EUR-Lex Πρόσβαση στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Επιστροφή στην αρχική σελίδα του EUR-Lex

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62018CJ0056

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 11ης Μαρτίου 2020.
Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Gmina Miasto Gdynia και Port Lotniczy Gdynia Kosakowo sp. z o.o.
Αίτηση αναιρέσεως – Κρατικές ενισχύσεις – Άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ – Επενδυτικές ενισχύσεις – Ενισχύσεις λειτουργίας – Υποδομές αερολιμένων – Δημόσια χρηματοδότηση χορηγηθείσα από τους Δήμους της Gdynia και του Kosakowo για τη μετατροπή του αερολιμένα Gdynia-Kosakowo – Απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής – Ενίσχυση ασύμβατη προς την εσωτερική αγορά – Διαταγή ανακτήσεως της ενισχύσεως – Ακύρωση από το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Ουσιώδης τύπος – Διαδικαστικά δικαιώματα των ενδιαφερομένων.
Υπόθεση C-56/18 P.

Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2020:192

 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 11ης Μαρτίου 2020 ( *1 )

«Αίτηση αναιρέσεως – Κρατικές ενισχύσεις – Άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ – Επενδυτικές ενισχύσεις – Ενισχύσεις λειτουργίας – Υποδομές αερολιμένων – Δημόσια χρηματοδότηση χορηγηθείσα από τους Δήμους της Gdynia και του Kosakowo για τη μετατροπή του αερολιμένα Gdynia-Kosakowo – Απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής – Ενίσχυση ασύμβατη προς την εσωτερική αγορά – Διαταγή ανακτήσεως της ενισχύσεως – Ακύρωση από το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Ουσιώδης τύπος – Διαδικαστικά δικαιώματα των ενδιαφερομένων»

Στην υπόθεση C‑56/18 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 29 Ιανουαρίου 2018,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις K. Herrmann και D. Recchia καθώς και από τον S. Noë,

αναιρεσείουσα,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι οι:

Gmina Miasto Gdynia,

Port Lotniczy Gdynia Kosakowo sp. z o.o.,

με έδρα την Gdynia (Πολωνία), εκπροσωπούμενοι από τους T. Koncewicz, adwokat, M. Le Berre, avocat, καθώς και από την K. Gruszecka-Spychała και τον P. Rosiak, radcowie prawni,

προσφεύγοντες πρωτοδίκως,

Δημοκρατία της Πολωνίας, εκπροσωπούμενη από τους B. Majczyna και M. Rzotkiewicz,

παρεμβαίνουσα πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους E. Regan (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, I. Jarukaitis, E. Juhász, M. Ilešič και Κ. Λυκούργο, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: E. Tanchev

γραμματέας: M. Aleksejev, προϊστάμενος μονάδας,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 4ης Απριλίου 2019,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 4ης Ιουλίου 2019,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με την αίτησή της αναιρέσεως, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17ης Νοεμβρίου 2017, Gmina Miasto Gdynia και Port Lotniczy Gdynia Kosakowo κατά Επιτροπής (T-263/15, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2017:820), με την οποία το τελευταίο ακύρωσε τα άρθρα 2 έως 5 της αποφάσεως (ΕΕ) 2015/1586 της Επιτροπής, της 26ης Φεβρουαρίου 2015, σχετικά με το μέτρο SA.35388 (13/C) (πρώην 13/NN και πρώην 12/N) – Πολωνία – Κατασκευή του αερολιμένα Gdynia-Kosakowo (ΕΕ 2015, L 250, σ. 165, στο εξής: επίδικη απόφαση).

Το νομικό πλαίσιο

2

Το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [108 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 1999, L 83, σ. 1), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, όριζε τα εξής:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως:

[…]

η)

“ενδιαφερόμενο μέρος”: κάθε κράτος μέλος και κάθε πρόσωπο, επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων των οποίων τα συμφέροντα μπορεί να θιγούν από τη χορήγηση μιας ενίσχυσης, και ιδίως ο δικαιούχος της ενίσχυσης, οι ανταγωνιστικές επιχειρήσεις και οι επαγγελματικές ενώσεις.»

3

Το άρθρο 6, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Επίσημη διαδικασία έρευνας», όριζε τα εξής:

«Στην απόφαση για κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Επιτροπή αναφέρει συνοπτικά τα σημαντικότερα πραγματικά και νομικά ζητήματα, προβαίνει σε προσωρινή εκτίμηση σχετικά με το χαρακτήρα του σχεδιαζόμενου μέτρου ως ενίσχυσης και εκθέτει τις αμφιβολίες της για το συμβατό του μέτρου με την κοινή αγορά. Η απόφαση καλεί το οικείο κράτος μέλος και τα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν παρατηρήσεις εντός ορισμένης προθεσμίας, η οποία συνήθως δεν υπερβαίνει τον ένα μήνα. Σε δεόντως δικαιολογημένες περιπτώσεις, η Επιτροπή μπορεί να παρατείνει την ταχθείσα προθεσμία.»

4

Το άρθρο 9 του εν λόγω κανονισμού, με τίτλο «Ανάκληση απόφασης», είχε ως εξής:

«Η Επιτροπή μπορεί να ανακαλέσει μια απόφαση που έλαβε σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφοι 2 ή 3 ή το άρθρο 7 παράγραφοι 2, 3, 4, αφού δώσει πρώτα στο οικείο κράτος μέλος την ευκαιρία να υποβάλει τις παρατηρήσεις του, εφόσον η απόφαση βασίστηκε σε εσφαλμένες πληροφορίες παρασχεθείσες κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, και οι οποίες ήσαν καθοριστικές για την απόφαση. Πριν ανακαλέσει μια απόφαση και λάβει νέα απόφαση, η Επιτροπή κινεί την επίσημη διαδικασία έρευνας δυνάμει του άρθρου 4 παράγραφος 4. Τα άρθρα 6, 7 και 10, το άρθρο 11 παράγραφος 1 και τα άρθρα 13, 14, και 15, εφαρμόζονται, mutatis mutandis.»

Το ιστορικό της διαφοράς και η επίδικη απόφαση

5

Το ιστορικό της διαφοράς, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 1 έως 25 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, μπορεί να συνοψισθεί ως εξής.

6

Τον Ιούλιο του 2007, ο Gmina Miasto Gdynia (Δήμος της Gdynia, Πολωνία), και ο Gmina Kosakowo (Δήμος του Kosakowo, Πολωνία) συνέστησαν, μέσω εισφορών που κάλυψαν το σύνολο του κεφαλαίου, την Port Lotniczy Gdynia Kosakowo sp. z o.o. (στο εξής: εταιρία PLGK), με σκοπό τη μετατροπή του στρατιωτικού αερολιμένα Gdynia‑Oksywie (Πολωνία) σε αερολιμένα πολιτικής αεροπορίας. Οι εισφορές αυτές κεφαλαίου προορίζονταν να καλύψουν τόσο τις επενδυτικές δαπάνες (στο εξής: επενδυτική ενίσχυση) όσο και τις λειτουργικές δαπάνες του αερολιμένα κατά την αρχική φάση της λειτουργίας του (στο εξής: ενίσχυση λειτουργίας). Ο αερολιμένας αυτός βρίσκεται στο έδαφος του Δήμου του Kosakowo στην Πομερανία, στη βόρεια Πολωνία. Ο νέος αυτός αερολιμένας πολιτικής αεροπορίας, του οποίου η διαχείριση ανατέθηκε στην εταιρία PLGK, επρόκειτο να καταστεί ο δεύτερος σε σημασία αερολιμένας της Πομερανίας, εξυπηρετώντας κυρίως τη γενική εναέρια κυκλοφορία, τις γραμμές χαμηλού κόστους και τις εταιρίες ναυλωμένων πτήσεων.

7

Στις 7 Σεπτεμβρίου 2012, η Δημοκρατία της Πολωνίας κοινοποίησε στην Επιτροπή το μέτρο χρηματοδοτήσεως του έργου μετατροπής του στρατιωτικού αερολιμένα Gdynia-Oksywie (στο εξής: επίμαχο μέτρο ενισχύσεως).

8

Στις 7 Νοεμβρίου 2012 και στις 6 Φεβρουαρίου 2013, η Επιτροπή ζήτησε από τις πολωνικές αρχές συμπληρωματικές πληροφορίες σχετικά με το επίμαχο μέτρο ενισχύσεως. Οι πληροφορίες αυτές διαβιβάστηκαν στην Επιτροπή στις 7 Δεκεμβρίου 2012 και στις 15 Μαρτίου 2013.

9

Στις 15 Μαΐου 2013, η Επιτροπή ενημέρωσε τις πολωνικές αρχές ότι σκόπευε να διαβιβάσει τον σχετικό με το επίμαχο μέτρο ενισχύσεως φάκελο στο μητρώο των μη κοινοποιηθεισών ενισχύσεων, στο μέτρο που το μεγαλύτερο μέρος της κοινοποιηθείσας χρηματοδοτήσεως είχε ήδη χορηγηθεί αμετάκλητα.

10

Με την απόφασή της C(2013) 4045 τελικό, της 2ας Ιουλίου 2013, σχετικά με το μέτρο κρατικής ενίσχυσης SA.35388 (2013/C) (πρώην 2013/NN και πρώην 2012/N) – Κατασκευή του αεροδρομίου Gdynia‑Kosakowo (ΕΕ 2013, C 243, σ. 25, στο εξής: απόφαση κινήσεως της διαδικασίας), η Επιτροπή κίνησε επίσημη διαδικασία έρευνας όσον αφορά το επίμαχο μέτρο, δυνάμει του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, και κάλεσε τους εν προκειμένω ενδιαφερομένους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους. Η Επιτροπή δεν έλαβε παρατηρήσεις από τους ενδιαφερομένους αυτούς.

11

Στις 30 Οκτωβρίου 2013, η Επιτροπή ζήτησε από τις πολωνικές αρχές συμπληρωματικές πληροφορίες. Οι πληροφορίες αυτές παρασχέθηκαν στις 4 και 15 Νοεμβρίου 2013. Οι αρχές αυτές διαβίβασαν και άλλες πληροφορίες στις 3 Δεκεμβρίου 2013 και στις 2 Ιανουαρίου 2014.

12

Στις 11 Φεβρουαρίου 2014 η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2014/883/ΕΕ, σχετικά με το μέτρο κρατικής ενίσχυσης SA.35388 (13/C) (πρώην 13/NN και πρώην 12/N) – Πολωνία – Κατασκευή του αερολιμένα Gdynia-Kosakowo (ΕΕ 2014, L 357, σ. 51), με την οποία διαπίστωσε ότι το σχέδιο χρηματοδοτήσεως συνιστούσε κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, ιδίως λόγω του γεγονότος ότι, χάρη στη δημόσια χρηματοδότηση που χορήγησαν ο Δήμος της Gdynia και ο Δήμος του Kosakowo στην εταιρία PLGK, η εταιρία αυτή είχε αποκομίσει ένα οικονομικό πλεονέκτημα το οποίο δεν θα είχε αποκομίσει υπό τους συνήθεις όρους της αγοράς. Ως εκ τούτου, εκτιμώντας ότι το επίμαχο μέτρο ενισχύσεως συνιστούσε κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 107 ΣΛΕΕ, η Επιτροπή διέταξε τις πολωνικές αρχές να ανακτήσουν την εν λόγω ενίσχυση που είχε καταβληθεί στην εταιρία PLGK.

13

Στις 8 και 9 Απριλίου 2014, αντιστοίχως, ο Δήμος της Gdynia, από κοινού με την εταιρία PLGK, και ο Δήμος του Kosakowo άσκησαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγές με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως 2014/883 (υποθέσεις T-215/14 και T-217/14). Με χωριστά δικόγραφα που κατέθεσαν την ίδια ημέρα, ζήτησαν επίσης την αναστολή εκτελέσεως της αποφάσεως αυτής (υποθέσεις T-215/14 R και T-217/14 R).

14

Στις 20 Αυγούστου 2014, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου απέρριψε τις αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων (διατάξεις της 20ής Αυγούστου 2014, Gmina Miasto Gdynia και Port Lotniczy Gdynia Kosakowo κατά Επιτροπής, T-215/14 R, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:733, καθώς και της 20ής Αυγούστου 2014, Gmina Kosakowo κατά Επιτροπής, T-217/14 R, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:734).

15

Στις 26 Φεβρουαρίου 2015, η Επιτροπή προέβη, με την ίδια πράξη, στην ανάκληση της αποφάσεως 2014/883 και στην αντικατάστασή της με την επίδικη απόφαση.

16

Το διατακτικό της επίδικης αποφάσεως έχει ως εξής:

«Άρθρο 1

Η απόφαση [2014/883] ανακαλείται.

Άρθρο 2

1.   Οι εισφορές κεφαλαίου υπέρ της [εταιρίας PLGK] που χορηγήθηκαν μεταξύ της 28ης Αυγούστου 2007 και της 17ης Ιουνίου 2013 συνιστούν κρατική ενίσχυση που χορηγήθηκε παράνομα από την [Δημοκρατία της] Πολωνία[ς], κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 3 [ΣΛΕΕ], και είναι ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά, με εξαίρεση στον βαθμό που οι εν λόγω εισφορές κεφαλαίου δαπανήθηκαν σε επενδύσεις απαραίτητες για τη διεξαγωγή δραστηριοτήτων οι οποίες, σύμφωνα με την απόφαση [κινήσεως της διαδικασίας], πρέπει να θεωρείται ότι εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του Δημοσίου.

2.   Οι εισφορές κεφαλαίου τις οποίες η [Δημοκρατία της] Πολωνία[ς] σκοπεύει να χορηγήσει υπέρ της [εταιρίας PLGK] μετά τη 17η Ιουνίου 2013 για τη μετατροπή του στρατιωτικού αερολιμένα Gdynia-Kosakowo σε αερολιμένα πολιτικής αεροπορίας συνιστούν κρατική ενίσχυση ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά. Ως εκ τούτου, η κρατική ενίσχυση δεν μπορεί να χορηγηθεί.

Άρθρο 3

1.   Η [Δημοκρατία της] Πολωνία[ς] ανακτά από τον δικαιούχο την ενίσχυση που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1.

Άρθρο 4

1.   Η ανάκτηση της ενίσχυσης που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 και των τόκων που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 είναι άμεση και πραγματική.

2.   Η [Δημοκρατία της] Πολωνία[ς] διασφαλίζει την εκτέλεση της παρούσας απόφασης εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησής της.

Άρθρο 5

1.   Εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης, η [Δημοκρατία της] Πολωνία[ς] υποβάλλει στην Επιτροπή τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)

το συνολικό ποσό (αρχικό κεφάλαιο και τόκους ανάκτησης) που θα πρέπει να ανακτηθεί από τον δικαιούχο·

β)

λεπτομερή περιγραφή των μέτρων που έχει ήδη λάβει και προγραμματίσει ώστε να συμμορφωθεί με την παρούσα απόφαση·

γ)

έγγραφα που αποδεικνύουν ότι έχει δοθεί εντολή στον δικαιούχο να επιστρέψει την ενίσχυση.

2.   Η [Δημοκρατία της] Πολωνία[ς] τηρεί ενήμερη την Επιτροπή σχετικά με την πρόοδο των εθνικών μέτρων που ελήφθησαν για την εκτέλεση της παρούσας απόφασης μέχρι να ολοκληρωθεί η ανάκτηση της ενίσχυσης που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 και των τόκων που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 2. Η [Δημοκρατία της] Πολωνία[ς] υποβάλλει αμέσως, μετά από απλό αίτημα της Επιτροπής, πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που έχει ήδη λάβει και προγραμματίσει για να συμμορφωθεί με την παρούσα απόφαση. Παρέχει επίσης λεπτομερείς πληροφορίες για τα ποσά των ενισχύσεων και των τόκων που έχουν ήδη ανακτηθεί από τον δικαιούχο.

[…]»

Η ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασία και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

17

Στις 23 Απριλίου 2015, ο Δήμος του Kosakowo, προσφεύγων στην υπόθεση T‑217/14, άσκησε προσφυγή περί ακυρώσεως της επίδικης αποφάσεως (υπόθεση T‑209/15).

18

Στις 15 Μαΐου 2015, ο Δήμος της Gdynia και η εταιρία PLGK, προσφεύγοντες στην υπόθεση T-215/14, άσκησαν προσφυγή περί ακυρώσεως της επίδικης αποφάσεως.

19

Στις 30 Νοεμβρίου 2015, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, με διάταξη, ότι παρείλκε η έκδοση αποφάσεως επί των προσφυγών που είχαν ασκηθεί στις υποθέσεις T-215/14 και T-217/14 (διατάξεις της 30ής Νοεμβρίου 2015, Gmina Miasto Gdynia και Port Lotniczy Gdynia Kosakowo κατά Επιτροπής, T-215/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:965, καθώς και της 30ής Νοεμβρίου 2015, Gmina Kosakowo κατά Επιτροπής, T-217/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:968).

20

Με απόφαση της 1ης Δεκεμβρίου 2015, ο πρόεδρος του έκτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου επέτρεψε στη Δημοκρατία της Πολωνίας να παρέμβει υπέρ των αιτημάτων του Δήμου της Gdynia και της εταιρίας PLGK που προβλήθηκαν με την προσφυγή τους για την ακύρωση των άρθρων 2 έως 5 της επίδικης αποφάσεως.

21

Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε, πρώτον, τον έκτο λόγο ακυρώσεως που αντλούνταν, μεταξύ άλλων, από προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων των εν προκειμένω ενδιαφερομένων. Στο πλαίσιο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο παρατήρησε, στη σκέψη 71 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, με την επίδικη απόφαση, η Επιτροπή δεν στηρίχθηκε πλέον, όπως είχε πράξει με την απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας και με την απόφαση 2014/883, στις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα 2007-2013 (ΕΕ 2006, C 54, σ. 13, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα) προκειμένου να αναλύσει αν η ενίσχυση λειτουργίας ήταν συμβατή προς την εσωτερική αγορά, αλλά στις αρχές που διατυπώνονται στην ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο «Κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις σε αερολιμένες και αεροπορικές εταιρείες» (ΕΕ 2014, C 99, σ. 3, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές του 2014).

22

Στη σκέψη 73 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι, πέραν της μεταβολής που επήλθε μεταξύ των κατευθυντηρίων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα, αφενός, και των κατευθυντηρίων γραμμών του 2014, αφετέρου, η Επιτροπή προχώρησε επίσης σε μια αλλαγή και ως προς την αναλυθείσα υπό το πρίσμα του άρθρου 107, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ παρέκκλιση. Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο υπογράμμισε, συναφώς, ότι, στην απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας και στην απόφαση 2014/883, η Επιτροπή στηρίχθηκε στην παρέκκλιση του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ, ενώ, στην επίδικη απόφαση, η συμβατότητα της ενισχύσεως λειτουργίας αναλύεται σύμφωνα με το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ.

23

Το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στη σκέψη 78 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το νέο νομικό καθεστώς που εφάρμοσε η Επιτροπή με την επίδικη απόφαση περιείχε ουσιώδεις τροποποιήσεις σε σχέση με το προϊσχύσαν καθεστώς, το οποίο είχε ληφθεί υπόψη στην απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας καθώς και στην απόφαση 2014/883.

24

Το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, στη σκέψη 79 της αποφάσεως αυτής, ότι, μεταξύ της ημερομηνίας δημοσιεύσεως των κατευθυντηρίων γραμμών του 2014 και της εκδόσεως της επίδικης αποφάσεως, δεν παρασχέθηκε στους εν προκειμένω ενδιαφερομένους η δυνατότητα να υποβάλουν λυσιτελώς τις παρατηρήσεις τους επί της δυνατότητας εφαρμογής και επί της ενδεχόμενης επιρροής των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών.

25

Στη σκέψη 81 της εν λόγω αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα της Επιτροπής ότι η εταιρία PLGK δεν απέδειξε σε ποιον βαθμό το γεγονός ότι δεν κλήθηκε να διατυπώσει τις απόψεις της επί της εφαρμογής των κατευθυντηρίων γραμμών του 2014 μπορούσε να επηρεάσει τη νομική της κατάσταση ούτε σε ποιον βαθμό η δυνατότητα να διατυπώσει τις απόψεις της επ’ αυτών των κατευθυντηρίων γραμμών θα μπορούσε να μεταβάλει το περιεχόμενο της επίδικης αποφάσεως. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε, ειδικότερα, στο γεγονός ότι το δικαίωμα των ενδιαφερομένων να είναι σε θέση να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους έχει τον χαρακτήρα ουσιώδους τύπου, κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, του οποίου η παράβαση, διαπιστούμενη από το Γενικό Δικαστήριο, συνεπάγεται την ακύρωση της πλημμελούς πράξεως, χωρίς να απαιτείται να αποδειχθεί ούτε ότι υπήρξαν επιπτώσεις για τον διάδικο που επικαλείται μια τέτοια παράβαση ούτε ότι η διοικητική διαδικασία θα είχε ενδεχομένως καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα.

26

Τέλος, στη σκέψη 87 της ίδιας αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το επιχείρημα της Επιτροπής ότι η εκτίμηση κατά την οποία η ενίσχυση λειτουργίας είναι ασυμβίβαστη προς την εσωτερική αγορά, στο μέτρο που η ίδια η επενδυτική ενίσχυση ήταν ασυμβίβαστη προς την εν λόγω αγορά ερείδεται επί αυτοτελούς νομικής βάσεως που απορρέει από τη Συνθήκη ΛΕΕ, είχε προβληθεί το πρώτον από την Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και δεν βρίσκει έρεισμα στο κείμενο της αποφάσεως 2014/883 ή της επίδικης αποφάσεως.

27

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε τον έκτο λόγο ακυρώσεως που προβλήθηκε με την προσφυγή και, ως εκ τούτου, ακύρωσε τα άρθρα 2 έως 5 της επίδικης αποφάσεως, χωρίς να εξετάσει τους λοιπούς λόγους ακυρώσεως που προβλήθηκαν προς στήριξη της προσφυγής αυτής.

Αιτήματα των διαδίκων

28

Με την αίτησή της αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

να απορρίψει την τρίτη αιτίαση του έκτου προβληθέντος με την προσφυγή λόγου ακυρώσεως ως αβάσιμη·

να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο προκειμένου να αποφανθεί επί των λοιπών πέντε προβληθέντων με την προσφυγή λόγων ακυρώσεως·

επικουρικώς:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που το σημείο 1 του διατακτικού αφορά τα συμπεράσματα της επίδικης αποφάσεως σχετικά με την επενδυτική ενίσχυση·

να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο προκειμένου να αποφανθεί επί των λοιπών πέντε προβληθέντων με την προσφυγή λόγων ακυρώσεως, και

εν πάση περιπτώσει:

να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

29

Ο Δήμος της Gdynia και η εταιρία PLGK ζητούν την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως και την καταδίκη της Επιτροπής στα δικαστικά έξοδα.

30

Η Δημοκρατία της Πολωνίας ζητεί την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως.

Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

Επί του παραδεκτού της αιτήσεως αναιρέσεως

31

Χωρίς να επικαλούνται τυπικώς το απαράδεκτο της αιτήσεως αναιρέσεως, ο Δήμος της Gdynia και η εταιρία PLGK υποστηρίζουν ότι το εύρος και το περιεχόμενο των διαφόρων λόγων που προβάλλονται προς στήριξή της δεν είναι αρκούντως σαφή. Οι λόγοι αυτοί διατυπώνονται με διαφορετικό τρόπο στο σημείο 32 της αιτήσεως αναιρέσεως, στις επικεφαλίδες των διαφόρων αιτιάσεων και στο ίδιο το περιεχόμενο των λόγων αυτών.

32

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, από το άρθρο 256, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, από το άρθρο 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από το άρθρο 168, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να προσδιορίζει με ακρίβεια τα επικρινόμενα στοιχεία της αποφάσεως της οποίας ζητείται η αναίρεση, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν κατά τρόπο συγκεκριμένο το αίτημα αυτό. Στο άρθρο 169, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου διευκρινίζεται ότι οι προβαλλόμενοι λόγοι και τα νομικά επιχειρήματα προσδιορίζουν με ακρίβεια τα σημεία του σκεπτικού της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου που αμφισβητούνται (διάταξη της 15ης Ιανουαρίου 2019, CeramTec κατά EUIPO, C-463/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:18, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

33

Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι ο Δήμος της Gdynia και η εταιρία PLGK περιορίζονται να υποστηρίξουν, κατά τρόπο εντελώς γενικόλογο, ότι οι λόγοι αναιρέσεως δεν είναι σαφείς καθόσον χρησιμοποιούνται διαφορετικές διατυπώσεις για την περιγραφή τους. Εντούτοις, δεν εξηγούν για ποιον λόγο οι διαφορές αυτές εμποδίζουν την κατανόηση των επιχειρημάτων της Επιτροπής όπως αυτά προβάλλονται με την αίτηση αναιρέσεως. Εξάλλου, η Επιτροπή προσδιορίζει με ακρίβεια, στο πλαίσιο ενός εκάστου των λόγων της αιτήσεώς της αναιρέσεως, τα επικρινόμενα σημεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και εκθέτει λεπτομερώς τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν κατά τρόπο συγκεκριμένο το αίτημά της περί αναιρέσεως της αποφάσεως αυτής, παρέχοντας τοιουτοτρόπως σε κάθε διάδικο που επιδεικνύει τη δέουσα επιμέλεια τη δυνατότητα να κατανοήσει το περιεχόμενό τους και στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχο νομιμότητας (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 2016, Heli-Flight κατά EASA, C-61/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:59, σκέψη 77). Η επιχειρηματολογία που ανέπτυξαν ο Δήμος της Gdynia και η εταιρία PLGK στα υπομνήματά τους καταδεικνύει ότι ήσαν σε θέση να κατανοήσουν τους λόγους της αιτήσεως αναιρέσεως.

34

Επομένως, η εν λόγω αίτηση αναιρέσεως δεν μπορεί να θεωρηθεί απαράδεκτη στο σύνολό της.

35

Πρέπει να προστεθεί ότι, στο μέτρο που ο Δήμος της Gdynia και η εταιρία PLGK προβάλλουν χωριστή επιχειρηματολογία αποσκοπούσα ειδικώς στην αμφισβήτηση του παραδεκτού του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, η επιχειρηματολογία αυτή θα εξεταστεί στο πλαίσιο της εξετάσεως του λόγου αυτού.

Επί της ουσίας

36

Προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει τρεις λόγους αναιρέσεως, εκ των οποίων ο πρώτος αντλείται από νομικά σφάλματα σχετικά με την έκταση των δικαιωμάτων που οι εν προκειμένω ενδιαφερόμενοι αντλούν από το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, ο δεύτερος αντλείται από εσφαλμένη ερμηνεία της επίδικης αποφάσεως και ο τρίτος, ο οποίος προβάλλεται επικουρικώς, αντλείται από τον δυσανάλογο χαρακτήρα του σημείου 1 του διατακτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

37

Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι, στις σκέψεις 69 έως 89 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, εφάρμοσε εσφαλμένως, κατά τρόπο αντίθετο προς την απόφαση της 8ης Μαΐου 2008, Ferriere Nord κατά Επιτροπής (C‑49/05 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2008:259), το δικαίωμα που παρέχει στους ενδιαφερομένους το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ να υποβάλουν παρατηρήσεις, χαρακτηρίζοντας εσφαλμένως το δικαίωμα αυτό, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, ως «ουσιώδη τύπο», η μη τήρηση του οποίου συνεπάγεται αυτομάτως την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως, χωρίς να απαιτείται να αποδειχθεί εάν η παράβαση αυτή επηρεάζει την κατάσταση του οικείου ενδιαφερομένου ή τα συμπεράσματα της αποφάσεως αυτής.

38

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι όλες οι νομικές συνέπειες που απορρέουν από τον εσφαλμένο χαρακτηρισμό του επίμαχου δικαιώματος ως «ουσιώδους τύπου» ενέχουν επίσης πλάνη περί το δίκαιο. Ειδικότερα, υποστηρίζει ότι κακώς διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 70 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι είχε την εξουσία να εξετάσει αυτεπαγγέλτως την παράβαση του ουσιώδους αυτού τύπου ως λόγο ακυρώσεως δημοσίας τάξεως.

39

Εξάλλου, η Επιτροπή θεωρεί ότι η επιχειρηματολογία που προβλήθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με την παράβαση αυτή ήταν απαράδεκτη κατά το μέρος που αφορούσε το νομικό καθεστώς που εφάρμοσε η επίδικη απόφαση, δεδομένου ότι η επιχειρηματολογία αυτή προβλήθηκε από την εταιρία PLGK μόνον κατά το στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως που η εταιρία αυτή υπέβαλε πρωτοδίκως.

40

Χαρακτηρίζοντας την εν λόγω επιχειρηματολογία, στη σκέψη 70 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ως «ανάπτυξη λόγου που προβλήθηκε προηγουμένως, άμεσα ή έμμεσα», με το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο και κρίνοντας την επιχειρηματολογία αυτή παραδεκτή, το Γενικό Δικαστήριο παρέβη τον κανόνα που απαγορεύει την προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης.

41

Στο μέτρο που, με το δικόγραφο αυτό, ο Δήμος της Gdynia και η εταιρία PLGK προέβαλαν λόγο ακυρώσεως αντλούμενο από παραβίαση των υπέρ αυτών διαδικαστικών εγγυήσεων κατά την έκδοση της επίδικης αποφάσεως, καθόσον δεν είχαν την ευκαιρία να υποβάλουν παρατηρήσεις, αναφέρονταν στην μη κίνηση νέας επίσημης διαδικασίας έρευνας πριν από την έκδοση της αποφάσεως αυτής, κίνηση η οποία θα είχε καταστήσει δυνατόν να εξετασθούν οι νομικές συνέπειες του αποκλεισμού των δαπανών που συνδέονταν με την εκτέλεση καθηκόντων δημοσίου συμφέροντος από το πεδίο της επίδικης κρατικής ενισχύσεως. Επομένως, ο λόγος αυτός στηριζόταν σε εντελώς διαφορετική βάση από εκείνη της μη διαβουλεύσεως με τον Δήμο της Gdynia και την εταιρία PLGK σχετικά με τις κατευθυντήριες γραμμές του 2014.

42

Η Επιτροπή προσθέτει ότι, ενώ μόνον το υπεύθυνο για τη χορήγηση της ενισχύσεως κράτος μέλος διαθέτει δικαιώματα άμυνας, εντούτοις, εν προκειμένω, η Δημοκρατία της Πολωνίας δεν άσκησε προσφυγή περί ακυρώσεως της επίδικης αποφάσεως στηριζόμενη σε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνάς της ή του δικαιώματός της σε κατ’ αντιπαράθεση συζήτηση και ότι, ως παρεμβαίνουσα, δεν μπορεί να προβάλει έναν τέτοιο ισχυρισμό.

43

Ο Δήμος της Gdynia και η εταιρία PLGK φρονούν ότι το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως είναι αβάσιμο.

44

Κατ’ αυτούς, η Επιτροπή επιχειρεί να ελαχιστοποιήσει τη σημασία του δικαιώματος των εν προκειμένω ενδιαφερομένων να υποβάλουν παρατηρήσεις επικαλούμενη πάγια νομολογία κατά την οποία ο ρόλος των ενδιαφερομένων στο πλαίσιο επίσημης διαδικασίας έρευνας είναι απλώς να χρησιμεύσουν ως πηγή πληροφοριών για την Επιτροπή. Τα επιχειρήματα αυτά είναι όμως αντίθετα προς το παρόν στάδιο εξελίξεως του δικαίου της Ένωσης, δεδομένου ότι η νομολογία που παραθέτει συναφώς η Επιτροπή είναι παλιότερη της ενάρξεως ισχύος του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

45

Κατά την άποψή τους πρέπει, στο εξής, να λαμβάνεται υπόψη το δικαίωμα ακροάσεως των ενδιαφερομένων πριν από την έκδοση αποφάσεως της Επιτροπής. Αντιθέτως προς όσα προβάλλει συναφώς η Επιτροπή, ο Δήμος της Gdynia και η εταιρία PLGK δεν υποστηρίζουν ότι το γεγονός ότι ο Χάρτης εφαρμόζεται πλήρως στις διαδικασίες που διεξάγει η Επιτροπή και ότι το άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του Χάρτη, το οποίο προβλέπει ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα σε προηγούμενη ακρόαση πριν να ληφθεί ατομικό μέτρο εις βάρος του, έχει εφαρμογή στον δικαιούχο ενισχύσεως όπως είναι η εταιρία PLGK, σημαίνει ότι ο Δήμος της Gdynia και η εταιρία PLGK έχουν, κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του Χάρτη, δικαίωμα κατ’ αντιπαράθεση συζητήσεως με την Επιτροπή.

46

Επιπλέον, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε, στη σκέψη 70 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το επιχείρημά της ότι η επιχειρηματολογία που προέβαλε η εταιρία PLGK με το υπόμνημά της απαντήσεως, σχετικά με την τροποποίηση του νομικού καθεστώτος που εφαρμόσθηκε με την επίδικη απόφαση, συνιστούσε νέο ισχυρισμό. Εξάλλου, το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε ότι μπορούσε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως την παράβαση ουσιώδους τύπου δεν σημαίνει ότι εξέτασε, εν προκειμένω, την παράβαση αυτή αυτεπαγγέλτως.

47

Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή επικεντρώνεται στην απόφαση της 8ης Μαΐου 2008, Ferriere Nord κατά Επιτροπής (C-49/05 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2008:259), προτείνοντας τη στενή ερμηνεία της, ενώ το Γενικό Δικαστήριο παρέπεμψε και σε άλλες αποφάσεις του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου και, ιδίως, στην απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2008, Επιτροπή κατά Freistaat Sachsen (C-334/07 P, EU:C:2008:709). Από τη σκέψη 56 της τελευταίας αυτής αποφάσεως προκύπτει ότι, όταν το νομικό καθεστώς, υπό το οποίο ένα κράτος μέλος έχει προβεί στην κοινοποίηση σχεδιαζόμενης ενισχύσεως, αλλάξει προτού η Επιτροπή λάβει την απόφασή της, η Επιτροπή οφείλει να ζητήσει από τους ενδιαφερομένους να λάβουν θέση επί της συμβατότητας της ενισχύσεως αυτής προς τους νέους κανόνες. Η υποχρέωση να ζητηθεί από τους ενδιαφερομένους να λάβουν θέση παραμένει ο κανόνας, εκτός αν το νέο νομικό καθεστώς δεν επιφέρει ουσιώδεις τροποποιήσεις σε σχέση με το προϊσχύσαν.

48

Η απόφαση της 8ης Μαΐου 2008, Ferriere Nord κατά Επιτροπής (C‑49/05 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2008:259), δεν επιτρέπει στην Επιτροπή να θεσπίζει καθολικούς κανόνες, εφαρμοστέους σε κάθε κατάσταση, δεδομένου ότι τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση αυτή ήσαν διαφορετικά από εκείνα που αναλύθηκαν στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Ειδικότερα, πρώτον, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 8ης Μαΐου 2008, Ferriere Nord κατά Επιτροπής (C‑49/05 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2008:259), ούτε οι διάδικοι ούτε το Γενικό Δικαστήριο επισήμαναν σημαντικές διαφορές μεταξύ της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας και της προσβαλλόμενης στην υπόθεση εκείνη αποφάσεως, όπως αυτές που διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 67 έως 71 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

49

Δεύτερον, εν προκειμένω, η απόφαση 2014/883 με την οποία περατώθηκε η διαδικασία της Επιτροπής είχε ήδη εκδοθεί και είχε προσβληθεί με προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, την δε εν συνεχεία ανάκλησή της ακολούθησε αμέσως νέα περάτωση της διαδικασίας η οποία είχε επαναληφθεί, πράγμα το οποίο δεν είχε συμβεί στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 8ης Μαΐου 2008, Ferriere Nord κατά Επιτροπής (C-49/05 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2008:259).

50

Τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε σαφώς, στην τελευταία αυτή απόφαση, ότι οι αρχές που έθεταν τα εν λόγω δύο νομικά καθεστώτα των κρατικών ενισχύσεων ήσαν κατ’ ουσίαν ταυτόσημες. Το Δικαστήριο επισήμανε επίσης την ομοιότητα αυτή στην εν λόγω απόφαση. Αντιθέτως, στις σκέψεις 67 έως 78 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο κατέδειξε, με ακρίβεια, ότι οι νέες διατάξεις των κατευθυντηρίων γραμμών του 2014, τις οποίες εφάρμοσε η Επιτροπή με την επίδικη απόφαση, είχαν επιφέρει ουσιώδεις τροποποιήσεις σε σχέση με το προϊσχύσαν νομικό καθεστώς το οποίο είχε ληφθεί υπόψη στην απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας καθώς και στην απόφαση 2014/883.

51

Ο Δήμος της Gdynia και η εταιρία PLGK φρονούν ότι οι τροποποιήσεις αυτές καθώς και η υποχρέωση της Επιτροπής να καθορίζει επαρκώς το πλαίσιο της εκ μέρους της έρευνας οδήγησαν το Γενικό Δικαστήριο να χαρακτηρίσει, εν προκειμένω, την υποχρέωση της Επιτροπής να παράσχει στους ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους ως «ουσιώδη τύπο», σύμφωνα με τη σκέψη 55 της αποφάσεως της 11ης Δεκεμβρίου 2008, Επιτροπή κατά Freistaat Sachsen (C-334/07 P, EU:C:2008:709). Συγκεκριμένα, τόσο σημαντικές τροποποιήσεις θα απαιτούσαν πιθανότατα νέα επίσημη διαδικασία έρευνας δυνάμει του άρθρου 6 του κανονισμού 659/1999, πράγμα το οποίο θα είχαν ασφαλώς επισημάνει οι ως άνω ενδιαφερόμενοι με τις παρατηρήσεις τους αν είχαν τη δυνατότητα να τις διατυπώσουν.

52

Η προσέγγιση την οποία υποστηρίζει η Επιτροπή είναι επίσης αντίθετη προς τη θέση που εκφράζεται με τις προτάσεις της γενικής εισαγγελέα E. Sharpston στην υπόθεση Ισπανία κατά Επιτροπής (C-114/17 P, EU:C:2018:309), κατά την οποία το δικαίωμα ακροάσεως του κράτους μέλους από την Επιτροπή σε περίπτωση όπως η επίδικη στην υπόθεση εκείνη αποτελεί ουσιώδη τύπο. Ο Δήμος της Gdynia και η εταιρία PLGK συμμερίζονται επίσης τη διατυπωθείσα στις προτάσεις αυτές γνώμη ότι δεν έχει μεγάλη σημασία αν το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος επιτυγχάνει να αποδείξει, in concreto, ότι, αν δεν είχε σημειωθεί η προσβολή του εν λόγω δικαιώματος από την Επιτροπή, η απόφαση της τελευταίας όσον αφορά την κρατική ενίσχυση θα είχε διαφορετικό περιεχόμενο. Συγκεκριμένα, το εν λόγω κριτήριο είναι κατ’ ανάγκην υποθετικού χαρακτήρα και είναι δύσκολο να προσδιοριστούν οι απαιτήσεις που πρέπει να πληροί η απόδειξη και ο βαθμός ακρίβειας που απαιτείται προκειμένου να αποδειχθεί ότι η οικεία απόφαση θα ήταν πράγματι διαφορετική.

53

Ο Δήμος της Gdynia και η εταιρία PLGK επισημαίνουν ότι, όταν η Επιτροπή εξέδωσε, στις 31 Μαρτίου 2014, τις κατευθυντήριες γραμμές του 2014, κάλεσε τόσο τα κράτη μέλη όσο και τους αερολιμένες που ήσαν δικαιούχοι ενισχύσεως να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί των μέτρων ως προς τα οποία η Επιτροπή είχε κινήσει επίσημες διαδικασίες έρευνας. Στην πρόσκληση αυτή μνημονεύονται 23 διαδικασίες, οι οποίες αφορούσαν κρατικές ενισχύσεις σε αερολιμένες ή αεροπορικές εταιρίες, αλλά δεν γίνεται λόγος για τον σχετικό με τον αερολιμένα Gdynia-Kosakowo φάκελο, δεδομένου ότι αυτός είχε κλείσει με την απόφαση 2014/883. Αυτός ο τρόπος ενέργειας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «εισάγων δυσμενή διάκριση». Συναφώς, ελάχιστη σημασία έχει το γεγονός ότι η απόφαση αυτή είχε εκδοθεί, δεδομένου ότι εν συνεχεία η απόφαση ανακλήθηκε και η Επιτροπή επανέλαβε τη διοικητική διαδικασία στην υπόθεση αυτή μέχρι την έκδοση της επίδικης αποφάσεως.

54

Η Δημοκρατία της Πολωνίας φρονεί επίσης ότι το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως είναι αβάσιμο.

55

Ειδικότερα, υποστηρίζει ότι ουδόλως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ότι το Γενικό Δικαστήριο αναγνώρισε δικαιώματα άμυνας στους εν προκειμένω ενδιαφερομένους. Αντιθέτως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να τους καλέσει να προβάλουν τα επιχειρήματά τους πριν από την έκδοση της επίδικης αποφάσεως, λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου των τροποποιήσεων που επέφεραν οι κατευθυντήριες γραμμές του 2014. Το δικαίωμα υποβολής παρατηρήσεων δεν περιορίζεται μόνο στα δικαιώματα άμυνας, αλλά έχει ευρύτερο περιεχόμενο. Αποτελεί, μεταξύ άλλων, ουσιώδες στοιχείο του προβλεπόμενου στο άρθρο 41 του Χάρτη δικαιώματος χρηστής διοικήσεως, το οποίο μπορούν να επικαλεστούν ο Δήμος της Gdynia και η εταιρία PLGK, καθώς και του δικαιώματος προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

56

Περαιτέρω, η θέση την οποία υποστηρίζει η Επιτροπή μπορεί να θίξει τα θεμελιώδη αυτά δικαιώματα διότι, εν προκειμένω, λόγω των θεμελιωδών διαφορών μεταξύ των κατευθυντηρίων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα και των κατευθυντηρίων γραμμών του 2014, είναι αδύνατον να αποδειχθεί ότι το γεγονός ότι οι μετέχοντες στη διαδικασία σχετικά με κρατικές ενισχύσεις στερήθηκαν της δυνατότητας να υποβάλουν παρατηρήσεις επηρέασε την έκβαση της διαδικασίας αυτής. Επομένως, η Επιτροπή θα μπορούσε να αγνοήσει την υποχρέωση ακροάσεως των μερών χωρίς τον φόβο αρνητικών συνεπειών.

57

Η Επιτροπή δεν αμφισβήτησε την ύπαρξη θεμελιωδών διαφορών μεταξύ των κατευθυντηρίων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα και των κατευθυντηρίων γραμμών του 2014 ούτε αμφισβητεί το γεγονός ότι δεν παρέσχε στους ενδιαφερομένους στην υπόθεση αυτή τη δυνατότητα να υποβάλουν παρατηρήσεις πριν από την έκδοση της επίδικης αποφάσεως.

58

Μολονότι το Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε ρητώς με την απόφαση της 8ης Μαΐου 2008, Ferriere Nord κατά Επιτροπής (C-49/05 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2008:259), ότι το δικαίωμα υποβολής παρατηρήσεων αποτελεί ουσιώδη τύπο, εντούτοις δεν το απέκλεισε. Όσον αφορά την απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2008, Επιτροπή κατά Freistaat Sachsen (C-334/07 P, EU:C:2008:709), η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τη σκέψη 55 της αποφάσεως αυτής, στην οποία το Δικαστήριο σαφώς επισήμανε ότι η υποχρέωση της Επιτροπής να παράσχει στους ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους αποτελεί ουσιώδη τύπο. Η Επιτροπή απλώς επικαλέσθηκε τη σκέψη 56 της αποφάσεως αυτής, ενώ οι σκέψεις 55 και 56 της εν λόγω αποφάσεως πρέπει να ερμηνευθούν από κοινού.

59

Η Επιτροπή δεν λαμβάνει υπόψη ούτε το γεγονός ότι, στις προτάσεις της γενικής εισαγγελέα E. Sharpston στην υπόθεση Ισπανία κατά Επιτροπής (C-114/17 P, EU:C:2018:309), διατυπώθηκε η εκτίμηση ότι, στο μέτρο που η Επιτροπή είχε στηρίξει την τροποποιητική απόφασή της σε πληροφορίες ως προς τις οποίες ένας ενδιαφερόμενος δεν είχε τη δυνατότητα να υποβάλει παρατηρήσεις, οι ενέργειές της συνιστούσαν προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως του εν λόγω ενδιαφερομένου και, ως εκ τούτου, παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως.

60

Επιπλέον, ανεξαρτήτως της προσβολής του δικαιώματος των προσφευγόντων πρωτοδίκως να υποβάλουν παρατηρήσεις, η Επιτροπή προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας της Δημοκρατίας της Πολωνίας ως κράτους μέλους αποδέκτη της επίδικης αποφάσεως, εμποδίζοντάς την να προβάλει τα επιχειρήματά της πριν από την έκδοση της αποφάσεως αυτής. Η Δημοκρατία της Πολωνίας, ως παρεμβαίνουσα, έχει το δικαίωμα να επικαλεσθεί, στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνάς της.

61

Η επιχειρηματολογία της Επιτροπής, με την οποία αυτή αμφισβητεί τη δυνατότητα της Δημοκρατίας της Πολωνίας να προβάλει μια τέτοια προσβολή, είναι απαράδεκτη λόγω της εκπρόθεσμης προβολής της, δεδομένου ότι η Επιτροπή αμφισβήτησε το πρώτον τη δυνατότητα αυτή κατά το στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως που υπέβαλε στο Δικαστήριο, ενώ η Δημοκρατία της Πολωνίας είχε επικαλεσθεί την εν λόγω προσβολή από την έναρξη της πρωτόδικης διαδικασίας.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

62

Εισαγωγικώς, πρέπει να παρατηρηθεί, πρώτον, ότι το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε την τρίτη αιτίαση του έκτου λόγου ακυρώσεως που προβλήθηκε με την ασκηθείσα ενώπιόν του προσφυγή όχι υπό το πρίσμα των δικαιωμάτων άμυνας, που έχουν μόνον τα κράτη μέλη ως μέρη τα οποία συμμετέχουν στις διαδικασίες ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων (πρβλ. απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2002, Falck και Acciaierie di Bolzano κατά Επιτροπής, C-74/00 P και C-75/00 P, EU:C:2002:524, σκέψεις 80 έως 83), αλλά λαμβανομένου υπόψη του δικαιώματος που διαθέτουν οι ενδιαφερόμενοι, δυνάμει του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, να υποβάλουν παρατηρήσεις.

63

Πράγματι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 89 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αφού διαπίστωσε ότι εν προκειμένω συντρέχει προσβολή του ως άνω δικαιώματος, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρχε λόγος να αποφανθεί, μεταξύ άλλων, επί της δυνατότητας του Δήμου της Gdynia και της εταιρίας PLGK να επικαλεσθούν, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της Δημοκρατίας της Πολωνίας, η οποία προβλήθηκε επίσης με το υπόμνημα παρεμβάσεως του εν λόγω κράτους μέλους.

64

Κατά συνέπεια, παρέλκει η εξέταση, σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας, των επιχειρημάτων που προβλήθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου σχετικά, αφενός, με το ζήτημα αν η Δημοκρατία της Πολωνίας, ως παρεμβαίνουσα πρωτοδίκως, δικαιούται να προβάλει λόγο ακυρώσεως αντλούμενο από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνάς της ή του δικαιώματός της σε κατ’ αντιπαράθεση συζήτηση, ενώ δεν έχει ασκήσει προσφυγή περί ακυρώσεως της επίδικης αποφάσεως στηριζόμενη σε προσβολή των δικαιωμάτων αυτών, και, αφετέρου, με το ζήτημα αν μια τέτοια προσβολή συνεπάγεται την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως. Επομένως, δεν χρειάζεται να εκτιμηθεί, στο πλαίσιο της εξετάσεως της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, ούτε η επιχειρηματολογία που προέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου το εν λόγω κράτος μέλος σχετικά με το απαράδεκτο της επιχειρηματολογίας που ανέπτυξε η Επιτροπή ενώπιον του Δικαστηρίου και με την οποία η Επιτροπή αμφισβητεί τη δυνατότητα της Δημοκρατίας της Πολωνίας να προβάλει μια τέτοια προσβολή.

65

Δεύτερον, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και, ειδικότερα, από τη σκέψη 89 αυτής προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε ούτε επί της υποχρεώσεως που υπέχει η Επιτροπή να καλεί τους εν προκειμένω ενδιαφερομένους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σε σχέση με τις γενόμενες με την επίδικη απόφαση μεταβολές των πραγματικών στοιχείων, εστιάζοντας επομένως στην υποχρέωση αυτή κατά το μέτρο που αφορά το νέο νομικό καθεστώς που εφαρμόστηκε με την εν λόγω απόφαση. Κατά συνέπεια, δεν έχει υποχρέωση το Δικαστήριο να εξετάσει ούτε την επιχειρηματολογία που προέβαλαν ο Δήμος της Gdynia και η εταιρία PLGK με την οποία αυτοί προσάπτουν στην Επιτροπή ότι δεν κάλεσε τα ενδιαφερόμενα στην υπό κρίση υπόθεση μέρη να διατυπώσουν την άποψή τους λαμβανομένων υπόψη των νέων πραγματικών στοιχείων που περιείχε η επίδικη απόφαση.

66

Τρίτον, όσον αφορά την επιχειρηματολογία της Επιτροπής που εκτίθεται στις σκέψεις 39 έως 41 της παρούσας αποφάσεως, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 84, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, η προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης απαγορεύεται, εκτός αν οι ισχυρισμοί αυτοί στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία. Εντούτοις, ισχυρισμός ή επιχείρημα που αποτελεί ανάπτυξη λόγου που προβλήθηκε προηγουμένως, άμεσα ή έμμεσα, με το εισαγωγικό δικόγραφο και συνδέεται στενά με τον λόγο αυτόν πρέπει να κρίνεται παραδεκτός (απόφαση της 11ης Ιουλίου 2013, Ziegler κατά Επιτροπής, C‑439/11 P, EU:C:2013:513, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

67

Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι, όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 70 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο, ο Δήμος της Gdynia και η εταιρία PLGK ανέφεραν ότι θα έπρεπε να τους παρασχεθεί η δυνατότητα να διατυπώσουν την άποψή τους επί των νέων επιχειρημάτων και επί της νέας αναλύσεως της Επιτροπής και ότι η προβαλλόμενη συναφώς παράβαση συνιστά, αυτή καθεαυτή, παράβαση ουσιώδους τύπου. Η Επιτροπή δεν αμφισβητεί ούτε ότι, όπως επισήμανε και το Γενικό Δικαστήριο με την εν λόγω σκέψη 70, το σημείο II.14 του δικογράφου της προσφυγής, που συνοψίζει τους λόγους ακυρώσεως που προβλήθηκαν προς στήριξη της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, επιγράφεται μεταξύ άλλων: «[π]αράβαση ουσιώδους τύπου υπό τη μορφή του δικαιώματος των προσφευγόντων να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους και να λάβουν θέση».

68

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στην ίδια σκέψη 70, ότι το επιχείρημα που προβλήθηκε με το υπόμνημα απαντήσεως της εταιρίας PLGK και αντλείτο από προσβολή του δικαιώματος των ενδιαφερομένων να υποβάλουν παρατηρήσεις επί της κρισιμότητας του νέου νομικού καθεστώτος, επιχείρημα με το οποίο η εταιρία αυτή εστίαζε ακριβώς στη νέα ανάλυση της Επιτροπής στην επίδικη απόφαση, αποτελεί την ανάπτυξη του προβληθέντος με το δικόγραφο της προσφυγής λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση ουσιώδους τύπου όσον αφορά το δικαίωμα του Δήμου της Gdynia και της εταιρίας PLGK να υποβάλουν παρατηρήσεις.

69

Δεδομένου ότι ορθώς το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε το παραδεκτό του επιχειρήματος αυτού, μπορούσε νομίμως να προβεί στην εξέτασή του επί της ουσίας, ανεξαρτήτως του αν, όπως επίσης επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 70 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, μπορούσε να εξετάσει την προσβολή που αποτελούσε το αντικείμενο του εν λόγω επιχειρήματος αυτεπαγγέλτως ως λόγο ακυρώσεως δημοσίας τάξεως.

70

Μετά από αυτές τις εισαγωγικές διαπιστώσεις, πρέπει να υπενθυμισθεί, όσον αφορά το δικαίωμα του οποίου η προσβολή κρίθηκε ως εκ τούτου από το Γενικό Δικαστήριο ως συνεπαγόμενη την ακύρωση των άρθρων 2 έως 5 της επίδικης αποφάσεως, ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, οι επιχειρήσεις οι οποίες είναι ενδεχομένως αποδέκτριες κρατικών ενισχύσεων θεωρούνται ως ενδιαφερόμενα μέρη και ότι η Επιτροπή έχει το καθήκον, κατά το στάδιο εξετάσεως που προβλέπει το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, να τις καλέσει να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους (αποφάσεις της 15ης Ιουνίου 1993, Matra κατά Επιτροπής, C-225/91, EU:C:1993:239, σκέψη 16, της 2ας Απριλίου 1998, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, C-367/95 P, EU:C:1998:154, σκέψη 59, και της 11ης Σεπτεμβρίου 2008, Γερμανία κ.λπ. κατά Kronofrance, C‑75/05 P και C-80/05 P, EU:C:2008:482, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

71

Μολονότι τα εν λόγω ενδιαφερόμενα μέρη δεν μπορούν να επικαλεσθούν δικαιώματα άμυνας, έχουν, αντιθέτως, το δικαίωμα να μετάσχουν στη διοικητική διαδικασία που διεξάγει η Επιτροπή στον προσήκοντα, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, βαθμό (απόφαση της 8ης Μαΐου 2008, Ferriere Nord κατά Επιτροπής, C-49/05 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2008:259, σκέψη 69).

72

Όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, η δημοσίευση ανακοινώσεως στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης κρίνεται ως πρόσφορο μέσο γνωστοποιήσεως της ενάρξεως μιας διαδικασίας προς όλους τους ενδιαφερομένους. Σκοπός της ανακοινώσεως αυτής είναι να συλλέξει η Επιτροπή από τα ενδιαφερόμενα μέρη όλες τις πληροφορίες που μπορούν να τη διαφωτίσουν ως προς τις μελλοντικές της ενέργειες. Μια τέτοια διαδικασία παρέχει επίσης στα λοιπά κράτη μέλη και στους ενδιαφερόμενους κύκλους την εγγύηση ότι μπορούν να εκφράσουν την άποψή τους (απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2002, Falck και Acciaierie di Bolzano κατά Επιτροπής, C-74/00 P και C-75/00 P, EU:C:2002:524, σκέψη 80 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

73

Εντούτοις, η διαδικασία ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων κινείται, λαμβανομένης υπόψη της εν γένει οικονομίας της, κατά του κράτους μέλους που ευθύνεται, υπό το πρίσμα των υποχρεώσεων που υπέχει από το δίκαιο της Ένωσης, για τη χορήγηση της ενισχύσεως. Ως εκ τούτου, προς σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας, εφόσον δεν δόθηκε η δυνατότητα στο κράτος μέλος αυτό να σχολιάσει ορισμένα στοιχεία, η Επιτροπή δεν μπορεί να στηριχθεί σ’ αυτά στην απόφασή της κατά του εν λόγω κράτους (απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2002, Falck και Acciaierie di Bolzano κατά Επιτροπής, C-74/00 P και C-75/00 P, EU:C:2002:524, σκέψη 81 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

74

Κατά τη διαδικασία ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, οι ενδιαφερόμενοι, εξαιρέσει του οικείου κράτους μέλους, έχουν απλώς τον ρόλο που υπενθυμίζεται στη σκέψη 72 της παρούσας αποφάσεως και, συναφώς, δεν μπορούν να απαιτήσουν οι ίδιοι κατ’ αντιπαράθεση συζήτηση με την Επιτροπή, όπως αυτή που γίνεται με το εν λόγω κράτος μέλος (απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2002, Falck και Acciaierie di Bolzano κατά Επιτροπής, C-74/00 P και C-75/00 P, EU:C:2002:524, σκέψη 82 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

75

Κανένα μέτρο της διαδικασίας ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων δεν επιφυλάσσει, μεταξύ των ενδιαφερόμενων μερών, ιδιαίτερο ρόλο στον λαβόντα την ενίσχυση. Συναφώς, επιβάλλεται η διευκρίνιση ότι η διαδικασία ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων δεν είναι διαδικασία που κινείται κατά του λαβόντος ή των λαβόντων ενισχύσεις, πράγμα που θα συνεπαγόταν ότι αυτός ή αυτοί θα μπορούσαν να απαιτήσουν την αναγνώριση δικαιωμάτων εξίσου ευρέων με τα δικαιώματα άμυνας καθεαυτά (απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2002, Falck και Acciaierie di Bolzano κατά Επιτροπής, C-74/00 P και C-75/00 P, EU:C:2002:524, σκέψη 83).

76

Όσον αφορά τις συγκεκριμένες περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, υπενθυμίζεται ότι, στις 2 Ιουλίου 2013, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας με την οποία κίνησε την επίσημη διαδικασία έρευνας σχετικά με το επίμαχο μέτρο ενισχύσεως, βάσει του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, και κάλεσε τους εν προκειμένω ενδιαφερομένους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους. Με την απόφαση 2014/883, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι το επίμαχο σχέδιο χρηματοδοτήσεως συνιστούσε κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, και ότι η ενίσχυση αυτή έπρεπε να ανακτηθεί από τις πολωνικές αρχές στο μέτρο που είχε καταβληθεί. Εν συνεχεία, η απόφαση αυτή ανακλήθηκε και αντικαταστάθηκε από την επίδικη απόφαση.

77

Εξάλλου, από τη σκέψη 79 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει, και δεν αμφισβητείται στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, ότι οι εν προκειμένω ενδιαφερόμενοι δεν κλήθηκαν να υποβάλουν λυσιτελώς τις παρατηρήσεις τους επί της δυνατότητας εφαρμογής και επί της ενδεχόμενης επιρροής των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 πριν από την έκδοση της επίδικης αποφάσεως, μολονότι οι κατευθυντήριες αυτές γραμμές είχαν δημοσιευθεί στις 4 Απριλίου 2014, ήτοι μετά την έκδοση της αποφάσεως 2014/883 και, επομένως, μετά την αρχική περάτωση της διαδικασίας έρευνας.

78

Επομένως, πρέπει να εξεταστεί αν το Γενικό Δικαστήριο νομίμως διαπίστωσε, στη σκέψη 81 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το δικαίωμα των εν προκειμένω ενδιαφερομένων να υποβάλουν παρατηρήσεις επί του νέου αυτού νομικού καθεστώτος και, ειδικότερα, επί των κατευθυντηρίων γραμμών του 2014, πριν από την έκδοση της επίδικης αποφάσεως, συνιστά ουσιώδη τύπο, κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, η παράβαση του οποίου συνεπάγεται την ακύρωση της αποφάσεως αυτής, χωρίς να είναι αναγκαίο να αποδειχθεί ότι η διοικητική διαδικασία θα μπορούσε να είχε καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα.

79

Όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, η Επιτροπή δεν δύναται, χωρίς να προσβάλει τα διαδικαστικά δικαιώματα των ενδιαφερομένων, να στηρίξει την απόφασή της σε νέες, θεσπισθείσες με νέο νομικό καθεστώς αρχές, χωρίς να τους καλέσει να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους συναφώς (πρβλ. απόφαση της 8ης Μαΐου 2008, Ferriere Nord κατά Επιτροπής, C-49/05 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2008:259, σκέψεις 70 και 71).

80

Πάντως, αποτελεί παραδεδεγμένη αρχή ότι μια διαδικαστική πλημμέλεια συνεπάγεται την εν όλω ή εν μέρει ακύρωση αποφάσεως μόνον εφόσον αποδεικνύεται ότι, ελλείψει της πλημμέλειας αυτής, η επίδικη απόφαση θα μπορούσε να έχει διαφορετικό περιεχόμενο (απόφαση της 23ης Απριλίου 1986, Bernardi κατά Κοινοβουλίου, 150/84, EU:C:1986:167, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

81

Ειδικότερα, όσον αφορά τα διαδικαστικά δικαιώματα των ενδιαφερομένων, οσάκις χωρεί μεταβολή του νομικού καθεστώτος αφού η Επιτροπή παρέσχε στους ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους και πριν από την εκ μέρους της Επιτροπής έκδοση αποφάσεως σχετικά με σχέδιο ενισχύσεως και οσάκις η Επιτροπή στηρίζει την απόφαση αυτή στο νέο νομικό καθεστώς χωρίς να καλέσει τους ενδιαφερομένους αυτούς να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επ’ αυτού, η ύπαρξη και μόνον διαφορών μεταξύ του νομικού καθεστώτος επί του οποίου δόθηκε η δυνατότητα στους εν λόγω ενδιαφερομένους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους και του καθεστώτος επί του οποίου στηρίχθηκε η εν λόγω απόφαση δεν δύναται, αυτή καθεαυτήν, να επιφέρει την ακύρωση της αποφάσεως αυτής. Πράγματι, μολονότι τα οικεία νομικά καθεστώτα άλλαξαν, τίθεται το ερώτημα εάν, υπό το πρίσμα των διατάξεων των καθεστώτων αυτών που είναι κρίσιμες εν προκειμένω, η εν λόγω αλλαγή μπορούσε να μεταβάλει το περιεχόμενο της επίδικης αποφάσεως (πρβλ. απόφαση της 8ης Μαΐου 2008, Ferriere Nord κατά Επιτροπής, C‑49/05 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2008:259, σκέψεις 78 έως 83).

82

Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, στη σκέψη 81 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κρίνοντας ότι το δικαίωμα των ενδιαφερομένων να υποβάλουν παρατηρήσεις υπό περιστάσεις όπως αυτές της υπό κρίση υποθέσεως έχει τον χαρακτήρα ουσιώδους τύπου, κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, του οποίου η παράβαση συνεπάγεται την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως, χωρίς να απαιτείται να αποδειχθεί ότι η προσβολή του δικαιώματος αυτού θα μπορούσε να επηρεάσει το περιεχόμενο της αποφάσεως αυτής.

83

Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε επίσης σε πλάνη περί το δίκαιο, στη σκέψη 83 της αποφάσεως αυτής, απορρίπτοντας την επιχειρηματολογία της Επιτροπής με την οποία αυτή επεδίωκε να αποδείξει ότι η επίδικη απόφαση θα είχε το ίδιο περιεχόμενο αν είχε δοθεί στους εν προκειμένω ενδιαφερομένους η δυνατότητα να υποβάλουν παρατηρήσεις επί των κατευθυντηρίων γραμμών του 2014, δεδομένου ότι η ενίσχυση λειτουργίας ήταν εν πάση περιπτώσει ασυμβίβαστη προς την εσωτερική αγορά λόγω της ασυμβατότητας της επενδυτικής ενισχύσεως προς την αγορά αυτή. Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την επιχειρηματολογία αυτή, αφενός, στηριζόμενο εσφαλμένως, όπως προκύπτει από τη σκέψη 82 της παρούσας αποφάσεως, στο γεγονός ότι δεν είναι αναγκαίο να αποδειχθεί ότι η διαπιστωθείσα παράβαση θα μπορούσε να επηρεάσει το περιεχόμενο της επίδικης αποφάσεως.

84

Αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε στις ουσιώδεις τροποποιήσεις τις οποίες είχε εντοπίσει μεταξύ των κατευθυντηρίων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα και των κατευθυντηρίων γραμμών του 2014, ενώ, με την εν λόγω επιχειρηματολογία, η Επιτροπή επεδίωκε ακριβώς να αποδείξει ότι, ανεξαρτήτως των τροποποιήσεων που επέφεραν οι κατευθυντήριες γραμμές του 2014, η διαπίστωση της ασυμβατότητας της ενισχύσεως λειτουργίας στηριζόταν σε άλλη νομική βάση ανεξάρτητη των τελευταίων αυτών κατευθυντηρίων γραμμών, οπότε η διαπίστωση αυτή δεν θα ήταν δυνατόν να επηρεασθεί σε περίπτωση που είχε δοθεί η δυνατότητα στους ενδιαφερομένους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επ’ αυτών.

85

Πράγματι, μολονότι, κατ’ αρχήν, ουσιώδεις τροποποιήσεις της νομικής βάσεως στην οποία στηρίζεται απόφαση της Επιτροπής είναι ικανές να επηρεάσουν την απόφαση αυτή, τούτο δεν συμβαίνει αν αυτή στηρίζεται, επιπλέον, σε αυτοτελή νομική βάση η οποία δεν υπέστη μεταβολή και η οποία, από μόνη της, αποτελεί έρεισμα της εν λόγω αποφάσεως.

86

Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορούσε, χωρίς η κρίση του να αντιβαίνει στη νομολογία σχετικά με τα διαδικαστικά δικαιώματα των ενδιαφερομένων, όπως αυτή εκτίθεται στις σκέψεις 70 έως 75 καθώς και 79 και 81 της παρούσας αποφάσεως, ούτε να διαπιστώσει ότι δεν ήταν αναγκαίο να εξετάσει εάν επηρεάζεται η επίδικη απόφαση από την παράλειψη προσκλήσεως των ενδιαφερομένων να διατυπώσουν την άποψή τους επί των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 πριν από την έκδοση της αποφάσεως αυτής ούτε να διαπιστώσει ότι η επίδικη απόφαση επηρεάζεται χωρίς να εξετάσει την επιχειρηματολογία της Επιτροπής με την οποία επιχειρείται να αποδειχθεί η ύπαρξη αυτοτελούς και ανεξάρτητης νομικής βάσεως η οποία αποτελεί έρεισμα της εν λόγω αποφάσεως.

87

Η διαπίστωση που εκτίθεται στην προηγούμενη σκέψη δεν αναιρείται από τα λοιπά επιχειρήματα που προβλήθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου και, ειδικότερα, πρώτον, από τα επιχειρήματα που αντλούνται από την απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2008, Επιτροπή κατά Freistaat Sachsen (C-334/07 P, EU:C:2008:709). Βεβαίως, στη σκέψη 55 της αποφάσεως αυτής, το Δικαστήριο επεσήμανε, κατ’ ουσίαν, ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και από το άρθρο 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 659/1999, όταν η Επιτροπή αποφασίσει να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας για ένα σχέδιο ενισχύσεως, οφείλει να δώσει στους ενδιαφερομένους, μεταξύ των οποίων και η επιχείρηση ή οι επιχειρήσεις για τις οποίες πρόκειται, τη δυνατότητα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους και ότι ο κανόνας αυτός έχει τον χαρακτήρα ουσιώδους τύπου.

88

Εντούτοις, αφενός, η εν λόγω απόφαση αφορά τις υποχρεώσεις που υπέχει η Επιτροπή κατά την ημερομηνία κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας. Αφετέρου, εξετάζει το ζήτημα της εφαρμογής νέων νομικών κανόνων που θεσπίστηκαν μετά την κοινοποίηση ενός σχεδίου ενισχύσεως. Επομένως, αφορά ζητήματα διαφορετικά από αυτά που εξετάζονται στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, δεδομένου ότι το δικαίωμα να τους δοθεί η δυνατότητα υποβολής παρατηρήσεων επί του οποίου στηρίζονται ο Δήμος της Gdynia και η εταιρία PLGK αφορά μεταβολή του νομικού καθεστώτος η οποία επήλθε μετά την πρόσκληση προς τους εν λόγω ενδιαφερομένους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους και πριν από την έκδοση της επίδικης αποφάσεως.

89

Δεύτερον, η διαπίστωση που εκτίθεται στη σκέψη 86 της παρούσας αποφάσεως δεν αναιρείται ούτε από την επιχειρηματολογία που προέβαλαν τόσο ο Δήμος της Gdynia και η εταιρία PLGK όσο και η Δημοκρατία της Πολωνίας, κατά την οποία το δικαίωμα των ενδιαφερομένων να τους δοθεί η δυνατότητα υποβολής παρατηρήσεων σε μια περίπτωση όπως είναι η υπό κρίση πρέπει να εκτιμηθεί υπό το πρίσμα των θεμελιωδών δικαιωμάτων που προστατεύονται από τον Χάρτη και, ειδικότερα, υπό το πρίσμα του προβλεπόμενου στο άρθρο 41 του Χάρτη δικαιώματος χρηστής διοικήσεως, του οποίου αποτελεί μία από τις συνιστώσες.

90

Συναφώς, διαπιστώνεται ότι, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, και όπως επίσης επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 52 των προτάσεών του, η θέση σε ισχύ του Χάρτη δεν μετέβαλε τη φύση των δικαιωμάτων που παρέχει το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ ούτε έχει ως αντικείμενο να μεταβάλει τη φύση του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων που καθιερώνει η Συνθήκη.

91

Κατά τα λοιπά, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Δημοκρατία της Πολωνίας με τον εκτιθέμενο στη σκέψη 56 της παρούσας αποφάσεως γενικό ισχυρισμό της περί ενδεχόμενης προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων, δεν μπορεί να διαπιστωθεί εκ προοιμίου ότι η ύπαρξη διαφορών μεταξύ των δύο επίμαχων εν προκειμένω νομικών καθεστώτων καθιστά αδύνατον να αποδειχθεί ότι το γεγονός ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη στερήθηκαν της δυνατότητας να υποβάλουν παρατηρήσεις επί των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 είναι ικανό να επηρέασε την έκβαση της διαδικασίας. Αντιθέτως, ακριβώς, μεταξύ άλλων, λόγω τέτοιων διαφορών θα μπορούσε, εάν παρίστατο ανάγκη, να αποδειχθεί κάτι τέτοιο. Πάντως, το ζήτημα αν η μη διαβούλευση με τους εν προκειμένω ενδιαφερομένους σχετικά με τις κατευθυντήριες γραμμές του 2014 μπορεί πράγματι να επηρέασε το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή με την επίδικη απόφαση αφορά την ουσία του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως και του δευτέρου λόγου αναιρέσεως.

92

Τρίτον, όσον αφορά τα επιχειρήματα που εκτίθενται στις σκέψεις 52 και 59 της παρούσας αποφάσεως και στηρίζονται στις προτάσεις της γενικής εισαγγελέα E. Sharpston στην υπόθεση Ισπανία κατά Επιτροπής (C-114/17 P, EU:C:2018:309), αρκεί η επισήμανση ότι, στην απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2018, Ισπανία κατά Επιτροπής (C‑114/17 P, EU:C:2018:753), το Δικαστήριο δεν ακολούθησε την ίδια συλλογιστική με αυτή που προτείνεται στις προτάσεις αυτές.

93

Τέταρτον και τελευταίον, όσον αφορά το επιχείρημα που εκτέθηκε στη σκέψη 53 της παρούσας αποφάσεως και το οποίο αντλείται από την πρόσκληση που έγινε στο πλαίσιο άλλων διαδικασιών στα κράτη μέλη και στους αερολιμένες που ήσαν δικαιούχοι ενισχύσεως να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους, πρέπει να επισημανθεί ότι, όπως παρατήρησε ο γενικός εισαγγελέας, κατ’ ουσίαν, στο σημείο 54 των προτάσεών του, η περίσταση, ακόμη και αν θεωρηθεί αποδεδειγμένη, ότι η Επιτροπή σεβάστηκε τα διαδικαστικά δικαιώματα των ενδιαφερομένων, όπως περιγράφονται στη σκέψη 79 της παρούσας αποφάσεως, στο πλαίσιο των 23 διαδικασιών στις οποίες αναφέρονται ο Δήμος της Gdynia και η εταιρία PLGK, δεν αναιρεί επ’ ουδενί τα συμπεράσματα που εκτέθηκαν στη σκέψη 82 της παρούσας αποφάσεως, από την οποία προκύπτει ότι το δικαίωμα που προβάλλουν ο Δήμος της Gdynia και η εταιρία PLGK στο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως δεν έχει τον χαρακτήρα ουσιώδους τύπου, η απλή και μόνον παράβαση του οποίου συνεπάγεται την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως.

94

Κατά συνέπεια, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτό.

95

Εντούτοις, όπως προκύπτει από τη σκέψη 82 της παρούσας αποφάσεως, τα σφάλματα που διαπιστώθηκαν στις σκέψεις 82 έως 86 της αποφάσεως αυτής μπορούν να επιφέρουν την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά το μέτρο που το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την επίδικη απόφαση, μόνο στην περίπτωση που οι διατάξεις των κατευθυντηρίων γραμμών του 2014 στις οποίες στηρίχθηκε η Επιτροπή με την απόφαση αυτή δεν ήσαν πράγματι ικανές να μεταβάλουν το περιεχόμενο της εν λόγω αποφάσεως. Όπως, όμως, προκύπτει από τη σκέψη 91 της παρούσας αποφάσεως, το ζήτημα αν αυτό συμβαίνει αφορά την ουσία του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως και του δευτέρου λόγου αναιρέσεως.

96

Επομένως, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως και ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να εξετασθούν από κοινού.

Επί του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως και επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

– Επιχειρήματα των διαδίκων επί του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως

97

Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, στις σκέψεις 71 έως 89 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένως τη νομολογία που απορρέει από την απόφαση της 8ης Μαΐου 2008, Ferriere Nord κατά Επιτροπής (C-49/05 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2008:259), κρίνοντας ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε παράβαση ουσιώδους τύπου, εν προκειμένω, καθόσον δεν παρέσχε στον Δήμο της Gdynia και στην εταιρία PLGK τη δυνατότητα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί των κατευθυντηρίων γραμμών του 2014.

98

Ο Δήμος της Gdynia και η εταιρία PLGK προβάλλουν ότι η Επιτροπή κακώς διατείνεται ότι η απόφασή της σχετικά με τη συμβατότητα του μέτρου ενισχύσεως προς την εσωτερική αγορά δεν στηριζόταν στις κατευθυντήριες γραμμές του 2014. Όπως κατέδειξε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 84 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή αναφέρθηκε ρητώς στις κατευθυντήριες γραμμές του 2014 στις αιτιολογικές σκέψεις 245 και 246 της επίδικης αποφάσεως στο πλαίσιο της εκ μέρους της εκτιμήσεως της συμβατότητας της ενισχύσεως λειτουργίας προς την εσωτερική αγορά.

99

Επιπλέον, αντιθέτως προς την απόφαση της 8ης Μαΐου 2008, Ferriere Nord κατά Επιτροπής (C-49/05 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2008:259), η Επιτροπή δεν μπορεί να ισχυρίζεται, εν προκειμένω, ότι οι αρχές και τα κριτήρια εκτιμήσεως που περιλαμβάνονται στις κατευθυντήριες γραμμές του 2014 ήσαν κατ’ ουσίαν πανομοιότυπα με εκείνα που προβλέπονταν στο προηγούμενο νομικό καθεστώς.

100

Ο Δήμος της Gdynia και η εταιρία PLGK αμφισβητούν το επιχείρημα της Επιτροπής κατά το οποίο το Γενικό Δικαστήριο ακολούθησε μια αμιγώς τυπολατρική προσέγγιση, επισημαίνοντας στη σκέψη 73 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι στο πλαίσιο, αφενός, της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας και της αποφάσεως 2014/883 και, αφετέρου, της επίδικης αποφάσεως, η Επιτροπή στηρίχθηκε σε διαφορετικές διατάξεις της Συνθήκης για την ανάλυση της συμβατότητας της ενισχύσεως λειτουργίας προς την εσωτερική αγορά. Κατά την άποψή τους, ο θεμελιωδώς διαφορετικός χαρακτήρας των κατευθυντηρίων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα και των κατευθυντηρίων γραμμών του 2014 οφείλεται, αφενός, στο γεγονός ότι οι πρώτες αφορούν ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα ενώ οι δεύτερες τομεακές ενισχύσεις και, αφετέρου, σε πολλά επιχειρήματα που εξέθεσε το Γενικό Δικαστήριο με τις σκέψεις 67 έως 78 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

101

Επομένως, κατά τον Δήμο της Gdynia και την εταιρία PLGK, τίποτε δεν μπορεί να δικαιολογήσει τον ισχυρισμό ότι η απόφαση της 8ης Μαΐου 2008, Ferriere Nord κατά Επιτροπής (C-49/05 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2008:259), απαλλάσσει την Επιτροπή από την υποχρέωση διαβουλεύσεως με τους ενδιαφερομένους οσάκις θεωρεί ότι η εν λόγω διαβούλευση δεν μπορεί να μεταβάλει την απόφασή της. Το δικαίωμα των ενδιαφερομένων να είναι σε θέση να υποβάλουν παρατηρήσεις έχει, εν προκειμένω, τον χαρακτήρα ουσιώδους τύπου, η παράβαση του οποίου, διαπιστωθείσα εν προκειμένω, συνεπάγεται την ακύρωση της πλημμελούς πράξεως, χωρίς να είναι αναγκαίο να αποδειχθεί ότι η διοικητική διαδικασία θα είχε ενδεχομένως καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα.

102

Η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν λαμβάνει υπόψη τη λεπτομερή ανάλυση του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με τις ουσιώδεις τροποποιήσεις που επέφεραν οι κατευθυντήριες γραμμές του 2014. Το γεγονός ότι οι τελευταίες διαφέρουν κατ’ ουσίαν από το προηγούμενο νομικό καθεστώς προκύπτει από το επιχείρημα της Επιτροπής ότι αυτή απλώς εφάρμοσε το πρώτο κριτήριο του σημείου 113 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014. Επιπλέον, το κριτήριο που συνίσταται στη διευκόλυνση της περιφερειακής αναπτύξεως, το οποίο περιλαμβάνεται στις κατευθυντήριες γραμμές του 2014, ερμηνεύεται διαφορετικά από ό,τι το κριτήριο της συμβολής στην περιφερειακή ανάπτυξη που προβλέπουν οι κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα.

103

Η Δημοκρατία της Πολωνίας δεν μπορεί επίσης να δεχθεί την άποψη της Επιτροπής ότι είναι άνευ σημασίας το γεγονός ότι οι κατευθυντήριες γραμμές του 2014 εκδόθηκαν κατ’ εφαρμογήν διατάξεως της Συνθήκης, ήτοι του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ, διαφορετικής αυτής κατ’ εφαρμογήν της οποίας εκδόθηκε η ανακοίνωσή της με τίτλο «Κοινοτικές κατευθύνσεις για τη χρηματοδότηση των αερολιμένων και τις κρατικές ενισχύσεις σε αεροπορικές εταιρείες για την έναρξη νέων γραμμών με αναχώρηση από περιφερειακούς αερολιμένες» (ΕΕ 2005, C 312, σ. 1, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές του 2005), ήτοι του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ. Μολονότι οι δύο αυτές διατάξεις της Συνθήκης έχουν ως κοινό σημείο ότι επιτρέπουν την έγκριση ενισχύσεων για την ανάπτυξη ορισμένων περιοχών, εντούτοις καθορίζουν διαφορετικές συμπληρωματικές προϋποθέσεις συμβατότητας της ενισχύσεως, απαιτώντας, όπως προβλέπει ιδίως το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ, η χορηγηθείσα ενίσχυση να μην αλλοιώνει τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που θα αντέκειτο προς το κοινό συμφέρον. Συμφώνως προς τις παραγράφους 131 και 132 των κατευθυντήριων γραμμών του 2014, κατά την αξιολόγηση της συμβατότητας των ενισχύσεων λειτουργίας, η Επιτροπή θα λαμβάνει υπόψη τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και τις επιπτώσεις στο εμπόριο.

104

Τούτο σημαίνει ότι, πριν από την έκδοση της επίδικης αποφάσεως, η Επιτροπή όφειλε να παράσχει στη Δημοκρατία της Πολωνίας τη δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις της επί του ζητήματος του περιορισμού των υπέρμετρων στρεβλώσεων του ανταγωνισμού, υποχρέωση η οποία θεσπίστηκε με τις κατευθυντήριες γραμμές του 2014. Τούτο καταδεικνύει τόσο τον ουσιώδη χαρακτήρα των τροποποιήσεων που επέφεραν οι κατευθυντήριες αυτές γραμμές όσο και το γεγονός ότι η εκτίμηση που περιέχεται στην επίδικη απόφαση θα μπορούσε να είναι διαφορετική αν η Επιτροπή είχε παράσχει στη Δημοκρατία της Πολωνίας τη δυνατότητα να υποβάλει παρατηρήσεις.

– Επιχειρήματα των διαδίκων επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

105

Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο κακώς έκρινε, στη σκέψη 89 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η επίδικη απόφαση είναι παράνομη, στηριζόμενο στην εσφαλμένη ερμηνεία της αποφάσεως αυτής και της αποφάσεως 2014/883, η οποία εκτίθεται στις σκέψεις 84 έως 87 της ως άνω αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, παραμορφώνοντας ως εκ τούτου τις δύο αυτές αποφάσεις. Η Επιτροπή αμφισβητεί, εξάλλου, την ορθότητα των επιχειρημάτων του Δήμου της Gdynia και της εταιρίας PLGK με τα οποία επιχειρείται να αποδειχθεί ότι ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι αλυσιτελής και απαράδεκτος.

106

Ο Δήμος της Gdynia και η εταιρία PLGK θεωρούν ότι ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος, καθόσον αφορά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και καθόσον η Επιτροπή δεν απέδειξε, όπως προκύπτει από τα επιχειρήματα που προέβαλαν ο Δήμος της Gdynia και η εταιρία PLGK επί της ουσίας του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, ότι, με την εκ μέρους του εκτίμηση των στοιχείων αυτών, το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε την επίδικη απόφαση. Ειδικότερα, η Επιτροπή δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι, στο μέτρο που αφορούν την επίδικη απόφαση και την απόφαση 2014/883, οι σκέψεις 84 έως 87 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά των οποίων βάλλει η Επιτροπή στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, διευκρινίζουν διάφορα σημεία των αποφάσεων αυτών, ήτοι τα σημεία 196, 197, 198 έως 202, 245 και 246 της επίδικης αποφάσεως, καθώς και τα σημεία 227 και 228 της αποφάσεως 2014/883, που αφορούν πραγματικές διαπιστώσεις και όχι ζητήματα ερμηνείας του δικαίου.

107

Ο Δήμος της Gdynia και η εταιρία PLGK προσθέτουν ότι το επιχείρημα που περιλαμβάνεται στο υπόμνημα απαντήσεως, με το οποίο η Επιτροπή επιχειρεί να αποδείξει το παραδεκτό του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, είναι απαράδεκτο, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν αναφέρει σαφώς το χωρίο του υπομνήματος αντικρούσεως στο οποίο αναφέρεται στη συνάφεια αυτή.

108

Ο Δήμος της Gdynia και η εταιρία PLGK υποστηρίζουν ότι ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι επίσης αλυσιτελής. Ειδικότερα, οι αιτιολογίες τις οποίες παρέθεσε το Γενικό Δικαστήριο προς στήριξη της ακυρώσεως της επίδικης αποφάσεως περιλαμβάνονται στις σκέψεις 62 έως 79 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Η δε υπό κρίση αιτίαση της Επιτροπής αφορά τις σκέψεις 84 έως 87 της αποφάσεως αυτής, ήτοι εκτιμήσεις που διατύπωσε το Γενικό Δικαστήριο μόνον επικουρικώς, σε απάντηση των λοιπών επιχειρημάτων της Επιτροπής. Τούτο προκύπτει από τη σκέψη 80 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία «[τ]α λοιπά επιχειρήματα της Επιτροπής δεν μπορούν να ανατρέψουν τις διαπιστώσεις αυτές». Συναφώς, η Επιτροπή περιορίζεται να επισημάνει τη διαφωνία της με την ερμηνεία των όρων αυτών στην οποία προέβησαν ο Δήμος της Gdynia και η εταιρία PLGK.

109

Ο Δήμος της Gdynia και η εταιρία PLGK φρονούν ότι η πρώτη περίοδος της σκέψεως 89 μπορεί να ερμηνευθεί μόνον ως επιβεβαίωση του ότι τα επιχειρήματα της Επιτροπής, τα οποία παραθέτει το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 81 έως 88 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ουδόλως επηρεάζουν τη διαπίστωση ότι η απόφαση της Επιτροπής πρέπει να ακυρωθεί βάσει των επιχειρημάτων που εκτίθενται στις σκέψεις 62 έως 79 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Επιπλέον, φρονούν ότι η πρώτη περίοδος της σκέψεως 89 της εν λόγω αποφάσεως απηχεί πλήρως τη διάκριση που γίνεται στη σκέψη 80 της ίδιας αποφάσεως.

110

Ο Δήμος της Gdynia και η εταιρία PLGK υποστηρίζουν ότι ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι, εν πάση περιπτώσει, αβάσιμος. Η Επιτροπή φαίνεται να υποστηρίζει ότι το συμπέρασμα που διατυπώνεται στην αιτιολογική σκέψη 244 της επίδικης αποφάσεως συνιστά αυτοτελή νομική βάση η οποία χρησίμευσε για τη διαπίστωση της ασυμβατότητας της ενισχύσεως λειτουργίας με την εσωτερική αγορά, λόγω της εκφράσεως «εγγενώς» που υπάρχει στην εν λόγω αιτιολογική σκέψη. Η χρήση όμως της διατυπώσεως αυτής θα μπορούσε, στην καλύτερη περίπτωση, να θεωρηθεί ως ένας τρόπος αναπτύξεως της συλλογιστικής που περιέχεται στην απόφαση αυτή και όχι ως λόγος για τη θεμελίωση της συμβατότητας της κρατικής ενισχύσεως με την εσωτερική αγορά. Οι διατάξεις της Συνθήκης συνιστούν μια τέτοια νομική βάση, πράγμα που το Γενικό Δικαστήριο συνόψισε στην τελευταία περίοδο της σκέψεως 87 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

111

Επιπλέον, το επιχείρημα της Επιτροπής επ’ αυτού δεν βρίσκει έρεισμα στο γράμμα της εν λόγω αιτιολογικής σκέψεως. Εξάλλου, από τη σκέψη 87 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η εκτίμηση της Επιτροπής πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ και των κατευθυντηρίων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα, όσον αφορά την απόφαση 2014/883, και στο πλαίσιο του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ και των κατευθυντηρίων γραμμών του 2014, όσον αφορά την επίδικη απόφαση. Επομένως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, η διαπίστωση περί ασυμβατότητας της ενισχύσεως λειτουργίας με την εσωτερική αγορά δεν στηρίζεται στη γενική απαγόρευση των κρατικών ενισχύσεων του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

112

Η Επιτροπή προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι έκρινε, με τη σκέψη 84 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το συμπέρασμα ότι δεν μπορεί να χορηγηθεί ενίσχυση λειτουργίας για ανύπαρκτη αερολιμενική υποδομή απορρέει από την εφαρμογή των κατευθυντηρίων γραμμών του 2014. Η ερμηνεία όμως αυτή της εν λόγω σκέψεως 84 είναι εσφαλμένη, λαμβανομένου υπόψη του γράμματός της.

113

Η Επιτροπή φαίνεται επίσης να διατείνεται, μολονότι τούτο δεν προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 244 και 245 της επίδικης αποφάσεως, ότι η αυτοτέλεια του συμπεράσματος ότι η ενίσχυση λειτουργίας είναι ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά, καθόσον η ίδια η επενδυτική ενίσχυση είναι ασυμβίβαστη με την αγορά αυτή, απορρέει από το γεγονός ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 107, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ. Εντούτοις, θεωρεί ότι η μη τήρηση των προϋποθέσεων αυτών έπρεπε να ερμηνευθεί εν προκειμένω ως το αποτέλεσμα της μη συμμορφώσεως προς τις κατευθυντήριες γραμμές του 2014.

114

Επομένως, η Επιτροπή αντιφάσκει και αναγνωρίζει ότι η εκτίμηση της ενισχύσεως λειτουργίας στηριζόταν κατ’ ουσίαν στις κατευθυντήριες γραμμές του 2014. Επομένως, είναι αβάσιμος ο κύριος ισχυρισμός ότι η παροχή στους εν προκειμένω ενδιαφερομένους της δυνατότητας να διατυπώσουν την άποψή τους σχετικά με τις κατευθυντήριες γραμμές του 2014 όσον αφορά την ενίσχυση λειτουργίας δεν θα είχε επίπτωση στο περιεχόμενο της επίδικης αποφάσεως.

115

Η Δημοκρατία της Πολωνίας υποστηρίζει ότι ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος. Στο μέτρο που η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η επίδικη απόφαση θα είχε το ίδιο περιεχόμενο αν είχε δοθεί η δυνατότητα στους εν προκειμένω ενδιαφερομένους να υποβάλουν παρατηρήσεις, η Επιτροπή δεν μπορεί να προδικάσει το περιεχόμενο των παρατηρήσεων που θα μπορούσαν να υποβάλουν οι εν λόγω ενδιαφερόμενοι αν είχαν τη σχετική δυνατότητα.

116

Στις αιτιολογικές σκέψεις 196 και 197 της επίδικης αποφάσεως, η Επιτροπή ανέφερε ότι θα εφάρμοζε, εν προκειμένω, τις αρχές που διατυπώνονται στις κατευθυντήριες γραμμές του 2014 όσον αφορά τις λειτουργικές ενισχύσεις. Στην αιτιολογική σκέψη 245 της επίδικης αποφάσεως, η Επιτροπή αναφέρθηκε επίσης ρητώς στις κατευθυντήριες γραμμές του 2014, επισημαίνοντας ότι το γεγονός ότι η ενίσχυση λειτουργίας ήταν ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά, διότι η ίδια η επενδυτική ενίσχυση ήταν ασυμβίβαστη με την εν λόγω αγορά, ήταν εξίσου κρίσιμο στο πλαίσιο των κατευθυντήριων γραμμών του 2014. Εξάλλου, όπως παρατήρησε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 84 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εφάρμοσε το πρώτο κριτήριο των κατευθυντηρίων γραμμών του 2014 στην αιτιολογική σκέψη 246 της επίδικης αποφάσεως, ενώ, με την αίτησή της αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστήριξε ότι εφάρμοσε μόνον το κριτήριο του σημείου 113, στοιχείο αʹ, των κατευθυντηρίων γραμμών του 2014.

117

Επομένως, η Δημοκρατία της Πολωνίας φρονεί ότι ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως, καθόσον στηρίζεται σε μια δήθεν διττή νομική βάση της εκτιμήσεως της Επιτροπής, είναι αβάσιμος και αντιφάσκει προς τους προηγούμενους ισχυρισμούς της Επιτροπής, οι οποίοι περιλαμβάνονται τόσο στην επίδικη απόφαση όσο και στην αίτησή της αναιρέσεως.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

– Επί του παραδεκτού του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

118

Όσον αφορά το απαράδεκτο που προέβαλαν ο Δήμος της Gdynia και η εταιρία PLGK σχετικά με την επιχειρηματολογία που ανέπτυξε η Επιτροπή με το υπόμνημά της απαντήσεως προς απόδειξη του παραδεκτού του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, αρκεί η επισήμανση ότι, έστω και αν, στο πλαίσιο της επιχειρηματολογίας αυτής, η Επιτροπή παρέπεμψε εσφαλμένως στα σημεία 35 και 36 του υπομνήματος αντικρούσεως του Δήμου της Gdynia και της εταιρίας PLGK αντί να παραπέμψει στα σημεία 34 και 35 του υπομνήματος αυτού, εντούτοις μια τέτοια ανακρίβεια δεν έχει ως αποτέλεσμα να εμποδίσει ούτε τους λοιπούς διαδίκους της αναιρετικής διαδικασίας να εντοπίσουν τα στοιχεία που παρατίθενται στο εν λόγω υπόμνημα και στα οποία η Επιτροπή επιθυμεί να απαντήσει ούτε το Δικαστήριο να αποφανθεί επί του ζητήματος αυτού. Επομένως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η επιχειρηματολογία της Επιτροπής είναι τόσο ασαφής ώστε να πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη.

119

Επομένως, το επιχείρημα που εκτίθεται στη σκέψη 107 της παρούσας αποφάσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

120

Όσον αφορά την επιχειρηματολογία που εκτίθεται στη σκέψη 106 της παρούσας αποφάσεως, αντιθέτως προς ό,τι υπαινίσσονται ο Δήμος της Gdynia και η εταιρία PLGK, η Επιτροπή δεν αμφισβητεί απλώς, στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εκτίμηση των πραγματικών διαπιστώσεων που περιλαμβάνονται στην απόφαση 2014/883 και στην επίδικη απόφαση, αλλά υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένως τις αποφάσεις αυτές, μη αναγνωρίζοντας ότι η διαπίστωση της ασυμβατότητας της ενισχύσεως λειτουργίας προς την εσωτερική αγορά σε καθεμία από τις αποφάσεις αυτές στηρίζεται σε νομική βάση η οποία, στην περίπτωση της αποφάσεως 2014/883, είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη των κατευθυντηρίων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα και, στην περίπτωση της επίδικης αποφάσεως, είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη των κατευθυντηρίων γραμμών του 2014.

121

Πάντως, το ζήτημα αν το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένως τις εν λόγω αποφάσεις κατά τον τρόπο που εκτίθεται στην προηγούμενη σκέψη συνιστά νομικό ζήτημα το οποίο παραδεκτώς προβάλλεται κατ’ αναίρεση, ενώ, όπως προκύπτει από την ίδια την επιχειρηματολογία του Δήμου της Gdynia και της εταιρίας PLGK, το ζήτημα αν η Επιτροπή κατόρθωσε να αποδείξει τον εσφαλμένο χαρακτήρα των ερμηνειών αυτών στο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως αφορά την ουσία του δεύτερου λόγου αναιρέσεως.

122

Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να κριθεί παραδεκτός.

– Επί της ουσίας

123

Προκαταρκτικώς, όσον αφορά την επιχειρηματολογία που προέβαλαν ο Δήμος της Gdynia και η εταιρία PLGK, σύμφωνα με την οποία ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι αλυσιτελής, αρκεί η επισήμανση ότι, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο, αφού δέχθηκε ότι το δικαίωμα των ενδιαφερομένων να υποβάλουν παρατηρήσεις υπό περιστάσεις όπως αυτές της υπό κρίση υποθέσεως έχει τον χαρακτήρα ουσιώδους τύπου, η απλή και μόνον παράβαση του οποίου συνεπάγεται την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως και ότι δεν μπορούσε να προδικασθεί το περιεχόμενο των παρατηρήσεων αυτών, λαμβανομένων υπόψη των τροποποιήσεων που επέφερε το νέο νομικό καθεστώς, απέρριψε, εν πάση περιπτώσει, την επιχειρηματολογία της Επιτροπής με την οποία αυτή επιχείρησε να αποδείξει ότι οι διατάξεις των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 στις οποίες στηρίχθηκε στην επίδικη απόφαση δεν μπορούσαν να επηρεάσουν το περιεχόμενο της εν λόγω αποφάσεως. Λαμβανομένων υπόψη των τελευταίων αυτών αιτιολογιών που ανέπτυξε το Γενικό Δικαστήριο, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως δεν μπορεί να κριθεί αλυσιτελής στο σύνολό του.

124

Όσον αφορά το βάσιμο του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως και το βάσιμο του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, κατ’ αρχάς, η Επιτροπή προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι διεύρυνε, ως μη έδει, το αντικείμενο της προσφυγής, στο τελευταίο μέρος της σκέψεως 86 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον επισήμανε ότι «η απόφαση 2014/883 ανακλήθηκε και ότι το ζήτημα δεν είναι τόσο εάν οι ενδιαφερόμενοι ήσαν σε θέση να υποβάλουν παρατηρήσεις σε σχέση με την απόφαση αυτή, αλλά εάν ήσαν σε θέση να το πράξουν στο πλαίσιο της επίσημης διαδικασίας έρευνας. Πάντως, στην απόφαση κινήσεως της διαδικασίας, η Επιτροπή περιορίστηκε στην επισήμανση ότι, κατ’ αρχήν, μια ενίσχυση λειτουργίας είναι ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά, εκτός και εάν πληροί τα κριτήρια των κατευθυντηρίων γραμμών για τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα».

125

Συναφώς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, με τις διαπιστώσεις αυτές, η πρόθεση του Γενικού Δικαστηρίου ήταν να θεωρήσει ότι το ζήτημα που ετέθη με την προσφυγή ήταν αν οι ενδιαφερόμενοι κλήθηκαν να υποβάλουν παρατηρήσεις στο πλαίσιο της επίσημης διαδικασίας έρευνας σχετικά με τη διαπίστωση ότι η ενίσχυση λειτουργίας είναι ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά, στο μέτρο που η ίδια η επενδυτική ενίσχυση είναι ασυμβίβαστη με την αγορά αυτή.

126

Εντούτοις, ακόμη και αν υποτεθεί ότι πρόθεση του Γενικού Δικαστηρίου ήταν να καθορίσει με τον τρόπο αυτό το ζήτημα που ανέκυψε στο πλαίσιο της διαφοράς της οποίας είχε επιληφθεί, εντούτοις το ζήτημα που πράγματι εξέτασε το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 63 έως 85, 87 και 88 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αφορούσε τη μη διαβούλευση με τους ενδιαφερομένους σχετικά με τις κατευθυντήριες γραμμές του 2014 πριν από την έκδοση της επίδικης αποφάσεως, ανεξαρτήτως της επίσημης διαδικασίας έρευνας.

127

Συγκεκριμένα, όσον αφορά το επιχείρημα που προβλήθηκε πρωτοδίκως, κατά το οποίο η Επιτροπή όφειλε να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας πριν εκδώσει την επίδικη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε, στη σκέψη 62 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, κατά τη νομολογία, η διαδικασία αντικαταστάσεως παράνομης πράξεως μπορεί να συνεχισθεί από το σημείο ακριβώς στο οποίο εμφιλοχώρησε το ελάττωμα, χωρίς να υποχρεούται η Επιτροπή να κινήσει εξ υπαρχής τη διαδικασία, ανατρέχοντας σε χρόνο προγενέστερο του εν λόγω σημείου και ότι η νομολογία αυτή σχετικά με την αντικατάσταση πράξεως ακυρωθείσας από τον δικαστή της Ένωσης ισχύει επίσης σε περίπτωση ανακλήσεως και αντικαταστάσεως παράνομης πράξεως από τον συντάκτη της, χωρίς να έχει προηγηθεί δικαστική ακύρωση της πράξεως αυτής. Στη σκέψη 63 της αποφάσεως αυτής, το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε ότι το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούται να κινήσει εξ υπαρχής τη διαδικασία, ανατρέχοντας σε χρόνο προγενέστερο του συγκεκριμένου σημείου στο οποίο διεπράχθη η παρανομία, δεν σημαίνει εντούτοις ότι δεν υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να παράσχει στους ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να υποβάλουν παρατηρήσεις πριν από την έκδοση νέας αποφάσεως.

128

Επιπλέον, από τις σκέψεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως που μνημονεύονται στην προηγούμενη σκέψη, καθώς και από τις σκέψεις 89 και 91 της ίδιας αποφάσεως προκύπτει ότι, αντιθέτως προς όσα υποστήριξαν ο Δήμος της Gdynia και η εταιρία PLGK κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, προκειμένου να ακυρώσει με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση την επίδικη απόφαση το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε στην εκ μέρους της Επιτροπής παράβαση της υποχρεώσεώς της να παράσχει στους ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να διατυπώσουν τις απόψεις τους επί των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 πριν από την έκδοση της επίδικης αποφάσεως.

129

Επομένως, δεδομένου ότι το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το Γενικό Δικαστήριο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση στηρίχθηκε στην παράβαση αυτή και όχι στο αν οι ενδιαφερόμενοι είχαν τη δυνατότητα να διατυπώσουν τις απόψεις τους στο πλαίσιο της επίσημης διαδικασίας έρευνας, το σχετικό επιχείρημα της Επιτροπής είναι αλυσιτελές.

130

Εν συνεχεία, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η Επιτροπή δεν αμφισβητεί ότι, με την επίδικη απόφαση, εφάρμοσε τις κατευθυντήριες γραμμές του 2014 προκειμένου να αναλύσει τη συμβατότητα της ενισχύσεως λειτουργίας με την εσωτερική αγορά.

131

Αντιθέτως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, απορρίπτοντας την επιχειρηματολογία της ότι οι διατάξεις των κατευθυντηρίων γραμμών του 2014, τις οποίες πράγματι εφάρμοσε με την επίδικη απόφαση, κατ’ αποτέλεσμα δεν μετέβαλαν το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε με την απόφαση αυτή, ήτοι ότι η ενίσχυση λειτουργίας δεν είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά, το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 81 της παρούσας αποφάσεως και παραμόρφωσε το περιεχόμενο της επίδικης αποφάσεως.

132

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 81 της παρούσας αποφάσεως, σε μια περίπτωση όπως η επίδικη στην υπό κρίση υπόθεση, ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί να περιορίζεται στον εντοπισμό των τροποποιήσεων που επέφερε ένα νέο νομικό καθεστώς προκειμένου να δικαιολογήσει την ακύρωση αποφάσεως της Επιτροπής η οποία το εφαρμόζει, αλλά οφείλει, επιπλέον, να εξακριβώσει αν η μεταβολή νομικού καθεστώτος μπορούσε να επηρεάσει την απόφαση αυτή.

133

Επομένως, ανεξαρτήτως του κατά πόσον οι κατευθυντήριες γραμμές του 2014 επιφέρουν τροποποιήσεις υπό το πρίσμα του προϊσχύσαντος νομικού καθεστώτος και, ειδικότερα, ανεξαρτήτως του εάν οι εκτιμήσεις που εξέθεσε συναφώς το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 72 έως 77 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως θεμελιώνουν, ορθώς κατά νόμον, το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 78 της αποφάσεως αυτής, ήτοι ότι οι τροποποιήσεις αυτές ήσαν ουσιώδεις, πρέπει να εξεταστεί αν το Γενικό Δικαστήριο μπορούσε ορθώς κατά νόμον να απορρίψει την προβληθείσα πρωτοδίκως επιχειρηματολογία της Επιτροπής για την όποια έγινε λόγος στη σκέψη 131 της παρούσας αποφάσεως, για λόγους διαφορετικούς από αυτούς οι οποίοι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 82 έως 86 της παρούσας αποφάσεως, κακώς έγιναν δεκτοί από το Γενικό Δικαστήριο.

134

Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, το Γενικό Δικαστήριο περιορίστηκε, κατ’ ουσίαν, αφενός, να εκθέσει, και δη στις σκέψεις 69, 71 έως 78 και 88 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, σε ποιο βαθμό το νομικό καθεστώς που εφαρμόστηκε με την επίδικη απόφαση ήταν διαφορετικό από εκείνο που εφαρμόστηκε με την απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας και με την απόφαση 2014/883 και, αφετέρου, και δη στις σκέψεις 69, 71, 78 και 84 της αποφάσεως αυτής, να τονίσει ότι η Επιτροπή εφάρμοσε πράγματι τις κατευθυντήριες γραμμές του 2014 με την επίδικη απόφαση και, επομένως, εφάρμοσε νέες διατάξεις σε σχέση προς αυτές επί των οποίων οι ενδιαφερόμενοι είχαν την ευκαιρία να διατυπώσουν τις απόψεις τους.

135

Εντούτοις, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, από τις αιτιολογικές σκέψεις 244 και 245 της επίδικης αποφάσεως προκύπτει ότι η διαπίστωση περί μη συμβατότητας της ενισχύσεως λειτουργίας με την εσωτερική αγορά στηριζόταν, επιπλέον, στο γεγονός ότι η ίδια η επενδυτική ενίσχυση ήταν ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά. Ειδικότερα, παραπέμποντας στην αιτιολογική σκέψη 227 της αποφάσεως 2014/883, η εν λόγω αιτιολογική σκέψη 244 τονίζει ότι «η χορήγηση ενίσχυσης λειτουργίας με σκοπό τη διασφάλιση της λειτουργίας ενός επενδυτικού έργου που επωφελείται από μη συμβιβάσιμη επενδυτική ενίσχυση είναι εγγενώς μη συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά». Η Επιτροπή διευκρίνισε επίσης, στην εν λόγω αιτιολογική σκέψη 244, ότι, «[χ]ωρίς την παροχή της μη συμβιβάσιμης επενδυτικής ενίσχυσης, ο αερολιμένας της Gdynia δεν θα υπήρχε, καθώς χρηματοδοτείται εξ ολοκλήρου από την εν λόγω ενίσχυση, και επενδύσεις λειτουργίας δεν μπορούν να χορηγηθούν για μη υφιστάμενες αερολιμενικές υποδομές».

136

Στην αιτιολογική σκέψη 245 της επίδικης αποφάσεως, η Επιτροπή προσέθεσε ότι «[τ]ο συμπέρασμα αυτό βάσει των κατευθυντήριων γραμμών του 2005 για τις αεροπορικές μεταφορές ισχύει εξίσου βάσει των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 για τις αεροπορικές μεταφορές και αρκεί για να διαπιστωθεί ότι οι ενισχύσεις λειτουργίας που χορηγήθηκαν στον φορέα εκμετάλλευσης του αερολιμένα είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά».

137

Επομένως, από τις αιτιολογικές σκέψεις 244 και 245 της επίδικης αποφάσεως και, ειδικότερα, από τον όρο «εγγενώς», που χρησιμοποιείται στην πρώτη αυτή αιτιολογική σκέψη, καθώς και από τον όρο «αρκεί», που χρησιμοποιείται στη δεύτερη αυτή αιτιολογική σκέψη, προκύπτει ότι η ασυμβατότητα της επενδυτικής ενισχύσεως προς την εσωτερική αγορά στήριζε, από μόνη της, τη διαπίστωση περί της ασυμβατότητας της ενισχύσεως λειτουργίας με την εσωτερική αγορά. Περαιτέρω, δεν αμφισβητείται ότι η Επιτροπή δεν στηρίχθηκε στις κατευθυντήριες γραμμές του 2014 για να καταλήξει, με την επίδικη απόφαση, στο συμπέρασμα της ασυμβατότητας της επενδυτικής ενισχύσεως με την εσωτερική αγορά, δεδομένου ότι ούτε το τελευταίο αυτό συμπέρασμα αμφισβητήθηκε στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως.

138

Βεβαίως, όπως επισημαίνει το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 84 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διευκρίνισε, στην αιτιολογική σκέψη 245 της επίδικης αποφάσεως, ότι το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε στην αιτιολογική σκέψη 244 της αποφάσεως αυτής ισχύει εξίσου στο πλαίσιο των κατευθυντήριων γραμμών του 2014. Εντούτοις, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, μια τέτοια παραπομπή σε αυτές τις κατευθυντήριες γραμμές ουδόλως μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι συνεπάγεται την εκ μέρους της εφαρμογή των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό, αλλά απλώς υπό την έννοια ότι το εν λόγω συμπέρασμα επιβάλλεται ανεξαρτήτως αυτών των κατευθυντήριων γραμμών και, επομένως, δεν μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω από αυτές.

139

Εξάλλου, είναι αληθές ότι, όπως παρατηρεί το Γενικό Δικαστήριο, επίσης στη σκέψη 84 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αμέσως μετά την έκθεση των εκτιμήσεων σχετικά με την αλληλεξάρτηση μεταξύ της διαπιστώσεως περί της ασυμβατότητας της επενδυτικής ενισχύσεως με την εσωτερική αγορά και της διαπιστώσεως περί της ασυμβατότητας της ενισχύσεως λειτουργίας με την εν λόγω αγορά, η Επιτροπή συνέχισε, στις αιτιολογικές σκέψεις 246 και 247 της επίδικης αποφάσεως, την εκτίμησή της περί της συμβατότητας της τελευταίας αυτής ενισχύσεως με την εν λόγω αγορά, επισημαίνοντας ότι η πρώτη προϋπόθεση για τη συμβατότητα των ενισχύσεων με την εσωτερική αγορά, η οποία καθορίζεται στις κατευθυντήριες γραμμές του 2014, δεν πληρούται στην περίπτωση της ενισχύσεως λειτουργίας και ότι, ως εκ τούτου, η ενίσχυση αυτή δεν είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά και για τον λόγο αυτόν.

140

Επιπλέον, από την αιτιολογική σκέψη 254 της επίδικης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε σε δύο νομικές βάσεις προκειμένου να διαπιστώσει την ασυμβατότητα της ενισχύσεως λειτουργίας με την εσωτερική αγορά, ήτοι, πρώτον, στην ασυμβατότητα της επενδυτικής ενισχύσεως με την αγορά αυτήν και, δεύτερον, στο γεγονός ότι η ενίσχυση λειτουργίας καταλήγει απλώς σε διπλασιασμό των υποδομών, μη ανταποκρινόμενη, ως εκ τούτου, σε κάποιον σαφώς οριζόμενο θεμιτό σκοπό γενικού συμφέροντος όπως απαιτεί η πρώτη προϋπόθεση συμβατότητας των κατευθυντηρίων γραμμών του 2014.

141

Εντούτοις, όπως υποστηρίζει κατ’ ουσίαν η Επιτροπή, από την ανάγνωση του συνόλου των αιτιολογικών σκέψεων 244 έως 254 της επίδικης αποφάσεως προκύπτει ότι οι αιτιολογικές σκέψεις της 244 και 245 στήριζαν, από μόνες τους, τη διαπίστωση περί ασυμβατότητας της ενισχύσεως λειτουργίας με την εσωτερική αγορά, ανεξαρτήτως οποιασδήποτε εφαρμογής των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 στην εν λόγω ενίσχυση, δεδομένου ότι η διαπίστωση περί ασυμβατότητας της εν λόγω ενισχύσεως με την εσωτερική αγορά στην επίδικη απόφαση στηριζόταν σε δύο αυτοτελείς νομικές βάσεις. Συναφώς, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι το ίδιο το Γενικό Δικαστήριο αναγνώρισε, στη σκέψη 86 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η εκτίμηση κατά την οποία η ενίσχυση λειτουργίας ήταν ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά στον βαθμό που η ίδια η επενδυτική ενίσχυση ήταν ασυμβίβαστη με την εν λόγω αγορά δεν απορρέει από κάποια προϋπόθεση ρητώς προβλεπόμενη από τις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα ή από τις κατευθυντήριες γραμμές του 2014.

142

Πράγματι, αποτελεί εγγενές στοιχείο της λογικής των διατάξεων της Συνθήκης περί κρατικών ενισχύσεων ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να χρηματοδοτούν έργα τα οποία υφίστανται μόνο χάρη σε ενισχύσεις ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά. Εξ αυτού συνάγεται κατ’ ανάγκην ότι, όπως υποστηρίζει κατ’ ουσίαν η Επιτροπή, το συμπέρασμα στο οποίο αυτή κατέληξε με την επίδικη απόφαση δεν μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω από οποιαδήποτε εφαρμογή των κατευθυντηρίων γραμμών του 2014 στην ενίσχυση λειτουργίας, δεδομένου ότι η εκτίμηση της συμβατότητας της τελευταίας αυτής ενισχύσεως με την εσωτερική αγορά δεν μπορεί να μη λάβει υπόψη το έργο για το οποίο προορίζεται η εν λόγω ενίσχυση.

143

Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, βεβαίως, στη σκέψη 85 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η επίδικη απόφαση περιέχει τουλάχιστον μία ανακρίβεια όσον αφορά το νομικό πλαίσιο στο οποίο στηριζόταν η διαπίστωση της Επιτροπής ότι η ενίσχυση λειτουργίας ήταν ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά στο μέτρο που η ίδια η επενδυτική ενίσχυση ήταν ασυμβίβαστη με την αγορά αυτή. Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο παρατήρησε ότι η Επιτροπή είχε επισημάνει, στην αιτιολογική σκέψη 245 της επίδικης αποφάσεως, ότι, στην απόφαση 2014/883, η διαπίστωση αυτή είχε αντληθεί σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές του 2005, ενώ από τις αιτιολογικές σκέψεις 227 και 228 της αποφάσεως 2014/883 προκύπτει ότι η σχετική εκτίμηση της Επιτροπής είχε πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα και επί τη βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ.

144

Το Γενικό Δικαστήριο υπογράμμισε επίσης, στην εν λόγω σκέψη 85, ότι η διαπίστωση της Επιτροπής ότι η ενίσχυση λειτουργίας ήταν ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά στο μέτρο που η ίδια η επενδυτική ενίσχυση ήταν ασυμβίβαστη με την εν λόγω αγορά, είχε διατυπωθεί επαλλήλως στην απόφαση 2014/883 και είχε προηγηθεί του συμπεράσματος το οποίο εκτίθεται στην αιτιολογική σκέψη 228 της αποφάσεως αυτής ότι η ενίσχυση λειτουργίας δεν πληροί τα κριτήρια που προβλέπουν οι κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα.

145

Εντούτοις, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν προκύπτει και, επιπλέον, δεν αποδείχθηκε στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως για ποιο λόγο μια τέτοια ανακρίβεια θα μπορούσε να επηρεάσει την ερμηνεία που πρέπει να δοθεί στην επίδικη απόφαση, ιδίως καθόσον η διαπίστωση που εκτίθεται στη σκέψη 143 της παρούσας αποφάσεως πρέπει να θεωρηθεί ότι απορρέει από μια νομική βάση αυτοτελή και ανεξάρτητη των κατευθυντηρίων γραμμών του 2014.

146

Όσον αφορά τον επάλληλο χαρακτήρα της διαπιστώσεως αυτής, όπως παρατίθεται στην απόφαση 2014/883, το γεγονός ότι προβλήθηκε επικουρικώς από την Επιτροπή ουδόλως αναιρεί τον αυτοτελή χαρακτήρα της προκειμένου να στηρίξει, στην απόφαση αυτή, το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι η ενίσχυση λειτουργίας είναι ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά. Πράγματι, η αυτοτέλεια της εν λόγω διαπιστώσεως από την άποψη αυτή προκύπτει, αφενός, από τον όρο «εγγενώς», που χρησιμοποιείται στην αιτιολογική σκέψη 227 της εν λόγω αποφάσεως, και, αφετέρου, από το γεγονός ότι η διαπίστωση αυτή είναι σύμφυτη προς την ίδια τη λογική των διατάξεων της Συνθήκης περί κρατικών ενισχύσεων, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 142 της παρούσας αποφάσεως όσον αφορά την ανάλογη διαπίστωση που περιέχεται στην επίδικη απόφαση.

147

Ομοίως, όπως υποστηρίζει κατ’ ουσίαν η Επιτροπή, το γεγονός ότι περιέλαβε τη διαπίστωση αυτή στην αιτιολογική σκέψη 227 της αποφάσεως 2014/883 και, επομένως, πριν από το συμπέρασμά της, στην αιτιολογική σκέψη 228 της αποφάσεως αυτής, ότι η ενίσχυση λειτουργίας δεν πληροί τα κριτήρια που προβλέπονται στις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα, απορρέει από επιλογή διατυπώσεως η οποία δεν μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση την ερμηνεία της εν λόγω αποφάσεως όπως αυτή εκτίθεται στην προηγούμενη σκέψη.

148

Επιπλέον, στο μέτρο που το Γενικό Δικαστήριο τονίζει, στις σκέψεις 81, 87 και 88 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή, για την εκτίμηση της συμβατότητας της ενισχύσεως λειτουργίας με την εσωτερική αγορά, εφάρμοσε, στην απόφαση 2014/883, τις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα, οι οποίες θέτουν σε εφαρμογή το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ, ενώ, στην επίδικη απόφαση, η Επιτροπή εφάρμοσε τις κατευθυντήριες γραμμές του 2014, οι οποίες θέτουν σε εφαρμογή διαφορετική διάταξη της Συνθήκης, ήτοι το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ, αρκεί να επισημανθεί ότι, όπως ισχυρίζεται η Επιτροπή, η περίσταση αυτή δεν επηρεάζει ούτε την ερμηνεία της επίδικης αποφάσεως, σύμφωνα με την οποία η διαπίστωση της ασυμβατότητας της ενισχύσεως λειτουργίας με την εσωτερική αγορά στην τελευταία αυτή απόφαση στηρίζεται σε νομική βάση η οποία είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη των κατευθυντήριων γραμμών του 2014, ούτε το γεγονός ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 142 της παρούσας αποφάσεως, αυτή η νομική βάση παραμένει έγκυρη ανεξάρτητα από την ενδεχόμενη εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών του 2014.

149

Το Γενικό Δικαστήριο υπογράμμισε επίσης, στη σκέψη 87 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το επιχείρημα που προβλήθηκε πρωτοδίκως από την Επιτροπή και στηρίζεται στο γεγονός ότι η διαπίστωση ότι η ενίσχυση λειτουργίας ήταν ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά στο μέτρο που η ίδια η επενδυτική ενίσχυση ήταν ασυμβίβαστη με την εν λόγω αγορά ερείδεται επί αυτοτελούς νομικής βάσεως που απορρέει από τη Συνθήκη δεν βρίσκει έρεισμα στο κείμενο της αποφάσεως 2014/883 ή της επίδικης αποφάσεως.

150

Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, μολονότι η αιτιολογία που παρατίθεται στις αιτιολογικές σκέψεις 244 και 245 της επίδικης αποφάσεως είναι συνοπτική, εντούτοις από αυτή προκύπτει με σαφήνεια ότι μια ενίσχυση λειτουργίας δεν μπορεί να θεωρηθεί συμβατή με τους κανόνες της Ένωσης περί κρατικών ενισχύσεων αν έχει ως μοναδικό σκοπό τη χρηματοδότηση ενός έργου το οποίο θα υφίστατο μόνο χάρη σε ενίσχυση η οποία δεν είναι συμβατή με τους κανόνες αυτούς.

151

Εξάλλου, μολονότι είναι αληθές ότι η Επιτροπή δεν αναφέρθηκε ειδικώς, στο πλαίσιο αυτό, στη Συνθήκη ΛΕΕ, εντούτοις από τις αιτιολογικές σκέψεις που μνημονεύθηκαν στην προηγούμενη σκέψη προκύπτει κατ’ ανάγκην ότι η συναφής συλλογιστική της στηρίζεται στις διατάξεις της Συνθήκης αυτής. Πράγματι, όπως προκύπτει από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 107 ΣΛΕΕ καθώς και από την εκτίμηση στην οποία προέβη η Επιτροπή με την επίδικη απόφαση, η ύπαρξη ενισχύσεως όπως η επίμαχη εκτιμάται υπό το πρίσμα του άρθρου αυτού.

152

Εφόσον, όμως, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 142 και 146 της παρούσας αποφάσεως, είναι σύμφυτο προς τη λογική των διατάξεων της Συνθήκης περί κρατικών ενισχύσεων το ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να χρηματοδοτούν έργα τα οποία θα υφίσταντο μόνο χάρη σε ενισχύσεις ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι δεν διευκρίνισε ότι η εκτίμηση που εκτίθεται στις αιτιολογικές σκέψεις 244 και 245 της επίδικης αποφάσεως στηρίζεται στις εν λόγω διατάξεις, όταν μάλιστα δεν μπορεί να της προσαφθεί ότι δεν παρέθεσε συγκεκριμένη διάταξη της Συνθήκης στο πλαίσιο αυτό. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, στη σκέψη 87 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αποφαινόμενο ότι η διαπίστωση ότι η ενίσχυση λειτουργίας ήταν ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά στο μέτρο που η ίδια η επενδυτική ενίσχυση ήταν ασυμβίβαστη με την εν λόγω αγορά δεν βρίσκει έρεισμα στο κείμενο της αποφάσεως 2014/883 ή της επίδικης αποφάσεως.

153

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, πρέπει να επισημανθεί ότι, ακόμη και σε περίπτωση που είχε δοθεί στους εν προκειμένω ενδιαφερομένους η δυνατότητα να υποβάλουν παρατηρήσεις επί των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 πριν από την έκδοση της επίδικης αποφάσεως και οι εν λόγω ενδιαφερόμενοι είχαν κατορθώσει να αποδείξουν ότι η ενίσχυση λειτουργίας πληρούσε τα σχετικά κριτήρια που προβλέπουν οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές, η Επιτροπή θα κατέληγε, εν πάση περιπτώσει, για τους λόγους που εκτίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 244 και 245 της εν λόγω αποφάσεως, ορθώς κατά νόμον στο συμπέρασμα ότι η ενίσχυση αυτή είναι ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο, απορρίπτοντας την επιχειρηματολογία που προέβαλε η Επιτροπή προκειμένου να αποδείξει ότι η επίδικη απόφαση θα είχε το ίδιο περιεχόμενο αν οι εν προκειμένω ενδιαφερόμενοι είχαν κληθεί να διατυπώσουν τις απόψεις τους επί του ζητήματος κατά πόσον οι κατευθυντήριες γραμμές του 2014 ασκούν επιρροή, δεν έλαβε υπόψη τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 81 της παρούσας αποφάσεως και ερμήνευσε εσφαλμένως την επίδικη απόφαση.

154

Επομένως, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι κακώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν παρέσχε στους εν προκειμένω ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να υποβάλουν παρατηρήσεις επί της κρισιμότητας των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 πριν από την έκδοση της επίδικης αποφάσεως συνεπάγεται την ακύρωση της αποφάσεως αυτής και ότι κακώς, ως εκ τούτου, με τη σκέψη 91 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δέχθηκε τον έκτο λόγο ακυρώσεως που προβλήθηκε πρωτοδίκως και ακύρωσε τα άρθρα 2 έως 5 της αποφάσεως αυτής.

155

Τέλος, το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τα λοιπά επιχειρήματα που προβλήθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως και, ειδικότερα, πρώτον, από την περίσταση που υπογράμμισαν ο Δήμος της Gdynia καθώς και η εταιρία PLGK και την οποία επίσης επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 87 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή προέβαλε τη διαπίστωση που εκτίθεται στη σκέψη 143 της παρούσας αποφάσεως το πρώτον κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

156

Συναφώς, διαπιστώνεται ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η Επιτροπή είχε προβάλει τη διαπίστωση αυτή το πρώτον κατά το εν λόγω στάδιο της πρωτοβάθμιας δίκης, εν πάση περιπτώσει, τούτο δεν θα επηρέαζε αυτή καθεαυτήν την επιβεβλημένη εκτίμηση των προβληθέντων από τους προσφεύγοντες πρωτοδίκως λόγων ακυρώσεως προς στήριξη της προσφυγής τους και, ειδικότερα, την εκτίμηση του ζητήματος αν η προσβολή του δικαιώματος των εν προκειμένω ενδιαφερομένων να υποβάλουν παρατηρήσεις επί των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 επιφέρει την ακύρωση της αποφάσεως αυτής.

157

Δεύτερον, όσον αφορά την επιχειρηματολογία που εκτίθεται στη σκέψη 104 της παρούσας αποφάσεως, αρκεί να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 62 έως 64 της αποφάσεως αυτής, τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με τα δικαιώματα άμυνας της Δημοκρατίας της Πολωνίας δεν εξετάστηκαν από το Γενικό Δικαστήριο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και, επομένως, δεν πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο εκτιμήσεως του Δικαστηρίου σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας.

158

Επομένως, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως και ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να γίνουν δεκτοί.

159

Επομένως, παρέλκει η εξέταση των επιχειρημάτων της Επιτροπής, με τα οποία επιδιώκει να αποδείξει ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η ασυμβατότητα της ενισχύσεως λειτουργίας με την εσωτερική αγορά δεν στηριζόταν σε νομική βάση ανεξάρτητη των κατευθυντήριων γραμμών του 2014, οι διατάξεις των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών που εφαρμόστηκαν με την επίδικη απόφαση για την εκτίμηση της συμβατότητας της ενισχύσεως αυτής με την εσωτερική αγορά ήσαν κατ’ ουσίαν πανομοιότυπες με εκείνες των κατευθυντηρίων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα που εφαρμόστηκαν με την απόφαση 2014/883, οπότε οι παρατηρήσεις των εν προκειμένω ενδιαφερομένων ως προς το ζήτημα των κατευθυντήριων γραμμών του 2014 δεν θα μπορούσαν, εν πάση περιπτώσει, από την άποψη αυτή, να επηρεάσουν το αποτέλεσμα της πρώτης αυτής αποφάσεως.

160

Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί. Επομένως, παρέλκει η εξέταση του τρίτου λόγου αναιρέσεως.

Επί της αναπομπής της υποθέσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

161

Κατά το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε περίπτωση αναιρέσεως της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, το Δικαστήριο μπορεί είτε να αποφανθεί το ίδιο οριστικώς επί της διαφοράς, εφόσον αυτή είναι ώριμη προς εκδίκαση, είτε να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο για να την κρίνει.

162

Εν προκειμένω, το Δικαστήριο έχει στη διάθεσή του τα στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να αποφανθεί οριστικώς επί της επιχειρηματολογίας που προβλήθηκε στο πλαίσιο της τρίτης αιτιάσεως του έκτου προβληθέντος με την προσφυγή λόγου ακυρώσεως, η οποία αφορά προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων των εν προκειμένω ενδιαφερομένων εκ του λόγου του ότι δεν τους δόθηκε η δυνατότητα να διατυπώσουν την άποψή τους επί της κρισιμότητας του νέου νομικού καθεστώτος πριν από την έκδοση της επίδικης αποφάσεως. Συναφώς, αρκεί η επισήμανση ότι η επιχειρηματολογία αυτή πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής, δεδομένου ότι, για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 70 έως 95 και στις σκέψεις 132 έως 156 της παρούσας αποφάσεως, το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν κάλεσε τους εν λόγω ενδιαφερομένους να υποβάλουν παρατηρήσεις επί της κρισιμότητας των κατευθυντηρίων γραμμών του 2014 για την εκτίμηση της συμβατότητας της ενισχύσεως λειτουργίας με την εσωτερική αγορά δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να επιφέρει την ακύρωση της αποφάσεως αυτής.

163

Κατά τα λοιπά, το Δικαστήριο εκτιμά ότι η διαφορά δεν είναι ώριμη προς εκδίκαση.

164

Ειδικότερα, αφενός, όσον αφορά τη δυνατότητα του Δήμου της Gdynia και της εταιρίας PLGK να επικαλεσθούν, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της Δημοκρατίας της Πολωνίας καθώς και τη δυνατότητα της τελευταίας, ως παρεμβαίνουσας πρωτοδίκως, να προβάλει μια τέτοια προσβολή, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 62 και 63 της παρούσας αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επί των δύο αυτών δυνατοτήτων. Εξάλλου, ενώπιον του Δικαστηρίου, μολονότι η Δημοκρατία της Πολωνίας προέβαλε τους λόγους για τους οποίους θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι έχει τη δυνατότητα αυτή, η Επιτροπή περιορίστηκε, κατ’ ουσίαν, να υποστηρίξει, ως προς το τελευταίο αυτό ζήτημα, ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας δεν άσκησε προσφυγή περί ακυρώσεως της επίδικης αποφάσεως στηριζόμενη σε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνάς της ή του δικαιώματός της σε κατ’ αντιπαράθεση συζήτηση και ότι, ως παρεμβαίνουσα, δεν μπορεί να προβάλει έναν τέτοιο ισχυρισμό.

165

Αφετέρου, οι πέντε πρώτοι λόγοι ακυρώσεως που προβλήθηκαν με την προσφυγή ούτε εξετάστηκαν από το Γενικό Δικαστήριο ούτε συζητήθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου.

166

Κατά συνέπεια, η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί των στοιχείων της προσφυγής που μνημονεύονται στις σκέψεις 164 και 165 της παρούσας αποφάσεως.

Επί των δικαστικών εξόδων

167

Δεδομένης της αναπομπής της υποθέσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το Δικαστήριο επιφυλάσσεται ως προς τα σχετικά με την παρούσα αναιρετική διαδικασία δικαστικά έξοδα.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφασίζει:

 

1)

Αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17ης Νοεμβρίου 2017, Gmina Miasto Gdynia και Port Lotniczy Gdynia Kosakowo κατά Επιτροπής (T-263/15).

 

2)

Απορρίπτει την τρίτη αιτίαση του έκτου λόγου της προσφυγής ακυρώσεως, κατά το μέρος που η αιτίαση αυτή αφορά προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων των εν προκειμένω ενδιαφερομένων εκ του λόγου ότι δεν παρασχέθηκε σε αυτούς η δυνατότητα να διατυπώσουν τις απόψεις τους, πριν από την έκδοση της αποφάσεως (ΕΕ) 2015/1586 της Επιτροπής, της 26ης Φεβρουαρίου 2015, σχετικά με το μέτρο SA.35388 (13/C) (πρώην 13/NN και πρώην 12/N) – Πολωνία – Κατασκευή του αερολιμένα Gdynia‑Kosakowo, ως προς την κρισιμότητα της ανακοινώσεως της Επιτροπής με τίτλο «Κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις σε αερολιμένες και αεροπορικές εταιρείες».

 

3)

Αναπέμπει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για να αποφανθεί, αφενός, επί των πτυχών της τρίτης αιτιάσεως του έκτου λόγου της προσφυγής ακυρώσεως επί των οποίων δεν αποφάνθηκε στην απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17ης Νοεμβρίου 2017, Gmina Miasto Gdynia και Port Lotniczy Gdynia Kosakowo κατά Επιτροπής (T-263/15) και, αφετέρου, επί των πέντε πρώτων λόγων ακυρώσεως της προσφυγής αυτής.

 

4)

Επιφυλάσσεται επί των δικαστικών εξόδων.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική.

Επάνω