Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62022CJ0125

Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 9ης Νοεμβρίου 2023.
X κ.λπ. κατά Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid.
Αίτηση του Rechtbank Den Haag, zittingsplaats 's-Hertogenbosch για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Κοινή πολιτική στον τομέα του ασύλου και της επικουρικής προστασίας – Οδηγία 2011/95/ΕΕ – Άρθρο 15 – Προϋποθέσεις χορήγησης της επικουρικής προστασίας – Συνεκτίμηση της ατομικής κατάστασης και των προσωπικών περιστάσεων του αιτούντος καθώς και της γενικής κατάστασης στη χώρα καταγωγής – Ανθρωπιστική κατάσταση ανάγκης.
Υπόθεση C-125/22.

Συλλογή της Νομολογίας — Γενική Συλλογή

Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2023:843

 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 9ης Νοεμβρίου 2023 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Κοινή πολιτική στον τομέα του ασύλου και της επικουρικής προστασίας – Οδηγία 2011/95/ΕΕ – Άρθρο 15 – Προϋποθέσεις χορήγησης της επικουρικής προστασίας – Συνεκτίμηση της ατομικής κατάστασης και των προσωπικών περιστάσεων του αιτούντος καθώς και της γενικής κατάστασης στη χώρα καταγωγής – Ανθρωπιστική κατάσταση ανάγκης»

Στην υπόθεση C‑125/22,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το rechtbank Den Haag, zittingsplaats ’s‑Hertogenbosch (πρωτοδικείο Χάγης, με μεταβατική έδρα το ’s‑Hertogenbosch, Κάτω Χώρες) με απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2022, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 22 Φεβρουαρίου 2022, στο πλαίσιο της δίκης

X,

Y,

τα 6 ανήλικα τέκνα τους

κατά

Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Κ. Λυκούργο, πρόεδρο τμήματος, O. Spineanu‑Matei, J.‑C. Bonichot, S. Rodin και L. S. Rossi (εισηγήτρια), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Pikamäe

γραμματέας: A. Lamote, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 23ης Μαρτίου 2023,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

οι Y, X και τα 6 ανήλικα τέκνα τους, εκπροσωπούμενοι από την S. Rafi, τον P. J. Schüller και τον J. W. J. van den Broek, advocaten,

η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. K. Bulterman, Μ. H. S. Gijzen, A. Hanje και τον J. M. Hoogveld,

η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. Jacobs και M. Van Regemorter,

η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον J. Möller και την A. Hoesch,

η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον R. Bénard, την A.‑L. Desjonquères και τον J. Illouz,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την A. Azéma και τον F. Wilman,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 8ης Ιουνίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 15 της οδηγίας 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (ΕΕ 2011, L 337, σ. 9).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, των X, Y και των 6 ανήλικων τέκνων τους, Λίβυων υπηκόων, και, αφετέρου, του Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Υφυπουργού Δικαιοσύνης και Ασφάλειας, Κάτω Χώρες) (στο εξής: Υφυπουργός), με αντικείμενο την απορριπτική απόφαση του τελευταίου επί των αιτήσεών τους για παροχή διεθνούς προστασίας.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Οι αιτιολογικές σκέψεις 12, 16 και 34 της οδηγίας 2011/95 έχουν ως εξής:

«(12)

Κύριος στόχος της παρούσας οδηγίας είναι η διασφάλιση, αφενός, ότι τα κράτη μέλη εφαρμόζουν κοινά κριτήρια για τον προσδιορισμό των προσώπων που χρήζουν όντως διεθνούς προστασίας και, αφετέρου, ότι τα εν λόγω πρόσωπα έχουν πρόσβαση σε ελάχιστο επίπεδο παροχών σε όλα τα κράτη.

[…]

(16)

Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και συνάδει με τις αρχές που αναγνωρίζονται, ιδίως, στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης [στο εξής: Χάρτης]. Ειδικότερα, η παρούσα οδηγία σκοπεί να διασφαλίσει τον πλήρη σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και του δικαιώματος ασύλου των αιτούντων άσυλο και των μελών της οικογενείας τους που τους συνοδεύουν και να προωθήσει την εφαρμογή των άρθρων 1, 7, 11, 14, 15, 16, 18, 21, 24, 34 και 35 του Χάρτη και θα πρέπει επομένως να εφαρμοστεί αναλόγως.

[…]

(34)

Είναι αναγκαίο να θεσπισθούν κοινά κριτήρια βάσει των οποίων θα αποφασίζεται αν οι αιτούντες διεθνή προστασία δικαιούνται ή όχι επικουρικής προστασίας. Τα εν λόγω κριτήρια θα πρέπει να αντλούνται από τις διεθνείς υποχρεώσεις που απορρέουν από νομικά κείμενα περί δικαιωμάτων του ανθρώπου και [από] τις πρακτικές που υφίστανται στα κράτη μέλη.»

4

Το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής φέρει τον τίτλο «Ορισμοί» και προβλέπει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

α)

“διεθνής προστασία”, το καθεστώς πρόσφυγα και το καθεστώς επικουρικής προστασίας, όπως ορίζονται στα στοιχεία ε) και ζ)·

β)

“δικαιούχος διεθνούς προστασίας”, πρόσωπο στο οποίο έχει χορηγηθεί καθεστώς πρόσφυγα ή καθεστώς επικουρικής προστασίας, όπως ορίζονται στα στοιχεία ε) και ζ)·

[…]

στ)

“πρόσωπο που δικαιούται επικουρική προστασία”, ο υπήκοος τρίτης χώρας ή ο ανιθαγενής που δεν πληροί τις προϋποθέσεις για να αναγνωρισθεί ως πρόσφυγας, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν ο ενδιαφερόμενος επιστρέψει στη χώρα της καταγωγής του ή, στην περίπτωση ανιθαγενούς, στη χώρα της προηγούμενης συνήθους διαμονής του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, όπως ορίζεται στο άρθρο 15, και στον οποίο δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 17 παράγραφοι 1 και 2, και που δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν επιθυμεί να θέσει εαυτόν υπό την προστασία της εν λόγω χώρας·

ζ)

“καθεστώς επικουρικής προστασίας”: η εκ μέρους κράτους μέλους αναγνώριση υπηκόου τρίτης χώρας ή ανιθαγενούς ως προσώπου που δικαιούται επικουρική προστασία·

η)

“παροχής διεθνούς προστασίας”, η αίτηση παροχής προστασίας από κράτος μέλος που υποβάλλει υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής, ο οποίος μπορεί να θεωρηθεί ότι αιτείται καθεστώς πρόσφυγα ή καθεστώς επικουρικής προστασίας και ο οποίος δεν αιτείται ρητώς να του παρασχεθεί άλλη μορφή προστασίας, μη εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, δυναμένη να ζητηθεί αυτοτελώς·

θ)

“αιτών”, ο υπήκοος τρίτης χώρας ή ο ανιθαγενής που έχει υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας για την οποία δεν έχει ακόμη ληφθεί [απρόσβλητη] απόφαση·

[…]».

5

Το άρθρο 4 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αξιολόγηση των γεγονότων και περιστάσεων» και περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο II σχετικά με την «[α]ξιολόγηση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας», ορίζει τα εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη μπορούν να κρίνουν ότι εναπόκειται στον αιτούντα να υποβάλει το συντομότερο δυνατόν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης διεθνούς προστασίας. Αποτελεί καθήκον των κρατών μελών να αξιολογούν, σε συνεργασία με τον αιτούντα, τα συναφή στοιχεία της αίτησής του.

[…]

3.   Η αξιολόγηση της αίτησης διεθνούς προστασίας θα πρέπει να γίνεται σε εξατομικευμένη βάση και να περιλαμβάνει τη συνεκτίμηση:

α)

όλων των συναφών στοιχείων που σχετίζονται με τη χώρα καταγωγής κατά τον χρόνο λήψης απόφασης σχετικά με την αίτηση […]

β)

των συναφών δηλώσεων και εγγράφων που υπέβαλε ο αιτών, συμπεριλαμβανομένων στοιχείων σχετικά με το εάν ο αιτών έχει ήδη ή ενδέχεται να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη·

γ)

της ατομικής κατάστασης και των προσωπικών περιστάσεων του αιτούντος, συμπεριλαμβανομένων παραγόντων όπως το προσωπικό ιστορικό, το φύλο και η ηλικία, ούτως ώστε να εκτιμηθεί εάν, βάσει των προσωπικών περιστάσεων του αιτούντος, οι πράξεις στις οποίες έχει ήδη ή θα μπορούσε να εκτεθεί ισοδυναμούν με δίωξη ή σοβαρή βλάβη·

[…]

4.   Το γεγονός ότι ο αιτών έχει ήδη υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη ή άμεσες απειλές τέτοιας δίωξης ή βλάβης αποτελεί σοβαρή ένδειξη ότι είναι βάσιμος ο φόβος του αιτούντος ότι θα υποστεί δίωξη ή ότι διατρέχει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, εκτός εάν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για να πιστεύει κανείς ότι η εν λόγω δίωξη ή σοβαρή βλάβη δεν θα επαναληφθεί.

5.   Οσάκις τα κράτη μέλη εφαρμόζουν την αρχή σύμφωνα με την οποία εναπόκειται στον αιτούντα να τεκμηριώσει την αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας και οσάκις ορισμένες πτυχές των δηλώσεων του αιτούντος δεν τεκμηριώνονται με έγγραφα ή άλλες αποδείξεις, οι πτυχές αυτές δεν χρειάζονται επιβεβαίωση, όταν πληρούνται οι ακόλουθοι όροι:

α)

ο αιτών έχει καταβάλει πραγματική προσπάθεια να τεκμηριώσει την αίτησή του·

β)

έχουν υποβληθεί όλα τα συναφή στοιχεία, τα οποία έχει ο αιτών στη διάθεσή του και έχει δοθεί ικανοποιητική εξήγηση για την τυχόν έλλειψη άλλων λυσιτελών στοιχείων·

γ)

οι δηλώσεις του αιτούντος θεωρούνται συνεπείς και ευλογοφανείς και δεν έρχονται σε αντίθεση με διαθέσιμα ειδικά και γενικά στοιχεία που αφορούν την περίπτωσή του·

δ)

ο αιτών αιτήθηκε την παροχή διεθνούς προστασίας το νωρίτερο δυνατόν, εκτός εάν αποδείξει ότι υπήρχε σοβαρός λόγος που τον εμπόδισε να το πράξει και

ε)

η γενική αξιοπιστία του αιτούντος είναι αποδεδειγμένη.»

6

Το άρθρο 8, παράγραφος 2, της ίδιας οδηγίας φέρει τον τίτλο «Εγχώρια προστασία» και έχει ως εξής:

«Εξετάζοντας εάν ο αιτών έχει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί δίωξη ή ότι διατρέχει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, ή έχει πρόσβαση σε προστασία κατά της δίωξης ή της σοβαρής βλάβης σε τμήμα της χώρας καταγωγής σύμφωνα με την παράγραφο 1, τα κράτη μέλη, κατά τον χρόνο λήψεως της αποφάσεως επί της αιτήσεως, λαμβάνουν υπόψη τις γενικές περιστάσεις που επικρατούν στο εν λόγω τμήμα της χώρας και τις προσωπικές περιστάσεις του αιτούντος, σύμφωνα με το άρθρο 4. Για τον σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη μεριμνούν για τη λήψη ακριβών και ενημερωμένων πληροφοριών από σχετικές πηγές, όπως την Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες και την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο.»

7

Κατά το άρθρο 15 της οδηγίας 2011/95, το οποίο φέρει τον τίτλο «Σοβαρή βλάβη» και περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο V σχετικά με την «[α]ναγνώριση προσώπου ως δικαιούχου επικουρικής προστασίας»:

«Η σοβαρή βλάβη συνίσταται σε:

α)

θανατική ποινή ή εκτέλεση· ή

β)

βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτούντος στη χώρα καταγωγής του· ή

γ)

σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου λόγω αδιάκριτης ασκήσεως βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης».

8

Το άρθρο 18 της οδηγίας αυτής φέρει τον τίτλο «Χορήγηση του καθεστώτος επικουρικής προστασίας» και ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη χορηγούν καθεστώς επικουρικής προστασίας σε υπηκόους τρίτων χωρών ή σε ανιθαγενείς που πληρούν τις οικείες προϋποθέσεις σύμφωνα με τα κεφάλαια ΙΙ και V.»

Το ολλανδικό δίκαιο

9

Το άρθρο 29 του Vreemdelingenwet 2000 (νόμου περί αλλοδαπών του 2000), της 23ης Νοεμβρίου 2000 (Stb. 2000, αριθ. 495), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«1.   Η άδεια διαμονής ορισμένου χρόνου […] δύναται να χορηγηθεί σε αλλοδαπό ο οποίος:

a)

έχει καθεστώς πρόσφυγα· ή

b)

αποδεικνύει επαρκώς ότι έχει βάσιμους λόγους να πιστεύει ότι, σε περίπτωση απέλασής του, διατρέχει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, συνιστάμενης σε:

1°.

θανατική ποινή ή εκτέλεση·

2°.

βασανιστήρια, απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία· ή

3°.

σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου λόγω αδιάκριτης ασκήσεως βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

10

Στις 28 Ιανουαρίου 2018, οι X και Y, δύο σύζυγοι λιβυκής ιθαγένειας, υπέβαλαν, εξ ονόματός τους και εξ ονόματος των έξι ανήλικων τέκνων τους, αιτήσεις διεθνούς προστασίας ενώπιον του Υφυπουργού, υποστηρίζοντας ότι, σε περίπτωση επιστροφής τους στη Λιβύη, θα διέτρεχαν πραγματικό κίνδυνο να υποστούν «σοβαρή βλάβη», κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο βʹ και/ή στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95.

11

Προς στήριξη των αιτήσεών τους, οι X και Y επικαλέστηκαν πραγματικά περιστατικά σχετικά τόσο με την προσωπική τους κατάσταση όσο και με τη γενική κατάσταση της χώρας καταγωγής τους, ιδίως σε σχέση με τα επίπεδα βίας στη Λιβύη και την επακόλουθη ανθρωπιστική κατάσταση ανάγκης.

12

Ειδικότερα, ο X δήλωσε ότι από το 2012 έως τον Ιούνιο του 2017 εργάστηκε στην Τρίπολη (Λιβύη) ως σωματοφύλακας επιφανών πολιτικών, και πιο συγκεκριμένα δύο Πρωθυπουργών, ενός αντιπροέδρου κυβέρνησης και διαφόρων υπουργών. Ισχυρίζεται ότι υπήρξε, εκτός υπηρεσίας, θύμα πυροβολισμού, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί στο κεφάλι και να δεχθεί θραύσμα σφαίρας στο αριστερό μάγουλο, καθώς και ότι εν συνεχεία, στη διάρκεια μιας περιόδου από πέντε περίπου μήνες μέχρι και ένα έως δύο έτη κατόπιν του περιστατικού με τον πυροβολισμό, δέχθηκε τηλεφωνικές απειλές κατά της ζωής του. Ο Χ υποψιάζεται ποιοι ήταν οι υπεύθυνοι για τις εν λόγω πράξεις, αλλά δεν είναι σε θέση να το αποδείξει. Επιπλέον, επικαλέστηκε το γεγονός ότι ο αδελφός του τού είχε αναφέρει ότι παραστρατιωτικές ομάδες επιχειρούσαν να καταλάβουν ένα κομμάτι γης το οποίο είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του και ότι είχαν απειλήσει να θανατώσουν οποιονδήποτε στεκόταν εμπόδιο. Τέλος, ο Χ δήλωσε ότι η αναχώρησή του από τη Λιβύη οφειλόταν επίσης στις δύσκολες συνθήκες διαβίωσης στην Τρίπολη, ιδίως στην έλλειψη καυσίμων, πόσιμου νερού και ηλεκτρικού ρεύματος. Από την πλευρά της, η Y στήριξε την αίτησή της για παροχή διεθνούς προστασίας στον φόβο που της δημιουργήθηκε λόγω της προσωπικής εμπειρίας του Χ, καθώς και της γενικής κατάστασης ανασφάλειας στη Λιβύη, η οποία της προκάλεσε επίσης προβλήματα υγείας.

13

Με χωριστές αποφάσεις της 24ης Δεκεμβρίου 2020, ο Υφυπουργός απέρριψε ως αβάσιμες τις αιτήσεις διεθνούς προστασίας που υπέβαλαν οι X και Y. Αφενός, έκρινε ότι οι αιτούντες δεν είχαν λόγο να φοβούνται σοβαρή βλάβη, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/95. Ειδικότερα, εκτίμησε ότι οι δύο προβαλλόμενες απειλές δεν ήταν πιστευτές και ότι ο Χ δεν απέδειξε ότι ο πυροβολισμός εις βάρος του είχε συγκεκριμένα τον ίδιο ως στόχο, ούτε ότι η βίαιη αυτή επίθεση συνδεόταν με την επαγγελματική του δραστηριότητα ως σωματοφύλακα πολιτικών αξιωματούχων. Αφετέρου, ο Υφυπουργός έκρινε ότι ήταν δική του αρμοδιότητα να προσδιορίσει τις ομάδες κινδύνου και το αν υφίσταται κατάσταση κινδύνου όπως αυτή στην οποία αναφέρεται το άρθρο 15, στοιχείο γʹ, της ως οδηγίας 2011/95. Εφόσον όμως δεν ήταν αναγκαίο, κατά την εκτίμησή του, να εξετάσει τη γενική κατάσταση ασφάλειας στη Λιβύη, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ούτε οι προσφεύγοντες είχαν λόγο να φοβούνται σοβαρή βλάβη, κατά την έννοια της προαναφερθείσας διατάξεως.

14

Οι X και Y άσκησαν προσφυγές κατά των ως άνω αποφάσεων ενώπιον του rechtbank Den Haag, zittingsplaats ’s-Hertogenbosch (πρωτοδικείου Χάγης, με μεταβατική έδρα το ’s‑Hertogenbosch, Κάτω Χώρες).

15

Κατ’ αρχάς, το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι οι επίμαχες στην κύρια δίκη αιτήσεις διεθνούς προστασίας στηρίζονται τόσο σε ατομικές και προσωπικές περιστάσεις των προσφευγόντων όσο και στην επίκληση της γενικής κατάστασης βίας και της επακόλουθης ανθρωπιστικής κατάστασης ανάγκης στη χώρα καταγωγής τους. Ωστόσο, παρατηρεί ότι δεν προκύπτει ότι τέτοια στοιχεία, εξεταζόμενα χωριστά, επιτυγχάνουν τον βαθμό εξατομίκευσης της σοβαρής βλάβης και τον βαθμό σοβαρότητας της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτούνται για τη χορήγηση της επικουρικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 15, στοιχείο βʹ, και του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 αντιστοίχως.

16

Ως εκ τούτου, κατά το αιτούν δικαστήριο, τίθεται το ζήτημα αν το άρθρο 15 της οδηγίας έχει την έννοια ότι οι εκεί μνημονευόμενες μορφές εκδήλωσης σοβαρής βλάβης πρέπει να εξετάζονται αυστηρώς διαχωρισμένες, με συνέπεια τα γεγονότα και οι περιστάσεις που επικαλείται ο αιτών να ασκούν επιρροή μόνο για την τεκμηρίωση του φόβου επέλευσης μίας από τις σοβαρές αυτές βλάβες, ή, αντιθέτως, αν έχει την έννοια ότι πρέπει να γίνεται συνολική και από κοινού εκτίμηση όλων των συναφών στοιχείων που αφορούν τόσο την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές περιστάσεις του αιτούντος όσο και τη γενική κατάσταση στη χώρα καταγωγής, προτού προσδιοριστεί ποια μορφή εκδήλωσης σοβαρής βλάβης μπορεί να τεκμηριωθεί βάσει τέτοιων γεγονότων και περιστάσεων.

17

Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά, συναφώς, ότι αφετηρία για την εκτίμηση της ύπαρξης πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης είναι η ανάγκη προστασίας του αιτούντος και ότι η πρώτη ερμηνεία του άρθρου 15 της οδηγίας 2011/95, όπως συνοψίστηκε στην αμέσως προηγούμενη σκέψη, συνεπάγεται κενό στην προστασία που παρέχει η διάταξη αυτή, το οποίο στερεί το εκεί προβλεπόμενο καθεστώς επικουρικής προστασίας από την πρακτική του αποτελεσματικότητα. Η δεύτερη ερμηνεία του άρθρου 15, όπως συνοψίστηκε στην αμέσως προηγούμενη σκέψη, είναι σύμφωνη με την οικονομία της οδηγίας και με τους σκοπούς που αυτή επιδιώκει, καθώς και με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου [στο εξής: ΕΔΔΑ] σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ), και η οποία πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία του άρθρου 4 του Χάρτη, δυνάμει του άρθρου του 52, παράγραφος 3.

18

Στη συνέχεια, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει με ποιον τρόπο πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την εκτίμηση που πραγματοποιείται βάσει του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 οι λόγοι οι οποίοι άπτονται της προσωπικής κατάστασης του αιτούντος, όπως προσδιορίστηκαν στην απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 2009, Elgafaji (C‑465/07, EU:C:2009:94). Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, μεταξύ άλλων, να αποσαφηνιστεί από το Δικαστήριο εάν η συνεκτίμηση της ατομικής κατάστασης και των προσωπικών περιστάσεων του αιτούντος διεθνή προστασία βαίνει πέραν της απαίτησης εξατομίκευσης, όπως αυτή προκύπτει από την απόφαση του ΕΔΔΑ της 17ης Ιουλίου 2008, NA. κατά Ηνωμένου Βασιλείου (CE:ECHR:2008:0717JUD002590407, § 115), ήτοι εάν οι ατομικές περιστάσεις, πέραν του απλού γεγονότος ότι ο αιτών προέρχεται από περιοχή συγκεκριμένης χώρας όπου εμφανίζονται «οι πιο ακραίες περιπτώσεις γενικής βίας», υπό την έννοια της αποφάσεως του ΕΔΔΑ, μπορούν να τεκμηριώσουν την ύπαρξη φόβου σοβαρής βλάβης όπως την ορίζει η προαναφερθείσα διάταξη.

19

Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, το αιτούν δικαστήριο θέτει στο Δικαστήριο το ζήτημα αν πρέπει να ληφθούν υπόψη, αφενός, προσωπικοί παράγοντες ή ο κίνδυνος να υποστεί ο αιτών «τιμωρητική βία» λόγω μιας κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας και, αφετέρου, ατομικές αλλά μη προσωπικές περιστάσεις, όπως η άσκηση ορισμένων επαγγελμάτων και/ή οι τόποι άσκησής τους ή η ανάγκη μετάβασης σε συγκεκριμένο τόπο προκειμένου να εξασφαλιστεί πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες.

20

Το αιτούν δικαστήριο ζητεί επίσης να διευκρινιστεί με ποιον τρόπο πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο της εκτίμησης της ύπαρξης σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχεία αʹ και βʹ, το επίπεδο της αδιακρίτως ασκούμενης βίας στη χώρα καταγωγής του αιτούντος, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95. Ειδικότερα, διερωτάται αν η αντίστροφη συσχέτιση, η οποία απορρέει από τη νομολογία που διαμορφώθηκε με την απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 2009, Elgafaji (C‑465/07, EU:C:2009:94, σκέψη 39), μεταξύ, αφενός, της ικανότητας του αιτούντος να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της προσωπικής του κατάστασης και, αφετέρου, του βαθμού της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας ισχύει και ως προς την εκτίμηση σχετικά με τη σοβαρή βλάβη στην οποία αναφέρεται το άρθρο 15, στοιχείο βʹ, όταν υπάρχει υψηλό επίπεδο γενικής βίας στη χώρα καταγωγής του αιτούντος, αλλά το επίπεδο αυτό δεν αρκεί, καθ’ εαυτό, για να δικαιολογήσει τη χορήγηση επικουρικής προστασίας.

21

Τέλος, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να αποσαφηνιστεί αν και υπό ποιες προϋποθέσεις μια ανθρωπιστική κατάσταση ανάγκης η οποία, σε αντίθεση με εκείνη της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014, M’Bodj (C‑542/13, EU:C:2014:2452), αποτελεί άμεση ή έμμεση συνέπεια των πράξεων βίας που έχουν τελεστεί από πρόσωπο που έχει προξενήσει σοβαρή βλάβη στο πλαίσιο διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, και η οποία ενδέχεται να συνεπάγεται παράβαση των άρθρων 1 και 4 καθώς και του άρθρου 19, παράγραφος 2, του Χάρτη, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά την εξέταση αιτήσεως επικουρικής προστασίας. Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει επ’ αυτού ότι αναφέρεται τόσο σε κατάσταση ανθρωπιστικής ανάγκης που έχει εσκεμμένως δημιουργηθεί από πρόσωπο υπεύθυνο για πρόκληση σοβαρής βλάβης όσο και σε αντίστοιχη κατάσταση την οποία προξενεί τυχόν αδιάφορη στάση του εν λόγω προσώπου έναντι των συνεπειών που έχει μια ένοπλη σύρραξη για τον άμαχο πληθυσμό.

22

Υπό τις συνθήκες αυτές, το rechtbank Den Haag, zittingsplaats ’s-Hertogenbosch (πρωτοδικείο Χάγης με μεταβατική έδρα το ’s-Hertogenbosch) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1.

Έχει το άρθρο 15 της οδηγίας [2011/95], σε συνδυασμό με το άρθρο 2, στοιχείο ζʹ, και το άρθρο 4, της οδηγίας αυτής, καθώς και με το άρθρο 4 και το άρθρο 19, παράγραφος 2, του [Χάρτη] την έννοια ότι, προκειμένου να κριθεί αν ο αιτών χρήζει επικουρικής προστασίας, πρέπει πάντοτε να εξετάζονται και να αξιολογούνται πλήρως και σε συσχετισμό μεταξύ τους όλα τα κρίσιμα στοιχεία που αφορούν τόσο την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές περιστάσεις του αιτούντος όσο και τη γενική κατάσταση στη χώρα καταγωγής, προτού διευκρινισθεί ποιος επαπειλούμενος τρόπος εκδήλωσης σοβαρής βλάβης μπορεί να αποδεικνύεται βάσει των στοιχείων αυτών;

2.

Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης του Δικαστηρίου στο πρώτο ερώτημα, είναι η αξιολόγηση της ατομικής κατάστασης και των προσωπικών περιστάσεων του αιτούντος στο πλαίσιο της αξιολόγησης βάσει του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας [2011/95], σχετικά με την οποία το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι τα στοιχεία αυτά πρέπει να λαμβάνονται συναφώς υπόψη, ευρύτερη από την εξέταση βάσει της απαίτησης εξατομίκευσης κατά την έννοια της απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου [της 17ης Ιουλίου 2008,] στην υπόθεση NA. κατά Ηνωμένου Βασιλείου [(CE:ECHR:2008:0717JUD002590407)]; Μπορούν τα στοιχεία αυτά να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της ίδιας αίτησης επικουρικής προστασίας, τόσο κατά την αξιολόγηση βάσει του άρθρου 15, στοιχείο βʹ, της οδηγίας [2011/95] όσο και βάσει του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας αυτής;

3.

Έχει το άρθρο 15 της οδηγίας [2011/95] την έννοια ότι κατά την αξιολόγηση της ανάγκης επικουρικής προστασίας πρέπει η λεγόμενη αναπροσαρμοζόμενη κλίμακα, σχετικά με την οποία το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι εφαρμόζεται στο πλαίσιο της αξιολόγησης προβαλλόμενου φόβου για το ενδεχόμενο σοβαρής βλάβης κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της [εν λόγω οδηγίας], να εφαρμόζεται επίσης στο πλαίσιο της αξιολόγησης προβαλλόμενου φόβου για το ενδεχόμενο σοβαρής βλάβης κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο βʹ, της οδηγίας αυτής;

4.

Έχει το άρθρο 15 της οδηγίας [2011/95], σε συνδυασμό με τα άρθρα 1, 4 και 19, παράγραφος 2, του [Χάρτη], την έννοια ότι η ανθρωπιστική κατάσταση ανάγκης η οποία αποτελεί έμμεση (ή άμεση) συνέπεια των πράξεων και/ή των παραλείψεων υπευθύνου που προξενεί σοβαρή βλάβη πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την αξιολόγηση το ζητήματος αν ο αιτών χρήζει επικουρικής προστασίας;»

23

Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 8ης Απριλίου 2022, η διαδικασία στην υπό κρίση υπόθεση ανεστάλη, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 55, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, μέχρι την έκδοση αποφάσεως που να περατώνει τη δίκη στην υπόθεση Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Έννοια της σοβαρής και προσωπικής απειλής) (C‑579/20).

24

Κατόπιν της ανάκλησης της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως στην ως άνω υπόθεση και της διαγραφής της με τη διάταξη της 18ης Μαΐου 2022, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Έννοια της σοβαρής και προσωπικής απειλής) (C‑579/20, EU:C:2022:416), η διαδικασία στην υπό κρίση υπόθεση συνεχίστηκε στις 20 Μαΐου 2022.

Επί του αιτήματος εφαρμογής της ταχείας διαδικασίας

25

Το αιτούν δικαστήριο ζήτησε την υπαγωγή της υπό κρίση αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως στην ταχεία διαδικασία του άρθρου 105 του Κανονισμού Διαδικασίας.

26

Προς στήριξη του αιτήματός του, το αιτούν δικαστήριο επικαλέστηκε, κατ’ ουσίαν, ότι, μολονότι οι προσφεύγοντες διαμένουν νομίμως στις Κάτω Χώρες έως ότου το ίδιο αποφανθεί οριστικά επί της διαφοράς της κύριας δίκης, εντούτοις τα ανήλικα τέκνα των X και Y βρίσκονται σε κατάσταση ανασφάλειας. Ειδικότερα, επισήμανε ότι σε πέντε από τα έξι ανήλικα τέκνα των X και Y παρεχόταν εκπαιδευτική αρωγή από τις 22 Απριλίου 2020 και ότι η ανάπτυξη των παιδιών αυτών απειλούνταν σοβαρά καθώς μεγάλωναν σε ένα περιβάλλον επικίνδυνο και ασταθές από εκπαιδευτικής απόψεως, όπου ήταν μάρτυρες αλλά και θύματα επιθέσεων και υπέφεραν, συναισθηματικά και σωματικά, από αίσθημα εγκατάλειψης. Εξάλλου, το αιτούν δικαστήριο υπογράμμισε ότι, κατά τους X και Y, αυτό το περιβάλλον ανασφάλειας οφειλόταν επίσης στη μακρόχρονη διάρκεια της διαδικασίας της κύριας δίκης, καθώς και στην αβεβαιότητα ως προς την έκβασή της.

27

Το άρθρο 105, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας προβλέπει ότι, κατόπιν αιτήματος του αιτούντος δικαστηρίου ή, σε εξαιρετική περίπτωση, αυτεπαγγέλτως, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου μπορεί, όταν η φύση της υποθέσεως απαιτεί να αποφανθεί το Δικαστήριο το συντομότερο δυνατόν, αφού ακούσει τον εισηγητή δικαστή και τον γενικό εισαγγελέα, να αποφασίσει την υπαγωγή της προδικαστικής παραπομπής σε ταχεία διαδικασία κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του Κανονισμού Διαδικασίας.

28

Εν προκειμένω, στις 20 Μαΐου 2022, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου, αφού άκουσε την εισηγήτρια δικαστή και τον γενικό εισαγγελέα, αποφάσισε να απορρίψει το αίτημα για το οποίο έγινε λόγος στη σκέψη 25 της παρούσας αποφάσεως.

29

Συγκεκριμένα, υπενθυμίζεται ότι η ταχεία διαδικασία αποτελεί δικονομικό μέσο για την αντιμετώπιση εξαιρετικά επείγουσας κατάστασης (απόφαση της 13ης Ιουλίου 2023, Azienda Ospedale-Università di Padova, C‑765/21, EU:C:2023:566, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

30

Το αιτούν δικαστήριο όμως δεν παρέσχε όλα τα στοιχεία βάσει των οποίων θα μπορούσε να εκτιμηθεί η ύπαρξη τέτοιας εξαιρετικά επείγουσας κατάστασης και, ιδίως, οι κίνδυνοι που θα μπορούσαν να ανακύψουν αν εφαρμοζόταν η συνήθης διαδικασία επί της προκειμένης προδικαστικής παραπομπής. Το αιτούν δικαστήριο, μολονότι έκανε λόγο για κινδύνους ως προς την ανάπτυξη των ανήλικων τέκνων των X και Y, οι οποίοι απορρέουν από το οικογενειακό, κοινωνικό και εκπαιδευτικό τους περιβάλλον, δεν τεκμηρίωσε εντούτοις ότι υφίσταται σύνδεσμος μεταξύ της διάρκειας της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου και της παράτασης της κατάστασης ανασφάλειας στην οποία βρίσκονται τα τέκνα αυτά. Επιπλέον, δεν εξέθεσε ούτε τους λόγους για τους οποίους η εφαρμογή της ταχείας διαδικασίας στην υπό κρίση υπόθεση θα συνέβαλλε στην αποτροπή τέτοιων κινδύνων ή την αντιμετώπιση μιας τέτοιας κατάστασης αβεβαιότητας, δεδομένου ότι η ανασφάλεια δικαίου που πλήττει τα εν λόγω τέκνα σε σχέση με την έκβαση της επίμαχης στην κύρια δίκη διαδικασίας δεν αρκεί για να δικαιολογήσει την εφαρμογή της ταχείας διαδικασίας (πρβλ. διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 27ης Ιουνίου 2016, S., C‑283/16, EU:C:2016:482, σκέψη 11 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

31

Εξάλλου, χωρίς να είναι καθ’ εαυτό καθοριστικό, το σημαντικό χρονικό διάστημα το οποίο παρήλθε μεταξύ, αφενός, της υποβολής των αιτήσεων διεθνούς προστασίας των προσφευγόντων και των απορριπτικών αποφάσεων του Υφυπουργού και, αφετέρου, της υποβολής της υπό κρίση αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως δεν συνηγορεί υπέρ της έκδοσης αποφάσεως περί υπαγωγής της προδικαστικής παραπομπής σε ταχεία διαδικασία (πρβλ. διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 27ης Ιουνίου 2016, S., C‑283/16, EU:C:2016:482, σκέψη 12 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

32

Πριν δοθεί απάντηση στα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα, υπενθυμίζεται, κατ’ αρχάς, ότι η οδηγία 2011/95, μια από τις νομικές βάσεις της οποίας είναι το άρθρο 78, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, στην καθιέρωση ενιαίου συστήματος επικουρικής προστασίας. Συναφώς, από τις αιτιολογικές σκέψεις 12 και 34 της οδηγίας αυτής προκύπτει ότι ένας από τους κύριους σκοπούς της είναι να διασφαλιστεί ότι όλα τα κράτη μέλη εφαρμόζουν κοινά κριτήρια για τον προσδιορισμό των προσώπων που χρήζουν όντως διεθνούς προστασίας, χορηγώντας τους το κατάλληλο καθεστώς [πρβλ. αποφάσεις της 23ης Μαΐου 2019, Bilali,C‑720/17, EU:C:2019:448, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 10ης Ιουνίου 2021, Bundesrepublik Deutschland (Έννοια της σοβαρής και προσωπικής απειλής), C‑901/19, EU:C:2021:472, σκέψεις 22 και 34].

33

Στη συνέχεια, από το άρθρο 18 της οδηγίας 2011/95, σε συνδυασμό με τον ορισμό του «προσώπου που δικαιούται επικουρική προστασία» κατά το άρθρο 2, στοιχείο στʹ, και του «καθεστώτος επικουρικής προστασίας» κατά το άρθρο 2, στοιχείο ζʹ, της ίδιας οδηγίας, προκύπτει ότι το καθεστώς επικουρικής προστασίας το οποίο προβλέπεται στην οδηγία αυτή πρέπει, κατ’ αρχήν, να χορηγείται σε κάθε υπήκοο τρίτης χώρας ή ανιθαγενή που διατρέχει, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του ή στη χώρα της συνήθους διαμονής του, πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη κατά την έννοια του άρθρου 15 της εν λόγω οδηγίας [απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Bundesrepublik Deutschland (Έννοια της σοβαρής και προσωπικής απειλής), C‑901/19, EU:C:2021:472, σκέψη 23 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

34

Τέλος, η οδηγία 2011/95 κατήργησε και αντικατέστησε, από 21ης Δεκεμβρίου 2013, την οδηγία 2004/83/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για θέσπιση ελάχιστων απαιτήσεων για την αναγνώριση και το καθεστώς των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως προσφύγων ή ως προσώπων που χρήζουν διεθνούς προστασίας για άλλους λόγους (ΕΕ 2004, L 304, σ. 12). Δεδομένου ότι αυτή η αλλαγή ρυθμιστικού πλαισίου δεν επέφερε καμία τροποποίηση ούτε στο νομικό καθεστώς της χορήγησης επικουρικής προστασίας ούτε στην αρίθμηση των σχετικών διατάξεων, η νομολογία η οποία αφορά την οδηγία 2004/83 είναι κρίσιμη για την ερμηνεία της οδηγίας 2011/95. Ειδικότερα, δεδομένου ότι το γράμμα του άρθρου 15 της οδηγίας 2011/95 είναι πανομοιότυπο με εκείνο του άρθρου 15 της οδηγίας 2004/83, η νομολογία σχετικά με τη δεύτερη αυτή διάταξη είναι κρίσιμη για την ερμηνεία της πρώτης [πρβλ. απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Bundesrepublik Deutschland (Έννοια της σοβαρής και προσωπικής απειλής), C‑901/19, EU:C:2021:472, σκέψη 24].

Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

35

Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 15 της οδηγίας 2011/95 έχει την έννοια ότι η αρμόδια εθνική αρχή, προκειμένου να κρίνει αν ο αιτών διεθνή προστασία μπορεί να τύχει επικουρικής προστασίας, οφείλει να εξετάσει όλα τα συναφή στοιχεία που αφορούν τόσο την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές περιστάσεις του αιτούντος όσο και τη γενική κατάσταση στη χώρα καταγωγής, προτού προσδιοριστεί η μορφή σοβαρής βλάβης την οποία μπορούν ενδεχομένως να τεκμηριώσουν τα στοιχεία αυτά.

36

Κατά πρώτον, επισημαίνεται ότι το άρθρο 15 προβλέπει τρεις μορφές «σοβαρής βλάβης» ικανές να δικαιολογήσουν τη χορήγηση επικουρικής προστασίας υπέρ προσώπου το οποίο, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής ή στη χώρα της συνήθους διαμονής του, θα διέτρεχε πραγματικό κίνδυνο να τις υποστεί.

37

Όσον αφορά, πρώτον, τους λόγους που μνημονεύονται στο στοιχείο αʹ του άρθρου 15, δηλαδή τη «θανατική ποινή ή εκτέλεση», και στο στοιχείο βʹ, δηλαδή τον κίνδυνο «βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας», τέτοιες «σοβαρές βλάβες» χαρακτηρίζουν περιπτώσεις στις οποίες ο αιτών επικουρική προστασία διατρέχει ειδικώς τον κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής, η οποία προϋποθέτει σαφή βαθμό εξατομίκευσης [αποφάσεις της 17ης Φεβρουαρίου 2009, Elgafaji, C‑465/07, EU:C:2009:94, σκέψεις 32 και 38, και της 10ης Ιουνίου 2021, Bundesrepublik Deutschland (Έννοια της σοβαρής και προσωπικής απειλής), C‑901/19, EU:C:2021:472, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

38

Επομένως, η χορήγηση επικουρικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 15, στοιχεία αʹ και βʹ, της οδηγίας 2011/95 προϋποθέτει την ύπαρξη σοβαρών και αποδεδειγμένων λόγων που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι, αν ο αιτών επέστρεφε στη χώρα καταγωγής του ή στη χώρα της συνήθους διαμονής του, θα εκτίθετο ειδικώς και ατομικώς σε πραγματικό κίνδυνο θανατικής ποινής, εκτέλεσης, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας.

39

Τούτου δοθέντος, κατά την αξιολόγηση της ύπαρξης τέτοιου κινδύνου, πρέπει επίσης να εξετάζονται τα στοιχεία που αφορούν τη γενική κατάσταση της οικείας χώρας και ιδίως εκείνα που αφορούν το γενικό επίπεδο βίας και ανασφάλειας στη χώρα αυτή. Πράγματι, ένα τέτοιο γενικό πλαίσιο καθιστά δυνατή την ακριβέστερη εκτίμηση του κατά πόσον ο αιτών είναι πράγματι εκτεθειμένος σε κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο αʹ ή στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/95.

40

Όσον αφορά, δεύτερον, την κατά το άρθρο 15, στοιχείο γʹ, βλάβη η οποία συνίσταται σε «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» του αιτούντος, επισημαίνεται ότι η ως άνω διάταξη αναφέρεται σε κίνδυνο βλάβης «γενικότερο» από εκείνους που διαλαμβάνονται στα στοιχεία αʹ και βʹ του ίδιου άρθρου. Επομένως, η βλάβη αυτή αφορά, ευρύτερα, «απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» αμάχου και όχι συγκεκριμένες πράξεις βίας. Επιπλέον, η εν λόγω απειλή είναι συμφυής με μια γενική κατάσταση ένοπλης σύρραξης που οδηγεί σε «αδιάκριτη άσκηση βίας», πράγμα το οποίο σημαίνει ότι μπορεί να επεκταθεί σε άτομα ανεξαρτήτως των προσωπικών περιστάσεών τους και της ταυτότητάς τους, όταν η βία αγγίζει τόσο υψηλά επίπεδα ώστε υπάρχουν σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι να θεωρηθεί ότι ο άμαχος που θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, στην οικεία περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφός της, πραγματικό κίνδυνο να υποστεί τις προαναφερθείσες απειλές [πρβλ. απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Bundesrepublik Deutschland (Έννοια της σοβαρής και προσωπικής απειλής), C‑901/19, EU:C:2021:472, σκέψεις 26 και 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

41

Ως εκ τούτου, στο πλαίσιο μιας εξαιρετικής κατάστασης όπως αυτή που περιγράφεται στην αμέσως προηγούμενη σκέψη, η διαπίστωση της ύπαρξης «σοβαρής και προσωπικής απειλής», κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95, δεν προϋποθέτει ότι ο αιτών επικουρική προστασία αποδεικνύει ότι θίγεται ειδικώς λόγω ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της προσωπικής του κατάστασης [πρβλ. αποφάσεις της 17ης Φεβρουαρίου 2009, Elgafaji, C‑465/07, EU:C:2009:94, σκέψη 43, και της 10ης Ιουνίου 2021, Bundesrepublik Deutschland (Έννοια της σοβαρής και προσωπικής απειλής), C‑901/19, EU:C:2021:472, σκέψη 27].

42

Εντούτοις, σε άλλες λιγότερο εξαιρετικές περιπτώσεις, τα στοιχεία που αφορούν την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές περιστάσεις του αιτούντος αποβαίνουν κρίσιμα. Επομένως, όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της ατομικής του κατάστασης ή των προσωπικών του περιστάσεων, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός αδιακρίτως ασκούμενης βίας ο οποίος απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας, βάσει του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. αποφάσεις της 17ης Φεβρουαρίου 2009, Elgafaji, C‑465/07, EU:C:2009:94, σκέψη 39, και της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 31).

43

Συνεπώς, το άρθρο 15 της οδηγίας 2011/95 έχει την έννοια ότι τόσο περιστάσεις που αφορούν τη γενική κατάσταση στη χώρα καταγωγής, ιδίως δε το γενικό επίπεδο βίας και ανασφάλειας στη χώρα αυτή, όσο και περιστάσεις που αφορούν την ατομική και προσωπική κατάσταση του αιτούντος μπορούν να αποτελέσουν κρίσιμα στοιχεία για την αξιολόγηση κάθε αιτήσεως επικουρικής προστασίας από την αρμόδια εθνική αρχή, ανεξαρτήτως του ποια συγκεκριμένη μορφή σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, αποτελεί αντικείμενο της αξιολόγησης.

44

Συναφώς, πρέπει ακόμη να υπογραμμιστεί ότι, μολονότι καθεμία από τις μορφές σοβαρής βλάβης που μνημονεύονται στα στοιχεία αʹ έως γʹ του άρθρου 15 της οδηγίας 2011/95 συνιστά αυτοτελή λόγο αναγνώρισης της επικουρικής προστασίας, του οποίου πρέπει να πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις προκειμένου να χορηγηθεί τέτοια προστασία, εντούτοις όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 30, 40 και 41 των προτάσεών του, το άρθρο αυτό δεν καθιερώνει κανενός είδους ιεράρχηση μεταξύ των διαφόρων μορφών σοβαρής βλάβης και δεν επιβάλλει καμία συγκεκριμένη σειρά κατά την εκτίμηση της ύπαρξης πραγματικού κινδύνου να υποστεί ο αιτών κάποια από αυτές. Πράγματι, αφενός, από την ίδια αίτηση διεθνούς προστασίας μπορεί κάλλιστα να προκύπτει η ύπαρξη κινδύνου να εκτεθεί ο αιτών σε περισσότερες μορφές σοβαρής βλάβης αν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του ή στη χώρα της συνήθους διαμονής του. Αφετέρου, το ίδιο στοιχείο μπορεί να χρησιμεύσει για να τεκμηριωθεί η ύπαρξη πραγματικού κινδύνου σε σχέση με περισσότερες από αυτές τις μορφές βλάβης.

45

Κατά δεύτερον, η ερμηνεία του άρθρου 15 της οδηγίας 2011/95, η οποία προεκτέθηκε στη σκέψη 43 της παρούσας απόφασης, επιρρωννύεται από το κανονιστικό πλαίσιο του άρθρου 15.

46

Συναφώς, από το άρθρο 4 της οδηγίας 2011/95, το οποίο περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο ΙΙ σχετικά με την «αξιολόγηση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας» και, ως εκ τούτου, εφαρμόζεται τόσο στις αιτήσεις χορήγησης του καθεστώτος του πρόσφυγα όσο και στις αιτήσεις επικουρικής προστασίας, κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας, προκύπτει, κατ’ αρχάς ότι η αξιολόγηση των γεγονότων και περιστάσεων στις οποίες στηρίζεται αίτηση διεθνούς προστασίας διεξάγεται σε δύο διακριτά στάδια. Το πρώτο στάδιο αφορά τη διαπίστωση της συνδρομής των πραγματικών στοιχείων που αποδεικνύουν τη βασιμότητα της αιτήσεως, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά τη νομική εκτίμηση των αποδεικτικών αυτών στοιχείων και συνίσταται στο να αποφασιστεί αν πληρούνται, υπό το πρίσμα των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης υπόθεσης, οι ουσιαστικές προϋποθέσεις του άρθρου 15 για την παροχή διεθνούς προστασίας [πρβλ. απόφαση της 3ης Μαρτίου 2022, Secretary of State for the Home Department (Καθεστώς πρόσφυγα ανιθαγενούς παλαιστινιακής καταγωγής), C‑349/20, EU:C:2022:151, σκέψη 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

47

Μολονότι, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/95, τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν από τον αιτούντα, κατά τη διάρκεια του πρώτου εκ των προαναφερθέντων σταδίων, να υποβάλει, το ταχύτερο δυνατόν, όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία προς τεκμηρίωση της αιτήσεώς του για παροχή διεθνούς προστασίας, ωστόσο οι αρχές των κρατών μελών οφείλουν, εν ανάγκη, να συνεργάζονται ενεργώς με τον αιτούντα προκειμένου να προσδιοριστούν και να συμπληρωθούν τα συναφή στοιχεία της αιτήσεως, εφόσον έχουν συνήθως καλύτερη πρόσβαση σε ορισμένα είδη εγγράφων, απ’ ό,τι ο αιτών [πρβλ. απόφαση της 3ης Μαρτίου 2022, Secretary of State for the Home Department (Καθεστώς πρόσφυγα ανιθαγενούς παλαιστινιακής καταγωγής), C‑349/20, EU:C:2022:151, σκέψη 64 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία], και με δεδομένο ότι ορισμένες πτυχές των δηλώσεων του αιτούντος, ακόμη και αν δεν τεκμηριώνονται με έγγραφες ή άλλες αποδείξεις, δεν χρειάζονται επιβεβαίωση υπό τον όρο ότι πληρούνται οι σωρευτικές προϋποθέσεις του άρθρου 4, παράγραφος 5, στοιχεία αʹ έως εʹ, της ως άνω οδηγίας (απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2014, A κ.λπ., C‑148/13 έως C‑150/13, EU:C:2014:2406, σκέψη 58).

48

Κατά συνέπεια, σύμφωνα και με την εκτίμηση που διατύπωσε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 34 και 41 των προτάσεών του, η εθνική αρχή που είναι αρμόδια για την αξιολόγηση αιτήσεως διεθνούς προστασίας υποχρεούται να εξετάσει, κατά το πρώτο στάδιο της αξιολόγησής της, το σύνολο των συναφών πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης περίπτωσης τα οποία μπορούν να αποτελέσουν αποδεικτικά στοιχεία, προτού προσδιορίσει, κατά το δεύτερο στάδιο της ίδιας αξιολόγησης, ποια μορφή σοβαρής βλάβης, από τις αναφερόμενες στο άρθρο 15 της οδηγίας 2011/95, μπορούν ενδεχομένως να τεκμηριώσουν τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία, χωρίς να μπορεί να αποκλείσει στοιχεία δυνητικώς κρίσιμα για την αξιολόγηση της σχετικής αιτήσεως για τον λόγο και μόνον ότι ο αιτών τα προέβαλε προς στήριξη μίας μόνον από τις μορφές σοβαρής βλάβης οι οποίες ορίζονται στο άρθρο 15.

49

Εν συνεχεία, από το άρθρο 4, παράγραφος 3, της οδηγίας προκύπτει ότι, μεταξύ των συναφών στοιχείων που πρέπει να λαμβάνει υπόψη η αρμόδια αρχή κατά την αξιολόγηση κάθε αιτήσεως διεθνούς προστασίας περιλαμβάνονται, ειδικότερα, τόσο «όλα τα συναφή στοιχεία που σχετίζονται με τη χώρα καταγωγής», κατά την έννοια του στοιχείου αʹ της διατάξεως αυτής, όσο και η «ατομική κατάσταση και οι προσωπικές περιστάσεις του αιτούντος», κατά την έννοια του στοιχείου γʹ της ίδιας διατάξεως.

50

Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, ακόμη και αν στην αίτηση διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται δυνάμει του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της ίδιας οδηγίας δεν γίνεται επίκληση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της κατάστασης του αιτούντος, από το άρθρο 4, παράγραφος 3, της οδηγίας προκύπτει η υποχρέωση εξατομικευμένης αξιολόγησης μιας τέτοιας αιτήσεως, για τις ανάγκες της οποίας πρέπει να λαμβάνεται υπόψη μια ολόκληρη σειρά στοιχείων που απαριθμούνται στη διάταξη αυτή, στο πλαίσιο της σφαιρικής συνεκτίμησης όλων των συναφών περιστάσεων της συγκεκριμένης περίπτωσης [πρβλ. απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Bundesrepublik Deutschland (Έννοια της σοβαρής και προσωπικής απειλής), C‑901/19, EU:C:2021:472, σκέψεις 40 και 41].

51

Εξάλλου, βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 4, της οδηγίας 2011/95, το γεγονός ότι ο αιτών έχει ήδη υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη ή άμεσες απειλές δίωξης ή σοβαρής βλάβης μπορεί, κατ’ αρχήν, να αποτελέσει ουσιώδη ένδειξη πραγματικού κινδύνου να υποστεί σοβαρή βλάβη, οπότε οι προσωπικές περιστάσεις του αιτούντος πρέπει πάντοτε να λαμβάνονται υπόψη κατά την αξιολόγηση της ύπαρξης πραγματικού κινδύνου επέλευσης κάποιας από τις αναφερόμενες στο άρθρο 15 της ίδιας οδηγίας μορφές σοβαρής βλάβης, όποια και αν είναι αυτή.

52

Τέλος, η απαίτηση για αξιολόγηση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας κατά τρόπο που να λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των συναφών στοιχείων, μεταξύ των οποίων και τα υπομνησθέντα στη σκέψη 49 της παρούσας απόφασης, καθώς και για ενεργή συνεργασία με τον αιτούντα στο πλαίσιο αυτό επιβεβαιώνεται από το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2012, M., C‑277/11, EU:C:2012:744, σκέψη 67), στο μέτρο που το άρθρο αυτό υποχρεώνει τις αρμόδιες εθνικές αρχές, όταν εξετάζουν αν ο αιτών διεθνή προστασία έχει πρόσβαση σε προστασία έναντι, μεταξύ άλλων, κάθε μορφής σοβαρής βλάβης σε κάποια τμήμα της χώρας καταγωγής, σύμφωνα με τα όσα προβλέπει η παράγραφος 1, να λαμβάνουν υπόψη τόσο τις γενικές συνθήκες που επικρατούν στο εν λόγω τμήμα της χώρας όσο και τις προσωπικές περιστάσεις του αιτούντος.

53

Κατά τρίτον και τελευταίο, η προεκτεθείσα στις σκέψεις 43 και 48 της παρούσας απόφασης ερμηνεία του άρθρου 15 της οδηγίας 2011/95 είναι σύμφωνη με τους σκοπούς που επιδιώκει η οδηγία, όπως αυτοί υπομνήσθηκαν στη σκέψη 32 ανωτέρω. Πράγματι, τυχόν εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας κατά την οποία δεν θα λαμβάνονταν υπόψη όλες οι συναφείς περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης και, ιδίως, το σύνολο των στοιχείων που απαριθμούνται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής, προτού προσδιοριστεί ποια από τις αναφερόμενες στο άρθρο 15 μορφές σοβαρής βλάβης θα μπορούσαν ενδεχομένως να τεκμηριώσουν τα προαναφερθέντα στοιχεία, θα συνεπαγόταν παράβαση της υποχρέωσης την οποία επιβάλλει η οδηγία στα κράτη μέλη να προσδιορίζουν τα πρόσωπα που χρήζουν πράγματι τέτοια προστασίας [πρβλ. απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Bundesrepublik Deutschland (Έννοια της σοβαρής και προσωπικής απειλής), C‑901/19, EU:C:2021:472, σκέψη 44].

54

Μια τέτοια ερμηνεία είναι, εξάλλου, σύμφωνη με το άρθρο 4 και με το άρθρο 19, παράγραφος 2, του Χάρτη, δύο διατάξεις που μνημονεύθηκαν από το αιτούν δικαστήριο και αφορούν, αντιστοίχως, την απαγόρευση των βασανιστηρίων και των απάνθρωπων ή εξευτελιστικών ποινών ή μεταχειρίσεων και την προστασία σε περίπτωση απομάκρυνσης, απέλασης και έκδοσης. Ωστόσο, παρατηρείται συναφώς ότι, μολονότι τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται με τις διατάξεις αυτές πρέπει βεβαίως να γίνονται σεβαστά κατά την εφαρμογή της οδηγίας 2011/95 και, επομένως, κατά την αξιολόγηση των αιτήσεων επικουρικής προστασίας υπό το πρίσμα του άρθρου 15, εντούτοις οι συγκεκριμένες διατάξεις δεν παρέχουν, στο πλαίσιο της απάντησης στο παρόν προδικαστικό ερώτημα, κανένα επιπλέον ειδικό στοιχείο όσον αφορά το περιεχόμενο της απαίτησης συστηματικής εξέτασης όλων των συναφών στοιχείων που αφορούν τόσο την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές περιστάσεις του αιτούντος όσο και τη γενική κατάσταση στη χώρα καταγωγής, για τις ανάγκες της ως άνω αξιολόγησης (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 25ης Ιουλίου 2018, Alheto, C‑585/16, EU:C:2018:584, σκέψη 129, και της 4ης Οκτωβρίου 2018, Ahmedbekova, C‑652/16, EU:C:2018:801, σκέψη 64).

55

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 15 της οδηγίας 2011/95 έχει την έννοια ότι η αρμόδια εθνική αρχή, προκειμένου να κρίνει αν ο αιτών διεθνή προστασία μπορεί να τύχει επικουρικής προστασίας, οφείλει να εξετάσει όλα τα συναφή στοιχεία που αφορούν τόσο την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές περιστάσεις του αιτούντος όσο και τη γενική κατάσταση στη χώρα καταγωγής, προτού προσδιοριστεί η μορφή σοβαρής βλάβης την οποία μπορούν ενδεχομένως να τεκμηριώσουν τα στοιχεία αυτά.

Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

56

Το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα υποβάλλεται για την περίπτωση που δοθεί αρνητική απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα. Τούτου λεχθέντος, μολονότι η απάντηση στο δεύτερο σκέλος του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος συνιστά, πράγματι, απόρροια της καταφατικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα, υπό την έννοια ότι οι περιστάσεις που αφορούν την ατομική και προσωπική κατάσταση του αιτούντος ενδέχεται να αποβούν κρίσιμες κατά την εξέταση της βασιμότητας μιας αιτήσεως διεθνούς προστασίας υπό το πρίσμα τόσο του άρθρου 15, στοιχείο βʹ, όσο και του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95, εντούτοις το πρώτο σκέλος του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος διατηρεί τη σημασία του.

57

Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν η αρμόδια εθνική αρχή, προκειμένου να εκτιμήσει αν υφίσταται πραγματικός κίνδυνος να εκτεθεί ο αιτών σε «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, οφείλει να λάβει υπόψη, μεταξύ των διαφόρων συναφών στοιχείων που αφορούν την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές περιστάσεις του αιτούντος, συμπληρωματικά στοιχεία πέραν του γεγονότος και μόνον ότι ο αιτών προέρχεται από περιοχή συγκεκριμένης χώρας όπου εμφανίζονται οι «πλέον ακραίες περιπτώσεις γενικής βίας», κατά την έννοια της νομολογίας του ΕΔΔΑ, ιδίως δε της αποφάσεως της 17ης Ιουλίου 2008, NA. κατά Ηνωμένου Βασιλείου (CE:ECHR:2008:0717JUD 002590407, § 115), δηλαδή από περιοχή στην οποία ο βαθμός βίας φθάνει σε τέτοιο επίπεδο ώστε η απέλαση ενός προσώπου προς τη χώρα αυτή συνιστά παραβίαση της κατοχυρωμένης στο άρθρο 3 της ΕΣΔΑ απαγόρευσης των βασανιστηρίων και της απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης.

58

Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 έχει την έννοια ότι η αρμόδια εθνική αρχή, προκειμένου να εκτιμήσει την ύπαρξη πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, όπως αυτή ορίζεται στην εν λόγω διάταξη, πρέπει να έχει τη δυνατότητα να λάβει υπόψη στοιχεία σχετικά με την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές περιστάσεις του αιτούντος, πέραν του απλού γεγονότος ότι προέρχεται από περιοχή συγκεκριμένης χώρας όπου εμφανίζονται οι «πλέον ακραίες περιπτώσεις γενικής βίας», κατά την έννοια της αποφάσεως του ΕΔΔΑ της 17ης Ιουλίου 2008, NA. κατά Ηνωμένου Βασιλείου (CE:ECHR:2008:0717JUD002590407, § 115).

59

Συναφώς, υπενθυμίζεται εκ προοιμίου ότι η νομολογία του ΕΔΔΑ είναι, κατ’ αρχήν, κρίσιμη για την ερμηνεία του άρθρου 15 της οδηγίας 2011/95. Ειδικότερα, αφενός, από το άρθρο 6, παράγραφος 3, ΣΕΕ προκύπτει ότι το προστατευόμενο από το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ θεμελιώδες δικαίωμα περιλαμβάνεται στις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης των οποίων την τήρηση διασφαλίζει το Δικαστήριο. Η νομολογία του ΕΔΔΑ πρέπει, ως εκ τούτου, να λαμβάνεται υπόψη για την ερμηνεία του περιεχομένου του προαναφερθέντος δικαιώματος στο πλαίσιο της έννομης τάξης της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 2009, Elgafaji, C‑465/07, EU:C:2009:94, σκέψη 28).

60

Αφετέρου, από την αιτιολογική σκέψη 16 της οδηγίας 2011/95 προκύπτει ότι η ερμηνεία των διατάξεων της οδηγίας δεν πρέπει να θίγει τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται στον Χάρτη, όπως, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 4 του Χάρτη [πρβλ. απόφαση της 24ης Απριλίου 2018, MP (Επικουρική προστασία θύματος παρελθόντων βασανιστηρίων), C‑353/16, EU:C:2018:276, σκέψη 36]. Πάντως, δυνάμει του άρθρου 52, παράγραφος 3, του Χάρτη, εφόσον τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στο άρθρο 4 του Χάρτη αντιστοιχούν σε εκείνα τα οποία κατοχυρώνονται στο άρθρο 3 της ΕΣΔΑ, πρέπει να προσδίδεται στα δικαιώματα αυτά η ίδια έννοια και η ίδια εμβέλεια όπως και στο πλαίσιο του άρθρου 3 [πρβλ. απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2022, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Απομάκρυνση – Θεραπευτική κάνναβη), C‑69/21, EU:C:2022:913, σκέψη 60 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία], όπερ δεν εμποδίζει, ωστόσο, την παροχή ευρύτερης προστασίας στα εν λόγω δικαιώματα από το δίκαιο της Ένωσης. Επομένως, κατά την ερμηνεία του άρθρου 4 του Χάρτη πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ, όπως έχει ερμηνευθεί από το ΕΔΔΑ, ως όριο ελάχιστης προστασίας [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 22ας Ιουνίου 2023, K.B. και F.S. (Αυτεπάγγελτη εξέταση στον ποινικό τομέα), C‑660/21, EU:C:2023:498, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

61

Εξάλλου, από τις επεξηγήσεις σχετικά με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (ΕΕ 2007, C 303, σ. 17) προκύπτει ότι το δικαίωμα του άρθρου 19, παράγραφος 2, του Χάρτη, κατά το οποίο ουδείς επιτρέπεται να απομακρυνθεί, να απελαθεί ή να εκδοθεί προς κράτος όπου διατρέχει σοβαρό κίνδυνο να του επιβληθεί η ποινή του θανάτου ή να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή άλλη απάνθρωπη ή εξευτελιστική ποινή ή μεταχείριση, ενσωματώνει την κρίσιμη νομολογία του ΕΔΔΑ σχετικά με το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ, στο οποίο αντιστοιχεί κατ’ ουσίαν το άρθρο 19, παράγραφος 2 (πρβλ. αποφάσεις της 18ης Δεκεμβρίου 2014, M’Bodj, C‑542/13, EU:C:2014:2452, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Abdida, C‑562/13, EU:C:2014:2453, σκέψη 47). Συνεπώς, η νομολογία αυτή είναι κρίσιμη και για την ερμηνεία του ως άνω δικαιώματος.

62

Τούτου δοθέντος, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το άρθρο 15, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/95 είναι εκείνο που αντιστοιχεί, κατ’ ουσίαν, στο άρθρο 3 της ΕΣΔΑ. Αντιθέτως, το περιεχόμενο της διατάξεως του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας διαφέρει από αυτό του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ και, επομένως, πρέπει να ερμηνεύεται αυτοτελώς προκειμένου, μεταξύ άλλων, να διασφαλίζεται το ειδικό πεδίο εφαρμογής της συγκεκριμένης διατάξεως, χωρίς να θίγονται, παράλληλα, τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στον Χάρτη και την ΕΣΔΑ (πρβλ. απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 2009, Elgafaji, C‑465/07, EU:C:2009:94, σκέψεις 28 και 36).

63

Συναφώς, επισημαίνεται ότι το άρθρο 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 καλύπτει, βεβαίως, την εξαιρετική κατάσταση στην οποία ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που οφείλεται σε εσωτερική ή διεθνή ένοπλη σύρραξη είναι τέτοιος ώστε να υπάρχουν σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι να θεωρηθεί ότι ο άμαχος που θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω και μόνον της παρουσίας του εκεί, πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητάς του.

64

Εντούτοις, όπως προεκτέθηκε στη σκέψη 42 της παρούσας αποφάσεως, η προαναφερθείσα διάταξη μπορεί να καλύπτει και άλλες περιπτώσεις, στις οποίες ο συνδυασμός, αφενός, ενός βαθμού ασκήσεως αδιάκριτης βίας που είναι μικρότερος από εκείνον που χαρακτηρίζει μια τέτοια εξαιρετική κατάσταση και, αφετέρου, στοιχείων που προσιδιάζουν στην προσωπική κατάσταση του αιτούντος μπορεί να συγκεκριμενοποιήσει τον πραγματικό κίνδυνο σοβαρής και προσωπικής απειλής, κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως.

65

Επομένως, στις άλλες αυτές περιπτώσεις, τα σχετικά με την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές περιστάσεις του αιτούντος στοιχεία τα οποία πρέπει να ληφθούν υπόψη από την αρμόδια εθνική αρχή βαίνουν κατ’ ανάγκην πέραν του γεγονότος ότι ο αιτών προέρχεται από περιοχή συγκεκριμένης χώρας όπου εμφανίζονται οι «πλέον ακραίες περιπτώσεις γενικής βίας», κατά την έννοια της νομολογίας του ΕΔΔΑ και ιδίως της απόφασης της 17ης Ιουλίου 2008, NA. κατά Ηνωμένου Βασιλείου (CE:ECHR:2008:0717JUD 002590407, § 115).

66

Ως εκ τούτου, η ερμηνεία του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 από το Δικαστήριο όχι μόνον συνάδει πλήρως με τη νομολογία του ΕΔΔΑ σχετικά με το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ (πρβλ. απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 2009, Elgafaji, C‑465/07, EU:C:2009:94, σκέψη 44), αλλά παρέχει στους αιτούντες διεθνή προστασία ευρύτερη προστασία από εκείνη που τους εξασφαλίζει το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ.

67

Σε συνέχεια του ζητήματος το οποίο τέθηκε από το αιτούν δικαστήριο και υπενθυμίστηκε στη σκέψη 19 της παρούσας απόφασης, πρέπει ακόμη να διευκρινιστεί ότι ο κατάλογος του άρθρου 4, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95, όπου απαριθμούνται συναφή στοιχεία σχετικά με την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές περιστάσεις του αιτούντος, δεν είναι εξαντλητικός, οπότε, στις περιπτώσεις που διαλαμβάνονται στη σκέψη 64 της παρούσας αποφάσεως, η αρμόδια για τη χορήγηση της επικουρικής προστασίας εθνική αρχή οφείλει να προβαίνει σε κατά περίπτωση αξιολόγηση, συνεκτιμώντας, εφόσον παρίσταται ανάγκη, κάθε άλλο στοιχείο το οποίο σχετίζεται με την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές περιστάσεις του αιτούντος και είναι ικανό να συγκεκριμενοποιήσει τον πραγματικό κίνδυνο επέλευσης σοβαρής βλάβης όπως ορίζεται στο άρθρο 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας, λαμβανομένου υπόψη του βαθμού της αδιακρίτως ασκούμενης βίας στη συγκεκριμένη χώρα ή περιοχή. Στο ίδιο πλαίσιο, θα μπορούσαν ιδίως να θεωρηθούν κρίσιμα τυχόν στοιχεία της ιδιωτικής, οικογενειακής ή επαγγελματικής ζωής του αιτούντος ως προς τα οποία μπορεί ευλόγως να υποτεθεί ότι θα αυξήσουν τον κίνδυνο να υποστεί ο αιτών σοβαρή βλάβη, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του ή στη χώρα της συνήθους διαμονής του.

68

Επιπλέον, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 51 της παρούσας αποφάσεως και όπως προβλέπεται από το άρθρο 4, παράγραφος 4, της οδηγίας 2011/95, εναπόκειται στην αρμόδια εθνική αρχή να λάβει υπόψη το γεγονός ότι ο αιτών έχει ήδη υποστεί σοβαρή βλάβη ή έχει υποστεί άμεσες απειλές τέτοιας βλάβης, εκτός αν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρηθεί ότι δεν θα επέλθει εκ νέου τέτοια σοβαρή βλάβη.

69

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 έχει την έννοια ότι η αρμόδια εθνική αρχή, προκειμένου να εκτιμήσει την ύπαρξη πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης όπως αυτή ορίζεται στην εν λόγω διάταξη, πρέπει να έχει τη δυνατότητα να λάβει υπόψη στοιχεία σχετικά με την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές περιστάσεις του αιτούντος, πέραν του απλού γεγονότος ότι ο αιτών προέρχεται από περιοχή συγκεκριμένης χώρας όπου εμφανίζονται οι «πλέον ακραίες περιπτώσεις γενικής βίας», κατά την έννοια της αποφάσεως του ΕΔΔΑ της 17ης Ιουλίου 2008, NA. κατά Ηνωμένου Βασιλείου (CE:ECHR:2008:0717JUD002590407, § 115).

Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

70

Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 15, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/95 έχει την έννοια ότι η ένταση της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που επικρατεί στη χώρα καταγωγής του αιτούντος είναι ικανή να αποδυναμώσει την απαίτηση εξατομίκευσης της σοβαρής βλάβης στην οποία αναφέρεται η ως άνω διάταξη.

71

Υπενθυμίζεται επ’ αυτού ότι, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 37 έως 42 της παρούσας αποφάσεως, η σοβαρή βλάβη στην οποία αναφέρεται το άρθρο 15, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/95 προϋποθέτει σαφή βαθμό εξατομίκευσης.

72

Ειδικότερα, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 38 ανωτέρω, οι βλάβες που σχετίζονται με τον κίνδυνο «θανατικής ποινής ή εκτέλεσης» και «βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας», περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 15, στοιχεία αʹ και βʹ, της οδηγίας, καλύπτουν περιπτώσεις στις οποίες ο αιτών επικουρική προστασία εκτίθεται ειδικώς και ατομικώς στον κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής.

73

Μολονότι, όπως υπογραμμίστηκε στη σκέψη 39 της παρούσας αποφάσεως, τα συναφή στοιχεία σχετικά με τη γενική κατάσταση της χώρας καταγωγής του αιτούντος, ιδίως εκείνα που αφορούν το γενικό επίπεδο βίας και ανασφάλειας, πρέπει επίσης να εξετάζονται σε τέτοιες περιπτώσεις, εντούτοις η ύπαρξη επιπέδου βίας και ανασφάλειας στη χώρα αυτή, όσο σημαντικό και αν είναι, δεν μπορεί να αποδυναμώσει το περιεχόμενο της προϋπόθεσης σύμφωνα με την οποία, προκειμένου να υφίσταται πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχεία αʹ και βʹ, της οδηγίας 2011/95, πρέπει να αποδεικνύεται, λαμβανομένης ενδεχομένως υπόψη της ύπαρξης τέτοιου επιπέδου βίας, ότι ο αιτών διατρέχει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί ειδικώς και ατομικώς τέτοιες βλάβες αν επιστρέψει στην ίδια χώρα.

74

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 15, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/95 έχει την έννοια ότι η ένταση της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που επικρατεί στη χώρα καταγωγής του αιτούντος δεν είναι ικανή να αποδυναμώσει την απαίτηση εξατομίκευσης της σοβαρής βλάβης στην οποία αναφέρεται η ως άνω διάταξη.

Επί του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος

75

Με το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95, σε συνδυασμό με τα άρθρα 1 και 4 καθώς και με το άρθρο 19, παράγραφος 2, του Χάρτη, έχει την έννοια ότι ανθρωπιστική κατάσταση ανάγκης η οποία αποτελεί άμεση ή έμμεση συνέπεια των πράξεων και/ή παραλείψεων προσώπου που έχει προξενήσει σοβαρή βλάβη στο πλαίσιο διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την αξιολόγηση αιτήσεως διεθνούς προστασίας, κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 15, στοιχείο γʹ.

76

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το ερώτημα αυτό είναι απαράδεκτο, υποστηρίζοντας, κατ’ ουσίαν, ότι, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που τεκμηριώνουν τις επίμαχες στην κύρια δίκη αιτήσεις διεθνούς προστασίας, η απάντηση δεν είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης και ότι, εν πάση περιπτώσει, η απόφαση περί παραπομπής δεν περιέχει τις αναγκαίες προς τούτο πληροφορίες και διευκρινίσεις.

77

Κατά πάγια νομολογία, μολονότι τεκμαίρονται λυσιτελή τα σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ερωτήματα που υποβάλλει το εθνικό δικαστήριο εντός του νομοθετικού και πραγματικού πλαισίου το οποίο αυτό προσδιορίζει με δική του ευθύνη και την ακρίβεια του οποίου δεν οφείλει να ελέγξει το Δικαστήριο, εντούτοις, η διαδικασία του άρθρου 267 ΣΛΕΕ αποτελεί μέσο συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, χάρη στο οποίο το μεν παρέχει στα δε τα στοιχεία ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης που είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς επί της οποίας καλούνται να αποφανθούν. Ο δικαιολογητικός λόγος της προδικαστικής παραπομπής δεν έγκειται στη διατύπωση συμβουλευτικής γνώμης επί γενικών ή υποθετικών ζητημάτων, αλλά στην αυτονόητη ανάγκη αποτελεσματικής επίλυσης μιας ένδικης διαφοράς. Όπως προκύπτει από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, η ζητούμενη προδικαστική απόφαση πρέπει να είναι «αναγκαία» για να καταστεί δυνατή η εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου «έκδοση της δικής του απόφασης» επί της υποθέσεως της οποίας έχει επιληφθεί (απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, Országos Idegenrendészeti Főigazgatóság Dél‑alföldi Regionális Igazgatóság, C‑924/19 PPU και C‑925/19 PPU, EU:C:2020:367, σκέψη 167 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

78

Επομένως, όπως ορίζει το άρθρο 94, στοιχείο αʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, η απόφαση περί παραπομπής πρέπει οπωσδήποτε να περιλαμβάνει συνοπτική έκθεση των συναφών πραγματικών περιστατικών όπως διαπιστώθηκαν από το αιτούν δικαστήριο ή, τουλάχιστον, έκθεση των πραγματικών στοιχείων στα οποία στηρίζονται τα ερωτήματα (απόφαση της 3ης Δεκεμβρίου 2019, Iccrea Banca, C‑414/18, EU:C:2019:1036, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

79

Εν προκειμένω, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 11, 12 και 15 της παρούσας αποφάσεως, μεταξύ των στοιχείων που τεκμηριώνουν τις επίμαχες στην κύρια δίκη αιτήσεις διεθνούς προστασίας, όπως αυτά προβλήθηκαν από τους προσφεύγοντες και διαπιστώθηκαν από την αρμόδια εθνική αρχή καθώς και από το αιτούν δικαστήριο, περιλαμβάνονται πραγματικά περιστατικά σχετικά με το γενικό επίπεδο βίας και ανασφάλειας στη Λιβύη, τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσης στην Τρίπολη, καθώς και την επακόλουθη «ανθρωπιστική κατάσταση ανάγκης».

80

Ουδόλως όμως προκύπτει από τα προαναφερθέντα στοιχεία, όπως αυτά εκτίθενται στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, ότι μια τέτοια ανθρωπιστική κατάσταση ανάγκης αποτελεί άμεση ή έμμεση συνέπεια των πράξεων και/ή παραλείψεων ενός προσώπου που έχει προξενήσει σοβαρή βλάβη στο πλαίσιο εσωτερικής ή διεθνούς ένοπλης σύρραξης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95.

81

Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο δεν αναφέρει ποιος είναι ο υπεύθυνος των επίμαχων πράξεων και/ή παραλείψεων και σε τι ακριβώς συνίστανται αυτές.

82

Ως εκ τούτου, το αιτούν δικαστήριο δεν εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους η απάντηση στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα θα ήταν αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης ούτε εξέθεσε επαρκώς τα πραγματικά στοιχεία στα οποία στηρίζεται το ερώτημά του.

83

Υπό τις συνθήκες αυτές, το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα κρίνεται απαράδεκτο.

Επί των δικαστικών εξόδων

84

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Το άρθρο 15 της οδηγίας 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας,

έχει την έννοια ότι:

η αρμόδια εθνική αρχή, προκειμένου να κρίνει αν ο αιτών διεθνή προστασία μπορεί να τύχει επικουρικής προστασίας, οφείλει να εξετάσει όλα τα συναφή στοιχεία που αφορούν τόσο την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές περιστάσεις του αιτούντος όσο και τη γενική κατάσταση στη χώρα καταγωγής, προτού προσδιοριστεί η μορφή σοβαρής βλάβης την οποία μπορούν ενδεχομένως να τεκμηριώσουν τα στοιχεία αυτά.

 

2)

Το άρθρο 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95

έχει την έννοια ότι:

η αρμόδια εθνική αρχή, προκειμένου να εκτιμήσει την ύπαρξη πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης όπως αυτή ορίζεται στην εν λόγω διάταξη, πρέπει να έχει τη δυνατότητα να λάβει υπόψη στοιχεία σχετικά με την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές περιστάσεις του αιτούντος, πέραν του απλού γεγονότος ότι ο αιτών προέρχεται από περιοχή συγκεκριμένης χώρας όπου εμφανίζονται οι «πλέον ακραίες περιπτώσεις γενικής βίας», κατά την έννοια της αποφάσεως του ΕΔΔΑ της17ης Ιουλίου 2008, NA. κατά Ηνωμένου Βασιλείου (CE:ECHR:2008:0717JUD002590407, § 115).

 

3)

Το άρθρο 15, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/95

έχει την έννοια ότι:

η ένταση της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που επικρατεί στη χώρα καταγωγής του αιτούντος δεν είναι ικανή να αποδυναμώσει την απαίτηση εξατομίκευσης της σοβαρής βλάβης στην οποία αναφέρεται η ως άνω διάταξη.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.

Επάνω