Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62019CJ0132

    Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 9ης Δεκεμβρίου 2020.
    Groupe Canal + κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
    Αίτηση αναιρέσεως – Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Διανομή τηλεοπτικών προγραμμάτων – Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 – Άρθρο 9 και άρθρο 16, παράγραφος 1 – Απόφαση που καθιστά υποχρεωτικές τις αναληφθείσες δεσμεύσεις – Απόλυτη εδαφική προστασία – Κατάχρηση εξουσίας – Προκαταρκτική εκτίμηση – Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη εκτιμήσεις σχετικές με την εφαρμογή του άρθρου 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ – Συμφωνίες που αποσκοπούν στη στεγανοποίηση των εθνικών αγορών – Η Επιτροπή δεν υποχρεούται να εξετάζει μία προς μία τις οικείες εθνικές αγορές – Αναλογικότητα – Προσβολή των συμβατικών δικαιωμάτων τρίτων.
    Υπόθεση C-132/19 P.

    Συλλογή της Νομολογίας — Γενική Συλλογή

    Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2020:1007

     ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

    της 9ης Δεκεμβρίου 2020 ( *1 )

    «Αίτηση αναιρέσεως – Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Διανομή τηλεοπτικών προγραμμάτων – Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 – Άρθρο 9 και άρθρο 16, παράγραφος 1 – Απόφαση που καθιστά υποχρεωτικές τις αναληφθείσες δεσμεύσεις – Απόλυτη εδαφική προστασία – Κατάχρηση εξουσίας – Προκαταρκτική εκτίμηση – Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη εκτιμήσεις σχετικές με την εφαρμογή του άρθρου 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ – Συμφωνίες που αποσκοπούν στη στεγανοποίηση των εθνικών αγορών – Η Επιτροπή δεν υποχρεούται να εξετάζει μία προς μία τις οικείες εθνικές αγορές – Αναλογικότητα – Προσβολή των συμβατικών δικαιωμάτων τρίτων»

    Στην υπόθεση C‑132/19 P,

    με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 15 Φεβρουαρίου 2019,

    Groupe Canal + SA, με έδρα το Issy-les-Moulineaux (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από τους P. Wilhelm, P. Gassenbach και O. de Juvigny, avocats,

    αναιρεσείουσα,

    όπου οι λοιποί διάδικοι είναι οι:

    Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον A. Dawes, τον C. Urraca Caviedes και την L. Wildpanner,

    καθής πρωτοδίκως,

    Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από την E. de Moustier και τον P. Dodeller,

    Union des producteurs de cinéma (UPC), με έδρα το Παρίσι (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από τον É. Lauvaux, avocat,

    C More Entertainment AB, με έδρα τη Στοκχόλμη (Σουηδία),

    European Film Agency Directors – EFADs, με έδρα τις Βρυξέλλες (Βέλγιο), εκπροσωπούμενη από τον O. Sasserath, avocat,

    Ευρωπαϊκό Γραφείο Ενώσεων Καταναλωτών (ΕΓΕΚ), με έδρα τις Βρυξέλλες, εκπροσωπούμενο από την A. Fratini, avocatessa,

    παρεμβαίνοντες πρωτοδίκως,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

    συγκείμενο από τους A. Arabadjiev (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, K. Lenaerts, Πρόεδρο του Δικαστηρίου, ασκούντα καθήκοντα δικαστή του δευτέρου τμήματος, A. Kumin, N. Wahl και F. Biltgen, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: G. Pitruzzella

    γραμματέας: V. Giacobbo, διοικητική υπάλληλος,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 6ης Φεβρουαρίου 2020,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 7ης Μαΐου 2020,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Με την αίτηση αναιρέσεως, η Groupe Canal + SA ζητεί την αναίρεση της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 12ης Δεκεμβρίου 2018, Groupe Canal + κατά Επιτροπής (T‑873/16, EU:T:2018:904, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της, η οποία είχε ως αίτημα την ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής, της 26ης Ιουλίου 2016, περί διαδικασίας εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση AT.40023 – Διασυνοριακή πρόσβαση στη συνδρομητική τηλεόραση), με την οποία καθίστανται νομικά δεσμευτικές οι προταθείσες από την Paramount Pictures International Ltd και τη Viacom Inc. δεσμεύσεις, στο πλαίσιο συμφωνιών για την παραχώρηση άδειας εκμετάλλευσης οπτικοακουστικού περιεχομένου τις οποίες συνήψαν με τη Sky UK Ltd και τη Sky plc (στο εξής: επίδικη απόφαση).

    I. Το νομικό πλαίσιο

    2

    Η αιτιολογική σκέψη 13 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101] και [102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1), αναφέρει τα εξής:

    «Όταν, στο πλαίσιο διαδικασίας που μπορεί να οδηγήσει στην επιβολή απαγόρευσης, συμφωνίας ή πρακτικής, επιχειρήσεις προτείνουν στην Επιτροπή να αναλάβουν δεσμεύσεις ικανές να παραμερίσουν τις αντιρρήσεις της, η Επιτροπή θα πρέπει να μπορεί να καθιστά τις δεσμεύσεις αυτές υποχρεωτικές για τις επιχειρήσεις, εκδίδοντας σχετική απόφαση. Οι αποφάσεις δέσμευσης θα πρέπει να διαπιστώνουν ότι δεν συντρέχουν πλέον λόγοι δράσης από μέρους της Επιτροπής, δίχως να συνάγουν ότι υπήρχε ή ότι εξακολουθεί να υπάρχει παράβαση. Οι αποφάσεις δέσμευσης δεν θίγουν την αρμοδιότητα των αρχών ανταγωνισμού και των δικαστηρίων των κρατών μελών να προβαίνουν στη σχετική διαπίστωση και να αποφασίζουν ως προς την υπόθεση. Σε περιπτώσεις στις οποίες η Επιτροπή σκοπεύει να επιβάλει πρόστιμο, δεν ενδείκνυνται αποφάσεις δέσμευσης.»

    3

    Το άρθρο 9 του κανονισμού αυτού ορίζει τα εξής:

    «1.   Όταν η Επιτροπή σκοπεύει να εκδώσει απόφαση με την οποία να απαιτεί την παύση μιας παράβασης και οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις προσφέρονται να αναλάβουν ορισμένες δεσμεύσεις για να ανταποκριθούν στις αντιρρήσεις της Επιτροπής κατά την προκαταρκτική της εκτίμηση, τότε η Επιτροπή δύναται με απόφασή της να καταστήσει αυτές τις δεσμεύσεις υποχρεωτικές για τις επιχειρήσεις. Η απόφαση της Επιτροπής δύναται να εκδοθεί για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και πρέπει να συμπεραίνει ότι δεν συντρέχουν πλέον λόγοι να αναλάβει δράση η Επιτροπή.

    2.   Η Επιτροπή δύναται κατόπιν αιτήματος ή αυτεπαγγέλτως να κινήσει εκ νέου τη διαδικασία:

    α)

    σε περίπτωση ουσιαστικής μεταβολής των γεγονότων στα οποία βασίσθηκε η απόφαση·

    β)

    αν οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις αθετήσουν τις δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει, ή

    γ)

    αν η απόφαση έχει στηριχθεί σε ελλιπείς, ανακριβείς ή παραπλανητικές πληροφορίες των εμπλεκομένων μερών.»

    4

    Το άρθρο 16, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού προβλέπει τα ακόλουθα:

    «Όταν τα εθνικά δικαστήρια κρίνουν συμφωνίες, αποφάσεις ή πρακτικές δυνάμει του άρθρου [101] ή του άρθρου [102] της συνθήκης, οι οποίες έχουν ήδη αποτελέσει αντικείμενο απόφασης της Επιτροπής, δεν μπορούν να λαμβάνουν αποφάσεις που συγκρούονται με την απόφαση την οποία έχει λάβει η Επιτροπή. Πρέπει επίσης να αποφεύγουν να λαμβάνουν αποφάσεις που ενδέχεται να συγκρούονται με απόφαση την οποία σκοπεύει να λάβει η Επιτροπή κατά διαδικασία που έχει κινήσει. Προς το σκοπό αυτό, το εθνικό δικαστήριο μπορεί να εκτιμήσει μήπως πρέπει να αναστείλει τη διαδικασία του. Η υποχρέωση αυτή δεν θίγει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις δυνάμει του άρθρου [267 ΣΛΕΕ].»

    II. Το ιστορικό της διαφοράς και η επίδικη απόφαση

    5

    Το Γενικό Δικαστήριο εξέθεσε το ιστορικό της διαφοράς στις σκέψεις 1 έως 12 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ως ακολούθως:

    «1

    Στις 13 Ιανουαρίου 2014, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κίνησε έρευνα σχετικά με πιθανούς περιορισμούς [που θίγουν] την παροχή υπηρεσιών συνδρομητικής τηλεόρασης στο πλαίσιο συμφωνιών παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης [συναφθεισών] μεταξύ έξι αμερικανικών κινηματογραφικών εταιριών και των κύριων [τηλεοπτικών] σταθμών συνδρομητικού περιεχομένου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    2

    Στις 23 Ιουλίου 2015, η Επιτροπή απηύθυνε ανακοίνωση αιτιάσεων στην Paramount Pictures International Ltd, με έδρα το Λονδίνο (Ηνωμένο Βασίλειο), και στη Viacom Inc., με έδρα τη Νέα Υόρκη (Νέα Υόρκη, Ηνωμένες Πολιτείες), μητρική της προαναφερθείσας εταιρίας (στο εξής, από κοινού: Paramount). Στην ανακοίνωση αυτή, η Επιτροπή εξέθεσε την προκαταρκτική εκτίμησή της σχετικά με τη συμβατότητα με το άρθρο 101 ΣΛΕΕ και με το άρθρο 53 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ)[, της 2ας Μαΐου 1992 (ΕΕ 1994, L 1, σ. 3)] ορισμένων ρητρών που περιλαμβάνονται στις συμφωνίες παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης τις οποίες είχε συνάψει η Paramount με τη Sky UK Ltd και τη Sky plc (στο εξής, από κοινού: Sky).

    3

    Στο πλαίσιο της έρευνάς της, η Επιτροπή επικεντρώθηκε σε δύο συναφείς ρήτρες των εν λόγω συμφωνιών παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης. Η πρώτη είχε ως σκοπό να απαγορευθεί στη Sky, ή να περιοριστεί η δυνατότητα της εν λόγω εταιρίας, να ανταποκρίνεται στη ζήτηση σχετικά με την αγορά υπηρεσιών τηλεοπτικής διανομής η οποία εκφράζεται αυτοβούλως εκ μέρους καταναλωτών που κατοικούν στον [Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ)], αλλά εκτός του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας. Η δεύτερη ρήτρα επέβαλλε στην Paramount, στο πλαίσιο των συμφωνιών που συνήπτε με τους [τηλεοπτικούς] σταθμούς που είναι εγκατεστημένοι στον ΕΟΧ, αλλά εκτός του Ηνωμένου Βασιλείου, την υποχρέωση να απαγορεύει στους σταθμούς αυτούς ή να περιορίζει τη δυνατότητά τους να ανταποκρίνονται στη ζήτηση σχετικά με την αγορά υπηρεσιών τηλεοπτικής διανομής η οποία εκφράζεται αυτοβούλως εκ μέρους καταναλωτών που κατοικούν στο Ηνωμένο Βασίλειο και στην Ιρλανδία.

    4

    Με απόφαση του συμβούλου ακροάσεων σε ορισμένες διαδικασίες ανταγωνισμού της 24ης Νοεμβρίου 2015, επιτράπηκε στην [Groupe Canal +] να συμμετάσχει στη διαδικασία ως ενδιαφερόμενος τρίτος υπό την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 773/2004 της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη διεξαγωγή από την Επιτροπή των διαδικασιών δυνάμει των άρθρων [101 και 102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2004, L 123, σ. 18).

    5

    Με έγγραφο της 4ης Δεκεμβρίου 2015, το οποίο φέρει τον τίτλο “Πληροφορίες ως προς τη φύση και το αντικείμενο της διαδικασίας σύμφωνα το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 773/2004”, η Επιτροπή γνωστοποίησε, μεταξύ άλλων, στην [Groupe Canal +] τη νομική εκτίμησή της σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ στα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υπόθεσης, ακολουθούμενη από προκαταρκτικό συμπέρασμα επί του συγκεκριμένου ζητήματος. Σύμφωνα με το εν λόγω προκαταρκτικό συμπέρασμα, η Επιτροπή σκόπευε να εκδώσει απόφαση απευθυνόμενη στη Sky και σε καθεμία από τις κινηματογραφικές εταιρίες τις οποίες αφορούσε η ερευνά της με την οποία θα διαπιστωνόταν ότι οι εν λόγω εταιρίες είχαν παραβεί το άρθρο 101 ΣΛΕΕ και το άρθρο 53 της Συμφωνίας [για τον EOX], επιβάλλοντας σε αυτές πρόστιμα και υποχρεώνοντάς τις να παύσουν την εν λόγω παράβαση και να απέχουν από τη λήψη οποιουδήποτε μέτρου ικανού να έχει παρόμοιο σκοπό ή αποτέλεσμα.

    6

    Στις 15 Απριλίου 2016, η Paramount πρότεινε την ανάληψη δεσμεύσεων προκειμένου να άρει τις αντιρρήσεις της Επιτροπής όσον αφορά τον ανταγωνισμό, σύμφωνα με το άρθρο 9 του κανονισμού [1/2003]. Η Επιτροπή, αφού έλαβε τις παρατηρήσεις των λοιπών ενδιαφερομένων τρίτων, μεταξύ των οποίων η [Groupe Canal +], εξέδωσε την [επίδικη απόφαση].

    7

    Από το άρθρο 1 της [επίδικης] απόφασης προκύπτει ότι οι δεσμεύσεις που περιλαμβάνονται στο παράρτημά της είναι υποχρεωτικές για την Paramount καθώς και για τις εταιρίες που τη διαδέχτηκαν και τις θυγατρικές της για διάστημα πέντε ετών από την κοινοποίηση της εν λόγω αποφάσεως.

    8

    Η ρήτρα 1, ένατο εδάφιο, του παραρτήματος της [επίδικης] απόφασης προβλέπει διάφορα είδη ρητρών που αποτελούν το αντικείμενο της διαδικασίας (στο εξής: επίμαχες ρήτρες). Αφενός, όσον αφορά τη μετάδοση μέσω δορυφόρου, περιλαμβάνονται, πρώτον, η ρήτρα κατά την οποία η λήψη σήματος σε περιοχές κείμενες εκτός της περιοχής που καλύπτει η συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης (overspill) δεν συνιστά παράβαση συμβατικής υποχρέωσης εκ μέρους του ραδιοτηλεοπτικού σταθμού εφόσον αυτός δεν επέτρεψε τη λήψη αυτή εν γνώσει του και, δεύτερον, η ρήτρα κατά την οποία η λήψη εντός της περιοχής που καλύπτει η συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης δεν συνιστά παράβαση συμβατικής υποχρέωσης εκ μέρους της Paramount εφόσον αυτή δεν επέτρεψε τη διάθεση αποκωδικοποιητών από τρίτους στην εν λόγω περιοχή. Αφετέρου, όσον αφορά τη μετάδοση μέσω διαδικτύου, περιλαμβάνονται, πρώτον, η ρήτρα που προβλέπει την υποχρέωση των ραδιοτηλεοπτικών σταθμών να παρεμποδίζουν την τηλεφόρτωση ή τη μετάδοση σε συνεχή ροή (streaming) τηλεοπτικού περιεχομένου σε περιοχές κείμενες εκτός της περιοχής που καλύπτει η συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης, δεύτερον, η ρήτρα κατά την οποία η λήψη μέσω διαδικτύου (Internet overspill) εντός της περιοχής που καλύπτει η συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης δεν συνιστά παράβαση συμβατικής υποχρέωσης εκ μέρους της Paramount εφόσον η εν λόγω εταιρία επέβαλε στους ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς την υποχρέωση να χρησιμοποιούν τεχνολογίες που αποτρέπουν τέτοια λήψη και, τρίτον, η ρήτρα κατά την οποία η λήψη μέσω διαδικτύου τηλεοπτικού περιεχομένου σε περιοχές κείμενες εκτός της περιοχής που καλύπτει η συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης δεν συνιστά παράβαση συμβατικής υποχρέωσης εκ μέρους ραδιοτηλεοπτικού σταθμού εφόσον αυτός χρησιμοποιεί τεχνολογίες που αποτρέπουν την εν λόγω μετάδοση.

    9

    Εξάλλου από τη ρήτρα 1, τρίτο εδάφιο, του παραρτήματος της [επίδικης] απόφασης προκύπτει ότι η φράση “υποχρεώσεις του ραδιοτηλεοπτικού σταθμού” αφορά τις επίμαχες ή αντίστοιχες ρήτρες που απαγορεύουν σε ραδιοτηλεοπτικό σταθμό να ανταποκρίνεται στην ζήτηση η οποία εκφράζεται αυτοβούλως εκ μέρους των καταναλωτών που κατοικούν εντός του ΕΟΧ, αλλά εκτός της περιοχής για την οποία ο ραδιοτηλεοπτικός σταθμός διαθέτει δικαίωμα μετάδοσης. Συνακόλουθα, η φράση “υποχρεώσεις της Paramount” προσδιορίζει τις επίμαχες ή αντίστοιχες ρήτρες οι οποίες επιβάλλουν στην Paramount την υποχρέωση να μην επιτρέπει στους ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς που είναι εγκατεστημένοι εντός του ΕΟΧ, αλλά εκτός των περιοχών για τις οποίες ένας ραδιοτηλεοπτικός σταθμός απολαύει αποκλειστικών δικαιωμάτων, να ανταποκρίνονται στη ζήτηση η οποία εκφράζεται αυτοβούλως εκ μέρους των καταναλωτών που κατοικούν στις περιοχές αυτές.

    10

    Κατά τη ρήτρα 2 του παραρτήματος της [επίδικης] απόφασης, από την ημερομηνία της κοινοποίησης της [εν λόγω] απόφασης, η Paramount αναλαμβάνει διάφορες δεσμεύσεις. Κατ’ αρχάς, η εν λόγω εταιρία δεν θα συνάπτει τις επίμαχες ρήτρες […] στο πλαίσιο των συμφωνιών παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης όπως αυτές ορίζονται στο ίδιο παράρτημα [ούτε θα παρατείνει ή θα επεκτείνει την εφαρμογή των ρητρών αυτών] (σημείο 2.1). Στη συνέχεια, όσον αφορά τις υφιστάμενες συμφωνίες παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης για την παραγωγή προγραμμάτων συνδρομητικής τηλεόρασης (existing Pay-TV Output Licence Agreements), η εν λόγω εταιρία δεν θα αξιώσει δικαστικώς να τηρηθούν οι υποχρεώσεις των ραδιοτηλεοπτικών σταθμών (σημείο 2.2, στοιχείο αʹ). Όσον αφορά τις ίδιες συμφωνίες, η εταιρία αυτή δεν θα τηρήσει τις “υποχρεώσεις της Paramount” και δεν θα αξιώσει δικαστικώς να τηρηθούν, άμεσα ή έμμεσα, οι υποχρεώσεις αυτές (σημείο 2.2, στοιχείο βʹ). Τέλος, θα γνωστοποιήσει στη Sky εντός προθεσμίας δέκα ημερών από την κοινοποίηση της προσβαλλόμενης απόφασης, και σε κάθε άλλο ραδιοτηλεοπτικό σταθμό εγκατεστημένο στον ΕΟΧ εντός προθεσμίας ενός μήνα από την εν λόγω κοινοποίηση, ότι δεν θα αξιώσει δικαστικώς την τήρηση των επίμαχων ρητρών από τους ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς (σημείο 2.3).

    11

    Η [Groupe Canal +] συνήψε με την Paramount συμφωνία παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης για την παραγωγή προγραμμάτων συνδρομητικής τηλεόρασης (Pay Television Agreement), η οποία τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2014 […]. Το άρθρο 12 της εν λόγω συμφωνίας προβλέπει ότι η περιοχή που καλύπτει η εν λόγω συμφωνία διαιρείται σε περιοχές “αποκλειστικότητας”, οι οποίες περιλαμβάνουν κυρίως τη Γαλλία, και σε περιοχή “μη αποκλειστικότητας” η οποία περιλαμβάνει τον Μαυρίκιο. Επιπλέον, το άρθρο 3 της συμφωνίας [αυτής] προβλέπει ότι ούτε η ίδια η Paramount θα ασκήσει ούτε θα επιτρέψει σε τρίτον να ασκήσει δικαιώματα αναμετάδοσης σε περιοχές αποκλειστικότητας. Το παράρτημα A.IV της [ίδιας] συμφωνίας […] καθορίζει επακριβώς τις υποχρεώσεις που βαρύνουν την [Groupe Canal +] ως προς τη χρήση τεχνολογιών χρήσεως γεωγραφικού φίλτρου οι οποίες εμποδίζουν την αναμετάδοση εκτός των περιοχών για τις οποίες χορηγήθηκε η άδεια.

    12

    Με επιστολή της 25ης Αυγούστου 2016, η Paramount γνωστοποίησε στην [Groupe Canal +] τη δέσμευση που περιλαμβάνεται στο σημείο 2.2, στοιχείο αʹ, του παραρτήματος της [επίδικης] απόφασης […] και, ως εκ τούτου, διευκρίνισε ότι δεν θα αξιώσει δικαστικώς να τηρηθούν οι επίμαχες ρήτρες από τον ραδιοτηλεοπτικό σταθμό και τον απαλλάσσει από κάθε υποχρέωση που αυτός υπέχει από τις επίμαχες ρήτρες. Με την ίδια επιστολή, η Paramount αποσαφήνισε, επίσης, ότι η φράση “υποχρέωση του ραδιοτηλεοπτικού σταθμού” είναι ταυτόσημη με [τους ίδιους αυτούς όρους] που εκτίθε[ν]ται στο παράρτημα της [επίδικης] απόφασης. Με επιστολή της 14ης Οκτωβρίου 2016, η [Groupe Canal +] απάντησε στη γνωστοποίηση αυτή επισημαίνοντας ότι οι δεσμεύσεις που ανελήφθησαν στο πλαίσιο διαδικασίας στην οποία μετείχαν μόνον η Επιτροπή και η Paramount δεν μπορούσαν να της αντιταχθούν.»

    III. Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

    6

    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 8 Δεκεμβρίου 2016, η Groupe Canal + άσκησε, δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της επίδικης απόφασης.

    7

    Με διάταξη του προέδρου του πέμπτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της 13ης Ιουλίου 2017, Groupe Canal + κατά Επιτροπής (T‑873/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:556), αφενός, επετράπη στο Ευρωπαϊκό Γραφείο Ενώσεων Καταναλωτών (ΕΓΕΚ) να παρέμβει υπέρ της Επιτροπής και, αφετέρου, επετράπη στην Union des producteurs de cinéma (UPC), στην European Film Agency Directors – EFADs και στη C More Entertainment AB να παρέμβουν υπέρ της Groupe Canal +. Επιπλέον, με απόφαση του προέδρου του πέμπτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της ίδιας ημέρας, επετράπη στη Γαλλική Δημοκρατία να παρέμβει υπέρ της Groupe Canal +.

    8

    Προς στήριξη της προσφυγής της, η Groupe Canal + προέβαλε τέσσερις λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι αντλούνται, ο πρώτος, από πρόδηλη πλάνη εκτίμησης όσον αφορά τη συμβατότητα των επίμαχων ρητρών με το άρθρο 101 ΣΛΕΕ και τα αποτελέσματα των δεσμεύσεων που επιβλήθηκαν, ο δεύτερος από παράβαση του άρθρου 9 του κανονισμού 1/2003 όσον αφορά το περιεχόμενο των αντιρρήσεων προς άρση των οποίων αναλήφθηκαν οι δεσμεύσεις, ο τρίτος από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και ο τέταρτος από κατάχρηση εξουσίας.

    9

    Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της Groupe Canal +.

    IV. Η διαδικασία και τα αιτήματα των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου

    10

    Με την αίτηση αναιρέσεως, η Groupe Canal + ζητεί από το Δικαστήριο:

    να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση καθόσον με αυτήν απορρίφθηκε η προσφυγή της με αίτημα την ακύρωση της επίδικης απόφασης και καταδικάσθηκε η ίδια στα δικαστικά έξοδα,

    να ακυρώσει την επίδικη απόφαση, και

    να καταδικάσει την Επιτροπή στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

    11

    Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και να καταδικάσει την Groupe Canal + στα δικαστικά έξοδα.

    12

    Η Γαλλική Δημοκρατία ζητεί από το Δικαστήριο να αναιρέσει στο σύνολό της την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να συναγάγει όλες τις σχετικές συνέπειες όσον αφορά την επίδικη απόφαση.

    13

    Η UPC ζητεί από το Δικαστήριο:

    να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση καθόσον με αυτήν απορρίφθηκε η προσφυγή της Groupe Canal + με αίτημα την ακύρωση της επίδικης απόφασης και καταδικάσθηκε η τελευταία στα δικαστικά έξοδα,

    να ακυρώσει την επίδικη απόφαση, και

    εν πάση περιπτώσει, να καταδικάσει την Επιτροπή στο σύνολο των δικαστικών εξόδων στα οποία υποβλήθηκε.

    14

    Η EFADs ζητεί από το Δικαστήριο:

    να κρίνει την αίτηση αναιρέσεως παραδεκτή και βάσιμη, στο σύνολό της,

    να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση καθόσον με αυτήν απορρίφθηκε η προσφυγή της Groupe Canal + με αίτημα την ακύρωση της επίδικης απόφασης και καταδικάσθηκε η τελευταία στα δικαστικά έξοδα,

    να ακυρώσει την επίδικη απόφαση, και

    εν πάση περιπτώσει, να καταδικάσει την Επιτροπή στο σύνολο των δικαστικών εξόδων στα οποία υποβλήθηκε.

    15

    Το ΕΓΕΚ ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της και να καταδικάσει την Groupe Canal + στο σύνολο των δικαστικών εξόδων στα οποία αυτό υποβλήθηκε.

    V. Επί της αίτησης αναιρέσεως

    16

    Προς στήριξη της αίτησης αναιρέσεως, η Groupe Canal + προβάλλει τέσσερις λόγους. Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο στην οποία φέρεται να υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο καθόσον έκρινε ότι με την επίδικη απόφαση η Επιτροπή δεν είχε ενεργήσει κατά κατάχρηση εξουσίας. Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως αντλείται από παραβίαση, εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως. Ο τρίτος λόγος αναιρέσεως αντλείται από έλλειψη αιτιολογίας και από ελλιπή εξέταση των πραγματικών περιστατικών. Ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο στην οποία φέρεται να υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά την ερμηνεία του άρθρου 9 του κανονισμού 1/2003 και του σημείου 128 της ανακοίνωσης της Επιτροπής σχετικά με τις βέλτιστες πρακτικές για τη διεξαγωγή των διαδικασιών που αφορούν τα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ (ΕΕ 2011, C 308, σ. 6, στο εξής: βέλτιστες πρακτικές), καθώς και από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και από προσβολή των δικαιωμάτων των τρίτων.

    Α. Επί του παραδεκτού

    1.   Επιχειρήματα των διαδίκων

    17

    Το ΕΓΕΚ υποστηρίζει ότι ο πρώτος, ο τρίτος και ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως είναι προδήλως απαράδεκτοι, δεδομένου ότι η Groupe Canal + περιορίζεται σε επανάληψη των επιχειρημάτων που προέβαλε πρωτοδίκως.

    2.   Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    18

    Από το άρθρο 256 ΣΛΕΕ, από το άρθρο 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και από τα άρθρα 168, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, και 169, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, προκύπτει ότι στην αίτηση αναιρέσεως πρέπει να προσδιορίζονται επακριβώς τα αμφισβητούμενα στοιχεία της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ή διάταξης, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν κατά τρόπο συγκεκριμένο την εν λόγω αίτηση. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, δεν πληροί την επιταγή αυτή αίτηση αναιρέσεως η οποία περιορίζεται στην επανάληψη των λόγων και των επιχειρημάτων που έχουν ήδη προβληθεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Πράγματι, μια τέτοια αίτηση αναιρέσεως αποτελεί στην πραγματικότητα αίτηση για απλή επανεξέταση της ασκηθείσας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγής, πράγμα που δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 4ης Ιουλίου 2000, Bergaderm και Goupil κατά Επιτροπής, C‑352/98 P, EU:C:2000:361, σκέψη 35, και διάταξη της 3ης Σεπτεμβρίου 2019, ND και OE κατά Επιτροπής, C‑317/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:688, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    19

    Εντούτοις, εφόσον ο αναιρεσείων αμφισβητεί την ερμηνεία ή την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης από το Γενικό Δικαστήριο, τα νομικά ζητήματα που εξετάστηκαν πρωτοδίκως μπορούν να αποτελέσουν εκ νέου αντικείμενο συζήτησης κατά την εξέταση αίτησης αναιρέσεως. Πράγματι, εάν ο αναιρεσείων δεν μπορούσε να στηρίξει, κατά τον τρόπο αυτό, την αίτησή του αναιρέσεως σε λόγους και επιχειρήματα που προέβαλε ήδη ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η αναιρετική διαδικασία θα καθίστατο εν μέρει άνευ νοήματος (απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2010, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής, C‑280/08 P, EU:C:2010:603, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    20

    Εν προκειμένω, καίτοι είναι αληθές ότι πολλά από τα επιχειρήματα που προέβαλε η Groupe Canal + στο πλαίσιο της αίτησης αναιρέσεως, εξεταζόμενα μεμονωμένα, είναι ανάλογα με εκείνα που προέβαλε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, εντούτοις, με τους λόγους αναιρέσεως η Groupe Canal + προβάλλει νομικά σφάλματα στα οποία φέρεται να υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο στο πλαίσιο των εκτιμήσεών του και προσδιορίζει με ακρίβεια τις αμφισβητούμενες σκέψεις της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

    21

    Υπό τις συνθήκες αυτές, ο πρώτος, ο τρίτος και ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως, εξεταζόμενοι στο σύνολό τους, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθούν απαράδεκτοι. Θα πρέπει, ωστόσο, να εξεταστεί το παραδεκτό των επιμέρους αιτιάσεων που προβάλλονται προς στήριξη των λόγων αναιρέσεως στο πλαίσιο της εκτίμησης καθενός εξ αυτών.

    Β. Επί της ουσίας

    1.   Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

    α)   Επιχειρήματα των διαδίκων

    22

    Η Groupe Canal +, υποστηριζόμενη από την EFADs και την UPC, ισχυρίζεται κατ’ ουσίαν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως καθόσον απέρριψε τα επιχειρήματά της, κατά τα οποία η επίδικη απόφαση εξεδόθη κατά κατάχρηση εξουσίας, καθότι με αυτήν η Επιτροπή μπόρεσε να επιτύχει, με πρόσχημα την παύση των αντίθετων προς τον ανταγωνισμό πρακτικών, αυτό ακριβώς που το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο της είχε αρνηθεί, ήτοι την άρση των δικαιωμάτων εδαφικής αποκλειστικότητας στον τομέα του κινηματογράφου για το σύνολο του ΕΟΧ.

    23

    Πρώτον, κατά την αναιρεσείουσα, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε, στη σκέψη 129 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η Επιτροπή ουδόλως είχε ενεργήσει κατά κατάχρηση εξουσίας, στο μέτρο που οι δεσμεύσεις της Paramount συνάδουν προς τις σχετικές με τον ανταγωνισμό αντιρρήσεις που διατύπωσε το θεσμικό αυτό όργανο στην προκαταρκτική εκτίμησή του. Το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε σε ανακριβή προκείμενη, δεδομένου ότι η ανωτέρω εκτίμηση αφορούσε μόνον το έδαφος του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας, η δε Επιτροπή δεν εξέτασε καν την κατάσταση του ανταγωνισμού όσον αφορά τη Γαλλία, ενώ οι δεσμεύσεις της Paramount εφαρμόζονταν στο σύνολο του ΕΟΧ.

    24

    Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο κακώς έκρινε, στη σκέψη 130 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η Επιτροπή μπορούσε βασίμως να εκδώσει την επίδικη απόφαση, στο μέτρο που η νομοθετική διαδικασία σχετικά με το ζήτημα του γεωγραφικού αποκλεισμού δεν είχε ακόμη καταλήξει στην έκδοση νομοθετικού κειμένου. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο είτε παρέλειψε να λάβει υπόψη στην ανάλυσή του είτε αποσιωπά στην αιτιολογία του το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να αγνοήσει την έκδοση από το Κοινοβούλιο, στις 19 Ιανουαρίου 2016, ήτοι έξι μήνες περίπου πριν από την έκδοση της επίδικης απόφασης, ψηφίσματος με τίτλο «Προς μια πράξη στην ψηφιακή ενιαία αγορά» (στο εξής: ψήφισμα), με το οποίο το θεσμικό αυτό όργανο υπογράμμισε την ανάγκη να μην επεκταθεί στον τομέα του κινηματογράφου η πολιτική της Επιτροπής που αποσκοπούσε στη αμφισβήτηση των ρητρών γεωγραφικού αποκλεισμού. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο αγνόησε το γεγονός ότι η Επιτροπή αποφάσισε, έχοντας πλήρη επίγνωση της κατάστασης, να επιβάλει στον τομέα του κινηματογράφου, παρά την αντίθεση του Κοινοβουλίου, τη βούλησή της να θέσει τέρμα στον γεωγραφικό αποκλεισμό σε σχέση με τις οπτικοακουστικές υπηρεσίες, εκδίδοντας απόφαση που θα της παρείχε τη δυνατότητα να επιτύχει σκοπό ευρύτερο από την παύση των αντίθετων προς τον ανταγωνισμό πρακτικών και η οποία θα είχε αποτέλεσμα erga omnes.

    25

    Ακόμη και αν υποτεθεί ότι η Επιτροπή καλώς δεν έλαβε υπόψη το ψήφισμα, το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να κρίνει, γνωρίζοντας ότι το Κοινοβούλιο επρόκειτο να εκδώσει νομοθετικό κείμενο δυνάμει του οποίου θα παρεχόταν στον τομέα των οπτικοακουστικών μέσων η δυνατότητα να διατηρηθούν οι ρήτρες γεωγραφικού αποκλεισμού –εκδόθηκε πράγματι ο κανονισμός (ΕΕ) 2018/302 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Φεβρουαρίου 2018, για την αντιμετώπιση του αδικαιολόγητου γεωγραφικού αποκλεισμού και άλλων μορφών διακρίσεων με βάση την ιθαγένεια, τον τόπο διαμονής ή τον τόπο εγκατάστασης των πελατών στην εσωτερική αγορά και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) 2006/2004 και (ΕΕ) 2017/2394 και της οδηγίας 2009/22/ΕΚ (ΕΕ 2018, L 60 I, σ. 1), ότι η Επιτροπή όφειλε τουλάχιστον να συμπεριλάβει, στην επίμαχη απόφαση, ρήτρα που να καθιστά δυνατή την αναθεώρηση των δεσμεύσεων της Paramount σε περίπτωση μεταβολής του νομοθετικού πλαισίου. Συγκεκριμένα, τόσο από την αιτιολογική σκέψη 8 του ανωτέρω κανονισμού όσο και από το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1128 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2017, για τη διασυνοριακή φορητότητα των υπηρεσιών επιγραμμικού περιεχομένου στην εσωτερική αγορά (ΕΕ 2017, L 168, σ. 1), από την αιτιολογική σκέψη 10 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/789 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Απριλίου 2019, για τον καθορισμό κανόνων σχετικά με την άσκηση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και των συγγενικών δικαιωμάτων που ισχύουν για ορισμένες επιγραμμικές μεταδόσεις ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών και αναμεταδόσεις τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών προγραμμάτων, και για την τροποποίηση της οδηγίας 93/83/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2019, L 130, σ. 82), και από την οδηγία (ΕΕ) 2019/790 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Απριλίου 2019, για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας και τα συγγενικά δικαιώματα στην ψηφιακή ενιαία αγορά και την τροποποίηση των οδηγιών 96/9/ΕΚ και 2001/29/ΕΚ (ΕΕ 2019, L 130, σ. 92), προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης αποδέχθηκε, μετά την έκδοση της επίδικης απόφασης, ότι το οπτικοακουστικό περιεχόμενο μπορούσε να υπόκειται, μεταξύ άλλων, σε συστήματα γεωγραφικού περιορισμού.

    26

    Η Επιτροπή και το ΕΓΕΚ αμφισβητούν το βάσιμο της επιχειρηματολογίας της Groupe Canal +. Η Επιτροπή υποστηρίζει, επιπλέον, ότι τα επιχειρήματα της Groupe Canal +, κατά τα οποία η Επιτροπή δεν μπορούσε να μη λάβει υπόψη το ψήφισμα και όφειλε να έχει συμπεριλάβει στην επίδικη απόφαση ρήτρα περί αναθεώρησης σε περίπτωση μεταβολής του νομοθετικού πλαισίου, είναι απαράδεκτα για τον λόγο ότι διατυπώθηκαν για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου.

    β)   Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    27

    Πρέπει να γίνει δεκτό, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Επιτροπή, ότι είναι παραδεκτά τα επιχειρήματα της Groupe Canal +, με τα οποία προβάλλεται πλάνη περί το δίκαιο στην οποία φέρεται να υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο, αφενός, καθόσον παρέλειψε να λάβει υπόψη στην ανάλυσή του ή αποσιώπησε στην αιτιολογία που παρέθεσε το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να αγνοήσει το ψήφισμα και, αφετέρου, καθόσον δεν θεώρησε ότι η Επιτροπή όφειλε, λόγω της νομοθετικής διαδικασίας σε σχέση με το ζήτημα του γεωγραφικού αποκλεισμού, να έχει συμπεριλάβει στην επίδικη απόφαση ρήτρα η οποία να καθιστά δυνατή την αναθεώρηση των δεσμεύσεων της Paramount σε περίπτωση μεταβολής του νομοθετικού πλαισίου.

    28

    Πράγματι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, το να επιτρέπεται σε διάδικο να προβάλει για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου επιχείρημα που δεν είχε προβάλει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου θα είχε ως συνέπεια να υποβάλλεται στην κρίση του Δικαστηρίου διαφορά με ευρύτερο περιεχόμενο από εκείνη της οποίας είχε επιληφθεί το Γενικό Δικαστήριο. Στο πλαίσιο αίτησης αναιρέσεως, η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου περιορίζεται κατ’ αρχήν στον έλεγχο της εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εκτίμησης των ισχυρισμών που συζητήθηκαν ενώπιόν του. Επιχείρημα που δεν προβλήθηκε πρωτοδίκως δεν μπορεί πάντως να θεωρηθεί νέος ισχυρισμός, απαράδεκτος κατ’ αναίρεσην, εάν αποτελεί απλώς περαιτέρω ανάπτυξη επιχειρήματος που είχε προβληθεί στο πλαίσιο λόγου περιλαμβανομένου στο εισαγωγικό δικόγραφο που είχε κατατεθεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου (απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2019, Alfamicro κατά Επιτροπής, C‑14/18 P, EU:C:2019:159, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    29

    Εν προκειμένω, τα επιχειρήματα περί των οποίων έγινε λόγος στη σκέψη 27 της παρούσας απόφασης συνδέονται στενά με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως που προβλήθηκε με το δικόγραφο της προσφυγής, ο οποίος αντλείται από κατάχρηση εξουσίας, και, κατά το μέτρο που σκοπούν να αποδείξουν ότι κακώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή δεν καταστρατήγησε, εκδίδοντας την επίδικη απόφαση, τη νομοθετική διαδικασία σε σχέση με το ζήτημα του γεωγραφικού αποκλεισμού, συνιστούν περαιτέρω ανάπτυξη του λόγου αυτού και όχι νέο λόγο προβληθέντα για πρώτη φορά στο πλαίσιο της αίτησης αναιρέσεως. Εξάλλου, από το σημείο 252 του δικογράφου της προσφυγής προκύπτει ότι η Groupe Canal + επικαλέστηκε το ψήφισμα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

    30

    Τα ανωτέρω επιχειρήματα δεν είναι δυνατόν, ωστόσο, να γίνουν δεκτά.

    31

    Συγκεκριμένα, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, μια πράξη εκδίδεται κατά κατάχρηση εξουσίας μόνον όταν από αντικειμενικές, λυσιτελείς και συγκλίνουσες ενδείξεις προκύπτει ότι έχει ως αποκλειστικό ή, τουλάχιστον, καθοριστικό σκοπό την επίτευξη αποτελέσματος διαφορετικού από εκείνο το οποίο δηλώνεται ότι επιδιώκει ή την αποφυγή τήρησης διαδικασίας που προβλέπεται ειδικά στη Συνθήκη για την αντιμετώπιση συγκεκριμένων περιστάσεων (απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2019, Islamic Republic of Iran Shipping Lines κ.λπ. κατά Συμβουλίου, C‑225/17 P, EU:C:2019:82, σκέψη 115 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    32

    Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς επισήμανε, στη σκέψη 130 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι, καθόσον η αφορώσα το ζήτημα του γεωγραφικού αποκλεισμού νομοθετική διαδικασία δεν κατέληξε στην έκδοση νομοθετικού κειμένου, η διαδικασία αυτή δεν θίγει τις εξουσίες που έχουν απονεμηθεί στην Επιτροπή με το άρθρο 101 ΣΛΕΕ και τον κανονισμό 1/2003.

    33

    Εξάλλου, η Groupe Canal + δεν υποστήριξε ούτε απέδειξε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ότι η Επιτροπή δεν είχε την εξουσία να κινήσει την έρευνα που μνημονεύεται στη σκέψη 1 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, όπως αυτή παρατίθεται στη σκέψη 5 της παρούσας απόφασης, και να εκδώσει ενδεχομένως, στο πλαίσιο της έρευνας αυτής, απόφαση βάσει του άρθρου 7 ή του άρθρου 9 του κανονισμού 1/2003, ή ότι οιαδήποτε πράξη εμπόδιζε, ή απαγόρευε, την έκδοση απόφασης βάσει του εν λόγω άρθρου 9, για την αποδοχή των δεσμεύσεων τις οποίες πρότεινε επιχείρηση προς άρση των αντιρρήσεων της Επιτροπής, όσον αφορά τη συμβατότητα με το άρθρο 101 ΣΛΕΕ συμβατικών ρητρών που περιορίζουν τη δυνατότητα των κύριων τηλεοπτικών σταθμών συνδρομητικού περιεχομένου της Ένωσης να πραγματοποιούν διασυνοριακές παθητικές πωλήσεις υπηρεσιών τηλεοπτικής διανομής.

    34

    Όσον αφορά τις πράξεις του παραγώγου δικαίου στις οποίες αναφέρονται η Groupe Canal +, η EFADs και η UPC, δεν είναι ικανές να θέσουν υπό αμφισβήτηση την ανάλυση του Γενικού Δικαστηρίου, δεδομένου ότι εκδόθηκαν μετά την έκδοση της επίδικης απόφασης.

    35

    Εκ των άνω εκτιμήσεων προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε κατ’ ουσίαν, στη σκέψη 130 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η Επιτροπή, κινώντας την έρευνα που μνημονεύεται στη σκέψη 1 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, όπως αυτή παρατίθεται στη σκέψη 5 της παρούσας απόφασης, και εκδίδοντας την επίδικη απόφαση, είχε ενεργήσει εντός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων της και ότι η Groupe Canal + δεν απέδειξε ότι το θεσμικό αυτό όργανο είχε ενεργήσει κατά κατάχρηση εξουσίας.

    36

    Ως προς την αιτίαση της Groupe Canal +, με την οποία προβάλλεται πλάνη περί το δίκαιο στην οποία φέρεται να υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο καθότι απέρριψε, στη σκέψη 129 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το επιχείρημά της ότι η Επιτροπή είχε ενεργήσει κατά κατάχρηση εξουσίας, καθόσον οι δεσμεύσεις που πρότεινε η Paramount δεν ανταποκρίνονταν στις σχετικές με τον ανταγωνισμό αντιρρήσεις που διατύπωσε η Επιτροπή στην προκαταρκτική εκτίμησή της, επισημαίνεται ότι, ακόμη και εάν αποδειχθεί ότι οι δεσμεύσεις αυτές δεν ανταποκρίνονταν στις εν λόγω αντιρρήσεις, η περίσταση αυτή δεν είναι ικανή, αφ’ εαυτής, να στοιχειοθετήσει κατάχρηση εξουσίας.

    37

    Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η ανωτέρω αιτίαση όπως και ο πρώτος λόγος αναιρέσεως στο σύνολό του.

    2.   Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως

    38

    Ο τρίτος λόγος αναιρέσεως περιλαμβάνει δύο σκέλη, εκ των οποίων το μεν πρώτο αντλείται από παράβαση της υποχρέωσης αιτιολογήσεως, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να απαντήσει στον προβληθέντα από την Groupe Canal + λόγο ακυρώσεως κατά τον οποίο η Επιτροπή δεν είχε λάβει υπόψη το οικονομικό και νομικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται οι επίμαχες ρήτρες, το δε δεύτερο από ελλιπή εξέταση των πραγματικών περιστατικών, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι ενδεχόμενη μείωση των εσόδων της Groupe Canal + που προέρχονται από πελάτες εγκατεστημένους στη Γαλλία θα μπορούσε να αντισταθμιστεί από τη δυνατότητα της Groupe Canal + να απευθυνθεί σε πελατεία εγκατεστημένη στο σύνολο του ΕΟΧ.

    α)   Επί του πρώτου σκέλους του τρίτου λόγου αναιρέσεως

    1) Επιχειρήματα των διαδίκων

    39

    Η Groupe Canal +, υποστηριζόμενη από την EFADs, την UPC και τη Γαλλική Δημοκρατία, ισχυρίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον έκρινε στη σκέψη 39 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ότι ο έλεγχος νομιμότητας της επίδικης απόφασης μπορεί να αφορά μόνον το ζήτημα, πρώτον, αν οι περιστάσεις που εκτίθενται στην εν λόγω απόφαση θεμελιώνουν αντιρρήσεις σχετικά με την τήρηση των κανόνων του ανταγωνισμού, δεύτερον, αν, σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, οι δεσμεύσεις της Paramount που κατέστησαν υποχρεωτικές είναι ικανές να άρουν τις αντιρρήσεις αυτές και, τέλος, αν η Paramount πρότεινε δεσμεύσεις λιγότερο επαχθείς, εξίσου όμως ικανές να άρουν τις αντιρρήσεις αυτές. Κατά την άποψή της, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε επίσης σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε, στις σκέψεις 62 έως 66 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι το ζήτημα αν η συμπεριφορά που προκάλεσε τις εν λόγω αντιρρήσεις πληροί τις σωρευτικές προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ είναι άσχετο προς την ίδια τη φύση μιας απόφασης όπως η επίδικη και ότι, κατά συνέπεια, δεν υποχρεούνταν να αποφανθεί επί των επιχειρημάτων της Groupe Canal + που στηρίζονται στο ότι οι επίμαχες ρήτρες προάγουν την πολιτιστική παραγωγή και πολυμορφία.

    40

    Το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να απαντήσει στον λόγο ακυρώσεως με τον οποίο προβαλλόταν ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη το γαλλικό οικονομικό και νομικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονταν οι επίμαχες ρήτρες και παρέβη επομένως την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει. Δεν παρέσχε στην Groupe Canal + τη δυνατότητα να λάβει γνώση των λόγων για τους οποίους το Γενικό Δικαστήριο δεν δέχθηκε τα επιχειρήματά της. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να αποτυπώσει στην κρίση του την υποχρέωση συνεκτίμησης του οικονομικού και νομικού πλαισίου στο οποίο εντάσσονταν οι ρήτρες αυτές. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο παρέβλεψε τη νομολογία του Δικαστηρίου, κατά την οποία, αφενός, προκειμένου να εκτιμηθεί αν μια συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεων είναι αρκούντως επιζήμια ώστε να θεωρηθεί περιορισμός του ανταγωνισμού «ως εκ του αντικειμένου», κατά την έννοια του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, πρέπει να συνεκτιμάται ιδίως το οικονομικό και νομικό πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται, λαμβανομένων υπόψη του είδους των επηρεαζόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών καθώς και των πραγματικών συνθηκών της λειτουργίας και της διαρθρώσεως της οικείας αγοράς ή των οικείων αγορών, και, αφετέρου, εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να ελέγχει αν τα προβαλλόμενα αποδεικτικά στοιχεία αποτελούν το σύνολο των κρίσιμων στοιχείων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για την εκτίμηση μιας περίπλοκης κατάστασης και αν είναι ικανά να τεκμηριώσουν τα εξ αυτών συναχθέντα συμπεράσματα.

    41

    Το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε ενδελεχώς το οικονομικό και νομικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονταν οι επίμαχες ρήτρες, αλλά παρατήρησε απλώς κατά τρόπο «κατηγορηματικό», στις σκέψεις 40 έως 42 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι, λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου τους, των σκοπών τους και του οικονομικού και νομικού τους πλαισίου, οι ρήτρες αυτές, οι οποίες καταλήγουν σε απόλυτη εδαφική αποκλειστικότητα, έχουν ως αντικείμενο τον αποκλεισμό κάθε διασυνοριακού ανταγωνισμού, πράγμα το οποίο, κατά το Γενικό Δικαστήριο, αρκεί για να δικαιολογήσει τις αντιρρήσεις της Επιτροπής.

    42

    Κατά τη Γαλλική Δημοκρατία, το Γενικό Δικαστήριο δεν προσδιόρισε σε τι συνίστανται οι σχετικές με τον ανταγωνισμό αντιρρήσεις οι οποίες μπορούσαν να δικαιολογήσουν την έκδοση απόφασης δυνάμει του άρθρου 9 του κανονισμού 1/2003, ούτε εξέτασε αν οι επίμαχες ρήτρες ήταν αρκούντως επιζήμιες ώστε να μπορούν εκ πρώτης όψεως να θεωρηθούν περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου. Ο σκοπός άλλωστε περί προαγωγής της πολιτιστικής πολυμορφίας συνδέεται άρρηκτα με το νομικό και οικονομικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται οι επίμαχες ρήτρες και δεν μπορεί να αποκλεισθεί από την εξέτασή τους στο πλαίσιο του άρθρου 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

    43

    Η Groupe Canal + υποστηρίζει, επιπλέον, ότι το Γενικό Δικαστήριο, στηριζόμενο, στις σκέψεις 43 έως 50 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, στην απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2011, Football Association Premier League κ.λπ. (C‑403/08 και C‑429/08, EU:C:2011:631), για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι επίμαχες ρήτρες ήταν ικανές να εγείρουν αντιρρήσεις της Επιτροπής λόγω του αντίθετου προς τους κανόνες του ανταγωνισμού αντικειμένου τους, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή δεν αφορά τον τομέα του κινηματογράφου. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο αγνόησε το ειδικό οικονομικό και νομικό πλαίσιο του κινηματογραφικού τομέα, ενώ το Δικαστήριο έχει κρίνει, στην απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 1982, Coditel κ.λπ. (262/81, EU:C:1982:334, σκέψεις 15 και 16), ότι τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της κινηματογραφικής βιομηχανίας και των κινηματογραφικών αγορών στην Ένωση, ιδίως εκείνα που αφορούν τη μεταγλώττιση ή τον υποτιτλισμό για ένα κοινό με διαφορετικές πολιτιστικές εκφράσεις, τις δυνατότητες τηλεοπτικής μετάδοσης και το σύστημα χρηματοδότησης της κινηματογραφικής παραγωγής στην Ευρώπη, αποδεικνύουν ότι μια άδεια αποκλειστικής παρουσίασης δεν δύναται, από μόνη της, να εμποδίσει, να περιορίσει ή να νοθεύσει τον ανταγωνισμό.

    44

    Η Επιτροπή και το ΕΓΕΚ αμφισβητούν το βάσιμο των ανωτέρω επιχειρημάτων.

    2) Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    45

    Όσον αφορά, κατ’ αρχάς, το επιχείρημα της Groupe Canal + ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε την απόρριψη των επιχειρημάτων της περί της συνεκτίμησης του οικονομικού και νομικού πλαισίου στο οποίο εντάσσονται οι επίμαχες ρήτρες, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η υποχρέωση αιτιολογήσεως των αποφάσεων την οποία υπέχει το Γενικό Δικαστήριο βάσει του άρθρου 36 και του άρθρου 53, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν του επιβάλλει να παραθέτει αιτιολογία η οποία να ακολουθεί σε όλη τους την έκταση και έναν προς έναν όλους τους συλλογισμούς που διατύπωσαν οι διάδικοι. Συνεπώς, η αιτιολογία μπορεί να συνάγεται εμμέσως, υπό τον όρο να παρέχει στους ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να αντιληφθούν το σκεπτικό στο οποίο στηρίχθηκε το Γενικό Δικαστήριο και στο Δικαστήριο επαρκή στοιχεία για την εκ μέρους του άσκηση του αναιρετικού ελέγχου (απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2016, Trafilerie Meridionali κατά Επιτροπής, C‑519/15 P, EU:C:2016:682, σκέψη 41).

    46

    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, στη σκέψη 40 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο προσδιόρισε κατ’ ουσίαν τις αντιρρήσεις της Επιτροπής όσον αφορά τις επίμαχες ρήτρες, διαπιστώνοντας ότι η τελευταία εξέθεσε, στις αιτιολογικές σκέψεις 37 έως 44 της επίδικης απόφασης, ότι οι συμφωνίες που καταλήγουν σε απόλυτη εδαφική αποκλειστικότητα επανέφεραν τα στεγανά των εθνικών αγορών και αντέβαιναν στον σκοπό της Συνθήκης που συνίσταται στην εγκαθίδρυση ενιαίας αγοράς και, επομένως, οι ρήτρες αυτές θεωρούνταν ότι έχουν ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού, εκτός αν από άλλες περιστάσεις, σχετικές με το οικονομικό και νομικό πλαίσιό τους, είναι δυνατόν να συναχθεί το συμπέρασμα ότι δεν παράγουν το αποτέλεσμα αυτό.

    47

    Στη σκέψη 41 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο συνόψισε τις αιτιολογικές σκέψεις 46 έως 49 της επίδικης απόφασης, από τις οποίες προκύπτει ότι η Επιτροπή έκρινε, λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο, τους σκοπούς και το οικονομικό και νομικό πλαίσιό τους, ότι οι επίμαχες ρήτρες έχουν ως αντικείμενο τον αποκλεισμό κάθε διασυνοριακού ανταγωνισμού και την παροχή απόλυτης εδαφικής προστασίας στους τηλεοπτικούς σταθμούς που συνάπτουν συμβάσεις με την Paramount.

    48

    Καίτοι είναι αληθές ότι το Γενικό Δικαστήριο ανέφερε αμέσως, μετά τη σκέψη 41 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι οι εκτιμήσεις αυτές της Επιτροπής ήταν βάσιμες, εντούτοις η προσεκτική ανάγνωση του συνολικού σκεπτικού της εν λόγω απόφασης καταδεικνύει ότι, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Groupe Canal +, το Γενικό Δικαστήριο, ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, δεν διατύπωσε «κατηγορηματικό» συμπέρασμα, χωρίς να προβεί σε ενδελεχή εξέταση των επιχειρημάτων, αλλά ανέφερε το πόρισμα της εξέτασής του, πριν εκθέσει, στις σκέψεις 43 έως 73 της εν λόγω απόφασης, τη συλλογιστική που το οδήγησε στο πόρισμα αυτό, συμπεριλαμβανομένων των λόγων για τους οποίους οι επίμαχες ρήτρες ήταν, κατά την κρίση του, ικανές να εγείρουν αντιρρήσεις της Επιτροπής υπό το πρίσμα του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

    49

    Επιπλέον, από τις σκέψεις 51 έως 58 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε επισταμένα τα επιχειρήματα της Groupe Canal +, της Γαλλικής Δημοκρατίας, της EFADs, της UPC και της C More Entertainment σχετικά με τον νόμιμο χαρακτήρα των επίμαχων ρητρών υπό το πρίσμα του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, λόγω του οικονομικού και νομικού πλαισίου στο οποίο αυτές εντάσσονται, χωρίς να παραβλέψει τα επιχειρήματα των προμνησθέντων διαδίκων ότι οι εν λόγω ρήτρες είχαν ως αποτέλεσμα να ευνοήσουν την πολιτιστική πολυμορφία δίχως να βλάψουν τον ανταγωνισμό, τα οποία εξετάσθηκαν από το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 59 έως 72 της ίδιας απόφασης.

    50

    Κατά συνέπεια, πρέπει να διαπιστωθεί ότι η περιεχόμενη στις σκέψεις 40 έως 73 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης αιτιολογία παρέχει στους μεν ενδιαφερομένους, και ιδίως στην Groupe Canal +, τη δυνατότητα να αντιληφθούν το σκεπτικό στο οποίο στηρίχθηκε το Γενικό Δικαστήριο, στο δε Δικαστήριο επαρκή στοιχεία για να ασκήσει τον αναιρετικό του έλεγχο στο πλαίσιο της υπό κρίση αίτησης αναιρέσεως. Επομένως, απορρίπτοντας τα επιχειρήματα της Groupe Canal + σχετικά με το οικονομικό και νομικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται οι επίμαχες ρήτρες, το Γενικό Δικαστήριο δεν παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει.

    51

    Περαιτέρω, στο μέτρο που η Groupe Canal + προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, στις σκέψεις 43 έως 50 της εν λόγω απόφασης, καθόσον στηρίχθηκε στην απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2011, Football Association Premier League κ.λπ. (C‑403/08 και C‑429/08, EU:C:2011:631), για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι επίμαχες ρήτρες ήταν ικανές να εγείρουν στην Επιτροπή αντιρρήσεις λόγω του αντίθετου προς τον ανταγωνισμό αντικειμένου τους, επισημαίνεται ότι, καίτοι η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση δεν αφορούσε βεβαίως τον τομέα του κινηματογράφου, εντούτοις, από τις σκέψεις 134, 141 και 142 της εν λόγω απόφασης προκύπτει ότι η υπόθεση αυτή αφορούσε περίπτωση συγκρίσιμη, από απόψεως εμπορίου και ανταγωνισμού, με αυτήν εν προκειμένω, όπου συμφωνίες για την παραχώρηση αποκλειστικής άδειας εκμετάλλευσης, συναφθείσες μεταξύ κατόχου δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας και ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών, περιελάμβαναν πρόσθετες υποχρεώσεις με σκοπό τη διασφάλιση της τήρησης των εδαφικών περιορισμών της εκμετάλλευσης των εν λόγω αδειών, ιδίως την επιβαλλόμενη στους προμνησθέντες οργανισμούς υποχρέωση να λάβουν μέτρα που καθιστούσαν αδύνατη την πρόσβαση στα προστατευόμενα αντικείμενα εκτός του εδάφους για το οποίο παραχωρήθηκε η σχετική άδεια.

    52

    Επιπλέον, δεν υφίσταται αντίφαση μεταξύ της ίδιας απόφασης και εκείνης της 6ης Οκτωβρίου 1982, Coditel κ.λπ. (262/81, EU:C:1982:334), η οποία αφορά τον τομέα του κινηματογράφου. Πράγματι, οι σκέψεις 15 και 16 της απόφασης της 6ης Οκτωβρίου 1982, Coditel κ.λπ. (262/81, EU:C:1982:334), στις οποίες αναφέρεται η Groupe Canal +, ουδόλως στηρίζουν το επιχείρημά της ότι ρήτρες όπως οι επίμαχες μπορούν να θεωρηθούν απολύτως έγκυρες, καθόσον αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο του συστήματος χρηματοδότησης του κινηματογράφου, αλλά αναφέρουν απλώς ότι η αποκλειστική άδεια προβολής που παραχωρείται από τον κάτοχο δικαιώματος τού δημιουργού επί κινηματογραφικής ταινίας δεν έχει, αυτή καθεαυτήν, ως αντικείμενο την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού. Επιπροσθέτως, το Δικαστήριο έκρινε ρητώς, στη σκέψη 17 της εν λόγω απόφασης, ότι η άσκηση του δικαιώματος του δημιουργού επί κινηματογραφικής ταινίας και το εξ αυτού απορρέον δικαίωμα προβολής κινηματογραφικής ταινίας θα μπορούσε να νοθεύσει τον ανταγωνισμό στην αγορά κινηματογραφικών ταινιών.

    53

    Εν αντιθέσει όμως προς την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προμνησθείσα απόφαση, η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2011, Football Association Premier League κ.λπ. (C‑403/08 και C‑429/08, EU:C:2011:631), αφορούσε ακριβώς τις πρόσθετες υποχρεώσεις που αποσκοπούσαν στη διασφάλιση της τήρησης των εδαφικών περιορισμών εκμετάλλευσης των αδειών που είχε παραχωρήσει ο κάτοχος δικαιώματος διανοητικής ιδιοκτησίας.

    54

    Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε, κατ’ ουσίαν, στις σκέψεις 46 έως 50 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, παραπέμποντας στην απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2011, Football Association Premier League κ.λπ. (C‑403/08 και C‑429/08, EU:C:2011:631), ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ρήτρες συμφωνιών για παραχώρηση άδειας εκμετάλλευσης, οι οποίες προβλέπουν αμοιβαίες υποχρεώσεις με αντικείμενο τον αποκλεισμό της διασυνοριακής παροχής υπηρεσιών ραδιοτηλεοπτικής μετάδοσης του διεπόμενου από τις εν λόγω συμφωνίες οπτικοακουστικού περιεχομένου και οι οποίες παρέχουν, επομένως, απόλυτη εδαφική προστασία σε κάθε ραδιοτηλεοπτικό οργανισμό, μπορούν να θεωρηθούν, λαμβανομένων υπόψη τόσο των σκοπών τους οποίους επιδιώκουν όσο και του οικονομικού και νομικού πλαισίου στο οποίο εντάσσονται, ως συμφωνίες που έχουν ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, και ότι, στο μέτρο που οι επίμαχες ρήτρες περιελάμβαναν τέτοιες υποχρεώσεις, ήταν ικανές, υπό την επιφύλαξη ενδεχόμενης απόφασης διαπιστώνουσας οριστικά –κατόπιν συνολικής εξέτασης– την ύπαρξη ή μη παράβασης της προμνησθείσας διάταξης, να εγείρουν εν προκειμένω αντιρρήσεις της Επιτροπής ως προς τον ανταγωνισμό.

    55

    Τέλος, πρέπει επίσης να απορριφθεί το επιχείρημα της Groupe Canal +, με το οποίο προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε, κατ’ ουσίαν, στις σκέψεις 39 και 62 έως 66 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι το ζήτημα αν η συμπεριφορά που προκάλεσε στην Επιτροπή αντιρρήσεις σε σχέση με τον ανταγωνισμό πληροί τις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ είναι άσχετο προς την ίδια τη φύση απόφασης εκδοθείσας βάσει του άρθρου 9 του κανονισμού 1/2003 και ότι, κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο δεν ήταν αρμόδιο, στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας τέτοιας απόφασης, να αποφανθεί επί επιχειρημάτων που αφορούν την εφαρμογή της εν λόγω διάταξης της Συνθήκης ΛΕΕ.

    56

    Πράγματι, όπως ορθώς επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 62 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το άρθρο 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ εφαρμόζεται μόνον εφόσον έχει προηγουμένως διαπιστωθεί παράβαση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (πρβλ. απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 2013, Slovenská sporiteľňa, C‑68/12, EU:C:2013:71, σκέψη 30).

    57

    Πλην όμως, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούται να χαρακτηρίσει και να διαπιστώσει την παράβαση οσάκις εκδίδει απόφαση δυνάμει του άρθρου 9 του κανονισμού 1/2003 (απόφαση της 29ης Ιουνίου 2010, Επιτροπή κατά Alrosa, C‑441/07 P, EU:C:2010:377, σκέψη 40), δεν είναι δυνατόν, στο πλαίσιο μιας τέτοιας απόφασης, να οφείλει να εκτιμήσει οριστικώς αν συμφωνία, απόφαση ή εναρμονισμένη πρακτική πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

    58

    Επιπλέον, όπως ορθώς επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 62 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, η εφαρμογή του άρθρου 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ συνίσταται στον καθορισμό των ευνοϊκών για τον ανταγωνισμό αποτελεσμάτων που παράγει η συμφωνία η οποία αντιβαίνει στο άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και στην εξακρίβωση του αν τα αποτελέσματα αυτά υπερτερούν έναντι των αντίθετων προς τον ανταγωνισμό αποτελεσμάτων.

    59

    Όπως δε προκύπτει από το άρθρο 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003, οι αποφάσεις που εκδίδει η Επιτροπή βάσει της διάταξης αυτής στηρίζονται σε προκαταρκτική εκτίμηση της αντίθετης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού φύσης της κρίσιμης συμπεριφοράς. Επομένως, στο μέτρο που μια τέτοια απόφαση δεν περιλαμβάνει εμπεριστατωμένη και πλήρη αξιολόγηση όλων των αντίθετων προς τον ανταγωνισμό αποτελεσμάτων της συμπεριφοράς αυτής, η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να συγκρίνει τα αποτελέσματα αυτά και τα ευνοϊκά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα, εφόσον θεωρηθούν αποδεδειγμένα, των οποίων έγινε επίκληση ενώπιόν της.

    60

    Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε, στη σκέψη 62 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι το ζήτημα αν η συμπεριφορά που προκάλεσε στην Επιτροπή αντιρρήσεις σε σχέση με τον ανταγωνισμό πληροί τις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ είναι άσχετο προς την ίδια τη φύση απόφασης εκδοθείσας βάσει του άρθρου 9 του κανονισμού 1/2003.

    61

    Όσον αφορά το γεγονός ότι η Επιτροπή απεφάνθη προκαταρκτικώς, στις αιτιολογικές σκέψεις 50 έως 52 της επίδικης απόφασης, επί του ζητήματος της εφαρμογής εν προκειμένω του άρθρου 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, επισημαίνεται ότι οι αιτιολογικές αυτές σκέψεις αποτελούσαν μέρος της έκθεσης της προκαταρκτικής εκτίμησης στην οποία προέβη η Επιτροπή σχετικά με τις επίμαχες ρήτρες και δεν περιείχαν καμία οριστική εκτίμηση επί του ζητήματος αυτού, αλλά αποσκοπούσαν απλώς στο να επισημάνουν ότι η Επιτροπή είχε λάβει υπόψη κατά την εκτίμηση αυτή τα επιχειρήματα που η Paramount είχε ήδη προβάλει επί του εν λόγω ζητήματος πριν από την ανακοίνωση των αιτιάσεων.

    62

    Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

    β)   Επί του δευτέρου σκέλους του τρίτου λόγου αναιρέσεως

    1) Επιχειρήματα των διαδίκων

    63

    Η Groupe Canal +, υποστηριζόμενη από την EFADs, την UPC και τη Γαλλική Δημοκρατία, διατείνεται ότι, κρίνοντας στις σκέψεις 57 και 69 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ότι ενδεχόμενη μείωση των εσόδων της Groupe Canal + που προέρχονται από πελάτες εγκατεστημένους στη Γαλλία μπορεί να αντισταθμιστεί από το γεγονός ότι αυτή έχει πλέον τη δυνατότητα να απευθύνεται ελεύθερα σε πελατεία εγκατεστημένη στο σύνολο του ΕΟΧ και όχι μόνο στη Γαλλία, το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τις ιδιαιτερότητες του τομέα του κινηματογράφου και δεν εξέτασε όλα τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά που του υποβλήθηκαν. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε προδήλως υπόψη τη μελέτη με τίτλο «The Impact of cross-border to audiovisual content on EU consumers», η οποία εκπονήθηκε από τα γραφεία Oxera και O & O τον Μάιο του 2016, και την οποία προσκόμισε η Groupe Canal +, από την οποία προκύπτει ότι οι εδαφικές αποκλειστικότητες είναι αναγκαίες για τη χρηματοδότηση του ευρωπαϊκού κινηματογράφου, λόγω των διαφόρων πολιτιστικών ευαισθησιών στην Ένωση, ότι η αξία των ευρωπαϊκών ταινιών διαφέρει από ένα κράτος μέλος σε άλλο ή από μια γλωσσική περιοχή σε άλλη και ότι σε ευρωπαϊκό επίπεδο χρηματοδοτείται κυρίως, εν τέλει, από τους τηλεοπτικούς σταθμούς βάσει του συστήματος απόλυτης εδαφικής προστασίας. Η μείωση των εσόδων δεν μπορεί να αντισταθμιστεί, δεδομένου ότι η Groupe Canal + δεν μπορεί πλέον να προβάλει την αποκλειστικότητα διανομής ορισμένων περιεχομένων, οι δε εγκατεστημένοι στη Γαλλία καταναλωτές επιλέγουν κυρίως να εγγραφούν ως συνδρομητές στους φορείς εκμετάλλευσης που μεταδίδουν ελκυστικό περιεχόμενο, συνήθως στην αγγλική γλώσσα. Το κόστος άδειας εκμετάλλευσης καλύπτουσας πολλές περιοχές είναι πολύ υψηλότερο από εκείνο μιας άδειας εθνικής εμβέλειας, πράγμα που καθιστά την πρώτη αυτή άδεια μη προσιτή για τους διανομείς. Το κόστος απόκτησης νέων συνδρομητών εκτός της παραδοσιακής περιοχής του διανομέα συνεπάγεται δραστική μείωση της ελευθερίας επιλογής του όσον αφορά την παραγωγή. Εν πάση περιπτώσει, τα γεωγραφικά όρια, τα οποία είναι σύμφυτα με τις άδειες εκμετάλλευσης που έχουν παραχωρηθεί στην Groupe Canal +, δεν καθιστούν δυνατό να απευθυνθεί αυτή ελεύθερα σε πελάτες που βρίσκονται σε ολόκληρη την Ένωση.

    64

    Η Επιτροπή και το ΕΓΕΚ αμφισβητούν το βάσιμο των ανωτέρω επιχειρημάτων.

    2) Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    65

    Επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι, στο μέτρο που βάλλουν κατά των εκτιμήσεων που περιλαμβάνονται στη σκέψη 69 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, τα επιχειρήματα που αναπτύσσονται στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους του τρίτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αλυσιτελή.

    66

    Συγκεκριμένα, από τη χρήση, στη μεν σκέψη 67 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, της φράσης «εν πάση περιπτώσει» και, στη σκέψη 72 της ίδιας απόφασης, της φράσης «μολονότι έπρεπε να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή υπείχε την υποχρέωση να εξετάσει τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ» προκύπτει ότι η εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου στις σκέψεις 67 έως 72 της εν λόγω απόφασης διατυπώθηκε επαλλήλως, σε περίπτωση που γινόταν δεκτό ότι η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να εξετάσει τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

    67

    Πλην όμως, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο, όπως προκύπτει από την εξέταση του πρώτου σκέλους του τρίτου λόγου αναιρέσεως, ορθώς έκρινε ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας που οδήγησε στην έκδοση της επίδικης απόφασης, η Επιτροπή δεν όφειλε να εκτιμήσει αν πληρούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, οι βάλλουσες κατά της σκέψης 69 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης αιτιάσεις, ακόμη και αν ήταν βάσιμες, δεν θα μπορούσαν, εν πάση περιπτώσει, να επιφέρουν την αναίρεση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

    68

    Στο μέτρο που τα επιχειρήματα που αναπτύσσονται στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους του τρίτου λόγου αναιρέσεως αφορούν τις εκτιμήσεις που περιλαμβάνονται στη σκέψη 57 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, πρέπει να υπομνησθεί ότι, βάσει του άρθρου 256 ΣΛΕΕ και του άρθρου 58 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η αίτηση αναιρέσεως περιορίζεται σε νομικά ζητήματα. Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο είναι αποκλειστικά αρμόδιο, αφενός, για τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών και, αφετέρου, για την εκτίμησή τους. Μόνο στην περίπτωση που η ανακρίβεια του περιεχομένου της διαπιστώσεως των εν λόγω πραγματικών περιστατικών, στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο, προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας που του έχουν υποβληθεί ή σε περίπτωση παραμορφώσεως του περιεχομένου των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίστηκαν σε σχέση με τα πραγματικά αυτά περιστατικά, η διαπίστωση αυτή και η εκτίμηση των αποδεικτικών αυτών στοιχείων αποτελούν νομικά ζητήματα υποκείμενα στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου (διάταξη της 19ης Δεκεμβρίου 2019, OPS Újpest κατά Επιτροπής, C‑741/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:1104, σκέψη 19 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    69

    Πλην όμως, με τα εν λόγω επιχειρήματα της Groupe Canal + αμφισβητείται απλώς η εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, κατά την οποία ενδεχόμενη μείωση των εσόδων της Groupe Canal + τα οποία προέρχονται από πελάτες εγκατεστημένους στη Γαλλία μπορεί να αντισταθμιστεί από το γεγονός ότι, χάριν της εφαρμογής των δεσμεύσεων που κατέστησαν υποχρεωτικές δυνάμει της επίδικης απόφασης, η Groupe Canal + έχει πλέον τη δυνατότητα να απευθύνεται ελεύθερα σε πελατεία εγκατεστημένη στο σύνολο του ΕΟΧ και όχι μόνο στη Γαλλία, χωρίς να προβάλλεται παραμόρφωση του περιεχομένου των δεσμεύσεων αυτών.

    70

    Επομένως, τα εν λόγω επιχειρήματα της Groupe Canal + είναι απαράδεκτα.

    71

    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει αλυσιτελές και εν μέρει απαράδεκτο.

    72

    Ως εκ τούτου, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

    3.   Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

    α)   Επιχειρήματα των διαδίκων

    73

    Η Groupe Canal + παρατηρεί ότι, για να αντλήσει το συμπέρασμα, στη σκέψη 72 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η προκαταρκτική εξέτασή της Επιτροπής, η οποία κατέληξε στη διαπίστωση ότι δεν πληρούνταν οι σωρευτικές προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, δεν ενέχει πλάνη, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 67 της εν λόγω απόφασης, ότι οι επίμαχες ρήτρες επέβαλλαν περιορισμούς που υπερέβαιναν τα όρια του αναγκαίου για την παραγωγή και τη διανομή οπτικοακουστικών έργων ως προς τα οποία απαιτείται προστασία των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας και, στη σκέψη 70 της ίδιας απόφασης, ότι οι εν λόγω ρήτρες εξαλείφουν κάθε είδους ανταγωνισμό με τις αμερικανικές ταινίες. Πλην όμως, ουδεμία εκ των ως άνω εκτιμήσεων συζητήθηκε από τους διαδίκους στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Το τελευταίο παραβίασε, επομένως, την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως.

    74

    Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο της επιχειρηματολογίας της Groupe Canal +. Η Επιτροπή και το ΕΓΕΚ φρονούν ότι ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι, εν πάση περιπτώσει, αλυσιτελής για τον λόγο ότι βάλλει κατά αιτιολογίας που παρετέθη επαλλήλως στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Το ΕΓΕΚ θεωρεί, πρωτίστως, ότι ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος καθότι είναι προδήλως αόριστος.

    β)   Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    75

    Ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως βάλλει κατά των σκέψεων 67, 70 και 72 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, οι οποίες αφορούν το ζήτημα της εφαρμογής, εν προκειμένω, του άρθρου 101 παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

    76

    Συναφώς, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί αν, όπως υποστηρίζει το ΕΓΕΚ, ο λόγος αυτός πρέπει να κριθεί απαράδεκτος, πρέπει να γίνει δεκτό, για τους λόγους που εκτέθηκαν στις σκέψεις 66 και 67 της παρούσας απόφαση, ότι ο λόγος αυτός είναι αλυσιτελής.

    77

    Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

    4.   Επί του τετάρτου λόγου αναιρέσεως

    78

    Ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως περιλαμβάνει δύο σκέλη, εκ των οποίων, με το πρώτο προβάλλεται παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και προσβολή των δικαιωμάτων των τρίτων, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούνταν να εξετάσει μία προς μία τις οικείες εθνικές αγορές, και με το δεύτερο προβάλλεται παράβαση του σημείου 128 των βέλτιστων πρακτικών καθώς και προσβολή των συμβατικών δικαιωμάτων τρίτων, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η επίδικη απόφαση δεν επηρεάζει τη δυνατότητα της Groupe Canal + να προσφύγει ενώπιον εθνικού δικαστηρίου για να διασφαλίσει τον σεβασμό των συμβατικών δικαιωμάτων της.

    α)   Επί του πρώτου σκέλους του τετάρτου λόγου αναιρέσεως

    1) Επιχειρήματα των διαδίκων

    79

    Η Groupe Canal +, υποστηριζόμενη από την UPC και τη Γαλλική Δημοκρατία, παρατηρεί, κατ’ ουσίαν, ότι, δεχόμενη τις δεσμεύσεις της Paramount, οι οποίες αφορούν το σύνολο των συμβάσεων που συνήφθησαν με τους τηλεοπτικούς σταθμούς του ΕΟΧ, ενώ η προκαταρκτική εκτίμηση της Επιτροπής και οι σχετικές με τον ανταγωνισμό αντιρρήσεις που διατύπωσε το θεσμικό αυτό όργανο αφορούσαν μόνον τα αποκλειστικά δικαιώματα που παραχωρήθηκαν στη Sky για το έδαφος του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας, η Επιτροπή στήριξε τη συλλογιστική της «κατά παρέκταση», αθετώντας την υποχρέωση να εξετάσει τις υπόλοιπες αγορές, και, ως εκ τούτου, δεν έλαβε υπόψη τις ιδιαιτερότητες των υπολοίπων αγορών, ιδίως της γαλλικής, χαρακτηριστικό της οποίας είναι ότι η χρηματοδότηση της οπτικοακουστικής παραγωγής διασφαλίζεται από τους σταθμούς, όπως η Groupe Canal +. Επικυρώνοντας, στη σκέψη 118 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, την προσέγγιση της Επιτροπής, το Γενικό Δικαστήριο παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας και προσέβαλε τα δικαιώματα των τρίτων, κατά παράβαση της απόφασης της 29ης Ιουνίου 2010, Επιτροπή κατά Alrosa (C‑441/07 P, EU:C:2010:377, σκέψη 41).

    80

    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το ΕΓΕΚ, αμφισβητεί το βάσιμο των ανωτέρω επιχειρημάτων.

    2) Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    81

    Δεν αμφισβητείται, εν προκειμένω, ότι η προκαταρκτική εκτίμηση της Επιτροπής αφορούσε μόνον ορισμένες ρήτρες που περιλαμβάνονταν στις συμφωνίες για παραχώρηση άδειας εκμετάλλευσης που η Paramount είχε συνάψει με τη Sky, με τις οποίες η Paramount παραχώρησε στη Sky άδειες αποκλειστικής εκμετάλλευσης για το έδαφος του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας. Συγκεκριμένα, από τη σκέψη 3 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι η Επιτροπή είχε επικεντρώσει την έρευνά της σε δύο συναφείς ρήτρες των συμφωνιών αυτών. Η πρώτη είχε ως σκοπό να απαγορευθεί ή να περιοριστεί η δυνατότητα της Sky να ανταποκρίνεται στη ζήτηση σχετικά με την αγορά υπηρεσιών τηλεοπτικής διανομής η οποία εκφράζεται αυτοβούλως εκ μέρους καταναλωτών που κατοικούν στον ΕΟΧ, αλλά εκτός του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας. Η δεύτερη ρήτρα επέβαλλε στην Paramount, στο πλαίσιο των συμφωνιών που συνήπτε με τους τηλεοπτικούς σταθμούς που είναι εγκατεστημένοι στον ΕΟΧ, αλλά εκτός του Ηνωμένου Βασιλείου, την υποχρέωση να τους απαγορεύει ή να περιορίζει τη δυνατότητά τους να ανταποκρίνονται στη ζήτηση σχετικά με την αγορά υπηρεσιών τηλεοπτικής διανομής η οποία εκφράζεται αυτοβούλως εκ μέρους καταναλωτών που κατοικούν στο Ηνωμένο Βασίλειο και στην Ιρλανδία.

    82

    Επιπλέον, από τις σκέψεις 8 έως 10 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι οι δεσμεύσεις της Paramount, οι οποίες κατέστησαν υποχρεωτικές με την επίδικη απόφαση, αφορούσαν επίσης παρεμφερείς ρήτρες περιλαμβανόμενες σε συμφωνίες για παραχώρηση άδειας εκμετάλλευσης τις οποίες η Paramount είχε συνάψει ή μπορούσε να συνάψει με άλλους τηλεοπτικούς σταθμούς εγκατεστημένους στον ΕΟΧ.

    83

    Το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στις σκέψεις 40 και 41 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι οι αντιρρήσεις της Επιτροπής όσον αφορά τις επίμαχες ρήτρες σχετίζονταν με το γεγονός ότι οι ρήτρες αυτές κατέληγαν σε απόλυτη εδαφική αποκλειστικότητα, καθόσον επανέφεραν τα στεγανά των εθνικών αγορών και αντέβαιναν στον σκοπό της Συνθήκης περί εγκαθίδρυσης ενιαίας αγοράς.

    84

    Όπως δε το Γενικό Δικαστήριο ορθώς υπενθύμισε, στη σκέψη 46 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, συμφωνίες οι οποίες τείνουν να επαναφέρουν τα στεγανά των εθνικών αγορών ενδέχεται να αντιβαίνουν στον σκοπό της Συνθήκης που συνίσταται στην ενοποίηση των αγορών αυτών με την εγκαθίδρυση ενιαίας αγοράς. Ως εκ τούτου, συμβάσεις που αποσκοπούν στη στεγανοποίηση των εθνικών αγορών κατ’ αντιστοιχίαν προς τα εθνικά σύνορα ή παρακωλύουν την οικονομική αλληλοδιείσδυση των εθνικών αγορών πρέπει, λαμβανομένων υπόψη τόσο των σκοπών που επιδιώκουν όσο και του οικονομικού και νομικού πλαισίου στο οποίο εντάσσονται, να θεωρούνται συμφωνίες που έχουν ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού, κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ

    85

    Πράγματι, τέτοιες συμφωνίες είναι ικανές να θέσουν σε κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία της ενιαίας αγοράς, υπονομεύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο έναν από τους κύριους σκοπούς της Ένωσης, ανεξαρτήτως της κατάστασης που επικρατεί στις εθνικές αγορές.

    86

    Επομένως, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 118 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι οι επίμαχες ρήτρες, στο μέτρο που αποσκοπούν στη στεγανοποίηση των εθνικών αγορών στο σύνολο του ΕΟΧ, χωρίς να διαπιστώνεται από το οικονομικό και νομικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται ότι δεν είναι ικανές να θίξουν τον ανταγωνισμό, μπορούσαν βάσιμα, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 9 του κανονισμού 1/2003, να θεμελιώσουν αντιρρήσεις της Επιτροπής ως προς τον ανταγωνισμό αναφορικά με το σύνολο του γεωγραφικού αυτού χώρου, μολονότι η Επιτροπή δεν εξέτασε μία προς μία τις οικείες εθνικές αγορές.

    87

    Ως εκ τούτου, το πρώτο σκέλος του τετάρτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

    β)   Επί του δευτέρου σκέλους του τετάρτου λόγου αναιρέσεως

    1) Επιχειρήματα των διαδίκων

    88

    Η Groupe Canal + υποστηρίζει ότι, κρίνοντας στη σκέψη 104 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ότι η επίδικη απόφαση δεν συνιστά παρέμβαση στη συμβατική της ελευθερία, δεδομένου ότι η ίδια θα μπορούσε να προσφύγει ενώπιον εθνικού δικαστηρίου προκειμένου να διαπιστωθεί η συμβατότητα των επίμαχων ρητρών με το άρθρο 101 παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και να αντληθούν, έναντι της Paramount, οι συνέπειες που επιτάσσει το εθνικό δίκαιο, το Γενικό Δικαστήριο παραβίασε την αρχή που απορρέει από το άρθρο 9 του κανονισμού 1/2003, από το σημείο 128 των βέλτιστων πρακτικών και από την υποσημείωση 76 των τελευταίων, κατά την οποία απόφαση εκδοθείσα βάσει του προμνησθέντος άρθρου 9 δεν μπορεί να έχει ως σκοπό ή ως αποτέλεσμα να καταστούν υποχρεώσεις δεσμευτικές για επιχειρηματίες οι οποίοι δεν τις πρότειναν και δεν τις ανέλαβαν.

    89

    Επιπλέον, αναφέροντας, στη σκέψη 103 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι, σε περίπτωση που εθνικό δικαστήριο υποχρέωνε την Paramount να μη συμμορφωθεί με τις δεσμεύσεις, η Επιτροπή θα όφειλε να κινήσει εκ νέου έρευνα, το Γενικό Δικαστήριο αναγνώρισε ρητώς ότι η υλοποίηση των δεσμεύσεων αυτών εξαρτάται από τη βούληση της Groupe Canal +, χωρίς να αντλήσει όλες τις νόμιμες συνέπειες από το συμπέρασμα αυτό.

    90

    Η Groupe Canal +, υποστηριζόμενη από τη Γαλλική Δημοκρατία, διατείνεται κατ’ ουσίαν ότι, κρίνοντας, στη σκέψη 100 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η επίμαχη απόφαση μπορεί, το πολύ, να επηρεάσει την εκτίμηση εθνικού δικαστηρίου μόνο στο μέτρο που η απόφαση αυτή περιέχει προκαταρκτική εξέταση, το Γενικό Δικαστήριο παρέβλεψε σοβαρά τα δικαιώματα τρίτων, εν προκειμένω της Groupe Canal +. Συγκεκριμένα, η απόφαση αυτή στέρησε από την Groupe Canal + τη συμβατική ελευθερία της, δεδομένου ότι, στην πραγματικότητα, δεν θα μπορούσε να επιτύχει να εκδώσει εθνικό δικαστήριο απόφαση αντίθετη προς εκείνη της Επιτροπής η οποία θα αναγνωρίζει το κύρος των σχετικών ρητρών. Συναφώς, από την απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2017, Gasorba κ.λπ. (C‑547/16, EU:C:2017:891, σκέψεις 28 και 29), προκύπτει ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν είναι δυνατόν να αγνοούν τις αποφάσεις που εκδίδονται βάσει του άρθρου 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 και ότι οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τις προκαταρκτικές εκτιμήσεις της Επιτροπής και να τις θεωρούν ένδειξη, ή ακόμη και αρχή αποδείξεως, του αντίθετου προς τους κανόνες του ανταγωνισμού χαρακτήρα της σχετικής συμφωνίας. Η ελευθερία των δικαστηρίων αυτών διατηρείται μόνο σε περίπτωση που αποφασίσουν να συνεχίσουν τις έρευνές τους σχετικά με τη συμβατότητα των οικείων συμφωνιών με το δίκαιο του ανταγωνισμού.

    91

    Η Γαλλική Δημοκρατία προσθέτει ότι η επιρροή που ασκεί μια ληφθείσα βάσει του άρθρου 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 απόφαση στην εκτίμηση του εθνικού δικαστηρίου ενισχύεται από τις δεσμεύσεις που αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης με άλλες επιχειρήσεις του οικείου τομέα, οπότε διαδοχικές δεσμεύσεις μπορούν να αποτελέσουν τον κανόνα από τον οποίο είναι δύσκολο να αποστεί το εθνικό δικαστήριο. Επιπλέον, η περίσταση ότι, στην περίπτωση που το εθνικό δικαστήριο κρίνει ότι η σχετική συμφωνία δεν αντιβαίνει στο άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, η Επιτροπή θα κινήσει οπωσδήποτε εκ νέου έρευνα, σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1/2003, θα μπορούσε να είναι ικανή να αποτρέψει το εθνικό δικαστήριο να αμφισβητήσει την προκαταρκτική εκτίμηση της Επιτροπής.

    92

    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το ΕΓΕΚ, θεωρεί κατ’ ουσίαν ότι ορθώς έκρινε το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 83 έως 108 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η εφαρμογή των δεσμεύσεων της Paramount δεν εξαρτάται από τη βούληση τρίτων, όπως της Groupe Canal +. Συγκεκριμένα, προτείνοντας τις δεσμεύσεις αυτές, η Paramount άσκησε τη συμβατική ελευθερία της να μην αναλάβει πλέον ορισμένες συμβατικές ρήτρες ή να μην δεσμεύεται πλέον από αυτές και η απόφαση αυτή δεν εξηρτάτο από τη βούληση τρίτων. Επιπλέον, η αποδοχή από την Επιτροπή των δεσμεύσεων αυτών δεν στέρησε από την Groupe Canal + τη δυνατότητα να προσφύγει ενώπιον εθνικού δικαστηρίου προκειμένου να προστατεύσει τα δικαιώματά της στο πλαίσιο των συμβατικών σχέσεών της με την Paramount. Αν το εθνικό δικαστήριο κρίνει ότι οι σχετικές ρήτρες δεν αντιβαίνουν στο άρθρο 1, παράγραφος 101, ΣΛΕΕ ή ότι πληρούν τις προϋποθέσεις της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού, θα πρέπει να εκτιμήσει αν η έκβαση της ενώπιόν του δίκης θα μπορούσε να ωθήσει την Paramount να αθετήσει τις δεσμεύσεις που κατέστησαν υποχρεωτικές δυνάμει της επίμαχης απόφασης. Προκειμένου να αποφευχθεί το να μπορεί η έκβαση της διαδικασίας αυτής να ωθήσει την Paramount να αθετήσει τις εν λόγω δεσμεύσεις, το εθνικό δικαστήριο θα μπορούσε να αρνηθεί να διατάξει την εκτέλεση των σχετικών ρητρών, υποχρεώνοντας την Paramount, σύμφωνα με τους εφαρμοστέους εθνικούς κανόνες, να προβεί σε ισοδύναμη εκτέλεση μέσω της καταβολής αποζημίωσης. Το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε τη λύση αυτή στη σκέψη 103 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης.

    93

    Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε, στη σκέψη 102 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η Groupe Canal + θα μπορούσε να επιτύχει την έκδοση απόφασης εθνικού δικαστηρίου η οποία να αντικρούει την Επιτροπή και να δέχεται το κύρος των επίμαχων ρητρών. Από τη σκέψη 29 της απόφασης της 23ης Νοεμβρίου 2017, Gasorba κ.λπ. (C 547/16, EU:C:2017:891), προκύπτει ότι εθνικό δικαστήριο υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη μόνο την εκτιθέμενη στη σχετική απόφαση προκαταρκτική εκτίμηση της Επιτροπής και να τη θεωρεί ως ένδειξη ή ακόμη και ως αρχή αποδείξεως ότι οι κρίσιμες ρήτρες αντιβαίνουν στους κανόνες του ανταγωνισμού.

    2) Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    94

    Στο πλαίσιο της εξέτασης του δευτέρου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως που προβλήθηκε πρωτοδίκως, ο οποίος αφορά προσβολή, κατά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, των συμβατικών δικαιωμάτων των τρίτων, όπως η Groupe Canal +, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν, στις σκέψεις 89 και 90 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι απόφαση εκδοθείσα βάσει του άρθρου 9 του κανονισμού 1/2003 είναι δεσμευτική μόνο για τις επιχειρήσεις που πρότειναν «δέσμευση», κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, και δεν μπορεί να έχει ως σκοπό ή ως αποτέλεσμα να καταστήσει μια δέσμευση υποχρεωτική για τους επιχειρηματίες που δεν την πρότειναν ή δεν την ανέλαβαν.

    95

    Στις σκέψεις 91 και 92 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ειδικότερα ότι, όταν η δέσμευση συνίσταται στη μη εφαρμογή συμβατικής ρήτρας που παρέχει δικαιώματα σε τρίτο, η αναγνώριση στην Επιτροπή της δυνατότητας να την καταστήσει υποχρεωτική έναντι τρίτου, όπως η Groupe Canal +, ο οποίος δεν την έχει προτείνει και τον οποίο δεν αφορούσε η κινηθείσα από την Επιτροπή διαδικασία, συνιστά παρέμβαση στη συμβατική ελευθερία του εν λόγω επιχειρηματία η οποία βαίνει πέραν των όσων ορίζει το άρθρο 9 του κανονισμού 1/2003.

    96

    Tο Γενικό Δικαστήριο εξέτασε ακολούθως αν, λαμβανομένου υπόψη του γράμματος και του νομικού πλαισίου εντός του οποίου εκδόθηκε, η επίδικη απόφαση είχε ως σκοπό ή ως αποτέλεσμα να προσομοιάζει η προταθείσα από την Paramount δέσμευση, κατά παράβαση του προμνησθέντος άρθρου 9, με δέσμευση που θα μπορούσε να έχει προτείνει η Groupe Canal +. Συναφώς, παρατήρησε κατ’ αρχάς, στη σκέψη 94 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι από την επίδικη απόφαση δεν προκύπτει ότι αυτή επιβάλλει οποιαδήποτε υποχρέωση στους αντισυμβαλλομένους της Paramount, όπως η Groupe Canal +.

    97

    Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε δεύτερον, στη σκέψη 95 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, αφενός, ότι το γεγονός ότι η Paramount ανέλαβε τη γενική δέσμευση να μην αξιώσει δικαστικώς την τήρηση της υποχρέωσης των τηλεοπτικών σταθμών να μην προβαίνουν σε παθητικές πωλήσεις εκτός της περιοχής για την οποία διαθέτουν εδαφική αποκλειστικότητα, όπως προβλέπεται στο σημείο 2.2, στοιχείο αʹ, του παραρτήματος της επίδικης απόφασης, έχει αυτομάτως ως συνέπεια ότι η Paramount δεν τηρεί την υποχρέωσή της να απαγορεύει τις πωλήσεις αυτές, όπως προβλέπεται στο σημείο 2.2, στοιχείο βʹ, του ίδιου παραρτήματος αυτού, και, αφετέρου, ότι η δέσμευση αυτή συνεπάγεται αυτομάτως, με τη σειρά της, την προσβολή του συμβατικού δικαιώματος του οποίου απολαύουν οι αντισυμβαλλόμενοι της Paramount τηλεοπτικοί σταθμοί έναντι αυτής, το οποίο συνίσταται στη διασφάλιση για καθέναν από τους σταθμούς αυτούς απόλυτης εδαφικής αποκλειστικότητας όσον αφορά το αντικείμενο κάθε συμφωνίας παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης για την παραγωγή προγραμμάτων συνδρομητικής τηλεόρασης.

    98

    Στη σκέψη 96 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το ερώτημα που τίθεται σε ένα τέτοιο πλαίσιο είναι αν το αποτέλεσμα αυτό απορρέει από την προσβαλλόμενη απόφαση, οπότε θα πρόκειται για μη αναστρέψιμο αποτέλεσμα έναντι ενός τρίτου που δεν πρότεινε ούτε ανέλαβε τη δέσμευση που κατέστη υποχρεωτική, ή αν η δήλωση της Paramount περί μη τήρησης των επίμαχων ρητρών αποτελεί κατ’ ουσίαν πράξη στην οποία προβαίνει με δικό της κίνδυνο και η οποία ουδόλως θίγει τη δυνατότητα των αντισυμβαλλομένων της να προσφύγουν ενώπιον εθνικού δικαστηρίου ζητώντας την τήρηση των εν λόγω ρητρών.

    99

    Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, μεταξύ άλλων, στις σκέψεις 100 και 102 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι, στο πλαίσιο προσφυγής ασκηθείσας από επιχείρηση με αίτημα τον σεβασμό των συμβατικών της δικαιωμάτων τα οποία θίγονται από δεσμεύσεις που κατέστησαν υποχρεωτικές από την Επιτροπή βάσει απόφασης εκδοθείσας δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003, εθνικό δικαστήριο μπορεί να καταλήξει σε εντελώς ή εν μέρει διαφορετικό συμπέρασμα από την προκαταρκτική εκτίμηση στην οποία προέβη η Επιτροπή υπό το πρίσμα του δικαίου του ανταγωνισμού, η οποία περιλαμβάνεται στην απόφαση αυτή, και να κρίνει ότι οι ρήτρες που αποτελούν το αντικείμενο των δεσμεύσεων δεν αντιβαίνουν στο άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

    100

    Επιπλέον, στη σκέψη 103 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι τα εθνικά δικαστήρια είχαν την εξουσία να εκδώσουν απόφαση η οποία θα μπορούσε να ωθήσει την Paramount να μη συμμορφωθεί με τις δεσμεύσεις που κατέστησαν υποχρεωτικές δυνάμει της επίδικης απόφασης.

    101

    Στη σκέψη 104 της εν λόγω απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε εκ των ως άνω εκτιμήσεων ότι η επίδικη απόφαση δεν έθιγε τη δυνατότητα της Groupe Canal + να προσφύγει ενώπιον εθνικού δικαστηρίου προκειμένου αυτό να διαπιστώσει τη συμβατότητα των επίμαχων ρητρών με το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και να συναγάγει, ως προς την Paramount, τις προβλεπόμενες από το εθνικό δίκαιο συνέπειες.

    102

    Στη σκέψη 106 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή, εκδίδοντας την επίδικη απόφαση, είχε ενεργήσει εντός των ορίων των εξουσιών που της έχουν ανατεθεί με το άρθρο 9 του κανονισμού 1/2003 και είχε διασφαλίσει την τήρηση του σκοπού του, ο οποίος υπαγορεύεται από λόγους αναγόμενους στην οικονομία της διαδικασίας και στην αποτελεσματικότητα, χωρίς να θίξει τα συμβατικά και δικονομικά δικαιώματα της Groupe Canal + κατά τρόπο που θα υπερέβαινε τα όρια του αναγκαίου για την επίτευξη του σκοπού αυτού.

    103

    Η Groupe Canal + προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στο Γενικό Δικαστήριο ότι παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας καθόσον ελαχιστοποίησε τη σημασία των αποτελεσμάτων των επίμαχων δεσμεύσεων, τις οποίες ανέλαβε η Paramount και οι οποίες κατέστησαν υποχρεωτικές με την επίδικη απόφαση, επί των συμβατικών δικαιωμάτων της Groupe Canal +, υποστηρίζοντας ότι το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε σε εσφαλμένη παραδοχή όσον αφορά την αποτελεσματικότητα, στο πλαίσιο αυτό, προσφυγής ασκηθείσας ενώπιον εθνικού δικαστηρίου στηριζόμενης σε τέτοια δικαιώματα.

    104

    Πρέπει να υπομνησθεί, συναφώς, ότι η αρχή της αναλογικότητας επιβάλλει, κατά πάγια νομολογία, να είναι οι πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης κατάλληλες για την επίτευξη των θεμιτών σκοπών τους οποίους επιδιώκει η σχετική ρύθμιση και να μην υπερβαίνουν τα όρια αυτού που είναι αναγκαίο για την επίτευξή τους (απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2018, Weiss κ.λπ., C‑493/17, EU:C:2018:1000, σκέψη 72 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

    105

    Η εφαρμογή από την Επιτροπή της αρχής της αναλογικότητας στο πλαίσιο του άρθρου 9 του κανονισμού 1/2003 περιορίζεται στον έλεγχο του αν οι κρίσιμες δεσμεύσεις ανταποκρίνονται στις αντιρρήσεις που διατύπωσε προς τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις και του αν οι τελευταίες πρότειναν δεσμεύσεις λιγότερο περιοριστικές, εξίσου όμως ικανές να άρουν τις αντιρρήσεις της. Κατά την άσκηση του ελέγχου αυτού, η Επιτροπή πρέπει ωστόσο να λάβει υπόψη τα συμφέροντα των τρίτων (απόφαση της 29ης Ιουνίου 2010, Επιτροπή κατά Alrosa, C‑441/07 P, EU:C:2010:377, σκέψη 41).

    106

    Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 123 των προτάσεών του, όταν η Επιτροπή ελέγχει τις δεσμεύσεις όχι ως προς το κατά πόσον είναι κατάλληλες να άρουν τις αντιρρήσεις της στον τομέα του ανταγωνισμού, αλλά υπό το πρίσμα των επιπτώσεών τους στα συμφέροντα τρίτων, η αρχή της αναλογικότητας απαιτεί να μην καθίστανται άνευ περιεχομένου τα δικαιώματα των τελευταίων.

    107

    Στο πλαίσιο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε κατ’ ουσίαν, στις σκέψεις 91 και 92 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, πως το γεγονός ότι η Επιτροπή κατέστησε υποχρεωτική τη δέσμευση ενός επιχειρηματία να μην εφαρμόσει ορισμένες συμβατικές ρήτρες έναντι του αντισυμβαλλομένου του, όπως η Groupe Canal +, ο οποίος δεν την πρότεινε ούτε ενεπλάκη στη σχετική διαδικασία, και ενώ δεν έχει προσκομισθεί κανένα αποδεικτικό στοιχείο περί της συμφωνίας του σχετικά με τη δέσμευση σύμφωνα με το σημείο 128 των βέλτιστων πρακτικών, συνιστά παρέμβαση στη συμβατική ελευθερία του εν λόγω αντισυμβαλλομένου, η οποία βαίνει πέραν των όσων ορίζει το άρθρο 9 του κανονισμού 1/2003. Περαιτέρω, αφού παρατήρησε, στη σκέψη 94 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι από την επίδικη απόφαση, η οποία εκδόθηκε βάσει του προμνησθέντος άρθρου 9, δεν προκύπτει ότι αυτή επιβάλλει άμεσα οιαδήποτε υποχρέωση στην Groupe Canal +, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε εντούτοις, στη σκέψη 95 της εν λόγω απόφασης, επίσης ορθώς, ότι οι δεσμεύσεις της Paramount, οι οποίες κατέστησαν υποχρεωτικές με την απόφαση αυτή, έχουν αυτομάτως ως συνέπεια να μην τηρεί η Paramount ορισμένες από τις συμβατικές υποχρεώσεις της έναντι της Groupe Canal + στο πλαίσιο της συμφωνίας τους για παραχώρηση αδείας εκμετάλλευσης, η οποία τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2014.

    108

    Βεβαίως, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 13 του κανονισμού 1/2003, οι αποφάσεις που εκδίδει η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 9 του κανονισμού αυτού δεν θίγουν την αρμοδιότητα, μεταξύ άλλων, των δικαστηρίων των κρατών μελών να διαπιστώνουν παράβαση των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ και να αποφαίνονται επί της εκάστοτε υπόθεσης. Επίσης, απόφαση περί ανάληψης δεσμεύσεων που εκδίδει η Επιτροπή, δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, σχετικά με συγκεκριμένες συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων, δεν κωλύει τα εθνικά δικαστήρια να εξετάζουν αν οι εν λόγω συμφωνίες συνάδουν προς τους κανόνες του ανταγωνισμού και να διαπιστώνουν, ενδεχομένως, την ακυρότητά τους κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 101, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ (απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2017, Gasorba κ.λπ., C‑547/16, EU:C:2017:891, σκέψη 30).

    109

    Εντούτοις, κατά το γράμμα της πρώτης περιόδου του άρθρου 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003, όταν τα εθνικά δικαστήρια κρίνουν συμφωνίες, αποφάσεις ή πρακτικές δυνάμει του άρθρου 101 ή του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, οι οποίες έχουν ήδη αποτελέσει αντικείμενο απόφασης της Επιτροπής, δεν μπορούν να λαμβάνουν αποφάσεις που συγκρούονται με την απόφαση την οποία έχει λάβει η Επιτροπή.

    110

    Πλην όμως, απόφαση εθνικού δικαστηρίου που θα υποχρέωνε μια επιχείρηση, η οποία ανέλαβε δεσμεύσεις που κατέστησαν υποχρεωτικές βάσει απόφασης εκδοθείσας δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003, να παραβιάσει τις δεσμεύσεις αυτές, θα συγκρουόταν προδήλως με την εν λόγω απόφαση.

    111

    Ως εκ τούτου, κρίνοντας, κατ’ ουσίαν, στη σκέψη 103 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι τα εθνικά δικαστήρια που θα επιλαμβάνονταν προσφυγής με αίτημα τον σεβασμό των συμβατικών δικαιωμάτων της Groupe Canal + θα μπορούσαν, ενδεχομένως, να διατάξουν την Paramount να αθετήσει τις δεσμεύσεις της, οι οποίες κατέστησαν υποχρεωτικές με την επίδικη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο παρέβη την πρώτη περίοδο του άρθρου 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003.

    112

    Εξάλλου, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου (απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2000, Masterfoods και HB, C‑344/98, EU:C:2000:689, σκέψη 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), η οποία έχει πλέον κωδικοποιηθεί στη δεύτερη περίοδο του άρθρου 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003, η συνεπής εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού και η γενική αρχή της ασφάλειας δικαίου επιβάλλουν στα εθνικά δικαστήρια, οσάκις αυτά αποφαίνονται επί συμφωνιών ή πρακτικών σχετικά με τις οποίες ενδέχεται να εκδοθεί στη συνέχεια απόφαση της Επιτροπής, να αποφεύγουν να λαμβάνουν αποφάσεις που αντιβαίνουν σε απόφαση που προτίθεται να εκδώσει η Επιτροπή για την εφαρμογή του άρθρου 101, παράγραφος 1, και του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, καθώς και του άρθρου 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

    113

    Δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 9, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003, οι αποφάσεις που στηρίζονται στη διάταξη αυτή λαμβάνονται «[ό]ταν η Επιτροπή σκοπεύει να εκδώσει απόφαση με την οποία να απαιτεί την παύση μιας παράβασης», από τη νομολογία που υπομνήσθηκε στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας απόφασης προκύπτει ότι, όταν υπάρχει απόφαση στηριζόμενη στην εν λόγω διάταξη, τα εθνικά δικαστήρια δεν μπορούν να εκδώσουν, σε σχέση με τις οικείες συμπεριφορές, «αρνητικές» αποφάσεις με τις οποίες διαπιστώνεται ότι δεν συντρέχει παράβαση των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ, σε περιπτώσεις στις οποίες η Επιτροπή μπορεί ακόμη να κινήσει εκ νέου διαδικασία, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 9, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, και να εκδώσει, ενδεχομένως, απόφαση με την οποία διαπιστώνεται επισήμως παράβαση.

    114

    Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε επίσης σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε κατ’ ουσίαν, στις σκέψεις 100, 102 και 104 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι εθνικό δικαστήριο θα μπορούσε, ενδεχομένως, να κρίνει ότι ρήτρες, όπως οι επίμαχες, δεν αντιβαίνουν στο άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και να κάνει δεκτή προσφυγή ασκηθείσα από επιχείρηση με αίτημα τον σεβασμό των συμβατικών δικαιωμάτων της τα οποία θίγονται από δεσμεύσεις που κατέστησαν υποχρεωτικές από την Επιτροπή ή την επιδίκαση αποζημίωσης.

    115

    Επομένως, η παρέμβαση του εθνικού δικαστή δεν είναι ικανή να αντισταθμίσει προσηκόντως και αποτελεσματικά τη μη εξέταση, κατά το στάδιο έκδοσης απόφασης στηριζόμενης στο άρθρο 9 του κανονισμού 1/2003, του αναλογικού χαρακτήρα του μέτρου υπό το πρίσμα της προστασίας των συμβατικών δικαιωμάτων των τρίτων.

    116

    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι κακώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν, στις σκέψεις 96 έως 106 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, ότι η δυνατότητα των αντισυμβαλλομένων της Paramount, μεταξύ των οποίων της Groupe Canal +, να προσφύγουν ενώπιον εθνικού δικαστηρίου είναι ικανή να άρει τα αποτελέσματα των δεσμεύσεων της Paramount, οι οποίες κατέστησαν υποχρεωτικές με την επίδικη απόφαση, επί των συμβατικών δικαιωμάτων των εν λόγω αντισυμβαλλομένων, τα οποία διαπιστώθηκαν στη σκέψη 95 της προμνησθείσας απόφασης.

    117

    Βεβαίως, όπως υπενθυμίζει το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 101 της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, το Δικαστήριο παρατήρησε στην απόφαση της 29ης Ιουνίου 2010, Επιτροπή κατά Alrosa (C‑441/07 P, EU:C:2010:377, σκέψη 49), στο πλαίσιο διαδικασίας έρευνας που αφορούσε δύο επιχειρήσεις που είχαν συνάψει συμφωνία της οποίας η έναρξη ισχύος εξηρτάτο από τη χορήγηση αρνητικής πιστοποίησης ή απαλλαγής εκ μέρους της Επιτροπής, ότι το γεγονός ότι η Επιτροπή κατέστησε υποχρεωτικές τις προταθείσες από την εταιρία ατομικές δεσμεύσεις δεν συνεπάγεται ότι άλλες εταιρίες στερούνται τη δυνατότητα να προστατεύσουν τα δικαιώματα που ενδεχομένως έχουν στο πλαίσιο της σχέσης τους με την εταιρία αυτή. Εντούτοις, λαμβανομένων υπόψη των εκτεθέντων στις σκέψεις 109, 110, 112 και 113 της παρούσας απόφασης ορίων στις εξουσίες των εθνικών δικαστηρίων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα συμβατικά δικαιώματα τρίτου, όπως η Groupe Canal +, δεν μπορούν να τύχουν προσήκουσας προστασίας στο πλαίσιο προσφυγής ασκηθείσας ενώπιον τέτοιου δικαστηρίου υπό περιστάσεις στις οποίες η Επιτροπή καθιστά υποχρεωτική μια δέσμευση βάσει της οποίας ο αντισυμβαλλόμενος του τρίτου πρέπει να αφήσει ανεφάρμοστες ορισμένες από τις υποχρεώσεις του έναντι του τελευταίου, τις οποίες ανέλαβε ελεύθερα δυνάμει ήδη ισχύουσας ανεπιφύλακτης συμφωνίας, τούτο δε μολονότι ο εν λόγω τρίτος δεν ενεπλάκη στη διαδικασία που κίνησε η Επιτροπή.

    118

    Ως εκ τούτου, το δεύτερο σκέλος του τετάρτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτό.

    119

    Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πάσχει πλάνη περί το δίκαιο σε σχέση με την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εκτίμηση του αναλογικού χαρακτήρα της επίδικης απόφασης όσον αφορά την προσβολή των συμφερόντων των τρίτων.

    120

    Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί.

    VI. Επί της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

    121

    Σύμφωνα με το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε περίπτωση αναιρέσεως της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου, το Δικαστήριο μπορεί να αποφανθεί το ίδιο οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον αυτή είναι ώριμη προς εκδίκαση.

    122

    Τέτοια περίπτωση συντρέχει εν προκειμένω.

    123

    Με το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως που προβλήθηκε πρωτοδίκως, η Groupe Canal + υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι η Επιτροπή, καθιστώντας υποχρεωτικές με την επίδικη απόφαση τις δεσμεύσεις της Paramount, προσέβαλε κατά τρόπο δυσανάλογο τα συμβατικά δικαιώματα των τρίτων, όπως η Groupe Canal +, και παραβίασε επομένως την αρχή της αναλογικότητας.

    124

    Συναφώς, όπως προκύπτει από τη σκέψη 107 της παρούσας απόφασης, όταν η δέσμευση συνίσταται στη μη εφαρμογή συμβατικής ρήτρας που παρέχει δικαιώματα σε τρίτο, η αναγνώριση στην Επιτροπή της δυνατότητας να την καταστήσει υποχρεωτική έναντι τρίτου ο οποίος δεν την πρότεινε και δεν ενεπλάκη στην κινηθείσα από την Επιτροπή διαδικασία συνιστά παρέμβαση στη συμβατική ελευθερία του συγκεκριμένου επιχειρηματία, η οποία βαίνει πέραν των όσων ορίζει το άρθρο 9 του κανονισμού 1/2003.

    125

    Εν προκειμένω, καίτοι από τη δικογραφία προκύπτει ότι η επίδικη απόφαση δεν επιβάλλει υποχρεώσεις στους αντισυμβαλλόμενους της Paramount τηλεοπτικούς σταθμούς, εντούτοις, όπως το Δικαστήριο διαπίστωσε κατ’ ουσίαν στη σκέψη 107 της παρούσας απόφασης, οι δεσμεύσεις της Paramount, οι οποίες κατέστησαν υποχρεωτικές με την επίδικη απόφαση, συνεπάγονται αυτομάτως την αμφισβήτηση του συμβατικού δικαιώματος του οποίου απολαύουν οι εν λόγω τηλεοπτικοί σταθμοί, μεταξύ των οποίων η Groupe Canal +, έναντι της Paramount, και το οποίο συνίσταται στο ότι η τελευταία εγγυάται σε καθέναν εξ αυτών πλήρη εδαφική αποκλειστικότητα όσον αφορά το αντικείμενο κάθε συμφωνίας περί παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης για παραγωγή προγραμμάτων συνδρομητικής τηλεόρασης. Συγκεκριμένα, βάσει της απόφασης αυτής, η Paramount οφείλει, μεταξύ άλλων, να μην εκπληρώνει ορισμένες απορρέουσες από τις συμβάσεις της με τους εν λόγω τηλεοπτικούς σταθμούς υποχρεώσεις, οι οποίες αποσκοπούν στη διασφάλιση της αποκλειστικότητας αυτής, και ειδικότερα εκείνες που προβλέπονται στα άρθρα 3 και 12 της συμφωνίας της με την Groupe Canal + για παραχώρηση άδειας εκμετάλλευσης, η οποία τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2014.

    126

    Πλην όμως, όπως ο γενικός εισαγγελέας επισήμανε κατ’ ουσίαν στο σημείο 125 των προτάσεών του, τέτοιες υποχρεώσεις μπορούν να αποτελούν ουσιώδη στοιχεία της οικονομικής ισορροπίας που καθόρισαν οι ίδιοι αυτοί τηλεοπτικοί σταθμοί και η Paramount κατά την άσκηση της συμβατικής τους ελευθερίας.

    127

    Υπό τις συνθήκες αυτές, όπως προκύπτει από την εξέταση του δευτέρου σκέλους του τετάρτου λόγου αναιρέσεως, και ειδικότερα από τις σκέψεις 108 έως 117 της παρούσας αποφάσεως, η δυνατότητα των αντισυμβαλλομένων της Paramount, μεταξύ των οποίων η Groupe Canal +, να προσφύγουν ενώπιον εθνικού δικαστηρίου δεν είναι ικανή να εξαλείψει προσηκόντως τα αποτελέσματα αυτά της επίδικης απόφασης επί των συμβατικών δικαιωμάτων των εν λόγω αντισυμβαλλομένων. Ως εκ τούτου, καθιστώντας υποχρεωτικές τις δεσμεύσεις της Paramount με την εν λόγω απόφαση, η Επιτροπή, κατά παράβαση της απαίτησης που μνημονεύθηκε στη σκέψη 106 της παρούσας απόφασης, κατέστησε άνευ περιεχομένου τα συμβατικά δικαιώματα των τρίτων, μεταξύ των οποίων και εκείνα της Groupe Canal +, έναντι της Paramount, και παραβίασε επομένως την αρχή της αναλογικότητας.

    128

    Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως που προβλήθηκε πρωτοδίκως και, ως εκ τούτου, να ακυρωθεί η επίδικη απόφαση, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν τα λοιπά επιχειρήματα και οι λοιποί λόγοι ακυρώσεως που προβλήθηκαν πρωτοδίκως.

    VII. Επί των δικαστικών εξόδων

    129

    Κατά το άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως γίνεται δεκτή και το Δικαστήριο κρίνει το ίδιο οριστικά τη διαφορά, αποφαίνεται το ίδιο επί των εξόδων.

    130

    Σύμφωνα με το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του ίδιου Κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

    131

    Δεδομένου ότι η Groupe Canal +, η EFADs, η UPC και η C More Entertainment AB ζήτησαν να καταδικαστεί η Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα και αυτή ηττήθηκε, η Επιτροπή πρέπει να φέρει, πέραν των δικών της δικαστικών εξόδων, τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Groupe Canal +, η EFADs και η UPC στο πλαίσιο της παρούσας αναιρετικής διαδικασίας και στο πλαίσιο της πρωτόδικης διαδικασίας, καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η C More Entertainment AB στο πλαίσιο της πρωτόδικης διαδικασίας.

    132

    Δεδομένου ότι η Γαλλική Δημοκρατία δεν ζήτησε την καταδίκη της Επιτροπής στα δικαστικά έξοδα, πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

    133

    Σύμφωνα με το άρθρο 140, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του ίδιου Κανονισμού, το ΕΓΕΚ φέρει, ως παρεμβαίνον ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, τα δικαστικά έξοδά του.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφασίζει:

     

    1)

    Αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 12ης Δεκεμβρίου 2018, Groupe Canal + κατά Επιτροπής (T‑873/16, EU:T:2018:904).

     

    2)

    Ακυρώνει την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 26ης Ιουλίου 2016, περί διαδικασίας εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση AT.40023 – Διασυνοριακή πρόσβαση στη συνδρομητική τηλεόραση).

     

    3)

    Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει, πέραν των δικών της δικαστικών εξόδων, τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Groupe Canal + SA, η European Film Agency Directors – EFADs, η Union des producteurs de cinéma (UPC) στο πλαίσιο της παρούσας αναιρετικής διαδικασίας και στο πλαίσιο της πρωτόδικης διαδικασίας, καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η C More Entertainment AB στο πλαίσιο της πρωτόδικης διαδικασίας.

     

    4)

    Η Γαλλική Δημοκρατία φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

     

    5)

    Το Ευρωπαϊκό Γραφείο Ενώσεων Καταναλωτών (ΕΓΕΚ) φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

    Επάνω