Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62013FJ0120

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (τρίτο τμήμα) της 10ης Σεπτεμβρίου 2014.
    KE κατά Ευρωπαϊκού Οργανισμού Σιδηροδρόμων (ERA).
    Υπαλληλική υπόθεση — Έκτακτος υπάλληλος — Μη ανανέωση συμβάσεως ορισμένου χρόνου — Προσωπικό οργανισμού — Μείωση του προσωπικού — Πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο του ERA — Κατάργηση δύο θέσεων εργασίας από τον πίνακα θέσεων — Τήρηση των ουσιωδών τύπων — Δικαίωμα ακροάσεως — Εσωτερικές οδηγίες — Συμφέρον της υπηρεσίας.
    Υπόθεση F‑120/13.

    Συλλογή της Νομολογίας — Συλλογή υπαλληλικών υποθέσεων

    Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:F:2014:197

     ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
    ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (τρίτο τμήμα)

    της 10ης Σεπτεμβρίου 2014 ( *1 ) ( i )

    «Υπαλληλική υπόθεση — Έκτακτος υπάλληλος — Μη ανανέωση συμβάσεως ορισμένου χρόνου — Προσωπικό οργανισμού — Μείωση του προσωπικού — Πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο του ERA — Κατάργηση δύο θέσεων εργασίας από τον πίνακα θέσεων — Τήρηση των ουσιωδών τύπων — Δικαίωμα ακροάσεως — Εσωτερικές οδηγίες — Συμφέρον της υπηρεσίας»

    Στην υπόθεση F‑120/13,

    με αντικείμενο προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ,

    ΚΕ, πρώην έκτακτη υπάλληλος του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Σιδηροδρόμων, κάτοικος Βρυξελλών (Βέλγιο), εκπροσωπούμενη από τον S. A. Pappas, δικηγόρο,

    προσφεύγουσα,

    κατά

    Ευρωπαϊκού Οργανισμού Σιδηροδρόμων (ERA), εκπροσωπούμενου από τον G. Stärkle, επικουρούμενο από τον B. Wägenbaur, δικηγόρο,

    καθού,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
    (τρίτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους S. Van Raepenbusch, Πρόεδρο, E. Perillo και J. Svenningsen (εισηγητή), δικαστές,

    γραμματέας: X. Lopez Bancalari, υπάλληλος διοικήσεως,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 18ης Ιουνίου 2014,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Με δικόγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης στις 12 Δεκεμβρίου 2013, η ΚΕ ζήτησε την ακύρωση της αποφάσεως του εκτελεστικού διευθυντή του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Σιδηροδρόμων (στο εξής: ERA ή Οργανισμός), της 22ας Μαρτίου 2013, με την οποία διαβεβαίωσε την προσφεύγουσα ότι η σύμβασή της έκτακτης υπαλλήλου θα έληγε κατά την προβλεπόμενη σε αυτήν ημερομηνία, ήτοι στις 30 Σεπτεμβρίου 2013.

    Το νομικό πλαίσιο

    Το καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    2

    Κατά το άρθρο 2, στοιχείο α’, του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως είχε κατά τον χρόνο των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση υποθέσεως (στο εξής: ΚΛΠ), θεωρείται έκτακτος υπάλληλος, κατά την έννοια του εν λόγω καθεστώτος, «[ο] υπάλληλος ο οποίος προσλαμβάνεται για να καταλάβει θέση που περιλαμβάνεται στον πίνακα θέσεων, ο οποίος προσαρτάται στο τμήμα του προϋπολογισμού που αναφέρεται σε κάθε όργανο και στον οποίο οι αρμόδιες για τον προϋπολογισμό αρχές έχουν προσδώσει προσωρινό χαρακτήρα».

    3

    Το άρθρο 8, πρώτο εδάφιο, του ΚΛΠ ορίζει:

    «Η πρόσληψη έκτακτου υπαλλήλου για τον οποίο ισχύει το άρθρο 2, στοιχείο α’, μπορεί να γίνεται για ορισμένο ή αόριστο χρόνο. Η σύμβαση του εν λόγω υπαλλήλου που προσλαμβάνεται για ορισμένο χρόνο μπορεί να ανανεωθεί μία μόνο φορά για ορισμένο χρόνο. Κάθε περαιτέρω ανανέωση της συμβάσεως αυτής γίνεται για αόριστο χρόνο.»

    4

    Στο κεφάλαιο για τη «[λ]ύση της υπαλληλικής σχέσεως», το άρθρο 47, στοιχείο β’, σημείο i, του ΚΛΠ προβλέπει ότι, εκτός από την περίπτωση θανάτου του έκτακτου υπαλλήλου, η υπαλληλική σχέση του τελευταίου λύεται «[ό]ταν υφίσταται σύμβαση ορισμένου χρόνου: […] κατά την ημερομηνία που καθορίζεται στη σύμβαση».

    Ο κανονισμός 881/2004

    5

    Κατά το άρθρο 22 του κανονισμού (EΚ) 881/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκού Οργανισμού Σιδηροδρόμων (ΕΕ L 164, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1335/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, ο ERA αποτελεί οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που έχει νομική προσωπικότητα και εκπροσωπείται από τον εκτελεστικό διευθυντή του.

    6

    Το άρθρο 24 του κανονισμού 881/2004, που επιγράφεται «Προσωπικό», ορίζει:

    «1.   Ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων [της Ευρωπαϊκής Ένωσης], το [ΚΛΠ] και οι διατάξεις εφαρμογής τους που θεσπίζονται από κοινού από τα όργανα [της Ένωσης] για τους σκοπούς της εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και του εν λόγω καθεστώτος, εφαρμόζονται στο προσωπικό του Οργανισμού.

    2.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 26, ο Οργανισμός ασκεί, όσον αφορά το προσωπικό του, τις εξουσίες που ανατίθενται στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή και στην αρμόδια για τη σύναψη των συμβάσεων αρχή από τον εν λόγω κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης.

    3.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 26, παράγραφος 1, το προσωπικό του Οργανισμού αποτελείται:

    […]

    από λοιπό προσωπικό, όπως ορίζεται στο [ΚΛΠ], το οποίο προσλαμβάνεται για εκτελεστικά ή γραμματειακά καθήκοντα.

    […]»

    Η απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2008 του ERA

    7

    Στις 2 Οκτωβρίου 2008, ο εκτελεστικός διευθυντής του ERA εξέδωσε την απόφαση 150/09.08 σχετικά με την πολιτική της ανανεώσεως των συμβάσεων των έκτακτων υπαλλήλων του Οργανισμού (στο εξής: απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2008). Οι αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεως αυτής παραπέμπουν μεταξύ άλλων στο άρθρο 8, πρώτο εδάφιο, του ΚΛΠ, στο πολυετές σχέδιο της πολιτικής για το προσωπικό που εξέδωσε το διοικητικό συμβούλιο του Οργανισμού και στο άρθρο 24, παράγραφος 3, του κανονισμού 881/2004.

    8

    Το άρθρο 1 της αποφάσεως της 2ας Οκτωβρίου 2008 προβλέπει μεταξύ άλλων ότι «[η] διάρκεια ανανεώσεως των συμβάσεων για τους έκτακτους υπαλλήλους όπως αυτοί ορίζονται στο άρθρο 24, παράγραφος 3, του κανονισμού […] 881/2004 είναι […] για θέσεις με μακρό χρονικό ορίζοντα, για δύο έτη στην περίπτωση της πρώτης ανανεώσεως [σ]ε περίπτωση δεύτερης ανανεώσεως, η σύμβαση καθίσταται σύμβαση αορίστου χρόνου».

    9

    Κατά το άρθρο 2 της αποφάσεως της 2ας Οκτωβρίου 2008, «[σ]ε περίπτωση που μια σύμβαση μπορεί να παραταθεί, ο υπάλληλος ενημερώνεται από τον εκτελεστικό διευθυντή για την παράταση ή μη της συμβάσεώς του, κατ’ αρχήν, έξι μήνες πριν από τη λήξη της συμβάσεώς του».

    Οι κατευθυντήριες γραμμές περί της παρατάσεως των συμβάσεων

    10

    Στις 26 Νοεμβρίου 2008, ο προϊστάμενος της μονάδας «Διοίκηση» του ERA εξέδωσε τις κατευθυντήριες γραμμές περί της παρατάσεως των συμβάσεων (στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές). Αυτές υπενθυμίζουν ότι, κατ’ εφαρμογήν της αποφάσεως της 2ας Οκτωβρίου 2008, τα μέλη του προσωπικού του Οργανισμού ενημερώνονται, κατ’ αρχήν έξι μήνες νωρίτερα, σχετικά με την παράταση ή μη της συμβάσεώς τους. Οι κατευθυντήριες γραμμές καθορίζουν τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται συναφώς.

    11

    Έτσι, τονίζεται, στις κατευθυντήριες γραμμές, ότι το τμήμα ανθρωπίνων πόρων της μονάδας «Διοίκηση» (στο εξής: τμήμα «Ανθρώπινοι πόροι») ενημερώνει τον προϊστάμενο της οικείας μονάδας το αργότερο οκτώ μήνες πριν από την ημερομηνία λήξεως της συμβάσεως του οικείου υπαλλήλου μέσω «εντύπου υπ’ αριθ. 1». Ο προϊστάμενος μονάδας υπενθυμίζει εν συνεχεία στον κάτοχο της θέσεως την ημερομηνία λήξεως της συμβάσεώς του και του παρέχει τη δυνατότητα διαλόγου με τον αξιολογητή που έχει επιφορτιστεί με τη σύνταξη της εκθέσεως εξελίξεως σταδιοδρομίας του υπαλλήλου (στο εξής: ΕΕΣ) —εντός πέντε εργασίμων ημερών από της εν λόγω ενημερώσεως.

    12

    Ο προϊστάμενος μονάδας συντάσσει εν συνεχεία σημείωμα για τον φάκελο, μέσω «εντύπου υπ’ αριθ. 2», το οποίο περιέχει την αξιολόγηση της εξελίξεως της ίδιας της θέσεως εργασίας και των καθηκόντων που συνδέονται με αυτήν, ιδίως δε την εκτίμηση, στηριζόμενη ιδίως στην τελευταία ΕΕΣ που είναι διαθέσιμη, για το κατά πόσον ο κάτοχος της θέσεως έχει τα προσόντα να εξακολουθήσει να κατέχει τη θέση αυτή.

    13

    Στηριζόμενος στα στοιχεία αυτά, ο προϊστάμενος μονάδας συμπληρώνει επίσης την προσαρτώμενη στο σημείωμα του τμήματος «Ανθρώπινοι πόροι» πρόταση (επισυναπτόμενη στο «έντυπο υπ’ αριθ. 1») που αφορά την ανανέωση ή μη της συμβάσεως. Εν συνεχεία, θα πρέπει να υποβάλει την πρότασή του και το συνοδευτικό σημείωμα για τον φάκελο στο τμήμα «Ανθρώπινοι πόροι» το αργότερο επτά μήνες πριν από τη λήξη της συμβάσεως. Η υπηρεσία αυτή μπορεί να προσθέσει οποιοδήποτε σχόλιο στο σημείωμα για τον φάκελο («έντυπο υπ’ αριθ. 2»), ιδίως ως προς τις συνέπειες επί του προϋπολογισμού της προτάσεως και ως προς τη συνοχή της προτάσεως σε σχέση προς τις υφιστάμενες πρακτικές που εφαρμόζονται στον Οργανισμό όσον αφορά την παράταση των συμβάσεων.

    14

    Το τμήμα «Ανθρώπινοι πόροι» υποβάλλει την πρόταση, συνοδευόμενη από δύο έντυπα, στον εκτελεστικό διευθυντή προς έγκριση, ο οποίος εν συνεχεία ενημερώνει σχετικά με την απόφασή του συμπληρώνοντας το παράρτημα του «εντύπου υπ’ αριθ. 1». Κατόπιν αποδοχής της αποφάσεως του εκτελεστικού διευθυντή και στην περίπτωση που η απόφαση προτείνει τη λήξη της συμβάσεως, το τμήμα «Ανθρώπινοι πόροι» συντάσσει επιστολή, η οποία υπογράφεται από τον εκτελεστικό διευθυντή, που υπενθυμίζει στον οικείο έκτακτο υπάλληλο την ημερομηνία λήξεως της συμβάσεώς του.

    15

    Τέλος, οι κατευθυντήριες γραμμές ορίζουν ότι οι προθεσμίες πρέπει να υπολογίζονται μόνον από της ημερομηνίας από της οποίας το οικείο πρόσωπο έλαβε την ειδοποίηση ή, το αργότερο, όταν μπορεί να θεωρηθεί ότι το πρόσωπο αυτό, ενεργώντας ως επιμελής υπάλληλος, ενημερώθηκε για το περιεχόμενο των εγγράφων, όποια και αν είναι αυτά, τα οποία του διαβιβάστηκαν.

    Τα έγγραφα του προϋπολογισμού

    16

    Με απόφαση της 27ας Νοεμβρίου 2012, το διοικητικό συμβούλιο του ERA ενέκρινε τον προϋπολογισμό του Οργανισμού, καθώς και το οργανόγραμμά του για το 2013. Συναφώς, το οργανόγραμμα για το 2013 αναφέρει ότι, στις 31 Δεκεμβρίου 2011, ο ERA αριθμούσε, στην ομάδα καθηκόντων των βοηθών (AST), δέκα έκτακτους υπαλλήλους με βαθμό AST 1, ότι ο προϋπολογισμός της Ένωσης είχε επιτρέψει μόνον επτά θέσεις εργασίας για τον βαθμό αυτόν και ότι ο Οργανισμός είχε αποφασίσει να μειώσει τον αριθμό αυτό σε τέσσερις.

    17

    Από το πολυετές σχέδιο της πολιτικής για το προσωπικό, που εξεδόθη στις 20 Μαρτίου 2013 από το διοικητικό συμβούλιο του ERA, για την περίοδο 2014-2016 (Multi-annual Staff Policy Plan 2014-2016 for the European Railway Agency), συνάγεται ότι, όσον αφορά τις θέσεις της ομάδας καθηκόντων AST που κατείχαν έκτακτοι υπάλληλοι στις 31 Δεκεμβρίου 2012, αυτές ανέρχονταν σε 42, ότι ο αριθμός των θέσεων αυτής της ομάδας καθηκόντων που περιλαμβάνεται στον ψηφισμένο προϋπολογισμό της Ένωσης για το οικονομικό έτος 2013 ανερχόταν σε 40, ότι ο αριθμός που περιλαμβάνεται στο σχέδιο προϋπολογισμού της Ένωσης για το οικονομικό έτος 2014 ήταν 39 και ότι, για το 2015 και το 2016, ο προβλεπόμενος αριθμός ήταν, αντιστοίχως, 37 και 36.

    Τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς

    18

    Η προσφεύγουσα προσελήφθη από τον ERA ως βοηθός στον βαθμό AST 3 δυνάμει συμβάσεως τετραετούς διάρκειας για την περίοδο από 1ης Σεπτεμβρίου 2007 έως 31 Αυγούστου 2011. Από την επιστολή της 7ης Μαΐου 2007, την οποία της απηύθυνε ο εκτελεστικός διευθυντής του Οργανισμού, υπό την ιδιότητά του ως αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεων προσλήψεως αρχή (στο εξής: ΑΣΣΠΑ), συνάγεται ότι η σύμβαση αυτή της προτάθηκε συμφώνως προς το άρθρο 2, στοιχείο α’, καθώς και προς τα άρθρα 8 έως 50 του ΚΛΠ.

    19

    Στις 5 Μαΐου 2011, η ισχύς της συμβάσεως αυτής παρατάθηκε μέχρι την 30ή Σεπτεμβρίου 2013 μέσω συμπληρωματικής συμβάσεως που υπεγράφη μεταξύ του ERA και της προσφεύγουσας.

    20

    Κατόπιν σχετικού αιτήματός της, η προσφεύγουσα μετατάχθηκε από το τμήμα «Οικονομικά» της μονάδας «Διοίκηση» στο «Γραφείο του εκτελεστικού διευθυντή» (Executive Director’s Office), τμήμα «Επικοινωνία», του ERA προκειμένου να ασκήσει σε αυτό, μεταξύ άλλων, καθήκοντα επικοινωνίας. Αυτή η εκ νέου τοποθέτηση ίσχυσε από τις 16 Φεβρουαρίου 2012 και συνοδευόταν από τη μεταφορά της οργανικής θέσεως της προσφεύγουσας στις υπηρεσίες της διευθύνσεως (Directorate) του Οργανισμού. Στην απόφαση της αυτής ημερομηνίας περί επανατοποθετήσεως διευκρινιζόταν επίσης ότι επρόκειτο για εκ νέου τοποθέτηση προς το συμφέρον της υπηρεσίας και, επίσης, ότι ο προϊστάμενος μονάδας της προσφεύγουσας, με την ιδιότητά του ως νέος άμεσος ιεραρχικά ανώτερός της, έπρεπε να επικαιροποιήσει την περιγραφή των συναρτωμένων με τη θέση της προσφεύγουσας καθηκόντων ώστε να αποτυπώνει τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα που θα ανελάμβανε εφεξής.

    Η διαδικασία που κατέληξε στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως

    21

    Στις 22 Φεβρουαρίου 2013, ο προϊστάμενος του τμήματος «Ανθρώπινοι πόροι» διαβίβασε σημείωμα στον προϊστάμενο μονάδας της προσφεύγουσας στο οποίο του ζητούσε, συμφώνως προς την απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2008, να του γνωρίσει την άποψή του, συμπληρώνοντας το τμήμα του προσαρτώμενου εντύπου που τον αφορούσε, το οποίο επιγραφόταν «Σημείωμα για τον φάκελο», το αργότερο έως τις 15 Μαρτίου 2013, προκειμένου να μπορέσει να ενημερώσει τα ενδιαφερόμενα μέρη σχετικά με το ζήτημα της ανανεώσεως ή μη της συμβάσεως της προσφεύγουσας που έληγε στις 30 Σεπτεμβρίου 2013.

    22

    Στο πλαίσιο συζητήσεως που έλαβε χώρα στις 14 Μαρτίου 2013, η προσφεύγουσα ενημερώθηκε προφορικώς από τον προϊστάμενο της μονάδας για την πρόθεσή του να μη ζητήσει την ανανέωση της συμβάσεώς της. Κατά την προσφεύγουσα, ο προϊστάμενος μονάδας της εξήγησε ότι ο μόνος λόγος για τον οποίο μετατάχθηκε με παράλληλη μετακίνηση της θέσεώς της στις υπηρεσίες της διευθύνσεως του Οργανισμού ήταν η εκτέλεση καθηκόντων επικοινωνίας, πλην όμως αποδείχθηκε ότι δεν είχε την εκπαίδευση ούτε τις τεχνικές ικανότητες προκειμένου να μπορέσει να εξελιχθεί στη θέση αυτή η οποία εφεξής υπαγόταν στη διεύθυνση του Οργανισμού. Έτσι, στη συνάφεια αυτή δεν έγινε επίκληση επιτακτικών λόγων δημοσιονομικής φύσεως που συνεπάγονταν την κατάργηση της θέσεως που κατείχε προκειμένου να δικαιολογηθεί η μη ανανέωση της συμβάσεώς της.

    23

    Η προσφεύγουσα διευκρίνισε, σε απάντηση μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας, ότι, κατά τη διάρκεια της συζητήσεως αυτής που διήρκεσε περίπου είκοσι λεπτά, υποστήριξε από την πλευρά της ότι, κατόπιν της μετατάξεώς της στη διεύθυνση του Οργανισμού, η περιγραφή των συναρτώμενων με τη θέση της καθηκόντων έπρεπε να προσαρμοστεί από τον προϊστάμενο της μονάδας της, πράγμα το οποίο αυτός παρέλειψε να πράξει. Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα δήλωσε, με την προαναφερθείσα απάντηση, ότι «[δ]εν κατανοούσε […] για ποιον λόγο της προσαπτόταν επί του παρόντος ότι δεν είχε τα αναγκαία προσόντα για μια θέση στον τομέα της επικοινωνίας, μολονότι η θέση της ήταν θέση οικονομικής και διοικητικής υποστηρίξεως». Με την ίδια απάντηση, προσήψε στον προϊστάμενο της μονάδας της, ως προς το ζήτημα αυτό, ότι δεν της επέτρεψε να ασχοληθεί επαρκώς με τα οικονομικά ζητήματα των υπηρεσιών της διευθύνσεως του Οργανισμού.

    24

    Ο Οργανισμός διευκρίνισε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι το ζήτημα της ανανεώσεως της συμβάσεως έπρεπε αρχικώς να συζητηθεί στο πλαίσιο συναντήσεως που είχε προβλεφθεί για τις 13 Μαρτίου 2013, αλλά ότι η συνάντηση αυτή δεν έλαβε τελικώς χώρα λόγω της απουσίας της προσφεύγουσας. Την πρωία της 14ης Μαρτίου 2013, η προσφεύγουσα και ο προϊστάμενος μονάδας συναντήθηκαν για να συζητήσουν το ζήτημα αυτό και συμφώνησαν να το συζητήσουν εκ νέου κατά τη διάρκεια της ημέρας, πράγμα το οποίο έπραξαν το βράδυ στο πλαίσιο συναντήσεως η οποία, κατά τον Οργανισμό, διήρκεσε περίπου μία ώρα.

    25

    Την αυτή ημέρα της 14ης Μαρτίου 2013, ο προϊστάμενος μονάδας επισήμανε, στο σημείωμα για τον φάκελο το οποίο υποβλήθηκε από το τμήμα «Ανθρώπινοι πόροι», στο κεφάλαιο «Αξιολόγηση της εξελίξεως της ίδιας της θέσεως εργασίας και των σχετικών με αυτήν καθηκόντων», ότι η «θέση που καταλαμβάνει ο κάτοχος δημιουργήθηκε προκειμένου να ικανοποιηθεί η επιθυμία του να αποκτήσει εμπειρία σε αντικείμενα και πέραν του οικονομικού τομέα». Στο ίδιο σημείωμα διευκρινίζεται επίσης ότι, «[π]ροκειμένου να επιτευχθεί η μείωση των θέσεων [της ομάδας καθηκόντων] AST, στο πλαίσιο του προϋπολογισμού 2013 της Ε[υρωπαϊκής Ένωσης] και αυτών των επόμενων ετών, και προς το γενικό συμφέρον του Οργανισμού, αποφασίστηκε να μην ανανεωθεί αυτή η θέση». Όσον αφορά το κεφάλαιο σχετικά με την «[ε]κτίμηση των ικανοτήτων του δικαιούχου προκειμένου να εξακολουθήσει να κατέχει τη θέση» επεσήμανε ότι, «[λ]όγω της καταργήσεως της θέσεως, αυτές [ήσαν] άνευ σημασίας».

    26

    Με επιστολή της 22ας Μαρτίου 2013, προσυπογεγραμμένη από την προσφεύγουσα στις 25 Μαρτίου 2013, ο εκτελεστικός διευθυντής του ERA της επιβεβαίωσε ότι η σύμβασή της εργασίας, «που είχε αρχίσει την [1η Οκτωβρίου] 2007, [θα] έληγε την 30ή [Σεπτεμβρίου] 2013» (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση). Κατόπιν αιτήματός της που υπέβαλε με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 27ης Μαρτίου 2013, η προσφεύγουσα έλαβε αντίγραφο του σημειώματος για τον φάκελο που συνόδευε την πρόταση περί μη ανανεώσεως της συμβάσεώς της.

    27

    Ο προϊστάμενος του τμήματος «Ανθρώπινοι πόροι» υπέγραψε, στις 2 Απριλίου 2013, το μέρος του εντύπου που αφορούσε την τμήμα αυτό, διαγράφοντας το κεφαλαίο που επιγραφόταν «Επιπτώσεις της προτάσεως επί του προϋπολογισμού, συνοχή με την υφιστάμενη πρακτική που ακολουθείται εντός του Οργανισμού και κάθε άλλο πληροφοριακό στοιχείο που κρίνεται αναγκαίο» και, ως εκ τούτου, μη διατυπώνοντας κάποιο σχόλιο κάτω από την επικεφαλίδα αυτή.

    28

    Στις 7 Μαΐου 2013, η προσφεύγουσα άσκησε, επί τη βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ), διοικητική ένσταση κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως. Προς στήριξη αυτής της διοικητικής ενστάσεως, επικαλέστηκε τη μη τήρηση της διαδικασίας από την ΑΣΣΠΑ στον βαθμό που ο προϊστάμενος της μονάδας της «δεν την [είχε] ενημερ[ώ]σε[ι] για την έναρξη της διαδικασίας ανανεώσεως ούτε για τη δυνατότητα να συνομιλήσει μαζί του», την ύπαρξη πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως ως προς την ανάγκη καταργήσεως της θέσεως της προσφεύγουσας και ως προς το γενικό συμφέρον του Οργανισμού να μην ανανεώσει τη σύμβασή της, και τη μη συνεκτίμηση, από την προσβαλλόμενη απόφαση, των συμφερόντων της προσφεύγουσας, ιδίως το γεγονός ότι, σε περίπτωση ανανεώσεως της συμβάσεώς της, αυτή θα μετατρεπόταν σε σύμβαση αορίστου χρόνου.

    Η απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως

    29

    Με απόφαση της 5ης Σεπτεμβρίου 2013, η ΑΣΣΠΑ απέρριψε τη διοικητική ένσταση (στο εξής: απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως).

    30

    Συναφώς, η ΑΣΣΠΑ επισήμανε ότι, πριν από την προβολή των επιχειρημάτων της σε απάντηση των όσων αντέταξε η προσφεύγουσα, επιθυμούσε να της υπενθυμίσει τη συνάφεια εντός της οποίας εξεδόθη η προσβαλλόμενη απόφαση. Έτσι, τόνισε ότι η προσφεύγουσα είχε μεταταχθεί με παράλληλη μετακίνηση της θέσεώς της από τις 16 Φεβρουαρίου 2012 και ότι είχε αποφασιστεί, κατόπιν κοινής συμφωνίας, να αλλάξει το αντικείμενο των αρμοδιοτήτων της δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση σε καθήκοντα επικοινωνίας προκειμένου να της παρασχεθεί η δυνατότητα να σταδιοδρομήσει στον ERA. Εντούτοις, λόγω της προαναγγελθείσας μεταρρυθμίσεως και των δημοσιονομικών περικοπών, ιδίως σε επίπεδο προσωπικού, η ΑΣΣΠΑ είχε να αντιμετωπίσει αρνητικές προοπτικές και υποχρεώθηκε, κατόπιν αιτήματος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, να μειώσει το προσωπικό της καταργώντας τρεις θέσεις της ομάδας καθηκόντων AST.

    31

    Η απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως διέλαβε ότι αυτή η μείωση του προσωπικού θα έπρεπε να συνεχιστεί υπό τον έλεγχο και την πίεση της Επιτροπής η οποία, με την από 6 Μαρτίου 2013 γνωμοδότησή της σχετικά με το πολυετές σχέδιο πολιτικής για το προσωπικό του ERA για την περίοδο 2014-2016, είχε εκ νέου απαιτήσει από τον Οργανισμό να ακολουθεί τη γενική πολιτική μειώσεως του προσωπικού των θεσμικών οργάνων της Ένωσης που είχε καθοριστεί σε 2 % ετησίως. Σε αυτήν τη συνάφεια, η διεύθυνση αποφάσισε να καταργήσει δύο θέσεις της ομάδας καθηκόντων AST και να επιλέξει αυτές τις δύο θέσεις μεταξύ των πέντε θέσεων που κατείχαν έκτακτοι υπάλληλοι της ομάδας καθηκόντων AST των οποίων οι συμβάσεις εργασίας έληγαν το 2013. Το κριτήριο που επελέγη για να κατευθύνει την επιλογή αυτή ήταν να προσδιοριστούν οι θέσεις των οποίων η κατάργηση θα συνεπαγόταν τις μικρότερες δυνατόν επιπτώσεις επί της επιχειρησιακής λειτουργίας του Οργανισμού και, στο πλαίσιο της εφαρμογής αυτού του κριτηρίου, ο ERA επέλεξε μία θέση εργασίας της ομάδας καθηκόντων AST εντός της μονάδας «Πόροι και υποστήριξη» και μία θέση εργασίας στο επίπεδο των τμημάτων της διευθύνσεως, ήτοι αυτή που κατείχε η προσφεύγουσα.

    32

    Η ΑΣΣΠΑ διευκρίνισε, πάντοτε με την απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως, ότι είχε αποφασίσει να καταργήσει τη θέση που κατείχε η προσφεύγουσα και να μην ανανεώσει τη σύμβασή της εργασίας διότι ο προϊστάμενος της μονάδας της είχε πεισθεί ότι το επίπεδο των επιδόσεων της προσφεύγουσας κατά την εκτέλεση των βασικών καθηκόντων στον τομέα της επικοινωνίας δεν θα ανταποκρινόταν, στο άμεσο μέλλον, στο επίπεδο απαιτήσεων που συνδέονται με αυτού του είδους τη θέση. Η ΑΣΣΠΑ επισήμανε ότι τούτο είχε διευκρινιστεί προφορικώς στην προσφεύγουσα κατά τη συζήτηση που είχε στις 14 Μαρτίου 2013 με τον ιεραρχικά ανώτερό της.

    33

    Η ΑΣΣΠΑ προσέθεσε ότι για αυτούς τους λόγους είχε κρίνει ότι η σύμβαση της προσφεύγουσας δεν μπορούσε να ανανεωθεί, δεδομένου ότι δεν ήταν δυνατό να χρηματοδοτηθεί από τον προϋπολογισμό του Οργανισμού για το 2014, ότι δεν ήταν δυνατό να δημιουργηθούν νέες θέσεις της ομάδας καθηκόντων AST και ότι, εξάλλου, καμία άλλη θέση αυτής της ομάδας καθηκόντων δεν είχε κενωθεί ή δεν επρόκειτο να κενωθεί στο άμεσο μέλλον, οπότε δεν ήταν δυνατό να εξεταστεί το ενδεχόμενο μεταθέσεως της προσφεύγουσας σε άλλη μονάδα.

    34

    Σε απάντηση των επιχειρημάτων που ανέπτυξε η προσφεύγουσα με τη διοικητική ένστασή της, η ΑΣΣΠΑ υποστήριξε ότι η μη ανανέωση της συμβάσεως της προσφεύγουσας ήταν σύμφωνη προς την απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2008, δεδομένου ότι αυτή είχε δεόντως ενημερωθεί για το ζήτημα αυτό έξι μήνες πριν από τη λήξη της συμβάσεώς της. Ως προς την αμφισβήτηση, από την προσφεύγουσα, του υποστατού των δημοσιονομικών περικοπών που επιβλήθηκαν στον Οργανισμό και τη σκοπιμότητα της καταργήσεως της θέσεώς της, όπως αυτά εκτίθενται στο σημείωμα για τον φάκελο σχετικά με την παράταση της συμβάσεώς της, η ΑΣΣΠΑ υποστηρίζει ότι η παραπομπή στη μείωση του αριθμού των θέσεων της ομάδας καθηκόντων AST από τον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης για το έτος 2013, καθώς και από τους επακολουθήσαντες προϋπολογισμούς αρκούσε για τις ανάγκες, από απόψεως αιτιολογήσεως, ενός τέτοιου σημειώματος και ότι αναλυτικότερες εξηγήσεις παρέχονταν στα έγγραφα στα οποία παρέπεμπε το σημείωμα αυτό.

    35

    Όσον αφορά τη συνεκτίμηση των συμφερόντων της προσφεύγουσας, η ΑΣΣΠΑ υπενθύμισε ότι το συμφέρον της υπηρεσίας πρέπει να υπερισχύει του συμφέροντος του υπαλλήλου και ότι, εν πάση περιπτώσει, το συμφέρον του υπαλλήλου δεν μπορεί να εμποδίσει τη Διοίκηση να προβεί σε εξορθολογισμό των υπηρεσιών της εάν φρονεί ότι τούτο είναι αναγκαίο. Τέλος, η ΑΣΣΠΑ υπενθυμίζει, ότι, στη σκέψη 167 της αποφάσεως AI κατά Δικαστηρίου (F‑85/10, EU:F:2012:97), το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε ότι «η Διοίκηση δεν έχει την υποχρέωση να προτείνει μια νέα τοποθέτηση σε έκτακτο υπάλληλο του οποίου οι παρεχόμενες επαγγελματικές υπηρεσίες κρίνονται ανεπαρκείς».

    Αιτήματα των διαδίκων

    36

    Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση και να καταδικάσει τον ERA στα δικαστικά έξοδα.

    37

    Ο Οργανισμός ζητεί την απόρριψη της προσφυγής και την καταδίκη της προσφεύγουσας στα δικαστικά έξοδα.

    Σκεπτικό

    38

    Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει τρεις λόγους ακυρώσεως, που στηρίζονται, αντιστοίχως, σε παράβαση ουσιωδών τύπων, σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και σε παράβαση του καθήκοντος αρωγής που υπέχει ο ERA.

    Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται σε παράβαση ουσιωδών τύπων

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    39

    Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως αναλύεται σε δύο σκέλη που αφορούν, το μεν πρώτο, την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, το δε δεύτερο, την παράβαση ουσιώδους τύπου που συνεπάγεται προσβολή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

    40

    Συναφώς, στηριζόμενη στην απόφαση Lux κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου (129/82 και 274/82, EU:C:1984:391, σκέψη 20), η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, έστω και εάν εσωτερικές οδηγίες, όπως είναι η απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2008 και οι κατευθυντήριες γραμμές, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως κανόνες δικαίου τους οποίους υποχρεούται να τηρεί η Διοίκηση σε κάθε περίπτωση, εντούτοις αυτή δεν μπορεί να αφίσταται αυτών χωρίς να παρέχει βάσιμους λόγους που την οδήγησαν σε αυτό. Ωστόσο, η ΑΣΣΠΑ παραβίασε την αρχή αυτή εν προκειμένω, δεδομένου ότι δεν συμμορφώθηκε με απόλυτη αυστηρότητα στη διαδικασία που η ίδια είχε δεσμευτεί να ακολουθεί. Τούτο συνιστά, κατά την προσφεύγουσα, όχι μόνον παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, αλλά και προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας.

    41

    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει επίσης ότι το τμήμα «Ανθρώπινοι πόροι» δεν ζήτησε τη γνώμη του προϊσταμένου μονάδας επί του ζητήματος της ανανεώσεως της συμβάσεώς της παρά μόνο στις 22 Φεβρουαρίου 2013, ήτοι με καθυστέρηση είκοσι ημερών περίπου σε σχέση με την προθεσμία που προέβλεπαν οι κατευθυντήριες γραμμές, ήτοι ότι η διαδικασία διαβουλεύσεως πρέπει να αρχίζει το αργότερο οκτώ μήνες πριν από την ημερομηνία λήξεως της οικείας συμβάσεως. Η προσφεύγουσα προσάπτει επίσης στην ΑΣΣΠΑ ότι δεν την ενημέρωσε, εν αντιθέσει προς όσα προβλέπουν οι κατευθυντήριες γραμμές, σχετικά με την κίνηση της διαδικασίας ανανεώσεως ούτε σχετικά με τη δυνατότητα σχετικής συζητήσεως εντός πέντε εργασίμων ημερών από της κινήσεως της εν λόγω διαδικασίας.

    42

    Κατά την άποψη της προσφεύγουσας, η ΑΣΣΠΑ, παραλείποντας να την ενημερώσει σχετικά με τη δυνατότητα συζητήσεως με τον προϊστάμενο μονάδας, με τη συμμετοχή ενδεχομένως και του αξιολογητή της, ο οποίος, εν προκειμένω, συνέβαινε να είναι το αυτό πρόσωπο με τον προϊστάμενο μονάδας, προσέβαλε το δικαίωμα ακροάσεώς της και προβολής των επιχειρημάτων της για το ζήτημα της μη ανανεώσεως της συμβάσεώς της.

    43

    Εξάλλου, η ΑΣΣΠΑ διέπραξε επίσης εν προκειμένω «παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας» στον βαθμό που δεν ζήτησε τη γνώμη του τμήματος «Ανθρώπινοι πόροι», το οποίο οριστικοποίησε το σημείωμα για τον φάκελο υπογράφοντάς το στις 2 Απριλίου 2013, πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως η οποία ελήφθη στις 22 Μαρτίου 2013. Τούτο συνιστούσε παρατυπία υπό το πρίσμα των επιταγών των κατευθυντήριων γραμμών, δεδομένου ότι στη λήψη αποφάσεως περί ανανεώσεως ή μη της συμβάσεως πρέπει να προβεί ο εκτελεστικός διευθυντής, ενόψει ιδίως των σχολίων του τμήματος «Ανθρώπινοι πόροι» τα οποία ακριβώς έλλειπαν. Πάντως, αυτή η παράβαση είχε ιδιαίτερη σημασία εν προκειμένω διότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηριζόταν ουσιαστικά σε δημοσιονομικούς λόγους που συνεπάγονταν την ανάγκη καταργήσεως ορισμένων θέσεων. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει επίσης ότι, εάν η διαδικασία είχε τηρηθεί, η προσβαλλόμενη απόφαση θα μπορούσε να είναι ουσιωδώς διαφορετική.

    44

    Ο ERA ζητεί την απόρριψη του λόγου ακυρώσεως προβάλλοντας κατ’ ουσίαν, πρώτον, ότι, εν προκειμένω, η προσφεύγουσα ενημερώθηκε εν πάση περιπτώσει περί της αποφάσεως μη ανανεώσεως της συμβάσεώς της έξι μήνες πριν από τη λήξη της συμβάσεως αυτής, πράγμα το οποίο ήταν σύμφωνο προς την απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2008. Δεύτερον, όσον αφορά τις κατευθυντήριες γραμμές, υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι αυτές δεν μπορούσαν να εφαρμοστούν παρά μόνον στις περιπτώσεις που υπήρχε η δυνατότητα ανανεώσεως της οικείας συμβάσεως, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει όταν, όπως στην παρούσα υπόθεση, η οικεία θέση πρέπει να καταργηθεί για δημοσιονομικούς λόγους.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης

    – Γενικές παρατηρήσεις

    45

    Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στον Οργανισμό ότι προσέβαλε το δικαίωμά της να ακουστεί πριν από τη λήψη της προσβαλλομένης αποφάσεως και ότι δεν τήρησε τη διαδικασία που η ίδια είχε θεσπίσει προκειμένου να διασφαλίσει τον σεβασμό ενός τέτοιου δικαιώματος.

    46

    Ως προς το ζήτημα αυτό, επιβάλλεται πρώτον η διαπίστωση ότι ο ΚΛΠ, ιδίως το άρθρο του 47, δεν προβλέπει ειδική διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας να παρέχεται σε έκτακτο υπάλληλο που προσλαμβάνεται με σύμβαση ορισμένου χρόνου δικαίωμα σχετικής ακροάσεως προτού εκδοθεί εις βάρος του απόφαση περί μη ανανεώσεως της συμβάσεώς του, απόφαση η οποία, λόγω του περιεχομένου της, μπορεί να επηρεάσει δυσμενώς την επαγγελματική και προσωπική κατάσταση του ενδιαφερομένου.

    47

    Εντούτοις, καθόσον τα νομοθετικά κείμενα σιωπούν, θεσμικό όργανο ή οργανισμός μπορεί να προβλέπει εσωτερικές διαδικασίες και ρυθμίσεις που να επιτρέπουν την ακρόαση έκτακτου υπαλλήλου προτού κριθεί η συνέχιση της απασχολήσεώς του, μεταξύ άλλων διά της εκδόσεως εσωτερικών κατευθυντήριων γραμμών, υπό την προϋπόθεση ότι η χρήση της ευχέρειας αυτής δεν οδηγεί σε παρέκκλιση από ρητό κανόνα του ΚΥΚ ή του ΚΛΠ (βλ., στο ίδιο πνεύμα, αποφάσεις Schneider κατά Επιτροπής, T‑54/92, EU:T:1994:283, σκέψη 19, και Petrilli κατά Επιτροπής, F‑98/07, EU:F:2009:7, σκέψη 55 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    48

    Στο πλαίσιο αυτό, οι εσωτερικές κατευθυντήριες γραμμές αυτού του είδους, όταν αφορούν τομέα στον οποίο το θεσμικό όργανο ή ο οργανισμός διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως απονεμόμενη εκ του ΚΥΚ, μπορούν να εκδίδονται υπό τη μορφή αποφάσεως, κοινοποιούμενης σε όλο το προσωπικό, με την οποία διασφαλίζεται η ίδια μεταχείριση των ενδιαφερομένων υπαλλήλων και μελών του λοιπού προσωπικού. Οσάκις θεσμικό όργανο ή οργανισμός εκδίδει τέτοια απόφαση, πρέπει, καθ’ αυτή, να θεωρείται ενδεικτικός κανόνας συμπεριφοράς που επιβάλλει η ίδια η Διοίκηση στον εαυτό της, από τον οποίον δεν μπορεί να αποκλίνει χωρίς να προσδιορίσει τους λόγους που την οδήγησαν στην απόκλιση αυτή, γιατί διαφορετικά παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως (βλ., στο ίδιο πνεύμα, αποφάσεις Louwage κατά Επιτροπής, 148/73, EU:C:1974:7, σκέψη 12, Lux κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, EU:C:1984:391, σκέψη 20, και Monaco κατά Κοινοβουλίου, T‑92/96, EU:T:1997:105, σκέψη 46· βλ., όσον αφορά τη βαθμολόγηση του προσωπικού, απόφαση Bernard κατά Ευρωπόλ, F‑99/07 και F‑45/08, EU:F:2009:84, σκέψη 79 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    49

    Εν προκειμένω, οι κατευθυντήριες γραμμές, που καθορίζουν λεπτομερώς την ακολουθητέα διαδικασία σε ζητήματα ανανεώσεως των συμβάσεων εκτάκτων υπαλλήλων εντός του ERA, συνιστούν εσωτερική κατευθυντήρια γραμμή κατά την έννοια της προπαρατεθείσας νομολογίας και, ως εκ τούτου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, προβλέποντας ότι οι ενδιαφερόμενοι θα ενημερώνονται, κατ’ αρχήν, εντός προθεσμίας έξι μηνών πριν από τη λήξη της συμβάσεώς τους και καθορίζοντας λεπτομερώς τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται από τις υπηρεσίες του Οργανισμού και η οποία προβλέπει τη δυνατότητα των ενδιαφερομένων να προβάλουν τις απόψεις τους, ο ERA διαμόρφωσε, διά της λήψεως της αποφάσεως της 2ας Οκτωβρίου 2008 και των κατευθυντήριων γραμμών, υπέρ των υπαλλήλων του το δικαίωμα ακροάσεώς τους επί της σκοπιμότητας της ανανεώσεως της συμβάσεώς τους εργασίας ορισμένου χρόνου.

    50

    Εν πάση περιπτώσει, από της θέσεώς του σε ισχύ, την 1η Δεκεμβρίου 2009, ως πράξη που έχει, δυνάμει του άρθρου 6 ΣΕΕ, την ίδια νομική ισχύ με τις Συνθήκες, ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης [στο εξής: Χάρτης] καθιερώνει ρητώς, στο άρθρο του 41, το θεμελιώδες δικαίωμα κάθε προσώπου «σε προηγούμενη ακρόαση πριν να ληφθεί ατομικό μέτρο εις βάρος του». Πάντως, δυνάμει του άρθρου 51 του Χάρτη, το εν λόγω άρθρο 41 απευθύνεται άμεσα στα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης, που υποχρεούνται έτσι να τον εφαρμόζουν και να τον τηρούν, εντός των ορίων που χαράσσει το άρθρο 52 του Χάρτη.

    51

    Βάσει όλων αυτών των εκτιμήσεων πρέπει να εξεταστεί ο πρώτος λόγος ακυρώσεως.

    – Επί του πρώτου σκέλους που στηρίζεται σε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας

    52

    Εισαγωγικώς, πρέπει να τονιστεί ότι, όπως παραδέχθηκε μεταξύ άλλων κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα είχε λάβει γνώση του περιεχομένου της αποφάσεως της 2ας Οκτωβρίου 2008 και των κατευθυντήριων γραμμών, κατ’ εφαρμογήν των οποίων διεξήχθη ακριβώς η διαδικασία περί ανανεώσεως της συμβάσεώς της, που έλαβε χώρα στις 5 Μαΐου 2011.

    53

    Ως προς το εάν ο Οργανισμός συμμορφώθηκε, εν προκειμένω, πλήρως προς τις κατευθυντήριες γραμμές που διέπουν μεταξύ άλλων τον διάλογο μεταξύ του Οργανισμού και του οικείου υπαλλήλου ως προς τις δυνατότητες ανανεώσεως της συμβάσεώς του, από τη δικογραφία και την ανταλλαγή επιχειρημάτων κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση συνάγεται ότι η προσφεύγουσα ενημερώθηκε, κατά τη συζήτηση που έλαβε χώρα στις 14 Μαρτίου 2013 με τον προϊστάμενο της μονάδας της, για τους λόγους για τους οποίους αυτός σκόπευε να μην προτείνει στην ΑΣΣΠΑ την ανανέωση της συμβάσεώς της ως έκτακτης υπάλληλου, ήτοι, τουλάχιστον κατά τα λεγόμενα της προσφεύγουσας, για την αναντιστοιχία των υπηρεσιών που παρείχε προς τις απαιτήσεις της θέσεως που κατείχε (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση Bianchi κατά ETF, F‑38/06, EU:F:2007:117, σκέψη 66).

    54

    Όσον αφορά τους λόγους τους οποίους αρχικά είχε περιλάβει ο προϊστάμενος μονάδας στη βάση της προτάσεως που υπέβαλε στην ΑΣΣΠΑ, έστω και αν αυτή περιέλαβε εν τέλει κάποιους συμπληρωματικούς λόγους στην προσβαλλόμενη απόφαση και στην απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως, η προσφεύγουσα αναγνωρίζει ότι συζήτησε το ζήτημα αυτό με τον προϊστάμενο της μονάδας της στις 14 Μαρτίου 2013 και, έτσι, είχε τη δυνατότητα να αμφισβητήσει την πεποίθηση που είχε σχηματίσει αυτός για την ποιότητα των υπηρεσιών που παρείχε και για την πιθανότητα να μπορέσουν αυτές να εξελιχθούν στο μέλλον προκειμένου να ανταποκρίνονται στις ανάγκες του Οργανισμού. Ως εκ τούτου, είχε πράγματι τη δυνατότητα να προβάλει τις απόψεις της στον ιεραρχικά ανώτερό της προτού εκδοθεί από την ΑΣΣΠΑ, κατόπιν προτάσεως αυτού του τελευταίου, η προσβαλλόμενη απόφαση.

    55

    Εντούτοις, στο πλαίσιο της εφαρμογής των κατευθυντήριων γραμμών, ο Οργανισμός πρέπει να διασφαλίζει ότι ο οικείος υπάλληλος λαμβάνει σαφή γνώση του αντικειμένου της συζητήσεως με τους προϊσταμένους του, προκειμένου να μπορεί να γνωστοποιήσει δεόντως τις απόψεις του πριν από την έκδοση της εις βάρος του αποφάσεως σχετικά με τη λήξη της συμβάσεώς του. Επομένως, ακόμη και εάν οι κατευθυντήριες γραμμές δεν απαιτούν όπως ο προβλεπόμενος διάλογος μεταξύ του προϊσταμένου και του οικείου υπαλλήλου περιβάλλεται τον έγγραφο τύπο και ακόμη εάν, ως εκ τούτου, είναι δυνατόν η ενημέρωση σχετικά με το αντικείμενο της συζητήσεως να διεξάγεται προφορικώς και να συνάγεται από το πλαίσιο στο οποίο έλαβε χώρα, είναι πλέον ενδεδειγμένη η έγγραφη πρόσκληση του ενδιαφερομένου.

    56

    Ως προς το ζήτημα αυτό, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, κατά το πέρας της συζητήσεως της 14ης Μαρτίου 2013, που έλαβε χώρα αργά το βράδυ και μόνον κατόπιν δικής της πρωτοβουλίας, δεν είχε ενημερωθεί για το γεγονός ότι είχε κινηθεί η διαδικασία σχετικά με την ανανέωση της συμβάσεώς της.

    57

    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η προσφεύγουσα αναγνώρισε, στο πλαίσιο της προαναφερθείσας συζητήσεως, ότι είχε λάβει γνώση της αποφάσεως της 2ας Οκτωβρίου 2008 και των κατευθυντήριων γραμμών, και τούτο διότι η σύμβασή της είχε ήδη ανανεωθεί, στις 5 Μαΐου 2011, κατ’ εφαρμογήν των ιδίων κατευθυντήριων γραμμών. Υπό τις συνθήκες αυτές, είναι ελάχιστα πιθανό να μη συνειδητοποίησε, κατά το πέρας της συζητήσεως που είχε στις 14 Μαρτίου 2013, ότι είχε κινηθεί η διαδικασία για την ανανέωση της συμβάσεώς της. Εξάλλου, το γεγονός ότι η συζήτηση διεξήχθη με καθυστέρηση δεν μπορεί να αναιρέσει το γεγονός ότι είχε στην πράξη τη δυνατότητα να προβάλει λυσιτελώς τις παρατηρήσεις της στον προϊστάμενο της μονάδας της, ιδίως ως προς το επίπεδο των επαγγελματικών επιδόσεών της, καθώς και υπό το πρίσμα των συνδεομένων με την απασχόλησή της καθηκόντων, προτού ο εν λόγω προϊστάμενος μονάδας διαβιβάσει στην ΑΣΣΠΑ την πρότασή του σχετικά με την ανανέωση της συμβάσεώς της.

    58

    Η προσφεύγουσα δεν μπορούσε ούτε να αγνοεί ότι, εάν το επιθυμούσε, είχε τη δυνατότητα, την οποία ρητώς προβλέπουν οι κατευθυντήριες γραμμές, να ζητήσει, μετά τη συζήτηση της 14ης Μαρτίου 2013, τη συνέχιση του διαλόγου με τον προϊστάμενο της μονάδας της, υπό την ιδιότητά του ως αξιολογητή, και, εφόσον παρίστατο ανάγκη, με τον ιεραρχικά προϊστάμενό του. Μολονότι δεν αμφισβητείται ότι ο προϊστάμενος μονάδας έφυγε με άδεια στις 15 Μαρτίου 2013, τίποτα δεν εμπόδιζε την προσφεύγουσα, αφού έλαβε γνώση της θέσεώς του ως προς τη συνέχεια που θα έπρεπε να δοθεί στη σύμβασή της, να υπεραμυνθεί εκ νέου των συμφερόντων της, ιδίως υποβάλλοντας στον εκτελεστικό διευθυντή, υπό την ιδιότητά του ως ΑΣΣΠΑ που επρόκειτο να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, γραπτές ή προφορικές παρατηρήσεις προκειμένου να τον πείσει να μην ακολουθήσει την πρόταση του προϊσταμένου μονάδας.

    59

    Πρέπει να προστεθεί συναφώς ότι οκτώ ημέρες χωρίζουν την ημερομηνία της συζητήσεως της προσφεύγουσας με τον προϊστάμενο της μονάδας της από την ημερομηνία εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, η προσφεύγουσα εξακολουθούσε να έχει τη δυνατότητα να συμπληρώσει εγγράφως τις απόψεις της (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις Sopropé, C‑349/07, EU:C:2008:746, σκέψεις 49 έως 52, και Kamino International Logistics, C‑129/13, EU:C:2014:2041, σκέψη 33).

    60

    Εξάλλου, το περιεχόμενο της διοικητικής ενστάσεως της προσφεύγουσας επιβεβαιώνει ότι κατενόησε ορθώς την προσβαλλόμενη απόφαση, παρά το λακωνικό χαρακτήρα της αιτιολογίας της σχετικά με τους λόγους που δικαιολογούσαν την έκδοσή της, πράγμα το οποίο επιρρωννύει ότι είχε δεόντως ενημερωθεί για τους λόγους για τους οποίους ο προϊστάμενος της μονάδας της είχε αποφασίσει να μη ζητήσει την ανανέωση της συμβάσεώς της (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση Solberg κατά ΕΚΠΝΤ, F‑124/12, EU:F:2013:157, σκέψη 34).

    61

    Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι ο Οργανισμός δεν προσέβαλε εν προκειμένω το δικαίωμα της προσφεύγουσας να ακουστεί πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά μείζονα λόγο αφού αυτή δεν αφορά την καταγγελία συμβάσεως ορισμένου χρόνου, αλλά την προαιρετική ανανέωση μιας τέτοιας συμβάσεως (βλ., όσον αφορά το περιεχόμενο του δικαιώματος ακροάσεως εν συναρτήσει προς τη φύση της βλαπτικής πράξεως, απόφαση Bui Van κατά Επιτροπής, T‑491/08 P, EU:T:2010:191, σκέψεις 75 έως 77).

    62

    Εν πάση περιπτώσει, κατά τη νομολογία, ακόμη και στην περίπτωση που υπήρξε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, πρέπει επιπλέον, προκειμένου να μπορεί να γίνει δεκτός ο λόγος ακυρώσεως, να ήταν δυνατόν η διαδικασία να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα εάν δεν υπήρχε η παρατυπία αυτή (απόφαση Wunenburger κατά Επιτροπής, T‑246/04 και T‑71/05, EU:T:2007:34, σκέψη 149 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    63

    Πάντως, ως προς το ζήτημα αυτό, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης επισημαίνει επαλλήλως ότι, με τη διοικητική ένστασή της, η προσφεύγουσα προέβαλε συμπληρωματικά επιχειρήματα στα οποία η ΑΣΣΠΑ απάντησε επικυρώνοντας την προσβαλλόμενη απόφαση για λόγους που συνδέονται κατ’ ουσίαν με περικοπές δημοσιονομικής φύσεως. Ως εκ τούτου, έστω και αν η προσφεύγουσα είχε χρησιμοποιήσει στην πράξη την ευχέρεια που της προσφέρθηκε να ζητήσει πλέον αναλυτικό διάλογο με την ιεραρχία της και, με τον τρόπο αυτόν, είχε τη δυνατότητα να προβάλει τα ίδια αυτά επιχειρήματα πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, η διαδικασία δεν θα είχε καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα.

    64

    Συνεπώς, λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

    – Επί του δευτέρου σκέλους που στηρίζεται σε παράβαση ουσιώδους τύπου συνεπαγόμενη προσβολή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως

    65

    Εισαγωγικώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι προθεσμίες που προβλέπουν οι κατευθυντήριες γραμμές εξυπηρετούν πρωτίστως τον καθορισθέντα με την απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2008 κύριο σκοπό της μέριμνας που πρέπει να επιδεικνύει ο Οργανισμός ώστε να ενεργεί με επιμέλεια προκειμένου ο έκτακτος υπάλληλος, του οποίου η σύμβαση λήγει, να ενημερώνεται, τουλάχιστον έξι μήνες πριν από την ημερομηνία λήξεως της συμβάσεως αυτής, για το ζήτημα της ανανεώσεώς της ή μη και, ως εκ τούτου, ώστε να εκδίδεται απόφαση για το ζήτημα αυτό εν ευθέτω χρόνω, προκειμένου ο ενδιαφερόμενος να μην καταλαμβάνεται εξαπίνης και να μπορέσει, εφόσον παρίσταται ανάγκη, να προβεί ενδεχομένως σε διαβήματα αναζητήσεως εργασίας και να οργανώσει την πιθανή μετακόμιση από τον τόπο εργασίας του σε άλλο κράτος μέλος από αυτό της έδρας του Οργανισμού.

    66

    Περαιτέρω, από την επικεφαλίδα των κεφαλαίων που έπρεπε να συμπληρώσει ο προϊστάμενος μονάδας συνάγεται ότι η διαδικασία που προβλέπεται στις κατευθυντήριες γραμμές σκοπεί πρωτίστως στη διατύπωση της γνώμης του ως προς το εάν τα καθήκοντα που σχετίζονται με την εν λόγω θέση εργασίας εξελίσσονται περαιτέρω και αν, λαμβανομένου ιδίως υπόψη του τρόπου με τον οποίον εξετέλεσε κατά το παρελθόν τα καθήκοντά του, πράγμα που αποτελεί το αντικείμενο της ΕΕΣ, ο έκτακτος υπάλληλος που κατέχει αυτή τη θέση πρέπει να συνεχίσει να απασχολείται στη θέση αυτή από τον ERA, πράγμα που αποτελεί τον δικαιολογητικό λόγο για την ανανέωση της συμβάσεώς του. Όπως ορθώς τονίζει ο ERA, με τις πληροφορίες που συλλέγονται στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, σκοπείται να καθοριστεί εάν ο υπάλληλος του οποίου η σύμβαση εργασίας λήγει μπορεί ή πρέπει να συνεχίσει να απασχολείται στη θέση αυτή, πράγμα το οποίο, εντούτοις, προϋποθέτει κατ’ ανάγκην ότι ο προϋπολογισμός προβλέπει, για το μέλλον, ότι αυτή η θέση εργασίας συμπεριλαμβάνεται στον πίνακα προσωπικού του Οργανισμού.

    67

    Θα έπρεπε επίσης να υπομνησθεί ότι, κατ’ εφαρμογήν της νομολογίας, σε περίπτωση κατά την οποία δεν τηρείται το ενδεικτικό χρονοδιάγραμμα που προβλέπεται στις κατευθυντήριες γραμμές, θα πρέπει επιπλέον μια τέτοια παρατυπία να επηρεάζει το περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως (απόφαση Wunenburger κατά Επιτροπής, EU:T:2007:34, σκέψη 149 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    68

    Ωστόσο, συναφώς, όσον αφορά, πρώτον, το γεγονός ότι η διαδικασία για την ανανέωση της συμβάσεώς της κινήθηκε το πρώτον στις 22 Φεβρουαρίου 2013, ήτοι με καθυστέρηση είκοσι περίπου ημερών σε σχέση με την προθεσμία που προβλέπουν οι κατευθυντήριες γραμμές, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε με ποιον τρόπο η καθυστέρηση αυτή επηρέασε το περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως.

    69

    Όσον αφορά, δεύτερον, το γεγονός ότι το τμήμα «Ανθρώπινοι πόροι» δεν διατύπωσε τη γνώμη του παρά μόνο μετά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, από τις κατευθυντήριες γραμμές συνάγεται ότι η διαβούλευση με το τμήμα αυτό δεν έχει ως σκοπό την αξιολόγηση των προσόντων του οικείου υπαλλήλου ούτε το κατά πόσον είναι σκόπιμη, υπό το πρίσμα του συμφέροντος του Οργανισμού, η ανανέωση της συμβάσεως του ενδιαφερομένου. Πράγματι, οι κατευθυντήριες γραμμές περιορίζονται στην επισήμανση ότι το τμήμα «Ανθρώπινοι πόροι»«μπορεί» να προσθέσει οποιοδήποτε σχόλιο στο σημείωμα για τον φάκελο, ιδίως όσον αφορά τις δημοσιονομικές συνέπειες της προτάσεως του προϊσταμένου της μονάδας και την εναρμόνιση της προτάσεως αυτής σε σχέση με τις υφιστάμενες πρακτικές κατά την παράταση των συμβάσεων εντός του Οργανισμού. Έτσι, το τμήμα «Ανθρώπινοι πόροι» θα μπορούσε, σε μια περίπτωση όπως είναι αυτή που αποτελεί το αντικείμενο της υπό κρίση υποθέσεως, να μην προβεί στη διατύπωση κάποιου σχολίου στο περιθώριο προτάσεως περί αποφάσεως η οποία, ακριβώς, δεν μπορούσε να έχει καμία δημοσιονομική συνέπεια στο κεφάλαιο «δαπάνες» του προϋπολογισμού του Οργανισμού για το ακόλουθο έτος και η οποία, εξάλλου, ανταποκρινόταν στην κατάργηση μίας θέσεως από την αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή. Εξάλλου, από κανένα στοιχείο δεν συνάγεται ότι, εάν το τμήμα «Ανθρώπινοι πόροι» είχε συμπληρώσει το μέρος του εντύπου το οποίο πρέπει να συμπληρώνεται αποκλειστικά από αυτήν πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, θα είχε προβεί σε κάποιο σχόλιο.

    70

    Πράγματι, σε μια περίπτωση, όπως είναι η υπό κρίση, κατά την οποία η οικεία θέση εργασίας πρέπει να καταργηθεί, οι συνέπειες επί του προϋπολογισμού, όσον αφορά τις προβλεπόμενες στον προϋπολογισμό για τη λειτουργία του Οργανισμού δαπάνες, τις οποίες επιφέρει πρόταση περί μη ανανεώσεως της συμβάσεως έκτακτου υπαλλήλου που κατέχει τη θέση αυτή είναι πράγματι ουδέτερες, όπως υποστηρίζει ο ERA, δεδομένου ότι μια τέτοια απόφαση επιβεβαιώνει απλώς τη μη χρήση των πιστώσεων που ακυρώθηκαν για το επόμενο οικονομικό έτος. Ως εκ τούτου, τυχόν παρέμβαση του τμήματος «Ανθρώπινοι πόροι», ακόμη και εάν έγινε εντός των ενδεικτικών προθεσμιών που ορίζουν οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές, δεν θα μπορούσε να επηρεάσει το περιεχόμενο και, ως εκ τούτου, τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως.

    71

    Τρίτον, το επιχείρημα ότι η ΑΣΣΠΑ προσέβαλε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως πρέπει να απορριφθεί, δεδομένου ότι, αφ’ ενός, η ΑΣΣΠΑ διευκρίνισε τους λόγους, εν προκειμένω δημοσιονομικής φύσεως και συνδεόμενοι με την κατάργηση της θέσεως, για τους οποίους δεν τήρησε με προσήλωση τη διαδικασία και τις ενδεικτικές προθεσμίες που προβλέπουν οι κατευθυντήριες γραμμές και δεδομένου ότι, αφ’ ετέρου, η σύμβαση έκτακτου υπαλλήλου ευρισκομένου σε παρεμφερή κατάσταση με αυτήν της προσφεύγουσας επίσης έληξε κατά το πέρας της.

    72

    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το δεύτερο σκέλος και, ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθούν.

    Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    73

    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει κατ’ αρχάς ότι η ΑΣΣΠΑ, δεχόμενη ότι η θέση την οποία κατείχε δημιουργήθηκε με μόνο σκοπό να της παράσχει τη δυνατότητα να αποκτήσει εμπειρία εκτός του οικονομικού τομέα, υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, δεδομένου ότι ο σκοπός της μεταθέσεως της προσφεύγουσας, που πραγματοποιήθηκε με δικό της αίτημα, ήταν επίσης και κυρίως να παράσχει τη δυνατότητα στη μονάδα στην οποία απασχολείτο εσχάτως να επωφεληθεί των προσόντων της προσφεύγουσας σε σχέση με τα οικονομικά ζητήματα. Έτσι, η προσφεύγουσα αμφισβητεί ότι η κατάργηση της θέσεώς της ήταν η επιλογή με τις λιγότερες επιπτώσεις επί της λειτουργίας του Οργανισμού.

    74

    Η προσφεύγουσα αμφισβητεί επίσης ότι ο ERA είχε την υποχρέωση να καταργήσει τη θέση της προκειμένου να μπορέσει να ανταποκριθεί στους στόχους που είχαν καθοριστεί στο πλαίσιο των δημοσιονομικών και οικονομικών προοπτικών. Συναφώς, αφού επισήμανε ότι ο οργανισμός προέβλεπε στον προϋπολογισμό του 2013 τη δημιουργία δύο θέσεων διοικητικών υπαλλήλων, διατυπώνει επικρίσεις για το γεγονός ότι η προσπάθεια μειώσεως κατά τρεις θέσεις εστιάστηκε αποκλειστικά στις θέσεις εργασίας της ομάδας καθηκόντων AST. Επισημαίνει εν συνεχεία ότι, στη γνωμοδότησή της για το πολυετές σχέδιο της πολιτικής για το προσωπικό για την περίοδο 2014‑2016, η Επιτροπή διατύπωσε μεν τη σύσταση να μειωθεί το προσωπικό κατά 2 %, πλην όμως τόνισε επίσης ότι μειώθηκε το ποσοστό καλύψεως των θέσεων που προέβλεπε το οργανόγραμμα, δεδομένου ότι επί 144 θέσεων εντός του Οργανισμού είχαν καλυφθεί μόνον 139. Πάντως, στον βαθμό που ο ERA είχε, από το 2010, τέσσερις έως έξι θέσεις κενές, η επιλογή της ΑΣΣΠΑ θα μπορούσε να αφορά την κατάργηση μίας εκ των θέσεων αυτών αντί της θέσεως της προσφεύγουσας. Τέλος, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η επιβαλλόμενη από τις δημοσιονομικές περικοπές κατάργηση αφορούσε θέσεις του βαθμού AST 1 και AST 2. Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι η ίδια κατείχε θέση του βαθμού AST 3, και μάλιστα του βαθμού AST 4 την 6η Σεπτεμβρίου 2013, η θέση της δεν θα έπρεπε να θιγεί από την κατάργηση αυτή.

    75

    Εξάλλου, υποστηρίζει ότι ο εκτελεστικός διευθυντής δεν μπορούσε να τροποποιήσει με δική του πρωτοβουλία το οργανόγραμμα του Οργανισμού, το οποίο καθορίζει τον αριθμό των θέσεων εργασίας που προβλέπονται ανά ομάδα καθηκόντων και ανά βαθμό για κάθε οικονομικό έτος. Συγκεκριμένα, μόνον το διοικητικό συμβούλιο του Οργανισμού έχει την εξουσία αυτή.

    76

    Ο Οργανισμός ζητεί να απορριφθεί ο λόγος ακυρώσεως ως αβάσιμος.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης

    77

    Πρέπει να υπομνησθεί ότι η απόφαση περί ανανεώσεως ή μη συμβάσεως έκτακτου υπαλλήλου η οποία συνήφθη για ορισμένο χρόνο εμπίπτει στην ευρεία εξουσία εκτιμήσεως που έχει η ΑΣΣΠΑ συναφώς και, ως εκ τούτου, στο πλαίσιο του ελέγχου της νομιμότητας μιας τέτοιας αποφάσεως, ο έλεγχος του δικαστή της Ένωσης πρέπει να περιορίζεται, ανεξαρτήτως του ελέγχου της τηρήσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, στην εξακρίβωση της ελλείψεως πρόδηλης πλάνης κατά την εκτίμηση του συμφέροντος της υπηρεσίας ή καταχρήσεως εξουσίας από την ΑΣΣΠΑ (βλ. απόφαση Bianchi κατά ETF, EU:F:2007:117, σκέψεις 92 και 93 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    78

    Συναφώς, η πλάνη μπορεί να χαρακτηριστεί πρόδηλη μόνον όταν γίνεται ευχερώς αντιληπτή και μπορεί να ανιχνευθεί κατά τρόπο αναντίρρητο με γνώμονα τα κριτήρια από τα οποία ο νομοθέτης εξάρτησε την άσκηση από τη Διοίκηση της διακριτικής της εξουσίας. Συνεπώς, η απόδειξη ότι η Διοίκηση υπέπεσε κατά την εκτίμηση πραγματικών περιστατικών σε πρόδηλη πλάνη η οποία δύναται να δικαιολογήσει την ακύρωση της αποφάσεως η οποία ελήφθη επί τη βάσει της εκτιμήσεως αυτής προϋποθέτει ότι τα αποδεικτικά στοιχεία, που φέρει το βάρος να προσκομίσει ο προσφεύγων, είναι επαρκή προκειμένου να ανατρέψουν την αξιοπιστία των εκτιμήσεων στις οποίες στηρίχθηκε η Διοίκηση. Επομένως, ο λόγος ακυρώσεως που στηρίζεται σε πρόδηλη πλάνη πρέπει να απορρίπτεται εάν, παρά τα στοιχεία που προσκόμισε ο προσφεύγων, η αμφισβητούμενη εκτίμηση εξακολουθεί να ευσταθεί ως αιτιολογημένη και συνεκτική (βλ. απόφαση AI κατά Δικαστηρίου, EU:F:2012:97, σκέψη 153 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    79

    Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παραθέτει ρητώς τους λόγους για τους οποίους η ΑΣΣΠΑ αποφάσισε να μην ανανεώσει τη σύμβαση της προσφεύγουσας, πρέπει να υπομνησθεί ότι, λαμβανομένου υπόψη του εξελικτικού χαρακτήρα της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας, κατά την εξέταση της νομιμότητας της αρχικής βλαπτικής πράξεως πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η αιτιολογία που περιέχεται στην απορριπτική της διοικητικής ενστάσεως απόφαση, καθώς η αιτιολογία αυτή θεωρείται ότι συμπίπτει με την εν λόγω πράξη (απόφαση Mocová κατά Επιτροπής, F‑41/11, EU:F:2012:82, σκέψη 21), και ότι, όσον αφορά την απόφαση περί μη ανανεώσεως της συμβάσεως έκτακτου υπαλλήλου, η ΑΣΣΠΑ μπορεί, κατά το στάδιο της διοικητικής ενστάσεως, να τροποποιήσει ή να υποκαταστήσει τους λόγους μιας τέτοιας αποφάσεως, όπως έπραξε η ΑΣΣΠΑ εν προκειμένω (βλ. απόφαση Mocová κατά Επιτροπής, T‑347/12 P, EU:T:2014:268, σκέψεις 33 έως 46).

    80

    Τούτου υπομνησθέντος, όσον αφορά κατ’ αρχάς τους δημοσιονομικούς λόγους που επικαλέστηκε ο ERA, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης διαπιστώνει ότι, όπως τούτο προκύπτει μεταξύ άλλων από τη γνώμη της 6ης Μαρτίου 2013 που απηύθυνε η Επιτροπή στον Οργανισμό και προσαρτάται στο δικόγραφο της προσφυγής, ο ERA ήταν υποχρεωμένος να καταργήσει ορισμένες θέσεις εργασίας προκειμένου να επιτύχει τον «στόχο του 2 %» και ότι από την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας που περιορίζεται να θέσει εν αμφιβόλω την ύπαρξη ενός τέτοιου στόχου, αμφισβητώντας τη φύση και την έκταση των δημοσιονομικών επιταγών που επιβλήθηκαν στον Οργανισμό συναφώς, δεν συνάγεται κάποια πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως του ERA κατά την εκτίμηση των εν λόγω επιταγών περί καταργήσεως θέσεων.

    81

    Περαιτέρω, πρέπει να υπομνησθεί ότι η οργάνωση και η λειτουργία μιας υπηρεσίας εμπίπτουν στην αποκλειστική ευθύνη του θεσμικού οργάνου, ενώ η προϊσταμένη αρχή, όπως είναι, εν προκειμένω, ο εκτελεστικός διευθυντής του ERA, είναι αποκλειστικά υπεύθυνη για την οργάνωση των υπηρεσιών. Σε αυτή και μόνον απόκειται να αξιολογεί τις ανάγκες της υπηρεσίας αναθέτοντας, κατά συνέπεια, καθήκοντα στο προσωπικό που έχει στη διάθεσή της (αποφάσεις Labeyrie κατά Επιτροπής, 16/67, EU:C:1968:37, σ. 445, Geist κατά Επιτροπής, 61/76, EU:C:1977:127, σκέψη 38, Pitrone κατά Επιτροπής,T‑46/89, EU:T:1990:62, σκέψη 60, και Cesaratto κατά Κοινοβουλίου, T‑108/96, EU:T:1997:115, σκέψη 48).

    82

    Τα θεσμικά όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης έχουν επίσης την ευχέρεια να διαρθρώνουν τις διοικητικές μονάδες τους, λαμβάνοντας υπόψη ένα σύνολο παραγόντων, όπως τη φύση και την έκταση των καθηκόντων που τους έχουν ανατεθεί και τις δυνατότητες του προϋπολογισμού (αποφάσεις Bellardi-Ricci κ.λπ. κατά Επιτροπής, 178/80, EU:C:1981:310, σκέψη 19, Scheuer κατά Επιτροπής,T‑108/89, EU:T:1990:45, σκέψη 41, Sebastiani Cesaratto κατά Κοινοβουλίου, T‑163/89, EU:T:1991:49, σκέψη 33, και Lacruz Bassols κατά Δικαστηρίου, T‑109/92, EU:T:1994:16, σκέψη 88). Ωστόσο, η ελευθερία αυτή συνεπάγεται την ελευθερία περικοπής θέσεων εργασίας και επαναπροσδιορισμού των καθηκόντων είτε χάριν βελτιώσεως της αποτελεσματικότητας της οργανώσεως των εργασιών είτε χάριν συμμορφώσεως προς τις απαιτήσεις του προϋπολογισμού για περικοπή θέσεων όπως αυτές επιβάλλονται από τα πολιτικά όργανα της Ένωσης, καθώς και την εξουσία εκ νέου αναθέσεως καθηκόντων που εκτελούσε προηγουμένως ο κάτοχος της περικοπείσας θέσεως, χωρίς η εν λόγω κατάργηση της θέσεως εργασίας να συνεπάγεται κατ’ ανάγκην ότι το σύνολο των επιβεβλημένων καθηκόντων θα εκτελούνται από προσωπικό μειωμένο σε σύγκριση με το προ της αναδιοργανώσεως. Επιπλέον, η κατάργηση της θέσεως δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην την κατάργηση των συνδεδεμένων με αυτή καθηκόντων (απόφαση Cesaratto κατά Κοινοβουλίου, EU:T:1997:115, σκέψεις 49 έως 51).

    83

    Ως εκ τούτου, ο ERA, αποφασίζοντας, λόγω δημοσιονομικών περικοπών, την κατάργηση θέσεων βοηθών διοικήσεως και όχι θέσεων διοικητικών υπαλλήλων, και εντοπίζοντας και επιλέγοντας, μεταξύ των πέντε θέσεων βοηθών διοικήσεως που καλύπτονταν από έκτακτους υπαλλήλους των οποίων οι συμβάσεις έληγαν εντός του 2013, τη θέση την οποία κατείχε η προσφεύγουσα ως μία από τις θέσεις της οποίας η κατάργηση θα είχε τον μικρότερο δυνατόν αντίκτυπο επί της λειτουργίας του οργάνου, παρέμεινε εντός των ορίων της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει συναφώς (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση Καρατζόγλου κατά EAR, T‑471/04, EU:T:2008:540, σκέψη 59).

    84

    Ως προς την προβληθείσα αναρμοδιότητα του εκτελεστικού διευθυντή να τροποποιεί το οργανόγραμμα του Οργανισμού, πράγμα το οποίο εξάλλου δεν προβλήθηκε κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία, η προσφεύγουσα δεν διευκρινίζει ποια είναι η πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως στην οποία υπέπεσε ο εκτελεστικός διευθυντής του ERA με την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

    85

    Όσον αφορά, τέλος, την απόφαση περί επανατοποθετήσεως της 16ης Φεβρουαρίου 2012, που προσαρτάται στο δικόγραφο της προσφυγής, ρητώς συνάγεται από την απόφαση αυτή ότι εξεδόθη προς το συμφέρον της υπηρεσίας. Ωστόσο, κατά πάγια νομολογία, το συμφέρον της υπηρεσίας συνεπάγεται επίσης τη συνεκτίμηση των προσωπικών επιθυμιών των ενδιαφερομένων, διότι το συμφέρον της υπηρεσίας και η προσωπική κατάσταση του υπαλλήλου συνδέονται κατά τρόπο αναπόσπαστο (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση Ridolfi κατά Επιτροπής, F‑3/09, EU:F:2009:162, σκέψη 47). Βεβαίως, ο ERA επισήμανε, στην απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως, ότι αυτή η απόφαση περί επανατοποθετήσεως είχε εκδοθεί κατόπιν αιτήσεως της προσφεύγουσας, πιθανώς χάριν απλουστεύσεως και προς τον σκοπό να τονίσει ότι ακριβώς συνεπεία αυτής της επανατοποθετήσεως που είχε αιτηθεί η προσφεύγουσα είχε τοποθετηθεί σε θέση η οποία, πλέον, έπρεπε να καταργηθεί.

    86

    Εντούτοις, η προσφεύγουσα δεν εξηγεί με ποιον τρόπο η μνεία, στην απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως, της περιστάσεως ότι ήταν αυτή η οποία είχε ζητήσει να επανατοποθετηθεί στην καταργηθείσα πλέον θέση συνιστά πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, ούτε με ποιον τρόπο μια τέτοια πλάνη σε συνδυασμό με την απόφαση περί επανατοποθετήσεως της 16ης Φεβρουαρίου 2012, της οποίας η νομιμότητα δεν αμφισβητείται εν προκειμένω, θα μπορούσε να καθιστά πλημμελή την προσβαλλόμενη απόφαση, καθώς και την απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως, οι οποίες είχαν διαφορετικό αντικείμενο, ήτοι τη μη ανανέωση της συμβάσεώς της ως έκτακτης υπαλλήλου.

    87

    Εν πάση περιπτώσει, από την απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως προκύπτει ότι η ΑΣΣΠΑ αιτιολόγησε την απόφασή της περί μη ανανεώσεως επικαλούμενη ουσιαστικά λόγους δημοσιονομικής φύσεως και μόνο δευτερευόντως αναφέρθηκε στην ποιότητα των παροχών της προσφεύγουσας. Ως εκ τούτου, έστω και αν η προσφεύγουσα εκτελούσε, στο πλαίσιο της απασχολήσεώς της στο «Γραφείο του εκτελεστικού διευθυντή», ως επί το πλείστον καθήκοντα οικονομικής και διοικητικής υποστηρίξεως στα οποία, όπως υποστηρίζει, ανταποκρινόταν πολύ καλύτερα και που εξακολουθούσαν να περιλαμβάνονται, αυτά καθ’ εαυτά, στην περιγραφή καθηκόντων της συγκεκριμένης θέσεως την οποία ο προϊστάμενος της μονάδας της δεν είχε εισέτι επικαιροποιήσει προς την κατεύθυνση καθηκόντων περισσότερο επικοινωνιακού χαρακτήρα, τούτο δεν θα είχε επηρεάσει τη δυνατότητα που είχε η ΑΣΣΠΑ να αποφασίσει, όπως το έπραξε, την κατάργηση της θέσεως την οποία κατείχε η προσφεύγουσα για τον λόγο ότι η κατάργηση αυτή θα συνεπαγόταν τις μικρότερες δυνατόν επιπτώσεις επί της λειτουργίας του Οργανισμού.

    88

    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

    Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται σε παράβαση του καθήκοντος αρωγής που φέρει ο ERA

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    89

    Προκειμένου να υποστηρίξει την ύπαρξη παραβάσεως εκ μέρους της ΑΣΣΠΑ του καθήκοντός της αρωγής έναντί της και αναγνωρίζοντας ταυτοχρόνως ότι το συμφέρον της υπηρεσίας υπερέχει του συμφέροντος του υπαλλήλου, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το συμφέρον της έπρεπε να ληφθεί υπόψη τουλάχιστον κατά τον χρόνο της αποφάσεως περί μη ανανεώσεως της συμβάσεώς της. Εκφράζει επίσης την αμηχανία της ως προς το ότι η απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεώς της παραπέμπει στην απόφαση AI κατά Δικαστηρίου (EU:F:2012:97), δεδομένου ότι ουδεμία λαβή έδωσε στην ΑΣΣΠΑ ούτως ώστε να είναι δυσαρεστημένη, πράγμα το οποίο επιρρωννύεται από το γεγονός ότι προήχθη τον Σεπτέμβριο του 2013. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η ΑΣΣΠΑ, αποφασίζοντας να μην ανανεώσει τη σύμβασή της αποκλειστικά και μόνο λόγω της καταργήσεως της θέσεώς της, χωρίς καν να αναλύσει τα προσόντα της ως έκτακτης υπαλλήλου ούτε να εξετάσει τη δυνατότητα μεταθέσεώς της σε άλλη θέση, παρέβη το καθήκον αρωγής που υπέχει, δεδομένου ότι δεν έλαβε υπόψη της τα συμφέροντα της ίδιας της προσφεύγουσας.

    90

    Ο ERA ζητεί να απορριφθεί ο λόγος ακυρώσεως, αμφισβητώντας ταυτοχρόνως την αιτίαση ότι δεν εξέτασε τη δυνατότητα μεταθέσεως της προσφεύγουσας σε άλλη θέση, δεδομένου ότι ο εκτελεστικός διευθυντής είχε, αντιθέτως, εξετάσει μια τέτοια δυνατότητα, αλλά είχε διαπιστώσει ότι δεν επρόκειτο, στο εγγύς μέλλον, να δημιουργηθούν θέσεις εντός της ομάδας καθηκόντων AST όπως ακριβώς και την αδυναμία επανατοποθετήσεως της προσφεύγουσας στην προηγουμένη θέση της. Με τις ενέργειες αυτές, ο εκτελεστικός διευθυντής υπερακόντισε τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την απόφαση AI κατά Δικαστηρίου (EU:F:2012:97). Εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ποια καθήκοντα θα μπορούσε να ασκήσει εντός του Οργανισμού ούτως ώστε να είναι εφικτή η ανανέωση της συμβάσεώς της, εν προκειμένω για αόριστο χρόνο.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης

    91

    Πρέπει να τονιστεί ότι, μολονότι το άρθρο 8 του ΚΛΠ προβλέπει τη δυνατότητα ανανεώσεως της συμβάσεως έκτακτου υπαλλήλου, δεν πρόκειται για δικαίωμα, αλλά για απλή δυνατότητα η οποία επαφίεται στην εκτίμηση της αρμόδιας αρχής. Πράγματι, κατά πάγια προπαρατεθείσα ανωτέρω νομολογία, τα όργανα της Ένωσης έχουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά την οργάνωση των υπηρεσιών τους με γνώμονα την αποστολή που τους έχει ανατεθεί, καθώς και όσον αφορά την τοποθέτηση του προσωπικού που διαθέτουν ενόψει της αποστολής αυτής, υπό τον όρο πάντως ότι η εν λόγω τοποθέτηση γίνεται προς το συμφέρον της υπηρεσίας (αποφάσεις Nebe κατά Επιτροπής, 176/82, EU:C:1983:214, σκέψη 18, Lux κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, 69/83, EU:C:1984:225, σκέψη 17, και Ποταμιάνος κατά Επιτροπής, T‑160/04, EU:T:2008:438, σκέψη 30).

    92

    Επιπλέον, σε αντίθεση με ό,τι προβλέπεται για τους υπαλλήλους, δεν προβλέπεται δικαίωμα προτεραιότητας έκτακτου υπαλλήλου, ο οποίος απασχολείται για ορισμένο χρόνο και του οποίου η σύμβαση πρόκειται σύντομα να λήξει, το οποίο θα του επέτρεπε, κατά τη λήξη της απασχολήσεώς του, να επανενταχθεί σε οποιαδήποτε άλλη θέση απασχολήσεως της ίδιας ομάδας καθηκόντων που θα κενωθεί ή θα δημιουργηθεί στο θεσμικό όργανο ή τον οργανισμό στον οποίο είχε απασχοληθεί (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση ETF κατά Michel, T‑108/11 P, EU:T:2013:625, σκέψη 88).

    93

    Ωστόσο, βάσει του καθήκοντος αρωγής, η αρμόδια αρχή υποχρεούται, όταν εκτιμά το συμφέρον της υπηρεσίας στο πλαίσιο εκδόσεως αποφάσεως επί της ανανεώσεως ή μη συμβάσεως έκτακτου υπαλλήλου ορισμένου χρόνου, να εξετάζει το σύνολο των στοιχείων που ενδέχεται να επηρεάσουν την απόφασή της και κυρίως το συμφέρον του ενδιαφερομένου υπαλλήλου. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, η συνεκτίμηση του προσωπικού συμφέροντος του υπαλλήλου αυτού δεν μπορεί να εξικνείται άχρι της αφαιρέσεως από την αρμόδια αρχή της δυνατότητάς της να μην ανανεώσει, παρά την εναντίωση του υπαλλήλου αυτού, σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, εφόσον το απαιτεί το συμφέρον της υπηρεσίας (απόφαση Klug κατά ΕΟΦ, F‑35/07, EU:F:2008:150, σκέψη 79). Περαιτέρω, στην περίπτωση ενός οργανισμού, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ιδιαίτερη συνάφεια στο πλαίσιο της οποίας οι οργανισμοί της Ένωσης λειτουργούν εν γένει, η οποία χαρακτηρίζεται ιδίως από το γεγονός ότι διαθέτουν περιορισμένο αριθμό προσωπικού και από την ύπαρξη ιδιαίτερων λειτουργικών περιορισμών (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση ETF κατά Schuerings, T‑107/11 P, EU:T:2013:624, σκέψεις 97 και 100).

    94

    Εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εκθέτει επισήμως τους λόγους επί τη βάσει των οποίων ελήφθη. Εντούτοις, από την απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως συνάγεται ότι η ΑΣΣΠΑ συνεκτίμησε το συμφέρον της προσφεύγουσας να ανανεωθεί η σύμβασή της, εν προκειμένω για αόριστο χρόνο. Υπό το πρίσμα αυτό, διευκρίνισε ότι δεν είχε τη δυνατότητα να επανατοποθετήσει την προσφεύγουσα σε άλλη κενή θέση ή σε θέση η οποία επρόκειτο να κενωθεί στο εγγύς μέλλον.

    95

    Κατά συνέπεια, και ιδίως στο πλαίσιο των γενικών πολιτικών απαιτήσεων που επιβάλλουν στα θεσμικά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης τη σταδιακή μείωση του προσωπικού σε ετήσια βάση, δεν μπορεί να προσαφθεί στην ΑΣΣΠΑ ότι παρέβη το καθήκον αρωγής που υπέχει, εκ του λόγου ότι δεν προέβη, λόγω της καταργήσεως των θέσεων στον προϋπολογισμό της, στην επ’ αόριστον ανανέωση της συμβάσεως εργασίας της προσφεύγουσας.

    96

    Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο όταν, εν πάση περιπτώσει, από τις επιδόσεις του οικείου υπαλλήλου δεν διαφαίνονται ιδιαίτερα προσόντα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που του είχαν ανατεθεί τελευταίως. Πράγματι, από τη νομολογία, την οποία επικαλέστηκε η ΑΣΣΠΑ στην απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως, συνάγεται, έστω και παρεμπιπτόντως, ότι η συνεκτίμηση του προσωπικού συμφέροντος του υπαλλήλου του οποίου η επαγγελματική απόδοση έχει κριθεί ανεπαρκής δεν μπορεί να εξικνείται άχρι της αφαιρέσεως από την αρμόδια αρχή της δυνατότητάς της να μην ανανεώσει, παρά την εναντίωση του υπαλλήλου αυτού, τη σύμβασή του εργασίας ορισμένου χρόνου, εφόσον το απαιτεί το συμφέρον της υπηρεσίας (αποφάσεις Klug κατά EMEA, EU:F:2008:150, σκέψη 79, AI κατά Δικαστηρίου, EU:F:2012:97, σκέψεις 167 και 168, και Solberg κατά ΕΚΠΝΤ, EU:F:2013:157, σκέψη 45).

    97

    Πάντως, εν προκειμένω, έστω και αν οι εκτιμήσεις που περιλαμβάνονται στην ΕΕΣ της προσφεύγουσας για το 2012 δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη στον βαθμό που αυτή συντάχθηκε μετά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, από τα έγγραφα που προσκόμισε ο Οργανισμός συνάγεται ότι οι επιδόσεις της προσφεύγουσας δεν μαρτυρούσαν ιδιαίτερα προσόντα, και μάλιστα δεν ανταποκρίνονταν στις προσδοκίες που είχε από την ενδιαφερόμενη ο ιεραρχικός της προϊστάμενος. Ως εκ τούτου, το γεγονός ότι οι επιδόσεις της προσφεύγουσας δεν ήσαν εκ των πλέον ικανοποιητικών μπορούσε να αποτελέσει, όπως υποστήριξε ο Οργανισμός, έναν ακόμη λόγο, σε σχέση με αυτόν που παρατίθεται στη σκέψη 83 της παρούσας αποφάσεως, προκειμένου να επιλεγεί η θέση την οποία αυτή κατείχε ως μία εκ των δύο που έπρεπε να καταργηθούν προκειμένου να τηρηθούν οι απαιτήσεις περί δημοσιονομικών περικοπών και, με τον τρόπο αυτόν, προκειμένου να δικαιολογηθεί η μη ανανέωση της συμβάσεώς της.

    98

    Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

    99

    Δεδομένου ότι κανένας από τους τρεις λόγους ακυρώσεως της προσφεύγουσας δεν πρόκειται να ευδοκιμήσει, πρέπει να απορριφθεί η προσφυγή.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    100

    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, με την επιφύλαξη των λοιπών διατάξεων του ογδόου κεφαλαίου του δευτέρου τίτλου του εν λόγω Κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Εντούτοις, κατά το άρθρο 88 του ιδίου αυτού Κανονισμού, ένας διάδικος, έστω και νικήσας, μπορεί να καταδικαστεί εν μέρει στα δικαστικά έξοδα, αν όχι στο σύνολό τους, αν τούτο δικαιολογεί η στάση του, περιλαμβανομένης και της στάσεώς του προ της κινήσεως της δίκης, ειδικότερα αν υποχρέωσε τον αντίδικό του σε έξοδα κρινόμενα ως προκληθέντα χωρίς εύλογη αιτία ή κακοβούλως.

    101

    Από το σκεπτικό που παρατίθεται στην παρούσα απόφαση συνάγεται ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε. Εξάλλου, ο ERA διατύπωσε ρητό αίτημα για την καταδίκη αυτής στα δικαστικά έξοδα. Εντούτοις, οι περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως δικαιολογούν την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 88 του Κανονισμού Διαδικασίας, δεδομένου ότι ο Οργανισμός μπορούσε να διεξαγάγει τη διαδικασία ανανεώσεως της συμβάσεως της προσφεύγουσας κατά τρόπο περισσότερο επιμελή και διαφανή. Ως εκ τούτου, πρέπει να κριθεί ότι ο ERA υποχρεούται να φέρει τα δικαστικά του έξοδα και να καταδικαστεί να φέρει το ήμισυ των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η προσφεύγουσα.

     

    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (τρίτο τμήμα)

    αποφασίζει:

     

    1)

    Απορρίπτει την προσφυγή.

     

    2)

    Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Σιδηροδρόμων φέρει τα δικαστικά του έξοδα και καταδικάζεται να φέρει το ήμισυ των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η ΚΕ.

     

    3)

    Η ΚΕ φέρει το ήμισυ των εξόδων της.

     

    Van Raepenbusch

    Perillo

    Svenningsen

    Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 10 Σεπτεμβρίου 2014.

    Η Γραμματέας

    W. Hakenberg

    Ο Πρόεδρος

    S. Van Raepenbusch


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

    ( i ) Σύμφωνα με τη νομοθεσία σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο της δικαιοδοτικής λειτουργίας του Γενικού Δικαστηρίου και κατόπιν αποφάσεως του Γραμματέα, δεδομένα τα οποία αφορούν την ταυτότητα των διαδίκων έχουν παραλειφθεί εντός του μη εμπιστευτικού κειμένου της παρούσας αποφάσεως.

    Επάνω