Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62017CJ0103

Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 25ης Ιουλίου 2018.
Messer France SAS, venant aux droits de Praxair κατά Premier ministre κ.λπ.
Αίτηση του Conseil d'État για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Εναρμόνιση των φορολογικών νομοθεσιών – Οδηγία 92/12/ΕΟΚ – Άρθρο 3, παράγραφος 2 – Οδηγία 2003/96/ΕΚ – Άρθρα 3 και 18 – Φορολογία των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας – Ειδικός φόρος καταναλώσεως – Επιβολή άλλου έμμεσου φόρου – Προϋποθέσεις – Εθνική νομοθεσία που επιβάλλει εισφορά για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας ηλεκτρισμού – Έννοια των “ειδικών σκοπών” – Τήρηση των ελάχιστων συντελεστών φορολογίας.
Υπόθεση C-103/17.

Συλλογή της Νομολογίας — Γενική Συλλογή — Τμήμα «Πληροφορίες για τις μη δημοσιευόμενες αποφάσεις»

Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2018:587

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 25ης Ιουλίου 2018 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Εναρμόνιση των φορολογικών νομοθεσιών – Οδηγία 92/12/ΕΟΚ – Άρθρο 3, παράγραφος 2 – Οδηγία 2003/96/ΕΚ – Άρθρα 3 και 18 – Φορολογία των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας – Ειδικός φόρος καταναλώσεως – Επιβολή άλλου έμμεσου φόρου – Προϋποθέσεις – Εθνική νομοθεσία που επιβάλλει εισφορά για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας ηλεκτρισμού – Έννοια των “ειδικών σκοπών” – Τήρηση των ελάχιστων συντελεστών φορολογίας»

Στην υπόθεση C-103/17,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας, Γαλλία) με απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2017, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 27 Φεβρουαρίου 2017, στο πλαίσιο της δίκης

Messer France SAS, πρώην Praxair,

κατά

Premier ministre,

Commission de régulation de l’énergie,

Ministre de l’Économie et des Finances,

Ministre de l’Environnement, de l’Énergie et de la Mer,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους R. Silva de Lapuerta, πρόεδρο τμήματος, C. G. Fernlund, A. Arabadjiev, S. Rodin και E. Regan (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Campos Sánchez-Bordona

γραμματέας: R. Schiano, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 13ης Δεκεμβρίου 2017,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

η Messer France SAS, εκπροσωπούμενη από τους S. Espasa-Mattei, C. Smits και B. Boutemy, avocats,

η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον D. Colas, καθώς και από τις E. de Moustier, A. Alidière και S. Ghiandoni,

η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την M. Jacobs και τον P. Cottin, επικουρούμενους από τους J. Bourtembourg, V. Feyens και L. Ernoux‑Neufcoeur, avocats,

η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τη V. Ester Casas,

η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον P. Gentili, avvocato dello Stato,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις C. Perrin, D. Recchia και F. Tomat,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 7ης Μαρτίου 2018,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 1992, σχετικά με το γενικό καθεστώς, την κατοχή, την κυκλοφορία και τους ελέγχους των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης (ΕΕ 1992, L 76, σ. 1), καθώς και των άρθρων 3 και 18 της οδηγίας 2003/96/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με την αναδιάρθρωση του κοινοτικού πλαισίου φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας (ΕΕ 2003, L 283, σ. 51).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Messer France SAS, πρώην Praxair, και του Premier ministre (Πρωθυπουργού), της Commission de régulation de l’énergie (Ρυθμιστικής Επιτροπής Ενέργειας), του ministre de l’Économie et des Finances (Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών) και του ministre de l’Environnement, de l’Énergie et de la Mer (Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Θάλασσας) (Γαλλία) με αντικείμενο την επιστροφή της εισφοράς για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας ηλεκτρισμού (στο εξής: εισφορά CSPE) την οποία κατέβαλε η ως άνω εταιρία για τα έτη 2005 έως 2009.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

Η οδηγία 92/12

3

Η τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 92/12 ανέφερε τα εξής:

«[ε]κτιμώντας […] ότι πρέπει να προσδιορισθεί η έννοια των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης· ότι μόνο τα εμπορεύματα τα οποία αντιμετωπίζονται σαν τέτοια σε όλα τα κράτη μέλη μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο κοινοτικών διατάξεων· ότι τα προϊόντα αυτά μπορούν να αποτελούν αντικείμενο άλλων εμμέσων φορολογιών με ειδικούς στόχους· ότι η διατήρηση ή η καθιέρωση άλλων μορφών έμμεσης φορολογίας δεν πρέπει να οδηγεί σε διατυπώσεις που συνδέονται με τη διέλευση μιας μεθορίου».

4

Το άρθρο 3 της οδηγίας αυτής προέβλεπε τα εξής:

«1.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται, σε κοινοτικό επίπεδο, στα ακόλουθα προϊόντα όπως ορίζονται στις σχετικές οδηγίες:

τα ορυκτέλαια,

το οινόπνευμα και τα αλκοολούχα ποτά,

τα βιομηχανοποιημένα καπνά.

2.   Τα προϊόντα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 μπορούν να υπόκεινται σε άλλους έμμεσους φόρους που εξυπηρετούν ειδικούς σκοπούς, υπό τον όρο ότι αυτές οι φορολογικές επιβαρύνσεις τηρούν τους κανόνες φορολόγησης που ισχύουν για τις ανάγκες των ειδικών φόρων κατανάλωσης και του [φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ)], για τον καθορισμό της φορολογικής βάσης, τον υπολογισμό, το απαιτητό και τον έλεγχο του φόρου.

[…]»

5

Κατά το άρθρο 6 της εν λόγω οδηγίας:

«1.   Ο ειδικός φόρος κατανάλωσης καθίσταται απαιτητός κατά τη θέση των προϊόντων σε ανάλωση ή κατά τη διαπίστωση των ελλειμμάτων που οφείλουν να φορολογηθούν σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 3.

[…]»

6

Η οδηγία 92/12 καταργήθηκε, από 1ης Απριλίου 2010, και αντικαταστάθηκε από την οδηγία 2008/118/ΕΚ του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με το γενικό καθεστώς των ειδικών φόρων κατανάλωσης και για την κατάργηση της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ (ΕΕ 2009, L 9, σ. 12).

Η οδηγία 2003/96

7

Το άρθρο 1 της οδηγίας 2003/96 προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη επιβάλλουν φορολογία στα ενεργειακά προϊόντα και την ηλεκτρική ενέργεια σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.»

8

Το άρθρο 3 της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:

«Οι αναφορές της οδηγίας [92/12] σε “πετρελαιοειδή” και “ειδικό φόρο κατανάλωσης”, στο μέτρο που αφορά πετρελαιοειδή, ερμηνεύονται ως καλύπτουσες όλα τα ενεργειακά προϊόντα, την ηλεκτρική ενέργεια και τους εθνικούς έμμεσους φόρους που αναφέρονται αντίστοιχα στο άρθρο 2 και στο άρθρο 4, παράγραφος 2, της παρούσας οδηγίας.»

9

Το άρθρο 4 της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα ακόλουθα:

«1.   Τα επίπεδα φορολογίας που επιβάλλουν τα κράτη μέλη στα ενεργειακά προϊόντα και στην ηλεκτρική ενέργεια τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 2 δεν μπορούν να είναι χαμηλότερα από τα ελάχιστα επίπεδα φορολογίας που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία.

2.   Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ως “επίπεδο φορολογίας” νοείται το σύνολο των εισπραττόμενων επιβαρύνσεων από όλους τους έμμεσους φόρους (εξαιρουμένου του ΦΠΑ) που υπολογίζονται άμεσα ή έμμεσα για την ποσότητα ενεργειακών προϊόντων και ηλεκτρικής ενέργειας κατά τη στιγμή της παράδοσης προς κατανάλωση.»

10

Κατά το άρθρο 18, παράγραφος 10, της ίδιας οδηγίας:

«Η Γαλλική Δημοκρατία δύναται να εφαρμόζει έως την 1η Ιανουαρίου 2009 ολικές ή μερικές απαλλαγές ή μειώσεις για τα ενεργειακά προϊόντα και την ηλεκτρική ενέργεια που χρησιμοποιούν οι κρατικές, περιφερειακές και τοπικές αρχές ή άλλοι φορείς δημοσίου δικαίου, στο πλαίσιο δραστηριοτήτων ή συναλλαγών στις οποίες συμμετέχουν ως δημόσιες αρχές.

Η Γαλλική Δημοκρατία δύναται να εφαρμόσει μεταβατική περίοδο έως την 1η Ιανουαρίου 2009 για την προσαρμογή του ισχύοντος συστήματός της για την φορολογία της ηλεκτρικής ενέργειας προς τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας. Κατά την περίοδο αυτήν, για την εκτίμηση της τήρησης των ελαχίστων συντελεστών που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία λαμβάνεται υπόψη το συνολικό μέσο επίπεδο της τρέχουσας τοπικής φορολογίας της ηλεκτρικής ενέργειας.»

11

Το άρθρο 28, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2003/96 ορίζει τα εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις ώστε να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία το αργότερο μέχρι την 31[η] Δεκεμβρίου 2003. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

2.   Εφαρμόζουν τις διατάξεις αυτές από την 1η Ιανουαρίου 2004, εκτός από τις διατάξεις του άρθρου 16 και του άρθρου 18, παράγραφος 1, τις οποίες τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόσουν από την 1η Ιανουαρίου 2003.»

Το εθνικό δίκαιο

12

Το άρθρο 1 του loi no 2000-108, du 10 février 2000, relative à la modernisation et au développement du service public de l’électricité (νόμου 2000-108, της 10ης Φεβρουαρίου 2000, σχετικά με τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη της παροχής δημόσιας υπηρεσίας ηλεκτρισμού) (JORF της 11ης Φεβρουαρίου 2000, σ. 2143), προέβλεπε τα εξής:

«Η παροχή δημόσιας υπηρεσίας ηλεκτρισμού έχει ως σκοπό την εξασφάλιση του εφοδιασμού ηλεκτρικής ενέργειας για το σύνολο της εθνικής επικράτειας, προς εξυπηρέτηση του γενικού συμφέροντος.

Στο πλαίσιο της ενεργειακής πολιτικής, συμβάλλει στην ανεξαρτησία και την ασφάλεια του εφοδιασμού, στην ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα και την καταπολέμηση του φαινομένου του θερμοκηπίου, στη βέλτιστη διαχείριση και την ανάπτυξη των εθνικών πόρων, στη διαχείριση της ζήτησης ενέργειας, στην ανταγωνιστικότητα της οικονομικής δραστηριότητας και τη διαχείριση των τεχνολογικών επιλογών του μέλλοντος, καθώς και στην ορθολογική χρήση της ενέργειας.

Συντείνει στην κοινωνική συνοχή, διασφαλίζοντας το δικαίωμα στην ηλεκτρική ενέργεια για όλους, στην καταπολέμηση των αποκλεισμών, στην ισόρροπη εδαφική ανάπτυξη με σεβασμό στο περιβάλλον, στην έρευνα και στην τεχνολογική πρόοδο, καθώς και στην άμυνα και τη δημόσια ασφάλεια.

[…]»

13

Το άρθρο 37 του loi no 2003-8, du 3 janvier 2003, relative aux marchés du gaz et de l’électricité et au service public de l’énergie (νόμου 2003-8, της 3ης Ιανουαρίου 2003, περί των αγορών φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας και περί της δημόσιας υπηρεσίας ενέργειας) (JORF της 4ης Ιανουαρίου 2003, σ. 265), ο οποίος τροποποίησε τον νόμο 2000-108, προέβλεπε τα εξής:

«I. – Η παράγραφος I του άρθρου 5 του νόμου 2000-108 […] έχει ως εξής:

“I. – Οι επιβαρύνσεις που οφείλονται σε παροχή δημόσιας υπηρεσίας η οποία έχει ανατεθεί στους δραστηριοποιούμενους στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας φορείς αντισταθμίζονται πλήρως. Οι επιβαρύνσεις αυτές περιλαμβάνουν:

a)

Όσον αφορά την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας:

Το τυχόν επιπλέον κόστος λόγω της εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 8 και 10 σε σχέση με το κόστος επενδύσεως και εκμεταλλεύσεως που εξοικονομεί η Électricité de France (γαλλική επιχείρηση ηλεκτρισμού) ή, ενδεχομένως, οι μη εθνικοποιημένες επιχειρήσεις ηλεκτρισμού, όπως αυτές διαλαμβάνονται στο άρθρο 23 του loi no 46-628 du 8 avril 1946 [sur la nationalisation de l’électricité et du gaz (νόμου 46-628, της 8ης Απριλίου 1946, για την εθνικοποίηση της ηλεκτρικής ενέργειας και του φυσικού αερίου)] στις οποίες έχουν εφαρμογή οι διατάξεις αυτές. Οι ίδιοι δείκτες εξοικονομούμενου κόστους ισχύουν ως βάση για τον καθορισμό του αντισταθμιζόμενου επιπλέον κόστους στην περίπτωση κατά την οποία τις οικείες εγκαταστάσεις εκμεταλλεύεται η Électricité de France ή ένας μη εθνικοποιημένος διανομέας. Όταν οι συμβάσεις έχουν ως αντικείμενο την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας παραγόμενης από εγκατάσταση παραγωγής που βρίσκεται σε περιοχή μη διασυνδεδεμένη με το ηπειρωτικό μητροπολιτικό δίκτυο, το επιπλέον κόστος υπολογίζεται σε σχέση με το σχετικό με την παραγωγή τμήμα των τιμολογίων πωλήσεως προς μη επιλέξιμους πελάτες·

Το επιπλέον κόστος παραγωγής στις περιοχές που δεν είναι διασυνδεδεμένες με το ηπειρωτικό μητροπολιτικό δίκτυο το οποίο, λόγω των ιδιαιτεροτήτων που είναι εγγενείς προς τη φύση των περιοχών αυτών καθόσον αποτελούν πάρκα παραγωγής [ηλεκτρικής ενέργειας] δεν καλύπτεται από το σχετικό με την παραγωγή τμήμα των τιμολογίων πωλήσεως προς μη επιλέξιμους πελάτες ή από τα τυχόν όρια τιμών που προβλέπονται στην παράγραφο Ι του άρθρου 4 του παρόντος νόμου·

b)

Όσον αφορά την παροχή ηλεκτρικής ενέργειας:

Την απώλεια εσόδων και τα έξοδα που βαρύνουν τους παρόχους ηλεκτρικής ενέργειας λόγω της εφαρμογής του ειδικού τιμολογίου για τα “είδη πρώτης ανάγκης”, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος Ι, τελευταίο εδάφιο.

Τα έξοδα που βαρύνουν τους παρόχους ηλεκτρικής ενέργειας συνεπεία της συμμετοχής τους στο σύστημα μέτρων προστασίας για τους ενδεείς, όπως προσδιορίζεται στο άρθρο 2, παράγραφος III, σημείο 1. Τα έξοδα αυτά λαμβάνονται υπόψη με όριο το ποσοστό της επιβαρύνσεως που φέρει ο πάροχος λόγω της εφαρμογής του ειδικού τιμολογίου για τα “είδη πρώτης ανάγκης” που αναφέρεται στο προηγούμενο εδάφιο. Το ποσοστό αυτό καθορίζεται από τον Υπουργό Ενέργειας.

Οι επιβαρύνσεις υπολογίζονται βάσει της προσήκουσας λογιστικής καταγραφής στην οποία προβαίνουν οι φορείς οι οποίοι φέρουν τις επιβαρύνσεις αυτές. Η λογιστική καταγραφή αυτή, η οποία πραγματοποιείται βάσει των κανόνων που καθορίζει η Commission de régulation de l’énergie [(Ρυθμιστική Επιτροπή Ενέργειας, στο εξής: ρυθμιστική αρχή)], ελέγχεται, με έξοδα των βαρυνόμενων φορέων, από τον οικονομικό ελεγκτή τους ή, εφόσον πρόκειται για δημόσιες επιχειρήσεις, από τον δημόσιο υπόλογό τους. Η ρυθμιστική αρχή μπορεί, με έξοδα του φορέα, να ζητήσει τον έλεγχο των εν λόγω λογαριασμών από ανεξάρτητο οργανισμό δικής της επιλογής. Ο Υπουργός Ενέργειας καθορίζει το ύψος των εν λόγω επιβαρύνσεων κατόπιν ετήσιας προτάσεως της ρυθμιστικής αρχής.

Η αντιστάθμιση των επιβαρύνσεων τις οποίες φέρουν οι ως άνω φορείς διασφαλίζεται μέσω εισφορών τις οποίες οφείλουν οι τελικοί καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας που είναι εγκατεστημένοι εντός της εθνικής επικράτειας.

Το ύψος των ως άνω εισφορών υπολογίζεται με βάση την ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας που έχει καταναλωθεί. Ωστόσο, η ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από τον παραγωγό για ίδια χρήση ή η ηλεκτρική ενέργεια την οποία αγοράζει για ίδια χρήση τελικός καταναλωτής από τρίτο ο οποίος εκμεταλλεύεται εγκατάσταση παραγωγής στο σημείο καταναλώσεως λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της εισφοράς μόνον όταν υπερβαίνει τα 240 εκατομμύρια κιλοβατώρες ανά έτος και ανά μονάδα παραγωγής.

Το ύψος της οφειλόμενης εισφοράς ανά σημείο καταναλώσεως, από τους τελικούς καταναλωτές περί των οποίων γίνεται λόγος στο άρθρο 22, παράγραφος Ι, πρώτο εδάφιο, δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό των 500000 [ευρώ].

Το ύψος της εισφοράς για κάθε κιλοβατώρα υπολογίζεται κατά τρόπον ώστε οι εισφορές να καλύπτουν το σύνολο των επιβαρύνσεων που μνημονεύονται στα στοιχεία a και b, καθώς και τα έξοδα διαχειρίσεως στα οποία υποβάλλεται το Caisse des dépôts et consignations [(Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων)], όπως αναφέρονται κατωτέρω. Ο Υπουργός Ενέργειας καθορίζει το ύψος τους κατόπιν ετήσιας προτάσεως της ρυθμιστικής αρχής.

Η εισφορά για κάθε κιλοβατώρα δεν μπορεί να υπερβαίνει το 7 % του τιμολογίου πωλήσεως της κιλοβατώρας, εκτός πάγιας συνδρομής και φόρων, το οποίο ισχύει για τη συνομολόγηση συμβάσεως για παροχή ενέργειας ισχύος 6 kVA, χωρίς διακοπή ή διακύμανση αναλόγως της περιόδου ή του ωραρίου καταναλώσεως.

[…]»

14

Κατόπιν της προειδοποιητικής επιστολής που απηύθυνε στη Γαλλική Δημοκρατία η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στις 18 Μαρτίου 2010, προκειμένου να προσαρμόσει το σύστημά της για τη φορολόγηση της ηλεκτρικής ενέργειας σύμφωνα με την οδηγία 2003/96, το κράτος μέλος αυτό θέσπισε τον loi no 2010-1488, du 7 décembre 2010, portant nouvelle organisation du marché de l’électricité (νόμο 2010-1488, της 7ης Δεκεμβρίου 2010, σχετικά με τη νέα οργάνωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας) (JORF της 8ης Δεκεμβρίου 2010, σ. 21467), τον καλούμενο «νόμο NOME». Σκοπός του νόμου αυτού ήταν η μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο των διατάξεων της ανωτέρω οδηγίας. Ως εκ τούτου, η εισφορά CSPE αντικαταστάθηκε από τον δημοτικό φόρο επί της τελικής καταναλώσεως ηλεκτρικής ενέργειας και από τον νομαρχιακό φόρο επί της τελικής καταναλώσεως ηλεκτρικής ενέργειας. Το σύνολο των διατάξεων αυτών τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2011.

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

15

Η Praxair, στα δικαιώματα της οποίας υπεισήλθε η Messer France, υπέβαλε αίτηση επιστροφής της εισφοράς CSPE την οποία είχε καταβάλει για τα έτη 2005 έως 2009.

16

Η εταιρία αυτή εκτιμά, ειδικότερα, ότι ο ως άνω έμμεσος φόρος είναι αντίθετος προς το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/12, καθόσον δεν επιδιώκει ειδικό σκοπό, υπό την έννοια της διατάξεως αυτής.

17

Δεδομένου ότι το αρμόδιο υπουργείο απέρριψε σιωπηρώς την αίτηση αυτή στις 5 Ιανουαρίου 2011, η εν λόγω εταιρία άσκησε ενώπιον του tribunal administratif de Paris (διοικητικού πρωτοδικείου Παρισίων, Γαλλία) προσφυγή με αίτημα την επιστροφή της εισφοράς CSPE την οποία είχε καταβάλει, πλέον τόκων υπερημερίας. Με απόφαση της 6ης Ιουλίου 2012, το tribunal administratif de Paris (διοικητικό πρωτοδικείο Παρισίων) απέρριψε την προσφυγή. Το cour administrative d’appel de Paris (διοικητικό εφετείο Παρισίων, Γαλλία) απέρριψε, στις 23 Φεβρουαρίου 2016, την έφεση της Praxair κατά της ανωτέρω αποφάσεως.

18

Η Praxair άσκησε αναίρεση ενώπιον του Conseil d’État (Συμβουλίου της Επικρατείας, Γαλλία) στις 25 Απριλίου 2016. Προέβαλε διάφορους λόγους αφορώντες το αν η εισφορά CSPE συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης, και δη με την οδηγία 92/12.

19

Στο πλαίσιο αυτό, το Conseil d’État (Συμβούλιο της Επικρατείας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Όταν ένα κράτος δεν θέσπισε αρχικά, μετά την έναρξη ισχύος της [οδηγίας 2003/96], καμία διάταξη για την καθιέρωση ειδικού φόρου καταναλώσεως επί της καταναλώσεως ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά διατήρησε έμμεσο φόρο ο οποίος είχε καθιερωθεί προγενέστερα επί της εν λόγω καταναλώσεως, καθώς και τοπικούς φόρους,

πρέπει να εκτιμηθεί η συμφωνία του εν λόγω φόρου με τις οδηγίες [92/12] και [2003/96] λαμβανομένων υπόψη των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 3, παράγραφος 2, της [οδηγίας 92/12] όσον αφορά την ύπαρξη “άλλου έμμεσου φόρου”, ήτοι της εξυπηρετήσεως ενός ή περισσότερων ειδικών σκοπών και της τηρήσεως ορισμένων κανόνων φορολογήσεως που ισχύουν για τους ειδικούς φόρους καταναλώσεως ή τον [ΦΠΑ],

ή μήπως η διατήρηση “άλλου έμμεσου φόρου” επιτρέπεται μόνο όταν υπάρχει εναρμονισμένος ειδικός φόρος καταναλώσεως και, τέλος, σε μια τέτοια περίπτωση, μπορεί η εν λόγω εισφορά να θεωρηθεί ως τέτοιος ειδικός φόρος καταναλώσεως, του οποίου η συμφωνία με τις δύο ως άνω οδηγίες πρέπει να εκτιμηθεί λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των κανόνων εναρμονίσεως που αυτές προβλέπουν;

2)

Πρέπει να γίνει δεκτό ότι εισφορά βασιζόμενη στην κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας το προϊόν της οποίας διατίθεται τόσο για τη χρηματοδότηση δαπανών που σχετίζονται με την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και από συμπαραγωγή ηλεκτρισμού και θερμότητας όσο και για την εφαρμογή γεωγραφικής τιμολογιακής εξισώσεως και μειώσεως των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας για τα ενδεή νοικοκυριά επιδιώκει ειδικούς σκοπούς υπό την έννοια των διατάξεων του άρθρου 3, παράγραφος 2, της [οδηγίας 92/12], οι οποίες επαναλαμβάνονται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της [οδηγίας 2008/118];

3)

Σε περίπτωση που κατά τις ως άνω διατάξεις μόνον ορισμένοι από τους επιδιωκόμενους σκοπούς μπορούν να χαρακτηριστούν ειδικοί, μπορούν παρ’ όλα αυτά οι φορολογούμενοι να αξιώσουν την πλήρη επιστροφή της επίμαχης εισφοράς ή μόνο μερική επιστροφή της ανάλογα με το ποσοστό των δαπανών, επί του συνόλου των χρηματοδοτούμενων με την εισφορά δαπανών, που δεν αντιστοιχεί σε ειδικό σκοπό;

4)

Ανάλογα με την απάντηση που θα δοθεί στα προηγούμενα ερωτήματα, σε περίπτωση που το καθεστώς της εισφοράς [CSPE] είναι, εν όλω ή εν μέρει, ασυμβίβαστο με τους κανόνες φορολογήσεως της ηλεκτρικής ενέργειας οι οποίοι προβλέπονται από το δίκαιο της Ένωσης, έχει το άρθρο 18, παράγραφος 10, δεύτερο εδάφιο, της [οδηγίας 2003/96] την έννοια ότι, έως την 1η Ιανουαρίου 2009, η τήρηση των ελάχιστων επιπέδων φορολογήσεως που προβλέπονται στην εν λόγω οδηγία αποτελεί, μεταξύ των κανόνων φορολογήσεως της ηλεκτρικής ενέργειας που προβλέπονται από το δίκαιο της Ένωσης, τη μόνη υποχρέωση που υπείχε η [Γαλλική Δημοκρατία];»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του τέταρτου ερωτήματος

20

Με το τέταρτο ερώτημά του, το οποίο πρέπει να εξεταστεί πρώτο, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 18, παράγραφος 10, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2003/96 έχει την έννοια ότι, έως την 1η Ιανουαρίου 2009, η τήρηση των ελάχιστων επιπέδων φορολογήσεως που καθορίζονται στην οδηγία αυτή αποτελούσε, μεταξύ των κανόνων φορολογήσεως της ηλεκτρικής ενέργειας που προβλέπονται από το δίκαιο της Ένωσης, τη μόνη υποχρέωση που υπείχε η Γαλλική Δημοκρατία.

21

Πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 3 της οδηγίας 2003/96 επέκτεινε το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 92/12 ώστε να καταλαμβάνει και την ηλεκτρική ενέργεια. Δυνάμει του άρθρου 28, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2003/96, η προθεσμία μεταφοράς της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 2003, ενώ η εν λόγω οδηγία τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2004.

22

Ωστόσο, το άρθρο 18, παράγραφος 10, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2003/96 προέβλεψε μεταβατική περίοδο μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2009, ώστε να δοθεί η δυνατότητα στη Γαλλική Δημοκρατία να προσαρμόσει το σύστημά της φορολογήσεως της ηλεκτρικής ενέργειας προς την οδηγία αυτή. Η διάταξη αυτή προέβλεπε ότι, μέχρι την ως άνω ημερομηνία, το οικείο κράτος μέλος όφειλε να λάβει υπόψη «το συνολικό μέσο επίπεδο της τρέχουσας τοπικής φορολογίας της ηλεκτρικής ενέργειας» για την εκτίμηση της τηρήσεως των ελαχίστων συντελεστών που καθορίζονται στην εν λόγω οδηγία. Την 1η Ιανουαρίου 2009, η Γαλλική Δημοκρατία όφειλε, ως εκ τούτου, να έχει εναρμονίσει το σύστημά της φορολογήσεως της ηλεκτρικής ενέργειας προς τις διατάξεις της οδηγίας 2003/96.

23

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, στο τέταρτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 18, παράγραφος 10, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2003/96 έχει την έννοια ότι, έως την 1η Ιανουαρίου 2009, η τήρηση των ελάχιστων επιπέδων φορολογήσεως που καθορίζονται στην οδηγία αυτή αποτελούσε, μεταξύ των κανόνων φορολογήσεως της ηλεκτρικής ενέργειας που προβλέπονται από το δίκαιο της Ένωσης, τη μόνη υποχρέωση που υπείχε η Γαλλική Δημοκρατία.

Επί του πρώτου ερωτήματος

24

Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί, κατ’ αρχάς, αν το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/12 έχει την έννοια ότι η διατήρηση άλλου έμμεσου φόρου προϋποθέτει τη θέσπιση εναρμονισμένου ειδικού φόρου καταναλώσεως και, στη συνέχεια, αν φόρος, όπως ο επίμαχος στην υπόθεση της κύριας δίκης, μπορεί να θεωρηθεί ως τέτοιος ειδικός φόρος καταναλώσεως ή αν το ζήτημα αν ο φόρος αυτός συνάδει με τις οδηγίες 92/12 και 2003/96 πρέπει, ενδεχομένως, να εκτιμηθεί υπό το πρίσμα των κριτηρίων που θέτει το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/12 όσον αφορά την ύπαρξη άλλων έμμεσων φόρων για την εξυπηρέτηση ειδικών σκοπών.

25

Όσον αφορά το πρώτο σκέλος του πρώτου ερωτήματος, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/12 προβλέπει ότι η ηλεκτρική ενέργεια μπορεί να υπόκειται σε άλλους έμμεσους φόρους που υπηρετούν ειδικούς σκοπούς, υπό τον όρο ότι αυτές οι φορολογικές επιβαρύνσεις τηρούν τους κανόνες φορολογήσεως που ισχύουν για τους ειδικούς φόρους καταναλώσεως και τον ΦΠΑ.

26

Πάντως, ουδόλως συνάγεται από την οδηγία 92/12 ότι, στο πλαίσιο του συστήματος που έχει θεσπίσει η Ευρωπαϊκή Ένωση για τη φορολόγηση της καταναλώσεως ηλεκτρικής ενέργειας, η ευχέρεια των κρατών μελών να θεσπίζουν άλλους έμμεσους φόρους εξαρτάται από την επιβολή εναρμονισμένου ειδικού φόρου καταναλώσεως.

27

Περαιτέρω, το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/12, το οποίο περιλήφθηκε στην οδηγία από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σκοπό έχει να ληφθεί υπόψη η ποικιλομορφία των φορολογικών παραδόσεων των κρατών μελών επί του ζητήματος αυτού, ιδίως όσον αφορά τη συχνή χρήση έμμεσων φόρων για την εφαρμογή μη δημοσιονομικών πολιτικών (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 2000, Επιτροπή κατά Γαλλίας, C-434/97, EU:C:2000:98, σκέψη 18).

28

Επομένως, το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/12 δεν δύναται να νοηθεί ως διάταξη η οποία επηρεάζει το κύρος άλλων έμμεσων φόρων επί της ηλεκτρικής ενέργειας οι οποίοι, ενδεχομένως, διατηρήθηκαν σε ισχύ ή θεσπίστηκαν από τα κράτη μέλη.

29

Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του πρώτου ερωτήματος, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο έκρινε, στην απόφασή του της 25ης Οκτωβρίου 2012, Επιτροπή κατά Γαλλίας (C-164/11, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2012:665), ότι η Γαλλική Δημοκρατία δεν είχε τηρήσει τις υποχρεώσεις της όσον αφορά τη μεταφορά της οδηγίας 2003/96 στο εσωτερικό δίκαιο, κατά την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας η οποία τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη που απηύθυνε στο εν λόγω κράτος μέλος η Επιτροπή, δηλαδή στις 22 Μαΐου 2010.

30

Η Γαλλική Δημοκρατία είχε, εξάλλου, αναγνωρίσει ότι, κατά την ως άνω ημερομηνία, δεν είχε λάβει τα αναγκαία μέτρα για τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο των διατάξεων της οδηγίας 2003/96, η οποία μεταφέρθηκε στο εσωτερικό δίκαιο αργότερα, με τον loi no 2010-1488 (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2012, Επιτροπή κατά Γαλλίας, C‑164/11, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2012:665, σκέψη 22).

31

Το άρθρο 37 του loi no 2003-8 με το οποίο θεσπίστηκε η εισφορά CSPE είχε ήδη τεθεί σε ισχύ κατά την ημερομηνία ασκήσεως της προσφυγής λόγω παραβάσεως επί της οποίας εκδόθηκε η ανωτέρω απόφαση. Καθόσον το Δικαστήριο διαπίστωσε και η Γαλλική Δημοκρατία αναγνώρισε ότι, κατά την ημερομηνία εκείνη, το εν λόγω κράτος μέλος δεν είχε τροποποιήσει το σύστημά του φορολογήσεως της ηλεκτρικής ενέργειας ώστε να καθιερωθεί ένας εναρμονισμένος ειδικός φόρος καταναλώσεως επί της ηλεκτρικής ενέργειας, η εισφορά CSPE δεν μπορεί να θεωρηθεί ως τέτοιος ειδικός φόρος καταναλώσεως.

32

Το ζήτημα αν η εισφορά CSPE συνάδει με τις οδηγίες 92/12 και 2003/96 πρέπει, επομένως, να εκτιμηθεί υπό το πρίσμα των κριτηρίων που θέτει το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/12 όσον αφορά την ύπαρξη άλλων έμμεσων φόρων για την εξυπηρέτηση ειδικών σκοπών.

33

Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/12 έχει την έννοια ότι η θέσπιση άλλου έμμεσου φόρου επί της ηλεκτρικής ενέργειας δεν εξαρτάται από την επιβολή εναρμονισμένου ειδικού φόρου καταναλώσεως και ότι, δεδομένου ότι φόρος όπως ο επίμαχος στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν συνιστά τέτοιο ειδικό φόρο καταναλώσεως, το ζήτημα αν ο φόρος αυτός συνάδει με τις οδηγίες 92/12 και 2003/96 πρέπει να εκτιμηθεί υπό το πρίσμα των προϋποθέσεων που θέτει το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/12 όσον αφορά την ύπαρξη άλλων έμμεσων φόρων για την εξυπηρέτηση ειδικών σκοπών.

Επί του δευτέρου ερωτήματος

34

Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/12 έχει την έννοια ότι φόρος όπως ο επίμαχος στην υπόθεση της κύριας δίκης μπορεί να χαρακτηριστεί ως «άλλος έμμεσος φόρος».

35

Συναφώς πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/12 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίσουν ή να διατηρήσουν άλλον έμμεσο φόρο πλην του ειδικού φόρου καταναλώσεως που θεσπίζει η οδηγία αυτή εφόσον ο φόρος αυτός, αφενός, υπηρετεί ειδικό σκοπό και, αφετέρου, τηρεί τους κανόνες φορολογήσεως που ισχύουν για τους ειδικούς φόρους καταναλώσεως ή τον ΦΠΑ ως προς τον καθορισμό της φορολογικής βάσεως, τον υπολογισμό, το απαιτητό και τον έλεγχο του φόρου (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Transportes Jordi Besora, C-82/12, EU:C:2014:108, σκέψη 21).

36

Οι δύο αυτές προϋποθέσεις, οι οποίες αποσκοπούν στην αποτροπή της αδικαιολόγητης παρακωλύσεως των συναλλαγών από πρόσθετους έμμεσους φόρους, έχουν, όπως προκύπτει από αυτό καθεαυτό το γράμμα της εν λόγω διατάξεως, σωρευτικό χαρακτήρα (απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Transportes Jordi Besora, C-82/12, EU:C:2014:108, σκέψη 22).

37

Όσον αφορά την πρώτη από τις προϋποθέσεις αυτές, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ειδικός σκοπός, υπό την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/12, είναι κάθε άλλος σκοπός πλην του αμιγώς δημοσιονομικού (αποφάσεις της 24ης Φεβρουαρίου 2000, Επιτροπή κατά Γαλλίας, C-434/97, EU:C:2000:98, σκέψη 19, της 9ης Μαρτίου 2000, EKW και Wein & Co, C-437/97, EU:C:2000:110, σκέψη 31, καθώς και της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Transportes Jordi Besora, C-82/12, EU:C:2014:108, σκέψη 23).

38

Πράγματι, προκειμένου να θεωρηθεί ότι ένας φόρος επιδιώκει ειδικό σκοπό, υπό την έννοια της εν λόγω διατάξεως, πρέπει αυτός καθαυτόν ο φόρος να επιδιώκει την εκπλήρωση του προβαλλόμενου ειδικού σκοπού. Τούτο συμβαίνει ιδίως εάν τα έσοδα από τον φόρο αυτόν πρέπει υποχρεωτικά να χρησιμοποιηθούν για τη μείωση των περιβαλλοντικών δαπανών που συνδέονται ειδικά με την κατανάλωση της ηλεκτρικής ενέργειας η οποία υπόκειται στον εν λόγω φόρο και για την προώθηση της εδαφικής και κοινωνικής συνοχής, ούτως ώστε να υφίσταται άμεση σχέση μεταξύ της χρήσεως των εσόδων και του σκοπού που επιδιώκει ο εν λόγω φόρος (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Transportes Jordi Besora, C‑82/12, EU:C:2014:108, σκέψη 30, και της 5ης Μαρτίου 2015, Statoil Fuel & Retail, C-553/13, EU:C:2015:149, σκέψη 41).

39

Εντούτοις, η προκαθορισμένη διάθεση των εσόδων από φόρο η οποία είναι απλώς ζήτημα εσωτερικής οργανώσεως του προϋπολογισμού ενός κράτους μέλους δεν μπορεί, αυτή καθαυτήν, να αποτελέσει επαρκή προϋπόθεση συναφώς, καθόσον κάθε κράτος μέλος μπορεί να αποφασίζει τη διάθεση των εσόδων από έναν φόρο, ανεξαρτήτως του επιδιωκόμενου σκοπού, για τη χρηματοδότηση καθορισμένων δαπανών (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2014, Transportes Jordi Besora, C-82/12, EU:C:2014:108, σκέψη 29).

40

Συναφώς, από την απόφαση περί παραπομπής απορρέει ότι, πρώτον, η εισφορά CSPE σκοπούσε στη χρηματοδότηση περιβαλλοντικών σκοπών διά της καλύψεως του επιπλέον κόστους που προκύπτει από την υποχρέωση των παρόχων να αγοράζουν ηλεκτρική ενέργεια παραγόμενη από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και από συμπαραγωγή. Δεύτερον, η εισφορά CSPE σκοπούσε στη χρηματοδότηση σκοπών εδαφικής και κοινωνικής συνοχής, αντισταθμίζοντας το επιπλέον κόστος παραγωγής στις ζώνες που δεν είναι συνδεδεμένες με το ηπειρωτικό μητροπολιτικό δίκτυο, την απώλεια εσόδων και τις πρόσθετες δαπάνες διαχειρίσεως που βαρύνουν τους παρόχους ηλεκτρικής ενέργειας λόγω, αφενός, της εφαρμογής ειδικού τιμολογίου για την ηλεκτρική ενέργεια η οποία χαρακτηρίζεται ως «είδος πρώτης ανάγκης» και, αφετέρου, της συμμετοχής τους στο θεσπισθέν σύστημα προστασίας για τους ενδεείς. Τρίτον, η εισφορά CSPE σκοπούσε στη χρηματοδότηση των δαπανών που συνδέονται άμεσα με τη διοικητική λειτουργία του médiateur national de l’énergie (εθνικού διαμεσολαβητή ενέργειας, στο εξής: εθνικός διαμεσολαβητής) και του Caisse des dépôts et consignations (Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων στο εξής: Ταμείο Παρακαταθηκών) για τη διαχείριση της εισφοράς CSPE.

41

Όπως επίσης προκύπτει από τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο, το ποσό της εισφοράς CSPE καθοριζόταν εκ των προτέρων, με βάση τις εκτιμήσεις των φορέων εκμεταλλεύσεως ως προς το κόστος εκπληρώσεως των επιδιωκόμενων με την εν λόγω εισφορά σκοπών. Οι φορείς διαβίβαζαν τις προβλέψεις στη ρυθμιστική αρχή, η οποία προσδιόριζε ποσοτικά, χρησιμοποιώντας τις προβλέψεις αυτές, το κόστος παροχής της δημόσιας υπηρεσίας το οποίο η εν λόγω εισφορά σκοπούσε να καλύψει και διαβίβαζε την πρότασή της στην κυβέρνηση, το αργότερο μέχρι τις 15 Οκτωβρίου του έτους που προηγείτο του έτους επιβολής του φόρου. Εναπέκειτο, στη συνέχεια, στον Υπουργό Ενέργειας να προσδιορίζει σε ετήσια βάση, προ της 31ης Δεκεμβρίου, το ποσό της εισφοράς ανά καταναλούμενη κιλοβατώρα, προκειμένου τα έσοδα από την εισφορά να καλύψουν το σύνολο του προς αντιστάθμιση κόστους. Επιπλέον, τα εισπραττόμενα έσοδα από την εισφορά CSPE δεν ενσωματώνονταν στον κρατικό προϋπολογισμό, αλλά κατετίθεντο σε ειδικό λογαριασμό, τηρούμενο στο Ταμείο Παρακαταθηκών, ο οποίος χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά για την αντιστάθμιση των επιβαρύνσεων που οφείλονταν στην παροχή της δημόσιας υπηρεσίας που είχε ανατεθεί στους δραστηριοποιούμενους στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας φορείς, μνεία των οποίων γίνεται στο άρθρο 5 του νόμου 2000-108, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο 2003-8.

42

Έτσι, όσον αφορά, πρώτον, τις δαπάνες που συνδέονται άμεσα με τη διοικητική λειτουργία του εθνικού διαμεσολαβητή και του Ταμείου Παρακαταθηκών για τη διαχείριση της εισφοράς CSPE, πρέπει να τονιστεί ότι οι δαπάνες αυτές δεν υπηρετούν ειδικό σκοπό μη αμιγώς δημοσιονομικό και δεν συνδέονται ειδικά με την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά με την εν γένει λειτουργία του θεσπισθέντος με την εθνική νομοθεσία συστήματος. Τέτοιου είδους γενικές δαπάνες μπορούν, ωστόσο, να χρηματοδοτούνται από το προϊόν κάθε είδους φόρων.

43

Όσον αφορά, δεύτερον, τους σκοπούς εδαφικής και κοινωνικής συνοχής που επιδιώκει η εισφορά CSPE, ήτοι την εφαρμογή γεωγραφικής τιμολογιακής εξισώσεως και τη μείωση των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας για τα ενδεή νοικοκυριά, πρόκειται για σκοπούς κατά κανόνα χρηματοδοτούμενους από τον κρατικό προϋπολογισμό βάσει των οποίων δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ο εν λόγω φόρος επιδίωκε ειδικό σκοπό.

44

Επομένως, έστω και αν η οικεία εθνική νομοθεσία προέβλεπε μηχανισμό προκαθορισμένης διαθέσεως των εσόδων από την εισφορά CSPE, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 41 της παρούσας αποφάσεως, για τη χρηματοδότηση, μεταξύ άλλων, των εν λόγω διοικητικών λειτουργιών και των σκοπών εδαφικής και κοινωνικής συνοχής, γεγονός παραμένει ότι με τα έσοδα αυτά δεν επιδιώκεται ειδικός σκοπός, υπό την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/12.

45

Τρίτον, όσον αφορά τον περιβαλλοντικό σκοπό που επιδιώκει η εισφορά CSPE, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 71 των προτάσεών του, η εισφορά CSPE παρέχει κίνητρα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και από συμπαραγωγή ενέργειας, συνεισφέροντας στη χρηματοδότησή της, και, ως εκ τούτου, διασφαλίζει αυτή καθαυτήν την εκπλήρωση του προβαλλόμενου ειδικού σκοπού. Επομένως, υφίστατο άμεση σχέση μεταξύ του περιβαλλοντικού σκοπού που επεδίωκε αυτή η εισφορά και της μειώσεως των αρνητικών συνεπειών στο περιβάλλον από την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας.

46

Κατά συνέπεια, όσον αφορά τον περιβαλλοντικό σκοπό της, η εισφορά CSPE επδίωκε πράγματι ειδικό σκοπό.

47

Όσον αφορά τη δεύτερη εκ των προϋποθέσεων που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 35 της παρούσας αποφάσεως, πρέπει να εξακριβωθεί αν η εισφορά CSPE τηρούσε τους κανόνες φορολογήσεως που ισχύουν για τους ειδικούς φόρους καταναλώσεως και τον ΦΠΑ ως προς τον καθορισμό της φορολογικής βάσεως, τον υπολογισμό, το απαιτητό και τον έλεγχο του φόρου, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/12.

48

Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η διάταξη αυτή δεν απαιτεί από τα κράτη μέλη να τηρούν όλους τους κανόνες περί ειδικών φόρων καταναλώσεως ή περί ΦΠΑ για τον καθορισμό της φορολογικής βάσεως, τον υπολογισμό, το απαιτητό και τον έλεγχο του φόρου. Πράγματι, αρκεί οι έμμεσοι φόροι που υπηρετούν ειδικούς σκοπούς να συμφωνούν, ως προς τα σημεία αυτά, με την όλη οικονομία της μιας ή της άλλης από τις τεχνικές αυτές φορολογήσεως, όπως οργανώνονται με την κανονιστική ρύθμιση της Ένωσης (απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 2000, Επιτροπή κατά Γαλλίας, C-434/97, EU:C:2000:98, σκέψη 27).

49

Όπως υπενθύμισε ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 82 των προτάσεών του, η διάρθρωση της εισφοράς CSPE δεν ήταν αντίστοιχη με εκείνη του ΦΠΑ, δεδομένου ότι, αφενός, το ύψος της εισφοράς CSPE δεν ήταν ανάλογο προς την τιμή του αγαθού επί του οποίου επιβαλλόταν, καθώς αυτή υπολογιζόταν επί του όγκου καταναλωθείσας ηλεκτρικής ενέργειας, και, αφετέρου, η είσπραξη της εισφοράς CSPE γινόταν κατά τον χρόνο της καταναλώσεως ηλεκτρικής ενέργειας, και όχι σε κάθε στάδιο της διαδικασίας παραγωγής και διανομής, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του ΦΠΑ. Πρέπει, συνεπώς, να εξεταστούν οι ομοιότητες μεταξύ των κανόνων φορολογήσεως που προσιδιάζουν στην εισφορά CSPE και εκείνων που αφορούν τους ειδικούς φόρους καταναλώσεως.

50

Πρώτον, όσον αφορά τον καθορισμό της βάσεως επιβολής του φόρου και τον υπολογισμό του φόρου, από τη δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο προκύπτει ότι το ύψος της εισφοράς CSPE υπολογιζόταν, όπως ακριβώς και εκείνο των ειδικών φόρων καταναλώσεως, με βάση τις καταναλούμενες κιλοβατώρες.

51

Δεύτερον, όσον αφορά το απαιτητό της εισφοράς CSPE, όπως προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/12 για τους ειδικούς φόρους καταναλώσεως, η εισφορά καθίστατο απαιτητή κατά την παράδοση της ηλεκτρικής ενέργειας προς κατανάλωση.

52

Τρίτον, όσον αφορά τον έλεγχο του φόρου, σύμφωνα με την οικεία γαλλική νομοθεσία, οι πάροχοι ηλεκτρικής ενέργειας εισέπρατταν την εισφορά CSPE, η οποία στη συνέχεια κατετίθετο στο Ταμείο Παρακαταθηκών και αναδιανεμόταν μεταξύ των διαφόρων παρόχων. Ωστόσο, ο έλεγχος της εισπράξεως της εισφοράς αυτής εναπέκειτο στη δημόσια εξουσία, μέσω της ρυθμιστικής αρχής, και οι σχετικές με την είσπραξη διαφορές ενέπιπταν στην αρμοδιότητα των διοικητικών δικαστηρίων, όπως προβλέπεται και για τους έμμεσους φόρους.

53

Κατά συνέπεια, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο, προκύπτει ότι η εισφορά CSPE τηρούσε τους κανόνες φορολογήσεως που ισχύουν για τους ειδικούς φόρους καταναλώσεως και, ως εκ τούτου, πληρούσε τη δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/12, πράγμα το οποίο εναπόκειται, ωστόσο, στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

54

Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/12 έχει την έννοια ότι φόρος όπως ο επίμαχος στην υπόθεση της κύριας δίκης μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «άλλος έμμεσος φόρος», δεδομένου του περιβαλλοντικού σκοπού του, με τον οποίο επιδιώκεται η χρηματοδότηση του πρόσθετου κόστους που προκύπτει από την υποχρέωση αγοράς πράσινης ενέργειας, εξαιρουμένων των σκοπών του εδαφικής και κοινωνικής συνοχής, όπως η γεωγραφική τιμολογιακή εξίσωση και η μείωση της τιμής ηλεκτρικής ενέργειας για τα ενδεή νοικοκυριά, και των αμιγώς διοικητικής φύσεως σκοπών του και δη της καλύψεως των δαπανών που συνδέονται άμεσα με τη διοικητική λειτουργία δημοσίων αρχών ή φορέων, όπως ο εθνικός διαμεσολαβητής και το Ταμείο Παρακαταθηκών, με την επιφύλαξη της εξακριβώσεως από το αιτούν δικαστήριο, της τηρήσεως των κανόνων φορολογήσεως που ισχύουν για τις ανάγκες των ειδικών φόρων καταναλώσεως.

Επί του τρίτου ερωτήματος

55

Με το τρίτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν, στην περίπτωση που ορισμένοι μόνον από τους επιδιωκόμενους σκοπούς μπορούσαν να χαρακτηριστούν ειδικοί, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/12, το δίκαιο της Ένωσης πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι οι φορολογούμενοι μπορούν, παρ’ όλα αυτά, να αξιώσουν την πλήρη επιστροφή της οικείας εισφοράς ή μόνο μερική επιστροφή της ανάλογα με το ποσοστό των δαπανών, επί του συνόλου των χρηματοδοτούμενων με την εισφορά CSPE δαπανών, που δεν αντιστοιχεί σε ειδικό σκοπό.

56

Κατά πάγια νομολογία, το δικαίωμα για επιστροφή φόρων που εισπράχθηκαν σε κράτος μέλος κατά παράβαση των κανόνων του δικαίου της Ένωσης αποτελεί τη συνέπεια και το συμπλήρωμα των δικαιωμάτων που απονέμονται στους ιδιώτες βάσει των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, όπως αυτές έχουν ερμηνευθεί από το Δικαστήριο. Επομένως, τα κράτη μέλη υποχρεούνται, κατ’ αρχήν, να επιστρέφουν τους φόρους που έχουν εισπραχθεί κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης (απόφαση της 19ης Ιουλίου 2012, Littlewoods Retail κ.λπ., C‑591/10, EU:C:2012:478, σκέψη 24 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

57

Ομοίως, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η μόνη εξαίρεση από το δικαίωμα επιστροφής φόρων που εισπράχθηκαν κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης αφορά την περίπτωση στην οποία ένας αχρεωστήτως καταβληθείς φόρος μετακυλίσθηκε άμεσα από τον φορολογούμενο στον αγοραστή (απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2011, Accor, C-310/09, EU:C:2011:581, σκέψη 74).

58

Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως που δόθηκε στο δεύτερο ερώτημα και υπό τον όρο ότι η αναιρεσείουσα της κύριας δίκης, υπό την ιδιότητα του τελικού καταναλωτή ηλεκτρικής ενέργειας, δεν μετακύλισε άμεσα τα ποσά που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως ως εισφορά CSPE στους δικούς της πελάτες, όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, η αναιρεσείουσα της κύριας δίκης μπορεί να αξιώσει την επιστροφή αυτών των ποσών, ανάλογα με το ποσοστό των εσόδων από την εισφορά CSPE το οποίο διατέθηκε για τη χρηματοδότηση των σκοπών εδαφικής και κοινωνικής συνοχής και των αμιγώς διοικητικών σκοπών, ιδίως της διοικητικής λειτουργίας του εθνικού διαμεσολαβητή και του Ταμείου Παρακαταθηκών για τη διαχείριση της εισφοράς CSPE.

59

Εξάλλου, σύμφωνα με την απάντηση που δόθηκε στο τέταρτο ερώτημα, η αναιρεσείουσα της κύριας δίκης μπορεί να αξιώσει την επιστροφή των ποσών αυτών μόνον από 1ης Ιανουαρίου 2009, ημερομηνία κατά την οποία τα αποτελέσματα της οδηγίας 2003/96 κατέστησαν υποχρεωτικά έναντι της Γαλλικής Δημοκρατίας.

60

Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το δίκαιο της Ένωσης πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι οι ενδιαφερόμενοι φορολογούμενοι μπορούν να αξιώσουν μερική επιστροφή φόρου όπως ο επίμαχος στην υπόθεση της κύριας δίκης, ανάλογα με το ποσοστό των εσόδων από τον φόρο αυτόν το οποίο διατέθηκε για μη ειδικούς σκοπούς, υπό τον όρο ότι οι φορολογούμενοι δεν μετακύλισαν τον φόρο στους δικούς τους πελάτες, όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

Επί των δικαστικών εξόδων

61

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Το άρθρο 18, παράγραφος 10, της οδηγίας 2003/96/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με την αναδιάρθρωση του κοινοτικού πλαισίου φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας, έχει την έννοια ότι, έως την 1η Ιανουαρίου 2009, η τήρηση των ελάχιστων επιπέδων φορολογήσεως που καθορίζονται στην οδηγία αυτή αποτελούσε, μεταξύ των κανόνων φορολογήσεως της ηλεκτρικής ενέργειας που προβλέπονται από το δίκαιο της Ένωσης, τη μόνη υποχρέωση που υπείχε η Γαλλική Δημοκρατία.

 

2)

Το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 1992, σχετικά με το γενικό καθεστώς, την κατοχή, την κυκλοφορία και τους ελέγχους των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης, έχει την έννοια ότι η θέσπιση άλλου έμμεσου φόρου επί της ηλεκτρικής ενέργειας δεν εξαρτάται από την επιβολή εναρμονισμένου ειδικού φόρου καταναλώσεως και ότι, δεδομένου ότι φόρος όπως ο επίμαχος στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν συνιστά τέτοιο ειδικό φόρο καταναλώσεως, το ζήτημα αν ο φόρος αυτός συνάδει με τις οδηγίες 92/12 και 2003/96 πρέπει να εκτιμηθεί υπό το πρίσμα των προϋποθέσεων που θέτει το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/12 όσον αφορά την ύπαρξη άλλων έμμεσων φόρων για την εξυπηρέτηση ειδικών σκοπών.

 

3)

Το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/12 έχει την έννοια ότι φόρος όπως ο επίμαχος στην υπόθεση της κύριας δίκης μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «άλλος έμμεσος φόρος», δεδομένου του περιβαλλοντικού σκοπού του, με τον οποίο επιδιώκεται η χρηματοδότηση του πρόσθετου κόστους που προκύπτει από την υποχρέωση αγοράς πράσινης ενέργειας, εξαιρουμένων των σκοπών του εδαφικής και κοινωνικής συνοχής, όπως η γεωγραφική τιμολογιακή εξίσωση και η μείωση της τιμής ηλεκτρικής ενέργειας για τα ενδεή νοικοκυριά, και των αμιγώς διοικητικής φύσεως σκοπών του και δη της καλύψεως των δαπανών που συνδέονται άμεσα με τη διοικητική λειτουργία δημοσίων αρχών ή φορέων, όπως ο médiateur national de l’énergie (εθνικός διαμεσολαβητής ενέργειας) και το Caisse des dépôts et consignations (Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων), με την επιφύλαξη της εξακριβώσεως από το αιτούν δικαστήριο, της τηρήσεως των κανόνων φορολογήσεως που ισχύουν για τις ανάγκες των ειδικών φόρων καταναλώσεως.

 

4)

Το δίκαιο της Ένωσης πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι οι ενδιαφερόμενοι φορολογούμενοι μπορούν να αξιώσουν μερική επιστροφή φόρου όπως ο επίμαχος στην υπόθεση της κύριας δίκης, ανάλογα με το ποσοστό των εσόδων από τον φόρο αυτόν το οποίο διατέθηκε για μη ειδικούς σκοπούς, υπό τον όρο ότι οι φορολογούμενοι δεν μετακύλισαν τον φόρο στους δικούς τους πελάτες, όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

Επάνω