Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-5/00 και T-6/00
Nederlandse Federatieve Vereniging voor de Groothandel op Elektrotechnisch Gebied και Technische Unie BV
κατά
Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
«Συμφωνίες – Πώληση ηλεκτροτεχνικών εξαρτημάτων στις Κάτω Χώρες – Εθνική ένωση χονδρεμπόρων – Συλλογικές συμφωνίες αποκλειστικής εμπορίας και καθορισμού των τιμών – Πρόστιμα»
|
Απόφαση του Πρωτοδικείου (πρώτο τμήμα) της 16ης Δεκεμβρίου 2003 |
|
|
|
|
|
|
|
Περίληψη της αποφάσεως
- 1..
- Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Ανακοίνωση αιτιάσεων – Αναγκαίο περιεχόμενο – Αποδεικτικά στοιχεία που μπορούν να ληφθούν υπόψη
- 2..
- Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Έγγραφο που θεμελιώνει ευθύνη – Έννοια
- 3..
- Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Εξέταση των καταγγελιών – Υποχρεώσεις της Επιτροπής – Τήρηση εύλογης προθεσμίας – Παράβαση – Συνέπειες – Ακύρωση της απορριπτικής αποφάσεως – Αποκλείεται
(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου)
- 4..
- Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Εξέταση των καταγγελιών – Υποχρεώσεις της Επιτροπής – Τήρηση εύλογης προθεσμίας – Ανάγκη διακρίσεως μεταξύ του προπαρασκευαστικού σταδίου που προηγείται της ανακοινώσεως αιτιάσεων και της λοιπής διοικητικής
διαδικασίας
(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 3)
- 5..
- Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Προβλεπόμενη στον κανονισμό 2988/74 παραγραφή – Δεν συντρέχει προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας πριν από τη λήξη της προθεσμίας παραγραφής
(Κανονισμοί 17 και 2988/74 του Συμβουλίου)
- 6..
- Διαδικασία – Εισαγωγικό δικόγραφο – Απαιτήσεις ως προς τον τύπο – Συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων ισχυρισμών – Νομικοί ισχυρισμοί που δεν εκτίθενται με το δικόγραφο της προσφυγής – Παραπομπή στο σύνολο των συνημμένων εγγράφων – Απαράδεκτο
(Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 44 § 1, στοιχ. γ΄)
- 7..
- Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Εναρμονισμένη πρακτική – Έννοια – Κριτήρια συντονισμού και συνεργασίας – Ερμηνεία
(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)
- 8..
- Ανταγωνισμός – Κοινοτικοί κανόνες – Καθ' ύλην πεδίο εφαρμογής – Απόφαση ως προς τις τιμές ενώσεως επιχειρήσεων – Δεν εμπίπτει εφόσον υφίσταται εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία αποτέλεσε έναυσμα για τη λήψη της – Προϋπόθεση – Επιτακτικός χαρακτήρας της κανονιστικής ρυθμίσεως
(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)
- 9..
- Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Συμμετοχή σε συσκέψεις επιχειρήσεων με αντικείμενο που θίγει τον ανταγωνισμό – Περίσταση επιτρέπουσα, ελλείψει αποστασιοποιήσεως από τις ληφθείσες αποφάσεις, να συναχθεί η συμμετοχή στην επακόλουθη σύμπραξη
(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)
- 10..
- Ανταγωνισμός – Κοινοτικοί κανόνες – Παραβάσεις – Διάπραξη εκ προθέσεως – Έννοια
(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15)
- 11..
- Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Απόφαση επιβάλλουσα πρόστιμα – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο – Μνεία των στοιχείων εκτιμήσεως βάσει των οποίων η Επιτροπή έκρινε τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως – Ανεπαρκής μνεία
(Άρθρο 253 ΕΚ· κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15 § 2, εδ. 2)
- 12..
- Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Εκτίμηση σε συνάρτηση με την ατομική συμπεριφορά της επιχειρήσεως – Μη επιβολή κυρώσεως σε άλλον επιχειρηματία – Δεν ασκεί επιρροή
(Κανονισμός 17 του Συμβουλίου, άρθρο 15)
- 1.
Ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας, που συνιστά θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου και πρέπει να τηρείται σε όλες τις περιπτώσεις,
ιδίως σε κάθε διαδικασία δυνάμενη να καταλήξει στην επιβολή κυρώσεων ακόμη και αν πρόκειται για διαδικασία διοικητικού χαρακτήρα,
απαιτεί να μπόρεσε η ενδιαφερόμενη επιχείρηση να καταστήσει λυσιτελώς γνωστή την άποψή της επί του υποστατού και της λυσιτέλειας
των πραγματικών περιστατικών, των αιτιάσεων και των περιστάσεων που προβάλλει η Επιτροπή. Η ανακοίνωση των αιτιάσεων πρέπει να εκθέτει τις αιτιάσεις κατά τρόπον αρκούντως σαφή, έστω και συνοπτικό, ώστε οι ενδιαφερόμενοι
να είναι σε θέση να αντιληφθούν τις ενέργειες που τους προσάπτει η Επιτροπή. Συγκεκριμένα, υπ' αυτή και μόνον την προϋπόθεση
η ανακοίνωση των αιτιάσεων μπορεί να επιτελέσει τη λειτουργία την οποία της αναθέτουν οι κοινοτικοί κανονισμοί και η οποία
συνίσταται στην παροχή όλων των αναγκαίων στοιχείων στις επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων ώστε να μπορέσουν να αμυνθούν
προσηκόντως πριν εκδώσει η Επιτροπή οριστική απόφαση. Κατ' αρχήν, μόνον τα έγγραφα των οποίων γίνεται μνεία στην ανακοίνωση των αιτιάσεων αποτελούν νόμιμα αποδεικτικά μέσα Ωστόσο,
τα έγγραφα που είναι συνημμένα στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, χωρίς να γίνεται μνεία τους σ' αυτήν, μπορούν να ληφθούν υπόψη
στην απόφαση κατά της προσφεύγουσας μόνον αν αυτή μπορούσε ευλόγως να συναγάγει από την ανακοίνωση των αιτιάσεων τα συμπεράσματα
που σκόπευε να αντλήσει η Επιτροπή. βλ. σκέψεις 32-34
- 2.
Ένα έγγραφο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι θεμελιώνει την ευθύνη επιχειρήσεως παρά μόνον εφόσον η Επιτροπή το χρησιμοποιεί για
να στηρίξει τη διαπίστωση παραβάσεως της επιχειρήσεως αυτής. Προκειμένου να αποδειχθεί η προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της
επιχειρήσεως, δεν αρκεί αυτή να αποδείξει ότι δεν μπόρεσε να διατυπώσει την άποψή της κατά τη διοικητική διαδικασία επί εγγράφου
που χρησιμοποιήθηκε σε οποιοδήποτε σημείο της προσβαλλομένης αποφάσεως. Πρέπει να αποδείξει ότι η Επιτροπή χρησιμοποίησε το
έγγραφο αυτό, στην προσβαλλόμενη απόφαση, ως πρόσθετο αποδεικτικό στοιχείο για να διαπιστώσει παράβαση της επιχειρήσεως. βλ. σκέψη 35
- 3.
Ναι μεν η Επιτροπή οφείλει να αποφαίνεται εντός εύλογης προθεσμίας κατά τις διοικητικές διαδικασίες που διεξάγονται σε θέματα
ανταγωνισμού, κατ’ εφαρμογή του κανονισμού 17, και ενδέχεται να καταλήξουν στην επιβολή των προβλεπόμενων από τον κανονισμό
κυρώσεων, η υπέρβαση όμως της προθεσμίας αυτής, ακόμη και αν αποδειχθεί, δεν δικαιολογεί κατ' ανάγκη την ακύρωση της προσβαλλομένης
αποφάσεως. Συγκεκριμένα, όσον αφορά την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού, η υπέρβαση της εύλογης προθεσμίας δεν μπορεί να συνιστά λόγο
ακυρώσεως παρά μόνο στην περίπτωση αποφάσεως περί διαπιστώσεως παραβάσεων, εφόσον έχει αποδειχθεί ότι η παραβίαση της αρχής
αυτής έθιξε τα δικαιώματα των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων. Εκτός από αυτή την ειδική περίπτωση, η μη τήρηση της υποχρεώσεως
για την έκδοση αποφάσεως εντός εύλογης προθεσμίας δεν ασκεί επιρροή στο κύρος της διοικητικής διαδικασίας δυνάμει του κανονισμού
17, αν και μπορεί να δικαιολογεί μείωση του ποσού του προστίμου που πρέπει να επιβληθεί. βλ. σκέψεις 73-74, 436-438
- 4.
Για να εκτιμηθεί η υπερβολική ενδεχομένως διάρκεια του χρονικού διαστήματος μεταξύ της αιτήσεως παροχής πληροφοριών που απευθύνει
η Επιτροπή σε μια επιχείρηση, δυνάμει του άρθρου 11 του κανονισμού 17, από τις πρώτες επιτόπιες επιθεωρήσεις, πρέπει στην
πραγματικότητα να γίνει διάκριση μεταξύ του προπαρασκευαστικού σταδίου που προηγείται της ανακοινώσεως των αιτιάσεων και της
υπόλοιπης διοικητικής διαδικασίας. Συναφώς πρέπει να σημειωθεί, αφενός, ότι, στα ποινικά ζητήματα, ο εύλογος χρόνος που προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 1, της
Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών τρέχει από τη στιγμή που
διατυπώνονται κατηγορίες κατά προσώπου και, αφετέρου, ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα που εγγυάται η σύμβαση αυτή προστατεύονται
ως γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου. Στο πλαίσιο διαδικασίας σχετικής με την κοινοτική πολιτική του ανταγωνισμού, δεν
διατυπώνεται επισήμως καμιά κατηγορία κατά των ενδιαφερομένων μέχρι την παραλαβή της ανακοινώσεως των αιτιάσεων. Επομένως,
η παράταση και μόνον αυτού του σταδίου της διαδικασίας δεν είναι αφ' εαυτής ικανή να θίξει τα δικαιώματα άμυνας. Αντιθέτως, η κοινοποίηση της ανακοινώσεως των αιτιάσεων σε διαδικασία αποσκοπούσα στη διαπίστωση παραβάσεως προϋποθέτει την
κίνηση της διαδικασίας του άρθρου 3 του κανονισμού 17. Με την κίνηση της διαδικασίας αυτής, η Επιτροπή δηλώνει τη βούλησή
της να προβεί στην έκδοση αποφάσεως περί διαπιστώσεως παραβάσεως. Αφετέρου, μόνον από το χρονικό σημείο της παραλαβής της
ανακοινώσεως των αιτιάσεων μια επιχείρηση μπορεί να λάβει γνώση του αντικειμένου της διαδικασίας που κινήθηκε κατ' αυτής και
της συμπεριφοράς που της προσάπτει η Επιτροπή. Συνεπώς, οι επιχειρήσεις έχουν ειδικό συμφέρον να διεξαγάγει η Επιτροπή τη
δεύτερη αυτή φάση της διαδικασίας με ιδιαίτερη επιμέλεια, χωρίς ωστόσο να θίγονται τα δικαιώματα άμυνάς τους. Ο εύλογος χαρακτήρας αυτού του σταδίου της διαδικασίας πρέπει να εκτιμηθεί σε συνάρτηση με τις περιστάσεις της κάθε υποθέσεως
και, μεταξύ άλλων, με το πλαίσιο της, τη συμπεριφορά των διαδίκων κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, τα συμφέροντα των διαφόρων
ενδιαφερομένων επιχειρήσεων και ενώσεων επιχειρήσεων τα οποία διακυβεύονται στο πλαίσιο της υποθέσεως και τον βαθμό περιπλοκότητάς
της. βλ. σκέψεις 77-80, 82
- 5.
Κατά το χρονικό διάστημα που δεν έχει επέλθει η παραγραφή που προβλέπει ο κανονισμός 2988/74, περί παραγραφής ως προς τις
διώξεις και την εκτέλεση των αποφάσεων στους τομείς του δικαίου των μεταφορών και του ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Οικονομικής
Κοινότητας, κάθε επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων κατά της οποίας έχει κινηθεί διαδικασία έρευνας σε θέματα ανταγωνισμού βάσει
του κανονισμού 17 παραμένει σε αβεβαιότητα ως προς την έκβαση της διαδικασίας αυτής και την ενδεχόμενη επιβολή κυρώσεων ή
προστίμων. Συνεπώς, η παράταση της αβεβαιότητας αυτής είναι εγγενής στις διαδικασίες εφαρμογής του κανονισμού 17 και δεν συνιστά
αφ’ εαυτής προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας. βλ. σκέψη 91
- 6.
Κατά το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει
να περιέχει, μεταξύ άλλων, συνοπτική έκθεση των ισχυρισμών των οποίων γίνεται επίκληση. Το σώμα του δικογράφου της προσφυγής μπορεί βέβαια να διευκρινίζεται και να συμπληρώνεται, επί ορισμένων ειδικών σημείων,
με παραπομπές σε αποσπάσματα εγγράφων που έχουν επισυναφθεί στο δικόγραφο αυτό, αλλά το Πρωτοδικείο δεν έχει υποχρέωση να
ερευνά και να εξακριβώνει, εντός των συνημμένων στην προσφυγή εγγράφων, τους ισχυρισμούς που θα μπορούσε να θεωρήσει ότι αποτελούν
τη βάση της προσφυγής, δεδομένου ότι τα συνημμένα αυτά έγγραφα επιτελούν απλώς λειτουργία αποδεικτικών και διευκρινιστικών
στοιχείων. βλ. σκέψεις 100-101
- 7.
Η έννοια της εναρμονισμένης πρακτικής κατά το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ αφορά μορφή συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων που,
χωρίς να φθάνει μέχρι τη σύναψη κατά κυριολεξίαν συμβάσεως, αντικαθιστά ηθελημένα τους κινδύνους που ενέχει ο ανταγωνισμός
με την έμπρακτη συνεργασία των επιχειρήσεων αυτών Τα κριτήρια συντονισμού και συνεργασίας πρέπει να νοούνται υπό το φως της
αντιλήψεως που είναι συνυφασμένη με τις περί ανταγωνισμού διατάξεις της Συνθήκης, κατά την οποία κάθε επιχειρηματίας πρέπει
να καθορίζει κατά τρόπο αυτόνομο την πολιτική που προτίθεται να ακολουθήσει στην κοινή αγορά. Αυτή η απαίτηση αυτονομίας δεν αποκλείει μεν το δικαίωμα των επιχειρηματιών να προσαρμόζονται επιτηδείως στη διαπιστούμενη
ή αναμενόμενη συμπεριφορά των ανταγωνιστών τους, πλην όμως αντιτίθεται αυστηρώς σε κάθε άμεση ή έμμεση επαφή μεταξύ των επιχειρηματιών
αυτών δυνάμενη είτε να επηρεάσει τη συμπεριφορά ενός υφισταμένου ή δυνητικού ανταγωνιστή στην αγορά, είτε να αποκαλύψει σε
έναν ανταγωνιστή τη συμπεριφορά που ο επιχειρηματίας έχει αποφασίσει ή σκέπτεται να ακολουθήσει στην αγορά, όταν οι επαφές
αυτές έχουν ως σκοπό ή ως αποτέλεσμα τη δημιουργία συνθηκών ανταγωνισμού που δεν αντιστοιχούν στις κανονικές συνθήκες της
εν λόγω αγοράς, λαμβανομένων υπόψη της φύσεως των προϊόντων ή των παρεχομένων υπηρεσιών, της σπουδαιότητας και του αριθμού
των επιχειρήσεων και του όγκου της αγοράς αυτής. βλ. σκέψεις 284-286
- 8.
Tο γεγονός ότι έμπνευση για μια απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων, η οποία περιορίζει την ελευθερία καθορισμού των τιμών εκ μέρους
των μελών της και έχει ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού υπό την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, αποτέλεσε
η εθνική κανονιστική ρύθμιση που ίσχυε κατά την έκδοσή της δεν έχει ως συνέπεια τη μη εφαρμογή του άρθρου αυτού στην οικεία
ένωση επιχειρήσεων, εφόσον αυτή δεν αποδείξει ότι δεν διέθετε ουδεμία αυτονομία στο ζήτημα αυτό. βλ. σκέψεις 295-296
- 9.
Εφόσον μια επιχείρηση συμμετέχει, έστω και χωρίς να λαμβάνει ενεργό μέρος, σε συναντήσεις μεταξύ επιχειρήσεων που έχουν ως
αντικείμενο τον καθορισμό των τιμών των προϊόντων τους και δεν αποστασιοποιείται δημοσίως από το περιεχόμενο των συναντήσεων
αυτών, δημιουργώντας έτσι την εντύπωση στους άλλους συμμετέχοντες ότι επικροτεί το αποτέλεσμα των συναντήσεων και ότι θα συμμορφωθεί
προς αυτό, μπορεί να θεωρηθεί ότι αποδεδειγμένως συμμετέχει στη σύμπραξη που προκύπτει από τις εν λόγω συναντήσεις. βλ. σκέψη 359
- 10.
Για να μπορεί να θεωρηθεί ότι μια παράβαση διαπράχθηκε εκ προθέσεως, δεν είναι απαραίτητο η επιχείρηση να έχει επίγνωση ότι
περιορίζει τον ανταγωνισμό αλλά αρκεί το ότι δεν μπορούσε να αγνοεί ότι η προσαπτόμενη συμπεριφορά είχε ως αντικείμενο τον
περιορισμό του ανταγωνισμού. βλ. σκέψη 396
- 11.
Σε περίπτωση αποφάσεως της Επιτροπής που επιβάλλει πρόστιμο λόγω παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού, ο συνιστάμενος στην
υποχρέωση αιτιολογήσεως ουσιώδης τύπος τηρείται άπαξ η Επιτροπή εκθέτει, με την απόφασή της, τα στοιχεία εκτιμήσεως τα οποία
χρησιμοποίησε για να μετρήσει τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως τις οποίες πρέπει να λάβει υπόψη της. Ελλείψει
αυτών των στοιχείων, η απόφαση πάσχει έλλειψη αιτιολογίας. Το περιεχόμενο της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται λαμβανομένου υπόψη ότι η σοβαρότητα των παραβάσεων πρέπει
να αποδεικνύεται βάσει μεγάλου αριθμού στοιχείων όπως είναι, ιδίως, τα ιδιαίτερα περιστατικά της υποθέσεως, το πλαίσιό της
και ο αποτρεπτικός χαρακτήρας των προστίμων, και τούτο χωρίς να υφίσταται δεσμευτικός ή εξαντλητικός κατάλογος κριτηρίων που
πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνονται υπόψη. βλ. σκέψεις 421-422
- 12.
Όταν μια επιχείρηση έχει παραβεί με τη συμπεριφορά της το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ, δεν μπορεί να αποφύγει την επιβολή κυρώσεως
για τον λόγο ότι σε άλλους επιχειρηματίες δεν έχει επιβληθεί κανένα πρόστιμο, εφόσον μάλιστα, όπως εν προκειμένω, η περίπτωση
των επιχειρηματιών αυτών δεν έχει καν υποβληθεί στην κρίση του κοινοτικού δικαστή. βλ. σκέψη 430