Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex
Έγγραφο 62017CC0234
Opinion of Advocate General Saugmandsgaard Øe delivered on 5 June 2018.#XC and Others v Generalprokuratur.#Request for a preliminary ruling from the Oberster Gerichtshof.#Reference for a preliminary ruling — Principles of EU law — Sincere cooperation — Procedural autonomy — Principles of equivalence and effectiveness — National legislation laying down a remedy allowing criminal proceedings to be reheard in the event of infringement of the European Convention for the Protection of Human Rights and Fundamental Freedoms — No obligation to extend that procedure to cases of alleged infringement of the fundamental rights enshrined in EU law.#Case C-234/17.
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Η. Saugmandsgaard Øe της 5ης Ιουνίου 2018.
XC κ.λπ.
Αίτηση του Oberster Gerichtshof για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Αρχές του δικαίου της Ένωσης – Καλόπιστη συνεργασία – Διαδικαστική αυτονομία – Αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας – Εθνική νομοθεσία που προβλέπει ένδικο μέσο το οποίο καθιστά δυνατή την επανάληψη της ποινικής διαδικασίας σε περίπτωση παραβιάσεως της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών – Υποχρέωση επεκτάσεως της διαδικασίας αυτής στις περιπτώσεις όπου προβάλλεται προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στο δίκαιο της Ένωσης – Δεν υφίσταται.
Υπόθεση C-234/17.
Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Η. Saugmandsgaard Øe της 5ης Ιουνίου 2018.
XC κ.λπ.
Αίτηση του Oberster Gerichtshof για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Αρχές του δικαίου της Ένωσης – Καλόπιστη συνεργασία – Διαδικαστική αυτονομία – Αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας – Εθνική νομοθεσία που προβλέπει ένδικο μέσο το οποίο καθιστά δυνατή την επανάληψη της ποινικής διαδικασίας σε περίπτωση παραβιάσεως της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών – Υποχρέωση επεκτάσεως της διαδικασίας αυτής στις περιπτώσεις όπου προβάλλεται προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στο δίκαιο της Ένωσης – Δεν υφίσταται.
Υπόθεση C-234/17.
Συλλογή της Νομολογίας — Γενική Συλλογή — Τμήμα «Πληροφορίες για τις μη δημοσιευόμενες αποφάσεις»
Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2018:391
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
HENRIK SAUGMANDSGAARD ØE
της 5ης Ιουνίου 2018 ( 1 )
Υπόθεση C‑234/17
XC,
YB,
ZA,
παρισταμένης της
Generalprokuratur
[αίτηση του Oberster Gerichtshof
(Ανωτάτου Δικαστηρίου, Αυστρία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]
«Προδικαστική παραπομπή – Αρχές του δικαίου της Ένωσης – Διαδικαστική αυτονομία – Αρχές της αποτελεσματικότητας και της ισοδυναμίας – Ένδικο μέσο που σε περίπτωση παραβιάσεως της ΕΣΔΑ καθιστά δυνατή την επανάληψη ποινικής διαδικασίας η οποία περατώθηκε με απόφαση εξοπλισμένη με ισχύ δεδικασμένου – Υποχρέωση επεκτάσεως του ένδικου αυτού μέσου στις παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης – Δεν υφίσταται – Άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρο 54 της συμβάσεως εφαρμογής της συμφωνίας του Σένγκεν – Αρχή ne bis in idem»
I. Εισαγωγή
1. |
Με απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 2017, το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο, Αυστρία) υπέβαλε στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, και ειδικότερα των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας. |
2. |
Οι XC, YB και ZA (στο εξής: ενδιαφερόμενοι) είναι ύποπτοι για φοροδιαφυγή και για την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων στο ελβετικό έδαφος. Δυνάμει του άρθρου 50, παράγραφος 1, της συμβάσεως εφαρμογής της συμφωνίας του Σένγκεν της 14ης Ιουνίου 1985 μεταξύ των κυβερνήσεων των κρατών της Οικονομικής Ένωσης Μπενελούξ, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Γαλλικής Δημοκρατίας σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα που υπογράφτηκε στο Σένγκεν (Λουξεμβούργο) στις 19 Ιουνίου 1990 και τέθηκε σε ισχύ στις 26 Μαρτίου 1995 ( 2 ) (στο εξής: ΣΕΣΣ), η εισαγγελία του καντονίου του St. Gallen (Ελβετία) απηύθυνε διάφορες αιτήσεις δικαστικής συνδρομής στην εισαγγελία του Feldkirch (Αυστρία) για την ακρόαση, ως κατηγορουμένων, των ενδιαφερομένων. |
3. |
Μετά το πέρας της ποινικής διαδικασίας που διεξήχθη στην Αυστρία οι ενδιαφερόμενοι κατέθεσαν ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου αίτηση για την επανάληψη της ποινικής διαδικασίας που περατώθηκε με απόφαση εξοπλισμένη με ισχύ δεδικασμένου, λόγω παραβιάσεως της Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών που υπογράφτηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 ή ενός από τα πρόσθετα πρωτόκολλά της (στο εξής, από κοινού: ΕΣΔΑ). Το ένδικο αυτό μέσο εισήχθη στο αυστριακό δίκαιο προκειμένου να καταστεί δυνατή η εφαρμογή των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: ΕΔΔΑ) με τις οποίες διαπιστώνεται παραβίαση της ΕΣΔΑ. |
4. |
Στο πλαίσιο της αιτήσεώς τους, οι ενδιαφερόμενοι προέβαλαν μεταξύ άλλων παραβίαση της αρχής ne bis in idem όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) και στο άρθρο 54 της ΣΕΣΣ. Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα οι αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιβάλλει στον εθνικό δικαστή να εκτιμήσει, στο πλαίσιο ενός τέτοιου ένδικου μέσου, την ύπαρξη παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης –και ειδικότερα προσβολής του θεμελιώδους δικαιώματος που κατοχυρώνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη και στο άρθρο 54 της ΣΕΣΣ– ενώ το εθνικό δίκαιο προβλέπει τέτοιον έλεγχο μόνο για τις παραβιάσεις της ΕΣΔΑ. |
5. |
Θα προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει αρνητικά στο ερώτημα αυτό λόγω της υπάρξεως ενός «συνταγματικού πλαισίου» ( 3 ) που αναπτύχθηκε από το Δικαστήριο και διασφαλίζει την αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης πριν ακόμη οι εθνικές αποφάσεις αποκτήσουν ισχύ δεδικασμένου, πλαισίου το οποίο δεν έχει αντιστοιχία όσον αφορά την ΕΣΔΑ. |
II. Το νομικό πλαίσιο
Α. Το δίκαιο της Ένωσης
6. |
Η ΣΕΣΣ συνήφθη προκειμένου να διασφαλιστεί η εφαρμογή της συμφωνίας μεταξύ των κυβερνήσεων των κρατών της Οικονομικής Ένωσης Μπενελούξ, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Γαλλικής Δημοκρατίας σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα που υπογράφτηκε στο Σένγκεν στις 14 Ιουνίου 1985 ( 4 ). |
7. |
Το άρθρο 50, παράγραφος 1, της ΣΕΣΣ, το οποίο περιλαμβάνεται στον τίτλο III, κεφάλαιο 2, της τελευταίας, το οποίο επιγράφεται «Δικαστική συνδρομή σε ποινικές υποθέσεις», ορίζει: «Τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση παροχής δικαστικής συνδρομής, κατά τα ρυθμιζόμενα από τις συμβάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 48, για περιπτώσεις παραβιάσεως των διατάξεων εν γένει περί φόρων καταναλώσεως, φόρων προστιθέμενης αξίας [ΦΠΑ] και τελωνειακών δασμών […]». |
8. |
Το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ, το οποίο περιλαμβάνεται στον τίτλο III, κεφάλαιο 3, της τελευταίας, το οποίο επιγράφεται «Εφαρμογή της αρχής ne bis in idem», ορίζει: «Όποιος καταδικάστηκε αμετάκλητα από ένα συμβαλλόμενο μέρος δεν μπορεί να διωχθεί από ένα άλλο συμβαλλόμενο μέρος για τα ίδια πραγματικά περιστατικά, υπό τον όρο όμως ότι, σε περίπτωση καταδίκης, η ποινή έχει ήδη εκτιθεί ή εκτίεται ή δεν μπορεί πλέον να εκτιθεί σύμφωνα με τους νόμους του συμβαλλομένου μέρους που επέβαλε την καταδίκη.» |
Β. Το αυστριακό δίκαιο
9. |
Την 1η Μαρτίου 1997, το άρθρο 363a εισήχθη στον Strafprozessordnung (αυστριακό κώδικα ποινικής δικονομίας, στο εξής: κώδικας ποινικής δικονομίας). Η διάταξη αυτή προβλέπει:
|
III. Η διαφορά της κύριας δίκης
10. |
Η εισαγγελία του καντονίου του St. Gallen (Ελβετία) διεξήγαγε ποινική έρευνα κατά των XC, YB κ.λπ., οι οποίοι είναι ύποπτοι για φοροδιαφυγή κατά την έννοια του άρθρου 96, παράγραφος 1, στοιχείο b, του Mehrwertsteuergesetz (ελβετικού νόμου περί ΦΠΑ) και για την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων. Τα πρόσωπα αυτά φέρεται ότι, μέσω της υποβολής εσφαλμένων φορολογικών δηλώσεων στην ελβετική εφορία, έλαβαν αδικαιολόγητα επιστροφές ΦΠΑ συνολικού ποσού 835374,17 ελβετικών φράγκων (CHF) (περίπου 698327,41 ευρώ). |
11. |
Στο πλαίσιο της έρευνας αυτής, η εισαγγελία του καντονίου του St. Gallen απηύθυνε αίτηση δικαστικής συνδρομής στην εισαγγελία του Feldkirch (Αυστρία). |
12. |
Με διάταξη της 15ης Μαρτίου 2013, η οποία εκδόθηκε κατόπιν αντιρρήσεων και ενδίκου μέσου, το Oberlandesgericht Innsbruck (ανώτερο περιφερειακό δικαστήριο του Innsbruck, Αυστρία), αποφαινόμενο σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε παραδεκτή την αίτηση δικαστικής συνδρομής υπέρ της ερευνητικής αρχής του σχετικού καντονίου (Kantonales Untersuchungsamt, Ελβετία), προκειμένου να γίνει ακρόαση της YB ως κατηγορουμένης. Κατά συνέπεια, απέρριψε αντιρρήσεις που στηρίζονταν στο άρθρο 54 της ΣΕΣΣ και στο γεγονός ότι διαδικασίες είχαν περατωθεί κατά τα έτη 2011 και 2012 από την εισαγγελία του Heilbronn (Γερμανία) και από το Fürstliches Landgericht του Λιχτενστάιν (πρωτοβάθμιο δικαστήριο του Λιχτενστάιν). Στο πλαίσιο αυτό, τονίστηκε ρητώς η αιτίαση περί εξαγωγής εμπορευμάτων και επιστροφών ΦΠΑ συνολικού ποσού 835374,17 CHF (περίπου 698327,41 ευρώ). |
13. |
Κατά της διατάξεως αυτής, οι XC και YB κατέθεσαν ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας. Με διάταξη της 17ης Σεπτεμβρίου 2013, το εν λόγω δικαστήριο αναίρεσε τις διατάξεις της 31ης Δεκεμβρίου 2012 του Landesgericht Feldkirch (περιφερειακού δικαστηρίου του Feldkirch, Αυστρία) και της 15ης Μαρτίου 2013 του Oberlandesgericht Innsbruck (ανώτερου περιφερειακού δικαστηρίου του Innsbruck), κατά το μέρος που δεν αφορούσαν την αίτηση δικαστικής συνδρομής σχετικά με την υπόνοια τελέσεως αξιόποινων πράξεων εις βάρος της ελβετικής φορολογικής αρχής. Κατά το μέρος που αφορούσε το κεφάλαιο που αναιρέθηκε, η αίτηση δικαστικής συνδρομής απορρίφθηκε. Κατά το μέρος που αφορούσε το κεφάλαιο που δεν αναιρέθηκε, το εν λόγω δικαστήριο διευκρίνισε στο σκεπτικό της αποφάσεώς του ότι «η εισαγγελία πρέπει να εκτελέσει τη συνιστάμενη σε ακρόαση αίτηση δικαστικής συνδρομής κατά της οποίας δεν βάλλει η αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας και η οποία αφορά την υπόνοια τελέσεως αξιόποινων πράξεων εις βάρος της ελβετικής φορολογικής αρχής». |
14. |
Η εισαγγελία του Feldkirch συνέχισε τη διαδικασία ως προς το σκέλος που αφορά την υπόνοια τελέσεως αξιόποινων πράξεων εις βάρος της ελβετικής φορολογικής αρχής. Στο πλαίσιο αυτό, η εισαγγελία του καντονίου του St. Gallen ζήτησε τη διεξαγωγή συμπληρωματικών ακροάσεων, η τελευταία δε εκ των αιτήσεων αυτών αφορούσε τον ZA, ως κατηγορούμενο. Ακολούθως, οι XC και YB διατύπωσαν αντιρρήσεις τις οποίες το Landesgericht Feldkirch (περιφερειακό δικαστήριο του Feldkirch) απέρριψε λόγω δεδικασμένου. Ένδικα μέσα που ασκήθηκαν κατά άλλων διατάξεων του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου απορρίφθηκαν και αυτά. |
15. |
Με διάταξη της 9ης Οκτωβρίου 2015, το Oberlandesgericht Innsbruck (ανώτερο περιφερειακό δικαστήριο του Innsbruck) απέρριψε τα ένδικα μέσα που οι ενδιαφερόμενοι είχαν ασκήσει κατά της διατάξεως του Landesgericht Feldkirch (περιφερειακού δικαστηρίου του Feldkirch) της 13ης Αυγούστου 2015. Το δικαστήριο αυτό επισήμανε στο σκεπτικό του ότι, επίσης, η από 23 Απριλίου 2015 αίτηση δικαστικής συνδρομής περιορίζεται στην υπόνοια τελέσεως αξιόποινων πράξεων εις βάρος της ελβετικής φορολογικής αρχής. Το εν λόγω δικαστήριο δεν εντόπισε κανένα στοιχείο που να δείχνει ότι ακρόαση του ZA θα μπορούσε να συνιστά παράβαση του άρθρου 54 της ΣΕΣΣ. |
16. |
Βάσει του κώδικα ποινικής δικονομίας, το Oberlandesgericht Innsbruck (ανώτερο περιφερειακό δικαστήριο του Innsbruck) αποφάνθηκε σε δεύτερο και τελευταίο βαθμό με διάταξη της 9ης Οκτωβρίου 2015. Κατά συνέπεια, η διάταξη αυτή έχει ισχύ δεδικασμένου. |
17. |
Κατά της διατάξεως αυτής οι ενδιαφερόμενοι κατέθεσαν στις 18 Απριλίου 2016 ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας. Οι ενδιαφερόμενοι διατείνονται ότι η παροχή δικαστικής συνδρομής στην εισαγγελία του St. Gallen επέφερε παράβαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, του άρθρου 4 του πρωτοκόλλου αριθ. 7 της ΕΣΔΑ, του άρθρου 50 του Χάρτη και του άρθρου 54 της ΣΕΣΣ. Ζητούν, κυρίως, να διατάξει το αιτούν δικαστήριο την επανάληψη της ποινικής διαδικασίας και να κηρύξει απαράδεκτη τη δικαστική συνδρομή. |
IV. Το προδικαστικό ερώτημα
18. |
Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι στην Αυστρία η ΕΣΔΑ έχει ισχύ συνταγματικών διατάξεων. Το δικαστήριο αυτό υπενθυμίζει ότι το ΕΔΔΑ δύναται να επιληφθεί αιτιάσεως περί παραβιάσεως της ΕΣΔΑ μόνο μετά την εξάντληση των εθνικών ένδικων μέσων. Επομένως, για να εφαρμοστούν οι αποφάσεις του ΕΔΔΑ με τις οποίες διαπιστώνεται ότι απόφαση ποινικού δικαστηρίου εξοπλισμένη με ισχύ δεδικασμένου παραβιάζει την ΕΣΔΑ, το άρθρο 363a του κώδικα ποινικής δικονομίας επιτρέπει την κατάθεση αιτήσεως «επαναλήψεως» της ποινικής διαδικασίας. |
19. |
Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο έχει κρίνει, με απόφαση αρχής που εκδόθηκε την 1η Αυγούστου 2007, ότι η επανάληψη ποινικής διαδικασίας δυνάμει της διατάξεως αυτής δεν εξαρτάται από την προηγούμενη διαπίστωση, από το ΕΔΔΑ, παραβιάσεως της ΕΣΔΑ. Επομένως, το δικαστήριο αυτό δύναται να δεχθεί αίτηση επαναλήψεως αφότου διαπιστώσει το ίδιο ότι απόφαση ή διάταξη κατώτερου ποινικού δικαστηρίου παραβιάζει την ΕΣΔΑ. |
20. |
Κατά συνέπεια, στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας και βάσει των αυστριακών νομικών διατάξεων που κωδικοποιούν θεμελιώδη δικαιώματα, είναι δυνατή η προβολή παραβιάσεως της ΕΣΔΑ απευθείας ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου με την κατάθεση αιτήσεως δυνάμει του άρθρου 363a του κώδικα ποινικής δικονομίας, ακόμη και αν δεν υφίσταται απόφαση του ΕΔΔΑ. Μετά την έκδοση της προαναφερθείσας αποφάσεως, το ένδικο αυτό μέσο ασκείται ολοένα και συχνότερα. |
21. |
Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς την ενδεχόμενη ύπαρξη υποχρεώσεως απορρέουσας από την αρχή της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, όπως ερμηνεύεται από το Δικαστήριο, η οποία θα του επέβαλλε να επεκτείνει τη διαδικασία επαναλήψεως ποινικής διαδικασίας στις προβαλλόμενες παραβιάσεις του Χάρτη ή άλλων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης. |
22. |
Υπό τις συνθήκες αυτές, το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να θέσει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα: «Πρέπει το δίκαιο της Ένωσης –και ιδίως το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ σε συνδυασμό με τις απορρέουσες από αυτό αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας– να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιβάλλει [στον εθνικό δικαστή] να προβεί, κατόπιν αιτήσεως ενδιαφερομένου, στον έλεγχο έχουσας ισχύ δεδικασμένου αποφάσεως ποινικού δικαστηρίου όσον αφορά προβαλλόμενη παραβίαση του δικαίου της Ένωσης (εν προκειμένω, του άρθρου 50 του [Χάρτη], του άρθρου 54 της [ΣΕΣΣ]), ενώ το εθνικό δίκαιο […] προβλέπει τον έλεγχο αυτόν μόνο για προβαλλόμενη παραβίαση της [ΕΣΔΑ];» |
V. Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου
23. |
Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 4 Μαΐου 2017. |
24. |
Η Αυστριακή και η Ουγγρική Κυβέρνηση καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις. |
25. |
Η Αυστριακή και η Ουγγρική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή παρέστησαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 20ής Μαρτίου 2018 για να αναπτύξουν τις παρατηρήσεις τους. |
VI. Ανάλυση
26. |
Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα οι αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιβάλλει στον εθνικό δικαστή να επεκτείνει στις παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης, και ιδίως στις προσβολές του θεμελιώδους δικαιώματος που κατοχυρώνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη και στο άρθρο 54 της ΣΕΣΣ, ένδικο μέσο εσωτερικού δικαίου που καθιστά δυνατή, σε περίπτωση παραβιάσεως της ΕΣΔΑ, την επανάληψη ποινικής διαδικασίας που περατώθηκε με εθνική απόφαση εξοπλισμένη με ισχύ δεδικασμένου. |
27. |
Υπενθυμίζω, κατ’ αρχάς, ότι το άρθρο 50 του Χάρτη και το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ αφορούν το θεμελιώδες δικαίωμα του ατόμου να μη δικάζεται ή να μην τιμωρείται ποινικά δύο φορές για την ίδια αξιόποινη πράξη, δηλαδή την αρχή «ne bis in idem». |
28. |
Όλοι όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο θεωρούν ότι πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση στο ερώτημα αυτό. Αυτή είναι και η δική μου άποψη για τους λόγους που παρατίθενται κατωτέρω. |
29. |
Κατά πάγια νομολογία, ελλείψει ρυθμίσεως της Ένωσης στον σχετικό τομέα, οι διαδικαστικές λεπτομέρειες των μέσων παροχής δικαστικής προστασίας που αποσκοπούν στη διαφύλαξη των δικαιωμάτων που οι ιδιώτες έλκουν από το δίκαιο της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων αυτών που θέτουν σε εφαρμογή την αρχή του δεδικασμένου, εμπίπτουν στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους δυνάμει της αρχής της διαδικαστικής αυτονομίας των τελευταίων. Ωστόσο, δεν πρέπει να είναι λιγότερο ευνοϊκές από εκείνες που διέπουν παρόμοιες καταστάσεις εσωτερικής φύσεως (αρχή της ισοδυναμίας) ούτε να καθιστούν πρακτικά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) ( 5 ). |
30. |
Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι δεν υφίσταται ρύθμιση της Ένωσης σχετικά με ένδικο μέσο όπως αυτό από το οποίο ανέκυψε η διαφορά της κύριας δίκης, δηλαδή ένδικο μέσο που παρέχει στους ενδιαφερόμενους τη δυνατότητα να ισχυριστούν ότι απόφαση ποινικού δικαστηρίου εξοπλισμένη με ισχύ δεδικασμένου προσβάλλει θεμελιώδες δικαίωμα –εν προκειμένω, θεμελιώδες δικαίωμα που κατοχυρώνεται στην ΕΣΔΑ– και, εν ανάγκη, να επιτύχουν την επανάληψη της επίμαχης ποινικής διαδικασίας. |
31. |
Επομένως, και κατ’ εφαρμογήν της προαναφερθείσας νομολογίας, πρέπει να εξεταστεί αν η πρόβλεψη ενός τέτοιου ένδικου μέσου για τις παραβιάσεις της ΕΣΔΑ, χωρίς αυτό να επεκτείνεται στις παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης, θίγει τις αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, όπως ερμηνεύονται από το Δικαστήριο. Θα εξετάσω τις δύο αυτές πτυχές χωριστά στα τμήματα Β και Γ κατωτέρω. |
32. |
Προηγουμένως, θα εκθέσω τους λόγους για τους οποίους εκτιμώ ότι η προβληθείσα από την Αυστριακή Κυβέρνηση ένσταση απαραδέκτου πρέπει να απορριφθεί (τμήμα Α). |
Α. Επί του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως
33. |
Η Αυστριακή Κυβέρνηση προέβαλε ένσταση απαραδέκτου κατά της παρούσας αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως. Κατά την ανωτέρω κυβέρνηση, είναι αμφίβολο ότι οι έννομες καταστάσεις από τις οποίες ανέκυψε η διαφορά της κύριας δίκης εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, δεδομένου ότι το άρθρο 363a του κώδικα ποινικής δικονομίας δεν προβλέπει ένδικο μέσο για τις περιπτώσεις παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης, αλλά για τις περιπτώσεις παραβιάσεως της ΕΣΔΑ. |
34. |
Κατά πάγια νομολογία, τα σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ερωτήματα που τίθενται από τον εθνικό δικαστή εντός του κανονιστικού και πραγματικού πλαισίου που αυτός ορίζει με δική του ευθύνη, και την ακρίβεια του οποίου δεν είναι έργο του Δικαστηρίου να ελέγξει, καλύπτονται από τεκμήριο λυσιτέλειας. Το Δικαστήριο δύναται να αρνηθεί να αποφανθεί επί αιτήσεως εθνικού δικαστηρίου μόνον όταν προκύπτει κατά πρόδηλο τρόπο ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης δεν έχει σχέση με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή ακόμη όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του έχουν τεθεί ( 6 ). |
35. |
Όσον αφορά το πρώτο επιχείρημα που προέβαλε η Αυστριακή Κυβέρνηση, υπενθυμίζω ότι η ΣΕΣΣ ήταν αρχικώς μια διακρατική συμφωνία συναφθείσα εκτός του πλαισίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εντούτοις, η Συνθήκη του Άμστερνταμ ενσωμάτωσε το κεκτημένο του Σένγκεν στο πλαίσιο αυτό ( 7 ). Επομένως, όπως ορθώς επισήμανε η γενική εισαγγελέας J. Kokott στην υπόθεση Ε ( 8 ), η ΣΕΣΣ κατέστη αναπόσπαστο μέρος του δικαίου της Ένωσης, εφαρμοστέο από τα κράτη μέλη που μετέχουν στον χώρο Σένγκεν. |
36. |
Συνεπώς, όταν οι αρχές κράτους μέλους δίνουν ευνοϊκή συνέχεια σε αίτηση δικαστικής συνδρομής στηριζόμενη στη ΣΕΣΣ, όπως υπό τις συνθήκες της διαφοράς της κύριας δίκης, πρέπει να θεωρείται ότι θέτουν σε εφαρμογή το δίκαιο της Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 51, παράγραφος 1, του Χάρτη. Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται από την απόφαση M, στην οποία το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του άρθρου 50 του Χάρτη ( 9 ), και από την απόφαση Spasic, στην οποία το Δικαστήριο εξέτασε το κύρος του άρθρου 54 της ΣΕΣΣ με γνώμονα το άρθρο 50 του Χάρτη ( 10 ). |
37. |
Επιπλέον, η Αυστριακή Κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι το αιτούν δικαστήριο δεν ανέφερε τους ακριβείς λόγους που το ώθησαν να διερωτηθεί ως προς την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης και να θεωρήσει αναγκαία την υποβολή προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο. Όσον αφορά το δεύτερο αυτό επιχείρημα, φρονώ ότι το αιτούν δικαστήριο εξέθεσε σαφώς τις αμφιβολίες του ως προς την ύπαρξη ενδεχόμενης υποχρεώσεως επεκτάσεως του ένδικου μέσου του άρθρου 363a του κώδικα ποινικής δικονομίας στις παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης, και ιδίως στις προσβολές των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στον Χάρτη ή στη ΣΕΣΣ. |
38. |
Προσθέτω ότι το ερώτημα αυτό μπορεί να έχει ενδιαφέρον για τη λύση της διαφοράς της κύριας δίκης, καθόσον ο Χάρτης δύναται, βάσει του άρθρου 53, να παρέχει προστασία πιο διευρυμένη από αυτήν που προβλέπει η ΕΣΔΑ. Πάντως, ακριβώς αυτό συμβαίνει όσον αφορά την αρχή ne bis in idem, της οποίας έγινε επίκληση στη διαφορά της κύριας δίκης. Πράγματι, και όπως επισημαίνουν οι επεξηγήσεις σχετικά με τον Χάρτη ( 11 ), μολονότι η εμβέλεια της αρχής ne bis in idem που κατοχυρώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, του πρωτοκόλλου αριθ. 7 της ΕΣΔΑ περιορίζεται στο έδαφος κάθε κράτους χωριστά ( 12 ), το άρθρο 50 του Χάρτη την επεκτείνει στο έδαφος της Ένωσης το οποίο θεωρείται ως ένα όλον ( 13 ). Όπως στο άρθρο 50 του Χάρτη, η εδαφική εμβέλεια του άρθρου 54 της ΣΕΣΣ εκτείνεται στο έδαφος του συνόλου των κρατών μελών που μετέχουν στον χώρο Σένγκεν, ο οποίος θεωρείται ως ένα όλον. |
39. |
Λαμβανομένων υπόψη των προαναφερθέντων, κατά τη γνώμη μου δεν χωρεί αμφιβολία ως προς το ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτή. |
Β. Επί της μη παραβιάσεως της αρχής της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης
40. |
Προκειμένου να εκτιμηθεί η ύπαρξη παραβιάσεως της αρχής της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης, πρέπει να καθοριστεί αν η αδυναμία όπως απόφαση ποινικού δικαστηρίου εξοπλισμένη με ισχύ δεδικασμένου αμφισβητηθεί με την προβολή παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης, και συγκεκριμένα προσβολής του θεμελιώδους δικαιώματος που κατοχυρώνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη και στο άρθρο 54 της ΣΕΣΣ, καθιστά πρακτικά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης κατά την έννοια της νομολογίας που υπομνήσθηκε στο σημείο 29 των παρουσών προτάσεων. |
41. |
Κατά τη γνώμη μου, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η αρχή της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης δεν απαιτεί, πλην εξαιρέσεων, να αμφισβητείται, ειδικά με την πρόβλεψη συγκεκριμένου ένδικου μέσου, η ισχύς του δεδικασμένου των εθνικών αποφάσεων που αντίκεινται στο δίκαιο της Ένωσης. Η νομολογία αυτή εξηγείται από την ύπαρξη ενός συνταγματικού πλαισίου που αναπτύχθηκε από το Δικαστήριο και διασφαλίζει την αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης πριν ακόμη οι εθνικές αποφάσεις αποκτήσουν ισχύ δεδικασμένου (τμήμα 1). |
42. |
Το Δικαστήριο έχει, βεβαίως, μετριάσει την αρχή του σεβασμού του δεδικασμένου των εθνικών αποφάσεων στην περίπτωση που ο ιδιώτης δεν είχε τη δυνατότητα να προβάλει τα δικαιώματα που του παρέχει το δίκαιο της Ένωσης. Ωστόσο, ο μετριασμός αυτός δεν ασκεί επιρροή υπό τις συνθήκες της διαφοράς της κύριας δίκης (τμήμα 2). |
1. Η αρχή: ο σεβασμός του δεδικασμένου των εθνικών αποφάσεων
43. |
Όσον αφορά την αρχή της αποτελεσματικότητας, το Δικαστήριο έχει κατ’ επανάληψη υπενθυμίσει ότι κάθε περίπτωση στην οποία τίθεται το ζήτημα αν εθνική διάταξη δικονομικού δικαίου καθιστά αδύνατη ή εξαιρετικά δυσχερή την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης πρέπει να εξετάζεται λαμβανομένων υπόψη της θέσεως της διατάξεως αυτής στην όλη διαδικασία, της εξελίξεως της διαδικασίας και των ιδιαιτεροτήτων της, ενώπιον των διαφόρων εθνικών οργάνων. Υπό το πρίσμα αυτό, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, αν χρειάζεται, οι αρχές που αποτελούν τη βάση του εθνικού δικαιοδοτικού συστήματος, όπως η προστασία των δικαιωμάτων άμυνας, η αρχή της ασφάλειας δικαίου και η εύρυθμη διεξαγωγή της διαδικασίας ( 14 ). |
44. |
Εντούτοις, το Δικαστήριο έχει επίσης τονίσει κατ’ επανάληψη τη σημασία που έχει τόσο στην έννομη τάξη της Ένωσης όσο και στις εθνικές έννομες τάξεις η αρχή του δεδικασμένου. Πράγματι, για τη διασφάλιση τόσο της σταθερότητας του δικαίου και των έννομων σχέσεων όσο και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, απαιτείται να μην μπορούν πλέον να αμφισβητηθούν δικαστικές αποφάσεις που έχουν καταστεί αμετάκλητες μετά την εξάντληση των προβλεπόμενων ένδικων μέσων ή μετά την εκπνοή των προθεσμιών που έχουν ταχθεί για την άσκηση των ενδίκων αυτών μέσων ( 15 ). |
45. |
Πάντως, είναι αδιαμφισβήτητο ότι υφίσταται κάποια αδυναμία συγκερασμού των δύο αυτών αρχών. Πράγματι, η αδυναμία αμφισβητήσεως εθνικής αποφάσεως εξοπλισμένης με ισχύ δεδικασμένου, η οποία όμως είναι αναντίρρητο ότι είναι αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης, έχει κατ’ ανάγκη ως αποτέλεσμα, στην πράξη, τον περιορισμό της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης. |
46. |
Ωστόσο, το αποτέλεσμα αυτό δεν συνιστά από μόνο του παραβίαση της αρχής της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης, όπως ερμηνεύεται από το Δικαστήριο. Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, το δίκαιο της Ένωσης δεν επιβάλλει στα εθνικά δικαστήρια να μην εφαρμόζουν τους εθνικούς δικονομικούς κανόνες που προσδίδουν ισχύ δεδικασμένου σε δικαστική απόφαση, έστω και αν η μη εφαρμογή αυτή θα είχε ως αποτέλεσμα να αποφευχθεί παραβίαση του δικαίου της Ένωσης ( 16 ). |
47. |
Το Δικαστήριο έχει ειδικά αποκλείσει κάθε παραβίαση της αρχής της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης στις περιπτώσεις που η αρχή του δεδικασμένου εμποδίζει τον εθνικό δικαστή να εξετάσει το κύρος διαιτητικών αποφάσεων με γνώμονα το άρθρο 101 ΣΛΕΕ ( 17 ) ή τους κανόνες της Ένωσης που αφορούν τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων οι οποίες συνάπτονται με καταναλωτές ( 18 ). Ομοίως, το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι η αρχή του δεδικασμένου εμποδίζει τον εθνικό δικαστή να εξετάσει το κύρος δικαστικών αποφάσεων με γνώμονα τους κανόνες της Ένωσης που αφορούν τη διεθνή δικαιοδοσία των εθνικών δικαστηρίων ( 19 ) ή τις συμβάσεις δημοσίων έργων ( 20 ), ή ακόμη με γνώμονα το άρθρο 110 ΣΛΕΕ ( 21 ). |
48. |
Επομένως, κατά κανόνα, η αρχή της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη να αμφισβητούν την ισχύ του δεδικασμένου των εθνικών αποφάσεων, ειδικά με την πρόβλεψη συγκεκριμένου ενδίκου μέσου, όπως το προβλεπόμενο στο άρθρο 363a του κώδικα ποινικής δικονομίας για τις παραβιάσεις της ΕΣΔA. |
49. |
Κατά τη γνώμη μου, η νομολογία αυτή εξηγείται από την ύπαρξη του συνταγματικού πλαισίου που προσδίδει στο δίκαιο της Ένωσης μεγάλο μέρος της ιδιαιτερότητάς του ( 22 ) και διασφαλίζει την αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης πριν ακόμη οι εθνικές αποφάσεις αποκτήσουν ισχύ δεδικασμένου. |
50. |
Πρώτον, οι δεσμευτικές διατάξεις του δικαίου της Ένωσης δύνανται να γεννήσουν απευθείας δικαιώματα των ιδιωτών ( 23 ). Αυτή η αρχή του άμεσου αποτελέσματος συνεπάγεται ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν αφορά μόνο τις σχέσεις μεταξύ κρατών, αλλά παρέχει στους πολίτες δικαιώματα τα οποία αυτοί μπορούν να προβάλουν ενώπιον κάθε κρατικής αρχής, και μεταξύ άλλων ενώπιον κάθε εθνικού δικαστηρίου. |
51. |
Όσον αφορά το επίμαχο στη διαφορά της κύριας δίκης θεμελιώδες δικαίωμα, το Δικαστήριο τόνισε προσφάτως, στην απόφαση Garlsson Real Estate κ.λπ. ( 24 ), ότι η αρχή ne bis in idem που κατοχυρώνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη παρέχει στους ιδιώτες δικαίωμα που έχει άμεση εφαρμογή. |
52. |
Δεύτερον, η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης επιβάλλει σε κάθε εθνικό δικαστήριο να διασφαλίζει την πλήρη αποτελεσματικότητα των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης που έχουν άμεση εφαρμογή, αφήνοντας εν ανάγκη, αυτεπαγγέλτως, ανεφάρμοστη κάθε αντίθετη διάταξη του εθνικού δικαίου, έστω και μεταγενέστερη, χωρίς να υποχρεούται να ζητήσει ή να αναμείνει την προηγούμενη εξαφάνισή της διά της νομοθετικής οδού ή διά οποιασδήποτε άλλης συνταγματικώς προβλεπόμενης διαδικασίας ( 25 ). |
53. |
Από το σωρευτικό αποτέλεσμα του άμεσου αποτελέσματος και της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης προκύπτει ότι κάθε αυστριακό δικαστήριο που επελήφθη της διαφοράς της κύριας δίκης είχε την υποχρέωση να αποφύγει οποιαδήποτε παραβίαση της αρχής ne bis in idem όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη και στο άρθρο 54 της ΣΕΣΣ. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο διαπίστωσε ρητώς ότι ο κώδικας ποινικής δικονομίας παρέχει στους ενδιαφερόμενους διάφορα ένδικα μέσα προκειμένου να προβάλουν, στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας, τα δικαιώματα που τους παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος που απορρέει από το άρθρο 50 του Χάρτη. Επιπλέον, από το ιστορικό της διαφοράς το οποίο παρέθεσε το δικαστήριο αυτό προκύπτει ότι οι ενδιαφερόμενοι είχαν πράγματι τη δυνατότητα ασκήσεως διάφορων ένδικων μέσων στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας, της οποίας αποτέλεσαν το αντικείμενο, προβάλλοντας, μεταξύ άλλων, παράβαση διατάξεων του δικαίου της Ένωσης όπως το άρθρο 54 της ΣΕΣΣ ( 26 ). |
54. |
Τρίτον, από το άρθρο 267, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, όπως ερμηνεύεται από το Δικαστήριο, προκύπτει ότι τα εθνικά δικαστήρια έχουν ευρύτατη ευχέρεια να υποβάλουν στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αν κρίνουν ότι η υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιόν τους εγείρει ζητήματα ερμηνείας ή εκτιμήσεως του κύρους των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης επί των οποίων πρέπει να αποφανθούν ( 27 ). Επομένως, κάθε εθνικό δικαστήριο δύναται, πριν από την έκδοση αποφάσεως με την οποία θα λύσει την ενώπιόν του διαφορά, να απευθυνθεί στο Δικαστήριο προκειμένου να λάβει δεσμευτική ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης. Δυνάμει του άρθρου 267, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, η δυνατότητα αυτή καθίσταται υποχρέωση –πλην της περιπτώσεως υπάρξεως «acte clair» ( 28 ) – όταν τέτοιο ζήτημα εγείρεται σε υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιον εθνικού δικαστηρίου του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου ( 29 ). |
55. |
Κατά τη γνώμη μου, το εν λόγω συνταγματικό πλαίσιο εξασφαλίζει, κατ’ αρχήν, σε κάθε πρόσωπο που επιδεικνύει τη συνήθη επιμέλεια τη δυνατότητα να ασκήσει τα δικαιώματα που του παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης πριν ακόμη αποτελέσουν το αντικείμενο αποφάσεως εξοπλισμένης με ισχύ δεδικασμένου. Επομένως, το πλαίσιο αυτό διασφαλίζει την αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης χωρίς να παρίσταται ανάγκη προβλέψεως ενδίκου μέσου καθιστώντος δυνατή την αμφισβήτηση των εθνικών αποφάσεων που είναι εξοπλισμένες με ισχύ δεδικασμένου. |
56. |
Προσθέτω ότι το συνταγματικό αυτό πλαίσιο ολοκληρώνεται με την υποχρέωση των κρατών μελών να προβλέπουν ένδικο βοήθημα που καθιστά δυνατή τη στοιχειοθέτηση ευθύνης του κράτους για παραβίαση του δικαίου της Ένωσης με εθνική απόφαση έχουσα ισχύ δεδικασμένου ( 30 ). Σε αντίθεση με τις τρεις συνταγματικές αρχές που περιγράφτηκαν πιο πάνω, η υποχρέωση αυτή ανακύπτει αφότου η εθνική απόφαση αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου. Το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει, συναφώς, ότι η αρχή του δεδικασμένου δεν αποκλείει την αναγνώριση της αρχής της ευθύνης του Δημοσίου λόγω αποφάσεως δικαιοδοτικού οργάνου κρίνοντος σε τελευταίο βαθμό ( 31 ). |
57. |
Από τα προαναφερθέντα προκύπτει ότι η αδυναμία να αμφισβητηθεί, υπό τις συνθήκες της διαφοράς της κύριας δίκης, απόφαση ποινικού δικαστηρίου εξοπλισμένη με ισχύ δεδικασμένου διά προβολής παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης, και ειδικότερα προσβολής του θεμελιώδους δικαιώματος που κατοχυρώνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη και στο άρθρο 54 της ΣΕΣΣ, δεν συνιστά παραβίαση της αρχής της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης. |
2. Η εξαίρεση: αμφισβήτηση της ισχύος του δεδικασμένου των εθνικών αποφάσεων όταν ο ιδιώτης δεν είχε τη δυνατότητα να προβάλει τα δικαιώματα που του παρέχει το δίκαιο της Ένωσης
58. |
Πρέπει, ωστόσο, να υπογραμμίσω ότι το Δικαστήριο έχει εισαγάγει μια εξαίρεση από την αρχή του σεβασμού του δεδικασμένου των εθνικών αποφάσεων, στην περίπτωση που η τήρηση της αρχής αυτής θα οδηγούσε στην αδυναμία αμφισβητήσεως εθνικής διαδικασίας της οποίας ορισμένα δομικά χαρακτηριστικά καθιστούν αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης. |
59. |
Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ειδικά ότι δεν είναι συμβατός με την αρχή της αποτελεσματικότητας κανόνας εθνικού δικαίου κατά τον οποίο, στις φορολογικές διαφορές, το δεδικασμένο σε συγκεκριμένη υπόθεση, όταν αυτή αφορά θεμελιώδους σημασίας ζήτημα κοινό με άλλες υποθέσεις, έχει ως προς το ζήτημα αυτό δεσμευτική ισχύ. Πράγματι, ένας τέτοιος κανόνας θα είχε ως συνέπεια να ισχύει erga omnes η ερμηνεία που υιοθετήθηκε στην πρώτη απόφαση, ιδίως ως προς την ύπαρξη καταχρηστικής πρακτικής σχετικά με τον ΦΠΑ, χωρίς δυνατότητα διορθώσεως σε περίπτωση εσφαλμένης ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης ( 32 ). |
60. |
Στο πλαίσιο άλλης υποθέσεως, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι η αρχή της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης αντιτίθεται επίσης στην εφαρμογή εθνικού κανόνα ο οποίος εμποδίζει τον εθνικό δικαστή να συναγάγει όλες τις συνέπειες της παραβάσεως της απαγορεύσεως εφαρμογής κρατικών ενισχύσεων που προβλέπεται στο άρθρο 108, παράγραφος 3, τρίτη περίοδος, ΣΛΕΕ, λόγω του ότι υπάρχει απόφαση εθνικού δικαστηρίου, εξοπλισμένη με ισχύ δεδικασμένου, η οποία διαπίστωσε ότι οι επίμαχες συμβάσεις στη διαφορά της κύριας δίκης διατηρούνται σε ισχύ, χωρίς όμως να εξετάσει αν συνιστούν κρατική ενίσχυση. Εν προκειμένω, ο κανόνας αυτός θα είχε ως αποτέλεσμα να εμποδίζεται κάθε έλεγχος της τηρήσεως της προαναφερθείσας απαγορεύσεως ( 33 ). |
61. |
Διευκρινίζω, ωστόσο, ότι απλώς και μόνον η έλλειψη επιμέλειας κατά την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει το δίκαιο της Ένωσης δεν αρκεί προκειμένου να αμφισβητηθεί η ισχύς του δεδικασμένου των εθνικών αποφάσεων ( 34 ). Με άλλα λόγια, η αμφισβήτηση της αρχής αυτής, προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης, αφορά μόνο διαδικασίες των οποίων ορισμένα δομικά χαρακτηριστικά καθιστούν αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης. |
62. |
Εν προκειμένω, ουδέν στοιχείο της δικογραφίας που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο καθιστά δυνατό να υποτεθεί ότι αυτό συμβαίνει στη διαδικασία της κύριας δίκης ( 35 ). |
63. |
Λαμβανομένων υπόψη των προαναφερθέντων, φρονώ ότι η αρχή της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν επιβάλλει στον εθνικό δικαστή να επεκτείνει στις παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης, και ιδίως στις προσβολές του θεμελιώδους δικαιώματος που κατοχυρώνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη και στο άρθρο 54 της ΣΕΣΣ, ένδικο μέσο εσωτερικού δικαίου που καθιστά δυνατή, σε περίπτωση παραβιάσεως της ΕΣΔΑ, την επανάληψη ποινικής διαδικασίας που περατώθηκε με εθνική απόφαση εξοπλισμένη με ισχύ δεδικασμένου, καθόσον ο ιδιώτης είχε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αυτής τη δυνατότητα να προβάλει τα δικαιώματα που του παρέχει το δίκαιο της Ένωσης. |
Γ. Επί της μη παραβιάσεως της αρχής της ισοδυναμίας
64. |
Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου, πρέπει ακόμη να καθοριστεί αν αποτελεί παραβίαση της αρχής της ισοδυναμίας η πρόβλεψη ένδικου μέσου το οποίο καθιστά δυνατή, σε περίπτωση παραβιάσεως της ΕΣΔΑ, την επανάληψη ποινικής διαδικασίας που περατώθηκε με απόφαση εξοπλισμένη με ισχύ δεδικασμένου, χωρίς το ένδικο αυτό μέσο να επεκτείνεται στις παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης, και ειδικότερα στις προσβολές του θεμελιώδους δικαιώματος που κατοχυρώνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη και στο άρθρο 54 της ΣΕΣΣ. |
65. |
Βάσει της νομολογίας που υπομνήσθηκε στο σημείο 29 των παρουσών προτάσεων, η αρχή της ισοδυναμίας απαιτεί οι διαδικαστικές λεπτομέρειες των μέσων παροχής δικαστικής προστασίας, που αποσκοπούν στη διαφύλαξη των δικαιωμάτων που οι ιδιώτες έλκουν από το δίκαιο της Ένωσης, να μην είναι λιγότερο ευνοϊκές από εκείνες που αφορούν παρεμφερή μέσα του εσωτερικού δικαίου. |
66. |
Για τους ακόλουθους λόγους εκτιμώ ότι η αρχή της ισοδυναμίας δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη να επεκτείνουν στο δίκαιο της Ένωσης ένα ένδικο μέσο όπως αυτό που αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης. |
67. |
Πρώτον, ένδικο μέσο που στηρίζεται στην ΕΣΔΑ δεν αποτελεί «παρεμφερές ένδικο μέσο εσωτερικού δικαίου» κατά την προπαρατεθείσα νομολογία, καθόσον δεν αφορά την παράβαση διατάξεων εσωτερικού δικαίου. Ανεξαρτήτως της θέσεως που η ΕΣΔΑ έχει στην ιεραρχία των κανόνων κατά την εθνική έννομη τάξη ( 36 ), η έκφραση «εσωτερικού δικαίου» αφορά, κατά την άποψή μου, μόνο τις διατάξεις που μπορούν να τροποποιηθούν ή να καταργηθούν από τα θεσμικά όργανα του οικείου κράτους μέλους. Με άλλα λόγια, η έκφραση «εσωτερικού δικαίου» αφορά μόνον κανόνες που πηγάζουν από την εσωτερική έννομη τάξη του οικείου κράτους μέλους. Είναι προφανές ότι η ΕΣΔΑ δεν περιλαμβάνει τέτοιους κανόνες, όπως κάθε πράξη διεθνούς δικαίου. |
68. |
Η ερμηνεία αυτή συνάδει με τον σκοπό που επιδιώκει η αρχή της ισοδυναμίας, ο οποίος έγκειται στην αποτροπή των πρακτικών διαδικαστικού προστατευτισμού εκ μέρους κράτους μέλους, οι οποίες θα συνίσταντο στην παροχή προνομιακού καθεστώτος στις εθνικές διατάξεις έναντι αυτού που παρέχεται στο δίκαιο της Ένωσης. Στην απόφαση Târşia, το Δικαστήριο διευκρίνισε, συναφώς, ότι η αρχή της ισοδυναμίας συνεπάγεται την ίση μεταχείριση των ένδικων βοηθημάτων που στηρίζονται σε παραβίαση του εθνικού δικαίου και των παρεμφερών ένδικων βοηθημάτων που στηρίζονται σε παραβίαση του δικαίου της Ένωσης ( 37 ). |
69. |
Πάντως, η παροχή προνομιακού καθεστώτος στην ΕΣΔΑ, δηλαδή σε ένα σύνολο διεθνών κανόνων, δεν αποτελεί διακριτική μεταχείριση κατά την έννοια της νομολογίας αυτής. Με άλλα λόγια, το καθεστώς που παρέχεται στην ΕΣΔΑ δεν αποτελεί κρίσιμο στοιχείο συγκρίσεως για την εφαρμογή της αρχής της ισοδυναμίας. Η συνεκτίμηση του καθεστώτος αυτού θα μετέτρεπε την αρχή της ισοδυναμίας σε ρήτρα «του ευνοϊκότερου κανόνα», δυνάμει της οποίας η ευνοϊκότερη δικονομική μεταχείριση που προβλέπεται από κράτος μέλος, είτε υπέρ των κανόνων εσωτερικού δικαίου είτε υπέρ των διατάξεων διεθνούς δικαίου, θα έπρεπε αυτομάτως να επεκταθεί στο δίκαιο της Ένωσης. |
70. |
Δεύτερον, ακόμη και αν υποτεθεί ότι ένδικο μέσο που στηρίζεται στην ΕΣΔΑ πρέπει να εξομοιωθεί με ένδικο μέσο εσωτερικού δικαίου, θα πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι η αρχή της ισοδυναμίας δεν παραβιάζεται υπό τις συνθήκες τις διαφοράς της κύριας δίκης καθόσον ένδικο μέσο που στηρίζεται στην ΕΣΔΑ δεν είναι «παρεμφερές» με ένδικο μέσο που στηρίζεται στο δίκαιο της Ένωσης. |
71. |
Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, η αρχή της ισοδυναμίας επιβάλλει υποχρέωση ίσης μεταχειρίσεως των ένδικων μέσων που στηρίζονται σε παραβίαση του δικαίου της Ένωσης και των «παρεμφερών» ένδικων μέσων του εσωτερικού δικαίου ( 38 ). Κατά συνέπεια, η αρχή αυτή δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιβάλλει σε κράτος μέλος να επεκτείνει το ευνοϊκότερο εσωτερικό καθεστώς στο σύνολο των ένδικων βοηθημάτων που ασκούνται σε συγκεκριμένο τομέα του δικαίου ( 39 ) ή ακόμη στο σύνολο των ένδικων μέσων που στηρίζονται σε παραβίαση του δικαίου της Ένωσης ( 40 ). |
72. |
Κατά τη νομολογία αυτή, πρέπει να εξακριβώνεται η ομοιότητα των συγκεκριμένων ένδικων μέσων από τη σκοπιά του αντικειμένου τους, της αιτίας τους και των ουσιωδών στοιχείων τους, λαμβανομένης υπόψη, εν ανάγκη, της ομοιότητας των επίμαχων κανόνων από την άποψη της θέσεως που έχουν στην όλη διαδικασία, της εξελίξεως της εν λόγω διαδικασίας και των ιδιομορφιών των κανόνων ( 41 ). |
73. |
Πάντως, τα ένδικα μέσα που στηρίζονται αντιστοίχως στην ΕΣΔΑ και στο δίκαιο της Ένωσης δεν μπορούν να θεωρηθούν «παρεμφερή», και ιδίως από την άποψη της θέσεως που οι κανόνες αυτοί έχουν στην εθνική διαδικασία κατά την έννοια της προαναφερθείσας πάγιας νομολογίας. |
74. |
Όπως υπογράμμισα παραπάνω, το δίκαιο της Ένωσης χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη συνταγματικού πλαισίου που επιβάλλει στα κράτη μέλη να διασφαλίζουν την αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης πριν ακόμη οι εθνικές αποφάσεις αποκτήσουν ισχύ δεδικασμένου ( 42 ). |
75. |
Αντιθέτως, κατά το άρθρο 35, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ, το παραδεκτό προσφυγής ενώπιον του ΕΔΔΑ εξαρτάται από την εξάντληση των εσωτερικών ένδικων μέσων. Η απαίτηση αυτή συνεπάγεται κατ’ ανάγκη ότι απόφαση του ΕΔΔΑ διαπιστώνουσα παραβίαση της ΕΣΔΑ δύναται να εκδοθεί μόνο μετά από απόφαση εκδοθείσα από εθνικό δικαστήριο αποφαινόμενο σε τελευταίο βαθμό, η οποία εξ ορισμού έχει ισχύ δεδικασμένου. Όπως υπογράμμισε το αιτούν δικαστήριο, το ένδικο μέσο που προβλέπεται στο άρθρο 363a του κώδικα ποινικής δικονομίας εισήχθη ακριβώς για να καταστεί δυνατή η εφαρμογή αυτή. |
76. |
Κατά την άποψή μου, η αντικειμενική αυτή διαφορά μεταξύ του δικαίου της Ένωσης και της ΕΣΔΑ συνεπάγεται ότι ένδικα μέσα εσωτερικού δικαίου που στηρίζονται αντιστοίχως στα δύο αυτά σύνολα κανόνων, και αφορούν το κύρος εθνικών αποφάσεων εξοπλισμένων με ισχύ δεδικασμένου, δεν μπορούν να θεωρηθούν παρεμφερή. |
77. |
Πράγματι, η αποτελεσματικότητα των αποφάσεων που εκδίδονται από το ΕΔΔΑ με τις οποίες διαπιστώνεται παραβίαση της ΕΣΔΑ εξαρτάται, εξ ορισμού, από ενέργεια του συγκεκριμένου κράτους μέλους, μετά την εξάντληση των εσωτερικών ένδικων μέσων, ιδίως με την πρόβλεψη ένδικου μέσου καθιστώντος δυνατό τον έλεγχο των εξοπλισμένων με ισχύ δεδικασμένου αποφάσεων, όπως το προβλεπόμενο στο άρθρο 363a του κώδικα ποινικής δικονομίας. |
78. |
Αντιθέτως, η αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης, και ιδίως των αποφάσεων του Δικαστηρίου, δεν απαιτεί την πρόβλεψη τέτοιου ένδικου μέσου καθόσον το συνταγματικό πλαίσιο που συντίθεται από το άμεσο αποτέλεσμα, από την υπεροχή και από την προδικαστική παραπομπή διασφαλίζει την αποτελεσματικότητά του πριν ακόμη οι εθνικές αποφάσεις αποκτήσουν ισχύ δεδικασμένου. |
79. |
Συναφώς, όπως τόνισε το Δικαστήριο στη γνωμοδότηση 2/13, ο ακρογωνιαίος λίθος του δικαιοδοτικού συστήματος της Ένωσης είναι η διαδικασία προδικαστικής παραπομπής, η οποία, καθιερώνοντας διάλογο σε επίπεδο δικαιοδοτικών οργάνων ακριβώς μεταξύ του Δικαστηρίου και των δικαστηρίων των κρατών μελών, αποσκοπεί στη διασφάλιση ομοιόμορφης ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης, καθιστώντας κατά τον τρόπο αυτόν δυνατή τη διασφάλιση της συνοχής του, της πλήρους αποτελεσματικότητάς του και της αυτονομίας του καθώς και, εν τέλει, του ιδιάζοντος χαρακτήρα του δικαίου που θέσπισαν οι Συνθήκες ( 43 ). |
80. |
Υπογραμμίζω ότι η έναρξη της ισχύος του πρωτοκόλλου αριθ. 16 της ΕΣΔΑ (στο εξής: πρωτόκολλο αριθ. 16), την 1η Αυγούστου 2018, μετά την επικύρωσή του από τη Γαλλική Δημοκρατία στις 12 Απριλίου 2018 ( 44 ), δεν δύναται να κλονίσει αυτή τη διαπίστωση ελλείψεως ομοιότητας. Πράγματι, αφενός, η Δημοκρατία της Αυστρίας δεν συγκαταλέγεται μεταξύ των κρατών που υπέγραψαν το πρωτόκολλο αυτό ( 45 ). |
81. |
Αφετέρου, και εν πάση περιπτώσει, εκτιμώ ότι, ακόμη και όσον αφορά τα υπογράψαντα κράτη, το πρωτόκολλο αριθ. 16 δεν δύναται να αυξήσει την αποτελεσματικότητα της ΕΣΔΑ πριν οι εθνικές αποφάσεις αποκτήσουν ισχύ δεδικασμένου σε επίπεδο συγκρίσιμο με εκείνο του δικαίου της Ένωσης. |
82. |
Ασφαλώς, το πρωτόκολλο αριθ. 16 προβλέπει τη δυνατότητα υποβολής αιτημάτων γνωμοδοτήσεως στο ΕΔΔΑ για ζητήματα αρχής σχετικά με την ερμηνεία ή την εφαρμογή των δικαιωμάτων και των ελευθεριών που κατοχυρώνονται στην ΕΣΔΑ ή στα πρωτόκολλά της. Ωστόσο, υπάρχουν τρεις βασικές διαφορές μεταξύ του μηχανισμού αυτού και του προβλεπόμενου στο άρθρο 267 ΣΛΕΕ. Πρώτον, δυνάμει του άρθρου 1 του πρωτοκόλλου αυτού, η δυνατότητα αυτή παρέχεται μόνο στα «ανώτατα δικαστήρια» των υψηλών συμβαλλομένων μερών. Δεύτερον, το ΕΔΔΑ θα προβαίνει σε «φιλτράρισμα» των αιτημάτων αυτών δυνάμει του άρθρου 2 του πρωτοκόλλου αυτού. Τρίτον, το άρθρο 5 του πρωτοκόλλου αριθ. 16 διευκρινίζει ότι οι γνωμοδοτήσεις που εκδίδονται στο πλαίσιο αυτό δεν είναι δεσμευτικές. |
83. |
Λαμβανομένων υπόψη των προαναφερθέντων, φρονώ ότι τα ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου που στηρίζονται αντιστοίχως στο δίκαιο της Ένωσης και στην ΕΣΔΑ, και αφορούν το κύρος των εξοπλισμένων με ισχύ δεδικασμένου εθνικών αποφάσεων, δεν δύνανται να θεωρηθούν παρεμφερή. Κατά συνέπεια, η αρχή της ισοδυναμίας δεν μπορεί να θεμελιώσει υποχρέωση να επεκταθεί στο δίκαιο της Ένωσης ένδικο μέσο που προβλέπει τον με γνώμονα την ΕΣΔΑ έλεγχο αποφάσεων εξοπλισμένων με ισχύ δεδικασμένου, όπως το ένδικο μέσο που προβλέπεται στο άρθρο 363a του κώδικα ποινικής δικονομίας. |
84. |
Η εν λόγω έλλειψη ομοιότητας δεν αναιρείται από το γεγονός ότι το αιτούν δικαστήριο δύναται το ίδιο να διαπιστώσει παραβίαση της ΕΣΔΑ στο πλαίσιο ένδικου μέσου δυνάμει του άρθρου 363a του κώδικα ποινικής δικονομίας, χωρίς να αναμείνει απόφαση του ΕΔΔΑ ( 46 ). Ασφαλώς, η δυνατότητα αυτή ενισχύει την αποτελεσματικότητα της ΕΣΔΑ, παρέχοντας στον ιδιώτη τη δυνατότητα να επιτύχει, χωρίς να είναι αναγκαίο να επιληφθεί το ΕΔΔΑ, την επανάληψη ποινικής διαδικασίας που περατώθηκε με απόφαση εξοπλισμένη με ισχύ δεδικασμένου. Εντούτοις, η αποτελεσματικότητα της ΕΣΔΑ και των αποφάσεων του ΕΔΔΑ δεν διασφαλίζεται πριν οι εθνικές αποφάσεις αποκτήσουν ισχύ δεδικασμένου, αντιθέτως προς την αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης και ιδίως των αποφάσεων του Δικαστηρίου. |
85. |
Μετά τη διευκρίνιση αυτή, η έλλειψη υποχρεώσεως επεκτάσεως ενός τέτοιου ένδικου μέσου στις παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης δεν συνεπάγεται, κατά τη γνώμη μου, απαγόρευση της επεκτάσεως αυτής. Πράγματι, κάθε κράτος μέλος δύναται να προβλέψει, στο πλαίσιο της ασκήσεως της διαδικαστικής αυτονομίας του ( 47 ), ένδικο μέσο το οποίο καθιστά δυνατή την αμφισβήτηση, λόγω παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης, εθνικών αποφάσεων εξοπλισμένων με ισχύ δεδικασμένου. |
86. |
Υπό τις συνθήκες της διαφοράς της κύριας δίκης, το αιτούν δικαστήριο δύναται, επομένως, να εφαρμόσει το δίκαιο της Ένωσης στο πλαίσιο του ένδικου μέσου που προβλέπεται στο άρθρο 363a του κώδικα ποινικής δικονομίας. Συναφώς, από τις γραπτές και προφορικές παρατηρήσεις της Αυστριακής Κυβερνήσεως προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο διαπίστωσε παράβαση του άρθρου 54 της ΣΕΣΣ σε απόφαση που εκδόθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής. |
87. |
Διευκρινίζω, ωστόσο, ότι η άσκηση της δυνατότητας αυτής δεν συνεπάγεται τη δημιουργία υποχρεώσεως συνεχίσεως της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης στο πλαίσιο του ένδικου αυτού μέσου, τουλάχιστον με γνώμονα το δίκαιο της Ένωσης και ιδίως την αρχή της ισοδυναμίας. Πράγματι, το γεγονός αυτό δεν δύναται να μεταβάλει την προαναφερθείσα συλλογιστική, κατά την οποία ένδικα μέσα που στηρίζονται αντιστοίχως στο δίκαιο της Ένωσης και στην ΕΣΔΑ δεν μπορούν να θεωρηθούν παρεμφερή. |
88. |
Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, φρονώ ότι η αρχή της ισοδυναμίας πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν επιβάλλει στον εθνικό δικαστή να επεκτείνει στις παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης, και ιδίως στις προσβολές του θεμελιώδους δικαιώματος που κατοχυρώνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη και στο άρθρο 54 της ΣΕΣΣ, ένδικο μέσο εσωτερικού δικαίου που καθιστά δυνατή, σε περίπτωση παραβιάσεως της ΕΣΔΑ, την επανάληψη ποινικής διαδικασίας που περατώθηκε με εθνική απόφαση εξοπλισμένη με ισχύ δεδικασμένου. |
VII. Πρόταση
89. |
Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στο προδικαστικό ερώτημα του Oberster Gerichtshof (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Αυστρία) την ακόλουθη απάντηση: Το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα οι αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν επιβάλλει στον εθνικό δικαστή να επεκτείνει στις παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης, και ιδίως στις προσβολές του θεμελιώδους δικαιώματος που κατοχυρώνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στο άρθρο 54 της συμφωνίας εφαρμογής της συμβάσεως του Σένγκεν της 14ης Ιουνίου 1985 μεταξύ των κρατών της Οικονομικής Ένωσης Μπενελούξ, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Γαλλικής Δημοκρατίας σχετικά με τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα που υπογράφτηκε στο Σένγκεν (Λουξεμβούργο) στις 19 Ιουνίου 1990 και τέθηκε σε ισχύ στις 26 Μαρτίου 1995, ένδικο μέσο εσωτερικού δικαίου που καθιστά δυνατή, σε περίπτωση παραβιάσεως της Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών ή ενός από τα πρόσθετα πρωτόκολλά της, την επανάληψη ποινικής διαδικασίας που περατώθηκε με εθνική απόφαση εξοπλισμένη με ισχύ δεδικασμένου, καθόσον ο ιδιώτης είχε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αυτής τη δυνατότητα να προβάλει τα δικαιώματα που του παρέχει το δίκαιο της Ένωσης. |
( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.
( 2 ) ΕΕ 2000, L 239, σ. 19.
( 3 ) Το Δικαστήριο χρησιμοποίησε την έκφραση αυτή στη γνωμοδότηση 2/13(Προσχώρηση της Ένωσης στην ΕΣΔΑ), της 18ης Δεκεμβρίου 2014 (EU:C:2014:2454, σκέψεις 158 και 177).
( 4 ) ΕΕ 2000, L 239, σ. 13.
( 5 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 16ης Μαρτίου 2006, Kapferer (C‑234/04, EU:C:2006:178, σκέψεις 21 και 22)· της 26ης Οκτωβρίου 2006, Mostaza Claro (C‑168/05, EU:C:2006:675, σκέψη 24)· της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, Fallimento Olimpiclub (C‑2/08, EU:C:2009:506, σκέψη 24)· της 6ης Οκτωβρίου 2015, Târşia (C‑69/14, EU:C:2015:662, σκέψη 27), και της 18ης Φεβρουαρίου 2016, Finanmadrid EFC (C‑49/14, EU:C:2016:98, σκέψη 40).
( 6 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 7ης Δεκεμβρίου 2017, López Pastuzano (C‑636/16, EU:C:2017:949, σκέψη 19), και της 23ης Ιανουαρίου 2018, F. Hoffmann-La Roche κ.λπ. (C‑179/16, EU:C:2018:25, σκέψη 45).
( 7 ) Βλ. πρωτόκολλο αριθ. 19 σχετικά με το κεκτημένο του Σένγκεν που έχει ενσωματωθεί στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο προσαρτάται στη Συνθήκη ΕΕ και στη Συνθήκη ΛΕΕ.
( 8 ) Προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση E (C‑240/17, EU:C:2017:963, σημείο 82).
( 9 ) Απόφαση της 5ης Ιουνίου 2014 (C‑398/12, EU:C:2014:1057, σκέψη 35). Βλ., επίσης, απόφαση της 29ης Ιουνίου 2016, Kossowski (C‑486/14, EU:C:2016:483, σκέψη 31).
( 10 ) Απόφαση της 27ης Μαΐου 2014 (C‑129/14 PPU, EU:C:2014:586, σκέψεις 51 έως 74).
( 11 ) ΕΕ 2007, C 303, σ. 17.
( 12 ) «Κανένας δεν μπορεί να διωχθεί ή να καταδικαστεί ποινικά από τα δικαστήρια του ίδιου κράτους για αδίκημα για το οποίο ήδη αθωώθηκε ή καταδικάστηκε με αμετάκλητη απόφαση σύμφωνα με τον νόμο και την ποινική δικονομία του κράτους αυτού». Βλ., εσχάτως, απόφαση του ΕΔΔΑ της 20ής Φεβρουαρίου 2018, Krombach κατά Γαλλίας (CE:ECHR:2018:0220DEC006752114, §§ 34 έως 41).
( 13 ) «Κανένας δεν διώκεται ούτε τιμωρείται ποινικά για αδίκημα για το οποίο έχει ήδη αθωωθεί ή καταδικασθεί εντός της Ένωσης με οριστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου σύμφωνα με τον νόμο».
( 14 ) Βλ, μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, Fallimento Olimpiclub (C‑2/08, EU:C:2009:506, σκέψη 27)· της 6ης Οκτωβρίου 2009, Asturcom Telecomunicaciones (C‑40/08, EU:C:2009:615, σκέψη 39)· της 14ης Ιουνίου 2012, Banco Español de Crédito (C‑618/10, EU:C:2012:349, σκέψη 49)· της 6ης Οκτωβρίου 2015, Târşia (C‑69/14, EU:C:2015:662, σκέψη 36)· της 11ης Νοεμβρίου 2015, Klausner Holz Niedersachsen (C‑505/14, EU:C:2015:742, σκέψη 41), και της 18ης Φεβρουαρίου 2016, Finanmadrid EFC (C‑49/14, EU:C:2016:98, σκέψη 43).
( 15 ) Βλ, μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, Köbler (C‑224/01, EU:C:2003:513, σκέψη 38)· της 16ης Μαρτίου 2006, Kapferer (C‑234/04, EU:C:2006:178, σκέψη 20)· της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, Fallimento Olimpiclub (C‑2/08, EU:C:2009:506, σκέψη 22)· της 6ης Οκτωβρίου 2009, Asturcom Telecomunicaciones (C‑40/08, EU:C:2009:615, σκέψεις 35 και 36)· της 10ης Ιουλίου 2014, Impresa Pizzarotti (C‑213/13, EU:C:2014:2067, σκέψη 58)· της 6ης Οκτωβρίου 2015, Târşia (C‑69/14, EU:C:2015:662, σκέψη 28), και της 11ης Νοεμβρίου 2015, Klausner Holz Niedersachsen (C‑505/14, EU:C:2015:742, σκέψη 38).
( 16 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 1ης Ιουνίου 1999, Eco Swiss (C‑126/97, EU:C:1999:269, σκέψη 47)· της 16ης Μαρτίου 2006, Kapferer (C‑234/04, EU:C:2006:178, σκέψη 21)· της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, Fallimento Olimpiclub (C‑2/08, EU:C:2009:506, σκέψη 23)· της 6ης Οκτωβρίου 2009, Asturcom Telecomunicaciones (C‑40/08, EU:C:2009:615, σκέψη 37)· της 10ης Ιουλίου 2014, Impresa Pizzarotti (C‑213/13, EU:C:2014:2067, σκέψη 59)· της 6ης Οκτωβρίου 2015, Târşia (C‑69/14, EU:C:2015:662, σκέψη 29), και της 11ης Νοεμβρίου 2015, Klausner Holz Niedersachsen (C‑505/14, EU:C:2015:742, σκέψη 39).
( 17 ) Απόφαση της 1ης Ιουνίου 1999, Eco Swiss (C‑126/97, EU:C:1999:269, σκέψεις 43 έως 48).
( 18 ) Απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2009, Asturcom Telecomunicaciones (C‑40/08, EU:C:2009:615, σκέψεις 39 έως 48).
( 19 ) Απόφαση της 16ης Μαρτίου 2006, Kapferer (C‑234/04, EU:C:2006:178, σκέψεις 19 έως 24).
( 20 ) Απόφαση της 10ης Ιουλίου 2014, Impresa Pizzarotti (C‑213/13, EU:C:2014:2067, σκέψεις 58 έως 61).
( 21 ) Απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, Târşia (C‑69/14, EU:C:2015:662, σκέψεις 36 έως 41).
( 22 ) Βλ., μεταξύ άλλων, γνωμοδότηση 2/13(Προσχώρηση της Ένωσης στην ΕΣΔΑ), της 18ης Δεκεμβρίου 2014 (EU:C:2014:2454, σκέψη 166): «[…] όπως κατ’ επανάληψη έχει επισημάνει το Δικαστήριο, χαρακτηριστικά γνωρίσματα του δικαίου της Ένωσης είναι η προέλευσή του από αυτόνομη πηγή δικαίου την οποία αποτελούν οι Συνθήκες, η υπεροχή του έναντι του δικαίου των κρατών μελών […] καθώς και το άμεσο αποτέλεσμα πλήθους διατάξεων που εφαρμόζονται στους πολίτες των κρατών μελών και στα ίδια τα κράτη μέλη […]». Βλ., επίσης, απόφαση της 6ης Μαρτίου 2018, Achmea (C‑284/16, EU:C:2018:158, σκέψη 33).
( 23 ) Ο κανονισμός, λόγω της φύσεως και της λειτουργίας του στο σύστημα των πηγών του δικαίου της Ένωσης, επάγεται υπέρ των ιδιωτών δικαιώματα τα οποία τα εθνικά δικαστήρια υποχρεούνται να προστατεύουν [βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 14ης Δεκεμβρίου 1971, Politi (43/71, EU:C:1971:122, σκέψη 9), και της 17ης Σεπτεμβρίου 2002, Muñoz και Superior Fruiticola (C‑253/00, EU:C:2002:497, σκέψη 27)]. Οι διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου οι οποίες επιβάλλουν σαφείς και ανεπιφύλακτες υποχρεώσεις, που δεν απαιτούν για την εφαρμογή τους μεταγενέστερη επέμβαση των αρχών της Ένωσης ή των εθνικών αρχών, γεννούν απευθείας δικαιώματα των ιδιωτών [βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 5ης Φεβρουαρίου 1963, van Gend & Loos (26/62, EU:C:1963:1, σ. 24 και 25), και της 20ής Μαρτίου 2018, Garlsson Real Estate κ.λπ. (C‑537/16, EU:C:2018:193, σκέψη 65)]. Σε όλες τις περιπτώσεις που οι διατάξεις μιας οδηγίας είναι, από άποψη περιεχομένου, απαλλαγμένες αιρέσεων και αρκούντως ακριβείς, οι ιδιώτες μπορούν να τις επικαλούνται έναντι του κράτους ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, είτε όταν το κράτος αυτό παρέλειψε να μεταφέρει εμπροθέσμως την οδηγία στο εσωτερικό δίκαιο είτε όταν προέβη σε πλημμελή μεταφορά της [βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 4ης Δεκεμβρίου 1974, van Duyn (41/74, EU:C:1974:133, σκέψεις 11 έως 15), και της 15ης Ιανουαρίου 2014, Association de médiation sociale (C‑176/12, EU:C:2014:2, σκέψη 31)].
( 24 ) Απόφαση της 20ής Μαρτίου 2018 (C‑537/16, EU:C:2018:193, σκέψεις 64 έως 68).
( 25 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 15ης Ιουλίου 1964, Costa (6/64, EU:C:1964:66, σ. 1158 έως 1160)· της 9ης Μαρτίου 1978, Simmenthal (106/77, EU:C:1978:49, σκέψεις 21 και 24)· της 22ας Οκτωβρίου 1998, IN. CO. GE.’90 κ.λπ. (C‑10/97 έως C‑22/97, EU:C:1998:498, σκέψεις 20 και 21)· της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, A (C‑112/13, EU:C:2014:2195, σκέψεις 36 και 37), και της 6ης Μαρτίου 2018, SEGRO και Horváth (C‑52/16 και C‑113/16, EU:C:2018:157, σκέψη 46).
( 26 ) Βλ. σημεία 12 έως 16 των παρουσών προτάσεων. Συναφώς, υπογραμμίζω ότι ουδέν στοιχείο της δικογραφίας επιτρέπει υπόνοιες σχετικά με την ύπαρξη προσβολής του θεμελιώδους δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ και στο άρθρο 47 του Χάρτη [βλ. απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses (C‑64/16, EU:C:2018:117, σκέψεις 34 έως 36)]. Εξάλλου, το αιτούν δικαστήριο δεν έθεσε στο Δικαστήριο ερώτημα ως προς το ζήτημα αυτό. Εν πάση περιπτώσει, υπογραμμίζω ότι το Δικαστήριο, μεταξύ άλλων στις πολυάριθμες αποφάσεις που παρατίθενται στο παρόν τμήμα, ουδέποτε ερμήνευσε την εμβέλεια του θεμελιώδους αυτού δικαιώματος ως εμπεριέχουσα τη δυνατότητα να αμφισβητηθεί η ισχύς του δεδικασμένου εθνικής αποφάσεως λόγω παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης.
( 27 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, A (C‑112/13, EU:C:2014:2195, σκέψη 35), και της 5ης Απριλίου 2016, PFE (C‑689/13, EU:C:2016:199, σκέψεις 31 έως 36).
( 28 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 6ης Οκτωβρίου 1982, Cilfit κ.λπ. (283/81, EU:C:1982:335, σκέψεις 16 έως 21), και της 28ης Ιουλίου 2016, Association France Nature Environnement (C‑379/15, EU:C:2016:603, σκέψεις 47 έως 53).
( 29 ) Η μη τήρηση της υποχρεώσεως αυτής δύναται, εν ανάγκη, να αποτελέσει το αντικείμενο προσφυγής λόγω παραβάσεως: βλ., συναφώς, την προσφυγή που η Επιτροπή άσκησε στην υπόθεση Επιτροπή κατά Γαλλίας (C‑416/17).
( 30 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, Köbler (C‑224/01, EU:C:2003:513, σκέψεις 34 έως 36), και της 6ης Οκτωβρίου 2015, Târşia (C‑69/14, EU:C:2015:662, σκέψη 40).
( 31 ) Απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, Köbler (C‑224/01, EU:C:2003:513, σκέψη 40).
( 32 ) Απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, Fallimento Olimpiclub (C‑2/08, EU:C:2009:506, σκέψεις 26 έως 32).
( 33 ) Απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2015, Klausner Holz Niedersachsen (C‑505/14, EU:C:2015:742, σκέψεις 42 έως 46).
( 34 ) Στην απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2009, Asturcom Telecomunicaciones (C‑40/08, EU:C:2009:615, σκέψεις 47 και 48), η οποία αφορούσε αίτημα αναγκαστικής εκτελέσεως διαιτητικής αποφάσεως εξοπλισμένης με ισχύ δεδικασμένου, το Δικαστήριο έκρινε ότι η αρχή της αποτελεσματικότητας απαιτεί μόνον όπως το επιληφθέν δικαστήριο εξετάσει αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα ρήτρας διαιτησίας όταν ο καταναλωτής δεν κατέθεσε αίτηση ακυρώσεως της αποφάσεως αυτής. Αντιθέτως, δικαστήριο που επελήφθη αιτήσεως ακυρώσεως διαιτητικής αποφάσεως πρέπει να ακυρώσει σύμβαση διαιτησίας περιέχουσα καταχρηστική ρήτρα, και τούτο ακόμη και αν ο καταναλωτής δεν επικαλέστηκε την ακυρότητα αυτή στο πλαίσιο της διαιτητικής διαδικασίας αλλά μόνο στο πλαίσιο της αιτήσεως ακυρώσεως [απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2006, Mostaza Claro (C‑168/05, EU:C:2006:675, σκέψεις 30 έως 39)]. Ομοίως, η αρχή της αποτελεσματικότητας απαιτεί όπως το δικαστήριο που επελήφθη κατά το στάδιο της εκτελέσεως διαταγής πληρωμής δύναται να εκτιμήσει αυτεπαγγέλτως την ύπαρξη καταχρηστικής ρήτρας στη σύμβαση που θεμελιώνει την επίδικη απαίτηση, όταν η αρχή που επελήφθη της αιτήσεως εκδόσεως διαταγής πληρωμής δεν είναι αρμόδια να προβεί σε τέτοιου είδους εκτίμηση [απόφαση της 18ης Φεβρουαρίου 2016, Finanmadrid EFC (C‑49/14, EU:C:2016:98, σκέψεις 50 έως 55)].
( 35 ) Βλ. σημείο 53 των παρουσών προτάσεων.
( 36 ) Το αιτούν δικαστήριο διευκρίνισε ότι στην Αυστρία η ΕΣΔΑ έχει ισχύ συνταγματικών διατάξεων. Βλ. σημείο 18 των παρουσών προτάσεων.
( 37 ) Απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015 (C‑69/14, EU:C:2015:662, σκέψη 34).
( 38 ) Απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, Târşia (C‑69/14, EU:C:2015:662, σκέψεις 27 και 32).
( 39 ) Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 29ης Οκτωβρίου 2009, Pontin (C‑63/08, EU:C:2009:666, σκέψη 45)· της 26ης Ιανουαρίου 2010, Transportes Urbanos y Servicios Generales (C‑118/08, EU:C:2010:39, σκέψη 34)· της 8ης Ιουλίου 2010, Bulicke (C‑246/09, EU:C:2010:418, σκέψη 27), και της 19ης Ιουλίου 2012, Littlewoods Retail κ.λπ. (C‑591/10, EU:C:2012:478, σκέψη 31).
( 40 ) Βλ., στο ίδιο πνεύμα, αποφάσεις της 15ης Σεπτεμβρίου 1998, Edis (C‑231/96, EU:C:1998:401, σκέψεις 36 και 37)· της 15ης Σεπτεμβρίου 1998, Spac (C‑260/96, EU:C:1998:402, σκέψεις 20 και 21)· της 17ης Νοεμβρίου 1998, Aprile (C‑228/96, EU:C:1998:544, σκέψεις 20 και 21), και της 9ης Φεβρουαρίου 1999, Dilexport (C‑343/96, EU:C:1999:59, σκέψεις 27 και 28).
( 41 ) Αποφάσεις της 29ης Οκτωβρίου 2009, Pontin (C‑63/08, EU:C:2009:666, σκέψεις 45 και 46), και της 19ης Ιουλίου 2012, Littlewoods Retail κ.λπ. (C‑591/10, EU:C:2012:478, σκέψη 31).
( 42 ) Βλ. σημεία 49 έως 55 των παρουσών προτάσεων.
( 43 ) Βλ. γνωμοδότηση 2/13(Προσχώρηση της Ένωσης στην ΕΣΔΑ), της 18ης Δεκεμβρίου 2014 (EU:C:2014:2454, σκέψη 176) και απόφαση της 6ης Μαρτίου 2018, Achmea (C‑284/16, EU:C:2018:158, σκέψη 37).
( 44 ) Βλ. ανακοινωθέν τύπου του ΕΔΔΑ αριθ. 143 (2018) της 12ης Απριλίου 2018, «Η Γαλλία επικυρώνει το [πρωτόκολλο αριθ. 16] και ενεργοποιεί τη θέση του σε ισχύ», διαθέσιμο στη διεύθυνση http://hudoc.echr.coe.int/fre-press?i=003-6057606-7791962.
( 45 ) Ο πίνακας σχετικά με τις υπογραφές και τις επικυρώσεις του πρωτοκόλλου αριθ. 16 είναι διαθέσιμος στη διεύθυνση https://www.coe.int/fr/web/conventions/full-list/-/conventions/treaty/214/signatures?p_auth=JHVZ7Jke
( 46 ) Βλ. σημεία 19 και 20 των παρουσών προτάσεων.
( 47 ) Βλ. σημείο 29 των παρουσών προτάσεων.