Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62001TO0167

    Διάταξη του Πρωτοδικείου (τέταρτο πενταμελές τμήμα) της 30ής Απριλίου 2003.
    Schmitz-Gotha Fahrzeugwerke GmbH κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
    Προσφυγή ακυρώσεως - .ννομο συμφέρον - Απόφαση της Επιτροπής διατάσσουσα την αναζήτηση κρατικών ενισχύσεων - Προσφυγή επιχειρήσεως που έχει αποκτήσει περιουσιακά στοιχεία εταιρίας που οφείλει να αποδώσει ενισχύσεις - Απαράδεκτο.
    Υπόθεση T-167/01.

    Συλλογή της Νομολογίας 2003 II-01873

    Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:T:2003:121

    62001B0167

    Διάταξη του Πρωτοδικείου (τέταρτο πενταμελές τμήμα) της 30ης Απριλίου 2003. - Schmitz-Gotha Fahrzeugwerke GmbH κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. - Προσφυγή ακυρώσεως - .ννομο συμφέρον - Απόφαση της Επιτροπής διατάσσουσα την αναζήτηση κρατικών ενισχύσεων - Προσφυγή επιχειρήσεως που έχει αποκτήσει περιουσιακά στοιχεία εταιρίας που οφείλει να αποδώσει ενισχύσεις - Απαράδεκτο. - Υπόθεση T-167/01.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2003 σελίδα II-01873


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Σκεπτικό της απόφασης
    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    1. Προσφυγή ακυρώσεως - Φυσικά ή νομικά πρόσωπα - Πράξεις δεκτικές προσφυγής - Πράξεις παράγουσες δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα - Πράξεις μεταβάλλουσες τη νομική κατάσταση του προσφεύγοντος

    (Άρθρο 230, εδ. 4, EK)

    2. Προσφυγή ακυρώσεως - Φυσικά ή νομικά πρόσωπα - Έννομο συμφέρον - Ανάγκη υπάρξεως γεγεννημένου και ενεστώτος συμφέροντος - Εκτίμηση κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής

    (Άρθρο 230, εδ. 4, EK)

    Περίληψη


    1. Τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα μπορούν, δυνάμει του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, να προσβάλλουν μόνον τις πράξεις που παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα που είναι ικανά να θίξουν τα συμφέροντα αυτών των φυσικών ή νομικών προσώπων, μεταβάλλοντας σαφώς τη νομική κατάστασή τους.

    ( βλ. σκέψη 46 )

    2. Η προσφυγή ακυρώσεως που ασκείται από φυσικό ή νομικό πρόσωπο είναι παραδεκτή μόνον εφόσον ο προσφεύγων έχει συμφέρον από την ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως.

    Ο προσφεύγων πρέπει να αποδείξει το έννομο συμφέρον του, το οποίο αποτελεί την πρώτη και βασική προϋπόθεση για την άσκηση κάθε ενδίκου βοηθήματος.

    Το συμφέρον αυτό πρέπει να είναι γεγεννημένο και ενεστώς και εκτιμάται κατά την ημέρα ασκήσεως της προσφυγής. Αν το συμφέρον που επικαλείται ο προσφεύγων αφορά μελλοντική νομική κατάσταση, πρέπει να αποδείξει ότι είναι ήδη βέβαιο ότι θα υπάρξει προσβολή της καταστάσεως αυτής. Κατά συνέπεια, ο προσφεύγων δεν μπορεί να επικαλείται μελλοντικές και αβέβαιες καταστάσεις για να αποδείξει ότι έχει έννομο συμφέρον για την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως.

    ( βλ. σκέψεις 47, 58 )

    Διάδικοι


    Στην υπόθεση T-167/01,

    Schmitz-Gotha Fahrzeugwerke GmbH, με έδρα την Gotha (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τον Μ. Matzat, δικηγόρο,

    προσφεύγουσα,

    κατά

    Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τους V. Kreuschitz και V. Di Bucci, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

    καθής,

    που έχει ως αντικείμενο αίτηση ακυρώσεως της αποφάσεως 2001/673/ΕΚ της Επιτροπής, της 28ης Μαρτίου 2001, σχετικά με κρατική ενίσχυση, που χορήγησε η Γερμανία υπέρ της EFBE Verwaltungs GmbH & Co. Management KG (που κατέστη Lintra Beteiligungsholding GmbH, με τις εταιρίες Zeitzer Maschinen, Anlagen Geräte GmbH, LandTechnik Schlüter GmbH, ILKA MAFA Kältetechnik GmbH, SKL Motoren- und Systembautechnik GmbH, SKL Spezialapparatebau GmbΗ, Magdeburger Eisengießerei GmbH, Saxonia Edelmetalle GmbH και Gothaer Fahrzeugwerk GmbH) (ΕΕ L 236, σ. 3),

    ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (τέταρτο πενταμελές τμήμα),

    συγκείμενο από την V. Tiili, Πρόεδρο, και τους J. Pirrung, P. Mengozzi, A. W. H. Meij και Μ. Βηλαρά, δικαστές,

    γραμματέας: H. Jung

    εκδίδει την ακόλουθη

    Διάταξη

    Σκεπτικό της απόφασης


    Ιστορικό της διαφοράς

    1 Με απόφαση της 13ης Μαρτίου 1996 (της οποίας συνοπτική περίληψη δημοσιεύθηκε στην ΕΕ 1996, C 168, σ. 10), η Επιτροπή ενέκρινε τις ενισχύσεις για την ιδιωτικοποίηση και την αναδιάρθρωση οκτώ επιχειρήσεων της πρώην Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας που δρούσαν σε διάφορους τομείς της οικονομίας και είχαν συναποτελέσει μια εταιρία χαρτοφυλακίου (η τελευταία επωνυμία της οποίας ήταν Lintra Beteiligungsholding GmbH, στο εξής: Lintra), που ανήκε στον Treuhandanstalt (οργανισμό δημοσίου δικαίου στον οποίο είχε ανατεθεί η αναδιάρθρωση των επιχειρήσεων της πρώην Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας), και οι οποίες δημιούργησαν μαζί με τη Lintra, μετά την περάτωση της ιδιωτικοποιήσεως, τον όμιλο Lintra. Οι ενισχύσεις που χορήγησε στον όμιλο Lintra η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και τις οποίες ενέκρινε η Επιτροπή ανέρχονταν σε 658,202 εκατομμύρια γερμανικά μάρκα (DEM).

    2 Μία από τις εταιρίες στις οποίες χορηγήθηκαν οι ενισχύσεις αυτές η Gothaer Fahrzeugwerk GmbH (στο εξής: GFW). Η GFW, η οποία δρούσε μέχρι το 1997 στους τομείς της τεχνολογίας αυτοκινήτων, της κατασκευής οχημάτων και της κατασκευής αμαξωμάτων, μεταβίβασε τότε τα περιουσιακά στοιχεία της που υπάγονταν στους τομείς της τεχνολογίας αυτοκινήτων και της κατασκευής οχημάτων σε δύο άλλες εταιρίες, οι οποίες επρόκειτο να ιδιωτικοποιηθούν.

    3 Ειδικότερα, με συμβολαιογραφική πράξη της 10ης Σεπτεμβρίου 1997, στην οποία μετείχε ο Bundesanstalt für vereinigungsbedingte Sonderaufgaben (οργανισμός που διαδέχθηκε τον Treuhandanstalt, στο εξής: BvS), τα στοιχεία ενεργητικού της GFW (γήπεδα, εγκαταστάσεις κ.λπ.) που υπάγονταν στον τομέα της κατασκευής οχημάτων μεταβιβάστηκαν στην εταιρία Widahvogel Vermögensverwaltung GmbH, της οποίας όλα τα εταιρικά μερίδια ανήκαν από μία ήδη εβδομάδα στην GFW.

    4 Στη συνέχεια, με συμβολαιογραφική πράξη της ίδιας ημέρας, η GFW μεταβίβασε τα εταιρικά αυτά μερίδια, σε ποσοστό 30 και 70 % αντιστοίχως, στις ιδιωτικές εταιρίες Weißstorch Vermögensverwaltung GmbH και Schmitz-Anhänger Einkaufs- und Beteiligungsgesellschaft GmbH. Τέλος, η εταιρική επωνυμία της Widahvogel Vermögensverwaltung μετατράπηκε τελικά σε Schmitz-Gotha Fahrzeugwerke GmbH (στο εξής: Schmitz-Gotha ή προσφεύγουσα).

    5 Τα στοιχεία ενεργητικού της GFW που υπάγονταν στον τομέα της τεχνολογίας αυτοκινήτων μεταβιβάστηκαν στην Gothaer Fahrzeugtechnik GmbH.

    6 Τα στοιχεία ενεργητικού που υπάγονταν στον τομέα της κατασκευής αμαξωμάτων παρέμειναν στην GFW, η οποία τελεί σε εκκαθάριση από την 1η Ιανουαρίου 2001.

    7 Η Επιτροπή, κατόπιν της αλληλογραφίας που είχε με τις γερμανικές αρχές κατά τη διάρκεια του 1998, τις ενημέρωσε, με έγγραφο της 22ας Ιουνίου 1999, ότι θα κινούνταν η διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ (διαδικασία C 41/1999), προκειμένου να εξακριβωθεί κατά πόσον οι εγκεκριμένες ενισχύσεις είχαν χρησιμοποιηθεί σύμφωνα με την προαναφερθείσα απόφαση της 13ης Μαρτίου 1996.

    8 Η Επιτροπή, με την απόφαση 2001/673/ΕΚ, της 28ης Μαρτίου 2001, σχετικά με κρατική ενίσχυση, που χορήγησε η Γερμανία υπέρ της EFBE Verwaltungs GmbH & Co. Management KG (που κατέστη Lintra Beteiligungsholding GmbH, με τις εταιρίες Zeitzer Maschinen, Anlagen Geräte GmbH, LandTechnik Schlüter GmbH, ILKA MAFA Kältetechnik GmbH, SKL Motoren- und Systembautechnik GmbH, SKL Spezialapparatebau GmbΗ, Magdeburger Eisengießerei GmbH, Saxonia Edelmetalle GmbH και Gothaer Fahrzeugwerk GmbH) (ΕΕ L 236, σ. 3, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), αποδέκτης της οποίας ήταν η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, περάτωσε τη διαδικασία C 41/1999 και διαπίστωσε ότι από το ποσό των 658,202 εκατ. DEM ένα ποσό 34,978 εκατ. DEM δεν είχε χρησιμοποιηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του σχεδίου αναδιαρθρώσεως που είχε εγκριθεί με την απόφαση της Επιτροπής της 13ης Μαρτίου 1996 και ότι επρόκειτο για καταχρηστική εφαρμογή των ενισχύσεων, υπό την έννοια του άρθρου 88, πράγραφος 2, ΕΚ και του άρθρου 1, στοιχείο στ_, του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [88] της Συνθήκης ΕΚ (ΕΕ L 83, σ. 1). Αυτό το τμήμα των ενισχύσεων κηρύχθηκε συνεπώς ασυμβίβαστο με την κοινή αγορά και η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας διατάχθηκε να το αναζητήσει από τη Lintra και τις οκτώ εταιρίες που έλεγχε η Lintra.

    9 Μεταξύ των θυγατρικών της Lintra, τις οποίες αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση, καταλέγεται η GFW, η οποία οφείλει 7 100 736 DEM (στο εξής: επίδικη ενίσχυση) από το συνολικό ποσό για το οποίο η Επιτροπή έκρινε ότι είχε υπάρξει καταχρηστική χρησιμοποίηση.

    10 Με την αιτιολογική σκέψη 46, τρίτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, της ανωτέρω αποφάσεως, η Επιτροπή τονίζει ότι «η εκχώρηση των θυγατρικών Lintra μετά από την αποτυχία της πρώτης αναδιάρθρωσης δεν αποτελεί εμπόδιο στην απεριόριστη εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου και δεν αλλάζει σε τίποτα την υποχρέωση [αναζητήσεως] των επίδικων ενισχύσεων». Συναφώς, η Επιτροπή παραπέμπει, με υποσημείωση, στη σκέψη 60 της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 21ης Μαρτίου 1991, C-303/88, Ιταλία κατά Επιτροπής, αποκαλούμενη ENI/Lanerossi (Συλλογή 1991, σ. Ι-1433).

    11 Με έγγραφο της 23ης Μα_ου 2001, η Επιτροπή πληροφόρησε την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας για την κίνηση διαδικασίας ελέγχου του συμβατού με την κοινή αγορά μιας νέας ενισχύσεως που είχε χορηγηθεί στην GFW και στην Schmitz-Gotha από τον Ιανουάριο 1997 (διαδικασία C 31/2001).

    12 Τα σημεία 62 και 63 του εν λόγω εγγράφου έχουν ως εξής:

    «62. Επιπλέον, η Επιτροπή τονίζει ότι η οριστική απόφαση στην υπόθεση C 41/99 Lintra έχει ως αποτέλεσμα να βαρύνεται η [GFW] με οφειλή 7 100 736 DEM, ως αποτέλεσμα της υποχρεώσεως αναζητήσεως των ασυμβίβαστων ενισχύσεων. Κατά την αιτιολογική σκέψη 47 της εν λόγω αποφάσεως, η οφειλή αυτή θα αξιολογηθεί στο πλαίσιο της δεύτερης αναδιαρθρώσεως των πρώην θυγατρικών εταιριών της Lintra.

    63. Όπως έχει ήδη τονιστεί επανειλημμένα, η δεύτερη αναδιάρθρωση της [GFW], πρώην θυγατρικής της Lintra, πραγματοποιήθηκε με τη μεταβίβαση σε νέους επενδυτές διαφόρων ενσώματων περιουσιακών στοιχείων και με την εκκαθάριση της παλαιάς εταιρίας. Το ποσό των 7 100 736 DEM θα πρέπει συνεπώς να θεωρηθεί, κατά την ιδιωτικοποίηση της Schmitz-Gotha, ως επιπλέον στοιχείο του παθητικού, το οποίο θα μπορούσε να επηρεάσει την εκτίμηση της βιωσιμότητας. Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η Schmitz-Gotha είναι η μία μόνο από τις δικαιοδόχους της παλαιάς εταιρίας GFW, η οποία τελεί υπό εκκαθάριση. Συνεπώς, η Επιτροπή καλεί τη Γερμανία να την ενημερώσει για τον τρόπο με τον οποίο λαμβάνεται υπόψη η οφειλή των 7 100 736 DEM κατά την αναδιάρθρωση της παλαιάς εταιρίας και για τον τρόπο με τον οποίο η οφειλή αυτή θα κατανεμηθεί ενδεχομένως μεταξύ των δύο εταιριών που έχουν διαδεχθεί την παλαιά αυτή εταιρία.»

    13 Στις 13 Μα_ου και στις 12 Ιουνίου 2001 οι εταιρίες Saxonia Edelmetalle και Zeither Maschinen, Anlagen Geräte (ZEMAG), δύο άλλες θυγατρικές της Lintra που αναφέρονταν ρητά, στην προσβαλλόμενη απόφαση, ως αποδέκτες, όπως ακριβώς η GFW, ενός μέρους των ενισχύσεων που είχαν χρησιμοποιηθεί καταχρηστικά, άσκησαν ενώπιον του Πρωτοδικείου, δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ, προσφυγή με την οποία ζητούν την ακύρωση της ίδιας αυτής αποφάσεως. Οι υποθέσεις αυτές (Τ-111/01, Saxonia Edelmetalle κατά Επιτροπής, και T-133/01, ZEMAG κατά Επιτροπής) εκκρεμούν ακόμα ενώπιον του Πρωτοδικείου.

    14 Στις 22 Ιουνίου 2001 η GFW ενέβασε το ποσό των 7 100 736 DEM, καθώς και τους σχετικούς τόκους, στον λογαριασμό του BvS, προς απόδοση της επίδικης ενισχύσεως.

    15 Με έγγραφο της 5ης Σεπτεμβρίου 2001, η Επιτροπή ανακοίνωσε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ότι είχε λάβει υπόψη ότι η ενίσχυση αυτή είχε αποδοθεί πλήρως, μαζί με τους τόκους. Με έγγραφο της 1ης Οκτωβρίου 2001, το οποίο διαβιβάστηκε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στο πλαίσιο της διαδικασίας C 31/2001, η Επιτροπή τόνισε ότι δεν χρειαζόταν να δοθεί απάντηση στο ερώτημα κατά πόσον η εν λόγω απόδοση είχε συνέπειες για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας της επιχειρήσεως.

    Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

    16 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 17 Ιουλίου 2001, η Schmitz-Gotha άσκησε την παρούσα προσφυγή.

    17 Με χωριστό δικόγραφο, που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 23 Οκτωβρίου 2001, η Επιτροπή προέβαλε, δυνάμει του άρθρου 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, ένσταση απαραδέκτου κατά της παρούσας προσφυγής.

    18 Η προσφεύγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί της ενστάσεως απαραδέκτου στις 4 Ιανουαρίου 2002, οπότε περατώθηκε η έγγραφη διαδικασία επί του παραδεκτού.

    19 Με το δικόγραφο της προσφυγής η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

    - να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, καθόσον επεκτείνει στην προσφεύγουσα, όσον αφορά την απόδοση των ενισχύσεων, το μέρος της ευθύνης που υπέχει η GFW,

    - επικουρικώς, σε περίπτωση που η μερική ακύρωση της προσβαλλόμενης αποφάσεως δεν είναι παραδεκτή ή δυνατή, να ακυρώσει ολόκληρη την απόφαση αυτή,

    - να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα.

    20 Με την ένσταση απαραδέκτου η καθής ζητεί από το Πρωτοδικείο:

    - να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη,

    - να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

    21 Με τις παρατηρήσεις που υπέβαλε επί της ενστάσεως απαραδέκτου, η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

    - να απορρίψει την ένσταση απαραδέκτου που πρόβαλε η καθής,

    - επικουρικώς, σε περίπτωση που η προσφυγή απορριφθεί ως απαράδεκτη, να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα.

    Επί του παραδεκτού της προσφυγής

    22 Δυνάμει του άρθρου 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, αν ένας διάδικος υποβάλει σχετική αίτηση, το Πρωτοδικείο μπορεί να κρίνει επί του απαραδέκτου χωρίς να εισέλθει στην ουσία. Σύμφωνα με την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, η διαδικασία επί της αιτήσεως αυτής συνεχίζεται προφορικά, εκτός αν το Πρωτοδικείο αποφασίσει άλλως. Εν προκειμένω, το Πρωτοδικείο θεωρεί ότι έχει διαφωτιστεί επαρκώς από τα έγγραφα της δικογραφίας και ότι δεν χρειάζεται να διεξαχθεί προφορική διαδικασία.

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    23 Η καθής υποστηρίζει κατά πρώτον ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αφορά την προσφεύγουσα ατομικά και άμεσα, υπό την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ.

    24 Η καθής παρατηρεί, πρώτον, ότι αποδέκτης της προσβαλλόμενης απόφασης είναι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και ότι η εν λόγω απόφαση ούτε κατονομάζει ούτε εξατομικεύει καθ' οιονδήποτε τρόπο την προσφεύγουσα. Ακόμα και η αιτιολογική σκέψη 46, τρίτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, της αποφάσεως αυτής (βλ. τη σκέψη 10 ανωτέρω) δεν καθιστά δυνατή την εξατομίκευση της προσφεύγουσας, υπό την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ. Η εν λόγω αιτιολογική σκέψη περιέχει μια γενική δήλωση, η οποία ισχύει σε όλες τις ανάλογες περιπτώσεις, χωρίς να αφορά ειδικά την εν λόγω απόφαση. Σε τελική ανάλυση, πρόκειται απλώς για παραπομπή στη νομολογία, η οποία δεν μπορεί να αφορά την προσφεύγουσα, δεδομένου μάλιστα ότι η προσφεύγουσα δεν εξαγόρασε καμία θυγατρική της Lintra.

    25 Εξάλλου, κατά την καθής, το έγγραφό της της 23ης Μα_ου 2001 δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι χαρακτηρίζει την προσφεύγουσα ως επιχείρηση που διαδέχθηκε τη GFW υπό την έννοια της ανωτέρω παρατεθείσας αιτιολογικής σκέψης 46.

    26 Η καθής παρατηρεί ότι το έγγραφο αυτό δεν παραπέμπει καθόλου στην ανωτέρω αιτιολογική σκέψη και ότι, μολονότι η ίδια ανέφερε, στο έγγραφο αυτό, την προσφεύγουσα και την Gothaer Fahrzeugtechnik ως επιχειρήσεις που διαδέχθηκαν τη GFW, η έννοιά της ήταν «απλώς ότι οι επιχειρήσεις αυτές αφενός συνέχισαν τις δραστηριότητες της GFW με τα μέσα παραγωγής που τους μεταβίβασε η GFW και αφετέρου επαναπροσέλαβαν μεγάλο μέρος του προσωπικού της παλαιάς επιχειρήσεως».

    27 Η καθής τονίζει, δεύτερον, ότι η υποχρέωση της προσφεύγουσας να αποδώσει την επίδικη ενίσχυση δεν συνάγεται σε καμία περίπτωση άμεσα από την προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία δεν παράγει άμεσα αποτελέσματα, όσον αφορά την ενίσχυση αυτή, παρά μόνον έναντι της GFW. Κατά την καθής, αν δεν καθίστατο δυνατό να αποδοθεί η ενίσχυση αυτή από την GFW λόγω αφερεγγυότητάς της, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας θα έπρεπε, εξ ιδίας πρωτοβουλίας - και όχι λόγω της αιτιολογικής σκέψης 46 της προσβαλλόμενης απόφασης, το οποίο δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω - να δώσει απάντηση στο ερώτημα κατά πόσον οι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά ενισχύσεις δεν είχαν επίσης μεταβιβαστεί στην προσφεύγουσα κατά τη μεταβίβαση εκ χαριστικής αιτίας των στοιχείων του ενεργητικού στην εταιρία αυτή, η οποία τότε ήταν ακόμα θυγατρική της GFW. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ερώτημα αυτό, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας έπρεπε να απαιτήσει την απόδοσή τους από την προσφεύγουσα, πράγμα που θα επηρέαζε αρνητικά τη χρηματοοικονομική κατάστασή της και θα έθετε σε κίνδυνο την αποκατάσταση της βιωσιμότητάς της. Για το ενδεχόμενο αυτό και μόνο έγινε λόγος για ευθύνη της προσφεύγουσας στο σημείο 63 του εγγράφου της 23ης Μα_ου 2001, με το οποίο επομένως δεν θεωρήθηκε καταρχήν ότι η προσφεύγουσα αποτελεί εγγυητή της GFW.

    28 Κατά δεύτερον, η καθής προβάλλει την ένσταση ελλείψεως εννόμου συμφέροντος της προσφεύγουσας.

    29 Συναφώς, υπενθυμίζει, πρώτον, ότι, κατά πάγια νομολογία, η προβλεπόμενη στο άρθρο 230 ΕΚ προσφυγή ασκείται μόνο κατά βλαπτικής πράξεως, δηλαδή κατά πράξεως ικανής να θίξει συγκεκριμένη νομική κατάσταση (απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Νοεμβρίου 1981, 60/81, IBM κατά Επιτροπής, Συλλογή 1981, σ. 2639), και ότι μόνο το διατακτικό της, και όχι οι αιτιολογικές σκέψεις της, μπορεί να παραγάγει έννομα αποτελέσματα και συνεπώς να προκαλέσει βλάβη (απόφαση του Πρωτοδικείου της 17ης Σεπτεμβρίου 1992, Τ-138/89, NBV και NVB κατά Επιτροπής, Συλλογή σ. ΙΙ-2181, σκέψη 31).

    30 Η καθής τονίζει, δεύτερον, ότι ο προσφεύγων πρέπει να αποδεικνύει υπαρκτό έννομο συμφέρον για την ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως, ενώ δεν αρκεί η επίκληση μελλοντικού και υποθετικού συμφέροντος (απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Ιανουαρίου 1987, C-204/85, Στρογγύλη κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 1987, σ. 389, σκέψη 11, και προπαρατεθείσα απόφαση NBV και NVB κατά Επιτροπής, σκέψη 33).

    31 Στην προκειμένη περίπτωση, δεδομένου ότι η GFW είχε ήδη αποδώσει την επίδικη ενίσχυση πριν από την άσκηση της παρούσας προσφυγής, η προσφεύγουσα επικαλείται απλώς μελλοντικές και αβέβαιες καταστάσεις για να αποδείξει ότι έχει συμφέρον για την ακύρωση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, και συγκεκριμένα τις ακόλουθες υποθετικές περιπτώσεις κατά τις οποίες θα καλούνταν ενδεχομένως να αποδώσει την επίδικη ενίσχυση:

    α) την περίπτωση κατά την οποία η Επιτροπή θα απέρριπτε ως παράτυπη την κοινοποίηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας σχετικά με την εφαρμογή της προσβαλλόμενης αποφάσεως και την καταβολή στην οποία προέβη η GFW,

    β) την περίπτωση κατά την οποία το ποσό που κατέβαλε η GFW θα έπρεπε να επανενταχθεί στην πτωχευτική περιουσία, κατόπιν πρωτοβουλίας του συνδίκου ή του εκκαθαριστή που θα διοριζόταν κατόπιν της δηλώσεως παύσεως πληρωμών της εταιρίας αυτής.

    32 Οι περιπτώσεις όμως τις οποίες εκθέτει η προσφεύγουσα αποδεικνύουν σαφώς ότι, κατά τον χρόνο της ασκήσεως της παρούσας προσφυγής, ουδόλως είχαν θιγεί, υπό την έννοια της νομολογίας, τα δικαιώματά της. Επιπλέον, η επέλευση των υποθετικών αυτών περιπτώσεων μπορεί σχεδόν να αποκλειστεί. Αφενός, η καθής έχει συμφωνήσει ως προς τον τρόπο που επέλεξε η GFW για να εκπληρώσει την υποχρέωσή της προς απόδοση και δεν έχει καμία δυνατότητα να αναθεωρήσει την απόφασή της αυτή. Αφετέρου, σύμφωνα με τον Insolvenzordnung (γερμανικό νόμο περί αφερεγγυότητας) της 5ης Οκτωβρίου 1994, οι προσφυγές που ασκούνται προς το συμφέρον όλων των πιστωτών μπορούν να προσβάλλουν μόνο τις νομικές πράξεις που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια των τελευταίων τριών μηνών πριν από την κίνηση της πτωχευτικής διαδικασίας. Δεδομένου ότι η απόδοση της επίδικης ενισχύσεως από την GFW πραγματοποιήθηκε στις 22 Ιουνίου 2000, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί το κύρος της μετά την ενδεχόμενη κίνηση πτωχευτικής διαδικασίας, η έναρξη της οποίας θα πραγματοποιούνταν, ούτως ή άλλως, πολύ μετά την παρέλευση τριών μηνών από την εν λόγω απόδοση.

    33 Η καθής ισχυρίζεται, κατά τρίτον, ότι η προσφυγή έχει καταστεί άνευ αντικειμένου. Συγκεκριμένα, αφού η GFW προέβη στην απόδοση που είχε διαταχθεί με την προσβαλλόμενη απόφαση και αφού η προσβολή της αποδόσεως αυτής κατέστη, κατά το εθνικό δίκαιο, αδύνατη λίγο μετά την άσκηση προσφυγής, αποκλείεται οι γερμανικές αρχές να αξιώσουν από την προσφεύγουσα να καταβάλει το ποσό που όφειλε η GFW.

    34 Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, κατά πρώτον, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση την αφορά ατομικά και άμεσα.

    35 Η προϋπόθεση να την αφορά η εν λόγω απόφαση ατομικά πληρούται για τον λόγο ότι η καθής θεώρησε, με την αιτιολογική σκέψη 46 της αποφάσεως αυτής, ότι η προσφεύγουσα ήταν η δικαιοδόχος της GFW και ότι, επομένως, ευθυνόταν εις ολόκληρον για την απόδοση της επίμαχης ενισχύσεως, πράγμα που προκύπτει σαφώς από το έγγραφο της 23ης Μα_ου 2001, και ειδικότερα από το σημείο 63 του εγγράφου αυτού. Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα φρονεί ότι η εκ μέρους της κτήση περιουσιακών στοιχείων της GFW την εξατομικεύει, όσον αφορά την προσβαλλόμενη απόφαση, όπως εξατομικεύονται ο αποδέκτης της εν λόγω αποφάσεως και οι εταιρίες στις οποίες αναφέρεται η εν λόγω απόφαση (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 15ης Ιουλίου 1963, 25/62, Plaumann κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 937, της 17ης Ιανουαρίου 1985, 11/82, Πειραϊκή-Πατραϊκή κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 207, σκέψη 11, και της 29ης Ιουνίου 1989, 250/86 και 11/87, RAR κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 2045).

    36 Όσον αφορά την προϋπόθεση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να την αφορά άμεσα, η προσφεύγουσα φρονεί ότι μια απόφαση αφορά καταρχήν άμεσα έναν ιδιώτη, εφόσον τον αφορά ατομικά ως τρίτο. Εν πάση περιπτώσει, εν προκειμένω πληρούται η προϋπόθεση αυτή, ακόμα και αν πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι πληρούται μόνον εφόσον το κράτος μέλος είναι υποχρεωμένο, κατά την εκτέλεση της αποφάσεως που του έχει κοινοποιηθεί, να λάβει δυσμενή μέτρα έναντι του ιδιώτη ή αν είναι βέβαιο ή πιθανολογείται ότι, σε περίπτωση που δεν υπήρχε η απόφαση αυτή, το κράτος αυτό δεν θα λάμβανε τα εν λόγω μέτρα. Η προσφεύγουσα παρατηρεί συναφώς ότι στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, ως αποδέκτη της προσβαλλόμενης αποφάσεως, επισημάνθηκε, το αργότερο κατά την κίνηση της διαδικασίας C 31/2001, ότι έπρεπε να λάβει υπόψη ότι οι επιχειρήσεις επίσης που απέκτησαν περιουσιακά στοιχεία της GFW ήταν ενδεχόμενο να ευθύνονται εις ολόκληρον.

    37 Η προσφεύγουσα, στις παρατηρήσεις που υπέβαλε επί της ενστάσεως απαραδέκτου, εκφράζει την έκπληξή της για το γεγονός ότι η καθής ερμηνεύει τώρα την προσβαλλόμενη απόφαση ως σημαίνουσα ότι μόνον η GFW ευθυνόταν άμεσα για την απόδοση της επίμαχης ενισχύσεως. Η προσφεύγουσα τονίζει ότι η αιτιολογική σκέψη 46 της προσβαλλόμενης αποφάσεως πρέπει να ερμηνευθεί σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 49 της ίδιας αποφάσεως, κατά την οποία «το ποσό της ενίσχυσης των 34,978 εκατομμυρίων [DEM] που χρησιμοποιήθηκε καταχρηστικά πρέπει να αναζητηθεί από την [Lintra] και τις θυγατρικές Lintra ως εξής: 12 εκατομμύρια [DEM] από τις θυγατρικές Lintra σύμφωνα με τη διαδικασία που περιγράφεται στην αιτιολογική σκέψη 45 και 22,978 εκατομμύρια [DEM] από την [Lintra] ως αλληλέγγυο οφειλέτη και τις διάφορες θυγατρικές Lintra σύμφωνα με τη διαδικασία που περιγράφεται στην αιτιολογική σκέψη 46». Κατά συνέπεια, η αναφορά στην ευθύνη όσων ενδεχομένως εξαγόραζαν τις θυγατρικές της Lintra, η οποία περιέχεται στην αιτιολογική σκέψη 46, τρίτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, της προσβαλλόμενης αποφάσεως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως γενική ένδειξη που δεν αφορά την προσφεύγουσα και επομένως γεννάται άμεσα ευθύνη της προσφεύγουσας εις ολόκληρον, κατά το μέρος κατά το οποίο θεωρήθηκε ότι είχε εξαγοράσει την επιχείρηση GFW.

    38 Η προσφεύγουσα τονίζει ότι, όπως διαπίστωσε κατά τη συνάντηση της 7ης Μα_ου 2001, στην οποία είχε κληθεί από τον BvS, η ανωτέρω ερμηνεία είχε γίνει δεκτή από τις ίδιες τις γερμανικές αρχές. Κατά τη συνάντηση αυτή, δόθηκε στην προσφεύγουσα ένα αντίγραφο της προσβαλλόμενης αποφάσεως και της επισημάνθηκε σαφώς ότι, σε περίπτωση που η GFW δεν θα μπορούσε να προβεί στην απόδοση, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας θα ήταν υποχρεωμένη να στραφεί άμεσα κατ' αυτής για να επιτύχει την απόδοση του σχετικού ποσού.

    39 Όσον αφορά το σημείο 63 του εγγράφου της 23ης Μα_ου 2001, η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι η καθής αποπειράται τώρα να το ερμηνεύσει αντίθετα προς το γράμμα του και εκτός του πλαισίου του και ότι η εξέταση του ζητήματος αν η ίδια έχει έννομο συμφέρον πρέπει να πραγματοποιηθεί από την οπτική γωνία του ενημερωμένου παρατηρητή ο οποίος αντιμετώπιζε αφενός την προσβαλλόμενη απόφαση και αφετέρου το έγγραφο της 23ης Μα_ου 2001. Ο παρατηρητής αυτός μπορούσε να προσδώσει στις πράξεις αυτές μόνο την ερμηνεία ότι η καθής αφενός θεωρούσε, με τις αιτιολογικές σκέψεις 46 και 49 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ότι η προσφεύγουσα ευθυνόταν εις ολόκληρον και αφετέρου εξέταζε το ενδεχόμενο να προβεί σε όχλησή της.

    40 Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατά δεύτερον, ότι εξακολουθεί να έχει έννομο συμφέρον, παρά την απόδοση της επίδικης ενισχύσεως από την GFW.

    41 Η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ότι το Δικαστήριο διαπίστωσε επανειλημμένα ότι το γεγονός ότι μια απόφαση έχει εκτελεστεί δεν εξαλείφει κατ' ανάγκη το έννομο συμφέρον για την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως κατά της αποφάσεως αυτής (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 5ης Μαρτίου 1980, 76/79, Könecke κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1980/Ι, σ. 349, σκέψη 9, και της 31ης Μαρτίου 1998, C-68/94 και C-30/95, Γαλλία κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. Ι-1375, σκέψεις 74 επ.)

    42 Η προσφεύγουσα παρατηρεί, με το δικόγραφο της προσφυγής, ότι εξακολουθεί να υπάρχει το ενδεχόμενο να οχληθεί ως ευθυνόμενη εις ολόκληρον, ιδίως σε περίπτωση που η ανακοίνωση των γερμανικών αρχών προς την Επιτροπή σχετικά με την εκτέλεση της προσβαλλόμενης αποφάσεως είναι παράτυπη ή σε περίπτωση προσβολής της αποδόσεως αυτής από τον σύνδικο της πτωχεύσεως ή τον εκκαθαριστή που θα διοριστεί ενδεχομένως κατόπιν της κηρύξεως της GFW σε κατάσταση παύσεως πληρωμών.

    43 Στη συνέχεια η προσφεύγουσα τονίζει, με τις παρατηρήσεις που υπέβαλε επί της ενστάσεως απαραδέκτου, ότι η καθής δεν εγγυήθηκε ρητά, με το δικόγραφό της, ότι αποκλειόταν οριστικά να γίνει όχληση της προσφεύγουσας βάσει της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Επομένως, η προσφεύγουσα εξακολουθεί, αν μη τι άλλο για τον λόγο αυτό, να έχει έννομο συμφέρον προς άσκηση της προσφυγής. Προς εκτίμηση του συμφέροντος αυτού, πρέπει απλώς να εξακριβωθεί κατά πόσον εξακολουθεί καταρχήν να υπάρχει η δυνατότητα οχλήσεως. Συναφώς, η προσφεύγουσα αναφέρεται ακόμα μια φορά στην περίπτωση κινήσεως της διαδικασίας πτωχεύσεως και εκκαθαρίσεως της περιουσίας της GFW. Στην περίπτωση αυτή, αν διαπιστωθεί ότι η κατάσταση παύσεως των πληρωμών υπήρχε ήδη κατά τον χρόνο αποδόσεως της ενισχύσεως και ότι κατά τον χρόνο εκείνο ήταν ήδη γνωστό το ύψος των χρεών, θα υπάρχει οπωσδήποτε η δυνατότητα ανακλήσεως, δυνάμει του άρθρου 133 του γερμανικού νόμου περί αφερεγγυότητας, των ύποπτων πράξεων που πραγματοποιήθηκαν κατά την προηγούμενη δεκαετία και θα εξακολουθεί να υπάρχει δυνατότητα ακυρώσεως της επίμαχης καταβολής.

    44 Η προσφεύγουσα τονίζει ότι στις περιπτώσεις αυτές η ένδικη προστασία της δεν θα ήταν επαρκής, αν βασιζόταν μόνο στη δυνατότητά της να επικαλεστεί την έλλειψη νομιμότητας της προσβαλλόμενης αποφάσεως κατά την άσκηση προσφυγής ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου κατά της διαταγής περί αποδόσεως και να προκαλέσει συναφώς την υποβολή αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως από το Δικαστήριο επί του κύρους της αποφάσεως αυτής.

    45 Συναφώς, η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ιδίως ότι κατά της προσβαλλόμενης αποφάσεως έχουν ασκηθεί ενώπιον του Πρωτοδικείου άλλες δύο προσφυγές ακυρώσεως από άλλες θιγόμενες επιχειρήσεις (πρόκειται για τις προπαρατεθείσες υποθέσεις Saxonia Edelmetalle κατά Επιτροπής και ZEMAG κατά Επιτροπής). Σε περίπτωση όμως που η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας απαιτήσει από την προσφεύγουσα, κατόπιν της εκδόσεως από τον κοινοτικό δικαστή οριστικής αποφάσεως επί της ουσίας των προσφυγών αυτών, την απόδοση του σχετικού ποσού, η εν λόγω απόφαση, στη διαμόρφωση της οποίας η προσφεύγουσα δεν έχει καμία δυνατότητα να συμβάλει με επιχειρήματά της, θα προδικάζει το προδικαστικό ζήτημα του κύρους της προσβαλλόμενης αποφάσεως που θα μπορούσε ενδεχομένως η προσφεύγουσα να υποβάλει μέσω του εθνικού δικαστηρίου.

    Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

    46 Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα μπορούν, δυνάμει του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, να προσβάλλουν μόνον τις πράξεις που παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα που είναι ικανά να θίξουν τα συμφέροντα αυτών των φυσικών ή νομικών προσώπων, μεταβάλλοντας σαφώς τη νομική κατάστασή τους (προπαρατεθείσα απόφαση IBM κατά Επιτροπής, σκέψη 9, και αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 18ης Μα_ου 1994, T-37/92, BEUC και NCC κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. ΙΙ-285, σκέψη 27, και της 18ης Δεκεμβρίου 1997, T-178/94, ATM κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. ΙΙ-2529, σκέψη 53).

    47 Επιπλέον, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η προσφυγή ακυρώσεως που ασκείται από φυσικό ή νομικό πρόσωπο είναι παραδεκτή μόνον εφόσον ο προσφεύγων έχει συμφέρον από την ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 14ης Σεπτεμβρίου 1995, T-480/93 και T-483/93, Antillean Rice Mills κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. ΙΙ-2305, σκέψη 59, της 25ης Μαρτίου 1999, T-102/96, Gencor κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. ΙΙ-753, σκέψη 40, και της 30ής Ιανουαρίου 2002, T-212/00, Nuove Industrie Molisane κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. ΙΙ-347, σκέψη 33). Το συμφέρον αυτό πρέπει να είναι γεγεννημένο και ενεστώς (προπαρατεθείσα απόφαση NBV και NVB κατά Επιτροπής, σκέψη 33) και εκτιμάται κατά την ημέρα ασκήσεως της προσφυγής (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 16ης Δεκεμβρίου 1963, 14/63, Forges de Clabecq κατά Ανωτάτης Αρχής, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 1015, και του Πρωτοδικείου της 24ης Απριλίου 2001, T-159/98, Torre κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I-A-83 και ΙΙ-395, σκέψη 28). Αν το συμφέρον που επικαλείται ο προσφεύγων αφορά μελλοντική νομική κατάσταση, πρέπει να αποδείξει ότι είναι ήδη βέβαιο ότι θα υπάρξει προσβολή της καταστάσεως αυτής. Κατά συνέπεια, ο προσφεύγων δεν μπορεί να επικαλείται μελλοντικές και αβέβαιες καταστάσεις για να αποδείξει ότι έχει έννομο συμφέρον για την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης (προπαρατεθείσα απόφαση NBV και NVB κατά Επιτροπής, σκέψη 33).

    48 Επομένως, πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον η προσβαλλόμενη απόφαση, της οποίας αποδέκτης ήταν η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και με την οποία διατάχθηκε το κράτος μέλος αυτό να αναζητήσει από τη Lintra και τις θυγατρικές Lintra κρατικές ενισχύσεις συνολικού ύψους 34,978 εκατ. DEM, θίγει τα συμφέροντα της προσφεύγουσας μεταβάλλοντας σαφώς τη νομική της κατάσταση. Τούτο πρέπει να συμβαίνει για να γίνει δεκτό ότι η προσφεύγουσα αποδεικνύει ότι έχει συμφέρον για την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως (βλ. συναφώς την προπαρατεθείσα απόφαση ΑΤΜ κατά Επιτροπής, σκέψη 54).

    49 Επιβάλλεται να υπενθυμιστεί ότι η προσφεύγουσα ζητεί κυρίως την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως καθόσον με την απόφαση αυτή κρίνεται ότι η προσφεύγουσα είναι συνοφειλέτης ως προς την απόδοση της επίδικης ενισχύσεως λόγω του ότι απέκτησε στοιχεία της εταιρικής περιουσίας της GFW.

    50 Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το αίτημα αυτό οφείλεται προδήλως σε εσφαλμένη ερμηνεία της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Ούτε στο διατακτικό ούτε στο αιτιολογικό της αποφάσεως αυτής γίνεται λόγος για την ύπαρξη οφειλής εις ολόκληρον, όσον αφορά την απόδοση των ενισχύσεων που κηρύχθηκαν ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, η οποία να βαρύνει όσους απέκτησαν περιουσιακά στοιχεία των επιχειρήσεων στις οποίες είχαν δοθεί οι ενισχύσεις αυτές.

    51 Ειδικότερα, η αιτιολογική σκέψη 46, τρίτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, της προσβαλλόμενης αποφάσεως, επί της οποίας η προσφεύγουσα βασίζει την επιχειρηματολογία της, υπενθυμίζει απλώς ότι η υποχρέωση των γερμανικών αρχών να αναζητήσουν τις ενισχύσεις δεν μεταβάλλεται από το γεγονός ότι οι θυγατρικές Lintra μεταβιβάστηκαν σε τρίτους πριν από την έκδοση της εν λόγω αποφάσεως. Ούτε το γεγονός ότι σε μια υποσημείωση γίνεται λόγος για τη σκέψη 60 της αποφάσεως ENI κατά Lanerossi μπορεί να προσδώσει στην προσβαλλόμενη απόφαση τη σημασία που της αποδίδει η προσφεύγουσα. Συγκεκριμένα, με την εν λόγω απόφαση, το Δικαστήριο εξέτασε τις συνέπειες που έχει, όσον αφορά την υποχρέωση του κράτους μέλους να απαιτήσει την απόδοση των ενισχύσεων που έχουν κηρυχθεί ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, η μεταβολή της κυριότητας των εταιρικών μεριδίων των εταιριών στις οποίες χορηγήθηκαν οι ενισχύσεις αυτές, και όχι απλώς η μεταβολή της κυριότητας περιουσιακών στοιχείων τους. Δεν αμφισβητείται όμως εν προκειμένω ότι η προσφεύγουσα δεν απέκτησε εταιρικά μερίδια της GFW και ότι επομένως δεν εξαγόρασε καμία θυγατρική Lintra.

    52 Η παραπομπή στην αιτιολογική σκέψη 46 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στην οποία προβαίνει η αιτιολογική σκέψη 49 της αποφάσεως αυτής, δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια που της αποδίδει η προσφεύγουσα. Συγκεκριμένα, πρώτον, η αλληλέγγυα οφειλή για την οποία κάνει λόγο η αιτιολογική σκέψη 49 είναι η οφειλή της Lintra και των θυγατρικών της, η οποία αφορά ποσό ενισχύσεων 22,978 εκατ. DEM· δεύτερον, η παραπομπή στην αιτιολογική σκέψη 46 αφορά τη «διαδικασία» που περιγράφεται στην τελευταία αυτή αιτιολογική σκέψη, δηλαδή τους τρόπους περιορισμού της οφειλής εις ολόκληρον που βαρύνει καθεμία από τις θυγατρικές της Lintra μαζί με τη Lintra, όσον αφορά την απόδοση του εν λόγω ποσού, αυτοί δε οι τρόποι παρατίθενται στα δύο πρώτα εδάφια της αιτιολογικής σκέψης 46, ενώ το τμήμα της αιτιολογικής αυτής σκέψης επί του οποίου στηρίζεται η προσφεύγουσα περιέχεται στο τρίτο εδάφιο.

    53 Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται, πρώτον, ότι η αιτιολογική σκέψη 46, τρίτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, της προσβαλλόμενης αποφάσεως δεν αφορά καθόλου την προσφεύγουσα.

    54 Η ορθότητα του συμπεράσματος αυτού δεν αναιρείται από την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας σχετικά με το περιεχόμενο του εγγράφου της καθής της 23ης Μα_ου 2001. Συναφώς επιβάλλεται να τονιστεί ότι, όπως ορθά παρατήρησε η καθής, το σημείο 63 του εγγράφου αυτού δεν παραπέμπει καθόλου στην αιτιολογική σκέψη 46 της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Επιπλέον, αφού πρόκειται για μεταγενέστερη απόφαση, σκοπός της οποίας είναι η κίνηση διαδικασίας βάσει του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ σχετικά με ενισχύσεις για την αναδιάρθρωση της προσφεύγουσας, το περιεχόμενό της δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να μεταβάλει τη σημασία την οποία έχει αντικειμενικά η προσβαλλόμενη απόφαση και η οποία προκύπτει από το περιεχόμενο της τελευταίας αυτής αποφάσεως.

    55 Επομένως, ακόμα και αν αυτό το σημείο 63 ερμηνευόταν υπό την έννοια ότι η Επιτροπή θεώρησε, σ' αυτό το σημείο του εγγράφου της, ότι η προσφεύγουσα ήταν συνοφειλέτης, εν όλω ή εν μέρει, της επίδικης ενισχύσεως, για τον λόγο ότι ήταν δικαιοδόχος της GFW, δεν θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι η εις ολόκληρον οφειλή αυτή προβλεπόταν από την προσβαλλόμενη απόφαση.

    56 Δεύτερον, από τη δικογραφία δεν προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση βλάπτει την προσφεύγουσα πέρα από το ότι επιβάλλει, κατά την προσφεύγουσα, σε όσους απέκτησαν περιουσιακά στοιχεία των θυγατρικών Lintra την οφειλή εις ολόκληρον την οποία αφορά το κύριο αίτημα της προσφεύγουσας.

    57 Συγκεκριμένα, όσον αφορά το επικουρικό αίτημα της προσφεύγουσας περί ακυρώσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως κατά το μέρος επίσης κατά το οποίο η απόφαση αυτή δημιουργεί οφειλή, με την οποία βαρύνεται η προσφεύγουσα ως οφειλέτης εις ολόκληρον κατόπιν της εξαγοράς περιουσιακών στοιχείων της GFW και κατ' εφαρμογή άλλων νομικών διατάξεων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα ούτε απέδειξε ούτε καν ισχυρίστηκε ότι είναι οφειλέτης εις ολόκληρον.

    58 Συναφώς υπενθυμίζεται ότι η προσφεύγουσα πρέπει να αποδείξει η ίδια το έννομο συμφέρον της, το οποίο αποτελεί την πρώτη και βασική προϋπόθεση για την άσκηση κάθε ενδίκου βοηθήματος (διάταξη του προέδρου του δεύτερου τμήματος του Δικαστηρίου της 31ης Ιουλίου 1989, C-206/89 R, S κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 2841, σκέψη 8) και το οποίο, σύμφωνα με τη νομολογία, πρέπει να είναι γεγεννημένο και ενεστώς και όχι απλώς υποθετικό (βλ. την προπαρατεθείσα απόφαση Στρογγύλη κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, σκέψη 11, και την απόφαση του Πρωτοδικείου NBV και NVB κατά Επιτροπής, όπ.π., σκέψη 33, και της 30ής Απριλίου 1998, T-16/96, Cityflyer Express κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. ΙΙ-757, σκέψη 30).

    59 Η απλή παραπομπή όμως στις παρατηρήσεις που διατύπωσε η καθής στο σημείο 63 του εγγράφου της της 23ης Μα_ου 2001 δεν αρκεί για να θεωρηθεί ότι η προσφεύγουσα εκπλήρωσε την υποχρέωσή της ως προς την απόδειξη.

    60 Συγκεκριμένα, πρώτον, από το περιεχόμενο του κειμένου αυτού δεν συνάγεται ότι η Επιτροπή θεωρεί την προσφεύγουσα ευθυνόμενη προσωπικά για την απόδοση ενός μέρους ή ολόκληρου του ποσού που όφειλε η GFW σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση, καθόσον το κοινοτικό αυτό όργανο διατυπώνει, στο σημείο αυτό, απλώς μια υπόθεση (όπως προκύπτει από τη διατύπωσή του και ειδικότερα από τις εκφράσεις «θα πρέπει» και «ενδεχομένως»).

    61 Δεύτερον, το επίμαχο χωρίο περιέχεται σε απόφαση για την κίνηση διαδικασίας βάσει του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ σχετικά με ενίσχυση που είχε χορηγηθεί στην προσφεύγουσα και σκοπός του είναι να αποδειχθεί ότι η Επιτροπή χρειαζόταν να ζητήσει από τις γερμανικές αρχές ορισμένες πληροφορίες, προκειμένου να εκτιμήσει, με την τελική απόφαση που θα περάτωνε την εν λόγω διαδικασία, τις πιθανότητες της προσφεύγουσας να καταστεί πάλι βιώσιμη.

    62 Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται να συναχθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αποτελεί βλαπτική πράξη για την προσφεύγουσα και ότι η προσφεύγουσα δεν έχει συνεπώς συμφέρον να ζητήσει την ακύρωσή της.

    63 Εξάλλου, επιβάλλεται να τονιστεί ότι η μη ύπαρξη εννόμου συμφέροντος της προσφεύγουσας προκύπτει ακόμα σαφέστερα από το γεγονός ότι η πλήρης απόδοση εκ μέρους της GFW της επίδικης ενισχύσεως πριν καν ασκηθεί η παρούσα προσφυγή είχε ως αποτέλεσμα την απόσβεση της υποχρεώσεως αποδόσεως της επίδικης ενισχύσεως απαλλάσσοντας ταυτόχρονα τους ενδεχόμενους συνοφειλέτες.

    64 Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος της προσφεύγουσας, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν τα λοιπά επιχειρήματα της καθής.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    65 Με τις παρατηρήσεις που υπέβαλε επί της ενστάσεως απαραδέκτου, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο πρέπει, σε περίπτωση που απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη, να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα, τουλάχιστον στα έξοδα που προκλήθηκαν από το συγκεχυμένο περιεχόμενο των πράξεών της. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα υποχρεώθηκε να ασκήσει την προσφυγή λόγω των παραπομπών στις οποίες προέβη η καθής με την προσβαλλόμενη απόφαση και με το έγγραφο της 23ης Μα_ου 2001 και τις οποίες η ίδια χαρακτηρίζει σήμερα ως εσφαλμένες.

    66 Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Εντούτοις, κατά το άρθρο 87, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Πρωτοδικείο μπορεί να παρεκκλίνει από τον κανόνα που προβλέπει η παράγραφος 2 του ίδιου άρθρου, εφόσον συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις. Για παράδειγμα, πρώτον, μπορεί, σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων ή εφόσον συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι, να κατανείμει τα έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα έξοδά του· δεύτερον, μπορεί να καταδικάσει ακόμα και τον νικήσαντα διάδικο στην καταβολή των εξόδων στα οποία αναγκάστηκε να υποβληθεί ο αντίδικός του, αν κρίνει ότι τα έξοδα αυτά προκλήθηκαν χωρίς εύλογη αιτία ή κακοβούλως.

    67 Στην προκειμένη περίπτωση όμως πρέπει να τονιστεί, πρώτον, ότι το κείμενο της προσβαλλόμενης αποφάσεως δεν εμφανίζει καμία ασάφεια που θα μπορούσε να οδηγήσει την προσφεύγουσα να πιστεύσει ανυπαιτίως ότι με την εν λόγω απόφαση θεωρούνταν ως συνοφειλέτης για την απόδοση της επίδικης ενισχύσεως. Το ίδιο ισχύει, δεύτερον, για το έγγραφο της 23ης Μα_ου 2001, αν ληφθεί υπόψη ο υποθετικός χαρακτήρας των εκτιμήσεων που περιέχονται στο σημείο 63 του εγγράφου αυτού και το πλαίσιο εντός του οποίου καταρτίστηκε το έγγραφο αυτό. Τρίτον, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι υπείχε προσωπική ευθύνη για την απόδοση της επίδικης ενισχύσεως. Τέταρτον, η προσφεύγουσα άσκησε την προσφυγή έχοντας πλήρως γνώση της αποδόσεως της ενισχύσεως από την GFW, στην οποία μάλιστα αναφέρθηκε η ίδια με το δικόγραφο της προσφυγής και λόγω της οποίας, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω στη σκέψη 63, απώλεσε οπωσδήποτε κάθε έννομο συμφέρον.

    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


    68 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι δεν χρειάζεται να εφαρμοστεί το άρθρο 87, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας και ότι η προσφεύγουσα πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το αίτημα της καθής.

    Διατακτικό


    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (τέταρτο πενταμελές τμήμα)

    διατάσσει:

    1) Απορρίπτει την προσφυγή ως απαράδεκτη.

    2) Καταδικάζει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

    Επάνω