EUR-Lex Πρόσβαση στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Επιστροφή στην αρχική σελίδα του EUR-Lex

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62018CC0002

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Μ. Bobek της 7ης Μαρτίου 2019.
Lietuvos Respublikos Seimo narių grupė κατά Lietuvos Respublikos Seimas.
Αίτηση του Lietuvos Respublikos Konstitucinis Teismas για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Κοινή γεωργική πολιτική – Κοινή οργάνωση των αγορών – Γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα – Κανονισμός (ΕΕ) 1308/2013 – Άρθρο 148, παράγραφος 4 – Σύμβαση παραδόσεως νωπού γάλακτος – Ελεύθερη διαπραγμάτευση των τιμών – Καταπολέμηση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών – Απαγόρευση καταβολής διαφορετικών τιμών σε παραγωγούς νωπού γάλακτος που ανήκουν σε ομάδα συσταθείσα βάσει της ανά ημέρα πωλούμενης ποσότητας και απαγόρευση αδικαιολόγητης μειώσεως τιμών.
Υπόθεση C-2/18.

Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2019:180

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MICHAL BOBEK

της 7ης Μαρτίου 2019 ( 1 )

Υπόθεση C‑2/18

Lietuvos Respublikos Seimo narių grupė

παρισταμένων των:

Lietuvos Respublikos Seimas

[αίτηση του Lietuvos Respublikos Konstitucinis Teismas
(Συνταγματικού Δικαστηρίου της Δημοκρατίας της Λιθουανίας)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Γεωργία – Κοινή οργάνωση αγοράς – Γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα – Κανονισμός (ΕΕ) 1308/2013 – Άρθρο 148, παράγραφος 4 – Συμβατικές διατάξεις – Ελεύθερη διαπραγμάτευση των τιμών – Εθνική νομοθεσία η οποία υποχρεώνει τους αγοραστές νωπού γάλακτος να προσφέρουν τις ίδιες τιμές στις ομάδες παραγωγών και απαγορεύει την αδικαιολόγητη μείωση των τιμών»

I. Εισαγωγή

1.

Η αγορά του νωπού γάλακτος στη Λιθουανία χαρακτηρίζεται από κατακερματισμένη προσφορά, καθόσον υπάρχουν χιλιάδες μικροί παραγωγοί νωπού γάλακτος, και από υψηλή συγκέντρωση όσον αφορά τη ζήτηση, καθόσον οι μεγάλες αγοράστριες εταιρίες είναι λίγες. Οι μικροί παραγωγοί δεν είναι οργανωμένοι. Ως εκ τούτου, οι αγοράστριες εταιρίες μπόρεσαν να τους επιβάλουν τιμές αγοράς οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα την ύπαρξη πολύ χαμηλών τιμών για το νωπό γάλα.

2.

Για την αντιμετώπιση αυτής της καταστάσεως, η Λιθουανία θέσπισε ειδική νομοθεσία προκειμένου να αποτραπούν οι αθέμιτες εμπορικές πρακτικές στον τομέα του νωπού γάλακτος. Με την εν λόγω νομοθεσία καθιερώνεται κατάταξη των παραγωγών βάσει της ανά ημέρα πωλούμενης ποσότητας νωπού γάλακτος και επιβάλλεται στους αγοραστές νωπού γάλακτος η υποχρέωση να προσφέρουν την ίδια τιμή σε όλους τους παραγωγούς που ανήκουν στην ίδια ομάδας. Επίσης, επιβάλλεται στους αγοραστές νωπού γάλακτος απαγόρευση αδικαιολόγητης μειώσεως των τιμών. Μείωση τιμής κατά το 3 % ή παραπάνω της τιμής αγοράς επιτρέπεται μόνον κατόπιν σχετικής άδειας από την αρμόδια εθνική αρχή.

3.

Στην υπόθεση της κύριας δίκης, ομάδα βουλευτών του Λιθουανικού Κοινοβουλίου άσκησε προσφυγή ενώπιον του Lietuvos Respublikos Konstitucinis Teismas (Συνταγματικού Δικαστηρίου της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, στο εξής: λιθουανικό Συνταγματικό Δικαστήριο), αμφισβητώντας τη συνταγματικότητα των ως άνω διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας. Στο πλαίσιο της εν λόγω δίκης, διατυπώθηκαν αμφιβολίες επίσης ως προς τη συμβατότητα των διατάξεων αυτών με το άρθρο 148, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΕ) 1308/2013 ( 2 ), και ιδίως με την απαίτηση όλα τα στοιχεία των συμβάσεων να αποτελούν αντικείμενο ελεύθερης διαπραγματεύσεως μεταξύ των μερών, συμπεριλαμβανομένης της τιμής αγοράς.

4.

Στο πλαίσιο αυτό, το βασικό ζήτημα που εγείρεται στην υπό κρίση υπόθεση είναι το πώς πρέπει να εκτιμάται αν υφίσταται «πλήρης εναρμόνιση» ή «νομοθετικό προβάδισμα της Ένωσης» σε ορισμένο τομέα ή όσον αφορά συγκεκριμένο ζήτημα. Ποια είναι τα κριτήρια και οι παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη; Μολονότι φυσικά το ζήτημα της εκτάσεως των αρμοδιοτήτων των κρατών μελών σε τομείς που καλύπτονται από το δίκαιο της Ένωσης ασφαλώς δεν είναι νέο, οι πρόσφατες αλλαγές στη νομοθετική τεχνική και προσέγγιση, στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής και της κοινής οργανώσεως της αγοράς των γεωργικών προϊόντων, είχαν αντίκτυπο επίσης στην παραδοσιακή νομολογία σχετικά με τον εν λόγω τομέα, όπως έδειξε πρόσφατα η απόφαση Scotch Whisky Association κ.λπ. ( 3 ).

II. Το νομικό πλαίσιο

Α.   Το δίκαιο της Ένωσης

5.

Το άρθρο 148 του κανονισμού 1308/2013 έχει ως εξής:

«1.   Όταν ένα κράτος μέλος αποφασίσει ότι κάθε παράδοση νωπού γάλακτος στην επικράτειά του από γεωργό σε μεταποιητή νωπού γάλακτος πρέπει να καλύπτεται από έγγραφη σύμβαση μεταξύ των μερών και/ή αποφασίσει ότι οι πρώτοι αγοραστές οφείλουν να υποβάλλουν γραπτή προσφορά σύμβασης για την παράδοση νωπού γάλακτος από τους γεωργούς, η σύμβαση και/ή η προσφορά σύμβασης αυτή πληρούν τους όρους της παραγράφου 2.

[…]

2.   Η σύμβαση και/ή η προσφορά σύμβασης της παραγράφου 1:

α)

προηγούνται της παράδοσης·

β)

συντάσσονται γραπτώς· και

γ)

περιλαμβάνουν, ιδίως, τα ακόλουθα στοιχεία:

i)

την τιμή που καταβάλλεται για την παράδοση, η οποία:

είναι σταθερή και ορίζεται στη σύμβαση, και/ή

υπολογίζεται με συνδυασμό διαφόρων παραγόντων οριζόμενων στη σύμβαση, όπως δεικτών της αγοράς που αποτυπώνουν τις αλλαγές των συνθηκών στην αγορά, της παραδιδόμενης ποσότητας και της ποιότητας ή της σύνθεσης του παραδιδόμενου νωπού γάλακτος·

ii)

την ποσότητα του νωπού γάλακτος που μπορεί και/ή πρέπει να παραδοθεί και το χρονοδιάγραμμα αυτών των παραδόσεων,

iii)

τη διάρκεια ισχύος της σύμβασης, η οποία μπορεί να είναι είτε ορισμένης είτε αόριστης διάρκειας με ρήτρες λύσης·

iv)

λεπτομέρειες σχετικά με τις περιόδους και διαδικασίες πληρωμής·

v)

ρυθμίσεις για τη συλλογή ή την παράδοση του νωπού γάλακτος· και

vi)

κανόνες που εφαρμόζονται σε περίπτωση ανωτέρας βίας.

[…]

4.   Όλα τα στοιχεία των συμβάσεων παράδοσης νωπού γάλακτος που συνάπτονται από γεωργούς, συλλέκτες ή μεταποιητές νωπού γάλακτος, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο 2, στοιχείο γʹ, αποτελούν αντικείμενο ελεύθερης διαπραγμάτευσης μεταξύ των μερών.

Με την επιφύλαξη του πρώτου εδαφίου, εφαρμόζεται μία από τις κατωτέρω διατάξεις ή αμφότερες οι διατάξεις αυτές:

α)

σε περίπτωση που ένα κράτος μέλος αποφασίσει να καταστήσει υποχρεωτικές τις γραπτές συμβάσεις για την παράδοση νωπού γάλακτος σύμφωνα με την παράγραφο 1, μπορεί να ορίσει ελάχιστη διάρκεια ισχύουσα αποκλειστικά για τις γραπτές συμβάσεις μεταξύ γεωργών και πρώτων αγοραστών νωπού γάλακτος· η ελάχιστη διάρκεια αυτή είναι τουλάχιστον έξι μήνες και δεν διαταράσσει την ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς·

β)

σε περίπτωση που ένα κράτος μέλος αποφασίσει ότι ο πρώτος αγοραστής νωπού γάλακτος πρέπει να υποβάλλει γραπτή προσφορά σύμβασης στον γεωργό σύμφωνα με την παράγραφο 1, μπορεί να ορίσει ότι στην προσφορά πρέπει να προβλέπεται ελάχιστη διάρκεια για τη σύμβαση, όπως καθορίζεται σχετικώς από την εθνική νομοθεσία· η ελάχιστη διάρκεια αυτή είναι τουλάχιστον έξι μήνες και δεν διαταράσσει την ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

Το δεύτερο εδάφιο δεν θίγει το δικαίωμα του γεωργού να αρνηθεί την ελάχιστη αυτή διάρκεια, εφόσον το πράξει γραπτώς. Σε αυτή την περίπτωση, τα μέρη είναι ελεύθερα να διαπραγματευθούν όλα τα στοιχεία της σύμβασης, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο 2, στοιχείο γʹ.»

6.

Ο κανονισμός (ΕΕ) 2017/2393 ( 4 ), ο οποίος τροποποίησε τον κανονισμό 1308/2013, τροποποίησε το άρθρο 148, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, ως εξής:

«α)

σε περίπτωση που ένα κράτος μέλος αποφασίσει να καταστήσει υποχρεωτική τη γραπτή σύμβαση για την παράδοση νωπού γάλακτος σύμφωνα με την παράγραφο 1, μπορεί να ορίσει:

i)

την υποχρέωση των μερών να συμφωνήσουν για μια σχέση μεταξύ συγκεκριμένης ποσότητας που παραδίδεται και της τιμής που καταβάλλεται για την εν λόγω παράδοση·

ii)

ελάχιστη διάρκεια, η οποία θα ισχύει μόνο σε γραπτές συμβάσεις μεταξύ γεωργού και του πρώτου αγοραστή νωπού γάλακτος, η ελάχιστη διάρκεια αυτή είναι τουλάχιστον έξι μήνες και δεν διαταράσσει την ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς·

[…]».

Β.   Το λιθουανικό δίκαιο

7.

Κατά το άρθρο 46, παράγραφος 1, του Lietuvos Respublikos Konstitucija (Συντάγματος της Δημοκρατίας της Λιθουανίας): «Η οικονομία της Λιθουανίας βασίζεται στο δικαίωμα ατομικής ιδιοκτησίας, στην ελευθερία ατομικής οικονομικής δραστηριότητας και στην οικονομική πρωτοβουλία.»

8.

Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 5, του Lietuvos Respublikos Ūkio subjektų, perkančių-parduodančių žalią pieną ir prekiaujančių pieno gaminiais, nesąžiningų veiksmų draudimo įstatymas (νόμου περί απαγορεύσεως των αθέμιτων πράξεων των οικονομικών φορέων κατά την αγοραπωλησία νωπού γάλακτος και την εμπορία γαλακτοκομικών προϊόντων) ( 5 ), όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο XII‑2230 (στο εξής: νόμος περί απαγορεύσεως των αθέμιτων πρακτικών) ( 6 ), οι πωλητές νωπού γάλακτος κατατάσσονται σε δέκα ομάδες βάσει της ανά ημέρα πωλούμενης ποσότητας (σε χιλιόγραμμα) νωπού γάλακτος με φυσική περιεκτικότητα λιπαρών ουσιών. Το άρθρο 2, παράγραφος 7, του νόμου περί απαγορεύσεως των αθέμιτων πρακτικών ορίζει ότι η τιμή αγοράς του νωπού γάλακτος είναι το χρηματικό ποσό που συμφωνείται από τον αγοραστή και τον πωλητή νωπού γάλακτος, το οποίο καταβάλλεται για νωπό γάλα που στοιχεί με τους βασικούς δείκτες συνθέσεως του γάλακτος, οι οποίοι καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Γεωργίας, μη περιλαμβανομένων επιβαρύνσεων, πριμοδοτήσεων ή μειώσεων. Οι εν λόγω δείκτες ορίστηκαν στην απόφαση αριθ. 146 του Υπουργού Γεωργίας της 9ης Μαΐου 2001, η οποία φέρει τον τίτλο «Έγκριση των κανόνων για την αγορά γάλακτος».

9.

Το άρθρο 3 του νόμου περί απαγορεύσεως των αθέμιτων πρακτικών επιγράφεται «Απαγόρευση των αθέμιτων πράξεων των οικονομικών φορέων». Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 3, σημείο 1, του νόμου: «Απαγορεύεται σε αγοραστή νωπού γάλακτος να προβαίνει στις ακόλουθες αθέμιτες πράξεις: 1) να καθορίζει διαφορετικές τιμές αγοράς σε συμβάσεις πωλήσεως νωπού γάλακτος, όταν αγοράζει νωπό γάλα που ικανοποιεί τις απαιτήσεις ποιότητας, οι οποίες καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Γεωργίας της Λιθουανίας, από την ίδια ομάδα πωλητών νωπού γάλακτος και όταν το νωπό γάλα παραδίδεται στον αγοραστή με την ίδια μέθοδο (νωπό γάλα που παραδίδεται σε σημείο αγοράς νωπού γάλακτος, νωπό γάλα που συλλέγεται απευθείας από γεωργική εκμετάλλευση, νωπό γάλα που παραδίδεται απευθείας σε μεταποιητή), εκτός αν το αγοραζόμενο νωπό γάλα παράγεται από τους ίδιους τους πωλητές νωπού γάλακτος οι οποίοι ανήκουν σε οργάνωση παραγωγών γάλακτος αναγνωρισμένη σύμφωνα με τους κανόνες που καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Γεωργίας της Λιθουανίας, και στην τελευταία αυτή περίπτωση, η εφαρμοζόμενη τιμή αγοράς νωπού γάλακτος δεν μπορεί να είναι κατώτερη της τιμής που θα καθοριζόταν με γνώμονα την ομάδα πωλητών».

10.

Το άρθρο 3, παράγραφος 3, σημείο 3, του νόμου περί απαγορεύσεως των αθέμιτων πρακτικών ορίζει τα εξής: «Απαγορεύεται στους αγοραστές νωπού γάλακτος να προβαίνουν στις ακόλουθες αθέμιτες πράξεις: […] (3) να μειώνει αδικαιολόγητα την τιμή αγοράς νωπού γάλακτος […]».

11.

Το άρθρο 5 του νόμου περί απαγορεύσεως των αθέμιτων πρακτικών ορίζει τα εξής:

«1.   Αν μειώσει περισσότερο από 3 % την τιμή αγοράς που καθορίζεται στη σύμβαση αγοραπωλησίας νωπού γάλακτος, ο αγοραστής οφείλει να αιτιολογήσει τη μείωση της τιμής και να εκθέσει τους συγκεκριμένους λόγους στη ρυθμιστική αρχή της αγοράς.

2.   Βάσει των κατευθυντήριων γραμμών που εγκρίνονται με απόφαση του Υπουργού Γεωργίας της Λιθουανίας, η ρυθμιστική αρχή της αγοράς, κατόπιν εξετάσεως, εντός πέντε εργάσιμων ημερών, των λόγων μειώσεως της τιμής αγοράς νωπού γάλακτος από τον αγοραστή, που της κοινοποιήθηκαν σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, αποφασίζει, εντός τριών εργάσιμων ημερών, αν η μείωση της τιμής αγοράς νωπού γάλακτος άνω του 3 % είναι δικαιολογημένη.

3.   Αν, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, η ρυθμιστική αρχή της αγοράς αποφασίσει ότι δεν είναι δικαιολογημένη η μείωση της τιμής αγοράς νωπού γάλακτος άνω του 3 %, απαγορεύεται στον αγοραστή να μειώσει την τιμή αγοράς που καθορίζεται στη σχετική σύμβαση αγοραπωλησίας νωπού γάλακτος.»

III. Τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία και τα προδικαστικά ερωτήματα

12.

Η Lietuvos Respublikos Seimo narių grupė (ομάδα βουλευτών του Λιθουανικού Κοινοβουλίου, στο εξής: προσφεύγοντες) ζήτησε από το Lietuvos Respublikos Konstitucinis Teismas (λιθουανικό Συνταγματικό Δικαστήριο) να εξετάσει τη συμβατότητα του νόμου περί απαγορεύσεως των αθέμιτων πρακτικών, και ειδικότερα των άρθρων του 3 και 5, με το λιθουανικό Σύνταγμα, και ειδικότερα με το άρθρο του 46, παράγραφος 1. Οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται ότι ο νόμος περί αθέμιτων εμπορικών πρακτικών είναι αντισυνταγματικός επειδή περιορίζει το δικαίωμα των συμβαλλομένων να συμφωνούν επί των ουσιωδών στοιχείων της μεταξύ τους συμβάσεως αγοραπωλησίας νωπού γάλακτος. Τούτο αντίκειται στη συνταγματική ελευθερία των συμβάσεων, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 46, παράγραφος 1, του λιθουανικού Συντάγματος.

13.

Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι η αγορά νωπού γάλακτος στη Λιθουανία (όπου ο γαλακτοκομικός τομέας συγκαταλέγεται στους μεγαλύτερους τομείς παραγωγής τροφίμων, ανερχόμενος περίπου στο 2 % του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της χώρας) χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη πληθώρας μικρών παραγωγών (περίπου 25000 παραγωγοί, εκ των οποίων το 74 % κατέχει 1 έως 5 αγελάδες), και μόνο λίγων μεταποιητών (έξι επιχειρήσεις μεταποιήσεως γάλακτος μεταποιούν το 97 % του γάλακτος). Διάφορες προσπάθειες που καταβλήθηκαν για την ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ των παραγωγών νωπού γάλακτος απέβησαν άκαρπες. Δεν υπάρχουν οργανώσεις παραγωγών νωπού γάλακτος που να ορίζονται και να αναγνωρίζονται σύμφωνα με τα άρθρα 152 έως 154 του κανονισμού 1308/2013. Το νωπό γάλα αγοράζεται από τους μικρούς παραγωγούς νωπού γάλακτος σε σημεία αγοράς γάλακτος. Πριν από την ψήφιση του νόμου, οι αγοραστές απλώς ενημέρωναν για την τιμή στην οποία θα αγόραζαν το νωπό γάλα, χωρίς να διαπραγματεύονται με τους παραγωγούς του νωπού γάλακτος. Ως εκ τούτου, βάσει στοιχείων που προσκομίστηκαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η μέση τιμή αγοράς νωπού γάλακτος στη Λιθουανία ήταν μεταξύ των χαμηλότερων στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

14.

Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει περαιτέρω ότι ο σκοπός του νόμου περί απαγορεύσεως των αθέμιτων πρακτικών είναι η απαγόρευση των αθέμιτων πράξεων από τους πωλητές και τους αγοραστές νωπού γάλακτος. Στην αιτιολογική έκθεση του σχετικού νομοσχεδίου εκτίθεται ότι ο σκοπός του νόμου περί απαγορεύσεως των αθέμιτων πρακτικών είναι να διασφαλιστεί ισορροπία μεταξύ των νόμιμων συμφερόντων των αγοραστών και των πωλητών νωπού γάλακτος, να περιοριστεί η από τις μεγάλες εταιρίες μεταποιήσεως γάλακτος χρησιμοποίηση της σημαντικής ισχύος τους στην αγορά και να περιοριστεί το αθέμιτο πλεονέκτημα το οποίο αποκτούν από τη μείωση των χονδρικών τιμών των γαλακτοκομικών προϊόντων οι οικονομικοί φορείς που πωλούν τα εν λόγω προϊόντα.

15.

Κατά τις απόψεις που διατυπώθηκαν στην πορεία της διαδικασίας ενώπιον του Lietuvos Respublikos Konstitucinis Teismas (λιθουανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου), εγείρονται ζητήματα συμβατότητας του άρθρου 3, παράγραφος 3, σημεία 1 και 3, και του άρθρου 5 του νόμου περί απαγορεύσεως των αθέμιτων πρακτικών με το άρθρο 148, παράγραφος 4, του κανονισμού 1308/2013. Το Lietuvos Respublikos Konstitucinis Teismas (λιθουανικό Συνταγματικό Δικαστήριο) τονίζει ότι η ερμηνεία του άρθρου 148, παράγραφος 4, του κανονισμού 1308/2013 είναι πράγματι σημαντική για τον καθορισμό της συμβατότητας των προσβαλλόμενων διατάξεων με το άρθρο 46, παράγραφος 1, του λιθουανικού Συντάγματος. Το δίκαιο της Ένωσης αποτελεί πηγή ερμηνείας του λιθουανικού δικαίου, συμπεριλαμβανομένου του Συντάγματος, στους τομείς στους οποίους η Λιθουανία ασκεί από κοινού με την Ευρωπαϊκή Ένωση, ή εκχωρεί στην Ένωση, τις εξουσίες των κρατικών οργάνων της, όπως συμβαίνει με τους τομείς της γεωργίας και της εσωτερικής αγοράς.

16.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Lietuvos Respublikos Konstitucinis Teismas (λιθουανικό Συνταγματικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να θέσει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Έχει το άρθρο 148, παράγραφος 4, του κανονισμού 1308/2013 την έννοια ότι, για τους σκοπούς αυξήσεως της διαπραγματευτικής ισχύος των παραγωγών νωπού γάλακτος και αποφυγής αθέμιτων εμπορικών πρακτικών, και λαμβανομένων υπόψη ορισμένων ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του τομέα γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων του κράτους μέλους και ορισμένων αλλαγών στην αγορά γάλακτος, δεν απαγορεύει τη θέσπιση εθνικού νομοθετικού πλαισίου το οποίο περιορίζει την ελευθερία των συμβαλλόμενων μερών να διαπραγματεύονται την τιμή αγοράς του νωπού γάλακτος, υπό την έννοια ότι απαγορεύεται σε αγοραστή νωπού γάλακτος να καταβάλλει διαφορετικές τιμές νωπού γάλακτος σε πωλητές της ίδιας ομάδας, όπως αυτοί ομαδοποιούνται βάσει της πωλούμενης ποσότητας γάλακτος, οι οποίοι δεν ανήκουν σε αναγνωρισμένη οργάνωση παραγωγών, για νωπό γάλα της ίδιας ποιότητας και συνθέσεως με αυτό που παραδίδεται στον αγοραστή με την ίδια μέθοδο, συνεπεία δε τούτου τα μέρη δεν είναι σε θέση να συμφωνήσουν διαφορετική τιμή αγοράς του νωπού γάλακτος λαμβάνοντας υπόψη οποιουσδήποτε άλλους παράγοντες;

2)

Έχει το άρθρο 148, παράγραφος 4, του κανονισμού 1308/2013 την έννοια ότι, για τους σκοπούς αυξήσεως της διαπραγματευτικής ισχύος των παραγωγών νωπού γάλακτος και αποφυγής αθέμιτων εμπορικών πρακτικών, και λαμβανομένων υπόψη ορισμένων ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του τομέα γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων του κράτους μέλους και ορισμένων αλλαγών στην αγορά γάλακτος, δεν απαγορεύει τη θέσπιση εθνικού νομοθετικού πλαισίου το οποίο περιορίζει την ελευθερία των συμβαλλόμενων μερών να διαπραγματεύονται την τιμή αγοράς του νωπού γάλακτος, υπό την έννοια ότι απαγορεύεται σε αγοραστή νωπού γάλακτος να μειώσει αδικαιολόγητα την τιμή αγοράς του νωπού γάλακτος, ενώ μείωση της τιμής κατά περισσότερο από 3 % επιτρέπεται μόνον αν υπηρεσία εξουσιοδοτημένη από το κράτος αναγνωρίσει την εν λόγω μείωση ως δικαιολογημένη;»

17.

Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η Γερμανική, η Γαλλική και η Λιθουανική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή. Οι εν λόγω ενδιαφερόμενοι, καθώς και οι προσφεύγοντες και η Ολλανδική Κυβέρνηση ανέπτυξαν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 5ης Δεκεμβρίου 2018.

IV. Εκτίμηση

18.

Οι παρούσες προτάσεις έχουν την ακόλουθη διάρθρωση. Πρώτον, θα αρχίσω εκθέτοντας τους παράγοντες που φρονώ ότι πρέπει να διέπουν την εξέταση του ζητήματος αν το δίκαιο της Ένωσης εμποδίζει τα κράτη μέλη να θεσπίζουν ορισμένα μέτρα (υπό Α). Δεύτερον, με γνώμονα τους εν λόγω παράγοντες, θα αναλύσω τα προδικαστικά ερωτήματα καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι πράγματι απαγορεύεται η θέσπιση εθνικών μέτρων όπως τα επίμαχα στην κύρια δίκη (υπό Β). Τρίτον, θα διατυπώσω επίσης ορισμένες καταληκτικές παρατηρήσεις οι οποίες επιβάλλονται από την εξέταση του γενικότερου πλαισίου στο οποίο εντάσσεται η υπό κρίση υπόθεση (υπό Γ).

Α.   Εναρμόνιση σε επίπεδο Ένωσης (ή ομοσπονδιακό προβάδισμα)

1. Το εξελισσόμενο νομοθετικό πλαίσιο

19.

Η υπό κρίση υπόθεση εγείρει ένα θεμελιώδες ζήτημα, το οποίο είναι τόσο παλαιό όσο το ίδιο το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ολοκληρώσεως: σε ποια έκταση μπορούν (ακόμη) τα κράτη μέλη να θεσπίζουν εθνικά μέτρα σε τομέα ο οποίος «καλύπτεται» από το δίκαιο της Ένωσης; Ο εξελισσόμενος χαρακτήρας της ρυθμίσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής (καθώς και η παλαιότερη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με το ζήτημα αυτό) δίνει στο εν λόγω ζήτημα νέα τροπή.

20.

Παραδοσιακά, το ζήτημα της εκτάσεως της εναρμονίσεως σε επίπεδο Ένωσης ανέκυπτε συχνά στον τομέα της κοινής γεωργικής πολιτικής, λαμβανομένης υπόψη της εκτεταμένης και λεπτομερούς ρυθμίσεως του εν λόγω τομέα από το δίκαιο της Ένωσης. Χωρίς να είναι δυνατόν να εκτεθούν στο πλαίσιο των παρουσών προτάσεων όλες οι λεπτολογίες της ογκώδους νομολογίας του Δικαστηρίου σχετικά με τον εν λόγω τομέα ( 7 ), δύναται να επισημανθεί, εν ολίγοις, ότι το Δικαστήριο έχει προσεγγίσει το εν λόγω ζήτημα με ελαφρώς διαφοροποιημένους τρόπους, ανάλογα με: 1) την κάλυψη του ρυθμιστικού πεδίου από κανόνες της Ένωσης· 2) τον τρόπο με τον οποίο ο εθνικός κανόνας και το πλαίσιο του δικαίου της Ένωσης αλληλεπιδρούν όσον αφορά τη συγκεκριμένη σύγκρουση κανόνων και 3) τους σκοπούς που επιδιώκονται από τους διαφορετικούς κανόνες.

21.

Επομένως, σε καταστάσεις όπου ένα ζήτημα έχει ρυθμιστεί εκτενώς από το δίκαιο της Ένωσης (πράγμα που ορισμένες φορές αναφέρεται ως «πλήρης» εναρμόνιση), τα κράτη μέλη δεν δύνανται πλέον να επεμβαίνουν με εθνικές διατάξεις που θεσπίζονται μονομερώς, οι οποίες θα μπορούν να θίξουν το σύστημα που έχει καθιερωθεί σε επίπεδο Ένωσης. Το κανονιστικό πλαίσιο του δικαίου της Ένωσης, με το οποίο δημιουργείται ένα σύστημα ή μια πλήρης νομοθετική ρύθμιση, μπορεί να μην συνεπάγεται τη δημιουργία ενός πλήρους «πεδίου» ή «τομέα στον οποίο υφίσταται προβάδισμα», αλλά έχει σχεδόν το ίδιο αποτέλεσμα: απαγορεύεται η θέσπιση οποιουδήποτε εθνικού κανόνα ικανού να το θίξει ( 8 ). Κατά συνέπεια, δεν επιτρεπόταν εθνικοί κανόνες να άπτονται του τομέα αυτού.

22.

Στο παρελθόν, αυτό φαίνεται να ίσχυε ως προς το κοινό καθεστώς τιμών, το οποίο βρισκόταν στον πυρήνα του «παλαιού» νομοθετικού πλαισίου της κοινής οργανώσεως αγοράς σε διαφορετικούς τομείς. Παρά το γεγονός ότι ήταν ανοιχτό προς συζήτηση το αν πράγματι υπήρχε απόλυτο προβάδισμα σε ολόκληρο τον τομέα ( 9 ), το Δικαστήριο επισήμανε ότι «στους τομείς που διέπονται από κοινή οργάνωση των αγορών, και κατά μείζονα λόγο όταν η οργάνωση αυτή στηρίζεται σε κοινό καθεστώς τιμών, τα κράτη μέλη δεν δύνανται πλέον να επεμβαίνουν, με εθνικές διατάξεις που θεσπίζονται μονομερώς, στον μηχανισμό διαμορφώσεως των τιμών ο οποίος διέπεται, στο ίδιο στάδιο παραγωγής, από την κοινή οργάνωση των αγορών» ( 10 ).

23.

Ωστόσο, οι διαδοχικές μεταρρυθμίσεις της κοινής γεωργικής πολιτικής οδήγησαν σε προσέγγιση περισσότερο προσανατολισμένη στην αγορά, η οποία προσέγγιση αποσκοπούσε στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας του τομέα και της βιωσιμότητάς του στο πλαίσιο του παγκοσμιοποιημένου εμπορίου ( 11 ). Η εν λόγω μεταβολή στην προσέγγιση οδήγησε με τη σειρά της σε «προσαρμογή» του επιπέδου του υφιστάμενου προβαδίσματος όσον αφορά το εθνικό νομοθετικό περιθώριο. Πράγματι, η ενιαία κοινή οργάνωση της αγοράς δεν βασίζεται πλέον σε κοινό καθεστώς τιμών ( 12 ).

24.

Επομένως, μπορεί να λεχθεί ότι τα εν λόγω στοιχεία έχουν (πλήρως) επιστρέψει στο γενικό καθεστώς συντρέχουσας αρμοδιότητας. Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, ΣΛΕΕ, η κοινή γεωργική πολιτική συνιστά συντρέχουσα αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών. Κατά συνέπεια, σε ευθυγράμμιση με το άρθρο 2, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, τα κράτη μέλη μπορούν να ασκούν τη νομοθετική τους αρμοδιότητα επί όσο χρόνο η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει ρυθμίσει ένα ζήτημα ( 13 ).

25.

Στο πλαίσιο αυτό, εθνικός κανόνας δεν μπορεί να αποκλειστεί αυτομάτως επειδή σχετίζεται με το γάλα, προϊόν το οποίο καλύπτεται από την ενιαία κοινή οργάνωση της αγοράς. Ούτε μπορεί να απαγορευθεί εθνικός κανόνας επειδή άπτεται της διαμορφώσεως των τιμών. Με άλλα λόγια, δεν πρέπει να ακολουθείται η προσέγγιση (ή δεν πρέπει να εξακολουθήσει να ακολουθείται, αν όντως στο παρελθόν γινόταν αυτό) της «εναρμονίσεως ενός τομέα» ή της υπάρξεως «πλήρους προβαδίσματος» αν σε τομέα καθορισμένο in abstracto δεν υπήρχε ποτέ δυνατότητα θεσπίσεως κανόνων σε εθνικό επίπεδο.

2. Τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη

26.

Προκειμένου να γίνει η ορθή εκτίμηση της υπάρξεως (ή μη) νομοθετικού προβαδίσματος της Ένωσης στην εκάστοτε κρινόμενη περίπτωση, είναι σημαντικό να ληφθούν υπόψη τρεις παράγοντες: το πόσο αναλυτικές ή αφηρημένες πρέπει να είναι η σύγκριση και η αντιπαράθεση των κανόνων της Ένωσης με τους εθνικούς κανόνες (υπό α)· το είδος και η έκταση της συγκρούσεως που μπορεί να ανακύψει (υπό β), και ο προσδιορισμός των σκοπών που επιδιώκουν οι διαφορετικοί κανόνες (υπό γ).

α) Το επίπεδο της αναλύσεως

27.

Κατά τη γνώμη μου, η εξέταση της υπάρξεως προβαδίσματος από απόψεως «πληρότητας» της εναρμονίσεως σε καταστάσεις που δεν προσδιορίζονται σαφώς, δεν συνιστά κατάλληλο πλαίσιο αναλύσεως. Τούτο διότι η ανάλυση του αν συγκεκριμένο ζήτημα ρυθμίζεται εξαντλητικά από το δίκαιο της Ένωσης θα εξαρτάται φυσικά από το πόσο στενό ή ευρύ μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι το πλαίσιο αναφοράς.

28.

Παραδείγματος χάριν, ας θεωρηθεί ότι νομοθετικό μέτρο της Ένωσης περιέχει έναν (υποθετικό) κανόνα σε οδηγία για την προστασία των καταναλωτών. Ο εν λόγω υποθετικός κανόνας ορίζει ότι, «αν ο έμπορος κατά τη διαπραγμάτευση συμβάσεως με καταναλωτή βρίσκεται εκτός των επαγγελματικών του χώρων και, ενώ συνομιλεί για την ποιότητα του προϊόντος που πωλεί, κάνει ύποπτα νεύματα τουλάχιστον δύο φορές, το γεγονός αυτό συνιστά επαρκή λόγο ακυρότητας της συμβάσεως». Τούτο δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ο εν λόγω κανόνας (ή και άλλοι κανόνες του ίδιου πνεύματος στο συγκριμένο νομοθετικό μέτρο) επιδιώκει να εναρμονίσει (πλήρως) «όλα τα στοιχεία διαμορφώσεως των καταναλωτικών συμβάσεων», ή, πιο αφηρημένα, «τη διαμόρφωση των (καταναλωτικών) συμβάσεων» ή ακόμη και «το δίκαιο των συμβάσεων» ως όλον.

29.

Επομένως, λογικά, όταν το επίμαχο ζήτημα αφορά τη συμβατότητα εθνικού κανόνα με διάταξη του δικαίου της Ένωσης, η εκτίμηση της συμβατότητας πρέπει να αρχίζει από το περιεχόμενο του κανόνα, όπως αυτό καθορίζεται από το δίκαιο της Ένωσης. Όπως έχει επισημανθεί αλλού, ο ενδεδειγμένος τρόπος για την αντιμετώπιση του ζητήματος αν το δίκαιο της Ένωσης έχει προβάδισμα έναντι συγκεκριμένου εθνικού κανόνα βρίσκεται στο επίπεδο της μικροανάλυσης, με το να εξεταστεί συγκεκριμένος κανόνας δικαίου ή συγκεκριμένη και σαφώς καθορισμένη πτυχή του δικαίου της Ένωσης ( 14 ). Επομένως, η ανάλυση της υπάρξεως προβαδίσματος πρέπει να γίνεται μέσω εξετάσεως συγκεκριμένης συγκρούσεως κανόνων.

β) Το είδος της συγκρούσεως

30.

Μετά τον ορθό καθορισμό του αφηρημένου χαρακτήρα του κανόνα του δικαίου της Ένωσης, ακολουθεί η εκτίμηση του αν ο εν λόγω κανόνας συγκρούεται, όσον αφορά τον χαρακτήρα και το περιεχόμενό του, με οποιαδήποτε διάταξη του εθνικού δικαίου. Δύο είναι τα είδη συγκρούσεως που ενδέχεται να ανακύψουν.

31.

Πρώτον, προφανής σύγκρουση κανόνων ανακύπτει όταν υφίσταται ευθεία γραμματική αντίθεση των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης με έναν ή περισσότερους κανόνες εθνικού δικαίου. Από την άποψη του πραγματικού του κανόνα δικαίου, δεν είναι δυνατόν να διατηρηθούν συγχρόνως η πρόβλεψη της Ένωσης και η εθνική πρόβλεψη: ο κανόνας της Ένωσης ορίζει «να γίνεται το Α», ενώ ο εθνικός κανόνας ορίζει «να γίνεται (εν όλω ή εν μέρει) το μη Α».

32.

Δεύτερον, ωστόσο, οι συγκρούσεις κανόνων μπορεί επίσης να είναι λειτουργικού χαρακτήρα: τούτο αφορά τις καταστάσεις όπου οι εθνικοί κανόνες και οι κανόνες της Ένωσης είναι ασύμβατοι επειδή, ακόμη και ελλείψει ρητής αντίθετης διατάξεως, ορισμένοι κανόνες του κράτους μέλους συγκρούονται με το νομοθετικό πλαίσιο της Ένωσης σε επίπεδο εφαρμογής ( 15 ). Υπό την έννοια αυτή νοώ την κρίση του Δικαστηρίου ότι, ακόμη και αν ο οικείος τομέας δεν έχει ρυθμιστεί εξαντλητικά από την κοινή οργάνωση αγοράς, οι κανόνες που εμποδίζουν την ομαλή λειτουργία της κοινής οργανώσεως αγοράς αντιβαίνουν στο δίκαιο της Ένωσης ( 16 ).

33.

Είναι, ωστόσο, σαφές ότι οι δύο αυτές κατηγορίες πόρρω απέχουν από το να αποτελούν κλειστά στεγανά. Είναι μάλλον δύο σημεία ενός φάσματος. Είναι επίσης σαφές ότι είναι μάλλον σπάνιο να υπάρχουν ευθείες συγκρούσεις όσον αφορά τη διατύπωση των κανόνων ( 17 ). Συγκρούσεις είναι πιθανόν να ανακύψουν συχνότερα στις περιπτώσεις όπου εθνική διάταξη θεσπίζει έναν κατά τι διαφορετικό κανόνα, ή προβλέπει εξαιρέσεις, παρεκκλίσεις ή πρόσθετες προϋποθέσεις που δεν προβλέπονται ρητώς στη διάταξη του δικαίου της Ένωσης. Επομένως, το γεγονός αυτό καθιστά ιδιαιτέρως αναγκαία την εξέταση του ευρύτερου πλαισίου της διατάξεως, συμπεριλαμβανομένου του γενικού συστήματος στο οποίο αυτή εντάσσεται, και των σκοπών της.

γ) Οι σκοποί

34.

Όταν το ζήτημα είναι να διαπιστωθεί αν διάταξη του δικαίου της Ένωσης έχει προβάδισμα έναντι συγκρουόμενου με αυτήν εθνικού κανόνα, το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει ότι οι επιδιωκόμενοι στο εθνικό επίπεδο σκοποί διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο, αφήνοντας περιθώριο για δικαιολόγηση του εθνικού μέτρου με βάση τις απαιτήσεις αναλογικότητας ( 18 ).

35.

Ωστόσο, η εν λόγω δυνατότητα εθνικής διαφοροποιήσεως εξαρτάται φυσικά από την έκταση και την καθολικότητα του προβαδίσματος του δικαίου της Ένωσης (όπως έχει επίσης λεχθεί από την «πληρότητα της εναρμονίσεως» ( 19 )). Τούτο εξηγεί τη διαπίστωση ότι η θέσπιση οποιουδήποτε εθνικού μέςτρου που επεμβαίνει στον μηχανισμό διαμορφώσεως των τιμών, στα στάδια παραγωγής και εμπορίας, σε μια κοινή οργάνωση αγοράς υπό το παλαιό καθεστώς απαγορευόταν «όποιος και αν είναι ο φερόμενος ή αποδεδειγμένος σκοπός [τους]» ( 20 ), ή «ακόμη και αν το μέτρο αυτό αποβλέπει στη στήριξη της κοινής πολιτικής της [Ένωσης]» ( 21 ).

36.

Αντιθέτως, σε νομοθετικούς τομείς οι οποίοι δεν έχουν καλυφθεί πλήρως από τη νομοθεσία της Ένωσης, ή στους οποίους καταργήθηκαν οι ρυθμίσεις σε επίπεδο Ένωσης, η εξέταση της συμβατότητας των εθνικών κανόνων με το δίκαιο της Ένωσης μπορεί να λαμβάνει υπόψη τους σκοπούς που επιδιώκονται σε αμφότερα τα επίπεδα. Ως εκ τούτου, εθνικοί κανόνες με τους οποίους επιδιώκονται σκοποί γενικού συμφέροντος μη καλυπτόμενοι από την επίμαχη πράξη του δικαίου της Ένωσης, όπως η προστασία της ανθρώπινης υγείας, έχουν κριθεί συμβατοί με το δίκαιο της Ένωσης, υπό την επιφύλαξη ότι πληρούν τις απαιτήσεις της αρχής της αναλογικότητας, ακόμη και αν οι κανόνες αυτοί έχουν αντίκτυπο σε κοινή οργάνωση αγοράς ( 22 ). Το Δικαστήριο έχει επίσης επισημάνει ότι «το γεγονός και μόνο της εγκαθιδρύσεως κοινής οργανώσεως αγοράς δεν έχει ως αποτέλεσμα να εξαιρεί τους γεωργούς από κάθε εθνική κανονιστική ρύθμιση που επιδιώκει διαφορετικούς στόχους από αυτούς που καλύπτονται από την κοινή οργάνωση αγοράς, ακόμη και αν η ρύθμιση αυτή μπορεί να έχει επίπτωση στη λειτουργία της αγοράς στον οικείο τομέα» ( 23 ).

37.

Ωστόσο, σε μια κατάσταση όπου οι επίμαχοι κανόνες επιδιώκουν τους ίδιους σκοπούς με τον συγκρουόμενο κανόνα του δικαίου της Ένωσης, οι εθνικές διατάξεις αποκλείονται ( 24 ). Η διαφοροποιημένη αυτή προσέγγιση οφείλεται στο γεγονός ότι, όταν οι συγκρουόμενοι κανόνες επιδιώκουν τους ίδιους σκοπούς, οι εθνικοί κανόνες συγκρούονται με τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης απλώς επειδή επιδιώκουν την καθιέρωση διαφορετικής νομοθετικής ισορροπίας επί τη βάσει παραγόντων του ίδιου είδους. Με άλλα λόγια, έχοντας συνεκτιμήσει όλους τους κρίσιμους παράγοντες, ο νομοθέτης της Ένωσης προέκρινε συγκεκριμένη νομοθετική λύση, η οποία απαιτεί την επίτευξη ισορροπίας μεταξύ των επίμαχων διαφορετικών συμφερόντων και παραγόντων. Ο εθνικός κανόνας που επιδιώκει τους ίδιους σκοπούς αλλά μέσω διαφορετικού κανονιστικού συστήματος συνεπάγεται επανεκτίμηση του ίδιου ζητήματος.

38.

Αντιθέτως, η ύπαρξη διαφορετικών σκοπών σημαίνει ότι οι παράγοντες που αμφότεροι οι νομοθέτες είχαν υπόψη ήσαν διαφορετικού είδους. Επί παραδείγματι, μπορεί να αφορούν διαφορετικούς κλάδους του δικαίου οι οποίοι μόνον παρεμπιπτόντως συνδέονται με πράξη του δικαίου της Ένωσης, ή ακόμη σε τομέα που καλύπτεται από το δίκαιο της Ένωσης μπορεί να αφορούν διαφορετικό στάδιο της διαδικασίας παραγωγής/διανομής ή διαφορετικούς φορείς. Ο εθνικός νομοθέτης διαθέτει κάποια ελευθερία να επιδιώκει άλλους σκοπούς δημοσίου συμφέροντος, τους οποίους ο νομοθέτης της Ένωσης δεν έλαβε (ή δεν μπορούσε να λάβει) υπόψη κατά τη θέσπιση του επίμαχου κανόνα της Ένωσης.

39.

Επισημαίνω μια σημαντική διευκρίνιση: η διαφορά στους επιδιωκόμενους σκοπούς πρέπει να αφορά το είδος, όχι μόνον τον βαθμό. Ως εκ τούτου, επί παραδείγματι, όταν θεσπίζεται μέτρο της Ένωσης με το οποίο επιδιώκεται η προστασία των καταναλωτών, στο πλαίσιο του οποίου επιτεύχθηκε ισορροπία ειδικά μεταξύ, αφενός, της προστασίας των καταναλωτών και, αφετέρου, του ανταγωνισμού και της ελευθερίας των συμβάσεων, κατά πάσα πιθανότητα δεν συνυπολογίστηκε ο σκοπός προστασίας της δημόσιας υγείας ή του περιβάλλοντος. Αυτό είναι διαφορετικό από την περίπτωση στην οποία τόσο τα μέτρα της Ένωσης όσο και τα εθνικά μέτρα επιδιώκουν την επίτευξη σκοπού του ίδιου είδους, αλλά με την απόδοση διαφορετικού βάρους όσον αφορά τους σκοπούς αυτούς. Τούτο θα συνέβαινε αν η εθνική νομοθεσία του προηγούμενου παραδείγματός μου έδινε μεγαλύτερη έμφαση στην προστασία των καταναλωτών απ’ ό,τι το δίκαιο της Ένωσης στη συγκεκριμένη περίπτωση, θεσπίζοντας, επί παραδείγματι, πιο ακριβείς και λεπτομερείς απαγορεύσεις. Τούτο θα συνεπαγόταν την ύπαρξη διαφοράς στον βαθμό ή στην ακρίβεια, αλλά οι επίμαχοι κανόνες πάλι θα επιδίωκαν σκοπούς του ίδιου είδους.

40.

Τέλος, ακόμη και αν υφίσταται πραγματική διαφορά ως προς το είδος των σκοπών, ήδη επισημάνθηκε ότι η θέσπιση εθνικών κανόνων που επιδιώκουν διαφορετικούς σκοπούς, όποιον «αντίκτυπο» και αν έχουν οι κανόνες αυτοί σε κοινή οργάνωση αγοράς, πρέπει οπωσδήποτε να είναι δικαιολογημένη. Οι περιορισμοί που απορρέουν από την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας σημαίνουν κατ’ ανάγκην ότι οι σκοποί αυτοί πρέπει να βρίσκονται σε ισορροπία με αυτούς της κοινής γεωργικής πολιτικής και της κοινής οργανώσεως αγοράς, καθώς και ότι το μέτρο πρέπει να είναι πρόσφορο και να μην υπερβαίνει το αυστηρώς αναγκαίο όριο ( 25 ).

41.

Εντός αυτού του πλαισίου αναλύσεως νοώ τις πρόσφατες κρίσεις του Δικαστηρίου στην απόφαση στην υπόθεση Scotch Whisky Association κ.λπ. ( 26 ) Η εν λόγω υπόθεση αφορούσε εθνικούς κανόνες με τους οποίους επιβάλλονταν ελάχιστες τιμές στη λιανική πώληση οινοπνευματωδών ποτών για την προστασία της ανθρώπινης υγείας. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η εθνική νομοθεσία ήταν ικανή να θίξει τον ανταγωνισμό, εμποδίζοντας ορισμένους παραγωγούς ή εισαγωγείς να αποκτήσουν το πλεονέκτημα των χαμηλότερων τιμών Το Δικαστήριο έκρινε ότι η εθνική νομοθεσία αντέβαινε στην αρχή της ελεύθερης διαμορφώσεως των τιμών των γεωργικών προϊόντων στο πλαίσιο ελεύθερου ανταγωνισμού, η οποία αποτελεί το βάθρο του κανονισμού 1308/2013. Ωστόσο, εφόσον με τον εθνικό κανόνα επιδιωκόταν σκοπός γενικού συμφέροντος πέραν αυτών που καλύπτονταν από τον κανονισμό 1308/2013, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο κανόνας δεν θα αποκλειόταν αν ήταν σύμφωνος με την αρχή της αναλογικότητας.

42.

Προέκυψε ότι ειδικά ο σκοπός προστασίας της δημόσιας υγείας δεν αποτέλεσε μέρος της εξισώσεως στο πλαίσιο της ισορροπίας που επετεύχθη από τον νομοθέτη της Ένωσης στο ενωσιακό επίπεδο κατά τη θέσπιση των κανόνων για τη λειτουργία της κοινής αγοράς όσον αφορά τα αμπελοοινικά προϊόντα ( 27 ). Ο σκοπός αυτός αποτελούσε μέρος ενός διαφορετικού εθνικού κανονιστικού καθεστώτος που διεπόταν από διαφορετικούς παράγοντες, το οποίοι μόνο σε παρεμπίπτοντα ζητήματα επικαλύπτονταν με το καθεστώς της Ένωσης. Ο επίμαχος εθνικός κανόνας ήταν μέτρο το οποίο είχε εφαρμογή μόνο στο στάδιο λιανικής πωλήσεως. Ως εκ τούτου, μολονότι επίσης η λιανική πώληση αποτελεί φυσικά στάδιο (το τελευταίο στάδιο) της εμπορικής αλυσίδας, η επικάλυψη και η συνακόλουθη σύγκρουση μεταξύ των κανόνων της Ένωσης και των εθνικών κανόνων ήταν πράγματι περιθωριακή.

Β.   Η υπό κρίση υπόθεση

43.

Έχοντας υπόψη τις ανωτέρω γενικές διευκρινίσεις, έρχομαι τώρα στην εξέταση της υπό κρίση υποθέσεως.

44.

Με τα ερωτήματά του, το εθνικό δικαστήριο ερωτά σχετικά με τη συμβατότητα του άρθρου 3, παράγραφος 3, σημεία 1 και 3, και του άρθρου 5 του νόμου περί απαγορεύσεως των αθέμιτων πρακτικών με το άρθρο 148, παράγραφος 4, του κανονισμού 1308/2013. Επομένως, το περιεχόμενο και το πεδίο εφαρμογής της τελευταίας διατάξεως αποτελούν λογικά το σημείο αφετηρίας της εξετάσεως, σε ενωσιακό επίπεδο, της όποιας δυνητικής συγκρούσεως και παράλληλα θα καθορίσει το πόσο αφηρημένη πρέπει να είναι η ανάλυση της υπάρξεως προβαδίσματος.

45.

Επομένως, τα όσα προβάλλει η Γαλλική Κυβέρνηση, περί του ότι το πλαίσιο αναφοράς για την εξέταση του αν είναι πλήρης η εναρμόνιση είναι ο γενικός τομέας των «συμβατικών σχέσεων» ή του εμπορικού δικαίου, υποστηρίζοντας ότι οι κανόνες που εφαρμόζονται σε ολόκληρο τον τομέα των συμβατικών σχέσεων δεν μπορούν να αποκλειστούν διότι δεν προκύπτει τέτοιου είδους εναρμόνιση από τον κανονισμό 1308/2013, δεν είναι πειστικά. Πέραν των περιπτώσεων προβαδίσματος λόγω «πεδίου» ή «τομέα», στις οποίες δεν ανήκει (ή δεν ανήκει πλέον) το εν λόγω στοιχείο της κοινής οργανώσεως της αγοράς γάλακτος, η εξέταση πρέπει να επικεντρωθεί στην πραγματική σύγκρουση κανόνων. Δεχόμενες το εν λόγω πλαίσιο αναφοράς, η Γερμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή επικεντρώθηκαν, ορθώς κατά την άποψή μου, στον συγκεκριμένο κανόνα ο οποίος αφορά την ελεύθερη διαπραγμάτευση όλων των συμβατικών στοιχείων για την παράδοση νωπού γάλακτος (συμπεριλαμβανομένης της τιμής του), τα οποία αφορά το άρθρο 148, παράγραφος 4, του κανονισμού 1308/2013.

46.

Προκειμένου να δοθεί απάντηση στα ερωτήματα που έθεσε το αιτούν δικαστήριο, πρέπει πρώτα να εξακριβωθούν το ακριβές περιεχόμενο και η ερμηνεία του εν λόγω κανόνα που περιλαμβάνεται στο άρθρο 148, παράγραφος 4, του κανονισμού 1308/2013 (υπό 1). Δεύτερον, πρέπει να εξεταστεί αν οι επίμαχες εθνικές διατάξεις συγκρούονται με την εν λόγω διάταξη (υπό 2). Αν συμβαίνει αυτό, μόνον αν με τον συγκρουόμενο εθνικό κανόνα επιδιώκονται διαφορετικοί σκοποί θα μπορεί αυτός να είναι συμβατός με το δίκαιο της Ένωσης – υπό την επιφύλαξη ότι ικανοποιούνται οι απαιτήσεις της αρχής της αναλογικότητας (υπό 3).

47.

Μετά την ολοκλήρωση της ανωτέρω αναλύσεως, θα οφείλω να συναγάγω ότι, εφόσον με το άρθρο 3, παράγραφος 3, σημεία 1 και 3, και με το άρθρο 5 του νόμου περί απαγορεύσεως των αθέμιτων πρακτικών όντως επιδιώκονται σκοποί του ίδιου είδους με εκείνους που είναι σύμφυτοι με το άρθρο 148, παράγραφος 4, του κανονισμού 1308/2013 και ελήφθησαν υπόψη από τον νομοθέτη της Ένωσης κατά τη θέσπιση της εν λόγω διατάξεως, οι επίμαχοι εθνικοί κανόνες αντιβαίνουν στο δίκαιο της Ένωσης (υπό 4).

1. Το άρθρο 148, παράγραφος 4, του κανονισμού 1308/2013 και ο κανόνας της «ελεύθερης διαπραγματεύσεως όλων των συμβατικών στοιχείων»

48.

Το άρθρο 148 του κανονισμού 1308/2013 πρέπει να αναλυθεί εντός του πλαισίου της εξελίξεως της ρυθμίσεως της κοινής οργανώσεως της αγοράς στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων ( 28 ). Οι διαδοχικές μεταρρυθμίσεις της κοινής γεωργικής πολιτικής επέφεραν μεταβολή στην προσέγγιση, η οποία μεταβολή καθορίστηκε από τη μεγαλύτερη έμφαση που δόθηκε στον προσανατολισμό προς την αγορά και στην ανταγωνιστικότητα ( 29 ).

49.

Ωστόσο, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η δύσκολη κατάσταση της αγοράς στον εν λόγω τομέα, κρίθηκε αναγκαία η θέσπιση συμπληρωματικών μέτρων, σύμφωνα με τις συστάσεις της υψηλού επιπέδου ομάδας εμπειρογνωμόνων για το γάλα. Στα εν λόγω μέτρα (στηρίξεως) περιλαμβανόταν σύσταση για τη θέσπιση διατάξεων όσον αφορά τις συμβατικές σχέσεις. Στο πλαίσιο αυτό, το 2012 εισήχθη στον κανονισμό (ΕΚ) 1234/2007 διάταξη αντίστοιχη με το νυν άρθρο 148 ( 30 ).

50.

Η θέσπιση διατάξεως σχετικά με τη χρήση τυποποιημένων γραπτών συμβάσεων θεωρήθηκε ως ένα τέτοιο μέτρο στηρίξεως στον τομέα του γάλακτος, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι το σύστημα κοινών τιμών δεν είχε πλέον εφαρμογή, καθώς και του ότι το σύστημα των ποσοστώσεων πλησίαζε στη λήξη του. Ο νομοθέτης της Ένωσης εκτίμησε ότι η χρήση τυποποιημένων γραπτών συμβάσεων μπορεί να «βοηθή[σει] στην ενίσχυση της ευθύνης των εμπορευομένων στη γαλακτοκομική αλυσίδα και στην ενίσχυση της ευαισθητοποίησης σχετικά με την ανάγκη να λαμβάνονται καλύτερα υπόψη τα μηνύματα της αγοράς, στη βελτίωση της μετάδοσης των μεταβολών στις τιμές και στην προσαρμογή της προσφοράς στη ζήτηση, καθώς και […] στο να αποφεύγονται ορισμένες αθέμιτες εμπορικές πρακτικές» ( 31 ). Η διάταξη σχετικά με τις συμβατικές σχέσεις, η οποία αρχικά ήταν προσωρινού χαρακτήρα, εν συνεχεία κατέστη μόνιμο μέτρο ( 32 ) και επεκτάθηκε σε τομείς εκτός του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων ( 33 ).

51.

Κατά το άρθρο 148 του κανονισμού 1308/2013, όταν τα κράτη μέλη αποφασίσουν ότι οι παραδόσεις νωπού γάλακτος από γεωργό σε μεταποιητή πρέπει να καλύπτονται από γραπτή σύμβαση (όπως, κατά το αιτούν δικαστήριο, συμβαίνει στη Λιθουανία), οι εν λόγω συμβάσεις πρέπει, κατά την παράγραφο 1 της εν λόγω διατάξεως, να πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις. Όπως διευκρινίζεται στην αιτιολογική σκέψη 127, ο κανονισμός προβλέπει ορισμένους βασικούς όρους για τη χρήση των εν λόγω συμβάσεων προκειμένου να διασφαλιστούν κατάλληλα ελάχιστα πρότυπα για τις εν λόγω συμβάσεις και να εξασφαλιστεί η εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και της κοινής οργανώσεως αγοράς. Για την επιτέλεση της εν λόγω λειτουργίας, στο άρθρο 148, παράγραφος 2, του κανονισμού 1308/2013 καθορίζεται το ελάχιστο περιεχόμενο των συμβάσεων αυτών, στο οποίο περιλαμβάνεται η τιμή ( 34 ).

52.

Το άρθρο 148, παράγραφος 2, αναφέρει περαιτέρω ότι η σύμβαση προηγείται της παραδόσεως και πρέπει να συντάσσεται γραπτώς· πρέπει να περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, στοιχεία όπως η τιμή, η ποσότητα του παραδοθέντος γάλακτος και το χρονοδιάγραμμα των παραδόσεων, η διάρκεια ισχύος της συμβάσεως, λεπτομέρειες σχετικά με τις πληρωμές, ρυθμίσεις για τη συλλογή ή την παράδοση, καθώς και κανόνες εφαρμοστέοι σε περίπτωση ανωτέρας βίας. Το άρθρο 148, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, σημείο i, διευκρινίζει ότι το στοιχείο «τιμή», το οποίο περιλαμβάνεται υποχρεωτικά στη γραπτή σύμβαση, μπορεί να εκφράζεται με διαφορετικούς τρόπους: η τιμή είναι σταθερή και ορίζεται στη σύμβαση και/ή υπολογίζεται με συνδυασμό διαφόρων παραγόντων οριζόμενων στη σύμβαση (στους οποίους μπορούν να περιλαμβάνονται δείκτες της αγοράς που αποτυπώνουν τις αλλαγές των συνθηκών στην αγορά, η παραδιδόμενη ποσότητα και η ποιότητα ή η σύνθεση του παραδιδόμενου νωπού γάλακτος).

53.

Ωστόσο, ακόμη και αν τα κράτη μέλη ασκήσουν τη δυνατότητα, που τους παρέχεται από τον κανονισμό 1308/2013, να καταστήσουν υποχρεωτική τη χρήση γραπτών συμβάσεων, όλα τα στοιχεία των εν λόγω συμβάσεων μεταξύ πωλητών και αγοραστών –συμπεριλαμβανομένης της τιμής– πρέπει να εξακολουθήσουν να αποτελούν αντικείμενο ελεύθερης διαπραγματεύσεως. Με την εν λόγω πρόβλεψη, και όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 127 του κανονισμού, το άρθρο 148, παράγραφος 4, του κανονισμού 1308/2013 θέτει όρια στην εξουσία επεμβάσεως των κρατών μελών στον εν λόγω τομέα καθιστώντας υποχρεωτική τη χρήση γραπτών συμβάσεων. Η ίδια η διάταξη επιτρέπει μόνο δύο ειδικές παρεκκλίσεις από την αρχή της ελεύθερης διαπραγματεύσεως. Πρώτον, τα κράτη μέλη μπορούν να ορίσουν υποχρέωση των μερών να συμφωνήσουν για μια σχέση μεταξύ συγκεκριμένης ποσότητας που παραδίδεται και της τιμής που καταβάλλεται για την εν λόγω παράδοση. Δεύτερον, τα κράτη μέλη μπορούν να ορίσουν ελάχιστη διάρκεια για τις συμβάσεις μεταξύ των γεωργών και των πρώτων αγοραστών.

54.

Για να συνοψίσω την πράγματι σύνθετη διάρθρωση της εν λόγω διατάξεως, ο βασικός κανόνας που έχει λεχθεί ότι διέπει τη νέα κοινή οργάνωση αγοράς είναι η ελεύθερη διαμόρφωση των τιμών πωλήσεως στο πλαίσιο ελεύθερου ανταγωνισμού, η οποία επίσης «συνιστά έκφραση της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων υπό συνθήκες αποτελεσματικού ανταγωνισμού» ( 35 ). Κατεξαίρεση από τον κανόνα αυτόν, τα κράτη μέλη μπορούν να επιμένουν στην τήρηση σειράς διατυπώσεων στις συμβάσεις, κατ’ ουσίαν ως μέτρο στηρίξεως για τη διόρθωση τυχόν ανισορροπιών που παρουσιάζει ο συγκεκριμένος τομέας. Εντούτοις, ακόμη και αν τα κράτη μέλη προβλέπουν τέτοιες παρεκκλίσεις, η εν λόγω εξαίρεση έχει ένα απώτατο όριο: Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να φθάσουν στο σημείο να θίξουν την αρχή της ελεύθερης διαπραγματεύσεως όλων των στοιχείων των συμβάσεων, συμπεριλαμβανομένης της τιμής, με τις ήσσονες εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 148, παράγραφος 4.

55.

Σε αυτό το πλαίσιο, με γνώμονα τη φύση και το περιεχόμενο του εφαρμοστέου κανόνα του δικαίου της Ένωσης πρέπει να εξεταστούν οι επίμαχες εθνικές διατάξεις.

2. Σύγκρουση μεταξύ του άρθρου 148, παράγραφος 4, και των εθνικών διατάξεων;

α) Ερώτημα 1: το άρθρο 3, παράγραφος 3, σημείο 1, του νόμου περί απαγορεύσεως των αθέμιτων πρακτικών

56.

Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν εθνική διάταξη όπως το άρθρο 3, παράγραφος 3, σημείο 1, του νόμου περί απαγορεύσεως των αθέμιτων πρακτικών αντιβαίνει στο άρθρο 148, παράγραφος 4, του κανονισμού 1308/2013. Κατά την εν λόγω διάταξη του εθνικού δικαίου, απαγορεύεται σε αγοραστή νωπού γάλακτος να εφαρμόζει διαφορετικές τιμές νωπού γάλακτος σε πωλητές νωπού γάλακτος που ανήκουν στην ίδια ομάδα. Οι ομάδες συγκροτούνται βάσει της ανά ημέρα πωλούμενης ποσότητας νωπού γάλακτος και περιλαμβάνουν μόνον παραγωγούς που δεν ανήκουν σε αναγνωρισμένη οργάνωση παραγωγών γάλακτος. Η ίδια τιμή πρέπει να εφαρμόζεται ανά ομάδα για νωπό γάλα της ίδιας ποιότητας και συνθέσεως με αυτό που παραδίδεται στον αγοραστή με την ίδια μέθοδο.

57.

Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει περαιτέρω ότι οι συμβαλλόμενοι δεν μπορούν να συμφωνήσουν τιμή αγοράς νωπού γάλακτος λαμβάνοντας υπόψη κρίσιμους παράγοντες άλλους από εκείνους που προβλέπονται στη νομοθεσία. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέσχε το εν λόγω δικαστήριο, βάσει των κανόνων για την αγορά γάλακτος, γάλα αγοράζεται αν οι αρχικοί δείκτες ποιότητας (χρώμα, οσμή, συνεκτικότητα, θερμοκρασία, γεύση, οξύτητα, καθαρότητα, πυκνότητα, ουδετεροποιητικές και ανασταλτικές ουσίες) είναι σύμφωνοι με τους προβλεπόμενους στους κανόνες. Αν το γάλα δεν στοιχεί με άλλους δείκτες ποιότητας (όπως ο συνολικός αριθμός βακτηρίων, ο αριθμός σωματικών κυττάρων, οι ανασταλτικές ουσίες, η θερμοκρασία ψύξεως του γάλακτος), εφαρμόζονται μειώσεις στο προβλεπόμενο στους κανόνες ποσό. Κατά συνέπεια, στους παραγωγούς νωπού γάλακτος μπορούν να επιβληθούν επιβαρύνσεις ή να καταβληθούν πριμοδοτήσεις σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στη σύμβαση και, επομένως, επίσης για γάλα καλύτερης ποιότητας.

58.

Ως εκ τούτου, δεν απαγορεύεται στον αγοραστή νωπού γάλακτος να εφαρμόζει διαφορετικές τιμές αγοράς νωπού γάλακτος σε πωλητές νωπού γάλακτος που ανήκουν στην ίδια ομάδα, αλλά μόνον υπό την προϋπόθεση ότι διαφέρουν η σύνθεση και η ποιότητα του παρεχόμενου γάλακτος. Ωστόσο, η απαρίθμηση των παραγόντων που επηρεάζουν την τιμή αγοράς νωπού γάλακτος είναι εξαντλητική. Επομένως, οι συμβαλλόμενοι δεν μπορούν αν επιλέξουν ελεύθερα τους κρίσιμους παράγοντες για τον καθορισμό της τιμής.

59.

Λαμβάνοντας υπόψη τον ανωτέρω διττό περιορισμό, συντάσσομαι με την άποψη της Επιτροπής και της Γερμανικής Κυβερνήσεως ότι οι εθνικές διατάξεις δεν συνάδουν με την ελευθερία διαπραγματεύσεως όλων των στοιχείων των γραπτών συμβάσεων, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 148, παράγραφος 4, του κανονισμού 1308/2013. Επιπλέον, όπως επίσης επισήμανε η Γερμανική Κυβέρνηση, το άρθρο 148, παράγραφος 4, ρητώς προβλέπει τις εξαιρέσεις από την αρχή της ελεύθερης διαπραγματεύσεως των στοιχείων της συμβάσεως. Οι περιορισμοί που προβλέπονται στο άρθρο 3, παράγραφος 3, σημείο 1, του νόμου περί απαγορεύσεως των αθέμιτων πρακτικών δεν εμπίπτουν σε κάποια από τις εν λόγω παρεκκλίσεις.

60.

Παρά ταύτα, η Λιθουανική Κυβέρνηση υποστήριξε ότι οι συμβαλλόμενοι διαπραγματεύονται ελεύθερα τη «βασική τιμή», βάσει των δεικτών που αφορούν τη σύνθεση του γάλακτος. Το άρθρο 3, παράγραφος 3, σημείο 1, έχει ως αποτέλεσμα την εφαρμογή της βασικής τιμής σε όλα τα μέλη μιας ομάδας. Στην περίπτωση αυτή, η τιμή μπορεί να διαφοροποιείται αναλόγως των μεθόδων που χρησιμοποιούνται για την παράδοση. Επιπλέον, η τελική τιμή θα επηρεαστεί από επιβαρύνσεις, μειώσεις ή πριμοδοτήσεις που βασίζονται σε κριτήρια ποιότητας. Κατά συνέπεια, η Λιθουανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι ο εν λόγω μηχανισμός σέβεται την ελευθερία διαπραγματεύσεως των τιμών ενώ αποτρέπει τις αθέμιτες πρακτικές.

61.

Τα επιχειρήματα της Λιθουανικής Κυβερνήσεως δεν είναι πειστικά.

62.

Πρώτον, η Λιθουανική Κυβέρνηση επιμένει ότι η βασική τιμή αποτελεί αντικείμενο ελεύθερης διαπραγματεύσεως μεταξύ των συμβαλλομένων. Ωστόσο, ακόμη και αν αυτό ίσχυε όσον αφορά έναν παραγωγό, πιθανώς εκείνον με τον οποίο ο αγοραστής συνήψε την πρώτη σύμβαση εντός συγκεκριμένης ομάδας ( 36 ), το άρθρο 3, παράγραφος 3, σημείο 1, του νόμου περί απαγορεύσεως των αθέμιτων πρακτικών έχει ως συνέπεια ότι η ίδια βασική τιμή πρέπει να εφαρμοστεί υποχρεωτικά σε όλους τους άλλους παραγωγούς που ανήκουν στην ίδια ομάδα. Δεν μπορώ να αντιληφθώ πώς με την επιβολή της ίδιας βασικής τιμής σε όλα τα μέλη μιας ομάδας παραγωγών τηρείται, όσον αφορά όλες τις άλλες συναπτόμενες συμβάσεις, η αρχή της ελεύθερης διαπραγματεύσεως. Κατ’ ουσίαν, η βασική τιμή έχει καθοριστεί ως προς όλους τους άλλους παραγωγούς της ομάδας αυτής.

63.

Δεύτερον, τα όσα προβάλλει η Λιθουανική Κυβέρνηση, ως προς το ότι η τιμή μπορεί επίσης να μεταβάλλεται βάσει άλλων παραγόντων που ορίζονται στη νομοθεσία, δεν οδηγούν σε διαφορετικό συμπέρασμα. Αντιθέτως, απλώς υπογραμμίζουν το γεγονός ότι, από τη στιγμή που καθορίζεται η βασική τιμή, το ίδιο συμβαίνει με όλους τους παράγοντες που μπορούν να ληφθούν υπόψη για τον υπολογισμό της ακριβούς τιμής για κάθε επιμέρους παράδοση, οπότε στην πράξη δεν υφίσταται ελεύθερη διαπραγμάτευση της τιμής.

64.

Το άρθρο 148, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, σημείο i, του κανονισμού 1308/2013 αναφέρει το ελάχιστο περιεχόμενο των συμβάσεων όσον αφορά την αναγραφή της καταβλητέας για την παράδοση τιμής, η οποία πρέπει να αναγράφεται σε αυτές. Η σύμβαση πρέπει να αναφέρει μια τιμή που είναι σταθερή και/ή μια τιμή που υπολογίζεται με συνδυασμό διαφόρων παραγόντων οι οποίοι πρέπει να αναγράφονται στη σύμβαση. Ενδεικτικά, η εν λόγω διάταξη αναφέρει παράγοντες «όπως δείκτες της αγοράς που αποτυπώνουν τις αλλαγές των συνθηκών στην αγορά, η παραδιδόμενη ποσότητα και η ποιότητα ή η σύνθεση του παραδιδόμενου νωπού γάλακτος».

65.

Από τη χρήση των συνδέσμων «και/ή» στο άρθρο 148, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, σημείο i, προκύπτει ότι ο κανονισμός 1308/2013 είναι ουδέτερος όσον αφορά τον μηχανισμό τιμολογήσεως που θα επιλεγεί από τους συμβαλλόμενους. Επιπλέον, η λέξη «όπως» δείχνει ότι οι παράγοντες που αναφέρει η δεύτερη περίπτωση του άρθρου 148, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, σημείο i, είναι απλώς ενδεικτικοί και ότι θα μπορούσαν να περιλαμβάνονται άλλα ή και λιγότερα στοιχεία.

66.

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το βασικό νόημα του άρθρου 148, παράγραφος 4, παραμένει το ίδιο: τα συμβαλλόμενα μέρη πρέπει να έχουν τη δυνατότητα ελεύθερης διαπραγματεύσεως όλων των στοιχείων μιας συμβάσεως. Η πρόβλεψη από νομοθετική πράξη κράτους μέλους ενός αμετάβλητου καταλόγου παραγόντων που θα μπορούσαν αυτοί και μόνον να λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό της ακριβούς τιμής κάθε παραδόσεως, τον οποίο πρέπει να εφαρμόζουν υποχρεωτικά όλοι οι συμβαλλόμενοι, δεν συνάδει με την ανωτέρω διάταξη.

67.

Κατά συνέπεια, συνάγεται ότι η επίμαχη στην υπό κρίση υπόθεση διάταξη περιορίζει την ελευθερία των συμβαλλομένων να διαπραγματεύονται την τιμή αγοράς νωπού γάλακτος από δύο απόψεις: συνδέει τη βασική τιμή με την ομάδα και συνεπάγεται ότι οι συμβαλλόμενοι δεν μπορούν να συμφωνήσουν διαφορετική τιμή αγοράς νωπού γάλακτος λαμβάνοντας υπόψη οποιουσδήποτε παράγοντες άλλους από εκείνους που προσδιορίζει η εθνική νομοθεσία.

β) Ερώτημα 2: η απαγόρευση των αδικαιολόγητων μειώσεων της τιμής

68.

Με το δεύτερο ερώτημά του, το εθνικό δικαστήριο επιθυμεί να διευκρινιστεί αν οι εθνικοί κανόνες κατά τους οποίους απαγορεύεται στους αγοραστές νωπού γάλακτος να μειώνουν αδικαιολόγητα την τιμή του νωπού γάλακτος αντίκεινται στο άρθρο 148, παράγραφος 4, του κανονισμού 1308/2013. Όταν η μείωση της τιμής υπερβαίνει το 3 %, η μείωση αυτή επιτρέπεται μόνον αν η αρμόδια αρχή (η ρυθμιστική αρχή της αγοράς) κρίνει την εν λόγω μείωση δικαιολογημένη.

69.

Κατά τη Λιθουανική Κυβέρνηση, το άρθρο 3, παράγραφος 3, σημείο 3, και το άρθρο 5 του νόμου περί απαγορεύσεως των αθέμιτων πρακτικών σκοπούν να παράσχουν εγγυήσεις για την αποφυγή των αδικαιολόγητων μεταβολών των τιμών μετά τη σύναψη της συμβάσεως. Με τις εν λόγω διατάξεις δεν καθιερώνεται περιορισμός στην ελεύθερη διαπραγμάτευση των τιμών, αλλά εγγύηση ότι η τιμή δεν θα μεταβληθεί εάν δεν παρατεθούν αντικειμενικοί λόγοι.

70.

Η Γερμανική Κυβέρνηση υποστήριξε ότι το άρθρο 3, παράγραφος 3, σημείο 3, του νόμου περί απαγορεύσεως των αθέμιτων πρακτικών δεν αντιβαίνει στο άρθρο 148, παράγραφος 4, του κανονισμού 1308/2013. Η εν λόγω κυβέρνηση προβάλλει ότι ο κανόνας αυτός αφορά τη μονομερή συμπεριφορά ενός εκ των συμβαλλομένων μετά τη σύναψη της συμβάσεως και, ως εκ τούτου, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 148, παράγραφος 4, καθόσον αφορά πτυχή η οποία δεν ρυθμίζεται από το εν λόγω άρθρο: την αποτροπή αθέμιτων πρακτικών.

71.

Η Επιτροπή προβάλλει ότι η εν λόγω διάταξη, η οποία είναι παρεμφερής με το άρθρο 3, παράγραφος 3, σημείο 1, του νόμου περί απαγορεύσεως των αθέμιτων πρακτικών, συνιστά περιορισμό της ελευθερίας διαπραγματεύσεως της τιμής, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 148, παράγραφος 4, του κανονισμού 1308/2013, και ως εκ τούτου αντίκειται στο τελευταίο αυτό άρθρο.

72.

Συμφωνώ με την Επιτροπή στο σημείο αυτό.

73.

Κατ’ αρχάς, ομολογώ ότι το άρθρο 3, παράγραφος 3, σημείο 3, και το άρθρο 5 του νόμου περί απαγορεύσεως των αθέμιτων πρακτικών μού δημιουργούν κάποιον προβληματισμό. Αυτή αύτη η ύπαρξή τους φαίνεται να συνεπάγεται ότι, παρά το γεγονός ότι είναι υποχρεωτικό να υπάρχουν γραπτές συμβάσεις (ακόμη και μετά τον καθορισμό κοινών τιμών εντός της ομάδας, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 3, σημείο 1, του εν λόγω νόμου), πάλι μπορεί να υπάρξει υψηλός βαθμός αστάθειας όσον αφορά την τιμή μετά τη σύναψη τέτοιας γραπτής συμβάσεως, δεδηλωμένος σκοπός της οποίας ήταν η εξασφάλιση της σταθερότητας στο πλαίσιο των συμβατικών σχέσεων.

74.

Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Λιθουανική Κυβέρνηση διευκρίνισε ότι ο λόγος θεσπίσεως της διατάξεως αυτής είναι οι ιδιαίτερες περιστάσεις της λιθουανικής αγοράς. Λόγω της άνισης διαπραγματευτικής ισχύος μεταξύ τους, οι αγοραστές νωπού γάλακτος μπορούν να επιβάλουν χαμηλότερη τιμή στους παραγωγούς, με την απειλή ανακλήσεως μελλοντικών παραγγελιών. Κατά την εν λόγω κυβέρνηση, οι συμβατικοί όροι δεν λειτουργούν κατά τον τρόπο που θα έπρεπε να λειτουργούν όσον αφορά τους αγοραστές νωπού γάλακτος.

75.

Λαμβανομένης υπόψη της ανωτέρω πραγματικότητας, φρονώ ότι τα όσα προβάλλει η Γερμανική Κυβέρνηση –η οποία βασίζεται στη διάκριση μεταξύ του ακριβούς χρόνου συνάψεως της συμβάσεως, ως προς τον οποίο έχει εφαρμογή η αρχή της ελεύθερης διαπραγματεύσεως, και της συνακόλουθης εκτελέσεως της συμβάσεως, η οποία δεν υπόκειται σε τέτοιους κανόνες– είναι κατά κάποιον τρόπο τυπολατρικά και μη πειστικά. Οι διευκρινίσεις που παρέσχε η Λιθουανική Κυβέρνηση τονίζουν περισσότερο το γεγονός ότι η διαπραγματευτική αναντιστοιχία που υφίσταται στο στάδιο της διαπραγματεύσεως της συμβάσεως μπορεί ευχερώς να μεταφερθεί στο μεταγενέστερο στάδιο της εκτελέσεως της συμβάσεως. Τούτο μπορεί να συμβεί σε τυπικό επίπεδο (με την ενσωμάτωση συμβατικών ρητρών που θα επέτρεπαν την εν λόγω μεταβολή των τιμών, εις βάρος, προφανώς, ενός μόνον συμβαλλόμενου μέρους), ή σε πραγματικό επίπεδο (καθόσον είναι πιθανόν να συναφθούν διαδοχικές συμβάσεις μεταξύ των ίδιων συμβαλλομένων στο πλαίσιο των οποίων, όπως επισήμανε η Λιθουανική Κυβέρνηση, η «μη συνεργασία» για τη «μη εκτέλεση» μιας συμβάσεως θα μπορούσε να οδηγήσει σε «λιγότερο ευνοϊκούς όρους» στο πλαίσιο της επόμενης συμβάσεως μεταξύ των ίδιων συμβαλλομένων).

76.

Πάντως, από την εξέταση αμφοτέρων των ανωτέρω απόψεων, κατ’ εμέ προκύπτει επίσης με σαφήνεια ότι με τις οικείες διατάξεις όντως επιδιώκεται περιορισμός της ελευθερίας διαπραγματεύσεως στοιχείων της συμβάσεως, πράγμα το οποίο θίγει τη λειτουργία του άρθρου 148, παράγραφος 4, του κανονισμού. Οι εν λόγω διατάξεις περιορίζουν τη δυνατότητα ελεύθερης διαπραγματεύσεως μειώσεων των τιμών. Το άρθρο 3, παράγραφος 3, σημείο 3, του νόμου περί απαγορεύσεως των αθέμιτων πρακτικών επιβάλλει απόλυτη απαγόρευση των αδικαιολόγητων μειώσεων, περιορίζοντας σαφώς τη συμβατική ελευθερία των μερών. Επομένως, το άρθρο 5 επεκτείνει και οριοθετεί από θεσμικής απόψεως τη λογική αυτή, εξαρτώντας τις μειώσεις των τιμών που υπερβαίνουν το 3 % από τη χορήγηση άδειας από τον αρμόδιο διοικητικό φορέα.

77.

Εν κατακλείδι, μολονότι έχω επίγνωση της οικονομικής πραγματικότητας που αποτελεί το υπόβαθρο της λειτουργίας της αγοράς νωπού γάλακτος στη Λιθουανία, δεν μπορώ να βρω τρόπο για να συμβιβάσω τους εν λόγω εθνικούς κανόνες με τον σαφώς διατυπωμένο κανόνα να μπορούν τα μέρη να διαπραγματεύονται ελεύθερα όλα τα στοιχεία της συμβάσεως.

3. Διαφορετικοί σκοποί;

78.

Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Ολλανδική Κυβέρνηση υποστήριξε, επικαλούμενη την απόφαση Scotch Whisky Association κ.λπ. ( 37 ), ότι, μολονότι οι επίμαχοι κανόνες συνεπάγονται περιορισμούς της ελευθερίας διαπραγματεύσεως που προβλέπεται στο άρθρο 148, παράγραφος 4, του κανονισμού 1308/2013, αυτοί πρέπει, εντούτοις, να εξεταστούν με γνώμονα τις απαιτήσεις της αρχής της αναλογικότητας επειδή επιδιώκουν διαφορετικούς σκοπούς από εκείνους που έχει ο εν λόγω κανονισμός. Στο πλαίσιο αυτό, η Ολλανδική Κυβέρνηση φρονεί ότι ο σκοπός που επιδιώκει ο νόμος περί απαγορεύσεως των αθέμιτων πρακτικών –η αποτροπή αθέμιτων εμπορικών πρακτικών– δεν αποτελεί αυτοτελή σκοπό του εν λόγω κανονισμού, αλλά είναι απλά μια βοηθητική πτυχή.

79.

Ομοίως, η Γαλλική Κυβέρνηση υποστήριξε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι η λύση που υιοθετήθηκε στην απόφαση Scotch Whisky Association κ.λπ. έχει εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση, καθόσον ο επίμαχος κανόνας δεν συνεπάγεται πλήρη εναρμόνιση. Το αν εθνικές διατάξεις που θίγουν ρητή διάταξη του δικαίου της Ένωσης μπορούν να επιτραπούν πάνω σε αυτή τη βάση δύναται να διαπιστωθεί μόνο με εξέταση κατά περίπτωση.

80.

Η Γερμανική Κυβέρνηση υποστηρίζει την αντίθετη άποψη. Κατά την εν λόγω κυβέρνηση, η υπό κρίση υπόθεση διαφέρει από την υπόθεση Scotch Whisky Association κ.λπ. Αντιθέτως προς την τελευταία υπόθεση, στην οποία το επίμαχο ζήτημα δεν ρυθμιζόταν από τον κανονισμό 1308/2013, η υπό κρίση υπόθεση αφορά ρητό κανόνα ο οποίος ρυθμίζει τα όρια που τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν στην ελευθερία διαπραγματεύσεως όλων των στοιχείων μιας συμβάσεως.

81.

Εφαρμοζομένου του πλαισίου αναλύσεως που εκτέθηκε στα σημεία 26 έως 42 των παρουσών προτάσεων, το βασικό ερώτημα που ανακύπτει στο παρόν στάδιο της εκτιμήσεως είναι το ακόλουθο: ποιους ακριβώς σκοπούς επιδιώκουν οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης και του εθνικού δικαίου αντιστοίχως, η σύγκρουση μεταξύ των οποίων μόλις διαπιστώθηκε;

82.

Όσον αφορά το άρθρο 148, παράγραφος 4, του κανονισμού 1308/2013, διακρίνονται δύο σκοποί. Πρώτον, ο σκοπός αυξήσεως της διαπραγματευτικής ισχύος των παραγωγών γάλακτος στον συγκεκριμένο τομέα γάλακτος. Όπως ορθώς προβάλλει η Επιτροπή, ο εν λόγω κανονισμός, όπως επισημαίνεται στην αιτιολογική του σκέψη 128, θέσπισε μέτρα για την αύξηση της διαπραγματευτικής ισχύος των παραγωγών γαλακτοκομικών προϊόντων έναντι των μεταποιητών, προκειμένου να εξασφαλιστεί αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο για τους εν λόγω παραγωγούς. Το άρθρο 149 του κανονισμού 1308/2013 επιτρέπει σε οργανώσεις παραγωγών οι οποίες αποτελούνται από παραγωγούς γαλακτοκομικών προϊόντων ή από τις ενώσεις τους να διαπραγματεύονται συλλογικά τις ρήτρες συμβάσεων παραδόσεως νωπού γάλακτος, ως εξαίρεση από την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού. Επιπλέον, ο κανονισμός στηρίζεται γενικώς (όχι μόνον όσον αφορά τον τομέα του γάλακτος) στην ικανότητα των εν λόγω οργανώσεων παραγωγών να συγκεντρώνουν την προσφορά και επομένως να συμβάλλουν στη βελτίωση της διαπραγματευτικής θέσεως των παραγωγών, προωθώντας τη δημιουργία και την αναγνώριση τέτοιων οργανώσεων ( 38 ).

83.

Δεύτερον, όπως εκτίθεται στην αιτιολογική σκέψη 138 του κανονισμού 1308/2013, η χρήση γραπτών συμβάσεων, όπως προβλέπεται στα άρθρα 148 και 168 του κανονισμού 1308/2013, θεωρείται γενικώς ως εργαλείο που μπορεί να βοηθήσει για την αποφυγή ορισμένων αθέμιτων εμπορικών πρακτικών. Η αντίστοιχη με το άρθρο 148 διάταξη παρεμβλήθηκε στον κανονισμό 1234/2007 με τον κανονισμό 261/2012, λαμβανομένου ρητώς υπόψη ότι η χρήση τυποποιημένων γραπτών συμβάσεων θα συνέβαλλε στην αποφυγή ορισμένων αθέμιτων εμπορικών πρακτικών ( 39 ). Ειδικότερα, οι αιτιολογικές σκέψεις του κανονισμού 261/2012 καθιστούν σαφές ότι οι παράγοντες που οδήγησαν στη θέσπιση της αντίστοιχης με το νυν άρθρο 148 του κανονισμού 1308/2013 διατάξεως ήσαν ότι, παρά τις μεγάλες διαφορές στις συνθήκες που επικρατούν στα κράτη μέλη όσον αφορά τους τομείς παραγωγής και μεταποίησης γαλακτοκομικών προϊόντων, σε πολλές περιπτώσεις η συγκέντρωση της προσφοράς είναι χαμηλή, με αποτέλεσμα να προκαλούνται ανισορροπίες μεταξύ των γεωργών και των γαλακτοκομείων όσον αφορά τη διαπραγματευτική ισχύ στην αλυσίδα εφοδιασμού, οι οποίες ευνοούν τη δημιουργία αθέμιτων εμπορικών πρακτικών ( 40 ).

84.

Όσον αφορά τους σκοπούς που επιδιώκει ο νόμος περί απαγορεύσεως των αθέμιτων πρακτικών, η Λιθουανική Κυβέρνηση επισήμανε ότι οι επίμαχοι κανόνες σκοπούν στην απαγόρευση των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών, ενισχύοντας τον ανταγωνισμό και αυξάνοντας τη διαπραγματευτική ισχύ των γεωργών. Το άρθρο 3, παράγραφος 3, σημείο 1, του εν λόγω νόμου εξασφαλίζει ένα ορισμένο επίπεδο συνεργασίας μεταξύ των παραγωγών όσον αφορά τον καθορισμό των τιμών του νωπού γάλακτος ως μέσο ενισχύσεως της διαπραγματευτικής θέσεώς τους. Ως εκ τούτου, ο νόμος περί απαγορεύσεως των αθέμιτων πρακτικών αποσκοπεί στην αύξηση της διαπραγματευτικής ισχύος των παραγωγών γάλακτος καθώς και στην αποφυγή αθέμιτων εμπορικών πρακτικών στον τομέα του γάλακτος.

85.

Επομένως, είναι προφανές ότι οι σκοποί που επιδιώκονται με τις επίμαχες εθνικές διατάξεις ταυτίζονται με τους σκοπούς του κανονισμού. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η ίδια η Λιθουανική Κυβέρνηση το παραδέχτηκε. Ο νομοθέτης της Ένωσης συνέταξε το άρθρο 148 του κανονισμού 1308/2013 έχοντας συνυπολογίσει παράγοντες ακριβώς της ίδιας φύσεως με εκείνους που οδήγησαν τον Λιθουανό νομοθέτη στη θέσπιση των προσβαλλόμενων διατάξεων του νόμου περί απαγορεύσεως των αθέμιτων πρακτικών. Ίσως κατέληξε σε διαφορετική ισορροπία μεταξύ των ίδιων αξιών: ο νομοθέτης της Ένωσης, επιχειρώντας να συγκεράσει τους σκοπούς του ελεύθερου ανταγωνισμού με τους ειδικούς σκοπούς της κοινής γεωργικής πολιτικής, συμπεριλαμβανομένου του σκοπού διασφαλίσεως αξιοπρεπούς βιοτικού επιπέδου για τους παραγωγούς στον τομέα του γάλακτος με την αύξηση της διαπραγματευτικής τους ισχύος και την προστασία τους κατά αθέμιτων εμπορικών πρακτικών, επέλεξε, αντί για τα ίσως πιο αυστηρά μέτρα που υιοθετήθηκαν από τον Λιθουανό νομοθέτη, να παράσχει απλώς τη δυνατότητα στα κράτη μέλη να καταστήσουν υποχρεωτική τη χρήση γραπτής συμβάσεως.

86.

Εν συνεχεία, το αν και κατά πόσον το εν λόγω μέτρο είναι πράγματι κατάλληλο και αποτελεσματικό για την επίτευξη των εν λόγω σκοπών αποτελεί διαφορετικό ζήτημα, στο οποίο θα επανέλθω στην τελευταία ενότητα των παρουσών προτάσεων. Πάντως, είναι βέβαιο ότι ο νομοθέτης της Ένωσης προέβη σε μια σαφή αξιακή επιλογή: να λάβει υπόψη τους ίδιους σκοπούς και να φθάσει στη ρύθμιση της ίδιας καταστάσεως ακριβώς στο ίδιο στάδιο της διαδικασίας παραγωγής. Για τους λόγους αυτούς, εν προκειμένω η σύγκρουση μεταξύ των κανόνων του δικαίου της Ένωσης και των εθνικών κανόνων δεν αποτελεί απλώς μια περιθωριακή περίπτωση δύο εν μέρει επικαλυπτόμενων καθεστώτων, στο πλαίσιο της οποίας θα μπορούσε ακόμη και να εξεταστεί το ενδεχόμενο περαιτέρω αναλύσεως με γνώμονα την αρχή της αναλογικότητας. Αντιθέτως, πρόκειται για θεμελιώδη λειτουργική σύγκρουση μεταξύ δύο τρόπων ρυθμίσεως του ίδιου ακριβώς ζητήματος, οι οποίοι απηχούν διαφορετικές αξιακές επιλογές μεταξύ των ίδιων σκοπών.

87.

Όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, το γεγονός ότι ακόμη δεν υπάρχουν ειδικά μέτρα του δικαίου της Ένωσης για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές μεταξύ εταιριών στην αλυσίδα του εφοδιασμού με τρόφιμα, παρά μόνον προπαρασκευαστικά μέτρα ( 41 ), δεν μεταβάλλει ουσιωδώς το ανωτέρω αποτέλεσμα.

88.

Πρόταση οδηγίας σχετικά με τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές στις σχέσεις μεταξύ επιχειρήσεων στην αλυσίδα του εφοδιασμού με τρόφιμα δημοσιεύθηκε τον Απρίλιο του 2018 ( 42 ). Είναι γεγονός ότι, όσο υφίσταται νομοθετικό περιθώριο μέχρι να εκδοθεί νομοθετική πράξη του δικαίου της Ένωσης στον εν λόγω τομέα, τα κράτη μέλη δύνανται να θεσπίζουν εθνικές διατάξεις.

89.

Ωστόσο, είναι επίσης γεγονός ότι τα μέτρα που τα κράτη μέλη δύνανται να θεσπίζουν στο μεσοδιάστημα δεν μπορούν να συγκρούονται με τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης που ήδη ισχύουν υπό το κράτος του κανονισμού 1308/2013 ή άλλων ισχυουσών πράξεων του δικαίου της Ένωσης.

90.

Εντούτοις, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Ολλανδική Κυβέρνηση σημείωσε ότι η ανωτέρω πρόταση σημαίνει ότι το δίκαιο της Ένωσης, με το άρθρο 148 του κανονισμού 1308/2013, δεν θα μπορούσε να έχει ήδη καλύψει εξαντλητικά το ζήτημα των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών (και την προστασία έναντι αυτών) στον τομέα του νωπού γάλακτος. Αν όντως το είχε κάνει, πώς θα μπορούσε η Επιτροπή να προτείνει τώρα νέα νομοθεσία στον εν λόγω τομέα; Επομένως, με την πρόταση νέας νομοθεσίας σε αυτό ακριβώς το ζήτημα, η Επιτροπή στην πράξη αναγνώρισε σιωπηρώς ότι υφίσταται συγκεκριμένο νομοθετικό κενό.

91.

Όσο ελκυστικό και αν φαίνεται εκ πρώτης όψεως το ανωτέρω επιχείρημα, μια πιο προσεκτική εξέταση αρκεί για να το ανατρέψει. Πρώτον, το υπάρχον προβάδισμα του δικαίου της Ένωσης, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω ( 43 ), επήλθε με τον κανόνα που προβλέπει ότι όλα τα στοιχεία της συμβάσεως πρέπει να αποτελούν αντικείμενο ελεύθερης διαπραγματεύσεως μεταξύ των μερών. Το γεγονός αυτό δεν αποκλείει τη θέσπιση άλλων πιθανών μέτρων που σκοπούν να αντιμετωπίσουν την ανισορροπία και τα οποία δεν θίγουν τη λειτουργία του συγκεκριμένου αυτού κανόνα. Πάντως, τα μέτρα στην υπόθεση της κύριας δίκης τη θίγουν σαφέστατα. Δεύτερον, ακόμη και αν μπορούσε να θεωρηθεί ότι υπάρχει πλήρης ταύτιση του πεδίου εφαρμογής των προταθέντων νέων κανόνων της Ένωσης με το τωρινό πεδίο εφαρμογής του άρθρου 148 και άλλων διατάξεων του κανονισμού 1308/2013, quid non, τότε το γεγονός ότι προτάθηκαν νέοι κανόνες στον ίδιο τομέα θα μπορούσε επίσης να σημαίνει απλώς ότι πρόκειται για τροποποίηση των ήδη ισχυόντων στον εν λόγω τομέα. Οι μεταγενέστερες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης μπορούν στην περίπτωση αυτή να αποτελέσουν lex posterior στο ίδιο νομοθετικό επίπεδο με τον κανονισμό 1308/2013.

4. Ενδιάμεσο συμπέρασμα

92.

Κατόπιν των ανωτέρω, φρονώ ότι το άρθρο 148, παράγραφος 4, του κανονισμού 1308/2013 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε νομοθεσία όπως η επίμαχη, η οποία για την αύξηση της διαπραγματευτικής ισχύος των παραγωγών νωπού γάλακτος και την αποφυγή αθέμιτων εμπορικών πρακτικών:

περιορίζει την ελευθερία των συμβαλλόμενων μερών να διαπραγματεύονται την τιμή αγοράς νωπού γάλακτος, υπό την έννοια ότι απαγορεύεται σε αγοραστή νωπού γάλακτος να καταβάλει διαφορετικές τιμές νωπού γάλακτος σε πωλητές της ίδιας ομάδας, όπως αυτοί ομαδοποιούνται βάσει της πωλούμενης ποσότητας γάλακτος, οι οποίοι δεν ανήκουν σε αναγνωρισμένη οργάνωση παραγωγών, για νωπό γάλα της ίδιας ποιότητας και συνθέσεως με αυτό που παραδίδεται στον αγοραστή με την ίδια μέθοδο, συνεπεία δε τούτου τα μέρη δεν μπορούν να συμφωνήσουν διαφορετική τιμή αγοράς νωπού γάλακτος λαμβάνοντας υπόψη οποιουσδήποτε άλλους παράγοντες, και η οποία·

περιορίζει την ελευθερία των συμβαλλόμενων μερών να διαπραγματεύονται την τιμή αγοράς νωπού γάλακτος, υπό την έννοια ότι απαγορεύεται σε αγοραστή νωπού γάλακτος να μειώσει αδικαιολόγητα την τιμή αγοράς νωπού γάλακτος, ενώ μείωση της τιμής κατά περισσότερο από 3 % επιτρέπεται μόνον κατόπιν χορηγήσεως σχετικής άδειας από την αρμόδια αρχή.

Γ.   Υστερόγραφο

93.

Με την αλλαγή που επήλθε στο κανονιστικό πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής και της κοινής οργανώσεως της αγοράς των γεωργικών προϊόντων, καθώς και με την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Scotch Whisky Association κ.λπ., ενδέχεται να έχουν ανακύψει αμφιβολίες ως προς το ακριβές περιθώριο που καταλείπεται για τη θέσπιση εθνικών κανόνων όταν με αυτούς επιδιώκονται θεμιτοί σκοποί που δεν καλύπτονται από τις νομοθετικές πράξεις της κοινής γεωργικής πολιτικής.

94.

Λαμβανομένης υπόψη της μεταβληθείσας κανονιστικής προσεγγίσεως και λογικής που εξέτασα στις παρούσες προτάσεις, υφίσταται κάποιο περιθώριο εθνικών διαφοροποιήσεων, ιδίως στα άκρα της αγοράς, όταν οι δυνάμεις της αγοράς πρέπει να συγκεραστούν με άλλους σκοπούς και αξίες. Ωστόσο, φρονώ ότι η εν λόγω «άδεια για διαφοροποίηση», ακόμη και αν ωθείται από εντελώς θεμιτούς σκοπούς, δεν μπορεί να φθάσει στο σημείο να αρχίσει την αποδόμηση της κανονιστικής βάσεως της ενιαίας κοινής οργανώσεως της αγοράς.

95.

Οι ανωτέρω παραδοχές σε καμία περίπτωση δεν αναιρούν τη νομιμότητα και τη βασιμότητα αυτού που ο Λιθουανός νομοθέτης επιδίωξε να επιτύχει με τις προσβαλλόμενες διατάξεις του νόμου περί απαγορεύσεως των αθέμιτων πρακτικών. Πράγματι, προσωπικά συμμερίζομαι σε μεγάλο βαθμό τους εν λόγω σκοπούς. Με τις επίμαχες εθνικές διατάξεις επιδιώκεται η ρύθμιση συγκεκριμένου εθνικού πλαισίου, όπου η προσέγγιση του κανονισμού, η οποία στηρίζεται στη δυναμική των οργανώσεων και ενώσεων των παραγωγών, δεν φαίνεται να έχει λειτουργήσει ικανοποιητικά. Η πλέον πρόσφατη έκθεση της Επιτροπής όσον αφορά την εφαρμογή των σχετικών διατάξεων του κανονισμού 1308/2013 απηχεί την εν λόγω πραγματικότητα στο εθνικό επίπεδο, καθόσον αναφέρει την αντίσταση που σε κάποια κράτη μέλη προβάλλεται σχετικά με τη «συνεταιριστική προσέγγιση» ως έναν από τους λόγους για τους οποίους ο κανονισμός δεν παρουσιάζει πλήρη επιτυχία ( 44 ).

96.

Ωστόσο, για να μην καταλήξει η οργάνωση της αγοράς των γεωργικών προϊόντων να θυμίζει το Emmental, ακόμη και αυτοί οι προβληματισμοί δεν πρέπει να νομιμοποιούν τα κράτη μέλη να παρεκκλίνουν μονομερώς από σαφείς απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης. Πρώτον, ο κανονισμός 1308/2013 προβλέπει τη θέσπιση συγκεκριμένων μέτρων για την αντιμετώπιση συγκεκριμένων προβλημάτων ( 45 ). Δεύτερον, επιδιώκει επίσης την εξασφάλιση της ανταποκρίσεως του νομοθέτη της Ένωσης με την προσθήκη υποχρεώσεων κοινοποιήσεως και υποβολής εκθέσεων ( 46 ).

97.

Τρίτον και πάνω απ’ όλα, γενικώς, τα κράτη μέλη οφείλουν, κατ’ εφαρμογήν της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας, να συμμορφώνονται με το δίκαιο της Ένωσης. Σε περιπτώσεις που ανακύπτουν δυσχέρειες και προβλήματα κατά την εφαρμογή, τα κράτη μέλη, αν κρίνουν αναγκαίο να αντιμετωπίσουν τα εν λόγω προβλήματα, οφείλουν να αξιοποιούν τα κατάλληλα θεσμικά μέσα που παρέχονται σε επίπεδο Ένωσης προκειμένου να προωθήσουν μια νομοθετική αλλαγή και τη σταδιακή προσαρμογή στις εξελισσόμενες συνθήκες ( 47 ).

98.

Ωστόσο, το καθήκον καλόπιστης συνεργασίας λειτουργεί αμφίδρομα. Επιβάλλει όχι μόνο στα κράτη μέλη, αλλά και στα θεσμικά όργανα την υποχρέωση «να συνεργάζονται καλόπιστα για να υπερνικηθούν οι δυσκολίες τηρουμένων πλήρως των διατάξεων της Συνθήκης και των άλλων […] διατάξεων [της Ένωσης], ιδίως δε εκείνων που ρυθμίζουν την κοινή οργάνωση των αγορών στον σχετικό τομέα» ( 48 ).

99.

Στο πλαίσιο αυτό, ο νομοθέτης της Ένωσης έχει καθήκον να αντιδρά εγκαίρως όταν διαπιστώνονται τέτοιες εξελίξεις ( 49 ). Όπως έχω επισημάνει στο πλαίσιο άλλων προτάσεών μου, το γεγονός ότι ο νομοθέτης της Ένωσης διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια, ιδίως στον τομέα της κοινής γεωργικής πολιτικής, δεν σημαίνει ότι αυτός διαθέτει «λευκή επιταγή», στο πλαίσιο της οποίας ρυθμιστικές επιλογές του παρελθόντος σχετικές με την οργάνωση αγοράς μπορούν να θεωρούνται μόνιμος και επαρκής δικαιολογητικός λόγος για τη διαρκή εφαρμογή τους σε μια αγορά και σε ένα κοινωνικό πλαίσιο που έχουν μεταβληθεί σημαντικά ( 50 ). Πράγματι, επίσης η αρχή της αναλογικότητας απαιτεί να είναι τα μέτρα του δικαίου της Ένωσης κατάλληλα σε σχέση με τους σκοπούς που επιδιώκουν, διαφορετικά το κύρος τους ενδέχεται να αμφισβητηθεί ( 51 ). Πάντως, κάθε τέτοια αμφισβήτηση θα συνιστά διαφορετική περίπτωση, η οποία θα απαιτεί την προβολή διαφορετικής επιχειρηματολογίας και την προσκόμιση διαφορετικών αποδείξεων ενώπιον του Δικαστηρίου.

V. Πρόταση

100.

Κατόπιν των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα του Lietuvos Respublikos Konstitucinis Teismas (Συνταγματικού Δικαστηρίου της Δημοκρατίας της Λιθουανίας) ως εξής:

«Το άρθρο 148, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΕ) 1308/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των αγορών γεωργικών προϊόντων και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 922/72, (ΕΟΚ) αριθ. 234/79, (ΕΚ) αριθ. 1037/2001 και (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε νομοθεσία όπως η επίμαχη εν προκειμένω, η οποία για την αύξηση της διαπραγματευτικής ισχύος των παραγωγών νωπού γάλακτος και την αποφυγή αθέμιτων εμπορικών πρακτικών:

περιορίζει την ελευθερία των συμβαλλόμενων μερών να διαπραγματεύονται την τιμή αγοράς νωπού γάλακτος, υπό την έννοια ότι απαγορεύεται σε αγοραστή νωπού γάλακτος να καταβάλει διαφορετικές τιμές νωπού γάλακτος σε πωλητές της ίδιας ομάδας, όπως αυτοί ομαδοποιούνται βάσει της πωλούμενης ποσότητας γάλακτος, οι οποίοι δεν ανήκουν σε αναγνωρισμένη οργάνωση παραγωγών, για νωπό γάλα της ίδιας ποιότητας και συνθέσεως με αυτό που παραδίδεται στον αγοραστή με την ίδια μέθοδο, συνεπεία δε τούτου τα μέρη δεν μπορούν να συμφωνήσουν διαφορετική τιμή αγοράς νωπού γάλακτος λαμβάνοντας υπόψη οποιουσδήποτε άλλους παράγοντες, και η οποία·

περιορίζει την ελευθερία των συμβαλλόμενων μερών να διαπραγματεύονται την τιμή αγοράς νωπού γάλακτος, υπό την έννοια ότι απαγορεύεται σε αγοραστή νωπού γάλακτος να μειώσει αδικαιολόγητα την τιμή αγοράς νωπού γάλακτος, ενώ μείωση της τιμής κατά περισσότερο από 3 % επιτρέπεται μόνον κατόπιν χορηγήσεως σχετικής άδειας από την αρμόδια αρχή.»


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.

( 2 ) Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των αγορών γεωργικών προϊόντων και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 922/72, (ΕΟΚ) αριθ. 234/79, (ΕΚ) αριθ. 1037/2001 και (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου (ΕΕ 2013, L 347, σ. 671).

( 3 ) Απόφαση τη 23ης Δεκεμβρίου 2015, Scotch Whisky Association κ.λπ. (C‑333/14, EU:C:2015:845).

( 4 ) Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2017 (ΕΕ 2017, L 350, σ. 15).

( 5 ) Μητρώο νομοθετικών πράξεων (TAR), 2015-07-09, αριθ. 11209.

( 6 ) Μητρώο νομοθετικών πράξεων (TAR), 2015-12-29, αριθ. 20903.

( 7 ) Σχετικά με τα διαδοχικά στάδια της εξελίξεως της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΚΓΠ), βλ., επί παραδείγματι: Barents, R., The Agricultural Law of the EC, Kluwer, 1994· Usher, J. A., EC Agricultural Law, Oxford University Press, 2001· McMahon, J. A., EU Agricultural Law, Oxford University Press, 2007, και Schütze, R., «Reforming the “CAP”: From Vertical to Horizontal Harmonisation», Yearbook of European Law, τόμος 28, τεύχος 1, 2009, σ. 337 έως 361.

( 8 ) Ορισμένες αποφάσεις του Δικαστηρίου φαίνεται να δέχονται την ύπαρξη προβαδίσματος επισημαίνοντας ότι «όταν [μία] ρύθμιση περί κοινής οργανώσεως αγοράς μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί πλήρες σύστημα, τα κράτη μέλη δεν έχουν πλέον καμία αρμοδιότητα στον τομέα αυτό, εκτός αν υπάρχουν ειδικές διατάξεις [της Ένωσης] που προβλέπουν το αντίθετο», απόφαση της 13ης Μαρτίου 1984, Prantl (16/83, EU:C:1984:101, σκέψη 13). Επί της εν λόγω συζητήσεως, βλ. Schütze, R., «Reforming the “CAP”: From Vertical to Horizontal Harmonisation», Yearbook of European Law, τόμος 28, τεύχος 1, 2009, σ. 337 έως 361.

( 9 ) Βλ., επί παραδείγματι, Berardis, G., «The Common organisation of agricultural markets and national price regulations», CMLRev, 1980, σ. 539 έως 551· Usher, J. A., «The Effects of Common Organisations and Policies on the Powers of a Member State», European Law Review, τόμος 2, 1977, σ. 428 έως 443.

( 10 ) Βλ., επί παραδείγματι, απόφαση της 26ης Μαΐου 2005, Kuipers (C‑283/03, EU:C:2005:314, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 11 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 1 του κανονισμού (ΕΕ) 261/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Μαρτίου 2012, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου όσον αφορά τις συμβατικές σχέσεις στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων (ΕΕ 2012, L 94, σ. 38).

( 12 ) Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Υ. Bot στην υπόθεση Scotch Whisky Association κ.λπ. (C‑333/14, EU:C:2015:527, σημεία 31 επ.).

( 13 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2013, Πανελλήνιος Σύνδεσμος Βιομηχανιών Μεταποίησης Καπνού (C‑373/11, EU:C:2013:567, σκέψη 26).

( 14 ) Βλ. τις προτάσεις μου στην υπόθεση Dzivev (C‑310/16, EU:C:2018:623, σημεία 72 έως 80).

( 15 ) Βλ., πάλι, τις προτάσεις μου στην υπόθεση Dzivev (C‑310/16, EU:C:2018:623, σημείο 76), όπου αναφέρεται ως παράδειγμα, στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, η απόφαση της 30ής Μαΐου 2013, F. (C‑168/13 PPU, EU:C:2013:358, σκέψεις 37, 38 και 56).

( 16 ) Βλ., επί παραδείγματι, απόφαση της 19ης Μαρτίου 1998, Compassion in World Farming (C‑1/96, EU:C:1998:113, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 17 ) Βλ., σχετικά με αυτό το ζήτημα, Arena, A., «The Twin Doctrines of Primacy and Pre-emption» σε Schütze R., και Tridimas, T., Oxford Principles of European Union Law: The European Union Legal Order, τόμος 1, Oxford University Press, 2018, σ. 300 έως 349, στη σ. 329.

( 18 ) Βλ. απόφαση της 23ης Δεκεμβρίου 2015, Scotch Whisky Association κ.λπ. (C‑333/14, EU:C:2015:845, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 19 ) Σημεία 21 και 22 των παρουσών προτάσεων.

( 20 ) Βλ. απόφαση της 26ης Μαΐου 2005, Kuipers (C‑283/03, EU:C:2005:314, σκέψη 53).

( 21 ) Βλ., επί παραδείγματι, απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2004, Ισπανία κατά Επιτροπής (C‑173/02, EU:C:2004:617, σκέψη 19 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

( 22 ) Απόφαση της 23ης Δεκεμβρίου 2015, Scotch Whisky Association κ.λπ. (C‑333/14, EU:C:2015:845, σκέψεις 26 έως 29).

( 23 ) Βλ., επί παραδείγματι, απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 1987, Nertsvoederfabriek Nederland (118/86, EU:C:1987:424, σκέψη 12). Βλ., επίσης, απόφαση της 1ης Απριλίου 1982, Holdijk κ.λπ. (141/81 έως 143/81, EU:C:1982:122 σκέψεις 12 και 13).

( 24 ) Βλ., επί παραδείγματι, απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 2003, Hammarsten (C‑462/01, EU:C:2003:33, σκέψεις 34 επ.), και διάταξη της 11ης Ιουλίου 2008, Babanov (C‑207/08, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2008:407, σκέψεις 28 επ.).

( 25 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 23ης Δεκεμβρίου 2015, Scotch Whisky Association κ.λπ. (C‑333/14, EU:C:2015:845, σκέψη 29).

( 26 ) Απόφαση της 23ης Δεκεμβρίου 2015, Scotch Whisky Association κ.λπ. (C‑333/14, EU:C:2015:845).

( 27 ) Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Υ. Bot στην υπόθεση Scotch Whisky Association κ.λπ. (C‑333/14, EU:C:2015:527, σημείο 41).

( 28 ) Τμήμα 3, το οποίο είναι αφιερωμένο στο γάλα και στα γαλακτοκομικά προϊόντα, του κεφαλαίου ΙΙ (περί ειδικών διατάξεων για συγκεκριμένους τομείς) του τίτλου ΙΙ του μέρους ΙΙ του κανονισμού 1308/2013.

( 29 ) Σημείο 23 των παρουσών προτάσεων.

( 30 ) Το άρθρο 185στ εισήχθη στον κανονισμό 1234/2007, της 22ας Οκτωβρίου 2007, για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών και ειδικών διατάξεων για ορισμένα γεωργικά προϊόντα («ενιαίος κανονισμός ΚΟΑ») (ΕΕ 2007, L 299, σ. 1) με τον κανονισμό 261/2012.

( 31 ) Αιτιολογική σκέψη 8 του κανονισμού 261/2012.

( 32 ) Κατά το άρθρο 232, παράγραφος 2, του κανονισμού 1308/2013, το άρθρο 148 επρόκειτο να έχει εφαρμογή έως τις 30 Ιουνίου 2020. Ωστόσο, επειδή κρίθηκε σκόπιμο να συνεχιστεί η συνδρομή στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων λόγω της λήξεως του συστήματος των ποσοστώσεων και η ώθηση ώστε ο τομέας αυτός να ανταποκριθεί πιο αποτελεσματικά στις διακυμάνσεις της αγοράς και των τιμών, η εν λόγω καταληκτική ημερομηνία απαλείφθηκε με τον κανονισμό 2017/2393, βλ. αιτιολογική σκέψη 60 και άρθρο 4, σημείο 22.

( 33 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 138 και άρθρο 168 του κανονισμού 1308/2013.

( 34 ) Ο χαρακτήρας «ελάχιστου περιεχομένου» τον οποίο έχει ο εν λόγω κανόνας προκύπτει επίσης από τις προπαρασκευαστικές εργασίες, και ιδίως από την πρόταση της Επιτροπής για κανονισμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου όσον αφορά τις συμβατικές σχέσεις στον τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, COM(2010) 728 τελικό (πρόταση η οποία οδήγησε στην έκδοση του κανονισμού 261/2012, με τον οποίο εισήχθη η πρόδρομη διάταξη του άρθρου 148).

( 35 ) Βλ. απόφαση της 23ης Δεκεμβρίου 2015, Scotch Whisky Association κ.λπ. (C‑333/14, EU:C:2015:845, σκέψη 20).

( 36 ) «Πιθανώς», επειδή σε μια αγορά με χαρακτηριστικά όπως αυτά της λιθουανικής αγοράς νωπού γάλακτος, στην οποία προκύπτει ότι υπάρχει σημαντική ανισορροπία όσον αφορά τη διαπραγματευτική ισχύ, κάλλιστα θα μπορούσε να υποτεθεί ότι τούτο θα σήμαινε επίσης σημαντική ασυμμετρία στην πληροφόρηση.

( 37 ) Απόφαση της 23ης Δεκεμβρίου 2015 (C‑333/14, EU:C:2015:845, σκέψεις 26 έως 29).

( 38 ) Βλ. αιτιολογικές σκέψεις 131 έως 134 και κεφάλαιο ΙΙΙ του τίτλου ΙΙ του μέρους ΙΙ του κανονισμού, σχετικά με τις «οργανώσεις και ενώσεις παραγωγών και διεπαγγελματικές οργανώσεις».

( 39 ) Αιτιολογική σκέψη 8 του κανονισμού 261/2012, η οποία παρατίθεται στο σημείο 50 των παρουσών προτάσεων.

( 40 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 5 του κανονισμού 261/2012.

( 41 ) Στις 7 Ιουνίου 2016 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εξέδωσε ψήφισμα για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές στην αλυσίδα εφοδιασμού με τρόφιμα [2015/2065(INI)]. Στις 14 Νοεμβρίου 2016, η ειδική ομάδα για τις γεωργικές αγορές, η οποία συστάθηκε από τον επίτροπο της ΕΕ Phil Hogan, εξέδωσε έκθεση για την ενίσχυση της θέσεως των γεωργών στην αλυσίδα εφοδιασμού με τρόφιμα, ενώ στις 12 Δεκεμβρίου 2016 το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενέκρινε τα πορίσματα της εκθέσεως σχετικά με την ενίσχυση της θέσεως των γεωργών στην αλυσίδα εφοδιασμού με τρόφιμα και την καταπολέμηση των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών (Συμπεράσματα αριθ. 15508/16).

( 42 ) COM(2018) 173 τελικό, της 12ης Απριλίου 2018.

( 43 ) Σημείο 29 και σημεία 59 έως 67 των παρουσών προτάσεων.

( 44 ) Έκθεση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Εξέλιξη της κατάστασης της αγοράς στον τομέα των γαλακτοκομικών προϊόντων και η εφαρμογή των διατάξεων της «δέσμης μέτρων για τον τομέα του γάλακτος» [COM(2016) 724]. Ένας επιφυλακτικός παρατηρητής από τις πιο ανατολικές περιοχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενδεχομένως δεν θα εκπλησσόταν από τέτοια συμπεράσματα, σημειωμένου ότι κάτι τέτοιο είναι πιθανόν να συμβαίνει όταν προτείνεται να ακολουθηθεί από όλους μια μοναδική «λύση» η οποία σαφώς χαρακτηρίζεται από συγκεκριμένα πολιτισμικά στοιχεία. Σε κράτη μέλη με σχετικά πρόσφατη ιστορική ευαισθησία όσον αφορά την «υποχρεωτική» σύσταση ενώσεων και την κολεκτιβοποίηση της γεωργικής παραγωγής, ένα τέτοιο μοντέλο είναι πολύ πιθανόν να μη «στεφθεί με επιτυχία».

( 45 ) Βλ., ιδίως, άρθρο 221, παράγραφος 1, του κανονισμού 1308/2013.

( 46 ) Άρθρα 223 και 225 του κανονισμού, αντιστοίχως.

( 47 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 1973, Επιτροπή κατά Ιταλίας (39/72, EU:C:1973:13, σκέψεις 20 επ.).

( 48 ) Απόφαση της 8ης Ιανουαρίου 2002, van den Bor (C‑428/99, EU:C:2002:3, σκέψη 47).

( 49 ) Βλ., συναφώς, σχετικά με το «καθήκον τροποποιήσεως της κείμενης νομοθεσίας», απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 1985, Vonk’s Kaas Inkoop en Produktie Holland (208/84, EU:C:1985:508, σκέψη 22).

( 50 ) Βλ. τις προτάσεις μου στις υποθέσεις Lidl (C‑134/15, EU:C:2016:169, σημείο 90) και Confédération paysanne κ.λπ. (C‑528/16, EU:C:2018:20, σημείο 139).

( 51 ) Βλ., επί παραδείγματι, απόφαση της 12ης Ιουλίου 2012, Association Kokopelli (C‑59/11, EU:C:2012:447, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Βλ., επίσης, απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 1984, Biovilac κατά ΕΟΚ (59/83, EU:C:1984:380, σκέψη 17), κατά την οποία «[…] μόνη η πρόδηλη ακαταλληλότητα ενός μέτρου για τον στόχο που επιδιώκει το αρμόδιο όργανο μπορεί να επηρεάσει τη νομιμότητά του».

Επάνω