Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62022CC0216

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ν. Αιμιλίου της 7ης Σεπτεμβρίου 2023.


Συλλογή της Νομολογίας — Γενική Συλλογή

Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2023:646

 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ΝΙΚΟΛΑ ΑΙΜΙΛΙΟΥ

της 7ης Σεπτεμβρίου 2023 ( 1 )

Υπόθεση C‑216/22

A. A.

κατά

Bundesrepublik Deutschland

[αίτηση του Verwaltungsgericht Sigmaringen
(διοικητικού πρωτοδικείου Sigmaringen, Γερμανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης – Άσυλο – Οδηγία 2013/32/ΕΕ – Κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας – Αίτηση διεθνούς προστασίας – Λόγοι απαραδέκτου – Άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ – Μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας – Περιστάσεις υπό τις οποίες μεταγενέστερη αίτηση δεν μπορεί να κηρυχθεί απαράδεκτη – Απόφαση του Δικαστηρίου κρίσιμη όσον αφορά την εξέταση του κατά πόσον ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις του δικαιούχου διεθνούς προστασίας – Άρθρο 40 – Έννοια των “νέων στοιχείων” – Δυνατότητα να συνιστά τέτοιο νέο στοιχείο απόφαση του Δικαστηρίου – Άρθρο 46, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, σημείο ii – Προσφυγή κατά αποφάσεως που κρίνει απαράδεκτη μεταγενέστερη αίτηση κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ – Έκταση του ελέγχου που διενεργείται από τα εθνικά δικαστήρια στο πλαίσιο της προσφυγής – Διαδικαστικές εγγυήσεις»

I. Εισαγωγή

1.

Ο αριθμός των μεταγενέστερων αιτήσεων διεθνούς προστασίας στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια ( 2 ). Οι εν λόγω αιτήσεις, οι οποίες ορίζονται ως αιτήσεις οι οποίες υποβάλλονται «μετά τη λήψη [απρόσβλητης] απόφασης επί προηγούμενης αίτησης» υποβληθείσας από το ίδιο πρόσωπο, υπόκεινται σε ιδιαίτερους διαδικαστικούς κανόνες που ορίζονται στην οδηγία 2013/32/ΕΕ ( 3 ).

2.

Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της εν λόγω οδηγίας, σε συνδυασμό με το άρθρο 40 αυτής, παρέχεται στις εθνικές αρχές η δυνατότητα να κηρύσσουν απαράδεκτες μεταγενέστερες αιτήσεις. Ωστόσο, η εν λόγω δυνατότητα υπόκειται ρητά στην προϋπόθεση ότι δεν έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα «νέα στοιχεία [...] σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηρισθεί δικαιούχος διεθνούς προστασίας». Κατά συνέπεια, εάν υφίστανται τέτοια «νέα στοιχεία», η μεταγενέστερη αίτηση δεν μπορεί να κηρυχθεί απαράδεκτη κατ’ εφαρμογήν των ως άνω διατάξεων.

3.

Η υπό κρίση υπόθεση αφορά, μεταξύ άλλων, την ερμηνεία της εν λόγω έννοιας. Ο A. Α., ο προσφεύγων της κύριας δίκης, είναι Σύρος υπήκοος. Το 2017 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας στη Γερμανία. Του χορηγήθηκε επικουρική προστασία, αλλά όχι καθεστώς πρόσφυγα. Το 2021, υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση ενώπιον της ίδιας αρχής. Μολονότι δεν υπέβαλε νέα πραγματικά στοιχεία, επισήμανε ότι το Δικαστήριο είχε εκδώσει απόφαση ( 4 ) μετά την έκδοση της αποφάσεως επί της πρώτης αιτήσεώς του, με την οποία, σύμφωνα με τον ίδιο, αποδεικνύεται ότι, κατά την εξέταση της εν λόγω αιτήσεως, η αρμόδια αρχή τού επέβαλε αυξημένο βάρος απόδειξης σε σχέση με το απαιτούμενο από το δίκαιο της Ένωσης. Ο Α. Α. προβάλλει ότι, υπό το πρίσμα της εν λόγω αποφάσεως, θα πρέπει να του χορηγηθεί το καθεστώς «πρόσφυγα». Στο πλαίσιο αυτό, δίδεται στο Δικαστήριο η ευκαιρία, μεταξύ άλλων, να προσδιορίσει τις περιστάσεις υπό τις οποίες απόφαση του, όπως αυτή την οποία επικαλείται ο Α. Α., θα πρέπει να θεωρείται ως «νέο στοιχείο» κατά την έννοια του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32.

4.

Στις παρούσες προτάσεις, θα καλέσω το Δικαστήριο να ακολουθήσει μια προσέγγιση που βασίζεται στις διαπιστώσεις στις οποίες το ίδιο προέβη στην απόφασή του της 14ης Μαΐου 2020, Országos Idegenrendészeti Főigazgatóság Dél-alföldi Regionális Igazgatóság (στο εξής: απόφαση της 14ης Μαΐου 2020) ( 5 ). Με την εν λόγω απόφαση, το Δικαστήριο έκρινε για πρώτη φορά ότι απόφαση που εξέδωσε το ίδιο συνιστά, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, «νέο στοιχείο» και εμποδίζει την κήρυξη μεταγενέστερης προσφυγής ως απαράδεκτης.

5.

Στο πλαίσιο αυτό, θα επιδιώξω να αποσαφηνίσω το νόημα της αποφάσεως της 14ης Μαΐου 2020, ιδίως όσον αφορά την αρχή του δεδικασμένου και τον εγγενή στην οδηγία 2013/32 σκοπό της μείωσης του διοικητικού φόρτου που θα αντιμετώπιζαν οι εθνικές αρμόδιες αρχές εάν ήταν υποχρεωμένες να διενεργούν πλήρη διαδικασία εξέτασης ως προς κάθε μεταγενέστερη αίτηση που υποβάλλεται ενώπιόν τους. Όπως θα τονίσω επανειλημμένως στις παρούσες προτάσεις, η υπό κρίση υπόθεση θίγει, για άλλη μία φορά, τη λεπτή ισορροπία που πρέπει να επιτευχθεί μεταξύ του ως άνω σκοπού και της ανάγκης να διασφαλιστεί, σε όλες τις περιπτώσεις, η τήρηση της αρχής της μη επαναπροώθησης και η προσήκουσα προστασία των δικαιωμάτων των αιτούντων άσυλο.

II. Νομικό πλαίσιο

Α. Το δίκαιο της Ένωσης

6.

Το άρθρο 33 της οδηγίας 2013/32, το οποίο επιγράφεται «Περιπτώσεις απαράδεκτων αιτήσεων», ορίζει τα εξής:

«1.   Πέραν των περιπτώσεων κατά τις οποίες μια αίτηση δεν εξετάζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 604/2013 [ ( 6 )], τα κράτη μέλη δεν οφείλουν να εξετάζουν εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις για διεθνή προστασία σύμφωνα με την οδηγία 2011/95/ΕΕ [ ( 7 )] όταν μια αίτηση θεωρείται ως απαράδεκτη δυνάμει του παρόντος άρθρου.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να θεωρήσουν αίτηση για διεθνή προστασία ως απαράδεκτη μόνο εάν:

[…]

δ)

η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηρισθεί δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95/ΕΕ· ή

[…]».

7.

Κατά το άρθρο 40 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Μεταγενέστερες αιτήσεις»:

«1.   Όταν ένα πρόσωπο που έχει υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας σε κράτος μέλος προβαίνει σε περαιτέρω διαβήματα ή υποβάλλει μεταγενέστερη αίτηση στο ίδιο κράτος μέλος, το εν λόγω κράτος μέλος εξετάζει τα περαιτέρω διαβήματα ή τα στοιχεία της μεταγενέστερης αίτησης στο πλαίσιο της εξέτασης της προηγούμενης αίτησης ή της εξέτασης της αίτησης επανεξέτασης ή του ένδικου μέσου, εφόσον οι αρμόδιες αρχές μπορούν να λάβουν υπόψη τους και να εξετάσουν όλα τα στοιχεία στα οποία βασίζονται τα περαιτέρω διαβήματα ή η μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο αυτό.

2.   Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό αίτησης για διεθνή προστασία σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 2 στοιχείο δ), η μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας υποβάλλεται καταρχήν σε προκαταρκτική εξέταση προκειμένου να καθορισθεί εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95/ΕΕ.

3.   Εάν η προκαταρκτική εξέταση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 καταλήξει στο συμπέρασμα ότι νέα στοιχεία ή πορίσματα έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα τα οποία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95/ΕΕ, η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω σύμφωνα με το κεφάλαιο II. Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να προβάλουν άλλους λόγους για την περαιτέρω εξέταση μεταγενέστερης αίτησης.

[…]

5.   Σε περίπτωση μη περαιτέρω εξέτασης μιας μεταγενέστερης αίτησης δυνάμει του παρόντος άρθρου, η αίτηση θεωρείται απαράδεκτη σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 2 στοιχείο δ).

[…]»

8.

Το άρθρο 46 της ίδιας οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Δικαίωμα πραγματικής προσφυγής», ορίζει στα οικεία σημεία:

«1.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αιτούντες να έχουν δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου κατά των ακόλουθων αποφάσεων:

α)

απόφαση επί της αιτήσεως διεθνούς προστασίας, περιλαμβανομένων των αποφάσεων:

[…]

ii)

με τις οποίες η αίτηση κρίνεται ως απαράδεκτη σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 2,

[…]

[…]

3.   Προκειμένου να τηρούν τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 1, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η πραγματική προσφυγή να εξασφαλίζει πλήρη και ex nunc εξέταση τόσο των πραγματικών όσο και των νομικών ζητημάτων, ιδίως, κατά περίπτωση, εξέταση των αναγκών διεθνούς προστασίας σύμφωνα με την οδηγία 2011/95/ΕΕ, τουλάχιστον κατά τις διαδικασίες [εκδίκασης] ένδικου [βοηθήματος] ενώπιον πρωτοβάθμιου δικαστηρίου.

[…]»

Β. Το γερμανικό δίκαιο

9.

Οι κυριότεροι ουσιαστικοί και διαδικαστικοί κανόνες που διέπουν τις διαδικασίες ασύλου καθορίζονται στον Asylgesetz (νόμο περί του δικαιώματος ασύλου), της 26ης Ιουνίου 1992 (BGBl. 1992 I, σ. 1126), όπως δημοσιεύθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου 2008 (BGBl. 2008 I, σ. 1798), στην εκδοχή που εφαρμόζεται στη διαφορά της κύριας δίκης (στο εξής: AsylG).

10.

Το άρθρο 29 του AsylG, το οποίο επιγράφεται «Απαράδεκτες αιτήσεις», ορίζει:

«1)   Αίτηση είναι απαράδεκτη αν:

[…]

5. σε περίπτωση υποβολής μεταγενέστερης αιτήσεως δυνάμει του άρθρου 71, παρέλκει η διεξαγωγή νέας διαδικασίας ασύλου».

11.

Το άρθρο 71 του εν λόγω νόμου, το οποίο επιγράφεται «Μεταγενέστερη αίτηση», έχει ως εξής:

«1)   Όταν, μετά την ανάκληση ή την απόρριψη προγενέστερης αιτήσεως ασύλου η οποία έχει καταστεί απρόσβλητη, ο αλλοδαπός υποβάλλει νέα αίτηση ασύλου (μεταγενέστερη αίτηση), νέα διαδικασία ασύλου διεξάγεται μόνον εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 51, παράγραφοι 1 έως 3, του Verwaltungsverfahrensgesetz [(νόμου περί διοικητικής διαδικασίας), όπως εκδόθηκε στις 23 Ιανουαρίου 2003 (BGBI. 2003 I, σ. 102) (στο εξής: VwVfG)]· ο σχετικός έλεγχος απόκειται στην Ομοσπονδιακή Υπηρεσία [Μεταναστεύσεως και Προσφύγων, Γερμανία] [...]».

12.

Ο VwVfG περιέχει γενικές διατάξεις σχετικά με τις διοικητικές διαδικασίες των δημόσιων αρχών. Το άρθρο 51, παράγραφοι 1 έως 3, του εν λόγω νόμου ορίζει τα ακόλουθα:

«1)   Η αρχή οφείλει, κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου, να αποφανθεί σχετικά με την ανάκληση ή τροποποίηση απρόσβλητης διοικητικής πράξεως, εάν

1. έχει μεταβληθεί, εκ των υστέρων, υπέρ του ενδιαφερομένου η πραγματική ή νομική κατάσταση στην οποία στηρίζεται η διοικητική πράξη·

2. υπάρχουν νέα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία θα είχαν οδηγήσει σε ευνοϊκότερη για τον ενδιαφερόμενο απόφαση·

3. συντρέχουν σύμφωνα με το άρθρο 580 του Zivilprozessordnung [(Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας)] λόγοι για την επανάληψη της διαδικασίας.

2)   Η αίτηση είναι παραδεκτή μόνο εάν, χωρίς να διαπράττει σοβαρή παράβαση, ο ενδιαφερόμενος δεν ήταν σε θέση να επικαλεστεί τον λόγο επανεξέτασης στο πλαίσιο της προηγούμενης διαδικασίας, μεταξύ άλλων με την άσκηση προσφυγής κατά της διοικητικής πράξης.

3)   Η αίτηση πρέπει να υποβληθεί εντός τριών μηνών. Η εν λόγω προθεσμία αρχίζει να τρέχει από την ημέρα κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος έλαβε γνώση του λόγου επανεξέτασης».

III. Τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και τα προδικαστικά ερωτήματα

13.

Ο A. A., ήτοι ο προσφεύγων της κύριας δίκης, είναι Σύρος υπήκοος. Όπως δηλώνει ο ίδιος, εγκατέλειψε τη Συρία το 2012 και παρέμεινε στη Λιβύη μέχρι το 2017. Εν συνεχεία εισήλθε στη Γερμανία μέσω Ιταλίας και Αυστρίας.

14.

Στις 26 Ιουλίου 2017, ο A. A. υπέβαλε αίτηση ασύλου στη Γερμανία. Μεταξύ άλλων, δήλωσε ότι είχε εκπληρώσει τη στρατιωτική του θητεία στη Συρία μεταξύ των ετών 2003 και 2005 και ότι εγκατέλειψε την εν λόγω χώρα από φόβο μήπως κληθεί να εκτίσει εκ νέου στρατιωτική θητεία ή μήπως φυλακιστεί σε περίπτωση αρνήσεώς του να παρουσιαστεί για τη θητεία αυτή.

15.

Με απόφαση της 16ης Αυγούστου 2017, η Bundesamt für Migration und Flüchtlinge (Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Μεταναστεύσεως και Προσφύγων, Γερμανία) τού χορήγησε επικουρική προστασία, αλλά απέρριψε την αίτησή του για τη χορήγηση του καθεστώτος πρόσφυγα. Κατ’ ουσίαν, έκρινε ότι, επειδή ο Α. Α. προερχόταν από περιοχή στην οποία διάφορες ένοπλες ομάδες, συμπεριλαμβανομένου ενδεικτικά του συριακού στρατού, ήταν υπεύθυνες για τη διενέργεια βομβαρδισμών και επειδή ο Α. Α. δεν ζούσε πλέον στη Συρία όταν η οικογένειά του έλαβε επιστολή με την οποία του ζητήθηκε να παρουσιαστεί για δεύτερη φορά στις ένοπλες δυνάμεις, δεν μπορούσε να υποτεθεί ότι το συριακό κράτος θα θεωρούσε κατ’ ανάγκη την αναχώρησή του από τη Συρία ως πράξη λιποταξίας ή πολιτικής αντίθεσης. Περαιτέρω, έκρινε ότι ο Α. Α. δεν είχε αποδείξει ότι, σε περίπτωση επιστροφής του στη Συρία, θα εξαναγκαζόταν να υπηρετήσει στο συριακό στρατό. Ο A. A. δεν προσέβαλε την ως άνω απόφαση, η οποία, κατά συνέπεια, κατέστη απρόσβλητη.

16.

Στις 15 Ιανουαρίου 2021, ο A. A. υπέβαλε εκ νέου αίτηση για να του χορηγηθεί το καθεστώς πρόσφυγα στη Γερμανία. Επικαλέστηκε μια απόφαση του Δικαστηρίου, ήτοι την απόφαση Bundesamt für Migration und Flüchtlinge (Στρατιωτική θητεία και άσυλο), η οποία εκδόθηκε μετά την απόρριψη της πρώτης αιτήσεώς του και από την οποία, σύμφωνα με τον ίδιο, καταδεικνύεται ότι, κατά την εξέταση της εν λόγω αιτήσεως, η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Μεταναστεύσεως και Προσφύγων τού επέβαλε βάρος απόδειξης υψηλότερου επιπέδου από εκείνο που απαιτείται από το δίκαιο της Ένωσης και ότι οι εθνικές αρχές όφειλαν να έχουν υποθέσει ότι η αναχώρησή του από τη Συρία θα θεωρείτο ως ρητή πράξη πολιτικής αντίθεσης. Προέβαλε ότι η εν λόγω απόφαση συνιστά μεταβολή της «νομικής καταστάσεώς» του κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του VwVfG και ότι, ως εκ τούτου, η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Μεταναστεύσεως και Προσφύγων ήταν υποχρεωμένη να εξετάσει τη μεταγενέστερη αίτησή του επί της ουσίας.

17.

Με απόφαση της 22ας Μαρτίου 2021, η εν λόγω αρχή απέρριψε τη μεταγενέστερη αίτηση του Α. Α. ως απαράδεκτη. Η αρχή αυτή επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ότι η απόφαση Bundesamt für Migration und Flüchtlinge (Στρατιωτική θητεία και άσυλο) δεν επέφερε μεταβολή στη «νομική κατάσταση» του Α. Α. και ότι η εν λόγω αρχή δεν ήταν υποχρεωμένη να εξετάσει τη μεταγενέστερη αίτησή του επί της ουσίας.

18.

Ο A. A. άσκησε προσφυγή κατά της εν λόγω αποφάσεως ενώπιον του Verwaltungsgericht Sigmaringen (διοικητικού πρωτοδικείου Sigmaringen, Γερμανία), ζητώντας, αφενός, την ακύρωση της ίδιας αποφάσεως και, αφετέρου, τη χορήγηση σε αυτόν του καθεστώτος πρόσφυγα.

19.

Το εν λόγω δικαστήριο εξηγεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 71 του AsylG, όταν, μετά την ανάκληση ή την απόρριψη προγενέστερης αιτήσεως ασύλου με τελεσίδικη απόφαση, πρόσωπο υποβάλλει μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας, διεξάγεται νέα διαδικασία ασύλου μόνον εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 51, παράγραφοι 1 έως 3, του VwVfG. Η πρώτη από τις ως άνω διατάξεις αφορά την περίπτωση κατά την οποία η «νομική κατάσταση» στην οποία βασίζεται η οριστική αυτή απόφαση έχει μεταβληθεί υπέρ του ενδιαφερομένου.

20.

Κατά το γερμανικό δίκαιο, η έννοια της μεταβολής της «νομικής καταστάσεως» κατά την εν λόγω διάταξη έχει ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι περιλαμβάνει μόνον τις τροποποιήσεις των εφαρμοστέων νομικών διατάξεων. Επομένως, απόφαση του Δικαστηρίου όπως η απόφαση Bundesamt für Migration und Flüchtlinge (Στρατιωτική θητεία και άσυλο), την οποία επικαλείται ο Α. Α. στην κύρια δίκη -η οποία αφορά απλώς τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να ερμηνεύεται η εν λόγω νομοθεσία, χωρίς να θίγει το κύρος της ή να απαιτεί την τροποποίησή της- δεν συνιστά μεταβολή της «νομικής καταστάσεως» του ενδιαφερομένου.

21.

Το Verwaltungsgericht Sigmaringen (διοικητικό πρωτοδικείο Sigmaringen) επιθυμεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 51, παράγραφος 1, του VwVfG, όπως ερμηνεύεται από τη γερμανική νομολογία, αποτυπώνει ορθά τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να γίνεται αντιληπτή η έννοια του «νέου στοιχείου» στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32 και του άρθρου 40, παράγραφοι 1 έως 3, αυτής ( 8 ). Υπό το πρίσμα της αποφάσεως της 14ης Μαΐου 2020, το ως άνω δικαστήριο διερωτάται αν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι το άρθρο 71, παράγραφος 1, του AsylG έχει μεταφέρει πλημμελώς στο εσωτερικό δίκαιο τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στις εν λόγω διατάξεις.

22.

Επιπλέον ζητεί να διευκρινισθεί αν, στην υπό κρίση υπόθεση, δικαιούται να αποφανθεί επί της ουσίας της αιτήσεως διεθνούς προστασίας του Α. Α. Συναφώς, επισημαίνει ότι, σύμφωνα με το γερμανικό δίκαιο, αν η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Μεταναστεύσεως και Προσφύγων κηρύξει απαράδεκτη μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας, ο ενδιαφερόμενος ασφαλώς δικαιούται να προσβάλει την εν λόγω απόφαση ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Ωστόσο, τα εθνικά δικαστήρια, αποφαινόμενα επί της προσφυγής η οποία αφορά το παραδεκτό μιας τέτοιας αιτήσεως, δεν είναι σε θέση να αποφαίνονται περί του αν πρέπει να χορηγηθεί στον ενδιαφερόμενο διεθνής προστασία ή όχι. Κατ’ αρχήν, προβαίνουν σε μια τέτοια κρίση μόνον αφότου η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Μεταναστεύσεως και Προσφύγων έχει η ίδια τοποθετηθεί επί του αν η απόφαση σχετικά με την προηγούμενη αίτηση διεθνούς προστασίας πρέπει να τροποποιηθεί υπό το πρίσμα της μεταγενέστερης αιτήσεως.

23.

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω περιστάσεων, το Verwaltungsgericht Sigmaringen (διοικητικό πρωτοδικείο Sigmaringen) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

α) Είναι συμβατή με το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, και το άρθρο 40, παράγραφος 2, της οδηγίας [2013/32] εθνική διάταξη κατά την οποία μεταγενέστερη αίτηση θεωρείται παραδεκτή μόνον εφόσον εκ των υστέρων μεταβλήθηκε υπέρ του αιτούντος η πραγματική ή νομική κατάσταση στην οποία στηρίχθηκε η αρχική απορριπτική απόφαση;

β) Αντιβαίνει στο άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, και στο άρθρο 40, παράγραφος 2, της οδηγίας [2013/32] εθνική διάταξη κατά την οποία απόφαση του [Δικαστηρίου] δεν θεωρείται ότι συνιστά “νέο στοιχείο”[,] “νέα περίσταση” ή “νέο πόρισμα”, αν αυτή δεν διαπιστώνει την ασυμβατότητα εθνικής διάταξης με το δίκαιο της Ένωσης, αλλά περιορίζεται στην ερμηνεία της ενωσιακής νομοθεσίας; Ποιες προϋποθέσεις πρέπει να πληρούνται, κατά περίπτωση, προκειμένου [απόφαση] του [Δικαστηρίου] στην οποία απλώς ερμηνεύεται το δίκαιο της Ένωσης, να πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ως “νέα περίσταση”[,] “νέο στοιχείο” ή “νέο πόρισμα”;

2)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στα ερωτήματα 1α και 1β: Έχουν το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, και το άρθρο 40, παράγραφος 2, της οδηγίας [2013/32] την έννοια ότι απόφαση του [Δικαστηρίου] με την οποία κρίθηκε ότι συντρέχει ισχυρό τεκμήριο ότι η άρνηση εκπλήρωσης της στρατιωτικής θητείας υπό τις προβλεπόμενες στο άρθρο 9, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας [2011/95] προϋποθέσεις συνδέεται με έναν από τους πέντε λόγους που παρατίθενται στο άρθρο 10 της οδηγίας αυτής πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ως “νέο στοιχείο”[,] “νέα περίσταση” ή “νέο πόρισμα”;

3)

α) Έχει το άρθρο 46, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, σημείο ii, της οδηγίας [2013/32] την έννοια ότι στο πλαίσιο δικαστικής προσφυγής κατά αποφάσεως της αποφαινόμενης αρχής με την οποία η αίτηση κρίνεται απαράδεκτη, κατά την έννοια του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, και του άρθρου 40, παράγραφος 5, της οδηγίας [2013/32], η εξέταση περιορίζεται στο κατά πόσον η αποφαινόμενη αρχή ορθώς εκτίμησε τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται προκειμένου μεταγενέστερη αίτηση ασύλου να μπορεί να θεωρηθεί απαράδεκτη κατά το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, και το άρθρο 40, παράγραφοι 2 και 5, της οδηγίας [2013/32];

β) Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο ερώτημα 3α: Έχει το άρθρο 46, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, σημείο ii, της οδηγίας [2013/32] την έννοια ότι στο πλαίσιο ένδικης προσφυγής κατά αποφάσεως με την οποία η αίτηση κρίνεται απαράδεκτη εξετάζεται και το κατά πόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας [2011/95], όταν το [εθνικό] δικαστήριο, κατόπιν ελέγχου, διαπιστώνει ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις απόρριψης της μεταγενέστερης αίτησης ασύλου ως απαράδεκτης;

γ) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ερώτημα 3β: Προϋποθέτει η απόφαση αυτή του [εθνικού] δικαστηρίου ότι προηγουμένως έχουν χορηγηθεί στον αιτούντα οι ειδικές διαδικαστικές εγγυήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 40, παράγραφος 3, τρίτη περίοδος, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του κεφαλαίου ΙΙ της οδηγίας [2013/32]; Είναι το εθνικό δικαστήριο αρμόδιο να διεξαγάγει το ίδιο τη διαδικασία αυτή ή οφείλει να αναθέσει τη διεξαγωγή της στην αποφαινόμενη αρχή, κατά περίπτωση κατόπιν αναστολής της ένδικης διαδικασίας; Μπορεί ο αιτών να παραιτηθεί από την τήρηση των εν λόγω διαδικαστικών εγγυήσεων;»

24.

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, με ημερομηνία 22 Φεβρουαρίου 2022, περιήλθε στο Δικαστήριο στις 23 Μαρτίου 2022. Η Γερμανική και η Αυστριακή Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις. Η Γερμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή εκπροσωπήθηκαν κατά την επ’ ακροατηρίου διαδικασία η οποία διεξήχθη στις 28 Φεβρουαρίου 2023.

IV. Ανάλυση

25.

Με τα προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία στο σύνολό τους αφορούν την περίπτωση άσκησης μεταγενέστερης αιτήσεως, το Verwaltungsgericht Sigmaringen (διοικητικό πρωτοδικείο Sigmaringen), το οποίο είναι το αιτούν δικαστήριο στην υπό κρίση υπόθεση, καλεί το Δικαστήριο να εξετάσει, σε γενικές γραμμές, δύο διακριτά ζητήματα.

26.

Πρώτον, ζητεί από το Δικαστήριο κατευθύνσεις όσον αφορά την ερμηνεία της έννοιας του «νέου στοιχείου», κατά το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, και το άρθρο 40 της οδηγίας 2013/32, καθώς και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μεταγενέστερη αίτηση μπορεί να κηρυχθεί απαράδεκτη, κατ’ εφαρμογήν των ως άνω διατάξεων (προδικαστικά ερωτήματα 1 και 2). Όπως διευκρίνισα στο σημείο 2 των παρουσών προτάσεων, όσο ευρύτερη είναι η ερμηνεία της έννοιας του «νέου στοιχείου», τόσο πιο δυσχερές είναι για τις αρμόδιες αρχές να κηρύσσουν τις μεταγενέστερες αιτήσεις απαράδεκτες. Αντιθέτως, όσο στενότερη είναι η ερμηνεία της εν λόγω έννοιας, τόσο ευχερέστερο καθίσταται για τις ως άνω αρχές να απορρίπτουν τις εν λόγω αιτήσεις χωρίς να προβαίνουν σε καμία εκτίμηση επί της ουσίας.

27.

Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται σχετικά με την έκταση του μέσου ένδικης προστασίας που πρέπει να διαθέτει ο Α. Α. κατά της επίμαχης αποφάσεως, η οποία αφορά την απόφαση της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Μετανάστευσης και Προσφύγων περί απορρίψεως της μεταγενέστερης αιτήσεώς του ως απαράδεκτης. Κατ’ ουσίαν, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν, στο πλαίσιο της προσφυγής που άσκησε ο Α. Α. ενώπιόν του, πρέπει να περιοριστεί στη διαπίστωση αν η μεταγενέστερη αίτηση του ενδιαφερόμενου προσώπου απορρίφθηκε ορθώς ως απαράδεκτη ή αν μπορεί να προχωρήσει περαιτέρω στην επανεξέτασή της και να εξετάσει επίσης αν πρέπει να χορηγηθεί στο εν λόγω πρόσωπο το καθεστώς πρόσφυγα, λαμβανομένης υπόψη της απαιτήσεως που διαλαμβάνεται στο άρθρο 46, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/32 ότι πρέπει να χορηγείται στους αιτούντες δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου (προδικαστικό ερώτημα 3α και β). Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, το αιτούν δικαστήριο, ζητεί να διευκρινισθεί ποιες, ενδεχομένως, από τις ειδικές διαδικαστικές εγγυήσεις που παρατίθενται στο κεφάλαιο ΙΙ της εν λόγω οδηγίας οφείλει να τηρήσει (προδικαστικό ερώτημα 3γ).

28.

Θα εξετάσω τα δύο αυτά ζητήματα διαδοχικά.

Α. Το (μη) παραδεκτό των μεταγενέστερων αιτήσεων διεθνούς προστασίας (Προδικαστικά ερωτήματα 1 και 2)

1.   Προκαταρκτικές παρατηρήσεις σχετικά με τις οικείες διατάξεις της οδηγίας 2013/32 και το πλαίσιο των δύο πρώτων προδικαστικών ερωτημάτων

29.

Όπως ανέφερα στο σημείο 1 των παρουσών προτάσεων, η οδηγία 2013/32 περιέχει συγκεκριμένους διαδικαστικούς κανόνες για τις μεταγενέστερες αιτήσεις. Στον βαθμό που οι εν λόγω κανόνες βασίζονται στο σκεπτικό ότι, «[ό]ταν ο αιτών υποβάλλει νέα αίτηση χωρίς να προσκομίζει νέα στοιχεία ή επιχειρήματα, θα ήταν δυσανάλογο να υποχρεούνται τα κράτη μέλη να ανοίγουν νέα πλήρη εξεταστική διαδικασία [...] με βάση την αρχή του δεδικασμένου» ( 9 ), αποσκοπούν στο να αποτρέψουν την επιβολή δυσανάλογου διοικητικού φόρτου στις εθνικές αρμόδιες αρχές εξαναγκάζοντάς τες να επανεκτιμήσουν μια κατάσταση την οποία έχουν ήδη εξετάσει. Ταυτόχρονα, είναι σαφές ότι, κατά τη θέσπιση των διατάξεων που αφορούν τις μεταγενέστερες αιτήσεις, ο νομοθέτης της Ένωσης είχε κατά νου όχι μόνον να θέσει σε εφαρμογή την αρχή αυτή και να «μειώσει» τον φόρτο εργασίας των εν λόγω αρχών, αλλά και να διασφαλίσει, πάντοτε, έναν επαρκώς υψηλό βαθμό προστασίας των αιτούντων άσυλο ( 10 ), καθώς και τη συμμόρφωση με την αρχή της «μη επαναπροώθησης», η οποία ορίζει ότι κανείς δεν μπορεί να αποστέλλεται πίσω σε μέρος όπου θα υφίστατο διώξεις ( 11 ).

30.

Σε αυτό το πλαίσιο συντάχθηκαν το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, και το άρθρο 40 της οδηγίας 2013/32. Μολονότι η πρώτη από τις εν λόγω διατάξεις επιτρέπει στα κράτη μέλη να απορρίπτουν τις μεταγενέστερες αιτήσεις ως απαράδεκτες, εντούτοις η εν λόγω δυνατότητα παρέχεται μόνον υπό αυστηρές προϋποθέσεις. Πράγματι, μια μεταγενέστερη αίτηση μπορεί να απορριφθεί ως απαράδεκτη δυνάμει της εν λόγω διατάξεως μόνον εάν υποβληθεί μετά την έκδοση απρόσβλητης αποφάσεως επί προηγούμενης αιτήσεως ( 12 ). Επιπλέον, η εν λόγω δυνατότητα διατίθεται στις αρμόδιες εθνικές αρχές μόνον εφόσον, όπως ήδη επισήμανα, «δεν προέκυψαν ή δεν υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία [...] σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηρισθεί δικαιούχος διεθνούς προστασίας [...]» ( 13 ). Πρόκειται για δύο προϋποθέσεις sine qua non, οι οποίες ισχύουν σωρευτικά.

31.

Εν προκειμένω, είναι σαφές ότι το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32 πρέπει να νοηθεί ως περιέχον εξαντλητικό κατάλογο λόγων για την κήρυξη των μεταγενέστερων αιτήσεων ως απαράδεκτων. Πράγματι το πρώτο εδάφιο του άρθρου 33, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής ορίζει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να θεωρήσουν απαράδεκτη αίτηση διεθνούς προστασίας (συμπεριλαμβανομένης της μεταγενέστερης αιτήσεως) «μόνο εάν» συντρέχει ένας από τους λόγους που απαριθμούνται στην εν λόγω διάταξη ( 14 ). Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη δεν είναι ελεύθερα να προβλέπουν στη νομοθεσία τους πρόσθετους λόγους απαραδέκτου για τις μεταγενέστερες αιτήσεις ( 15 ).

32.

Όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών πρέπει να χειρίζονται στην πράξη τις μεταγενέστερες αιτήσεις, η σχετική διάταξη είναι το άρθρο 40 της οδηγίας 2013/32. Οι παράγραφοι 2 και 3 του εν λόγω άρθρου υποδηλώνουν, όπως επιβεβαίωσε πρόσφατα το Δικαστήριο ( 16 ), ότι, κατά την εξέταση του παραδεκτού μιας μεταγενέστερης αιτήσεως, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών πρέπει, κατ’ ουσίαν, να ακολουθούν μια διαδικασία δύο σταδίων. Σε πρώτο στάδιο, πρέπει να υποβάλλουν τη μεταγενέστερη αίτηση σε προκαταρκτική εξέταση (άρθρο 40, παράγραφος 2). Στο πλαίσιο της εν λόγω προκαταρκτικής εξέτασης, πρέπει να καθορίσουν αν υφίστανται ένα ή περισσότερα «νέα στοιχεία» σχετικά με την εξέταση του εάν το εν λόγω πρόσωπο πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας ( 17 ). Αν συμβαίνει αυτό, τότε, σε δεύτερο στάδιο, η εξέταση του παραδεκτού της μεταγενέστερης αιτήσεως συνεχίζεται, σύμφωνα με το άρθρο 40, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας, το οποίο επιβάλλει στις αρμόδιες αρχές να προσδιορίσουν κατά πόσον το ή τα νέα στοιχεία «αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες» να χορηγηθεί στον αιτούντα το καθεστώς πρόσφυγα ή επικουρική προστασία ( 18 ).

33.

Όπως το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32, έτσι και το άρθρο 40 της ίδιας οδηγίας δεν ορίζει ρητά την έννοια του «νέου στοιχείου». Ωστόσο, αν κάποιος εξετάσει τις εν λόγω δύο διατάξεις από κοινού, τότε το περιεχόμενο της εν λόγω έννοιας καθίσταται σαφές από δύο σημαντικές απόψεις.

34.

Πρώτον, το γράμμα του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, και του άρθρου 40, παράγραφοι 2 και 3, της εν λόγω οδηγίας («προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία [...]») υποδηλώνει ότι ένα στοιχείο πρέπει να θεωρείται «νέο» αν προέκυψε μετά την έκδοση της αποφάσεως επί της προηγούμενης αιτήσεως του αιτούντος ή όταν ο αιτών το υπέβαλε για πρώτη φορά στο πλαίσιο της μεταγενέστερης αιτήσεώς του ( 19 ). Ως εκ τούτου, ένα «νέο στοιχείο» δεν μπορεί να συνίσταται σε στοιχείο το οποίο έχει ήδη εξεταστεί από τις αρμόδιες αρχές στο πλαίσιο της διαδικασίας που αφορά την προηγούμενη αίτησή του. Όπως έκρινε το Δικαστήριο, αναφερόμενο στην αιτιολογική σκέψη 36 της οδηγίας 2013/32, «νέο στοιχείο» είναι εκείνο επί του οποίου δεν μπόρεσε να στηριχθεί η απόφαση με την οποία περατώνεται η εν λόγω διαδικασία ( 20 ).

35.

Δεύτερον, προκειμένου να αποτραπεί η κήρυξη μεταγενέστερης αιτήσεως ως απαράδεκτης, το «νέο στοιχείο» πρέπει όχι μόνον να «είναι σχετικ[ό] με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95/ΕΕ» αλλά και να «αυξάν[ει] σημαντικά τις πιθανότητες» να ευδοκιμήσει η αίτησή του επί της ουσίας ( 21 ). Τούτο αποτελεί σημαντικό περιοριστικό παράγοντα. Πράγματι, όπως διευκρινίζει η Αυστριακή Κυβέρνηση, δεν μπορεί κάθε νέο στοιχείο να εμποδίσει την κήρυξη μεταγενέστερης αιτήσεως ως απαράδεκτης. Η οδηγία 2013/32 απαιτεί από τα κράτη μέλη να μην καταλήγουν σε αυτό το αποτέλεσμα μόνον όταν το «νέο στοιχείο»«αυξάν[ει] σημαντικά τις πιθανότητες» να αναγνωριστεί ο ενδιαφερόμενος ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας.

36.

Κατόπιν των ανωτέρω διευκρινίσεων, επισημαίνω ότι, στην απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, το Δικαστήριο διαπίστωσε ήδη ότι η έννοια του «νέου στοιχείου», κατά την έννοια του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, και του άρθρου 40 της οδηγίας 2013/32, δεν περιορίζεται σε πραγματικά στοιχεία, αλλά μπορεί επίσης να περιλαμβάνει και στοιχεία καθαρά νομικής φύσης, συμπεριλαμβανομένων των αποφάσεων του Δικαστηρίου. Πράγματι, επισήμανε κατά λέξη ότι«απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία διαπιστώνεται ότι αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης εθνική ρύθμιση [...] συνιστά νέο στοιχείο σχετικά με την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας, κατά την έννοια της διάταξης αυτής» ( 22 ).

37.

Η εν λόγω απόφαση αφορούσε περίπτωση στην οποία ήταν σαφές ότι οι αιτήσεις διεθνούς προστασίας των ενδιαφερομένων είχαν απορριφθεί βάσει εθνικού κανόνα που αντέβαινε προς το δίκαιο της Ένωσης. Πράγματι, οι αρμόδιες αρχές είχαν επικαλεστεί λόγο απαραδέκτου ο οποίος, μολονότι προβλεπόταν από το ουγγρικό δίκαιο, εντούτοις δεν περιλαμβανόταν μεταξύ εκείνων που απαριθμούνται στο άρθρο 33, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο διαπίστωσε ρητώς ότι η εν λόγω εθνική διάταξη αντέβαινε στο δίκαιο της Ένωσης ( 23 ).

38.

Υπό το πρίσμα αυτό, τα δύο πρώτα προδικαστικά ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου αφορούν, ειδικότερα, το ζήτημα αν η διαπίστωση στην οποία κατέληξε η απόφαση της 14ης Μαΐου 2020 εφαρμόζεται μόνο σε περίπτωση που προκύπτει από απόφαση του Δικαστηρίου ότι η εθνική νομοθεσία βάσει της οποίας απορρίφθηκε προηγούμενη αίτηση διεθνούς προστασίας είναι αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης και πρέπει, κατά συνέπεια, να μην εφαρμόζεται πλέον από τα εθνικά δικαστήρια ή, ευρύτερα, και σε περιπτώσεις, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, στις οποίες απόφαση του Δικαστηρίου οδηγεί απλώς σε εκ νέου ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας (αλλά όχι σε τροποποίηση, ούτε σε κήρυξή της ως ανεφάρμοστης). Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο καλεί το Δικαστήριο να διευκρινίσει το εύρος της ισχύος της αποφάσεως της 14ης Μαΐου 2020.

39.

Στις ενότητες που ακολουθούν, θα ξεκινήσω με την αναλυτική παράθεση των λόγων για τους οποίους, υπό το πρίσμα, μεταξύ άλλων, των λόγων που παραθέτει το Δικαστήριο στην απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, μια απόφαση του Δικαστηρίου μπορεί γενικά να αποτελέσει «νέο στοιχείο» κατά την έννοια του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32. Στη συνέχεια, θα εξηγήσω γιατί φρονώ ότι η διάκριση που περιγράφει το αιτούν δικαστήριο, η οποία εστιάζει στον διαφορετικό αντίκτυπο που ενδέχεται να έχει μια απόφαση του Δικαστηρίου στη σχετική εθνική νομοθεσία, δεν διαδραματίζει κάποιον ρόλο στο πλαίσιο της ερμηνείας της εν λόγω διατάξεως. Συναφώς, θα κάνω κάποιες επισημάνσεις σχετικά με τους λόγους για τους οποίους η απάντησή μου στο εν λόγω ερώτημα δεν εξαρτάται από το αν μια τέτοια απόφαση υπήρχε ήδη κατά τον χρόνο εκδόσεως της τελεσίδικης αποφάσεως σχετικά με προηγούμενη αίτηση του ενδιαφερομένου από την αρμόδια αρχή ή από το Δικαστήριο εκ των υστέρων.

2.   Γιατί μια απόφαση του Δικαστηρίου μπορεί να αποτελεί «νέο στοιχείο»

40.

Με την απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, το Δικαστήριο έκρινε ( 24 ) κατ’ αρχάς ότι, εκτός από ορισμένες, συγκεκριμένες περιπτώσεις, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών δεν υποχρεούνται να κινήσουν εκ νέου αυτεπαγγέλτως τη διαδικασία που αφορά προηγούμενη αίτηση διεθνούς προστασίας του ενδιαφερομένου, όταν η διαδικασία αυτή έχει περατωθεί με απρόσβλητη απόφαση, έστω και αν η εν λόγω απόφαση είναι αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης.

41.

Το Δικαστήριο υπέμνησε την πάγια νομολογία σχετικά με τη σημασία που έχει, τόσο στην έννομη τάξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και στις εθνικές έννομες τάξεις, η αρχή του δεδικασμένου ( 25 ). Περαιτέρω, επισήμανε ότι, σύμφωνα με την αρχή της ασφάλειας δικαίου, το δίκαιο της Ένωσης δεν επιβάλλει κατ’ αρχήν, στη διοικητική αρχή την υποχρέωση να ανακαλέσει μια διοικητική απόφαση που κατέστη απρόσβλητη λόγω εκπνοής των εύλογων προθεσμιών προσβολής της ή εξάντλησης των ενδίκων μέσων. Επισήμανε ότι η τήρηση της αρχής αυτής καθιστά δυνατό να αποφεύγεται η επ’ αόριστον αμφισβήτηση των διοικητικών πράξεων που συνεπάγονται έννομα αποτελέσματα ( 26 ).

42.

Επικαλούμενο, μεταξύ άλλων, την απόφαση Kühne & Heitz ( 27 ), το Δικαστήριο τόνισε ότι υπάρχουν, βεβαίως, ορισμένες περιπτώσεις στις οποίες μια διοικητική απόφαση που έχει καταστεί απρόσβλητη μετά την επικύρωσή της με δικαστική απόφαση ενδεχομένως πρέπει να ανακληθεί. Οι εν λόγω περιπτώσεις είναι, ωστόσο, περιορισμένες ( 28 ).

43.

Λαμβανομένων υπόψη των ως άνω διαπιστώσεων, μπορεί να προκαλεί έκπληξη κατά κάποιον τρόπο το ότι εν συνεχεία το Δικαστήριο επισήμανε ότι το γεγονός ότι υφίσταται απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία διαπιστώνεται η ασυμβατότητα προς το δίκαιο της Ένωσης εθνικής ρύθμισης βάσει της οποίας απορρίφθηκε προηγούμενη αίτηση διεθνούς προστασίας –μολονότι δεν ιδρύει καμία υποχρέωση, για τις αρμόδιες αρχές, να εξετάσουν εκ νέου αυτεπαγγέλτως την απρόσβλητη απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η εν λόγω αίτηση– εντούτοις αποτρέπει τις ίδιες αρχές από το να κηρύξουν τη μεταγενέστερη αίτηση του ίδιου προσώπου απαράδεκτη κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32, δεδομένου ότι συνιστά «νέο στοιχείο» κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως ( 29 ). Κατ’ ουσίαν, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι, ενώ μία διαδικασία για τη χορήγηση διεθνούς προστασίας που έχει ήδη περατωθεί με απόφαση που κατέστη απρόσβλητη προστατεύεται, από κάθε άποψη, από τις αρχές της ασφάλειας δικαίου ή του δεδικασμένου (σε βαθμό ώστε το δίκαιο της Ένωσης να μην απαιτεί την εκ νέου έναρξη της εν λόγω διαδικασίας αυτεπαγγέλτως, εκτός από ορισμένες, συγκεκριμένες περιπτώσεις), η προστασία στο πλαίσιο των ως άνω αρχών δεν εμποδίζει την υποβολή από τον αιτούντα μεταγενέστερης αίτησης και την εξέτασή της βάσει του ότι, ακόμη και αν η πραγματική του κατάσταση παρέμεινε κατ’ ουσίαν αμετάβλητη, υφίσταται απόφαση του Δικαστηρίου, η οποία πρέπει να θεωρηθεί ως «νέο στοιχείο» κατά την έννοια του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, και του άρθρου 40 της οδηγίας 2013/32 ( 30 ).

44.

Παρατηρώ ότι, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Γερμανική Κυβέρνηση υποστήριξε, κατ’ ουσίαν, ότι, αν ουσιαστικά κάθε απόφαση του Δικαστηρίου θα μπορούσε, σύμφωνα με την απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, να θεωρηθεί ως «νέο στοιχείο» και να εμποδίσει την κήρυξη μεταγενέστερης αιτήσεως ως απαράδεκτης, οι αρμόδιες αρχές κράτους μέλους θα ήταν υποχρεωμένες να επανεξετάζουν διοικητική απόφαση που έχει ήδη καταστεί απρόσβλητη κάθε φορά που το Δικαστήριο εκδίδει απόφαση σχετική με τον νόμο περί του δικαιώματος ασύλου, ανεξαρτήτως του αν έχουν παρέλθει οι προθεσμίες προσβολής της εν λόγω απρόσβλητης αποφάσεως.

45.

Συμφωνώ με την εν λόγω κυβέρνηση ότι η διάκριση που πραγματοποίησε το Δικαστήριο με την απόφαση της 14ης Μαΐου 2020 μεταξύ, αφενός, της απουσίας υποχρέωσης των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών να επανεξετάζουν απόφαση που έχει ήδη εκδοθεί επί προηγούμενης αιτήσεως του ενδιαφερομένου, ακόμη και αν υφίσταται «νέο στοιχείο», και, αφετέρου, της υποχρεώσεως των εν λόγω αρχών, υπό το πρίσμα του ίδιου στοιχείου, να κηρύσσουν παραδεκτή και να εξετάζουν επί της ουσίας μεταγενέστερη αίτηση του ίδιου προσώπου μπορεί να αποδειχθεί, ως ένα βαθμό, πλασματική. Πράγματι, και στις δύο περιπτώσεις, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών υποχρεούνται, κατ’ ουσίαν, να αξιολογούν εκ νέου την κατάσταση του προσώπου λαμβάνοντας δεόντως υπόψη το «νέο στοιχείο» ( 31 ).

46.

Υπάρχουν, ωστόσο, διάφοροι σοβαροί λόγοι που εξηγούν, κατά τη γνώμη μου, γιατί μια απόφαση του Δικαστηρίου μπορεί, χωρίς να θίγεται το κύρος απρόσβλητης αποφάσεως που έχει ήδη εκδοθεί επί τέτοιας προηγούμενης αιτήσεως, να θεωρηθεί ως «νέο στοιχείο» κατά την έννοια του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, και του άρθρου 40 της οδηγίας 2013/32.

47.

Στο πλαίσιο αυτό, σημειώνω ότι, με την απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, το Δικαστήριο επισήμανε ότι, σε περίπτωση που μια μεταγενέστερη αίτηση κηρυχθεί απαράδεκτη λόγω έλλειψης «νέου στοιχείου», όταν είναι σαφές, υπό το πρίσμα αποφάσεως του Δικαστηρίου, ότι η απόρριψη προηγούμενης αιτήσεως του ενδιαφερομένου ήταν αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης, τότε η εσφαλμένη εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης μπορεί να επαναλαμβάνεται σε κάθε νέα αίτηση διεθνούς προστασίας του ενδιαφερομένου, χωρίς να μπορεί να παρασχεθεί στον αιτούντα δυνατότητα εξέτασης της αιτήσεώς του η οποία δεν ενέχει παράβαση του δικαίου της Ένωσης. Το Δικαστήριο έκρινε ότι τέτοιο πρόσκομμα στην αποτελεσματική εφαρμογή των κανόνων του δικαίου της Ένωσης σχετικά με τη διαδικασία χορήγησης διεθνούς προστασίας δεν θα μπορούσε να δικαιολογηθεί ευλόγως βάσει των αρχών της ασφαλείας δικαίου ή του δεδικασμένου ( 32 ).

48.

Η ίδια η Γερμανική Κυβέρνηση αναγνωρίζει ότι πρέπει να βρεθεί ένα σημείο ισορροπίας μεταξύ της ανάγκης να εξασφαλιστεί η προστασία της εν λόγω αρχής και του συμφέροντος των αιτούντων διεθνή προστασία να εκδοθεί για αυτούς νέα απόφαση. Ως εκ τούτου παραδέχεται ότι η αρχή του δεδικασμένου δεν είναι απόλυτη και μπορεί, υπό ορισμένες συνθήκες, να αντισταθμιστεί έναντι άλλων παραμέτρων.

49.

Τούτου λεχθέντος, μου φαίνεται ότι τόσο η Γερμανική όσο και η Αυστριακή Κυβέρνηση κατά κάποιον τρόπο ανησυχούν ότι η αρχή του δεδικασμένου δεν θα διασφαλιζόταν επαρκώς αν αποδιδόταν στην έννοια του «νέου στοιχείου» κατά την έννοια του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32 υπερβολικά ευρύ περιεχόμενο.

50.

Όσον αφορά το εν λόγω επιχείρημα, υπενθυμίζω ότι, προκειμένου ένα «νέο στοιχείο» να αποτρέψει την κήρυξη μεταγενέστερης αιτήσεως ως απαράδεκτης, πρέπει, όπως ανέφερα ήδη στο σημείο 32 των παρουσών προτάσεων, να «αυξάνει σημαντικά τις πιθανότητες» να χαρακτηρισθεί ο αιτών δικαιούχος διεθνούς προστασίας. Υπό το πρίσμα της εν λόγω προϋπόθεσης, είναι σαφές, όπως επεσήμανε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι, σε αντίθεση προς ό,τι υποστηρίζουν οι ως αν κυβερνήσεις, δεν οδηγεί κάθε απόφαση του Δικαστηρίου στο εν λόγω αποτέλεσμα.

51.

Επιπλέον, φρονώ ότι απαιτείται κάποια εξήγηση όσον αφορά τη σημασία της αρχής του δεδικασμένου. Όπως επισήμανα στο σημείο 29 των παρουσών προτάσεων, η αιτιολογική σκέψη 36 της οδηγίας 2013/32 αναφέρει ρητώς την εν λόγω αρχή και τη συνδέει με τη δυνατότητα που παρέχει το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της εν λόγω οδηγίας στα κράτη μέλη να κηρύσσουν τις μεταγενέστερες αιτήσεις απαράδεκτες. Εντούτοις, τούτο δεν σημαίνει, κατά τη γνώμη μου, ότι η εν λόγω αρχή διαδραματίζει οπωσδήποτε ρόλο σε κάθε περίπτωση κατά την οποία υποβάλλεται μεταγενέστερη αίτηση.

52.

Πράγματι, για να μπορεί να τύχει εφαρμογής η αρχή του δεδικασμένου απαιτείται να υφίσταται δικαστική απόφαση ( 33 ). Ωστόσο, αρκετά συχνά, η διαδικασία που αφορά προηγούμενη αίτηση του ενδιαφερομένου ενδέχεται να έχει περατωθεί απλώς με διοικητική απόφαση των αρμόδιων αρχών, κατά της οποίας δεν έχει ασκηθεί εμπροθέσμως προσφυγή ενώπιον δικαστηρίου. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η εν λόγω αρχή δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής, διότι δεν υφίσταται δικαστική απόφαση την οποία να μπορεί να αφορά. Όπως φαίνεται ότι αναγνώρισε το Δικαστήριο στην απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, τότε τυγχάνει εφαρμογής μια άλλη –και κατά κάποιον τρόπο λιγότερο απόλυτη– έκφανση της αρχής της ασφάλειας δικαίου. Βεβαίως, στην πράξη, αυτό δεν έχει μεγάλη διαφορά. Πράγματι, όπως διαπίστωσε το Δικαστήριο στην ως άνω απόφαση, η αρχή της ασφάλειας δικαίου επιτάσσει να μην επιβάλλεται, κατ’ αρχήν, στα διοικητικά όργανα η υποχρέωση να επανεξετάζουν περίπτωση την οποία έχουν ήδη εξετάσει. Εντούτοις, και πάλι, από εννοιολογικής απόψεως, δεν θα πρέπει να υπερτονίζεται η σημασία που έχει η αρχή του δεδικασμένου, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32.

53.

Προκύπτει ότι η αρχή του δεδικασμένου –η οποία αποτελεί έκφραση της αρχής της ασφάλειας δικαίου ( 34 )– δεν είναι εφαρμοστέα αφ’ εαυτής σε περίπτωση που μεταγενέστερη αίτηση υποβάλλεται μετά την έκδοση διοικητικής αποφάσεως που κατέστη απρόσβλητη σχετικά με προηγούμενη αίτηση του ενδιαφερομένου, η οποία ουδέποτε επικυρώθηκε με δικαστική απόφαση. Όπως έχει ήδη διευκρινιστεί, ακριβώς επειδή θεωρείται ότι οι δικαστικές αποφάσεις διαφέρουν από τις άλλες πράξεις νομικού χαρακτήρα, απολαύουν μιας «ειδικής μορφής προστασίας» δυνάμει της αρχής του δεδικασμένου ( 35 ). Ο εν λόγω αυξημένος βαθμός προστασίας δεν δικαιολογείται κατ’ αρχήν ως προς τις διοικητικές πράξεις ( 36 ).

54.

Στο πλαίσιο της υπό κρίση υπόθεσης, η αρχή της ασφάλειας δικαίου και η αρχή του δεδικασμένου πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να σταθμιστούν έναντι του γεγονότος ότι, με την έκδοση της οδηγίας 2013/32, ο νομοθέτης της Ένωσης επεδίωξε ρητώς να περιορίσει τις περιστάσεις υπό τις οποίες μεταγενέστερη αίτηση μπορεί να κηρυχθεί απαράδεκτη. Πράγματι, στην αιτιολογική σκέψη 36 της εν λόγω οδηγίας, αναγνώρισε ότι η δυνατότητα των κρατών μελών «να απορρίπτουν [μεταγενέστερη] αίτηση ως απαράδεκτη με βάση την αρχή του δεδικασμένου» δεν ισχύει πλέον εάν ο αιτών προσκομίζει «νέα στοιχεία ή επιχειρήματα». Η εν λόγω δυνατότητα περιορίζεται περαιτέρω από το γράμμα του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, και του άρθρου 40, παράγραφοι 2 και 3, της ίδιας οδηγίας, σύμφωνα με τις οποίες αρκεί, εν προκειμένω, να έχει «υποβληθεί» από τον προσφεύγοντα ή να έχει «προκύψει»«νέο στοιχείο». Επομένως, ενώ το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32 καθιστά δυνατή την απόρριψη μεταγενέστερων αιτήσεων ως απαράδεκτων, η εν λόγω διάταξη επιδιώκει επίσης να υλοποιήσει τη ρητή αναγνώριση από τον νομοθέτη της Ένωσης ότι υπάρχουν λόγοι για τους οποίους ο αιτών ενδέχεται να χρειαστεί να υποβάλει νέα αίτηση διεθνούς προστασίας μετά από αρνητική απόφαση των αρμόδιων αρχών ( 37 ).

55.

Εν προκειμένω, υπενθυμίζω ότι, όπως επισήμανα στο σημείο 30 των παρουσών προτάσεων, το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32, όπως και άλλες διατάξεις της εν λόγω οδηγίας, αποσκοπεί στο να διασφαλίσει, ιδίως, την προστασία της αρχής της μη επαναπροώθησης, η οποία κατοχυρώνεται ως θεμελιώδες δικαίωμα στο άρθρο 19, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) ( 38 ) και μνημονεύεται στην αιτιολογική σκέψη 3 της εν λόγω οδηγίας ( 39 ). Κατά τη γνώμη μου, η εν λόγω αρχή επιτάσσει, σε κάθε διαδικασία χορηγήσεως διεθνούς προστασίας, να αποτελεί τον βασικό κανόνα η υποχρέωση των αρμόδιων αρχών να εξετάζουν την αίτηση επί της ουσίας, λαμβάνοντας υπόψη όλους τους σχετικούς παράγοντες (με συγκεκριμένες εξαιρέσεις και μόνον) ( 40 ), τα δε κράτη μέλη υποχρεούνται, τόσο βάσει του δικαίου της Ένωσης όσο και βάσει του διεθνούς δικαίου ( 41 ), να διασφαλίζουν ότι οι αιτούντες δεν απελαύνονται ούτε επιστρέφονται με οποιονδήποτε τρόπο σε κατάσταση στην οποία ενδέχεται να υποστούν διώξεις ( 42 ). Η εν λόγω υποχρέωση, από την οποία δεν χωρεί παρέκκλιση ( 43 ), ισχύει και ως προς τα πρόσωπα που υπέβαλαν μεταγενέστερη αίτηση ( 44 ). Ως εκ τούτου, η εξαίρεση του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32 περιορίζεται αναγκαστικά από την αρχή της μη επαναπροώθησης.

56.

Ως εκ τούτου, η μεταγενέστερη αίτηση δεν πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, εάν υφίσταται κίνδυνος, υπό το πρίσμα αποφάσεως του Δικαστηρίου, ο ενδιαφερόμενος να αποσταλεί σε μέρος όπου θα υποστεί διώξεις, κατά παράβαση της εν λόγω αρχής. Τούτο μπορεί να συμβεί, κατά τη γνώμη μου, εάν υπάρχει, επί παραδείγματι, απόφαση του Δικαστηρίου η οποία δεν ελήφθη υπόψη κατά την προηγούμενη διαδικασία και η οποία αναφέρει ότι είναι πάρα πολύ πιθανό πράξη την οποία διαπράττει πρόσωπο στη θέση του αιτούντος να εκληφθεί ως πράξη πολιτικής αντίθεσης και να τον εκθέσει σε διώξεις, εάν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του ( 45 ). Φρονώ ότι μια τέτοια απόφαση θα πρέπει να αποτρέψει το ενδεχόμενο η μεταγενέστερη αίτηση του αιτούντος να κηρυχθεί απαράδεκτη και θα πρέπει να θεωρηθεί ως «νέο στοιχείο».

57.

Γενικότερα, επισημαίνω περαιτέρω ότι το Δικαστήριο υπενθύμισε, στην απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, τη σημασία του δικαιώματος, το οποίο αναγνωρίζεται στο άρθρο 18 του Χάρτη και συγκεκριμενοποιείται με τις οδηγίες 2011/95 και 2013/32, να χαρακτηρίζεται κάποιος ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που απαιτεί το δίκαιο της Ένωσης. Επισήμανε ότι η πρακτική αποτελεσματικότητα του εν λόγω δικαιώματος θα διακυβευόταν σοβαρά σε περίπτωση που μεταγενέστερη αίτηση μπορούσε να κηρυχθεί απαράδεκτη κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32 σε περίπτωση που είναι σαφές, υπό το φως αποφάσεως του Δικαστηρίου, ότι η απόφαση επί προηγούμενης αιτήσεως του ενδιαφερομένου η οποία κατέστη απρόσβλητη ήταν αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης ( 46 ).

58.

Στο πλαίσιο αυτό, σημειώνω ότι το άρθρο 78, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ορίζει ότι η κοινή πολιτική που αναπτύσσει η Ευρωπαϊκή Ένωση για το άσυλο αποσκοπεί όχι μόνο στην εξασφάλιση της τήρησης της αρχής της μη επαναπροώθησης, αλλά και στην παροχή «κατάλληλου καθεστώτος» σε κάθε υπήκοο τρίτης χώρας ο οποίος «χρήζει διεθνούς προστασίας». Ο εν λόγω στόχος διέπει την οδηγία 2013/32 και το σύστημα ασύλου της Ένωσης στο σύνολό του. Πράγματι, όπως διευκρίνισε η Επιτροπή, η εν λόγω οδηγία αποσκοπεί στη διευκόλυνση της πρόσβασης στη διαδικασία ασύλου ( 47 ). Προσθέτω ότι, σε εννοιολογικό επίπεδο, το δικαίωμα να χαρακτηριστεί κάποιος δικαιούχος διεθνούς προστασίας απορρέει από την αρχή, η οποία είναι επίσης ευρέως αποδεκτή στο πλαίσιο της Σύμβασης της Γενεύης, ότι ένα πρόσωπο πρέπει να θεωρείται ότι δικαιούται προστασίας ως πρόσφυγας εφόσον πληροί τα κρίσιμα κριτήρια, ανεξάρτητα από το αν του έχει αναγνωριστεί επισήμως το καθεστώς του πρόσφυγα. Κατά συνέπεια, όταν οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών εξετάζουν μια αίτηση διεθνούς προστασίας, δεν «χορηγούν» ή «απονέμουν», με τη στενή έννοια των όρων, το καθεστώς του πρόσφυγα στον ενδιαφερόμενο. Αντιθέτως, αναγνωρίζουν την ύπαρξη ενός καθεστώτος που θεωρείται ως ήδη υφιστάμενο ( 48 ).

59.

Από τις ανωτέρω διαπιστώσεις προκύπτει, όπως δέχθηκε το Δικαστήριο στην απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, ότι, μολονότι το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32 καθιστά δυνατή την απόρριψη μεταγενέστερων αιτήσεων ως απαράδεκτων, για λόγους σεβασμού των αρχών του δεδικασμένου ή της ασφάλειας δικαίου και προκειμένου να αποφευχθεί η επιβάρυνση των αρμόδιων εθνικών αρχών με δυσανάλογο διοικητικό φόρτο, οι εκτιμήσεις αυτές χάνουν αναπόφευκτα τη σημασία τους, εφόσον καθίσταται προφανές, υπό το πρίσμα αποφάσεως του Δικαστηρίου η οποία δεν είχε συνεκτιμηθεί στο πλαίσιο της προηγούμενης διαδικασίας για τη χορήγηση διεθνούς προστασίας, ότι η απρόσβλητη αρνητική απόφαση με την οποία περατώθηκε η εν λόγω διαδικασία εκδόθηκε κατά προσβολή του δικαιώματος του προσώπου, κατά το άρθρο 18 του Χάρτη, να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας εφόσον πληρούνται οι απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης ή κατά παραβίαση της αρχής της μη επαναπροώθησης η οποία προστατεύεται από το άρθρο 19 του Χάρτη. Φρονώ ότι ο νομοθέτης της Ένωσης είχε την πρόθεση, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της εν λόγω οδηγίας, να λειτουργούν τα δικαιώματα που προστατεύονται από τις εν λόγω διατάξεις του Χάρτη ως αντίβαρο έναντι ακριβώς αυτών των αρχών, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι πρέπει να υφίσταται γενικά η δυνατότητα να θεωρούνται ως «νέα στοιχεία» οι αποφάσεις του Δικαστηρίου οι οποίες ασκούν επιρροή στον προσδιορισμό των περιστάσεων υπό τις οποίες μπορεί να επέλθει προσβολή των εν λόγω δικαιωμάτων ( 49 ).

60.

Στο πλαίσιο αυτό, θα ήθελα να τονίσω ένα άλλο στοιχείο που έχει, κατά τη γνώμη μου, σημαντική πρακτική σημασία. Όπως ανέφερα, η δυνατότητα να κηρύσσονται οι μεταγενέστερες αιτήσεις απαράδεκτες αποσκοπεί κυρίως στην αποφυγή δυσανάλογης διοικητικής επιβάρυνσης των αρμόδιων εθνικών αρχών, καθώς τις αναγκάζει να επανεξετάσουν περίπτωση την οποία έχουν ήδη εξετάσει.

61.

Ταυτόχρονα, όπως εξήγησα στο σημείο 32 των παρουσών προτάσεων, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών υποχρεούνται (βάσει του άρθρου 40, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32) να προβαίνουν σε προκαταρκτική αξιολόγηση κάθε μεταγενέστερης αιτήσεως που τους υποβάλλεται, προκειμένου να εκτιμήσουν αν υφίσταται «νέο στοιχείο» σχετικά με την εξέταση του κατά πόσον ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση διεθνούς προστασίας, στο οποίο δεν μπορούσε να στηριχθεί η προηγούμενη απόφαση. Υπό το πρίσμα αυτών των συγκεκριμένων υποχρεώσεων, δεν είναι, κατά τη γνώμη μου, υπερβολικά επαχθές ούτε και ανέφικτο, στην πράξη, οι ως άνω αρχές να υπέχουν την υποχρέωση να εξετάζουν, στο πλαίσιο της ίδιας αυτής αξιολόγησης, εάν υφίστανται «στοιχεία» από τη νομολογία του Δικαστηρίου τα οποία έχουν στο μεταξύ μεσολαβήσει και τα οποία θα μπορούσαν να επηρεάσουν ευνοϊκά τις πιθανότητες του ενδιαφερομένου να τύχει διεθνούς προστασίας.

62.

Στο πλαίσιο αυτό, είναι περιττό να επισημάνω ότι, κατά τη διεκπεραίωση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών φυσικά οφείλουν να γνωρίζουν και να εφαρμόζουν ορθά το δίκαιο της Ένωσης. Σύμφωνα με τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου στην απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, τις οποίες υπέμνησα στις παρούσες προτάσεις, ο προσφεύγων δεν πρέπει, επομένως, να υφίσταται βλάβη επ’ αορίστω για λόγο ο οποίος αποτελεί πρωτίστως ευθύνη του οικείου δικαστηρίου και των εν λόγω αρχών.

63.

Περαιτέρω, επισημαίνω ότι δεν είναι υποχρεωτικό για τους αιτούντες να εκπροσωπούνται από δικηγόρο κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας ενώπιον των αρμόδιων αρχών ( 50 ). Ως εκ τούτου, θα ήταν, κατά τη γνώμη μου, παράλογο (δεδομένου, επίσης, ότι τα πρόσωπα αυτά προέρχονται από μη κράτη μέλη και δεν έχουν κατ’ ανάγκην εξοικείωση με το δίκαιο της Ένωσης) να καταλήγουν να στερούνται της δυνατότητας να εξεταστεί κάποτε η μεταγενέστερη αίτησή τους αλλά να θεωρείται ότι «αδιαφόρησαν για αυτήν την ευκαιρία» επειδή δεν προσέβαλαν, εμπροθέσμως, απόφαση αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης η οποία εκδόθηκε στο πλαίσιο προηγούμενης διαδικασίας ενώπιον των εν λόγω αρχών.

64.

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω διαπιστώσεων, είναι κατ’ εμέ σαφές ότι η εξαίρεση από το δικαίωμα των αιτούντων να εξεταστεί η αίτησή τους επί της ουσίας, η οποία τίθεται στο άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32, πρέπει να εξακολουθήσει να περιορίζεται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Φρονώ όντως ότι η έννοια του «νέου στοιχείου» πρέπει να τυγχάνει αρκούντως ευρείας ερμηνείας ώστε να καταλαμβάνει την ύπαρξη αποφάσεως του Δικαστηρίου βάσει της οποίας η απόφαση που εκδόθηκε επί προηγούμενης αιτήσεως του ίδιου προσώπου ήταν αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης και η οποία δεν ασκεί μόνον επιρροή επί του αν το πρόσωπο αυτό πληροί τις προϋποθέσεις για να τύχει διεθνούς προστασίας, αλλά επιπλέον «αυξάν[ει] σημαντικά τις πιθανότητες» να του χορηγηθεί η εν λόγω προστασία.

65.

Πάντως, προσθέτω ότι ακριβώς υπό το πρίσμα της εν λόγω ερμηνείας πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να ερμηνευθεί και το τρίτο εδάφιο της σκέψης 203 της αποφάσεως της 14ης Μαΐου 2020. Στο εν λόγω εδάφιο –η έννοια του οποίου συζητήθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση– διαλαμβάνεται ότι το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32 «δεν εφαρμόζεται σε μεταγενέστερη αίτηση, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ιζʹ, της οδηγίας αυτής, όταν η αποφαινόμενη αρχή διαπιστώνει ότι η μη δυνάμενη να προσβληθεί απόρριψη της προγενέστερης αίτησης αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης» ( 51 ). Κατά την κρίση μου, από τις σκέψεις 196 έως 198 της αποφάσεως της 14ης Μαΐου 2020 προκύπτει με σαφήνεια ότι το ίδιο εδάφιο συμπεριελήφθη από το Δικαστήριο απλώς για να διασφαλίσει ότι ένα πρόσωπο δεν θα στερηθεί της δυνατότητας να τύχει νέας αξιολόγησης της κατάστασής του, σε περίπτωση όπου φαίνεται ότι η απόρριψη της προηγούμενης αιτήσεώς του αντέβαινε προς το δίκαιο της Ένωσης. Ως εκ τούτου, φρονώ ότι αυτό που εννοούσε το Δικαστήριο, στο τρίτο εδάφιο της σκέψης 203 της εν λόγω αποφάσεως, όταν ανέφερε ότι το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της ίδιας οδηγίας «δεν εφαρμόζεται», ήταν ότι ο λόγος απαραδέκτου που διαλαμβάνεται στην εν λόγω διάταξη δεν μπορούσε να αντιταχθεί σε πρόσωπο, εάν είναι σαφές ότι η απόρριψη της προηγούμενης αιτήσεώς του αντέβαινε προς το δίκαιο της Ένωσης.

66.

Κατόπιν των ανωτέρω διευκρινίσεων και εξηγήσεων, γενικότερα, σχετικά με τους λόγους για τους οποίους απόφαση του Δικαστηρίου συνιστά, υπό ορισμένες περιστάσεις, «νέο στοιχείο» κατά την έννοια του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32, θα εξετάσω τώρα ειδικά τις αμφιβολίες του αιτούντος δικαστηρίου ως προς το αν η εν λόγω έννοια καταλαμβάνει απόφαση του Δικαστηρίου όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης.

3.   Πέραν της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 14ης Μαΐου 2020

α)   Η υπόθεση της κύριας δίκης

67.

Όπως ακριβώς η απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, έτσι και η απόφαση την οποία ο A. A. επικαλείται στο πλαίσιο της κύριας δίκης εκδόθηκε μετά την έκδοση απρόσβλητης αποφάσεως επί της αρχικής αιτήσεώς του για διεθνή προστασία. Εντούτοις, δεν περιέχει διαπίστωση ότι ορισμένοι εθνικοί κανόνες είναι αντίθετοι προς το δίκαιο της Ένωσης. Εν προκειμένω, υπενθυμίζω ότι το Δικαστήριο διαπίστωσε, στην τελευταία απόφαση, ότι, στο πλαίσιο ένοπλης σύρραξης, ιδίως δε εμφυλίου πολέμου, και ελλείψει νομικής δυνατότητας απαλλαγής από τις στρατιωτικές υποχρεώσεις, είναι πολύ πιθανό η άρνηση εκπλήρωσης της στρατιωτικής θητείας να ερμηνευθεί από τις αρχές ως πράξη πολιτικής αντίθεσης, ανεξαρτήτως των τυχόν πιο περίπλοκων προσωπικών κινήτρων του ενδιαφερομένου ( 52 ). Με βάση, μεταξύ άλλων, την εν λόγω εκτίμηση, το Δικαστήριο έκρινε ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, συντρέχει ισχυρό τεκμήριο ότι η ποινική δίωξη ή η επιβολή ποινής για την άρνηση εκπλήρωσης στρατιωτικής θητείας που αναφέρεται στο άρθρο 9, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2011/95 συνδέεται με έναν από τους πέντε λόγους δίωξης που αναφέρονται στο άρθρο 10 της ίδιας οδηγίας ( 53 ).

68.

Κατά τον Α. Α., από την εν λόγω απόφαση προκύπτει ότι το βάρος της απόδειξης που κλήθηκε να φέρει, στο πλαίσιο της διαδικασίας σχετικά με την προηγούμενη αίτησή του για διεθνή προστασία, υπερβαίνει εκείνο που απαιτείται από το δίκαιο της Ένωσης. Όπως ανέφερα στο σημείο 15 των παρουσών προτάσεων, η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Μετανάστευσης και Προσφύγων αρνήθηκε να χορηγήσει στον A. A. το καθεστώς «πρόσφυγα», για τον λόγο ότι αυτός δεν είχε αποδείξει, με επαρκή βεβαιότητα, ότι η αναχώρησή του από τη Συρία μετά την ολοκλήρωση της στρατιωτικής του θητείας θα θεωρείτο ως πράξη πολιτικής αντίθεσης. Κατά συνέπεια, η εν λόγω αρχή δεν δέχθηκε ως τεκμήριο ότι, αν ο Α. Α. επέστρεφε στη Συρία, η ποινή ή η ποινική δίωξη την οποία θα μπορούσε να υποστεί λόγω της στάσης του θα συσχετιζόταν με λόγο δίωξης.

69.

Λαμβανομένων υπόψη των εν λόγω περιστάσεων, ο A. A. προβάλλει, ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ότι η απόφαση στην υπόθεση Bundesamt für Migration und Flüchtlinge (Στρατιωτική θητεία και άσυλο) συνιστά μεταβολή της «νομικής κατάστασής» του, κατά την έννοια του εθνικού δικαίου, η οποία πρέπει να εμποδίζει την κήρυξη της μεταγενέστερης αίτησής του ως απαράδεκτης. Πράγματι, κατά τη γνώμη του, πρέπει να θεωρηθεί ως «νέο στοιχείο», κατά την έννοια του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, και του άρθρου 40 της οδηγίας 2013/32.

70.

Η Επιτροπή συμμερίζεται, κατ’ ουσίαν, την ως άνω ερμηνεία. Η Γερμανική και η Αυστριακή Κυβέρνηση, από την πλευρά τους, υποστηρίζουν ότι μόνον απόφαση του Δικαστηρίου που διαπιστώνει ή καταλήγει στην ακυρότητα ή την αναθεώρηση της εθνικής νομοθεσίας ή της νομικής βάσεως της ίδιας της προγενέστερης αποφάσεως μπορεί να θεωρηθεί ως «νέο στοιχείο» κατά την έννοια του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32. Διευκρινίζουν ότι, βάσει του γερμανικού και του αυστριακού δικαίου, απόφαση η οποία, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, προκαλεί απλώς μεταβολή στην ερμηνεία εθνικών διατάξεων χωρίς να θίγει το κύρος τους ή να καθιστά αναγκαία την τροποποίησή τους δεν ιδρύει υποχρέωση των αρμόδιων αρχών να κηρύξουν μεταγενέστερη αίτηση παραδεκτή.

71.

Συντάσσομαι με την άποψη της Επιτροπής. Κατά τη γνώμη μου, το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32 δεν προβλέπει τη διάκριση που κάνουν η Γερμανική και η Αυστριακή Κυβέρνηση βάσει του εθνικού τους δικαίου.

72.

Συναφώς, επισημαίνω ότι δεν προκύπτει με απόλυτη σαφήνεια από τη διατύπωση των δύο πρώτων προδικαστικών ερωτημάτων ούτε από τα στοιχεία της δικογραφίας πώς πρέπει να γίνει νοητή η εν λόγω διάκριση. Πράγματι, προκύπτει το ερώτημα κατά πόσον το αιτούν δικαστήριο ζητεί διευκρινίσεις ως προς το αν, κατά την εφαρμογή της έννοιας του «νέου στοιχείου» του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32, πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ των αποφάσεων του Δικαστηρίου με τις οποίες, κατά τη διατύπωση του αιτούντος δικαστηρίου, «δεν διαπιστώνεται η ασυμβατότητα προς το δίκαιο της Ένωσης εθνικής ρύθμισης» από εκείνες με τις οποίες διαπιστώνεται (η πρώτη πτυχή) ή αν πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ των αποφάσεων του Δικαστηρίου που έχουν ως αποτέλεσμα την ακυρότητα ή την τροποποίηση εθνικής νομοθεσίας και εκείνων που απλώς επιβάλλουν την εκ νέου ερμηνεία της νομοθεσίας αυτής (η δεύτερη πτυχή). Η πρώτη πτυχή θα συνεπαγόταν την πραγματοποίηση διάκρισης βάσει της διατύπωσης των αποφάσεων του Δικαστηρίου, ενώ η δεύτερη θα επικεντρωνόταν στις διαφορετικές συνέπειες που μπορούν να έχουν οι αποφάσεις αυτές, ανεξάρτητα από τη διατύπωσή τους, επί των εθνικών διατάξεων.

73.

Θα εξετάσω αμφότερες τις εν λόγω πτυχές και, εν συνεχεία, θα αναλύσω εν συντομία το ζήτημα, το οποίο τέθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, κατά πόσον πρέπει να γίνει άλλου είδους διάκριση, ανάλογα με το αν η απόφαση του Δικαστηρίου υπήρχε ήδη κατά τον χρόνο κατά τον οποίο εκδόθηκε η τελεσίδικη απόφαση σχετικά με προηγούμενη αίτηση του ενδιαφερομένου ή αν αυτή εκδόθηκε εκ των υστέρων.

1) Η πρώτη πτυχή

74.

Όσον αφορά την πρώτη πτυχή, επισημαίνω ότι, πράγματι, στις σκέψεις 194 και 203 καθώς και στο διατακτικό της αποφάσεως της 14ης Μαΐου 2020, το Δικαστήριο έκανε ρητή αναφορά σε «απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία διαπιστώνεται η ασυμβατότητα προς το δίκαιο της Ένωσης εθνικής ρύθμισης [...]» ( 54 ). Ωστόσο, είναι σαφές ότι το Δικαστήριο ουδέποτε είχε την πρόθεση, με τη διατύπωση αυτή, να εισαγάγει διάκριση μεταξύ των αποφάσεών του που περιέχουν τέτοια διαπίστωση και εκείνων που απλώς παρέχουν καθοδήγηση ως προς την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης.

75.

Στο πλαίσιο αυτό, οφείλω να επισημάνω ότι, όταν το Δικαστήριο εκδίδει προδικαστική απόφαση, κατόπιν αιτήσεως εθνικών δικαστηρίων, δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, αποφαίνεται ως προς την ερμηνεία ή το κύρος των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης. Κατά συνέπεια, δεν αποφαίνεται σχετικά με το κύρος των εθνικών διατάξεων ή τη συμβατότητά τους προς το δίκαιο της Ένωσης. Πράγματι, εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια να συναγάγουν τα αναγκαία συμπεράσματα από τη νομολογία του Δικαστηρίου και, κατά περίπτωση, να ερμηνεύσουν εκ νέου ή να μην εφαρμόζουν πλέον το οικείο εθνικό δίκαιο. Τούτο ισχύει για όλες τις υποθέσεις στις οποίες το Δικαστήριο εκδίδει προδικαστική απόφαση.

76.

Κατά συνέπεια, κατά τη γνώμη μου, είναι απλώς αδύνατο να διακρίνει κάποιος τις αποφάσεις του Δικαστηρίου επί τη βάσει δύο κατηγοριών, ήτοι: σε εκείνες που διαπιστώνουν ότι ορισμένες εθνικές διατάξεις είναι μη συμβατές με το δίκαιο της Ένωσης και σε εκείνες που παρέχουν απλώς οδηγίες για την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης. Και οι δύο κατηγορίες έχουν την ίδια φύση, καθόσον αφορούν αμφότερες την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης.

77.

Κατόπιν της ως άνω διευκρινίσεως, θα εξηγήσω τώρα γιατί θεωρώ ότι η έννοια του «νέου στοιχείου», κατά την έννοια του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32, αποκλείει και την πραγματοποίηση διάκρισης μεταξύ αποφάσεων του Δικαστηρίου που συνεπάγονται την τροποποίηση ή την κατάργηση των οικείων εθνικών διατάξεων και εκείνων που απλώς συνεπάγονται διαφορετική ερμηνεία των διατάξεων αυτών.

2) Η δεύτερη πτυχή

78.

Κατά τη γνώμη μου, η διάκριση που μόλις περιέγραψα στο προηγούμενο σημείο δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Πέραν του γεγονότος ότι είναι υπερβολικά φορμαλιστική, η εν λόγω ερμηνεία του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32 θα σήμαινε ότι ο ορισμός της έννοιας«νέο στοιχείο» θα εξαρτιόταν από το γράμμα των εθνικών διατάξεων και, ως εκ τούτου, θα οδηγούσε σε απαράδεκτες αποκλίσεις ως προς το επίπεδο προστασίας των αιτούντων διεθνή προστασία μεταξύ των κρατών μελών.

79.

Πράγματι, μόνον ένα κράτος μέλος του οποίου η εθνική νομοθεσία είναι διατυπωμένη με αρκετά στενό τρόπο θα ήταν υποχρεωμένο να θεωρεί μια τέτοια απόφαση ως «νέο στοιχείο» κατά την έννοια του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32 (διότι η νομοθεσία του θα έπρεπε να καταργηθεί ή να τροποποιηθεί υπό το πρίσμα της αποφάσεως του Δικαστηρίου). Τα άλλα κράτη μέλη, των οποίων η νομοθεσία θα ήταν ευρύτερα διατυπωμένη, δεν θα υπέκειντο στην ίδια υποχρέωση. Το αν η μεταγενέστερη αίτηση εκάστου αιτούντος θα κηρυσσόταν παραδεκτή ή απαράδεκτη θα εξαρτάτο από το πόσο στενή ή ευρεία είναι η διατύπωση της εθνικής νομοθεσίας στην οποία αυτός υπόκειται ( 55 ).

80.

Κατά τη γνώμη μου, πολύ δύσκολα μπορεί να υπάρχει περίπτωση στην οποία η ομοιόμορφη εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, την οποία επιδιώκει να διασφαλίσει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ και η οποία απαιτεί από όλα τα κράτη μέλη να λαμβάνουν υπόψη τα στοιχεία ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης που παρέχει το Δικαστήριο με τη νομολογία του, θα μπορούσε να τεθεί σε μεγαλύτερο κίνδυνο. Κατά συνέπεια, φρονώ ότι η διάκριση που εισάγει το γερμανικό δίκαιο μεταξύ, των αποφάσεων που έχουν ως αποτέλεσμα την ακυρότητα ή την τροποποίηση της εθνικής νομοθεσίας και εκείνων που απλώς προκαλούν την ανάγκη εκ νέου ερμηνείας της εν λόγω νομοθεσίας δεν διαδραματίζει κάποιον ρόλο στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32.

81.

Από τις ως άνω διαπιστώσεις προκύπτει ότι ο όρος «νέο στοιχείο», κατά την έννοια του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32, έχει την έννοια ότι μπορεί να αφορά και απόφαση του Δικαστηρίου η οποία συνεπάγεται μεταβολή στην ερμηνεία των εθνικών διατάξεων στις οποίες στηρίχθηκε η απρόσβλητη απόφαση σχετικά με προηγούμενη αίτηση του ενδιαφερομένου, χωρίς να θίγεται το κύρος των εν λόγω διατάξεων αυτών ή η διατύπωσή τους.

β)   Ασκεί επιρροή η ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου;

82.

Όπως ανέφερα ήδη ανωτέρω, η απόφαση την οποία ο Α. Α. επιδιώκει να στηριχθεί στην κύρια δίκη εκδόθηκε μετά την έκδοση της τελεσίδικης αποφάσεως επί της αρχικής του αιτήσεως (όπως και στην απόφαση της 14ης Μαΐου 2020). Ωστόσο, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι διάδικοι απάντησαν επίσης σε ερωτήσεις του Δικαστηρίου σχετικά με την περίπτωση που μια τέτοια απόφαση εκδίδεται όχι μετά, αλλά πριν από την έκδοση της εν λόγω τελεσίδικης αποφάσεως. Δεδομένου ότι η περίπτωση αυτή δεν αποτελεί αντικείμενο της υποθέσεως της κύριας δίκης, θεωρώ ότι παρέλκει η εκ μέρους του Δικαστηρίου εξέταση, εν προκειμένω, του ευρύτερου ζητήματος του κατά πόσον, υπό τις συνθήκες αυτές, η απόφαση του Δικαστηρίου πρέπει επίσης να θεωρείται ως «νέο στοιχείο» κατά την έννοια του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32. Ωστόσο, για την περίπτωση που, μολαταύτα, το Δικαστήριο αποφασίσει να προβεί στην ως άνω εξέταση, θα κάνω τις ακόλουθες παρατηρήσεις.

83.

Επανερχόμενος στον ορισμό της έννοιας του «νέου στοιχείου», τον οποίο υπέμνησα στο σημείο 34 των παρουσών προτάσεων, επισημαίνω ότι είναι σαφές ότι η εν λόγω έννοια αφορά τα στοιχεία τα οποία δεν εξετάστηκαν στο πλαίσιο της αποφάσεως επί της προηγούμενης αιτήσεως και επί των οποίων, ως εκ τούτου, η εν λόγω απόφαση δεν μπορούσε να στηριχθεί ( 56 ).

84.

Συμφωνώ ότι ο εν λόγω ορισμός εφαρμόζεται ευχερέστερα σε απόφαση που εκδόθηκε μετά και όχι πριν από την έκδοση της τελεσίδικης αποφάσεως επί της αρχικής αιτήσεως. Στο πλαίσιο αυτό, αντιλαμβάνομαι ότι η Γερμανική Κυβέρνηση υποστήριξε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι, αν υπήρχε ήδη απόφαση του Δικαστηρίου κατά τον χρόνο λήψεως της εν λόγω αποφάσεως, τότε η απόφαση του Δικαστηρίου θα μπορούσε να έχει ληφθεί υπόψη από τις αρμόδιες αρχές και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως στοιχείο στο οποίο δεν μπορούσε να στηριχθεί η απόφαση αυτή, σύμφωνα με τα κριτήρια που μόλις υπέμνησα ανωτέρω. Πρέπει να επισημάνω ότι συμμερίζομαι ως ένα βαθμό το εν λόγω επιχείρημα. Πράγματι, στον βαθμό που τα κράτη μέλη πρέπει να επιτρέπουν να αμφισβητούνται οι αποφάσεις που λαμβάνουν οι αρμόδιες αρχές τους ενώπιον δικαστηρίου, η τυχόν μη συνεκτίμηση μιας ήδη υπάρχουσας αποφάσεως του Δικαστηρίου θα πρέπει, κατ’ αρχήν (και πέραν των πρακτικών δυσκολιών που αντιμετωπίζουν οι αιτούντες και τις οποίες εξέθεσα στο σημείο 62 των παρουσών προτάσεων), να εξετάζεται κατά τη διαδικασία προσφυγής κατά της αποφάσεως που δεν λαμβάνει (ή λαμβάνει εσφαλμένα) υπόψη την εν λόγω απόφαση του Δικαστηρίου.

85.

Εντούτοις, φρονώ ότι το γεγονός και μόνον ότι υφίστατο ήδη απόφαση του Δικαστηρίου κατά τον χρόνο εκδόσεως της τελεσίδικης αποφάσεως επί της αρχικής αιτήσεως δεν μπορεί, όσον αφορά την ερμηνεία της έννοιας του «νέου στοιχείου» κατά την έννοια του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32, να οδηγήσει σε διαφορετικό αποτέλεσμα από ό,τι αν η ίδια απόφαση του Δικαστηρίου είχε εκδοθεί μετά την έκδοση της αποφάσεως αυτής. Η διάκριση θα ήταν, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, πλασματική. Πράγματι, το κατά πόσον απόφαση του Δικαστηρίου πρέπει να θεωρηθεί ή όχι ως «νέο στοιχείο» δεν μπορεί να εξαρτάται, για όλους τους λόγους που επισήμανα στα σημεία 40 έως 65 των παρουσών προτάσεων, από την ημερομηνία της εκδόσεώς της. Όπως το Δικαστήριο τόνισε στην απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, αυτό που έχει σημασία είναι ότι, σε περίπτωση που η απόφαση σχετικά με προηγούμενη αίτηση του ενδιαφερομένου προσώπου φαίνεται να αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης, το πρόσωπο αυτό δεν εμποδίζεται να υποβάλει μεταγενέστερη αίτηση η οποία και θα πρέπει να εξεταστεί.

86.

Συναφώς, προσθέτω, πρώτον, ότι ακόμη και στην περίπτωση που μια απόφαση του Δικαστηρίου εκδίδεται μετά την έκδοση τελεσίδικης αποφάσεως επί προηγούμενης αιτήσεως διεθνούς προστασίας, η εν λόγω απόφαση του Δικαστηρίου θεωρείται ότι έχει ισχύ ex tunc και, ως εκ τούτου, το περιεχόμενό της θεωρείται σαν να υπήρχε εξαρχής. Κατά τη γνώμη μου, τούτο καθιστά τη διάκριση μεταξύ των αποφάσεων του Δικαστηρίου που εκδίδονται μετά από την έκδοση μιας τέτοιας απρόσβλητης αποφάσεως και εκείνων που εκδίδονται πριν από αυτή μάλλον άνευ σημασίας, δεδομένου ότι τα έννομα αποτελέσματα των δύο αυτών κατηγοριών αποφάσεων του Δικαστηρίου είναι, στην πράξη, τα ίδια.

87.

Δεύτερον, σημειώνω ότι το Δικαστήριο έχει ήδη διευκρινίσει ότι η έννοια του «νέου στοιχείου» ισχύει και για στοιχεία που προϋπήρχαν, αλλά δεν προβλήθηκαν από τον αιτούντα κατά τη διαδικασία που αφορούσε την προηγούμενη αίτησή του, μολονότι θα μπορούσαν να έχουν υποβληθεί προς στήριξη της εν λόγω αιτήσεως ( 57 ). Η εν λόγω διευκρίνιση, η οποία πραγματοποιήθηκε μετά την έκδοση της αποφάσεως της 14ης Μαΐου 2020, είναι, κατά τη γνώμη μου, κεντρικής σημασίας. Ασφαλώς, το «νέο στοιχείο» που οδήγησε το Δικαστήριο στο εν λόγω συμπέρασμα ήταν, στην υπόθεση που οδήγησε στην εν λόγω απόφαση, πραγματικού και όχι νομικού χαρακτήρα (ήτοι το γεγονός ότι ο αιτών δεν είχε αποκαλύψει τον σεξουαλικό του προσανατολισμό κατά τη διαδικασία που αφορούσε την πρώτη του αίτηση). Εντούτοις, το Δικαστήριο επισήμανε ρητώς ότι το άρθρο 40, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2013/32 «ουδόλως διακρίνει αναλόγως του αν τα στοιχεία ή τα πορίσματα που προβάλλονται προς στήριξη μεταγενέστερης αίτησης προέκυψαν πριν ή μετά την έκδοση της απόφασης αυτής» ( 58 ).

88.

Κατά συνέπεια, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει σαφώς ότι, εφόσον μια απόφαση του Δικαστηρίου μπορεί να θεωρηθεί ως «νέο στοιχείο» κατά την έννοια των εν λόγω διατάξεων και του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32, η ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως αυτής είναι άνευ σημασίας ( 59 ).

89.

Αυτή η ευρεία ερμηνεία της έννοιας του «νέου στοιχείου» μου φαίνεται συνεπής προς τη συλλογιστική του Δικαστηρίου στην απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, δεδομένου ότι στην απόφαση αυτή το Δικαστήριο δεν προσέδωσε βαρύτητα στην ημερομηνία έκδοσης της κρίσιμης απόφασης.

Β. Η έκταση του δικαστικού ελέγχου στο πλαίσιο προσφυγής κατά αποφάσεως περί απαραδέκτου μεταγενέστερης αιτήσεως διεθνούς προστασίας (Προδικαστικό ερώτημα 3)

90.

Όπως επισήμανα στο σημείο 27 των παρουσών προτάσεων, με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν δικαιούται, στο πλαίσιο της προσφυγής που άσκησε ενώπιόν του ο Α. Α., η οποία αφορά μόνον την απόφαση της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Μετανάστευσης και Προσφύγων περί απορρίψεως ως απαράδεκτης της μεταγενέστερης αιτήσεώς του, να εκδώσει επίσης απόφαση επί της ουσίας της αιτήσεως ασύλου του Α. Α. (προδικαστικό ερώτημα 3α και β). Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, το αιτούν δικαστήριο θα ήθελε να πληροφορηθεί ποιες, ενδεχομένως, από τις ειδικές διαδικαστικές εγγυήσεις που περιγράφονται λεπτομερώς στο κεφάλαιο ΙΙ της οδηγίας 2013/32 πρέπει να χορηγηθούν στο εν λόγω πρόσωπο (προδικαστικό ερώτημα 3γ).

91.

Κατά τη γνώμη μου, το ζήτημα αυτό δεν παρουσιάζει ιδιαίτερη δυσκολία. Ως εκ τούτου, θα περιορίσω την ανάλυσή μου σε λίγες παρατηρήσεις.

92.

Κατ’ αρχάς, υπενθυμίζω ότι από το άρθρο 46, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, σημείο ii, της οδηγίας 2013/32 προκύπτει με σαφήνεια ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να μεριμνούν ώστε οι αιτούντες διεθνή προστασία να έχουν το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου κατά της αποφάσεως με την οποία απορρίπτεται η μεταγενέστερη αίτησή τους ως απαράδεκτη.

93.

Για να είναι πραγματική, η εν λόγω προσφυγή πρέπει να προβλέπει, όπως επιτάσσει το άρθρο 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32, πλήρη και ex nunc εξέταση τόσο των πραγματικών όσο και των νομικών ζητημάτων. Η εν λόγω εξέταση μπορεί επίσης να πρέπει να περιλαμβάνει «εξέταση των αναγκών διεθνούς προστασίας σύμφωνα με την οδηγία 2011/95/ΕΕ». Ωστόσο, τούτο δεν απαιτείται σε όλες τις περιπτώσεις. Πράγματι, τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να εξετάζουν μόνο «τις ανάγκες διεθνούς προστασίας»αντί των αρμόδιων διοικητικών αρχών«κατά περίπτωση», ήτοι σε ορισμένες περιπτώσεις, οι οποίες δεν προβλέπονται συγκεκριμένα στην εν λόγω διάταξη ούτε σε οποιαδήποτε άλλη διάταξη της εν λόγω οδηγίας.

94.

Στο πλαίσιο αυτό, κατά πάγια νομολογία, ελλείψει εναρμόνισης των εθνικών διαδικασιών, οι λεπτομερείς κανόνες που θεσπίζουν το δικαίωμα προσφυγής αποτελούν ζητήματα που εμπίπτουν στην έννομη τάξη εκάστου κράτους μέλους, σύμφωνα με την αρχή της δικονομικής αυτονομίας, με τη μόνη προϋπόθεση ότι οι κανόνες αυτοί δεν θα πρέπει να είναι λιγότερο ευμενείς από τους διέποντες παρόμοιες καταστάσεις που υπόκεινται στο εσωτερικό δίκαιο (αρχή της ισοδυναμίας) και, πρωτίστως, ότι δεν θα πρέπει να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει το δίκαιο της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) ( 60 ). Οι εν λόγω απαιτήσεις αποτυπώνουν τη γενική υποχρέωση των κρατών μελών να διασφαλίζουν τη δικαστική προστασία των δικαιωμάτων που απορρέουν για τους πολίτες από το δίκαιο της Ένωσης.

95.

Ως εκ τούτου, όπως δέχονται και όλοι οι ενδιαφερόμενοι στην υπό κρίση υπόθεση, ελλείψει οποιασδήποτε διατάξεως της οδηγίας 2013/32 που να προβλέπει το αντίθετο, και με την επιφύλαξη, βεβαίως, των επιταγών που απορρέουν από τις αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, εναπόκειται σε έκαστο κράτος μέλος να αποφασίσει αν τα εθνικά δικαστήρια δύνανται ή οφείλουν, κατά την εκδίκαση προσφυγής κατά αποφάσεως που απορρίπτει μεταγενέστερη αίτηση ως απαράδεκτη, να εξετάζουν επίσης την ουσία της αιτήσεως ασύλου του ενδιαφερομένου αντί για τις αρμόδιες αρχές ή αν, αντιθέτως, πρέπει να αναπέμπουν την αίτηση στις εν λόγω αρχές προς περαιτέρω εξέταση από εκείνες ( 61 ).

96.

Η δικονομική αυτονομία των κρατών μελών επιβεβαιώθηκε με την απόφαση Alheto ( 62 ), με την οποία το Δικαστήριο επισήμανε, αν και αφορούσε διαφορετικό ζήτημα του παραδεκτού, ότι τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να προβλέπουν, στο εθνικό τους δίκαιο, ότι τα εθνικά δικαστήρια που επιλαμβάνονται του ζητήματος αυτού δεν χρειάζεται να προβαίνουν τα ίδια σε εξέταση της αιτήσεως επί της ουσίας και μπορούν απλώς να αποφασίζουν την αναπομπή του φακέλου στις αρμόδιες αρχές ώστε να εξεταστεί από αυτές εκ νέου.

97.

Κατά τη γνώμη μου, τα κράτη μέλη είναι επίσης ελεύθερα να προβλέπουν, όπως φαίνεται να κάνει εν προκειμένω το γερμανικό δίκαιο, ότι τα εν λόγω δικαστήρια δεν πρέπει να διενεργούν την εν λόγω εξέταση. Όταν θεσπίζεται μια τέτοια διάταξη στο εθνικό δίκαιο, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να την τηρούν, υπό την προϋπόθεση, πάντοτε, ότι τηρούνται οι αρχές της αποτελεσματικότητας και της ισοδυναμίας. Αν συμβαίνει αυτό, τότε εθνικό δικαστήριο όπως το αιτούν δικαστήριο δεν δικαιούται, στο πλαίσιο προσφυγής που άσκησε ενώπιόν του πρόσωπο κατά αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η μεταγενέστερη αίτησή του, να αποφανθεί επί της ουσίας της αιτήσεως ασύλου του εν λόγω προσώπου.

98.

Κατά συνέπεια, φρονώ ότι πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα 3α και β, ενώ παρέλκει η απάντηση από το Δικαστήριο στο προδικαστικό ερώτημα 3γ, δεδομένου ότι το εν λόγω ερώτημα τελεί υπό την προϋπόθεση της καταφατικής απαντήσεως στο προδικαστικό ερώτημα 3β.

99.

Εντούτοις, αν το Δικαστήριο υιοθετήσει διαφορετική άποψη και αποφανθεί ότι, υπό αυτές τις περιστάσεις, τα εθνικά δικαστήρια πρέπει και πάλι να έχουν τη δυνατότητα να εξετάζουν την αίτηση του προσώπου επί της ουσίας, τότε είναι για εμένα σαφές ότι η εν λόγω εξουσία μπορεί να ασκηθεί από τα εν λόγω δικαστήρια μόνον εάν αυτά έχουν στη διάθεσή τους όλα τα κρίσιμα εν προκειμένω πραγματικά και νομικά στοιχεία ( 63 ). Περαιτέρω, φρονώ ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, οι διαδικαστικές εγγυήσεις που διαλαμβάνονται στο κεφάλαιο ΙΙ της οδηγίας 2013/32, και ιδίως εκείνες που προβλέπονται στο άρθρο 12 της οδηγίας 2013/32, καθώς και στα άρθρα 14 έως 17 και 19 έως 25 αυτής (όσον αφορά, επί παραδείγματι, τον τρόπο διεξαγωγής της προσωπικής συνέντευξης, την παροχή νομικών και διαδικαστικών πληροφοριών στον ενδιαφερόμενο και το δικαίωμά του να ενημερώνεται και να λαμβάνει νομική συνδρομή), δεν πρέπει να παραλείπονται απλώς και μόνον επειδή η εκτίμηση της ουσίας της αιτήσεως ασύλου ενός προσώπου πραγματοποιείται από δικαστήριο και όχι από τις αρμόδιες διοικητικές αρχές. Ως εκ τούτου, όπως εξήγησε η Επιτροπή, εάν οι εν λόγω αρχές δεν διενέργησαν προσωπική συνέντευξη του αιτούντος ως προς την ουσία της αιτήσεως ασύλου του, τότε εναπόκειται στο αρμόδιο δικαστήριο να τη διενεργήσει ( 64 ).

V. Πρόταση

100.

Υπό το πρίσμα όλων των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Verwaltungsgericht Sigmaringen (διοικητικό πρωτοδικείο Sigmaringen, Γερμανία) ως εξής:

1)

Κατ’ ορθή ερμηνεία του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, σε συνδυασμό με το άρθρο 40 αυτής,

η έννοια του «νέου στοιχείου» μπορεί να περιλαμβάνει απόφαση του Δικαστηρίου η οποία επιφέρει μεταβολή στην ερμηνεία των εθνικών διατάξεων στις οποίες στηρίχθηκε η τελεσίδικη διοικητική απόφαση σχετικά με προηγούμενη αίτηση του ενδιαφερομένου, χωρίς να θίγεται το κύρος των εν λόγω διατάξεων ή η διατύπωσή τους. Το κατά πόσον η εν λόγω απόφαση του Δικαστηρίου εκδόθηκε πριν ή μετά την τελεσίδικη αυτή απόφαση ουδόλως επηρεάζει το ως άνω συμπέρασμα.

2)

Το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32/ΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 40 αυτής,

έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική διάταξη η οποία επιτρέπει την απόρριψη μεταγενέστερης αιτήσεως ως απαράδεκτης σε ευρύτερο σύνολο περιστάσεων από εκείνες που προβλέπονται στις ως άνω διατάξεις, επί παραδείγματι επειδή υιοθετεί αυστηρότερη ερμηνεία της έννοιας του «νέου στοιχείου» την οποία οι διατάξεις αυτές διαλαμβάνουν. Για να θεωρηθεί ως «νέο στοιχείο», η απόφαση του Δικαστηρίου πρέπει, πρώτον, να μην έχει εξεταστεί από τις αρμόδιες αρχές στο πλαίσιο της διαδικασίας σχετικά με την προηγούμενη αίτηση. Δεύτερον, πρέπει να «είναι σχετικ[ή] με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95/ΕΕ». Επιπλέον, για να αποτρέψει την κήρυξη μιας μεταγενέστερης αιτήσεως ως απαράδεκτης, πρέπει να «αυξάνει σημαντικά τις πιθανότητες» να ευδοκιμήσει η αίτησή του επί της ουσίας.

3)

Το άρθρο 46 της ίδιας οδηγίας

έχει την έννοια ότι δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να θεσπίζουν διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες τα εθνικά τους δικαστήρια δεν έχουν το δικαίωμα, στο πλαίσιο προσφυγής που ασκείται ενώπιόν τους κατά αποφάσεως με την οποία απορρίπτεται μεταγενέστερη αίτηση ως απαράδεκτη, να εκδίδουν απόφαση επί της ουσίας της αιτήσεως ασύλου του ενδιαφερομένου, υπό την προϋπόθεση, ωστόσο, ότι τηρούνται οι αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας.


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.

( 2 ) Βλ. «Πρακτικό Οδηγό για τις Μεταγενέστερες Αιτήσεις», που δημοσιεύθηκε από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO) [νυν Οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (EUAA)], τον Δεκέμβριο του 2021, σ. 8, διαθέσιμο σε https://op.europa.eu/en/publication-detail/-/publication/5838f4ed-620c-11ec-a033-01aa75ed71a1/language-en). Σύμφωνα με το εν λόγω έγγραφο, έως το 2020, ένας στους δέκα αιτούντες διεθνή προστασία είχε ήδη υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας στο ίδιο κράτος μέλος της ΕΕ (ή σε συνδεδεμένη χώρα).

( 3 ) Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (ΕΕ 2013, L 180, σ. 60)· βλ. άρθρο 2, στοιχείο ιζʹ.

( 4 ) Βλ. απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2020, Bundesamt für Migration und Flüchtlinge (Στρατιωτική θητεία και άσυλο) (C‑238/19, EU:C:2020:945) [στο εξής: απόφαση Bundesamt für Migration und Flüchtlinge (Στρατιωτική θητεία και άσυλο)].

( 5 ) C‑924/19 PPU και C‑925/19 PPU (EU:C:2020:367).

( 6 ) Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα (ΕΕ 2013, L 180, σ. 31) (στο εξής: κανονισμός Δουβλίνο ΙΙΙ).

( 7 ) Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (ΕΕ 2011, L 337, σ. 9).

( 8 ) Βλ. σημείο 7 των παρουσών προτάσεων. Η εν λόγω διάταξη εξειδικεύει περαιτέρω τους διαδικαστικούς κανόνες που πρέπει να τηρούν τα κράτη μέλη κατά την εξέταση των «μεταγενέστερων αιτήσεων» διεθνούς προστασίας.

( 9 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 36 της οδηγίας 2013/32. Οι εν λόγω διαδικαστικοί κανόνες αποσκοπούν επίσης στο να αποτρέψουν μια κατάσταση κατά την οποία οι αιτούντες ανεπιτυχώς άσυλο, των οποίων η προηγούμενη αίτηση διεθνούς προστασίας έχει ήδη απορριφθεί με απρόσβλητη απόφαση και των οποίων η πραγματική και νομική κατάσταση παραμένει ουσιαστικά αμετάβλητη, εξακολουθούν να «δοκιμάζουν την τύχη τους» ενώπιον των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών. Πράγματι, μια τέτοια κατάσταση δεν είναι επιθυμητή ούτε από την άποψη των κρατών μελών, λόγω του διοικητικού φόρτου που συνεπάγεται η διενέργεια πλήρους εξέτασης κάθε μεταγενέστερης αιτήσεως (ιδίως όταν η αίτηση είναι καταχρηστική, επί παραδείγματι επειδή ο αιτών «διασπά» σκόπιμα τους λόγους της αιτήσεώς σε πολλαπλές αιτήσεις που υποβάλλει σταδιακά), ούτε και για τους ενδιαφερομένους, δεδομένου ότι τους αναγκάζει να παραμένουν σε «νομικό κενό» και να ζουν με τη αέναη αβεβαιότητα ότι η κατάστασή τους ενδέχεται να μην επιλυθεί ποτέ.

( 10 ) Βλ., ιδίως, αιτιολογική σκέψη 18 της οδηγίας 2013/32, κατά την οποία «[ε]ίναι προς το συμφέρον τόσο των κρατών μελών όσο και των αιτούντων διεθνή προστασία να λαμβάνεται απόφαση επί των αιτήσεων το συντομότερο δυνατό, με την επιφύλαξη της διεξαγωγής κατάλληλης και πλήρους εξέτασης» (η υπογράμμιση δική μου).

( 11 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 3 της οδηγίας 2013/32.

( 12 ) Κατά το άρθρο 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/32 ως «[απρόσβλητη] απόφαση» νοείται «η απόφαση που ορίζει κατά πόσον χορηγείται στον υπήκοο τρίτης χώρας ή στον ανιθαγενή καθεστώς πρόσφυγα ή επικουρικής προστασίας [...] και η οποία δεν υπόκειται πλέον σε άσκηση ένδικου μέσου [...]».

( 13 ) Διευκρινίζεται ότι το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, και το άρθρο 40 της οδηγίας 2013/32 μνημονεύουν τόσο «νέα στοιχεία» όσο και «[νέα] πορίσματα». Στις παρούσες προτάσεις θα αναφερθώ μόνο σε «νέα στοιχεία», δεδομένου ότι αυτή είναι η έκφραση που χρησιμοποίησε το Δικαστήριο στο αγγλικό και το γαλλικό κείμενο της απόφασής του της 14ης Μαΐου 2020 (βλ. σκέψη 203 της εν λόγω αποφάσεως). Εξάλλου, φρονώ ότι η έννοια του «νέου στοιχείου» είναι τόσο ευρεία ώστε αναγκαστικά καταλαμβάνει και επικαλύπτει την έννοια των «[νέων] πορισμάτων», η οποία είναι κατά κάποιον τρόπο στενότερη (πράγματι, κατά τη γνώμη μου, ένα «πόρισμα» είναι, συνήθως, το προϊόν μιας έρευνας, εξετάσεως ή ανακαλύψεως, ενώ ένα «στοιχείο» στην πράξη περιλαμβάνει οτιδήποτε). Εντούτοις, όποιες επισημάνσεις κάνω σχετικά με την έννοια του «νέου στοιχείου» νομικού χαρακτήρα ισχύουν και για τα «[νέα] πορίσματα» νομικού χαρακτήρα.

( 14 ) Βλ., επίσης, σκέψη 149 της αποφάσεως της 14ης Μαΐου 2020 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία. Υπενθυμίζω ότι οι λόγοι που απαριθμούνται στο άρθρο 33, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32 ισχύουν «πέραν των περιπτώσεων κατά τις οποίες μια αίτηση δεν εξετάζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού [Δουβλίνο ΙΙΙ]».

( 15 ) Για λόγους πληρότητας, προσθέτω ότι τα κράτη μέλη δεν οφείλουν να περιορίζουν τη δυνατότητα να θεωρηθούν παραδεκτές οι μεταγενέστερες αιτήσεις στην περίπτωση που «προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα» ένα ή περισσότερα «νέα στοιχεία [...] σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηρισθεί δικαιούχος διεθνούς προστασίας [...]». Πράγματι, μπορούν να προβλέπουν άλλους λόγους για την περαιτέρω εξέταση των αιτήσεων αυτών (βλ. άρθρο 40, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32).

( 16 ) Βλ. απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα) (C‑921/19, EU:C:2021:478, σκέψεις 34 έως 37).

( 17 ) Συνήθως, στην πράξη, τα νέα στοιχεία μπορεί να αφορούν κάποιο ουσιώδες γεγονός που έχει ήδη υποβληθεί (το οποίο έχει ήδη εξεταστεί από τις αρμόδιες αρχές), να υποβάλλονται ως μέρος ενός νέου ουσιώδους γεγονότος στο πλαίσιο του ίδιου αιτήματος ή να αποτελούν μέρος ενός εντελώς νέου αιτήματος. Για την περιγραφή κάθε σεναρίου, βλ. τον «Πρακτικό Οδηγό για τις Μεταγενέστερες Αιτήσεις», που δημοσιεύθηκε από την EASO (Δεκέμβριος 2021, σ. 29 επ.).

( 18 ) Εάν υπάρχουν ένα ή περισσότερα «νέα στοιχεία» και πληρούται η εν λόγω προϋπόθεση, τότε οι αρμόδιες αρχές δεν έχουν τη δυνατότητα να κηρύξουν τη μεταγενέστερη αίτηση απαράδεκτη. Αντιθέτως, οφείλουν να την εξετάζουν επί της ουσίας και να διασφαλίζουν ότι η εξέταση αυτή είναι σύμφωνη με τις βασικές αρχές και εγγυήσεις που απαριθμούνται στο κεφάλαιο ΙΙ της εν λόγω οδηγίας (βλ. άρθρο 40, παράγραφος 3). Αντιθέτως, αν καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι η μεταγενέστερη αίτηση είναι απαράδεκτη, οφείλουν να ενημερώσουν τον αιτούντα για τους λόγους που οδήγησαν σε αυτή την έκβαση (κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 42, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας), ενώ ο τελευταίος πρέπει επίσης να έχει το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου κατά των αποφάσεων των αρμόδιων αρχών (βλ. άρθρο 46, παράγραφος 1). Υπενθυμίζω ότι, στην επίμαχη στην κύρια δίκη περίπτωση, ο Α. Α. προσπάθησε ακριβώς να κάνει χρήση της εν λόγω δυνατότητας. Για τον λόγο αυτό, η απόφαση της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Μετανάστευσης και Προσφύγων περί απορρίψεως της μεταγενέστερης αιτήσεως ως απαράδεκτης τελεί ήδη υπό έλεγχο ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

( 19 ) Σε μια τέτοια κατάσταση, τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα, αλλά όχι την υποχρέωση, να θεσπίσουν στην εθνική τους νομοθεσία διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες η μεταγενέστερη αίτηση θα εξετάζεται περαιτέρω μόνο αν ο ενδιαφερόμενος αιτών, χωρίς υπαιτιότητά του, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα «νέα» αυτά στοιχεία κατά την προηγούμενη διαδικασία (βλ. άρθρο 40, παράγραφος 4, της οδηγίας 2013/32).

( 20 ) Βλ. απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα) (C‑921/19, EU:C:2021:478, σκέψη 50).

( 21 ) Βλ. άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, και άρθρο 40, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32.

( 22 ) Βλ. σκέψη 203 της εν λόγω αποφάσεως.

( 23 ) Βλ. σκέψεις 148 έως 165 της αποφάσεως της 14ης Μαΐου 2020.

( 24 ) Βλ. σκέψεις 185 και 186 της αποφάσεως της 14ης Μαΐου 2020.

( 25 ) Όπ.π. (σκέψη 185).

( 26 ) Όπ.π. (σκέψη 186).

( 27 ) Βλ. απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2004 (C‑453/00, EU:C:2004:17).

( 28 ) Βλ. σκέψη 187 της αποφάσεως της 14ης Μαΐου 2020.

( 29 ) Όπ.π. (σκέψεις 194 και 203).

( 30 ) Για την ακρίβεια, προκύπτει ότι, αν ένα πρόσωπο υποβάλει μεταγενέστερη αίτηση και υφίσταται απόφαση του Δικαστηρίου η οποία μπορεί να θεωρηθεί ως «νέο στοιχείο» κατά την έννοια του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32 και η οποία «αυξάν[ει] σημαντικά τις πιθανότητες» να πληροί τις προϋποθέσεις για να τύχει διεθνούς προστασίας, απαιτείται νέα εξέταση του συνόλου των σχετικών στοιχείων –ακόμη και εκείνων που είχαν ήδη εξεταστεί στο πλαίσιο της προηγούμενης διαδικασίας ασύλου.

( 31 ) Από τυπικής απόψεως, η υποχρέωση των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών να προβούν σε νέα αξιολόγηση της κατάστασης του αιτούντος κατά την εξέταση της μεταγενέστερης αιτήσεώς του δεν μπορεί φυσικά να εξομοιωθεί με υποχρέωση των εν λόγω αρχών αυτών να επανεξετάσουν αυτεπαγγέλτως μια απόφαση η οποία έχει ήδη καταστεί απρόσβλητη. Το Δικαστήριο κατέστησε τούτο απολύτως σαφές στην απόφαση της 14ης Μαΐου 2020.

( 32 ) Βλ. σκέψη 197 της αποφάσεως της 14ης Μαΐου 2020. Επισημαίνω ότι το Δικαστήριο επικαλέστηκε, συναφώς, την απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, CRPNPAC και Vueling Airlines (C‑370/17 και C‑37/18, EU:C:2020:260, σκέψεις 95 και 96).

( 33 ) Βλ. Turmo, A., L’autorité de la chose jugée en droit de l’Union européenne, Bruylant, 2017, σ. 46.

( 34 ) Βλ. απόφαση της 1ης Ιουνίου 1999, Eco Swiss (C‑126/97, EU:C:1999:269, σκέψη 46).

( 35 ) Turmo, A., L’autorité de la chose jugée en droit de l’Union européenne, Bruylant, 2017, σ. 46.

( 36 ) Όπ.π. (σ. 49 έως 52). Για τον λόγο αυτόν το Δικαστήριο έχει δεχθεί εξαιρέσεις και έχει κρίνει ότι οι διοικητικές πράξεις ενδεχομένως πρέπει μερικές φορές να επανεξεταστούν (βλ., συναφώς, απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2004, Kühne & Heitz, C‑453/00, EU:C:2004:17).

( 37 ) Για τον λόγο αυτό, επί παραδείγματι, τα κράτη μέλη δεν πρέπει, όταν προβλέπουν εθνικούς κανόνες σχετικά με το διαδικαστικό πλαίσιο της προκαταρκτικής εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 40, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32, «να καθιστούν αδύνατη την πρόσβαση των αιτούντων σε νέα διαδικασία ούτε να οδηγούν πρακτικώς στη ματαίωση ή στο σοβαρό περιορισμό της πρόσβασης αυτής» (βλ. άρθρο 42, παράγραφος 2, της ίδιας οδηγίας).

( 38 ) Βλ. απόφαση της 24ης Ιουνίου 2015, T. (C‑373/13, EU:C:2015:413, σκέψη 65).

( 39 ) Το γεγονός ότι η κοινή πολιτική που έχει αναπτύξει η Ευρωπαϊκή Ένωση για το άσυλο αποσκοπεί στην τήρηση της εν λόγω αρχής μνημονεύεται επίσης στο άρθρο 78, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

( 40 ) Βλ., και πάλι, αιτιολογική σκέψη 18 της οδηγίας 2013/32, η οποία επιβάλλει τη διεξαγωγή κατάλληλης και πλήρους εξέτασης από τις αρμόδιες αρχές. Βλ., επίσης, άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 2011/95 («[α]ποτελεί καθήκον των κρατών μελών να αξιολογούν, σε συνεργασία με τον αιτούντα, τα συναφή στοιχεία της αίτησής του»).

( 41 ) Η αρχή της μη επαναπροώθησης συγκαταλέγεται επίσης στις θεμελιώδεις αρχές που διέπουν τη Σύμβαση περί του καθεστώτος των προσφύγων, η οποία υπεγράφη στη Γενεύη στις 28 Ιουλίου 1951 (Recueil des traités des Nations unies, τόμος 189, σ. 150, αριθ. 2545, 1954) και τέθηκε σε ισχύ στις 22 Απριλίου 1954 (όπως συμπληρώθηκε από το Πρωτόκολλο περί του καθεστώτος των προσφύγων της 31ης Ιανουαρίου 1967, το οποίο τέθηκε σε ισχύ στις 4 Οκτωβρίου 1967) (στο εξής: Σύμβαση της Γενεύης).

( 42 ) Για μια γενική συζήτηση σχετικά με την αρχή της μη επαναπροώθησης και τη σχέση της με το καθεστώς του «πρόσφυγα», βλ. Chetail, V., «Le principe de non-refoulement et le statut de réfugié en droit international», La Convention de Genève du 28 juillet 1951 relative au statut des réfugiés 50 ans après: bilan et perspectives, Bruylant, Βρυξέλλες, 2001.

( 43 ) Ακριβώς επειδή δεν χωρεί παρέκκλιση από την εν λόγω αρχή, το άρθρο 41, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/32 ορίζει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν εξαιρέσεις από το δικαίωμα του ενδιαφερομένου να παραμείνει στο έδαφός τους μέχρι την εξέταση της μεταγενέστερης αιτήσεώς του μόνον εφόσον τηρείται η αρχή της μη επαναπροώθησης.

( 44 ) Συναφώς, σημειώνω ότι η EASO (νυν EUAA) έχει επισημάνει ότι η δυνατότητα των αιτούντων άσυλο να υποβάλουν μεταγενέστερη αίτηση είναι ζωτικής σημασίας για την τήρηση της αρχής της μη επαναπροώθησης (βλ. «Πρακτικό Οδηγό για τις Μεταγενέστερες Αιτήσεις», Δεκέμβριος 2021, σ. 9).

( 45 ) Με την επιφύλαξη των σχετικών επαληθεύσεων του αιτούντος δικαστηρίου, αυτή φαίνεται να είναι η περίπτωση της αποφάσεως την οποία επικαλείται ο Α. Α. στην κύρια δίκη.

( 46 ) Βλ. σκέψεις 195 και 196 της αποφάσεως της 14ης Μαΐου 2020. Όπως προέβαλε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32 αποσκοπεί στην εγγύηση του δικαιώματος των αιτούντων άσυλο περί εξετάσεως των αιτήσεών τους για διεθνή προστασία από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα ότι οι εν λόγω αρχές δεν θα υπόκεινται σε υπερβολικό διοικητικό φόρτο.

( 47 ) Βλ., συναφώς, αιτιολογική σκέψη 11 της οδηγίας 2013/32, η οποία διαλαμβάνει ότι για να διασφαλισθεί η «σφαιρική και αποτελεσματική εκτίμηση των αναγκών διεθνούς προστασίας των αιτούντων» το πλαίσιο της Ένωσης σχετικά με τις διαδικασίες χορήγησης και ανάκλησης διεθνούς προστασίας ενδείκνυται να στηρίζεται στην έννοια ενιαίας διαδικασίας (η υπογράμμιση δική μου).

( 48 ) Βλ. «Guide des procédures et critères à appliquer pour déterminer le statut de réfugié au regard de la Convention de 1951 et du Protocole de 1967 relatifs au statut des réfugiés», που δημοσιεύθηκε από την Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες, σ. 9, διαθέσιμο στη γαλλική γλώσσα σε https://www.unhcr.org/fr/media/guide-des-procedures-et-criteres-appliquer-pour-determiner-le-statut-de-refugie-au-regard-de.

( 49 ) Υπό την προϋπόθεση, βεβαίως, ότι η εν λόγω κρίση δεν αφορά απλώς το κατά πόσον το εν λόγω πρόσωπο πληροί τις προϋποθέσεις του δικαιούχου διεθνούς προστασίας, αλλά επίσης «αυξάν[ει] σημαντικά τις πιθανότητες» να αναγνωριστεί η ιδιότητα αυτή στο εν λόγω πρόσωπο.

( 50 ) Πράγματι, μολονότι το άρθρο 20, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/32 επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να μεριμνούν ώστε να παρέχεται, κατόπιν αιτήματος, δωρεάν νομική συνδρομή και εκπροσώπηση στο πλαίσιο των διαδικασιών εκδίκασης ένδικου βοηθήματος που προβλέπονται στο κεφάλαιο V της εν λόγω οδηγίας, η εν λόγω υποχρέωση δεν ισχύει κατά την εξέταση αιτήσεως διεθνούς προστασίας από τις αρμόδιες αρχές (βλ., μεταξύ άλλων, άρθρο 22 της ίδιας οδηγίας).

( 51 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 52 ) Βλ. σκέψη 60 της αποφάσεως Bundesamt für Migration und Flüchtlinge (Στρατιωτική θητεία και άσυλο).

( 53 ) Όπ.π. (σκέψη 61). Υπενθυμίζω ότι, προκειμένου ένα πρόσωπο να αποκτήσει το καθεστώς του «πρόσφυγα» δυνάμει του άρθρου 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2011/95, πρέπει να αποδειχθεί συσχετισμός μεταξύ των πράξεων δίωξης που απαριθμούνται στο άρθρο 9 της οδηγίας 2011/95 (ή της έλλειψης προστασίας κατά των πράξεων αυτών) και των λόγων δίωξης που απαριθμούνται στο άρθρο 10 της οδηγίας (βλ. άρθρο 9, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας). Στην απόφαση Bundesamt für Migration und Flüchtlinge (Στρατιωτική θητεία και άσυλο), το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι η σχέση αυτή μπορεί, υπό ορισμένες συνθήκες, να τεκμαίρεται.

( 54 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 55 ) Όπως ήδη υπέμνησα στο σημείο 57 των παρουσών προτάσεων, στην απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, το Δικαστήριο συνέδεσε την ερμηνεία της έννοιας αυτής με τη σημασία του δικαιώματος χορηγήσεως διεθνούς προστασίας, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που απαιτεί το δίκαιο της Ένωσης (βλ. σκέψεις 195 και 196 της απόφασης αυτής). Προφανώς, δεν θα μπορούσε να έχει την έννοια ότι η δυνατότητα επίκλησης του εν λόγω δικαιώματος θα πρέπει να εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο διατυπώνεται η εθνική νομοθεσία

( 56 ) Βλ. απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα) (C‑921/19, EU:C:2021:478, σκέψη 50).

( 57 ) Βλ. απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2021, Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl (Μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας) (C‑18/20, EU:C:2021:710, σκέψη 37).

( 58 ) Όπ.π. Σημειώνω, παρεμπιπτόντως, ότι η EASO, στον «Πρακτικό οδηγό για τις μεταγενέστερες αιτήσεις» (Δεκέμβριος 2021, σ. 26), διευκρινίζει ότι τα εν λόγω στοιχεία «είναι νέα επειδή δεν εξετάστηκαν κατά την προηγούμενη διαδικασία και η τελεσίδικη απόφαση σχετικά με την προηγούμενη αίτηση δεν βασίστηκε σε αυτά».

( 59 ) Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας H. Saugmandsgaard Øe στις προτάσεις του στην υπόθεση Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl (Μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας) (C‑18/20, EU:C:2021:302, σημείο 44), η ερμηνεία αυτή καθίσταται ιδιαιτέρως σαφής υπό το πρίσμα του άρθρου 40, παράγραφος 4, της οδηγίας 2013/32.

( 60 ) Βλ. απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2017, El Hassani (C‑403/16, EU:C:2017:960, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 61 ) Βλ., ωστόσο, απόφαση της 29ης Ιουλίου 2019, Torubarov (C‑556/17, EU:C:2019:626). Η εν λόγω υπόθεση αφορούσε μια περίπτωση στην οποία η αρμόδια εθνική αρχή είχε αρνηθεί, επανειλημμένα, να συμμορφωθεί με απόφαση εθνικού δικαστηρίου που ακύρωνε την αρχική της απόφαση σχετικά με αίτηση διεθνούς προστασίας. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, μπορεί να εναπόκειται στο δικαστήριο που έχει εκδώσει μια τέτοια απόφαση να μεταρρυθμίσει την απόφαση του εν λόγω οργάνου και να την υποκαταστήσει με τη δική του απόφαση, έστω και αν το εθνικό δίκαιο του το απαγορεύει.

( 62 ) Απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018 (C‑585/16, EU:C:2018:584).

( 63 ) Στο πλαίσιο αυτό, ενδέχεται να χρειαστεί να καλέσει τις αρμόδιες αρχές να προσκομίσουν οποιοδήποτε έγγραφο ή πραγματικό στοιχείο (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Alheto,C‑585/16, EU:C:2018:584, σκέψη 121).

( 64 ) Το γεγονός ότι τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να πραγματοποιήσουν την εν λόγω συνέντευξη κατέστη σαφές από το Δικαστήριο με την απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Alheto (C‑585/16, EU:C:2018:584, σκέψη 127).

Επάνω