Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62016CJ0594

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 13ης Σεπτεμβρίου 2018.
    Enzo Buccioni κατά Banca d'Italia.
    Αίτηση του Consiglio di Stato για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
    Προδικαστική παραπομπή – Προσέγγιση των νομοθεσιών – Οδηγία 2013/36/ΕΕ – Άρθρο 53, παράγραφος 1 – Υποχρέωση τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου την οποία υπέχουν οι εθνικές αρχές προληπτικής εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων – Πιστωτικό ίδρυμα του οποίου διατάχθηκε η αναγκαστική εκκαθάριση – Δημοσιοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών στο πλαίσιο διαδικασιών του αστικού ή του εμπορικού δικαίου.
    Υπόθεση C-594/16.

    Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2018:717

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

    της 13ης Σεπτεμβρίου 2018 ( *1 )

    «Προδικαστική παραπομπή – Προσέγγιση των νομοθεσιών – Οδηγία 2013/36/ΕΕ – Άρθρο 53, παράγραφος 1 – Υποχρέωση τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου την οποία υπέχουν οι εθνικές αρχές προληπτικής εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων – Πιστωτικό ίδρυμα του οποίου διατάχθηκε η αναγκαστική εκκαθάριση – Δημοσιοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών στο πλαίσιο διαδικασιών του αστικού ή του εμπορικού δικαίου»

    Στην υπόθεση C‑594/16,

    με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας, Ιταλία) με απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 2016, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 23 Νοεμβρίου 2016, στο πλαίσιο της δίκης

    Enzo Buccioni

    κατά

    Banca d’Italia,

    παρισταμένης της:

    Banca Network Investimenti Spa, τεθείσας υπό εκκαθάριση,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους J. L. da Cruz Vilaça (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, E. Levits, A. Borg Barthet, M. Berger και F. Biltgen, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: M. Bobek

    γραμματέας: R. Schiano, διοικητικός υπάλληλος,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 21ης Μαρτίου 2018,

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

    o E. Buccioni, εκπροσωπούμενος από τον N. Paoletti και τις A. Mari και G. Paoletti, avvocati,

    η Banca d’Italia, εκπροσωπούμενη από τις S. Ceci και M. Marcucci, καθώς και από τον N. de Giorgi, avvocati,

    η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον P. Gentili, avvocato dello Stato,

    η Πορτογαλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους L. Inez Fernandes, M. Figueiredo και L. Barroso,

    η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους V. Di Bucci, J. Baquero Cruz και K.‑Ph. Wojcik, καθώς και από την A. Steiblytė,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 12ης Ιουνίου 2018,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 53, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ 2013, L 176, σ. 338).

    2

    Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Enzo Buccioni και της Banca d’Italia (στο εξής: BdI), σχετικά με την απόφαση της δεύτερης να απορρίψει το αίτημα του πρώτου περί παροχής προσβάσεως σε ορισμένα έγγραφα που αφορούν την Banca Network Investimenti Spa (στο εξής: BNI).

    Το νομικό πλαίσιο

    Το δίκαιο της Ένωσης

    3

    Οι αιτιολογικές σκέψεις 2, 5, 6 και 15 της οδηγίας 2013/36 έχουν ως εξής:

    «(2)

    […] Ο πρωταρχικός στόχος και το αντικείμενο της παρούσας οδηγίας είναι να συντονίσει τις εθνικές διατάξεις που αφορούν την πρόσβαση στη δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων επενδύσεων, τους λεπτομερείς όρους διακυβέρνησής τους και το εποπτικό τους πλαίσιο. […]

    […]

    (5)

    Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να αποτελέσει το κύριο εργαλείο για την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς, τόσο όσον αφορά την ελεύθερη εγκατάσταση όσο και την ελεύθερη παροχή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών στον τομέα των πιστωτικών ιδρυμάτων.

    (6)

    Για την ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, απαιτείται, πέρα από τους νομικούς κανόνες, στενή και τακτική συνεργασία και σημαντικά ενισχυμένη σύγκλιση όσον αφορά τις κανονιστικές και εποπτικές πρακτικές μεταξύ των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών.

    […]

    (15)

    Είναι σκόπιμο να επέλθει η επί της ουσίας εναρμόνιση που είναι αναγκαία και επαρκής για την εξασφάλιση της αμοιβαίας αναγνώρισης των αδειών λειτουργίας και των συστημάτων προληπτικού ελέγχου, ώστε να καταστεί δυνατή η εφ’ άπαξ έκδοση άδειας λειτουργίας που να ισχύει σε ολόκληρη την Ένωση και η εφαρμογή της αρχής του προληπτικού ελέγχου από το κράτος μέλος προέλευσης.»

    4

    Κατά το άρθρο 4 της οδηγίας αυτής, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ορισμός και εξουσίες των αρμόδιων αρχών»:

    «[…]

    2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές παρακολουθούν τις δραστηριότητες των ιδρυμάτων […] ούτως ώστε να εκτιμούν τη συμμόρφωσή τους προς τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) [575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 648/2012 (ΕΕ 2013, L 176, σ. 1)].

    3.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν για τη θέσπιση κατάλληλων μέτρων που επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές να λαμβάνουν τις πληροφορίες που χρειάζονται για την εκτίμηση της συμμόρφωσης των ιδρυμάτων […] με τις απαιτήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2 και να ερευνούν πιθανές παραβιάσεις των εν λόγω απαιτήσεων.

    […]

    5.   Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα να παρέχουν στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών προέλευσής τους όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για την εκτίμηση της συμμόρφωσής τους με τους κανόνες που θεσπίζονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και τον κανονισμό (ΕΕ) 575/2013. Επίσης, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι μηχανισμοί εσωτερικού ελέγχου και οι διοικητικές και λογιστικές διαδικασίες των ιδρυμάτων επιτρέπουν ανά πάσα στιγμή τον έλεγχο της συμμόρφωσής τους προς τους εν λόγω κανόνες.

    […]»

    5

    Το άρθρο 6 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Συνεργασία στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοοικονομικής Εποπτείας», ορίζει τα εξής:

    «Κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη τη σύγκλιση όσον αφορά τα χρησιμοποιούμενα εποπτικά εργαλεία και τις εποπτικές πρακτικές κατά την εφαρμογή των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών απαιτήσεων που θεσπίζονται με βάση την παρούσα οδηγία και τον κανονισμό [575/2013]. Για τον σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι:

    α)

    οι αρμόδιες αρχές, ως μέρη του Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοοικονομικής Εποπτείας (ΕΣΧΕ), συνεργάζονται με εμπιστοσύνη και απόλυτο αμοιβαίο σεβασμό, ιδίως προκειμένου να διασφαλίζεται η ανταλλαγή κατάλληλων και αξιόπιστων πληροφοριών μεταξύ αυτών και άλλων μερών του ΕΣΧΕ, σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας που καθορίζεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση·

    […]».

    6

    Το άρθρο 50 της οδηγίας αυτής, το οποίο φέρει τον τίτλο «Συνεργασία αναφορικά με την εποπτεία», προβλέπει, στην παράγραφο 1, τα ακόλουθα:

    «Οι αρμόδιες αρχές των ενδιαφερομένων κρατών μελών συνεργάζονται στενά με στόχο την εποπτεία της δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων που λειτουργούν, ιδίως μέσω υποκαταστήματος, σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, εκτός του κράτους στο οποίο έχουν την έδρα τους. Ανταλλάσσουν όλες τις πληροφορίες που αφορούν τη διοίκηση και το ιδιοκτησιακό καθεστώς αυτών των πιστωτικών ιδρυμάτων και οι οποίες μπορούν να διευκολύνουν την άσκηση εποπτείας και την εξέταση των όρων χορήγησης άδειας λειτουργίας, καθώς και όλες τις πληροφορίες που μπορούν να διευκολύνουν τον έλεγχο των ιδρυμάτων, ιδίως όσον αφορά τη ρευστότητα, τη φερεγγυότητα, την εγγύηση των καταθέσεων, τον περιορισμό των μεγάλων ανοιγμάτων, άλλους παράγοντες που μπορεί να επηρεάσουν τον συστημικό κίνδυνο που αντιπροσωπεύει το ίδρυμα, τη διοικητική και λογιστική οργάνωση και τους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου.»

    7

    Το άρθρο 53 της οδηγίας 2013/36, το οποίο φέρει τον τίτλο «Επαγγελματικό απόρρητο», ορίζει, στην παράγραφο 1, τα ακόλουθα:

    «Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι όλα τα πρόσωπα που ασκούν ή έχουν ασκήσει δραστηριότητα για λογαριασμό των αρμόδιων αρχών και οι εντεταλμένοι από τις αρμόδιες αρχές ελεγκτές ή εμπειρογνώμονες υποχρεούνται στην τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου.

    Οι εμπιστευτικές πληροφορίες οι οποίες περιέρχονται εις γνώσιν αυτών των προσώπων, ελεγκτών ή εμπειρογνωμόνων κατά την άσκηση των καθηκόντων τους μπορούν να δημοσιοποιούνται μόνο σε συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή, ώστε να μην προκύπτει η ταυτότητα του συγκεκριμένου πιστωτικού ιδρύματος, με την επιφύλαξη των περιπτώσεων που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο.

    Εντούτοις, οσάκις πρόκειται για πιστωτικό ίδρυμα που έχει κηρυχθεί σε πτώχευση ή του οποίου διατάχθηκε αναγκαστική εκκαθάριση με δικαστική απόφαση, όσες εμπιστευτικές πληροφορίες δεν αφορούν τους τρίτους που αναμείχθηκαν στις προσπάθειες διάσωσής του επιτρέπεται να δημοσιοποιηθούν στο πλαίσιο διαδικασιών του αστικού ή του εμπορικού δικαίου.»

    8

    Το άρθρο 54 της οδηγίας αυτής αφορά τη «Χρησιμοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών».

    9

    Το άρθρο 22 του κανονισμού (ΕΕ) 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ 2013, L 287, σ. 63), αφορά την τήρηση των διαδικαστικών εγγυήσεων για την έκδοση εποπτικών αποφάσεων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), ενώ το άρθρο 27 του κανονισμού αυτού αφορά την υποχρέωση τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου την οποία υπέχουν τα μέλη του εποπτικού συμβουλίου, το προσωπικό της ΕΚΤ και το αποσπασμένο προσωπικό των συμμετεχόντων κρατών μελών που ασκούν εποπτικά καθήκοντα, καθώς και την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της ΕΚΤ και των εθνικών ή ενωσιακών αρχών και οργάνων.

    Το ιταλικό δίκαιο

    10

    Το άρθρο 22 του Legge n. 241 – recante nuove norme in materia di procedimento amministrativo e di diritto di accesso ai documenti amministrativi (νόμου αριθ. 241, περί θεσπίσεως νέων διατάξεων όσον αφορά τη διοικητική διαδικασία και το δικαίωμα προσβάσεως στα διοικητικά έγγραφα), της 7ης Αυγούστου 1990, όπως έχει τροποποιηθεί, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ορισμοί και αρχές όσον αφορά την πρόσβαση», προβλέπει, στις παραγράφους 2 και 3, τα εξής:

    «2.   Λαμβανομένης υπόψη της σπουδαιότητας των σκοπών δημοσίου συμφέροντος που επιδιώκονται με αυτό, το δικαίωμα προσβάσεως στα διοικητικά έγγραφα συνιστά γενική αρχή που διέπει τις δραστηριότητες των διοικητικών αρχών προκειμένου να προωθείται η συμμετοχή και να διασφαλίζεται ότι οι εν λόγω δραστηριότητες είναι αμερόληπτες και διαφανείς.

    3.   Παρέχεται πρόσβαση σε όλα τα διοικητικά έγγραφα, εξαιρουμένων εκείνων των οποίων γίνεται μνεία στο άρθρο 24, παράγραφοι 1, 2, 3, 5 και 6.»

    11

    Το άρθρο 24 του νόμου αυτού, όπως έχει τροποποιηθεί, το οποίο φέρει τον τίτλο «Εξαίρεση από το δικαίωμα προσβάσεως», ορίζει τα ακόλουθα:

    «1.   Δεν παρέχεται δικαίωμα προσβάσεως όσον αφορά:

    a)

    τα έγγραφα που εμπίπτουν στο κρατικό απόρρητο κατά την έννοια του νόμου 801 της 24ης Οκτωβρίου 1977, όπως αυτός τροποποιήθηκε στη συνέχεια, και όσον αφορά το απόρρητο ή τις απαγορεύσεις δημοσιοποιήσεως που προβλέπονται ρητώς από τον νόμο, από τις κανονιστικές ρυθμίσεις των οποίων γίνεται μνεία στην παράγραφο 6, και από τις δημόσιες αρχές, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου·

    […]

    3.   Δεν γίνονται δεκτά τα αιτήματα προσβάσεως που αποσκοπούν σε γενικού χαρακτήρα έλεγχο της δραστηριότητας των δημοσίων αρχών.

    […]

    7.   Θα πρέπει, πάντως, να επιτρέπεται στον αιτούντα η πρόσβαση σε διοικητικά έγγραφα, εφόσον η γνώση των εγγράφων αυτών είναι αναγκαία για την προστασία ή την υπεράσπιση εννόμου συμφέροντός του. […]»

    12

    Το άρθρο 7 του decreto legislativo n. 385 – recante il testo unico delle leggi in materia bancaria e creditizia (νομοθετικού διατάγματος αριθ. 385, για την κωδικοποίηση της νομοθεσίας περί τραπεζών και πιστωτικών ιδρυμάτων), της 1ης Σεπτεμβρίου 1993, όπως έχει τροποποιηθεί, το οποίο φέρει τον τίτλο «Επαγγελματικό απόρρητο και συνεργασία μεταξύ αρχών», προβλέπει, στην παράγραφο 1, τα εξής:

    «Όλα τα στοιχεία και τα δεδομένα που βρίσκονται στην κατοχή της [BdI] λόγω των εποπτικών της δραστηριοτήτων καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο, ακόμη και έναντι των δημοσίων αρχών, εξαιρουμένου του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ο οποίος προεδρεύει της CICR [Comitato interministeriale per il credito e il risparmio (διυπουργικής επιτροπής πιστώσεων και καταθέσεων)]. Άρνηση γνωστοποιήσεως προς τη δικαστική αρχή δεν μπορεί να προβληθεί για λόγους απορρήτου οσάκις τα ζητούμενα στοιχεία είναι αναγκαία για προκαταρκτικές έρευνες ή για διαδικασίες που αφορούν παραβάσεις, για τις οποίες ενδέχεται να επιβληθούν ποινικές κυρώσεις.»

    Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

    13

    Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο, ο E. Buccioni είναι από το 2004 δικαιούχος τρεχούμενου τραπεζικού λογαριασμού που ανοίχθηκε σε πιστωτικό ίδρυμα, συγκεκριμένα δε στην BNI. Στις 5 Αυγούστου 2012, το υπόλοιπο του λογαριασμού αυτού ανερχόταν στο ποσό των 181325,31 ευρώ. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, καθόσον το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα τέθηκε υπό αναγκαστική εκκαθάριση, στον καταθέτη αυτόν επεστράφησαν μόνον 100000 ευρώ μέσω του Fondo interbancario di tutela dei depositi (διατραπεζικού συστήματος προστασίας καταθέσεων).

    14

    Ο E. Buccioni φρονεί ότι ορισμένα πραγματικά περιστατικά δύνανται να στοιχειοθετούν ευθύνη τόσο της BdI όσο και της BNI για την οικονομική ζημία που υπέστη. Με σκοπό να λάβει γνώση επιπλέον πληροφοριών προκειμένου να εκτιμήσει τη σκοπιμότητα της ασκήσεως αγωγής ενώπιον των δικαστηρίων, ο E. Buccioni ζήτησε από την BdI, στις 3 Απριλίου 2015, την κοινοποίηση πλειόνων εγγράφων σχετικών με την εποπτεία επί της BNI.

    15

    Με απόφαση της 20ής Μαΐου 2015, η BdI απέρριψε εν μέρει το αίτημα αυτό, για τους λόγους ότι, μεταξύ άλλων, ορισμένα από τα έγγραφα των οποίων είχε ζητηθεί η κοινοποίηση περιείχαν στοιχεία εμπιστευτικού χαρακτήρα καλυπτόμενα από την υποχρέωση τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου που υπέχει η τράπεζα αυτή και ότι το εν λόγω αίτημα δεν ήταν αρκούντως ακριβές ή ότι αφορούσε έγγραφα στερούμενα ενδιαφέροντος για τον αιτούντα.

    16

    Ο E. Buccioni άσκησε ενώπιον του Tribunale amministrativo regionale del Lazio (διοικητικού πρωτοδικείου περιφέρειας Λατίου, Ιταλία) προσφυγή ακυρώσεως της αποφάσεως αυτής. Με απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2015, το επιληφθέν της υποθέσεως δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή.

    17

    Ο E. Buccioni άσκησε έφεση κατά της ως άνω δικαστικής αποφάσεως ενώπιον του Consiglio di Stato (Συμβουλίου της Επικρατείας, Ιταλία). Συναφώς υποστηρίζει ιδίως ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο παρέβη το άρθρο 53, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/36, στο μέτρο που, καθόσον η BNI είχε τεθεί υπό καθεστώς αναγκαστικής εκκαθαρίσεως, δεν ίσχυε πλέον η υποχρέωση τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου την οποία υπέχει η BdI. Η BdI, αντιθέτως, υποστηρίζει ότι, σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, η δημοσιοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών σχετικά με πιστωτικό ίδρυμα υπαχθέν σε διαδικασία αναγκαστικής εκκαθαρίσεως προϋποθέτει ότι ο αιτών έχει προηγουμένως κινήσει ένδικη διαδικασία αστικού ή εμπορικού δικαίου.

    18

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1)

    Αντιβαίνει στην αρχή της διαφάνειας, η οποία προβλέπεται σαφώς στο άρθρο 15 ΣΛΕΕ, και στον γενικό δεσμευτικής ισχύος σκοπό της, κατά τον οποίο η εν λόγω αρχή μπορεί να διέπεται από τις κανονιστικές ή ισοδύναμες πράξεις που προβλέπονται στην παράγραφο 3 και το περιεχόμενο των οποίων μπορεί να συνιστά άσκηση υπερβολικά ευρείας διακριτικής ευχέρειας και να μη θεμελιώνεται σε ανώτερη ιεραρχικά πηγή του ευρωπαϊκού δικαίου σχετικά με τον αναγκαίο προκαθορισμό ελάχιστων αρχών από τις οποίες δεν χωρεί παρέκκλιση, τέτοιου είδους περιοριστική ερμηνεία της ευρωπαϊκής νομοθεσίας στον τομέα των καθηκόντων εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων, η οποία φθάνει σε σημείο να καταργεί την αρχή της διαφάνειας ακόμη και σε περίπτωση κατά την οποία το συμφέρον προσβάσεως ερείδεται σε ουσιώδη συμφέροντα του αιτούντος εμφανώς παρόμοια με τα εξαιρούμενα, υπέρ του αιτούντος, στις περιοριστικά προβλεπόμενες περιπτώσεις στον οικείο τομέα;

    2)

    Έχουν, ως εκ τούτου, το άρθρο 22, παράγραφος 2, και το άρθρο 27, παράγραφος 1, του κανονισμού 1024/2013 την έννοια ότι συνιστούν συνήθεις περιπτώσεις παρεκκλίσεως από την αρχή περί μη προσβάσεως στα έγγραφα, λαμβανομένου επίσης υπόψη του ευρύτερου σκοπού του άρθρου 15 ΣΛΕΕ, καθώς και κανόνες αναφερόμενους σε γενική νομοθετική αρχή του δικαίου της Ένωσης, κατά την οποία η πρόσβαση δεν μπορεί να περιοριστεί, κατά την εύλογη και αναλογική στάθμιση, αφενός, των απαιτήσεων του πιστωτικού τομέα και, αφετέρου, των θεμελιωδών συμφερόντων του αποταμιευτή που εμπλέκεται σε υπόθεση επιμερισμού βαρών (burden sharing), λόγω σχετικών συνακόλουθων περιστάσεων που αφορούν εποπτική αρχή με οργανωτικά χαρακτηριστικά και καθήκοντα ανάλογα εκείνων της ΕΚΤ;

    3)

    Πρέπει, επομένως, λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 53 της οδηγίας 2013/36 και των κανόνων της εθνικής έννομης τάξεως που συνάδουν με την εν λόγω διάταξη, να συμφωνεί [το άρθρο αυτό] με το πλαίσιο των λοιπών κανόνων και αρχών του ευρωπαϊκού δικαίου που εκτίθενται στο [πρώτο ερώτημα], υπό την έννοια ότι θα μπορεί να επιτραπεί η πρόσβαση, σε περίπτωση σχετικής αιτήσεως υποβληθείσας μετά την υπαγωγή του τραπεζικού ιδρύματος στη διαδικασία αναγκαστικής εκκαθαρίσεως, ακόμη και στην περίπτωση που ο αιτών δεν υποβάλλει αίτηση παροχής προσβάσεως αποκλειστικά και μόνο στο πλαίσιο αστικών ή εμπορικών διαδικασιών οι οποίες έχουν πράγματι κινηθεί για την προστασία περιουσιακών συμφερόντων που εθίγησαν κατόπιν υπαγωγής του τραπεζικού ιδρύματος στη διαδικασία αναγκαστικής διαχειρίσεως, αλλά και στην περίπτωση κατά την οποία ο αιτών προσφεύγει, ακριβώς με σκοπό να ελεγχθεί η συγκεκριμένη σκοπιμότητα των εν λόγω αστικών ή εμπορικών διαδικασιών, προληπτικά σε σχέση με αυτές, ενώπιον δικαστηρίου επιφορτισμένου από το κράτος μέλος με την προστασία του δικαιώματος προσβάσεως και της αρχής της διαφάνειας, ακριβώς για λόγους πλήρους προστασίας του δικαιώματος άμυνας και του δικαιώματος ασκήσεως ενδίκου βοηθήματος, ιδίως οσάκις πρόκειται για αγωγή αποταμιευτή ο οποίος επιβαρύνθηκε ήδη με τις συνέπειες του επιμερισμού βαρών (burden sharing) στο πλαίσιο διαδικασίας αφερεγγυότητας του πιστωτικού ιδρύματος στο οποίο είχε καταθέσει τις αποταμιεύσεις του;»

    Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

    19

    Με τα ερωτήματά του, τα οποία πρέπει να εξετασθούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 53, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/36, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό τόσο με το άρθρο 15 ΣΛΕΕ όσο και με το άρθρο 22, παράγραφος 2, και το άρθρο 27, παράγραφος 1, του κανονισμού 1024/2013, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στο ενδεχόμενο οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών να γνωστοποιούν πληροφορίες εμπιστευτικού χαρακτήρα σε πρόσωπο που υποβάλλει σχετικό αίτημα προκειμένου να μπορεί να κινήσει διαδικασία αστικού ή εμπορικού δικαίου με σκοπό την προστασία περιουσιακών συμφερόντων τα οποία, κατά το πρόσωπο αυτό, ζημιώθηκαν κατόπιν της θέσεως πιστωτικού ιδρύματος υπό καθεστώς αναγκαστικής εκκαθαρίσεως.

    20

    Επιβάλλεται να επισημανθεί, καθόσον το αιτούν δικαστήριο μνημονεύει τόσο το άρθρο 15 ΣΛΕΕ όσο και το άρθρο 22, παράγραφος 2, και το άρθρο 27, παράγραφος 1, του κανονισμού 1024/2013, ότι η ερμηνεία των διατάξεων αυτών, από το γράμμα των οποίων προκύπτει σαφώς ότι δεν απευθύνονται στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών (βλ., σχετικώς, απόφαση της 18ης Ιουλίου 2017, Επιτροπή κατά Breyer, C‑213/15 P, EU:C:2017:563, σκέψεις 51 και 52), στερείται σημασίας όσον αφορά την υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία αφορά αίτημα προσβάσεως σε έγγραφα που έχει στην κατοχή της η BdI.

    21

    Προκειμένου να δοθεί απάντηση στα υποβληθέντα ερωτήματα πρέπει να επισημανθεί, καταρχάς, ότι από την αιτιολογική σκέψη 2 της οδηγίας 2013/36 προκύπτει ότι η οδηγία αυτή σκοπεί πρωτίστως να συντονίσει τις εθνικές διατάξεις που αφορούν την πρόσβαση στη δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων επενδύσεων, τους όρους διοικήσεώς τους και το πλαίσιο εποπτείας τους.

    22

    Επιπλέον, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις της 5 και 6, η οδηγία 2013/36 θα έπρεπε να αποτελέσει το κύριο μέσο για την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς στον τομέα των πιστωτικών ιδρυμάτων, η ομαλή λειτουργία της οποίας επιτάσσει, πέραν των νομικών κανόνων, στενή και τακτική συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών και ουσιωδώς ενισχυμένη σύγκλιση όσον αφορά τις κανονιστικές και εποπτικές πρακτικές των εν λόγω αρχών.

    23

    Από την αιτιολογική σκέψη 15 της οδηγίας αυτής συνάγεται επίσης ότι το εν λόγω νομοθέτημα έχει ως σκοπό να επιτευχθεί εναρμόνιση στον βαθμό που είναι αναγκαίος και επαρκής προκειμένου να διασφαλισθεί η αμοιβαία αναγνώριση των αδειών λειτουργίας και των συστημάτων προληπτικής εποπτείας, καθιστώντας δυνατή την εφ’ άπαξ έκδοση αδείας λειτουργίας ισχύουσας σε ολόκληρη την Ένωση και την εφαρμογή της αρχής της προληπτικής εποπτείας από το κράτος μέλος προελεύσεως.

    24

    Προς τούτο, το άρθρο 4, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2013/36 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη μεριμνούν προκειμένου οι αρμόδιες αρχές να παρακολουθούν τις δραστηριότητες των πιστωτικών ιδρυμάτων, ούτως ώστε να διασφαλίζεται η συμμόρφωση των ιδρυμάτων αυτών προς τις απαιτήσεις της οδηγίας αυτής, καθώς και για τη λήψη των κατάλληλων μέτρων που καθιστούν δυνατό στις αρμόδιες αρχές να λαμβάνουν τις αναγκαίες πληροφορίες για να εκτιμούν την εκ μέρους των εν λόγω ιδρυμάτων συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις αυτές. Κατά την παράγραφο 5 του ως άνω άρθρου 4, τα κράτη μέλη απαιτούν, μεταξύ άλλων, από τα πιστωτικά ιδρύματα να κοινοποιούν στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προελεύσεώς τους όλες τις αναγκαίες πληροφορίες προκειμένου να εκτιμάται αν τηρούνται οι θεσπιζόμενοι βάσει της οδηγίας 2013/36 κανόνες.

    25

    Επιπλέον, το άρθρο 6, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής ορίζει ότι τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρμόδιες αρχές να συνεργάζονται, σύμφωνα με την κατά το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ αρχή της καλόπιστης συνεργασίας, με πνεύμα εμπιστοσύνης και αμοιβαίου απόλυτου σεβασμού, προκειμένου ιδίως να διασφαλίζεται η ανταλλαγή κατάλληλων και αξιόπιστων πληροφοριών μεταξύ των αρχών αυτών και των λοιπών μερών του ΕΣΧΕ.

    26

    Εξάλλου, κατά το άρθρο 50, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, οι αρμόδιες αρχές των οικείων κρατών μελών συνεργάζονται στενά με στόχο την εποπτεία της δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων που λειτουργούν, ιδίως μέσω υποκαταστήματος, σε ένα ή πλείονα κράτη μέλη, εκτός του κράτους στο οποίο έχουν την έδρα της κεντρικής διοικήσεώς τους. Ανταλλάσσουν όλες τις πληροφορίες οι οποίες αφορούν τη διοίκηση και το ιδιοκτησιακό καθεστώς αυτών των πιστωτικών ιδρυμάτων και οι οποίες μπορούν να διευκολύνουν την άσκηση εποπτείας και την εξέταση των όρων χορηγήσεως αδείας λειτουργίας, καθώς και όλες τις πληροφορίες που μπορούν να διευκολύνουν τον έλεγχο των ιδρυμάτων, ιδίως όσον αφορά τη ρευστότητα, τη φερεγγυότητα, την εγγύηση των καταθέσεων, τον περιορισμό των μεγάλων ανοιγμάτων, άλλους παράγοντες που μπορεί να επηρεάσουν τον συστημικό κίνδυνο που ενδεχομένως ενέχει το ίδρυμα, τη διοικητική και λογιστική οργάνωση και τους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου.

    27

    Η αποτελεσματική εφαρμογή του συστήματος προληπτικής εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων, το οποίο καθιέρωσε ο νομοθέτης της Ένωσης με την έκδοση της οδηγίας 2013/36 και το οποίο βασίζεται στην εντός κράτους μέλους εποπτεία και στην ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών πλειόνων κρατών μελών, όπως εκτέθηκε συνοπτικά στις προηγούμενες σκέψεις, επιτάσσει τόσο τα εποπτευόμενα πιστωτικά ιδρύματα όσο και οι αρμόδιες αρχές να έχουν τη βεβαιότητα ότι οι εμπιστευτικές πληροφορίες που έχουν παράσχει θα διατηρήσουν καταρχήν τον εμπιστευτικό χαρακτήρα τους (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 19ης Ιουνίου 2018, Baumeister, C‑15/16, EU:C:2018:464, σκέψη 31).

    28

    Πράγματι, ελλείψει της εμπιστοσύνης αυτής θα μπορούσε να τεθεί σε κίνδυνο η απρόσκοπτη διαβίβαση των εμπιστευτικών πληροφοριών που είναι αναγκαίες για την άσκηση της προληπτικής εποπτείας (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 19ης Ιουνίου 2018, Baumeister, C‑15/16, EU:C:2018:464, σκέψη 32).

    29

    Συνεπώς, το άρθρο 53, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/36 επιβάλλει ως κανόνα την υποχρέωση τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου προκειμένου να προστατευθούν όχι μόνον τα ιδιαίτερα συμφέροντα των άμεσα ενδιαφερομένων πιστωτικών ιδρυμάτων, αλλά και το γενικό συμφέρον που συνδέεται, ιδίως, με τη σταθερότητα του εντός της Ένωσης χρηματοπιστωτικού συστήματος (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 19ης Ιουνίου 2018, Baumeister, C‑15/16, EU:C:2018:464, σκέψη 33).

    30

    Τέλος, στην οδηγία 2013/36 μνημονεύονται εξαντλητικώς οι ειδικές περιπτώσεις στις οποίες η, κατά το άρθρο 53, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, γενική αρχή περί απαγορεύσεως δημοσιοποιήσεως των εμπιστευτικού χαρακτήρα πληροφοριών που έχουν στην κατοχή τους οι αρμόδιες αρχές δεν εμποδίζει, κατ’ εξαίρεση, τη διαβίβαση ή τη χρήση των πληροφοριών αυτών (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 19ης Ιουνίου 2018, Baumeister, C‑15/16, EU:C:2018:464, σκέψη 38).

    31

    Εν προκειμένω, πρέπει να επισημανθεί ότι το άρθρο 53, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/36 προβλέπει, στο τρίτο εδάφιό του, ότι «οσάκις πρόκειται για πιστωτικό ίδρυμα που έχει κηρυχθεί σε πτώχευση ή του οποίου διατάχθηκε αναγκαστική εκκαθάριση με δικαστική απόφαση, όσες εμπιστευτικές πληροφορίες δεν αφορούν τους τρίτους που αναμείχθηκαν στις προσπάθειες διάσωσής του επιτρέπεται να δημοσιοποιηθούν στο πλαίσιο διαδικασιών του αστικού ή του εμπορικού δικαίου».

    32

    Όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 79 έως 81 των προτάσεών του, βούληση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν, με τη διάταξη αυτή, να επιτρέψει στην αρμόδια αρχή να γνωστοποιεί αποκλειστικώς στα πρόσωπα τα οποία αφορά άμεσα η πτώχευση ή η αναγκαστική εκκαθάριση του πιστωτικού ιδρύματος πληροφορίες εμπιστευτικού χαρακτήρα που δεν αφορούν τους τρίτους οι οποίοι αναμείχθηκαν στις προσπάθειες διασώσεως του ιδρύματος αυτού, προκειμένου οι πληροφορίες αυτές να χρησιμοποιηθούν στο πλαίσιο διαδικασιών του αστικού ή του εμπορικού δικαίου, υπό τον έλεγχο των αρμοδίων δικαστηρίων.

    33

    Λαμβανομένου, όμως, υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, ούτε από το γράμμα του άρθρου 53, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 2013/36 ούτε από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η διάταξη αυτή ούτε ακόμη από τους σκοπούς των οποίων επιδιώκεται η επίτευξη με τις διατάξεις της οδηγίας αυτής που αφορούν το επαγγελματικό απόρρητο συνάγεται ότι οι εμπιστευτικού χαρακτήρα πληροφορίες σχετικά με πιστωτικό ίδρυμα που κηρύχθηκε σε πτώχευση ή τέθηκε υπό καθεστώς αναγκαστικής εκκαθαρίσεως μπορούν να δημοσιοποιηθούν μόνο στο πλαίσιο διαδικασιών του αστικού ή του εμπορικού δικαίου οι οποίες έχουν ήδη κινηθεί.

    34

    Σε περίπτωση όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, η δημοσιοποίηση των πληροφοριών αυτών στο πλαίσιο διαδικασίας διοικητικού, κατά το εθνικό δίκαιο, χαρακτήρα δύναται να διασφαλίσει, πριν καν κινηθεί διαδικασία αστικού ή εμπορικού δικαίου, την τήρηση των απαιτήσεων που επισημάνθηκαν στη σκέψη 32 της παρούσας αποφάσεως και, επομένως, την πρακτική αποτελεσματικότητα της υποχρεώσεως τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου, κατά το άρθρο 53, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/36.

    35

    Στο πλαίσιο αυτό, θα θιγόταν η τήρηση των απαιτήσεων περί ορθής απονομής της δικαιοσύνης αν ο αιτών υποχρεωνόταν να κινήσει διαδικασία του αστικού ή του εμπορικού δικαίου προκειμένου να αποκτήσει πρόσβαση στις εμπιστευτικού χαρακτήρα πληροφορίες που έχουν στην κατοχή τους οι αρμόδιες αρχές.

    36

    Εξάλλου, η ερμηνεία αυτή δεν τίθεται εν αμφιβόλω από τις κρίσεις που διαλαμβάνονται στη σκέψη 39 της αποφάσεως της 12ης Νοεμβρίου 2014, Altmann κ.λπ. (C‑140/13, EU:C:2014:2362), κατά τις οποίες η επίμαχη στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση εκείνη ένδικη διαφορά δεν εντασσόταν στο πλαίσιο διαδικασίας του αστικού ή του εμπορικού δικαίου κινηθείσας από πρόσωπο που είχε ζητήσει την παροχή προσβάσεως σε πληροφορίες εμπιστευτικού χαρακτήρα σχετικές με επιχείρηση επενδύσεων τεθείσα υπό καθεστώς αναγκαστικής εκκαθαρίσεως. Πράγματι, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2014, Altmann κ.λπ. (C‑140/13, EU:C:2014:2362), δεν είχε ζητηθεί από το Δικαστήριο να δώσει απάντηση στο ερώτημα που αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας, δεδομένου ότι η υπόθεση εκείνη αφορούσε την ερμηνεία της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2004, L 145, σ. 1), στο πλαίσιο πραγματικής και διαδικαστικής καταστάσεως η οποία, σε επίπεδο εθνικού δικαίου, διέφερε από αυτήν της εν προκειμένω υποθέσεως της κύριας δίκης. Ως εκ τούτου, η ερμηνεία του άρθρου 53, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/36 δεν μπορεί να στηριχθεί στο σκεπτικό που διαλαμβάνεται στη σκέψη 39 της αποφάσεως εκείνης, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 50 και 52 των προτάσεών του.

    37

    Ωστόσο, κατά σαφώς πάγια νομολογία, πρέπει να προκρίνεται η συσταλτική ερμηνεία των παρεκκλίσεων που προβλέπει η οδηγία 2013/36 από τη γενική απαγόρευση δημοσιοποιήσεως των πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα (βλ., σχετικώς, απόφαση της 22ας Απριλίου 2010, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, C‑346/08, EU:C:2010:213, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    38

    Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η δυνατότητα μη εφαρμογής της υποχρεώσεως τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 53, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας, επιτάσσει το αίτημα δημοσιοποιήσεως να αφορά πληροφορίες για τις οποίες ο αιτών προβάλλει ακριβείς και συγκλίνουσες ενδείξεις εκ των οποίων θα συνάγεται ευλόγως ότι οι πληροφορίες αυτές θα αποδειχθούν λυσιτελείς για τις ανάγκες της διαδικασίας αστικού ή εμπορικού δικαίου που εκκρεμεί ή πρόκειται να κινηθεί, της οποίας το αντικείμενο πρέπει να προσδιορίζεται με τρόπο συγκεκριμένο από τον αιτούντα και εκτός του πλαισίου της οποίας δεν θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν οι επίμαχες πληροφορίες.

    39

    Εν πάση περιπτώσει, στις αρμόδιες αρχές και στα αρμόδια δικαστήρια απόκειται η στάθμιση του συμφέροντος του αιτούντος να αποκτήσει πρόσβαση στις επίμαχες πληροφορίες και των συμφερόντων τα οποία συνηγορούν υπέρ της διατηρήσεως του εμπιστευτικού χαρακτήρα των ιδίων αυτών πληροφοριών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της υποχρεώσεως τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου, πριν δημοσιοποιηθεί καθεμία από τις εμπιστευτικές πληροφορίες στις οποίες ζητήθηκε πρόσβαση (βλ., σχετικώς, απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2008, Varec, C‑450/06, EU:C:2008:91, σκέψεις 51 και 52 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    40

    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στα υποβληθέντα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 53, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/36 έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στο ενδεχόμενο οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών να γνωστοποιούν πληροφορίες εμπιστευτικού χαρακτήρα σε πρόσωπο που υποβάλλει σχετικό αίτημα προκειμένου να μπορεί να κινήσει διαδικασία αστικού ή εμπορικού δικαίου με σκοπό την προστασία περιουσιακών συμφερόντων τα οποία, κατά το πρόσωπο αυτό, ζημιώθηκαν κατόπιν της θέσεως πιστωτικού ιδρύματος υπό καθεστώς αναγκαστικής εκκαθαρίσεως. Ωστόσο, το αίτημα δημοσιοποιήσεως πρέπει να αφορά πληροφορίες για τις οποίες ο αιτών προβάλλει ακριβείς και συγκλίνουσες ενδείξεις εκ των οποίων θα συνάγεται ευλόγως ότι οι πληροφορίες αυτές θα αποδειχθούν λυσιτελείς για τις ανάγκες διαδικασίας αστικού ή εμπορικού δικαίου, της οποίας το αντικείμενο πρέπει να προσδιορίζεται με τρόπο συγκεκριμένο από τον αιτούντα και εκτός του πλαισίου της οποίας δεν θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν οι επίμαχες πληροφορίες. Στις αρμόδιες αρχές και στα αρμόδια δικαστήρια απόκειται η στάθμιση του συμφέροντος του αιτούντος να αποκτήσει πρόσβαση στις επίμαχες πληροφορίες και των συμφερόντων που συνηγορούν υπέρ της διατηρήσεως του εμπιστευτικού χαρακτήρα των πληροφοριών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της υποχρεώσεως τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου, πριν δημοσιοποιηθεί καθεμία από τις εμπιστευτικές πληροφορίες στις οποίες ζητήθηκε πρόσβαση.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    41

    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

     

    Το άρθρο 53, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ, έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στο ενδεχόμενο οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών να γνωστοποιούν πληροφορίες εμπιστευτικού χαρακτήρα σε πρόσωπο που υποβάλλει σχετικό αίτημα προκειμένου να μπορεί να κινήσει διαδικασία αστικού ή εμπορικού δικαίου με σκοπό την προστασία περιουσιακών συμφερόντων τα οποία, κατά το πρόσωπο αυτό, ζημιώθηκαν κατόπιν της θέσεως πιστωτικού ιδρύματος υπό καθεστώς αναγκαστικής εκκαθαρίσεως. Ωστόσο, το αίτημα δημοσιοποιήσεως πρέπει να αφορά πληροφορίες για τις οποίες ο αιτών προβάλλει ακριβείς και συγκλίνουσες ενδείξεις εκ των οποίων θα συνάγεται ευλόγως ότι οι πληροφορίες αυτές θα αποδειχθούν λυσιτελείς για τις ανάγκες διαδικασίας αστικού ή εμπορικού δικαίου, της οποίας το αντικείμενο πρέπει να προσδιορίζεται με τρόπο συγκεκριμένο από τον αιτούντα και εκτός του πλαισίου της οποίας δεν θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν οι επίμαχες πληροφορίες. Στις αρμόδιες αρχές και στα αρμόδια δικαστήρια απόκειται η στάθμιση του συμφέροντος του αιτούντος να αποκτήσει πρόσβαση στις επίμαχες πληροφορίες και των συμφερόντων που συνηγορούν υπέρ της διατηρήσεως του εμπιστευτικού χαρακτήρα των πληροφοριών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της υποχρεώσεως τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου, πριν δημοσιοποιηθεί καθεμία από τις εμπιστευτικές πληροφορίες στις οποίες ζητήθηκε πρόσβαση.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.

    Επάνω