Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62007TJ0089

    Απόφαση του Πρωτοδικείου (έκτο τμήμα) της 20ής Μαΐου 2009.
    VIP Car Solutions SARL κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
    Δημόσιες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών - Κοινοτικός διαγωνισμός - Μεταφορά των μελών του Κοινοβουλίου με αυτοκίνητο ή μικρό λεωφορείο με οδηγό κατά τις συνόδους στο Στρασβούργο - Απόρριψη της προσφοράς διαγωνιζομένου - Υποχρέωση αιτιολογήσεως - Άρνηση γνωστοποιήσεως της τιμής που προσέφερε ο επιλεγείς διαγωνιζόμενος - Αγωγή αποζημιώσεως.
    Υπόθεση T-89/07.

    Συλλογή της Νομολογίας 2009 II-01403

    Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:T:2009:163

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (έκτο τμήμα)

    της 20ής Μαΐου 2009 ( *1 )

    «Δημόσιες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών — Κοινοτικός διαγωνισμός — Μεταφορά των μελών του Κοινοβουλίου με αυτοκίνητο ή μικρό λεωφορείο με οδηγό κατά τις συνόδους στο Στρασβούργο — Απόρριψη της προσφοράς διαγωνιζομένου — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Άρνηση γνωστοποιήσεως της τιμής που προσέφερε ο επιλεγείς διαγωνιζόμενος — Αγωγή αποζημιώσεως»

    Στην υπόθεση T-89/07,

    VIP Car Solutions SARL, με έδρα το Hoenheim (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από τους G. Welzer και S. Leuvrey, δικηγόρους,

    προσφεύγουσα-ενάγουσα,

    κατά

    Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εκπροσωπούμενου από τους D. Petersheim και M. Ecker,

    καθού-εναγόμενο,

    με αντικείμενο, αφενός, αίτημα περί ακυρώσεως της αποφάσεως με την οποία το Κοινοβούλιο αρνήθηκε να αναθέσει στην προσφεύγουσα-ενάγουσα τη δημόσια σύμβαση για την οποία διεξήχθη ο διαγωνισμός PE/2006/06/UTD/1, για τη μεταφορά των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με αυτοκίνητο και μικρό λεωφορείο με οδηγό κατά τις περιόδους συνόδου στο Στρασβούργο, και, αφετέρου, αίτημα αποζημιώσεως,

    ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (έκτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους A. W. H. Meij, πρόεδρο, V. Vadapalas (εισηγητή) και E. Moavero Milanesi, δικαστές,

    γραμματέας: C. Kristensen, υπάλληλος διοικήσεως,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 9ης Δεκεμβρίου 2008,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    Το νομικό πλαίσιο

    1

    Η ανάθεση δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο διέπεται από τις διατάξεις του τίτλου V του πρώτου μέρους του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 248, σ. 1, στο εξής: δημοσιονομικός κανονισμός), καθώς και από τις διατάξεις του τίτλου V του πρώτου μέρους του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 2342/2002 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής δημοσιονομικού κανονισμού (ΕΕ L 357, σ. 1, στο εξής: κανόνες εφαρμογής). Οι διατάξεις αυτές είναι αντίστοιχες προς τις διατάξεις των σχετικών κοινοτικών οδηγιών, μεταξύ των οποίων η σχετική με τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών οδηγία 92/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων (ΕΕ L 209, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί ιδίως με την οδηγία 97/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 1997 (ΕΕ L 328, σ. 1), η οποία έχει καταργηθεί και αντικατασταθεί από την οδηγία 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών (ΕΕ L 134, σ. 114).

    2

    Κατά το άρθρο 100, παράγραφος 2, του δημοσιονομικού κανονισμού:

    «Η αναθέτουσα αρχή γνωστοποιεί σε κάθε απορριφθέντα υποψήφιο ή προσφέροντα τους λόγους απόρριψης της υποψηφιότητας ή της προσφοράς του και σε κάθε προσφέροντα, του οποίου η προσφορά κρίθηκε παραδεκτή και ο οποίος υποβάλλει εγγράφως αίτηση προς τούτο, τα σχετικά χαρακτηριστικά και πλεονεκτήματα της επιλεγείσας προσφοράς καθώς και το όνομα του αναδόχου.

    Ωστόσο, η γνωστοποίηση ορισμένων στοιχείων δύναται να παραλειφθεί στις περιπτώσεις που θα εμπόδιζε την εφαρμογή των νόμων, θα ήταν αντίθετη προς το δημόσιο συμφέρον, θα έθιγε τα θεμιτά εμπορικά συμφέροντα δημόσιων ή ιδιωτικών επιχειρήσεων ή θα παρέβλαπτε το θεμιτό ανταγωνισμό μεταξύ των εν λόγω επιχειρήσεων.»

    3

    Το άρθρο 149, παράγραφος 3, των κανόνων εφαρμογής, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των περιστατικών της υποθέσεως, ορίζει:

    «Για τις συμβάσεις που ανατίθενται από τα κοινοτικά θεσμικά όργανα για ίδιο λογαριασμό, δυνάμει του άρθρου 105 του δημοσιονομικού κανονισμού, οι αναθέτουσες αρχές γνωστοποιούν το ταχύτερο δυνατόν μετά την απόφαση ανάθεσης, και το αργότερο εντός της εβδομάδας που έπεται, ταυτόχρονα και ατομικά σε κάθε υποψήφιο ή προσφέροντα που έχει απορριφθεί, με επιστολή, ή φαξ ή ηλεκτρονικό μέσο, ότι η προσφορά ή η αίτηση συμμετοχής τους δεν έγινε δεκτή, διευκρινίζοντας σε κάθε περίπτωση τους λόγους της απόρριψης της προσφοράς ή της αίτησης συμμετοχής.

    Οι αναθέτουσες αρχές ταυτόχρονα γνωστοποιούν με τη γνωστοποίηση της απόρριψης προς τους απορριφθέντες υποψήφιους ή προσφέροντες, την απόφαση ανάθεσης προς τον ανάδοχο, διευκρινίζοντας ότι η γνωστοποιούμενη απόφαση δεν αποτελεί δέσμευση της αντίστοιχης αναθέτουσας αρχής.

    Οι απορριφθέντες υποψήφιοι ή προσφέροντες μπορούν να λάβουν επιπλέον πληροφορίες για τους λόγους της απόρριψής τους, υποβάλλοντας γραπτώς σχετικό αίτημα με επιστολή, φαξ ή ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, καθώς και, για κάθε προκριθείσα προσφορά, πληροφορίες σχετικά με τα χαρακτηριστικά και τα σχετικά πλεονεκτήματα της προσφοράς, όπως και το όνομα του αναδόχου, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 100 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο του δημοσιονομικού κανονισμού. Οι αναθέτουσες αρχές απαντούν στα υποβαλλόμενα αιτήματα εντός το πολύ δεκαπέντε ημερολογιακών ημερών από την ημερομηνία παραλαβής της σχετικής αίτησης […]».

    Ιστορικό της διαφοράς

    4

    Η προσφεύγουσα-ενάγουσα, VIP Car Solutions SARL, είναι εταιρία μισθώσεως αγοραίων αυτοκινήτων με οδηγούς.

    5

    Με προκήρυξη που δημοσιεύθηκε στο Συμπλήρωμα της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 16ης Σεπτεμβρίου 2006 (ΕΕ S 177), το Κοινοβούλιο προκήρυξε τον διαγωνισμό PE/2006/06/UTD/1 για τη μεταφορά των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με αυτοκίνητο και μικρό λεωφορείο με οδηγό κατά τις συνόδους στο Στρασβούργο (στο εξής: διαγωνισμός).

    6

    Σύμφωνα με το σημείο IV.2.1 της προκηρύξεως του διαγωνισμού, η σύμβαση ανατίθεται στον διαγωνιζόμενο που υπέβαλε την πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά, με βάση τα εξής κριτήρια: τιμή (55%), διαθέσιμος στόλος οχημάτων (ως προς την ποσότητα και την ποιότητα) (30 %), μέτρα που εφαρμόζονται ή χαρακτηριστικά των οχημάτων για την ικανοποίηση των περιβαλλοντικών απαιτήσεων (7 %), κοινωνική πολιτική που εφαρμόζεται στο προσωπικό (6 %) και παρουσίαση της προσφοράς (2 %).

    7

    Η προθεσμία για την υποβολή προσφορών ή αιτήσεων συμμετοχής έληξε στις 27 Οκτωβρίου 2006. Υποβλήθηκαν εμπρόθεσμα τρεις προσφορές, μεταξύ των οποίων και η της προσφεύγουσας-ενάγουσας. Στις 6 Νοεμβρίου 2006, η επιτροπή αποσφραγίσεως των φακέλων ανακήρυξε τις τρεις προσφορές σύμφωνες με την προκήρυξη του διαγωνισμού.

    8

    Στις 30 Νοεμβρίου 2006, η επιτροπή αξιολογήσεως των προσφορών (στο εξής: επιτροπή αξιολογήσεως) πρότεινε να ανατεθεί η σύμβαση, αντί στην προσφεύγουσα-ενάγουσα, σε άλλο διαγωνιζόμενο, ο οποίος έλαβε συνολικά 566 βαθμούς, ως εξής: 290 βαθμούς για την τιμή, 180 για τον στόλο οχημάτων, 42 βαθμούς για τα περιβαλλοντικά μέτρα, 36 βαθμούς για την κοινωνική πολιτική και 18 βαθμούς για την παρουσίαση της προσφοράς.

    9

    Η προσφεύγουσα-ενάγουσα κατατάχθηκε δεύτερη, έχοντας λάβει συνολικά 504 βαθμούς, ως εξής: 343,5 βαθμούς για την τιμή, 135 βαθμούς για τον στόλο οχημάτων, κανένα βαθμό για τα περιβαλλοντικά μέτρα, 18 βαθμούς για την κοινωνική πολιτική και 8 βαθμούς για την παρουσίαση της προσφοράς.

    10

    Στις 3 Ιανουαρίου 2007, το Κοινοβούλιο ανέθεσε τη σύμβαση στον διαγωνιζόμενο που είχε προταθεί από την επιτροπή αξιολογήσεως (στο εξής: επιλεγείς διαγωνιζόμενος).

    11

    Στις 9 Ιανουαρίου 2007, το Κοινοβούλιο απέστειλε στην προσφεύγουσα-ενάγουσα ηλεκτρονική επιστολή με το εξής περιεχόμενο:

    «Αποστέλλουμε συνημμένο το σχετικό με την προσφορά σας έγγραφο. Το πρωτότυπο σας έχει αποσταλεί με συστημένη επιστολή. Παρακαλούμε να επιβεβαιώσετε την παραλαβή της παρούσας [ηλεκτρονικής επιστολής].»

    12

    Με το έγγραφο αυτό, το οποίο δεν φέρει ημερομηνία και υπογραφή και είναι συνημμένο στην ηλεκτρονική επιστολή, το Κοινοβούλιο γνωστοποίησε στην προσφεύγουσα-ενάγουσα την απόφασή του να μη δεχθεί την προσφορά της στο πλαίσιο του διαγωνισμού (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

    13

    Η προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρει, μεταξύ άλλων, τα εξής:

    «Οι λόγοι απορρίψεως της προσφοράς σας είναι οι εξής: η προσφορά σας δεν είναι η πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως με βάση τα κριτήρια αναθέσεως.

    Σας ενημερώνουμε ότι μπορείτε να ζητήσετε, ανεξαρτήτως της ενδεχόμενης ασκήσεως ένδικου βοηθήματος, συμπληρωματικά στοιχεία σχετικά με τους λόγους απορρίψεως της προσφοράς σας.

    Μπορείτε να ζητήσετε εγγράφως να σας γνωστοποιηθούν τα χαρακτηριστικά και τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της επιλεγείσας προσφοράς, καθώς και το όνομα του αναδόχου.

    Θα παραλειφθούν, ωστόσο, στοιχεία των οποίων η δημοσιοποίηση προσκρούει στον νόμο, είναι αντίθετη στο δημόσιο συμφέρον, βλάπτει θεμιτά εμπορικά συμφέροντα δημοσίων ή ιδιωτικών επιχειρήσεων ή ενδέχεται να θίξει τον μεταξύ τους θεμιτό ανταγωνισμό […]».

    14

    Με ηλεκτρονική επιστολή της 10ης Ιανουαρίου 2007, η προσφεύγουσα-ενάγουσα απάντησε ως εξής:

    «Επιβεβαιώνουμε τη λήψη της [ηλεκτρονικής επιστολής] σας με θέμα την απόρριψη της προσφοράς μας. Επιθυμούμε, πάντως, σύμφωνα με την πρότασή σας, να πληροφορηθούμε τα χαρακτηριστικά και τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της επιλεγείσας προσφοράς, καθώς και το όνομα του αναδόχου. Συγκεκριμένα, εφόσον κρίθηκε ότι η προσφορά μας δεν είναι πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως, θα θέλαμε να μας πληροφορήσετε ποια τιμή ανά ώρα προσέφερε η επιλεγείσα εταιρία.»

    15

    Με έγγραφο της 15ης Ιανουαρίου 2007, η προσφεύγουσα-ενάγουσα ζήτησε εκ νέου από το Κοινοβούλιο να της γνωστοποιήσει τα χαρακτηριστικά και τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της επιλεγείσας προσφοράς, το όνομα του αναδόχου, καθώς και την τιμή που προσέφερε αυτός. Τόνισε ότι δεν είχε ακόμη λάβει το πρωτότυπο της συστημένης επιστολής, με την οποία βεβαιώνεται η απόρριψη της προσφοράς της.

    16

    Με έγγραφο της 23ης Ιανουαρίου 2007, το Κοινοβούλιο, απαντώντας στην ηλεκτρονική επιστολή της προσφεύγουσας-ενάγουσας της 10ης Ιανουαρίου 2007 και παραπέμποντας στο άρθρο 100, παράγραφος 2, του δημοσιονομικού κανονισμού, υπενθύμισε τα καθορισθέντα με την προκήρυξη του διαγωνισμού κριτήρια αναθέσεως και, εν συνεχεία, επισήμανε τα εξής:

    «Η επιλεγείσα προσφορά έλαβε την υψηλότερη βαθμολογία σε όλα τα προαναφερθέντα κριτήρια […] (566 βαθμούς) και, ως εκ τούτου, κατατάχθηκε πρώτη.

    Σας ενημερώνουμε ότι, αν και προσφέρατε λίγο χαμηλότερη τιμή, εντούτοις η προσφορά σας έλαβε 504 βαθμούς και, ως εκ τούτου, κατατάχθηκε δεύτερη.»

    17

    Με το έγγραφο αυτό, το Κοινοβούλιο γνωστοποίησε, ακόμη, στην προσφεύγουσα-ενάγουσα το όνομα του αναδόχου.

    18

    Στις 24 Ιανουαρίου 2007, το Κοινοβούλιο απέστειλε στην προσφεύγουσα-ενάγουσα το πρωτότυπο του εγγράφου με το οποίο της γνωστοποιείται η απόρριψη της προσφοράς της.

    19

    Με ηλεκτρονική επιστολή της 31ης Ιανουαρίου 2007, το Κοινοβούλιο ρώτησε την προσφεύγουσα-ενάγουσα αν έλαβε το προαναφερθέν έγγραφο. Με ηλεκτρονική επιστολή της ίδιας ημέρας, η προσφεύγουσα-ενάγουσα απάντησε αρνητικά.

    20

    Με έγγραφο της 1ης Μαρτίου 2007, η προσφεύγουσα-ενάγουσα υποστήριξε, διά του δικηγόρου της, ότι η τιμή που προσέφερε στο πλαίσιο του διαγωνισμού ήταν εξαιρετική και ζήτησε αντίγραφο της προσφοράς του επιλεγέντος διαγωνιζομένου, προκειμένου να πληροφορηθεί ποια τιμή είχε προτείνει αυτός.

    21

    Με έγγραφο της 20ής Μαρτίου 2007 προς τον νομικό σύμβουλο της προσφεύγουσας-ενάγουσας, το Κοινοβούλιο, επικαλούμενο το άρθρο 100, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του δημοσιονομικού κανονισμού, απέρριψε το αίτημα αυτό, αναφέροντας επιπλέον τα εξής:

    «[…] Σας επισημαίνουμε ότι, εντός 48 ωρών από την υπογραφή της συμβάσεως, θα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανακοίνωση σχετική με το αποτέλεσμα του διαγωνισμού, η οποία θα αναφέρει όλα τα κύρια στοιχεία, όπως την τιμή.

    Λαμβάνουμε υπόψη μας το ότι “οι πελάτες σας γνωρίζουν ότι η τιμή που προσέφεραν είναι εξαιρετική”.

    Σας υπενθυμίζουμε, πάντως, ότι η τιμή δεν αποτελεί το μόνο κριτήριο αναθέσεως. Τα ποιοτικά και λειτουργικά κριτήρια έχουν ιδιαίτερη σημασία για ένα θεσμικό όργανο όπως το Κοινοβούλιο και μπορούν να δικαιολογήσουν την υψηλότερη τιμή.

    Η φράση “αν και προσφέρατε λίγο χαμηλότερη τιμή” αναφέρεται σε αυτήν ακριβώς την πτυχή του διαγωνισμού· επισημαίνουμε, ιδίως, ότι, ακόμη και αν η προσφορά των πελατών σας λάμβανε την υψηλότερη βαθμολογία ως προς την τιμή, η σύμβαση δεν θα μπορούσε να τους ανατεθεί, σύμφωνα με τη συνολική βαθμολογία που έδωσε η επιτροπή αξιολογήσεως βάσει των απαριθμούμενων στη συγγραφή υποχρεώσεων κριτηρίων. Συγκεκριμένα, όπως έχουν ήδη ενημερωθεί, η προσφορά τους συγκέντρωσε συνολικά 504 βαθμούς, έναντι 566 της προσφοράς του αναδόχου.»

    22

    Με έγγραφο της 23ης Μαρτίου 2007, η προσφεύγουσα-ενάγουσα προέβαλε ότι, εφόσον το κριτήριο της τιμής προσμετράται με συντελεστή 55 % στην αξιολόγηση των προσφορών, δεν ήταν δυνατό να ανατεθεί η σύμβαση σε άλλο διαγωνιζόμενο και ότι, λόγω της αρνήσεως γνωστοποιήσεως της τιμής που προσέφερε ο επιλεγείς διαγωνιζόμενος, δεν είναι σε θέση να ελέγξει, πριν την παρέλευση της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής ενώπιον του Πρωτοδικείου, τις περιστάσεις υπό τις οποίες ανατέθηκε η σύμβαση.

    23

    Στις 7 Απριλίου 2007, η ανακοίνωση περί αναθέσεως της συμβάσεως δημοσιεύθηκε στο Συμπλήρωμα της Επίσημης Εφημερίδας (ΕΕ S 69). Στην ανακοίνωση αναφέρεται ότι η τιμή που πρότεινε ο επιλεγείς διαγωνιζόμενος είναι 26 ευρώ ανά ώρα εκτός προγράμματος και 37,50 ευρώ ανά ώρα σύμφωνα με το πρόγραμμα.

    Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

    24

    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 23 Μαρτίου 2007, η προσφεύγουσα-ενάγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

    25

    Λόγω κωλύματος ενός των μελών του τμήματος, ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου όρισε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 32, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, άλλο δικαστή προς συμπλήρωση της σύνθεσής του.

    26

    Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (έκτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας του άρθρου 64 του Κανονισμού Διαδικασίας, κάλεσε τους διαδίκους να προσκομίσουν διάφορα έγγραφα. Οι διάδικοι συμμορφώθηκαν εμπροθέσμως.

    27

    Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 9ης Δεκεμβρίου 2008.

    28

    Με το δικόγραφο της προσφυγής-αγωγής, η προσφεύγουσα-ενάγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

    να κρίνει την προσφυγή-αγωγή παραδεκτή,

    να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση,

    να ακυρώσει όλες τις μεταγενέστερες της προσβαλλομένης αποφάσεως πράξεις,

    να υποχρεώσει το Κοινοβούλιο να καταβάλει αποζημίωση 500000 ευρώ,

    να υποχρεώσει το Κοινοβούλιο να καταβάλει 5000 ευρώ για τα μη δυνάμενα να αναζητηθούν έσοδα,

    να καταδικάσει το Κοινοβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

    29

    Με το υπόμνημα απαντήσεως, η προσφεύγουσα-ενάγουσα ζητεί, ακόμη, από το Πρωτοδικείο:

    να υποχρεώσει το Κοινοβούλιο να διοργανώσει νομότυπο διαγωνισμό.

    30

    Με το υπόμνημα αντικρούσεως, το Κοινοβούλιο ζητεί από το Πρωτοδικείο:

    να απορρίψει την προσφυγή ακυρώσεως,

    να απορρίψει την αγωγή αποζημιώσεως,

    να απορρίψει το αίτημα να υποχρεωθεί το Κοινοβούλιο να καταβάλει 5000 ευρώ για τα μη δυνάμενα να αναζητηθούν έσοδα,

    να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

    31

    Με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, το Κοινοβούλιο ζητεί, ακόμη, από το Πρωτοδικείο:

    να απορρίψει το αίτημα να υποχρεωθεί το Κοινοβούλιο να διοργανώσει νομότυπο διαγωνισμό.

    32

    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, απαντώντας σε ερώτηση του Πρωτοδικείου, η προσφεύγουσα-ενάγουσα δήλωσε ότι αποσύρει το αίτημά της να υποχρεωθεί το Κοινοβούλιο να καταβάλει 5000 ευρώ για τα μη δυνάμενα να αναζητηθούν έσοδα, δήλωση που καταχωρίστηκε στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

    Σκεπτικό

    Επί του αιτήματος περί ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως

    33

    Η προσφεύγουσα-ενάγουσα επικαλείται, κατ’ ουσίαν, δύο λόγους, αντλούμενους, αφενός, από παραβίαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και, αφετέρου, από τον παράνομο χαρακτήρα της αρνήσεως γνωστοποιήσεως της τιμής που πρότεινε ο επιλεγείς διαγωνιζόμενος.

    Επί του πρώτου λόγου, που αντλείται από παραβίαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

    — Επιχειρήματα των διαδίκων

    34

    Με το δικόγραφο της προσφυγής-αγωγής, η προσφεύγουσα-ενάγουσα προβάλλει ότι, σύμφωνα με την προκήρυξη του διαγωνισμού, το κριτήριο της τιμής προσμετράται με συντελεστή 55%, ήτοι περισσότερο από το ήμισυ όλων των κριτηρίων. Τονίζει ότι προσέφερε τη χαμηλότερη τιμή, δηλαδή 31,70 ευρώ ανά ώρα. Πλην όμως, έλαβε μόνον 504 βαθμούς, έναντι 566 που έλαβε ο επιλεγείς διαγωνιζόμενος. Η προσφεύγουσα-ενάγουσα δηλώνει ότι δεν μπορεί να κατανοήσει γιατί υφίσταται η διαφορά αυτή στη βαθμολογία, δεδομένου ότι υπέβαλε καλύτερη προσφορά ως προς την τιμή. Υποστηρίζει ότι, μαθηματικώς, η σύμβαση δεν μπορούσε να ανατεθεί σε άλλο διαγωνιζόμενο.

    35

    Με το υπόμνημα απαντήσεως, η προσφεύγουσα-ενάγουσα τονίζει ότι το Κοινοβούλιο παραδέχεται ότι προέβη σε εσφαλμένο υπολογισμό της βαθμολογίας της, πράγμα που αποδεικνύει έλλειψη σοβαρότητας της επιτροπής αξιολογήσεως.

    36

    Όσον αφορά το κριτήριο του στόλου των οχημάτων, η προσφεύγουσα-ενάγουσα επισημαίνει ότι το Κοινοβούλιο κατένειμε αυθαίρετα τα δύο τρίτα του βαθμού στο ποσοτικό κριτήριο και μόνον το ένα τρίτο στο ποιοτικό. Πάντως, η προσφεύγουσα-ενάγουσα ουδέποτε ενημερώθηκε σχετικά με την κατανομή αυτή, την οποία θεωρεί αδικαιολόγητη, διότι η κυριότητα επί των οχημάτων δεν είναι σημαντικότερη από την ποιότητά τους. Εφόσον όλοι οι διαγωνιζόμενοι έλαβαν την ίδια βαθμολογία για το ποιοτικό κριτήριο, η διαφορά στους βαθμούς μεταξύ της προσφεύγουσας-ενάγουσας και του επιλεγέντος διαγωνιζομένου έπρεπε να είναι μικρότερη.

    37

    Όσον αφορά το κριτήριο των περιβαλλοντικών μέτρων, η προσφεύγουσα-ενάγουσα φρονεί ότι δεν είναι δυνατό να βαθμολογηθεί με μηδέν. Συγκεκριμένα, όπως ο επιλεγείς διαγωνιζόμενος, υπόκειται στη γαλλική νομοθεσία περί εταιριών αγοραίων μεταφορών, η οποία επιβάλλει την άψογη μηχανική συντήρηση των αυτοκινήτων και τη διενέργεια ετήσιων ελέγχων. Ως εκ τούτου, όλα τα οχήματά της είναι καινούρια και εφοδιασμένα με φίλτρα κατακράτησης σωματιδίων. Επομένως, το γεγονός ότι ο επιλεγείς διαγωνιζόμενος έχει υπογράψει τον αντιρρυπαντικό χάρτη του Δήμου του Παρισιού δεν δικαιολογεί από μόνο του τη διαφορά των 42 βαθμών.

    38

    Όσον αφορά το κριτήριο της κοινωνικής πολιτικής, μία από τις δύο συμβάσεις αορίστου χρόνου που συνάπτει ο επιλεγείς διαγωνιζόμενος με το προσωπικό του αποτελεί, ουσιαστικά, σύμβαση ορισμένου χρόνου λόγω αυξημένων αναγκών ή, ακόμη, σύμβαση προσωρινής απασχόλησης. Συγκεκριμένα, η εν λόγω σύμβαση τιτλοφορείται «Σύμβαση περιοδικής εργασίας αορίστου χρόνου», πλην όμως οι χρησιμοποιούμενοι στον τίτλο όροι είναι αντιφατικοί μεταξύ τους. Εξάλλου, τόσο η προσφεύγουσα-ενάγουσα όσο και ο επιλεγείς διαγωνιζόμενος χρησιμοποιούν τις συμβάσεις εργασίας που προτείνει η επαγγελματική ένωση των επιχειρήσεων αγοραίων οχημάτων. Επομένως, δεν δικαιολογείται αντικειμενικά η διαφορετική βαθμολόγηση των δύο διαγωνιζομένων.

    39

    Τέλος, το κριτήριο της παρουσίασης της προσφοράς αφορά τη μορφή της προσφοράς και όχι το περιεχόμενό της. Δεν μπορεί, επομένως, να θεωρηθεί ότι η προσφορά του επιλεγέντος διαγωνιζομένου «υπερέχει αναμφισβήτητα» με βάση το κριτήριο αυτό. Εξάλλου, η προσφεύγουσα-ενάγουσα ήταν η μόνη που παρουσίασε καταλλήλως την προσφορά της με DVD. H βαθμολογία της, όμως, ήταν χαμηλότερη από αυτήν του επιλεγέντος διαγωνιζομένου.

    40

    Με το υπόμνημα αντικρούσεως, το Κοινοβούλιο επισημαίνει ότι ο συντελεστής σταθμίσεως των λοιπών, πλην της τιμής, κριτηρίων είναι 45% και, επομένως, τα κριτήρια αυτά μπορούν να επηρεάσουν το αποτέλεσμα της αξιολογήσεως των διαφόρων προσφορών. Ισχυρίζεται ότι η εξέταση των προσφορών ήταν αντικειμενική.

    41

    Συναφώς, το Κοινοβούλιο προβάλλει ότι η επιτροπή αξιολογήσεως βαθμολόγησε κάθε κριτήριο με βαθμό από 0 έως 10 και ο βαθμός εν συνεχεία πολλαπλασιάστηκε με τον συντελεστή κάθε κριτηρίου. Σχετικά με τα δύο κύρια κριτήρια, της τιμής και του αριθμού των διαθέσιμων οχημάτων, η επιτροπή αξιολογήσεως, για να είναι αντικειμενική, αποφάσισε να βαθμολογήσει τον προηγούμενο ανάδοχο, ο οποίος είναι ουδέτερος ως προς τη διαδικασία αναθέσεως της επίδικης συμβάσεως, και να πολλαπλασιάσει τον βαθμό αυτό με την αναλογία της προσφοράς του προηγούμενου αναδόχου προς την προσφορά καθενός των διαγωνιζομένων.

    42

    Ως προς την τιμή, η επιτροπή αξιολογήσεως έκρινε εύλογη την τιμή των 33 ευρώ της τρέχουσας συμβάσεως και τη βαθμολόγησε με 6. Οι τιμές που προσέφεραν η προσφεύγουσα-ενάγουσα και ο επιλεγείς διαγωνιζόμενος ήταν, αντιστοίχως, 31,70 ευρώ και 37,50 ευρώ ανά ώρα, οπότε προέκυψαν τα εξής αποτελέσματα:

    για την προσφεύγουσα-ενάγουσα: 33 : 31,70 x 6 x 55 = 343,5 βαθμοί·

    για τον επιλεγέντα διαγωνιζόμενο: 33 : 37,5 x 6 x 55 = 290,4 βαθμοί.

    43

    Όσον αφορά το κριτήριο του στόλου οχημάτων, η επιτροπή αξιολογήσεως, εκτιμώντας ότι προέχει το ποσοτικό κριτήριο, του απέδωσε τα δύο τρίτα του βαθμού, ήτοι 20 βαθμούς. Ο προηγούμενος ανάδοχος, ο οποίος διέθετε 60 οχήματα, βαθμολογήθηκε με 6. Η επιτροπή αξιολογήσεως δέχθηκε ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα διαθέτει 70 οχήματα (60 αυτοκίνητα και 10 μικρά λεωφορεία) και ο επιλεγείς διαγωνιζόμενος 60 οχήματα. Έλαβε, ακόμη, υπόψη της, προκειμένου να καταστούν οι προσφορές συγκρίσιμες, το αν τα οχήματα είναι αμέσως διαθέσιμα. Στο πλαίσιο αυτό, για την προσφεύγουσα-ενάγουσα εφαρμόστηκε, ως προς το κριτήριο του στόλου των οχημάτων, συντελεστής 0,5, διότι τα 67 από τα 70 οχήματα έπρεπε να μισθωθούν από άλλη εταιρία. Από την εκτίμηση αυτή προέκυψαν τα εξής αποτελέσματα:

    για την προσφεύγουσα-ενάγουσα: 70 : 60 x 6 x 0,5 x 20 = 70 βαθμοί·

    για τον επιλεγέντα διαγωνιζόμενο: 60 : 60 x 6 x 1 x 20 = 120 βαθμοί.

    44

    Όσον αφορά το ποιοτικό κριτήριο του στόλου οχημάτων, η προσφεύγουσα-ενάγουσα και ο επιλεγείς διαγωνιζόμενος βαθμολογήθηκαν αμφότεροι με 10, πράγμα που συνεπάγεται, λαμβανομένου υπόψη του συντελεστή σταθμίσεως του κριτηρίου αυτού, την εξής βαθμολογία:

    για την προσφεύγουσα-ενάγουσα: 6 x 10 = 60 βαθμοί·

    για τον επιλεγέντα διαγωνιζόμενο: 6 x 10 = 60 βαθμοί.

    45

    Το Κοινοβούλιο παραδέχεται ότι η επιτροπή αξιολογήσεως εσφαλμένως βαθμολόγησε την προσφεύγουσα-ενάγουσα με 135 βαθμούς ως προς το κριτήριο του στόλου οχημάτων. Συγκεκριμένα, έπρεπε να λάβει 130 βαθμούς, πράγμα που σημαίνει ότι η συνολική βαθμολογία της θα ήταν 499 βαθμοί και όχι 504.

    46

    Όσον αφορά το κριτήριο των περιβαλλοντικών μέτρων, μόνον ο επιλεγείς διαγωνιζόμενος προσκόμισε στοιχεία και, συγκεκριμένα, ότι τηρεί τον αντιρρυπαντικό χάρτη του Δήμου του Παρισιού και ότι τα οχήματά του είναι καινούρια και εξοπλισμένα με φίλτρα κατακράτησης σωματιδίων, οπότε η βαθμολογία διαμορφώθηκε ως εξής:

    για την προσφεύγουσα-ενάγουσα: 0 x 7 = 0·

    για τον επιλεγέντα διαγωνιζόμενο: 6 x 7 = 42 βαθμοί.

    47

    Όσον αφορά το κριτήριο της κοινωνικής πολιτικής, ο επιλεγείς διαγωνιζόμενος πρότεινε δύο συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, εκ των οποίων η μία αφορά το προσωπικό προσωρινής απασχόλησης, ενώ με τους οδηγούς συνάπτει μόνο συμβάσεις ορισμένου χρόνου. Το Κοινοβούλιο καταλήγει ότι, λαμβανομένου υπόψη του συντελεστή σταθμίσεως του κριτηρίου αυτού, η διαφορά μεταξύ των δύο προσφορών συνεπάγεται την εξής βαθμολογία:

    για την προσφεύγουσα-ενάγουσα: 3 x 6 = 18 βαθμοί·

    για τον επιλεγέντα διαγωνιζόμενο: 6 x 6 = 36 βαθμοί.

    48

    Τέλος, σχετικά με το κριτήριο της παρουσίασης της προσφοράς, η προσφορά του επιλεγέντος διαγωνιζομένου υπερτερούσε αναμφισβήτητα, με συνέπεια, λόγω του συντελεστή σταθμίσεως του κριτηρίου αυτού, να δοθεί η εξής βαθμολογία:

    για την προσφεύγουσα-ενάγουσα: 4 x 2 = 8 βαθμοί·

    για τον επιλεγέντα διαγωνιζόμενο: 9 x 2 = 18 βαθμοί.

    49

    Επομένως, η συνολική βαθμολογία της κάθε προσφοράς θα έπρεπε να είναι η εξής:

    για την προσφεύγουσα-ενάγουσα: 343 + 70 + 60 + 0 + 18 + 8 = 499 βαθμοί·

    για τον επιλεγέντα διαγωνιζόμενο: 290 + 120 + 60 + 42 + 36 + 18 = 566 βαθμοί.

    50

    Το Κοινοβούλιο διευκρίνισε ότι, κατόπιν επαληθεύσεως, ο αρμόδιος διατάκτης διαπίστωσε ότι ο στόλος οχημάτων του επιλεγέντος διαγωνιζομένου περιλαμβάνει 70 οχήματα και, επομένως, η βαθμολογία του ανέρχεται σε 586 βαθμούς συνολικά.

    51

    Το Κοινοβούλιο κατέληξε ότι η προσφορά του επιλεγέντος διαγωνιζομένου υπερτερούσε προδήλως της προσφοράς της προσφεύγουσας-ενάγουσας, η οποία υπερτερούσε μόνον ως προς το κριτήριο της τιμής. Συναφώς, το Κοινοβούλιο υπενθυμίζει ότι η σύμβαση έπρεπε να ανατεθεί στον διαγωνιζόμενο που υπέβαλε την πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά. Εφόσον δεν επρόκειτο για μειοδοτικό διαγωνισμό, στο πλαίσιο του οποίου η κατάταξη των διαγωνιζομένων γίνεται μόνο με το κριτήριο της τιμής, η σύμβαση δεν ήταν δυνατό να ανατεθεί απευθείας στον διαγωνιζόμενο που προσέφερε τη χαμηλότερη τιμή.

    52

    Με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, το Κοινοβούλιο προβάλλει, επιπλέον, ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα φαίνεται να συγχέει την έλλειψη αντικειμενικότητας με τη διακριτική ευχέρεια της αναθέτουσας αρχής, έναντι της οποίας ο έλεγχος του Πρωτοδικείου πρέπει να περιορίζεται στο αν συντρέχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

    53

    Όσον αφορά το κριτήριο του στόλου των οχημάτων, το Κοινοβούλιο, επικαλούμενο τη νομολογία του Δικαστηρίου, τονίζει ότι η επιτροπή αξιολογήσεως μπορεί να προσδώσει ειδικό βάρος σε εκ των προτέρων καθορισθέντα επιμέρους στοιχεία ενός κριτηρίου αναθέσεως, κατανέμοντας μεταξύ των στοιχείων αυτών τους βαθμούς που έχει ορίσει για το κριτήριο αυτό η αναθέτουσα αρχή με τη συγγραφή υποχρεώσεων ή με την προκήρυξη του διαγωνισμού, υπό την προϋπόθεση ότι η σχετική απόφαση, πρώτον, δεν τροποποιεί τα καθορισθέντα με τη συγγραφή υποχρεώσεων ή με την προκήρυξη του διαγωνισμού κριτήρια αναθέσεως της συμβάσεως, δεύτερον, δεν εμπεριέχει στοιχεία τα οποία, αν ήταν γνωστά κατά την προετοιμασία των προσφορών, θα επηρέαζαν το περιεχόμενό τους, και, τρίτον, δεν έχει καταρτιστεί λαμβανομένων υπόψη στοιχείων δυνάμενων να προκαλέσουν δυσμενείς διακρίσεις σε βάρος ενός των διαγωνιζομένων. Η προσφεύγουσα-ενάγουσα δεν απέδειξε, πάντως, ποιες από τις προϋποθέσεις αυτές δεν πληρούνται εν προκειμένω.

    54

    Όσον αφορά το κριτήριο των περιβαλλοντικών μέτρων, το Κοινοβούλιο επισημαίνει ότι η προσφορά της προσφεύγουσας-ενάγουσας δεν αναφέρει με ποιον τρόπο πληροί το κριτήριο αυτό και, για τον λόγο αυτόν, βαθμολογήθηκε με μηδέν.

    55

    Τέλος, σχετικά με το τελευταίο κριτήριο αναθέσεως, το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι η παρουσίαση της προσφοράς με DVD δεν αρκεί για να θεωρηθεί ότι η παρουσίαση αυτή υπερέχει της προσφοράς του επιλεγέντος διαγωνιζομένου. Το καθοριστικό στοιχείο είναι το αν η προσφορά είναι ελκυστική και πειστική και όχι το μέσο με το οποίο παρουσιάζεται.

    — Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    56

    Υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι το Κοινοβούλιο, όπως και τα λοιπά θεσμικά όργανα, διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την ανάθεση συμβάσεως κατόπιν διαγωνισμού. Συνεπώς, ο δικαστικός έλεγχος της εν λόγω διακριτικής ευχέρειας αφορά μόνον την τήρηση των κανόνων διαδικασίας και αιτιολογήσεως καθώς και την ουσιαστική ακρίβεια των πραγματικών περιστατικών, την έλλειψη πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως και καταχρήσεως εξουσίας (βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 27ης Σεπτεμβρίου 2002, T-211/02, Tideland Signal κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II-3781, σκέψη 33, και της 10ης Σεπτεμβρίου 2008, T-465/04, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 45).

    57

    Σύμφωνα με το άρθρο 1 των διοικητικών ρητρών της προκηρύξεως του διαγωνισμού, η ανάθεση της επίδικης συμβάσεως υπόκειται στις διατάξεις του δημοσιονομικού κανονισμού και των σχετικών κανόνων εφαρμογής.

    58

    Κατά συνέπεια, για την αιτιολόγηση της προσβαλλομένης αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκε η προσφορά της προσφεύγουσας-ενάγουσας, το Κοινοβούλιο έπρεπε να εφαρμόσει το άρθρο 100, παράγραφος 2, του δημοσιονομικού κανονισμού και το άρθρο 149, παράγραφος 3, των κανόνων εφαρμογής.

    59

    Από τις διατάξεις αυτές, καθώς και από τη νομολογία του Πρωτοδικείου, προκύπτει ότι το Κοινοβούλιο εκπληρώνει την υποχρέωση αιτιολογήσεως εφόσον, κατ’ αρχάς, ενημερώσει αμέσως τους διαγωνιζομένους που αποκλείσθηκαν για την απόρριψη της προσφοράς τους και, εν συνεχεία, γνωστοποιήσει στους διαγωνιζομένους που υπέβαλαν σχετική αίτηση τα χαρακτηριστικά και τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της προσφοράς που έγινε δεκτή, καθώς και την επωνυμία του αναδόχου εντός δεκαπέντε ημερών από την παραλαβή γραπτής αιτήσεως (βλ., σχετικά και κατ’ αναλογία, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2008, T-465/04, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, σκέψη 56 ανωτέρω, σκέψη 47).

    60

    Τούτο συνάδει προς τον σκοπό της επιβαλλόμενης από το άρθρο 253 EK υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, κατά τον οποίο από την αιτιολογία πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του εκδότη της πράξεως, έτσι ώστε οι μεν ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους ελήφθη το μέτρο, για να είναι σε θέση να υπερασπιστούν τα δικαιώματά τους, ο δε δικαστής να μπορεί να ασκήσει τον έλεγχό του (απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2008, T-465/04, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, σκέψη 56 ανωτέρω, σκέψη 48).

    61

    Επισημαίνεται, ακόμη, ότι, οσάκις, όπως εν προκειμένω, το κοινοτικό όργανο διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια, η τήρηση των εγγυήσεων που παρέχει η κοινοτική έννομη τάξη στο πλαίσιο διοικητικών διαδικασιών έχει θεμελιώδη σημασία. Στις εγγυήσεις αυτές καταλέγεται η υποχρέωση του αρμοδίου οργάνου να αιτιολογεί επαρκώς τις αποφάσεις του. Μόνον έτσι μπορεί ο κοινοτικός δικαστής να εξακριβώσει αν συντρέχουν τα πραγματικά και νομικά στοιχεία από τα οποία εξαρτάται η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας (απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Νοεμβρίου 1991, C-269/90, Technische Universität Μünchen, Συλλογή 1991, σ. Ι-5469, σκέψη 14, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 5ης Μαρτίου 2002, T-241/00, Le Canne κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II-1251, σκέψεις 53 και 54, της 10ης Σεπτεμβρίου 2008, T-465/04, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, σκέψη 56 ανωτέρω, σκέψη 54).

    62

    Πρέπει, επίσης, να υπομνηστεί ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως των προβαλλομένων λόγων και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως στην παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Απριλίου 1998, C-367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, Συλλογή 1998, σ. I-1719, σκέψη 63 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    63

    Τέλος, η υποχρέωση αιτιολογήσεως αποτελεί ουσιώδη τύπο που πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας, δεδομένου ότι αυτή αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της επίδικης πράξεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Μαρτίου 2001, C-17/99, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I-2481, σκέψη 35, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Νοεμβρίου 2008, T-406/06, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 47).

    64

    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, με το δικόγραφο της προσφυγής-αγωγής, η προσφεύγουσα-ενάγουσα προβάλλει, κατ’ ουσίαν, παραβίαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, λόγω της αδυναμίας της να κατανοήσει γιατί δεν της ανατέθηκε η σύμβαση, παρά το γεγονός ότι πρότεινε τη χαμηλότερη τιμή και το κριτήριο αυτό προσμετράται με συντελεστή 55 % κατά την αξιολόγηση των προσφορών. Σημειωτέον, ακόμη, ότι, με το υπόμνημα αντικρούσεως, το Κοινοβούλιο θεώρησε ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα του προσάπτει έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως, με την οποία αρνήθηκε να της αναθέσει τη σύμβαση.

    65

    Εν πάση περιπτώσει, κατά πάγια νομολογία, η αιτιολογία μιας βλαπτικής αποφάσεως πρέπει να παρέχει στον μεν κοινοτικό δικαστή τη δυνατότητα να ελέγξει τη νομιμότητά της, στον δε ενδιαφερόμενο τις αναγκαίες ενδείξεις ώστε να γνωρίζει αν η απόφαση είναι βάσιμη. Κατά συνέπεια, οι λόγοι που στηρίζονται σε έλλειψη ή ανεπάρκεια αιτιολογίας, η οποία εμποδίζει τον εν λόγω δικαστικό έλεγχο, αποτελούν λόγους δημοσίας τάξεως τους οποίους ο κοινοτικός δικαστής όχι μόνον μπορεί αλλά και οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως (απόφαση του Δικαστηρίου της 20ής Φεβρουαρίου 1997, C-166/95 P, Επιτροπή κατά Daffix, Συλλογή 1997, σ. I-983, σκέψεις 23 και 24, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 10ης Σεπτεμβρίου 2008, T-272/06, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Δικαστηρίου, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 27 και 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία.

    66

    Επομένως, εν προκειμένω, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα υπέβαλε παραδεκτή προσφορά, κατά την έννοια του άρθρου 149, παράγραφος 3, των κανόνων εφαρμογής, πρέπει να εξεταστεί όχι μόνον η προσβαλλόμενη απόφαση, αλλά και το έγγραφο της 23ης Ιανουαρίου 2007 που εστάλη στην προσφεύγουσα-ενάγουσα σε απάντηση της αιτήσεώς της για παροχή επιπλέον στοιχείων σχετικά με την απόφαση αναθέσεως της επίδικης συμβάσεως, προκειμένου να διαπιστωθεί αν το Κοινοβούλιο εκπλήρωσε την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει από τον δημοσιονομικό κανονισμό και από τους κανόνες εφαρμογής του.

    67

    Πάντως, διαπιστώνεται, καταρχάς, ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το Κοινοβούλιο απλώς παραθέτει, σύμφωνα με το άρθρο 100, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του δημοσιονομικού κανονισμού, τους λόγους για τους οποίους απέρριψε την προσφορά της προσφεύγουσας-ενάγουσας. Συγκεκριμένα, επισήμανε ότι η προσφορά της προσφεύγουσας-ενάγουσας δεν ήταν η «πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως με βάση τα κριτήρια αναθέσεως».

    68

    Εν συνεχεία, με το έγγραφο της 23ης Ιανουαρίου 2007, το Κοινοβούλιο απλώς αναφέρει τα εξής:

    «Η επιλεγείσα προσφορά έλαβε την υψηλότερη βαθμολογία στο σύνολο των προαναφερθέντων κριτηρίων […] (566 βαθμούς) και, ως εκ τούτου, κατατάχθηκε πρώτη.

    Σας ενημερώνουμε ότι, αν και προσφέρατε λίγο χαμηλότερη τιμή, εντούτοις η προσφορά σας έλαβε 504 βαθμούς και, ως εκ τούτου, κατατάχθηκε δεύτερη.»

    69

    Συνεπώς, το Κοινοβούλιο, αν και απάντησε εντός της προθεσμίας του άρθρου 149, παράγραφος 3, των κανόνων εφαρμογής, εντούτοις δεν γνωστοποίησε στην προσφεύγουσα-ενάγουσα κανένα στοιχείο σχετικό με τα χαρακτηριστικά και τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της επιλεγείσας προσφοράς, πλην του ότι η τιμή που προσέφερε η προσφεύγουσα-ενάγουσα ήταν λίγο χαμηλότερη, παρά το γεγονός ότι ο δημοσιονομικός κανονισμός και οι κανόνες εφαρμογής καθιστούν υποχρεωτική τη γνωστοποίηση των στοιχείων αυτών.

    70

    Από την απάντηση αυτή δεν προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του Κοινοβουλίου, ώστε η μεν προσφεύγουσα-ενάγουσα να γνωρίζει τους λόγους για τους οποίους ελήφθη το συγκεκριμένο μέτρο και να είναι σε θέση να υπερασπιστεί τα δικαιώματά της, ο δε δικαστής να μπορεί να ασκήσει τον έλεγχό του.

    71

    Περαιτέρω, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, τα στοιχεία αυτά ήταν κατά μείζονα λόγο απαραίτητα, δεδομένου ότι η τιμή που προσέφερε η προσφεύγουσα-ενάγουσα ήταν χαμηλότερη από αυτή που προσέφερε ο επιλεγείς διαγωνιζόμενος και το κριτήριο της τιμής έχει συντελεστή σταθμίσεως 55 % στο πλαίσιο της συνολικής αξιολογήσεως των προσφορών. Επομένως, η προσφεύγουσα-ενάγουσα δεν είχε στη διάθεσή της κανένα στοιχείο, ώστε να κατανοήσει γιατί δεν έγινε δεκτή η προσφορά της στο πλαίσιο του διαγωνισμού.

    72

    Σημειωτέον, ακόμη, ότι στις 20 Μαρτίου 2007 το Κοινοβούλιο απέστειλε νέο έγγραφο στην προσφεύγουσα-ενάγουσα, απαντώντας στο έγγραφό της της 1ης Μαρτίου 2007.

    73

    Συναφώς, από τη νομολογία προκύπτει ότι, οσάκις το οικείο κοινοτικό όργανο, κατόπιν υποβολής από τον προσφεύγοντα αιτήματος παροχής συμπληρωματικών διευκρινίσεων σχετικά με απόφαση, αποστέλλει σε αυτόν έγγραφο πριν την άσκηση προσφυγής, αλλά μετά την προθεσμία του άρθρου 149, παράγραφος 3, των κανόνων εφαρμογής, το έγγραφο αυτό μπορεί επίσης να λαμβάνεται υπόψη για την εκτίμηση του επαρκούς χαρακτήρα της αιτιολογίας. Συγκεκριμένα, η υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τα στοιχεία που είχε στη διάθεσή του ο προσφεύγων κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής, εξυπακουομένου, πάντως, ότι το κοινοτικό όργανο δεν επιτρέπεται να αντικαθιστά την αρχική με όλως νέα αιτιολόγηση (βλ., σχετικά και κατ’ αναλογία, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2008, T-465/04, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, σκέψη 56 ανωτέρω, σκέψη 59).

    74

    Διαπιστώνεται, όμως, ότι το έγγραφο της 20ής Μαρτίου 2007 δεν περιλαμβάνει στοιχεία σχετικά με τα χαρακτηριστικά και τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της επιλεγείσας προσφοράς. Συγκεκριμένα, το Κοινοβούλιο απλώς επαναλαμβάνει όσα είχε γνωστοποιήσει στην προσφεύγουσα-ενάγουσα με το έγγραφο της 23ης Ιανουαρίου 2007.

    75

    Τέλος, επισημαίνεται ότι το Κοινοβούλιο προσκόμισε στοιχεία σχετικά με την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως στο πλαίσιο της εκδικάσεως της προσφυγής-αγωγής. Συγκεκριμένα, με το υπόμνημα αντικρούσεως, ανέλυσε λεπτομερώς τη βαθμολογία της προσφεύγουσας-ενάγουσας και του επιλεγέντος διαγωνιζομένου ως προς καθένα από τα κριτήρια αναθέσεως, καθώς και τους λόγους που, κατά το Κοινοβούλιο, δικαιολογούν τη συγκεκριμένη βαθμολογία.

    76

    Πλην όμως, η εκ μέρους του Κοινοβουλίου παράθεση των λόγων αυτών κατά τη δίκη δεν αντισταθμίζει την αρχική έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, αποτελεί πάγια νομολογία ότι η αιτιολογία δεν μπορεί να διασαφηνίζεται για πρώτη φορά και εκ των υστέρων ενώπιον του κοινοτικού δικαστή, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις που δεν συντρέχουν εν προκειμένω (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 2ας Ιουλίου 1992, T-61/89, Dansk Pelsdyravlerforening κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II-1931, σκέψη 131, και της 24ης Σεπτεμβρίου 2008, T-264/06, DC-Hadler Networks κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 34).

    77

    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, βάσει του άρθρου 100, παράγραφος 2, του δημοσιονομικού κανονισμού και του άρθρου 149, παράγραφος 3, των κανόνων εφαρμογής, η απόφαση του Κοινοβουλίου να μην αναθέσει τη σύμβαση στην προσφεύγουσα-ενάγουσα είναι πλημμελώς αιτιολογημένη.

    78

    Συνεπώς, ο πρώτος λόγος γίνεται δεκτός.

    Επί του δεύτερου λόγου, που αντλείται από παράτυπη άρνηση γνωστοποιήσεως της τιμής που προσέφερε ο επιλεγείς διαγωνιζόμενος

    — Επιχειρήματα των διαδίκων

    79

    Η προσφεύγουσα-ενάγουσα υποστηρίζει ότι το Κοινοβούλιο παρατύπως αρνήθηκε να της γνωστοποιήσει την τιμή που προσέφερε ο επιλεγείς διαγωνιζόμενος. Καταρχάς, η τιμή που προσέφερε ο εν λόγω διαγωνιζόμενος δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 100, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του δημοσιονομικού κανονισμού. Ειδικότερα, η δημοσιοποίηση της τιμής δεν βλάπτει τον επιλεγέντα διαγωνιζόμενο. Επιπλέον, η γνωστοποίηση των συγκεκριμένων λόγων απορρίψεως προσφοράς στο πλαίσιο ενός τόσο σημαντικού διαγωνισμού είναι λογικό επακόλουθο της αρχής της διαφάνειας.

    80

    Η προσφεύγουσα-ενάγουσα τονίζει, ακόμη, ότι η τιμή που προσέφερε ο επιλεγείς διαγωνιζόμενος έπρεπε να δημοσιευθεί στο Συμπλήρωμα της Επίσημης Εφημερίδας εντός 48 ημερών από την υπογραφή της συμβάσεως. Επομένως, η γνωστοποίηση της τιμής αυτής δεν θα μπορούσε να βλάψει τα θεμιτά εμπορικά συμφέροντα του επιλεγέντος διαγωνιζομένου ή να θίξει τον θεμιτό ανταγωνισμό.

    81

    Η εκ μέρους του Κοινοβουλίου απόρριψη του αιτήματος της προσφεύγουσας-ενάγουσας είχε, επίσης, ως συνέπεια τη συντόμευση της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής ενώπιον του Πρωτοδικείου.

    82

    Το Κοινοβούλιο απαντά ότι το άρθρο 100, παράγραφος 2, του δημοσιονομικού κανονισμού δεν επιβάλλει απόλυτη υποχρέωση γνωστοποιήσεως της τιμής που προσέφερε ο επιλεγείς διαγωνιζόμενος. Συγκεκριμένα, τα «χαρακτηριστικά και τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της επιλεγείσας προσφοράς» συνίστανται σε συγκριτική περιγραφή των προσφορών. Επομένως, η αναθέτουσα αρχή διαθέτει κάποια διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τα στοιχεία που υποχρεούται να γνωστοποιήσει στον απορριφθέντα διαγωνιζόμενο.

    83

    Εξάλλου, είναι θεμιτό να θεωρηθεί ότι η τιμή καταλέγεται στα στοιχεία των οποίων η γνωστοποίηση ενδέχεται να βλάψει τα εμπορικά συμφέροντα μιας επιχειρήσεως, κατά την έννοια του άρθρου 100, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του δημοσιονομικού κανονισμού. Επομένως, η γνωστοποίηση αποτελεί έσχατο μέσο. Το Κοινοβούλιο παραδέχεται, πάντως, ότι η προσφερθείσα από τον επιλεγέντα διαγωνιζόμενο τιμή περιλαμβάνεται στην ανακοίνωση της αναθέσεως της συμβάσεως, η οποία δημοσιεύθηκε στο Συμπλήρωμα στην Επίσημη Εφημερίδα.

    84

    Εξάλλου, η άρνηση γνωστοποιήσεως της προσφερθείσας από τον επιλεγέντα διαγωνιζόμενο τιμής δεν εμπόδισε την προσφεύγουσα-ενάγουσα να προσφύγει εμπρόθεσμα στο Πρωτοδικείο.

    85

    Κατόπιν ερωτήσεως του Πρωτοδικείου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Κοινοβούλιο ανέπτυξε τα επιχειρήματά του, διευκρινίζοντας ότι, έως τη δημοσίευση της ανακοινώσεως αναθέσεως, η ανάθεση της συμβάσεως μπορεί να ακυρωθεί, πριν την υπογραφή της, διά της υποβολής ενστάσεως. Σε μια τέτοια περίπτωση, εφόσον η τιμή δεν έχει γνωστοποιηθεί, οι λοιποί διαγωνιζόμενοι δεν γνωρίζουν το στοιχείο αυτό της προσφοράς του επιλεγέντος διαγωνιζομένου, οπότε αυτός μπορεί να την υποβάλει εκ νέου υπό τις ίδιες συνθήκες.

    — Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    86

    Υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι, στο αίτημα της προσφεύγουσας-ενάγουσας, της 10ης Ιανουαρίου 2007, για παροχή συμπληρωματικών στοιχείων, το Κοινοβούλιο απάντησε μόνον ότι η προσφερθείσα από τον επιλεγέντα διαγωνιζόμενο τιμή ήταν λίγο χαμηλότερη από την αντίστοιχη της προσφεύγουσας-ενάγουσας. Η τιμή αυτή, 26 ευρώ ανά ώρα εκτός προγράμματος και 37,50 ευρώ ανά ώρα σύμφωνα με το πρόγραμμα, δημοσιοποιήθηκε με την ανακοίνωση της 7ης Απριλίου 2007 περί αναθέσεως της συμβάσεως.

    87

    Ωστόσο, κατά το άρθρο 100, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του δημοσιονομικού κανονισμού, το Κοινοβούλιο έπρεπε να γνωστοποιήσει στον απορριφθέντα διαγωνιζόμενο, κατόπιν αιτήματός του, τα χαρακτηριστικά και τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της επιλεγείσας προσφοράς.

    88

    Επομένως, αφού η προσφεύγουσα-ενάγουσα υπέβαλε σχετικό γραπτό αίτημα, το Κοινοβούλιο ήταν υποχρεωμένο να της γνωστοποιήσει την προσφερθείσα από τον επιλεγέντα διαγωνιζόμενο τιμή, δηλαδή ένα από τα χαρακτηριστικά και τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της επιλεγείσας προσφοράς, κατά μείζονα λόγο διότι, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, το κριτήριο αυτό προσμετράται με συντελεστή 55% κατά την αξιολόγηση των προσφορών.

    89

    Η διαπίστωση αυτή δεν αναιρείται από τα επιχειρήματα του Κοινοβουλίου.

    90

    Πρώτον, το επιχείρημα ότι η αναθέτουσα αρχή διαθέτει διακριτική ευχέρεια δεν δικαιολογεί την άρνηση γνωστοποιήσεως της προσφερθείσας από τον επιλεγέντα διαγωνιζόμενο τιμής στον απορριφθέντα διαγωνιζόμενο που υπέβαλε γραπτό αίτημα. Συναφώς, το Κοινοβούλιο δεν μπορεί να αρκεστεί στον ισχυρισμό ότι η τιμή δεν συγκαταλέγεται στα χαρακτηριστικά και στα συγκριτικά πλεονεκτήματα της προσφοράς του αναδόχου, εφόσον, όπως προαναφέρθηκε, το κριτήριο αυτό προσμετράται με συντελεστή 55 % κατά την αξιολόγηση των προσφορών.

    91

    Δεύτερον, κατά το άρθρο 100, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του δημοσιονομικού κανονισμού, η γνωστοποίηση ορισμένων στοιχείων παραλείπεται εφόσον εμποδίζει την εφαρμογή των νόμων, είναι αντίθετη προς το δημόσιο συμφέρον, θίγει θεμιτά εμπορικά συμφέροντα δημοσίων ή ιδιωτικών επιχειρήσεων ή βλάπτει τον θεμιτό ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων. Ωστόσο, το Κοινοβούλιο δεν εξηγεί, με το υπόμνημα αντικρούσεως, γιατί, εν προκειμένω, η γνωστοποίηση της προσφερθείσας από τον επιλεγέντα διαγωνιζόμενο τιμής θα έθιγε τα εμπορικά συμφέροντά του, ενώ αναφέρει ότι η τιμή αυτή περιλαμβάνεται στην ανακοίνωση αναθέσεως της συμβάσεως.

    92

    Τρίτον, το επιχείρημα ότι το άρθρο 101 του δημοσιονομικού κανονισμού επιτρέπει στην αναθέτουσα αρχή να παραιτηθεί από τη σύμβαση ή να ακυρώσει τη διαδικασία συνάψεώς της πριν την υπογραφή της δεν απαλλάσσει το Κοινοβούλιο, υπό τις περιστάσεις της κρινόμενης υποθέσεως, από τη γνωστοποίηση, στην προσφεύγουσα-ενάγουσα, της τιμής που προσέφερε ο επιλεγείς διαγωνιζόμενος. Συγκεκριμένα, αν το επιχείρημα αυτό γινόταν δεκτό, θα καθίστατο κενή περιεχομένου η επιβαλλόμενη από το άρθρο 100, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του δημοσιονομικού κανονισμού και το άρθρο 149, παράγραφος 3, των κανόνων εφαρμογής υποχρέωση αιτιολογήσεως.

    93

    Υπό τις συνθήκες αυτές, ο δεύτερος λόγος πρέπει να γίνει δεκτός.

    94

    Κατόπιν των προεκτεθέντων, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ακυρωτέα.

    Επί του αιτήματος περί ακυρώσεως των μεταγενέστερων της προσβαλλομένης αποφάσεως πράξεων

    95

    Με το τρίτο αίτημά της, η προσφεύγουσα-ενάγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο να ακυρώσει όλες τις μεταγενέστερες της προσβαλλομένης αποφάσεως πράξεις.

    96

    Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι, σύμφωνα με το άρθρο 21, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, ο οποίος έχει εφαρμογή στο Πρωτοδικείο δυνάμει του άρθρου 53, πρώτο εδάφιο, του ιδίου Οργανισμού, και το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ’ του Κανονισμού Διαδικασίας, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να αναφέρει το αντικείμενο της διαφοράς και να περιέχει συνοπτική έκθεση των προβαλλομένων ισχυρισμών. Τούτο πρέπει να γίνεται με τη δέουσα σαφήνεια και ακρίβεια, ώστε να μπορεί ο αντίδικος να προετοιμάσει την άμυνά του και το Πρωτοδικείο να αποφανθεί επί της προσφυγής. Για να διασφαλιστεί η ασφάλεια δικαίου και η ορθή απονομή της δικαιοσύνης είναι απαραίτητο τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται η προσφυγή να προκύπτουν τουλάχιστον συνοπτικά, αλλά κατά τρόπο συνεκτικό και κατανοητό, από το δικόγραφο (διάταξη του Πρωτοδικείου της 28ης Απριλίου 1993, Τ-85/92, De Hoe κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. ΙΙ-523, σκέψη 20, και της 11ης Ιουλίου 2005, T-294/04, Internationaler Hilfsfonds κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II-2719, σκέψη 23).

    97

    Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα-ενάγουσα δεν διευκρινίζει ποιες πράξεις αφορά το τρίτο αίτημά της και δεν αναπτύσσει κανένα επιχείρημα προς στήριξη του αιτήματος αυτού.

    98

    Κατά συνέπεια, το τρίτο αίτημα απορρίπτεται ως απαράδεκτο.

    Επί του αιτήματος αποζημιώσεως

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    99

    Με το δικόγραφό της, η προσφεύγουσα-ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθεί το Κοινοβούλιο να της καταβάλει 500000 ευρώ ως αποζημίωση.

    100

    Με το υπόμνημα απαντήσεως, η προσφεύγουσα-ενάγουσα προβάλλει ότι πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις για να της ανατεθεί η σύμβαση. Κατά συνέπεια, το Κοινοβούλιο παρέβη όλους τους σχετικούς με την ανάθεση της συμβάσεως κανόνες και το αίτημα αποζημιώσεως της προσφεύγουσας-ενάγουσας είναι παραδεκτό.

    101

    Όσον αφορά τη ζημία που υπέστη, η προσφεύγουσα-ενάγουσα ισχυρίζεται ότι, λόγω της μη αναθέσεως της συμβάσεως σε αυτή, υπέστη οικονομική ζημία. Απώλεσε οικονομικό όφελος ως προς το οποίο διατηρούσε θεμιτό δικαίωμα προσδοκίας.

    102

    Το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι το αίτημα αποζημιώσεως της προσφεύγουσας-ενάγουσας είναι απαράδεκτο.

    Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    103

    Κατά πάγια νομολογία, το δικόγραφο με το οποίο ζητείται η αποζημίωση για ζημίες προκληθείσες από κοινοτικό όργανο πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που επιτρέπουν την εξατομίκευση της ενέργειας που ο ενάγων προσάπτει στο όργανο, τους λόγους για τους οποίους εκτιμά ότι υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας και της ζημίας, καθώς και τον χαρακτήρα και την έκταση της ζημίας αυτής (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 10ης Ιουλίου 1997, T-38/96, Guérin automobiles κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. II-1223, σκέψη 42, και της 3ης Φεβρουαρίου 2005, T-19/01, Chiquita Brands κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II-315, σκέψη 65).

    104

    Εν προκειμένω, διαπιστώνεται, πάντως, ότι το δικόγραφο της προσφυγής-αγωγής δεν περιέχει καμία διευκρίνιση σχετική με το αίτημα αποζημιώσεως, για το οποίο γίνεται λόγος μόνο στο σχετικό με τα αιτήματα μέρος του δικογράφου.

    105

    Συγκεκριμένα, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι το δικόγραφο της προσφυγής-αγωγής περιλαμβάνει τα στοιχεία για τον καθορισμό της προσαπτομένης στο Κοινοβούλιο συμπεριφοράς, εντούτοις ουδέν αναφέρει σχετικά με τη φύση και τον χαρακτήρα της προβαλλόμενης ζημίας και τους λόγους για τους οποίους η προσφεύγουσα-ενάγουσα φρονεί ότι υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμπεριφοράς αυτής και της ζημίας.

    106

    Εξάλλου, ανεξαρτήτως του παραδεκτού, η προσφεύγουσα-ενάγουσα δεν επιχείρησε κατ’ ουσία να καλύψει τα κενά αυτά με το υπόμνημα απαντήσεως.

    107

    Κατά συνέπεια, όσον αφορά το αίτημα αποζημιώσεως, το δικόγραφο δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ’, του Κανονισμού Διαδικασίας.

    108

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το αίτημα αποζημιώσεως κρίνεται απαράδεκτο.

    Επί του αιτήματος να υποχρεωθεί το Κοινοβούλιο να διοργανώσει νομότυπο διαγωνισμό

    109

    Με το υπόμνημα απαντήσεως, η προσφεύγουσα-ενάγουσα ζήτησε από το Πρωτοδικείο να υποχρεώσει το Κοινοβούλιο να διοργανώσει νομότυπο διαγωνισμό.

    110

    Ωστόσο, κατά το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ’, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ενάγων πρέπει να ορίσει το αντικείμενο της διαφοράς και να υποβάλει τα αιτήματά του με το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο. Καίτοι το άρθρο 48, παράγραφος 2, του ιδίου κανονισμού επιτρέπει, υπό ορισμένες συνθήκες, την προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, η διάταξη αυτή δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι παρέχει στον διάδικο τη δυνατότητα να υποβάλει στο Πρωτοδικείο νέα αιτήματα και να τροποποιήσει κατά τον τρόπο αυτόν το αντικείμενο της διαφοράς (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 18ης Σεπτεμβρίου 1992, T-28/90, Asia Motor France κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. ΙΙ-2285, σκέψη 43, και της 12ης Ιουλίου 2001, T-2/99, T. Port κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2001, σ. II-2093, σκέψη 34· βλ. επίσης, κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 25ης Σεπτεμβρίου 1979, 232/78, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή τόμος 1979/ΙΙ, σ. 323, σκέψη 3).

    111

    Κατά συνέπεια, απορρίπτεται ως απαράδεκτο το αίτημα να υποχρεώσει το Πρωτοδικείο το Κοινοβούλιο να διοργανώσει διαγωνισμό.

    112

    Ως εκ περισσού, υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως ασκηθείσας δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ, η αρμοδιότητα του κοινοτικού δικαστή περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της προσβαλλομένης πράξεως και ότι, κατά πάγια νομολογία, το Πρωτοδικείο δεν μπορεί, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του, να απευθύνει διαταγές στα κοινοτικά όργανα (απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 1999, C-5/93 P, DSM κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I-4695, σκέψη 36, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 24ης Φεβρουαρίου 2000, T-145/98, ADT Projekt κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II-387, σκέψη 83). Σε περίπτωση ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, απόκειται στο αρμόδιο κοινοτικό όργανο να λάβει, δυνάμει του άρθρου 233 ΕΚ, τα απαραίτητα για την εκτέλεση της ακυρωτικής αποφάσεως μέτρα (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 27ης Ιανουαρίου 1998, T-67/94, Ladbroke Racing κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II-1, σκέψη 200, και απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2008, T-465/04, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, σκέψη 56 ανωτέρω, σκέψη 35).

    Επί των δικαστικών εξόδων

    113

    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι το Κοινοβούλιο ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της προσφεύγουσας-ενάγουσας.

     

    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (έκτο τμήμα)

    αποφασίζει:

     

    1)

    Ακυρώνει την απόφαση με την οποία το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αρνήθηκε να αναθέσει στη VIP Car Solutions SARL τη σύμβαση για την οποία διεξήχθη ο διαγωνισμός PE/2006/06/UTD/1.

     

    2)

    Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή-αγωγή.

     

    3)

    Καταδικάζει το Κοινοβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

     

    Meij

    Vadapalas

    Moavero Milanesi

    Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 20 Μαΐου 2009.

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

    Επάνω