Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62020CO0504

Διάταξη του Δικαστηρίου (όγδοο τμήμα) της 14ης Απριλίου 2021.
Lukáš Wagenknecht κατά Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.
Αίτηση αναιρέσεως – Άρθρο 181 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου – Προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Καταπολέμηση της απάτης – Σύνοδοι του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου – Πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο – Αίτημα να εξαιρεθεί ο εκπρόσωπος της Τσεχικής Δημοκρατίας λόγω φερόμενης συγκρούσεως συμφερόντων – Απάντηση με την οποία προβάλλεται αναρμοδιότητα – Προσφυγή κατά παραλείψεως – Φερόμενη μη ανάληψη δράσεως του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου – Απαράδεκτο – Λήψη θέσεως – Ενεργητική νομιμοποίηση – Έννομο συμφέρον.
Υπόθεση C-504/20 P.

Συλλογή της Νομολογίας — Γενική Συλλογή — Τμήμα «Πληροφορίες για τις μη δημοσιευόμενες αποφάσεις»

Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2021:305

 ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 14ης Απριλίου 2021 ( *1 )

«Αίτηση αναιρέσεως – Άρθρο 181 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου – Προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Καταπολέμηση της απάτης – Σύνοδοι του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου – Πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο – Αίτημα να εξαιρεθεί ο εκπρόσωπος της Τσεχικής Δημοκρατίας λόγω φερόμενης συγκρούσεως συμφερόντων – Απάντηση με την οποία προβάλλεται αναρμοδιότητα – Προσφυγή κατά παραλείψεως – Φερόμενη μη ανάληψη δράσεως του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου – Απαράδεκτο – Λήψη θέσεως – Ενεργητική νομιμοποίηση – Έννομο συμφέρον»

Στην υπόθεση C‑504/20 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου 2020,

Lukáš Wagenknecht, κάτοικος Pardubice (Τσεχική Δημοκρατία), εκπροσωπούμενος από την A. Koller, advokátka,

αναιρεσείων,

όπου ο έτερος διάδικος είναι το:

Ευρωπαϊκό Συμβούλιο,

καθού πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους N. Wahl, πρόεδρο τμήματος, F. Biltgen (εισηγητή) και J. Passer, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: H. Saugmandsgaard Øe

γραμματέας: Α. Calot Escobar

κατόπιν της απόφασης που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη σύμφωνα με το άρθρο 181 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου,

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

1

Με την αίτηση αναιρέσεως, ο Lukáš Wagenknecht ζητεί την αναίρεση, αφενός, της διατάξεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17ης Ιουλίου 2020, Wagenknecht κατά Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (T‑715/19, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, EU:T:2020:340), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε ως απαράδεκτη και, εν πάση περιπτώσει, ως προδήλως αβάσιμη την ασκηθείσα από τον νυν αναιρεσείοντα, βάσει του άρθρου 265 ΣΛΕΕ, προσφυγή κατά παραλείψεως, με την οποία ζητήθηκε να διαπιστωθεί ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο παρανόμως παρέλειψε να ενεργήσει επί του αιτήματος του νυν αναιρεσείοντα να εξαιρεθεί ο Πρωθυπουργός της Τσεχικής Δημοκρατίας, Andrej Babiš, από τη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 20ής Ιουνίου 2019, καθώς και από τις μελλοντικές συνόδους σχετικά με τις διαπραγματεύσεις για τις δημοσιονομικές προοπτικές, λόγω της φερόμενης σύγκρουσης συμφερόντων του, και, αφετέρου, της διατάξεως του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 23ης Ιουλίου 2020, Wagenknecht κατά Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (Τ‑715/19 R, μη δημοσιευθείσα, στο εξής: διάταξη ασφαλιστικών μέτρων, EU:T:2020:358) η οποία διέτασσε κατάργηση της δίκης επί της αίτησης προσωρινών μέτρων που ο νυν αναιρεσείων είχε υποβάλει δυνάμει του άρθρου 279 ΣΛΕΕ.

Το ιστορικό της διαφοράς

2

Στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, το ιστορικό της διαφοράς, όπως εκτίθεται στις σκέψεις 1 έως 3 της αναιρεσιβαλλόμενης διατάξεως, μπορεί να συνοψισθεί ως εξής.

3

Με επιστολή της 5ης Ιουνίου 2019, που περιήλθε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 10 Ιουνίου 2019, ο νυν αναιρεσείων, μέλος της Senát Parlamentu České republiky (Γερουσίας της Τσεχικής Δημοκρατίας), ζήτησε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο να εξαιρέσει τον Πρωθυπουργό της Τσεχικής Δημοκρατίας από τη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 20ής Ιουνίου 2019 και από μελλοντικές συνόδους σχετικά με τις διαπραγματεύσεις για τις δημοσιονομικές προοπτικές [«πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο (ΠΔΠ) 2021/2027»] (στο εξής: πρόσκληση προς ενέργεια της 5ης Ιουνίου 2019), λόγω της φερόμενης συγκρούσεως συμφερόντων του εν λόγω εκπροσώπου της Τσεχικής Δημοκρατίας, η οποία απορρέει από τα προσωπικά και οικογενειακά του συμφέροντα στις επιχειρήσεις του ομίλου Agrofert, που δραστηριοποιείται ιδίως στον τομέα των γεωργικών προϊόντων διατροφής.

4

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο απάντησε στην εν λόγω επιστολή στις 24 Ιουνίου 2019. Ενώ διευκρίνισε ότι δεν λαμβάνει θέση επί της ουσίας των αιτιάσεων του νυν αναιρεσείοντος και τον διαβεβαίωσε ότι προσδίδει ιδιαίτερη σημασία στην καταπολέμηση της απάτης και άλλων παράνομων δραστηριοτήτων εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συγχρόνως επισήμανε ότι το άρθρο 15, παράγραφος 2, ΣΕΕ καθορίζει τη σύνθεση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, προβλέποντας ότι «απαρτίζεται από τους αρχηγούς κρατών ή κυβερνήσεων των κρατών μελών, καθώς και από τον πρόεδρό του και τον πρόεδρο της [Ευρωπαϊκής] Επιτροπής», η σύνθεση δε αυτή δεν μπορεί να μεταβληθεί ελλείψει διατάξεως στις Συνθήκες που να προβλέπει τη δυνατότητα μιας τέτοιας μεταβολής. Επιπλέον, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο εξέθεσε ότι το ζήτημα ποιο πρόσωπο, μεταξύ του αρχηγού κράτους και του αρχηγού κυβερνήσεως, πρέπει να εκπροσωπεί το κάθε κράτος μέλος της Ένωσης διέπεται αποκλειστικά από το εθνικό συνταγματικό δίκαιο και, ως εκ τούτου, δεν εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ή του Προέδρου του να αποφασίσει ποιος πρέπει να είναι ο εκπρόσωπος κάθε κράτους μέλους στο θεσμικό αυτό όργανο ή να αποφασίσει ποιος, μεταξύ του αρχηγού του κράτους και του αρχηγού της κυβερνήσεως, πρέπει να καλείται στις διάφορες συνόδους του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.

5

Στις 2 Ιουλίου 2019 ο νυν αναιρεσείων απευθύνθηκε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, ζητώντας από τον Γενικό Γραμματέα του εν λόγω θεσμικού οργάνου διευκρινίσεις σχετικά με την απάντηση που του είχε δοθεί στις 24 Ιουνίου του ίδιου έτους. Το μήνυμα αυτό έμεινε αναπάντητο.

Η προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη και η διάταξη ασφαλιστικών μέτρων

6

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 21 Οκτωβρίου 2019, ο νυν αναιρεσείων άσκησε, δυνάμει του άρθρου 265 ΣΛΕΕ, προσφυγή με αίτημα να διαπιστωθεί παράλειψη του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου καθόσον το θεσμικό όργανο αυτό παρανόμως παρέλειψε να ενεργήσει ανταποκρινόμενο στην πρόσκληση προς ενέργεια της 5ης Ιουνίου 2019.

7

Στις 19 Μαρτίου 2020 το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο προέβαλε ένσταση απαραδέκτου, δυνάμει του άρθρου 130, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, με την οποία ζητούσε από το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή ως προδήλως απαράδεκτη και να καταδικάσει τον νυν αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα.

8

Με χωριστό δικόγραφο που διαβιβάστηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 27 Μαΐου 2020, ο νυν αναιρεσείων ζήτησε, δυνάμει του άρθρου 279 ΣΛΕΕ, από τον Πρόεδρο του Γενικού Δικαστηρίου τη λήψη προσωρινού μέτρου, συνιστάμενου στη διαταγή να συμπεριληφθεί, στα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, δήλωση με την οποία, κατ’ ουσίαν, να απαγορεύεται σε κάθε νομικό πρόσωπο που συνδέεται με τον Πρωθυπουργό της Τσεχικής Δημοκρατίας να λαμβάνει κεφάλαια στο πλαίσιο του ΠΔΠ 2021/2027.

9

Με την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη, την οποία εξέδωσε βάσει των άρθρων 126 και 130 του Κανονισμού Διαδικασίας του, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή ως απαράδεκτη, κρίνοντας, αφενός, στις σκέψεις 25 έως 27 της εν λόγω διατάξεως, ότι ο νυν αναιρεσείων δεν είχε έννομο συμφέρον ούτε νομιμοποιείτο ενεργητικώς και, αφετέρου, στις σκέψεις 28 έως 33 της ίδιας διατάξεως, ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, με το από 24 Ιουνίου 2019 έγγραφό του, έλαβε θέση επί της προσκλήσεως προς ενέργεια της 5ης Ιουνίου 2019. Εντούτοις, στις σκέψεις 34 έως 38 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε σκόπιμο να εξετάσει, επίσης, την προσφυγή επί της ουσίας και την απέρριψε ως, εν πάση περιπτώσει, προδήλως αβάσιμη.

10

Με τη διάταξη ασφαλιστικών μέτρων, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου διέταξε την κατάργηση της δίκης επί της αιτήσεως λήψεως προσωρινού μέτρου.

Τα αιτήματα του αναιρεσείοντος και η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία

11

Με την αίτηση αναιρέσεως, ο αναιρεσείων ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη·

να δεχθεί τα αιτήματα που είχε υποβάλει πρωτοδίκως και,

να αναιρέσει τη διάταξη ασφαλιστικών μέτρων.

Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

12

Δυνάμει του άρθρου 181 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι, εν όλω ή εν μέρει, προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη, το Δικαστήριο μπορεί, οποτεδήποτε, κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, να αποφασίσει την ολική ή μερική απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως, με αιτιολογημένη διάταξη.

13

Η διάταξη αυτή πρέπει να εφαρμοσθεί στην υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως.

14

Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, αφενός, ο αναιρεσείων προβάλλει δεκαπέντε λόγους αναιρέσεως που αφορούν, ο πρώτος, παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης αναφορικά με τη νόμιμη συμπεριφορά των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, ο δεύτερος, παράβαση του άρθρου 130, παράγραφοι 3 και 7, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, καθώς και κατά του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ), ο τρίτος, παράβαση του άρθρου 265, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, ερμηνευόμενου σε συνδυασμό με το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, ο τέταρτος, παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ, καθώς και των κοινών συνταγματικών κανόνων των κρατών μελών, ο πέμπτος, παράβαση του άρθρου 2 της ΕΣΔΑ και του άρθρου 2 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), ο έκτος, παράβαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ και του άρθρου 47 του Χάρτη, ο έβδομος, παράβαση του άρθρου 13 ΣΕΕ, ο όγδοος, παράβαση του άρθρου 15, παράγραφος 2, ΣΕΕ, ο ένατος, παράβαση του άρθρου 325, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, ο δέκατος, παράβαση του άρθρου 61 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 18ης Ιουλίου 2018, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης, την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1296/2013, (ΕΕ) αριθ. 1301/2013, (ΕΕ) αριθ. 1303/2013, (ΕΕ) αριθ. 1304/2013, (ΕΕ) αριθ. 1309/2013, (ΕΕ) αριθ. 1316/2013, (ΕΕ) αριθ. 223/2014, (ΕΕ) αριθ. 283/2014 και της απόφασης 541/2014/ΕΕ και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 (ΕΕ 2018, L 193, σ. 1), ο ενδέκατος έως και ο δέκατος τέταρτος, παράβαση του άρθρου 2 ΣΕΕ, καθώς και, ο δέκατος πέμπτος, παραβίαση της αρχής της προβλεψιμότητας του δικαίου αναφορικά με την καταδίκη του στα δικαστικά έξοδα.

15

Αφετέρου, με τον δέκατο έκτο λόγο αναιρέσεως, ο αναιρεσείων σκοπεί να ασκήσει αναίρεση κατά της διατάξεως ασφαλιστικών μέτρων καθώς και να υποβάλει αίτηση λήψεως προσωρινών μέτρων.

16

Σε πρώτο στάδιο, πρέπει να εξεταστούν ο πρώτος, ο τρίτος, ο πέμπτος, ο έκτος, ο ενδέκατος και ο δωδέκατος λόγος αναιρέσεως, οι οποίοι αφορούν το σκεπτικό της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως σχετικά με το παραδεκτό της προσφυγής, στη συνέχεια δε, σε δεύτερο στάδιο, οι λοιποί λόγοι που προβάλλονται προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως.

Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

17

Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως στρέφεται κατά των σκέψεων 29 έως 33 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, με τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το έγγραφο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 24ης Ιουνίου 2019 συνιστούσε λήψη θέσεως εκ μέρους του θεσμικού αυτού οργάνου επί της προσκλήσεως προς ενέργεια της 5ης Ιουνίου 2019, με αποτέλεσμα η προσφυγή να μην πληροί τις προϋποθέσεις παραδεκτού για προσφυγή κατά παραλείψεως, οι οποίες καθορίζονται στο άρθρο 265 ΣΛΕΕ.

Επιχειρήματα του αναιρεσείοντος

18

Πρώτον, ο αναιρεσείων προβάλλει παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης αναφορικά με τη νόμιμη συμπεριφορά των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, κατά αμφίσημο τρόπο, ότι ο αναιρεσείων δεν θα έπρεπε να επιδείξει εμπιστοσύνη ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα ενεργήσει σύμφωνα με το άρθρο 61 του κανονισμού 2018/1046 και το άρθρο 325 ΣΛΕΕ, διότι το θεσμικό αυτό όργανο επισήμανε, κατά τρόπο αντιφατικό, με το έγγραφο της 24ης Ιουνίου 2019, ότι θα συμμορφωθεί μεν προς την υποχρέωση καταπολεμήσεως της απάτης και της διαφθοράς, αλλά ότι δεν έχει αρμοδιότητα να το πράξει.

19

Δεύτερον, ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, στο έγγραφό του της 24ης Ιουνίου 2019, το οποίο ο αναιρεσείων χαρακτηρίζει ως «μη απάντηση», παρέβη την υποχρέωσή του να επικοινωνεί με σαφή και κατανοητό τρόπο και ότι η τυχόν άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά του εγγράφου αυτού, δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, στην οποία αναφέρεται το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 32 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, θα είχε αποδειχθεί λυσιτελής.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

20

Όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε, στις σκέψεις 29 έως 31 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι οι προϋποθέσεις του παραδεκτού προσφυγής κατά παραλείψεως, τις οποίες θέτει το άρθρο 265 ΣΛΕΕ, δεν πληρούνται όταν το θεσμικό όργανο, κληθέν να ενεργήσει, έλαβε θέση επί της προσκλήσεως αυτής πριν από την άσκηση της προσφυγής (διατάξεις της 8ης Φεβρουαρίου 2018, CBA Spielapparate- und Restaurantbetrieb κατά Επιτροπής, C‑508/17 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:72, σκέψη 15, και της 3ης Δεκεμβρίου 2019, WB κατά Επιτροπής, C‑270/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:1038, σκέψη 13) και ότι η έκδοση πράξης διαφορετικής από εκείνη της οποίας την έκδοση επιθυμούσαν ή θεωρούσαν αναγκαία οι ενδιαφερόμενοι, όπως είναι μια δεόντως αιτιολογημένη άρνηση του θεσμικού οργάνου να ενεργήσει σύμφωνα με την πρόσκληση προς ενέργεια, συνιστά λήψη θέσεως με την οποία τερματίζεται η παράλειψη (πρβλ. απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2013, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, C‑196/12, EU:C:2013:753, σκέψη 22 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

21

Η τελευταία αυτή διαπίστωση ισχύει όλως ιδιαιτέρως όταν το οικείο όργανο αρνείται να ενεργήσει σύμφωνα με την πρόσκληση προς ενέργεια λόγω ελλείψεως αρμοδιότητας (πρβλ. διάταξη της 3ης Δεκεμβρίου 2019, WB κατά Επιτροπής, C‑270/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:1038, σκέψη 12).

22

Κατ’ εφαρμογήν της νομολογίας που μνημονεύεται στη σκέψη 20 της παρούσας διατάξεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν, στη σκέψη 32 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι το έγγραφο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 24ης Ιουνίου 2019, το οποίο εστάλη προς απάντηση στην πρόσκληση προς ενέργεια της 5ης Ιουνίου 2019 και περιείχε την απόφαση του θεσμικού οργάνου να μην προβεί σε ενέργειες προς την κατεύθυνση που προτεινόταν με την ως άνω πρόσκληση, έθεσε τέρμα στην παράλειψη, καθιστώντας, έτσι, απαράδεκτη την προσφυγή που άσκησε ο νυν αναιρεσείων δυνάμει του άρθρου 265 ΣΛΕΕ. Το Γενικό Δικαστήριο προσέθεσε ότι ο νυν αναιρεσείων θα μπορούσε να ασκήσει προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ κατά της εν λόγω αποφάσεως, υπό την επιφύλαξη ότι θα μπορούσε να αποδείξει την ενεργητική του νομιμοποίηση.

23

Ωστόσο, πρέπει να υπομνησθεί ότι η λήψη θέσης, κατά την έννοια του άρθρου 265, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, πρέπει να προσδιορίζει σαφώς και οριστικά τη θέση του οικείου οργάνου επί του αιτήματος του προσφεύγοντος και ότι ο χαρακτηρισμός της απάντησης του θεσμικού οργάνου επί αυτού του αιτήματος ως συνιστώσας «λήψη θέσεως», με την οποία τερματίζεται η φερόμενη παράλειψη, είναι νομικό ζήτημα που μπορεί να προβληθεί στο πλαίσιο αναίρεσης (πρβλ. διάταξη της 16ης Ιουνίου 2020, CJ κατά Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, C‑634/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:474, σκέψεις 29 και 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

24

Εν προκειμένω, τα επιχειρήματα που προβάλλει ο αναιρεσείων στο πλαίσιο του πρώτου λόγου αναιρέσεως δεν είναι ικανά να αναιρέσουν τον χαρακτηρισμό του εγγράφου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 24ης Ιουνίου 2019 ως συνιστώντος «λήψη θέσεως» ούτε, συνεπώς, το συμπέρασμα του Γενικού Δικαστηρίου ότι η προσφυγή ήταν απαράδεκτη για τον λόγο αυτόν.

25

Συγκεκριμένα, κατά πρώτον, ο ισχυρισμός ότι το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι ο νυν αναιρεσείων δεν έπρεπε να επιδείξει εμπιστοσύνη ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα ενεργήσει σύμφωνα με το άρθρο 61 του κανονισμού 2018/1046 και το άρθρο 325 ΣΛΕΕ οφείλεται προδήλως σε εσφαλμένη ερμηνεία της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως. Πράγματι, στη σκέψη 32 της διατάξεως αυτής, το Γενικό Δικαστήριο περιορίστηκε στη διαπίστωση ότι, με το έγγραφο της 24ης Ιουνίου 2019, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο είχε εξηγήσει, με σαφήνεια, τους λόγους για τους οποίους δεν μπορούσε να ενεργήσει κατά τον τρόπο που του είχε ζητηθεί από τον νυν αναιρεσείοντα, χωρίς ωστόσο να συναγάγει εξ αυτού το συμπέρασμα που ο νυν αναιρεσείων επιδιώκει να του καταλογίσει.

26

Στο μέτρο που πρέπει να θεωρηθεί ότι ο αναιρεσείων με την επιχειρηματολογία του προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν αποφάνθηκε ότι το εν λόγω έγγραφο περιέχει αντιφατική αιτιολογία, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι προδήλως δεν υπάρχει αντίφαση μεταξύ της διαβεβαιώσεως που εξέφρασε με το έγγραφο αυτό το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, ότι δηλαδή προσέδιδε ιδιαίτερη σημασία στην καταπολέμηση της απάτης και των λοιπών παράνομων δραστηριοτήτων που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, αφενός, και της αρνήσεως του θεσμικού αυτού οργάνου να ενεργήσει σύμφωνα με το αίτημα του νυν αναιρεσείοντος ελλείψει αρμοδιότητας προς τούτο, αφετέρου.

27

Συνεπώς, η εν λόγω επιχειρηματολογία είναι προδήλως αβάσιμη.

28

Κατά δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα του αναιρεσείοντος ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, με το έγγραφο της 24ης Ιουνίου 2019, παρέβη την υποχρέωσή του να επικοινωνεί με τρόπο σαφή και κατανοητό, από το άρθρο 256 ΣΛΕΕ, από το άρθρο 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από το άρθρο 169, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να προσδιορίζει με ακρίβεια τα επικρινόμενα στοιχεία της αποφάσεως της οποίας ζητείται η αναίρεση, καθώς και τα επιχειρήματα που στηρίζουν κατά τρόπο συγκεκριμένο το αίτημα αυτό (απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2020, BP κατά FRA, C‑669/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:713, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

29

Εν προκειμένω, ο αναιρεσείων περιορίζεται απλώς σε έναν πολύ γενικό ισχυρισμό, χωρίς να παραθέτει νομική αιτιολογία προκειμένου να καταδείξει για ποιον λόγο όσα αναφέρει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, στο έγγραφο της 24ης Ιουνίου 2019, δεν είναι σαφή και κατανοητά και, ακόμη λιγότερο, σε τι συνίσταται η πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υποστηρίζει ότι υπέπεσε συναφώς το Γενικό Δικαστήριο. Επομένως, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτο.

30

Εξάλλου, υπενθυμίζεται ότι το ζήτημα των προϋποθέσεων του παραδεκτού προσφυγής κατά παραλείψεως είναι διαφορετικό από το ζήτημα αν η πράξη που εξέδωσε το θεσμικό όργανο της Ένωσης, από το οποίο ζητήθηκε να ενεργήσει, με την οποία τερματίζεται η αδράνειά του, μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως (πρβλ. διάταξη της 16ης Ιουνίου 2020, CJ κατά Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, C‑634/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:474, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Ως εκ τούτου, το επιχείρημα του αναιρεσείοντος με το οποίο προβάλλεται ότι θα ήταν άσκοπη η άσκηση προσφυγής δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ κατά του εν λόγω εγγράφου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου είναι αλυσιτελές.

31

Συνεπώς, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει προδήλως απαράδεκτος και εν μέρει προδήλως αβάσιμος.

Επί του τρίτου, πέμπτου και δωδέκατου λόγου αναιρέσεως

32

Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι, στις σκέψεις 25 έως 27 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, το Γενικό Δικαστήριο προσέθεσε παρανόμως δύο προϋποθέσεις για τη θεμελίωση της ενεργητικής νομιμοποίησης του νυν αναιρεσείοντος, οι οποίες δεν προβλέπονται στο άρθρο 265, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, και υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι ο νυν αναιρεσείων στερείτο ενεργητικής νομιμοποίησης και εννόμου συμφέροντος.

33

Με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως, ο αναιρεσείων προβάλλει παράβαση του άρθρου 2 της ΕΣΔΑ και του άρθρου 2 του Χάρτη, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 39 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι η προβαλλόμενη παράλειψη δεν τον αφορούσε ούτε άμεσα ούτε ατομικά, παρά τις απειλές κατά της σωματικής ακεραιότητάς του που πυροδότησαν οι δηλώσεις του Πρωθυπουργού της Τσεχικής Δημοκρατίας εναντίον του.

34

Με τον δωδέκατο λόγο αναιρέσεως, ο αναιρεσείων προβάλλει παραβίαση της θεμελιώδους αξίας της ισότητας ενώπιον του νόμου, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 2 ΣΕΕ, βάλλοντας κατά των σκέψεων 27 και 38 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως. Κατά την άποψή του, από τις δύο αυτές σκέψεις προκύπτει ότι μόνον οι αποδέκτες των πληρωμών που πραγματοποιούνται από την Ένωση στο πλαίσιο των κονδυλίων που διανέμονται εντός των κρατών μελών νομιμοποιούνται να αμφισβητήσουν τη νομιμότητα των πληρωμών.

35

Επομένως, με τους τρεις αυτούς λόγους αναιρέσεως, ο αναιρεσείων βάλλει, κατ’ ουσίαν, κατά του συμπεράσματος του Γενικού Δικαστηρίου ότι η προσφυγή του ήταν απαράδεκτη λόγω ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποίησης και εννόμου συμφέροντος στο πρόσωπό του.

36

Δεδομένου, όμως, ότι, για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 20 έως 31 της παρούσας διατάξεως, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας απαράδεκτη την προσφυγή για τον λόγο ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο είχε ήδη λάβει θέση επί της πρόσκλησης προς ενέργεια της 5ης Ιουνίου 2019 πριν από την άσκηση της προσφυγής, παρέλκει η εξέταση του ζητήματος αν το συμπέρασμα του Γενικού Δικαστηρίου που παρατίθεται στην προηγούμενη σκέψη είναι νομικώς εσφαλμένο. Πράγματι, υπό τις συνθήκες αυτές, μια τέτοια ενδεχόμενη πλάνη δεν θα ασκούσε επιρροή στην επίλυση της διαφοράς και δεν θα επηρέαζε το διατακτικό της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως καθόσον η εν λόγω προσφυγή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2013, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑583/11 P, EU:C:2013:625, σκέψη 74, και διάταξη της 25ης Οκτωβρίου 2016, VSM Geneesmiddelen κατά Επιτροπής, C‑637/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:812, σκέψεις 54 και 55).

37

Επομένως, ο τρίτος, ο πέμπτος και ο δωδέκατος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αλυσιτελείς.

Επί του έκτου και του ενδέκατου λόγου αναιρέσεως

38

Με τον έκτο λόγο αναιρέσεως, ο αναιρεσείων προβάλλει παράβαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ και του άρθρου 47 του Χάρτη, καθώς και, με τον ενδέκατο λόγο αναιρέσεως, παραβίαση της θεμελιώδους αξίας της δικαιοσύνης, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 2 ΣΕΕ, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο έκρινε απαράδεκτη την προσφυγή του για τους λόγους που εκτίθενται στην αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη.

39

Συναφώς, αρκεί η επισήμανση ότι, μολονότι οι προϋποθέσεις παραδεκτού προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου πρέπει να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα των αξιών και των θεμελιωδών δικαιωμάτων του δικαίου της Ένωσης, εντούτοις οι εν λόγω αξίες και δικαιώματα δεν μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα την τροποποίηση του συστήματος δικαστικού ελέγχου που προβλέπουν οι Συνθήκες, και ιδίως των κανόνων σχετικά με το παραδεκτό των ενδίκων βοηθημάτων που ασκούνται απευθείας ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2013, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑583/11 P, EU:C:2013:625, σκέψη 97, καθώς και διάταξη της 8ης Φεβρουαρίου 2018, CBA Spielapparate- und Restaurantbetrieb κατά Επιτροπής, C‑508/17 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:72, σκέψη 20).

40

Ως εκ τούτου, ο έκτος και ο ενδέκατος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως προδήλως αβάσιμοι.

Επί του τετάρτου, εβδόμου, ογδόου, ενάτου, δεκάτου, δεκάτου τρίτου και δεκάτου τετάρτου λόγου αναιρέσεως

41

Ο τέταρτος, ο έβδομος, ο όγδοος, ο ένατος, ο δέκατος, ο δέκατος τρίτος και ο δέκατος τέταρτος λόγος βάλλουν κατά των αιτιολογιών που παρατίθενται στις σκέψεις 34 έως 38 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως σχετικά με το βάσιμο της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

42

Πάντως, δεδομένου ότι από τις σκέψεις 20 έως 31 της παρούσας διατάξεως προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε, με τη σκέψη 39 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, ότι η προσφυγή της οποίας είχε επιληφθεί ήταν απαράδεκτη, οι αιτιολογίες αυτές παρατίθενται επαλλήλως.

43

Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως, αιτιάσεις στρεφόμενες κατά επαλλήλως παρατιθέμενων αιτιολογιών αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου πρέπει να απορρίπτονται ως αλυσιτελείς, δεδομένου ότι δεν μπορούν να επιφέρουν την αναίρεση της αποφάσεως (πρβλ. απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2020, Gollnisch κατά Κοινοβουλίου, C‑676/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:916, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

44

Κατά συνέπεια, ο τέταρτος, ο έβδομος, ο όγδοος, ο ένατος, ο δέκατος, ο δέκατος τρίτος και ο δέκατος τέταρτος λόγος αναιρέσεως, οι οποίοι στρέφονται κατά των αιτιολογιών της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως που αναφέρονται στην ουσία, επί της οποίας δεν ήταν αναγκαίο να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο, πρέπει να απορριφθούν ως αλυσιτελείς.

Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

45

Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη το άρθρο 130, παράγραφοι 3 και 7, του Κανονισμού Διαδικασίας του, καθώς και το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ καθόσον συμπεριέλαβε, στις σκέψεις 34 έως 38 της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, εκτιμήσεις επί της ουσίας της προσφυγής του, οι οποίες έπρεπε να είχαν αποτελέσει αντικείμενο αποφάσεως.

46

Όπως, όμως, προκύπτει από τις σκέψεις 41 έως 43 της παρούσας διατάξεως, μόνον ως εκ περισσού το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε, στις εν λόγω σκέψεις της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως, την ουσία της προσφυγής.

47

Ως εκ τούτου, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής.

Επί του δεκάτου έκτου λόγου αναιρέσεως

48

Με τον δέκατο έκτο λόγο αναιρέσεως, ο αναιρεσείων σκοπεί να ασκήσει αναίρεση κατά της διατάξεως ασφαλιστικών μέτρων καθώς και να υποβάλει αίτηση λήψεως προσωρινών μέτρων.

49

Εντούτοις, από τα άρθρα 39 και 57 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε συνδυασμό με το άρθρο 160, παράγραφος 4, και το άρθρο 190, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, προκύπτει ότι μια τέτοια αίτηση αναιρέσεως και μια τέτοια αίτηση λήψεως προσωρινών μέτρων πρέπει να υποβάλλονται με χωριστό δικόγραφο.

50

Ελλείψει υποβολής τους, εν προκειμένω, με χωριστό δικόγραφο, οι εν λόγω αίτηση αναιρέσεως και αίτηση προσωρινών μέτρων είναι προδήλως απαράδεκτες.

Επί του δεκάτου πέμπτου λόγου αναιρέσεως

51

Με τον δέκατο πέμπτο λόγο αναιρέσεως, ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο παραβίασε την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης καταδικάζοντάς τον στα δικαστικά έξοδα, παρά το γεγονός ότι το ύψος των εξόδων αυτών δεν προσδιορίστηκε στην αναιρεσιβαλλόμενη διάταξη και ότι τα άρθρα 133 έως 141 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, σχετικά με τα δικαστικά έξοδα, δεν περιέχουν ουσιαστικό κανόνα βάσει του οποίου να μπορούν να καθοριστούν τα δικαστικά έξοδα.

52

Συναφώς, αρκεί να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, σε περίπτωση απορρίψεως όλων των λοιπών λόγων αναιρέσεως, το αίτημα που αφορά την προβαλλόμενη πλημμέλεια της κρίσης του Γενικού Δικαστηρίου επί των δικαστικών εξόδων πρέπει να απορρίπτεται ως απαράδεκτο, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 58, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά το οποίο αναίρεση δεν χωρεί αποκλειστικά για τον καταλογισμό και το ύψος της δικαστικής δαπάνης (διάταξη της 12ης Ιανουαρίου 2017, Europäischer Tier- und Naturschutz και Giesen κατά Επιτροπής, C‑343/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:10, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

53

Δεδομένου ότι οι λοιποί λόγοι αναιρέσεως έχουν απορριφθεί, ο δέκατος πέμπτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτος.

54

Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως εν μέρει προδήλως απαράδεκτη και εν μέρει προδήλως αβάσιμη.

Επί των δικαστικών εξόδων

55

Κατά το άρθρο 137 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του ίδιου Κανονισμού, το Δικαστήριο αποφασίζει για τα έξοδα με τη διάταξη που περατώνει τη δίκη.

56

Δεδομένου ότι η παρούσα διάταξη εκδόθηκε πριν από την κοινοποίηση της αιτήσεως αναιρέσεως στο πρωτοδίκως καθού και, συνεπώς, πριν αυτό υποβληθεί σε δικαστικά έξοδα, αρκεί να αποφασιστεί ότι ο αναιρεσείων θα φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) διατάσσει:

 

1)

Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως ως εν μέρει προδήλως απαράδεκτη και εν μέρει προδήλως αβάσιμη.

 

2)

Ο Lukáš Wagenknecht φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

Επάνω