Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62019CJ0211

Απόφαση του Δικαστηρίου (δέκατο τμήμα) της 30ής Απριλίου 2020.
UO κατά Készenléti Rendőrség.
Αίτηση του Miskolci Közigazgatási és Munkaügyi Bíróság για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων – Οδηγία 2003/88/ΕΚ – Πεδίο εφαρμογής – Εξαίρεση – Άρθρο 1, παράγραφος 3 – Οδηγία 89/391/ΕΟΚ – Άρθρο 2, παράγραφος 2 – Δραστηριότητες των μονάδων επέμβασης της αστυνομίας.
Υπόθεση C-211/19.

Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2020:344

 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δέκατο τμήμα)

της 30ής Απριλίου 2020 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων – Οδηγία 2003/88/ΕΚ – Πεδίο εφαρμογής – Εξαίρεση – Άρθρο 1, παράγραφος 3 – Οδηγία 89/391/ΕΟΚ – Άρθρο 2, παράγραφος 2 – Δραστηριότητες των μονάδων επέμβασης της αστυνομίας»

Στην υπόθεση C-211/19,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Miskolci Közigazgatási és Munkaügyi Bíróság (δικαστήριο διοικητικών και εργατικών διαφορών του Miskolc, Ουγγαρία) με απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2019, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 6 Μαρτίου 2019, στο πλαίσιο της δίκης

UO

κατά

Készenléti Rendőrség,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο τμήμα),

συγκείμενο από τους I. Jarukaitis, πρόεδρο τμήματος, E. Juhász και Κ. Λυκούργο (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: G. Pitruzzella

γραμματέας: M. Longar, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 29ης Ιανουαρίου 2020,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

ο UO, εκπροσωπούμενος από την I. Balázs, kamarai jogtanácsos,

η Készenléti Rendőrség, εκπροσωπούμενη από την A. Kenyhercz, kamarai jogtanácsos,

η Ουγγρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους G. Koós και Μ. Z. Fehér, καθώς και από την M. M. Tátrai,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους L. Havas, M. van Beek και N. Ruiz García,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Ιουνίου 1989, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων για την προώθηση της βελτίωσης της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία (ΕΕ 1989, L 183, σ. 1), καθώς και του άρθρου 1, παράγραφος 3, και του άρθρου 2, σημεία 1 και 2, της οδηγίας 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας (ΕΕ 2003, L 299, σ. 9).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του UO και της Készenléti Rendőrség (Δύναμης Ταχείας Επέμβασης της Αστυνομίας, Ουγγαρία), με αντικείμενο την οφειλόμενη αμοιβή για υπηρεσίες ετοιμότητας τις οποίες παρείχε.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

Η οδηγία 89/391

3

Το άρθρο 2 της οδηγίας 89/391 προβλέπει τα εξής:

«1.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε όλους τους δημόσιους ή ιδιωτικούς τομείς δραστηριοτήτων (βιομηχανικές, γεωργικές, εμπορικές, διοικητικές, εκπαιδευτικές, πολιτιστικές δραστηριότητες, δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών, αναψυχής κλπ.).

2.   Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται όταν δεν το επιτρέπουν εγγενείς ιδιαιτερότητες ορισμένων δραστηριοτήτων του δημόσιου τομέα, π.χ. στις ένοπλες δυνάμεις ή στην αστυνομία, ή ορισμένων συγκεκριμένων δραστηριοτήτων στις υπηρεσίες πολιτικής άμυνας.

Στην περίπτωση αυτή, πρέπει να εξασφαλίζεται, όσον αυτό είναι δυνατόν, η ασφάλεια και η υγεία των εργαζομένων, έχοντας υπόψη τους στόχους της παρούσας οδηγίας.»

Η οδηγία 2003/88

4

Το άρθρο 1 της οδηγίας 2003/88 ορίζει τα εξής:

«1.   Η παρούσα οδηγία καθορίζει τις στοιχειώδεις προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας όσον αφορά την οργάνωση του χρόνου εργασίας.

2.   Εφαρμόζεται:

α)

στις ελάχιστες περιόδους ημερήσιας και εβδομαδιαίας ανάπαυσης και ετήσιας άδειας, στο χρόνο διαλείμματος και στη μέγιστη εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας, και

β)

σε ορισμένες πλευρές της νυκτερινής εργασίας, της κατά βάρδιες εργασίας και του ρυθμού εργασίας.

3.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε όλους τους ιδιωτικούς ή δημόσιους τομείς δραστηριοτήτων, κατά την έννοια του άρθρου 2 της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ, με την επιφύλαξη των άρθρων 14, 17, 18 και 19 της παρούσας οδηγίας.

[…]»

5

Το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής έχει ως εξής:

«Κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

1.

“χρόνος εργασίας”: κάθε περίοδος κατά τη διάρκεια της οποίας ο εργαζόμενος ευρίσκεται στην εργασία, στη διάθεση του εργοδότη, και ασκεί τη δραστηριότητα ή τα καθήκοντά του, σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές·

2.

“περίοδος ανάπαυσης”: κάθε περίοδος που δεν είναι χρόνος εργασίας·

[…]».

6

Το άρθρο 17, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, παρεκκλίσεις από τα άρθρα 3, 4, 5, 8 και 16, είναι δυνατόν να επιτρέπονται:

[…]

γ)

για τις δραστηριότητες που χαρακτηρίζονται από την ανάγκη να εξασφαλισθεί η συνέχεια της υπηρεσίας ή της παραγωγής, ιδίως:

[…]

iii)

για τις υπηρεσίες τύπου, ραδιοφωνίας, τηλεόρασης, κινηματογράφου, ταχυδρομείων ή τηλεπικοινωνιών, τις υπηρεσίες ασθενοφόρων, τις πυροσβεστικές υπηρεσίες ή την πολιτική άμυνα·

[…]

[…]».

Το ουγγρικό δίκαιο

7

Το άρθρο 102, παράγραφος 1, του rendvédelmi feladatokat ellátó szervek hivatásos állományának szolgálati jogviszonyáról szóló 2015. évi XLII. törvény (νόμου XLII του 2015 σχετικά με το καθεστώς του προσωπικού των οργάνων διατήρησης της τάξης) ορίζει τα εξής:

«Κάθε μέλος του προσωπικού οφείλει, στο πλαίσιο της εκτέλεσης των καθηκόντων του,

a)

να βρίσκεται σε ετοιμότητα για ανάληψη δράσης στον καθορισμένο τόπο και χρόνο, να παραμένει σε ετοιμότητα για ανάληψη δράσης καθ’ όλη τη διάρκεια της υπηρεσίας και να εκπληρώνει την αποστολή του, καθώς και να είναι διαθέσιμο προς τον σκοπό αυτό.

[…]»

8

Το άρθρο 141, παράγραφος 1, του νόμου αυτού έχει ως εξής:

«Κάθε μέλος του προσωπικού ενδέχεται, κατόπιν διαταγής του προϊσταμένου του, να χρειαστεί να μεταβεί εκτός έδρας, σε τόπο όπου θα πρέπει, εφόσον κληθεί, να ανταποκριθεί άμεσα και να βρίσκεται σε ετοιμότητα να αναλάβει δράση εκτός των ωρών υπηρεσίας και προς το συμφέρον της υπηρεσίας, και από τον οποίο τόπο μπορεί να κληθεί σε αποστολή ανά πάσα στιγμή.

[…]»

9

Το άρθρο 364, παράγραφος 1, του εν λόγω νόμου προβλέπει τα εξής:

«Σκοπός του παρόντος νόμου είναι να θέσει σε εφαρμογή, σε συνδυασμό με τα διατάγματα τα οποία εκδίδονται κατ’ ενάσκηση των εξουσιών που απονέμονται από τα άρθρα 340 και 341,

[…]

5.

την οδηγία [2003/88]

[…]».

10

Το άρθρο 58, παράγραφος 1, του rendőrségről szóló 1994. évi XXXIV. törvény (νόμου XXXIV του 1994 σχετικά με την αστυνομία) ορίζει τα εξής:

«Οι αστυνομικοί μπορούν να αναπτύσσονται σε περιπόλους […]

b)

προκειμένου να τερματίζουν μαζικές εκδηλώσεις οι οποίες θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή και την περιουσία των ατόμων ή να προλαμβάνουν πράξεις βίας που θα μπορούσαν να έχουν τέτοιες συνέπειες και να συλλαμβάνουν τους δράστες·

[…]

j)

στις άλλες περιπτώσεις που ορίζονται από τον νόμο.»

11

Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, του rendőrség szerveiről és a rendőrség szerveinek feladat- és hatásköréről szóló 329/2007 korm. rendelet (κυβερνητικού διατάγματος 329/2007, σχετικά με τα όργανα του αστυνομικού σώματος, τις αποστολές και τις αρμοδιότητές τους), της 13ης Δεκεμβρίου 2007:

«Τα όργανα τα οποία συγκροτούνται εντός του γενικού αστυνομικού σώματος για την εκπλήρωση ειδικών αποστολών είναι:

a)

οι μονάδες επέμβασης της αστυνομίας·

[…]».

12

Η Magyar Köztársaság rendőrségének csapatszolgálati Szabályzatának kiadásáról szóló 11/1998. ORFK utasítás (εγκύκλιος 11/1998 του εθνικού αρχηγείου της αστυνομίας, σχετικά με τη ρύθμιση των υπηρεσιών περιπολίας της αστυνομίας της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας), της 23ης Απριλίου 1998, προβλέπει τα εξής:

«[…]

12. […]

[…]

Περίπολος σε υπηρεσία επιφυλακής

Ο σκοπός της υπηρεσίας επιφυλακής είναι να διατηρείται η περίπολος σε κατάσταση ετοιμότητας ώστε να μπορεί να δράσει το ταχύτερο δυνατόν προς εκτέλεση της αποστολής της. Προϋποθέτει τη σύσταση περιπόλου, την εξασφάλιση καταλύματος και τροφοδοσίας, τη δημιουργία, εφόσον είναι απαραίτητο, ομάδων ή σχηματισμών ομάδων, τον εφοδιασμό με το αναγκαίο υλικό για τις δραστηριότητες της περιπόλου, την προετοιμασία των μονάδων και τη διατήρησή τους σε λειτουργικό επίπεδο.

14. Η περίπολος μπορεί να τεθεί σε κατάσταση επιφυλακής είτε εκ των προτέρων, όταν πρόκειται για προγραμματισμένη αποστολή, είτε επειγόντως. Αυτή η περίπτωση επείγουσας επιφυλακής ενδέχεται να ανακύψει, ειδικότερα, και όταν μια αποστολή βρίσκεται ήδη σε επιφυλακή και καθίσταται αναγκαία η κήρυξη νέας κατάστασης επιφυλακής, αλλά δεν είναι δυνατή ή δεν επαρκεί η επίταξη των δυνάμεων που ασκούν τις δραστηριότητές τους στο πλαίσιο άλλων υπηρεσιών του αστυνομικού σώματος.

[…]

17. Ο βαθμός ετοιμότητας μιας περιπόλου σε υπηρεσία επιφυλακής αντανακλά την ταχύτητα με την οποία η περίπολος είναι σε θέση να ξεκινήσει τη συγκεκριμένη αποστολή που της ανατίθεται. Εξαρτάται από τον βαθμό στον οποίο ο διοικητής της αστυνομικής μονάδας έχει ορίσει εκ των προτέρων ποιες προϋποθέσεις πρέπει να πληρούνται για την έναρξη της αποστολής. Ανάλογα με τη συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών, η περίπολος μπορεί να βρίσκεται σε κατάσταση γενικής ή αυξημένης επιφυλακής.

[…]

19. Η υπηρεσία επιφυλακής αρχίζει όταν συντρέχει πλέον ο απαιτούμενος βαθμός επιφυλακής και διαρκεί μέχρις ότου λήξει ή μετατραπεί σε άλλου είδους υπηρεσία. Η περίπολος η οποία παρέχει υπηρεσία επιφυλακής πρέπει, προς εκτέλεση της προβλεπόμενης αποστολής, να είναι σε ετοιμότητα αναχώρησης εντός 15 λεπτών όταν βρίσκεται σε κατάσταση αυξημένης επιφυλακής ή εντός μίας ώρας όταν βρίσκεται σε κατάσταση γενικής επιφυλακής. Αυτοί οι καθιερωμένοι χρόνοι ελάχιστης ανταπόκρισης μπορούν να μειωθούν από τον διοικητή που διέταξε τη σύσταση περιπόλου, ανάλογα με τη φύση της αποστολής η οποία ανακοινώνεται ή με την κατάσταση ετοιμότητας της μονάδας.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

13

Την 1η Ιανουαρίου 2011 ο UO εντάχθηκε στο προσωπικό των μονάδων επέμβασης. Οι μονάδες επέμβασης υπάγονται στο γενικό αστυνομικό σώμα αλλά αποτελούν ειδικό όργανο το οποίο έχει ιδιαίτερες εξουσίες και αναλαμβάνει έκτακτες αποστολές σε ολόκληρη την ουγγρική επικράτεια. Οι μονάδες επέμβασης συμμετέχουν, πιο συγκεκριμένα, στην εκπλήρωση αποστολών που απαιτούν άμεση επέμβαση, η οποία δεν είναι δυνατόν να προβλεφθεί, και οργάνωση σε περιπόλους. Ο UO τοποθετήθηκε, ως μέλος του προσωπικού των μονάδων επέμβασης, σε ομάδα επέμβασης στα σύνορα του Miskolc (Ουγγαρία).

14

Από τον Ιούλιο του 2015 έως τον Απρίλιο του 2017 ο UO βρισκόταν σε υπηρεσία επιφυλακής ως μέλος ομάδας περιπολίας. Κατά την περίοδο εκείνη, οι υπηρεσίες στα σύνορα δεν παρέχονταν στον τόπο διορισμού του στο Miskolc, αλλά στο νότιο τμήμα των συνόρων, στην κομητεία του Csongrád (Ουγγαρία).

15

Στη διάρκεια της εν λόγω περιόδου, ο εργοδότης του UO έδωσε διαταγή, προς εκπλήρωση της αποστολής φύλαξης των συνόρων, για εκτέλεση, αφενός, υπηρεσιών επιφυλακής και, αφετέρου, υπηρεσιών ετοιμότητας εκτός του κανονικού ωραρίου εργασίας, υπηρεσίες οι οποίες παρέχονται αμφότερες στο πλαίσιο ομάδων περιπολίας.

16

Κατά την άποψη του εργοδότη, το χρονικό διάστημα παροχής των υπηρεσιών ετοιμότητας συνιστούσε χρόνο ανάπαυσης. Ο UO θεωρεί, αντιθέτως, ότι κατά τη διάρκεια της χρονικής αυτής περιόδου παρείχε, στην πραγματικότητα, υπηρεσίες επιφυλακής εκτός του κανονικού ημερήσιου ωραρίου του και ότι πρόκειται για «χρόνο εργασίας», για τον οποίο δεν έπρεπε να λάβει επίδομα ετοιμότητας, αλλά αποζημίωση επιφυλακής.

17

Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, αφενός, ότι, κατά το άρθρο 364, παράγραφος 1, σημείο 5, του νόμου σχετικά με το καθεστώς του προσωπικού των οργάνων διατήρησης της τάξης, ο νόμος αυτός έχει ως σκοπό να θέσει σε εφαρμογή την οδηγία 2003/88 αλλά δεν ορίζει ούτε την έννοια «χρόνος εργασίας» ούτε την έννοια «χρόνος ανάπαυσης» και, αφετέρου, ότι ο UO στηρίζεται στην ως άνω οδηγία προς θεμελίωση των αξιώσεών του.

18

Εντούτοις, το δικαστήριο αυτό διερωτάται αν η εν λόγω οδηγία και, ειδικότερα, οι ορισμοί που περιλαμβάνονται στο άρθρο 2, σημεία 1 και 2, μπορούν να εφαρμοστούν στην περίπτωση του UO, μέλους των μονάδων επέμβασης, δεδομένου ότι η επίμαχη δραστηριότητα είναι διαφορετική από τις δραστηριότητες οι οποίες ασκούνται υπό κανονικές συνθήκες.

19

Το αιτούν δικαστήριο ζητεί, πιο συγκεκριμένα, να διευκρινιστεί αν το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2003/88 ορίζεται στο άρθρο 2 της οδηγίας 89/391. Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, διερωτάται περαιτέρω αν η δραστηριότητα του μέλους των μονάδων επέμβασης της αστυνομίας εμφανίζει ιδιαιτερότητες που είναι εγγενείς σε ορισμένες ειδικές δραστηριότητες του δημόσιου τομέα, οι οποίες αποκλείουν κατηγορηματικώς την εφαρμογή της οδηγίας 89/391 και του άρθρου 2, σημεία 1 και 2, της οδηγίας 2003/88.

20

Κατά το αιτούν δικαστήριο, η απάντηση είναι καταφατική. Επισημαίνει συναφώς ότι οι μονάδες επέμβασης είναι ειδικό όργανο των αστυνομικών δυνάμεων, το οποίο αναλαμβάνει ιδιαίτερες αστυνομικές αποστολές όπως ορίζονται από τον νόμο, εξυπακουομένου ότι, εν προκειμένω, ο UO όφειλε να εκπληρώνει και γενικά αστυνομικά καθήκοντα. Προσθέτει δε ότι ο UO αποτελεί μέλος του προσωπικού των ειδικών αυτών δυνάμεων και ότι, στο πλαίσιο αυτό, ασκούσε και ο ίδιος ειδική αστυνομική δραστηριότητα του δημόσιου τομέα, οπότε οι ορισμοί του άρθρου 2 της οδηγίας 2003/88 δεν θα έπρεπε να τυγχάνουν εφαρμογής στην περίπτωσή του.

21

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Miskolci Közigazgatási és Munkaügyi Bíróság (δικαστήριο διοικητικών και εργατικών διαφορών του Miskolc, Ουγγαρία) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Πρέπει να ερμηνευθεί το άρθρο 1, παράγραφος 3, της οδηγίας [2003/88] υπό την έννοια ότι το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής της ως άνω οδηγίας ορίζεται από το άρθρο 2 της οδηγίας [89/391];

2)

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, πρέπει να ερμηνευθεί το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας [89/391] υπό την έννοια ότι δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 2, σημεία 1 και 2, της οδηγίας [2003/88] οι αστυνομικοί που είναι μέλη των μονάδων επέμβασης της αστυνομίας;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του παραδεκτού

22

Κατά την Ουγγρική Κυβέρνηση, τα ερωτήματα που υποβλήθηκαν είναι απαράδεκτα διότι η διαφορά της κύριας δίκης αφορά τις αμοιβές των εργαζομένων.

23

Υπογραμμίζεται επ’ αυτού ότι, εξαιρουμένης της ιδιαίτερης περίπτωσης της ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών στην οποία αναφέρεται το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88, η εν λόγω οδηγία ρυθμίζει απλώς ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας προς εξασφάλιση της προστασίας της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων, με αποτέλεσμα, κατ’ αρχήν, να μην εφαρμόζεται στις αμοιβές των εργαζομένων (απόφαση της 20ής Νοεμβρίου 2018, Sindicatul Familia Constanţa κ.λπ., C-147/17, EU:C:2018:926, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

24

Εντούτοις, η ως άνω διαπίστωση δεν σημαίνει ότι παρέλκει η απάντηση στα ερωτήματα που υποβλήθηκαν στην παρούσα υπόθεση.

25

Πράγματι, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η ερμηνεία ορισμένων διατάξεων της οδηγίας 2003/88 είναι αναγκαία για να μπορέσει το ίδιο να αποφανθεί επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιόν του. Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν τα μέλη των υπηρεσιών της αστυνομίας που ασκούν καθήκοντα παρόμοια με τα επίμαχα εν προκειμένω εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2003/88, προκειμένου να μπορέσει να κρίνει αν τα χρονικά διαστήματα κατά τα οποία ο UO βρισκόταν σε κατάσταση επιφυλακής πρέπει να χαρακτηριστούν ως «χρόνος εργασίας» ή ως «χρόνος ανάπαυσης» με βάση τους ορισμούς που περιλαμβάνονται στο άρθρο 2, σημεία 1 και 2, της προαναφερθείσας οδηγίας, προτού καθοριστεί η μισθολογική κλίμακα η οποία θα πρέπει να εφαρμοστεί ως προς τα χρονικά αυτά διαστήματα. Επομένως, το ζήτημα αν η εν λόγω οδηγία μπορεί να εφαρμοστεί στη διαφορά ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, όπως και το αν αυτή η δυνατότητα εφαρμογής εξαρτάται από την οδηγία 89/391, πρέπει να εξεταστεί πριν από το ζήτημα της ύπαρξης δικαιώματος σε καταβολή συμπληρωματικής αμοιβής, για την επίλυση του οποίου αρμόδιο είναι το εθνικό δικαστήριο.

26

Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα ερωτήματα που υποβλήθηκαν ασκούν επιρροή για την επίλυση της διαφοράς ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου και, ως εκ τούτου, είναι παραδεκτά.

Επί της ουσίας

27

Με τα δύο προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία ενδείκνυται να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 1, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/88 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το άρθρο 2, σημεία 1 και 2, της οδηγίας αυτής έχει εφαρμογή στα μέλη των οργάνων της τάξης που επιτηρούν τα εξωτερικά σύνορα κράτους μέλους σε περίπτωση εισροής υπηκόων τρίτων χωρών στα εν λόγω σύνορα.

28

Πιο συγκεκριμένα, από την απόφαση περί παραπομπής και από την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου συνάγεται ότι η διαφορά της κύριας δίκης αφορά την αμοιβή για τα χρονικά διαστήματα κατά τα οποία ο UO βρισκόταν σε κατάσταση επιφυλακής μεταξύ Ιουλίου 2015 και Απριλίου 2017. Στη διάρκεια της περιόδου αυτής, ο UO ασκούσε καθήκοντα επιτήρησης στα σύνορα της Ουγγαρίας με τη Δημοκρατία της Σερβίας καθώς και με τη Δημοκρατία της Κροατίας και τη Ρουμανία, οι οποίες δεν ανήκουν στον χώρο Σένγκεν.

29

Το άρθρο 1, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/88 ορίζει το πεδίο εφαρμογής της παραπέμποντας στο άρθρο 2 της οδηγίας 89/391.

30

Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/931, η οδηγία αυτή εφαρμόζεται «σε όλους τους δημόσιους ή ιδιωτικούς τομείς δραστηριοτήτων», περιλαμβανομένων των δραστηριοτήτων «παροχής υπηρεσιών».

31

Από το άρθρο 2, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 89/931 προκύπτει όμως ότι η οδηγία αυτή δεν τυγχάνει εφαρμογής όταν το αποκλείουν κατηγορηματικώς ιδιαιτερότητες οι οποίες είναι εγγενείς σε ορισμένες δραστηριότητες του δημόσιου τομέα, όπως εκείνες των ενόπλων δυνάμεων ή της αστυνομίας, ή σε ορισμένες ειδικές δραστηριότητες των υπηρεσιών πολιτικής άμυνας. Το άρθρο 2, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της ίδιας οδηγίας καθιστά πάντως σαφές ότι, στην τελευταία αυτή περίπτωση, πρέπει να διασφαλίζονται, στον μέγιστο δυνατό βαθμό, η ασφάλεια και η υγεία των εργαζομένων, λαμβανομένων υπόψη των σκοπών της εν λόγω οδηγίας.

32

Συνεπώς, επιβάλλεται να διερευνηθεί αν καθήκοντα όπως τα επίμαχα εν προκειμένω είναι δυνατόν να εμπίπτουν στην εξαίρεση του άρθρου 2, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 89/391, που πρέπει να ερμηνεύεται κατά τέτοιον τρόπο ώστε να περιορίζεται στο απολύτως αναγκαίο για τη διαφύλαξη των συμφερόντων των οποίων την προστασία καθιστά δυνατή για τα κράτη μέλη (αποφάσεις της 5ης Οκτωβρίου 2004, Pfeiffer κ.λπ., C-397/01 έως C‑403/01, EU:C:2004:584, σκέψη 54, και της 20ής Νοεμβρίου 2018, Sindicatul Familia Constanţa κ.λπ., C-147/17, EU:C:2018:926, σκέψη 53).

33

Ως προς το ζήτημα αυτό, διαπιστώνεται, πρώτον, ότι η επιτήρηση των εξωτερικών συνόρων ενός κράτους μέλους, σε μια συγκυρία η οποία χαρακτηρίζεται από την εισροή υπηκόων τρίτων χωρών, αποτελεί δραστηριότητα του δημόσιου τομέα, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 89/39.

34

Δεύτερον, υπογραμμίζεται ότι μια τέτοια δραστηριότητα είναι πιθανόν να παρουσιάζει ορισμένες ιδιαιτερότητες σε σχέση με άλλες δραστηριότητες που άπτονται του δημόσιου τομέα, γενικότερα, και της διατήρησης της τάξης, ειδικότερα.

35

Κατά συνέπεια, θα πρέπει να κριθεί, τρίτον, αν οι εγγενείς ιδιαιτερότητες της ειδικής αυτής δραστηριότητας του δημόσιου τομέα αποκλείουν κατηγορηματικώς, λόγω της αδήριτης ανάγκης να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική προστασία του κοινωνικού συνόλου, την εφαρμογή της οδηγίας 2003/88 στην περίπτωση της εν λόγω δραστηριότητας (πρβλ. απόφαση της 20ής Νοεμβρίου 2018, Sindicatul Familia Constanţa κ.λπ., C-147/17, EU:C:2018:926, σκέψη 55).

36

Η Ουγγρική Κυβέρνηση ισχυρίζεται, ως προς το σημείο αυτό, ότι ήταν ανέφικτο να προγραμματιστεί λεπτομερώς ο χρόνος εργασίας των μελών των μονάδων επέμβασης της αστυνομίας οι οποίες είχαν τοποθετηθεί στα εξωτερικά σύνορα, λόγω της ανάγκης να διασφαλιστεί η διαρκής παρουσία και δραστηριότητά τους εκεί και λόγω της αδυναμίας να προσδιοριστεί εκ των προτέρων σε ποια κλίμακα θα χρειαζόταν η επέμβασή τους. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, οι μονάδες επέμβασης της αστυνομίας υποστήριξαν, κατ’ ουσίαν, την ίδια θέση.

37

Ασφαλώς, το γεγονός ότι ορισμένες ειδικές δραστηριότητες του δημόσιου τομέα δεν προσφέρονται, ως εκ της φύσεώς τους, για προγραμματισμό του χρόνου εργασίας καταλέγεται μεταξύ των εγγενών ιδιαιτεροτήτων τους οι οποίες δικαιολογούν, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 89/391, εξαίρεση από τους κανόνες που διέπουν την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων (αποφάσεις της 5ης Οκτωβρίου 2004, Pfeiffer κ.λπ., C-397/01 έως C-403/01, EU:C:2004:584, σκέψη 55, και της 20ής Νοεμβρίου 2018, Sindicatul Familia Constanţa κ.λπ., C-147/17, EU:C:2018:926, σκέψη 64).

38

Το άρθρο 2, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 89/391 καθιστά δυνατή κατ’ αυτόν τον τρόπο τη διαφύλαξη της αποτελεσματικότητας ορισμένων δραστηριοτήτων του δημόσιου τομέα των οποίων η αδιάλειπτη άσκηση είναι απαραίτητη για την αποτελεσματική εκπλήρωση των ουσιωδών λειτουργιών του κράτους (απόφαση της 20ής Νοεμβρίου 2018, Sindicatul Familia Constanţa κ.λπ., C-147/17, EU:C:2018:926, σκέψη 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

39

Αυτή η απαίτηση αδιάλειπτης άσκησης πρέπει να εκτιμάται λαμβανομένης υπόψη της συγκεκριμένης φύσης της εξεταζόμενης δραστηριότητας (απόφαση της 20ής Νοεμβρίου 2018, Sindicatul Familia Constanţa κ.λπ., C-147/17, EU:C:2018:926, σκέψη 66).

40

Ειδικότερα, πρώτον, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η απαίτηση αδιάλειπτης λειτουργίας των υπηρεσιών στους τομείς της δημόσιας υγείας, της δημόσιας ασφάλειας και της δημόσιας τάξης δεν παρεμποδίζει, όταν οι δραστηριότητες αυτές ασκούνται υπό κανονικές συνθήκες, τη δυνατότητα οργάνωσης των δραστηριοτήτων των σχετικών υπηρεσιών, περιλαμβανομένων και των ωραρίων εργασίας των εργαζομένων τους, όπερ σημαίνει ότι η εξαίρεση του άρθρου 2, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 89/391 έχει εφαρμογή στις υπηρεσίες αυτές μόνον υπό περιστάσεις εξαιρετικής σοβαρότητας και σημασίας (πρβλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 5ης Οκτωβρίου 2004, Pfeiffer κ.λπ., C-397/01 έως C-403/01, EU:C:2004:584, σκέψεις 55 έως 57, της 12ης Ιανουαρίου 2006, Επιτροπή κατά Ισπανίας, C-132/04, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2006:18, σκέψη 26, και της 20ής Νοεμβρίου 2018, Sindicatul Familia Constanţa κ.λπ., C-147/17, EU:C:2018:926, σκέψη 67).

41

Επομένως, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η οδηγία 2003/88 εφαρμόζεται σε δραστηριότητες των τομέων της δημόσιας υγείας, της δημόσιας ασφάλειας και της δημόσιας τάξης, ακόμη και όταν ασκούνται επιτόπου από μονάδες επέμβασης και έχουν ως αντικείμενο την παροχή άμεσης βοήθειας, εφόσον πραγματοποιούνται υπό κανονικές συνθήκες και σύμφωνα με την αποστολή που έχει ανατεθεί στην αντίστοιχη υπηρεσία, έστω και αν οι επεμβάσεις τις οποίες ενδέχεται να συνεπάγονται οι δραστηριότητες αυτές είναι, ως εκ της φύσεώς τους, αδύνατον να προβλεφθούν και μπορούν να εκθέσουν τους εργαζομένους που τις εκτελούν σε ορισμένους κινδύνους όσον αφορά την ασφάλεια και την υγεία τους (πρβλ. απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2004, Pfeiffer κ.λπ., C-397/01 έως C-403/01, EU:C:2004:584, σκέψη 57, και διάταξη της 14ης Ιουλίου 2005, Personalrat der Feuerwehr Hamburg, C-52/04, EU:C:2005:467, σκέψη 52).

42

Ως εκ τούτου, η εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 89/391 στις υπηρεσίες που δρουν στους τομείς της δημόσιας υγείας, της δημόσιας ασφάλειας και της δημόσιας τάξης δικαιολογείται μόνο λόγω έκτακτων συμβάντων, όπως φυσικές ή τεχνολογικές καταστροφές, σοβαρές επιθέσεις ή ατυχήματα, των οποίων η βαρύτητα και η έκταση επιβάλλουν τη λήψη μέτρων αναγκαίων για την προστασία της ζωής, της υγείας καθώς και της ασφάλειας του κοινωνικού συνόλου, η δε ορθή εκτέλεση των μέτρων αυτών θα διακυβευόταν αν έπρεπε να τηρηθούν όλοι οι κανόνες της οδηγίας 2003/88. Τέτοιες περιπτώσεις δικαιολογούν την αναγνώριση απόλυτης προτεραιότητας στον σκοπό της προστασίας του πληθυσμού, έναντι της τήρησης των διατάξεων της τελευταίας αυτής οδηγίας, οι οποίες μπορούν προσωρινά να τεθούν εκποδών στο πλαίσιο της λειτουργίας των εν λόγω υπηρεσιών (πρβλ. διάταξη της 14ης Ιουλίου 2005, Personalrat der Feuerwehr Hamburg, C-52/04, EU:C:2005:467, σκέψεις 53 έως 55).

43

Δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι η νομολογία που προεκτέθηκε στις σκέψεις 40 έως 42 της παρούσας αποφάσεως δεν πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αποκλείεται το ενδεχόμενο ορισμένες ιδιαίτερες δραστηριότητες του δημόσιου τομέα να εμφανίζουν, ακόμη και όταν ασκούνται υπό κανονικές συνθήκες, τόσο ειδικά χαρακτηριστικά ώστε η ίδια η φύση τους να αποκλείει κατηγορηματικώς τη δυνατότητα να προγραμματίζεται ο χρόνος εργασίας με τέτοιον τρόπο ώστε να πληρούνται οι απαιτήσεις τις οποίες επιβάλλει η οδηγία 2003/88 (απόφαση της 20ής Νοεμβρίου 2018, Sindicatul Familia Constanţa κ.λπ., C-147/17, EU:C:2018:926, σκέψη 68).

44

Εντούτοις, από τη δικογραφία ενώπιον του Δικαστηρίου δεν προκύπτει ότι τα καθήκοντα επιτήρησης τα οποία ασκούν οι μονάδες επέμβασης της αστυνομίας εμφανίζουν τόσο ειδικά χαρακτηριστικά. Δεν αποδείχθηκε δηλαδή ότι η υποχρέωση χορήγησης, ανά τακτά χρονικά διαστήματα σε μέλος των μονάδων επέμβασης, του δικαιώματος σε ώρες ή ημέρες ανάπαυσης μετά τη συμπλήρωση ενός ορισμένου αριθμού ωρών ή ημερών εργασίας θίγει μια βασική πτυχή των καθηκόντων που καλείται να εκτελέσει υπό κανονικές συνθήκες ο εργαζόμενος αυτός, υπό την έννοια ότι πρόκειται για καθήκοντα τα οποία, λόγω των εγγενών ιδιαιτεροτήτων τους, πρέπει οπωσδήποτε να εκπληρώνονται αδιαλείπτως και αποκλειστικώς από τον συγκεκριμένο εργαζόμενο. Σημειωτέον δε ότι το κόστος το οποίο απορρέει, για τον εργοδότη, από την υποχρέωση αντικατάστασης του εν λόγω εργαζομένου κατά τη διάρκεια των περιόδων ανάπαυσης που πρέπει να του χορηγηθούν δυνάμει της οδηγίας 2003/88 επ’ ουδενί συνιστά δικαιολογητικό λόγο για τη μη εφαρμογή της τελευταίας (πρβλ. απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2003, Jaeger, C-151/02, EU:C:2003:437, σκέψεις 66 και 67).

45

Ως εκ τούτου, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να κρίνει κατά πόσον τα καθήκοντα του UO στη διάρκεια της επίδικης περιόδου εκπληρώνονταν υπό τόσο εξαιρετικές περιστάσεις που η βαρύτητα και η έκτασή τους δικαιολογούσαν την εφαρμογή της εξαίρεσης του άρθρου 2, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 89/391.

46

Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψη το σύνολο των περιστάσεων που ασκούν επιρροή, όπως, μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης αποστολή διήρκεσε πολλούς μήνες.

47

Πιο συγκεκριμένα, θα πρέπει να κρίνει αν η εισροή υπηκόων τρίτων χωρών στα εξωτερικά σύνορα της Ουγγαρίας είχε ως αποτέλεσμα η επιτήρηση των συνόρων αυτών, καθ’ όλη της διάρκεια της επίδικης περιόδου, να μην πραγματοποιείται υπό κανονικές συνθήκες, σύμφωνα με την αποστολή που έχει ανατεθεί στις μονάδες επέμβασης της αστυνομίας.

48

Το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει, προς τούτο, να λάβει υπόψη, αφενός, το γεγονός ότι η υπηρεσία αυτή δημιουργήθηκε ακριβώς για να συμμετέχει σε επείγουσες αποστολές και, αφετέρου, την υπομνησθείσα στη σκέψη 41 της παρούσας αποφάσεως νομολογία του Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία η οδηγία 2003/88 εφαρμόζεται σε δραστηριότητες των οργάνων της τάξης που ασκούνται υπό κανονικές συνθήκες και σύμφωνα με την αποστολή που τους έχει ανατεθεί, ακόμη και αν οι επεμβάσεις τις οποίες ενδέχεται να συνεπάγονται οι δραστηριότητες αυτές είναι, ως εκ της φύσεώς τους, αδύνατον να προβλεφθούν και ενέχουν κινδύνους για την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων.

49

Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να βεβαιωθεί ότι δεν ήταν δυνατόν, λαμβανομένων υπόψη της βαρύτητας και της κλίμακας των σχετικών περιστατικών, να οργανωθεί η επίμαχη υπηρεσία με τέτοιον τρόπο ώστε κάθε μέλος αυτών των μονάδων επέμβασης να έχει χρόνο ανάπαυσης ο οποίος να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις που θέτει η οδηγία 2003/88.

50

Ως προς το ζήτημα αυτό, θα πρέπει να κρίνει αν ήταν αδύνατον να προβλεφθεί, τουλάχιστον από κάποιο χρονικό σημείο της επίδικης περιόδου και έπειτα, ένας μηχανισμός εναλλαγής του προσωπικού ο οποίος να διασφαλίζει σε κάθε εργαζόμενο χρόνο ανάπαυσης σύμφωνα με τις απαιτήσεις της οδηγίας 2003/88.

51

Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι, αν υποτεθεί ότι το αιτούν δικαστήριο καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι εγγενείς ιδιαιτερότητες των καθηκόντων που εκπλήρωναν τα μέλη των μονάδων επέμβασης της αστυνομίας μεταξύ Ιουλίου 2015 και Απριλίου 2017 δεν προσφέρονταν, ως εκ της φύσεώς τους, για προγραμματισμό του χρόνου εργασίας, θα πρέπει να λάβει υπόψη ότι το άρθρο 2, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 89/391 προβλέπει ότι, ακόμη και σε αυτήν την περίπτωση, οι αρμόδιες εθνικές αρχές οφείλουν να διαφυλάσσουν την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων στον μέγιστο δυνατό βαθμό.

52

Κατόπιν του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 1, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/88 έχει την έννοια ότι το άρθρο 2, σημεία 1 και 2, της οδηγίας αυτής έχει εφαρμογή επί των μελών των οργάνων της τάξης που ασκούν καθήκοντα επιτήρησης στα εξωτερικά σύνορα κράτους μέλους σε περίπτωση εισροής υπηκόων τρίτων χωρών στα εν λόγω σύνορα, εκτός αν από το σύνολο των περιστάσεων που ασκούν επιρροή συνάγεται ότι η αποστολή τους εκτελείται στο πλαίσιο έκτακτων συμβάντων, των οποίων η βαρύτητα και η κλίμακα επιβάλλουν τη λήψη μέτρων αναγκαίων για την προστασία της ζωής, της υγείας καθώς και της ασφάλειας του κοινωνικού συνόλου, η δε ορθή εκτέλεση των μέτρων αυτών θα διακυβευόταν αν έπρεπε να τηρηθούν όλοι οι κανόνες της ως άνω οδηγίας, ζήτημα το οποίο πρέπει να ελεγχθεί από το αιτούν δικαστήριο.

Επί των δικαστικών εξόδων

53

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δέκατο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Το άρθρο 1, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας, έχει την έννοια ότι το άρθρο 2, σημεία 1 και 2, της οδηγίας αυτής έχει εφαρμογή επί των μελών των οργάνων της τάξης που ασκούν καθήκοντα επιτήρησης στα εξωτερικά σύνορα κράτους μέλους σε περίπτωση εισροής υπηκόων τρίτων χωρών στα εν λόγω σύνορα, εκτός αν από το σύνολο των περιστάσεων που ασκούν επιρροή συνάγεται ότι η αποστολή τους εκτελείται στο πλαίσιο έκτακτων συμβάντων, των οποίων η βαρύτητα και η κλίμακα επιβάλλουν τη λήψη μέτρων αναγκαίων για την προστασία της ζωής, της υγείας καθώς και της ασφάλειας του κοινωνικού συνόλου, η δε ορθή εκτέλεση των μέτρων αυτών θα διακυβευόταν αν έπρεπε να τηρηθούν όλοι οι κανόνες της ως άνω οδηγίας, ζήτημα το οποίο πρέπει να ελεγχθεί από το αιτούν δικαστήριο.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ουγγρική.

Επάνω