Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex
Έγγραφο 62017CJ0729
Judgment of the Court (Fourth Chamber) of 26 June 2019.#European Commission v Hellenic Republic.#Failure of a Member State to fulfil obligations — Article 258 TFEU — Article 49 TFEU — Directive 2006/123/EC — Article 15(2) and (3) — Directive 2005/36/EC — Articles 13, 14, 50 and Annex VII — Freedom of establishment — Recognition of professional qualifications — National rules on mediator training providers.#Case C-729/17.
Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 26ης Ιουνίου 2019.
Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας.
Παράβαση κράτους μέλους – Άρθρο 258 ΣΛΕΕ – Άρθρο 49 ΣΛΕΕ – Οδηγία 2006/123/ΕΚ – Άρθρο 15, παράγραφοι 2 και 3 – Οδηγία 2005/36/ΕΚ – Άρθρα 13, 14, 50 και παράρτημα VII – Ελευθερία εγκατάστασης – Αναγνώριση επαγγελματικών προσόντων – Εθνικοί κανόνες που αφορούν τους παρόχους κατάρτισης διαμεσολαβητών.
Υπόθεση C-729/17.
Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 26ης Ιουνίου 2019.
Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας.
Παράβαση κράτους μέλους – Άρθρο 258 ΣΛΕΕ – Άρθρο 49 ΣΛΕΕ – Οδηγία 2006/123/ΕΚ – Άρθρο 15, παράγραφοι 2 και 3 – Οδηγία 2005/36/ΕΚ – Άρθρα 13, 14, 50 και παράρτημα VII – Ελευθερία εγκατάστασης – Αναγνώριση επαγγελματικών προσόντων – Εθνικοί κανόνες που αφορούν τους παρόχους κατάρτισης διαμεσολαβητών.
Υπόθεση C-729/17.
Συλλογή της Νομολογίας — Γενική Συλλογή — Τμήμα «Πληροφορίες για τις μη δημοσιευόμενες αποφάσεις»
Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2019:534
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)
της 26ης Ιουνίου 2019 ( *1 )
«Παράβαση κράτους μέλους – Άρθρο 258 ΣΛΕΕ – Άρθρο 49 ΣΛΕΕ – Οδηγία 2006/123/ΕΚ – Άρθρο 15, παράγραφοι 2 και 3 – Οδηγία 2005/36/ΕΚ – Άρθρα 13, 14, 50 και παράρτημα VII – Ελευθερία εγκατάστασης – Αναγνώριση επαγγελματικών προσόντων – Εθνικοί κανόνες που αφορούν τους παρόχους κατάρτισης διαμεσολαβητών»
Στην υπόθεση C‑729/17,
με αντικείμενο προσφυγή του άρθρου 258 ΕΚ λόγω παραβάσεως, που ασκήθηκε στις 22 Δεκεμβρίου 2017,
Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την Ε. Τσερέπα-Lacombe και τον H. Støvlbæk,
προσφεύγουσα,
κατά
Ελληνικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενης από τις M. Τασσοπούλου και Δ. Τσαγκαράκη και από τον Χ. Μαχαίρα,
καθής,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),
συγκείμενο από τους Μ. Βηλαρά, πρόεδρο τμήματος, K. Jürimäe, D. Šváby, S. Rodin (εισηγητή) και N. Piçarra, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: H. Saugmandsgaard Øe
γραμματέας: R. Schiano, διοικητικός υπάλληλος,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 6ης Δεκεμβρίου 2018,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 28ης Φεβρουαρίου 2019,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 |
Με την προσφυγή της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι η Ελληνική Δημοκρατία, περιορίζοντας τη νομική μορφή των φορέων κατάρτισης διαμεσολαβητών σε μη κερδοσκοπικές εταιρίες που πρέπει να αποτελούνται από έναν τουλάχιστον δικηγορικό σύλλογο και ένα τουλάχιστον επιμελητήριο στην Ελλάδα, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 49 ΣΛΕΕ και από το άρθρο 15, παράγραφος 2, στοιχεία βʹ και γʹ, και παράγραφος 3, της οδηγίας 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά (ΕΕ 2006, L 376, σ. 36). Επιπλέον, το εν λόγω θεσμικό όργανο ζητεί από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι, υποβάλλοντας τη διαδικασία αναγνώρισης των ακαδημαϊκών προσόντων σε προϋποθέσεις επιβολής πρόσθετων απαιτήσεων σχετικά με το περιεχόμενο των πιστοποιητικών και επιβολής αντισταθμιστικών μέτρων χωρίς προηγούμενη αξιολόγηση των ουσιωδών διαφορών και διατηρώντας σε ισχύ διατάξεις που εισάγουν δυσμενείς διακρίσεις, υποχρεώνοντας τους αιτούντες διαπίστευσης της ιδιότητας του διαμεσολαβητή που κατέχουν τίτλους διαπίστευσης αποκτηθέντες στην αλλοδαπή ή από αναγνωρισμένου κύρους φορέα κατάρτισης αλλοδαπής προέλευσης, κατόπιν εκπαίδευσης παρασχεθείσας στην Ελλάδα, να διαθέτουν εμπειρία τριών τουλάχιστον συμμετοχών σε διαδικασία διαμεσολάβησης, η Ελληνική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 49 ΣΛΕΕ, καθώς και από τα άρθρα 13 και 14, από το άρθρο 50, παράγραφος 1, και από το παράρτημα VII της οδηγίας 2005/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Σεπτεμβρίου 2005, σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων (ΕΕ 2005, L 255, σ. 22), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2013/55/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Νοεμβρίου 2013 (ΕΕ 2013, L 354, σ. 132) (στο εξής: οδηγία 2005/36). |
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
Η οδηγία 2006/123
2 |
Η αιτιολογική σκέψη 6 της οδηγίας 2006/123 έχει ως εξής: «Η εξάλειψη των εμποδίων [που παρακωλύουν την ελευθερία εγκατάστασης και την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών μεταξύ των κρατών μελών] δεν μπορεί να γίνει μόνο με την άμεση εφαρμογή των άρθρων [49] και [56] της συνθήκης, διότι, αφενός, η αντιμετώπιση κάθε περίπτωσης με κίνηση διαδικασιών επί παραβάσει κατά των εμπλεκόμενων κρατών μελών –ιδίως μετά τη διεύρυνση– θα ήταν εξαιρετικά πολύπλοκη για τα εθνικά και τα κοινοτικά όργανα και, αφετέρου, επειδή η άρση πολλών εμποδίων προϋποθέτει τον προηγούμενο συντονισμό των διαφόρων εθνικών νομικών συστημάτων, μεταξύ άλλων για την καθιέρωση της συνεργασίας των διοικητικών υπηρεσιών. Όπως έχουν διαπιστώσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, η έκδοση κοινοτικής νομοθετικής πράξης καθιστά δυνατή τη δημιουργία πραγματικής εσωτερικής αγοράς υπηρεσιών.» |
3 |
Η αιτιολογική σκέψη 73 της οδηγίας αυτής έχει ως εξής: «Μεταξύ των απαιτήσεων που πρέπει να εξεταστούν συγκαταλέγονται οι εθνικοί κανόνες οι οποίοι, για λόγους που δεν έχουν σχέση με τα επαγγελματικά προσόντα, επιφυλάσσουν την πρόσβαση σε ορισμένες δραστηριότητες σε συγκεκριμένους παρόχους υπηρεσιών. Οι εν λόγω απαιτήσεις περιλαμβάνουν επίσης την υποχρέωση του παρόχου των υπηρεσιών να έχει συγκεκριμένη νομική μορφή, και ιδίως να είναι νομικό πρόσωπο, προσωπική εταιρεία, μη κερδοσκοπικός οργανισμός ή εταιρεία που ανήκει αποκλειστικά σε φυσικά πρόσωπα, καθώς και απαιτήσεις που αφορούν την κατοχή του κεφαλαίου μιας εταιρείας, και ιδίως την υποχρέωση διάθεσης ελάχιστου κεφαλαίου για ορισμένες δραστηριότητες ή ύπαρξης συγκεκριμένων επαγγελματικών προσόντων για την κατοχή του εταιρικού κεφαλαίου ή τη διοίκηση ορισμένων εταιρειών. Η αξιολόγηση της συμβατότητας των καθοριζόμενων ελάχιστων ή/και ανώτατων τιμών με την ελευθερία εγκατάστασης αφορά μόνο τις τιμές που επιβάλλονται από τις αρμόδιες αρχές ειδικά για την παροχή ορισμένων υπηρεσιών και δεν αφορά, για παράδειγμα, τους γενικούς κανόνες καθορισμού των τιμών, π.χ. για τα ενοίκια των κατοικιών.» |
4 |
Το άρθρο 15, παράγραφοι 1 έως 3, της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής: «1. Τα κράτη μέλη εξετάζουν κατά πόσον τα νομικά τους συστήματα προβλέπουν απαιτήσεις όπως εκείνες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 και εξασφαλίζουν ότι οι απαιτήσεις αυτές είναι συμβατές με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 3. Τα κράτη μέλη προσαρμόζουν τις νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις τους ώστε να είναι συμβατές με τις εν λόγω προϋποθέσεις. 2. Τα κράτη μέλη εξετάζουν κατά πόσον τα νομικά τους συστήματα εξαρτούν την πρόσβαση σε δραστηριότητα παροχής υπηρεσιών ή την άσκησή της από την τήρηση των ακόλουθων απαιτήσεων που δεν εισάγουν διακρίσεις: [...]
[...] 3. Τα κράτη μέλη ελέγχουν εάν οι απαιτήσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 2 πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
|
Η οδηγία 2005/36
5 |
Κατά το άρθρο της 1, η οδηγία 2005/36 θεσπίζει τους κανόνες σύμφωνα με τους οποίους το κράτος μέλος που εξαρτά την ανάληψη ή την άσκηση νομοθετικά κατοχυρωμένου επαγγέλματος στo έδαφός του από την κατοχή καθορισμένων επαγγελματικών προσόντων (στο εξής αποκαλούμενο «κράτος μέλος υποδοχής») αναγνωρίζει, για την ανάληψη και την άσκηση του συγκεκριμένου επαγγέλματος, τα επαγγελματικά προσόντα που έχουν αποκτηθεί σε ένα ή περισσότερα άλλα κράτη μέλη και παρέχουν στον κάτοχό τους το δικαίωμα να ασκεί εκεί το επάγγελμα αυτό. |
6 |
Από το άρθρο της 2, παράγραφος 1, προκύπτει ότι η οδηγία αυτή εφαρμόζεται σε κάθε υπήκοο κράτους μέλους ο οποίος επιθυμεί να ασκήσει νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο στο οποίο απέκτησε τα επαγγελματικά προσόντα του είτε ως αυτοαπασχολούμενος είτε ως μισθωτός, συμπεριλαμβανομένων των ασκούντων ελευθέρια επαγγέλματα. |
7 |
Το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ έως γʹ και εʹ, της οδηγίας 2005/36 προβλέπει τα εξής: «1. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται:
[...]
Η διάρθρωση και το επίπεδο της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης, της πρακτικής άσκησης ή της άσκησης του επαγγέλματος ρυθμίζονται από νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις του οικείου κράτους μέλους ή υπόκεινται σε έλεγχο ή έγκριση εκ μέρους της αρμόδιας προς τούτο αρχής· [...]». |
8 |
Το άρθρο 13, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας αυτής έχει ως εξής: «1. Εάν σε ένα κράτος μέλος υποδοχής απαιτείται για την ανάληψη ή την άσκηση νομοθετικά ρυθμιζόμενου επαγγέλματος η κατοχή συγκεκριμένων επαγγελματικών προσόντων, η αρμόδια αρχή του εν λόγω κράτους μέλους παρέχει τη δυνατότητα ανάληψης του οικείου επαγγέλματος και της άσκησής του, υπό τους ίδιους όρους με εκείνους που ισχύουν για τους υπηκόους του, στους αιτούντες που είναι κάτοχοι της βεβαίωσης επάρκειας ή του τίτλου εκπαίδευσης που αναφέρεται στο άρθρο 11 και απαιτείται από άλλο κράτος μέλος για την ανάληψη ή την άσκηση του ίδιου επαγγέλματος στην επικράτειά του. Οι βεβαιώσεις επάρκειας ή οι τίτλοι εκπαίδευσης εκδίδονται από μια αρμόδια αρχή ενός κράτους μέλους, η οποία έχει διοριστεί σύμφωνα με τη νομοθεσία, τις, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις του εν λόγω κράτους μέλους. 2. Η πρόσβαση σε και η άσκηση επαγγέλματος όπως περιγράφεται στην παράγραφο 1 χορηγείται επίσης σε αιτούντες οι οποίοι έχουν ασκήσει το εν λόγω επάγγελμα πλήρους απασχόλησης για ένα έτος ή για ισοδύναμη συνολική διάρκεια σε καθεστώς μερικής απασχόλησης στη διάρκεια των τελευταίων δέκα ετών σε άλλο κράτος μέλος στο οποίο το εν λόγω επάγγελμα δεν είναι νομοθετικά ρυθμιζόμενο, και οι οποίοι διαθέτουν μία ή περισσότερες βεβαιώσεις επάρκειας ή έγγραφα που έχουν εκδοθεί από άλλο κράτος μέλος στο οποίο το σχετικό επάγγελμα δεν είναι νομοθετικά ρυθμιζόμενο. Οι βεβαιώσεις επάρκειας ή οι τίτλοι εκπαίδευσης πληρούν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
Η μονοετής επαγγελματική εμπειρία που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο δεν μπορεί, ωστόσο, να απαιτείται εάν οι τίτλοι επαγγελματικής εκπαίδευσης που διαθέτει ο αιτών πιστοποιούν ότι έλαβε νομοθετικά ρυθμιζόμενη εκπαίδευση και κατάρτιση. [...]» |
9 |
Το άρθρο 14, παράγραφοι 1, 4 και 5, της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής: «1. Το άρθρο 13 δεν κωλύει το κράτος μέλος υποδοχής να απαιτεί από τον αιτούντα την πραγματοποίηση πρακτικής άσκησης προσαρμογής επί τρία έτη, κατ’ ανώτατο όριο, ή την υποβολή σε δοκιμασία επάρκειας σε μία από τις ακόλουθες περιπτώσεις εάν:
[...] 4. Για λόγους εφαρμογής των παραγράφων 1 και 5, νοούνται ως ‟τομείς γνώσεων ουσιωδώς διαφορετικοί” οι τομείς των οποίων η γνώση, οι αποκτηθείσες δεξιότητες και ικανότητες είναι απαραίτητες για την άσκηση του επαγγέλματος και ως προς τους οποίους η εκπαίδευση που έχει λάβει ο μετανάστης παρουσιάζει σημαντικές αποκλίσεις όσον αφορά το περιεχόμενο σε σχέση με την εκπαίδευση που απαιτείται στο κράτος μέλος υποδοχής. 5. Η παράγραφος 1 εφαρμόζεται δεόντως τηρούμενης της αρχής της αναλογικότητας. Ειδικότερα, εάν το κράτος μέλος υποδοχής προτίθεται να απαιτήσει από τον αιτούντα την πραγματοποίηση πρακτικής άσκησης προσαρμογής ή την υποβολή του σε δοκιμασία επάρκειας, πρέπει καταρχάς να εξακριβώσει κατά πόσον οι γνώσεις, οι δεξιότητες και οι ικανότητες που έχει αποκτήσει ο αιτών κατά τη διάρκεια της επαγγελματικής εμπειρίας του ή μέσω διά βίου μάθησης, για τις οποίες υπάρχει σχετική τυπική επικύρωση από αρμόδιο φορέα, σε οποιοδήποτε κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα είναι ικανές να καλύψουν, πλήρως ή μερικώς, την ουσιώδη διαφορά για την οποία γίνεται λόγος στην παράγραφο 4. [...]» |
10 |
Το άρθρο 50, παράγραφος 1, της οδηγίας 2005/36 ορίζει τα εξής: «1. Εφόσον αποφαίνονται επί αιτήσεως αδείας για την άσκηση του οικείου νομοθετικά κατοχυρωμένου επαγγέλματος κατ’ εφαρμογή του παρόντος τίτλου, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής μπορούν να απαιτήσουν τα έγγραφα και τα πιστοποιητικά του παραρτήματος VII. [...]» |
11 |
Το άρθρο 56, παράγραφος 3, της ίδιας οδηγίας προβλέπει ότι κάθε κράτος μέλος ορίζει, το αργότερο έως τις 20 Οκτωβρίου 2007, τις αρμόδιες αρχές και τους αρμόδιους οργανισμούς που είναι εξουσιοδοτημένοι να χορηγούν ή να παραλαμβάνουν τους τίτλους εκπαίδευσης και άλλα έγγραφα ή πληροφορίες, καθώς και τους φορείς που είναι εξουσιοδοτημένοι να παραλαμβάνουν τις αιτήσεις και να λαμβάνουν τις αποφάσεις που αναφέρονται στην παρούσα οδηγία και να ενημερώνει πάραυτα τα άλλα κράτη μέλη και την Επιτροπή σχετικώς. |
12 |
Το σημείο 1, στοιχεία αʹ έως γʹ, του παραρτήματος VII της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής:
[...]» |
Η οδηγία 2008/52
13 |
Η αιτιολογική σκέψη 16 της οδηγίας 2008/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 2008, για ορισμένα θέματα διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2008, L 136, σ. 3), έχει ως εξής: «Για να εξασφαλιστεί η απαραίτητη αμοιβαία εμπιστοσύνη σχετικά με την τήρηση του απορρήτου, με τις επιπτώσεις στις προθεσμίες παραγραφής και με τις αποσβεστικές προθεσμίες, καθώς και όσον αφορά την αναγνώριση και την εκτέλεση συμφωνιών που προκύπτουν από διαμεσολάβηση, τα κράτη μέλη θα πρέπει να ενθαρρύνουν, με κάθε μέσο που κρίνουν σκόπιμο, την κατάρτιση διαμεσολαβητών και την καθιέρωση αποτελεσματικών μηχανισμών ελέγχου της ποιότητας στην παροχή υπηρεσιών διαμεσολάβησης.» |
14 |
Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής: «Στόχος της παρούσας οδηγίας είναι να διευκολύνει την πρόσβαση στην εναλλακτική επίλυση των διαφορών και να προαγάγει τον φιλικό διακανονισμό τους, ενθαρρύνοντας την προσφυγή στη διαμεσολάβηση και φροντίζοντας για τη δημιουργία ισόρροπης σχέσης μεταξύ της διαμεσολάβησης και των δικαστικών διαδικασιών. [...]» |
15 |
Το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής: «Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί: […]
|
16 |
Το άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, της ίδιας οδηγίας ορίζει τα εξής: «1. Τα κράτη μέλη ενθαρρύνουν, με όποια μέσα κρίνουν σκόπιμα, την εκπόνηση προαιρετικών κωδίκων δεοντολογίας και την τήρησή τους εκ μέρους των διαμεσολαβητών και των οργανισμών που παρέχουν υπηρεσίες διαμεσολάβησης, καθώς και άλλων αποτελεσματικών μηχανισμών ελέγχου της ποιότητας σχετικά με την παροχή υπηρεσιών διαμεσολάβησης. 2. Τα κράτη μέλη προωθούν τη βασική και περαιτέρω εκπαίδευση διαμεσολαβητών, ώστε να εξασφαλίζεται ότι η διαμεσολάβηση διεξάγεται με κατάλληλο, αποτελεσματικό και αμερόληπτο τρόπο έναντι των μερών.» |
Το ελληνικό δίκαιο
Ο νόμος 3898/2010
17 |
Το άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 2, του νόμου 3898/2010 (ΦΕΚ Aʹ 211/16.2.2010), ο οποίος μετέφερε στην ελληνική έννομη τάξη την οδηγία 2008/52, έχει ως εξής: «1. Φορείς κατάρτισης διαμεσολαβητών μπορούν να είναι αστικές μη κερδοσκοπικές εταιρείες που συνιστούν από κοινού ένας τουλάχιστον δικηγορικός σύλλογος και ένα τουλάχιστον από τα επιμελητήρια της Χώρας και λειτουργούν μετά τη χορήγηση άδειας από την υπηρεσία του άρθρου 7. 2. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και Παιδείας, Δια βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, καθορίζονται ειδικότερα οι όροι και προϋποθέσεις αδειοδότησης και λειτουργίας των φορέων κατάρτισης διαμεσολαβητών, το περιεχόμενο των σχετικών προγραμμάτων βασικής εκπαίδευσης, κατάρτισης και μετεκπαίδευσης, η διάρκειά τους, ο τόπος διεξαγωγής τους, τα προσόντα των εκπαιδευτών, ο αριθμός των συμμετεχόντων, καθώς και οι κυρώσεις που επιβάλλονται στους φορείς κατάρτισης διαμεσολαβητών, σε περίπτωση μη τήρησης των υποχρεώσεών τους. Οι κυρώσεις αυτές είναι χρηματικό πρόστιμο ή προσωρινή ή οριστική ανάκληση της άδειας λειτουργίας τους. Τα κριτήρια επιλογής και επιμέτρησης των κυρώσεων θα καθορισθούν με το ανωτέρω προεδρικό διάταγμα. [...]» |
18 |
Το άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 3, του εν λόγω νόμου προβλέπει τα εξής: «1. Συνιστάται ‟Επιτροπή Πιστοποίησης Διαμεσολαβητών” υπό την εποπτεία του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Στην αρμοδιότητα της Επιτροπής υπάγονται ιδίως η πιστοποίηση των υποψήφιων διαμεσολαβητών, ο έλεγχος για την τήρηση των υποχρεώσεων των φορέων κατάρτισης διαμεσολαβητών, ο έλεγχος της συμμόρφωσης των διαπιστευμένων διαμεσολαβητών προς τον Κώδικα Δεοντολογίας, καθώς και η εισήγηση προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για την επιβολή των κυρώσεων που προβλέπονται στα άρθρα 5 και 7. Η Επιτροπή συγκροτείται από τον πρόεδρο και τέσσερα (4) μέλη, καθώς και από ισάριθμους αναπληρωτές τους. Η θητεία τους είναι τριετής. [...] 3. Η πιστοποίηση των υποψήφιων διαμεσολαβητών γίνεται ύστερα από εξετάσεις ενώπιον επιτροπής εξετάσεων, στην οποία συμμετέχουν δύο μέλη της Επιτροπής της παραγράφου 1, τα οποία ορίζει ο πρόεδρος αυτής, και ένας δικαστικός λειτουργός, ο οποίος ορίζεται σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 41 του ν. 1756/1988 και προεδρεύει της εν λόγω επιτροπής. Αυτή ελέγχει αν ο υποψήφιος διαθέτει τις γνώσεις, δεξιότητες και επαρκή εκπαίδευση από τους φορείς κατάρτισης του άρθρου 5, για να παρέχει υπηρεσίες διαμεσολάβησης και η απόφασή της είναι έγγραφη και πλήρως αιτιολογημένη. Για τη γραμματειακή υποστήριξη του έργου της Επιτροπής της παραγράφου 1 και της επιτροπής εξετάσεων, η Ολομέλεια των Δικηγορικών Συλλόγων υποχρεούται να διαθέτει το προσωπικό που προβλέπεται στον Κανονισμό της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καθορίζονται:
[...]» |
19 |
Το άρθρο 7, παράγραφος 2, του ίδιου νόμου ορίζει τα εξής: «Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων:
|
20 |
Το άρθρο 14 του νόμου 3898/2010 τροποποιήθηκε με την πράξη νομοθετικού περιεχομένου της 4ης Δεκεμβρίου 2012, με τίτλο «Ρυθμίσεις κατεπειγόντων θεμάτων αρμοδιότητας των Υπουργείων Οικονομικών, Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού, Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και λοιπές διατάξεις» (ΦΕΚ Α' 237/5.12.2012), με την οποία προστέθηκε στο άρθρο αυτό παράγραφος 2, κατά την οποία «[ε]πιτρέπεται η αναγνώριση τίτλου διαπίστευσης διαμεσολαβητή που έχει αποκτηθεί από φορέα κατάρτισης αλλοδαπής προέλευσης κατόπιν εκπαίδευσης παρασχεθείσας στην Ελλάδα, εφόσον ο τίτλος αυτός αποκτήθηκε μέχρι την αδειοδότηση και έναρξη λειτουργίας φορέα ή φορέων κατάρτισης του άρθρου 5 του ν. 3898/2010 και σε κάθε περίπτωση μέχρι την 31[η] Δεκεμβρίου 2012». |
Ο νόμος 4512/2018
21 |
Το άρθρο 205 του νόμου 4512/2018, της 17ης Ιανουαρίου 2018, ο οποίος φέρει τον τίτλο «Ρυθμίσεις για την εφαρμογή των Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων του Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Aʹ 5/17.1.2018), έχει ως εξής: «Από την έναρξη ισχύος του παρόντος καταργείται κάθε αντίθετη διάταξη που ρυθμίζει διαφορετικά θέματα σχετικά με τη διαμεσολάβηση. Οι διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 3898/2010 διατηρούνται σε ισχύ.» |
Το προεδρικό διάταγμα 123/2011
22 |
Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του προεδρικού διατάγματος 123/2011, με τίτλο «Καθορισμός όρων και προϋποθέσεων αδειοδότησης και λειτουργίας των φορέων κατάρτισης διαμεσολαβητών σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» (ΦΕΚ Αʹ 255/9.12.2011), ορίζει τα εξής: «Φορέας κατάρτισης διαμεσολαβητών που εφεξής καλείται στο παρόν “Φορέας” μπορεί να είναι αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία που συνιστούν από κοινού ένας τουλάχιστον δικηγορικός σύλλογος και ένα τουλάχιστον από τα επιμελητήρια της Χώρας και λειτουργεί μετά τη χορήγηση άδειας από το Τμήμα Δικηγορικού Λειτουργήματος και Δικαστικών Επιμελητών που ανήκει στη Γενική Διεύθυνση Διοίκησης Δικαιοσύνης του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (άρθρο 5 παρ. 1 του ν. 3898/2010).» |
Η υπουργική απόφαση 109088, όπως έχει τροποποιηθεί
23 |
Το κεφάλαιο A, άρθρο μόνο, παράγραφοι 1, 2 και 5, της υπουργικής απόφασης 109088, της 12ης Δεκεμβρίου 2011, όπως έχει τροποποιηθεί με την υπουργική απόφαση 107309, της 20ής Δεκεμβρίου 2012 (στο εξής: υπουργική απόφαση 109088, όπως έχει τροποποιηθεί), προβλέπει τα εξής: «Α. Καθορίζουμε τη διαδικασία αναγνώρισης τίτλων διαπίστευσης διαμεσολαβητών από φορέα κατάρτισης της αλλοδαπής ως εξής: Οι τίτλοι διαπιστευμένου διαμεσολαβητή από φορέα κατάρτισης της αλλοδαπής αναγνωρίζονται ως ισότιμοι από την Επιτροπή Πιστοποίησης Διαμεσολαβητών κατά την ακόλουθη διαδικασία: 1. Οι ενδιαφερόμενοι υποβάλλουν αίτηση για αναγνώριση τίτλου διαπιστευμένου διαμεσολαβητή. [...] 2. Το έντυπο της αίτησης συνοδεύεται από τα ακόλουθα δικαιολογητικά: [...]
[...] 5. Η Επιτροπή Πιστοποίησης Διαμεσολαβητών δέχεται την ισοτιμία του τίτλου διαπίστευσης, εφόσον ο εν λόγω τίτλος προέρχεται από αναγνωρισμένου κύρους φορέα της αλλοδαπής κ αι ο ενδιαφερόμενος έχει αποδεδειγμένη εμπειρία τριών τουλάχιστον συμμετοχών σε διαδικασίες διαμεσολάβησης ως διαμεσολαβητής ή βοηθός διαμεσολαβητή ή νομικός παραστάτης ενός εκ των μερών. Η Επιτροπή μπορεί, κατά την κρίση της, να ζητήσει από τον ενδιαφερόμενο την υποβολή του σε συμπληρωματική εξέταση, ιδίως στην περίπτωση που η κατάρτιση του πραγματοποιήθηκε στην ημεδαπή από φορέα αλλοδαπής προέλευσης. Αναφορικά με την αναγνώριση ισοτιμίας τίτλου διαπίστευσης που έχει αποκτηθεί στην αλλοδαπή ή από αναγνωρισμένου κύρους φορέα κατάρτισης αλλοδαπής προέλευσης κατόπιν εκπαίδευσης παρασχεθείσας στην Ελλάδα, η Επιτροπή Πιστοποίησης Διαμεσολαβητών δύναται να δέχεται την ισοτιμία του τίτλου διαπίστευσης, ακόμη και εάν ο ενδιαφερόμενος δεν έχει αποδεδειγμένη εμπειρία τριών τουλάχιστον συμμετοχών σε διαδικασίες διαμεσολάβησης ως διαμεσολαβητής ή βοηθός διαμεσολαβητή ή νομικός παραστάτης ενός εκ των μερών, εφόσον από τα εν γένει στοιχεία του φακέλου του ενδιαφερομένου προκύπτει αναμφισβήτητα η συνεχής επιμόρφωση του και η συστηματική του ενασχόληση με το θεσμό της διαμεσολάβησης και εφόσον ο τίτλος αυτός αποκτήθηκε μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2012.» |
Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία
24 |
Κατόπιν καταγγελίας που υποβλήθηκε στις υπηρεσίες της, η Επιτροπή, διατηρώντας αμφιβολίες ως προς το αν ο νόμος 3898/2010 και η υπουργική απόφαση 109088, όπως έχει τροποποιηθεί, συμβιβάζονται με τις οδηγίες 2006/123 και 2005/36, ζήτησε, στις 11 Ιουλίου 2013, πληροφορίες από την Ελληνική Δημοκρατία σχετικά με την κατάρτιση των διαμεσολαβητών στην Ελλάδα. |
25 |
Η Ελληνική Δημοκρατία απάντησε στο αίτημα αυτό με έγγραφο της 16ης Σεπτεμβρίου 2013. |
26 |
Στις 11 Ιουλίου 2014, η Επιτροπή απέστειλε στην Ελληνική Δημοκρατία προειδοποιητική επιστολή, με την οποία την καλούσε να υποβάλει τις παρατηρήσεις της σχετικά με το ενδεχόμενο ασυμβίβαστο του εν λόγω νόμου και της εν λόγω υπουργικής απόφασης με το άρθρο 15, παράγραφος 2, στοιχεία βʹ και γʹ, της οδηγίας 2006/123, καθώς και με τα άρθρα 13 και 14 της οδηγίας 2005/36. Η Ελληνική Δημοκρατία απάντησε στην επιστολή αυτή στις 12 Σεπτεμβρίου 2014. |
27 |
Στις 29 Μαΐου 2015, η Επιτροπή απέστειλε συμπληρωματική προειδοποιητική επιστολή, με την οποία επανέλαβε τη θέση της και εξέφρασε επιπλέον την ανησυχία της ως προς το ασυμβίβαστο της ελληνικής νομοθεσίας με το άρθρο 50, παράγραφος 1, και με το παράρτημα VII της οδηγίας 2005/36, καθόσον η νομοθεσία αυτή εξαρτά την αναγνώριση των τίτλων των διαμεσολαβητών που έχουν αποκτηθεί σε άλλα κράτη μέλη της Ένωσης από επιπλέον όρους, πέραν όσων επιτρέπονται από την εν λόγω οδηγία. Η Επιτροπή έκρινε επίσης ότι η ελληνική νομοθεσία αντέβαινε στην αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων, όπως αυτή προβλέπεται από τα άρθρα 45 και 49 ΣΛΕΕ. |
28 |
Η Ελληνική Δημοκρατία απάντησε στη συμπληρωματική προειδοποιητική επιστολή στις 23 Νοεμβρίου 2015. |
29 |
Στις 25 Φεβρουαρίου 2016, η Επιτροπή, η οποία δεν έκρινε πειστικές τις απαντήσεις της Ελληνικής Δημοκρατίας, εξέδωσε αιτιολογημένη γνώμη, η οποία κοινοποιήθηκε στο εν λόγω κράτος μέλος στις 26 Φεβρουαρίου και με την οποία υποστήριξε, αφενός, ότι περιορίζοντας τη μορφή των φορέων κατάρτισης διαμεσολαβητών σε μη κερδοσκοπικές εταιρίες που πρέπει να αποτελούνται από ένα τουλάχιστον δικηγορικό σύλλογο και ένα τουλάχιστον επιμελητήριο στην Ελλάδα, η τελευταία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 49 ΣΛΕΕ και από το άρθρο 15, παράγραφος 2, στοιχεία βʹ και γʹ, και παράγραφος 3, της οδηγίας 2006/123. |
30 |
Αφετέρου, κατά την αιτιολογημένη γνώμη, υποβάλλοντας τη διαδικασία αναγνώρισης των ακαδημαϊκών προσόντων σε προϋποθέσεις επιβολής πρόσθετων απαιτήσεων σχετικά με το περιεχόμενο των πιστοποιητικών και επιβολής αντισταθμιστικών μέτρων χωρίς προηγούμενη αξιολόγηση των ουσιωδών διαφορών, καθώς και διατηρώντας σε ισχύ διατάξεις που εισάγουν δυσμενείς διακρίσεις, υποχρεώνοντας τους αιτούντες να διαθέτουν εμπειρία τριών τουλάχιστον συμμετοχών σε διαδικασία διαμεσολάβησης, η Ελληνική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 45 και 49 ΣΛΕΕ, καθώς και από τα άρθρα 13, 14 και 50, παράγραφος 1, και από το παράρτημα VII της οδηγίας 2005/36. |
31 |
Με την από 10 Μαΐου 2016 απάντησή της, η Ελληνική Δημοκρατία αμφισβήτησε την αποδιδόμενη σε αυτήν παράβαση, υποστηρίζοντας, αφενός, ότι η διαμεσολάβηση καλύπτεται από την εξαίρεση του άρθρου 51, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, καθόσον αποτελεί δραστηριότητα που άπτεται της άσκησης δημόσιας εξουσίας. Εν πάση περιπτώσει, ισχυρίστηκε ότι το δημόσιο συμφέρον που συνδέεται με την απονομή δικαιοσύνης μπορεί να δικαιολογήσει περιορισμούς στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών. Αφετέρου, όσον αφορά την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων, το εν λόγω κράτος μέλος υποστήριξε ότι οι επίμαχες εθνικές διατάξεις δεν στερούν από τον διαμεσολαβητή που απέκτησε αντίστοιχα επαγγελματικά προσόντα σε άλλο κράτος μέλος το δικαίωμα να ασκήσει το επάγγελμα αυτό. Εξάλλου, κατά το κράτος μέλος αυτό, από τις επίμαχες εθνικές διατάξεις προκύπτει ότι η επάρκεια διαμεσολαβητή είναι δυνατόν να διαπιστωθεί με βάση τα στοιχεία του φακέλου που αφορούν τη συνεχή επιμόρφωσή του αντί του κριτηρίου της εμπειρίας, σύμφωνα με το οποίο απαιτούνται τρεις συμμετοχές σε διαδικασία διαμεσολάβησης. |
32 |
Η Επιτροπή, μη συμμεριζόμενη την άποψη της Ελληνικής Δημοκρατίας, άσκησε την κρινόμενη προσφυγή κατά παραβάσεως. |
Επί της προσφυγής
Σχετικά με το εύρος του αντικειμένου της προσφυγής
– Επιχειρήματα των διαδίκων
33 |
Στο πλαίσιο της προσφυγής της, η Επιτροπή διατύπωσε δύο αιτιάσεις. Αφενός, υποστήριξε ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, του νόμου 3898/2010 και το άρθρο 1, παράγραφος 1, του προεδρικού διατάγματος 123/2011 εισάγουν περιορισμό στην ελευθερία εγκατάστασης, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 49 ΣΛΕΕ, και αντίκεινται στο άρθρο 15, παράγραφος 2, στοιχεία βʹ και γʹ, και παράγραφος 3, της οδηγίας 2006/123. Αφετέρου, υποστήριξε ότι η υπουργική απόφαση 109088, όπως έχει τροποποιηθεί, είναι αντίθετη προς τα άρθρα 13, 14 και 50 της οδηγίας 2005/36, καθώς και προς το παράρτημα VII της οδηγίας αυτής. |
34 |
Με το υπόμνημά της αντικρούσεως, η Ελληνική Δημοκρατία δεν αντέκρουσε τις αιτιάσεις της Επιτροπής όσον αφορά τον νόμο 3898/2010 και την υπουργική απόφαση 109088, όπως έχει τροποποιηθεί, δήλωσε, όμως, ότι ο νόμος 3898/2010 και το προεδρικό διάταγμα 123/2011 είχαν καταργηθεί από τις 17 Ιανουαρίου 2018, ημερομηνία της δημοσίευσης του νόμου 4512/2018 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας. Επομένως, κατά την Ελληνική Δημοκρατία, οι αιτιάσεις που διατύπωσε η Επιτροπή με την προσφυγή της είχαν πλέον καταστεί κενές περιεχομένου. |
35 |
Τόσο με το αιτητικό του υπομνήματός της απαντήσεως όσο και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή υποστήριξε ότι η κρινόμενη προσφυγή αφορά και την κατάσταση που προέκυψε από τις εν λόγω νομοθετικές τροποποιήσεις που εισήχθησαν με τον νόμο 4512/2018, στο μέτρο που, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, με τα νέα μέτρα που έλαβε το κράτος μέλος μετά την αιτιολογημένη γνώμη διατηρήθηκε στο σύνολό του το σύστημα που είχε θεσπιστεί με τη νομοθεσία που αποτέλεσε το αντικείμενο της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας. |
– Εκτίμηση του Δικαστηρίου
36 |
Προκειμένου να προσδιοριστεί το εύρος του αντικειμένου της κρινόμενης προσφυγής κατά παραβάσεως, επισημαίνεται ότι η ύπαρξη παραβάσεως πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με την κατάσταση του κράτους μέλους ως είχε κατά την εκπνοή της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας, ενώ ενδεχόμενες μεταγενέστερες μεταβολές δεν λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο (πρβλ. απόφαση της 27ης Απριλίου 2017, Επιτροπή κατά Ελλάδας, C-202/16, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:318, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
37 |
Σε περίπτωση μεταγενέστερης τροποποίησης της εθνικής νομοθετικής ρύθμισης που βάλλεται στο πλαίσιο της διαδικασίας λόγω παραβάσεως, το αντικείμενο της προσφυγής δεν μεταβάλλεται αν η Επιτροπή επαναλάβει κατά της ρύθμισης που προέκυψε από την τροποποίηση τις αιτιάσεις που διατύπωσε σε σχέση με την προϊσχύσασα ρύθμιση, υπό την προϋπόθεση ότι οι δύο εθνικές ρυθμίσεις έχουν πανομοιότυπο περιεχόμενο (πρβλ. απόφαση της 21ης Μαρτίου 2013, Επιτροπή κατά Γαλλίας, C-197/12, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:202, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
38 |
Αντιθέτως, το αντικείμενο της διαφοράς δεν μπορεί να διευρυνθεί ώστε να καλύπτει υποχρεώσεις που απορρέουν από νέες διατάξεις, αντίστοιχες των οποίων δεν υπήρχαν στο αρχικό κείμενο της επίμαχης πράξης, διότι τούτο θα συνιστούσε παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας για τη διαπίστωση παραβάσεως (πρβλ. απόφαση της 5ης Απριλίου 2017, Επιτροπή κατά Βελγίου, C‑488/15, EU:C:2017:267, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
39 |
Στον βαθμό που, όπως μόλις αναφέρθηκε, η Επιτροπή ισχυρίζεται με το υπόμνημά της απαντήσεως ότι η πρώτη αιτίαση που διατύπωσε με το δικόγραφο της προσφυγής αφορά και τον νόμο 4512/2018, πρέπει να διαπιστωθεί εάν ο ισχυρισμός αυτός συνεπάγεται μεταβολή του αντικειμένου της προσφυγής. |
40 |
Στην προκειμένη περίπτωση, ούτε από την ανάγνωση των σχετικών διατάξεων του νόμου 4512/2018 ούτε από τη σχετική επιχειρηματολογία της Επιτροπής προκύπτει ότι οι διατάξεις του νόμου αυτού έχουν πανομοιότυπο περιεχόμενο με τη προϊσχύσασα νομοθετική ρύθμιση. |
41 |
Κατά συνέπεια, η πρώτη αιτίαση της Επιτροπής, στο μέτρο που διατυπώνεται και σε σχέση με τις διατάξεις του νόμου 4512/2018, μεταβάλλει το αντικείμενο της διαφοράς και, ως εκ τούτου, οι αιτιάσεις πρέπει να εξεταστούν όπως διατυπώθηκαν στο δικόγραφο της προσφυγής της Επιτροπής, χωρίς να ληφθεί υπόψη η διεύρυνση της πρώτης αιτίασης με το υπόμνημα απαντήσεως. |
42 |
Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, κατά το μέτρο που αφορούν τον νόμο 4512/2018, οι αιτιάσεις με τις οποίες προβάλλεται παράβαση των διατάξεων του άρθρου 49 ΣΛΕΕ, του άρθρου 15, παράγραφος 2, στοιχεία βʹ και γʹ, και παράγραφος 3, της οδηγίας 2006/123, των άρθρων 13 και 14, του άρθρου 50, παράγραφος 1, και του παραρτήματος VII της οδηγίας 2005/36. |
Επί της ουσίας
Σχετικά με την αιτίαση που αφορά παράβαση του άρθρου 49 ΣΛΕΕ και του άρθρου 15, παράγραφος 2, στοιχεία βʹ και γʹ, και παράγραφος 3, της οδηγίας 2006/123
– Επιχειρήματα των διαδίκων
43 |
Κατά την Επιτροπή, αφενός από το άρθρο 5, παράγραφος 1, του νόμου 3898/2010 και αφετέρου από το άρθρο 1, παράγραφος 1, του προεδρικού διατάγματος 123/2011 προκύπτει ότι οι εταιρίες που παρέχουν υπηρεσίες κατάρτισης με σκοπό την εκπαίδευση διαμεσολαβητών, οι οποίοι μπορούν επ’ αυτής της βάσεως να παρουσιαστούν στην εξέταση για την απόκτηση της διαπίστευσης διαμεσολαβητή στην Ελλάδα, πρέπει να έχουν αποκλειστικά τη νομική μορφή μη κερδοσκοπικών εταιριών που αποτελούνται από έναν τουλάχιστον δικηγορικό σύλλογο και από ένα τουλάχιστον επιμελητήριο της Ελλάδας και λειτουργούν βάσει άδειας που εκδίδεται από την αρχή στην οποία αναφέρεται το άρθρο 7 του εν λόγω νόμου. |
44 |
Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η απαίτηση που αφορά την επιβαλλόμενη σύνθεση του φορέα κατάρτισης, καθώς και η απαίτηση που αφορά την επιβαλλόμενη νομική του μορφή, αποτρέπουν τόσο τους αλλοδαπούς φορείς κατάρτισης που επιθυμούν να εγκατασταθούν για πρώτη φορά στην Ελλάδα όσο και εκείνους που επιθυμούν να αποκτήσουν εκεί δευτερεύουσα εγκατάσταση και, επομένως, περιορίζουν την ελευθερία εγκατάστασης που προβλέπεται από το άρθρο 49 ΣΛΕΕ και από το άρθρο 15, παράγραφος 2, στοιχεία βʹ και γʹ, και παράγραφος 3, της οδηγίας 2006/123. |
45 |
Κατά την Επιτροπή, από τον νόμο 3898/2010 προκύπτει ότι η κατάρτιση η οποία παρέχεται από τους φορείς που δεν πληρούν τις προβλεπόμενες από τον νόμο αυτόν απαιτήσεις δεν παρέχει πρόσβαση στην εξέταση που απαιτείται βάσει του άρθρου 6 του εν λόγω νόμου και, εν τέλει, στην απόκτηση της απαραίτητης διαπίστευσης για την άσκηση του επαγγέλματος του διαμεσολαβητή στην Ελλάδα. |
46 |
Επιπλέον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι εν λόγω απαιτήσεις δεν δικαιολογούνται από επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος ούτε είναι κατάλληλες για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, ενώ υπερβαίνουν το αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού μέτρο. Επιπλέον, κατά το εν λόγω θεσμικό όργανο, είναι δυνατή η εφαρμογή τους κατά τρόπο που εισάγει διακρίσεις. |
47 |
Εξάλλου, η Επιτροπή θεωρεί ότι, αντιθέτως προς τα επιχειρήματα που προέβαλε η Ελληνική Δημοκρατία κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία, η εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 51 ΣΛΕΕ δεν έχει εφαρμογή στην κρινόμενη υπόθεση. Αφενός, δεν μπορεί να συναχθεί από τη διάταξη της 17ης Φεβρουαρίου 2005, Mauri (C‑250/03, EU:C:2005:96), η οποία αφορά τη συμμετοχή δικηγόρων στην επίμαχη στην υπόθεση εκείνη εξεταστική επιτροπή, ότι ο υπό κρίση εθνικός κανόνας συμβιβάζεται με το δίκαιο της Ένωσης, καθόσον το άρθρο 5 του νόμου 3898/2010 αφορά τη σύνθεση και τη νομική μορφή των φορέων κατάρτισης διαμεσολαβητών. Αφετέρου, η προσαπτόμενη παράβαση δεν αφορά την υπηρεσία διαμεσολάβησης καθεαυτήν, αλλά την υπηρεσία κατάρτισης διαμεσολαβητών, η οποία δεν άπτεται της άσκησης δημόσιας εξουσίας, και δη της απονομής δικαιοσύνης. |
48 |
Όσον αφορά τους επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν τους επίμαχους περιορισμούς, η Επιτροπή υποστηρίζει, πρώτον, ότι ο σκοπός της διασφάλισης της ποιότητας της διαμεσολάβησης θα μπορούσε να στηριχθεί στο άρθρο 4 της οδηγίας 2008/52. Εκτιμά, ωστόσο, αφενός, ότι το εν λόγω άρθρο 4, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 16 της οδηγίας αυτής, αποσκοπεί στον έλεγχο της ποιότητας της παροχής υπηρεσιών κατάρτισης μέσω μηχανισμών όπως οι κώδικες δεοντολογίας και, αφετέρου, ότι το άρθρο αυτό δεν καλύπτει τους κανόνες που διέπουν την οργάνωση των φορέων κατάρτισης διαμεσολαβητών, όπως οι κανόνες περί της απαιτούμενης νομικής μορφής και περί της κατοχής κεφαλαίου. |
49 |
Δεύτερον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, καίτοι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, η προστασία των αποδεκτών των υπηρεσιών διαμεσολάβησης και η ανάγκη διασφάλισης υψηλού επιπέδου εκπαίδευσης είναι δυνατόν να συνιστούν επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, η Ελληνική Δημοκρατία δεν αποδεικνύει ότι οι απαιτήσεις που σχετίζονται με τη νομική μορφή και την κατοχή του κεφαλαίου μιας εταιρίας θα καθιστούσαν δυνατή την επίτευξη των σκοπών αυτών. |
50 |
Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή εκτιμά ότι οι επίμαχοι περιορισμοί δεν είναι ανάλογοι προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς, καθόσον, αφενός, υφίστανται λιγότερο περιοριστικά μέτρα για την επίτευξη των σκοπών αυτών, όπως η εισαγωγή κατάλληλου προγράμματος σπουδών, ο καθορισμός κριτηρίων για τους διδάσκοντες και το χρησιμοποιούμενο υλικό και ο καθορισμός κριτηρίων για τις υποχρεωτικές εξετάσεις που παρέχουν πρόσβαση στο επάγγελμα. Αφετέρου, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η Ελληνική Δημοκρατία εφαρμόζει ήδη άλλα, λιγότερο περιοριστικά μέτρα για τη διασφάλιση υψηλού επιπέδου κατάρτισης, όπως η παροχή της από έμπειρους διαμεσολαβητές, η διεξαγωγή των εξετάσεων ενώπιον εξεταστικής επιτροπής ή ακόμη και ο εκ του νόμου καθορισμός του περιεχομένου και της διάρκειας του προγράμματος κατάρτισης. |
51 |
Η Ελληνική Δημοκρατία περιορίζεται στην επισήμανση ότι, μετά τη θέσπιση του νόμου 4512/2018, η κρινόμενη αιτίαση έχει καταστεί κενή περιεχομένου. |
– Εκτίμηση του Δικαστηρίου
52 |
Επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι η πρώτη αιτίαση της κρινόμενης προσφυγής αφορά παράβαση του άρθρου 49 ΣΛΕΕ και του άρθρου 15, παράγραφος 2, στοιχεία βʹ και γʹ, και παράγραφος 3, της οδηγίας 2006/123. |
53 |
Συναφώς, υπενθυμίζεται κατ’ αρχάς ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 6 της οδηγίας 2006/123, η εξάλειψη των εμποδίων στην ελευθερία εγκατάστασης δεν μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την άμεση εφαρμογή του άρθρου 49 ΣΛΕΕ, γεγονός που οφείλεται, μεταξύ άλλων, στην εξαιρετική πολυπλοκότητα της κατά περίπτωση εξέτασης των εμποδίων αυτών (πρβλ. απόφαση της 16ης Ιουνίου 2015, Rina Services κ.λπ., C-593/13, EU:C:2015:399, σκέψη 38) και ότι, κατά συνέπεια, έπρεπε να εκδοθεί σχετική οδηγία. |
54 |
Επομένως, όταν ένας περιορισμός της ελευθερίας εγκατάστασης εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2006/123, παρέλκει η εξέτασή του και υπό το πρίσμα του άρθρου 49 ΣΛΕΕ (πρβλ. αποφάσεις της 23ης Φεβρουαρίου 2016, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, C‑179/14, EU:C:2016:108, σκέψη 118, και της 30ής Ιανουαρίου 2018, X και Visser, C-360/15 και C-31/16, EU:C:2018:44, σκέψη 137). |
55 |
Ως εκ τούτου, πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον είναι βάσιμη η αιτίαση με την οποία προβάλλεται παράβαση του άρθρου 15, παράγραφος 2, στοιχεία βʹ και γʹ, και παράγραφος 3, της οδηγίας 2006/123. |
56 |
Από το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/123 προκύπτει συναφώς ότι τα κράτη μέλη πρέπει να εξετάζουν κατά πόσον τα νομικά συστήματά τους προβλέπουν απαιτήσεις όπως εκείνες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του άρθρου αυτού 15 και να εξασφαλίζουν ότι οι απαιτήσεις αυτές συμβιβάζονται με τις προϋποθέσεις της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου 15. |
57 |
Οι σωρευτικές προϋποθέσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 15, παράγραφος 3, αφορούν, πρώτον, τη μη εισαγωγή διακρίσεων με τις σχετικές απαιτήσεις, οι οποίες δεν πρέπει να εισάγουν άμεσα ή έμμεσα διακρίσεις ανάλογα με την ιθαγένεια ή, στην περίπτωση επιχειρήσεων, ανάλογα με την έδρα τους, δεύτερον, την αναγκαιότητα των απαιτήσεων αυτών, το να δικαιολογούνται, δηλαδή, από επιτακτικό λόγο δημοσίου συμφέροντος, και, τρίτον, την αναλογικότητά τους, το να είναι, δηλαδή, κατάλληλες να εξασφαλίσουν την υλοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού και να μην υπερβαίνουν το μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού, ενώ, επιπλέον, το ίδιο αποτέλεσμα θα πρέπει να μην μπορεί να επιτευχθεί με άλλα λιγότερο περιοριστικά μέτρα. |
58 |
Εν προκειμένω, η Επιτροπή ζητεί με τις αιτιάσεις της να διαπιστωθεί ότι οι εθνικές διατάξεις στις οποίες αναφέρεται στην προσφυγή της θεσπίζουν απαιτήσεις όπως εκείνες τις οποίες αφορά το άρθρο 15, παράγραφος 2, στοιχεία βʹ και γʹ, της οδηγίας 2006/123, και ότι, καθόσον οι απαιτήσεις αυτές δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 15, παράγραφος 3, οι σχετικές εθνικές διατάξεις είναι αντίθετες προς τις παραγράφους 1 έως 3 του εν λόγω άρθρου. |
59 |
Κατ’ αρχάς, είναι σκόπιμο να εξακριβωθεί κατά πόσον οι απαιτήσεις του άρθρου 5 του νόμου 3898/2010 εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 15, παράγραφος 2, στοιχεία βʹ και γʹ, της εν λόγω οδηγίας, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή. |
60 |
Επισημαίνεται συναφώς ότι το άρθρο 15, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2006/123, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 73, αφορά μια κατηγορία απαιτήσεων που επιβάλλουν να έχει ο παρέχων υπηρεσίες συγκεκριμένη νομική μορφή, η οποία περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την απαίτηση να είναι νομικό πρόσωπο ή μη κερδοσκοπικός οργανισμός. |
61 |
Πρέπει, επομένως, να διαπιστωθεί ότι η απαίτηση σχετικά με τη νομική μορφή του φορέα κατάρτισης διαμεσολαβητών η οποία επιβάλλεται από το άρθρο 5 του νόμου 3898/2010 και σύμφωνα με την οποία οι φορείς κατάρτισης διαμεσολαβητών πρέπει έχουν τη μορφή μη κερδοσκοπικών εταιριών εμπίπτει ρητώς στο άρθρο 15, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2006/123 (πρβλ. απόφαση της 23ης Φεβρουαρίου 2016, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, C-179/14, EU:C:2016:108, σκέψεις 61 και 62). |
62 |
Επιπλέον, επισημαίνεται ότι το άρθρο 15, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2006/123, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 73, αφορά άλλη κατηγορία απαιτήσεων, σχετικών με την κατοχή του κεφαλαίου μιας εταιρίας. |
63 |
Επομένως, η απαίτηση που αφορά τη σύνθεση του φορέα κατάρτισης, σύμφωνα με την οποία τους φορείς κατάρτισης διαμεσολαβητών πρέπει να συνιστούν από κοινού ένας τουλάχιστον δικηγορικός σύλλογος και ένα τουλάχιστον επιμελητήριο της Ελλάδας, όπως επιβάλλει το άρθρο 5 του 3898/2010, εμπίπτει στο άρθρο 15, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2006/123. |
64 |
Δεύτερον, πρέπει να εξακριβωθεί κατά πόσον οι επίμαχοι εθνικοί κανόνες εμπίπτουν στο άρθρο 15, παράγραφος 3, της οδηγίας 2006/123. |
65 |
Συναφώς, πρώτον, κατά το άρθρο 15, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/123, οι απαιτήσεις της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού δεν είναι ασυμβίβαστες προς τις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας, υπό την προϋπόθεση, μεταξύ άλλων, ότι δεν εισάγουν άμεσα ή έμμεσα διακρίσεις λόγω ιθαγένειας ή, στην περίπτωση επιχειρήσεων, λόγω της έδρας τους. |
66 |
Στην προκειμένη περίπτωση, από το άρθρο 5 του νόμου 3898/2010 προκύπτει ότι οι απαιτήσεις που αφορούν τη νομική μορφή, την κατοχή του κεφαλαίου και τη σύνθεση του φορέα κατάρτισης διαμεσολαβητών ισχύουν τόσο για τους φορείς κατάρτισης που είναι εγκατεστημένοι στην Ελλάδα όσο και για εκείνους που είναι εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη. Ως εκ τούτου, οι απαιτήσεις αυτές δεν εισάγουν διακρίσεις, κατά την έννοια του άρθρου 15, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της εν λόγω οδηγίας. |
67 |
Δεύτερον, όσον αφορά τον αναγκαίο χαρακτήρα των επίμαχων εθνικών κανόνων, καίτοι η Ελληνική Δημοκρατία δεν προέβαλε συγκεκριμένους λόγους για τη δικαιολόγηση του άρθρου 5 του νόμου 3898/2010, από την επιχειρηματολογία της, όπως αναπτύχθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, προκύπτει ότι η σχετική ρύθμιση είναι κατάλληλη να εξασφαλίσει υψηλό επίπεδο ποιότητας στις υπηρεσίες κατάρτισης διαμεσολαβητών, σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2006/123, καθώς και να διευκολύνει τη σύσταση φορέων κατάρτισης σε περιοχές της περιφέρειας. |
68 |
Καίτοι οι λόγοι αυτοί είναι δυνατόν να αποτελούν επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, η Ελληνική Δημοκρατία δεν προέβαλε επιχειρήματα από τα οποία να αποδεικνύεται ότι οι κανόνες που διέπουν τη νομική μορφή μιας εταιρίας κατάρτισης και την κατοχή του κεφαλαίου της συνιστούν αναγκαία μέτρα για την επίτευξη των σκοπών αυτών. |
69 |
Δεδομένου ότι οι τρεις προϋποθέσεις του άρθρου 15, παράγραφος 3, της οδηγίας 2006/123 είναι σωρευτικές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι επίμαχοι εθνικοί κανόνες δεν πληρούν τη δεύτερη από τις προϋποθέσεις αυτές, παρέλκει δε η εξέταση της τρίτης προϋπόθεσης που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου αυτού. |
70 |
Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η Ελληνική Δημοκρατία, περιορίζοντας τη νομική μορφή των φορέων κατάρτισης διαμεσολαβητών σε μη κερδοσκοπικές εταιρίες τις οποίες πρέπει να συνιστούν από κοινού ένας τουλάχιστον δικηγορικός σύλλογος και ένα τουλάχιστον επιμελητήριο της Ελλάδας, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 15, παράγραφος 2, στοιχεία βʹ και γʹ, και παράγραφος 3, της οδηγίας 2006/123. |
Σχετικά με την αιτίαση που αφορά τα άρθρα 13 και 14, καθώς και το άρθρο 50, παράγραφος 1, και το παράρτημα VII της οδηγίας 2005/36
– Επιχειρήματα των διαδίκων
71 |
Η Επιτροπή εκτιμά ότι οι διατάξεις του νόμου 3898/2010 και της υπουργικής απόφασης 109088, όπως έχει τροποποιηθεί, συνιστούν παράβαση των άρθρων 13 και 14, του άρθρου 50, παράγραφος 1, καθώς και του παραρτήματος VII της οδηγίας 2005/36. Υποστηρίζει, δε, ότι οι διατάξεις αυτές αντιβαίνουν επίσης στην αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων. |
72 |
Το εν λόγω θεσμικό όργανο ισχυρίζεται κατ’ αρχάς, υπενθυμίζοντας τον ορισμό του «νομοθετικά κατοχυρωμένου επαγγέλματος» στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2005/36, ότι η εν λόγω οδηγία δεν απαιτεί συγκεκριμένο τίτλο σπουδών για την πρόσβαση στο επάγγελμα του διαμεσολαβητή ούτε περιορίζει την εφαρμογή της στην «άσκηση» νομοθετικά κατοχυρωμένου επαγγέλματος. Κατά την άποψή του, ναι μεν, σε περίπτωση μη εναρμόνισης, τα κράτη μέλη παραμένουν αρμόδια για τη ρύθμιση του εν λόγω επαγγέλματος και για τον καθορισμό των όρων πρόσβασης σε αυτό, πλην όμως οι διατάξεις του εθνικού δικαίου δεν μπορούν να αποτελούν αδικαιολόγητο εμπόδιο στην άσκηση των θεμελιωδών ελευθεριών που διασφαλίζονται από τις Συνθήκες. |
73 |
Δεδομένου ότι η πρόσβαση στο επάγγελμα του διαμεσολαβητή στην Ελλάδα εξαρτάται τόσο από ειδική εκπαίδευση όσο και από διαπίστευση, η οποία χορηγείται στους υποψηφίους που έχουν υποβληθεί επιτυχώς στη σχετική εξέταση, η Επιτροπή θεωρεί ότι το επάγγελμα του διαμεσολαβητή εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2005/36. |
74 |
Η Επιτροπή εκτιμά ότι η παράλειψη της Ελληνικής Δημοκρατίας να ορίσει τις αρμόδιες αρχές και τους αρμόδιους οργανισμούς που είναι εξουσιοδοτημένοι να χορηγούν ή να παραλαμβάνουν τους τίτλους εκπαίδευσης και τα άλλα έγγραφα ή πληροφορίες, σύμφωνα με το άρθρο 56, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας, δεν μπορεί να προβληθεί για να δικαιολογήσει τη μη συμμόρφωση προς τις λοιπές διατάξεις της οδηγίας αυτής. |
75 |
Όσον αφορά, πρώτον, το περιεχόμενο του πιστοποιητικού του φορέα κατάρτισης που καλείται να προσκομίσει ο διακινούμενος διαμεσολαβητής προκειμένου να αποκτήσει διαπίστευση για την άσκηση του επαγγέλματος αυτού στην Ελλάδα, η Επιτροπή επισημαίνει ότι από την υπουργική απόφαση 109088, όπως έχει τροποποιηθεί, προκύπτει ότι η αίτηση να αναγνωριστεί στην Ελλάδα ο τίτλος σπουδών αλλοδαπού διαμεσολαβητή πρέπει να συνοδεύεται, μεταξύ άλλων, από πιστοποιητικό του φορέα κατάρτισης που βεβαιώνει τη μέθοδο διδασκαλίας, τον αριθμό των συμμετεχόντων, τον αριθμό και τα προσόντα των εκπαιδευτών, τη διαδικασία εξέτασης και αξιολόγησης των υποψηφίων και τον τρόπο κατοχύρωσης του αδιάβλητου χαρακτήρα της. Κατά το εν λόγω θεσμικό όργανο, οι προϋποθέσεις αυτές υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο για την αξιολόγηση του επιπέδου των επαγγελματικών γνώσεων και προσόντων που τεκμαίρεται ότι διαθέτει ο κάτοχος του πιστοποιητικού. Κατά συνέπεια, οι ως άνω προϋποθέσεις είναι αντίθετες προς τα άρθρα 13 και 14, προς το άρθρο 50, παράγραφος 1, καθώς και προς το παράρτημα VII της οδηγίας 2005/36. |
76 |
Η Επιτροπή υποστηρίζει συναφώς ότι από το άρθρο 13 της οδηγίας 2005/36 προκύπτει ότι η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής παρέχει πρόσβαση στο νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα στους αιτούντες οι οποίοι διαθέτουν βεβαίωση επάρκειας ή τίτλο εκπαίδευσης που απαιτείται από άλλο κράτος μέλος για την πρόσβαση στο επάγγελμα αυτό ή για την άσκησή του στο εν λόγω κράτος μέλος. Καίτοι οι βεβαιώσεις αυτές πρέπει να εκδίδονται από αρμόδια αρχή κράτους μέλους και να πιστοποιούν ορισμένο επίπεδο επαγγελματικών προσόντων, εντούτοις, κατά την Επιτροπή, η οδηγία 2005/36 δεν απαιτεί τα διπλώματα που χορηγούνται εντός άλλων κρατών μελών να πιστοποιούν εκπαίδευση και κατάρτιση ανάλογη ή συγκρίσιμη με την απαιτούμενη στο κράτος μέλος υποδοχής. |
77 |
Κατά την Επιτροπή, το άρθρο 14 της οδηγίας 2005/36 προβλέπει ότι οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής μπορούν να ζητήσουν από τον αιτούντα να παράσχει πληροφορίες σχετικά με την εκπαίδευσή του μόνο στον βαθμό που απαιτείται προκειμένου να καταστεί κατανοητό αν υφίστανται πιθανές ουσιώδεις διαφορές σε σχέση με την εθνική εκπαίδευση που απαιτείται από τη νομοθεσία της Ελληνικής Δημοκρατίας. Κατά το εν λόγω θεσμικό όργανο, όμως, οι προϋποθέσεις που επιβάλλει η εθνική νομοθεσία δεν επιτρέπουν να εξακριβωθεί αν η εκπαίδευση που έλαβε ο ενδιαφερόμενος αφορά τομείς γνώσεων ουσιωδώς διαφορετικούς από εκείνους που καλύπτει ο απαιτούμενος στην ελληνική επικράτεια τίτλος εκπαίδευσης. |
78 |
Εξάλλου, από το άρθρο 50, παράγραφος 1, της οδηγίας 2005/36 προκύπτει ότι, κατά τη διαδικασία αναγνώρισης, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής μπορούν να απαιτήσουν τα έγγραφα και τα πιστοποιητικά που απαριθμούνται στο παράρτημα VII της εν λόγω οδηγίας, όπως αντίγραφα των βεβαιώσεων επάρκειας ή του τίτλου εκπαίδευσης που παρέχει πρόσβαση στο επίμαχο επάγγελμα. |
79 |
Ωστόσο, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι από το σημείο 1, στοιχείο βʹ, δεύτερο εδάφιο, του εν λόγω παραρτήματος VII προκύπτει ότι οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής μπορούν να καλέσουν τον αιτούντα να παράσχει τέτοιες πληροφορίες σχετικά με την εκπαίδευσή του μόνο στο μέτρο που απαιτείται για τη διαπίστωση ενδεχόμενης ύπαρξης ουσιωδών διαφορών σε σχέση με την εκπαίδευση που απαιτείται σε εθνικό επίπεδο. Συνεπώς, κατά το ίδιο θεσμικό όργανο, οι προϋποθέσεις που προβλέπονται από την ελληνική νομοθεσία είναι αντίθετες τόσο προς το άρθρο 14, παράγραφος 1, όσο και προς το άρθρο 50, παράγραφος 1, και το παράρτημα VII της οδηγίας 2005/36. |
80 |
Όσον αφορά, δεύτερον, τα αντισταθμιστικά μέτρα που έχει προβλέψει η Ελληνική Δημοκρατία, η Επιτροπή επισημαίνει ότι το κεφάλαιο A, άρθρο μόνο, παράγραφος 5, της υπουργικής απόφασης 109088, όπως έχει τροποποιηθεί, προβλέπει ότι η επιτροπή πιστοποίησης διαμεσολαβητών μπορεί, κατά την κρίση της, να ζητήσει από τον ενδιαφερόμενο να υποβληθεί σε συμπληρωματική εξέταση, ιδίως σε περίπτωση που η κατάρτισή του πραγματοποιήθηκε στην Ελλάδα από φορέα αλλοδαπής προέλευσης. |
81 |
Η Επιτροπή, καίτοι δέχεται ότι η οδηγία 2005/36 δεν απαιτεί να μνημονεύονται τα κριτήρια των εν λόγω εξετάσεων, παρατηρεί, ωστόσο, ότι, ελλείψει εθνικών κανόνων που να διέπουν τη διαδικασία εξέτασης, η διαδικασία αυτή είναι δυνατόν να διεξάγεται κατά τρόπο αυθαίρετο ή ακόμη και εισάγοντα δυσμενείς διακρίσεις. Ως εκ τούτου, θεωρεί ότι μια διαδικασία εξέτασης χωρίς προηγούμενη αξιολόγηση των ουσιωδών διαφορών με την απαιτούμενη εθνική εκπαίδευση αντιβαίνει στις απαιτήσεις του άρθρου 14 της οδηγίας 2005/36. |
82 |
Επιπλέον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι μία από τις προϋποθέσεις για την αναγνώριση της ισοτιμίας του τίτλου στην εθνική νομοθεσία είναι να έχει ο ενδιαφερόμενος αποδεδειγμένη εμπειρία τριών τουλάχιστον συμμετοχών σε διαδικασίες διαμεσολάβησης ως διαμεσολαβητής, βοηθός διαμεσολαβητή ή νομικός παραστάτης ενός από τα μέρη. Ωστόσο, τέτοια προϋπόθεση δεν απαιτείται για τους διαμεσολαβητές που έχουν εκπαιδευθεί στην Ελλάδα. Κατά την Επιτροπή, η προϋπόθεση αυτή εισάγει δυσμενή διάκριση και είναι αντίθετη προς το άρθρο 13 της οδηγίας 2005/36. |
83 |
Όσον αφορά την πρακτική της ελληνικής διοίκησης να μην εφαρμόζει την ως άνω προϋπόθεση εάν από τα στοιχεία του φακέλου αποδεικνύεται συνεχής επιμόρφωση και συστηματική ενασχόληση του αιτούντος με τη διαμεσολάβηση, η Επιτροπή παρατηρεί ότι το ασυμβίβαστο της εθνικής νομοθεσίας με τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης μπορεί να αρθεί οριστικώς μόνο με δεσμευτικές διατάξεις που έχουν την ίδια νομική ισχύ με τις διατάξεις που πρέπει να τροποποιηθούν και ότι, ως εκ τούτου, μια διοικητική πρακτική δεν αρκεί προκειμένου να θεωρηθεί ότι εκπληρώνονται δεόντως οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τη Συνθήκη ΛΕΕ. Εν πάση περιπτώσει, το εν λόγω θεσμικό όργανο υποστηρίζει ότι, κατά την ελληνική νομοθεσία, η δυνατότητα μη εφαρμογής του κριτηρίου της εμπειρίας αφορά μόνον τους ενδιαφερομένους που απέκτησαν τίτλο διαπίστευσης διαμεσολαβητή μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2012. |
84 |
Η Ελληνική Δημοκρατία επισημαίνει ότι η υπουργική απόφαση 109088, όπως έχει τροποποιηθεί, καταργήθηκε με τη θέση σε ισχύ του νόμου 4512/2018 και, ως εκ τούτου, θεωρεί ότι η εξεταζόμενη αιτίαση έχει καταστεί κενή περιεχομένου. |
– Εκτίμηση του Δικαστηρίου
85 |
Κατ’ αρχάς, όσον αφορά την οριοθέτηση του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 2005/36 υπό το πρίσμα της οδηγίας 2008/52, επισημαίνεται ότι, όπως παρατήρησε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 46 των προτάσεών του, η τελευταία αυτή οδηγία δεν μπορεί να επηρεάσει τη δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας 2005/36 στη συγκεκριμένη υπόθεση. Πράγματι, η οδηγία 2008/52, καίτοι αφορά ορισμένες πτυχές της διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, δεν εναρμονίζει, ωστόσο, τις προϋποθέσεις για την πρόσβαση στο επάγγελμα του διαμεσολαβητή. |
86 |
Κατόπιν αυτής της διευκρίνισης, όσον αφορά το ζήτημα αν το επάγγελμα του διαμεσολαβητή αποτελεί «νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα», κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2005/36, υπενθυμίζεται ότι αποτελεί «νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα» η επαγγελματική δραστηριότητα ή το σύνολο επαγγελματικών δραστηριοτήτων των οποίων η ανάληψη, η άσκηση ή ένας από τους όρους άσκησης εξαρτάται άμεσα ή έμμεσα, δυνάμει νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων, από την κατοχή καθορισμένων επαγγελματικών προσόντων (απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2017, Malta Dental Technological Association και Reyndaud, C-125/16, EU:C:2017:707, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
87 |
Επομένως, από το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ, γʹ και εʹ, της οδηγίας 2005/36 προκύπτει ότι η έννοια των καθορισμένων «επαγγελματικών προσόντων», που μνημονεύεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής, αφορά κάθε προσόν το οποίο αντιστοιχεί σε τίτλο εκπαίδευσης που είναι ειδικά διαμορφωμένος με σκοπό την προετοιμασία των κατόχων του για την άσκηση συγκεκριμένου επαγγέλματος (απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2017, Malta Dental Technologists Association και Reynaud, C-125/16, EU:C:2017:707, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
88 |
Διαπιστώνεται ότι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 43 των προτάσεών του, το επάγγελμα του διαμεσολαβητή, όπως ρυθμίζεται στην Ελλάδα, πληροί τα κριτήρια που αναφέρθηκαν στις σκέψεις 86 και 87 της παρούσας απόφασης, στο μέτρο που η πρόσβαση σε αυτό εξαρτάται από την παρακολούθηση κατάλληλης εκπαίδευσης με σκοπό την απόκτηση επαγγελματικού προσόντος και τίτλου που επιτρέπουν ειδικά την άσκηση του εν λόγω επαγγέλματος, ιδίως δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφοι 1 και 3, του νόμου 3898/2010. |
89 |
Όσον αφορά το συμβατό της επίμαχης νομοθεσίας με τις διατάξεις της οδηγίας 2005/36, επισημαίνεται ότι η αναγνώριση των τίτλων εκπαίδευσης των διαμεσολαβητών διέπεται από τα άρθρα 10 έως 14 της εν λόγω οδηγίας. |
90 |
Βάσει του άρθρου 13, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής υποχρεούται να παρέχει τη δυνατότητα πρόσβασης σε ένα νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα και άσκησής του, υπό τους ίδιους όρους με εκείνους που ισχύουν για τους υπηκόους του, στους αιτούντες που είναι κάτοχοι της βεβαίωσης επάρκειας ή του τίτλου εκπαίδευσης που αναφέρεται στο άρθρο 11 της ίδιας οδηγίας και χορηγήθηκε από αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους για τον ίδιο σκοπό. |
91 |
Καίτοι το άρθρο 14 της οδηγίας 2005/36 προβλέπει ότι το άρθρο 13 της ίδιας οδηγίας δεν κωλύει το κράτος μέλος υποδοχής να επιβάλει «αντισταθμιστικά μέτρα», τα οποία συνίστανται σε πρακτική άσκηση προσαρμογής ή σε δοκιμασία επάρκειας, στα πρόσωπα που επιθυμούν να αποκτήσουν πρόσβαση σε νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα και να το ασκήσουν, γεγονός παραμένει ότι, όπως παρατηρεί ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 56 των προτάσεών του, το εν λόγω άρθρο περιορίζει τη δυνατότητα αυτή στις καταστάσεις που απαριθμούνται στην παράγραφό του 1. |
92 |
Από το άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2005/36 προκύπτει κατ’ αρχάς ότι τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν αντισταθμιστικά μέτρα στην περίπτωση που η εκπαίδευση που έχει λάβει ο αιτών αφορά τομείς γνώσεων ουσιωδώς διαφορετικούς από εκείνους που καλύπτονται από την εκπαίδευση στο κράτος μέλος υποδοχής. Στη συνέχεια, βάσει της παραγράφου 4 του ίδιου άρθρου, νοούνται ως «τομείς γνώσεων ουσιωδώς διαφορετικοί» οι τομείς σε σχέση με τους οποίους η γνώση και οι αποκτηθείσες δεξιότητες και ικανότητες είναι απαραίτητες για την άσκηση του επαγγέλματος και ως προς τους οποίους η εκπαίδευση που έχει λάβει ο διακινούμενος αιτών παρουσιάζει σημαντικές αποκλίσεις όσον αφορά το περιεχόμενο σε σχέση με την εκπαίδευση που απαιτείται στο κράτος μέλος υποδοχής. Τέλος, το άρθρο 14, παράγραφος 5, προβλέπει τη δυνατότητα να απαιτούνται αντισταθμιστικά μέτρα, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας. |
93 |
Επιπλέον, από το άρθρο 50, παράγραφος 1, της οδηγίας 2005/36 προκύπτει ότι η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής μπορεί να απαιτήσει τα έγγραφα και τα πιστοποιητικά που απαριθμούνται στο παράρτημα VII της οδηγίας αυτής. Το σημείο 1, στοιχεία βʹ και γʹ, του παραρτήματος αυτού ορίζει ότι η προσκόμιση των βεβαιώσεων που μνημονεύονται σε αυτό μπορεί να ζητηθεί υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται από τις τελευταίες αυτές διατάξεις. |
94 |
Υπό το πρίσμα αυτών ακριβώς των παρατηρήσεων θα πρέπει να εξεταστεί αν η ελληνική νομοθεσία είναι σύμφωνη με την οδηγία 2005/36. |
95 |
Όσον αφορά, πρώτον, τη διαδικασία αναγνώρισης των ακαδημαϊκών προσόντων, για την οποία προβλέπονται πρόσθετες απαιτήσεις που αφορούν το περιεχόμενο του πιστοποιητικού του φορέα κατάρτισης που πρέπει να προσκομίσει ο διακινούμενος διαμεσολαβητής προκειμένου να αποκτήσει διαπίστευση για να ασκήσει το επάγγελμα αυτό στην Ελλάδα, από το κεφάλαιο Α, άρθρο μόνο, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της υπουργικής απόφασης 109088, όπως έχει τροποποιηθεί, προκύπτει ότι, σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία, το πιστοποιητικό του φορέα κατάρτισης που απευθύνεται στην επιτροπή πιστοποίησης πρέπει να περιέχει μια σειρά στοιχείων, μεταξύ των οποίων και στοιχεία σχετικά με τον τόπο κατάρτισης, τη διαδικασία εξέτασης και αξιολόγησης των υποψηφίων και τον τρόπο κατοχύρωσης του αδιάβλητου χαρακτήρα της. |
96 |
Ωστόσο, διαπιστώνεται ότι, αφενός, οι προϋποθέσεις που ορίζονται στην ελληνική νομοθεσία δεν περιέχονται στην οδηγία 2005/36 και, αφετέρου, σε αντίθεση με τις απαιτήσεις του άρθρου 14, του άρθρου 50, παράγραφος 1, και του παραρτήματος VII, σημείο 1, της εν λόγω οδηγίας, δεν είναι, όπως επισήμανε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 60 των προτάσεών του, κατάλληλα για την αξιολόγηση, κατά τρόπο σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας, του περιεχομένου της εκπαίδευσης που παρακολούθησαν οι αιτούντες. |
97 |
Δεύτερον, όσον αφορά τα αντισταθμιστικά μέτρα που απαιτεί η Ελληνική Δημοκρατία από τους αιτούντες τη διαπίστευση διαμεσολαβητή των οποίων οι τίτλοι διαπίστευσης αποκτήθηκαν στην αλλοδαπή ή έχουν εκδοθεί από αναγνωρισμένο φορέα κατάρτισης αλλοδαπής προέλευσης μετά από εκπαίδευση που παρασχέθηκε στην Ελλάδα, επισημαίνεται ότι το άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2005/36 προβλέπει ότι η επιβολή αντισταθμιστικών μέτρων προϋποθέτει εξέταση από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής προκειμένου να διαπιστωθεί αν υπάρχουν ουσιώδεις διαφορές μεταξύ της εκπαίδευσης που έχει λάβει ο αιτών και της εθνικής εκπαίδευσης. |
98 |
Στην προκειμένη περίπτωση, από το κεφάλαιο Α, άρθρο μόνο, παράγραφος 5, της υπουργικής απόφασης 109088, όπως έχει τροποποιηθεί, προκύπτει ότι, σε περίπτωση αναγνώρισης της ισοτιμίας τίτλου διαπίστευσης που έχει αποκτηθεί στην αλλοδαπή ή έχει χορηγηθεί από αναγνωρισμένο φορέα κατάρτισης αλλοδαπής προέλευσης μετά από εκπαίδευση που παρασχέθηκε στην Ελλάδα, η επιτροπή πιστοποίησης διαμεσολαβητών μπορεί να δέχεται την ισοτιμία αυτή εάν ο αιτών μπορεί να αποδείξει ότι είχε τουλάχιστον τρεις συμμετοχές σε διαδικασίες διαμεσολάβησης ως διαμεσολαβητής ή βοηθός διαμεσολαβητή ή νομικός παραστάτης ενός από τα μέρη. Επιπλέον, η εν λόγω επιτροπή μπορεί, κατά την κρίση της, να ζητήσει από τον αιτούντα να υποβληθεί σε συμπληρωματική εξέταση, ιδίως σε περίπτωση που η κατάρτιση πραγματοποιήθηκε στην Ελλάδα. |
99 |
Διαπιστώνεται συναφώς ότι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 63 των προτάσεών του, τέτοιες προϋποθέσεις δεν ανταποκρίνονται στα είδη κριτηρίων που προβλέπονται από την οδηγία 2005/36 και υπερβαίνουν τα όρια της διακριτικής ευχέρειας που διαθέτουν οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών στον τομέα αυτόν. |
100 |
Ειδικότερα, στον βαθμό που η επίμαχη εθνική νομοθεσία δεν προβλέπει προηγούμενη αξιολόγηση προκειμένου να διαπιστωθεί αν η εκπαίδευση που έχει λάβει ο αιτών αφορά τομείς γνώσεων ουσιωδώς διαφορετικούς από εκείνους που καλύπτονται από την εκπαίδευση στο κράτος μέλος υποδοχής, η δε εν λόγω προηγούμενη αξιολόγηση είναι απαραίτητη, σύμφωνα με το άρθρο 14 της οδηγίας 2005/36, προκειμένου να έχει η επιτροπή πιστοποίησης τη δυνατότητα να επιβάλει αντισταθμιστικά μέτρα, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι η εν λόγω εθνική νομοθεσία είναι σύμφωνη με την οδηγία 2005/36. |
101 |
Εξάλλου, διαπιστώνεται ότι το κεφάλαιο A, άρθρο μόνο, παράγραφος 5, της υπουργικής απόφασης 109088, όπως έχει τροποποιηθεί, αντιβαίνει και στις υποχρεώσεις που προβλέπονται από το άρθρο 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 2005/36, καθόσον απαιτεί από τα πρόσωπα που ζητούν τη διαπίστευση διαμεσολαβητή αφού απέκτησαν τίτλο διαπίστευσης από αλλοδαπό φορέα κατάρτισης να διαθέτουν εμπειρία τουλάχιστον τριών συμμετοχών σε διαδικασίες διαμεσολάβησης, παρότι η εν λόγω απαίτηση διαπίστευσης δεν εφαρμόζεται στα πρόσωπα που έχουν λάβει τίτλο διαπίστευσης από εθνικό οργανισμό κατάρτισης. |
102 |
Τα ανωτέρω δεν μπορούν να ανατραπούν με το επιχείρημα ότι, κατά τη διοικητική πρακτική, η απαίτηση αυτή μπορεί να μην εφαρμοστεί, καθόσον δεν αμφισβητείται ότι, ακόμη και αν οι αρχές ενός κράτους μέλους δεν εφαρμόζουν στην πράξη εθνική διάταξη αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης, η ασφάλεια δικαίου απαιτεί την τροποποίηση της διάταξης αυτής (πρβλ. απόφαση της 5ης Ιουλίου 2007, Επιτροπή κατά Βελγίου, C-522/04, EU:C:2007:405, σκέψη 70 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). |
103 |
Από τις ως άνω παρατηρήσεις προκύπτει ότι η Ελληνική Δημοκρατία, επιβάλλοντας, στο πλαίσιο της διαδικασίας αναγνώρισης των ακαδημαϊκών προσόντων, πρόσθετες απαιτήσεις όσον αφορά το περιεχόμενο των απαιτούμενων πιστοποιητικών και αντισταθμιστικά μέτρα χωρίς προηγούμενη αξιολόγηση της ύπαρξης πιθανών ουσιωδών διαφορών με την εθνική εκπαίδευση, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 13 και 14, από το άρθρο 50, παράγραφος 1, καθώς και από το παράρτημα VII της οδηγίας 2005/36. |
104 |
Κατά συνέπεια, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι:
|
Επί των δικαστικών εξόδων
105 |
Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη της Ελληνικής Δημοκρατίας στα δικαστικά έξοδα και η τελευταία ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα. |
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφασίζει: |
|
|
Βηλαράς Jürimäe Šváby Rodin Piçarra Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 26 Ιουνίου 2019. Ο Γραμματέας A. Calot Escobar Ο Πρόεδρος του τετάρτου τμήματος M. Βηλαράς |
( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.