Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62019CJ0708

    Απόφαση του Δικαστηρίου (όγδοο τμήμα) της 10ης Μαρτίου 2021.
    Von Aschenbach & Voss GmbH κατά Hauptzollamt Duisburg.
    Αίτηση του Finanzgericht Düsseldorf για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
    Προδικαστική παραπομπή – Oριστικός δασμός αντιντάμπινγκ – Αλουμινόχαρτο καταγωγής Κίνας – Ελαφρώς τροποποιημένα είδη αλουμινόχαρτου – Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2017/271 – Παραδεκτό – Μη άσκηση προσφυγής ακυρώσεως από την προσφεύγουσα της κύριας δίκης – Ενεργητική νομιμοποίηση για την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως.
    Υπόθεση C-708/19.

    Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2021:190

     ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

    της 10ης Μαρτίου 2021 ( *1 )

    «Προδικαστική παραπομπή – Oριστικός δασμός αντιντάμπινγκ – Αλουμινόχαρτο καταγωγής Κίνας – Ελαφρώς τροποποιημένα είδη αλουμινόχαρτου – Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2017/271 – Παραδεκτό – Μη άσκηση προσφυγής ακυρώσεως από την προσφεύγουσα της κύριας δίκης – Ενεργητική νομιμοποίηση για την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως»

    Στην υπόθεση C‑708/19,

    με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Finanzgericht Düsseldorf (φορολογικό δικαστήριο Ντίσελντορφ, Γερμανία) με απόφαση της 21ης Αυγούστου 2019, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 25 Σεπτεμβρίου 2019, στο πλαίσιο της δίκης

    Von Aschenbach & Voss GmbH

    κατά

    Hauptzollamt Duisburget

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

    συγκείμενο από τους N. Wahl (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, F. Biltgen και L. S. Rossi, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: G. Pitruzzella

    γραμματέας: A. Calot Escobar

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

    η Von Aschenbach & Voss GmbH, εκπροσωπούμενη από τον T. Lieber, Rechtsanwalt,

    η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον G. Albenzio, avvocato dello Stato,

    η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη αρχικά από τους M. França και N. Kuplewatzky και την K. Blanck, και στη συνέχεια από την K. Blanck

    κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά το κύρος του άρθρου 1, παράγραφος 1, του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2017/271 της Επιτροπής, της 16ης Φεβρουαρίου 2017, για την επέκταση του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 925/2009 του Συμβουλίου στις εισαγωγές ορισμένων ειδών αλουμινόχαρτου καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, στις εισαγωγές ορισμένων ελαφρώς τροποποιημένων ειδών αλουμινόχαρτου (ΕΕ 2017, L 40, σ. 51) (στο εξής: επίδικος κανονισμός).

    2

    Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Von Aschenbach & Voss GmbH (στο εξής: VA&V) και του Hauptzollamt Duisburg (κεντρικού τελωνείου του Duisburg, Γερμανία), σχετικά με την καταβολή δασμών αντιντάμπινγκ για την εισαγωγή ορισμένων ειδών αλουμινόχαρτου καταγωγής Κίνας.

    Το νομικό πλαίσιο

    Ο βασικός κανονισμός

    3

    Οι διατάξεις που διέπουν τη λήψη μέτρων αντιντάμπινγκ από την Ευρωπαϊκή Ένωση, οι οποίες ίσχυαν κατά την έκδοση του επίδικου κανονισμού, περιλαμβάνονται στον κανονισμό (ΕΕ) 2016/1036 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2016, L 176, σ. 21) (στο εξής: βασικός κανονισμός).

    4

    Το άρθρο 1 του βασικού κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αρχές», ορίζει, στην παράγραφο 4, τα εξής:

    «Για τους σκοπούς της εφαρμογής [του] παρόντος κανονισμού, ως “ομοειδές προϊόν” νοείται ένα πανομοιότυπο προϊόν, δηλαδή όμοιο από κάθε άποψη με το εξεταζόμενο προϊόν ή, ελλείψει τούτου, ένα άλλο προϊόν το οποίο, αν και όχι όμοιο από κάθε άποψη, έχει χαρακτηριστικά που παρουσιάζουν σημαντική ομοιότητα προς εκείνα του υπό εξέταση προϊόντος.»

    5

    Το άρθρο 13 του κανονισμού αυτού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Καταστρατήγηση», ορίζει τα εξής:

    «1.   Οι δασμοί αντιντάμπινγκ που επιβάλλονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού μπορούν να επεκταθούν έναντι των εισαγωγών από τρίτες χώρες του ομοειδούς προϊόντος, είτε αυτό έχει τροποποιηθεί ελαφρά είτε όχι, ή έναντι των εισαγωγών του ελαφρά τροποποιημένου ομοειδούς προϊόντος από τη χώρα που υπόκειται στα μέτρα ή έναντι μερών αυτού, όταν λαμβάνει χώρα καταστρατήγηση των ισχυόντων μέτρων.

    Δασμοί αντιντάμπινγκ όχι υψηλότεροι από τους υπολειπόμενους δασμούς αντιντάμπινγκ που έχουν επιβληθεί σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 5 μπορούν να επεκταθούν έναντι των εισαγωγών από εταιρείες που επωφελούνται από ατομικούς δασμούς στις χώρες που υπόκεινται στα μέτρα όταν λαμβάνει χώρα καταστρατήγηση των ισχυόντων μέτρων.

    Με τον όρο καταστρατήγηση νοείται κάθε μεταβολή των τρόπων διεξαγωγής εμπορικών συναλλαγών μεταξύ τρίτων χωρών και της Ένωσης ή μεταξύ ατομικών εταιρειών στη χώρα που υπόκειται στα μέτρα και της Ένωσης, η οποία απορρέει από μια πρακτική, διαδικασία ή εργασία για την οποία δεν υφίσταται ικανός αποχρών λόγος ή άλλη οικονομική δικαιολογία, πλην της επιβολής του δασμού, ενώ παράλληλα υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία για ζημία ή στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι εξουδετερώνονται οι επανορθωτικές συνέπειες του δασμού όσον αφορά τις τιμές και/ή τις ποσότητες του ομοειδούς προϊόντος και όταν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία ότι ασκείται πρακτική ντάμπινγκ σχετικά με τις κανονικές αξίες που έχουν ήδη προσδιορισθεί για το ομοειδές προϊόν, αν χρειαστεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2.

    Η πρακτική, διαδικασία ή εργασία που αναφέρεται στο τρίτο εδάφιο, περιλαμβάνει μεταξύ άλλων:

    α)

    την ελαφρά τροποποίηση του υπό εξέταση προϊόντος για να μπορεί να υπαχθεί σε τελωνειακούς κωδικούς που κανονικά δεν υπόκεινται στα μέτρα υπό τον όρο ότι η τροποποίηση δεν μεταβάλλει τα βασικά χαρακτηριστικά του·

    […]

    3.   Οι έρευνες κινούνται δυνάμει του παρόντος άρθρου με πρωτοβουλία της Επιτροπής ή με αίτηση κράτους μέλους ή οιουδήποτε ενδιαφερόμενου μέρους με βάση επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τα θέματα για τα οποία γίνεται λόγος στην παράγραφο 1. Η έρευνα κινείται με κανονισμό της Επιτροπής, με τον οποίον μπορεί επιπλέον να καλούνται οι τελωνειακές αρχές να υποβάλουν τις επίμαχες εισαγωγές σε καταγραφή, σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 5, ή να ζητήσουν τη σύσταση εγγύησης. Η Επιτροπή ενημερώνει τα κράτη μέλη εφόσον ένα ενδιαφερόμενο μέρος ή ένα κράτος μέλος έχει υποβάλει αίτηση που δικαιολογεί την έναρξη έρευνας και η Επιτροπή έχει ολοκληρώσει τη σχετική ανάλυσή της ή εφόσον η ίδια η Επιτροπή έχει αποφασίσει ότι πρέπει να κινηθεί έρευνα.

    Οι έρευνες διεξάγονται από την Επιτροπή. Η Επιτροπή μπορεί να επικουρείται από τελωνειακές αρχές, η δε έρευνα ολοκληρώνεται εντός εννέα μηνών.

    Όταν τα πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά έχουν εξακριβωθεί τελικώς, δικαιολογούν την επέκταση της ισχύος των μέτρων, αυτή αποφασίζεται από την Επιτροπή με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 15 παράγραφος 3. Η επέκταση τίθεται σε ισχύ από την ημερομηνία κατά την οποία επιβλήθηκε η υποχρέωση καταγραφής δυνάμει του άρθρου 14 παράγραφος 5 ή από την ημερομηνία που απαιτήθηκε η παροχή εγγύησης. Οι σχετικές διαδικαστικές διατάξεις που προβλέπονται από τον παρόντα κανονισμό για την έναρξη και τη διεξαγωγή ερευνών εφαρμόζονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

    4.   Οι εισαγωγές δεν υποβάλλονται σε καταγραφή δυνάμει του άρθρου 14 παράγραφος 5 ή σε μέτρα όταν διατίθενται στο εμπόριο από εταιρείες στις οποίες έχουν χορηγηθεί απαλλαγές.

    Οι αιτήσεις για απαλλαγές δεόντως τεκμηριωμένες από αποδεικτικά στοιχεία υποβάλλονται εντός των προθεσμιών που καθορίζονται στον κανονισμό της Επιτροπής για την έναρξη της έρευνας.

    Στην περίπτωση που λαμβάνει χώρα πρακτική, διαδικασία ή εργασία εκτός της Ένωσης, χορηγούνται απαλλαγές στους παραγωγούς του υπό εξέταση προϊόντος οι οποίοι μπορούν να αποδείξουν ότι δεν είναι συνδεδεμένοι με κανέναν παραγωγό που υπόκειται σε μέτρα και για τους οποίους διαπιστώνεται ότι δεν εφαρμόζουν πρακτικές καταστρατήγησης όπως ορίζεται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου.

    Στην περίπτωση που λαμβάνει χώρα πρακτική, διαδικασία ή εργασία καταστρατήγησης εντός της Ένωσης, χορηγούνται απαλλαγές σε εισαγωγείς οι οποίοι μπορούν να αποδείξουν ότι δεν είναι συνδεδεμένοι με παραγωγούς οι οποίοι υπόκεινται στα μέτρα.

    Αυτές οι απαλλαγές χορηγούνται με απόφαση της Επιτροπής και ισχύουν για την περίοδο και υπό τους όρους που προβλέπει η εν λόγω απόφαση. Η Επιτροπή ενημερώνει τα κράτη μέλη μόλις ολοκληρώσει την ανάλυσή της.

    Αν πληρούνται οι όροι που ορίζονται στο άρθρο 11 παράγραφος 4, μπορούν επίσης να χορηγηθούν απαλλαγές μετά την περάτωση της έρευνας που οδήγησε στην επέκταση των μέτρων.

    […]

    5.   Καμία διάταξη του παρόντος άρθρου δεν αποκλείει την κανονική εφαρμογή των διατάξεων που ισχύουν για τους τελωνειακούς δασμούς.»

    Οι κανονισμοί αντιντάμπινγκ σχετικά με τις εισαγωγές ορισμένων ειδών αλουμινόχαρτου και ο επίδικος κανονισμός

    6

    Κατόπιν αρχικής έρευνας, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε, στις 24 Σεπτεμβρίου 2009, τον κανονισμό (ΕΚ) 925/2009, για επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβάλλεται στις εισαγωγές ορισμένου φύλλου αλουμινίου, καταγωγής Αρμενίας, Βραζιλίας και Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ 2009, L 262, σ. 1, στο εξής: αρχικός κανονισμός). Τα μέτρα είχαν τη μορφή κατ’ αξίαν δασμού ο οποίος είχε καθοριστεί, ιδίως όσον αφορά τις εισαγωγές από την Κίνα, σε 30 % για όλες τις εταιρίες, εκτός από τέσσερις εταιρίες οι οποίες μνημονεύονταν στο άρθρο 1, παράγραφος 2, του αρχικού κανονισμού.

    7

    Τα μέτρα αυτά αφορούσαν το αλουμινόχαρτο πάχους όχι μικρότερου από 0,008 mm και όχι μεγαλύτερου από 0,018 mm, χωρίς υπόθεμα, που έχει υποστεί απλή έλαση, σε ρολά με πλάτος που δεν υπερβαίνει τα 650 mm και βάρους που υπερβαίνει τα 10 χιλιόγραμμα, υπαγόμενο επί του παρόντος στον κωδικό ΣΟ ex76071119 (κωδικός Taric 7607111910), το οποίο αποκαλείται κοινώς «αλουμινόχαρτο οικιακής χρήσης».

    8

    Κατόπιν επανεξετάσεως των μέτρων που επιβλήθηκαν με τον αρχικό κανονισμό, λόγω της λήξεως ισχύος τους, η Επιτροπή, με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2015/2384, της 17ης Δεκεμβρίου 2015, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων ειδών αλουμινόχαρτου καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και για την περάτωση της διαδικασίας όσον αφορά τις εισαγωγές ορισμένων ειδών αλουμινόχαρτου καταγωγής Βραζιλίας ύστερα από επανεξέταση ενόψει της λήξεως ισχύος των μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1225/2009 του Συμβουλίου (ΕΕ 2015, L 332, σ. 63), αποφάσισε να παρατείνει τα μέτρα αντιντάμπινγκ που ίσχυαν για τις εισαγωγές αλουμινόχαρτου οικιακής χρήσης καταγωγής Κίνας (στο εξής: ισχύοντα μέτρα).

    9

    Κατόπιν σχετικής αιτήσεως, η Επιτροπή εξέδωσε τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2016/865, της 31ης Μαΐου 2016, για την έναρξη έρευνας όσον αφορά την πιθανή καταστρατήγηση των μέτρων αντιντάμπινγκ που είχαν επιβληθεί με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΚ) 2015/2384 στις εισαγωγές ορισμένων ειδών αλουμινόχαρτου, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, από εισαγωγές ορισμένων ελαφρώς τροποποιημένων ειδών αλουμινόχαρτου από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας και για την υπαγωγή των εν λόγω εισαγωγών σε καταγραφή (ΕΕ 2016, L 144, σ. 35). Η επίμαχη έρευνα αφορούσε, ειδικότερα, τέσσερις τύπους αλουμινόχαρτου, που παρατίθενται στη σκέψη 16 της παρούσας αποφάσεως, οι οποίοι είχαν τα ίδια ουσιώδη χαρακτηριστικά με το αλουμινόχαρτο οικιακής χρήσης στο οποίο εφαρμόζονταν τα ισχύοντα μέτρα. Οι τρεις πρώτοι τύποι ενέπιπταν, αντιθέτως προς τον τέταρτο τύπο, στον ίδιο κωδικό ΣΟ με το υπό εξέταση προϊόν, αλλά όλοι είχαν διαφορετικούς κωδικούς TARIC.

    10

    Μετά το πέρας της έρευνας αυτής, η Επιτροπή εξέδωσε, στις 16 Φεβρουαρίου 2017, τον επίδικο κανονισμό, με τον οποίο, κατ’ ουσίαν, επεξέτεινε τα ισχύοντα μέτρα στις εισαγωγές των εν λόγω ελαφρώς τροποποιημένων ειδών αλουμινόχαρτου καταγωγής Κίνας, εξαιρουμένων των προϊόντων που εισάγονται για άλλες χρήσεις, πλην εκείνης του αλουμινόχαρτου οικιακής χρήσης.

    11

    Υπό τον τίτλο «Έρευνα», οι αιτιολογικές σκέψεις 10, 15, 16, 18 και 20 του επίδικου κανονισμού έχουν ως εξής:

    «(10)

    Η Επιτροπή ενημέρωσε δεόντως για την έναρξη της έρευνας τις αρχές της [Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας], τους παραγωγούς-εξαγωγείς αυτής της χώρας και τους εμπόρους στη ΛΔΚ, τους ενωσιακούς εισαγωγείς που ήταν γνωστό ότι ενδιαφέρονταν, καθώς και τον κλάδο παραγωγής της Ένωσης.

    […]

    (15)

    Οι ακόλουθοι παραγωγοί-εξαγωγείς υπέβαλαν πλήρεις απαντήσεις στα ερωτηματολόγια και, στη συνέχεια, πραγματοποιήθηκαν επιτόπιες επισκέψεις επαλήθευσης στις εγκαταστάσεις τους.

    Όμιλος Dingsheng Aluminium

    […]

    (16)

    Οι ακόλουθοι πέντε μη συνδεδεμένοι ενωσιακοί εισαγωγείς υπέβαλαν πλήρεις απαντήσεις στα ερωτηματολόγια:

    […]

    [VA&V],

    […]

    […]

    (18)

    Πραγματοποιήθηκαν επισκέψεις επαλήθευσης στις εγκαταστάσεις των ακόλουθων μη συνδεδεμένων εισαγωγέων.

    […]

    [VA&V].

    […]

    (20)

    Πραγματοποιήθηκαν ακροάσεις μεταξύ της Επιτροπής και του αιτούντος, καθώς και μεταξύ της Επιτροπής και των ακόλουθων εταιρειών: […] και [VA&V].»

    12

    Υπό τον τίτλο «Ύπαρξη πρακτικών καταστρατήγησης», οι αιτιολογικές σκέψεις 44 έως 47 του επίδικου κανονισμού έχουν ως εξής:

    «(44)

    Αναλύθηκαν οι δραστηριότητες των συνεργασθέντων παραγωγών-εξαγωγέων. Η ανάλυση αυτή επιβεβαίωσε την ύπαρξη τεσσάρων πρακτικών καταστρατήγησης.

    (45)

    Για τις τέσσερις πρακτικές καταστρατήγησης, τα αποδεικτικά στοιχεία αποτελούνταν από ηλεκτρονικά μηνύματα των Κινέζων παραγωγών-εξαγωγέων, με τα οποία παρείχαν συμβουλές σε πελάτες σχετικά με τον τρόπο καταστρατήγησης των υφιστάμενων μέτρων. Τα διάφορα αποδεικτικά στοιχεία περιείχαν επίσης πληροφορίες ότι οι πρακτικές αυτές είχαν πράγματι τεθεί σε εφαρμογή από ορισμένους ενωσιακούς εισαγωγείς/χρήστες.

    (46)

    Η Επιτροπή βρήκε επίσης αποδεικτικά στοιχεία κατά τον έλεγχο επαλήθευσης ενός από τους συνεργασθέντες Κινέζους παραγωγούς, και συγκεκριμένα του ομίλου Dingsheng Aluminium. […]

    (47)

    Επιπλέον, κατά την ίδια περίοδο, ο όμιλος Dingsheng Aluminium πούλησε στην Ένωση [αλουμινόχαρτο οικιακής χρήσης] σε ρολά με μεγαλύτερο πλάτος από 650 mm. Στη συνέχεια, τα εν λόγω ρολά τεμαχίστηκαν σε μικρότερα ρολά στην Ένωση. Κατά τον έλεγχο επαλήθευσης ενός από τους συνεργασθέντες εισαγωγείς, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι εντός της Ένωσης, ο εν λόγω εισαγωγέας, συγκεκριμένα η εταιρεία [VA&V], τεμαχίζει τα ρολά μεγαλύτερου πλάτους σε ρολά καταναλωτή.»

    13

    Υπό τον τίτλο «Συμπέρασμα», οι αιτιολογικές σκέψεις 57 έως 59 του επίδικου κανονισμού αναφέρουν τα εξής:

    «(57)

    Με βάση τις ανωτέρω διαπιστώσεις, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι δασμοί επί των εισαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος, όπως αυτό ορίζεται στην αρχική έρευνα [ήτοι αλουμινόχαρτου πάχους όχι μικρότερου από 0,008 mm και όχι μεγαλύτερου από 0,018 mm, χωρίς υπόθεμα, που έχει υποστεί απλή έλαση, σε ρολά με πλάτος που δεν υπερβαίνει τα 650 mm και βάρους που υπερβαίνει τα 10 χιλιόγραμμα], καταστρατηγούνταν από τις εισαγωγές ελαφρώς τροποποιημένων προϊόντων καταγωγής [Κίνας].

    (58)

    Η έρευνα έδειξε επίσης ότι υπήρξε μεταβολή του τρόπου διεξαγωγής των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ της [Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας] και της Ένωσης και ότι δεν υπάρχει ικανός αποχρών λόγος ή οικονομική αιτιολόγηση για την εν λόγω μεταβολή, πλην της επιβολής του δασμού.

    (59)

    Η Επιτροπή διαπίστωσε επίσης ότι οι εισαγωγές αυτές προκαλούν ζημία και ότι οι επανορθωτικές συνέπειες του δασμού εξουδετερώνονταν όσον αφορά τις τιμές και/ή τις ποσότητες του ομοειδούς προϊόντος. Προέκυψαν επίσης αποδεικτικά στοιχεία ότι ασκείται πρακτική ντάμπινγκ σε σχέση με τις κανονικές αξίες που έχουν ήδη προσδιοριστεί για το ομοειδές προϊόν.»

    14

    Υπό τον τίτλο «Αίτηση απαλλαγής από μη συνδεδεμένους εισαγωγείς», οι αιτιολογικές σκέψεις 81 έως 86 του επίδικου κανονισμού αναφέρουν τα εξής:

    «(81)

    Όταν η πρακτική καταστρατήγησης λαμβάνει χώρα στην Ένωση, το άρθρο 13 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού παρέχει τη δυνατότητα απαλλαγής των εισαγωγέων από την επέκταση των δασμών, εφόσον μπορούν να αποδείξουν ότι δεν είναι συνδεδεμένοι με παραγωγούς οι οποίοι υπόκεινται στα μέτρα.

    (82)

    Για τους λόγους αυτούς, υποβλήθηκαν και εξετάστηκαν πέντε αιτήσεις απαλλαγής από μη συνδεδεμένους εισαγωγείς. Στη συνέχεια, μια από τις εταιρείες, […], διέκοψε τη συνεργασία.

    (83)

    Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι, αν και σε ορισμένες περιπτώσεις η τελική ολοκλήρωση (κοπή από του αλουμινόχαρτου σε μικρότερα ρολά) λαμβάνει χώρα στην Ένωση, η καθεαυτή ελαφρά τροποποίηση του υπό εξέταση προϊόντος πραγματοποιείται εκτός της Ένωσης, δηλαδή στη ΛΔΚ. Για τους λόγους αυτούς, η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν μπορούν να χορηγηθούν απαλλαγές στους μη συνδεδεμένους εισαγωγείς.

    (84)

    Για τρεις από τις τέσσερις συνεργαζόμενες εταιρείες διαπιστώθηκε ότι ήταν αμιγείς εισαγωγείς, οι οποίοι μεταπωλούν το προϊόν που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας χωρίς μεταποίηση. Επομένως, οι εν λόγω εταιρείες δεν μπορούν να τύχουν απαλλαγής από την επέκταση των δασμών σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού. Μόνο μία από τις εταιρείες, η [VA&V], εισάγει από την [Κίνα] το προϊόν που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας, υπό μορφή αλουμινόχαρτου οικιακής χρήσης σε ρολά που υπερβαίνουν τα 650 mm, και στη συνέχεια το μεταποιεί. Το αλουμινόχαρτο κόβεται πριν πωληθεί στους πελάτες της εταιρείας («εταιρείες ανατύλιξης»).

    (85)

    Πριν από την επιβολή των ισχυόντων μέτρων, η εταιρεία [VA&V] εισήγαγε στην Ένωση το υπό εξέταση προϊόν και διαπιστώθηκε σαφής μεταβολή του τρόπου διεξαγωγής των εμπορικών συναλλαγών. Τα πορίσματα της Επιτροπής δεν στηρίζουν την άποψη της εταιρείας σχετικά με την ύπαρξη αποχρώντος λόγου ή οικονομικής δικαιολογίας, εκτός από την επιβολή των δασμών. Ως εκ τούτου, ακόμη και αν η Επιτροπή αποδεχόταν ότι αυτό δικαιολογεί ότι η πρακτική καταστρατήγησης ολοκληρώνεται εντός της Ένωσης, δεν θα μπορούσε να χορηγηθεί απαλλαγή στην εν λόγω εταιρεία.

    (86)

    Συνεπώς, συνήχθη το συμπέρασμα ότι κανένας μη συνδεδεμένος εισαγωγέας δεν μπορεί να απαλλαγεί βάσει του άρθρου 13 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού.»

    15

    Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα, με την αιτιολογική σκέψη 89 του επίδικου κανονισμού, ότι «τα ισχύοντα μέτρα αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος καταγωγής [Κίνας] θα πρέπει να επεκταθούν στις εισαγωγές του προϊόντος που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας, καταγωγής [Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας]».

    16

    Κατά το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 4, του επίδικου κανονισμού:

    «1.   Ο οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ που ισχύει για “όλες τις άλλες εταιρείες” και επιβλήθηκε με το άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 925/2009 στις εισαγωγές ορισμένου είδους αλουμινόχαρτου καταγωγής [Κίνας] επεκτείνεται στις εισαγωγές στην Ένωση:

    αλουμινόχαρτου με πάχος τουλάχιστον 0,007 mm, αλλά μικρότερο από 0,008 mm, ανεξαρτήτως του πλάτους του ρολού, είτε έχει είτε δεν έχει υποστεί ανόπτηση, που επί του παρόντος υπάγεται στον κωδικό ΣΟ ex76071119 (κωδικός TARIC 7607111930), ή

    αλουμινόχαρτου με πάχος τουλάχιστον 0,008 mm, αλλά μικρότερο από 0,018 mm, σε ρολά πλάτους μεγαλύτερου των 650 mm, είτε έχει είτε δεν έχει υποστεί ανόπτηση, που επί του παρόντος υπάγεται στον κωδικό ΣΟ ex76071119 (κωδικός TARIC 7607111940), ή

    αλουμινόχαρτου με πάχος μεγαλύτερο από 0,018 mm, αλλά μικρότερο από 0,021 mm, ανεξαρτήτως του πλάτους του ρολού, είτε έχει είτε δεν έχει υποστεί ανόπτηση, που επί του παρόντος υπάγεται στον κωδικό ΣΟ ex76071119 (κωδικός TARIC 7607111950), ή

    αλουμινόχαρτου με πάχος τουλάχιστον 0,021 mm, αλλά μικρότερο από 0,045 mm, όταν παρουσιάζεται με δύο τουλάχιστον στρώσεις και ανεξάρτητα από το πλάτος του ρολού, είτε έχει είτε δεν έχει υποστεί ανόπτηση, που επί του παρόντος υπάγεται στον κωδικό ΣΟ ex76071190 (κωδικός TARIC 7607119045 [και 7607119080]).

    […]

    4.   Το προϊόν που περιγράφεται στην παράγραφο 1 απαλλάσσεται από τον οριστικό του δασμό αντιντάμπινγκ, όταν εισάγεται για άλλες χρήσεις εκτός της οικιακής. Η εξαίρεση εξαρτάται από τους όρους που προβλέπονται από τις σχετικές τελωνειακές διατάξεις της Ένωσης σχετικά με το καθεστώς ειδικού προορισμού, ιδίως το άρθρο 254 του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα.»

    Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

    17

    Η VA&V είναι ανεξάρτητη εταιρία, εγκατεστημένη στη Γερμανία, η οποία κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης εισήγε αλουμινόχαρτο από την Κίνα.

    18

    Κατά το χρονικό διάστημα από τις 21 Ιουλίου έως τις 15 Σεπτεμβρίου 2016, η VA&V δήλωσε στο Zollamt Ruhrort (τελωνείο Ruhrort, Γερμανία) έξι φορτία αλουμινόχαρτου καταγωγής Κίνας με σκοπό τη θέση τους σε ελεύθερη κυκλοφορία. Οι εισαγωγές αυτές δηλώθηκαν στο εν λόγω τελωνείο ως «ρολά αλουμινόχαρτου, που έχει υποστεί έλαση, πάχους όχι μικρότερου από 0,008 mm και όχι μεγαλύτερου από 0,018 mm, με τη μορφή ρολών με πλάτος που δεν υπερβαίνει τα 650 mm».

    19

    Το τελωνείο Ruhrort δέχθηκε τις ανωτέρω τελωνειακές δηλώσεις και, με πράξη επιβολής εισαγωγικών δασμών και φόρων, προσδιόρισε μόνον τους δασμούς και τον φόρο κύκλου εργασιών κατά την εισαγωγή.

    20

    Εντούτοις, από την υποβληθείσα ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία προκύπτει ότι η VA&V, αφού εισήγε τις παρτίδες αυτές στην Ένωση, παρήγγειλε την κοπή των ρολών στο πλάτος που απαιτείται για το αλουμινόχαρτο οικιακής χρήσης, ήτοι πλάτος που δεν υπερέβαινε τα 650 mm, πριν τα πωλήσει στους πελάτες της, τις «εταιρίες ανατύλιξης».

    21

    Ως εκ τούτου, με πράξη επιβολής εισαγωγικών δασμών και φόρων της 5ης Μαΐου 2017 (στο εξής: πράξη καταλογισμού της 5ης Μαΐου 2017), το κεντρικό τελωνείο του Duisburg επέβαλε στη VA&V δασμό αντιντάμπινγκ ύψους 413471 ευρώ για τα έξι αυτά φορτία, κατ’ εφαρμογήν του επίδικου κανονισμού.

    22

    Η VA&V άσκησε ενδικοφανή προσφυγή κατά της ανωτέρω πράξεως, η οποία απορρίφθηκε με απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 2018.

    23

    Κατόπιν τούτου, η VA&V άσκησε προσφυγή ενώπιον του Finanzgericht Düsseldorf (φορολογικού δικαστηρίου Ντίσελντορφ, Γερμανία), με αίτημα να ακυρωθεί η πράξη της 5ης Μαΐου 2017 και, επικουρικώς, να της επιτραπεί να ασκήσει αίτηση αναιρέσεως (Revision).

    24

    Προς στήριξη της προσφυγής της, η VA&V προβάλλει το ανίσχυρο του επίδικου κανονισμού βάσει του οποίου εκδόθηκε η ως άνω πράξη καταλογισμού, υποστηρίζοντας ότι ο κανονισμός αυτός αντιβαίνει στον βασικό κανονισμό.

    25

    Το κεντρικό τελωνείο του Duisburg ζητεί την απόρριψη της προσφυγής, παραπέμποντας στους λόγους που εκτίθενται στην απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 2018.

    26

    Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς το περιεχόμενο του άρθρου 1, παράγραφος 1, του επίδικου κανονισμού και την ενδεχόμενη αντίθεση του προς το άρθρο 13, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, καθόσον επεκτείνει στο αλουμινόχαρτο προς μεταποίηση τον δασμό αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε, με τον εκτελεστικό κανονισμό 2015/2384, για το αλουμινόχαρτο οικιακής χρήσης και προβλέπει ότι το αλουμινόχαρτο προς μεταποίηση απαλλάσσεται από δασμούς αντιντάμπινγκ μόνον υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 1, παράγραφος 4, του επίδικου κανονισμού. Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι οι λεπτομέρειες εφαρμογής στη συγκεκριμένη περίπτωση του άρθρου 1, παράγραφος 4, του επίδικου κανονισμού θα μπορούσαν να περιαγάγουν σε μειονεκτική θέση τον εισαγωγέα αλουμινόχαρτου προς μεταποίηση.

    27

    Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται με ποιον τρόπο η Επιτροπή κατέληξε στη διαπίστωση, η οποία δεν είναι, κατά την άποψή του, επαρκώς αιτιολογημένη, ότι το 80 % των υπό εξέταση προϊόντων ήταν ελαφρώς τροποποιημένα προϊόντα. Το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι, σε περίπτωση που το ποσοστό αυτό προσδιορίστηκε κατά τρόπο εσφαλμένο, η Επιτροπή ενδέχεται να υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση του κατά πόσον εξουδετερώνονται οι συνέπειες καταναγκασμού του δασμού αντιντάμπινγκ. Κατά συνέπεια, το άρθρο 1, παράγραφος 1, του επίδικου κανονισμού θα είναι ανίσχυρο. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η Επιτροπή στήριξε τα συμπεράσματά της στο άρθρο 18, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, αφαιρώντας από τον συνολικό όγκο των εξαγωγών από την Κίνα προς την Ένωση τον όγκο του αλουμινόχαρτου προς μεταποίηση που προερχόταν από τις συνεργαζόμενες επιχειρήσεις. Το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι η Επιτροπή, έχοντας διαπιστώσει ότι το 20 % των εξαγωγών από την Κίνα αποτελούνταν, εν πάση περιπτώσει, από αλουμινόχαρτο προς μεταποίηση, θεώρησε, όσον αφορά την υπόλοιπη ποσότητα, ότι επρόκειτο για ελαφρώς τροποποιημένο προϊόν.

    28

    Τέλος, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν το άρθρο 1, παράγραφος 1, του επίδικου κανονισμού είναι ανίσχυρο, καθόσον η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά την έκδοση του κανονισμού αυτού, λόγω του ότι δεν εξέτασε τον ειδικό προορισμό στο εσωτερικό της Ένωσης του εισαγόμενου αλουμινόχαρτου. Κατά το αιτούν δικαστήριο, οι περιστάσεις της υποθέσεως της κύριας δίκης δεν επέτρεψαν στην Επιτροπή να προβεί στην εξέταση αυτή, λόγω του ότι δεν διέθετε τον αναγκαίο χρόνο.

    29

    Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά, εξάλλου, ότι ο επίδικος κανονισμός αφορά άμεσα τη VA&V.

    30

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Finanzgericht Düsseldorf (φορολογικό δικαστήριο Ντίσελντορφ) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1)

    Είναι το άρθρο 1, παράγραφος 1, του [επίδικου κανονισμού] ανίσχυρο διότι αντιβαίνει στο άρθρο 13, παράγραφος 1, του [βασικού κανονισμού], καθόσον επεκτείνει και στο αλουμινόχαρτο προς μεταποίηση τον δασμό αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε, με τον [εκτελεστικό κανονισμό 2015/2384], για το αλουμινόχαρτο οικιακής χρήσης και προβλέπει ότι το αλουμινόχαρτο προς μεταποίηση απαλλάσσεται από τον δασμό αντιντάμπινγκ μόνον υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 1, παράγραφος 4, του [επίδικου] κανονισμού;

    2)

    Είναι το άρθρο 1, παράγραφος 1, του [επίδικου κανονισμού] ανίσχυρο, λόγω πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή κατά την έκδοση του εν λόγω κανονισμού, καθόσον η παραδοχή της ότι ποσοστό 80 % των προϊόντων που εξετάστηκαν ήταν ελαφρώς τροποποιημένα προϊόντα δεν ήταν επαρκώς αιτιολογημένη;

    3)

    Είναι το άρθρο 1, παράγραφος 1, του [επίδικου κανονισμού] ανίσχυρο, λόγω πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή κατά την έκδοση του εν λόγω κανονισμού, καθόσον δεν εξέτασε τον ειδικό προορισμό στην Ένωση του εισαγόμενου αλουμινόχαρτου;»

    Επί του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως

    31

    Η Επιτροπή υποστηρίζει, βάσει της αποφάσεως της 9ης Μαρτίου 1994, TWD Textilwerke Deggendorf (C‑188/92, EU:C:1994:90), ότι η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι απαράδεκτη, για τον λόγο ότι η VA&V δεν άσκησε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, προσφυγή ακυρώσεως του επίδικου κανονισμού ενώπιον του δικαστή της Ένωσης.

    32

    Κατ’ αρχάς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η γενική αρχή που διασφαλίζει ότι κάθε πρόσωπο δικαιούται να επικαλεστεί, στο πλαίσιο προσφυγής κατά βλαπτικού για αυτό εθνικού μέτρου, το ανίσχυρο πράξεως της Ένωσης που αποτελεί τη βάση του εν λόγω μέτρου, δεν εμποδίζει την εξάρτηση του εν λόγω δικαιώματος από την προϋπόθεση να μη διαθέτει ο ενδιαφερόμενος το δικαίωμα να ζητήσει απευθείας από τον δικαστή της Ένωσης την ακύρωση της εν λόγω πράξεως δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ. Εντούτοις, το θιγόμενο πρόσωπο δεν έχει τη δυνατότητα να προβάλει το ανίσχυρο της επίμαχης πράξεως ενώπιον του αρμόδιου εθνικού δικαστηρίου, μόνο στην περίπτωση κατά την οποία είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι μπορούσε, αναμφιβόλως, να ζητήσει παραδεκτώς, εντός της δίμηνης προθεσμίας που προβλέπεται στο έκτο εδάφιο του εν λόγω άρθρου, την ακύρωσή της (πρβλ. αποφάσεις της 4ης Φεβρουαρίου 2016, C & J Clark International και Puma, C‑659/13 και C‑34/14, EU:C:2016:74, σκέψη 56 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 19ης Σεπτεμβρίου 2019, Trace Sport, C‑251/18, EU:C:2019:766, σκέψη 29).

    33

    Κατά συνέπεια, η VA&V δεν θα είχε τη δυνατότητα να προβάλει το ανίσχυρο του επίδικου κανονισμού ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μόνο στην περίπτωση κατά την οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι νομιμοποιείτο, αναμφιβόλως, να ζητήσει την ακύρωσή του δυνάμει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

    34

    Όσον αφορά, δεύτερον, το ζήτημα αν η VA&V είχε προδήλως τη δυνατότητα να ασκήσει προσφυγή βάσει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, τελευταίο σκέλος της περιόδου, ΣΛΕΕ, κατά του επίδικου κανονισμού, καθόσον αυτός αποτελούσε κανονιστική πράξη η οποία την αφορούσε άμεσα και δεν συνεπαγόταν εκτελεστικά μέτρα κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, αρκεί η διαπίστωση ότι η υποχρέωση καταβολής των δασμών αντιντάμπινγκ που επεκτάθηκαν με τον επίδικο κανονισμό επιβλήθηκε στη VA&V δυνάμει ακριβώς της πράξεως καταλογισμού της 5ης Μαΐου 2017. Επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι για την εφαρμογή του κανονισμού αυτού δεν απαιτούνται προδήλως εκτελεστικά μέτρα κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως (πρβλ. αποφάσεις της 18ης Οκτωβρίου 2018, Rotho Blaas,C‑207/17, EU:C:2018:840, σκέψεις 38 και 39, και της 19ης Σεπτεμβρίου 2019, Trace Sport, C‑251/18, EU:C:2019:766, σκέψη 31).

    35

    Συνεπώς, ένας εισαγωγέας όπως η VA&V δεν θα είχε τη δυνατότητα να προβάλει το ανίσχυρο του επίδικου κανονισμού ενώπιον εθνικού δικαστηρίου παρά μόνο στην περίπτωση που θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ο εν λόγω κανονισμός τον αφορά, αναμφιβόλως, άμεσα και ατομικά, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

    36

    Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, οι κανονισμοί περί επιβολής δασμού αντιντάμπινγκ έχουν κανονιστικό χαρακτήρα, καθόσον εφαρμόζονται στο σύνολο των ενδιαφερόμενων επιχειρηματιών (αποφάσεις της 4ης Φεβρουαρίου 2016, C & J Clark International και Puma, C‑659/13 και C‑34/14, EU:C:2016:74, σκέψη 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 19ης Σεπτεμβρίου 2019, Trace Sport, C‑251/18, EU:C:2019:766, σκέψη 33). Το ίδιο ισχύει, για τους ίδιους λόγους, και στην περίπτωση κανονισμού, όπως ο επίδικος, με τον οποίο επεκτείνεται η ισχύς δασμού αντιντάμπινγκ λόγω πρακτικών καταστρατηγήσεως. Πράγματι, ένας τέτοιος κανονισμός έχει ως σκοπό να επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής ενός δασμού αντιντάμπινγκ ο οποίος επιβλήθηκε με έναν αρχικό κανονισμό, όπως, στην προκειμένη περίπτωση, ο αρχικός κανονισμός (απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2019, Trace Sport, C‑251/18, EU:C:2019:766, σκέψη 34).

    37

    Εντούτοις, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ένας κανονισμός με τον οποίο επιβάλλεται δασμός αντιντάμπινγκ μπορεί να αφορά ορισμένο επιχειρηματία άμεσα και ατομικά (αποφάσεις της 4ης Φεβρουαρίου 2016, C & J Clark International και Puma, C‑659/13 και C‑34/14, EU:C:2016:74, σκέψη 59, και της 19ης Σεπτεμβρίου 2019, Trace Sport, C‑251/18, EU:C:2019:766, σκέψη 35).

    38

    Συναφώς, όσον αφορά, πρώτον, το ζήτημα αν ο επίδικος κανονισμός αφορούσε άμεσα τη VA&V, αρκεί η επισήμανση ότι ο κανονισμός αυτός επηρέασε άμεσα τη νομική της κατάσταση, καθόσον αποτέλεσε τη νομική βάση του επιβληθέντος σε βάρος της δασμού αντιντάμπινγκ.

    39

    Επομένως, ο επίδικος κανονισμός αφορούσε άμεσα τη VA&V.

    40

    Όσον αφορά, δεύτερον, το ζήτημα αν ο επίδικος κανονισμός αφορούσε ατομικά τη VA&V, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο, με τη νομολογία του, προσδιόρισε ορισμένες κατηγορίες επιχειρηματιών τους οποίους μπορεί να αφορά ατομικά ένας κανονισμός περί επιβολής δασμού αντιντάμπινγκ, με την επιφύλαξη ότι ο εν λόγω κανονισμός μπορεί να αφορά ατομικά και άλλους επιχειρηματίες, λόγω ορισμένων ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους τα οποία τους εξατομικεύουν σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο (αποφάσεις της 4ης Φεβρουαρίου 2016, C & J Clark International και Puma, C‑659/13 και C‑34/14, EU:C:2016:74, σκέψη 59, και της 19ης Σεπτεμβρίου 2019, Trace Sport, C‑251/18, EU:C:2019:766, σκέψη 35).

    41

    Ένας κανονισμός περί επιβολής δασμού αντιντάμπινγκ μπορεί να αφορά ατομικά, πρώτον, τους παραγωγούς και τους εξαγωγείς του επίμαχου προϊόντος στους οποίους καταλογίζονται οι πρακτικές ντάμπινγκ βάσει στοιχείων της εμπορικής τους δραστηριότητας, δεύτερον, τους εισαγωγείς του εν λόγω προϊόντος των οποίων οι τιμές μεταπωλήσεως ελήφθησαν υπόψη για την κατασκευή των τιμών εξαγωγής και τους οποίους, επομένως, αφορούν οι διαπιστώσεις σχετικά με την ύπαρξη πρακτικής ντάμπινγκ και, τρίτον, τους εισαγωγείς που συνδέονται με εξαγωγείς του επίμαχου προϊόντος, ιδίως στην περίπτωση που η τιμή εξαγωγής έχει υπολογιστεί βάσει των τιμών μεταπωλήσεως στην αγορά της Ένωσης που εφαρμόζουν οι εισαγωγείς αυτοί και στην περίπτωση που ο ίδιος ο δασμός αντιντάμπινγκ έχει υπολογιστεί σε συνάρτηση με αυτές τις τιμές μεταπωλήσεως (απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 2016, C & J Clark International και Puma, C‑659/13 και C‑34/14, EU:C:2016:74, σκέψεις 60 έως 62 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 19ης Σεπτεμβρίου 2019, Trace Sport, C‑251/18, EU:C:2019:766, σκέψη 36).

    42

    Επομένως, επισημαίνεται ότι η ιδιότητα του εισαγωγέα δεν αρκεί, αυτή καθεαυτήν, για να θεωρηθεί ότι ένας κανονισμός περί επιβολής δασμού αντιντάμπινγκ τον αφορά ατομικά. Πράγματι, ένας εισαγωγέας, ακόμη και όταν αυτός συνδέεται με τους εξαγωγείς του επίμαχου προϊόντος, θίγεται ατομικώς μόνον εφόσον μπορεί να αποδείξει ότι τα στοιχεία που αφορούν την εμπορική δραστηριότητά του ελήφθησαν υπόψη για να διαπιστωθούν οι πρακτικές του ντάμπινγκ ή, εφόσον δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση, εφόσον έχει άλλα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τα οποία τον εξατομικεύουν σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο (πρβλ. απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2019, Trace Sport, C‑251/18, EU:C:2019:766, σκέψη 37).

    43

    Επομένως, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ένας εισαγωγέας του επίμαχου προϊόντος, ο οποίος αποδεικνύει την ύπαρξη ορισμένων ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του τα οποία τον εξατομικεύουν σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο, να θεωρηθεί ότι θίγεται ατομικά από κανονισμό περί επεκτάσεως της ισχύος δασμού αντιντάμπινγκ λόγω πρακτικών καταστρατηγήσεως, όπως ο επίδικος κανονισμός (απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2019, Trace Sport, C‑251/18, EU:C:2019:766, σκέψη 38).

    44

    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει ιδίως από τις αιτιολογικές σκέψεις 16, 18 και 20 του επίδικου κανονισμού, η VA&V συμμετείχε στην έρευνα και, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 81 έως 86 του κανονισμού αυτού, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι κανένας ανεξάρτητος εισαγωγέας, όπως η VA&V, δεν μπορούσε να τύχει απαλλαγής βάσει του άρθρου 13, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού.

    45

    Ως εκ τούτου, η Επιτροπή διαπίστωσε, αφενός, ότι η VA&V εισήγε από την Κίνα το προϊόν που αποτελούσε αντικείμενο της έρευνας υπό τη μορφή αλουμινόχαρτου οικιακής χρήσης πριν προβεί στη μεταποίησή του και, αφετέρου, ότι ο τρόπος διεξαγωγής των εμπορικών συναλλαγών είχε μεταβληθεί, χωρίς η VA&V να έχει προβάλει, για τη μεταβολή αυτή, αποχρώντα λόγο ή άλλη οικονομική δικαιολογία πλην της επιβολής των δασμών.

    46

    Στο πλαίσιο αυτό, και αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η VA&V, το γεγονός ότι δεν της κοινοποιήθηκε καμία «απόφαση» ληφθείσα υπό τη μορφή αυτοτελούς πράξεως δεν ασκεί επιρροή προκειμένου να καθοριστεί αν υφίστατο πράξη δυνάμενη να προσβληθεί, καθόσον από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η μορφή υπό την οποία εκδίδεται μια πράξη ή απόφαση είναι κατ’ αρχήν αδιάφορη όσον αφορά το παραδεκτό της προσφυγής ακυρώσεως κατά της εν λόγω πράξεως ή αποφάσεως. Συγκεκριμένα, για τον χαρακτηρισμό των προσβαλλομένων πράξεων σημασία έχει η ουσία της πράξεως καθώς και η βούληση του συντάκτη της. Συναφώς, αποτελούν κατ’ αρχήν πράξεις δυνάμενες να προσβληθούν τα μέτρα με τα οποία καθορίζεται οριστικώς η θέση της Επιτροπής κατά το πέρας της διοικητικής διαδικασίας και τα οποία παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να θίξουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, όχι όμως και τα ενδιάμεσα μέτρα που κατατείνουν στην προετοιμασία της τελικής αποφάσεως. Συνεπώς, δεν ασκεί επιρροή στον χαρακτηρισμό της οικείας πράξεως το αν αυτή πληροί ή όχι ορισμένες τυπικές προϋποθέσεις, όπως το αν έχει τιτλοφορηθεί καταλλήλως από τον εκδότη της, το αν είναι επαρκώς αιτιολογημένη ή αν αναφέρει τις διατάξεις που συνιστούν τη νομική βάση της. Δεν έχει, επομένως, σημασία το αν η συγκεκριμένη πράξη έχει χαρακτηριστεί ως «απόφαση» (απόφαση της 17ης Ιουλίου 2008, Αθηναϊκή Τεχνική κατά Επιτροπής, C‑521/06 P, EU:C:2008:422, σκέψεις 42 έως 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    47

    Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο επίδικος κανονισμός αφορούσε ατομικά τη VA&V και, επομένως, αυτή αναμφίβολα παραδεκτώς ζητεί την ακύρωσή του.

    48

    Εν προκειμένω, η VA&V δεν άσκησε προσφυγή, εντός της δίμηνης προθεσμίας του άρθρου 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, κατά του κανονισμού αυτού, ο οποίος δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 17 Φεβρουαρίου 2017.

    49

    Κατά συνέπεια, στο μέτρο που η VA&V είχε, αναμφιβόλως, το δικαίωμα να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως, υπό την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, κατά του επίδικου κανονισμού, πλην όμως δεν άσκησε το δικαίωμα αυτό, δεν δύναται να επικαλεστεί το ανίσχυρο του κανονισμού αυτού προς στήριξη της προσφυγής ακυρώσεως που άσκησε κατά της πράξεως καταλογισμού της 5ης Μαΐου 2017.

    50

    Επομένως, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως κρίνεται απαράδεκτη.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    51

    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σε αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) αποφαίνεται:

     

    Απορρίπτει ως απαράδεκτη την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε, με απόφαση της 21ης Αυγούστου 2019, το Finanzgericht Düsseldorf (φορολογικό δικαστήριο Ντίσελντορφ, Γερμανία).

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

    Επάνω