Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex
Έγγραφο 62018CC0364
Opinion of Advocate General Campos Sánchez-Bordona delivered on 13 June 2019.#Eni SpA and Shell Italia E & P SpA v Ministero dello Sviluppo Economico and Others.#Requests for a preliminary ruling from the Tribunale Amministrativo Regionale per la Lombardia and Tribunale Amministrativo Regionale per la Lombardia.#Reference for a preliminary ruling — Directive 94/22/EC — Energy — Conditions for granting and using authorisations for the prospection, exploration and production of hydrocarbons — Royalties — Methods of calculation — QE and PFOR indices — Discriminatory nature.#Joined Cases C-364/18 and C-365/18.
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Μ. Campos Sánchez-Bordona της 13ης Ιουνίου 2019.
Eni SpA κατά Ministero dello Sviluppo Economico και Ministero dell'Economia e delle Finanze.
Αίτηση του Tribunale Amministrativo Regionale per la Lombardia για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 94/22/ΕΚ – Ενέργεια – Όροι χορήγησης και χρήσης των αδειών αναζήτησης, εξερεύνησης και παραγωγής υδρογονανθράκων – Δικαιώματα – Μέθοδοι υπολογισμού – Δείκτες QE και Pfor – Δυσμενής διάκριση.
Υπόθεση C-364/18.
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Μ. Campos Sánchez-Bordona της 13ης Ιουνίου 2019.
Eni SpA κατά Ministero dello Sviluppo Economico και Ministero dell'Economia e delle Finanze.
Αίτηση του Tribunale Amministrativo Regionale per la Lombardia για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 94/22/ΕΚ – Ενέργεια – Όροι χορήγησης και χρήσης των αδειών αναζήτησης, εξερεύνησης και παραγωγής υδρογονανθράκων – Δικαιώματα – Μέθοδοι υπολογισμού – Δείκτες QE και Pfor – Δυσμενής διάκριση.
Υπόθεση C-364/18.
Συλλογή της Νομολογίας — Γενική Συλλογή
Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2019:503
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
MANUEL CAMPOS SÁNCHEZ-BORDONA
της 13ης Ιουνίου 2019 ( 1 )
Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑364/18 και C‑365/18
Eni SpA
κατά
Ministero dello Sviluppo Economico,
Ministero dell’Economia e delle Finanze,
παρισταμένων των:
Autorità di Regolazione per l’Energia, Reti e Ambiente,
Regione Basilicata,
Comune di Viggiano,
Regione Calabria,
Comune di Ravenna,
κ.λπ.,
Assomineraria
[αίτηση του Tribunale amministrativo regionale per la Lombardia
(περιφερειακού διοικητικού δικαστηρίου Λομβαρδίας, Ιταλία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]
και
Shell Italia E & P SpA
κατά
Ministero dello Sviluppo Economico,
Ministero dell’Economia e delle Finanze,
Autorità di Regolazione per l’Energia, Reti e Ambiente,
παρισταμένων των:
Regione Basilicata,
Comune di Viggiano,
Comune di Montemurro,
Comune di Grumento Nova,
Comune di Marisco Nuovo,
Comune di Marsicovetere,
Comune di Calvello,
Assomineraria
[αίτηση του Tribunale amministrativo regionale per la Lombardia
(περιφερειακού διοικητικού δικαστηρίου Λομβαρδίας)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]
«Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 94/22/ΕΚ – Ενέργεια – Όροι χορηγήσεως και χρήσεως των αδειών αναζητήσεως, εξερευνήσεως και παραγωγής υδρογονανθράκων – Δικαιώματα που οφείλονται για την παραχώρηση αδειών εκμεταλλεύσεως φυσικού αερίου – Υπολογισμός των δικαιωμάτων – Δείκτες QE και Pfor – Χαρακτήρας δυσμενούς διακρίσεως»
1. |
Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως παρέχει στο Δικαστήριο την ευκαιρία να αποφανθεί επί της εφαρμογής της οδηγίας 94/22/ΕΚ ( 2 ) στα δικαιώματα εκμεταλλεύσεως (royalties) που τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν από επιχειρήσεις κατόχους αδειών ( 3 ) αναζητήσεως, εξερευνήσεως και παραγωγής φυσικού αερίου. Τα δικαιώματα αυτά αποτελούν, στην πραγματικότητα, το αντίτιμο που καταβάλλουν οι επιχειρήσεις στο κράτος για την πρόσβαση σε κρατικούς πόρους, όπως οι υδρογονάνθρακες, γενικώς, και το φυσικό αέριο, ειδικώς, και την εκμετάλλευση των πόρων αυτών. |
2. |
Συγκεκριμένα, ζητείται εν προκειμένω να κριθεί εάν η οδηγία 94/22 επιτρέπει στα κράτη μέλη να χρησιμοποιούν, για τον υπολογισμό του ποσού του δικαιώματος, συγκεκριμένο δείκτη αναφοράς (τον καλούμενο δείκτη QE) αντί άλλου δείκτη ο οποίος συνδέεται με την αγοραία τιμή του φυσικού αερίου. |
I. Το νομικό πλαίσιο
Α. Το δίκαιο της Ένωσης
1. Η οδηγία 94/22
3. |
Οι αιτιολογικές σκέψεις 4, 6, 7 και 8 έχουν ως εξής: «[Εκτιμώντας] ότι τα κράτη μέλη ασκούν κυριαρχία και κυριαρχικά δικαιώματα επί των πηγών υδρογονανθράκων στην επικράτειά τους· […] ότι είναι σκόπιμο να εξασφαλιστεί η άνευ διακρίσεων πρόσβαση στις δραστηριότητες αναζήτησης, εξερεύνησης και παραγωγής υδρογονανθράκων καθώς και την άσκησή τους, υπό όρους που ευνοούν την αύξηση της ανταγωνιστικότητας στον τομέα αυτόν, και ως εκ τούτου να προαχθεί η καλύτερη αναζήτηση, εξερεύνηση και παραγωγή των πόρων των κρατών μελών και να ενισχυθεί η ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς ενεργείας· ότι προς τον σκοπό αυτό πρέπει να θεσπιστούν κοινοί κανόνες που να εξασφαλίζουν ότι οι διαδικασίες χορήγησης των αδειών αναζήτησης, εξερεύνησης και παραγωγής υδρογονανθράκων είναι ανοικτές για όλους τους φορείς που διαθέτουν τις αναγκαίες δυνατότητες· ότι η χορήγηση των αδειών αυτών πρέπει να βασίζεται σε αντικειμενικά και δημοσιευμένα κριτήρια και ότι οι όροι υπό τους οποίους χορηγούνται πρέπει να είναι γνωστοί εκ των προτέρων σε όλους τους φορείς που συμμετέχουν στη διαδικασία· ότι τα κράτη μέλη πρέπει να διατηρήσουν τη δυνατότητα της υποβολής της πρόσβασης και της άσκησης των δραστηριοτήτων αυτών σε περιορισμούς που δικαιολογούνται από λόγους δημοσίου συμφέροντος και στην καταβολή σχετικής εισφοράς σε χρήμα ή σε υδρογονάνθρακες, οι λεπτομέρειες της οποίας θα πρέπει να καθοριστούν κατά τρόπο που να μην παρεμβαίνει στη διαχείριση των φορέων· ότι η δυνατότητα αυτή πρέπει να χρησιμοποιείται κατά τρόπο που να μην εισάγει διακρίσεις· ότι, εξαιρέσει των υποχρεώσεων που αφορούν τη χρησιμοποίηση της δυνατότητας αυτής, δεν είναι σκόπιμο να επιβληθούν στους φορείς όροι και υποχρεώσεις που δεν αιτιολογούνται από την ανάγκη ορθής άσκησης των εν λόγω δραστηριοτήτων· ότι ο έλεγχος στις δραστηριότητες των φορέων πρέπει να περιορίζεται στα αναγκαία για την τήρηση των εν λόγω υποχρεώσεων και όρων·» |
4. |
Το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 2, διαλαμβάνει τα εξής: «1. Τα κράτη μέλη διατηρούν το δικαίωμα να ορίζουν, εντός των ορίων του εδάφους τους, τις περιοχές που διατίθενται για άσκηση δραστηριοτήτων αναζήτησης, εξερεύνησης και παραγωγής υδρογονανθράκων. 2. Εφόσον μια περιοχή διατίθεται για την άσκηση των δραστηριοτήτων που προβλέπονται στην παράγραφο 1, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν χωρίς διακρίσεις την πρόσβαση των φορέων και την άσκηση των δραστηριοτήτων αυτών.» |
5. |
Το άρθρο 6, παράγραφοι 1, 2 και 3, πρώτο εδάφιο, ορίζει τα εξής: «1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι προϋποθέσεις και οι απαιτήσεις που αναφέρει το άρθρο 5, παράγραφος 2, καθώς και οι λεπτομερείς υποχρεώσεις που συνεπάγεται η χρήση μιας συγκεκριμένης αδείας να δικαιολογούνται αποκλειστικά από την ανάγκη να εξασφαλιστεί η ορθή άσκηση των δραστηριοτήτων στη γεωγραφική περιοχή για την οποία ζητείται άδεια, από την εφαρμογή της παραγράφου 2 ή από την καταβολή εισφοράς σε χρήμα ή σε υδρογονάνθρακες. 2. Τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλουν προϋποθέσεις και απαιτήσεις για την άσκηση των δραστηριοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1, εφόσον αυτό απαιτείται για λόγους εθνικής ασφάλειας, δημόσιας ασφάλειας, δημόσιας υγείας, ασφάλειας των μεταφορών, προστασίας του περιβάλλοντος, προστασίας των βιολογικών πόρων και εθνικών θησαυρών που έχουν καλλιτεχνική, ιστορική ή αρχαιολογική αξία, ασφάλειας των εγκαταστάσεων και των εργαζομένων, προγραμματισμένης διαχείρισης των πόρων σε υδρογονάνθρακες (όπως π.χ. ο ρυθμός εξάντλησης των υδρογονανθράκων ή η βέλτιστη ανασύστασή τους) ή εξασφάλισης φορολογικών εσόδων. 3. Οι κανόνες καταβολής των εισφορών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 καθώς και κάθε απαίτηση κρατικής συμμετοχής, καθορίζονται από τα κράτη μέλη κατά τρόπον ώστε να εξασφαλίζεται ότι διατηρείται η ανεξαρτησία διαχείρισης των φορέων.» |
Β. Το ιταλικό δίκαιο
1. Το νομοθετικό διάταγμα 625/96
6. |
Το άρθρο 19, παράγραφοι 1, 5 και 5-bis του νομοθετικού διατάγματος 625/96 ( 4 ) προβλέπει τα εξής: «1. Για τις παραγωγές από 1ης Ιανουαρίου 1997, ο παραχωρησιούχος εκάστης άδειας εξόρυξης υποχρεούται να καταβάλλει ετησίως στο Δημόσιο την αξία ποσοστού του προϊόντος της εξόρυξης ίσου με 7 % της ποσότητας των εξορυσσόμενων στην ξηρά υγρών και αέριων υδρογονανθράκων και 7 % ( 5 ) της ποσότητας των εξορυσσόμενων στη θάλασσα αέριων υδρογονανθράκων και 4 % της ποσότητας των εξορυσσόμενων στη θάλασσα υγρών υδρογονανθράκων. […] 5. Οι ονομαστικές αξίες του μεριδίου που αντιστοιχεί σε κάθε παραχώρηση άδειας παραγωγής καθορίζονται, για κάθε παραχωρησιούχο, ως σταθμισμένος μέσος όρος των τιμών πωλήσεως που τιμολόγησε ο εν λόγω παραχωρησιούχος κατά το έτος αναφοράς. 5-bis Για τις παραγωγές από 1ης Ιανουαρίου 2002, οι ονομαστικές αξίες του ποσοστού παραγωγής καθορίζονται: […]
|
2. Πράξη νομοθετικού περιεχομένου 7 της 31ης Ιανουαρίου 2007, μετατραπείσα στον νόμο 40 της 2ας Απριλίου 2007
7. |
Το άρθρο 11, παράγραφος 1, της εν λόγω πράξεως νομοθετικού περιεχομένου ( 6 ) προέβλεπε την πώληση, από παραχωρησιούχους αδειών παραγωγής, των οφειλομένων στο Δημόσιο μεριδίων του προϊόντος, στη ρυθμιζόμενη αγορά δυναμικότητας, σύμφωνα με όρους καθοριζόμενους με απόφαση του Υπουργού Οικονομικής Αναπτύξεως, κατόπιν διαβουλεύσεως με την Autorità di Regolazione per l’Energia, Reti e Ambiente (εποπτική αρχή ενέργειας, δικτύων και περιβάλλοντος, Ιταλία· στο εξής: εποπτική αρχή). |
8. |
Σε εκτέλεση του κανόνα αυτού θεσπίστηκε η υπουργική απόφαση της 6ης Αυγούστου 2010 ( 7 ) η οποία, καθόσον ενδιαφέρει εν προκειμένω, προέβλεψε ότι «οι διαδικασίες πωλήσεως των μεριδίων διεξάγονται μέσω δημοπρασίας» (άρθρο 4, παράγραφος 1)· «δεν γίνονται δεκτές προσφορές αγοράς κατώτερες του δείκτη QE […]» (άρθρο 4, παράγραφος 3)· και «σε περίπτωση μη πωλήσεως, η προσφερθείσα παρτίδα αερίου παραμένει στη διάθεση του παραχωρησιούχου, ο οποίος υποχρεούται να καταβάλει στο Δημόσιο το αντίστοιχο ποσό το οποίο αποτιμάται βάσει του μνημονευόμενου στην παράγραφο 3 δείκτη QE» (άρθρο 4, παράγραφος 4). |
3. Πράξη νομοθετικού περιεχομένου 1/2012 της 24ης Ιανουαρίου, μετατραπείσα, με τροποποιήσεις, στον νόμο 27 της 24ης Μαρτίου 2012
9. |
Το άρθρο 13 της πράξεως νομοθετικού περιεχομένου 1/2012 ( 8 ) («Μέτρα για τη μείωση της τιμής του φυσικού αερίου υπέρ των ευάλωτων πελατών») ορίζει τα εξής: «Από το πρώτο τρίμηνο που έπεται της ενάρξεως ισχύος της παρούσας πράξεως, η [εποπτική] αρχή ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου, προκειμένου να προσαρμόσει στις ευρωπαϊκές τιμές τις τιμές αναφοράς του φυσικού αερίου για τους ευάλωτους πελάτες του άρθρου 22 του νομοθετικού διατάγματος 164 της 23ης Μαΐου 2000, όπως τροποποιήθηκε, εισάγει σταδιακά, κατά τον καθορισμό των μεταβλητών πληρωμών για την κάλυψη του κόστους προμήθειας φυσικού αερίου, μεταξύ των παραμέτρων βάσει των οποίων πραγματοποιείται η αναπροσαρμογή, την παραπομπή, σε ένα σταδιακώς αυξανόμενο μέτρο, στις τιμές του φυσικού αερίου που καταγράφονται στην αγορά. Εν αναμονή του κατά το άρθρο 30, παράγραφος 1, του νόμου 99 της 23ης Ιουλίου 2009 ανοίγματος της αγοράς φυσικού αερίου, οι αγορές αναφοράς που λαμβάνονται υπόψη είναι οι ευρωπαϊκές αγορές που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 6, του νομοθετικού διατάγματος 130, της 13ης Αυγούστου 2010.» |
4. Μεταγενέστερες διατάξεις
10. |
Με την απόφαση 196/2013/R/gas ( 9 ), η εποπτική αρχή εγκατέλειψε οριστικά, από 1ης Οκτωβρίου 2013, τον δείκτη QE ως παράμετρο καθορισμού του κόστους του φυσικού αερίου σε σχέση με τους όρους προμήθειας υπέρ των ευάλωτων καταναλωτών στην προστατευόμενη αγορά. |
11. |
Η συνιστώσα για την κάλυψη του κόστους προμήθειας του φυσικού αερίου στις αγορές χονδρικής είναι πλέον ο δείκτης Cmem, ο οποίος καθορίζεται αποκλειστικώς σε σχέση με τη βραχυπρόθεσμη αγορά φυσικού αερίου, σύμφωνα με το σημείο 1, στοιχείο c, του διατακτικού της προαναφερθείσας αποφάσεως. |
12. |
O δείκτης Cmem αποτελεί το άθροισμα διάφορων στοιχείων, περιλαμβανομένου του δείκτη Pfor. |
13. |
Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 2, στοιχείο d, του «Ενοποιημένου κειμένου περί δραστηριοτήτων λιανικής πωλήσεως φυσικού αερίου και λοιπών αερίων διανεμόμενων μέσω αστικών δικτύων» (TIVG), όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με την απόφαση 196/2013/R/gas, ο δείκτης Pfor «εκφραζόμενος σε ευρώ/Gj, για την κάλυψη του κόστους προμήθειας του φυσικού αερίου, ισούται με τον αριθμητικό μέσο όρο των εξωχρηματιστηριακών τριμηνιαίων (προθεσμιακών) τιμών για το τρίμηνο Χ του φυσικού αερίου, στον κόμβο διαπραγματεύσεως TTF ( 10 ), τις οποίες καταγράφει η Platts ( 11 ) διά παραπομπής στον δεύτερο ημερολογιακό μήνα που προηγείται του τριμήνου Χ». |
II. Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα
14. |
Η Eni SpA (στο εξής: Eni) και η Shell Italia E&P Spa (στο εξής: Shell) είναι δύο εταιρίες δικαιούχοι παραχωρήσεων για την εξόρυξη φυσικού αερίου στην Ιταλία ( 12 ), οι οποίες δραστηριοποιούνται επίσης στη χονδρική και λιανική αγορά διανομής και πωλήσεως αερίου στο εν λόγω κράτος μέλος. |
15. |
Αμφότερες οι εταιρίες στρέφονται κατά των ιταλικών αρχών ( 13 ), αμφισβητώντας το ποσό των δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως που, σε σχέση με το 2015, οφείλουν να καταβάλουν στο Δημόσιο ως αντίτιμο για τις οικείες παραχωρήσεις. Συγκεκριμένα, ζητούν να ακυρωθεί η από 24 Μαρτίου 2016 απόφαση της Direzione generale per la sicurezza dell’approvvigionamento e le infrastrutture energetiche (γενικής διευθύνσεως για την ασφάλεια του εφοδιασμού και τις ενεργειακές υποδομές), η οποία είχε ως αντικείμενο το «νομοθετικό διάταγμα 625/1996 – άρθρο 19, παράγραφος 5-bis. Δείκτης QE [ενεργειακό μερίδιο] 2015 – ενεργειακό μερίδιο, κόστος πρώτης ύλης του φυσικού αερίου κατά το 2015» ( 14 ), καθώς και οι κανόνες και αποφάσεις επί των οποίων εδράζεται. |
16. |
Κατά τις προσφεύγουσες, η διατήρηση, κατά το 2015, του δείκτη QE ως παραμέτρου για τον υπολογισμό των δικαιωμάτων είναι παράνομη. Κατά την κρίση τους, ο υπολογισμός αυτός πρέπει να πραγματοποιηθεί βάσει του δείκτη Pfor (ο οποίος συνδέεται με την τιμή του φυσικού αερίου στη βραχυπρόθεσμη αγορά) και όχι βάσει του δείκτη QE (ο οποίος αφορά τις πιο μακροπρόθεσμες τιμές του πετρελαίου και λοιπών καυσίμων). |
17. |
Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, πράγματι, ο δείκτης QE έχει εγκαταλειφθεί οριστικά όσον αφορά τη ρύθμιση των τιμών στην προστατευόμενη αγορά και, ως εκ τούτου, δεν θα έπρεπε να εφαρμόζεται ούτε για τον υπολογισμό των δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως. Τάσσονται, συνεπώς, υπέρ της χρήσεως του νέου δείκτη Pfor, ο οποίος εισήχθη από την εποπτική αρχή ακριβώς ώστε να αντικατοπτρίζεται η αγοραία τιμή του αερίου. |
18. |
Το αιτούν δικαστήριο εξηγεί ότι, με τον ισχύοντα μηχανισμό υπολογισμού, τα μερίδια του προϊόντος που δικαιούται το Δημόσιο προσφέρονται, αρχικώς, στη ρυθμιζόμενη αγορά δυναμικότητας και φυσικού αερίου σε τιμή που αντιστοιχεί στον δείκτη QE. Όταν, όπως συμβαίνει στη μεγάλη πλειονότητα των περιπτώσεων, τα μερίδια αυτά παραμένουν αδιάθετα, η παραχωρησιούχος επιχείρηση διατηρεί την εν λόγω ποσότητα φυσικού αερίου, υποχρεούται, όμως, να καταβάλει στο Δημόσιο το αποτιμώμενο βάσει του δείκτη QE αντίστοιχο ποσό, το οποίο είναι υψηλότερο από την αγοραία τιμή. Εξ αυτού το αιτούν δικαστήριο συνάγει ότι οι παραχωρησιούχοι υποχρεούνται να αγοράζουν τα μερίδια φυσικού αερίου σε τιμή αισθητά υψηλότερη από την τιμή της αγοράς, με αποτέλεσμα να υφίστανται ζημία σε σχέση με τους άλλους φορείς του τομέα, τους ανταγωνιστές τους, οι οποίοι δεν υπέχουν τέτοια υποχρέωση. |
19. |
Με την απόφαση 290/2018 της 18ης Ιανουαρίου, το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας, Ιταλία) αναθεώρησε διάφορες αποφάσεις του αιτούντος δικαστηρίου, οι οποίες είχαν εκδοθεί τον Ιούνιο του 2016, επιβεβαιώνοντας τη νομιμότητα των αποφάσεων των ιταλικών αρχών με τις οποίες εφαρμοζόταν ο δείκτης QE. |
20. |
Ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο εξακολουθεί να εκτιμά ότι ενδέχεται να υφίσταται δυσμενής διάκριση εις βάρος των παραχωρησιούχων αδειών παραγωγής φυσικού αερίου και διερωτάται μήπως η ερμηνεία της εθνικής ρυθμίσεως η οποία βρίσκει έρεισμα στην απόφαση του Consiglio di Stato (Συμβουλίου της Επικρατείας) της 18ης Ιανουαρίου 2018 αντίκειται στις αρχές της οδηγίας 94/22. |
21. |
Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunale amministrativo regionale per la Lombardia (περιφερειακό διοικητικό δικαστήριο Λομβαρδίας, Ιταλία) υποβάλλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα: «Αντιβαίνει στις διατάξεις του άρθρου 6, παράγραφος 1, και στην αιτιολογική σκέψη 6 της [οδηγίας 94/22] εθνική ρύθμιση, και συγκεκριμένα το άρθρο 19, παράγραφος 5-bis, του νομοθετικού διατάγματος 625/1996, η οποία, λόγω της ερμηνείας του Consiglio di Stato στην απόφαση 290/2018, επιτρέπει την επιβολή, για την καταβολή των δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως (royalties), της παραμέτρου QE, η οποία βασίζεται στις τιμές του πετρελαίου και άλλων καυσίμων, αντί του δείκτη Pfor, ο οποίος συνδέεται με την τιμή του φυσικού αερίου στη βραχυπρόθεσμη αγορά;» |
22. |
Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η Eni, η Shell, η Assomineraria, ο Comune di Viggiano (Δήμος Viggiano, Ιταλία), η Ιταλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 4ης Απριλίου 2019 παρέστησαν όλοι οι ανωτέρω, πλην του Δήμου Viggiano. |
III. Απάντηση επί του προδικαστικού ερωτήματος
23. |
Οι παρεμβαίνοντες στην παρούσα προδικαστική διαδικασία διαφωνούν ως προς την απάντηση που πρέπει να δοθεί στο αιτούν δικαστήριο.
|
24. |
Προκειμένου να επιλυθεί η διαφορά αυτή είναι, κατά την άποψή μου, αναγκαίο να εξεταστεί καταρχάς η μέθοδος υπολογισμού των δικαιωμάτων για εκμεταλλεύσεις φυσικού αερίου που εφαρμόζεται στην Ιταλία. |
Α. Υπολογισμός των δικαιωμάτων για εκμεταλλεύσεις φυσικού αερίου στην Ιταλία
25. |
Αρχής γενομένης από τον νόμο 6/1957 ( 15 ), η Ιταλία υποχρέωνε τις εξορυκτικές επιχειρήσεις να καταβάλλουν δικαιώματα για τις εντός της επικράτειάς της εκμεταλλεύσεις φυσικού αερίου. Αρχικώς, τα εν λόγω δικαιώματα μπορούσαν να καταβάλλονται σε είδος (μερίδιο του εξορυσσόμενου αερίου) ή σε χρήμα. Το τελικό ποσό ήταν ίδιο σε αμφότερες τις περιπτώσεις καθόσον το καταβλητέο σε χρήμα ποσό καθοριζόταν βάσει της μέσης τιμής πωλήσεως του αερίου, όπως είχε τιμολογηθεί από την παραχωρησιούχο επιχείρηση κατά τη διάρκεια συγκεκριμένου έτους. |
26. |
Μετά την ενσωμάτωση της οδηγίας 94/22 στο ιταλικό δίκαιο, μέσω του νομοθετικού διατάγματος 625/96, η κατάσταση παρέμεινε αμετάβλητη. Οι παραχωρησιούχες επιχειρήσεις εξακολουθούσαν να καταβάλλουν δικαιώματα εκμεταλλεύσεως σε είδος (ίσα προς ορισμένο μερίδιο του εξορυσσόμενου αερίου) ή σε χρήμα (ίσα προς την αγοραία αξία της εν λόγω ποσότητας αερίου). |
27. |
Με τη μεταρρύθμιση του άρθρου 19 του νομοθετικού διατάγματος 625/96, δυνάμει του νόμου 239 της 23ης Απριλίου 2004, το καθεστώς των δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως υπέστη μεταβολή. |
28. |
Πράγματι, σύμφωνα με τη νέα διατύπωση του άρθρου 19 του νομοθετικού διατάγματος 625/96, η καταβολή των δικαιωμάτων αποκλειστικώς σε χρήμα κατέστη υποχρεωτική από 1ης Ιανουαρίου 2002. Από 1ης Ιανουαρίου 2003, το δικαίωμα αυτό συνίστατο σε μερίδιο του εξορυσσόμενου προϊόντος ( 16 ), στο οποίο εφαρμοζόταν η τιμή του αερίου σύμφωνα με τον δείκτη QE. Ο δείκτης αυτός οριζόταν ως το ενεργειακό μερίδιο του κόστους της πρώτης ύλης του φυσικού αερίου, εκφραζόμενο σε ευρώ ανά MJ (megajoule) και καθοριστέο από την εποπτική αρχή σύμφωνα με τις παραμέτρους της αποφάσεώς της 52/99. |
29. |
Σύμφωνα με τις πληροφορίες που παρέσχον οι μετέχοντες στη διαδικασία, η εποπτική αρχή υπολόγιζε ανά δύο μήνες τον δείκτη QE με παραπομπή σε ένα σύνολο ενεργειακών προϊόντων ( 17 ), ιδίως, σε συνάρτηση με τις μέσες τιμές του πετρελαίου και λοιπών καυσίμων, όπως αυτές προέκυπταν από τις πολυετείς συμβάσεις πωλήσεως χονδρικής. Ο δείκτης QE αντικατόπτριζε, στα οικεία χρονικά διαστήματα, την πραγματική αξία αγοράς του φυσικού αερίου, όπως δέχονται οι μετέχοντες αυτοί ( 18 ). |
30. |
Αργότερα, κατόπιν μεταρρυθμίσεως εισαχθείσας το 2007, η οποία αποτυπώθηκε σε απόφαση του Υπουργείου Οικονομικής Αναπτύξεως της 6ης Αυγούστου 2010, επετράπη στις παραχωρησιούχες επιχειρήσεις να πωλούν στη «ρυθμιζόμενη αγορά δυναμικότητας και φυσικού αερίου» (PSV) ( 19 ), μέσω δημοπρασίας, τα μερίδια του φυσικού αερίου που οφείλονται στο Δημόσιο, αποδίδοντας σε αυτό, υπό μορφή δικαιώματος, τα αντίστοιχα ποσά. Ο εικονικός αυτός κόμβος διαπραγματεύσεως PSV αποτελεί τη χονδρική αγορά στην οποία πραγματοποιείται το σύνολο των συναλλαγών φυσικού αερίου στην Ιταλία. |
31. |
Ωστόσο, η ρύθμιση προέβλεπε ότι οι προσφορές σε τιμές κατώτερες του δείκτη QE έπρεπε να απορρίπτονται. Στην περίπτωση αυτή, οι προσφερόμενες παρτίδες αερίου θα παρέμεναν στη διάθεση της παραχωρησιούχου επιχειρήσεως, η οποία θα όφειλε να καταβάλει στο Δημόσιο το αντιστοιχούν στις παρτίδες αυτές δικαίωμα εκμεταλλεύσεως, υπολογιζόμενο σε ποσό ίσο προς τον δείκτη QE. |
32. |
Εξ όσων φαίνεται, ο δείκτης QE έπαυσε σταδιακώς να ευθυγραμμίζεται με την τιμή του φυσικού αερίου στις αγορές, με αποτέλεσμα οι παραχωρησιούχοι αδειών εκμεταλλεύσεων φυσικού αερίου στην Ιταλία επιχειρήσεις να μη μπορούν να πωλούν τα μερίδια αερίου στη ρυθμιζόμενη αγορά. |
33. |
Η αναντιστοιχία μεταξύ του δείκτη QE και της αγοραίας τιμής του φυσικού αερίου επιβεβαιώθηκε όταν η εποπτική αρχή εξέδωσε την απόφαση 196/2013/R/gas, με την οποία εγκατελείφθη οριστικώς, από 1ης Οκτωβρίου 2013, ο δείκτης QE ως παράμετρος καθορισμού του κόστους του φυσικού αερίου όσον αφορά τους όρους προμήθειας υπέρ των πελατών της προστατευόμενης αγοράς ( 20 ). |
34. |
Με την απόφαση 196/2013/R/gas επελέγη, όσον αφορά τον καθορισμό του κόστους του αερίου, ο δείκτης Pfor, ο οποίος αντικατοπτρίζει τις τριμηνιαίες τιμές του φυσικού αερίου στο ολλανδικό χρηματιστήριο φυσικού αερίου (κόμβο διαπραγματεύσεως TTF), τις οποίες καταγράφει η Platts. |
35. |
Ωστόσο, οι ιταλικές αρχές συνέχισαν να χρησιμοποιούν τον δείκτη QE κατά τον καθορισμό της τιμής του φυσικού αερίου για τους σκοπούς των δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως. Καθ’ ο μέρος οι παραχωρησιούχες επιχειρήσεις δεν επέτυχαν, το 2015, να πωλήσουν τα αντιστοιχούντα στα δικαιώματα αυτά μερίδια αερίου στις δημοπρασίες της αγοράς PSV, υποστηρίζουν ότι όφειλαν, εξ αυτού, να καταβάλουν στο Δημόσιο ποσά υψηλότερα από αυτά που θα οφείλονταν εάν είχε εφαρμοστεί η βραχυπρόθεσμη αγοραία τιμή αερίου (ήτοι, η προκύπτουσα από τον δείκτη Pfor). |
36. |
Από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι:
|
37. |
Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι, το 2015, ο δείκτης QE κατέγραψε υψηλότερες τιμές από αυτές του δείκτη Pfor. Οι παραχωρησιούχοι αδειών εκμεταλλεύσεως αερίου κατέβαλαν, συνεπώς, υψηλότερα δικαιώματα ( 24 ) από αυτά που θα προέκυπταν εάν στις αντίστοιχες παρτίδες φυσικού αερίου είχε εφαρμοστεί η αγοραία αξία. |
Β. Ερμηνεία της οδηγίας 94/22
38. |
Η οδηγία 94/22 προβαίνει σε μη εξαντλητική εναρμόνιση των δραστηριοτήτων αναζητήσεως, εξερευνήσεως και παραγωγής υδρογονανθράκων στην Ένωση ( 25 ). |
39. |
Η ελάχιστη αυτή εναρμόνιση έχει ως προκείμενη την κυριαρχία των κρατών μελών επί των ευρισκόμενων στην επικράτειά τους υδρογονανθράκων ( 26 ), οι οποίοι αποτελούν φυσικούς πόρους στη διάθεσή τους. Η οδηγία 94/22 θεσπίζει απλώς μια διαδικασία για την πρόσβαση στις δραστηριότητες αυτές και την άσκησή τους με σκοπό να ευνοηθεί η αύξηση της ανταγωνιστικότητας στον τομέα αυτό, να προαχθεί η καλύτερη αναζήτηση, εξερεύνηση και παραγωγή των πόρων αυτών και να ενισχυθεί η ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς ενέργειας ( 27 ). |
40. |
Συγκεκριμένα, η οδηγία προβλέπει ότι οι διαδικασίες για την χορήγηση των αντίστοιχων αδειών πρέπει να είναι ανοικτές σε όλους τους φορείς της Ένωσης που διαθέτουν τις αναγκαίες δυνατότητες, επί τη βάσει «αντικειμενικών κριτηρίων», σύμφωνα με όρους εκ των προτέρων γνωστούς σε όλους τους μετέχοντες στις διαδικασίες αυτές φορείς ( 28 ). |
41. |
Η οδηγία 94/22 επιτρέπει στα κράτη μέλη να υποβάλλουν την πρόσβαση στις δραστηριότητες αυτές και την άσκησή τους σε «περιορισμούς που δικαιολογούνται από λόγους δημοσίου συμφέροντος», καθώς και στην καταβολή σχετικής εισφοράς (δικαιώματος εκμεταλλεύσεως) ( 29 ). |
42. |
Η αιτιολογική σκέψη 8 και το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 94/22 καταλείπουν στα κράτη μέλη ελευθερία όσον αφορά την επιλογή δικαιώματος εκμεταλλεύσεως συνιστάμενου σε χρηματική εισφορά (καταβολή σε χρήμα) ή σε υδρογονάνθρακες (καταβολή σε είδος). Κατά συνέπεια, εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη, η οποία προέκρινε την καταβολή του δικαιώματος εκμεταλλεύσεως υπό μορφή χρηματικής εισφοράς, συνάδει με την οδηγία 94/22. |
43. |
Το κρίσιμο εν προκειμένω ερώτημα είναι εάν η οδηγία 94/22 περιλαμβάνει όρους σχετικά με το ύψος των δικαιωμάτων και τη διαδικασία υπολογισμού τους. Επισημαίνω εξαρχής ότι, κατά την άποψή μου, η οδηγία αυτή καταλείπει στα κράτη μέλη ιδιαιτέρως ευρύ περιθώριο χειρισμού όσον αφορά τον καθορισμό της μεθόδου υπολογισμού των δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως. |
44. |
Είναι, ωστόσο, αληθές ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να ασκούν τη δυνατότητά τους καθορισμού των δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως κατά τρόπο που να μην εισάγει διακρίσεις (αιτιολογική σκέψη 8 της οδηγίας 94/22), έτσι ώστε οι επιχειρήσεις να αντιμετωπίζονται ισότιμα όσον αφορά την πρόσβαση στις δραστηριότητες αναζητήσεως, εξερευνήσεως και εκμεταλλεύσεως υδρογονανθράκων και την άσκηση των δραστηριοτήτων αυτών (άρθρο 2, παράγραφος 2) ( 30 ). |
45. |
Εξάλλου, η οδηγία δεν επιβάλλει περιορισμούς στα κράτη μέλη ούτε σε σχέση με τη μέθοδο καθορισμού των δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως ούτε σε σχέση με το ύψος τους. Οι παραχωρησιούχες αδειών εκμεταλλεύσεως αερίου επιχειρήσεις που υπέβαλαν παρατηρήσεις (Eni, Shell και η ένωση Assomineraria) αναγνωρίζουν ότι ένα κράτος θα μπορούσε, όπως έπραξε η Ιταλία το 1999, να αυξήσει το δικαίωμα εκμεταλλεύσεως από 7 σε 10 % των εξορυσσόμενων ποσοτήτων φυσικού αερίου. |
46. |
Ωστόσο, οι ίδιες επιχειρήσεις προβάλλουν ότι το δικαίωμα εκμεταλλεύσεως πρέπει να υπολογίζεται βάσει μεθόδου που θα αντικατοπτρίζει την τιμή πωλήσεως του αερίου στην αγορά, πράγμα που δεν συμβαίνει με τον δείκτη QE επί του παρόντος. Προσθέτουν ότι η εφαρμογή του εν λόγω δείκτη τούς επιφέρει βλάβη (δυσμενή διάκριση) διότι τις υποχρεώνει να αγοράζουν το αντιστοιχούν στο δικαίωμα εκμεταλλεύσεως μερίδιο φυσικού αερίου σε τιμή υψηλότερη από την αγοραία τιμή (η οποία συνδέεται πλέον με τον δείκτη Pfor). |
47. |
Δεν συμμερίζομαι την άποψη αυτή, φρονώ δε αντιθέτως ότι η εφαρμογή του δείκτη QE δεν επάγεται δυσμενή διάκριση εις βάρος των παραχωρησιούχων αδειών εκμεταλλεύσεων αερίου επιχειρήσεων, αντίθετη προς την οδηγία 94/22. Η απαγορευόμενη από τον εν λόγω κανόνα δυσμενής διάκριση είναι αυτή που ένα κράτος μέλος θα μπορούσε να πραγματοποιήσει μεταξύ παραχωρησιούχων επιχειρήσεων (παραδείγματος χάριν, για λόγους ιθαγένειας, τόπου εγκαταστάσεως ( 31 ) ή προελεύσεως του εταιρικού κεφαλαίου, μεταξύ άλλων) όσον αφορά τον καθορισμό των δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως. Κάτι τέτοιο θα συνέβαινε εάν οι επιχειρήσεις με εταιρικό κεφάλαιο προερχόμενο από άλλα κράτη μέλη όφειλαν να καταβάλλουν υψηλότερα δικαιώματα εκμεταλλεύσεως από ό,τι οι επιχειρήσεις ιταλικού κεφαλαίου. |
48. |
Η προσέγγιση των Eni και Shell επικεντρώνεται στη διάκριση που, κατά την άποψή τους, υφίσταται μεταξύ των παραχωρησιούχων επιχειρήσεων και εκείνων που δραστηριοποιούνται στην αγορά διανομής και εμπορίας φυσικού αερίου χωρίς να εκμεταλλεύονται κάποιο κοίτασμα. Η προσέγγιση αυτή υπογραμμίζει ότι:
|
49. |
Ωστόσο, η οδηγία 94/22 απαγορεύει απλώς τις διακρίσεις μεταξύ παραχωρησιούχων (ορθότερα, κατόχων αδειών εκμεταλλεύσεων αερίου) επιχειρήσεων, δεν απαγορεύει, όμως, τη διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των επιχειρήσεων αυτών και όσων δραστηριοποιούνται απλώς ως μεσάζοντες και έμποροι φυσικού αερίου στη ρυθμιζόμενη χονδρική αγορά PSV ή στη λιανική αγορά για προστατευόμενους πελάτες. |
50. |
Υπό το πρίσμα της καταβολής των δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως, οι παραχωρησιούχοι αδειών εκμεταλλεύσεως και οι εταιρίες διανομής και εμπορίας φυσικού αερίου στις ιταλικές αγορές δεν τελούν υπό συγκρίσιμες συνθήκες ( 33 ), καθόσον οι δεύτερες, επαναλαμβάνω, δεν υποχρεούνται να καταβάλουν κανενός είδους τέλος εξορύξεως στο Ιταλικό Δημόσιο. Για τον λόγο αυτό φρονώ ότι δεν υφίσταται η προβαλλόμενη διάκριση. |
51. |
Η διάκριση αυτή, την οποία προβάλλουν οι παραχωρησιούχες επιχειρήσεις, εις βάρος αυτών και προς όφελος των επιχειρήσεων που εμπορεύονται απλώς το φυσικό αέριο στην Ιταλία, είναι δυνατή μόνον όταν η αγοραία τιμή του αερίου είναι χαμηλή. Εάν η εν λόγω τιμή αυξηθεί σε σύγκριση με αυτήν του πετρελαίου και των λοιπών χρησιμοποιούμενων για τους σκοπούς του δείκτη QE υδρογονανθράκων, η κατάσταση αντιστρέφεται: οι δημοπρασίες δεν καθίστανται άγονες και οι παραχωρησιούχες επιχειρήσεις πωλούν το φυσικό αέριο σε τιμή υψηλότερη εκείνης που προκύπτει από την εφαρμογή του δείκτη QE. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέσχε η Ιταλική κυβέρνηση, τα οποία δεν αμφισβητήθηκαν από τις παραχωρησιούχους, τούτο συνέβη το 2016 και το 2017, οικονομικά έτη κατά τα οποία οι παραχωρησιούχοι επώλησαν το φυσικό αέριο στις δημοπρασίες σε τιμή υψηλότερη εκείνης που προκύπτει από την εφαρμογή του δείκτη QE (32 % το 2016 και 36,7 % το 2017) και του δείκτη Pfor (46,3 % το 2016 και 52,1 % το 2017). Στις περιπτώσεις αυτές, οι παραχωρησιούχες επιχειρήσεις δεν υποχρεώθηκαν να επαναγοράσουν το εξορυχθέν φυσικό αέριο σε τιμή υψηλότερη της προκύπτουσας από την εφαρμογή του δείκτη QE. |
52. |
Η οδηγία 94/22 θέτει άλλα όρια, όχι ιδιαιτέρως σαφή, προκειμένου να περιστείλει το αναγνωριζόμενο στα κράτη μέλη ευρύ περιθώριο επιλογής του ύψους και της μεθόδου υπολογισμού του είδους αυτού εισφορών. Συγκεκριμένα:
|
53. |
Ούτε όμως το αιτούν δικαστήριο ούτε οι υπόχρεες προς καταβολή των δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως επιχειρήσεις υποστήριξαν ότι η ιταλική νομοθεσία βαίνει πέραν των ορίων αυτών. |
54. |
Οι ίδιες επιχειρήσεις υποστηρίζουν, ωστόσο, ότι είναι ανακόλουθη, όσον αφορά τον υπολογισμό των δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως, η χρήση του δείκτη QE, καθόσον δεν λαμβάνεται υπόψη η αγοραία τιμή του φυσικού αερίου αλλά η τιμή των μακροπρόθεσμων συμβάσεων αγοράς πετρελαίου και λοιπών υδρογονανθράκων. Κατά τις επιχειρήσεις αυτές, η οδηγία 94/22 απαγορεύει τη δυνατότητα αυτή, επιβάλλει δε την εφαρμογή δείκτη συνδεόμενου με την αγοραία τιμή του φυσικού αερίου (όπως ο δείκτης Pfor, ο οποίος, από το 2013, χρησιμοποιείται στην ιταλική αγορά για τους προστατευόμενους πελάτες). |
55. |
Η Eni προβάλλει, υπό την έννοια αυτή, ότι η χρήση του δείκτη QE θα μπορούσε να οδηγήσει στο παράλογο αποτέλεσμα το ποσό του δικαιώματος εκμεταλλεύσεως να είναι υψηλότερο της τιμής του εξορυσσόμενου από την παραχωρησιούχο επιχείρηση φυσικού αερίου αν η αγοραία τιμή του πετρελαίου και λοιπών υδρογονανθράκων αυξηθεί σημαντικά σε σχέση με την αγοραία τιμή του αερίου. |
56. |
Το επιχείρημα αυτό, το οποίο φαίνεται να έπεισε το αιτούν δικαστήριο, στηρίζεται σε μια υποθετική περίπτωση (την ασύμμετρη αύξηση του ενός δείκτη σε σχέση με τον άλλο) που απέχει από τα πραγματικά περιστατικά που έλαβαν χώρα το 2015 και τα οποία αφορά η επίμαχη εν προκειμένω απόφαση της εποπτικής αρχής. Όπως εξέθεσα, η διαφορά μεταξύ του δείκτη QE και του δείκτη Pfor κατά τη διάρκεια του οικονομικού εκείνου έτους δεν ήταν σημαντική ( 34 ) και, ως εκ τούτου, το ποσό των δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως δεν αυξήθηκε σε τέτοιο βαθμό ώστε να τεθεί σε κίνδυνο η βιωσιμότητα των εκμεταλλεύσεων αερίου των παραχωρησιούχων επιχειρήσεων. Επιπλέον, όπως προεκτέθηκε, η κατάσταση αντιστράφηκε κατά τα έτη 2016 και 2017, καθόσον η αγοραία τιμή του φυσικού αερίου υπερέβη εκείνη που θα προέκυπτε από την εφαρμογή των δεικτών QE και Pfor. |
57. |
Εν πάση περιπτώσει, είναι πιθανό, κατά την επιλογή του ενός ή του άλλου δείκτη, να υπεισέλθουν παράγοντες διακριτικής ευχέρειας ή πολιτικής σκοπιμότητας, αναλόγως του εάν επιδιώκεται ο καθορισμός των δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως υπό όρους περισσότερο ή λιγότερο επαχθείς για τις παραχωρησιούχες επιχειρήσεις (και, αντιστοίχως, περισσότερο ή λιγότερο ευνοϊκούς για το Δημόσιο Ταμείο). |
58. |
Πράγματι, είναι ενδεχομένως εύλογη η χρήση ενός δείκτη που αντικατοπτρίζει τη βραχυπρόθεσμη αγοραία τιμή του αερίου (δείκτης Pfor). Δεν είναι, ωστόσο, παράλογο να χρησιμοποιείται άλλος δείκτης εξαρτώμενος από τη μεσοπρόθεσμη ή μακροπρόθεσμη τιμή του πετρελαίου και λοιπών υδρογονανθράκων, όπως ο δείκτης QE. Πράγματι, η επιλογή ενός δείκτη με μικρότερη διακύμανση μπορεί να αποτελεί παράγοντα τον οποίον θεμιτώς λαμβάνει υπόψη του ο νομοθέτης προκειμένου να προσδώσει μεγαλύτερη σταθερότητα και προβλεψιμότητα στα προερχόμενα από την εξόρυξη υδρογονανθράκων δημόσια έσοδα. |
59. |
Εν τέλει, ουδόλως αμφισβητείται ότι το Ιταλικό Δημόσιο θα μπορούσε, επίσης θεμιτώς, να αυξήσει το ύψος των δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως, διευρύνοντας το υποκείμενο στην καταβολή αυτού του είδους εισφορών μερίδιο φυσικού αερίου (παραδείγματος χάριν δικαίωμα εκμεταλλεύσεως επί του 15 % αντί του 10 % του εξορυσσόμενου αερίου), πράγμα που θα οδηγούσε σε παρόμοιο αποτέλεσμα. |
60. |
Κρίσιμο, για τους σκοπούς του προδικαστικού ερωτήματος, είναι το ότι η χρήση δείκτη όπως ο QE δεν αντιβαίνει σε κανένα από τα προαναφερθέντα όρια του άρθρου 6 της οδηγίας 94/22. Τούτο συμβαίνει, κατά την κρίση μου, διότι:
|
61. |
Σε κάθε περίπτωση, εναπόκειται στα εθνικά δικαστήρια, τα οποία διαθέτουν όλα τα στοιχεία του πραγματικού, να εκτιμήσουν εάν η χρήση δείκτη όπως ο QE, ο οποίος δεν συνδέεται με την αγοραία τιμή του αερίου, για τον υπολογισμό των δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως που οφείλονται για τις παραχωρήσεις αδειών εκμεταλλεύσεων αερίου προκάλεσε, σε συγκεκριμένο έτος, αποτελέσματα ασύμβατα με τα όρια που το άρθρο 6 της οδηγίας 94/22 θέτει όσον αφορά τον υπολογισμό των εν λόγω δικαιωμάτων. |
62. |
Καίτοι το αιτούν δικαστήριο δεν εγείρει, με τη διάταξή του περί παραπομπής, το ζήτημα αυτό, προσθέτω ότι εναπόκειται επίσης στα εθνικά δικαστήρια να διαπιστώσουν, κατόπιν σφαιρικής εκτιμήσεως όλων των κρίσιμων πραγματικών και νομικών περιστάσεων, εάν η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική νομοθεσία πληροί τις απορρέουσες από την αρχή της αναλογικότητας απαιτήσεις ( 35 ), το δε Δικαστήριο οφείλει να τους παράσχει τα στοιχεία ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης που θα τους επιτρέψουν να εκφέρουν κρίση ( 36 ). |
63. |
Το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας) έχει ήδη προβεί στην κατά περίπτωση αυτή εκτίμηση με την απόφαση 290/2018, στην οποία αναφέρεται το αιτούν δικαστήριο. Προκειμένου το αιτούν δικαστήριο να αποκλίνει από τη θέση που διατύπωσε η ανώτατη βαθμίδα της ιταλικής διοικητικής δικαιοσύνης, η οποία έχει τον τελευταίο λόγο επί της εφαρμογής του εσωτερικού δικαίου, θα πρέπει, κατά την άποψή μου, να έχει ισχυρότατους λόγους ικανούς να ανατρέψουν άνευ πάσης αμφιβολίας την εν λόγω εκτίμηση. |
64. |
Μετά την παράθεση των επιφυλάξεων αυτών, φρονώ ότι υφίστανται δύο τουλάχιστον πρόσθετοι παράγοντες που κατατείνουν υπέρ της συμβατότητας με το δίκαιο της Ένωσης της υιοθετηθείσας από τις ιταλικές αρχές μεθόδου καθορισμού των δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως. |
65. |
Ο πρώτος είναι ότι τόσο το άρθρο 6, παράγραφος 1, όσο και η αιτιολογική σκέψη 8 της οδηγίας 94/22 επιτρέπουν στα κράτη μέλη να επιλέγουν μεταξύ εισφοράς σε είδος ή σε χρήμα. Επομένως, τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν μεταξύ δύο μη αλληλοσυνδεόμενων εναλλακτικών λύσεων. Από την οδηγία δεν προκύπτει, συνεπώς, ότι το τέλος εκμεταλλεύσεως, είτε σε είδος, είτε ως εισφορά, οφείλει να συμπίπτει ή να συνδέεται με την αγοραία αξία του μεριδίου του εξορυσσόμενου αερίου. |
66. |
Ο δεύτερος είναι ότι ένα κράτος μέλος δεν παραβιάζει κατ’ ανάγκην την αρχή της αναλογικότητας όταν καθορίζει το χρηματικό ύψος του δικαιώματος εκμεταλλεύσεως βάσει ορισμένου δείκτη, όπως ο QE, ο οποίος δεν εγγυάται την ισοδυναμία μεταξύ της αγοραίας αξίας του αντιστοιχούντος στο δικαίωμα εκμεταλλεύσεως μεριδίου αερίου και του χρηματικού ύψους του εν λόγω δικαιώματος. Η ισοδυναμία αυτή, επαναλαμβάνω, δεν αποτελεί σκοπό της οδηγίας 94/22. Η αρχή της αναλογικότητας δεν υποχρεώνει, συνεπώς, τα κράτη μέλη να χρησιμοποιούν δείκτες αναφοράς όπως ο Pfor. |
67. |
Θα μπορούσε να τεθεί ζήτημα ασυμβατότητας μιας εθνικής ρύθμισης περί εφαρμογής της οδηγίας 94/22 προς την αρχή της αναλογικότητας εάν η διαδικασία για τον καθορισμό του ύψους των δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως οδηγούσε σε επιβολή τόσο υψηλών τέτοιων δικαιωμάτων ώστε οι δραστηριότητες αναζητήσεως, εξερευνήσεως και παραγωγής φυσικού αερίου να καθίστανται, στην πράξη, μη βιώσιμες. Από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν φαίνεται ότι η επιβάλλουσα τη χρήση του δείκτη QE ιταλική ρύθμιση έχει δημιουργήσει τέτοιου είδους κατάσταση. |
68. |
Διακριτό από το προηγούμενο είναι το ζήτημα εάν η εφαρμογή του δείκτη QE θα μπορούσε να προκαλέσει μεγαλύτερη ή μικρότερη διατάραξη της προβλεφθείσας αρχικώς, στις αντίστοιχες άδειες παραχωρήσεως, οικονομικής ισορροπίας. Σε περίπτωση που ανέκυπτε τέτοιο πρόβλημα (το οποίο θα μπορούσε να προκληθεί τόσο από μεταβολή στους δείκτες όσο και από αύξηση του μεριδίου του δικαιώματος εκμεταλλεύσεως), η επ’ αυτού λύση θα έπρεπε να αναζητηθεί στους διέποντες την ισορροπία στο πλαίσιο της παραχωρήσεως εσωτερικούς κανόνες και όχι στην οδηγία 94/22 ( 37 ). |
69. |
Τέλος, το επιχείρημα ότι η εφαρμογή του δείκτη QE συνιστά αδικαιολόγητο περιορισμό του προστατευόμενου από το άρθρο 17 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης δικαιώματος ιδιοκτησίας μπορεί να απορριφθεί χωρίς περαιτέρω αιτιολογία. Αρχικός κύριος των υδρογονανθράκων είναι το Ιταλικό Δημόσιο, εφόσον δε αυτό αποφασίσει να επιτρέψει την παραχώρησή τους σε επιχείρηση εξορύξεως, δύναται να εξαρτήσει την παραχώρηση αυτή δημοσίων πόρων από την καταβολή εισφοράς στο Δημόσιο Ταμείο, βαρύνουσας εκείνον που τους εκμεταλλεύεται. |
IV. Πρόταση
70. |
Βάσει των προεκτεθέντων, προτείνω να δοθεί στο Tribunale amministrativo regionale per la Lombardia (περιφερειακό διοικητικό δικαστήριο Λομβαρδίας, Ιταλία) η ακόλουθη απάντηση: «Το άρθρο 6, παράγραφοι 1, 2 και 3, και η αιτιολογική σκέψη 8 της οδηγίας 94/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 1994, για τους όρους χορήγησης και χρήσης των αδειών αναζήτησης, εξερεύνησης και παραγωγής υδρογονανθράκων, δεν αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία η οποία καθορίζει το ύψος των καταβλητέων από τις επιχειρήσεις κάτοχους αδειών εκμεταλλεύσεως αερίου δικαιωμάτων σύμφωνα με δείκτη (όπως ο QE) ο οποίος βασίζεται στις μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες τιμές του πετρελαίου και λοιπών καυσίμων αντί άλλου δείκτη (όπως ο Pfor) ο οποίος συνδέεται με την τιμή του αερίου στη βραχυπρόθεσμη αγορά.» |
( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ισπανική.
( 2 ) Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 1994, για τους όρους χορήγησης και χρήσης των αδειών αναζήτησης, εξερεύνησης και παραγωγής υδρογονανθράκων (ΕΕ 1994, L 164, σ. 3).
( 3 ) Η οδηγία 94/22 χρησιμοποιεί στο άρθρο της 1, σημείο 3, τον όρο «άδεια» υπό ευρύτατη έννοια («κάθε νομοθετική, κανονιστική, διοικητική ή συμβατική διάταξη ή πράξη με την οποία οι αρμόδιες αρχές κράτους μέλους εξουσιοδοτούν ένα φορέα να ασκεί, για λογαριασμό του και αναλαμβάνοντας τον σχετικό κίνδυνο, το αποκλειστικό δικαίωμα αναζήτησης, εξερεύνησης ή παραγωγής υδρογονανθράκων σε μια γεωγραφική περιοχή»). Βάσει των πληροφοριών που περιέχονται στη δικογραφία, οι άδειες αυτές ενδύονται, στην Ιταλία, τη νομική μορφή «παραχωρήσεων» (συγκεκριμένα, παραχωρήσεων δημοσίων αγαθών) και οι κάτοχοί τους καλούνται «παραχωρησιούχοι». Στις παρούσες προτάσεις, χρησιμοποιώ αμφότερους τους όρους.
( 4 ) Decreto Legislativo 25 novembre 1996, n. 625 – Attuazione della direttiva 94/22/CEE relativa alle condizioni di rilascio e di esercizio delle autorizzazioni alla prospezione, ricerca e coltivazione di idrocarburi (νομοθετικό διάταγμα 625 – μεταφορά στην εθνική έννομη τάξη της οδηγίας 94/22), της 25ης Νοεμβρίου 1996 (GURI αριθ. 293, της 14ης Δεκεμβρίου 1996· στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 625/96).
( 5 ) Το ποσοστό αυτό αυξήθηκε μεταγενέστερα στο 10 % δυνάμει του άρθρου 45, παράγραφος 1, του νόμου 99 της 23ης Ιουλίου 2009.
( 6 ) Legge 2 aprile 2007, n. 40, Conversione in legge, con modificazioni, del decreto-legge 31 gennaio 2007, n. 7, recante misure urgenti per la tutela dei consumatori, la promozione della concorrenza, lo sviluppo di attività economiche e la nascita di nuove imprese (νόμος 40 περί μετατροπής σε νόμο, με τροποποιήσεις, της πράξεως νομοθετικού περιεχομένου 7 της 31ης Ιανουαρίου 2007, περί εκτάκτων μέτρων για την προστασία του καταναλωτή, την προώθηση του ανταγωνισμού, την ανάπτυξη οικονομικών δραστηριοτήτων και τη δημιουργία νέων επιχειρήσεων), της 2ας Απριλίου 2007 (GURI αριθ. 77 της 2ας Απριλίου 2007).
( 7 ) Decreto ministeriale 6 agosto 2010 – Decreto per la vendita delle aliquote di prodotto della produzione di gas nel territorio nazionale, royalties, destinate allo stato (υπουργική απόφαση – απόφαση για την πώληση μεριδίων του παραγόμενου αερίου στην εθνική επικράτεια, royalties, που προορίζονται για το Δημόσιο), της 6ης Αυγούστου 2010 (GURI αριθ. 200 της 27ης Αυγούστου 2010).
( 8 ) Legge 24 marzo 2012, n. 27 – Disposizioni urgenti per la concorrenza, lo sviluppo delle infrastrutture e la competitività (νόμος 27 – επείγουσες διατάξεις για τον ανταγωνισμό, την ανάπτυξη των υποδομών και την ανταγωνιστικότητα) της 24ης Μαρτίου 2012 (GURI αριθ. 71, της 24ης Μαρτίου 2012).
( 9 ) Deliberazione 9 maggio 2013 196/2013/R/gas, seconda fase della riforma delle condizioni economiche applicate ai clienti finali del servizio di tutela nel mercato del gas naturale a partire dall’ 1 ottobre 2013. Βλ. https://www.arera.it/allegati/docs/13/196-13.pdf.
( 10 ) Το hub TTF (Title Transfer Facility) είναι το ολλανδικό χρηματιστήριο αερίου. Βλ. https://www.gasunietransportservices.nl/en/shippers/products-and-services/ttf.
( 11 ) Η Platts αποτελούσε τμήμα της πολυεθνικής McGraw-Hill, η οποία ενεργούσε ως εταιρία διαχειρίσεως της χρηματοπιστωτικής αγοράς συμβολαίων μελλοντικής εκπληρώσεως και δικαιωμάτων προαιρέσεως για παράγωγα προϊόντα διαπραγματευόμενα στις εγχώριες αγορές ενεργειακών προϊόντων σε ολόκληρο τον κόσμο. Το 2016, η McGraw Hill Financial μετετράπη σε S&P Global και η Platts σε S&P Global Platts, εξακολουθώντας να αποτελεί ανεξάρτητη εταιρία παροχής πληροφοριών, τιμών αναφοράς και αναλύσεων όσον αφορά της αγορές πρώτων υλών και ενεργειακών προϊόντων. Βλ. https://www.spglobal.com/platts/en/about.
( 12 ) Η Eni κατέχει εκμεταλλεύσεις φυσικού αερίου τόσο στην ξηρά όσο και στο θαλάσσιο υπέδαφος. Η Shell κατέχει τέτοιες εκμεταλλεύσεις μόνο στην ξηρά, στην περιοχή Basilicata.
( 13 ) Συγκεκριμένα, κατά του Ministero dello Sviluppo Economico (Υπουργείου Οικονομικής Αναπτύξεως, Ιταλία), του Ministero dell’Economia e delle Finanze (Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, Ιταλία) και της εποπτικής αρχής.
( 14 ) Comunicato del 24 marzo 2016 – Indice QE 2015. Quota energetica costo materia prima del gas naturale per l’anno 2015, διαθέσιμη σε https://www.mise.gov.it/index.php/it/98-normativa/altri-atti-amministrativi/2034303-comunicato-del-24-marzo-2016-indice-qe-2015-quota-energetica-costo-materia-prima-del-gas-naturale-per-l-anno-2015.
( 15 ) Legge 11 gennaio 1957, n. 6, Ricerca e coltivazione degli idrocarburi liquidi e gassosi (GURI αριθ. 25 της 29ης Ιανουαρίου 1957).
( 16 ) Το μερίδιο ανερχόταν στο 7 % της ποσότητας των εξορυσσόμενων στην ξηρά υγρών και αέριων υδρογονανθράκων· στο 7 % της ποσότητας των εξορυσσόμενων στη θάλασσα αέριων υδρογονανθράκων (καίτοι ο αριθμός αυτός αυξήθηκε στο 10 % δυνάμει του άρθρου 45, παράγραφος 1, του νόμου 99 της 23ης Ιουλίου 2009)· και στο 4 % της ποσότητας των εξορυσσόμενων στη θάλασσα υγρών υδρογονανθράκων.
( 17 ) Deliberazione 28 maggio 2009 – ARG/gas 64/09 Approvazione del Testo integrato delle attività di vendita al dettaglio di gas naturale e gas diversi da gas naturale distribuiti a mezzo di reti urbane (TIVG), σε https://www.arera.it/it/docs/09/064-09arg.htm. Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 2, της αποφάσεως αυτής της εποπτικής αρχής, ο δείκτης QE καθορίζεται βάσει των τιμών του αργού πετρελαίου Brent, του ντίζελ και του μαζούτ χαμηλής περιεκτικότητας σε θείο.
( 18 ) Πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι οι δραστηριότητες αναζητήσεως, εξερευνήσεως και εξορύξεως πετρελαίου και φυσικού αερίου υπόκεινται σε ανάλογους όρους και πρέπει να εξετάζονται σε κοινό πλαίσιο, διαφορετικό από αυτό των δραστηριοτήτων κατάντη. Ούτως επισημαίνεται στην αιτιολογική έκθεση της προτάσεως οδηγίας του Συμβουλίου για τους όρους χορήγησης και χρήσης των αδειών αναζήτησης, εξερεύνησης και εξόρυξης υδρογονανθράκων COM (92) 110 τελικό, της 11ης Μαΐου 1992 (ΕΕ 1992, C 139, σ. 12).
( 19 ) Η Snam Rete Gas διαχειρίζεται τον εικονικό κόμβο διαπραγματεύσεως PSV («Punto di Scambio Virtuale»), στο οποίον πραγματοποιούνται καθημερινά οι πωλήσεις και οι διμερείς ανταλλαγές του αερίου που διοχετεύεται στο εθνικό δίκτυο ιταλικών αγωγών αερίου. Η εποπτική αρχή έχει αναγνωρίσει στο PSV το καθεστώς «ρυθμιζόμενης αγοράς δυναμικότητας και φυσικού αερίου». Βλ. http://www.snam.it/en/transportation/Online_Processes/PSV/.
( 20 ) Επί της αγοράς αυτής απεφάνθη το Δικαστήριο με την απόφαση της 20ής Απριλίου 2010, Federutility κ.λπ. (C-265/08, EU:C:2010:205). Ως «προστατευόμενος πελάτης» νοείται ο οικιακός πελάτης που είναι συνδεδεμένος με δίκτυο διανομής αερίου και του οποίου πρέπει να διασφαλίζεται ο εφοδιασμός, όπως ορίζει το άρθρο 2, παράγραφος 5, του κανονισμού (ΕΕ) 2017/1938 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2017, σχετικά με τα μέτρα κατοχύρωσης της ασφάλειας εφοδιασμού με φυσικό αέριο και με την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 994/2010 (ΕΕ 2017, L 280, σ. 1).
( 21 ) Το Gigajoule (GJ) ισούται με 109 Joule (J), το δε Joule αποτελεί τη μονάδα που, κατά το Διεθνές Σύστημα Μονάδων, χρησιμοποιείται για τη μέτρηση ενέργειας, έργου και θερμότητας. Ως μονάδα μετρήσεως ενέργειας και έργου, το Joule ορίζεται ως η ποσότητα έργου που παράγεται όταν εφαρμόζεται σταθερή δύναμη ενός newton σε απόσταση ενός μέτρου προς την ίδια κατεύθυνση με την ασκούμενη δύναμη.
( 22 ) Comunicato del 24 marzo 2016 – Indice QE 2015. Quota energetica costo materia prima del gas naturale per l’anno 2015, διαθέσιμη σε https://www.mise.gov.it/index.php/it/98-normativa/altri-atti-amministrativi/2034303-comunicato-del-24-marzo-2016-indice-qe-2015-quota-energetica-costo-materia-prima-del-gas-naturale-per-l-anno-2015.
( 23 ) Τα στοιχεία διατίθενται στη διαδικτυακή πύλη της εποπτικής αρχής: https://www.arera.it/it/che_cosa/presentazione.htm.
( 24 ) Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η μεν Shell υποστήριξε ότι υπέστη ζημία 1237538 ευρώ η δε Eni ζημία 8114895 ευρώ κατά το οικονομικό έτος 2015.
( 25 ) Η οδηγία 94/22 δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο παρά ελάχιστων μόνον ένδικων διαδικασιών: έχει ασκηθεί μόνο μια προσφυγή λόγω παραβάσεως κατά της Πολωνίας για εσφαλμένη μεταφορά της οδηγίας αυτής, επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 27ης Ιουνίου 2013, Επιτροπή κατά Πολωνίας, C-569/10, EU:C:2013:425.
( 26 ) Αιτιολογική σκέψη 4: «τα κράτη μέλη ασκούν κυριαρχία και κυριαρχικά δικαιώματα επί των πηγών υδρογονανθράκων στην επικράτειά τους».
( 27 ) Βλ., ειδικότερα, αιτιολογική σκέψη 6 και άρθρο 3 της οδηγίας 94/22.
( 28 ) Βλ., ειδικότερα, αιτιολογική σκέψη 7 και άρθρο 5 της οδηγίας 94/22.
( 29 ) Βλ., ειδικότερα, αιτιολογική σκέψη 8 και άρθρο 6 της οδηγίας 94/22.
( 30 ) «[Δ]υνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 94/22, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν χωρίς διακρίσεις τόσο την πρόσβαση των φορέων στην άσκηση δραστηριοτήτων αναζητήσεως, εξερευνήσεως και εκμεταλλεύσεως υδρογονανθράκων όσο και την άσκηση των εν λόγω δραστηριοτήτων στις περιοχές στις οποίες έχει επιτραπεί η άσκηση αυτή» (απόφαση της 27ης Ιουνίου 2013, Επιτροπή κατά Πολωνίας, C-569/10, EU:C:2013:425, σκέψη 50).
( 31 ) Κατά το Δικαστήριο, το άρθρο 18, παράγραφος 1, σημείο 2, στοιχείο b, του πολωνικού νόμου περί γεωλογίας και ορυχείων επέβαλλε σε όσους οικονομικούς φορείς ήταν εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη και επιθυμούσαν να λάβουν άδεια αναζητήσεως, εξερευνήσεως ή εκμεταλλεύσεως υδρογονανθράκων στην Πολωνία να έχουν έδρα ή εγκατάσταση στην πολωνική επικράτεια πριν ακόμη τους χορηγηθεί η άδεια. Η διάταξη αυτή κρίθηκε ασύμβατη με το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 94/22 (απόφαση της 27ης Ιουνίου 2013, Επιτροπή κατά Πολωνίας, C-569/10, EU:C:2013:425, σκέψεις 51 και 52) διότι καθιστούσε δυσχερέστερη την πρόσβαση των αλλοδαπών οικονομικών φορέων στη δραστηριότητα εκμεταλλεύσεως υδρογονανθράκων σε σχέση με όσους οικονομικούς φορείς είχαν την κύρια εγκατάστασή τους στην Πολωνία.
( 32 ) Οι παραχωρησιούχες επιχειρήσεις υποχρεούνται να αγοράζουν τις οικείες παρτίδες αερίου στις δημοπρασίες της χονδρικής αγοράς PSV στην προκύπτουσα βάσει του δείκτη QE τιμή, την οποία οφείλουν να καταβάλλουν στο Δημόσιο ως δικαίωμα εκμεταλλεύσεως. Εν συνεχεία οφείλουν να πωλούν το αέριο αυτό στη (χαμηλότερη) τιμή που ισχύει στη χονδρική αγορά PSV και στην προστατευόμενη λιανική αγορά για ευάλωτους πελάτες, στην οποία, προκειμένου να καθοριστεί η τιμή πωλήσεως του φυσικού αερίου, εφαρμόζεται ο χαμηλότερος από τον δείκτη QE δείκτης Pfor.
( 33 ) Κατά πάγια νομολογία, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, ως γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, επιβάλλει να μην επιφυλάσσεται σε παρόμοιες καταστάσεις διαφορετική μεταχείριση ούτε σε διαφορετικές καταστάσεις όμοια μεταχείριση, εκτός εάν η διαφοροποίηση δικαιολογείται αντικειμενικώς (αποφάσεις της 28ης Νοεμβρίου 2018, Solvay Chimica Italia κ.λπ., C-262/17, C-263/17 και C-273/18, EU:C:2018:961, σκέψη 66, και της 16ης Δεκεμβρίου 2008, Arcelor Atlantique et Lorraine κ.λπ., C-127/07, EU:C:2008:728, σκέψη 23).
( 34 ) Βλ. σημείο 36 των παρουσών προτάσεων.
( 35 ) «[Σ]το αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει, λαμβάνοντας ταυτόχρονα υπόψη τις υποδείξεις του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο σφαιρικής εκτιμήσεως των περιστάσεων που συνδέονται με τη σύναψη νέων συμβάσεων παραχωρήσεως, αν ο επίμαχος στην κύρια δίκη περιορισμός πληροί τις προϋποθέσεις που απορρέουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την αναλογικότητά τους» (αποφάσεις της 12ης Ιουνίου 2014, Digibet και Albers, C‑156/13, EU:C:2014:1756, σκέψη 40, και της 28ης Ιανουαρίου 2016, Laezza, C-375/14, EU:C:2016:60, σκέψη 37).
( 36 ) Η αρχή της αναλογικότητας εφαρμόζεται στα κράτη μέλη όταν αυτά θεσπίζουν διατάξεις σε εκτέλεση και εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης και τα υποχρεώνει να διασφαλίζουν ότι η δράση τους είναι κατάλληλη για την επίτευξη των επιδιωκόμενων από το δίκαιο αυτό σκοπών και δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξή τους όρια. Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 12ης Ιουλίου 2018, Spika κ.λπ. (C-540/16, EU:C:2018:565, σκέψεις 45 και 46), της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Global Starnet (C-322/16, EU:C:2017:985, σκέψη 52), και της 26ης Μαρτίου 2015, Macikowski (C-499/13, EU:C:2015:201, σκέψεις 47 και 48).
( 37 ) Και το ζήτημα αυτό εξετάζεται στην απόφαση 290/2018 του Consiglio di Stato (Συμβουλίου Επικρατείας), σκέψη 66, in fine. Προκειμένου το εν λόγω δικαστήριο να κρίνει εάν υπήρξε «επιγενόμενη ανισορροπία μεταξύ των συστατικών όρων των ίδιων των παραχωρήσεων αδειών εκμεταλλεύσεως [αερίου]», θα έπρεπε να διενεργήσει «πλήρη εξέταση του συνόλου των ρητρών [των παραχωρήσεων αυτών] και των […] συνακόλουθων βαρών και οφελών», η οποία έβαινε πέραν της διαφοράς που είχε αχθεί ενώπιόν του.