EUR-Lex Πρόσβαση στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Επιστροφή στην αρχική σελίδα του EUR-Lex

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62020CJ0624

Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 7ης Σεπτεμβρίου 2022.
E.K. κατά Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid.
Αίτηση του Rechtbank Den Haag, zittingsplaats Amsterdam για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 2003/109/ΕΚ – Καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες – Πεδίο εφαρμογής – Υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος έχει δικαίωμα διαμονής δυνάμει του άρθρου 20 ΣΛΕΕ – Άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ – Διαμονή αποκλειστικά για λόγους προσωρινού χαρακτήρα – Αυτοτελής έννοια του δικαίου της Ένωσης.
Υπόθεση C-624/20.

Συλλογή της Νομολογίας — Γενική Συλλογή

Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2022:639

 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 7ης Σεπτεμβρίου 2022 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 2003/109/ΕΚ – Καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες – Πεδίο εφαρμογής – Υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος έχει δικαίωμα διαμονής δυνάμει του άρθρου 20 ΣΛΕΕ – Άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ – Διαμονή αποκλειστικά για λόγους προσωρινού χαρακτήρα – Αυτοτελής έννοια του δικαίου της Ένωσης»

Στην υπόθεση C‑624/20,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Rechtbank Den Haag, zittingsplaats Amsterdam (πρωτοδικείο Χάγης, μεταβατική έδρα Άμστερνταμ, Κάτω Χώρες), με απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2020, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο αυθημερόν, στο πλαίσιο της δίκης

E. K.

κατά

Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, L. Bay Larsen, Αντιπρόεδρο, A. Arabadjiev, Κ. Λυκούργο, I. Jarukaitis, N. Jääskinen, I. Ziemele (εισηγήτρια) και J. Passer, προέδρους τμήματος, F. Biltgen, P. G. Xuereb, N. Piçarra, L. S. Rossi, A. Kumin, N. Wahl και O. Spineanu-Matei, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Richard de la Tour

γραμματέας: M. Ferreira, κύρια διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 7ης Δεκεμβρίου 2021,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η E. K., εκπροσωπούμενη από τις E. C. Gelok και H. Lichteveld, advocaten,

η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. K. Bulterman, A. Hanje και C. S. Schillemans,

η Δανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον J. Nymann‑Lindegren, την M. Søndahl Wolff και την L. Teilgård,

η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους J. Möller και R. Kanitz,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την C. Cattabriga, την E. Montaguti και τον G. Wils,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 17ης Μαρτίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2003/109/ΕΚ του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με το καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες (ΕΕ 2004, L 16, σ. 44).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της E. K., υπηκόου Γκάνας με δικαίωμα διαμονής στις Κάτω Χώρες δυνάμει του άρθρου 20 ΣΛΕΕ, και του Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Υφυπουργού Δικαιοσύνης και Ασφάλειας, Κάτω Χώρες) σχετικά με την απόφαση του τελευταίου να απορρίψει την αίτηση της E. K. για τη χορήγηση άδειας διαμονής επί μακρόν διαμένοντος.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Οι αιτιολογικές σκέψεις 4, 6 και 12 της οδηγίας 2003/109 έχουν ως εξής:

«(4)

Η ενσωμάτωση των υπηκόων τρίτων χωρών που είναι επί μακρόν διαμένοντες στα κράτη μέλη αποτελεί στοιχείο-κλειδί για την προώθηση της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής, θεμελιώδους στόχου της Κοινότητας, ο οποίος ορίζεται στη συνθήκη [ΕΚ].

[…]

(6)

Το κύριο κριτήριο για την απόκτηση του καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος θα πρέπει να είναι η διάρκεια διαμονής στην επικράτεια ενός κράτους μέλους. Αυτή η κατοίκηση θα πρέπει να ήταν νόμιμη και αδιάλειπτη ώστε να δείχνει την εδραίωση του προσώπου στη χώρα. Θα πρέπει να προβλεφθεί κάποια ευελιξία ώστε να λαμβάνονται υπόψη περιστάσεις που μπορούν τυχόν να αναγκάζουν το πρόσωπο να αναχωρεί προσωρινά από την επικράτεια.

[…]

(12)

Προκειμένου να συσταθεί ένα πραγματικό μέσο για την ενσωμάτωση του επί μακρόν διαμένοντος στην κοινωνία στην οποία έχει εγκατασταθεί, οι επί μακρόν διαμένοντες θα πρέπει να απολαύουν ίσης μεταχείρισης με τους πολίτες του κράτους μέλους σε ευρύ φάσμα οικονομικών και κοινωνικών τομέων, δυνάμει των σχετικών όρων που ορίζονται στην παρούσα οδηγία.»

4

Το άρθρο 3 της οδηγίας αυτής, με τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», ορίζει τα εξής:

«1.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στους υπηκόους τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα στην επικράτεια κράτους μέλους.

2.   Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι:

[…]

ε)

διαμένουν αποκλειστικά για λόγους προσωρινού χαρακτήρα, όπως ως εσωτερικοί άμισθοι βοηθοί (au pair) ή εποχιακά εργαζόμενοι, ή ως μισθωτοί εργαζόμενοι απασχολούμενοι από φορέα παροχής υπηρεσιών στο πλαίσιο διασυνοριακής παροχής υπηρεσιών, ή ως φορείς παροχής διασυνοριακών υπηρεσιών, ή σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η άδεια διαμονής τους έχει επίσημα περιορισθεί·

[…]».

5

Το άρθρο 4 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Διάρκεια παραμονής», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Τα κράτη μέλη παρέχουν το καθεστώς επί μακρόν διαμένοντος στους υπηκόους τρίτων χωρών που διαμένουν στην επικράτειά τους νόμιμα και αδιάλειπτα κατά τα πέντε τελευταία έτη αμέσως πριν από την υποβολή της σχετικής αίτησης.»

6

Το άρθρο 5 της ίδιας οδηγίας, με τίτλο «Προϋποθέσεις απόκτησης του καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος», ορίζει τα εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τον υπήκοο τρίτης χώρας να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία ότι διαθέτει για τον ίδιο και για τα εξαρτώμενα από αυτόν μέλη της οικογένειάς του:

α)

σταθερούς και τακτικούς πόρους, επαρκείς για τη συντήρηση του ιδίου/της ιδίας και των μελών της οικογενείας του/της, χωρίς να απαιτείται προσφυγή στο σύστημα κοινωνικής αρωγής του οικείου κράτους μέλους. Τα κράτη μέλη αξιολογούν τους πόρους αυτούς σύμφωνα με τη φύση και τον τακτικό χαρακτήρα τους και μπορούν να λαμβάνουν υπόψη το επίπεδο των κατωτάτων μισθών και συντάξεων πριν από την αίτηση για τη χορήγηση του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος·

β)

ασφάλιση ασθένειας, που να καλύπτει το σύνολο των κινδύνων, οι οποίοι συνήθως καλύπτονται για τους ημεδαπούς στο οικείο κράτος μέλος.

2.   Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτήσουν από τους υπηκόους τρίτων χωρών να συμμορφωθούν με όρους ενσωμάτωσης, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.»

Το ολλανδικό δίκαιο

Ο Vreemdelingenwet 2000

7

Το άρθρο 8 του Wet tot algehele herziening van de Vreemdelingenwet (Vreemdelingenwet 2000) [νόμου περί γενικής αναθεώρησης του νόμου περί αλλοδαπών (νόμος του 2000 περί αλλοδαπών)], της 23ης Νοεμβρίου 2000 (Stb. 2000, αριθ. 495), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, ορίζει τα εξής:

«Αλλοδαπός έχει δικαίωμα νόμιμης διαμονής στις Κάτω Χώρες μόνο στις κατωτέρω περιπτώσεις:

[…]

e.

ως πολίτης της Ένωσης, εφόσον διαμένει στις Κάτω Χώρες βάσει ρύθμισης θεσπισθείσας δυνάμει της Συνθήκης ΛΕΕ ή της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ)».

8

Το άρθρο 45b του νόμου αυτού έχει ως εξής:

«1.   Η αίτηση για τη χορήγηση άδειας διαμονής επί μακρόν διαμένοντος – ΕΕ απορρίπτεται εάν, αμέσως πριν από την υποβολή της αίτησης, ο αλλοδαπός:

a.

έχει δικαίωμα διαμονής προσωρινού χαρακτήρα βάσει άδειας διαμονής ορισμένου χρόνου κατά την έννοια του άρθρου 14·

b.

έχει επίσημα περιορισμένο δικαίωμα διαμονής·

c.

διαμένει βάσει ειδικού προνομιακού καθεστώτος·

d.

διαμένει βάσει άδειας διαμονής ορισμένου χρόνου κατά την έννοια του άρθρου 28, η οποία δεν έχει χορηγηθεί δυνάμει του άρθρου 29, παράγραφος 1, στοιχείο a ή στοιχείο b·

e.

διαμένει βάσει άδειας διαμονής ορισμένου χρόνου κατά την έννοια του άρθρου 28, η οποία έχει χορηγηθεί δυνάμει του άρθρου 29, παράγραφος 2, σε αλλοδαπό που διαθέτει άδεια διαμονής κατά την έννοια του άρθρου 28, η οποία δεν έχει χορηγηθεί δυνάμει του άρθρου 29, παράγραφος 1, στοιχείο a ή στοιχείο b.

2.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, η αίτηση χορήγησης άδειας διαμονής επί μακρόν διαμένοντος – ΕΕ μπορεί να απορριφθεί μόνον εάν ο αλλοδαπός:

a.

επί πέντε συναπτά έτη και αμέσως πριν από την υποβολή της αίτησης, δεν είχε νόμιμη διαμονή κατά την έννοια του άρθρου 8, λαμβανομένης υπόψη της παραγράφου 3·

b.

κατά το ανωτέρω υπό στοιχείο a χρονικό διάστημα, διέμεινε τουλάχιστον για έξι διαδοχικούς μήνες ή συνολικώς τουλάχιστον για δέκα μήνες εκτός των Κάτω Χωρών·

c.

δεν διαθέτει επαρκή μέσα διαβίωσης κατά τρόπο ανεξάρτητο και διαρκή, από κοινού ή μη με το μέλος της οικογένειας με το οποίο κατοικεί·

d.

καταδικάστηκε με αμετάκλητη δικαστική απόφαση για αδίκημα που τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών ετών ή του επιβλήθηκε συναφώς το μέτρο του άρθρου 37 a του [Wetboek van Strafrecht (ποινικού κώδικα)]·

e.

αποτελεί κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια·

f.

δεν διαθέτει επαρκή ασφάλιση ασθένειας για τον ίδιο και τα εξαρτώμενα από αυτόν μέλη της οικογένειας· ή

g.

δεν έχει επιτύχει στην εξέταση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο a, του [Wet inburgering (νόμου περί ενσωμάτωσης)] ή δεν έχει αποκτήσει δίπλωμα, πιστοποιητικό ή άλλο έγγραφο κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο c, του νόμου αυτού.

3.   Για τον υπολογισμό του προβλεπόμενου στην παράγραφο 2, στοιχείο a, χρονικού διαστήματος δεν λαμβάνονται υπόψη η διαμονή κατά την έννοια της παραγράφου 1 και η διαμονή κατά την έννοια της παραγράφου 2, στοιχείο b, με εξαίρεση τη διαμονή για λόγους σπουδών ή επαγγελματικής κατάρτισης, η οποία λαμβάνεται υπόψη κατά το ήμισυ.

4.   Με γενικό διοικητικό μέτρο ή βάσει τέτοιου μέτρου μπορούν να θεσπιστούν κανόνες σχετικά με την εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2.»

Η Vreemdelingenbesluit 2000

9

Το άρθρο 3.5 της Besluit tot uitvoering van de Vreemdelingenwet 2000 (Vreemdelingenbesluit 2000) [κανονιστικής απόφασης για την εκτέλεση του νόμου του 2000 περί αλλοδαπών (κανονιστική απόφαση του 2000 περί αλλοδαπών)], της 23ης Νοεμβρίου 2000 (Stb. 2000, αριθ. 497), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, ορίζει τα εξής:

«1.   Το δικαίωμα διαμονής βάσει της κανονικής άδειας διαμονής ορισμένου χρόνου είναι προσωρινό ή μη προσωρινό.

2.   Είναι προσωρινό το δικαίωμα διαμονής βάσει της άδειας διαμονής που χορηγείται υπό περιορισμό σχετικό με:

a.

τη διαμονή υπό την ιδιότητα του μέλους της οικογένειας, όταν το πρόσωπο αναφοράς:

1°. έχει προσωρινό δικαίωμα διαμονής, ή

2°. είναι κάτοχος άδειας προσωρινής διαμονής λόγω ασύλου·

b.

την εποχιακή εργασία·

c.

την ενδοεταιρική μετάθεση·

d.

τη διασυνοριακή παροχή υπηρεσιών·

e.

την επαγγελματική μαθητεία·

f.

τις σπουδές·

g.

την αναζήτηση και την άσκηση μισθωτής ή μη μισθωτής εργασίας·

h.

την ανταλλαγή, στο πλαίσιο ή μη συνθήκης·

i.

την ιατρική περίθαλψη·

j.

προσωρινούς ανθρωπιστικούς λόγους·

k.

την αναμονή στο πλαίσιο αίτησης δυνάμει του άρθρου 17 του [Rijkswet op het Nederlandschap (νόμου περί της ολλανδικής ιθαγένειας)].

3.   Προς εκπλήρωση υποχρεώσεων που απορρέουν από συνθήκες ή δεσμευτικές αποφάσεις οργανισμών διεθνούς δικαίου, με υπουργική απόφαση δύνανται να καθορίζονται περιπτώσεις στις οποίες, κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2, το δικαίωμα διαμονής δεν έχει προσωρινό χαρακτήρα.

4.   Εάν χορηγηθεί υπό άλλο περιορισμό πέραν των απαριθμούμενων στην παράγραφο 2, η άδεια διαμονής δεν είναι προσωρινή, εκτός αν ορίζεται άλλως κατά τη χορήγησή της.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

10

Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης, E. K., είναι υπήκοος Γκάνας. O υιός της, ο οποίος γεννήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου 2002, έχει την ολλανδική ιθαγένεια. Στις 9 Σεπτεμβρίου 2013, χορηγήθηκε στην E. K., δυνάμει του άρθρου 20 ΣΛΕΕ, άδεια διαμονής στην ολλανδική επικράτεια με την ένδειξη «μέλος της οικογένειας πολίτη της Ένωσης».

11

Στις 18 Φεβρουαρίου 2019, η Ε. Κ. υπέβαλε, βάσει της εθνικής νομοθεσίας με την οποία μεταφέρθηκε στην εσωτερική έννομη τάξη η οδηγία 2003/109, αίτηση για τη χορήγηση άδειας διαμονής επί μακρόν διαμένοντος – ΕΕ. Η αίτηση απορρίφθηκε από τον Υφυπουργό Δικαιοσύνης και Ασφάλειας, ο οποίος έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι το δικαίωμα διαμονής δυνάμει του άρθρου 20 ΣΛΕΕ είχε προσωρινό χαρακτήρα και ότι, για τον λόγο αυτό, δεν μπορούσε να της χορηγηθεί η ζητηθείσα άδεια διαμονής. Η διοικητική προσφυγή που άσκησε η E. K. κατά της απόφασης αυτής κρίθηκε αβάσιμη.

12

Η E. K. άσκησε ένδικη προσφυγή κατά της ως άνω απορριπτικής απόφασης ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, του Rechtbank Den Haag, zittingsplaats Amsterdam (πρωτοδικείου Χάγης, μεταβατική έδρα Άμστερνταμ, Κάτω Χώρες).

13

Το δικαστήριο αυτό εκφράζει, καταρχάς, αμφιβολίες ως προς τον προσωρινό χαρακτήρα του δικαιώματος διαμονής που αποκτάται δυνάμει του άρθρου 20 ΣΛΕΕ. Ειδικότερα, τίθεται το ζήτημα, αφενός, αν ένα δικαίωμα διαμονής μπορεί να χαρακτηριστεί ως «προσωρινό» μόνον εφόσον αποδεικνύεται ότι το δικαίωμα αυτό θα λήξει σε συγκεκριμένη ημερομηνία, γνωστή εκ των προτέρων, και, αφετέρου, αν ο προσωρινός ή μη χαρακτήρας του δικαιώματος διαμονής δυνάμει του άρθρου 20 ΣΛΕΕ μπορεί να συνδέεται με την πρόθεση του υπηκόου τρίτης χώρας που έχει το δικαίωμα αυτό, δεδομένου ότι η E. K. εξέφρασε, μεταξύ άλλων, τη βούλησή της να εγκατασταθεί επί μακρόν στο έδαφος του Βασιλείου των Κάτω Χωρών. Εν συνεχεία, το εν λόγω δικαστήριο παρατηρεί ότι η E. K. και ο Υφυπουργός Δικαιοσύνης και Ασφάλειας διαφωνούν ως προς το αν ο καθορισμός του προσωρινού ή μη χαρακτήρα του δικαιώματος διαμονής δυνάμει του άρθρου 20 ΣΛΕΕ υπάγεται στην αρμοδιότητα των κρατών μελών ή αν, αντιθέτως, η έννοια του«δικαιώματος διαμονής προσωρινού χαρακτήρα» πρέπει να ερμηνεύεται ομοιόμορφα σε επίπεδο Ένωσης. Τέλος, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν το άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2003/109 μεταφέρθηκε ορθώς στην ολλανδική έννομη τάξη.

14

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Rechtbank Den Haag, zittingsplaats Amsterdam (πρωτοδικείο Χάγης, μεταβατική έδρα Άμστερνταμ) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Υπάγεται στην αρμοδιότητα των κρατών μελών να καθορίζουν αν το δικαίωμα διαμονής δυνάμει του άρθρου 20 ΣΛΕΕ είναι, αυτό καθαυτό, προσωρινής ή μη προσωρινής φύσεως ή πρέπει τούτο να ορίζεται σε επίπεδο δικαίου της Ένωσης;

2)

Σε περίπτωση που τυγχάνει εφαρμογής ερμηνεία σε επίπεδο δικαίου της Ένωσης, υπάρχει, κατά την εφαρμογή της οδηγίας 2003/109, διάκριση μεταξύ των διαφόρων παρεπόμενων δικαιωμάτων διαμονής που έχουν οι υπήκοοι τρίτων χωρών δυνάμει του δικαίου της Ένωσης, στα οποία συγκαταλέγονται το παρεπόμενο δικαίωμα διαμονής που παρέχεται σε μέλος της οικογένειας πολίτη της Ένωσης δυνάμει της οδηγίας [2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ (ΕΕ 2004, L 158, σ. 77)] και το δικαίωμα διαμονής δυνάμει του άρθρου 20 ΣΛΕΕ;

3)

Είναι προσωρινής φύσεως το δικαίωμα διαμονής δυνάμει του άρθρου 20 ΣΛΕΕ, το οποίο, ως εκ της φύσεώς του, εξαρτάται από την ύπαρξη σχέσης εξάρτησης μεταξύ του υπηκόου τρίτης χώρας και του πολίτη της Ένωσης και είναι, επομένως, πεπερασμένο;

4)

Σε περίπτωση που το δικαίωμα διαμονής δυνάμει του άρθρου 20 ΣΛΕΕ είναι προσωρινής φύσεως, έχει το άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2003/109 την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία αποκλείει μόνον τις προβλεπόμενες στο εθνικό δίκαιο άδειες διαμονής από την απόκτηση του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος κατά την έννοια της οδηγίας αυτής;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

15

Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της διαδικασίας συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου την οποία θεσπίζει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, στο Δικαστήριο απόκειται να δώσει στο εθνικό δικαστήριο χρήσιμη απάντηση που να του παρέχει τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί. Υπό το πρίσμα αυτό, το Δικαστήριο μπορεί να αναδιατυπώσει, εφόσον είναι αναγκαίο, τα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί (απόφαση της 7ης Απριλίου 2022, Avio Lucos, C‑176/20, EU:C:2022:274, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

16

Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν ο καθορισμός του προσωρινού χαρακτήρα του δικαιώματος διαμονής δυνάμει του άρθρου 20 ΣΛΕΕ υπάγεται στην αρμοδιότητα των κρατών μελών ή αν, αντιθέτως, πρόκειται για ζήτημα που πρέπει να ερμηνευθεί σε επίπεδο δικαίου της Ένωσης.

17

Ωστόσο, από το σκεπτικό της αίτησης προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι το ερώτημα αυτό υποβάλλεται προκειμένου να εξακριβωθεί αν η περίπτωση της E. K., η οποία έχει δικαίωμα διαμονής δυνάμει του άρθρου 20 ΣΛΕΕ, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2003/109, λαμβανομένου, ειδικότερα, υπόψη του άρθρου 3, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας.

18

Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν, κατ’ ορθή ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2003/109, η έννοια της διαμονής «αποκλειστικά για λόγους προσωρινού χαρακτήρα», η οποία διαλαμβάνεται στη διάταξη αυτή, είναι αυτοτελής έννοια του δικαίου της Ένωσης, η οποία πρέπει να ερμηνεύεται ομοιόμορφα σε όλα τα κράτη μέλη.

19

Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, από τις επιταγές τόσο της ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης όσο και της αρχής της ισότητας προκύπτει ότι το γράμμα διάταξης του δικαίου της Ένωσης που δεν περιέχει ρητή παραπομπή στο δίκαιο των κρατών μελών για τον προσδιορισμό της έννοιας και του περιεχομένου της πρέπει κανονικά να ερμηνεύεται, σε ολόκληρη την Ένωση, κατά τρόπο αυτοτελή και ομοιόμορφο (αποφάσεις της 18ης Οκτωβρίου 2012, Singh, C‑502/10, EU:C:2012:636, σκέψη 42, και της 12ης Απριλίου 2018, A και S, C‑550/16, EU:C:2018:248, σκέψη 41 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

20

Εν προκειμένω, μολονότι το γράμμα του άρθρου 3, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2003/109 δεν περιέχει ορισμό της φράσης «οι οποίοι […] διαμένουν αποκλειστικά για λόγους προσωρινού χαρακτήρα», η οδηγία δεν παραπέμπει ούτε στο δίκαιο των κρατών μελών για τον προσδιορισμό της έννοιας της φράσης αυτής. Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτό, για την εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας, ότι πρόκειται για αυτοτελή έννοια του δικαίου της Ένωσης, η οποία χρήζει ομοιόμορφης ερμηνείας σε όλα τα κράτη μέλη (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2012, Singh, C‑502/10, EU:C:2012:636, σκέψη 43).

21

Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, κατ’ ορθή ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2003/109, η έννοια της διαμονής «αποκλειστικά για λόγους προσωρινού χαρακτήρα», η οποία διαλαμβάνεται στη διάταξη αυτή, είναι αυτοτελής έννοια του δικαίου της Ένωσης, η οποία πρέπει να ερμηνεύεται ομοιόμορφα σε όλα τα κράτη μέλη.

Επί του δεύτερου και του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

22

Με το δεύτερο και το τρίτο ερώτημά του, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν, κατ’ ορθή ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2003/109, η έννοια της διαμονής «αποκλειστικά για λόγους προσωρινού χαρακτήρα», η οποία διαλαμβάνεται στη διάταξη αυτή, καλύπτει τη διαμονή υπηκόου τρίτης χώρας δυνάμει του άρθρου 20 ΣΛΕΕ στο έδαφος του κράτους μέλους του οποίου την ιθαγένεια έχει ο οικείος πολίτης της Ένωσης.

23

Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 3 της οδηγίας 2003/109 καθορίζει το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας.

24

Ενώ η παράγραφος 1 του άρθρου αυτού ορίζει ότι η οδηγία εφαρμόζεται στους υπηκόους τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα στην επικράτεια κράτους μέλους, η παράγραφος 2 εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής της ορισμένα είδη διαμονής. Ειδικότερα, το άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, προβλέπει ότι η οδηγία δεν εφαρμόζεται στους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι διαμένουν αποκλειστικά για λόγους προσωρινού χαρακτήρα, όπως ως εσωτερικοί άμισθοι βοηθοί (au pair) ή εποχιακά εργαζόμενοι, ή ως μισθωτοί εργαζόμενοι απασχολούμενοι από φορέα παροχής υπηρεσιών στο πλαίσιο διασυνοριακής παροχής υπηρεσιών, ή ως φορείς παροχής διασυνοριακών υπηρεσιών, ή σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η άδεια διαμονής τους έχει επίσημα περιοριστεί.

25

Συναφώς, επισημαίνεται καταρχάς ότι η διαμονή υπηκόου τρίτης χώρας στο έδαφος κράτους μέλους δυνάμει του άρθρου 20 ΣΛΕΕ πληροί την προϋπόθεση του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/109, το οποίο προβλέπει ότι η οδηγία αυτή εφαρμόζεται στους υπηκόους τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα στην επικράτεια κράτους μέλους.

26

Όσον αφορά το ζήτημα αν ένας υπήκοος τρίτης χώρας, ο οποίος διαθέτει μεν άδεια διαμονής στο έδαφος κράτους μέλους δυνάμει του άρθρου 20 ΣΛΕΕ, αποκλείεται ωστόσο από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2003/109 κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας, υπενθυμίζεται ότι η διάταξη αυτή περιλαμβάνει δύο διαφορετικές περιπτώσεις, ήτοι, αφενός, την περίπτωση των υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι διαμένουν αποκλειστικά για λόγους προσωρινού χαρακτήρα και, αφετέρου, την περίπτωση των υπηκόων τρίτων χωρών των οποίων η άδεια διαμονής έχει επίσημα περιοριστεί (απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2012, Singh, C‑502/10, EU:C:2012:636, σκέψη 38).

27

Ως προς την πρώτη περίπτωση, η οποία και μόνον αποτελεί αντικείμενο της υπό κρίση αίτησης προδικαστικής αποφάσεως, επισημαίνεται ότι ούτε το άρθρο 3 ούτε κάποια άλλη διάταξη της οδηγίας 2003/109 διευκρινίζει τι πρέπει να νοηθεί ως διαμονή «αποκλειστικά για λόγους προσωρινού χαρακτήρα», κατά την έννοια της παραγράφου 2, στοιχείο εʹ, του άρθρου αυτού.

28

Όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, για την ερμηνεία διάταξης του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της κατά τη συνήθη έννοιά του στην καθομιλουμένη, αλλά και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας η διάταξη αποτελεί μέρος και το πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται (πρβλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, Μαϊστρέλλης, C‑222/14, EU:C:2015:473, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Το ιστορικό θέσπισης της διάταξης μπορεί επίσης να προσφέρει χρήσιμα στοιχεία για την ερμηνεία της [πρβλ. απόφαση της 25ης Ιουνίου 2020, A κ.λπ. (Ανεμογεννήτριες σε Aalter και Nevele), C‑24/19, EU:C:2020:503, σκέψη 37].

29

Πρώτον, επισημαίνεται ότι το άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2003/109 προβλέπει ότι η οδηγία δεν εφαρμόζεται στους υπηκόους τρίτων χωρών «οι οποίοι […] διαμένουν αποκλειστικά για λόγους προσωρινού χαρακτήρα» στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους.

30

Λαμβανομένης υπόψη της έννοιας της φράσης αυτής στην καθομιλουμένη, η ως άνω προϋπόθεση απαιτεί να εξεταστεί αν ο λόγος που δικαιολογεί τη διαμονή συνεπάγεται, ήδη από την αρχή της διαμονής, ότι αυτή έχει προβλεφθεί αποκλειστικά για σύντομο χρονικό διάστημα. Πράγματι, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, οι λόγοι προσωρινού χαρακτήρα, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2003/109, δεν αντανακλούν εκ των προτέρων τη βούληση του υπηκόου τρίτης χώρας να εγκατασταθεί επί μακρόν στο έδαφος των κρατών μελών (πρβλ. απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2012, Singh, C‑502/10, EU:C:2012:636, σκέψη 47).

31

Η ως άνω γραμματική ερμηνεία της φράσης «οι οποίοι […] διαμένουν αποκλειστικά για λόγους προσωρινού χαρακτήρα», που περιλαμβάνεται στο άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2003/109, προκύπτει με σαφήνεια από τον περιεχόμενο στη διάταξη αυτή κατάλογο ειδών διαμονής των οποίων οι λόγοι έχουν ένα τέτοιο χαρακτηριστικό. Πράγματι, γίνεται ειδική μνεία, ενδεικτικά, της διαμονής υπηκόων τρίτων χωρών ως εσωτερικών άμισθων βοηθών (au pair) ή εποχιακών εργαζομένων, ως μισθωτών εργαζομένων απασχολούμενων από φορέα παροχής υπηρεσιών στο πλαίσιο διασυνοριακής παροχής υπηρεσιών, ή ως φορέων παροχής διασυνοριακών υπηρεσιών.

32

Τα ανωτέρω είδη διαμονής έχουν ως κοινό αντικειμενικό χαρακτηριστικό ότι είναι αυστηρώς περιορισμένα από χρονική άποψη και προορίζονται να έχουν σύντομη διάρκεια, με αποτέλεσμα να μην καθιστούν δυνατή την επί μακρόν εγκατάσταση του υπηκόου τρίτης χώρας στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους (πρβλ. απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2012, Singh, C‑502/10, EU:C:2012:636, σκέψεις 48 και 50).

33

Η εκτίμηση αυτή επιρρωννύεται εξάλλου από την αιτιολογική έκθεση της πρότασης οδηγίας του Συμβουλίου σχετικά με το καθεστώς κατοίκου μακράς διαρκείας υπέρ των υπηκόων τρίτων χωρών [COM(2001) 127 τελικό], όσον αφορά το άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της εν λόγω πρότασης, το οποίο, κατ’ ουσίαν, αντιστοιχεί στο άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2003/109. Κατά την αιτιολογική αυτή έκθεση, οι κατηγορίες προσώπων που μνημονεύονται ειδικώς στο άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της εν λόγω πρότασης δεν προτίθενται να εγκατασταθούν επί μακρόν στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους.

34

Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, λαμβανομένου υπόψη του γράμματος και του ιστορικού θέσπισης του άρθρου 3, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2003/109, η έννοια της διαμονής «αποκλειστικά για λόγους προσωρινού χαρακτήρα», κατά τη διάταξη αυτή, καλύπτει κάθε διαμονή στο έδαφος κράτους μέλους η οποία στηρίζεται αποκλειστικά σε λόγους που έχουν ως αντικειμενικό χαρακτηριστικό ότι συνεπάγονται ότι η διαμονή είναι αυστηρώς περιορισμένη από χρονική άποψη και προορίζεται να έχει σύντομη διάρκεια, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η επί μακρόν εγκατάσταση του υπηκόου τρίτης χώρας στο έδαφος του κράτους μέλους.

35

Επιβάλλεται όμως η διαπίστωση ότι η διαμονή του υπηκόου τρίτης χώρας στο έδαφος κράτους μέλους δυνάμει του άρθρου 20 ΣΛΕΕ δεν παρουσιάζει τέτοιο αντικειμενικό χαρακτηριστικό.

36

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, δικαίωμα διαμονής δυνάμει του άρθρου 20 ΣΛΕΕ αναγνωρίζεται σε υπήκοο τρίτης χώρας που είναι μέλος της οικογένειας πολίτη της Ένωσης, όπως η E. K., μόνο σε πολύ ειδικές περιπτώσεις στις οποίες, μολονότι το σχετικό με το δικαίωμα διαμονής των υπηκόων τρίτων χωρών παράγωγο δίκαιο δεν τυγχάνει εφαρμογής και ο πολίτης αυτός δεν έχει κάνει χρήση του δικαιώματός του ελεύθερης κυκλοφορίας, η άρνηση αναγνώρισης ενός τέτοιου δικαιώματος θα ανάγκαζε εκ των πραγμάτων τον εν λόγω πολίτη να εγκαταλείψει το έδαφος της Ένωσης στο σύνολό του, στερώντας του, ως εκ τούτου, τη δυνατότητα να απολαύσει πράγματι, κατά το ουσιώδες μέρος τους, τα δικαιώματα που του παρέχει η ιδιότητα αυτή [πρβλ. αποφάσεις της 10ης Μαΐου 2017, Chavez-Vilchez κ.λπ., C‑133/15, EU:C:2017:354, σκέψη 63, και της 27ης Φεβρουαρίου 2020, Subdelegación del Gobierno en Ciudad Real (Σύζυγος πολίτη της Ένωσης), C‑836/18, EU:C:2020:119, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

37

Επομένως, για να είναι ικανή μια τέτοια άρνηση να θίξει την πρακτική αποτελεσματικότητα της ιθαγένειας της Ένωσης, πρέπει μεταξύ του εν λόγω υπηκόου τρίτης χώρας και του πολίτη της Ένωσης που είναι μέλος της οικογένειάς του να υφίσταται σχέση εξάρτησης τέτοιας φύσεως ώστε ο πολίτης της Ένωσης, ελλείψει αναγνώρισης δικαιώματος διαμονής του υπηκόου αυτού στο έδαφος της Ένωσης, να αναγκάζεται να τον συνοδεύσει και να εγκαταλείψει το έδαφος της Ένωσης στο σύνολό του [πρβλ. απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2020, Subdelegación del Gobierno en Ciudad Real (Σύζυγος πολίτη της Ένωσης), C‑836/18, EU:C:2020:119, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

38

Όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, η αναγνώριση δικαιώματος διαμονής δυνάμει του άρθρου 20 ΣΛΕΕ πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα την ένταση της σχέσης εξάρτησης μεταξύ του ενδιαφερόμενου υπηκόου τρίτης χώρας και του πολίτη της Ένωσης που είναι μέλος της οικογένειας του πρώτου και, κατά την εκτίμηση αυτή, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των περιστάσεων της συγκεκριμένης υπόθεσης [πρβλ. αποφάσεις της 10ης Μαΐου 2017, Chavez‑Vilchez κ.λπ., C‑133/15, EU:C:2017:354, σκέψη 71, της 8ης Μαΐου 2018, K. A. κ.λπ. (Οικογενειακή επανένωση στο Βέλγιο), C‑82/16, EU:C:2018:308, σκέψη 72, καθώς και της 27ης Φεβρουαρίου 2020, Subdelegación del Gobierno en Ciudad Real (Σύζυγος πολίτη της Ένωσης), C‑836/18, EU:C:2020:119, σκέψη 56].

39

Συναφώς, το Δικαστήριο, προκειμένου να εκτιμήσει αν υφίσταται τέτοια σχέση εξάρτησης μεταξύ τέκνου που είναι πολίτης της Ένωσης και του γονέα του που είναι υπήκοος τρίτης χώρας, έκρινε ότι πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το ζήτημα της επιμέλειας του τέκνου καθώς και το κατά πόσον ο γονέας υπήκοος τρίτης χώρας φέρει το νομικό, οικονομικό ή συναισθηματικό βάρος για το τέκνο αυτό (πρβλ. αποφάσεις της 6ης Δεκεμβρίου 2012, O κ.λπ., C‑356/11 και C‑357/11, EU:C:2012:776, σκέψη 56, και της 13ης Σεπτεμβρίου 2016, Rendón Marín, C‑165/14, EU:C:2016:675, σκέψη 51). Έχουν επίσης θεωρηθεί ως κρίσιμες περιστάσεις η ηλικία του τέκνου, η σωματική και συναισθηματική του ανάπτυξη, η ένταση του συναισθηματικού του δεσμού με τον γονέα που είναι πολίτης της Ένωσης και με τον γονέα υπήκοο τρίτης χώρας, καθώς και ο κίνδυνος που θα συνεπαγόταν για την ισορροπία του τέκνου ο αποχωρισμός του από τον γονέα υπήκοο τρίτης χώρας (απόφαση της 10ης Μαΐου 2017, Chavez-Vilchez κ.λπ., C‑133/15, EU:C:2017:354, σκέψη 71).

40

Όσον αφορά την εκτίμηση της ύπαρξης σχέσης εξάρτησης μεταξύ ενηλίκων, το Δικαστήριο επισήμανε ότι, μολονότι, βεβαίως, ένας ενήλικας είναι καταρχήν σε θέση να ζει ανεξάρτητα από τα μέλη της οικογένειάς του, η αναγνώριση της ύπαρξης μεταξύ δύο ενηλίκων, μελών της ίδιας οικογένειας, μιας τέτοιας σχέσης εξάρτησης είναι επίσης δυνατή σε εξαιρετικές περιπτώσεις, στις οποίες ο ενδιαφερόμενος δεν θα μπορούσε επ’ ουδενί να απομακρυνθεί από το μέλος της οικογένειάς του από το οποίο εξαρτάται [πρβλ. αποφάσεις της 8ης Μαΐου 2018, K. A. κ.λπ. (Οικογενειακή επανένωση στο Βέλγιο), C‑82/16, EU:C:2018:308, σκέψη 65, και της 5ης Μαΐου 2022, Subdelegación del Gobierno en Toledo (Διαμονή μέλους της οικογένειας – Ανεπαρκείς πόροι), C‑451/19 και C‑532/19, EU:C:2022:354, σκέψη 56].

41

Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το δικαίωμα διαμονής υπηκόου τρίτης χώρας δυνάμει του άρθρου 20 ΣΛΕΕ, υπό την ιδιότητά του ως μέλους της οικογένειας πολίτη της Ένωσης, δικαιολογείται από το ότι η διαμονή αυτή είναι αναγκαία προκειμένου ο εν λόγω πολίτης να είναι σε θέση, ενόσω διαρκεί η σχέση εξάρτησης με τον ως άνω υπήκοο, να απολαύσει πράγματι, κατά το ουσιώδες μέρος τους, τα δικαιώματα που του παρέχει η ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης. Μολονότι, βεβαίως, μια τέτοια σχέση εξάρτησης εξαφανίζεται, κατά κανόνα, με την πάροδο του χρόνου, δεν είναι, καταρχήν, σύντομης διάρκειας. Ως εκ τούτου, ο λόγος της διαμονής στο έδαφος κράτους μέλους δυνάμει του άρθρου 20 ΣΛΕΕ δεν είναι ικανός να εμποδίσει την επί μακρόν εγκατάσταση του υπηκόου τρίτης χώρας στο έδαφος του κράτους μέλους αυτού. Πράγματι, η σχέση εξάρτησης η οποία δικαιολογεί την ως άνω διαμονή, και της οποίας τα κύρια χαρακτηριστικά υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 37 έως 40 της παρούσας απόφασης, μπορεί να εκτείνεται σε σημαντικό χρονικό διάστημα και, όσον αφορά, ειδικότερα, υπήκοο τρίτης χώρας που είναι γονέας τέκνου το οποίο είναι πολίτης της Ένωσης, μπορεί καταρχήν να διαρκεί μέχρι την ενηλικίωση του τέκνου, ακόμη δε και πέραν αυτής όταν συντρέχουν οι περιστάσεις που τη δικαιολογούν.

42

Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η διαμονή του υπηκόου τρίτης χώρας στο έδαφος κράτους μέλους δυνάμει του άρθρου 20 ΣΛΕΕ συνιστά διαμονή «αποκλειστικά για λόγους προσωρινού χαρακτήρα», κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2003/109.

43

Δεύτερον, η ερμηνεία αυτή, η οποία στηρίζεται στο γράμμα και στο ιστορικό θέσπισης του άρθρου 3, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2003/109, επιρρωννύεται από τους σκοπούς που επιδιώκει η οδηγία.

44

Όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, από τις αιτιολογικές σκέψεις 4, 6 και 12 της εν λόγω οδηγίας προκύπτει ότι κύριος σκοπός της είναι η ενσωμάτωση των υπηκόων τρίτων χωρών που είναι επί μακρόν διαμένοντες στα κράτη μέλη [αποφάσεις της 26ης Απριλίου 2012, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, C‑508/10, EU:C:2012:243, σκέψη 66, της 18ης Οκτωβρίου 2012, Singh, C‑502/10, EU:C:2012:636, σκέψη 45, και της 3ης Οκτωβρίου 2019, X (Επί μακρόν διαμένοντες – Σταθεροί, τακτικοί και επαρκείς πόροι), C‑302/18, EU:C:2019:830, σκέψη 29].

45

Κατά πάγια νομολογία, όπως συνάγεται από το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/109, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής της σκέψης 6, η εν λόγω ενσωμάτωση προκύπτει πρωτίστως από τη μνημονευόμενη στη διάταξη αυτή νόμιμη και αδιάλειπτη διαμονή επί πενταετία, διά της οποίας αποδεικνύονται οι δεσμοί του ενδιαφερομένου με το οικείο κράτος μέλος και, συνεπώς, η επί μακρόν εγκατάστασή του στο έδαφος του κράτους μέλους [πρβλ. απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2019, X (Επί μακρόν διαμένοντες – Σταθεροί, τακτικοί και επαρκείς πόροι), C‑302/18, EU:C:2019:830, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

46

Συναφώς, όπως επισημάνθηκε, κατ’ ουσίαν, στη σκέψη 41 της παρούσας απόφασης, η διάρκεια της διαμονής υπηκόου τρίτης χώρας στο έδαφος των κρατών μελών δυνάμει του άρθρου 20 ΣΛΕΕ μπορεί να εκτείνεται σε σημαντικό χρονικό διάστημα και, ως εκ τούτου, να είναι σαφώς μεγαλύτερη από τη διάρκεια που καθορίζεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/109.

47

Επιπλέον, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι στον υπήκοο τρίτης χώρας που απολαύει δικαιώματος διαμονής δυνάμει του άρθρου 20 ΣΛΕΕ πρέπει να χορηγηθεί άδεια εργασίας, προκειμένου αυτός να είναι σε θέση να συντηρήσει το τέκνο του που είναι πολίτης της Ένωσης, διότι άλλως το τέκνο θα εμποδιζόταν να απολαύσει πράγματι, κατά το ουσιώδες μέρος τους, τα δικαιώματα που συναρτώνται προς την ιδιότητα αυτή (πρβλ. απόφαση της 8ης Μαρτίου 2011, Ruiz Zambrano, C‑34/09, EU:C:2011:124, σκέψη 45). Η άσκηση εργασίας στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους για παρατεταμένο χρονικό διάστημα μπορεί να ενισχύσει ακόμη περισσότερο τους δεσμούς του υπηκόου αυτού με το κράτος μέλος.

48

Τρίτον, η εν λόγω ερμηνεία ουδόλως αναιρείται από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η σχετική διάταξη.

49

Συναφώς, σημειώνεται ότι η ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2003/109 που εκτίθεται στη σκέψη 42 της παρούσας απόφασης δεν κλονίζει τη γενική οικονομία της οδηγίας, δεδομένου ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος απολαύει δικαιώματος διαμονής δυνάμει του άρθρου 20 ΣΛΕΕ πρέπει, προκειμένου να αποκτήσει το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος, να πληροί τις προϋποθέσεις των άρθρων 4 και 5 της οδηγίας. Εκτός από το ότι πρέπει να έχει διαμείνει νόμιμα και αδιάλειπτα στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους κατά τα πέντε τελευταία έτη αμέσως πριν από την υποβολή της σχετικής αίτησης, ο υπήκοος τρίτης χώρας οφείλει να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία περί του ότι διαθέτει, για τον ίδιο και για τα εξαρτώμενα από αυτόν μέλη της οικογένειάς του, σταθερούς και τακτικούς πόρους, επαρκείς για τη συντήρηση του ιδίου και των μελών της οικογένειάς του, χωρίς να απαιτείται προσφυγή στο σύστημα κοινωνικής αρωγής του οικείου κράτους μέλους, καθώς και ασφάλιση ασθένειας που να καλύπτει το σύνολο των κινδύνων οι οποίοι συνήθως καλύπτονται για τους ημεδαπούς στο εν λόγω κράτος μέλος. Ομοίως, το κράτος μέλος μπορεί να απαιτήσει από τους υπηκόους τρίτων χωρών να συμμορφωθούν με όρους ενσωμάτωσης προβλεπόμενους από το εθνικό του δίκαιο (πρβλ. απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2012, Iida, C‑40/11, EU:C:2012:691, σκέψεις 38 και 39).

50

Εξάλλου, η Ολλανδική και η Γερμανική Κυβέρνηση υποστήριξαν μεταξύ άλλων, κατ’ ουσίαν, ότι, λαμβανομένου υπόψη του παράγωγου χαρακτήρα του δικαιώματος διαμονής του οποίου απολαύει ο υπήκοος τρίτης χώρας δυνάμει του άρθρου 20 ΣΛΕΕ, η διαμονή αυτή, ακόμη και αν υποτεθεί ότι διήρκεσε πέντε έτη και ήταν νόμιμη και αδιάλειπτη, δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη χορήγηση άδειας διαμονής επί μακρόν διαμένοντος δυνάμει της οδηγίας 2003/109. Η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

51

Βεβαίως, οι διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ που αφορούν την ιθαγένεια της Ένωσης δεν παρέχουν κανένα αυτοτελές δικαίωμα στους υπηκόους τρίτων χωρών. Πράγματι, τα δικαιώματα που ενδεχομένως αναγνωρίζονται στους υπηκόους τρίτων χωρών δεν αποτελούν ίδια δικαιώματα των υπηκόων αυτών, αλλά παράγωγα δικαιώματα εκπορευόμενα από τα δικαιώματα του πολίτη της Ένωσης. Ο σκοπός και η δικαιολόγηση των εν λόγω παράγωγων δικαιωμάτων ερείδονται στη διαπίστωση ότι η άρνηση αναγνώρισής τους ενδέχεται να θίξει, μεταξύ άλλων, την ελευθερία κυκλοφορίας και διαμονής του πολίτη της Ένωσης στο έδαφος της Ένωσης [πρβλ. απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2020, Subdelegación del Gobierno en Ciudad Real (Σύζυγος πολίτη της Ένωσης),C‑836/18, EU:C:2020:119, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

52

Ωστόσο, το γεγονός αυτό δεν ασκεί επιρροή προκειμένου να κριθεί αν η έννοια της διαμονής «αποκλειστικά για λόγους προσωρινού χαρακτήρα», κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2003/109, καλύπτει τη διαμονή υπηκόου τρίτης χώρας δυνάμει του άρθρου 20 ΣΛΕΕ στο έδαφος του κράτους μέλους του οποίου την ιθαγένεια έχει ο οικείος πολίτης της Ένωσης.

53

Συγκεκριμένα, αφενός, το άρθρο 3 της οδηγίας δεν διακρίνει ανάλογα με το αν ο υπήκοος τρίτης χώρας διαμένει νόμιμα στο έδαφος της Ένωσης δυνάμει αυτοτελούς δικαιώματος ή δυνάμει παράγωγου δικαιώματος εκπορευόμενου από τα δικαιώματα του οικείου πολίτη της Ένωσης.

54

Επιπλέον, τέτοια διάκριση δεν προκύπτει ούτε από τις λοιπές διατάξεις της οδηγίας, ειδικότερα δε ούτε από το άρθρο 4, παράγραφος 1, το οποίο αναφέρεται στη νόμιμη και αδιάλειπτη διαμονή του υπηκόου τρίτης χώρας στο έδαφος των κρατών μελών κατά τα πέντε τελευταία έτη αμέσως πριν από την υποβολή της σχετικής αίτησης.

55

Αφετέρου, ο παράγωγος χαρακτήρας του δικαιώματος διαμονής στο έδαφος κράτους μέλους το οποίο αναγνωρίζεται, δυνάμει του δικαίου της Ένωσης, σε υπήκοο τρίτης χώρας δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην ότι οι λόγοι που δικαιολογούν την παροχή τέτοιου δικαιώματος αποκλείουν την επί μακρόν εγκατάσταση του υπηκόου αυτού στο έδαφος του κράτους μέλους. Ειδικότερα, αρκεί να υπομνησθεί ότι, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 41 της παρούσας απόφασης, η σχέση εξάρτησης στην οποία βασίζεται το παράγωγο δικαίωμα διαμονής υπηκόου τρίτης χώρας δυνάμει του άρθρου 20 ΣΛΕΕ δεν είναι, καταρχήν, σύντομης διαρκείας, αλλά μπορεί να εκτείνεται σε σημαντικό χρονικό διάστημα.

56

Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο δεύτερο και στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, κατ’ ορθή ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2003/109, η έννοια της διαμονής «αποκλειστικά για λόγους προσωρινού χαρακτήρα», η οποία διαλαμβάνεται στη διάταξη αυτή, δεν καλύπτει τη διαμονή υπηκόου τρίτης χώρας δυνάμει του άρθρου 20 ΣΛΕΕ στο έδαφος του κράτους μέλους του οποίου την ιθαγένεια έχει ο οικείος πολίτης της Ένωσης.

Επί του τέταρτου προδικαστικού ερωτήματος

57

Κατόπιν της απάντησης που δόθηκε στο δεύτερο και στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα.

Επί των δικαστικών εξόδων

58

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:

 

1)

Κατ’ ορθή ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2003/109/ΕΚ του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με το καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες, η έννοια της διαμονής «αποκλειστικά για λόγους προσωρινού χαρακτήρα», η οποία διαλαμβάνεται στη διάταξη αυτή, είναι αυτοτελής έννοια του δικαίου της Ένωσης, η οποία πρέπει να ερμηνεύεται ομοιόμορφα σε όλα τα κράτη μέλη.

 

2)

Κατ’ ορθή ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2003/109, η έννοια της διαμονής «αποκλειστικά για λόγους προσωρινού χαρακτήρα», η οποία διαλαμβάνεται στη διάταξη αυτή, δεν καλύπτει τη διαμονή υπηκόου τρίτης χώρας δυνάμει του άρθρου 20 ΣΛΕΕ στο έδαφος του κράτους μέλους του οποίου την ιθαγένεια έχει ο οικείος πολίτης της Ένωσης.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.

Επάνω