Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62019CC0488

    Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott της 17ης Σεπτεμβρίου 2020.
    JR.
    Αίτηση του High Court (Ιρλανδία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
    Προδικαστική παραπομπή – Αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης – Απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ – Πεδίο εφαρμογής – Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ – Έννοια της “εκτελεστής απόφασης” – Αξιόποινη πράξη για την οποία εκδόθηκε καταδικαστική απόφαση από δικαστήριο τρίτου κράτους – Βασίλειο της Νορβηγίας – Απόφαση αναγνωρισθείσα και εκτελεσθείσα από το κράτος έκδοσης του εντάλματος δυνάμει διμερούς συμφωνίας – Άρθρο 4, σημείο 7, στοιχείο βʹ – Λόγοι προαιρετικής μη εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης – Εξωεδαφική διάσταση της παράβασης.
    Υπόθεση C-488/19.

    Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2020:738

     ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

    JULIANE KOKOTT

    της 17ης Σεπτεμβρίου 2020 ( 1 )

    Υπόθεση C‑488/19

    Minister for Justice and Equality

    κατά

    JR

    (Καταδικαστική απόφαση εκδοθείσα σε τρίτο κράτος, μέλος του ΕΟΧ)

    [αίτηση του High Court (ανώτερου δικαστηρίου, Ιρλανδία)
    για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

    «Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ – Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης – Πεδίο εφαρμογής – Καταδικαστική απόφαση από δικαστήριο τρίτου κράτους – Αναγνώριση της εν λόγω καταδικαστικής αποφάσεως εντός του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος – Εκτέλεση εντός του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος – Αμοιβαία αναγνώριση – Αμοιβαία εμπιστοσύνη – Άρθρο 4, σημείο 7, στοιχείο βʹ – Άρνηση εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης – Αξιόποινες πράξεις τελεσθείσες εκτός του εδάφους του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος»

    I. Εισαγωγή

    1.

    Οι δικαστικές αρχές των κρατών μελών μπορούν να εκδίδουν, βάσει της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ ( 2 ), ευρωπαϊκά εντάλματα σύλληψης για την εκτέλεση στερητικών της ελευθερίας ποινών. Ισχύει, ωστόσο, το ίδιο και για την εκτέλεση αποφάσεως που εκδόθηκε σε τρίτο κράτος και έχει αναγνωριστεί στο αιτούν την παράδοση του καταζητουμένου κράτος μέλος (στο εξής: αιτούν κράτος μέλος), δυνάμει διεθνούς συμφωνίας;

    2.

    Επιπλέον, η καταδίκη σε τρίτο κράτος θέτει ένα ζήτημα που αφορά τη δυνατότητα προβολής λόγου αρνήσεως εκτέλεσης του εντάλματος σύλληψης, ζήτημα το οποίο δεν έχει απασχολήσει μέχρι σήμερα το Δικαστήριο. Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 4, σημείο 7, στοιχείο βʹ, της αποφάσεως-πλαισίου, το κράτος εκτέλεσης μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεση όταν η αξιόποινη πράξη τελέστηκε εκτός του αιτούντος κράτους μέλους και το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης δεν επιτρέπει τη δίωξη για τα ίδια αδικήματα που διαπράττονται εκτός του εδάφους του. Στην παρούσα υπόθεση, μολονότι η αξιόποινη πράξη τελέστηκε σε τρίτο κράτος, στο αιτούν κράτος μέλος έλαβαν χώρα προπαρασκευαστικές ενέργειες. Πρέπει, συνεπώς, να διευκρινιστεί ποιες συνέπειες έχει το γεγονός αυτό όσον αφορά την εφαρμογή του προαναφερθέντος λόγου αρνήσεως εκτελέσεως.

    II. Το νομικό πλαίσιο

    Α.   Το διεθνές δίκαιο

    1. Η συμφωνία μεταξύ της Λιθουανίας και της Νορβηγίας για την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε ποινικές υποθέσεις

    3.

    Από τις 5 Απριλίου 2011 υφίσταται συμφωνία μεταξύ της Δημοκρατίας της Λιθουανίας και του Βασιλείου της Νορβηγίας για την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε ποινικές υποθέσεις, οι οποίες επιβάλλουν ποινές στερητικές της ελευθερίας ή μέτρα στερητικά της ελευθερίας. Η συμφωνία θεσπίζει κανόνες σχετικά με την αναγνώριση των αποφάσεων του κράτους έκδοσης του εντάλματος (άρθρο 7) και περιλαμβάνει λόγους μη αναγνώρισης από το κράτος εκτέλεσης (άρθρο 8).

    2. Η συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Δημοκρατίας της Ισλανδίας και του Βασιλείου της Νορβηγίας για τη διαδικασία παράδοσης

    4.

    Η συμφωνία μεταξύ, αφενός, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, αφετέρου, της Δημοκρατίας της Ισλανδίας και του Βασιλείου της Νορβηγίας για τη διαδικασία παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ισλανδίας και Νορβηγίας ( 3 ) άρχισε να ισχύει ( 4 ) την 1η Νοεμβρίου 2019.

    5.

    Το προοίμιο της συμφωνίας αναφέρει τα εξής:

    «[…]

    Εκφράζοντας την αμοιβαία εμπιστοσύνη τους στη δομή και τη λειτουργία των νομικών τους συστημάτων και στην ικανότητα όλων των συμβαλλομένων μερών να εγγυηθούν μια δίκαιη δίκη·

    […]»

    6.

    Το άρθρο 1, παράγραφος 3, της συμφωνίας ορίζει τα ακόλουθα:

    «H παρούσα συμφωνία δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την τροποποίηση της υποχρέωσης σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των θεμελιωδών νομικών αρχών, όπως διατυπώνονται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση [για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ)], ή, σε περίπτωση εκτέλεσης από δικαστική αρχή κράτους μέλους, των αρχών του άρθρου 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.»

    7.

    Κατά τα λοιπά, οι διατάξεις της συμφωνίας όσον αφορά τη διαδικασία παράδοσης είναι, σε μεγάλο βαθμό, ανάλογες με εκείνες της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584.

    Β.   Το δίκαιο της Ένωσης

    8.

    Η αιτιολογική σκέψη 6 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 έχει ως εξής:

    «Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης το οποίο προβλέπει η παρούσα απόφαση-πλαίσιο αποτελεί την πρώτη περίπτωση συγκεκριμένης εφαρμογής, στον τομέα του ποινικού δικαίου, της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης που έχει χαρακτηρισθεί από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ως “ακρογωνιαίος λίθος” της δικαστικής συνεργασίας.»

    9.

    Η απόφαση-πλαίσιο 2002/584 ορίζει, στο άρθρο 1, την έννοια του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και επιβάλλει την υποχρέωση εκτελέσεώς του ως εξής:

    «1.   Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης είναι δικαστική απόφαση η οποία εκδίδεται από κράτος μέλος προς τον σκοπό της σύλληψης και της παράδοσης από άλλο κράτος μέλος προσώπου που καταζητείται για την άσκηση ποινικής δίωξης ή για την εκτέλεση ποινής ή μέτρου στερητικών της ελευθερίας.

    2.   Τα κράτη μέλη εκτελούν κάθε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης και σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας απόφασης-πλαίσιο.

    3.   H παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την τροποποίηση της υποχρέωσης σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των θεμελιωδών νομικών αρχών, όπως διατυπώνονται στο άρθρο 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.»

    10.

    Το άρθρο 2 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 καθορίζει το πεδίο εφαρμογής του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης:

    «1.   Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης μπορεί να εκδίδεται για πράξεις που τιμωρούνται από το δίκαιο του κράτους μέλους έκδοσης του σχετικού εντάλματος (εφεξής καλούμενο “κράτος έκδοσης του εντάλματος”) με στερητική της ελευθερίας ποινή ή με στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας ανώτατης διάρκειας τουλάχιστον δώδεκα μηνών ή, εάν έχει ήδη επιβληθεί ποινή ή μέτρο ασφαλείας, για απαγγελθείσες καταδίκες διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων μηνών.

    2.   Η παράδοση βάσει ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης υπό τις προϋποθέσεις της παρούσας απόφασης-πλαίσιο και χωρίς έλεγχο του διττού αξιοποίνου της πράξης, χωρεί για τις ακόλουθες αξιόποινες πράξεις, εφόσον τιμωρούνται στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος με στερητική της ελευθερίας ποινή ή στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφάλειας ανώτατης διάρκειας τουλάχιστον τριών ετών και όπως ορίζονται από το δίκαιο του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος:

    […]

    παράνομη διακίνηση ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών,

    […]

    3.   […]

    4.   Η παράδοση, προκειμένου για αξιόποινες πράξεις εκτός αυτών που καλύπτονται από την παράγραφο 2, μπορεί να εξαρτηθεί από την προϋπόθεση ότι οι πράξεις για τις οποίες εκδίδεται το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης συνιστούν αξιόποινη πράξη δυνάμει του δικαίου του κράτους μέλους εκτέλεσης, ανεξαρτήτως των στοιχείων αντικειμενικής υποστάσεως ή του νομικού χαρακτηρισμού αυτής.»

    11.

    Το άρθρο 4 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 επιτρέπει, σε ορισμένες περιπτώσεις, την άρνηση εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης:

    «Η δικαστική αρχή εκτέλεσης μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης:

    1.

    εάν, σε μια από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 2, παράγραφος 4, η πράξη λόγω της οποίας εκδίδεται το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης δεν συνιστά αξιόποινη πράξη κατά το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης· […]

    […]

    7.

    όταν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης αφορά αξιόποινες πράξεις οι οποίες:

    α)

    κατά το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης θεωρούνται ότι διεπράχθησαν εξ ολοκλήρου ή εν μέρει στο έδαφ[ο]ς του κράτους εκτέλεσης ή σε εξομοιούμενο προς αυτό τόπο·

    β)

    διεπράχθησαν εκτός του εδάφους του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος και το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης δεν επιτρέπει τη δίωξη για τα ίδια αδικήματα που διαπράττονται εκτός του εδάφους του.»

    12.

    Το άρθρο 8 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 καθορίζει το περιεχόμενο του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης:

    «1.   Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης περιέχει τα ακόλουθα στοιχεία, τα οποία υποβάλλονται σύμφωνα με το έντυπο που περιλαμβάνεται στο παράρτημα:

    […]

    γ)

    ένδειξη ότι υπάρχει εκτελεστή απόφαση, ένταλμα σύλληψης ή οιαδήποτε άλλη εκτελεστή δικαστική απόφαση της αυτής ισχύος που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 1 και 2·

    […]»

    Γ.   Το ιρλανδικό δίκαιο

    13.

    H απόφαση-πλαίσιο 2002/584 μεταφέρθηκε στην έννομη τάξη της Ιρλανδίας με τον European Arrest Warrant Act 2003 (νόμο του 2003 περί ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης). Το άρθρο 5 του νόμου αυτού διευκρινίζει πότε θεωρείται ότι υπάρχει αξιόποινο στην Ιρλανδία:

    «Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, αξιόποινη πράξη που προσδιορίζεται σε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης αντιστοιχεί σε αξιόποινη πράξη κατά το δίκαιο του [ιρλανδικού] κράτους, όταν η πράξη ή η παράλειψη που πληροί την αντικειμενική υπόσταση της προσδιοριζόμενης αξιόποινης πράξης θα αποτελούσε, αν τελούνταν στο [ιρλανδικό] κράτος κατά τον χρόνο έκδοσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, αξιόποινη πράξη σύμφωνα με το δίκαιο του [ιρλανδικού] κράτους.»

    14.

    Με το άρθρο 44 του νόμου του 2003 περί ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης μεταφέρθηκε στην ιρλανδική έννομη τάξη το άρθρο 4, σημείο 7, στοιχείο βʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584:

    «Δεν επιτρέπεται παράδοση προσώπου δυνάμει του παρόντος νόμου, εάν η αξιόποινη πράξη, η οποία προσδιορίζεται στο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης που έχει εκδοθεί σε βάρος του προσώπου αυτού, έχει τελεστεί ή φέρεται να έχει τελεστεί σε τόπο διαφορετικό από εκείνον του κράτους έκδοσης του εντάλματος και η πράξη ή η παράλειψη που πληροί την αντικειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης δεν συνιστά, λόγω της τελέσεώς της σε τόπο διαφορετικό από αυτόν του [ιρλανδικού] κράτους, αξιόποινη πράξη κατά το δίκαιο του [ιρλανδικού] κράτους.»

    15.

    Στον Misuse of Drugs Act, 1977 (νόμο του 1977 περί παράνομης χρήσεως ναρκωτικών ουσιών) ( 5 ) περιλαμβάνεται το άρθρο 15, παράγραφος 1, το οποίο έχει ως εξής:

    «Όποιος έχει στην κατοχή του, νομίμως ή μη, υπαγόμενη στον παρόντα νόμο ναρκωτική ουσία με σκοπό την πώληση ή την με κάθε άλλο τρόπο διανομή της, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 5 του παρόντος νόμου, διώκεται ποινικά.»

    III. Τα πραγματικά περιστατικά και η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως

    16.

    Ο JR είναι Λιθουανός υπήκοος. Τον Ιανουάριο του 2014 συμφώνησε στη Λιθουανία με τρίτο πρόσωπο να φέρει ναρκωτικά στη Νορβηγία έναντι καταβολής ποσού 570 ευρώ. Μετέφερε τα ναρκωτικά από τη Λιθουανία διερχόμενος διάφορα διεθνή σύνορα έως την άφιξή του, τελικά, στη Νορβηγία από τη Σουηδία. Στις 19 Ιανουαρίου 2014 εντοπίστηκε στη Νορβηγία, περίπου πέντε χιλιόμετρα από τα σύνορα, έχοντας στην κατοχή του περίπου 4,6 χιλιόγραμμα μεθαμφεταμίνης.

    17.

    Στις 28 Νοεμβρίου 2014 το Heggen og Frøland tingrett (περιφερειακό δικαστήριο Heggen και Froland, Νορβηγία) καταδίκασε τον JR (στο εξής: καταδικασθείς), σύμφωνα με το άρθρο 162 του νορβηγικού ποινικού κώδικα, σε στερητική της ελευθερίας ποινή τεσσάρων ετών και έξι μηνών για το αδίκημα της «παράνομης παράδοσης πολύ μεγάλης ποσότητας ναρκωτικών ουσιών». Το ένδικο μέσο του καταδικασθέντος απορρίφθηκε.

    18.

    Στις 18 Ιουνίου 2015 το Jurbarko rajono apylinkės teismas (περιφερειακό δικαστήριο Jurbarkas, Λιθουανία) αναγνώρισε τη νορβηγική δικαστική απόφαση βάσει της συμφωνίας μεταξύ της Νορβηγίας και της Λιθουανίας για την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε ποινικές υποθέσεις, προκειμένου η εν λόγω απόφαση να μπορέσει να εκτελεστεί σύμφωνα με το λιθουανικό δίκαιο. Το ένδικο μέσο που άσκησε ο καταδικασθείς κατά της αποφάσεως αυτής απορρίφθηκε.

    19.

    Στις 7 Απριλίου 2016 ο καταδικασθείς μετήχθη από τη Νορβηγία στη Λιθουανία.

    20.

    Στις 15 Νοεμβρίου 2016 το Kaišiadorių rajono apylinkės teismas (περιφερειακό δικαστήριο Kaisiadorys, Λιθουανία) διέταξε την υπό όρους απόλυση του καταδικασθέντος. Ωστόσο, λόγω μη συμμόρφωσης με τους όρους της απόλυσής του, στις 5 Φεβρουαρίου 2018, το Marijampolės apylinkės teismo Jurbarko rūmai (περιφερειακό δικαστήριο Marijampole, τμήμα Jurbarkas, Λιθουανία) διέταξε τον καταδικασθέντα να εκτίσει το υπόλοιπο της ποινής του, το οποίο ανερχόταν σε ένα έτος, επτά μήνες και 24 ημέρες.

    21.

    Δεδομένου ότι ο καταδικασθείς είχε, εν τω μεταξύ, διαφύγει στο εξωτερικό, οι λιθουανικές αρχές εξέδωσαν, στις 24 Μαΐου 2018, ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης με σκοπό την εκτέλεση στερητικής της ελευθερίας ποινής για την ενιαία αξιόποινη πράξη της παράνομης αποθηκεύσεως, μεταφοράς, προωθήσεως, πωλήσεως ή με κάθε άλλο τρόπο διανομής πολύ μεγάλης ποσότητας ναρκωτικής ή ψυχοτρόπου ουσίας.

    22.

    Στις 21 Ιανουαρίου 2019 ο καταδικασθείς συνελήφθη στην Ιρλανδία. Στην Ιρλανδία εξέτισε, κατ’ αρχάς, έως τον Οκτώβριο 2019 ποινή φυλακίσεως επιβληθείσα από ιρλανδικό δικαστήριο για άλλο αδίκημα.

    23.

    Κληθέν να αποφανθεί σχετικά με την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, το High Court (ανώτερο δικαστήριο, Ιρλανδία) υπέβαλε, στις 26 Ιουνίου 2019, στο Δικαστήριο τα ακόλουθα ερωτήματα:

    1)

    Εφαρμόζεται η απόφαση-πλαίσιο 2002/584 στην περίπτωση που το καταζητούμενο πρόσωπο καταδικάστηκε και του επιβλήθηκε ποινή σε τρίτο κράτος, πλην όμως, δυνάμει διμερούς συμβάσεως μεταξύ του εν λόγω τρίτου κράτους και του κράτους εκδόσεως του εντάλματος, η εκδοθείσα στο τρίτο κράτος απόφαση αναγνωρίστηκε στο κράτος εκδόσεως του εντάλματος και εκτελέστηκε σύμφωνα με τη νομοθεσία του;

    2)

    Εάν η απάντηση στο προηγούμενο ερώτημα είναι καταφατική, σε περίπτωση που το κράτος μέλος εκτελέσεως έχει θέσει σε εφαρμογή, στην εθνική του νομοθεσία, τους λόγους προαιρετικής μη εκτελέσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που προβλέπονται στο άρθρο 4, σημείο 1, και στο άρθρο 4, σημείο 7, στοιχείο βʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, πώς πρέπει να εκτιμήσει η δικαστική αρχή εκτελέσεως την ύπαρξη αξιόποινης πράξεως που φέρεται να τελέστηκε στο τρίτο κράτος, πλην όμως από τις σχετικές περιστάσεις τελέσεως της πράξεως αυτής προκύπτει η τέλεση προπαρασκευαστικών ενεργειών εντός του κράτους εκδόσεως του εντάλματος;

    24.

    Το Δικαστήριο, ελλείψει επείγοντος, απέρριψε το αίτημα του High Court (ανώτερου δικαστηρίου) να δοθεί απάντηση στα ερωτήματα αυτά στο πλαίσιο επείγουσας προδικαστικής διαδικασίας.

    25.

    Γραπτές παρατηρήσεις επί των ερωτημάτων υπέβαλαν ο καταδικασθείς, η Ιρλανδία και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

    IV. Νομική εκτίμηση

    Α.   Επί του πεδίου εφαρμογής της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 (πρώτο προδικαστικό ερώτημα)

    26.

    Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί εάν μπορεί να εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης για την εκτέλεση στερητικής της ελευθερίας ποινής που έχει επιβληθεί από δικαστήριο τρίτου κράτους και έχει αναγνωριστεί από το κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος.

    27.

    Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης είναι δικαστική απόφαση η οποία εκδίδεται από κράτος μέλος προς τον σκοπό της σύλληψης και της παράδοσης, από άλλο κράτος μέλος, προσώπου που καταζητείται, για την άσκηση ποινικής δίωξης ή για την εκτέλεση ποινής ή μέτρου στερητικών της ελευθερίας.

    28.

    Εν προκειμένω, το κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος επιδιώκει την εκτέλεση στερητικής της ελευθερίας ποινής. H εν λόγω ποινή δεν επιβλήθηκε, ωστόσο, από το κράτος μέλος αυτό, αλλά από τρίτο κράτος και, στη συνέχεια, αναγνωρίστηκε από το κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος. Συνεπώς, είναι αναγκαίο να διευκρινιστεί εάν η δικαστική απόφαση που εκδόθηκε στο τρίτο κράτος ή η αναγνώρισή της στο κράτος έκδοσης του εντάλματος μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.

    29.

    Οι στερητικές της ελευθερίας ποινές που επιβάλλονται από τρίτα κράτη δεν μπορούν, κατ’ αρχήν, να εκτελεστούν με την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης (σχετικώς υπό 1). Τούτο δεν ισχύει στην περίπτωση κατά την οποία το κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος αναγνωρίσει τη στερητική της ελευθερίας ποινή (σχετικώς υπό 2). Στη συνέχεια, το κράτος μέλος εκτέλεσης ελέγχει εάν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης είναι έγκυρο (σχετικώς υπό 3).

    1. Η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης δεν εφαρμόζεται σε σχέση με τρίτα κράτη…

    30.

    Η απόφαση-πλαίσιο 2002/584 εφαρμόζεται μόνο επί των κρατών μελών και όχι επί τρίτων κρατών ( 6 ). Επομένως, η στερητική της ελευθερίας ποινή που επιβλήθηκε από τρίτο κράτος δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, αυτή καθ’ εαυτήν, να εκτελεστεί με την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.

    31.

    Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, το αιτούν κράτος μπορεί να εκδώσει ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης μόνον εφόσον υπάρχει εκτελεστή δικαστική απόφαση ( 7 ). Οι εν λόγω εκτελεστές δικαστικές αποφάσεις εκδίδονται από τις αρχές των κρατών μελών ( 8 ).

    32.

    Μεταξύ των κρατών μελών εφαρμόζεται η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης, η οποία εδράζεται στην αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και την οποία εφαρμόζει με συγκεκριμένο τρόπο το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 2, και την αιτιολογική σκέψη 6 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 ( 9 ).

    33.

    Ειδικότερα, η αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης επιβάλλει σε καθένα από τα κράτη μέλη να δέχεται, πλην εξαιρετικών περιστάσεων, ότι όλα τα λοιπά κράτη μέλη τηρούν το δίκαιο της Ένωσης και, ειδικότερα, ότι σέβονται τα θεμελιώδη δικαιώματα που είναι αναγνωρισμένα από το δίκαιο αυτό ( 10 ).

    34.

    Ωστόσο, οι αρχές αυτές δεν μπορούν να εφαρμοστούν άνευ ετέρου σε τρίτα κράτη. Ελλείψει αυτής της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, δεν μπορεί να γίνει, κατά τεκμήριο, δεκτό ότι το τρίτο κράτος έχει σεβαστεί τα θεμελιώδη δικαιώματα του προσώπου που καταζητείται. Σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, πρέπει να γίνονται σεβαστά τα θεμελιώδη δικαιώματα. Το γεγονός ότι τρίτο κράτος έχει αποδεχθεί διεθνείς συνθήκες που απαιτούν, κατ’ αρχήν, τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων δεν αντισταθμίζει κατ’ ανάγκην τον κίνδυνο προσβολής των δικαιωμάτων αυτών ( 11 ).

    35.

    Επομένως, η νορβηγική δικαστική απόφαση δεν μπορούσε, αυτή καθ’ εαυτήν, να αποτελέσει τη βάση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.

    2. …αλλά μόνο εντός της Ένωσης…

    36.

    Ωστόσο, εν προκειμένω, η Λιθουανία αναγνώρισε την καταδικαστική απόφαση του νορβηγικού δικαστηρίου και την ποινή που αυτό επέβαλε.

    37.

    Ελλείψει σχετικής διεθνούς σύμβασης μεταξύ της Ένωσης και τρίτου κράτους, οι κανόνες περί εκδόσεως που εφαρμόζονται στις σχέσεις μεταξύ των δύο αυτών κρατών εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους. Εντούτοις, τα κράτη μέλη αυτά οφείλουν να ασκούν τη σχετική με την έκδοση αρμοδιότητά τους τηρώντας το δίκαιο της Ένωσης ( 12 ).

    38.

    Δεδομένου ότι η συμφωνία μεταξύ της Ένωσης, της Ισλανδίας και της Νορβηγίας δεν είχε ακόμη τεθεί σε ισχύ κατά τον χρόνο της έκδοσης του καταδικασθέντος από τη Νορβηγία στη Λιθουανία, η τελευταία είχε το δικαίωμα να εφαρμόσει πλήρως τη συμφωνία της με τη Νορβηγία.

    39.

    Επομένως, ανακύπτει το ζήτημα εάν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης προϋποθέτει ότι η προς εκτέλεση στερητική της ελευθερίας ποινή έχει επιβληθεί σε κράτος μέλος ή εάν το κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος δύναται να «νομιμοποιήσει» στερητική της ελευθερίας ποινή επιβληθείσα σε τρίτο κράτος, με την αναγνώριση της σχετικής καταδικαστικής αποφάσεως.

    40.

    Μια τέτοια περίπτωση δεν φαίνεται να είχε προβλεφθεί κατά την έκδοση της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584. Ωστόσο, το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης μπορεί να έχει εφαρμογή σε περίπτωση όπως η προκειμένη, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις της αποφάσεως-πλαισίου. Συγκεκριμένα, δεν αποκλείεται ρητώς η δυνατότητα αυτή.

    41.

    Σημείο αφετηρίας αποτελεί το προαναφερθέν άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584. Κατά την εν λόγω διάταξη, το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης πρέπει να βασίζεται σε περαιτέρω απόφαση δικαστηρίου του αιτούντος κράτους μέλους ( 13 ). Αυτή μπορεί να είναι εκτελεστή απόφαση, ένταλμα σύλληψης ή οιαδήποτε άλλη εκτελεστή δικαστική απόφαση της αυτής ισχύος που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 1 και 2.

    42.

    Συναφώς, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι, με απόφαση της 18ης Ιουνίου 2015, το περιφερειακό δικαστήριο Jurbarkas αναγνώρισε τη νορβηγική απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2014, προκειμένου να μπορεί η εν λόγω απόφαση να εκτελεστεί σύμφωνα με το λιθουανικό δίκαιο. Μετά την προσωρινή αναστολή της εκτέλεσης της αποφάσεως, στις5 Φεβρουαρίου 2018, το περιφερειακό δικαστήριο Marijampole, τμήμα Jurbarkas, διέταξε τον καταδικασθέντα να εκτίσει το υπόλοιπο της ποινής. Επομένως, πρόκειται για εκτελεστή δικαστική απόφαση.

    43.

    Δεν είναι ιδιαιτέρως σαφές με ποιον τρόπο πρέπει να εκτιμάται εάν μια απόφαση είναι «της αυτής ισχύος», σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584. Ωστόσο, ιδιαίτερα από τις αποδόσεις του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, στην αγγλική και τη γαλλική γλώσσα προκύπτει ότι πρέπει να εξετάζεται εάν η απόφαση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 1 και 2 ( 14 ). Τούτο συνάδει προς τη λειτουργία του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ. Οι πληροφορίες που απαιτούνται από το άρθρο 8 αποσκοπούν αποκλειστικά στο να διευκρινιστεί ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις έκδοσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης ( 15 ). Οι προϋποθέσεις αυτές προβλέπονται ιδίως στα άρθρα 1 και 2.

    44.

    Το πεδίο εφαρμογής των άρθρων 1 και 2 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 καθορίζεται, με τη σειρά του, όχι βάσει μιας απαριθμήσεως εθνικών δικαστικών αποφάσεων, αλλά βάσει του σκοπού και του αντικειμένου της αποφάσεως.

    45.

    Μολονότι το άρθρο 1, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 ορίζει ότι το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης είναι δικαστική απόφαση η οποία εκδίδεται από κράτος μέλος, εντούτοις η εν λόγω διάταξη δεν αναφέρεται στη δικαστική απόφαση που εκτελείται με το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης. Όσον αφορά την τελευταία αυτή απόφαση, από το άρθρο 1, παράγραφος 1 προκύπτει μόνον, εν προκειμένω, ότι το ένταλμα σύλληψης πρέπει να αποσκοπεί στην εκτέλεση στερητικής της ελευθερίας ποινής. Η ποινή αυτή δεν απαιτείται να έχει επιβληθεί σε κράτος μέλος, τουλάχιστον κατά το γράμμα της εν λόγω ρυθμίσεως. Η αναγνώριση δικαστικής αποφάσεως τρίτου κράτους έχει, συναφώς, την ίδια λειτουργία με εκείνη που έχει μια καταδικαστική απόφαση, καθόσον επιβάλλει την εκτέλεση της δικαστικής αποφάσεως αυτής στο κράτος μέλος που την αναγνωρίζει.

    46.

    Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης μπορεί να εκδίδεται εάν έχει επιβληθεί ποινή διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων μηνών. Και στην περίπτωση αυτή δεν απαιτείται η καταδικαστική απόφαση να έχει εκδοθεί σε κράτος μέλος. Αντιθέτως, η αναγνώριση καταδικαστικής αποφάσεως εκδοθείσας σε τρίτο κράτος εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της διατάξεως αυτής όταν πρόκειται για αρκούντως μακρά στερητική της ελευθερίας ποινή.

    47.

    Το συμπέρασμα, επομένως, είναι ότι η απόφαση-πλαίσιο 2002/584 είναι εφαρμοστέα στην περίπτωση που το καταζητούμενο πρόσωπο καταδικάστηκε σε τρίτο κράτος και του επιβλήθηκε ποινή στο κράτος αυτό, πλην όμως, δυνάμει διμερούς σύμβασης με το εν λόγω τρίτο κράτος, η εκδοθείσα στο τρίτο κράτος απόφαση αναγνωρίστηκε στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος και εκτελείται σύμφωνα με τη νομοθεσία του.

    3. […] και δεν σημαίνει τυφλή εμπιστοσύνη

    48.

    Μολονότι η απόφαση-πλαίσιο τυγχάνει εφαρμογής, απομένει πάντως να διευκρινισθεί σε ποιο βαθμό η αναγνώριση στερητικής της ελευθερίας ποινής στο κράτος μέλος της αιτούσας δικαστικής αρχής δεσμεύει τη δικαστική αρχή εκτέλεσης.

    49.

    Για τη νομιμοποίηση της αμοιβαίας αναγνώρισης της αποφάσεως από τα άλλα κράτη μέλη, απαιτείται να διασφαλίζεται η τήρηση της προστασίας των δικονομικών και των θεμελιωδών δικαιωμάτων ( 16 ). Επομένως, η απόφαση-πλαίσιο 2002/584 πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπον ώστε να εξασφαλίζεται ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων των ενδιαφερομένων, χωρίς ωστόσο να θίγεται η αποτελεσματικότητα του συστήματος δικαστικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών, ένα από τα ουσιώδη στοιχεία του οποίου αποτελεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, όπως αυτό έχει ρυθμιστεί από τον νομοθέτη της Ένωσης ( 17 ).

    50.

    Το σύστημα του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης περιλαμβάνει, συναφώς, προστασία των δικονομικών και των θεμελιωδών δικαιωμάτων του καταζητουμένου προσώπου σε δύο επίπεδα. Στο πρώτο επίπεδο, το καταζητούμενο πρόσωπο πρέπει να απολαύει δικαστικής προστασίας κατά την έκδοση της εκτελεστής δικαστικής αποφάσεως. Στο δεύτερο επίπεδο, πρέπει να διασφαλίζεται δικαστική προστασία κατά την έκδοση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης ( 18 ).

    51.

    Σε αυτό το πνεύμα, προγενέστερη δικαστική διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας κρίνεται η ενοχή του καταζητουμένου προσώπου επιτρέπει στη δικαστική αρχή εκτέλεσης να τεκμαίρει ότι η απόφαση περί έκδοσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης με σκοπό την εκτέλεση ποινής εκδόθηκε κατά το πέρας εθνικής διαδικασίας στο πλαίσιο της οποίας το καταδικασθέν πρόσωπο έτυχε όλων των αναγκαίων εγγυήσεων για την έκδοση αυτού του είδους αποφάσεων, όπως είναι, μεταξύ άλλων, οι εγγυήσεις που απορρέουν από τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις θεμελιώδεις νομικές αρχές του άρθρου 1, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 ( 19 ).

    52.

    Εν προκειμένω, η Λιθουανία αναγνώρισε τη νορβηγική δικαστική απόφαση βάσει της συμφωνίας της με τη Νορβηγία και ο καταδικασθείς έτυχε δικαστικής προστασίας στο πλαίσιο του ενδίκου μέσου που άσκησε κατά της αναγνώρισης της εν λόγω αποφάσεως. Βάσει της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα δικονομικά και τα θεμελιώδη δικαιώματα του καταδικασθέντος έχουν γίνει σεβαστά στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας του αιτούντος κράτους μέλους.

    53.

    Ωστόσο, υπό εξαιρετικές περιστάσεις, χωρούν περιορισμοί των αρχών της αμοιβαίας αναγνώρισης και της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών ( 20 ).

    54.

    Σημείο αφετηρίας για τον προσδιορισμό των εν λόγω εξαιρετικών περιστάσεων είναι το άρθρο 1, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, κατά το οποίο η εν λόγω απόφαση δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την τροποποίηση της υποχρέωσης σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των θεμελιωδών νομικών αρχών, όπως διατυπώνονται στα άρθρα 2 και 6 ΣΕΕ ( 21 ).

    55.

    Εντούτοις, δεν μπορεί να θεωρηθεί, κατ’ ανάγκη, εξαιρετική περίσταση οποιαδήποτε πιθανή προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων στο αιτούν κράτος μέλος, διότι, λόγω της φύσεως της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, αρκεί, κατά κανόνα, τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα να απολαύουν έννομης προστασίας εντός του εν λόγω κράτους ( 22 ).

    56.

    Μόνον ο κίνδυνος σοβαρών προσβολών των θεμελιωδών δικαιωμάτων πρέπει να θεωρείται εξαιρετικός. Συναφώς, το Δικαστήριο δέχθηκε, κατ’ αρχάς, ότι εξαιρετικός είναι ο κίνδυνος απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχειρίσεως του καταζητουμένου προσώπου, υπό την έννοια του άρθρου 4 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ( 23 ). Ομοίως, ως εξαιρετικός χαρακτηρίζεται και ο πραγματικός κίνδυνος να υποστεί το πρόσωπο κατά του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης (με σκοπό την άσκηση ποινικής δίωξης), σε περίπτωση παράδοσής του στην εκδούσα το ένταλμα δικαστική αρχή, προσβολή του θεμελιώδους δικαιώματός του σε ανεξάρτητο δικαστήριο και, κατά συνέπεια, προσβολή της ουσίας του θεμελιώδους δικαιώματός του σε δίκαιη δίκη, το οποίο εγγυάται το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη ( 24 ).

    57.

    Σε περίπτωση αναγνώρισης και εκτέλεσης, από κράτος μέλος, ποινής επιβληθείσας από δικαστήριο τρίτου κράτους, ο κίνδυνος σοβαρής προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων μπορεί να συνδέεται, αφενός, με την καταδικαστική απόφαση που εκδόθηκε στο τρίτο κράτος, όπως με τη διαδικασία, την αξιόποινη πράξη ή το ύψος της ποινής, αλλά και, αφετέρου, με τη διαδικασία και τις συνθήκες κράτησης στο αιτούν κράτος μέλος.

    58.

    Συναφώς, ενδέχεται να υπάρχουν περιπτώσεις όπου, βάσει ευρέως γνωστών πληροφοριών, υφίστανται προφανείς ανάλογοι κίνδυνοι ( 25 ) ή περιπτώσεις στις οποίες το ενδιαφερόμενο πρόσωπο προβάλλει σοβαρό κίνδυνο ακραίας προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων σε περίπτωση έκδοσης ( 26 ).

    59.

    Επομένως, σε αυτές τις περιπτώσεις, εναπόκειται στη δικαστική αρχή εκτέλεσης να εξετάσει, στο πλαίσιο συγκεκριμένης και ακριβούς εκτιμήσεως, εάν συντρέχουν σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι να θεωρηθεί ότι το καταζητούμενο πρόσωπο θα διατρέξει κίνδυνο σοβαρής προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ( 27 ). Προς τούτο, η δικαστική αρχή εκτέλεσης, όπως το αιτούν δικαστήριο στην κύρια δίκη, οφείλει, ιδίως κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 15, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου, να ζητήσει από την εκδούσα το ένταλμα δικαστική αρχή κάθε συμπληρωματική πληροφορία που κρίνει αναγκαία για την αξιολόγηση της υπάρξεως τέτοιου κινδύνου ( 28 ).

    60.

    Ωστόσο, στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, μέχρι τούδε, δεν έχει προβληθεί καμία ένδειξη προσβολής, ούτε, κατά μείζονα λόγο, σοβαρής προσβολής θεμελιώδους δικαιώματος. Αντιθέτως, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι δεν πρόκειται για αναγνώριση δικαστικής αποφάσεως οιουδήποτε τρίτου κράτους.

    61.

    Βεβαίως, το γεγονός ότι η Νορβηγία είναι συμβαλλόμενο μέρος στην ΕΣΔΑ δεν αρκεί ( 29 ). Ωστόσο, το κράτος αυτό συνήψε με την Ένωση τη συμφωνία για τη διαδικασία παράδοσης, η οποία τέθηκε σε ισχύ την 1η Νοεμβρίου 2019. Στο προοίμιο την εν λόγω συμφωνίας, τα συμβαλλόμενα μέρη εξέφρασαν την αμοιβαία εμπιστοσύνη τους στη δομή και τη λειτουργία των νομικών τους συστημάτων καθώς και στην ικανότητα των μερών αυτών να εγγυηθούν μια δίκαιη δίκη ( 30 ). Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Ένωση εξέφρασε έναντι της Νορβηγίας εμπιστοσύνη, αντίστοιχη με την αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών μελών. Επομένως, στην περίπτωση του τρίτου αυτού κράτους υφίσταται μαχητό τεκμήριο ότι, μέχρι σήμερα, τα θεμελιώδη δικαιώματα έχουν γίνει σεβαστά και ότι θα εξακολουθήσουν να γίνονται σεβαστά στο μέλλον.

    4. Πρόταση επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

    62.

    Κατά συνέπεια, η απόφαση-πλαίσιο 2002/584 είναι εφαρμοστέα σε περίπτωση κατά την οποία το καταζητούμενο πρόσωπο καταδικάστηκε στη Νορβηγία και του επιβλήθηκε ποινή εκεί, πλην όμως, δυνάμει διεθνούς συμφωνίας με τη Νορβηγία, η εκδοθείσα στο εν λόγω κράτος δικαστική απόφαση έχει αναγνωριστεί στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος και εκτελείται σύμφωνα με τη νομοθεσία του.

    63.

    Ωστόσο, η δικαστική αρχή εκτέλεσης παύει τη διαδικασία παράδοσης εάν συντρέχουν σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι για να θεωρηθεί ότι η εκτέλεση της νορβηγικής στερητικής της ελευθερίας ποινής, την οποία έχει αναγνωρίσει η Λιθουανία, θα οδηγούσε σε σοβαρή προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

    Β.   Επί της δυνατότητας άρνησης εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης (δεύτερο προδικαστικό ερώτημα)

    64.

    Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν η δικαστική αρχή εκτέλεσης μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, σύμφωνα με το άρθρο 4, σημείο 1, και σημείο 7, στοιχείο βʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, για τον λόγο ότι η αξιόποινη πράξη τελέστηκε εντός τρίτου κράτους, στην περίπτωση που ο αυτουργός έχει τελέσει προπαρασκευαστικές ενέργειες στο κράτος έκδοσης του εντάλματος.

    1. Επί του άρθρου 4, σημείο 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584

    65.

    Κατά το άρθρο 4, σημείο 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, η δικαστική αρχή εκτέλεσης μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης εάν, σε μια από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 2, παράγραφος 4, η πράξη λόγω της οποίας εκδίδεται το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης δεν συνιστά αξιόποινη πράξη κατά το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης.

    66.

    Εν προκειμένω, προφανώς αποκλείεται το ενδεχόμενο να απορριφθεί η έκδοση για τον λόγο αυτόν, δεδομένου ότι το επίμαχο στην κύρια δίκη αδίκημα, ήτοι η διακίνηση ναρκωτικών, τιμωρείται σύμφωνα με το άρθρο 15 του ιρλανδικού νόμου σχετικά με τη χρήση ναρκωτικών και, επιπλέον, δεν εμπίπτει, κατά τα φαινόμενα, στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 2, παράγραφος 4, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584. Αντιθέτως, πρόκειται για αξιόποινη πράξη του καταλόγου που περιλαμβάνεται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, πέμπτη περίπτωση, η οποία δεν προϋποθέτει διττό αξιόποινο.

    67.

    Επομένως, παρέλκει η διατύπωση κρίσης από το Δικαστήριο επί του άρθρου 4, σημείο 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584.

    2. Επί του άρθρου 4, σημείο 7, στοιχείο βʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584

    68.

    Αντιθέτως, η ερμηνεία του άρθρου 4, σημείο 7, στοιχείο βʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 είναι κρίσιμη για την έκδοση απόφασης στην παρούσα υπόθεση. Κατά τη διάταξη αυτή, η δικαστική αρχή εκτέλεσης μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, όταν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης αφορά αξιόποινες πράξεις οι οποίες τελέστηκαν εκτός του εδάφους του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος και το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης δεν επιτρέπει τη δίωξη για τα ίδια αδικήματα που διαπράττονται εκτός του εδάφους του.

    69.

    Επομένως, η άρνηση εξαρτάται από τη συνδρομή δύο σωρευτικών προϋποθέσεων: η αξιόποινη πράξη την οποία αφορά το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης πρέπει να τελέστηκε εκτός του εδάφους του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος και το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης πρέπει να μην επιτρέπει τη δίωξη για τα ίδια αδικήματα που διαπράττονται εκτός του εδάφους του.

    70.

    Η ratio και ο σκοπός αυτής της εισάγουσας εξαίρεση διατάξεως είναι να παρέχεται στη δικαστική αρχή εκτέλεσης η δυνατότητα να λαμβάνει υπόψη, κατά την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, θεμελιώδεις αποφάσεις του κράτους μέλους εκτέλεσης σχετικά με τα όρια της δικής του ius puniendi. Εντούτοις, το άρθρο 4, σημείο 7, στοιχείο βʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 δεν προσδίδει στον εν λόγω σκοπό απόλυτη ισχύ.

    71.

    Όσον αφορά τη δεύτερη από τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις, μόνον τα ιρλανδικά δικαστήρια είναι σε θέση να προσδιορίσουν το περιεχόμενο των σχετικών ιρλανδικών ποινικών διατάξεων. Συναφώς, η άρνηση εκτέλεσης επαφίεται στη δικαστική αρχή εκτέλεσης.

    72.

    Αντιθέτως, το άρθρο 4, σημείο 7, στοιχείο βʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 δεν παραπέμπει στο δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης όσον αφορά τον ορισμό της έννοιας των αξιοποίνων πράξεων που τελέστηκαν εκτός του εδάφους του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος. Πρόκειται, επομένως, για έννοια του δικαίου της Ένωσης, την οποία το Δικαστήριο πρέπει να ερμηνεύσει λαμβάνοντας υπόψη τον τρόπο με τον οποίο η εν λόγω έννοια πρέπει να εκλαμβάνεται στην περίπτωση που ο δράστης του αδικήματος έχει τελέσει προπαρασκευαστικές ενέργειες εντός του κράτους έκδοσης του εντάλματος ( 31 ).

    73.

    Σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η Ιρλανδία, η αναγνώριση από το κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος δεν ασκεί επιρροή στο ζήτημα αυτό, διότι η αναγνώριση ουδόλως μεταβάλλει τον τόπο τέλεσης της αξιόποινης πράξης. Το άρθρο 4, σημείο 7, στοιχείο βʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 αναφέρεται, ωστόσο, στον τόπο όπου «διεπράχθη» η αξιόποινη πράξη. Επομένως, η πράξη πρέπει να είναι εξωεδαφική στη συγκεκριμένη επίμαχη περίπτωση.

    74.

    Εν προκειμένω, ο καταδικασθείς συμφώνησε στη Λιθουανία με τρίτο πρόσωπο να φέρει ναρκωτικά στη Νορβηγία έναντι της καταβολής χρημάτων. Μετέφερε τα ναρκωτικά από τη Λιθουανία διερχόμενος διάφορα διεθνή σύνορα μέχρι την άφιξή του, τελικά, στη Νορβηγία από τη Σουηδία. Εκεί, περίπου πέντε χιλιόμετρα από τα σύνορα, εντοπίστηκε έχοντας στην κατοχή του πολλά χιλιόγραμμα μεθαμφεταμίνης. Καταδικάστηκε για το αδίκημα της «παράνομης παράδοσης πολύ μεγάλης ποσότητας ναρκωτικών ουσιών». Ενώπιον του Δικαστηρίου δεν προσδιορίστηκε εάν οι προπαρασκευαστικές ενέργειες στη Λιθουανία απoτέλεσαν αντικείμενο της καταδικαστικής αποφάσεως.

    75.

    Στο πλαίσιο αυτό, η υπόθεση της κύριας δίκης εγείρει τρία ζητήματα, ήτοι, πρώτον, εάν αποκλείεται η επίκληση του άρθρου 4, σημείο 7, στοιχείο βʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 στην περίπτωση που ορισμένες πράξεις, αλλά όχι όλες, έχουν τελεστεί στο κράτος έκδοσης του εντάλματος, δεύτερον, κατά πόσον η έννοια της αξιόποινης πράξης περιλαμβάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες και, τρίτον, εάν ασκεί συναφώς επιρροή η έκταση της καταδικαστικής αποφάσεως που πρέπει να εκτελεστεί.

    α) Επιμέρους ενέργειες που έχουν τελεστεί στο εθνικό έδαφος

    76.

    Όσον αφορά την αναγκαία έκταση των πράξεων που τελέστηκαν στο κράτος έκδοσης του εντάλματος, το άρθρο 4, σημείο 7, στοιχείο βʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 πρέπει να ερμηνευθεί σε συνδυασμό με το στοιχείο αʹ της διατάξεως αυτής.

    77.

    Το άρθρο 4, σημείο 7, στοιχείο αʹ, προβλέπει ότι η πράξη πρέπει να τελέστηκε «εξ ολοκλήρου ή εν μέρει» στο κράτος εκτέλεσης. Επομένως, η τέλεση επιμέρους ενεργειών στο κράτος εκτέλεσης αρκεί προκειμένου αυτό να δύναται να αρνηθεί την έκδοση κατ’ εφαρμογήν της εν λόγω διατάξεως.

    78.

    Αντιθέτως, το άρθρο 4, σημείο 7, στοιχείο βʹ, αναφέρεται απλώς σε «εκτός» του κράτους έκδοσης του εντάλματος τελεσθείσες πράξεις, χωρίς περαιτέρω διευκρίνιση. Επομένως, ο λόγος αποκλεισμού του στοιχείου βʹ εφαρμόζεται μόνον εφόσον η πράξη τελέστηκε εξ ολοκλήρου εκτός του αιτούντος κράτους, όπερ σημαίνει ότι δεν αρκεί η εν λόγω πράξη να τελέστηκε μόνο εν μέρει εκτός του κράτους αυτού.

    79.

    Το ως άνω συμπέρασμα επιρρωννύεται από το επιχείρημα ότι το άρθρο 4, σημείο 7, στοιχείο βʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 εφαρμόζεται όχι μόνο στην κρίσιμη, εν προκειμένω, εκτέλεση ποινής φυλακίσεως, αλλά και στην ποινική δίωξη. Ως εκ τούτου, η άσκηση ποινικής δίωξης πρέπει να είναι επίσης δυνατή στην περίπτωση που το αιτούν κράτος ενεργεί θεμελιώνοντας την κατά τόπον αρμοδιότητά του σε μέρος μόνον των πράξεων.

    β) Έννοια της αξιόποινης πράξης

    80.

    Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο ερωτά επίσης κατά πόσον οι προπαρασκευαστικές ενέργειες περιλαμβάνονται στην αξιόποινη πράξη για την οποία ζητείται η έκδοση.

    81.

    Όσον αφορά το ζήτημα αυτό, μπορεί να γίνει αναφορά στο άρθρο 3, σημείο 2, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584. Κατά τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί έκφραση της αρχής ne bis in idem που κατοχυρώνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη, η εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης πρέπει να απορρίπτεται εάν ο καταζητούμενος έχει δικασθεί για τις ίδιες πράξεις. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο, κληθέν να ερμηνεύσει την έννοια των «ίδιων πράξεων», έλαβε υπόψη μόνο το υποστατό των πραγματικών περιστατικών, ανεξαρτήτως του νομικού χαρακτηρισμού των ως άνω πραγματικών περιστατικών ή του προστατευομένου εννόμου συμφέροντος και διαπίστωσε ότι η έννοια αυτή περιλαμβάνει ένα σύνολο συγκεκριμένων περιστάσεων που συνδέονταν άρρηκτα μεταξύ τους ( 32 ).

    82.

    Επομένως, το υποστατό των πραγματικών περιστατικών πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη για τον προσδιορισμό της τελεσθείσας αξιόποινης πράξης. Καθοριστικής σημασίας είναι οι συγκεκριμένες περιστάσεις που συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους.

    83.

    Όσον αφορά τις αξιόποινες πράξεις στον τομέα της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών, η εξαγωγή και η εισαγωγή των ίδιων ναρκωτικών σε διάφορα κράτη είναι δυνατό να αποτελούν ένα σύνολο πραγματικών περιστατικών τα οποία, από την ίδια τη φύση τους, είναι άρρηκτα συνδεδεμένα ( 33 ).

    84.

    Κατόπιν τούτων, μπορεί εύλογα να υποτεθεί ότι, εκτός από τις αξιόποινες πράξεις της παράδοσης και εισαγωγής ναρκωτικών ουσιών στη Νορβηγία, ο καταδικασθείς είχε τελέσει πράξεις στη Λιθουανία, ιδίως την εξαγωγή ναρκωτικών. Επομένως, το αδίκημα δεν τελέστηκε αποκλειστικά εκτός του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος. Συνεπώς, δεν συντρέχει λόγος να διατυπωθεί οριστική κρίση ως προς το ζήτημα εάν η συμφωνία με άλλο πρόσωπο για τη μεταφορά ναρκωτικών έναντι αμοιβής αποτελεί επίσης μέρος τέτοιου συνόλου πραγματικών περιστατικών. Εντούτοις, η συμφωνία αυτή υποδηλώνει ότι ο καταδικασθείς εξήγαγε τα ναρκωτικά από τη Λιθουανία προκειμένου να τα εισαγάγει στη Νορβηγία, δηλαδή ενήργησε με ενότητα προθέσεως.

    85.

    Ωστόσο, η οριστική εκτίμηση του ζητήματος αυτού απόκειται στα αρμόδια εθνικά δικαιοδοτικά όργανα, τα οποία πρέπει να εξετάσουν εάν οι επίμαχες υλικές ενέργειες συνιστούν ένα σύνολο πραγματικών περιστατικών άρρηκτα συνδεδεμένων κατά χρόνο, τόπο και αντικείμενο ( 34 ) Στο πλαίσιο της διαδικασίας έκδοσης την οποία αφορά η υπόθεση της κύριας δίκης, αρμόδια για την εν λόγω διαπίστωση είναι, κατά κύριο λόγο, τα ιρλανδικά δικαστήρια, τα οποία, ωστόσο, πρέπει να λάβουν δεόντως υπόψη τις διαπιστώσεις των νορβηγικών δικαστηρίων, των οποίων οι αποφάσεις έχουν αναγνωριστεί στη Λιθουανία. Επιπλέον, εάν απαιτούνται περαιτέρω διευκρινίσεις, τα ιρλανδικά δικαστήρια θα πρέπει ενδεχομένως να ζητήσουν συμπληρωματικές πληροφορίες από τα λιθουανικά δικαστήρια σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584.

    γ) Επί του αντικειμένου της καταδικαστικής αποφάσεως

    86.

    Εν προκειμένω, η δικαστική αρχή εκτέλεσης δεν μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης για τον λόγο ότι η νορβηγική καταδικαστική απόφαση αφορά μόνο την παράδοση ναρκωτικών, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τη διέλευση των συνόρων.

    87.

    Είναι αληθές ότι –εξ όσων μπορούν να διαπιστωθούν– η καταδικαστική απόφαση αφορά, εν προκειμένω, μόνο μια αξιόποινη πράξη τελεσθείσα εκτός του εδάφους του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος. Ωστόσο, το γράμμα του άρθρου 4, σημείο 7, στοιχείο βʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 αναφέρεται στον τόπο όπου «διεπράχθη» η αξιόποινη πράξη. Εάν πρόθεση του νομοθέτη ήταν να χρησιμοποιήσει ως στοιχείο αναφοράς τις εξετασθείσες με την οικεία δικαστική απόφαση πράξεις, θα είχε χρησιμοποιηθεί ο όρος «δικασθεί», όπως για παράδειγμα στο άρθρο 3, σημείο 2, ή στο άρθρο 4, σημείο 5.

    88.

    Αν στοιχείο αναφοράς αποτελούσε η καταδικαστική απόφαση, θα καθίστατο επίσης δυσανάλογα δυσχερής η εφαρμογή της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584. Πράγματι, κατά τον χρόνο έκδοσης της καταδικαστικής αποφάσεως, δεν είναι, κατά κανόνα, δυνατόν να προβλεφθεί ποιες είναι οι πράξεις που θα μπορούσαν μεταγενέστερα να είναι κρίσιμες για την εφαρμογή της αποφάσεως-πλαισίου και οι οποίες, επομένως, θα έπρεπε να περιληφθούν στην εν λόγω καταδικαστική απόφαση. Τούτο ισχύει, κατά μείζονα λόγο, όσον αφορά τις καταδικαστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί σε τρίτα κράτη, δεδομένου ότι η εφαρμογή της απόφασης-πλαισίου 2002/584 δεν αποτελεί ζήτημα που απασχολεί τα δικαστήρια των εν λόγω κρατών.

    89.

    Τέλος, ούτε από τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με το διττό αξιόποινο συνάγεται κάτι διαφορετικό. Είναι αληθές ότι το διττό αξιόποινο συνδέεται κυρίως με τα πραγματικά περιστατικά του αδικήματος, όπως περιγράφονται στην απόφαση που εκδόθηκε στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος ( 35 ). Πλην όμως, και το διττό αξιόποινο αφορά την τέλεση του αδικήματος και όχι την καταδικαστική απόφαση. Τούτο διότι, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2008/909/ΔΕΥ ( 36 ), το κράτος εκτέλεσης μπορεί να εξαρτήσει την αναγνώριση καταδικαστικής αποφάσεως από τον όρο ότι αφορά πράξεις οι οποίες συνιστούν επίσης αξιόποινες πράξεις κατά το δίκαιο του κράτους εκτέλεσης.

    3. Συμπέρασμα επί του δευτέρου ερωτήματος

    90.

    Επομένως, η δικαστική αρχή εκτέλεσης δεν μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης βάσει του άρθρου 4, σημείο 7, στοιχείο βʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, στην περίπτωση που αποδειχθεί ότι ο καταζητούμενος τέλεσε αξιόποινες προπαρασκευαστικές ενέργειες εντός του κράτους έκδοσης του εντάλματος, οι οποίες συνδέονται άρρηκτα με την αξιόποινη πράξη για την οποία αυτός καταδικάστηκε.

    V. Πρόταση

    91.

    Κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως ως εξής:

    1)

    Η απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών είναι εφαρμοστέα σε περίπτωση κατά την οποία το καταζητούμενο πρόσωπο καταδικάστηκε στο Βασίλειο της Νορβηγίας και του επιβλήθηκε ποινή εκεί, πλην όμως, δυνάμει διεθνούς σύμβασης με το Βασίλειο της Νορβηγίας, η σχετική δικαστική απόφαση έχει αναγνωριστεί στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος και εκτελείται σύμφωνα με τη νομοθεσία του.

    Ωστόσο, η δικαστική αρχή εκτέλεσης παύει τη διαδικασία παράδοσης εάν συντρέχουν σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι για να θεωρηθεί ότι η εκτέλεση της νορβηγικής στερητικής της ελευθερίας ποινής, την οποία έχει αναγνωρίσει η Δημοκρατία της Λιθουανίας, θα οδηγούσε σε σοβαρή προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

    2)

    Η δικαστική αρχή εκτέλεσης δεν μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης βάσει του άρθρου 4, σημείο 7, στοιχείο βʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, στην περίπτωση που αποδειχθεί ότι ο καταζητούμενος τέλεσε αξιόποινες προπαρασκευαστικές ενέργειες εντός του κράτους έκδοσης του εντάλματος, οι οποίες συνδέονται άρρηκτα με την αξιόποινη πράξη για την οποία αυτός καταδικάστηκε.


    ( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.

    ( 2 ) Απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών (ΕΕ 2002, L 190, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009 (ΕΕ 2009, L 81, σ. 24).

    ( 3 ) ΕΕ 2006, L 292, σ. 2. Εξ ονόματος της Ένωσης εγκρίθηκε με το άρθρο 1 της αποφάσεως 2014/835/ΕΕ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2014 (ΕΕ 2014, L 343, σ. 1).

    ( 4 ) Ανακοίνωση σχετικά με την έναρξη ισχύος της συμφωνίας παράδοσης μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ισλανδίας και της Νορβηγίας (ΕΕ 2019, L 230, σ. 1).

    ( 5 ) Όπως τροποποιήθηκε.

    ( 6 ) Απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, Ruska Federacija (C‑897/19 PPU, EU:C:2020:262, σκέψη 42).

    ( 7 ) Απόφαση της 1ης Ιουνίου 2016, Bob-Dogi (C‑241/15, EU:C:2016:385, σκέψεις 43 και 44 καθώς και 49 έως 57), και της 10ης Νοεμβρίου 2016, Özçelik (C‑453/16 PPU, EU:C:2016:860, σκέψη 27).

    ( 8 ) Απόφαση της 10ης Νοεμβρίου 2016, Özçelik (C‑453/16 PPU, EU:C:2016:860, σκέψεις 32 και 33).

    ( 9 ) Αποφάσεις της 27ης Μαΐου 2019, OG und PI (Εισαγγελίες του Lübeck και του Zwickau) (C‑508/18 και C‑82/19 PPU, EU:C:2019:456, σκέψεις 43 και 44) και PF (Γενικός εισαγγελέας της Λιθουανίας) (C‑509/18, EU:C:2019:457, σκέψεις 22 και 23).

    ( 10 ) Αποφάσεις της 25ης Ιουλίου 2018, Minister for Justice and Equality (Πλημμέλειες του δικαστικού συστήματος) (C‑216/18 PPU, EU:C:2018:586, σκέψη 36), της 27ης Μαΐου 2019, OG und PI (Εισαγγελίες του Lübeck και του Zwickau) (C‑508/18 και C‑82/19 PPU, EU:C:2019:456, σκέψη 43) και PF (Γενικός εισαγγελέας της Λιθουανίας) (C‑509/18, EU:C:2019:457, σκέψη 22), καθώς και της 15ης Οκτωβρίου 2019, Dorobantu (C‑128/18, EU:C:2019:857, σκέψη 46).

    ( 11 ) Βλ. αποφάσεις της 6ης Σεπτεμβρίου 2016, Petruhhin (C‑182/15, EU:C:2016:630, σκέψεις 55 έως 57), και της 2ας Απριλίου 2020, Ruska Federacija (C‑897/19 PPU, EU:C:2020:262, σκέψη 65).

    ( 12 ) Αποφάσεις της 13ης Νοεμβρίου 2018, Raugevicius (C‑247/17, EU:C:2018:898, σκέψη 45), και της 2ας Απριλίου 2020, Ruska Federacija (C‑897/19 PPU, EU:C:2020:262, σκέψη 48).

    ( 13 ) Σημείο 31 των παρουσών προτάσεων.

    ( 14 ) «[A]ny other enforceable judicial decision having the same effect, coming within the scope of Articles 1 and 2» και/ή «toute autre décision judiciaire exécutoire ayant la même force entrant dans le champ d’application des articles 1er et 2».

    ( 15 ) Απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 2018, Piotrowski (C‑367/16, ΕU:C:2018:27, σκέψη 59).

    ( 16 ) Συναφώς αναλυτικά οι αποφάσεις της 25ης Ιουλίου 2018, Minister for Justice and Equality (Πλημμέλειες του δικαστικού συστήματος) (C‑216/18 PPU, EU:C:2018:586, σκέψεις 35 επ.), και της 15ης Οκτωβρίου 2019, Dorobantu (C‑128/18, EU:C:2019:857, σκέψεις 46 επ.).

    ( 17 ) Απόφαση της 10ης Αυγούστου 2017, Tupikas (C‑270/17 PPU, EU:C:2017:628, σκέψη 63).

    ( 18 ) Αποφάσεις της 27ης Μαΐου 2019, OG και PI (Εισαγγελίες του Lübeck και του Zwickau) (C‑508/18 και C‑82/19 PPU, EU:C:2019:456, σκέψη 67) και PF (Γενικός εισαγγελέας της Λιθουανίας) (C‑509/18, EU:C:2019:457, σκέψη 45).

    ( 19 ) Απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2019, ZB (Eισαγγελέας πλημμελειοδικών Βρυξελλών) (C‑627/19 PPU, EU:C:2019:1079, σκέψη 36).

    ( 20 ) Γνωμοδότηση 2/13 (Προσχώρηση της Ένωσης στην ΕΣΔΑ) της 18ης Δεκεμβρίου 2014 (EU:C:2014:2454, σκέψη 191) καθώς και αποφάσεις της 5ης Απριλίου 2016, Aranyosi και Căldăraru (C‑404/15 και C‑659/15 PPU, EU:C:2016:198, σκέψη 82), της 25ης Ιουλίου 2018, Minister for Justice and Equality (Πλημμέλειες του δικαστικού συστήματος) (C‑216/18 PPU, EU:C:2018:586, σκέψη 43), και της 15ης Οκτωβρίου 2019, Dorobantu (C‑128/18, EU:C:2019:857, σκέψη 49).

    ( 21 ) Αποφάσεις της 5ης Απριλίου 2016, Aranyosi και Căldăraru (C‑404/15 και C‑659/15 PPU, EU:C:2016:198, σκέψη 83), και της 25ης Ιουλίου 2018, Minister for Justice and Equality (Πλημμέλειες του δικαστικού συστήματος) (C‑216/18 PPU, EU:C:2018:586, σκέψη 45).

    ( 22 ) Βλ. αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 2011, NS (C‑411/10 και C‑493/10, EU:C:2011:865, σκέψεις 80 έως 85), της 10ης Δεκεμβρίου 2013, Abdullahi (C‑394/12, EU:C:2013:813, σκέψεις 50 επ.), της 26ης Ιουλίου 2017, Mengesteab (C‑670/16, EU:C:2017:587, σκέψη 48), της 2ας Απριλίου 2019, H. και R. (C‑582/17 και C‑583/17, EU:C:2019:280, σκέψη 40), καθώς και της 15 Οκτωβρίου 2019, Dorobantu (C‑128/18, EU:C:2019:857, σκέψη 47).

    ( 23 ) Αποφάσεις της 5ης Απριλίου 2016, Aranyosi και Căldăraru (C‑404/15 και C‑659/15 PPU, EU:C:2016:198, σκέψη 84), της 25ης Ιουλίου 2018, Minister for Justice and Equality (Πλημμέλειες του δικαστικού συστήματος) (C‑216/18 PPU, EU:C:2018:586, σκέψη 44), και της 15ης Οκτωβρίου 2019, Dorobantu (C‑128/18, EU:C:2019:857, σκέψη 50).

    ( 24 ) Αποφάσεις της 25ης Ιουλίου 2018, Minister for Justice and Equality (Πλημμέλειες του δικαστικού συστήματος) (C‑216/18 PPU, EU:C:2018:586, σκέψη 59), και της 12ης Φεβρουαρίου 2019, TC (C‑492/18 PPU, EU:C:2019:108, σκέψη 43).

    ( 25 ) Βλ. αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 2011, NS (C‑411/10 και C‑493/10, EU:C:2011:865, σκέψεις 87 επ.), της 5ης Απριλίου 2016, Aranyosi και Căldăraru (C‑404/15 και C‑659/15 PPU, EU:C:2016:198, σκέψεις 88 και 89), της 6ης Σεπτεμβρίου 2016, Petruhhin (C‑182/15, EU:C:2016:630, σκέψεις 57 έως 59), της 15ης Οκτωβρίου 2019, Dorobantu (C‑128/18, EU:C:2019:857, σκέψεις 51 έως 53), και της 2ας Απριλίου 2020, Ruska Federacija (C‑897/19 PPU, EU:C:2020:262, σκέψη 65).

    ( 26 ) Βλ. απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, Ruska Federacija (C‑897/19 PPU, EU:C:2020:262, σκέψη 64).

    ( 27 ) Αποφάσεις της 5ης Απριλίου 2016, Aranyosi και Căldăraru (C‑404/15 και C‑659/15 PPU, EU:C:2016:198, σκέψεις 92 και 94), της 25ης Ιουλίου 2018, Minister for Justice and Equality (Πλημμέλειες του δικαστικού συστήματος) (C‑216/18 PPU, EU:C:2018:586, σκέψη 73), και της 15ης Οκτωβρίου 2019, Dorobantu (C‑128/18, EU:C:2019:857, σκέψη 55).

    ( 28 ) Αποφάσεις της 25ης Ιουλίου 2018, Minister for Justice and Equality (Πλημμέλειες του δικαστικού συστήματος) (C‑216/18 PPU, EU:C:2018:586, σκέψη 76), και της 19ης Σεπτεμβρίου 2018, RO (C‑327/18 PPU, EU:C:2018:733, σκέψη 42).

    ( 29 ) Βλ. αποφάσεις της 6ης Σεπτεμβρίου 2016, Petruhhin (C‑182/15, EU:C:2016:630, σκέψεις 55 έως 57), και της 2ας Απριλίου 2020, Ruska Federacija (C‑897/19 PPU, EU:C:2020:262, σκέψη 65), βλ., ωστόσο, απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2018, RO (C‑327/18 PPU, EU:C:2018:733, σκέψη 52).

    ( 30 ) Απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, Ruska Federacija (C‑897/19 PPU, EU:C:2020:262, σκέψη 73).

    ( 31 ) Πρβλ. αποφάσεις της 17ης Ιουλίου 2008, Kozlowski (C‑66/08, EU:C:2008:437, σκέψη 42), της 16ης Νοεμβρίου 2010, Mantello (C‑261/09, EU:C:2010:683, σκέψη 38), της 14ης Νοεμβρίου 2013, Baláž (C‑60/12, EU:C:2013:733, σκέψη 26), της 18ης Οκτωβρίου 2016, Νικηφορίδης (C‑135/15, EU:C:2016:774, σκέψη 28), και της 23ης Απριλίου 2020, Associazione Avvocatura per i diritti LGBTI (C‑507/18, EU:C:2020:289, σκέψη 31).

    ( 32 ) Απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2010, Mantello (C‑261/09, EU:C:2010:683, σκέψεις 39 και 40), βάσει των αποφάσεων της 9ης Μαρτίου 2006, van Esbroeck (C‑436/04, EU:C:2006:165, σκέψεις 27, 32 και 36), και της 28ης Σεπτεμβρίου 2006, van Straaten (C‑150/05, EU:C:2006:614, σκέψεις 41, 47 και 48), επί του άρθρου 54 της Σύμβασης εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν.

    ( 33 ) Αποφάσεις της 9ης Μαρτίου 2006, van Esbroeck (C‑436/04, EU:C:2006:165, σκέψη 37), και της 28ης Σεπτεμβρίου 2006, van Straaten (C‑150/05, EU:C:2006:614, σκέψη 51).

    ( 34 ) Απόφαση της 9ης Μαρτίου 2006, van Esbroeck (C‑436/04, EU:C:2006:165, σκέψη 38), και της 28ης Σεπτεμβρίου 2006, van Straaten (C‑150/05, EU:C:2006:614, σκέψη 52).

    ( 35 ) Απόφαση της 11ης Ιανουαρίου 2017, Grundza (C‑289/15, EU:C:2017:4, σκέψη 37).

    ( 36 ) Απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2008, σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης σε ποινικές αποφάσεις οι οποίες επιβάλλουν ποινές στερητικές της ελευθερίας ή μέτρα στερητικά της ελευθερίας, για το σκοπό της εκτέλεσής τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ 2008, L 327, σ. 27), όπως τροποποιήθηκε (ΕΕ 2019, L 219, σ. 78).

    Επάνω