στην Επιτροπή στις 28 Ιανουαρίου 2005, δηλαδή μετά την οριστική απόφαση για την αίτηση υπαγωγής σε ΚΟΑ.

    130

    Περαιτέρω, τονίζεται ότι, καθόσον δεν εναπόκειται στα κοινοτικά όργανα να αποδείξουν ότι μια επιχείρηση δεν πληροί τις προϋποθέσεις για την υπαγωγή σε ΚΟΑ, αλλά πρέπει μόνο να εκτιμούν αν τα προσκομισθέντα από την επιχείρηση αυτή στοιχεία αρκούν προς απόδειξη του ότι πληρούνται οι εν λόγω προϋποθέσεις (βλ. σκέψη 83 ανωτέρω), δεν απαιτείται από την Επιτροπή να εκδώσει απόφαση επί της αιτήσεως επιχειρήσεως για υπαγωγή σε ΚΟΑ προτού παρέλθει εύλογη προθεσμία από τη στιγμή που η επιχείρηση αυτή της προσκόμισε όλες τις απαραίτητες πληροφορίες, ώστε να έχει τη δυνατότητα, μεταξύ άλλων, να εκτιμήσει ορθώς τις πληροφορίες αυτές καθώς και, όπως προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ’, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, να ζητήσει συγκεκριμένα τη γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής και να δώσει στην κοινοτική βιομηχανία η δυνατότητα να λάβει θέση.

    131

    Ωστόσο, σημειωτέον ότι οι αρχικώς προσκομισθείσες από τις προσφεύγουσες απαντήσεις στα έντυπα για το ΚΟΑ έπρεπε να συμπληρωθούν σε σημαντικά σημεία κατόπιν επανειλημμένων αιτήσεων της Επιτροπής και, μεταξύ άλλων, με το από 21 Σεπτεμβρίου 2004 έγγραφο που έστειλε στις προσφεύγουσες η Επιτροπή, κατόπιν αιτήσεως παρατάσεως της προθεσμίας που τους χορήγησε συναφώς η Επιτροπή. Εξάλλου, η Επιτροπή χρειάστηκε να ζητήσει εκ νέου από τις προσφεύγουσες, με το από 4 Οκτωβρίου 2004 έγγραφο, να συμπληρώσουν την απάντησή τους.

    132

    Ομοίως, από τον φάκελο της υποθέσεως προκύπτει ότι τα έντυπα για το ΚΟΑ που συμπλήρωσαν οι προσφεύγουσες και οι πληροφορίες που απέστειλαν συναφώς στην Επιτροπή, και μάλιστα μεταγενέστερα, είχαν σημαντικά κενά ιδίως όσον αφορά τα ζητήματα σχετικά με τη λογιστική τους, εμποδίζοντας έτσι την Επιτροπή να λάβει θέσει ως προς το δικαίωμά τους να υπαχθούν σε ΚΟΑ εντός της τρίμηνης προθεσμίας.

    133

    Συγκεκριμένα, οι απαντήσεις των προσφευγουσών αφήνουν να πλανώνται σημαντικές αμφιβολίες ως προς τον τρόπο που πραγματοποιούσαν λογιστικές προβλέψεις για τη μείωση της αξίας των στοιχείων του ενεργητικού, όπως προκύπτει από το από 26 Οκτωβρίου 2004 ηλεκτρονικό μήνυμα της Επιτροπής προς τις προσφεύγουσες. Ωστόσο, η Επιτροπή μπορούσε νομίμως να εκτιμήσει ότι διέθετε την πληροφορία αυτή για να εκτιμήσει αν οι προσφεύγουσες πληρούσαν τη δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ’, του βασικού κανονισμού.

    134

    Εξάλλου, από το ίδιο ηλεκτρονικό μήνυμα προκύπτει ότι δεν ήταν πλήρες το αγγλικό κείμενο των ελεχθέντων λογαριασμών της Shanghai Adeptech, το οποίο ήταν απαραίτητο ώστε να μπορέσει η Επιτροπή να αποφανθεί περί του αν οι προσφεύγουσες πληρούν τη δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ’, του βασικού κανονισμού.

    135

    Τέλος, από το επίμαχο ηλεκτρονικό μήνυμα προκύπτει ότι οι προσφεύγουσες προσκόμισαν ορισμένες πληροφορίες για τη δομή του κεφαλαίου της Shanghai Adeptech που αντιφάσκουν με διαβιβασθέντα δικαιολογητικά στοιχεία. Ωστόσο, η δομή του κεφαλαίου των προσφευγουσών είναι θεμελιώδες ζήτημα όταν η Επιτροπή εξετάζει αν πληρούν την πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ’, του βασικού κανονισμού.

    136

    Από τον φάκελο της υποθέσεως και, μεταξύ άλλων, από την τηλεομοιοτυπία που απηύθυναν οι προσφεύγουσες στην Επιτροπή στις 3 Νοεμβρίου 2004, προκύπτει επίσης ότι οι απαιτούμενες προς συμπλήρωση των επιδίκων κενών πληροφορίες προσκομίστηκαν πλήρως στην Επιτροπή μόλις κατά την ημερομηνία αυτή, ήτοι την παραμονή της λήξης της τρίμηνης προθεσμίας.

    137

    Συνεπώς, αντιθέτως προς όσα ισχυρίζονται οι προσφεύγουσες, η αιτιολογική σκέψη 13 του προσβαλλόμενου κανονισμού δεν είναι δυνατό να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι οι απαντήσεις τους στα έντυπα για το ΚΟΑ ήσαν πλήρεις. Η ερμηνεία αυτή δεν προκύπτει από τη διατύπωση της εν λόγω αιτιολογικής σκέψης και αντικρούεται ρητώς από την ανταλλαγείσα μεταξύ των προσφευγουσών και της Επιτροπής αλληλογραφίας.

    138

    Τέλος, εν πάση περιπτώσει, συνάγεται ότι, ελλείψει διατάξεως προβλέπουσας ρητώς ή σιωπηρώς, τις συνέπειες υπέρβασης διαδικαστικής προθεσμίας όπως εν προκειμένω, η υπέρβαση αυτή συνεπάγεται την εν όλω ή εν μέρει ακύρωση της πράξης, στη διαδικασία εκδόσεως της οποίας περιλαμβάνεται η επίδικη προθεσμία, μόνον αν στοιχειοθετείται ότι, ελλείψει της προβαλλομένης αυτής παρατυπίας, η εν λόγω πράξη μπορεί να είχε διαφορετικό περιεχόμενο (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 29ης Οκτωβρίου 1980, 209/78 έως 215/78 και 218/78, van Landewyck κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙΙ, σ. 207, σκέψη 47, και της 23ης Απριλίου 1986, 150/84, Bernardi κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1986, σ. 1375, σκέψη 28).

    139

    Ωστόσο, οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι, αν η Επιτροπή είχε τηρήσει την τρίμηνη προθεσμία, το Συμβούλιο μπορεί να είχε εκδώσει διαφορετικό κανονισμό ευνοϊκότερο για τα συμφέροντά τους απ’ ό,τι ο προσβαλλόμενος κανονισμός.

    140

    Συγκεκριμένα, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται συναφώς μόνον ότι η υπέρβαση της τρίμηνης προθεσμίας επηρέασε την απόφαση της Επιτροπής να πραγματοποιήσει επιτόπιες επαληθεύσεις των πληροφοριών που προσκόμισαν οι ίδιες, καθώς και των πληροφοριών που προσκόμισε η Toshiba Indonesia. Ισχυρίζονται επίσης ότι αν οι επαληθεύσεις αυτές είχαν πραγματοποιηθεί, η Επιτροπή θα διέθετε ποιοτικώς καλύτερες πληροφορίες, γεγονός το οποίο μπορεί να κατέληγε στην έκδοση διαφορετικού κανονισμού.

    141

    Τα επιχειρήματα αυτά πρέπει να απορριφθούν για δύο λόγους.

    142

    Πρώτον, οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι η υπέρβαση της τρίμηνης προθεσμίας από την Επιτροπή συνδέεται με την απόφασή της να μην πραγματοποιήσει τις επιτόπιες επισκέψεις ή ότι είχε οποιοδήποτε αποτέλεσμα στην απόφαση αυτή.

    143

    Συγκεκριμένα, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν συναφώς μόνον ότι η διάρκεια έρευνας επανεξέτασης, όπως εν προκειμένω, περιορίζεται συνολικώς σε εννέα μήνες δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, και ότι, αν η Επιτροπή είχε πραγματοποιήσει τις επίμαχες επισκέψεις, η τελευταία αυτή προθεσμία δεν θα είχε τηρηθεί.

    144

    Πρέπει να αναφερθεί ότι είναι ασφαλώς ακριβές ότι το άρθρο 11, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού ορίζει ότι οι έρευνες επανεξέτασης δυνάμει της παραγράφου 4 του ιδίου άρθρου πρέπει να διεξαχθούν σε εννέα μήνες μετά την έναρξή τους και αν η έρευνα δεν διεξαχθεί εντός της προθεσμίας αυτής, τα εφαρμοστέα μέτρα αντιντάμπινγκ δεν τροποποιούνται. Παρ’ όλ’ αυτά, οι προσφεύγουσες δεν εξηγούν γιατί, αν τα κοινοτικά όργανα είχαν αποφασίσει να πραγματοποιήσουν τις επισκέψεις επαλήθευσης που έκριναν αναγκαίες, δεν θα είχε τηρηθεί η τρίμηνη προθεσμία.

    145

    Δεύτερον, και επιπροσθέτως, οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι αν η Επιτροπή είχε πραγματοποιήσει τις επισκέψεις επαλήθευσης που απαιτούσαν οι προσφεύγουσες, θα διέθετε οπωσδήποτε πληροφορίες βάσει των οποίων θα κατέληγε στην έκδοση ευνοϊκότερου για τα συμφέροντά τους κανονισμού απ’ ό,τι ο προσβαλλόμενος κανονισμός. Συγκεκριμένα, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να ισχυριστούν ότι αν η Επιτροπή είχε ελέγξει μέσω επισκέψεων τις πληροφορίες που τις είχαν προσκομίσει οι ίδιες, το Συμβούλιο θα μπορούσε να εκδώσει τελικό κανονισμό ευνοϊκότερο για τα συμφέροντά τους. Εξάλλου, όσον αφορά τις προσκομισθείσες από την Toshiba Indonesia πληροφορίες, επισημαίνεται ότι οι προσφεύγουσες δεν προσκομίζουν κανένα στοιχείο βάσει του οποίου να μπορεί να υποτεθεί ότι, αν η Επιτροπή είχε ελέγξει επί τόπου τις πληροφορίες, ο προσβαλλόμενος κανονισμός μπορεί να ήταν ευνοϊκότερος γι’ αυτές.

    146

    Κατόπιν των ανωτέρω, συνάγεται ότι ο παρών λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

    Γ — Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού

    147

    Το άρθρο 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού προβλέπει:

    «Για όλες τις επανεξετάσεις και τις έρευνες που διεξάγονται για το θέμα της επιστροφής δυνάμει του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή εφαρμόζει, υπό τον όρο ότι δεν έχει επέλθει μεταβολή των συνθηκών, την ίδια μέθοδο που έχει εφαρμοσθεί και για την έρευνα που οδήγησε στην επιβολή του δασμού, λαμβανομένου δεόντως υπόψη του άρθρου 2, και ιδιαίτερα των παραγράφων 11 και 12 του εν λόγω άρθρου, όπως επίσης των διατάξεων του άρθρου 17.»

    148

    Κατά τη διάρκεια της αρχικής έρευνας, τρεις παραγωγοί-εξαγωγείς αποφάσισαν να συνεργαστούν και έτυχαν ατομικής μεταχειρίσεως, όπως οι προσφεύγουσες κατά την έρευνα επανεξέτασης. Οι τρεις αυτές εταιρίες, όπως οι προσφεύγουσες κατά την έρευνα επανεξέτασης, ζήτησαν να υπαχθούν σε ΚΟΑ, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού.

    149

    Όσον αφορά τους Κινέζους παραγωγούς-εξαγωγείς, κατά την αρχική έρευνα, και τις προσφεύγουσες κατά την έρευνα επανεξέτασης, το Συμβούλιο θεώρησε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ’, του βασικού κανονισμού και απέρριψε την αίτηση περί υπαγωγής των οικείων επιχειρήσεων σε ΚΟΑ. Συνεπώς, ήταν αναγκαία η σύγκριση των τιμών εξαγωγής των επιδίκων παραγωγών-εξαγωγέων με την καθοριζόμενη για ανάλογη χώρα, με οικονομία της αγοράς, κανονική τιμή, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού (αιτιολογικές σκέψεις 45 έως 48 και 52 του αρχικού κανονισμού).

    150

    Στην αρχική έρευνα και στην έρευνα επανεξέτασης, τα κοινοτικά όργανα έκριναν ότι η Ινδονησία είναι η πλέον πρόσφορη τρίτη χώρα με οικονομία της αγοράς για τους σκοπούς του καθορισμού της κανονικής αξίας (αιτιολογικές σκέψεις 49 και 50 του αρχικού κανονισμού).

    151

    Κατά την αρχική έρευνα, η κανονική αξία προσδιορίστηκε σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφοι 2 και 3, του βασικού κανονισμού, από τις κανονικές αξίες που καθορίζονται για έναν Ινδονήσιο παραγωγό, ήτοι την Toshiba Indonesia, χρησιμοποιώντας το πιο ανταγωνιστικό μοντέλο χαμηλότερης τεχνολογίας που πωλείται στην ινδονησιακή αγορά και στις αγορές εξαγωγών σε σημαντικές ποσότητες και αποδείχθηκε συγκρίσιμο με τα κινεζικά μοντέλα που εξάγονται προς την Κοινότητα (αιτιολογική σκέψη 53 του αρχικού κανονισμού).

    152

    Κατά την έρευνα επανεξέτασης, η κανονική αξία υπολογίστηκε επίσης με βάση τις προσκομισθείσες από την Toshiba Indonesia πληροφορίες. Ωστόσο, το Συμβούλιο, μολονότι έκρινε ότι οι εξαγωγικές πωλήσεις της εταιρίας αυτής ήσαν σημαντικές, θεώρησε ότι οι πωλήσεις της προς ανεξάρτητους πελάτες στην ινδονησιακή αγορά δεν ήσαν αρκούντως αντιπροσωπευτικές για να καθορισθεί η κανονική αξία και αποφάσισε να βασισθεί σε αξία κατασκευασμένη για ομοειδή προϊόντα με τα προϊόντα που εξάγουν οι προσφεύγουσες προς την Κοινότητα, με βάση το κόστος παραγωγής των ηλεκτρονικών ζυγών που έχουν κατασκευασθεί στην Ινδονησία, συν ένα εύλογο ποσό για τα έξοδα πώλησης και τα διοικητικά και γενικά έξοδα (στο εξής: έξοδα ΠΔΓ) καθώς και τα κέρδη (αιτιολογικές σκέψεις 29 έως 33 και 37 έως 39 του προσβαλλόμενου κανονισμού).

    153

    Κατά την αρχική έρευνα, η τιμή εξαγωγής υπολογίστηκε, στην περίπτωση πωλήσεων σε ανεξάρτητους εισαγωγείς στην Κοινότητα, βάσει των τιμών που πράγματι έχουν πληρωθεί ή πρέπει να πληρωθούν, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 8, του βασικού κανονισμού. Στην περίπτωση πωλήσεων μέσω συνδεδεμένων εισαγωγέων στην Κοινότητα, η τιμή εξαγωγής ανακατασκευάσθηκε με βάση την τιμή με την οποία τα εισαγόμενα προϊόντα μεταπωλήθηκαν για πρώτη φορά σε ανεξάρτητο αγοραστή δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού (αιτιολογικές σκέψεις 54 και 55 του αρχικού κανονισμού).

    154

    Κατά την έρευνα επανεξέτασης, εφόσον το Συμβούλιο θεώρησε ότι οι προσφεύγουσες είχαν πωλήσει τους ηλεκτρονικούς ζυγούς τους στην Κοινότητα μέσω συνδεδεμένων εισαγωγέων, η τιμή εξαγωγής καθορίστηκε με βάση τις τιμές μεταπώλησης που έχουν καταβληθεί ή πρέπει να καταβληθούν από τον πρώτο ανεξάρτητο αγοραστή στην Κοινότητα (αιτιολογική σκέψη 42 του προσβαλλόμενου κανονισμού).

    155

    Κατά την αρχική έρευνα, το Συμβούλιο συνέκρινε την κανονική αξία και την τιμή εξαγωγής σε βάση εκ του εργοστασίου και στο ίδιο επίπεδο του εμπορίου. Για να εξασφαλισθεί δίκαιη σύγκριση, λήφθηκαν υπόψη, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού, οι διαφορές που επηρεάζουν τις τιμές και τη δυνατότητα σύγκρισης. Έγιναν οι δέουσες προσαρμογές για να ληφθούν υπόψη οι διαφορές του κόστους μεταφοράς, ασφάλισης, χειρισμού, φόρτωσης και τα παρεπόμενα έξοδα, οι πιστώσεις, οι προμήθειες, οι εισαγωγικές επιβαρύνσεις και η εξυπηρέτηση των πελατών (αιτιολογική σκέψη 56 του αρχικού κανονισμού).

    156

    Κατά την έρευνα επανεξέτασης, το Συμβούλιο συνέκρινε επίσης την κανονική τιμή και την τιμή εξαγωγής σε βάση εκ του εργοστασίου και στο ίδιο στάδιο του εμπορίου. Σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού, το Συμβούλιο έλαβε υπόψη τις διαφορές που επηρεάζουν τις τιμές και τη δυνατότητα σύγκρισής τους. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι το Συμβούλιο κατέληξε στο ότι οι συνδεδεμένοι με τις προσφεύγουσες έμποροι εκτελούν παρόμοιες εργασίες με εκείνες ενός αντιπροσώπου που εργάζεται σε βάση προμήθειας, έγινε προσαρμογή της τιμής εξαγωγής για να ληφθεί υπόψη η προμήθεια σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ’, του βασικού κανονισμού (αιτιολογικές σκέψεις 43 έως 45 του προσβαλλόμενου κανονισμού).

    1. Επιχειρήματα των διαδίκων

    157

    Εισαγωγικώς, οι προσφεύγουσες αναφέρουν την ύπαρξη αντίφασης στο αρχικό κανονισμό. Η αιτιολογική σκέψη 50 του εν λόγω κανονισμού αναφέρει ότι, λαμβανομένου υπόψη του σημαντικού όγκου των εσωτερικών και των εξαγωγικών πωλήσεων της Toshiba Indonesia, η κανονική αξία για τους Κινέζους παραγωγούς-εξαγωγείς υπολογίστηκε σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφοι 2 και 3, του βασικού κανονισμού. Ωστόσο, από τις απαντήσεις της Toshiba Indonesia στο ερωτηματολόγιο κατά την κρίσιμη διαδικασία προκύπτει ότι δεν πραγματοποίησε καμία εγχώρια πώληση ηλεκτρονικών ζυγών.

    158

    Πλην της αντίφασης αυτής, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι τα κοινοτικά όργανα τροποποίησαν κατά την έρευνα επανεξέτασης σημαντικές πτυχές της μεθόδου καθορισμού της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής που εφαρμόστηκε κατά την αρχική έρευνα.

    159

    Έτσι, πρώτον, το Συμβούλιο έλαβε υπόψη, με την αιτιολογική σκέψη 37 του προσβαλλόμενου κανονισμού, τα έξοδα ΠΔΓ συνδεδεμένης με την Toshiba Indonesia εταιρίας, ενώ ο αρχικός κανονισμός δεν αναφέρει ότι τα ποσά αυτά συνυπολογίζονται. Δεύτερον, το Συμβούλιο έκανε προσαρμογές της κανονικής αξίας αναλόγως της εξυπηρέτησης των πελατών, των εγγυήσεων, του κόστους πίστωσης ή προμηθειών επί των εσωτερικών πωλήσεων στην αρχική έρευνα και όχι στην έρευνα επανεξέτασης (αιτιολογική σκέψη 43 του προσβαλλόμενου κανονισμού). Tρίτον, έγιναν επαληθεύσεις στις εγκαταστάσεις της Toshiba Indonesia κατά την αρχική έρευνα και όχι κατά την έρευνα επανεξέτασης. Ωστόσο, η υποχρέωση εφαρμογής της ίδιας μεθόδου στις δύο έρευνες εκτείνεται και στις επαληθεύσεις, πολλώ μάλλον που στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με το Συμβούλιο, είχαν μεταβληθεί σημαντικά οι συνθήκες υπό τις οποίες λειτουργούσε η Toshiba Indonesia. Τέταρτον, με την αιτιολογική σκέψη 45 του προσβαλλόμενου κανονισμού, το Συμβούλιο προσέθεσε προσαρμογές επί της τιμής εξαγωγής για να ληφθούν υπόψη οι προβαλλόμενες προμήθειες επί των πωλήσεων, οι οποίες είχαν καταβληθεί στις συνδεδεμένες εταιρίες.

    160

    Το Συμβούλιο αμφισβητεί τα προβληθέντα από τις προσφεύγουσες επιχειρήματα.

    2. Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    161

    Υπενθυμίζεται ότι, κατά την αρχική έρευνα, όπως και κατά την έρευνα επανεξέτασης, η κανονική αξία καθορίστηκε βάσει των στοιχείων σχετικά με παραγωγό εγκατεστημένο σε ανάλογη με την Κίνα χώρα. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, η επιλεγείσα ανάλογη χώρα ήταν η Ινδονησία και ο επιλεγείς Ινδονήσιος παραγωγός ήταν η Toshiba Indonesia.

    162

    Εν τούτοις, οι προσφεύγουσες φρονούν ότι οι μέθοδοι διεξαγωγής των δύο ερευνών με βάση την επιλογή της Toshiba Indonesia παρουσιάζουν ορισμένες διαφορές. Σύμφωνα με τις προσφεύγουσες, η ύπαρξη των διαφορών αυτών συνεπάγεται παράβαση του άρθρου 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού.

    163

    Επομένως, πρέπει να επαληθευτεί η ύπαρξη μεθοδολογικών διαφορών, τις οποίες αναφέρουν οι προσφεύγουσες, και, σε καταφατική περίπτωση, να εξεταστούν υπό το πρίσμα της προαναφερθείσας διάταξης για να καθορισθεί αν η ύπαρξή τους συνιστά παράβαση της διάταξης αυτής.

    164

    Η πρώτη μεθοδολογική διαφορά μεταξύ της αρχικής έρευνας και της έρευνας επανεξέτασης που τόνισαν οι προσφεύγουσες είναι το γεγονός ότι, για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας των προϊόντων της Toshiba Indonesia με την τελευταία αυτή έρευνα, το Συμβούλιο έλαβε υπόψη τα έξοδα ΠΔΓ συνδεδεμένης με την εταιρία αυτήν επιχείρησης, ενώ δεν το είχε πράξει με τον αρχικό κανονισμό.

    165

    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, συναφώς, υφίσταται πράγματι διαφορά μεταξύ των μεθόδων στις δύο έρευνες, όπως δέχθηκε το Συμβούλιο με τις αιτιολογικές σκέψεις 40 και 41 του προσβαλλόμενου κανονισμού. Συγκεκριμένα, η ύπαρξη της διαφοράς αυτής προκύπτει σαφώς από τον συνδυασμό των αιτιολογικών σκέψεων 37 και 38 του προσβαλλόμενου κανονισμού, αφενός, και της αιτιολογικής σκέψης 53 του αρχικού κανονισμού, αφετέρου.

    166

    Έτσι, με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, η κανονική αξία των προϊόντων της Toshiba Indonesia καθορίστηκε με βάση το κόστος παραγωγής των ηλεκτρονικών ζυγών που κατασκευάζει η επιχείρηση αυτή συν ποσό για τα έξοδα ΠΔΓ και τα κέρδη. Συναφώς, τα ληφθέντα υπόψη έξοδα ΠΔΓ είναι τα έξοδα της Toshiba Indonesia και μιας συνδεδεμένης με αυτήν εταιρίας.

    167

    Αντιθέτως, με τον αρχικό κανονισμό, η κανονική αξία των προϊόντων της Toshiba Indonesia υπολογίστηκε με βάση τις τιμές των ηλεκτρονικών ζυγών τους οι οποίοι είναι ομοειδείς με αυτούς που παράγονται στην Κίνα και πωλούνται στην ινδονησιακή αγορά και στις αγορές εξαγωγών σε σημαντικές ποσότητες.

    168

    Η διαφορά αυτή μεταξύ των δύο ερευνών εξηγείται από το γεγονός ότι, με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, το Συμβούλιο υπολόγισε κατασκευασμένη κανονική αξία και, επομένως, μη συνδεδεμένη με τις πραγματικές τιμές πώλησης της Toshiba Indonesia, ενώ με τον αρχικό κανονισμό υπολόγισε κανονική αξία με βάση τέτοιες τιμές.

    169

    Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, ενώ οι πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος είναι ανεπαρκείς, η κανονική αξία του ομοειδούς προϊόντος μπορεί να υπολογιστεί με δύο τρόπους. Πρώτον, η αξία αυτή μπορεί να υπολογιστεί με βάση το κόστος παραγωγής στη χώρα καταγωγής, συν ένα εύλογο ποσό για τα έξοδα ΠΔΓ και ένα εύλογο περιθώριο κέρδους. Δεύτερον, η αξία αυτή μπορεί να υπολογιστεί με βάση τις τιμές εξαγωγής, που εφαρμόζονται κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις, προς μια κατάλληλη τρίτη χώρα, με την προϋπόθεση ότι οι τιμές αυτές είναι αντιπροσωπευτικές.

    170

    Όπως προκύπτει από τον φάκελο της υποθέσεως και από το διορθωτικό του Συμβουλίου της 6ης Ιουνίου 2008, οι ινδονησιακές πωλήσεις ηλεκτρονικών ζυγών που ελήφθησαν υπόψη κατά την αρχική έρευνα ήσαν ανεπαρκείς για τον υπολογισμό της κανονικής αξίας των προϊόντων της Toshiba Indonesia. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Συμβούλιο επέλεξε να υπολογίσει την αξία αυτή με βάση τις τιμές εξαγωγής της Toshiba Indonesia, καθώς και τις τιμές των ινδονησιακών πωλήσεων της εταιρίας αυτής.

    171

    Κατά την έρευνα επανεξέτασης, οι πωλήσεις ηλεκτρονικών ζυγών του επίμαχου μοντέλου της Toshiba Indonesia ήσαν επίσης ανεπαρκείς για να μπορέσει το Συμβούλιο να υπολογίσει την κανονική αξία με βάση τις τιμές τους. Εν τούτοις, με την ευκαιρία αυτή, το Συμβούλιο αποφάσισε να υπολογίσει την κανονική τιμή σύμφωνα με την πρώτη δυνατότητα του άρθρου 2, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, δηλαδή με βάση το κόστος παραγωγής στην Ινδονησία συν ένα εύλογο ποσό για τα έξοδα ΠΔΓ και τα κέρδη.

    172

    Επομένως, είναι προφανές ότι ενώπιον δύο παρεμφερών καταστάσεων, ήτοι της έλλειψης επαρκών εσωτερικών πωλήσεων της Toshiba Indonesia, το Συμβούλιο ενήργησε με δύο διαφορετικούς τρόπους κατά τις δύο αυτές έρευνες. Επομένως, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι υπήρξε εν προκειμένω αλλαγή του τρόπου υπολογισμού της κανονικής αξίας, μη οφειλομένη σε μεταβολή των συνθηκών. Εξάλλου, το Συμβούλιο το αναγνώρισε ρητώς με το από 6 Ιουνίου 2008 διορθωτικό του.

    173

    Ωστόσο, επισημαίνεται ότι το γεγονός ότι το Συμβούλιο καθόρισε με τον προσβαλλόμενο κανονισμό την κανονική αξία των προϊόντων της Toshiba Indonesia με βάση το κόστος παραγωγής των ηλεκτρονικών ζυγών που κατασκευάζει η εταιρία αυτή συν ένα ποσό για τα έξοδα ΠΔΓ και τα κέρδη, ενώ, με τον αρχικό κανονισμό, υπολόγισε την κανονική αυτή αξία με βάση τις τιμές των ηλεκτρονικών ζυγών της Toshiba Indonesia που ήσαν συγκρίσιμοι με τους κατασκευαζόμενους στην Κίνα και πωλούμενους στην ινδονησιακή αγορά και τις αγορές εξαγωγών σε σημαντικές ποσότητες, δεν αποτελεί εν προκειμένω μεταβολή της μεθόδου, κατά παράβαση του άρθρου 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού.

    174

    Συγκεκριμένα, σημειωτέον ότι, αν το Συμβούλιο είχε υπολογίσει την κανονική αξία με τον προσβαλλόμενο κανονισμό όπως με τον αρχικό κανονισμό, δηλαδή λαμβάνοντας υπόψη τις τιμές εξαγωγής της Toshiba Indonesia καθώς και τις τιμές των ινδονησιακών πωλήσεών της, θα παρέβαινε το άρθρο 2, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού.

    175

    Έτσι, το εν λόγω άρθρο προβλέπει, όπως αναφέρθηκε με τη σκέψη 169 ανωτέρω, ότι όταν οι πωλήσεις του ομοειδούς προϊόντος δεν είναι επαρκείς, η κανονική αξία του ομοειδούς προϊόντος υπολογίζεται με βάση το κόστος παραγωγής στη χώρα καταγωγής συν ένα εύλογο ποσό για τα έξοδα ΠΔΓ και τα κέρδη ή με βάση τις τιμές εξαγωγής, που εφαρμόζονται κατά τις συνήθεις εμπορικές πράξεις, προς μια κατάλληλη τρίτη χώρα, με την προϋπόθεση ότι οι τιμές αυτές είναι αντιπροσωπευτικές, γεγονός το οποίο αποκλείει τη δυνατότητα να προστεθεί επ’ αυτής η τιμή των εσωτερικών πωλήσεων που κρίθηκαν ανεπαρκείς.

    176

    Ωστόσο, υπενθυμίζεται ότι, μολονότι το άρθρο 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού προβλέπει ότι σε όλες τις έρευνες επανεξέτασης που πραγματοποιούνται δυνάμει του άρθρου αυτού η Επιτροπή εφαρμόζει, καθόσον δεν έχει επέλθει μεταβολή των συνθηκών, την ίδια μέθοδο με την έρευνα που οδήγησε στην επιβολή δασμού, προκύπτει επίσης από το άρθρο αυτό ότι η εφαρμοσθείσα μέθοδος πρέπει να συνάδει με τις διατάξεις των άρθρων 2 και 17 του βασικού κανονισμού.

    177

    Κατά συνέπεια, τα κοινοτικά όργανα δεν υποχρεούνται να εφαρμόζουν σε έρευνα επανεξέτασης τη μέθοδο της αρχικής έρευνας αν η μέθοδος αυτή δεν συνάδει με τις διατάξεις του άρθρου 2 του βασικού κανονισμού.

    178

    Κάθε αντίθετη ερμηνεία καταλήγει σε παράλογη κατάσταση όπου, αν το Συμβούλιο είχε υπολογίσει την κανονική αξία με βάση το άθροισμα των πραγματικών τιμών εξαγωγής καθώς και των πραγματικών τιμών των ινδονησιακών πωλήσεων της Toshiba Indonesia, οι προσφεύγουσες θα μπορούσαν δικαίως να ζητήσουν την ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού λόγω παράβασης του άρθρου 2, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, ενώ αν το Συμβούλιο είχε υπολογίσει κατασκευασμένη κανονική τιμή, οι προσφεύγουσες θα μπορούσαν να ζητήσουν την ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού λόγω παράβασης του άρθρου 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού.

    179

    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η ύπαρξη της πρώτης μεθοδολογικής διαφοράς μεταξύ της αρχικής έρευνας και της έρευνας για επανεξέταση, την οποία προβάλλουν οι προσφεύγουσες, δεν συνεπάγεται την ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού.

    180

    Η δεύτερη μεθοδολογική διαφορά που τονίζουν οι προσφεύγουσες είναι το γεγονός ότι, με την αρχική έρευνα, το Συμβούλιο έκανε ορισμένες προσαρμογές της κανονικής αξίας των προϊόντων της Toshiba Indonesia αναλόγως, μεταξύ άλλων, της εξυπηρέτησης πελατών, ενώ η προσαρμογή αυτή δεν είχε γίνει κατά την έρευνα επανεξέτασης.

    181

    Συναφώς, διαπιστώνεται ότι, σε έρευνα αντιντάμπινγκ, μπορεί να αποβεί αναγκαίο να πραγματοποιηθούν, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού, προσαρμογές των τιμών εξαγωγής και της κανονικής αξίας προκειμένου να ληφθούν υπόψη διαφορές των παραγόντων για τους οποίους προβάλλεται και αποδεικνύεται ότι επηρεάζουν τις τιμές και, κατ’ επέκταση, τη συγκρισιμότητα των τιμών. Εν τούτοις, οι προσαρμογές αυτές δεν είναι γενικώς αναγκαίες όταν η χρησιμοποιηθείσα κανονική αξία είναι κατασκευασμένη αξία και, επομένως, καθορισθείσα τεχνητώς. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση αυτή, η κανονική αξία, πέραν του ότι δεν αντανακλά ένα πραγματικό αριθμητικό στοιχείο το οποίο πρέπει να απαλλαγεί των στοιχείων που επηρεάζουν τη δυνατότητα σύγκρισης της αξίας αυτής, αποτελείται μόνον από το επίδικο κόστος παραγωγής, συν ένα εύλογο ποσό για τα έξοδα ΠΔΓ και το περιθώριο κέρδους. Συνεπώς, η έλλειψη προσαρμογών της κανονικής αξίας των προϊόντων της Toshiba Indonesia, η οποία υπολογίστηκε με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, αποτελεί την άμεση συνέπεια του γεγονότος ότι, με τον κανονισμό αυτό, το Συμβούλιο χρησιμοποίησε κατασκευασμένη κανονική αξία.

    182

    Ωστόσο, εφόσον το Συμβούλιο εφάρμοσε ορθώς μέθοδο με βάση κατασκευασμένη αξία (βλ. σκέψεις 177 έως 179 ανωτέρω), οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να αμφισβητήσουν τις πρακτικές συνέπειες που απορρέουν από τη μέθοδο αυτή.

    183

    Η τρίτη μεθοδολογική διαφορά που τονίζουν οι προσφεύγουσες είναι το γεγονός ότι το Συμβούλιο προσέθεσε με την αιτιολογική σκέψη 45 του προσβαλλόμενου κανονισμού προσαρμογές της τιμής εξαγωγής για τις προβαλλόμενες προμήθειες επί των πωλήσεων, που είχαν καταβληθεί σε συνδεδεμένες με τις προσφεύγουσες εταιρίες, ενώ δεν το έπραξε στο πλαίσιο του αρχικού κανονισμού.

    184

    Ωστόσο, η διαφορά αυτή, που υπάρχει πράγματι μεταξύ των δύο επιδίκων ερευνών, δεν αποτελεί μεταβολή της μεθόδου, απαγορευόμενη από το άρθρο 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού.

    185

    Συγκεκριμένα, κατά την αρχική έρευνα, το Συμβούλιο δεν υπολόγισε την τιμή εξαγωγής των προσφευγουσών, που δεν αποτελούσαν το αντικείμενο της έρευνας αυτής. Ακριβώς για τον λόγο αυτόν, οι προσφεύγουσες ζήτησαν, και τους χορηγήθηκε, την αναγνώριση του καθεστώτος του νέου εξαγωγέα, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 9 έως 11 του προσβαλλόμενου κανονισμού. Εν τούτοις, η τιμή εξαγωγής που εφαρμόστηκε για κάθε εξαγωγέα πρέπει οπωσδήποτε να υπολογίζεται με την ευκαιρία κάθε έρευνας υπό το πρίσμα της ιδιαίτερης κατάστασης του εν λόγω εξαγωγέα. Επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι, εν προκειμένω, ο υπολογισμός της τιμής εξαγωγής με την εφαρμογή προσαρμογών —που απορρέει από τις συνθήκες υπό τις οποίες το Συμβούλιο θεώρησε ότι οι προσφεύγουσες εξήγαγαν τα προϊόντα τους στην Κοινότητα— αποτελεί μεταβολή της μεθόδου υπό την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού.

    186

    Η τελευταία μεθοδολογική διαφορά που τόνισαν οι προσφεύγουσες είναι το γεγονός ότι οι επισκέψεις για επαλήθευση των πληροφοριών που προσκόμισε η Toshiba Indonesia πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της αρχικής έρευνας, ενώ τούτο δεν συνέβη κατά την έρευνα για την επανεξέταση.

    187

    Ωστόσο, συνάγεται ότι η υποχρέωση της Επιτροπής, βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού, να εφαρμόζει σε όλες τις έρευνες επανεξέτασης που πραγματοποιούνται δυνάμει του άρθρου αυτού, εφόσον δεν έχει επέλθει μεταβολή των συνθηκών, την ίδια μέθοδο που έχει εφαρμοσθεί κατά την έρευνα που οδήγησε στην επιβολή δασμού, δεν συνεπάγεται την υποχρέωση ή την απαγόρευση να πραγματοποιούνται επισκέψεις επαλήθευσης στο πλαίσιο της έρευνας για επανεξέταση, αναλόγως του αν οι επισκέψεις αυτές έχουν πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο της αρχικής έρευνας. Συγκεκριμένα, η επαλήθευση πληροφορίας δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αποτελούσα μέρος της μεθόδου που επελέγη για τον καθορισμό της ύπαρξης ντάμπινγκ αλλά μόνον ως μέσο συλλογής πληροφοριών βάσει των οποίων μπορεί να εφαρμοστεί η εν λόγω μέθοδος.

    188

    Κατόπιν των ανωτέρω, ο παρών λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

    Δ —  Επί του πέμπτου και του όγδοου λόγου ακυρώσεως, που αντλούνται από παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο α’, του βασικού κανονισμού

    189

    Το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο α’, του βασικού κανονισμού, προβλέπει:

    «Στην περίπτωση εισαγωγών από χώρες που δεν έχουν οικονομία αγοράς […], η κανονική αξία καθορίζεται με βάση την τιμή ή την κατασκευασμένη αξία σε τρίτη χώρα με οικονομία αγοράς, ή την τιμή από αυτή την τρίτη χώρα προς άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Κοινότητας, ή, όταν αυτό δεν είναι δυνατόν, πάνω σε κάθε άλλη λογική βάση, συμπεριλαμβανομένης της τιμής που έχει πράγματι πληρωθεί ή πρέπει να πληρωθεί στην Κοινότητα για το ομοειδές προϊόν, δεόντως προσαρμοσμένης αν χρειάζεται ώστε να συμπεριλαμβάνει ένα εύλογο περιθώριο κέρδους.

    Μία κατάλληλη τρίτη χώρα με οικονομία αγοράς θα επιλέγεται με εύλογο τρόπο, αφού ληφθεί δεόντως υπόψη κάθε αξιόπιστη πληροφορία διαθέσιμη κατά τη στιγμή της επιλογής. Επίσης θα λαμβάνονται υπόψη οι σχετικές προθεσμίες και, όπου είναι σκόπιμο, θα χρησιμοποιείται μία τρίτη χώρα με οικονομία αγοράς η οποία εμπλέκεται στην ίδια έρευνα.

    Οι υποκείμενοι σε έρευνα θα ενημερώνονται, αμέσως μετά την έναρξή της, σχετικά με την τρίτη χώρα με οικονομία αγοράς που προβλέπεται να χρησιμοποιηθεί, και θα έχουν προθεσμία δέκα ημερών για να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους.»

    190

    Το Συμβούλιο υπολόγισε την κατασκευασμένη κανονική αξία της Toshiba Indonesia με τον προσβαλλόμενο κανονισμό βάσει του κόστους παραγωγής των ηλεκτρονικών ζυγών στην Ινδονησία συν ένα εύλογο ποσό για τα έξοδα ΠΔΓ και τα κέρδη (αιτιολογική σκέψη 37).

    191

    Για τον υπολογισμό του ισχύοντος περιθωρίου κέρδος, το Συμβούλιο αποφάσισε, δεδομένου ότι είχε προηγουμένως κρίνει ότι η Toshiba Indonesia δεν πραγματοποιούσε επαρκείς πωλήσεις σε ανεξάρτητους πελάτες στην εγχώρια αγορά της, να εφαρμόσει το ίδιο περιθώριο κέρδους που χρησιμοποίησε για να κατασκευάσει την κανονική αξία ορισμένων ηλεκτρονικών ζυγών εισαχθέντων από την Ταϊβάν κατά την αρχική έρευνα, διότι οι ζυγοί αυτοί ήσαν της ίδιας κατηγορίας με τους ζυγούς της Toshiba Indonesia (αιτιολογική σκέψη 39 του προσβαλλόμενου κανονισμού).

    1. Επιχειρήματα των διαδίκων

    192

    Στο πλαίσιο του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι, μολονότι τα κοινοτικά όργανα έχουν την υποχρέωση να διασφαλίζουν την ακρίβεια των πληροφοριών που τους προσκομίζονται, η Επιτροπή δεν επαλήθευσε τις παρασχεθείσες από την Toshiba Indonesia πληροφορίες, οι οποίες δεν είναι ωστόσο πρόσφορες για τον υπολογισμό της κατασκευασμένης κανονικής αξίας.

    193

    Συγκεκριμένα, κρίνοντας από τα μη εμπιστευτικά κείμενα των πληροφοριών που προσκόμισε η Toshiba Indonesia, οι εν λόγω πληροφορίες παρουσιάζουν πολλές ελλείψεις. Ο πίνακας περί της αποδοτικότητας δεν περιλαμβάνει κανένα στοιχείο για το κόστος παραγωγής, τις αγορές τελειωμένων προϊόντων ή τις διακυμάνσεις των απογραφών και τις προσαρμογές. Ο πίνακας περί των απογραφών δεν αναφέρει καμία κίνηση απογραφών, γεγονός το οποίο δεν είναι ρεαλιστικό. Ο πίνακας περί των πωλήσεων στην εγχώρια αγορά δεν περιλαμβάνει τις ζητηθείσες πληροφορίες. Ο πίνακας περί του κόστους παραγωγής περιλαμβάνει, αφενός, πληροφορίες για τις άμεσες δαπάνες, τις εκκρεμείς εργασίες και τα γενικά έξοδα που εμφανίζονται ως «ανύπαρκτες» ή «μηδενικές» και, αφετέρου, αμετάβλητα αριθμητικά στοιχεία σχετικά με τα έξοδα μεταφοράς, συντήρησης, καθώς και έξοδα ΠΔΓ. Τέλος, το σύνολο των εξόδων ΠΔΓ που εμφανίζεται στον συναφή πίνακα αυξήθηκε μεταξύ του τελευταίου οικονομικού έτους και της διαδικασίας έρευνας, ενώ μειώθηκε σε άλλον πίνακα. Επομένως, στο Συμβούλιο εναπόκειται να αποδείξει ότι υπάρχει επαρκής συνοχή στα εμπιστευτικά κείμενα των απαντήσεων του παραγωγού αυτού στο ερωτηματολόγιο.

    194

    Eν πάση περιπτώσει, λαμβανομένου υπόψη του μεγάλου αριθμού ελλείψεων των παρασχεθεισών πληροφοριών, η Επιτροπή υπολόγισε μόνον κατά προσέγγιση και άρα εσφαλμένως την κατασκευασμένη κανονική αξία που πρέπει να εφαρμοστεί κατά την επανεξέταση.

    195

    Οι προσφεύγουσες προσθέτουν ότι η Επιτροπή τις μεταχειρίστηκε δυσμενώς, επειδή δεν επαλήθευσε κατά την έρευνα επανεξέτασης τα στοιχεία και πληροφορίες που προσκόμισε η Toshiba Indonesia, ενώ τα είχε επαληθεύσει κατά την αρχική έρευνα. Συναφώς, οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι δεν υπάρχει προηγούμενη κοινοτική έρευνα επανεξέτασης όπου τα κοινοτικά όργανα δεν επαλήθευσαν συγχρόνως τις τιμές εξαγωγής και την κανονική αξία.

    196

    Εξάλλου, αν, όπως υποστηρίζει το Συμβούλιο, οι συνθήκες στην υπό κρίση υπόθεση είχαν μεταβληθεί ουσιωδώς, επιβάλλεται, κατά μείζονα λόγο, νέα έρευνα.

    197

    Περαιτέρω, στο πλαίσιο του όγδοου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι ο έλεγχος του Συμβουλίου ως προς το περιθώριο κέρδους που πρέπει να ληφθεί υπόψη για την κατασκευασμένη κανονική αξία της Toshiba Indonesia παραβιάζει το άρθρο 2, παράγραφος 7, στοιχείο α’, του βασικού κανονισμού. Συγκεκριμένα, αυτό το περιθώριο κέρδους συνάγεται από διαφορετική αγορά και από προγενέστερη πλέον των πέντε ετών περίοδο, γεγονός που είναι ασύνηθες, εφόσον, μεταξύ άλλων, η Toshiba Indonesia δεν πραγματοποιεί πλέον πωλήσεις στην εγχώρια αγορά, πιθανόν λόγω του ότι δεν τόσο επικερδείς όσο πριν.

    198

    Όσον αφορά τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως, πρώτον, το Συμβούλιο προβάλλει ότι η απόφαση για την πραγματοποίηση επισκέψεων επαλήθευσης εμπίπτει στην εκτίμηση της Επιτροπής. Ωστόσο, καμία επίσκεψη επαλήθευσης δεν ήταν αναγκαία στην Toshiba Indonesia κατά την έρευνα επανεξέτασης εφόσον οι πληροφορίες που προσκόμισε συνέπιπταν με τις παρασχεθείσες στο πλαίσιο της αρχικής έρευνας, είχαν επαληθευθεί από την Επιτροπή και συνοδεύονταν από δικαιολογητικά στοιχεία.

    199

    Δεύτερον, το Συμβούλιο φρονεί ότι οι παρασχεθείσες από την Toshiba Indonesia ήσαν κατάλληλες για τον υπολογισμό της κατασκευασμένης κανονικής αξίας και τα κοινοτικά όργανα τις εκτίμησαν ορθώς.

    200

    Tρίτον, το Συμβούλιο αμφισβητεί τις φερόμενες ελλείψεις των παρασχεθεισών από την Toshiba Indonesia πληροφοριών που προβάλλουν οι προσφεύγουσες.

    201

    Τέταρτον, το Συμβούλιο προβάλλει ότι οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι υπέστησαν δυσμενή διάκριση υπό την έννοια της νομολογίας.

    202

    Όσον αφορά τον όγδοο λόγο ακυρώσεως, το Συμβούλιο προβάλλει ότι καθόρισε ορθώς το περιθώριο κέρδους της Toshiba Indonesia όταν κατασκεύασε την κανονική αξία με τον προσβαλλόμενο κανονισμό. Εξάλλου, αν τα κοινοτικά όργανα είχαν χρησιμοποιήσει τα πραγματικά περιθώρια κέρδους για τις σπάνιες εγχώριες πωλήσεις που πραγματοποιεί ο Ινδονήσιος παραγωγός, η κατασκευασμένη κανονική αξία θα ήταν μεγαλύτερη.

    2. Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    203

    Με τους παρόντες λόγους ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες προβάλλουν, κατ’ ουσίαν, τρεις αιτιάσεις. Πρώτον, ισχυρίζονται ότι ο υπολογισμός της κατασκευασμένης κανονικής αξίας της Toshiba Indonesia από το Συμβούλιο με τον προσβαλλόμενο κανονισμό δεν είναι ούτε αξιόπιστος ούτε ορθός επειδή ο υπολογισμός του κόστους παραγωγής και των εξόδων ΠΔΓ της εν λόγω εταιρίας έγινε με βάση ορισμένες πληροφορίες που προσκόμισε η εταιρία αυτή, τις οποίες δεν θεωρούν πλήρεις και επαληθευθείσες. Δεύτερον, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι ο υπολογισμός της κανονικής αξίας των προϊόντων της Toshiba Indonesia είναι εσφαλμένος για τον λόγο ότι το περιθώριο κέρδους της εταιρίας αυτής υπολογίστηκε με βάση το περιθώριο κέρδους μιας εταιρίας της Ταϊβάν. Τέλος, τρίτον, οι προσφεύγουσες φρονούν ότι υπέστησαν δυσμενή διάκριση.

    204

    Η επιλογή μεταξύ διαφόρων μεθόδων υπολογισμού του περιθωρίου ντάμπινγκ, καθώς και ο καθορισμός της κανονικής αξίας ενός προϊόντος ή ακόμη η διαπίστωση της ζημίας προϋποθέτουν την εκτίμηση πολύπλοκων οικονομικών καταστάσεων, ο δε δικαστικός έλεγχος της εκτιμήσεως αυτής πρέπει να περιορίζεται στην εξακρίβωση του αν τηρήθηκαν οι διαδικαστικοί κανόνες, του αν είναι ακριβή τα πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων έγινε η αμφισβητούμενη επιλογή, του αν υπήρξε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως των περιστατικών αυτών ή κατάχρηση εξουσίας (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Σεπτεμβρίου 2007, C-351/04, Ikea Wholesale, Συλλογή 2007, σ. I-7723, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Επομένως, οι προσφεύγουσες μπορούν να ζητήσουν την ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού για τους προβληθέντες με τις δύο πρώτες αιτιάσεις λόγους μόνον αν αποδείξουν ότι τα σφάλματα που προβάλλουν είναι προφανή.

    205

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι πρέπει να εξεταστούν μεμονωμένα, κατ’ αρχάς, οι δύο πρώτες αιτιάσεις που προβάλλουν οι προσφεύγουσες και, στη συνέχεια, η αιτίαση που αντλείται από την ύπαρξη δυσμενούς διάκρισης σε βάρος τους.

    α) Επί της πρώτης αιτίασης, που αφορά τον καθορισμό της κατασκευασμένης κανονικής αξίας με βάση πληροφορίες που δεν έχουν επαληθευθεί και δεν είναι πλήρεις

    206

    Οι προσφεύγουσες διατυπώνουν κατ’ ουσίαν δύο επικρίσεις κατά των παρασχεθεισών από την Toshiba Indonesia πληροφοριών βάσει των οποίων υπολογίστηκε η κατασκευασμένη κανονική αξία.

    207

    Κατ’ αρχάς, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι οι προσκομισθείσες από την Toshiba Indonesia πληροφορίες δεν επαληθεύθηκαν μέσω επισκέψεων και, κατά συνέπεια, δεν είναι αξιόπιστες.

    208

    Συναφώς, σημειωτέον ότι το γεγονός ότι δεν έγινε επαλήθευση μέσω επισκέψεων μιας πληροφορίας παρασχεθείσας στο πλαίσιο έρευνας αντιντάμπινγκ δεν καθιστά την πληροφορία αυτή εσφαλμένη ή κατ’ ανάγκη αναξιόπιστη.

    209

    Συγκεκριμένα, μολονότι η Επιτροπή πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 8, του βασικού κανονισμού, να επαληθεύει, στο μέτρο του δυνατού, τις παρεχόμενες από τα ενδιαφερόμενα μέρη πληροφορίες, επί των οποίων βασίζονται τα συμπεράσματα, πλην των περιπτώσεων του άρθρου 18 του ιδίου κανονισμού, δηλαδή, σε περίπτωση μη συνεργασίας, τίποτα δεν εμποδίζει την επαλήθευση των πληροφοριών αυτών με οποιονδήποτε τρόπο η Επιτροπή κρίνει ενδεδειγμένο, και όχι μόνον μέσω επισκέψεων. Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι το άρθρο 16 του βασικού κανονισμού προβλέπει ότι οι επισκέψεις επαλήθευσης διεξάγονται μόνον όταν η Επιτροπή το κρίνει πρόσφορο.

    210

    Επομένως, πρέπει να εξεταστεί αν η Επιτροπή επαλήθευσε αρκούντως τις παρασχεθείσες από την Toshiba Indonesia πληροφορίες με άλλο τρόπο εκτός από επίσκεψη επαλήθευσης.

    211

    Συναφώς, το Συμβούλιο προβάλλει ότι οι πληροφορίες που προσκόμισε η Toshiba Indonesia συγκλίνουν με τις παρασχεθείσες στο πλαίσιο της αρχικής έρευνας καθώς και με τα δικαιολογητικά στοιχεία που προσκόμισε η εταιρία αυτή. Οι προσφεύγουσες δεν αμφισβήτησαν τον ισχυρισμό αυτόν.

    212

    Περαιτέρω, τα κοινοτικά όργανα, για να εκτιμήσουν αν ήταν ενδεδειγμένη η επίσκεψη επαλήθευσης των πληροφοριών που προσκόμισε η Toshiba Indonesia στο πλαίσιο της έρευνας επανεξέτασης, μπορούσαν νομίμως να λάβουν υπόψη το γεγονός ότι η εταιρία αυτή είχε ήδη προσκομίσει πληροφορίες κατά την αρχική έρευνα και, συνεπώς, είχε ήδη δώσει στα οικεία κοινοτικά όργανα τη δυνατότητα να ελέγξουν την αξιοπιστία των παρασχεθεισών πληροφοριών, και με επισκέψεις επαλήθευσης, σε ημερομηνίες όσο το δυνατόν εγγύτερες με την έρευνα επανεξέτασης.

    213

    Υπό τις συνθήκες αυτές, συνάγεται ότι τα οικεία κοινοτικά όργανα δεν υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως αποφασίζοντας ότι δεν ήταν αναγκαίο να επαληθεύσουν περαιτέρω τις προσκομισθείσες από την Toshiba Indonesia πληροφορίες με επίσκεψη.

    214

    Κατόπιν, οι προσφεύγουσες επισήμαναν, αν και πολύ συνοπτικώς, την ύπαρξη ορισμένων συγκεκριμένων ελλείψεων στις πληροφορίες της Toshiba Indonesia, τις οποίες ανακάλυψαν εξετάζοντας τα μη εμπιστευτικά κείμενα των πληροφοριών αυτών, από τα οποία προκύπτει ότι η Επιτροπή μπορούσε να υπολογίσει μόνον κατά προσέγγιση και, κατά συνέπεια, εσφαλμένως την αποδοθείσα στην Toshiba Indonesia κανονική αξία.

    215

    Πρώτον, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι οι παρασχεθείσες από την Toshiba Indonesia πληροφορίες σε ένα συγκεκριμένο πίνακα περί της αποδοτικότητάς της δεν περιλαμβάνουν κανένα στοιχείο για το κόστος παραγωγής, τις αγορές των τελειωμένων προϊόντων ή τις διακυμάνσεις των απογραφών και τις προσαρμογές.

    216

    Επισημαίνεται ωστόσο ότι το Συμβούλιο, με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, δεν υπολόγισε την κατασκευασμένη κανονική αξία της Toshiba Indonesia με βάση το περιθώριο κέρδους της, αλλά με βάση το περιθώριο κέρδους μιας εταιρίας της Ταϊβάν. Κατά συνέπεια, ακόμη κι αν οι παρασχεθείσες από την Toshiba Indonesia πληροφορίες σε πίνακα περί της αποδοτικότητάς της δεν ήσαν πλήρεις, τούτο ουδόλως επηρέασε τον υπολογισμό της κατασκευασμένης κανονικής αξίας. Συνεπώς, είναι αλυσιτελής κάθε επίκριση των πληροφοριών αυτών εκ μέρους των προσφευγουσών.

    217

    Δεύτερον, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι οι παρασχεθείσες από την Toshiba Indonesia πληροφορίες σε ένα συγκεκριμένο πίνακα περί των απογραφών δεν αναφέρουν καμία κίνηση απογραφών, γεγονός το οποίο δεν είναι ρεαλιστικό.

    218

    Πρέπει να αναφερθεί συναφώς, αφενός, ότι οι προσφεύγουσες ουδόλως εξήγησαν τους λόγους για τους οποίους χρησιμοποιήθηκε ή έπρεπε να χρησιμοποιηθεί η πληροφορία αυτή για τον υπολογισμό της κατασκευασμένης κανονικής αξίας και, επομένως, δεν μπορούν να προβάλουν ότι ο εσφαλμένος χαρακτήρας της επηρέασε τον υπολογισμό της αξίας αυτής. Πρέπει να αναφερθεί, αφετέρου, ότι το Συμβούλιο ανταπάντησε, χωρίς να αντικρουσθεί από τις προσφεύγουσες, ότι η Toshiba Indonesia έστελνε τα προϊόντα της σε συνδεδεμένη επιχείρηση, ήτοι, την Toshiba TEC Singapore (στο εξής: Toshiba Singapore), η οποία αναλάμβανε την πώληση των ηλεκτρονικών ζυγών και, επομένως, τις απογραφές, γεγονός που εξηγεί τα αναφερόμενα συναφώς από τις προσφεύγουσες (βλ., επ’ αυτού, σκέψεις 259 έως 262 κατωτέρω). Συνεπώς, συνάγεται ότι οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι στον επίδικο πίνακα υπήρχαν ελλείψεις δυνάμενες να διακυβεύσουν τον υπολογισμό της κανονικής αξίας.

    219

    Tρίτον, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι οι παρασχεθείσες από την Toshiba Indonesia πληροφορίες σε ένα συγκεκριμένο πίνακα περί των πωλήσεων στην εγχώρια αγορά δεν αντιστοιχούν στις ζητηθείσες από την Επιτροπή πληροφορίες.

    220

    Πρέπει να αναφερθεί, πάντως, ότι οι προσφεύγουσες ουδόλως εξήγησαν τους λόγους για τους οποίους χρησιμοποιήθηκε ή έπρεπε να χρησιμοποιηθεί η πληροφορία αυτή για τον υπολογισμό της κατασκευασμένης κανονικής αξίας και, επομένως, δεν μπορούν να προβάλουν ότι ο εσφαλμένος χαρακτήρας της επηρέασε τον υπολογισμό της αξίας αυτής. Εξάλλου, το Συμβούλιο ανταπάντησε, χωρίς να αντικρουστεί από τις προσφεύγουσες, ότι ο πίνακας αυτός αφορά πληροφορίες σχετικές με το σύνολο της Ινδονησίας και όχι την Toshiba Indonesia καθεαυτή, η οποία δεν διέθετε καμία πληροφορία για τους άλλους παραγωγούς, τις εισαγωγές και εξαγωγές του επιδίκου προϊόντος στην Ινδονησία, γεγονός που εξηγεί ότι ο πίνακας αυτός δεν περιλαμβάνει ένα μέρος των πληροφοριών που ζήτησε η Επιτροπή.

    221

    Συνεπώς, συνάγεται επίσης ότι οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι στον επίδικο πίνακα υπήρχαν ελλείψεις, δυνάμενες να διακυβεύσουν τον υπολογισμό της κανονικής αξίας.

    222

    Τέταρτον, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι οι παρασχεθείσες από την Toshiba Indonesia πληροφορίες σε ένα συγκεκριμένο πίνακα περί του κόστους παραγωγής περιλαμβάνουν, αφενός, πληροφορίες σχετικές με τις άμεσες δαπάνες, τις εκκρεμείς εργασίες και τα γενικά έξοδα που εμφανίζονται ως «ανύπαρκτες» ή «μηδενικές» και, αφετέρου, αμετάβλητα αριθμητικά στοιχεία για τα έξοδα μεταφοράς, συντήρησης, καθώς και για τα έξοδα ΠΔΓ.

    223

    Όσον αφορά τις σχετικές με τις άμεσες δαπάνες, τις εκκρεμείς εργασίες και τα γενικά έξοδα πληροφορίες, το Συμβούλιο ανέφερε, χωρίς να αντικρουσθεί από τις προσφεύγουσες, ότι η μνεία «ανύπαρκτες» ή «μηδενικές» εξηγείται από το γεγονός ότι η Toshiba Indonesia έδωσε πληροφορίες για το κόστος της όσον αφορά ένα μοντέλο ηλεκτρονικού ζυγού το οποίο, μετά την κατασκευή του, είχε αποσταλεί στην Toshiba Singapore. Επομένως, η Toshiba Singapore φέρει το σύνολο σχεδόν των οικείων εξόδων.

    224

    Εξάλλου, σημειωτέον ότι από τον φάκελο της υπόθεσης προκύπτει ότι το ερωτηματολόγιο που έστειλε εν προκειμένω η Επιτροπή στην Toshiba Indonesia επαναλαμβάνει μια τυποποιημένη δομή που έχει σχεδιασθεί για πολλά προϊόντα και περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων στοιχείων, πολλούς πίνακες διαιρούμενους σε προκαθορισμένα τμήματα. Ωστόσο, όπως αναφέρει το Συμβούλιο, ορισμένα τμήματα του πίνακα δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για ορισμένα προϊόντα ή μοντέλα. Υπό τις συνθήκες αυτές, στην απάντηση που διαβίβασε ο παραλήπτης του επίμαχου ερωτηματολογίου μπορούν να αναφέρονται μόνον αξίες ως «μηδενικές» ή «ανύπαρκτες» και, επομένως, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν βασίμως να επικρίνουν τις επίμαχες πληροφορίες εξαιτίας της μνείας αυτής, χωρίς να αναφέρουν, έστω και συνοπτικώς, τους λόγους για τους οποίους οι πληροφορίες αυτές είναι λυσιτελείς.

    225

    Περαιτέρω, το Συμβούλιο προέβαλε, χωρίς να αντικρουστεί από τις προσφεύγουσες, ότι, στο πλαίσιο του επιμάχου πίνακα, η Toshiba Indonesia προσκόμισε πληροφορίες μόνο για ηλεκτρονικούς ζυγούς και όχι για άλλα προϊόντα, γεγονός που εξηγεί γιατί στη στήλη με τίτλο «Όλα τα προϊόντα» αναφέρεται πάντοτε η ένδειξη «ανύπαρκτες».

    226

    Όσον αφορά το γεγονός ότι τα αριθμητικά στοιχεία για τα έξοδα μεταφοράς, συντήρησης, καθώς και τα έξοδα ΠΔΓ παραμένουν αμετάβλητα, αρκεί η επισήμανση ότι οι προσφεύγουσες δεν εξηγούν, ούτε καν συνοπτικώς, για ποιους λόγους τούτο σημαίνει ότι ο επίμαχος πίνακας περιλαμβάνει εσφαλμένες πληροφορίες. Επομένως, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να προβάλουν το φερόμενο αυτό σφάλμα για να αμφισβητήσουν τη νομιμότητα του προσβαλλόμενου κανονισμού.

    227

    Συνεπώς, οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι οι πληροφορίες που προσκόμισε η Toshiba Indonesia, στο πλαίσιο του επίμαχου πίνακα, δεν ήσαν πλήρεις.

    228

    Πέμπτον, οι προσφεύγουσες φρονούν ότι η αύξηση του συνόλου των εξόδων ΠΔΓ που αναφέρεται στον σχετικό πίνακα μεταξύ του τελευταίου οικονομικού έτους και της περιόδου της έρευνας δεν είναι αξιόπιστη εφόσον το σύνολο μειώθηκε σε άλλον πίνακα.

    229

    Ωστόσο, σημειωτέον ότι οι προσφεύγουσες αμφισβητούν απλώς εκ νέου την ακρίβεια μιας πληροφορίας χωρίς να εξηγούν τους λόγους για τους οποίους έπρεπε να χρησιμοποιηθεί για τον υπολογισμό της κατασκευασμένης κανονικής αξίας, οπότε δεν μπορούν να προβάλουν ότι η συγκεκριμένη αυτή πληροφορία, μεταξύ των πολυάριθμων στοιχείων που προσκόμισε η Toshiba Indonesia, με βάση τα οποία κατασκευάστηκε η κανονική αξία, επηρέασε εν προκειμένω τον υπολογισμό αυτόν.

    230

    Eν πάση περιπτώσει, επισημαίνεται ότι ο πίνακας περί των εξόδων ΠΔΓ αφορά όλα τα προϊόντα που κατασκευάζει η Toshiba Indonesia, ενώ ο άλλος πίνακας που αναφέρουν οι προσφεύγουσες αφορά μόνον το συγκεκριμένο μοντέλο με βάση το οποίο πραγματοποιήθηκε ο υπολογισμός της κανονικής αξίας, γεγονός που εξηγεί την επισημανθείσα από τις προσφεύγουσες διαφορά.

    231

    Κατόπιν των ανωτέρω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι προσφεύγουσες δεν κατάφεραν να αποδείξουν ότι η Επιτροπή υπολόγισε μόνον κατά προσέγγιση και, άρα, εσφαλμένως την κανονική αξία που αποδόθηκε στην Toshiba Indonesia, με βάση τις προσκομισθείσες από την επιχείρηση αυτή πληροφορίες. Κατά συνέπεια, η παρούσα αιτίαση δεν μπορεί να ευοδωθεί.

    β) Επί της δεύτερης αιτίασης, που αφορά τον προδήλως ακατάλληλο χαρακτήρα του περιθωρίου κέρδους που αποδόθηκε στην Toshiba Indonesia

    232

    Πρέπει να αναφερθεί, εισαγωγικώς, ότι οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν ότι είναι εύλογο το ποσό του περιθωρίου κέρδους που απέδωσε στην Toshiba Indonesia το Συμβούλιο κατά την κατασκευή της κανονικής αξίας.

    233

    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν απλώς ότι δεν είναι εύλογος ο καθορισμός του ποσού του εν λόγω περιθωρίου με βάση το περιθώριο κέρδους εταιρίας της Ταϊβάν στο πλαίσιο της αρχικής έρευνας, για τον λόγο ότι η αγορά της Ταϊβάν διαφέρει της αγοράς της Ινδονησίας και η περίοδος της αρχικής έρευνας είναι προγενέστερη της περιόδου της έρευνας επανεξέτασης.

    234

    Εν τούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι προσφεύγουσες δεν προσκόμισαν ενώπιον του Πρωτοδικείου κανένα στοιχείο δυνάμενο να αποδείξει ότι είναι προδήλως εσφαλμένο να θεωρηθεί ότι το περιθώριο κέρδους που πραγματοποιήθηκε πέντε έτη προτού κινηθεί η έρευνα επανεξέτασης για εταιρία της Ταϊβάν, η οποία παράγει, όπως επισημαίνει το Συμβούλιο, χωρίς να αντικρούεται από τις προσφεύγουσες, ηλεκτρονικούς ζυγούς της ίδιας κατηγορίας με αυτούς της Toshiba Indonesia, μπορεί ευλόγως να αποδοθεί στην Toshiba Indonesia κατά την κατασκευή της κανονικής της αξίας.

    235

    Συγκεκριμένα, οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι οι συνθήκες εμπορίας των ηλεκτρονικών ζυγών ήσαν διαφορετικές κατά τη διάρκεια των δύο περιόδων στην Ταϊβάν και στην Ινδονησία και, ακόμα λιγότερο, ότι οι διαφορές αυτές μπορούσαν να επηρεάσουν τα περιθώρια κέρδους των εταιριών που εμπορεύονται ηλεκτρονικούς ζυγούς στις δύο αυτές χώρες σε σημείο που δεν είναι προδήλως εύλογο να χρησιμοποιηθεί το περιθώριο κέρδους επιχείρησης της Ταϊβάν για να υπολογιστεί το περιθώριο κέρδους που αποδίδεται σε ινδονησιακή επιχείρηση όταν δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί το πραγματικό περιθώριό της.

    236

    Κατά συνέπεια, η παρούσα αιτίαση δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

    γ) Επί της τρίτης αιτίασης, που αφορά την ύπαρξη δυσμενούς διάκρισης

    237

    Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται, κατ’ ουσίαν, ότι υπέστησαν δυσμενή διάκριση, διότι οι πληροφορίες που προσκόμισε η Toshiba Indonesia επαληθεύθηκαν μέσω επίσκεψης κατά την αρχική έρευνα και δεν επαληθεύθηκαν κατά την έρευνα επανεξέτασης.

    238

    Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι η αρχή της ισότητας και της απαγορεύσεως των διακρίσεων επιτάσσει να μην αντιμετωπίζονται κατά διαφορετικό τρόπο όμοιες καταστάσεις ούτε καθ’ όμοιο τρόπο διαφορετικές καταστάσεις, εκτός αν μια τέτοιου είδους αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικά (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 26ης Οκτωβρίου 2006, C-248/04, Koninklijke Coöperatie Cosun, Συλλογή 2006, σ. I-10211, σκέψη 72, και της 3ης Μαΐου 2007, C-303/05, Advocaten voor de Wereld, Συλλογή 2007, σ. I-3633, σκέψη 56).

    239

    Ωστόσο, οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι η έρευνα επανεξέτασης και η αρχική έρευνα αποτελούν παρεμφερείς καταστάσεις, μεταξύ άλλων, όσον αφορά την αξιοπιστία που πρέπει να προσδίδουν τα κοινοτικά όργανα στις πληροφορίες που προσκόμισε η Toshiba Indonesia στα δύο έτη. Συγκεκριμένα, η έρευνα επανεξέτασης αφορά παραγωγό που αποτέλεσε ήδη αντικείμενο της αρχικής έρευνας και, συνεπώς, είχε ήδη δώσει στα οικεία κοινοτικά όργανα τη δυνατότητα να ελέγξουν την αξιοπιστία των παρασχεθεισών πληροφοριών, γεγονός το οποίο δεν συνέβαινε κατά τον χρόνο της αρχικής έρευνας (βλ. σκέψη 212 ανωτέρω).

    240

    Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση που αντλείται από την ύπαρξη δυσμενούς διάκρισης.

    Ε — Επί του έκτου και του έβδομου λόγου ακυρώσεως, που αντλούνται από παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού

    241

    Το άρθρο 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού, όπως έχει τροποποιηθεί από τον κανονισμό (ΕΚ) 1972/2002 του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 2002 (ΕΕ L 305, σ. 1), προβλέπει:

    «Μεταξύ της τιμής εξαγωγής και της κανονικής αξίας διεξάγεται δίκαιη σύγκριση. Η σύγκριση αυτή αφορά το ίδιο στάδιο εμπορίας και πωλήσεις πραγματοποιηθείσες σε ημερομηνίες όσο το δυνατόν εγγύτερες, λαμβάνονται δε δεόντως υπόψη άλλες διαφορές που επηρεάζουν τη συγκρισιμότητα των τιμών. Όταν η κανονική αξία και η τιμή εξαγωγής που διαμορφώνεται δεν πληρούν αυτές τις προϋποθέσεις σύγκρισης, πραγματοποιούνται προσαρμογές για κάθε περίπτωση, με βάση τα ατομικά της στοιχεία προκειμένου να ληφθούν δεόντως υπόψη διαφορές των παραγόντων για τους οποίους προβάλλεται ο ισχυρός και αποδεικνύεται ότι επηρεάζουν τις τιμές και, κατ’ επέκταση, τη συγκρισιμότητα των τιμών. Πρέπει να αποφεύγεται οποιαδήποτε επανάληψη προσαρμογής που έχει ήδη γίνει, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για εκπτώσεις επί της τιμής και επιστροφές, για τις ποσότητες και για το στάδιο εμπορίας. Όταν πληρούνται οι προκαθορισμένες προϋποθέσεις, είναι δυνατό να πραγματοποιούνται προσαρμογές, όσον αφορά τους ακόλουθους παράγοντες.

    […]

    θ)

    Προμήθειες

    Πραγματοποιείται προσαρμογή για διαφορές στις προμήθειες που έχουν καταβληθεί σε σχέση με τις υπό εξέταση πωλήσεις. Ο όρος “προμήθειες” εννοείται ως το περιθώριο κέρδους ενός εμπόρου του προϊόντος ή του ομοειδούς προϊόντος αν οι εργασίες αυτού του εμπόρου είναι παρόμοιες με εκείνες ενός αντιπροσώπου που εργάζεται σε βάση προμήθειας.

    […]»

    242

    Με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, η κανονική αξία υπολογίστηκε με βάση το κόστος παραγωγής των ηλεκτρονικών ζυγών που κατασκευάζει η Toshiba Indonesia, συν, πρώτον, ένα εύλογο ποσό για τα έξοδα ΠΔΓ της εταιρίας αυτής, που υπολογίστηκε, προσθέτοντας στα έξοδα ΠΔΓ της Toshiba Indonesia ένα μέρος των εξόδων της ΠΔΓ Toshiba Singapore, και, δεύτερον, ένα εύλογο ποσό για τα κέρδη της Toshiba Indonesia (αιτιολογικές σκέψεις 29 έως 33 και 37 έως 39).

    243

    Εφόσον το Συμβούλιο κατέληξε ότι οι προσφεύγουσες είχαν πωλήσει τους ηλεκτρονικούς ζυγούς τους στην Κοινότητα μέσω συνδεδεμένων εταιριών, η τιμή εξαγωγής καθορίστηκε με βάση τις τιμές μεταπώλησης που πλήρωσε ο πρώτος ανεξάρτητος αγοραστής στην Κοινότητα.

    244

    Με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, κατά τη σύγκριση μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής σε βάση εκ του εργοστασίου και στο ίδιο στάδιο εμπορίας, το Συμβούλιο έλαβε υπόψη, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού, τις διαφορές που επηρεάζουν τις τιμές και τη δυνατότητα σύγκρισής τους. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι το Συμβούλιο κατέληξε στο ότι οι συνδεδεμένοι με τις προσφεύγουσες έμποροι εκτελούν παρόμοιες εργασίες με εκείνες ενός αντιπροσώπου που εργάζεται σε βάση προμήθειας, έγινε προσαρμογή της τιμής εξαγωγής για να ληφθεί υπόψη η προμήθεια σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ’, του βασικού κανονισμού (αιτιολογικές σκέψεις 43 έως 45).

    1. Επιχειρήματα των διαδίκων

    245

    Στο πλαίσιο του έκτου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι για τον καθορισμό της κατασκευασμένης κανονικής αξίας, πρέπει να ληφθούν υπόψη μόνον τα έξοδα ΠΔΓ της Toshiba Indonesia που αφορούν τις εγχώριες πωλήσεις της. Ωστόσο, η Toshiba Singapore, της οποίας μέρος των εξόδων ΠΔΓ συνυπολογίστηκε από το Συμβούλιο στην εν λόγω αξία, μετέχει σε πλείστες δραστηριότητες που δεν έχουν καμία σχέση με την ινδονησιακή αγορά, δεδομένου ότι ασκεί τα καθήκοντα συντονισμού σε περιφερειακό επίπεδο και πραγματοποιεί περιφερειακές πωλήσεις, αλλά όχι στην Ινδονησία. Έτσι, οι προσφεύγουσες φρονούν ότι το Συμβούλιο κατασκεύασε την τιμή εξαγωγής και όχι την τιμή των ινδονησιακών πωλήσεων.

    246

    Οι προσφεύγουσες προσθέτουν ότι δύο συνδεδεμένες επιχειρήσεις με την Toshiba Indonesia, ήτοι, η Toshiba Singapore και η Toshiba TEC Corporation, που είναι εγκατεστημένες στην Ιαπωνία (στο εξής: Toshiba Japan), έπρεπε να θεωρηθούν ως αντιπρόσωποι της Toshiba Indonesia. Συνεπώς, το Συμβούλιο έπρεπε να κάνει έκπτωση επί της κατασκευασμένης κανονικής αξίας για τις καταβληθείσες επί των πωλήσεων προμήθειες, τουλάχιστον για τον λόγο ότι οι εκπτώσεις αυτές είχαν εφαρμοσθεί στο πλαίσιο του υπολογισμού της τιμής εξαγωγής.

    247

    Στο πλαίσιο του έβδομου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν ότι τα κοινοτικά όργανα είχαν δικαίωμα να προσαρμόσουν την τιμή εξαγωγής τους, βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού, λόγω των προβαλλομένων «προμηθειών» για τις δραστηριότητες πωλήσεων των συνδεδεμένων με αυτές εταιριών. Συγκεκριμένα, με την απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 2002, T-88/98, Kundan και Tata κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2002, σ. II-4897), το Πρωτοδικείο δήλωσε ότι, για να είναι σε θέση να προβούν στην επίδικη προσαρμογή, τα θεσμικά όργανα όφειλαν να στηριχθούν σε στοιχεία δυνάμενα να στοιχειοθετήσουν ή επιτρέποντα να συναχθεί ότι όντως καταβλήθηκε προμήθεια ικανή να θίξει σε συγκεκριμένο βαθμό τη συγκρισιμότητα μεταξύ της τιμής εξαγωγής και της κανονικής αξίας. Ωστόσο, η κατάσταση που αποτελεί την αφετηρία της υπόθεσης εκείνης δεν διαφέρει από την προκειμένη κατάσταση και δεν καταβλήθηκε κανένα ποσό.

    248

    Όσον αφορά τον έκτο λόγο ακυρώσεως, το Συμβούλιο προβάλλει ότι οι πωλήσεις της Toshiba Indonesia, που είναι ένα μόνον εργοστάσιο, πραγματοποιήθηκαν μέσω της Toshiba Singapore. Για τον λόγο αυτό, το ποσοστό των εξόδων ΠΔΓ που φέρει η Toshiba Singapore, το οποίο μπορεί να αποδοθεί στις ινδονησιακές πωλήσεις, προστέθηκε στα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Toshiba Indonesia.

    249

    Όσον αφορά τις προσαρμογές λόγω των προμηθειών, το Συμβούλιο ισχυρίζεται ότι οι προσφεύγουσες πραγματοποιούσαν τις πωλήσεις τους στην Κοινότητα μέσω των συνδεδεμένων εταιριών και, επομένως, η τιμή εξαγωγής τους κατασκευάστηκε με βάση τις τιμές που πλήρωσε ο πρώτος ανεξάρτητος αγοραστής στην Κοινότητα. Το Συμβούλιο επισημαίνει ότι οι εταιρίες αυτές που έχουν αναλάβει τις πωλήσεις ασκούν παρόμοιες εργασίες με έναν αντιπρόσωπο, εφόσον καθορίζουν τις τιμές πώλησης, παραλαμβάνουν άμεσα τις παραγγελίες των πελατών και τους τις χρεώνουν. Ωστόσο, εφόσον οι αντιπρόσωποι λαμβάνουν συνήθως προμήθειες, πρέπει να αφαιρεθεί συναφώς ένα ποσό από την τιμή που καταβάλει ο πρώτος ανεξάρτητος αγοραστής.

    250

    Αντιθέτως, εφόσον η κανονική αξία κατασκευάστηκε λαμβάνοντας υπόψη τα έξοδα ΠΔΓ της Toshiba Indonesia και της Toshiba Singapore και όχι της Toshiba Japan, που πραγματοποιούσε τις τελικές πωλήσεις στην ινδονησιακή αγορά, δεν ήταν σωστό να γίνει προσαρμογή λόγω των προμηθειών, ακόμη κι αν η Toshiba Japan ασκούσε καθήκοντα αντιπροσώπου.

    251

    Όσον αφορά τον έβδομο λόγο ακυρώσεως, το Συμβούλιο προβάλλει ότι ορθώς τα κοινοτικά όργανα συνυπολόγισαν τις προμήθειες για τις δραστηριότητες πωλήσεων των συνδεδεμένων με τις προσφεύγουσες εταιριών κατά τη σύγκριση μεταξύ της κανονικής τιμής και της τιμής εξαγωγής.

    252

    Συγκεκριμένα, το Συμβούλιο επισημαίνει ότι οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν τους λόγους που εκτίθενται στην αιτιολογική σκέψη 53 του προσβαλλόμενου κανονισμού, για τους οποίους έπρεπε να γίνουν προσαρμογές στις τιμές εξαγωγής τους με βάση τις προμήθειες. Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, ελλείψει καταβολής, δεν πρέπει να γίνει καμία προσαρμογή, χωρίς να θεμελιώνουν καθόλου τον ισχυρισμό τους. Ωστόσο, επειδή οι εταιρίες που είναι επιφορτισμένες με τις πωλήσεις είναι συνδεδεμένες με τις προσφεύγουσες, είναι αμελητέο το αν η προμήθεια πράγματι καταβλήθηκε, εφόσον η προκειμένη περίπτωση διαφέρει της υπόθεσης που οδήγησε στην προαναφερθείσα στη σκέψη 247 απόφαση Kundan και Tata κατά Συμβουλίου, όπου ο εξαγωγέας και η εταιρία πωλήσεων ήσαν ανεξάρτητοι.

    253

    Επιπλέον, η ερμηνεία της εν λόγω απόφασης από τις προσφεύγουσες δεν λαμβάνει υπόψη ότι το άρθρο 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ’, του βασικού κανονισμού τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1972/2002 και διευκρινίζει στο εξής ότι ο όρος«προμήθειες» εννοείται ως το περιθώριο κέρδους ενός εμπόρου του προϊόντος ή του ομοειδούς προϊόντος αν οι εργασίες αυτού του εμπόρου είναι παρόμοιες με εκείνες ενός αντιπροσώπου που εργάζεται σε βάση προμήθειας.

    2. Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    254

    Στο πλαίσιο των δύο επίμαχων λόγων ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες προβάλλουν κατ’ ουσίαν τρεις αιτιάσεις. Ισχυρίζονται ότι, με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, το Συμβούλιο υπολόγισε εσφαλμένως την κατασκευασμένη κανονική αξία, πρώτον, συμπεριλαμβάνοντας τα έξοδα ΠΔΓ της Toshiba Singapore και, δεύτερον, μη πραγματοποιώντας τις προσαρμογές με βάση τις προμήθειες αντιπροσώπου υπέρ της Toshiba Singapore και της Toshiba Japan. Tρίτον, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι, με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, το Συμβούλιο υπολόγισε εσφαλμένως την τιμή εξαγωγής προσαρμόζοντάς την με βάση τις προμήθειες αντιπροσώπου που καταβάλλονται στις συνδεδεμένες με τις προσφεύγουσες εταιρίες, οι οποίες πραγματοποιούν πωλήσεις εντός της Κοινότητας.

    255

    Επομένως, πρέπει να εξετασθεί αν οι προσφεύγουσες απέδειξαν την ύπαρξη των τριών προαναφερθέντων σφαλμάτων. Ωστόσο, υπενθυμίζεται ότι, όπως τονίστηκε με τις σκέψεις 80 και 204 ανωτέρω, στο πλαίσιο εκτιμήσεως πολύπλοκων οικονομικών καταστάσεων, όπως στην προκειμένη περίπτωση, ο δικαστικός έλεγχος περιορίζεται στην εξακρίβωση της τήρησης των διαδικαστικών κανόνων, του υποστατού των περιστατικών που ελήφθησαν υπόψη για να πραγματοποιηθεί η αμφισβητούμενη επιλογή, της απουσίας πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως των περιστατικών αυτών ή της μη υπάρξεως καταχρήσεως εξουσίας. Επομένως, οι παρόντες λόγοι ακυρώσεως μπορούν να ευδοκιμήσουν μόνον αν τα επίμαχα σφάλματα είναι πρόδηλα.

    α) Περί του συνυπολογισμού των εξόδων ΠΔΓ της Toshiba Singapore στην κατασκευασμένη κανονική τιμή

    256

    Διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν ότι το καθεαυτό ποσό των εξόδων ΠΔΓ που απέδωσε το Συμβούλιο στην Toshiba Indonesia με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, κατά την κατασκευή της κανονικής τιμής, είναι εύλογο. Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν απλώς ότι δεν είναι εύλογος ο καθορισμός του ποσού αυτού με βάση ένα μέρος των εξόδων ΠΔΓ της Toshiba Singapore, επειδή η εταιρία αυτή δεν πραγματοποιεί πωλήσεις στην ινδονησιακή αγορά.

    257

    Ωστόσο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι δεν είναι προδήλως εσφαλμένη η επιλεγείσα, εν προκειμένω, από το Συμβούλιο μέθοδος υπολογισμού των αποδοτέων στην Toshiba Indonesia εξόδων ΠΔΓ.

    258

    Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την οικονομία του βασικού κανονισμού, η κατασκευή της κανονικής αξίας σκοπεί τον καθορισμό της τιμής πώλησης ενός προϊόντος όπως θα έπρεπε να είναι αν το προϊόν αυτό πωλούνταν στην χώρα καταγωγής ή εξαγωγής και, κατά συνέπεια, τα σχετικά με τις πωλήσεις στην εγχώρια αγορά έξοδα πρέπει να ληφθούν υπόψη για τον υπολογισμό της κατασκευασμένης αξίας (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Μαΐου 1991, C-69/89, Nakajima κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1991, σ. I-2069, σκέψη 64 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Πάντως, στο πλαίσιο της κατασκευής της κανονικής αξίας, τα κοινοτικά όργανα δεν υποχρεούνται να λαμβάνουν υπόψη τα πραγματικά έξοδα της εξεταζόμενης εταιρίας, αλλά μια εύλογη εκτίμηση των εξόδων ΠΔΓ στα οποία πρέπει να υποβληθεί η εταιρία αυτή αν θέσει σε εμπορία το επίμαχο προϊόν σε επαρκείς ποσότητες στο κράτος καταγωγής του.

    259

    Συναφώς, σημειωτέον ότι το Συμβούλιο προβάλλει, χωρίς να αντικρούεται από τις προσφεύγουσες, ότι η Toshiba Indonesia έχει αποκλειστικώς δραστηριότητες παραγωγής και όχι εμπορίας. Το Συμβούλιο προβάλλει επίσης ότι όλες οι πωλήσεις της Toshiba Indonesia πραγματοποιήθηκαν μέσω της Toshiba Singapore, η οποία μεταπωλούσε με τη σειρά της ένα μέρος των εμπορευμάτων στην ινδονησιακή αγορά μέσω της Toshiba Japan και του συνδεδεμένου διανομέα της, KDS.

    260

    Οι ισχυρισμοί αυτοί του Συμβουλίου ενισχύονται εξάλλου από τα στοιχεία του φακέλου. Συγκεκριμένα, από τις παρασχεθείσες στην Επιτροπή από την Toshiba Indonesia πληροφορίες προκύπτει ότι η εταιρία αυτή δεν πωλεί άμεσα ηλεκτρονικούς ζυγούς στην Ινδονησία, αλλά αποστέλλει το σύνολο της παραγωγής της στην Toshiba Singapore. Από τις πληροφορίες αυτές προκύπτει επίσης ότι η Toshiba Singapore, με τη σειρά της, δεν πραγματοποιεί άμεσες πωλήσεις στην Ινδονησία, αλλά μόνον μέσω της Toshiba Japan, η οποία, με τη σειρά της, πωλεί στην Ινδονησία μέσω της συνδεδεμένης εταιρίας της, KDS.

    261

    Πάντως, εφόσον όλοι οι ηλεκτρονικοί ζυγοί που παράγει η Toshiba Indonesia αποστέλλονται προς την Toshiba Singapore και ορισμένοι από τους ζυγούς αυτούς πωλούνται από την Toshiba Japan στην Ινδονησία, δεν είναι προδήλως εσφαλμένο το συμπέρασμα ότι οι εν λόγω ζυγοί έπρεπε να διαβιβαστούν οπωσδήποτε από την Toshiba Singapore στην Toshiba Japan.

    262

    Επομένως, ορθώς το Συμβούλιο θεώρησε, με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, ότι το εύλογο ποσό των εξόδων ΠΔΓ που αποδίδονται στην Toshiba Indonesia μπορούν να καθοριστούν με βάση το κόστος στο οποίο πράγματι υποβλήθηκε η εταιρία αυτή συν ένα ποσοστό των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η Toshiba Singapore. Συγκεκριμένα, η προσαύξηση αυτή απλώς διορθώνει τα ασυνήθιστα χαμηλά έξοδα ΠΔΓ της Toshiba Indonesia, που συνδέονται με το ότι δεν ασκεί εμπορική δραστηριότητα, και λαμβάνει υπόψη ότι ένα μέρος των προσπαθειών εμπορίας της Toshiba Singapore, και επομένως των συναφών εξόδων, αποδίδονται στην ινδονησιακή αγορά.

    263

    Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί η παρούσα αιτίαση.

    β) Περί της μη υπάρξεως προσαρμογών με βάση προμήθειες αντιπροσώπου υπέρ της Toshiba Singapore και της Toshiba Japan

    264

    Οι προσφεύγουσες φρονούν ότι, κατά τον υπολογισμό της κατασκευασμένης κανονικής αξίας, το Συμβούλιο έπρεπε να πραγματοποιήσει προσαρμογές με βάση τις προμήθειες αντιπροσώπου υπέρ της Toshiba Singapore και της Τoshiba Japan. Οι προσφεύγουσες φρονούν ότι οι εταιρίες αυτές πληρούσαν τις προϋποθέσεις για να θεωρηθούν ως αντιπρόσωποι της Toshiba Indonesia και, επομένως, τα κοινοτικά όργανα έπρεπε να προβούν σε έκπτωση της κατασκευασμένης αξίας με βάση τις προμήθειες πώλησης.

    265

    Η άποψη αυτή πρέπει πάντως να απορριφθεί χωρίς να απαιτείται να καθορισθεί αν η Toshiba Japan και η Toshiba Singapore πρέπει να θεωρηθούν αντιπρόσωποι της Toshiba Indonesia.

    266

    Συγκεκριμένα, η πρακτική εκπτώσεων με βάση τις προμήθειες αντιπροσώπου μπορεί να αποβεί αναγκαία, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού, για να ληφθούν υπόψη οι διαφορές που υπάρχουν μεταξύ της τιμής εξαγωγής και της κανονικής αξίας και επηρεάζουν τη δυνατότητα σύγκρισής τους. Ωστόσο, οι εκπτώσεις αυτές δεν μπορούν να γίνουν σε αξία που κατασκευάστηκε και, επομένως, δεν είναι πραγματική. Συγκεκριμένα, η αξία αυτή δεν επηρεάζεται κατ’ αρχήν από στοιχεία δυνάμενα να θίξουν τη δυνατότητα σύγκρισής της, όπως την ύπαρξη προμηθειών αντιπροσώπου, διότι καθορίστηκε τεχνητώς προσθέτοντας διάφορα στοιχεία, μεταξύ των οποίων δεν συγκαταλέγονται καταβολές ή περιθώρια κέρδους υπέρ των διανομέων, παρεμφερή με τις προμήθειες αυτές, που πρέπει να αφαιρεθούν.

    267

    Eν πάση περιπτώσει, υπενθυμίζεται ότι το Συμβούλιο, κατά τον υπολογισμό της κατασκευασμένης αξίας της Toshiba Indonesia, προσέθεσε στο κόστος παραγωγής και στα έξοδα ΠΔΓ της εταιρίας αυτής ένα ποσοστό των εξόδων ΠΔΓ της Toshiba Singapore μόνο λόγω της πολύ περιορισμένης, αν όχι ανύπαρκτης, εμπορικής δραστηριότητας της Toshiba Indonesia. Επομένως, το Συμβούλιο δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως μην αφαιρώντας από την κανονική αξία ένα ποσό με βάση τις προμήθειες αντιπροσώπου υπέρ της Toshiba Singapore. Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι ελήφθησαν υπόψη τα έξοδα ΠΔΓ της εταιρίας αυτής απλώς καλύπτει τα ασυνήθιστα χαμηλά έξοδα ΠΔΓ της Toshiba Indonesia, που απορρέουν από την αμελητέα εμπορική της δραστηριότητα, και αποτελεί απλώς μέθοδο καθορισμού αυτού που μπορεί να θεωρεί ως επαρκές και άρα εύλογο ποσό των εξόδων ΠΔΓ, τα οποία αποδίδονται σε εταιρία εμπορίας ηλεκτρονικών ζυγών στην Ινδονησία.

    268

    Όσον αφορά την Toshiba Japan, συνάγεται επίσης ότι το Συμβούλιο δεν υποχρεούνταν να αφαιρέσει από την κατασκευασμένη αξία καμία προμήθεια αντιπροσώπου. Συγκεκριμένα, κανένα ποσοστό εξόδων ΠΔΓ της Toshiba Japan δεν ελήφθη, εσφαλμένως ή ορθώς, υπόψη για την κατασκευή της κανονικής αξίας των προϊόντων της Toshiba Indonesia, γεγονός το οποίο ευνοεί τις προσφεύγουσες. Επομένως, δεν είναι προδήλως ορθό να αφαιρεθεί από την εν λόγω αξία οποιοδήποτε ποσό με βάση αποδοτέες στην Toshiba Japan προμήθειες.

    269

    Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η παρούσα αιτίαση.

    Περί των προσαρμογών με βάση τις προμήθειες αντιπροσώπου επί της τιμής εξαγωγής

    270

    Με την αιτιολογική σκέψη 42 του προσβαλλόμενου κανονισμού, το Συμβούλιο έκρινε ότι οι προσφεύγουσες πώλησαν τους ηλεκτρονικούς ζυγούς τους στην Κοινότητα μέσω συνδεδεμένων εταιριών, εγγεγραμμένων στη Σαμόα και στην Ταϊβάν και, επομένως, καθόρισε την τιμή εξαγωγής με βάση τις τιμές μεταπώλησης που έχει πληρώσει ή θα πληρώσει ο πρώτος ανεξάρτητος αγοραστής στην Κοινότητα. Με την αιτιολογική σκέψη 45 του προσβαλλόμενου κανονισμού, το Συμβούλιο εξήγησε ότι αυτές οι εταιρίες εμπορίας εκτελούν παρόμοιες εργασίες με εκείνες ενός αντιπροσώπου που εργάζεται σε βάση προμήθειας, και, επομένως, έπρεπε να γίνει προσαρμογή στην τιμή εξαγωγής για να ληφθεί υπόψη η προμήθεια σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ’, του βασικού κανονισμού.

    271

    Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι το Συμβούλιο δεν έπρεπε να προβεί σε έκπτωση επί των τιμών εξαγωγής, επειδή δεν είχε πράγματι καταβληθεί καμία προμήθεια.

    272

    Οι προσφεύγουσες βασίζουν την άποψή τους, κατ’ ουσίαν, στο γεγονός ότι, με την προπαρατεθείσα στη σκέψη 247 απόφαση Kundan και Tata κατά Συμβουλίου, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι τόσο από το γράμμα όσο και από την οικονομία του άρθρου 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού, τυχόν προσαρμογή της τιμής εξαγωγής ή της κανονικής αξίας μπορεί να πραγματοποιηθεί προκειμένου να ληφθούν υπόψη διαφορές ως προς τους παράγοντες που επηρεάζουν τις τιμές και, κατ' επέκταση, τη συγκρισιμότητά τους και αυτό δεν συμβαίνει στην περίπτωση προμηθείας η οποία όντως δεν καταβλήθηκε (σκέψη 94 της απόφασης).

    273

    Ωστόσο, η άποψη των προσφευγουσών πρέπει να απορριφθεί.

    274

    Υπενθυμίζεται ότι, με την προπαρατεθείσα στη σκέψη 247 απόφαση Kundan και Tata κατά Συμβουλίου, το Πρωτοδικείο έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι, για να είναι σε θέση να προβούν στην επίδικη προσαρμογή, τα θεσμικά όργανα όφειλαν να στηριχθούν σε στοιχεία δυνάμενα να στοιχειοθετήσουν ή επιτρέποντα να συναχθεί ότι όντως καταβλήθηκε προμήθεια ικανή να θίξει σε συγκεκριμένο βαθμό τη συγκρισιμότητα μεταξύ της τιμής εξαγωγής και της κανονικής αξίας (σκέψη 95 της απόφασης).

    275

    Με την απόφαση εκείνη (σκέψη 96), το Πρωτοδικείο έκρινε ότι, όπως ακριβώς το ενδιαφερόμενο μέρος που ζητεί, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού, προσαρμογές με σκοπό να καταστούν συγκρίσιμες η κανονική αξία και η τιμή εξαγωγής ενόψει του καθορισμού του περιθωρίου ντάμπινγκ, πρέπει να αποδείξει ότι το αίτημά του είναι δικαιολογημένο (βλ., ιδίως, απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Ιουλίου 1990, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-320/86 και C-188/87, Stanko France κατά Επιτροπής και Συμβουλίου, Συλλογή 1990, σ. Ι-3013, σκέψη 48), εναπόκειται στα θεσμικά όργανα να στηριχτούν, εφόσον εκτιμούν ότι οφείλουν να προβούν σε προσαρμογή όπως αυτή που χώρησε εν προκειμένω, σε αποδείξεις ή τουλάχιστον σε ενδείξεις, επιτρέπουσες να αποδειχθεί η συνδρομή του παράγοντα δυνάμει του οποίου πραγματοποιείται η προσαρμογή και να προσδιοριστεί η επίπτωσή του επί της συγκρισιμότητας των τιμών.

    276

    Ωστόσο, σημειωτέον ότι, η προπαρατεθείσα στη σκέψη 247 απόφαση Kundan και Tata κατά Συμβουλίου εκδόθηκε σε χρονική στιγμή όπου το νομικό πλαίσιο των προσαρμογών με βάση τις προμήθειες που μπορούν να πραγματοποιηθούν επί του ποσού της τιμής εξαγωγής ήταν διαφορετικό από το εφαρμοστέο κατά την έρευνα επανεξέτασης νομικό πλαίσιο.

    277

    Βεβαίως, κατά την έκδοση της προπαρατεθείσας στη σκέψη 247 απόφασης Kundan και Tata κατά Συμβουλίου, το άρθρο 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού προέβλεπε, όπως κατά την έκδοση του προσβαλλόμενου κανονισμού, ότι, για τη σύγκριση της τιμής εξαγωγής και της κανονικής αξίας, «θα λαμβάνονται υπόψη, σε κάθε περίπτωση, με μορφή προσαρμογών, διαφορές ως προς τους παράγοντες που επηρεάζουν τις τιμές και, κατ’ επέκταση, τη συγκρισιμότητά τους».

    278

    Ομοίως, κατά τον χρόνο έκδοσης της προπαρατεθείσας στη σκέψη 247 απόφασης Kundan και Tata κατά Συμβουλίου, το άρθρο 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ’, του ιδίου κανονισμού προέβλεπε, όπως κατά την έκδοση του προσβαλλόμενου κανονισμού, ότι «πραγματοποιείται προσαρμογή για διαφορές στις προμήθειες που έχουν καταβληθεί σε σχέση με τις υπό εξέταση πωλήσεις».

    279

    Εν τούτοις, στην προπαρατεθείσα διάταξη προστέθηκε δεύτερη περίοδος, μετά την έκδοση της εν λόγω απόφασης, δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 5, του κανονισμού 1972/2002. Έτσι, η δεύτερη περίοδος της διάταξης αυτής προβλέπει στο εξής ότι «[Ο] όρος “προμήθειες” εννοείται ως το περιθώριο κέρδους ενός εμπόρου του προϊόντος ή του ομοειδούς προϊόντος αν οι εργασίες αυτού του εμπόρου είναι παρόμοιες με εκείνες ενός αντιπροσώπου που εργάζεται σε βάση προμήθειας».

    280

    Σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 6 του κανονισμού 1972/2002, ο λόγος ύπαρξης της προσθήκης της εν λόγω περιόδου στο άρθρο 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ’, του βασικού κανονισμού είναι η διευκρίνιση, σύμφωνα με πάγια πρακτική της Επιτροπής και του Συμβουλίου, ότι οι προσαρμογές αυτές πρέπει να γίνονται και όταν οι διάδικοι δεν διατηρούν σχέση αντιπροσωπευόμενου προς αντιπρόσωπο, αλλά καταλήγουν στο ίδιο οικονομικό αποτέλεσμα ενεργώντας ως πωλητής και αγοραστής.

    281

    Επομένως, βάσει του άρθρου 2, παράγραφος 10, στοιχείο θ’, του βασικού κανονισμού δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί προσαρμογή μόνο για τις προμήθειες που έχουν καταβληθεί σε σχέση με τις υπό εξέταση πωλήσεις, αλλά και για το περιθώριο κέρδους των εμπόρων του προϊόντος αν εκτελούν παρόμοιες εργασίες με τις εργασίες αντιπροσώπου που εργάζεται σε βάση προμήθειας.

    282

    Κατά συνέπεια, το μόνο επιχείρημα που προβάλλουν οι προσφεύγουσες κατά της διενεργηθείσας προσαρμογής, ήτοι ότι καμία προμήθεια δεν καταβλήθηκε στις συνδεδεμένες με αυτές εταιρίες εμπορίας, δεν μπορεί να διακυβεύσει τη νομιμότητα της προσαρμογής αυτής, καθόσον διενεργείται επίσης όταν, εφόσον δεν έχει πράγματι καταβληθεί καμία προμήθεια, οι οικείοι έμποροι εκτελούν παρόμοιες εργασίες με τις εργασίες αντιπροσώπου και έχουν περιθώριο κέρδους.

    283

    Διευκρινίζεται συναφώς ότι οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν ότι, με τις αιτιολογικές σκέψεις 45 και 53 του προσβαλλόμενου κανονισμού, αναφέρεται ότι οι εταιρίες που θέτουν σε εμπορία στην Κοινότητα τους ηλεκτρονικούς ζυγούς τους εκτελούν παρόμοιες εργασίες με τις εργασίες αντιπροσώπου που εργάζεται σε βάση προμήθειας, μεταξύ άλλων, για τον λόγο ότι οι εταιρίες αυτές χρεώνουν όλες τις πωλήσεις εξαγωγής σε ανεξάρτητους πελάτες, καθορίζουν την τιμή πώλησης και λαμβάνουν άμεσα τις παραγγελίες των πελατών.

    284

    Υπενθυμίζεται επίσης ότι οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν ότι οι συνδεδεμένες με αυτές εταιρίες μεταπωλούν τους ηλεκτρονικούς ζυγούς τους σε ανεξάρτητους πελάτες με υψηλότερη τιμή από την τιμή που κατέβαλαν για τους εν λόγω ζυγούς, έχοντας έτσι ένα περιθώριο κέρδους.

    285

    Eν πάση περιπτώσει, η άποψη των προσφευγουσών δεν μπορεί να γίνει δεκτή ακόμη κι αν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το Συμβούλιο, με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, δεν απέδειξε ότι οι εταιρίες εμπορίας, που ήσαν συνδεδεμένες με τις προσφεύγουσες, είχαν περιθώριο κέρδους για τη δραστηριότητά τους.

    286

    Συγκεκριμένα, δεν είναι προδήλως εσφαλμένο να θεωρηθεί, όπως έπραξε το Συμβούλιο, ότι η τιμή που χρεώνουν στους ανεξάρτητους πελάτες τους οι εταιρίες εμπορίας πρέπει οπωσδήποτε να συνίσταται στην παροχή αμοιβής για τη συμμετοχή των εταιριών αυτών στην εμπορία των επιδίκων προϊόντων στην Κοινότητα ή, τουλάχιστον, να καλύπτει τα συνδεόμενα με τη συμμετοχή αυτή έξοδα. Όπως θεωρεί το Συμβούλιο, με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, χωρίς να αντικρουστεί από τις προσφεύγουσες, μπορεί μόνο να θεωρηθεί ότι οι εταιρίες αυτές εκτελούν παρόμοιες εργασίες με τις εργασίες αντιπροσώπου που εργάζεται σε βάση προμήθειας.

    287

    Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι το Συμβούλιο υπολόγισε ένα εύλογο περιθώριο για τις επιχειρήσεις εμπορίας που είναι συνδεδεμένες με τις προσφεύγουσες, με βάση ορισμένα πραγματικά στοιχεία.

    288

    Συγκεκριμένα, από την αιτιολογική σκέψη 45 του προσβαλλόμενου κανονισμού, που δεν αμφισβητήθηκε από τις προσφεύγουσες, προκύπτει ότι το ποσό της προσαρμογής υπολογίστηκε με βάση τα έξοδα ΠΔΓ των εταιριών εμπορίας που είναι συνδεδεμένες με τις προσφεύγουσες. Κατά συνέπεια, το Συμβούλιο καθόρισε το περιθώριο κέρδους των εταιριών αυτών μόνο με βάση τα έξοδά τους, τα οποία προδήλως πρέπει να καλύπτονται χάρη στη διαφορά μεταξύ τιμής πώλησης και αγοράς των ηλεκτρονικών ζυγών που θέτουν σε εμπορία, χωρίς καν να προστεθεί ποσό για το περιθώριο κέρδους.

    289

    Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η παρούσα αιτίαση και, συνεπώς, οι δύο επίμαχοι λόγοι ακυρώσεως.

    290

    Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η προσφυγή στο σύνολό της.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    291

    Σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες ηττήθηκαν, πρέπει αυτές να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με τα αιτήματα του Συμβουλίου.

    292

    Η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 87, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας.

     

    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (πρώτο τμήμα)

    αποφασίζει:

     

    1)

    Απορρίπτει την προσφυγή.

     

    2)

    Καταδικάζει τη Shanghai Excell M&E Enterprise Co. Ltd και τη Shanghai Adeptech Precision Co. Ltd στα δικαστικά τους έξοδα, καθώς και στα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το Συμβούλιο.

     

    3)

    Η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

     

    Tiili

    Dehousse

    Wiszniewska-Białecka

    Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 18 Μαρτίου 2009.

    (υπογραφές)

    Πίνακας περιεχομένων

     

    Ιστορικό της διαφοράς

     

    Α — Έρευνα και αρχικοί κανονισμοί

     

    Β — Διαδικασία επανεξέτασης

     

    Γ — Προσβαλλόμενος κανονισμός

     

    Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

     

    Επί του αιτήματος κατάργησης της δίκης

     

    Α — Επιχειρήματα των διαδίκων

     

    Β — Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

     

    Επί της ουσίας

     

    Α — Επί του δευτέρου και τρίτου λόγου ακυρώσεως, που αντλούνται από παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ’, πρώτο εδάφιο, πρώτη και δεύτερη περίπτωση, αντιστοίχως, του βασικού κανονισμού

     

    1. Επιχειρήματα των διαδίκων

     

    2. Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

     

    Β — Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο γ’, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού

     

    1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις

     

    2. Επιχειρήματα των διαδίκων

     

    3. Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

     

    Γ — Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού

     

    1. Επιχειρήματα των διαδίκων

     

    2. Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

     

    Δ — Επί του πέμπτου και του όγδοου λόγου ακυρώσεως, που αντλούνται από παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 7, στοιχείο α’, του βασικού κανονισμού

     

    1. Επιχειρήματα των διαδίκων

     

    2. Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

     

    α) Επί της πρώτης αιτίασης, που αφορά τον καθορισμό της κατασκευασμένης κανονικής αξίας με βάση πληροφορίες που δεν έχουν επαληθευθεί και δεν είναι πλήρεις

     

    β) Επί της δεύτερης αιτίασης, που αφορά τον προδήλως ακατάλληλο χαρακτήρα του περιθωρίου κέρδους που αποδόθηκε στην Toshiba Indonesia

     

    γ) Επί της τρίτης αιτίασης, που αφορά την ύπαρξη δυσμενούς διάκρισης

     

    Ε — Επί του έκτου και του έβδομου λόγου ακυρώσεως, που αντλούνται από παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού

     

    1. Επιχειρήματα των διαδίκων

     

    2. Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

     

    α) Περί του συνυπολογισμού των εξόδων ΠΔΓ της Toshiba Singapore στην κατασκευασμένη κανονική τιμή

     

    β) Περί της μη υπάρξεως προσαρμογών με βάση προμήθειες αντιπροσώπου υπέρ της Toshiba Singapore και της Toshiba Japan

     

    γ) Περί των προσαρμογών με βάση τις προμήθειες αντιπροσώπου επί της τιμής εξαγωγής

     

    Επί των δικαστικών εξόδων


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

    Επάνω