EUR-Lex Πρόσβαση στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Επιστροφή στην αρχική σελίδα του EUR-Lex

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62016CJ0259

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 31ης Μαΐου 2018.
Confederazione Generale Italiana dei Trasporti e della Logistica (Confetra) κ.λπ. κατά Autorità per le Garanzie nelle Comunicazioni και Ministero dello Sviluppo Economico.
Αιτήσεις του Tribunale Amministrativo Regionale per il Lazio για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Ταχυδρομικές υπηρεσίες στην Ευρωπαϊκή Ένωση – Οδηγία 97/67/ΕΚ – Άρθρα 2, 7 και 9 – Οδηγία 2008/6/ΕΚ – Έννοια του “φορέα παροχής ταχυδρομικής υπηρεσίας” – Επιχειρήσεις οδικών μεταφορών, μεταφορών εμπορευμάτων και ταχυμεταφορών παρέχουσες υπηρεσίες περισυλλογής, διαλογής, μεταφοράς και διανομής ταχυδρομικών αντικειμένων – Άδεια που απαιτείται για την παροχή ταχυδρομικών υπηρεσιών στο κοινό – Συνεισφορά στο κόστος της καθολικής υπηρεσίας.
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-259/16 και C-260/16.

Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2018:370

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 31ης Μαΐου 2018 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Ταχυδρομικές υπηρεσίες στην Ευρωπαϊκή Ένωση – Οδηγία 97/67/ΕΚ – Άρθρα 2, 7 και 9 – Οδηγία 2008/6/ΕΚ – Έννοια του “φορέα παροχής ταχυδρομικής υπηρεσίας” – Επιχειρήσεις οδικών μεταφορών, μεταφορών εμπορευμάτων και ταχυμεταφορών παρέχουσες υπηρεσίες περισυλλογής, διαλογής, μεταφοράς και διανομής ταχυδρομικών αντικειμένων – Άδεια που απαιτείται για την παροχή ταχυδρομικών υπηρεσιών στο κοινό – Συνεισφορά στο κόστος της καθολικής υπηρεσίας»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-259/16 και C-260/16,

με αντικείμενο αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tribunale amministrativo regionale per il Lazio (διοικητικό περιφερειακό πρωτοδικείο Lazio, Ιταλία) με αποφάσεις της 27ης Ιανουαρίου 2016, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 10 Μαΐου 2016 (C‑259/16) και στις 11 Μαΐου 2016 (C-260/16), στο πλαίσιο των δικών

Confederazione Generale Italiana dei Trasporti e della Logistica (Confetra) (C-259/16),

Associazione Nazionale Imprese Trasporti Automobilistici (C‑259/16),

Fercam SpA (C-259/16),

Associazione non Riconosciuta Alsea (C-259/16),

Associazione Fedit (C-259/16),

Carioni Spedizioni Internazionali Srl (C-259/16),

Federazione Nazionale delle Imprese di Spedizioni Internazionali – Fedespedi (C-259/16),

Tnt Global Express SpA (C-259/16),

Associazione Italiana dei Corrieri Aerei Internazionali (AICAI) (C‑260/16),

DHL Express (Italy) Srl (C-260/16),

Federal Express Europe Inc. (C-260/16),

United Parcel Service Italia Ups Srl (C-260/16)

κατά

Autorità per le Garanzie nelle Comunicazioni,

Ministero dello Sviluppo Economico,

παρισταμένης της:

Poste Italiane SpA (C-260/16),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. L. da Cruz Vilaça (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, E. Levits, A. Borg Barthet, M. Berger και F. Biltgen, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Campos Sánchez-Bordona

γραμματέας: R. Schiano, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 20ής Σεπτεμβρίου 2017,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

οι Confederazione Generale Italiana dei Trasporti e della Logistica (Confetra), Federazione Nazionale delle Imprese di Spedizioni Internazionali – Fedespedi, Associazione Nazionale Imprese Trasporti Automobilistici, Associazione non Riconosciuta Alsea και Associazione Fedit, καθώς και οι Fercam SpA, Tnt Global Express SpA και Carioni Spedizioni Internazionali Srl, εκπροσωπούμενες από τους S. Romano και A. Romano, avvocati,

η Associazione Italiana dei Corrieri Aerei Internazionali (AICAI) καθώς και οι DHL Express (Italy) Srl και Federal Express Europe Inc., εκπροσωπούμενες από τους M. Giordano και L. Daniele, avvocati,

η United Parcel Service Italia Ups Srl, εκπροσωπούμενη από τον A. Boso Caretta, avvocato,

η Poste Italiane SpA, εκπροσωπούμενη από τους A. Sandulli, A. Fratini και G. Pandolfi, avvocati,

η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον S. Fiorentino, avvocato dello Stato,

η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον R. Coesme,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την P. Costa de Oliveira και τον L. Malferrari,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 28ης Νοεμβρίου 2017,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 2, σημεία 1, 1α, 6 και 19, του άρθρου 7, παράγραφος 4, καθώς και του άρθρου 9, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 97/67/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς κοινοτικών ταχυδρομικών υπηρεσιών και τη βελτίωση της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών (ΕΕ 1998, L 15, σ. 14), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2008/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Φεβρουαρίου 2008 (ΕΕ 2008, L 52, σ. 3) (στο εξής: οδηγία 97/67).

2

Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν στο πλαίσιο ένδικων διαφορών μεταξύ, αφενός, των Confederazione Generale Italiana dei Trasporti e della Logistica (Confetra), Federazione Nazionale delle Imprese di Spedizioni Internazionali – Fedespedi, Associazione Nazionale Imprese Trasporti Automobilistici, Associazione non Riconosciuta Alsea, Associazione Fedit, Fercam SpA, Tnt Global Express SpA και Carioni Spedizioni Internazionali Srl (C-259/16), καθώς και των Associazione Italiana dei Corrieri Aerei Internazionali (AICAI), DHL Express (Italy) Srl, Federal Express Europe Inc. και United Parcel Service Italia Ups Srl (C-260/16), ενώσεων επιχειρήσεων και επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον τομέα της μεταφοράς εμπορευμάτων, των οδικών μεταφορών ή των ταχυμεταφορών, και, αφετέρου, της Autorità per le Garanzie nelle Comunicazioni (ρυθμιστικής αρχής στον τομέα των επικοινωνιών, Ιταλία) (στο εξής: AGCOM) και του Ministero dello Sviluppo Economico (Υπουργείου Οικονομικής Αναπτύξεως, Ιταλία), σχετικά με τη νομιμότητα των ρυθμιστικών πράξεων που εκδόθηκαν για τη μεταφορά της οδηγίας 97/67 στην εσωτερική έννομη τάξη.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Κατά τις αιτιολογικές σκέψεις 10, 18, 22 και 23 της οδηγίας 97/67:

«(10)

[εκτιμώντας] ότι, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, πρέπει να καθιερωθεί σε κοινοτικό επίπεδο ένα σύνολο γενικών αρχών, ενώ ο καθορισμός των συγκεκριμένων διαδικασιών πρέπει να επαφίεται στα κράτη μέλη, τα οποία θα μπορούν να επιλέξουν το σύστημα που αρμόζει καλύτερα στη δική τους ιδιαίτερη κατάσταση·

[…]

(18)

[εκτιμώντας] ότι, εφόσον η ουσιώδης διαφορά μεταξύ του επείγοντος ταχυδρομείου και των καθολικών ταχυδρομικών υπηρεσιών έγκειται στην αξία (όποια μορφή και αν λαμβάνει) που προστίθεται από τις παρεχόμενες στους πελάτες επείγουσες υπηρεσίες και η οποία γίνεται αντιληπτή από αυτούς, ο αποτελεσματικότερος τρόπος για να καθοριστεί η επιπλέον αξία είναι να ληφθεί υπόψη το επιπλέον τίμημα που είναι διατεθειμένοι να καταβάλουν οι πελάτες, χωρίς να θίγεται, πάντως, η ανώτατη τιμή του κατ’ αποκλειστικότητα ανατεθειμένου τομέα, η οποία και πρέπει να τηρείται·

[…]

(22)

[εκτιμώντας] ότι τα κράτη μέλη πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να ρυθμίζουν με κατάλληλες διαδικασίες χορήγησης άδειες, στην επικράτειά τους, την παροχή των ταχυδρομικών υπηρεσιών που δεν αντιτίθενται κατ’ αποκλειστικότητα στους φορείς παροχής της καθολικής υπηρεσίας· ότι αυτές οι διαδικασίες πρέπει να είναι διαφανείς, αναλογικές, να μην εισάγουν διακρίσεις και να βασίζονται σε αντικειμενικά κριτήρια·

(23)

[εκτιμώντας] ότι τα κράτη μέλη πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να θέτουν, κατά περίπτωση, ως προϋπόθεση για τη χορήγηση αδειών, την υποχρέωση παροχής υπηρεσίας ή την εισφορά σε ταμείο αποζημίωσης, προοριζόμενο να αποζημιώσει τον φορέα παροχής της καθολικής υπηρεσίας για το αθέμιτο οικονομικό βάρος που προκύπτει για αυτόν από την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας· ότι τα κράτη μέλη πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να προβλέπουν στις άδειες ότι οι δραστηριότητες για τις οποίες χορηγούνται οι τελευταίες δεν πρέπει να παραβιάζουν τα αποκλειστικά ή ειδικά δικαιώματα ως προς τις αποκλειστικές ταχυδρομικές υπηρεσίες, τα οποία έχουν χορηγηθεί στους φορείς παροχής καθολικής υπηρεσίας· ότι μπορεί να προβλεφθεί η εισαγωγή ενός συστήματος αναγνώρισης του διαφημιστικού ταχυδρομείου για λόγους ελέγχου εκεί όπου το διαφημιστικό ταχυδρομείο θα ελευθερωθεί».

4

Το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής ορίζει τα ακόλουθα:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

1)

ταχυδρομικές υπηρεσίες: οι υπηρεσίες που συνίστανται στην περισυλλογή, τη διαλογή, τη μεταφορά και τη διανομή των ταχυδρομικών αντικειμένων·

1α)

φορέας παροχής ταχυδρομικής υπηρεσίας: επιχείρηση η οποία παρέχει μία ή περισσότερες ταχυδρομικές υπηρεσίες·

[…]

6)

ταχυδρομικό αντικείμενο: αντικείμενο με συγκεκριμένο παραλήπτη αποστελλόμενο υπό την τελική του μορφή υπό την οποία το αναλαμβάνει ο φορέας παροχής της ταχυδρομικής υπηρεσίας. Τα αντικείμενα αυτά περιλαμβάνουν π.χ., πέραν των αντικειμένων αλληλογραφίας, βιβλία, καταλόγους, εφημερίδες, περιοδικά και ταχυδρομικά δέματα που περιέχουν εμπορεύματα με ή χωρίς εμπορική αξία·

[…]

13)

φορέας παροχής καθολικής υπηρεσίας: ο δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας παροχής ταχυδρομικής υπηρεσίας που παρέχει καθολική ταχυδρομική υπηρεσία ή μέρος αυτής εντός κράτους μέλους, και του οποίου η ταυτότητα έχει κοινοποιηθεί στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 4·

14)

άδεια: κάθε πράξη η οποία καθορίζει δικαιώματα και υποχρεώσεις που προσιδιάζουν στον τομέα των ταχυδρομικών υπηρεσιών και επιτρέπει σε επιχειρήσεις να παρέχουν ταχυδρομικές υπηρεσίες και, κατά περίπτωση, να εγκαθιστούν και/ή να εκμεταλλεύονται τα δίκτυά τους για την παροχή τέτοιων υπηρεσιών, με τη μορφή είτε γενικής είτε ειδικής άδειας, όπως αυτές ορίζονται κατωτέρω:

“γενική άδεια”: κάθε άδεια, ανεξάρτητα από το αν διέπεται από ρυθμίσεις “άδειας κατά κατηγορία” ή από γενική νομοθετική ρύθμιση και ανεξάρτητα από το αν οι ρυθμίσεις αυτές απαιτούν εγγραφή σε μητρώο ή δήλωση, η οποία δεν επιβάλλει στον ενδιαφερόμενο φορέα παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών την υποχρέωση να διαθέτει ρητή απόφαση της εθνικής κανονιστικής αρχής προκειμένου να ασκήσει τα εκ της αδείας δικαιώματα,

“ειδική άδεια”: κάθε χορηγούμενη από εθνική κανονιστική αρχή άδεια με την οποία παρέχονται ειδικά δικαιώματα σε φορέα παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών, ή η οποία εξαρτά την άσκηση των δραστηριοτήτων του εν λόγω φορέα από ειδικές υποχρεώσεις που συμπληρώνουν τη γενική άδεια, ανάλογα με την περίπτωση, χωρίς ο φορέας να δικαιούται να ασκεί τα συναφή δικαιώματα πριν να διαθέτει την απόφαση της εθνικής κανονιστικής αρχής·

[…]

19)

βασικές απαιτήσεις: γενικοί λόγοι μη οικονομικής φύσης, οι οποίοι μπορούν να οδηγήσουν κράτος μέλος στην επιβολή όρων σχετικών με την παροχή ταχυδρομικών υπηρεσιών· οι λόγοι αυτοί είναι η εμπιστευτικότητα της αλληλογραφίας, η ασφάλεια του δικτύου σε ό,τι αφορά τη μεταφορά επικινδύνων αγαθών, η τήρηση των όρων και προϋποθέσεων των καθεστώτων απασχόλησης και κοινωνικής ασφάλισης, όπως ορίζονται από το νόμο, τους κανονισμούς ή διοικητικές διατάξεις και/ή από συλλογικές συμβάσεις που έχουν τύχει διαπραγμάτευσης από τους εθνικούς κοινωνικούς εταίρους, σύμφωνα με το κοινοτικό και εθνικό δίκαιο, και, σε αιτιολογημένες περιπτώσεις, η προστασία των δεδομένων, η προστασία του περιβάλλοντος και η χωροταξία. Η προστασία των δεδομένων μπορεί να περιλαμβάνει την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, την εμπιστευτικότητα των διαβιβαζόμενων ή αποθηκευόμενων πληροφοριών και την προστασία της ιδιωτικής ζωής·

[…]».

5

Το άρθρο 7 της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη δεν χορηγούν ούτε διατηρούν σε ισχύ αποκλειστικά ή ειδικά δικαιώματα για την εγκαθίδρυση και την παροχή ταχυδρομικών υπηρεσιών. Τα κράτη μέλη μπορούν να χρηματοδοτούν την παροχή καθολικών υπηρεσιών σύμφωνα με ένα ή περισσότερα από τα μέσα που προβλέπονται στις παραγράφους 2, 3 και 4, ή σύμφωνα με κάθε άλλο μέσο συμβατό με τη συνθήκη.

[…]

3.   Όταν κράτος μέλος διαπιστώνει ότι οι υποχρεώσεις παροχής καθολικής υπηρεσίας, τις οποίες προβλέπει η παρούσα οδηγία, συνεπάγονται καθαρό κόστος, που υπολογίζεται λαμβανομένου υπόψη του παραρτήματος Ι, και αποτελούν άδικη οικονομική επιβάρυνση για τον ή τους φορείς παροχής καθολικής υπηρεσίας, μπορεί να καθιερώσει:

α)

μηχανισμό για την αποζημίωση της ή των εν λόγω επιχειρήσεων με κρατικά οικονομικά μέσα, ή

β)

μηχανισμό για τον επιμερισμό του καθαρού κόστους των υποχρεώσεων παροχής καθολικής υπηρεσίας μεταξύ των φορέων παροχής υπηρεσιών ή/και των χρηστών.

4.   Όταν το καθαρό κόστος επιμερίζεται βάσει της παραγράφου 3 στοιχείο β), τα κράτη μέλη μπορούν να ιδρύσουν ταμείο αποζημίωσης το οποίο μπορεί να χρηματοδοτείται με τέλη που καταβάλλουν οι φορείς παροχής υπηρεσιών ή/και οι χρήστες και το οποίο διοικείται για το σκοπό αυτό από φορέα που είναι ανεξάρτητος από τον ή τους δικαιούχους. Τα κράτη μέλη μπορούν να εξαρτούν τη χορήγηση αδειών σε φορείς παροχής υπηρεσιών, βάσει του άρθρου 9 παράγραφος 2, από την υποχρέωση οικονομικής συνεισφοράς στο ταμείο αυτό ή συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις καθολικής υπηρεσίας. Οι υποχρεώσεις παροχής καθολικής υπηρεσίας του ή των φορέων παροχής καθολικής υπηρεσίας που ορίζονται στο άρθρο 3 μπορούν να χρηματοδοτούνται με τον τρόπο αυτό.

5.   Κατά την ίδρυση του ταμείου αποζημιώσεων και κατά τον καθορισμό του επιπέδου των οικονομικών συνεισφορών κατά τις παραγράφους 3 και 4, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τηρούνται οι αρχές της διαφάνειας, της απαγορεύσεως των διακρίσεων και της αναλογικότητας. Οι αποφάσεις που λαμβάνονται δυνάμει των παραγράφων 3 και 4 βασίζονται σε αντικειμενικά και επαληθεύσιμα κριτήρια και δημοσιεύονται.»

6

Το άρθρο 9 της ιδίας οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«1.   Για τις υπηρεσίες που δεν εμπίπτουν στο πεδίο της καθολικής υπηρεσίας, τα κράτη μέλη μπορούν να καθιερώσουν γενικές άδειες εφόσον απαιτείται για να εξασφαλισθεί η συμμόρφωση με τις ουσιώδεις απαιτήσεις.

2.   Για τις υπηρεσίες που εμπίπτουν στο πεδίο της καθολικής υπηρεσίας, τα κράτη μέλη μπορούν να καθιερώσουν διαδικασίες χορήγησης αδειών, περιλαμβανομένων των ειδικών αδειών, εφόσον απαιτείται για να εξασφαλισθεί η συμμόρφωση με τις ουσιώδεις απαιτήσεις και να διαφυλαχθεί η καθολική υπηρεσία.

Η χορήγηση αδειών μπορεί:

να υπόκειται σε υποχρεώσεις καθολικής υπηρεσίας,

να επιβάλλει, σε περίπτωση αιτιολογημένης ανάγκης, απαιτήσεις σχετικά με την ποιότητα, τη διαθεσιμότητα και τις επιδόσεις των σχετικών υπηρεσιών,

κατά περίπτωση, να υπόκειται σε υποχρέωση καταβολής οικονομικής συνεισφοράς στους μηχανισμούς επιμερισμού του κόστους του άρθρου 7, εφόσον η παροχή της καθολικής υπηρεσίας συνεπάγεται καθαρό κόστος και αποτελεί άδικη οικονομική επιβάρυνση για το φορέα ή τους φορείς παροχής καθολικής υπηρεσίας, που έχουν ορισθεί σύμφωνα με το άρθρο 4,

κατά περίπτωση, να υπόκειται σε υποχρέωση καταβολής οικονομικής συνεισφοράς στις λειτουργικές δαπάνες των εθνικών ρυθμιστικών αρχών του άρθρου 22,

κατά περίπτωση, να θέτει ως όρο ή να επιβάλλει την υποχρέωση τήρησης των συνθηκών εργασίας που προβλέπει η εθνική νομοθεσία.

Οι υποχρεώσεις και απαιτήσεις κατά την πρώτη περίπτωση και κατά το άρθρο 3 μπορούν να επιβάλλονται μόνο σε καθορισμένους φορείς παροχής καθολικής υπηρεσίας.

[…]

3.   Οι διαδικασίες, οι υποχρεώσεις και οι απαιτήσεις κατά τις παραγράφους 1 και 2 πρέπει να είναι διαφανείς, προσιτές, αμερόληπτες, αναλογικές, ακριβείς και σαφείς, να δημοσιεύονται εκ των προτέρων και να είναι βασισμένες σε αντικειμενικά κριτήρια. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να ανακοινώνονται στον αιτούντα οι λόγοι για τους οποίους δεν χορηγήθηκε ή αφαιρέθηκε, εν όλω ή εν μέρει, η άδεια και καθιερώνουν διαδικασία προσφυγής.»

7

Οι αιτιολογικές σκέψεις 17, 27 και 28 της οδηγίας 2008/6 έχουν ως εξής:

«(17)

Οι απλές μεταφορές δεν θα πρέπει να θεωρούνται ταχυδρομικές υπηρεσίες. […]

[…]

(27)

Οι φορείς παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών είναι δυνατόν να καλούνται να συμβάλλουν στη χρηματοδότηση της καθολικής υπηρεσίας οσάκις προβλέπεται ταμείο αποζημιώσεων. Για να προσδιορισθεί από ποιες επιχειρήσεις μπορεί να απαιτηθεί να συνεισφέρουν σε ταμείο αποζημιώσεων, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξετάσουν εάν οι υπηρεσίες που παρέχουν οι επιχειρήσεις αυτές μπορούν, από την πλευρά των χρηστών, να θεωρηθούν υπηρεσίες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της καθολικής υπηρεσίας, καθόσον παρουσιάζουν επαρκώς εναλλακτικό χαρακτήρα σε σχέση με τις καθολικές υπηρεσίες, λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών των υπηρεσιών, μεταξύ των οποίων των χαρακτηριστικών προστιθέμενης αξίας, καθώς και της σκοπούμενης χρήσης και τιμολόγησής τους. Οι υπηρεσίες αυτές δεν πρέπει απαραιτήτως να καλύπτουν όλα τα χαρακτηριστικά της καθολικής υπηρεσίας, όπως η καθημερινή διανομή ή η πλήρης κάλυψη της χώρας.

(28)

Για να εξασφαλισθεί η συμμόρφωση με την αρχή της αναλογικότητας κατά τον προσδιορισμό της συνεισφοράς που θα απαιτείται από αυτές τις επιχειρήσεις για την κάλυψη του κόστους της καθολικής υπηρεσίας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εφαρμόζουν διαφανή κριτήρια που δεν θα εισάγουν διακρίσεις, όπως το μερίδιο των εν λόγω επιχειρήσεων στις δραστηριότητες που εμπίπτουν στο πεδίο της καθολικής υπηρεσίας στο οικείο κράτος μέλος. Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν από τους φορείς παροχής υπηρεσιών, οι οποίοι οφείλουν να συνεισφέρουν σε ταμείο αποζημιώσεων, να εφαρμόζουν κατάλληλο λογιστικό διαχωρισμό προκειμένου να διασφαλίζεται η λειτουργία του ταμείου.»

Το ιταλικό δίκαιο

8

Η οδηγία 97/67 μεταφέρθηκε στο ιταλικό δίκαιο με το decreto legislativo n. 261 – Attuazione della direttiva 97/67/CE concernente regole comuni per lo sviluppo del mercato interno dei servizi postali comunitari e per il miglioramento della qualita’ del servizio (νομοθετικό διάταγμα 261, περί μεταφοράς στην εθνική έννομη τάξη της οδηγίας 97/67/ΕΚ σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς κοινοτικών ταχυδρομικών υπηρεσιών και τη βελτίωση της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών), της 22ας Ιουλίου 1999 (GURI αριθ. 182, της 5ης Αυγούστου 1999), όπως τροποποιήθηκε με το decreto legislativo n. 58 – Attuazione della direttiva 2008/6/CE che modifica la direttiva 97/67/CE, per quanto riguarda il pieno completamento del mercato interno dei servizi postali della Comunita (νομοθετικό διάταγμα 58, περί μεταφοράς στην εθνική έννομη τάξη της οδηγίας 2008/6/ΕΚ για την τροποποίηση της οδηγίας 97/67/ΕΚ σχετικά με την πλήρη υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς κοινοτικών ταχυδρομικών υπηρεσιών), της 31ης Μαρτίου 2011 (GURI αριθ. 98, της 24ης Απριλίου 2011) (στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 261/99). Οι όροι που χρησιμοποιούνται στο νομοθετικό διάταγμα 261/99 για τον καθορισμό των εννοιών των «ταχυδρομικών υπηρεσιών», των «φορέων παροχής ταχυδρομικής υπηρεσίας» και του «ταχυδρομικού αντικειμένου» είναι κατ’ ουσίαν πανομοιότυποι με τους όρους που περιλαμβάνονται στην οδηγία 97/67.

9

Κατά το άρθρο 6 του νομοθετικού διατάγματος 261/99:

«1.   Η παροχή στο κοινό υπηρεσιών που δεν εμπίπτουν στην καθολική υπηρεσία, συμπεριλαμβανομένης της παροχής ιδιωτικών γραμματοκιβωτίων για τη διανομή της αλληλογραφίας υπόκειται σε γενική άδεια. […].

1bis.   Η χορήγηση γενικής άδειας, και για τον πάροχο της καθολικής υπηρεσίας, λαμβανομένων υπόψη της καταστάσεως της αγοράς και της οργανώσεως των ταχυδρομικών υπηρεσιών, δύναται να υπόκειται σε ειδικές απαιτήσεις της καθολικής υπηρεσίας, όσον αφορά μεταξύ άλλων την ποιότητα, τη διαθεσιμότητα και την παροχή των σχετικών υπηρεσιών, καθώς και σε υποχρεώσεις οικονομικής συνεισφοράς στον μηχανισμό επιμερισμού του κόστους τον οποίο αφορά το άρθρο 10 του παρόντος διατάγματος. Οι υποχρεώσεις αυτές καθορίζονται με απόφαση της ρυθμιστικής αρχής.

2.   Η ρυθμιστική αρχή καθορίζει, με απόφαση εκδιδόμενη εντός 180 ημερών από την έναρξη ισχύος του νομοθετικού διατάγματος περί εφαρμογής της οδηγίας 2008/6, τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η δραστηριότητα μπορεί να αρχίσει μετά την αποστολή στο Υπουργείο Οικονομικής Αναπτύξεως […],θεωρημένης δηλώσεως σχετικά με την έναρξη της δραστηριότητας […]

3.   Η απόφαση την οποία αφορά η παράγραφος 2 καθορίζει τις απαιτήσεις και τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται στις οντότητες οι οποίες ασκούν δραστηριότητες υποκείμενες στη χορήγηση γενικής άδειας, περιλαμβανομένων των υποχρεώσεων για τις συνθήκες εργασίας κατά το άρθρο 18bis, τους τρόπους ελέγχου στους χώρους εκμεταλλεύσεως καθώς και τις διαδικασίες κλήσεως προς συμμόρφωση, αναστολής και απαγορεύσεως της δραστηριότητας σε περίπτωση αθετήσεως των υποχρεώσεων.»

10

Κατά το άρθρο 10, παράγραφοι 1 έως 3, του νομοθετικού διατάγματος 261/99:

«1.   Ιδρύεται ταμείο αποζημιώσεως για τις υποχρεώσεις παροχής καθολικής υπηρεσίας. Τίθεται υπό τη διαχείριση του Υπουργείου Επικοινωνιών και αποσκοπεί στη διασφάλιση της εκπληρώσεως της παροχής της καθολικής υπηρεσίας· χρηματοδοτείται όταν ο φορέας παροχής καθολικής υπηρεσίας δεν αντλεί από την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας και των αποκλειστικών υπηρεσιών κατά το άρθρο 4 επαρκή έσοδα για τη διασφάλιση της εκτελέσεως των υποχρεώσεων τις οποίες υπέχει.

2.   Οι κάτοχοι ειδικών αδειών και γενικών αδειών υποχρεούνται να συνεισφέρουν στο ταμείο της παραγράφου 1 μέχρι το 10 % των ακαθάριστων εσόδων τα οποία αφορούν τις υπηρεσίες που υποκαθιστούν τις υπηρεσίες που εμπίπτουν στο πεδίο της καθολικής υπηρεσίας και τα οποία απορρέουν από την εγκεκριμένη δραστηριότητα.

3.   Η συνεισφορά καθορίζεται, σύμφωνα με τις αρχές της διαφάνειας, της απαγορεύσεως των διακρίσεων και της αναλογικότητας, από τη ρυθμιστική αρχή βάσει του κόστους αποτελεσματικής διαχειρίσεως της καθολικής υπηρεσίας.»

11

Δυνάμει του άρθρου 18bis του νομοθετικού διατάγματος 261/99, οι φορείς παροχής ταχυδρομικής υπηρεσίας τους οποίους αφορά το άρθρο 3, παράγραφοι 11, 5 και 6, του διατάγματος αυτού πρέπει να τηρούν τις υποχρεώσεις σχετικά με τις συνθήκες εργασίες τις οποίες προβλέπουν η εθνική νομοθεσία και οι εφαρμοστέες συλλογικές συμβάσεις.

12

Με την απόφαση 129/15/CONS της 11ης Μαρτίου 2015 (στο εξής: απόφαση 129/15), η AGCOM ενέκρινε τον regolamento in materia di titoli abilitativi per l’offerta al pubblico di serivizi postali (κανονισμό περί των αδειών παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών στο κοινό, στο εξής: κανονισμός περί αδειών), που περιλαμβάνεται στο παράρτημα A.

13

Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 4, του κανονισμού αυτού, δεν απαιτείται γενική άδεια για την άσκηση της δραστηριότητας μεταφοράς και μόνον.

14

Κατά το γράμμα του άρθρου 10, παράγραφος 4, στοιχείο c, του εν λόγω κανονισμού, ο αιτών γενική άδεια πρέπει, κατά την υποβολή της αιτήσεώς του, να τηρεί τις υποχρεώσεις σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως των μισθωτών εργαζομένων του. Δυνάμει του άρθρου 10, παράγραφος 8, στοιχείο f, του ιδίου αυτού κανονισμού, ο αιτών γενική άδεια πρέπει, κατά την υποβολή της αιτήσεώς του, να περιγράφει τα μέτρα που έχουν ληφθεί για τη διασφάλιση της τηρήσεως των υποχρεώσεων ως προς την εμπιστευτικότητα της αλληλογραφίας.

15

Το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχεία b και f, του κανονισμού περί αδειών ορίζει ότι ο κάτοχος γενικής άδειας έχει, αντιστοίχως, την υποχρέωση να συμμορφώνεται προς τις διατάξεις περί των όρων απασχολήσεως τις οποίες προβλέπουν η εθνική νομοθεσία και οι εφαρμοστέες στον ταχυδρομικό τομέα συλλογικές συμβάσεις εργασίας και να «συνεισφέρει στη χρηματοδότηση του κόστους της παροχής καθολικής υπηρεσίας όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στην αιτιολογική σκέψη 27 της οδηγίας [2008/6] και στο άρθρο 10, παράγραφος 2, του [νομοθετικού διατάγματος 261/99]».

16

Το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού ορίζει ότι «ο κάτοχος γενικής άδειας υποχρεούται να συνεισφέρει στο ταμείο αποζημιώσεως για τις υποχρεώσεις καθολικής υπηρεσίας όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στην αιτιολογική σκέψη 27 της οδηγίας [2008/6] και στο άρθρο 10, παράγραφος 2 του [διατάγματος 261/99]».

Οι διαφορές των κύριων δικών και τα προδικαστικά ερωτήματα

17

Οι προσφεύγουσες των κύριων δικών είναι ενώσεις επιχειρήσεων και επιχειρήσεις οι οποίες ασκούν δραστηριότητες οδικών μεταφορών, μεταφορών εμπορευμάτων και ταχυμεταφορών (υπόθεση C-259/16) ή μόνον δραστηριότητες ταχυμεταφορών (υπόθεση C-260/16).

18

Οι εν λόγω επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων είναι κάτοχοι γενικής άδειας για την παροχή ταχυδρομικών υπηρεσιών, κατά την έννοια του άρθρου 6 του νομοθετικού διατάγματος 261/99.

19

Οι προσφεύγουσες των κύριων δικών άσκησαν ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως 129/15, του κανονισμού περί αδειών καθώς και του decreto del Ministro dello Sviluppo Economico – Disciplinare delle procedure per il rilascio dei titoli abilitativi per l’offerta al pubblico dei servizi postali (αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικής Αναπτύξεως, για τη ρύθμιση των διαδικασιών εκδόσεως των αδειών παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών στο κοινό), της 29ης Ιουλίου 2015 (στο εξής: απόφαση της 29ης Ιουλίου 2015). Ισχυρίζονται ότι οι πράξεις αυτές ερμηνεύουν με υπερβολικά ευρύ τρόπο την έννοια των «ταχυδρομικών υπηρεσιών» του άρθρου 2, σημείο 1, της οδηγίας 97/67, καταλέγοντας μεταξύ των εν λόγω υπηρεσιών τις δραστηριότητες τις οποίες αυτές ασκούν. Επιπλέον, οι προσφεύγουσες των κύριων δικών τόνισαν ότι οι ως άνω πράξεις τούς επιβάλλουν δυσανάλογες υποχρεώσεις σε σχέση με τις καθοριζόμενες με την οδηγία αυτή απαιτήσεις.

20

Όσον αφορά την ερμηνεία της έννοιας των «ταχυδρομικών υπηρεσιών», κατά την κρίση του αιτούντος δικαστηρίου δεν πρέπει να περιλαμβάνονται στην έννοια αυτή οι δραστηριότητες οδικών μεταφορών, μεταφορών εμπορευμάτων και ταχυμεταφορών. Συγκεκριμένα, μόνον τα ταχυδρομικά δέματα τα οποία διαχειρίζονται οι φορείς παροχής ταχυδρομικής υπηρεσίας σύμφωνα με τα προβλεπόμενα για την ταχυδρομική αυτή υπηρεσία μπορούν να χαρακτηρίζονται «ταχυδρομικά αντικείμενα», κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 6, της οδηγίας 97/67. Επομένως, το αιτούν δικαστήριο αμφιβάλλει για το συμβατό των επίμαχων πράξεων των υποθέσεων των κύριων δικών προς την οδηγία αυτή καθόσον οι εν λόγω πράξεις, αφενός, αποκλείουν από το πεδίο εφαρμογής της ως άνω οδηγίας μόνον τις δραστηριότητες που έχουν ως αντικείμενο απλώς την υλική μεταφορά εμπορευμάτων και, αφετέρου, συγκαταλέγουν στην υπηρεσία και τις «ταχυδρομικές υπηρεσίες προστιθέμενης αξίας», όπως είναι οι υπηρεσίες ταχυμεταφορών.

21

Όσον αφορά την προβαλλόμενη παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί, πρώτον, ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, του νομοθετικού διατάγματος 261/99 επιβάλλει, αδιακρίτως και άνευ ετέρου, στους φορείς παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών οι οποίες δεν εμπίπτουν στο πεδίο της καθολικής υπηρεσίας να λαμβάνουν γενική άδεια. Δυνάμει όμως του άρθρου 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 97/67, τα κράτη μέλη μπορούν να καθιερώσουν γενικές άδειες μόνον «εφόσον απαιτείται για να εξασφαλισθεί η συμμόρφωση με τις ουσιώδεις απαιτήσεις».

22

Δεύτερον, οι επίμαχες πράξεις των υποθέσεων των κύριων δικών, ιδίως τα άρθρα 10 και 11 του κανονισμού περί αδειών, επιβάλλουν προϋποθέσεις για τη χορήγηση γενικής άδειας οι οποίες δεν προβλέπονται με την οδηγία 97/67. Εν πάση περιπτώσει, οι προϋποθέσεις αυτές είναι δυσανάλογες σε σχέση με τις δραστηριότητες τις οποίες πράγματι ασκούν οι προσφεύγουσες των κύριων δικών. Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο τονίζει ότι καμία ρύθμιση δεν απαιτείται προς διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας των αγορών εντός των οποίων δρουν οι προσφεύγουσες των κύριων δικών. Πράγματι, οι αγορές αυτές, αντιθέτως προς την αγορά παροχής των υπηρεσιών που εμπίπτουν στο πεδίο της καθολικής υπηρεσίας, μπορούν να αυτορυθμίζονται αποτελεσματικώς.

23

Τρίτον, το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες όσον αφορά την κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1bis, του νομοθετικού διατάγματος 261/99 υποχρέωση των κατόχων γενικής άδειας να συνεισφέρουν στο κόστος της καθολικής υπηρεσίας. Συγκεκριμένα, ενώ από το άρθρο 7, παράγραφος 4, και το άρθρο 9, παράγραφος 2, της οδηγίας 97/67 προκύπτει ότι η υποχρέωση αυτή μπορεί να επιβάλλεται μόνον στους φορείς παροχής υπηρεσιών οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο της καθολικής υπηρεσίας, τα άρθρα 6 και 10 του νομοθετικού διατάγματος 261/99 επιβάλλουν την εν λόγω συνεισφορά και στους κατόχους της άδειας την οποία αφορά το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής.

24

Εν πάση περιπτώσει, κατά το δικαστήριο αυτό, από το άρθρο 9, παράγραφος 2, της οδηγίας 97/67 προκύπτει ότι υποχρέωση οικονομικής συνεισφοράς στο κόστος της καθολικής υπηρεσίας δεν μπορεί να επιβληθεί χωρίς να έχει προηγουμένως αξιολογηθεί η σκοπιμότητα επιβολής της υποχρεώσεως αυτής. Οι επίμαχες στις υποθέσεις των κύριων δικών πράξεις δεν προβλέπουν όμως καμία προηγούμενη αξιολόγηση επ’ αυτού, ως εκ τούτου παραβιάζουν, και από την άποψη αυτή, την αρχή της αναλογικότητας.

25

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunale amministrativo regionale per il Lazio (διοικητικό περιφερειακό πρωτοδικείο Lazio, Ιταλία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία έχουν πανομοιότυπη διατύπωση στις υποθέσεις C-259/16 και C-260/16:

«1)

Μήπως το δίκαιο της [Ένωσης], και ειδικότερα [το άρθρο 2], σημεία 1, 1α και 6, της οδηγίας [97/67], αντιτίθεται στην εφαρμογή κανόνων εθνικού δικαίου, όπως το άρθρο [1, παράγραφος 2], στοιχεία a και f, του νομοθετικού διατάγματος [261/99], το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχεία g και r (συνδυασμένες διατάξεις) και στοιχείο i, του [κανονισμού περί αδειών], και η ρύθμιση των διαδικασιών εκδόσεως των αδειών παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών στο κοινό, η οποία περιέχεται στην απόφαση [της 29ης Ιουλίου 2015], στο μέτρο που σκοπό έχουν να περιλάβουν στο πεδίο της ταχυδρομικής υπηρεσίας και τις υπηρεσίες οδικών μεταφορών, μεταφορών εμπορευμάτων και ταχυμεταφορών;

2)

Μήπως το δίκαιο της [Ένωσης], και ειδικότερα το άρθρο 9, παράγραφος 1, και το άρθρο [2], σημείο 19, της οδηγίας [97/67], καθώς και οι αρχές της αναλογικότητας και του εύλογου χαρακτήρα, αντιτίθεται στην εφαρμογή κανόνων εθνικού δικαίου, όπως το άρθρο 6, παράγραφος 1, του νομοθετικού διατάγματος [261/99], το άρθρο 8 του [κανονισμού περί αδειών], και η ρύθμιση των διαδικασιών εκδόσεως των αδειών παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών στο κοινό, η οποία περιέχεται στην απόφαση [της 29ης Ιουλίου 2015], στο μέτρο που επιβάλλουν στους παρόχους υπηρεσιών οδικών μεταφορών, μεταφορών εμπορευμάτων και ταχυμεταφορών την υποχρέωση να έχουν γενική άδεια και σε περιπτώσεις πέραν εκείνων στις οποίες σκοπείται η διασφάλιση των βασικών απαιτήσεων σχετικά με την παροχή ταχυδρομικών υπηρεσιών;

3)

Μήπως το δίκαιο της [Ένωσης], και ειδικότερα το άρθρο 7, παράγραφος 4, και το άρθρο 9, παράγραφος 2, της οδηγίας [97/67], αντιτίθεται στην εφαρμογή κανόνων εθνικού δικαίου, όπως τα άρθρα 6, παράγραφος 1bis, και 10, παράγραφος 2, του νομοθετικού διατάγματος [261/99], τα άρθρα 11, παράγραφος 1, στοιχείο f, και 15, παράγραφος 2, του [κανονισμού περί αδειών], καθώς και το άρθρο 9 της ρυθμίσεως των διαδικασιών εκδόσεως των αδειών παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών στο κοινό, η οποία περιέχεται στην απόφαση [της 29ης Ιουλίου 2015], στο μέτρο που επιβάλλουν στους παρόχους υπηρεσιών οδικών μεταφορών, μεταφορών εμπορευμάτων και ταχυμεταφορών την υποχρέωση να συνεισφέρουν στο ταμείο αποζημιώσεως για την καθολική υπηρεσία;

4)

Μήπως το δίκαιο της [Ένωσης], και ειδικότερα το άρθρο 9, παράγραφος 2, της οδηγίας [97/67], αντιτίθεται στην εφαρμογή κανόνων εθνικού δικαίου, όπως τα άρθρα 6 και 10 του νομοθετικού διατάγματος [261/99], τα άρθρα 11, παράγραφος 1, στοιχείο f, και 15, παράγραφος 2, του [κανονισμού περί αδειών], καθώς και το άρθρο 9 της ρυθμίσεως των διαδικασιών εκδόσεως των αδειών παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών στο κοινό, η οποία περιέχεται στην απόφαση [της 29ης Ιουλίου 2015], στο μέτρο που δεν περιέχουν καμία αξιολόγηση των περιπτώσεων στις οποίες η συνεισφορά στο ταμείο αποζημιώσεως για το κόστος της καθολικής υπηρεσίας μπορεί να θεωρηθεί σκόπιμη, και δεν προβλέπουν διαφορετικούς τρόπους εφαρμογής αναλόγως της υποκειμενικής καταστάσεως των υποχρέων προς συνεισφορά και της καταστάσεως των αγορών;»

26

Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 21ης Ιουνίου 2016, οι υποθέσεις C-259/16 και C-260/16 ενώθηκαν προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου ερωτήματος

27

Με το πρώτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 2, σημεία 1, 1α και 6, της οδηγίας 97/67 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών, κατά την οποία οι επιχειρήσεις οδικών μεταφορών, μεταφορών εμπορευμάτων ή ταχυμεταφορών οι οποίες παρέχουν υπηρεσίες περισυλλογής, διαλογής, μεταφοράς και διανομής των ταχυδρομικών αντικειμένων συνιστούν, εκτός από την περίπτωση κατά την οποία η δραστηριότητά τους περιορίζεται στη μεταφορά ταχυδρομικών αντικειμένων, φορείς παροχής ταχυδρομικής υπηρεσίας κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 1α, της οδηγίας αυτής.

28

Εν προκειμένω, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 38 των προτάσεών του, οι αμφιβολίες του αιτούντος δικαστηρίου αφορούν τον ενδεχόμενο χαρακτηρισμό ως φορέων παροχής ταχυδρομικής υπηρεσίας, κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 1α, της οδηγίας 97/67, δύο κατηγοριών επιχειρήσεων, ήτοι, αφενός, των επιχειρήσεων που παρέχουν υπηρεσίες οδικών μεταφορών και μεταφορών εμπορευμάτων και, αφετέρου, των επιχειρήσεων ταχυμεταφορών.

29

Όσον αφορά τις υπηρεσίες οδικών μεταφορών και μεταφορών εμπορευμάτων, οι προσφεύγουσες των κύριων δικών ισχυρίζονται ότι επιχείρηση η οποία παρέχει, ως κύρια δραστηριότητα, υπηρεσία μεταφοράς ταχυδρομικών αντικειμένων και μόνον ως παρεπόμενη δραστηριότητα μία από τις λοιπές υπηρεσίες του άρθρου 2, σημείο 1, της οδηγίας 97/67 δεν μπορεί να χαρακτηριστεί «φορέας παροχής ταχυδρομικής υπηρεσίας».

30

Συναφώς, υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι κατά το άρθρο 2, σημείο 1, της οδηγίας 97/67 η έννοια των «ταχυδρομικών υπηρεσιών» αφορά τις υπηρεσίες οι οποίες συνίστανται στην περισυλλογή, τη διαλογή, τη μεταφορά και τη διανομή των ταχυδρομικών αντικειμένων.

31

Δεύτερον, κατά την αιτιολογική σκέψη 17 της οδηγίας 2008/6, οι υπηρεσίες που περιορίζονται στη μεταφορά δεν πρέπει να θεωρούνται ταχυδρομικές υπηρεσίες. Εξάλλου, η οδηγία αυτή προσέθεσε στο άρθρο 2 της οδηγίας 97/67 το σημείο 1α, κατά το οποίο «φορέας παροχής ταχυδρομικής υπηρεσίας» είναι επιχείρηση η οποία παρέχει μία ή περισσότερες «ταχυδρομικές υπηρεσίες».

32

Πάντως, η οδηγία 2008/6 δεν επέφερε καμία τροποποίηση στο αρχικό κείμενο της οδηγίας 97/67 όσον αφορά τυχόν διάκριση που θα πρέπει να γίνεται μεταξύ της κύριας και της παρεπόμενης δραστηριότητας παροχής των ταχυδρομικών υπηρεσιών τις οποίες αφορά το άρθρο 2, σημείο 1, της οδηγίας 97/67.

33

Τρίτον, μια δραστηριότητα μπορεί να θεωρηθεί σχετική με ταχυδρομική υπηρεσία μόνον υπό την προϋπόθεση ότι αφορά «ταχυδρομικό αντικείμενο», κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 6, της οδηγίας 97/67. Συναφώς, η διάταξη αυτή ορίζει το ταχυδρομικό αντικείμενο ως αντικείμενο με συγκεκριμένο παραλήπτη, αποστελλόμενο υπό την τελική του μορφή υπό την οποία το αναλαμβάνει ο φορέας παροχής της ταχυδρομικής υπηρεσίας, και διευκρινίζει ότι το αντικείμενο αυτό μπορεί να περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, αλληλογραφία, βιβλία, καταλόγους, εφημερίδες, περιοδικά και ταχυδρομικά δέματα που περιέχουν εμπορεύματα με ή χωρίς εμπορική αξία.

34

Υπό τις συνθήκες αυτές, επιχείρηση πρέπει να χαρακτηρίζεται ως «φορέας παροχής ταχυδρομικής υπηρεσίας», κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 1α, της οδηγίας 97/67, όταν παρέχει τουλάχιστον μία από τις υπηρεσίες που απαριθμούνται στο άρθρο 2, σημείο 1, της οδηγίας αυτής και η υπηρεσία ή οι υπηρεσίες που παρέχονται κατ’ αυτόν τον τρόπο αφορούν ένα ταχυδρομικό αντικείμενο, ενώ η δραστηριότητά της δεν πρέπει να περιορίζεται σε απλή υπηρεσία μεταφοράς. Επομένως, οι επιχειρήσεις οδικών μεταφορών ή μεταφορών εμπορευμάτων οι οποίες παρέχουν, ως κύρια δραστηριότητα, υπηρεσία μεταφοράς ταχυδρομικών αντικειμένων και, ως παρεπόμενη δραστηριότητα, υπηρεσίες περισυλλογής, διαλογής ή διανομής των εν λόγω αντικειμένων δεν μπορούν να αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας.

35

Εξάλλου, όπως παρατήρησε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 43 των προτάσεών του, αν γίνει δεκτό ότι οι επιχειρήσεις οδικών μεταφορών ή μεταφορών εμπορευμάτων αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 97/67, για τον λόγο και μόνον ότι ασκούν απλώς ως παρεπόμενες τις δραστηριότητες περισυλλογής, διαλογής ή διανομής των ταχυδρομικών αντικειμένων, θα δημιουργηθούν πλείστες δυσχέρειες ερμηνείας της οδηγίας αυτής. Πράγματι, για να καθορισθεί το εφαρμοστέο νομικό καθεστώς, θα είναι αναγκαίο να αξιολογείται κατά περίπτωση η εκάστοτε αναλογία των υπηρεσιών που παρέχονται ως παρεπόμενη δραστηριότητα σε σχέση με την κύρια υπηρεσία μεταφοράς.

36

Όσον αφορά τις υπηρεσίες ταχυμεταφορών, οι προσφεύγουσες των κύριων δικών ισχυρίζονται ότι οι υπηρεσίες αυτές δεν πρέπει να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 97/67 λόγω της προστιθέμενης αξίας τους.

37

Συναφώς, υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι η οδηγία 97/67 δεν καθορίζει τι πρέπει να νοείται ως «υπηρεσία ταχυμεταφορών» και απλώς προβλέπει, στην αιτιολογική της σκέψη 18, ότι «η ουσιώδης διαφορά μεταξύ του επείγοντος ταχυδρομείου και των καθολικών ταχυδρομικών υπηρεσιών έγκειται στην αξία (όποια μορφή και αν λαμβάνει) που προστίθεται από τις παρεχόμενες στους πελάτες επείγουσες υπηρεσίες και η οποία γίνεται αντιληπτή από αυτούς».

38

Δεύτερον, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι οι υπηρεσίες ταχυμεταφορών διακρίνονται από την καθολική ταχυδρομική υπηρεσία λόγω της προστιθέμενης αξίας που προσφέρουν στους πελάτες, για την οποία οι πελάτες δέχονται να καταβάλουν μεγαλύτερο ποσό. Τέτοιου είδους υπηρεσίες αντιστοιχούν σε ειδικές υπηρεσίες, δυνάμενες να διαχωριστούν από την υπηρεσία γενικού συμφέροντος, οι οποίες καλύπτουν ειδικές ανάγκες επιχειρηματιών και απαιτούν ορισμένες συμπληρωματικές παροχές τις οποίες δεν προσφέρει η παραδοσιακή ταχυδρομική υπηρεσία (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 15ης Ιουνίου 2017, Ilves Jakelu, C-368/15, EU:C:2017:462, σκέψη 24 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

39

Τρίτον, στις αποφάσεις της 13ης Οκτωβρίου 2011, DHL International (C-148/10, EU:C:2011:654, σκέψεις 30 και 52), της 16ης Νοεμβρίου 2016, DHL Express (Austria) (C-2/15, EU:C:2016:880, σκέψη 31), καθώς και της 15ης Ιουνίου 2017, Ilves Jakelu (C-368/15, EU:C:2017:462, σκέψη 29), το Δικαστήριο έκρινε ότι οι επιχειρήσεις που παρέχουν υπηρεσίες ταχυμεταφορών εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 97/67 και εφάρμοσε ως προς αυτές ορισμένες διατάξεις της εν λόγω οδηγίας. Όπως παρατήρησε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 46 των προτάσεών του, οι αποφάσεις αυτές δεν θα είχαν νόημα αν το Δικαστήριο δεν είχε δεχθεί σιωπηρώς ως δεδομένο ότι η υπηρεσία ταχυμεταφορών εμπίπτει στην έννοια των «ταχυδρομικών υπηρεσιών», κατά το άρθρο 2, σημείο 1, της οδηγίας αυτής.

40

Υπό τις συνθήκες αυτές, καίτοι είναι δυνατό να γίνει διάκριση μεταξύ της καθολικής υπηρεσίας και της υπηρεσίας ταχυμεταφορών, βάσει της υπάρξεως ή μη υπάρξεως αξίας που προστίθεται από την υπηρεσία, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι αυτό το κριτήριο διακρίσεως δεν ασκεί καμία επιρροή όσον αφορά τη φύση των υπηρεσιών που απαριθμούνται στο άρθρο 2, σημείο 1, της οδηγίας 97/67. Επομένως, το γεγονός ότι οι υπηρεσίες αυτές έχουν, ενδεχομένως, προστιθέμενη αξία δεν είναι ικανό να τους αφαιρέσει την ιδιότητα των «ταχυδρομικών υπηρεσιών», κατά την έννοια της διατάξεως αυτής.

41

Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2, σημεία 1, 1α και 6, της οδηγίας 97/67 έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών, κατά την οποία οι επιχειρήσεις οδικών μεταφορών, μεταφορών εμπορευμάτων ή ταχυμεταφορών οι οποίες παρέχουν υπηρεσίες περισυλλογής, διαλογής, μεταφοράς και διανομής ταχυδρομικών αντικειμένων συνιστούν, εκτός από την περίπτωση κατά την οποία η δραστηριότητά τους περιορίζεται σε απλή μεταφορά ταχυδρομικών αντικειμένων, φορείς παροχής ταχυδρομικής υπηρεσίας, κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 1α, της οδηγίας αυτής.

Επί του δευτέρου ερωτήματος

42

Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 2, σημείο 19, και το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 97/67 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία επιβάλλει σε κάθε επιχείρηση οδικών μεταφορών, μεταφορών εμπορευμάτων και ταχυμεταφορών την υποχρέωση να διαθέτει γενική άδεια για την παροχή ταχυδρομικών υπηρεσιών χωρίς να εξακριβώνεται εκ των προτέρων ότι η άδεια αυτή είναι απαραίτητη για να εξασφαλισθεί η συμμόρφωση με μία από τις βασικές απαιτήσεις.

43

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 97/67, για τις υπηρεσίες που δεν εμπίπτουν στο πεδίο της καθολικής υπηρεσίας, τα κράτη μέλη μπορούν να καθιερώσουν γενικές άδειες εφόσον απαιτείται για να εξασφαλισθεί η συμμόρφωση με τις ουσιώδεις απαιτήσεις.

44

Το άρθρο 2, σημείο 19, της οδηγίας αυτής, προσδιορίζει τις ως άνω απαιτήσεις ως γενικούς λόγους μη οικονομικής φύσεως οι οποίοι μπορούν να οδηγήσουν κράτος μέλος στην επιβολή όρων για την παροχή ταχυδρομικών υπηρεσιών και, στη συνέχεια, τις απαριθμεί εξαντλητικά.

45

Από τα προεκτεθέντα, όπως παρατήρησε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 58 των προτάσεών του, προκύπτει ότι το κράτος μέλος που αποφασίζει να εξαρτήσει την πρόσβαση στην αγορά των ταχυδρομικών υπηρεσιών από τη χορήγηση γενικής άδειας, υποχρεούται να αιτιολογήσει την απόφασή του με βάση μία ή περισσότερες βασικές απαιτήσεις.

46

Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι το άρθρο 6 του νομοθετικού διατάγματος 261/99 επιβάλλει αδιακρίτως και άνευ ετέρου στις επιχειρήσεις που παρέχουν ταχυδρομικές υπηρεσίες μη εμπίπτουσες στο πεδίο της καθολικής υπηρεσίας την υποχρέωση να διαθέτουν γενική άδεια χωρίς να εξακριβώνεται προηγουμένως αν η άδεια αυτή είναι απαραίτητη για να εξασφαλισθεί η συμμόρφωση με μία τουλάχιστον από τις βασικές απαιτήσεις. Το δικαστήριο αυτό προσθέτει ότι είναι δυσανάλογες οι υποχρεώσεις που επιβάλλονται στις εν λόγω επιχειρήσεις προκειμένου να τους χορηγηθεί τέτοια γενική άδεια.

47

Υπό τις συνθήκες αυτές, για να δοθεί απάντηση στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, πρέπει να εξακριβωθεί, πρώτον, αν ρύθμιση όπως η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών μπορεί να δικαιολογείται από μία από τις βασικές απαιτήσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 2, σημείο 19, της οδηγίας 97/67 και, δεύτερον, αν η ρύθμιση αυτή είναι κατάλληλη προς επίτευξη του επιδιωκόμενου με αυτήν σκοπού και, σε καταφατική περίπτωση, αν ο σκοπός αυτός μπορεί να επιτευχθεί με μικρότερης κλίμακας απαγορεύσεις.

48

Συναφώς, όσον αφορά το ζήτημα κατά πόσον ρύθμιση, όπως η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών, μπορεί να δικαιολογείται από μία από τις βασικές απαιτήσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 2, σημείο 19, της οδηγίας 97/67, από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι η ρύθμιση αυτή δικαιολογεί τη θέσπιση καθεστώτος γενικής άδειας για τις επιχειρήσεις που μπορούν να χαρακτηρισθούν «φορείς παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών» με βάση δύο από τις βασικές αυτές απαιτήσεις, ήτοι την τήρηση των όρων απασχολήσεως και των καθεστώτων κοινωνικής ασφαλίσεως καθώς και την εμπιστευτικότητα της αλληλογραφίας.

49

Όσον αφορά την αναλογικότητα της επίμαχης στις υποθέσεις των κύριων δικών ρύθμιση, υπενθυμίζεται ότι εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, στο πλαίσιο σφαιρικής εκτιμήσεως όλων των κρίσιμων νομικών και πραγματικών στοιχείων, αν η ρύθμιση αυτή είναι κατάλληλη προκειμένου να διασφαλίσει την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών χωρίς να βαίνει πέραν του αναγκαίου ορίου για την επίτευξή τους. Είναι πάντως έργο του Δικαστηρίου να του παράσχει προς τούτο όλα τα ερμηνευτικά στοιχεία του δικαίου της Ένωσης που θα του επιτρέψουν να αποφανθεί (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Global Starnet, C-322/16, EU:C:2017:985, σκέψεις 51 και 52).

50

Πρώτον, όσον αφορά την καταλληλότητα της εν λόγω ρυθμίσεως να εξασφαλίσει την υλοποίηση του επιδιωκόμενου με αυτήν σκοπού, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, εθνική νομοθεσία είναι κατάλληλη προκειμένου να διασφαλίσει την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού μόνον αν σκοπεί πράγματι στην επίτευξή του με συνέπεια και συστηματικότητα (απόφαση της 10ης Μαρτίου 2009, Hartlauer, C-169/07, EU:C:2009:141, σκέψη 55).

51

Ως προς την πρώτη βασική απαίτηση, υπομνησθείσα στη σκέψη 48 της παρούσας αποφάσεως, ήτοι την τήρηση των όρων απασχολήσεως και των καθεστώτων κοινωνικής ασφαλίσεως, το άρθρο 10, παράγραφος 4, στοιχείο c, του κανονισμού περί αδειών προβλέπει ότι η χορήγηση της γενικής άδειας στον φορέα παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών εξαρτάται από την εκ μέρους του τήρηση, κατά την υποβολή της αιτήσεώς του, των απαιτήσεων σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως των μισθωτών εργαζομένων του.

52

Συναφώς, τόσο από τα άρθρα 6, παράγραφος 3, και 18 bis του νομοθετικού διατάγματος 261/99 όσο και από το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο b, του κανονισμού περί αδειών προκύπτει ότι ο δικαιούχος γενικής άδειας υποχρεούται να τηρεί τις διατάξεις περί των όρων απασχολήσεως που προβλέπουν η εθνική νομοθεσία και οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας που ισχύουν στον ταχυδρομικό τομέα. Για τον σκοπό αυτό, το άρθρο 10, παράγραφος 8, του κανονισμού περί αδειών επιβάλλει στους αιτούντες γενική άδεια να παρέχουν, κατά την υποβολή της αιτήσεως, πληροφορίες σχετικά με τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας που ισχύουν για τους μισθωτούς εργαζομένους τους καθώς και άλλες πληροφορίες σχετικές με τους εν λόγω εργαζομένους.

53

Εξάλλου, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 59 των προτάσεών του, στην απόφαση 129/15, η AGCOM εξέθεσε τα στοιχεία που εξηγούν τίνι τρόπω οι προβλεπόμενες στην επίμαχη ρύθμιση υποχρεώσεις διασφαλίζουν την τήρηση των όρων απασχολήσεως.

54

Όσον αφορά τη δεύτερη βασική απαίτηση, υπομνησθείσα στη σκέψη 48 της παρούσας αποφάσεως, ήτοι την εμπιστευτικότητα της αλληλογραφίας, το άρθρο 10, παράγραφος 8, του κανονισμού περί αδειών προβλέπει ότι οι επιχειρήσεις που ζητούν τη χορήγηση άδειας πρέπει να διαβιβάζουν στις αρμόδιες αρχές, κατά την υποβολή της αιτήσεως, περιγραφή των μέτρων που έχουν ληφθεί προς διασφάλιση της τηρήσεως των υποχρεώσεων εμπιστευτικότητας της αλληλογραφίας.

55

Υπό τις συνθήκες αυτές, η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών ρύθμιση είναι κατάλληλη προκειμένου να εξασφαλίσει την τήρηση ορισμένων βασικών απαιτήσεων που απαριθμούνται στο άρθρο 2, σημείο 19, της οδηγίας 97/67.

56

Δεύτερον, πρέπει να εξακριβωθεί αν οι υποχρεώσεις από τις οποίες η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών ρύθμιση εξαρτά τη χορήγηση γενικής άδειας που απαιτείται για την παροχή ταχυδρομικών υπηρεσιών βαίνουν πέραν του αναγκαίου ορίου για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού.

57

Όπως όμως παρατηρεί ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 64 των προτάσεών του, το αιτούν δικαστήριο δεν εκθέτει επακριβώς ποιες είναι οι υποχρεώσεις που επιβάλλει η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών ρύθμιση οι οποίες είναι ενδεχομένως δυσανάλογες, εκτός από την προϋπόθεση που αφορά τη χρηματοδότηση της καθολικής υπηρεσίας, η οποία αποτελεί το αντικείμενο του τρίτου και του τέταρτου προδικαστικού ερωτήματος.

58

Ομοίως, η απόφαση περί παραπομπής απλώς επισημαίνει ότι οι υποχρεώσεις αυτές είναι δεσμευτικές όσον αφορά τόσο τη χορήγηση της γενικής άδειας όσο και την άσκηση των δραστηριοτήτων αυτών.

59

Τέλος, από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι η γενική άδεια λογίζεται χορηγηθείσα 45 ημέρες μετά την παραλαβή, από τις αρμόδιες αρχές, της αιτήσεως της οικείας επιχειρήσεως.

60

Λαμβανομένων υπόψη όλων αυτών των στοιχείων, ιδίως της διαδικασίας χορηγήσεως της γενικής άδειας, διαπιστώνεται ότι, όπως έκρινε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 65 και 66 των προτάσεών του, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι υποχρεώσεις που επιβάλλονται με την επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών ρύθμιση βαίνουν πέραν των αναγκαίων ορίων για να εξασφαλισθεί η συμμόρφωση με τις βασικές απαιτήσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 2, σημείο 19, της οδηγίας 97/67.

61

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των στοιχείων αυτών, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2, σημείο 19, και το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 97/67 έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών, η οποία επιβάλλει σε κάθε επιχείρηση οδικών μεταφορών, μεταφορών εμπορευμάτων και ταχυμεταφορών την υποχρέωση να διαθέτουν γενική άδεια για την παροχή ταχυδρομικών υπηρεσιών, αφ’ ης στιγμής η ρύθμιση αυτή δικαιολογείται από μία από τις βασικές απαιτήσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 2, σημείο 19 της οδηγίας αυτής και τηρεί την αρχή της αναλογικότητας, υπό την έννοια ότι είναι κατάλληλη προς επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και δεν υπερβαίνει το προς τούτο αναγκαίο μέτρο, όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

Επί του τρίτου και του τετάρτου ερωτήματος

Επί του παραδεκτού

62

Με τις γραπτές της παρατηρήσεις, η Επιτροπή εκφράζει αμφιβολίες ως προς το παραδεκτό του τρίτου και του τέταρτου ερωτήματος. Εξηγεί ότι, καίτοι η υποχρέωση συνεισφοράς στο ταμείο αποζημιώσεως για τις υποχρεώσεις καθολικής υπηρεσίας προβλέπεται όντως στο άρθρο 10, παράγραφος 2, του νομοθετικού διατάγματος 261/99 και στο άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο f, του κανονισμού περί αδειών, καμία απόφαση της AGCOM δεν έχει ακόμη επιβάλει την υποχρέωση αυτή στις προσφεύγουσες των κύριων δικών. Επομένως, τα ερωτήματα αυτά είναι υποθετικής φύσεως.

63

Συναφώς, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν έχει ως σκοπό τη διατύπωση συμβουλευτικών γνωμών επί γενικών ή υποθετικών ζητημάτων, αλλά την κάλυψη της αδήριτης ανάγκης προς αποτελεσματική επίλυση μιας ένδικης διαφοράς η οποία αφορά το δίκαιο της Ένωσης (απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2017, Balgarska energiyna borsa, C‑347/16, EU:C:2017:816, σκέψη 31).

64

Διαπιστώνεται ότι, δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 97/67, τα κράτη μέλη μπορούν να ιδρύσουν ταμείο αποζημιώσεως το οποίο μπορεί να χρηματοδοτείται με τέλη που καταβάλλουν ιδίως οι φορείς παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών. Εξάλλου, τα κράτη μέλη μπορούν να εξαρτούν τη χορήγηση των αδειών στους φορείς παροχής των υπηρεσιών τις οποίες προβλέπει το άρθρο 9, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής από την υποχρέωση οικονομικής συνεισφοράς στο ταμείο αυτό.

65

Εν προκειμένω, αφενός, κατά το άρθρο 10, παράγραφος 2, του νομοθετικού διατάγματος 261/99, υποχρεούνται να συνεισφέρουν στο ταμείο αποζημιώσεως για τις υποχρεώσεις καθολικής υπηρεσίας, μεταξύ άλλων, οι κάτοχοι γενικών αδειών, μέχρι το 10 % των ακαθαρίστων εσόδων τα οποία αφορούν υπηρεσίες που υποκαθιστούν τις υπηρεσίες που εμπίπτουν στο πεδίο της καθολικής υπηρεσίας και τα οποία απορρέουν από την εγκεκριμένη δραστηριότητα. Αφετέρου, κατά το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο f, του κανονισμού περί αδειών, ο δικαιούχος γενικής άδειας πρέπει να συνεισφέρει στη χρηματοδότηση του κόστους της παροχής καθολικής υπηρεσίας όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στην αιτιολογική σκέψη 27 της οδηγίας 2008/6 και στο άρθρο 10, παράγραφος 2, του νομοθετικού διατάγματος 261/99.

66

Από τις παρατηρήσεις των μετεχόντων της διαδικασίας κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση προκύπτει όμως ότι η AGCOM δεν έχει ακόμη εκδώσει την απόφαση περί ιδρύσεως του ταμείου αποζημιώσεως για τις υποχρεώσεις καθολικής υπηρεσίας. Επομένως, υπό την επιφύλαξη εξακριβώσεως από το αιτούν δικαστήριο, η εθνική αυτή αρχή δεν φαίνεται να έχει καθορίσει τις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι φορείς παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών οι οποίες δεν εμπίπτουν στο πεδίο της καθολικής υπηρεσίας καλούνται να συνεισφέρουν στο εν λόγω ταμείο ούτε τον συγκεκριμένο τρόπο της συνεισφοράς αυτής.

67

Υπό τις συνθήκες αυτές, όσον αφορά το τρίτο ερώτημα, διαπιστώνεται ότι, όπως προκύπτει από τα εκτεθέντα στη σκέψη 65 της παρούσας αποφάσεως, το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 97/67, καθόσον επιτρέπει στα κράτη μέλη να επιβάλλουν υποχρέωση συνεισφοράς στο ταμείο αποζημιώσεως, έχει μεταφερθεί στην ιταλική έννομη τάξη. Επομένως, το εν λόγω ερώτημα, το οποίο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι υποθετικής φύσεως, είναι παραδεκτό.

68

Αντιθέτως, δεδομένου ότι το τέταρτο ερώτημα αφορά, κατ’ ουσίαν, τον συγκεκριμένο τρόπο εκπληρώσεως της υποχρεώσεως των κατόχων γενικής άδειας να συνεισφέρουν στο ταμείο αποζημιώσεως για τις υποχρεώσεις καθολικής υπηρεσίας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, λαμβανομένων υπόψη των σκέψεων που εκτέθηκαν στη σκέψη 66 της παρούσας αποφάσεως, η απάντηση στο ερώτημα αυτό ισοδυναμεί με διατύπωση γνώμης προς την AGCOM επί ζητήματος το οποίο, στο στάδιο αυτό, είναι μόνον υποθετικής φύσεως. Συνεπώς, το τέταρτο ερώτημα είναι απαράδεκτο.

Επί της ουσίας

69

Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 7, παράγραφος 4, και το άρθρο 9, παράγραφος 2, της οδηγίας 97/67 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών, η οποία επιβάλλει στους κατόχους γενικής άδειας για την παροχή ταχυδρομικών υπηρεσιών να συνεισφέρουν σε ταμείο αποζημιώσεως για τις υποχρεώσεις καθολικής υπηρεσίας.

70

Συναφώς, υπενθυμίζεται, κατ’ αρχάς, ότι το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 97/67 επιτρέπει στα κράτη μέλη να προβλέψουν γενικές άδειες για τις επιχειρήσεις του ταχυδρομικού τομέα όσον αφορά τις υπηρεσίες που δεν εμπίπτουν στο πεδίο της καθολικής υπηρεσίας, ενώ το άρθρο 9, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας αυτής προβλέπει τη δυνατότητα των κρατών μελών να καθιερώσουν διαδικασίες χορηγήσεως αδειών όσον αφορά τις υπηρεσίες που εμπίπτουν στο πεδίο της καθολικής υπηρεσίας [απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2016, DHL Express (Austria), C-2/15, EU:C:2016:880, σκέψη 20].

71

Στη συνέχεια, το άρθρο 9, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας απαριθμεί τις υποχρεώσεις από τις οποίες μπορεί να εξαρτάται η χορήγηση αδειών, χωρίς να μπορεί να συναχθεί από τη διατύπωσή του η κατηγορία αδειών την οποία αφορά το εν λόγω εδάφιο –αν δηλαδή πρόκειται για τις άδειες που αφορούν το σύνολο των ταχυδρομικών υπηρεσιών ή τις άδειες που αφορούν μόνον τις υπηρεσίες που εμπίπτουν στο πεδίο της καθολικής υπηρεσίας [βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2016, DHL Express (Austria), C‑2/15, EU:C:2016:880, σκέψη 21].

72

Τέλος, όπως προβλέπει η αιτιολογική σκέψη 27 της οδηγίας 2008/6, για να προσδιορισθεί αν είναι δυνατόν οι φορείς παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών οι οποίες δεν εμπίπτουν στο πεδίο της καθολικής υπηρεσίας να καλούνται να συνεισφέρουν στο ταμείο αποζημιώσεων, τα κράτη μέλη πρέπει να εξετάσουν αν οι υπηρεσίες τις οποίες παρέχουν οι εν λόγω φορείς μπορούν, από την πλευρά των χρηστών, να θεωρηθούν υπηρεσίες εμπίπτουσες στο πεδίο της καθολικής υπηρεσίας, καθόσον παρουσιάζουν επαρκή εναλλαξιμότητα με την καθολική υπηρεσία, λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών τους.

73

Συναφώς, διαπιστώνεται ότι, αφενός, από την ανάλυση της συνολικής δομής του άρθρου 9, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 97/67 στο σύνολό του προκύπτει ότι ο εκεί χρησιμοποιούμενος όρος «άδειες» καλύπτει τόσο τις άδειες της παραγράφου 2, πρώτο εδάφιο, του άρθρου αυτού όσο και τις άδειες της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου (απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2016, DHL Express (Austria), C-2/15, EU:C:2016:880, σκέψη 28).

74

Αφετέρου, πέραν του ότι η σχετική με την επαρκή εναλλαξιμότητα προϋπόθεση που προβλέπεται στην αιτιολογική σκέψη 27 της οδηγίας 2008/6 επαναλήφθηκε στο άρθρο 10, παράγραφος 2, του νομοθετικού διατάγματος 261/99, το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο f, του κανονισμού περί αδειών επιβάλλει ρητώς στον δικαιούχο γενικής άδειας να «συνεισφέρει στη χρηματοδότηση του κόστους της παροχής καθολικής υπηρεσίας όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στην αιτιολογική σκέψη 27 της οδηγίας [2008/6] και στο άρθρο 10, παράγραφος 2, του [νομοθετικού διατάγματος 261/99]», οπότε η δυνατότητα επιβολής στον εν λόγω δικαιούχο της υποχρεώσεως συνεισφοράς στο ταμείο αποζημιώσεως για τις υποχρεώσεις καθολικής υπηρεσίας εξαρτάται από την ως άνω προϋπόθεση περί της επαρκούς εναλλαξιμότητας.

75

Λαμβανομένων υπόψη όλων αυτών των στοιχείων, στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 7, παράγραφος 4, και το άρθρο 9, παράγραφος 2, της οδηγίας 97/67 έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών, η οποία επιβάλλει στους κατόχους γενικής άδειας για την παροχή ταχυδρομικών υπηρεσιών να συνεισφέρουν σε ταμείο αποζημιώσεως για τις υποχρεώσεις καθολικής υπηρεσίας, όταν οι υπηρεσίες αυτές μπορούν, από την πλευρά των χρηστών, να θεωρηθούν υπηρεσίες εμπίπτουσες στο πεδίο της καθολικής υπηρεσίας, καθόσον παρουσιάζουν επαρκή εναλλαξιμότητα με την υπηρεσία αυτή.

Επί των δικαστικών εξόδων

76

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους των κύριων δικών τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Το άρθρο 2, σημεία 1, 1α και 6, της οδηγίας 97/67/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς κοινοτικών ταχυδρομικών υπηρεσιών και τη βελτίωση της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2008/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Φεβρουαρίου 2008, έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών, κατά την οποία οι επιχειρήσεις οδικών μεταφορών, μεταφορών εμπορευμάτων ή ταχυμεταφορών οι οποίες παρέχουν υπηρεσίες περισυλλογής, διαλογής, μεταφοράς και διανομής ταχυδρομικών αντικειμένων συνιστούν, εκτός από την περίπτωση κατά την οποία η δραστηριότητά τους περιορίζεται σε απλή μεταφορά ταχυδρομικών αντικειμένων, φορείς παροχής ταχυδρομικής υπηρεσίας, κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 1α, της οδηγίας αυτής.

 

2)

Το άρθρο 2, σημείο 19, και το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 97/67, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2008/6, έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών, η οποία επιβάλλει σε κάθε επιχείρηση οδικών μεταφορών, μεταφορών εμπορευμάτων και ταχυμεταφορών την υποχρέωση να διαθέτουν γενική άδεια για την παροχή ταχυδρομικών υπηρεσιών, αφ’ ης στιγμής η ρύθμιση αυτή δικαιολογείται από μία από τις βασικές απαιτήσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 2, σημείο 19, της οδηγίας αυτής και τηρεί την αρχή της αναλογικότητας, υπό την έννοια ότι είναι κατάλληλη προς επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και δεν υπερβαίνει το προς τούτο αναγκαίο μέτρο, όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

 

3)

Το άρθρο 7, παράγραφος 4, και το άρθρο 9, παράγραφος 2, της οδηγίας 97/67, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2008/6, έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών, η οποία επιβάλλει στους κατόχους γενικής άδειας για την παροχή ταχυδρομικών υπηρεσιών να συνεισφέρουν σε ταμείο αποζημιώσεως για τις υποχρεώσεις καθολικής υπηρεσίας, όταν οι υπηρεσίες αυτές μπορούν, από την πλευρά των χρηστών, να θεωρηθούν υπηρεσίες εμπίπτουσες στο πεδίο της καθολικής υπηρεσίας, καθόσον παρουσιάζουν επαρκή εναλλαξιμότητα με την υπηρεσία αυτή.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.

Επάνω