Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62018CJ0806

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 17ης Σεπτεμβρίου 2020.
    Ποινική δίκη κατά JZ.
    Αίτηση του Hoge Raad der Nederlanden για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
    Προδικαστική παραπομπή – Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης – Επιστροφή παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών – Οδηγία 2008/115/ΕΚ – Άρθρο 11 – Απαγόρευση εισόδου – Υπήκοος τρίτης χώρας στον οποίον έχει επιβληθεί απαγόρευση εισόδου, αλλά ο οποίος ουδέποτε εγκατέλειψε το οικείο κράτος μέλος – Εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ποινή φυλακίσεως λόγω διαμονής του εν λόγω υπηκόου εντός του κράτους μέλους καίτοι αυτός γνωρίζει την εις βάρος του επιβληθείσα απαγόρευση εισόδου.
    Υπόθεση C-806/18.

    Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2020:724

     ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

    της 17ης Σεπτεμβρίου 2020 ( *1 )

    «Προδικαστική παραπομπή – Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης – Επιστροφή παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών – Οδηγία 2008/115/ΕΚ – Άρθρο 11 – Απαγόρευση εισόδου – Υπήκοος τρίτης χώρας στον οποίον έχει επιβληθεί απαγόρευση εισόδου, αλλά ο οποίος ουδέποτε εγκατέλειψε το οικείο κράτος μέλος – Εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ποινή φυλακίσεως λόγω διαμονής του εν λόγω υπηκόου εντός του κράτους μέλους καίτοι αυτός γνωρίζει την εις βάρος του επιβληθείσα απαγόρευση εισόδου»

    Στην υπόθεση C‑806/18,

    με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Hoge Raad der Nederlanden (Ανώτατο Δικαστήριο των Κάτω Χωρών) με απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 2018, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 20 Δεκεμβρίου 2018, στο πλαίσιο της ποινικής δίκης κατά

    JZ

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους E. Regan, πρόεδρο τμήματος, I. Jarukaitis, E. Juhász, M. Ilešič (εισηγητή) και Κ. Λυκούργο, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar

    γραμματέας: M. Ferreira, κύρια διοικητική υπάλληλος,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 6ης Φεβρουαρίου 2020,

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

    ο JZ, εκπροσωπούμενος από τους S. J. van der Woude και J. P. W. Temminck Tuinstra, advocaten,

    η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. K. Bulterman και Μ. H. S. Gijzen, καθώς και από τον J. Langer,

    η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Smolek και J. Vláčil, καθώς και από τις A. Brabcová και A. Pagáčová,

    η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον R. Kanitz,

    η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την C. Cattabriga και τον R. Troosters,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 23ης Απριλίου 2020,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών (ΕΕ 2008, L 348, σ. 98).

    2

    Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας που κινήθηκε κατά του JZ, ο οποίος γεννήθηκε στην Αλγερία το 1969 και φέρεται να είναι υπήκοος της τρίτης αυτής χώρας, λόγω του ότι διέμεινε στις Κάτω Χώρες στις 21 Οκτωβρίου 2015 καίτοι γνώριζε ότι του είχε επιβληθεί απαγόρευση εισόδου με απόφαση της 19ης Μαρτίου 2013.

    Το νομικό πλαίσιο

    Το δίκαιο της Ένωσης

    3

    Οι αιτιολογικές σκέψεις 2, 4 και 14 της οδηγίας 2008/115 έχουν ως εξής:

    «(2)

    Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο των Βρυξελλών της 4ης και 5ης Νοεμβρίου 2004 ζήτησε την καθιέρωση μιας αποτελεσματικής πολιτικής απομάκρυνσης και επαναπατρισμού, με βάση κοινούς κανόνες, ώστε οι ενδιαφερόμενοι να επιστρέφουν με ανθρώπινους όρους και με πλήρη σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειάς τους.

    […]

    (4)

    Θα πρέπει να θεσπισθούν σαφείς, διαφανείς και δίκαιοι κανόνες για τη χάραξη μιας αποτελεσματικής πολιτικής περί επιστροφής, απαραίτητο στοιχείο για την καλή διαχείριση της μεταναστευτικής πολιτικής.

    […]

    (14)

    Θα πρέπει να δοθεί ευρωπαϊκή διάσταση στα αποτελέσματα των εθνικών μέτρων επιστροφής με τη θέσπιση απαγόρευσης της εισόδου που δεν θα επιτρέπει την είσοδο και τη διαμονή στο έδαφος όλων των κρατών μελών. Η διάρκεια της απαγόρευσης εισόδου θα πρέπει να καθορίζεται λαμβανομένων δεόντως υπόψη όλων των σχετικών περιστάσεων κάθε μεμονωμένης περίπτωσης και κανονικά δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τα πέντε χρόνια. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να λαμβάνεται ιδιαιτέρως υπόψη το γεγονός ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας έχει ήδη καταστεί αντικείμενο περισσοτέρων της μιας αποφάσεων επιστροφής ή απομάκρυνσης ή έχει εισέλθει στο έδαφος ενός κράτους μέλους κατά τη διάρκεια απαγόρευσης εισόδου.»

    4

    Το άρθρο 1 της οδηγίας 2008/115, με τίτλο «Αντικείμενο», προβλέπει τα εξής:

    «Η παρούσα οδηγία θεσπίζει τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες που εφαρμόζουν τα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, σύμφωνα με τα θεμελιώδη δικαιώματα, ως γενικές αρχές του [ενωσιακού] και του διεθνούς δικαίου, συμπεριλαμβανομένων των υποχρεώσεων προστασίας των προσφύγων και των υποχρεώσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα.»

    5

    Το άρθρο 3 της ως άνω οδηγίας, με τίτλο «Ορισμοί», προβλέπει τα εξής:

    «Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

    […]

    2.

    “παράνομη παραμονή”: παρουσία στο έδαφος κράτους μέλους υπηκόου τρίτης χώρας που δεν πληροί, ή δεν πληροί πλέον, τις προϋποθέσεις εισόδου, όπως ορίζονται στο άρθρο 5 του [κανονισμού (ΕΚ) 562/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2006, για τη θέσπιση του κοινοτικού κώδικα σχετικά με το καθεστώς διέλευσης προσώπων από τα σύνορα (κώδικας συνόρων του Σένγκεν) (ΕΕ 2006, L 105, σ. 1)] ή τις λοιπές προϋποθέσεις εισόδου, παραμονής ή διαμονής στο εν λόγω κράτος μέλος,

    3.

    “επιστροφή”: διαδικασία επανόδου υπηκόου τρίτης χώρας –είτε με οικειοθελή συμμόρφωσή του προς την υποχρέωση επιστροφής είτε αναγκαστικά:

    στη χώρα καταγωγής του/της, ή

    σε χώρα διέλευσης σύμφωνα με κοινοτικές ή διμερείς συμφωνίες επανεισδοχής ή άλλες ρυθμίσεις, ή

    σε άλλη τρίτη χώρα, στην οποία ο εν λόγω υπήκοος τρίτης χώρας αποφασίζει εθελοντικά να επιστρέψει και στην οποία γίνεται δεκτός/-ή,

    4.

    “απόφαση επιστροφής”: διοικητική ή δικαστική απόφαση ή πράξη με την οποία κηρύσσεται ή αναφέρεται ως παράνομη η παραμονή υπηκόου τρίτης χώρας και του επιβάλλεται ή αναφέρεται υποχρέωση επιστροφής,

    5.

    “απομάκρυνση”: εκτέλεση της υποχρέωσης επιστροφής, και συγκεκριμένα φυσική μεταφορά εκτός του κράτους μέλους,

    6.

    “απαγόρευση εισόδου”: διοικητική ή δικαστική απόφαση ή πράξη με την οποία απαγορεύεται η είσοδος και η παραμονή στο έδαφος των κρατών μελών για ορισμένο χρονικό διάστημα, συνοδευόμενη από απόφαση επιστροφής,

    […]

    8.

    “οικειοθελής αναχώρηση”: η τήρηση της υποχρέωσης επιστροφής εντός της προθεσμίας που ορίζεται για τον σκοπό αυτό στην απόφαση επιστροφής,

    […]»

    6

    Το άρθρο 6 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Απόφαση επιστροφής», προβλέπει τα εξής:

    «1.   Τα κράτη μέλη εκδίδουν απόφαση επιστροφής για υπηκόους τρίτης χώρας που διαμένουν παράνομα στο έδαφός τους, με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπονται στις παραγράφους 2 έως 5.

    […]

    6.   Η παρούσα οδηγία δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να λαμβάνουν απόφαση ως προς τη λήξη της νόμιμης παραμονής μαζί με απόφαση επιστροφής και/ή απόφαση απομάκρυνσης και/ή απαγόρευση εισόδου, στο πλαίσιο ατομικής διοικητικής ή δικαστικής απόφασης ή πράξης, όπως προβλέπεται στην εθνική τους νομοθεσία, με την επιφύλαξη των δικονομικών εγγυήσεων του Κεφαλαίου ΙΙΙ και δυνάμει άλλων συναφών διατάξεων του [ενωσιακού] και εθνικού δικαίου.»

    7

    Το άρθρο 7 της ιδίας οδηγίας, με τίτλο «Οικειοθελής αναχώρηση», προβλέπει τα εξής:

    «1.   Η απόφαση περί επιστροφής προβλέπει κατάλληλο χρονικό διάστημα για την οικειοθελή αναχώρηση που κυμαίνεται μεταξύ επτά και τριάντα ημερών, με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 4. […]

    […]

    4.   Εάν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής, ή εάν αίτηση για νόμιμη παραμονή έχει απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμη ή δολία, ή εάν το συγκεκριμένο πρόσωπο αποτελεί κίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια, τη δημόσια τάξη ή την εθνική ασφάλεια, τα κράτη μέλη μπορούν να μη χορηγούν χρονικό διάστημα οικειοθελούς αναχώρησης ή μπορούν να χορηγούν χρονικό διάστημα κάτω των επτά ημερών.»

    8

    Το άρθρο 8 της οδηγίας 2008/115, με τίτλο «Απομάκρυνση», προβλέπει τα εξής:

    «1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να εκτελέσουν την απόφαση επιστροφής, εάν δεν έχει χορηγηθεί χρονικό διάστημα οικειοθελούς αναχώρησης σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 4, ή εάν ο συγκεκριμένος υπήκοος δεν έχει συμμορφωθεί με την υποχρέωση επιστροφής εντός της προθεσμίας οικειοθελούς αναχώρησης που έχει χορηγηθεί σύμφωνα με το άρθρο 7.

    […]

    3.   Τα κράτη μέλη μπορούν να εκδίδουν χωριστή διοικητική ή δικαστική απόφαση ή πράξη με την οποία διατάσσεται η απομάκρυνση.

    […]»

    9

    Το άρθρο 11 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Απαγόρευση εισόδου», προβλέπει τα εξής:

    «1.   Οι αποφάσεις επιστροφής συνοδεύονται από απαγόρευση εισόδου:

    α)

    εφόσον δεν έχει χορηγηθεί χρονικό διάστημα οικειοθελούς αναχώρησης, ή

    β)

    εφόσον δεν έχει εκπληρωθεί η υποχρέωση επιστροφής.

    Σε άλλες περιπτώσεις, οι αποφάσεις επιστροφής μπορούν να συνοδεύονται από απαγόρευση εισόδου.

    2.   Η διάρκεια της απαγόρευσης εισόδου καθορίζεται λαμβανομένων δεόντως υπόψη όλων των σχετικών περιστάσεων κάθε μεμονωμένης περίπτωσης και, κανονικά, δεν υπερβαίνει τα πέντε χρόνια. Είναι δυνατόν, ωστόσο, να υπερβαίνει την πενταετία, αν ο υπήκοος της τρίτης χώρας αντιπροσωπεύει σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη, τη δημόσια ασφάλεια ή την εθνική ασφάλεια.

    3.   Τα κράτη μέλη εξετάζουν την ανάκληση ή την αναστολή απαγόρευσης εισόδου, όταν υπήκοος τρίτης χώρας για τον οποίο έχει εκδοθεί η απαγόρευση αυτή σύμφωνα με την παράγραφο 1, δεύτερο εδάφιο, μπορεί να αποδείξει ότι έχει αναχωρήσει από το έδαφος κράτους μέλους συμμορφούμενος πλήρως με απόφαση επιστροφής.

    […]»

    10

    Κατά το άρθρο 20 της οικείας οδηγίας, τα κράτη μέλη όφειλαν να θέσουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με αυτήν το αργότερο μέχρι τις 24 Δεκεμβρίου 2010.

    Το ολλανδικό δίκαιο

    O Vw

    11

    O Wet tot algehele herziening van de Vreemdelingenwet (Vreemdelingenwet 2000) (νόμος του 2000 περί αλλοδαπών), της 23ης Νοεμβρίου 2000 (Stb. 2000, αριθ. 495), όπως τροποποιήθηκε από 31ης Δεκεμβρίου 2011 προκειμένου να μεταφερθεί η οδηγία 2008/115 στο ολλανδικό δίκαιο (στο εξής: Vw), προβλέπει στο άρθρο 61, παράγραφος 1, ότι υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος δεν έχει, ή δεν έχει πλέον, νόμιμη διαμονή οφείλει να εγκαταλείψει το έδαφος του Βασιλείου των Κάτω Χωρών με δική του πρωτοβουλία εντός της προθεσμίας που τάσσει το άρθρο 62 του Vw, του οποίου οι παράγραφοι 1 και 2 μεταφέρουν στο εσωτερικό δίκαιο το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 4, της οδηγίας 2008/115.

    12

    Το άρθρο 66 του Vw, το οποίο έχει ως αντικείμενο τη μεταφορά του άρθρου 11, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/115 στο ολλανδικό δίκαιο, προβλέπει στην παράγραφο 1 ότι εκδίδεται απόφαση απαγορεύσεως εισόδου κατά υπηκόου τρίτης χώρας ο οποίος δεν εγκατέλειψε το έδαφος του Βασιλείου των Κάτω Χωρών με δική του πρωτοβουλία εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

    13

    Κατά το άρθρο 66 a, παράγραφος 4, του Vw, η απαγόρευση εισόδου έχει συγκεκριμένη διάρκεια, η οποία δεν δύναται να υπερβαίνει τα πέντε έτη, εκτός αν ο υπήκοος τρίτης χώρας συνιστά σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη, τη δημόσια ασφάλεια ή την εθνική ασφάλεια. Η διάρκεια αυτή υπολογίζεται από την ημερομηνία κατά την οποία ο υπήκοος τρίτης χώρας πράγματι εγκατέλειψε το έδαφος του Βασιλείου των Κάτω Χωρών.

    14

    Κατά το άρθρο 66 a, παράγραφος 7, του Vw, ο υπήκοος τρίτης χώρας στον οποίο έχει επιβληθεί απαγόρευση εισόδου δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να διαμένει νομίμως στο έδαφος του Βασιλείου των Κάτω Χωρών σε μία από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

    «a)

    αν καταδικάστηκε με αμετάκλητη δικαστική απόφαση για αδίκημα για το οποίο προβλέπεται στερητική της ελευθερίας ποινή τριών και πλέον ετών·

    b)

    αν συνιστά κίνδυνο για τη δημόσια τάξη ή την εθνική ασφάλεια·

    c)

    αν συνιστά σοβαρή απειλή υπό την έννοια της παραγράφου 4, ή

    d)

    αν δυνάμει διεθνούς συμβάσεως ή προς το συμφέρον των διεθνών σχέσεων των Κάτω Χωρών πρέπει να στερηθεί του δικαιώματος διαμονής».

    Ο ποινικός κώδικας

    15

    Το άρθρο 197 του Wetboek van Strafrecht (ποινικού κώδικα), κατόπιν της τροποποιήσεώς του με τον νόμο της 15ης Δεκεμβρίου 2011 (Stb. 2011, αριθ. 663) (στο εξής: ποινικός κώδικας), προβλέπει ότι υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος διαμένει στο Βασίλειο των Κάτω Χωρών καίτοι γνωρίζει ή έχει σοβαρό λόγο να πιστεύει ότι έχει κηρυχθεί «ανεπιθύμητος» δυνάμει κανονιστικής πράξεως ή ότι του έχει επιβληθεί απαγόρευση εισόδου δυνάμει του άρθρου 66 a, παράγραφος 7, αντιμετωπίζει, μεταξύ άλλων, ποινή φυλακίσεως η οποία δεν δύναται να υπερβαίνει τους έξι μήνες.

    Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

    16

    Με απόφαση της 14ης Απριλίου 2000, ο JZ κηρύχθηκε «ανεπιθύμητος», κατ’ εφαρμογήν της τότε ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας.

    17

    Με απόφαση του Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie (Υφυπουργού Ασφάλειας και Δικαιοσύνης, Κάτω Χώρες), της 19ης Μαρτίου 2013, η κήρυξη του JZ ως ανεπιθύμητου προσώπου ήρθη μετά από αίτηση του ενδιαφερομένου, κατόπιν της θέσεως σε ισχύ των διατάξεων μεταφοράς της οδηγίας 2008/115 στο ολλανδικό δίκαιο. Εντούτοις, η απόφαση αυτή επιβάλλει στον ενδιαφερόμενο την υποχρέωση να εγκαταλείψει αμέσως το έδαφος του Βασιλείου των Κάτω Χωρών, διευκρινίζοντας ότι, σύμφωνα με το ολλανδικό δίκαιο, η κοινοποίηση της εν λόγω αποφάσεως ισοδυναμεί με «απόφαση επιστροφής», υπό την έννοια του άρθρου 6 της ανωτέρω οδηγίας. Επιπροσθέτως, με την ίδια απόφαση επιβλήθηκε στον JZ απαγόρευση εισόδου για πέντε έτη, λόγω του ότι αυτός βαρύνεται με πλείονες ποινικές καταδίκες.

    18

    Στις 21 Οκτωβρίου 2015 διαπιστώθηκε ότι, κατά παράβαση της αποφάσεως της 19ης Μαρτίου 2013, ο JZ είχε διαμείνει στο Άμστερνταμ (Κάτω Χώρες).

    19

    Μετά την καταδίκη του σε πρώτο βαθμό για το εν λόγω αδίκημα, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 197 του ποινικού κώδικα, ο JZ προέβαλε κατ’ έφεση, ενώπιον του Gerechtshof Amsterdam (εφετείου Άμστερνταμ, Κάτω Χώρες), ότι το άρθρο αυτό είχε ως αποκλειστικό σκοπό να ποινικοποιήσει τη διαμονή η οποία πραγματοποιείται κατά παράβαση της απαγορεύσεως εισόδου, η οποία, ωστόσο, παράγει αποτελέσματα μόνον αφότου ο ενδιαφερόμενος εγκαταλείψει το έδαφος των κρατών μελών. Δεδομένου, όμως, ότι ο JZ δεν εγκατέλειψε το έδαφος του Βασιλείου των Κάτω Χωρών μετά την εις βάρος του επιβολή απαγορεύσεως εισόδου, δεν πληρούται, όπως προέβαλε ο JZ, η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να του επιβληθεί ποινή κατ’ εφαρμογήν του εν λόγω άρθρου του ποινικού κώδικα.

    20

    Εντούτοις, με απόφαση της 4ης Μαΐου 2017, το Gerechtshof Amsterdam (εφετείο Άμστερνταμ, Κάτω Χώρες) καταδίκασε τον JZ, κατ’ εφαρμογήν του ίδιου άρθρου του ποινικού κώδικα, σε ποινή φυλακίσεως δύο μηνών.

    21

    Ο JZ άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ήτοι του Hoge Raad der Nederlanden (Ανωτάτου Δικαστηρίου των Κάτω Χωρών). Το εν λόγω δικαστήριο επισημαίνει ότι, με την απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017, Ouhrami (C‑225/16, EU:C:2017:590), το Δικαστήριο έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι η απαγόρευση εισόδου παράγει έννομα αποτελέσματα μόνον από την ημερομηνία κατά την οποία ο υπήκοος τρίτης χώρας πράγματι επέστρεψε στη χώρα καταγωγής του ή σε άλλη τρίτη χώρα. Μερίδα της θεωρίας συνάγει εξ αυτού ότι δεν είναι δυνατόν να ασκηθεί δίωξη βάσει του άρθρου 197 του ποινικού κώδικα κατά υπηκόου τρίτης χώρας ο οποίος δεν έχει ακόμα επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του ή σε άλλη τρίτη χώρα. Αντιθέτως, κατ’ άλλη άποψη, δεν χωρεί τέτοια ερμηνεία της ανωτέρω αποφάσεως, δεδομένου ότι το επίμαχο άρθρο του ποινικού κώδικα αναφέρεται μόνο στην ημερομηνία κατά την οποία επιβάλλεται η απαγόρευση εισόδου και στο γεγονός ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας έλαβε γνώση της απαγορεύσεως αυτής.

    22

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Hoge Raad der Nederlanden (Ανώτατο Δικαστήριο των Κάτω Χωρών) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

    «Συνάδει προς το δίκαιο της Ένωσης, ιδίως δε προς την απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 26ης Ιουλίου 2017 στην υπόθεση Ouhrami (C‑225/16, EU:C:2017:590, σκέψη 49), κατά την οποία η απαγόρευση εισόδου που προβλέπεται στο άρθρο 11 της [οδηγίας 2008/115] αναπτύσσει τα “αποτελέσματά” της μόνον από το χρονικό σημείο της επιστροφής του αλλοδαπού στη χώρα καταγωγής του ή σε άλλη τρίτη χώρα, εθνική ποινική ρύθμιση κατά την οποία αποτελεί αξιόποινη πράξη η διαμονή στην επικράτεια των Κάτω Χωρών υπηκόου τρίτης χώρας μετά την επιβολή σε αυτόν απαγορεύσεως εισόδου κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 66a, παράγραφος 7, του [Vw], όταν βάσει του εθνικού δικαίου προκύπτει, επίσης, ότι ο εν λόγω αλλοδαπός δεν έχει νόμιμη διαμονή στις Κάτω Χώρες και, επιπλέον, ότι τηρήθηκαν μεν τα στάδια της προβλεπόμενης στην [οδηγία 2008/115] διαδικασίας επιστροφής αλλά η επιστροφή καθεαυτήν δεν έλαβε χώρα;»

    Επί του προδικαστικού ερωτήματος

    23

    Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η οδηγία 2008/115, και ιδίως το άρθρο 11 αυτής, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι μπορεί να επιβληθεί ποινή φυλακίσεως σε παρανόμως διαμένοντα υπήκοο τρίτης χώρας για τον οποίο ολοκληρώθηκε η προβλεπόμενη από την οδηγία αυτή διαδικασία επιστροφής, χωρίς ωστόσο το εν λόγω πρόσωπο να έχει πράγματι εγκαταλείψει το έδαφος των κρατών μελών, όταν ορίζεται ότι η συγκεκριμένη ποινικώς κολάσιμη συμπεριφορά συνίσταται στην παράνομη διαμονή προσώπου το οποίο γνωρίζει ότι του έχει επιβληθεί απαγόρευση εισόδου ιδίως λόγω του βεβαρημένου ποινικού του μητρώου ή λόγω του κινδύνου που το πρόσωπο αυτό συνιστά για τη δημόσια τάξη ή την εθνική ασφάλεια. Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, μεταξύ άλλων, ως προς το πώς πρέπει να εφαρμοστεί η απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017, Ouhrami (C‑225/16, EU:C:2017:590).

    24

    Συναφώς, υπενθυμίζεται καταρχάς ότι, κατά την αιτιολογική σκέψη 2, η οδηγία 2008/115 επιδιώκει την καθιέρωση μιας αποτελεσματικής πολιτικής απομακρύνσεως και επαναπατρισμού, με βάση κοινούς κανόνες, ώστε οι ενδιαφερόμενοι να επιστρέφουν με ανθρώπινους όρους και με πλήρη σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειάς τους. Η αιτιολογική σκέψη 4 της οδηγίας αυτής διευκρινίζει, συναφώς, ότι μια τέτοια αποτελεσματική πολιτική επιστροφής αποτελεί απαραίτητο στοιχείο για την καλή διαχείριση της μεταναστευτικής πολιτικής. Όπως προκύπτει τόσο από τον τίτλο της όσο και από το άρθρο 1, η οδηγία 2008/115 θεσπίζει προς τούτο «κοινούς κανόνες και διαδικασίες» που πρέπει να εφαρμόζουν τα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών (αποφάσεις της 28ης Απριλίου 2011, El Dridi, C‑61/11 PPU, EU:C:2011:268, σκέψεις 31 και 32, καθώς και της 30ής Μαΐου 2013, Arslan, C‑534/11, EU:C:2013:343, σκέψη 42).

    25

    Η οδηγία 2008/115 αφορά, ωστόσο, αποκλειστικώς την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων κρατών και, συνεπώς, δεν αποσκοπεί στην εναρμόνιση του συνόλου των σχετικών με τη διαμονή των αλλοδαπών κανόνων των κρατών μελών. Κατά συνέπεια, η οδηγία αυτή δεν εμποδίζει το δίκαιο κράτους μέλους να χαρακτηρίσει την παράνομη διαμονή ως πλημμέλημα και να προβλέψει ποινικές κυρώσεις για να αποτρέψει και να τιμωρήσει τη διάπραξη μιας τέτοιας παραβάσεως (αποφάσεις της 6ης Δεκεμβρίου 2011, Achughbabian, C‑329/11, EU:C:2011:807, σκέψη 28, και της 6ης Δεκεμβρίου 2012, Sagor, C‑430/11, EU:C:2012:777, σκέψη 31).

    26

    Εντούτοις, κατά πάγια νομολογία, ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να εφαρμόσει ποινική ρύθμιση ικανή να θέσει σε κίνδυνο την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκει η οδηγία 2008/115 και, ως εκ τούτου, να την καταστήσει άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας. Ειδικότερα, καίτοι, καταρχήν, η ποινική νομοθεσία και οι κανόνες της ποινικής δικονομίας εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, ο εν λόγω τομέας του δικαίου μπορεί να επηρεάζεται από το δίκαιο της Ένωσης. Συνεπώς, παρά το γεγονός ότι ούτε το άρθρο 63, πρώτο εδάφιο, σημείο 3, στοιχείο βʹ, ΣEΚ, νυν άρθρο 79, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ, ούτε η οδηγία 2008/115, η οποία εκδόθηκε ιδίως βάσει της εν λόγω διατάξεως της Συνθήκης ΕΚ, αποκλείουν την ποινική αρμοδιότητα των κρατών μελών στον τομέα της παράνομης μεταναστεύσεως και της παράνομης διαμονής, τα εν λόγω κράτη πρέπει να διαμορφώνουν τη νομοθεσία τους στον τομέα αυτόν κατά τρόπον ώστε να διασφαλίζεται η τήρηση του δικαίου της Ένωσης (πρβλ. αποφάσεις της 28ης Απριλίου 2011, El Dridi, C‑61/11 PPU, EU:C:2011:268, σκέψεις 53 έως 55, της 6ης Δεκεμβρίου 2011, Achughbabian, C‑329/11, EU:C:2011:807, σκέψη 33, καθώς και της 6ης Δεκεμβρίου 2012, Sagor, C 430/11, EU:C:2012:777, σκέψη 32).

    27

    Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι η οδηγία 2008/115 αντιτίθεται σε ρύθμιση κράτους μέλους η οποία προβλέπει την επιβολή ποινικών κυρώσεων σε περίπτωση παράνομης διαμονής, στο μέτρο που η οικεία νομοθεσία επιτρέπει τη φυλάκιση υπηκόου τρίτης χώρας ο οποίος, καίτοι βρίσκεται παρανόμως στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους και δεν προτίθεται να εγκαταλείψει οικειοθελώς το έδαφος αυτό, δεν έχει υπαχθεί στα αναγκαστικά μέτρα του άρθρου 8 της οδηγίας αυτής, δεν έχει δε παρέλθει έναντι αυτού, σε περίπτωση θέσεώς του υπό κράτηση προς τον σκοπό της προετοιμασίας και της υλοποιήσεως της απομακρύνσεώς του, ο ανώτατος χρόνος διάρκειας αυτής της κρατήσεως (απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2011, Achughbabian, C‑329/11, EU:C:2011:807, σκέψη 50).

    28

    Εντούτοις, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι τούτο δεν αποκλείει τη δυνατότητα των κρατών μελών να θεσπίζουν ή να διατηρούν σε ισχύ διατάξεις, ενδεχομένως ποινικού χαρακτήρα, οι οποίες ρυθμίζουν, τηρουμένων των αρχών της οδηγίας 2008/115 και σύμφωνα με τον σκοπό της, την περίπτωση κατά την οποία τα μέτρα καταναγκασμού δεν κατέστησαν δυνατή την απομάκρυνση παρανόμως διαμένοντος υπηκόου τρίτης χώρας. Κατά συνέπεια, η οδηγία αυτή δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία επιτρέπει τη φυλάκιση υπηκόου τρίτης χώρας στον οποίο εφαρμόστηκε η διαδικασία επιστροφής που θεσπίζει η εν λόγω οδηγία και ο οποίος διαμένει παρανόμως στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους χωρίς να συντρέχει λόγος που να δικαιολογεί τη μη επιστροφή (απόφαση της 6 Δεκεμβρίου 2011, Achughbabian, C‑329/11, EU:C:2011:807, σκέψεις 46, 48 και 50).

    29

    Ως εκ τούτου, διαπιστώνεται ότι, κατ’ εφαρμογήν της νομολογίας αυτής, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών μπορεί, καταρχήν, να προβλέψει στη νομοθεσία του τη δυνατότητα επιβολής σε υπήκοο τρίτης χώρας ποινής φυλακίσεως σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, στην οποία, σύμφωνα με τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, η διαδικασία επιστροφής που καθιερώνει η οδηγία 2008/115 ολοκληρώθηκε, αλλά ο ενδιαφερόμενος εξακολουθεί να διαμένει παρανόμως στο έδαφός του χωρίς να συντρέχει λόγος που να δικαιολογεί τη μη επιστροφή του.

    30

    Δεύτερον, πρέπει να εξεταστεί αν συνάδει με την οδηγία 2008/115 το να αποτελεί καθοριστικό στοιχείο της συμπεριφοράς η οποία καθιστά κολάσιμη την κατά τα ανωτέρω παράνομη διαμονή υπηκόου τρίτης χώρας μετά την άκαρπη διεξαγωγή της διαδικασίας επιστροφής το γεγονός ότι ο εν λόγω υπήκοος γνώριζε ότι του έχει επιβληθεί απαγόρευση εισόδου, ιδίως λόγω βεβαρημένου ποινικού μητρώου ή του κινδύνου που αυτός συνιστά για τη δημόσια τάξη ή την εθνική ασφάλεια.

    31

    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, κατά το άρθρο 11, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115, οι αποφάσεις επιστροφής συνοδεύονται από απαγόρευση εισόδου, εφόσον δεν έχει χορηγηθεί προθεσμία οικειοθελούς αναχώρησης ή εφόσον δεν έχει εκπληρωθεί η υποχρέωση επιστροφής. Στις λοιπές περιπτώσεις, οι αποφάσεις επιστροφής μπορούν να συνοδεύονται από απαγόρευση εισόδου.

    32

    Στις σκέψεις 45 έως 51 της αποφάσεως της 26ης Ιουλίου 2017, Ouhrami (C‑225/16, EU:C:2017:590), ως προς ερμηνεία των οποίων διερωτάται το αιτούν δικαστήριο, το Δικαστήριο επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ότι, από τη χρήση της φράσεως «απαγόρευση εισόδου», από το γράμμα του άρθρου 3, σημεία 4 και 6, της οδηγίας 2008/115, από το γράμμα και τον σκοπό του άρθρου 11, παράγραφος 1, καθώς και από την οικονομία της οδηγίας αυτής, η οποία προβαίνει σε σαφή διάκριση μεταξύ, αφενός, της αποφάσεως επιστροφής και ενδεχόμενης αποφάσεως απομακρύνσεως και, αφετέρου, της απαγορεύσεως εισόδου, προκύπτει, κατ’ ουσίαν, ότι η απαγόρευση αυτή θεωρείται ότι συμπληρώνει μια απόφαση επιστροφής, απαγορεύοντας στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο, για ένα ορισμένο διάστημα μετά την «επιστροφή» του και, συνεπώς, μετά την αποχώρησή του από το έδαφος των κρατών μελών, να εισέλθει εκ νέου στο έδαφος αυτό και εν συνεχεία να διαμείνει εκεί. Επομένως, τυχόν απαγόρευση εισόδου αποτελεί μέσο αυξήσεως της αποτελεσματικότητας της πολιτικής της Ένωσης στον τομέα των επιστροφών, το οποίο εξασφαλίζει ότι, για ορισμένο χρονικό διάστημα μετά την απομάκρυνση παρανόμως διαμένοντος υπηκόου τρίτης χώρας, αυτός δεν θα μπορεί να επιστρέψει νομίμως στο έδαφος των κρατών μελών. Η ενεργοποίηση μιας τέτοιας απαγορεύσεως προϋποθέτει, κατά συνέπεια, ότι ο ενδιαφερόμενος έχει προηγουμένως εγκαταλείψει το εν λόγω έδαφος.

    33

    Ως εκ τούτου, μέχρι το χρονικό σημείο της εκούσιας ή αναγκαστικής εκτελέσεως της υποχρεώσεως επιστροφής, η παράνομη διαμονή υπηκόου τρίτης χώρας διέπεται από την απόφαση περί επιστροφής και όχι από την απαγόρευση εισόδου, η οποία παράγει τα αποτελέσματά της μόνον αφότου ο υπήκοος αυτός εγκαταλείψει πράγματι το έδαφος των κρατών μελών.

    34

    Διαπιστώνεται, λοιπόν, ότι, σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, στην οποία ο ενδιαφερόμενος δεν εγκατέλειψε τις Κάτω Χώρες μετά την έκδοση της αποφάσεως περί επιστροφής και, κατά συνέπεια, η επιβαλλόμενη από την απόφαση αυτή υποχρέωση επιστροφής ουδέποτε εκπληρώθηκε, ο ενδιαφερόμενος βρίσκεται σε παράνομη κατάσταση η οποία απορρέει από αρχική παράνομη διαμονή και όχι από μεταγενέστερη παράνομη διαμονή, η οποία θα συνιστούσε παραβίαση απαγορεύσεως εισόδου υπό την έννοια του άρθρου 11 της οδηγίας 2008/115 (πρβλ. απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017, Ouhrami, C‑225/16, EU:C:2017:590, σκέψη 55).

    35

    Εν τοιαύτη περιπτώσει, ο ενδιαφερόμενος δεν μπορεί να τιμωρηθεί για παραβίαση απαγορεύσεως εισόδου, ακριβώς διότι δεν υφίσταται τέτοια παραβίαση.

    36

    Κατά τον JZ, από το ιστορικό της θεσπίσεως του άρθρου 197 του ποινικού κώδικα προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι η διάταξη αυτή αποσκοπεί στην επιβολή κυρώσεων μόνο για την παραβίαση απαγορεύσεως εισόδου και όχι για την αρχική παράνομη διαμονή. Αν αυτό όντως ισχύει, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, η οδηγία 2008/115, και ειδικότερα το άρθρο 11 αυτής, δεν επιτρέπει την εφαρμογή της εν λόγω εθνικής διατάξεως σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, στην οποία ο ενδιαφερόμενος ουδέποτε εγκατέλειψε το έδαφος των κρατών μελών.

    37

    Αντιθέτως, κατά την Ολλανδική Κυβέρνηση, το άρθρο 197 του ποινικού κώδικα σκοπεί στην επιβολή κυρώσεων για κάθε παράνομη διαμονή υπηκόου τρίτης χώρας ο οποίος γνωρίζει ότι του έχει επιβληθεί απαγόρευση εισόδου, ανεξαρτήτως του εάν ο ενδιαφερόμενος υπήκοος έχει πράγματι παραβιάσει την απαγόρευση αυτή. Συγκεκριμένα, κατά την Ολλανδική Κυβέρνηση, ο Ολλανδός νομοθέτης αποφάσισε να ποινικοποιήσει, με τη διάταξη αυτή, τη «διακεκριμένη παράνομη διαμονή», δηλαδή κάθε παράνομη διαμονή υπηκόου τρίτης χώρας ο οποίος γνωρίζει ή έχει βάσιμους λόγους να πιστεύει ότι του έχει επιβληθεί απαγόρευση εισόδου κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 66 a, παράγραφος 7, του Vw, ενώ η «απλή παράνομη διαμονή» δεν επισύρει κυρώσεις βάσει του ολλανδικού δικαίου. Το προαναφερθέν άρθρο 66 a, παράγραφος 7, εφαρμόζεται όταν ο ενδιαφερόμενος έχει καταδικαστεί με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση για την τέλεση αδικήματος για το οποίο αντιμετωπίζει ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον τριών ή περισσοτέρων ετών, όταν συνιστά κίνδυνο για τη δημόσια τάξη ή την εθνική ασφάλεια ή σοβαρή απειλή, υπό την έννοια του προαναφερθέντος άρθρου 66 a, παράγραφος 4, ή όταν δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να του χορηγηθεί δικαίωμα διαμονής δυνάμει διεθνούς συνθήκης ή προς το συμφέρον των διεθνών σχέσεων του Βασιλείου των Κάτω Χωρών.

    38

    Στην περίπτωση που το αιτούν δικαστήριο ήθελε υιοθετήσει την τελευταία ως άνω ερμηνεία του άρθρου 197 του ποινικού κώδικα, πρέπει να επισημανθεί ότι, δεδομένου ότι, κατ’ εφαρμογήν της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 28 της παρούσας αποφάσεως, επιτρέπεται, καταρχήν, στα κράτη μέλη να επιβάλλουν ποινή φυλακίσεως σε κάθε υπήκοο τρίτης χώρας στον οποίο εφαρμόστηκε η διαδικασία επιστροφής και ο οποίος εξακολουθεί να διαμένει παρανόμως στο έδαφός τους χωρίς να συντρέχει λόγος που να δικαιολογεί τη μη επιστροφή, επιτρέπεται, κατά μείζονα λόγο, στα κράτη μέλη να προβλέπουν τέτοια ποινή αποκλειστικώς και μόνο για εκείνους τους υπηκόους τρίτης χώρας οι οποίοι, λόγου χάρη, έχουν βεβαρημένο ποινικό μητρώο ή αποτελούν κίνδυνο για τη δημόσια τάξη ή την εθνική ασφάλεια.

    39

    Επιπροσθέτως, δεν είναι, καταρχήν, ασύμβατο με την οδηγία 2008/115, και ειδικότερα με το άρθρο 11 αυτής, να ορίζει το εθνικό δίκαιο ως ποινικώς κολάσιμη συμπεριφορά την παράνομη διαμονή στο οικείο κράτος μέλος υπηκόου τρίτης χώρας ο οποίος γνωρίζει ότι του έχει επιβληθεί απαγόρευση εισόδου λόγω τέτοιας συμπεριφοράς ή τέτοιου κινδύνου.

    40

    Εντούτοις, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 32 έως 36 της παρούσας αποφάσεως, η απαγόρευση εισόδου δεν παράγει αποτελέσματα σε περίπτωση μη εκτελέσεως της υποχρεώσεως επιστροφής και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι παραβιάστηκε σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, στην οποία ο ενδιαφερόμενος ουδέποτε εγκατέλειψε το έδαφος των κρατών μελών. Επομένως, για να μπορεί να καταγνωστεί ποινικώς κολάσιμη συμπεριφορά σε αυτή την περίπτωση, δεν μπορεί να απαιτείται η ύπαρξη τέτοιας παραβιάσεως.

    41

    Τέλος, υπενθυμίζεται ότι η επιβολή ποινικών κυρώσεων σε υπηκόους τρίτων χωρών στους οποίους εφαρμόστηκε η διαδικασία επιστροφής και οι οποίοι διαμένουν παρανόμως στο έδαφος κράτους μέλους χωρίς να συντρέχει λόγος ο οποίος να δικαιολογεί τη μη επιστροφή τελεί υπό την προϋπόθεση του πλήρους σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων, και ιδίως εκείνων που κατοχυρώνονται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2011, Achughbabian, C‑329/11, EU:C:2011:807, σκέψη 49). Κατά τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), νόμος που εξουσιοδοτεί τον δικαστή να στερεί από ένα πρόσωπο την ελευθερία του πρέπει να είναι αρκούντως προσβάσιμος, ακριβής και προβλέψιμος κατά την εφαρμογή του, προκειμένου να αποτρέπεται κάθε κίνδυνος αυθαιρεσίας (απόφαση του ΕΔΔΑ της 21ης Οκτωβρίου 2013, Del Río Prada κατά Ισπανίας, CE:ECHR:2013:1021JUD 004275009 § 125).

    42

    Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει αν η εφαρμογή του άρθρου 197 του ποινικού κώδικα σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης πληροί τις ανωτέρω προϋποθέσεις.

    43

    Κατόπιν του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία 2008/115, και ιδίως το άρθρο 11 αυτής, έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι μπορεί να επιβληθεί ποινή φυλακίσεως σε βάρος παρανόμως διαμένοντος υπηκόου τρίτης χώρας για τον οποίον ολοκληρώθηκε η προβλεπόμενη από την οδηγία αυτή διαδικασία επιστροφής, χωρίς ωστόσο ο ενδιαφερόμενος να έχει πράγματι εγκαταλείψει το έδαφος των κρατών μελών, όταν ορίζεται ότι η συγκεκριμένη ποινικώς κολάσιμη συμπεριφορά συνίσταται στην παράνομη διαμονή προσώπου το οποίο γνωρίζει ότι του έχει επιβληθεί απαγόρευση εισόδου, ιδίως λόγω του βεβαρημένου ποινικού του μητρώου ή λόγω του κινδύνου που το πρόσωπο αυτό συνιστά για τη δημόσια τάξη ή την εθνική ασφάλεια, υπό την προϋπόθεση η ποινικώς κολάσιμη συμπεριφορά να μην ορίζεται σε συνάρτηση με παραβίαση της εν λόγω απαγορεύσεως εισόδου και η εν λόγω εθνική ρύθμιση να είναι αρκούντως προσβάσιμη, ακριβής και προβλέψιμη κατά την εφαρμογή της, προκειμένου να αποτρέπεται κάθε κίνδυνος αυθαιρεσίας, στοιχείο που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    44

    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σε αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

     

    Η οδηγία 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, και ιδίως το άρθρο 11 αυτής, έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι μπορεί να επιβληθεί ποινή φυλακίσεως σε βάρος παρανόμως διαμένοντος υπηκόου τρίτης χώρας για τον οποίον ολοκληρώθηκε η προβλεπόμενη από την οδηγία αυτή διαδικασία επιστροφής, χωρίς ωστόσο ο ενδιαφερόμενος να έχει πράγματι εγκαταλείψει το έδαφος των κρατών μελών, όταν ορίζεται ότι η συγκεκριμένη ποινικώς κολάσιμη συμπεριφορά συνίσταται στην παράνομη διαμονή προσώπου το οποίο γνωρίζει ότι του έχει επιβληθεί απαγόρευση εισόδου, ιδίως λόγω του βεβαρημένου ποινικού του μητρώου ή λόγω του κινδύνου που το πρόσωπο αυτό συνιστά για τη δημόσια τάξη ή την εθνική ασφάλεια, υπό την προϋπόθεση η ποινικώς κολάσιμη συμπεριφορά να μην ορίζεται σε συνάρτηση με παραβίαση της εν λόγω απαγορεύσεως εισόδου και η εν λόγω εθνική ρύθμιση να είναι αρκούντως προσβάσιμη, ακριβής και προβλέψιμη κατά την εφαρμογή της, προκειμένου να αποτρέπεται κάθε κίνδυνος αυθαιρεσίας, στοιχείο που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.

    Επάνω