Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62018CJ0513

    Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 30ής Ιανουαρίου 2020.
    Autoservizi Giordano società cooperativa κατά Agenzia delle Dogane e dei Monopoli - Ufficio di Palermo.
    Αίτηση του Commissione Tributaria Provinciale di Palermo για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
    Προδικαστική παραπομπή – Φορολογία των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας – Οδηγία 2003/96/ΕΚ – Άρθρο 7, παράγραφοι 2 και 3 – Έννοια του “εμπορικού πετρελαίου εσωτερικής καύσεως το οποίο χρησιμοποιείται ως προωθητικό” – Εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει μειωμένο ειδικό φόρο καταναλώσεως για το εμπορικό πετρέλαιο εσωτερικής καύσεως το οποίο χρησιμοποιείται ως προωθητικό για την τακτική μεταφορά επιβατών, αλλά όχι για την περιστασιακή μεταφορά επιβατών – Αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.
    Υπόθεση C-513/18.

    Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2020:59

     ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

    της 30ής Ιανουαρίου 2020 ( *1 )

    «Προδικαστική παραπομπή – Φορολογία των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας – Οδηγία 2003/96/ΕΚ – Άρθρο 7, παράγραφοι 2 και 3 – Έννοια του “εμπορικού πετρελαίου εσωτερικής καύσεως το οποίο χρησιμοποιείται ως προωθητικό” – Εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει μειωμένο ειδικό φόρο καταναλώσεως για το εμπορικό πετρέλαιο εσωτερικής καύσεως το οποίο χρησιμοποιείται ως προωθητικό για την τακτική μεταφορά επιβατών, αλλά όχι για την περιστασιακή μεταφορά επιβατών – Αρχή της ίσης μεταχειρίσεως»

    Στην υπόθεση C‑513/18,

    με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε η Commissione tributaria provinciale di Palermo (πρωτοβάθμιο επαρχιακό φορολογικό δικαστήριο Παλέρμο, Ιταλία) με απόφαση της 13ης Ιουλίου 2018, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 3 Αυγούστου 2018, στο πλαίσιο της δίκης

    Autoservizi Giordano società cooperativa

    κατά

    Agenzia delle Dogane e dei Monopoli – Ufficio di Palermo,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

    συγκείμενο από τους A. Arabadjiev, πρόεδρο τμήματος, P. G. Xuereb (εισηγητή), T. von Danwitz, C. Vajda και A. Kumin, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar

    γραμματέας: Α. Calot Escobar

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

    η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον M. Santoro, avvocato dello Stato,

    η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις A. Armenia και F. Tomat,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2019,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 7, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2003/96/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με την αναδιάρθρωση του κοινοτικού πλαισίου φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας (ΕΕ 2003, L 283, σ. 51).

    2

    Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Autoservizi Giordano società cooperativa και της Agenzia delle Dogane e dei Monopoli – Ufficio di Palermo (Υπηρεσίας τελωνείων και μονοπωλίων – γραφείο Παλέρμο, Ιταλία, στο εξής: τελωνειακή αρχή) σχετικά με την άρνηση της τελευταίας να επιτρέψει στην Autoservizi Giordano να υπαχθεί, για το τρίτο τρίμηνο του 2017, στον μειωμένο συντελεστή ειδικού φόρου καταναλώσεως στο εμπορικό πετρέλαιο εσωτερικής καύσεως το οποίο χρησιμοποιείται ως προωθητικό.

    Το νομικό πλαίσιο

    Το δίκαιο της Ένωσης

    3

    Οι αιτιολογικές σκέψεις 2 έως 7, 9, 11, 12 και 24 της οδηγίας 2003/96 έχουν ως εξής:

    «(2)

    Η έλλειψη κοινοτικών διατάξεων που να επιβάλλουν ελάχιστο φορολογικό συντελεστή για την ηλεκτρική ενέργεια και τα ενεργειακά προϊόντα, πλην των πετρελαιοειδών, ενδέχεται να επηρεάσει αρνητικά την ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

    (3)

    Η ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και η επίτευξη των στόχων άλλων κοινοτικών πολιτικών απαιτούν τον καθορισμό ελαχίστων επιπέδων φορολογίας σε κοινοτική κλίμακα για τα περισσότερα ενεργειακά προϊόντα, συμπεριλαμβανομένης της ηλεκτρικής ενέργειας, του φυσικού αερίου και του άνθρακα.

    (4)

    Οι σημαντικές διαφορές στα εθνικά επίπεδα φορολογίας της ενέργειας που εφαρμόζουν τα κράτη μέλη θα μπορούσαν να αποδειχθούν επιζήμιες για την ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

    (5)

    Ο καθορισμός των δεόντων κοινοτικών ελαχίστων επιπέδων φορολογίας θα επιτρέψει τη μείωση των υφισταμένων διαφορών στα εθνικά επίπεδα φορολογίας.

    (6)

    Σύμφωνα με το άρθρο 6 της Συνθήκης [ΕΚ], οι απαιτήσεις περιβαλλοντικής προστασίας πρέπει να εντάσσονται στη χάραξη και την εφαρμογή άλλων κοινοτικών πολιτικών.

    (7)

    Ως συμβαλλόμενο μέρος της Σύμβασης Πλαισίου των Ηνωμένων Εθνών για τις κλιματικές μεταβολές, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα έχει επικυρώσει το πρωτόκολλο του Κιότο. Η φορολογία των ενεργειακών προϊόντων και, όπου χρειάζεται, της ηλεκτρικής ενέργειας αποτελεί ένα εκ των διαθεσίμων μέσων προς επίτευξη των στόχων του πρωτοκόλλου του Κιότο.

    […]

    (9)

    Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διαθέτουν την αναγκαία ευελιξία χάραξης και εφαρμογής των ενδεδειγμένων για τις εθνικές συνθήκες τους πολιτικών.

    […]

    (11)

    Οι φορολογικοί διακανονισμοί που επιτυγχάνονται προς εφαρμογή του παρόντος κοινοτικού πλαισίου για τη φορολογία των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας αποτελούν αντικείμενο αποφάσεως εκάστου κράτους μέλους. Προς τούτο τα κράτη μέλη δύνανται να αποφασίσουν να μην αυξήσουν τις συνολικές φορολογικές επιβαρύνσεις, εάν θεωρούν ότι η εφαρμογή αυτής της αρχής για φορολογική ουδετερότητα θα μπορούσε να συντελέσει στην αναδιάρθρωση και στον εκσυγχρονισμό των φορολογικών συστημάτων τους, ενθαρρύνοντας μια τακτική που θα οδηγήσει σε ευρύτερη προστασία του περιβάλλοντος και αυξημένη απασχόληση.

    (12)

    Οι τιμές της ενέργειας αποτελούν ζωτικά στοιχεία των κοινοτικών πολιτικών ενέργειας, μεταφορών και περιβάλλοντος.

    […]

    (24)

    Θα πρέπει να επιτρέπεται στα κράτη μέλη να παρέχουν ορισμένες άλλες απαλλαγές ή μειώσεις των κοινοτικών ελάχιστων επιπέδων φορολογίας, εφόσον τούτο δεν βλάπτει την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και δεν προκαλεί στρεβλώσεις του ανταγωνισμού.»

    4

    Το άρθρο 4 της οδηγίας 2003/96 προβλέπει τα εξής:

    «1.   Τα επίπεδα φορολογίας που επιβάλλουν τα κράτη μέλη στα ενεργειακά προϊόντα και στην ηλεκτρική ενέργεια τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 2 δεν μπορούν να είναι χαμηλότερα από τα ελάχιστα επίπεδα φορολογίας που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία.

    2.   Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ως “επίπεδο φορολογίας” νοείται το σύνολο των εισπραττόμενων επιβαρύνσεων από όλους τους έμμεσους φόρους (εξαιρουμένου του ΦΠΑ) που υπολογίζονται άμεσα ή έμμεσα για την ποσότητα ενεργειακών προϊόντων και ηλεκτρικής ενέργειας κατά τη στιγμή της παράδοσης προς κατανάλωση.»

    5

    Το άρθρο 7 της ανωτέρω οδηγίας προβλέπει τα εξής:

    «1.   Από την 1η Ιανουαρίου 2004 και από την 1η Ιανουαρίου 2010, τα ελάχιστα επίπεδα φορολογίας που εφαρμόζονται στα καύσιμα κινητήρων καθορίζονται σύμφωνα με το παράρτημα I πίνακας Α.

    Το αργότερο την 1η Ιανουαρίου 2012, το Συμβούλιο, ενεργώντας ομόφωνα και αφού ζητήσει τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αποφασίζει, με βάση σχετική έκθεση και πρόταση της Επιτροπής, τα ελάχιστα επίπεδα φορολογίας για το πετρέλαιο εσωτερικής καύσης για μια νέα περίοδο που θα αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 2013.

    2.   Τα κράτη μέλη δύνανται να διαφοροποιήσουν την εμπορική από τη μη εμπορική χρήση πετρελαίου εσωτερικής καύσης που χρησιμοποιείται ως προωθητικό υπό τον όρο ότι τηρούνται τα ελάχιστα κοινοτικά επίπεδα φορολογίας και ότι ο φορολογικός συντελεστής για το εμπορικό πετρέλαιο εσωτερικής καύσης που χρησιμοποιείται ως προωθητικό δεν είναι κατώτερος από το εθνικό επίπεδο φορολογίας που ισχύει την 1η Ιανουαρίου 2003, με την επιφύλαξη τυχόν σχετικών παρεκκλίσεων που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία.

    3.   Ως “εμπορικό πετρέλαιο εσωτερικής καύσης το οποίο χρησιμοποιείται ως προωθητικό” νοείται το πετρέλαιο εσωτερικής καύσης που χρησιμοποιείται ως προωθητικό για τους εξής σκοπούς:

    α)

    τη μεταφορά εμπορευμάτων για λογαριασμό τρίτου, ή για ίδιο λογαριασμό, με μηχανοκίνητα οχήματα, ή συνδυασμούς συζευγμένων οχημάτων που προορίζονται αποκλειστικά για την οδική μεταφορά εμπορευμάτων και με μέγιστο επιτρεπόμενο μικτό βάρος ίσο ή ανώτερο των 7,5 τόνων·

    β)

    την, τακτική ή περιστασιακή, μεταφορά επιβατών με μηχανοκίνητο όχημα των κατηγοριών Μ2 ή Μ3, όπως ορίζονται στην οδηγία 70/156/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1970, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν στην έγκριση των οχημάτων με κινητήρα και των ρυμουλκουμένων τους [(ΕΕ ειδ. έκδ. 13/001, σ. 46)].

    4.   Παρά την παράγραφο 2, τα κράτη μέλη τα οποία εφαρμόζουν σύστημα διοδίων για τα μηχανοκίνητα οχήματα ή τους συνδυασμούς συζευγμένων οχημάτων που προορίζονται αποκλειστικά για την οδική μεταφορά εμπορευμάτων, δύνανται να εφαρμόζουν μειωμένο συντελεστή για το πετρέλαιο εσωτερικής καύσης που χρησιμοποιούν τα οχήματα αυτά ο οποίος θα είναι κατώτερος από το εθνικό επίπεδο φορολογίας που ισχύει την 1η Ιανουαρίου 2003, εφόσον η συνολική φορολογική επιβάρυνση παραμένει γενικώς ισοδύναμη, εφόσον τηρούνται τα κοινοτικά ελάχιστα επίπεδα και εφόσον το εθνικό επίπεδο φορολογίας που ισχύει την 1η Ιανουαρίου 2003 για το πετρέλαιο εσωτερικής καύσης που χρησιμοποιείται ως προωθητικό είναι τουλάχιστον κατά δύο φορές υψηλότερο από το ελάχιστο επίπεδο φορολογίας που ισχύει την 1η Ιανουαρίου 2004.»

    Το ιταλικό δίκαιο

    6

    Το άρθρο 6 του decreto legislativo n. 26 – Attuazione della direttiva 2003/96/CE che ristruttura il quadro comunitario per la tassazione dei prodotti energetici e dell’elettricità (νομοθετικού διατάγματος 26, για τη μεταφορά της οδηγίας 2003/96), της 2ας Φεβρουαρίου 2007 (τακτικό συμπλήρωμα στην GURI αριθ. 68, της 22ας Μαρτίου 2007, σ. 5), ορίζει τον συντελεστή ειδικού φόρου καταναλώσεως για το πετρέλαιο εσωτερικής καύσεως το οποίο χρησιμοποιείται ως προωθητικό.

    7

    Το άρθρο 24ter του decreto legislativo n. 504 – Testo unico delle disposizioni legislative concernenti le imposte sulla produzione e sui consumi e relative sanzioni penali e amministrative (νομοθετικού διατάγματος 504, περί κωδικοποιήσεως των νομοθετικών διατάξεων σχετικά με τους φόρους παραγωγής, καταναλώσεως και τις συναφείς ποινικές και διοικητικές κυρώσεις), της 26ης Οκτωβρίου 1995 (τακτικό συμπλήρωμα στην GURI αριθ. 279, της 29ης Νοεμβρίου 1995, σ. 5, στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 504/1995), το οποίο προστέθηκε με το decreto-legge n. 193 – Disposizioni urgenti in materia fiscale e per il finanziamento di esigenze indifferibili (νομοθετικό διάταγμα 193, περί επειγουσών φορολογικών διατάξεων και για τη χρηματοδότηση άμεσων αναγκών), της 22ας Οκτωβρίου 2016, το οποίο μετατράπηκε, κατόπιν τροποποιήσεων, στον νόμο 225, της 1ης Δεκεμβρίου 2016 (τακτικό συμπλήρωμα στη GURI αριθ. 282, της 2ας Δεκεμβρίου 2016), με τίτλο «Εμπορικό πετρέλαιο εσωτερικής καύσεως», προβλέπει τα εξής:

    «1.   Το εμπορικό πετρέλαιο εσωτερικής καύσεως το οποίο χρησιμοποιείται ως προωθητικό υπάγεται σε ειδικό φόρο καταναλώσεως, με την εφαρμογή του συντελεστή που προβλέπεται για τη χρήση αυτή στην περίπτωση 4-bis του πίνακα Α, ο οποίος προσαρτάται στο παρόν κωδικοποιημένο κείμενο.

    2.   Ως “εμπορικό πετρέλαιο εσωτερικής καύσεως το οποίο χρησιμοποιείται ως προωθητικό” νοείται το πετρέλαιο εσωτερικής καύσεως το οποίο χρησιμοποιείται σε οχήματα, με εξαίρεση τα οχήματα κατηγορίας euro 2 ή κατώτερης, τα οποία χρησιμοποιούνται από τον ιδιοκτήτη ή δυνάμει άλλου τίτλου που εξασφαλίζει την αποκλειστική διάθεσή τους, για τους εξής σκοπούς:

    α)

    δραστηριότητα μεταφοράς εμπορευμάτων με οχήματα μέγιστου ολικού βάρους ίσου ή ανώτερου των 7,5 τόνων, η οποία ασκείται από […]·

    β)

    δραστηριότητα μεταφοράς προσώπων η οποία ασκείται από:

    1)

    δημόσιες αρχές ή τοπικές δημόσιες επιχειρήσεις που ασκούν τη δραστηριότητα μεταφοράς προβλεπόμενη στο [decreto legislativo n. 422 – Conferimento alle regioni ed agli enti locali di funzioni e compiti in materia di trasporto pubblico locale, a norma dell’articolo 4, comma 4, della legge 15 marzo 1997, n. 59 (νομοθετικό διάταγμα 422, περί αναθέσεως στις περιφέρειες και σε τοπικούς φορείς καθηκόντων και εξουσιών στον τομέα των τοπικών δημόσιων μεταφορών, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 4, του νόμου 59 της 15ης Μαρτίου 1997), της 19ης Νοεμβρίου 1997 (GURI αριθ. 287, της 10ης Δεκεμβρίου 1997, σ. 4)], και στους σχετικούς περιφερειακούς εκτελεστικούς νόμους·

    2)

    επιχειρήσεις που παρέχουν υπηρεσίες μεταφορών με λεωφορεία σε διαπεριφερειακό επίπεδο, υπαγόμενες στην αρμοδιότητα του Δημοσίου, οι οποίες προβλέπονται στο decreto legislativo n. 285 – Riordino dei servizi automobilistici interregionali di competenza statale [νομοθετικό διάταγμα 285, περί αναδιοργανώσεως των υπηρεσιών οδικής μεταφοράς με λεωφορεία σε διαπεριφερειακό επίπεδο που υπάγονται στην αρμοδιότητα του Δημοσίου, της 21ης Νοεμβρίου 2005 (τακτικό συμπλήρωμα GURI αριθ. 6, της 9ης Ιανουαρίου 2006, σ. 12)]·

    3)

    επιχειρήσεις που παρέχουν υπηρεσίες μεταφορών με λεωφορεία, υπαγόμενες στην αρμοδιότητα των περιφερειακών και τοπικών αρχών, οι οποίες προβλέπονται στο νομοθετικό διάταγμα 422, της 19ης Νοεμβρίου 1997·

    4)

    επιχειρήσεις που παρέχουν υπηρεσίες μεταφορών με λεωφορεία τακτικών γραμμών σε κοινοτικό πλαίσιο, τις οποίες αφορά ο [κανονισμός (ΕΚ) 1073/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2009, για τη θέσπιση κοινών κανόνων πρόσβασης στη διεθνή αγορά μεταφορών με πούλμαν και λεωφορεία και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) 561/2006 (ΕΕ 2009, L 300, σ. 88)].

    3.   Εμπορικό πετρέλαιο εσωτερικής καύσεως θεωρείται, επίσης, το πετρέλαιο εσωτερικής καύσεως που χρησιμοποιείται για δραστηριότητα μεταφοράς προσώπων, η οποία ασκείται από δημόσιες αρχές ή επιχειρήσεις οι οποίες ασκούν σχετικές με την παροχή δημόσιας υπηρεσίας δραστηριότητες καλωδιοκίνητης μεταφοράς.

    4.   H επιστροφή της επιβαρύνσεως που προκύπτει από το μεγαλύτερο μέρος του ειδικού φόρου καταναλώσεως ο οποίος επιβάλλεται στο εμπορικό πετρέλαιο εσωτερικής καύσεως ορίζεται με βάση τη διαφορά μεταξύ του συντελεστή ειδικού φόρου καταναλώσεως στο πετρέλαιο εσωτερικής καύσεως που χρησιμοποιείται ως προωθητικό, ο οποίος προβλέπεται στο παράρτημα Ι, και εκείνου που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου. Προκειμένου να πραγματοποιηθεί η προαναφερθείσα επιστροφή, οι φορείς που μνημονεύονται στις παραγράφους 2 και 3 υποβάλλουν ειδική δήλωση στο αρμόδιο γραφείο της Agenzia delle dogane e dei monopoli (υπηρεσίας τελωνείων και μονοπωλίων, Ιταλία) εντός του επόμενου από τη λήξη του εκάστοτε ημερολογιακού τριμήνου μήνα, κατά το οποίο πραγματοποιήθηκε η κατανάλωση του εμπορικού πετρελαίου εσωτερικής καύσεως.

    […]»

    Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

    8

    Η Autoservizi Giordano ασκεί τη δραστηριότητα της μεταφοράς επιβατών, μέσω υπηρεσιών μισθώσεως λεωφορείου με οδηγό.

    9

    Η εν λόγω εταιρία ζήτησε από την τελωνειακή αρχή να υπαχθεί, για το τρίτο τρίμηνο του 2017, στον μειωμένο συντελεστή ειδικού φόρου καταναλώσεως για το εμπορικό πετρέλαιο εσωτερικής καύσεως το οποίο χρησιμοποιείται ως προωθητικό, ο οποίος προβλέπεται στο άρθρο 24ter του νομοθετικού διατάγματος 504/1995.

    10

    Η τελωνειακή αρχή απέρριψε την αίτηση αυτή με την αιτιολογία ότι η δραστηριότητα της μεταφοράς επιβατών μέσω υπηρεσιών μισθώσεως λεωφορείων με οδηγό, όπως αυτή που ασκεί η Autoservizi Giordano, δεν εμπίπτει σε καμία από τις κατηγορίες δραστηριοτήτων μεταφοράς που υπάγονται, δυνάμει του άρθρου 24ter του νομοθετικού διατάγματος 504/1995, σε μειωμένο συντελεστή ειδικού φόρου καταναλώσεως επί του εμπορικού πετρελαίου εσωτερικής καύσεως το οποίο χρησιμοποιείται ως προωθητικό.

    11

    Η Autoservizi Giordano προσέβαλε την ως άνω απορριπτική απόφαση ενώπιον της Commissione tributaria provinciale di Palermo (πρωτοβάθμιου επαρχιακού φορολογικού δικαστηρίου Παλέρμο, Ιταλία).

    12

    Προς στήριξη της προσφυγής της, η Autoservizi Giordano προβάλλει ότι η εφαρμογή μειωμένου συντελεστή ειδικού φόρου καταναλώσεως απορρέει από την άμεση εφαρμογή του άρθρου 7 της οδηγίας 2003/96 και ότι, ως εκ τούτου, ο περιορισμός που επιβάλλει το άρθρο 24ter του νομοθετικού διατάγματος 504/1995 είναι αυθαίρετος και παράνομος.

    13

    Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/96 παρέχει σε κάθε κράτος μέλος εξουσία εκτιμήσεως ως προς τη διαφοροποίηση μεταξύ εμπορικής και μη εμπορικής χρήσεως του πετρελαίου εσωτερικής καύσεως. Επισημαίνει, ωστόσο, ότι το άρθρο αυτό δεν φαίνεται να παρέχει στα κράτη μέλη το ίδιο περιθώριο εκτιμήσεως όταν αποφασίζουν να προβλέψουν μειωμένο συντελεστή ειδικού φόρου καταναλώσεως για την κατηγορία του εμπορικού πετρελαίου εσωτερικής καύσεως το οποίο χρησιμοποιείται ως προωθητικό, κατηγορία η οποία πρέπει να καθορίζεται με βάση τον ορισμό της έννοιας του «εμπορικού πετρελαίου εσωτερικής καύσεως» που περιλαμβάνεται στο εν λόγω άρθρο.

    14

    Επιπλέον, κατά το αιτούν δικαστήριο, το άρθρο 24ter του νομοθετικού διατάγματος 504/1995 περιορίζει το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 7, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2003/96, το οποίο αναφέρεται στην «τακτική ή περιστασιακή μεταφορά επιβατών», καθόσον υπάγει στο καθεστώς του μειωμένου συντελεστή ειδικού φόρου καταναλώσεως ορισμένες μόνο δραστηριότητες και όχι άλλες, όπως η μίσθωση λεωφορείων με οδηγό στον τομέα της ιδιωτικής μεταφοράς προσώπων.

    15

    Τέλος, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν είναι δυνατή η άμεση επίκληση του άρθρου 7 της οδηγίας 2003/96 από ιδιώτες έναντι των ιταλικών αρχών προκειμένου να επιτύχουν την εφαρμογή μειωμένου συντελεστή ειδικού φόρου καταναλώσεως και την επιστροφή του αχρεωστήτως καταβληθέντος ειδικού φόρου καταναλώσεως. Υπογραμμίζει ότι, εν τοιαύτη περιπτώσει, δύσκολα θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι το ιταλικό δίκαιο συνάδει με την ως άνω διάταξη.

    16

    Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να κρίνει αν η εξουσία εκτιμήσεως που αναγνωρίζει στα κράτη μέλη το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/96 συνεπάγεται ότι η παράγραφος 3 του ίδιου άρθρου, η οποία περιλαμβάνει στην έννοια του «εμπορικού πετρελαίου εσωτερικής καύσεως» και εκείνο που προορίζεται για την «περιστασιακή μεταφορά επιβατών», είναι αρκούντως σαφής, ακριβής και απαλλαγμένη αιρέσεων.

    17

    Υπό τις συνθήκες αυτές, η Commissione tributaria provinciale di Palermo (πρωτοβάθμιο επαρχιακό φορολογικό δικαστήριο Παλέρμο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν της διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1)

    Έχει το άρθρο 7 της οδηγίας [2003/96] την έννοια ότι εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του όλες οι επιχειρήσεις και οι φορείς, δημόσιοι ή ιδιωτικοί, που δραστηριοποιούνται στον τομέα της μεταφοράς προσώπων με λεωφορείο, συμπεριλαμβανομένης της μισθώσεως λεωφορείου με οδηγό, και ότι η εν λόγω διάταξη αντιτίθεται προς εθνική ρύθμιση η οποία μεταφέρει στο εσωτερικό δίκαιο την οδηγία [αυτή], καθόσον η τελευταία δεν περιλαμβάνει μεταξύ των φορέων που χρησιμοποιούν εμπορικό πετρέλαιο εσωτερικής καύσεως τους ασκούντες δραστηριότητα μισθώσεως λεωφορείου με οδηγό;

    2)

    Συνεπάγεται η εξουσία εκτιμήσεως που αναγνωρίζεται στα κράτη μέλη […] βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/96 [δυνάμει της οποίας τα κράτη μέλη δύνανται να διαφοροποιήσουν την εμπορική από τη μη εμπορική χρήση πετρελαίου εσωτερικής καύσης που χρησιμοποιείται ως προωθητικό υπό τον όρο ότι τηρούνται τα ελάχιστα κοινοτικά επίπεδα φορολογίας και ότι ο φορολογικός συντελεστής για το εμπορικό πετρέλαιο εσωτερικής καύσης που χρησιμοποιείται ως προωθητικό δεν είναι κατώτερος από το εθνικό επίπεδο φορολογίας που ισχύει την 1η Ιανουαρίου 2003»] ότι [το άρθρο 7, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ], το οποίο περιλαμβάνει στο εμπορικό πετρέλαιο εσωτερικής καύσεως και εκείνο που προορίζεται για την “περιστασιακή μεταφορά προσώπων”, δεν αναπτύσσει άμεσο αποτέλεσμα και δεν είναι απαλλαγμένο αιρέσεων;

    3)

    Είναι το άρθρο 7 της οδηγίας [2003/96], από απόψεως περιεχομένου, αφενός, αρκούντως σαφές και, αφετέρου, αρκούντως απαλλαγμένο αιρέσεων, ώστε να δύναται να το επικαλεστεί άμεσα ιδιώτης έναντι των αρχών του εν λόγω κράτους μέλους;»

    Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

    Επί του πρώτου ερωτήματος

    18

    Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η προσφεύγουσα της κύριας δίκης είναι ιδιωτική και όχι δημόσια επιχείρηση. Ως εκ τούτου, και παρά τη διατύπωση του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, πρέπει, στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, να κριθεί, αφενός, αν το άρθρο 7, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2003/96 έχει την έννοια ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ιδιωτική επιχείρηση η οποία ασκεί τη δραστηριότητα μεταφοράς επιβατών μέσω υπηρεσιών μισθώσεως λεωφορείου με οδηγό, και, αφετέρου, αν η διάταξη αυτή αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει μειωμένο συντελεστή ειδικού φόρου καταναλώσεως για το εμπορικό πετρέλαιο εσωτερικής καύσεως το οποίο χρησιμοποιείται για την τακτική μεταφορά επιβατών, χωρίς ωστόσο να προβλέπει αντίστοιχο μειωμένο συντελεστή για εκείνο που χρησιμοποιείται για την περιστασιακή μεταφορά επιβατών.

    19

    Όσον αφορά το πρώτο σκέλος του πρώτου ερωτήματος, επισημαίνεται ότι το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής προβλέπει ότι τα κράτη μέλη δύνανται να διαφοροποιήσουν την εμπορική από τη μη εμπορική χρήση πετρελαίου εσωτερικής καύσης που χρησιμοποιείται ως προωθητικό, υπό τον όρο ότι τηρούνται τα ελάχιστα κοινοτικά επίπεδα φορολογίας και ότι ο φορολογικός συντελεστής για το εμπορικό πετρέλαιο εσωτερικής καύσεως δεν είναι κατώτερος από το εθνικό επίπεδο φορολογίας. Το δε άρθρο 7, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας διασαφηνίζει το τι πρέπει να νοείται ως «εμπορικό πετρέλαιο εσωτερικής καύσεως το οποίο χρησιμοποιείται ως προωθητικό» και αναφέρει, μεταξύ άλλων, στο στοιχείο βʹ, το πετρέλαιο εσωτερικής καύσεως το οποίο χρησιμοποιείται ως προωθητικό για την τακτική ή περιστασιακή μεταφορά επιβατών με μηχανοκίνητο όχημα των κατηγοριών Μ2 ή Μ3, όπως ορίζονται στην οδηγία 70/156.

    20

    Όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 21 των προτάσεών του, από το άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/96 προκύπτει ότι η έννοια του «εμπορικού πετρελαίου εσωτερικής καύσεως το οποίο χρησιμοποιείται ως προωθητικό» ορίζεται από τον νομοθέτη της Ένωσης με κριτήριο όχι τον δημόσιο ή ιδιωτικό χαρακτήρα των φορέων που χρησιμοποιούν το πετρέλαιο εσωτερικής καύσεως, αλλά τον σκοπό για τον οποίο χρησιμοποιείται το πετρέλαιο εσωτερικής καύσεως, ήτοι τη μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών με ορισμένα μηχανοκίνητα οχήματα.

    21

    Κατά συνέπεια, η διάταξη αυτή έχει την έννοια ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της ιδιωτική επιχείρηση η οποία ασκεί τη δραστηριότητα της μεταφοράς επιβατών μέσω υπηρεσιών μισθώσεως λεωφορείου με οδηγό, υπό την προϋπόθεση ότι τα οχήματα που μισθώνει η επιχείρηση αυτή ανήκουν στην κατηγορία M2 ή M3, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην οδηγία 70/156.

    22

    Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του πρώτου ερωτήματος, υπενθυμίζεται, προκαταρκτικώς, ότι, για τον προσδιορισμό του περιεχομένου διατάξεως του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνονται συγχρόνως υπόψη το γράμμα της, η οικονομία της και οι σκοποί της (απόφαση της 19ης Απριλίου 2018, CMR, C‑645/16, EU:C:2018:262, σκέψη 22 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    23

    Όσον αφορά το γράμμα του άρθρου 7, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2003/96, επισημαίνεται ότι η παράγραφος 2 του άρθρου αυτού επιτρέπει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, στα κράτη μέλη να διαφοροποιήσουν την εμπορική από τη μη εμπορική χρήση πετρελαίου εσωτερικής καύσεως το οποίο χρησιμοποιείται ως προωθητικό, και ότι η παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του εν λόγω άρθρου διευκρινίζει ότι η έννοια του «εμπορικού πετρελαίου εσωτερικής καύσεως το οποίο χρησιμοποιείται ως προωθητικό» περιλαμβάνει το πετρέλαιο εσωτερικής καύσεως που χρησιμοποιείται ως προωθητικό για «τακτική ή περιστασιακή μεταφορά επιβατών».

    24

    Υπογραμμίζεται ότι οι όροι «τακτική» και «περιστασιακή», οι οποίοι περιλαμβάνονται στη φράση «τακτική ή περιστασιακή μεταφορά επιβατών» του άρθρου 7, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2003/96, συνδέονται με τον σύνδεσμο «ή». Συναφώς, ο διαχωριστικός σύνδεσμος «ή» δύναται, ως γνωστόν, να έχει, από γλωσσικής απόψεως, είτε διαζευκτική είτε συμπλεκτική έννοια [πρβλ. αποφάσεις της 12ης Ιουλίου 2005, Επιτροπή κατά Γαλλίας, C-304/02, EU:C:2005:444, σκέψη 83, καθώς και της 14ης Μαΐου 2019, M κ.λπ. (Ανάκληση του καθεστώτος πρόσφυγα), C-391/16, C-77/17 και C-78/17, EU:C:2019:403, σκέψη 102].

    25

    Τούτου δοθέντος, όπως υποστήριξε κατ’ ουσίαν η Ιταλική Κυβέρνηση, αν πρόθεση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν ο μειωμένος συντελεστής ειδικού φόρου καταναλώσεως για το εμπορικό πετρέλαιο εσωτερικής καύσεως να εφαρμόζεται σε κάθε δραστηριότητα μεταφοράς επιβατών, χωρίς διάκριση μεταξύ της τακτικής και της περιστασιακής μεταφοράς, θα είχε χρησιμοποιήσει στο άρθρο 7, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2003/96 την έκφραση «μεταφορά επιβατών». Η χρήση της εκφράσεως «τακτική ή περιστασιακή μεταφορά επιβατών» υποδηλώνει, επομένως, ότι δεν είναι υποχρεωτικό η τακτική μεταφορά επιβατών και η περιστασιακή μεταφορά επιβατών, που συνδέονται με τον σύνδεσμο «ή», να υπάγονται αμφότερες στον μειωμένο συντελεστή ειδικού φόρου καταναλώσεως, αλλά ότι είναι δυνατόν μόνο μία εξ αυτών να υπάγεται στον μειωμένο συντελεστή.

    26

    Όσον αφορά την οικονομία της οδηγίας 2003/96, από την αιτιολογική σκέψη 3 και από το άρθρο 4 της οδηγίας αυτής προκύπτει ότι η οδηγία δεν προέβη σε πλήρη εναρμόνιση των συντελεστών των ειδικών φόρων καταναλώσεως για τα ενεργειακά προϊόντα και την ηλεκτρική ενέργεια, αλλά απλώς καθόρισε εναρμονισμένα ελάχιστα επίπεδα φορολογίας. Επιπροσθέτως, όπως επισήμανε και ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 30 και 31 των προτάσεών του, πέραν του άρθρου 7, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, τα άρθρα 5, 14 έως 17 και 19 της οδηγίας αυτής προβλέπουν τη δυνατότητα των κρατών μελών να θεσπίζουν διαφοροποιημένους φορολογικούς συντελεστές, φοροαπαλλαγές ή φορολογικές μειώσεις των ειδικών φόρων καταναλώσεως. Οι διατάξεις αυτές μαρτυρούν ότι ο νομοθέτης της Ένωσης κατέλιπε ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως στα κράτη μέλη στον τομέα των ειδικών φόρων καταναλώσεως.

    27

    Επομένως, η οικονομία της οδηγίας 2003/96 συνηγορεί υπέρ της ερμηνείας του άρθρου 7, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας αυτής υπό την έννοια ότι η εφαρμογή του μειωμένου συντελεστή ειδικού φόρου καταναλώσεως δεν οφείλει κατ’ ανάγκην να περιλαμβάνει και την τακτική και την περιστασιακή μεταφορά επιβατών, αλλά δύναται κάλλιστα να περιορίζεται σε μία από αυτές τις μορφές μεταφοράς επιβατών.

    28

    Όσον αφορά τους σκοπούς της οδηγίας 2003/96, επισημαίνεται, πρώτον, ότι από τις αιτιολογικές σκέψεις 9 και 11 της οδηγίας αυτής προκύπτει ότι σκοπός της είναι να παράσχει στα κράτη μέλη την αναγκαία ευελιξία χαράξεως και εφαρμογής των ενδεδειγμένων για τις εθνικές συνθήκες τους πολιτικών, και ότι τα συστήματα που θεσπίζονται στο πλαίσιο της εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας εμπίπτουν στην αρμοδιότητα εκάστου εκ των κρατών μελών (απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2017, IRCCS – Fondazione Santa Lucia, C-189/15, EU:C:2017:17, σκέψη 50).

    29

    Όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 41 των προτάσεών του, η αναγνώριση στα κράτη μέλη της δυνατότητας να προβλέψουν μειωμένο συντελεστή ειδικού φόρου καταναλώσεως για το πετρέλαιο εσωτερικής καύσεως που χρησιμοποιείται για την τακτική μεταφορά επιβατών, και όχι για εκείνο το οποίο χρησιμοποιείται για την περιστασιακή μεταφορά επιβατών, τους παρέχει τη δυνατότητα να εφαρμόζουν πολιτικές ενδεδειγμένες για τις εθνικές τους συνθήκες, ιδίως στον τομέα της μεταφοράς και της προσβασιμότητας των εδαφών.

    30

    Δεύτερον, με την πρόβλεψη εναρμονισμένης φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας, η οδηγία 2003/96 αποσκοπεί, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις της 2 έως 5 και 24, στην προώθηση της εύρυθμης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς στον τομέα της ενέργειας, αποφεύγοντας, μεταξύ άλλων, τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού (απόφαση της 7ης Μαρτίου 2018, Cristal Union, C-31/17, EU:C:2018:168, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Ειδικότερα, από την αιτιολογική σκέψη 3 της εν λόγω οδηγίας προκύπτει ότι η οδηγία καθόρισε ελάχιστα επίπεδα φορολογίας σε κοινοτική κλίμακα ακριβώς για να διασφαλιστεί η εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

    31

    Συνεπώς, στον βαθμό που τηρούνται τα ελάχιστα κοινοτικά επίπεδα φορολογίας, ο σκοπός αυτός δεν αντιτίθεται στην ερμηνεία του άρθρου 7, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2003/96 υπό την έννοια ότι τα κράτη μέλη δύνανται να περιορίσουν την εφαρμογή του μειωμένου συντελεστή ειδικού φόρου καταναλώσεως μόνο στην τακτική μεταφορά επιβατών.

    32

    Τρίτον, η οδηγία 2003/96 έχει επίσης ως σκοπό, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές της σκέψεις 6, 7, 11 και 12, να προωθήσει σκοπούς περιβαλλοντικής πολιτικής (απόφαση της 7ης Μαρτίου 2018, Cristal Union, C-31/17, EU:C:2018:168, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    33

    Όπως υπογράμμισε η Ιταλική Κυβέρνηση, οι σκοποί αυτοί συνηγορούν υπέρ της ερμηνείας του άρθρου 7, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2003/96, υπό την έννοια ότι αυτό δεν απαγορεύει στον εθνικό νομοθέτη να προβλέπει μειωμένο συντελεστή ειδικού φόρου καταναλώσεως για το εμπορικό πετρέλαιο εσωτερικής καύσεως το οποίο χρησιμοποιείται ως προωθητικό για την τακτική μεταφορά επιβατών, χωρίς ωστόσο να προβλέπει τέτοιο συντελεστή για την περιστασιακή μεταφορά επιβατών. Συγκεκριμένα, στο μέτρο που ο μειωμένος συντελεστής ειδικού φόρου καταναλώσεως για το εμπορικό πετρέλαιο εσωτερικής καύσεως το οποίο χρησιμοποιείται ως προωθητικό μειώνει το κόστος που συνδέεται με την κατανάλωση πετρελαίου, η μείωση του αριθμού των δικαιούχων ενός τέτοιου πλεονεκτήματος ενδέχεται να οδηγήσει στον περιορισμό της εν λόγω καταναλώσεως για τις μορφές μεταφοράς επιβατών που δεν επωφελούνται από αυτό και, ως εκ τούτου, συμβάλλει στην επίτευξη των σκοπών περιβαλλοντικής πολιτικής που επιδιώκονται με την οδηγία αυτή.

    34

    Κατά συνέπεια, όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του πρώτου ερωτήματος, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, λαμβανομένων υπόψη τόσο του γράμματος του άρθρου 7, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2003/96 όσο και της οικονομίας και των σκοπών της, το εν λόγω άρθρο έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει μειωμένο συντελεστή ειδικού φόρου καταναλώσεως για το εμπορικό πετρέλαιο εσωτερικής καύσεως το οποίο χρησιμοποιείται ως προωθητικό στο πλαίσιο της δραστηριότητας τακτικής μεταφοράς επιβατών, χωρίς ωστόσο να προβλέπει ίδιο συντελεστή για το πετρέλαιο εσωτερικής καύσεως το οποίο χρησιμοποιείται στο πλαίσιο της δραστηριότητας της περιστασιακής μεταφοράς επιβατών.

    35

    Εντούτοις, όπως κατ’ ουσίαν υπενθύμισε η Επιτροπή στις γραπτές παρατηρήσεις της, τα κράτη μέλη οφείλουν, κατά την άσκηση της εξουσίας της οποίας απολαύουν στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 7, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2003/96, να τηρούν τις γενικές αρχές του δικαίου οι οποίες αποτελούν μέρος της έννομης τάξης της Ένωσης, όπως είναι, μεταξύ άλλων, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 2ας Ιουνίου 2016, Polihim-SS, C-355/14, EU:C:2016:403, σκέψη 59, καθώς και της 9ης Νοεμβρίου 2017, AZ, C-499/16, EU:C:2017:846, σκέψεις 29 και 30).

    36

    Επομένως, η συμβατότητα της επίμαχης στην κύρια δίκη εθνικής ρυθμίσεως με το δίκαιο της Ένωσης εξαρτάται από την τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, στοιχείο του οποίου η εξακρίβωση εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο. Το Δικαστήριο δύναται, πάντως, να παράσχει στο αιτούν δικαστήριο κάθε χρήσιμο στοιχείο για την επίλυση της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιόν του (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 2018, Fontana, C-648/16, EU:C:2018:932, σκέψεις 37 και 38).

    37

    Κατά πάγια νομολογία, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως επιβάλλει να μην αντιμετωπίζονται κατά διαφορετικό τρόπο συγκρίσιμες καταστάσεις ούτε κατά τον ίδιο τρόπο διαφορετικές καταστάσεις, εκτός εάν η αντιμετώπιση αυτή δικαιολογείται αντικειμενικώς (απόφαση της 3ης Δεκεμβρίου 2019, Τσεχική Δημοκρατία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C-482/17, EU:C:2019:1035, σκέψη 164, καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    38

    Η αρχή αυτή δεν επιτρέπει να επιφυλάσσεται διαφορετική μεταχείριση από πλευράς ειδικού φόρου καταναλώσεως σε παρόμοια αγαθά ή παρόμοιες υπηρεσίες που βρίσκονται σε ανταγωνισμό μεταξύ τους (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 27ης Ιουνίου 2019, Belgisch Syndicaat van Chiropraxie κ.λπ., C‑597/17, EU:C:2019:544, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    39

    Για να προσδιοριστεί η ομοιότητα μεταξύ αγαθών ή υπηρεσιών πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κυρίως η άποψη του μέσου καταναλωτή. Δύο αγαθά είναι παρόμοια και δύο υπηρεσίες είναι παρόμοιες όταν έχουν ανάλογες ιδιότητες και ικανοποιούν τις ίδιες ανάγκες του καταναλωτή, με γνώμονα ένα κριτήριο συγκρισιμότητας των χρήσεων, και όταν οι υπάρχουσες διαφορές δεν επηρεάζουν σημαντικά την απόφαση του μέσου καταναλωτή να αναζητήσει ένα συγκεκριμένο αγαθό ή μια συγκεκριμένη υπηρεσία (απόφαση της 27ης Ιουνίου 2019, Belgisch Syndicaat van Chiropraxie κ.λπ., C-597/17, EU:C:2019:544, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    40

    Εν προκειμένω, οι υπηρεσίες τακτικής μεταφοράς επιβατών εξασφαλίζουν, εξ ορισμού, τη μεταφορά επιβατών με συγκεκριμένη συχνότητα και διαδρομή, δεδομένου ότι οι επιβάτες δύνανται να επιβιβάζονται και να αποβιβάζονται σε προκαθορισμένες στάσεις, ενώ οι υπηρεσίες περιστασιακής μεταφοράς επιβατών εξυπηρετούν συγκεκριμένες ανάγκες. Επιπροσθέτως, οι επιχειρήσεις που παρέχουν υπηρεσίες τακτικών μεταφορών επιβατών είναι, κατά κανόνα, επιφορτισμένες με την παροχή δημόσιας υπηρεσίας.

    41

    Επομένως, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει, οι υπηρεσίες τακτικών και περιστασιακών μεταφορών επιβατών δεν ανταποκρίνονται στις ίδιες ανάγκες, η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική νομοθεσία δεν φαίνεται να παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, στοιχείο το οποίο εναπόκειται πάντως στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

    42

    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 7, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2003/96 έχει, αφενός, την έννοια ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ιδιωτική επιχείρηση η οποία ασκεί τη δραστηριότητα μεταφοράς επιβατών μέσω υπηρεσιών μισθώσεως λεωφορείων με οδηγό, υπό την προϋπόθεση ότι τα μισθωμένα από την επιχείρηση αυτή οχήματα υπάγονται στην κατηγορία M2 ή M3, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην οδηγία 70/156, και, αφετέρου, την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει μειωμένο φόρο καταναλώσεως για το εμπορικό πετρέλαιο το οποίο χρησιμοποιείται ως προωθητικό για την τακτική μεταφορά επιβατών, χωρίς ωστόσο να προβλέπει ίδιο συντελεστή για εκείνο το οποίο χρησιμοποιείται για την περιστασιακή μεταφορά επιβατών, υπό την προϋπόθεση ότι η νομοθεσία αυτή σέβεται την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, στοιχείο το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

    Επί του δευτέρου και επί του τρίτου ερωτήματος

    43

    Με το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν είναι δυνατή η άμεση επίκληση του άρθρου 7, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2003/96 από ιδιώτη έναντι των ιταλικών αρχών.

    44

    Κατόπιν της απαντήσεως που δόθηκε στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στα δύο αυτά ερωτήματα.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    45

    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σε αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

     

    Το άρθρο 7, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2003/96/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με την αναδιάρθρωση του κοινοτικού πλαισίου φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας, έχει, αφενός, την έννοια ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ιδιωτική επιχείρηση η οποία ασκεί τη δραστηριότητα μεταφοράς επιβατών μέσω υπηρεσιών μισθώσεως λεωφορείων με οδηγό, υπό την προϋπόθεση ότι τα μισθωμένα από την επιχείρηση αυτή οχήματα υπάγονται στην κατηγορία M2 ή M3, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην οδηγία 70/156/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1970, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν στην έγκριση των οχημάτων με κινητήρα και των ρυμουλκουμένων τους, και, αφετέρου, την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει μειωμένο φόρο καταναλώσεως για το εμπορικό πετρέλαιο το οποίο χρησιμοποιείται ως προωθητικό για την τακτική μεταφορά επιβατών, χωρίς ωστόσο να προβλέπει ίδιο συντελεστή για εκείνο το οποίο χρησιμοποιείται για την περιστασιακή μεταφορά επιβατών, υπό την προϋπόθεση ότι η νομοθεσία αυτή σέβεται την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, στοιχείο το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική

    Επάνω