Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62016CJ0616

    Απόφαση του Δικαστηρίου (όγδοο τμήμα) της 24ης Ιανουαρίου 2018.
    Presidenza del Consiglio dei Ministri κ.λπ. κατά Gianni Pantuso κ.λπ.
    Αιτήσεις του Corte suprema di cassazione για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
    Προδικαστική παραπομπή – Συντονισμός των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν τις δραστηριότητες των ιατρών – Οδηγίες 75/363/ΕΟΚ και 82/76/ΕΟΚ – Εκπαίδευση για την απόκτηση ιατρικής ειδικότητας – Προσήκουσα αμοιβή – Εφαρμογή της οδηγίας 82/76/ΕΟΚ στην περίπτωση εκπαιδεύσεως που άρχισε πριν από την εκπνοή της ταχθείσας στα κράτη μέλη προθεσμίας για τη μεταφορά της στην εσωτερική έννομη τάξη και περατώθηκε κατόπιν της ημερομηνίας αυτής.
    Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-616/16 και C-617/16.

    Συλλογή της Νομολογίας — Γενική Συλλογή — Τμήμα «Πληροφορίες για τις μη δημοσιευόμενες αποφάσεις»

    Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2018:32

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

    της 24ης Ιανουαρίου 2018 ( *1 )

    «Προδικαστική παραπομπή – Συντονισμός των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν τις δραστηριότητες των ιατρών – Οδηγίες 75/363/ΕΟΚ και 82/76/ΕΟΚ – Εκπαίδευση για την απόκτηση ιατρικής ειδικότητας – Προσήκουσα αμοιβή – Εφαρμογή της οδηγίας 82/76/ΕΟΚ στην περίπτωση εκπαιδεύσεως που άρχισε πριν από την εκπνοή της ταχθείσας στα κράτη μέλη προθεσμίας για τη μεταφορά της στην εσωτερική έννομη τάξη και περατώθηκε κατόπιν της ημερομηνίας αυτής»

    Στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C‑616/16 και C‑617/16,

    με αντικείμενο αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Corte suprema di cassazione (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Ιταλία) με αποφάσεις της 5ης Ιουλίου 2016, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 28 Νοεμβρίου 2016, στο πλαίσιο των δικών

    Presidenza del Consiglio dei Ministri,

    Università degli Studi di Palermo,

    Ministero della Salute,

    Ministero dell’Istruzione, dell’Università e della Ricerca,

    Ministero del Tesoro,

    κατά

    Gianni Pantuso,

    Angelo Tralongo,

    Maria Michela D’Alessandro,

    Nello Grassi,

    Carmela Amato (C‑616/16),

    και

    Giovanna Castellano,

    Maria Concetta Pandolfo,

    Antonio Marletta,

    Vito Mannino,

    Olga Gagliardo,

    Emilio Nardi,

    Maria Catania,

    Massimo Gallucci,

    Giovanna Pischedda,

    Giambattista Gagliardo (C‑617/16),

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

    συγκείμενο από τους J. Malenovský, πρόεδρο τμήματος, M. Safjan (εισηγητή) και Μ. Βηλαρά, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: Y. Bot,

    γραμματέας: A. Calot Escobar,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

    οι G. Castellano κ.λπ., εκπροσωπούμενοι από τους F. Mazzarella και G. Mazzarella, avvocati,

    η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον G. Pignatone και την B. Tidore, avvocati dello Stato,

    η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους H. Støvlbæk και L. Malferrari,

    κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία της οδηγίας 75/363/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 16ης Ιουνίου 1975, περί του συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν τις δραστηριότητες των ιατρών (ΕΕ ειδ. έκδ. 06/001, σ. 209), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 82/76/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 26ης Ιανουαρίου 1982 (ΕΕ 1982, L 43, σ. 21) (στο εξής: τροποποιηθείσα οδηγία 75/363).

    2

    Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν στο πλαίσιο ένδικων διαφορών μεταξύ της Presidenza del Consiglio dei Ministri (Προεδρίας του Υπουργικού Συμβουλίου, Ιταλία), του Università degli Studi di Palermo (Πανεπιστημίου Παλέρμου, Ιταλία), του Ministero della Salute (Υπουργείου Υγείας, Ιταλία), του Ministero dell’Istruzione, dell’Università e della Ricerca (Υπουργείου Παιδείας, Τριτοβάθμιας Εκπαιδεύσεως και Έρευνας, Ιταλία) και του Ministero del Tesoro (Υπουργείου Οικονομικών, Ιταλία), αφενός, και ειδικευμένων ιατρών, αφετέρου, σχετικά, κυρίως, με την καταβολή στους δεύτερους προσήκουσας αμοιβής, κατά την έννοια του παραρτήματος της τροποποιηθείσας οδηγίας 75/363, ή, επικουρικώς, με την αποκατάσταση της ζημίας που αυτοί υπέστησαν λόγω του ότι η οδηγία 82/76 δεν μεταφέρθηκε προσηκόντως και εμπροθέσμως στην εσωτερική έννομη τάξη.

    Το νομικό πλαίσιο

    Το δίκαιο της Ένωσης

    Η οδηγία 75/363

    3

    Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 75/363 προέβλεπε τα εξής:

    «Τα [κ]ράτη μέλη μεριμνούν, ώστε η εκπαίδευση που οδηγεί στην απόκτηση διπλώματος, πιστοποιητικού ή άλλου τίτλου ιατρικής ειδικότητος να ανταποκρίνεται τουλάχιστον στους ακόλουθους όρους:

    α)

    προϋποθέτει την επιτυχή περάτωση εξαετών σπουδών στο πλαίσιο του προβλεπομένου στο άρθρο 1 κύκλου σπουδών·

    β)

    περιλαμβάνει θεωρητική και πρακτική διδασκαλία·

    γ)

    πραγματοποιείται κατά πλήρη απασχόληση και υπό την εποπτεία των αρμοδίων αρχών ή οργανισμών·

    δ)

    πραγματοποιείται σε πανεπιστημιακό κέντρο, σε πανεπιστημιακή κλινική ή, κατά περίπτωση, σε νοσηλευτικό ίδρυμα εγκεκριμένο για τον σκοπό αυτόν από τις αρμόδιες αρχές ή οργανισμούς·

    ε)

    συνεπάγεται προσωπική συμμετοχή του υποψηφίου ειδικού ιατρού στη δραστηριότητα και στις ευθύνες των σχετικών υπηρεσιών.»

    4

    Το άρθρο 3 της οδηγίας αυτής όριζε τα ακόλουθα:

    «1.   Υπό την επιφύλαξη της αρχής της κατά πλήρη απασχόληση εκπαιδεύσεως, η οποία διατυπώνεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, [στοιχείο] γʹ, και εν αναμονή των αποφάσεων τις οποίες πρόκειται να λάβει το Συμβούλιο, σύμφωνα με την παράγραφο 3, τα [κ]ράτη μέλη δύνανται να επιτρέψουν ειδίκευση κατά μερική απασχόληση, υπό όρους αποδεκτούς από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, εφόσον η κατά πλήρη απασχόληση εκπαίδευση δεν θα ήταν πραγματοποιήσιμη για αποχρώντες λόγους.

    2.   Η συνολική διάρκεια της ειδικεύσεως δεν δύναται να επιβραχυνθεί βάσει της παραγράφου 1. Το επίπεδο εκπαιδεύσεως δεν δύναται να διακυβευθεί ούτε λόγω του ότι η εκπαίδευση συντελείται κατά μερική απασχόληση ούτε λόγω της ασκήσεως ιδιωτικής, αμειβομένης επαγγελματικής δραστηριότητος.

    3.   Το αργότερο τέσσερα έτη από της κοινοποιήσεως της παρούσης οδηγίας και υπό το φως νέας εξετάσεως της καταστάσεως, το Συμβούλιο, προτάσει της Επιτροπής, αποφασίζει αν οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 πρέπει να διατηρηθούν ή να τροποποιηθούν, λαμβάνοντας υπόψη ότι η δυνατότης εκπαιδεύσεως κατά μερική απασχόληση θα πρέπει να εξακολουθήσει να υφίσταται υπό ορισμένες περιστάσεις που θα εξετασθούν χωριστά για κάθε μία ειδικότητα.»

    5

    Το άρθρο 7 της εν λόγω οδηγίας όριζε τα εξής:

    «Μεταβατικώς και κατά παρέκκλιση από το άρθρο 2, παράγραφος 1, [στοιχείο] γʹ, και από το άρθρο 3, τα [κ]ράτη μέλη των οποίων οι νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, κατά τον χρόνο κοινοποιήσεως της παρούσης οδηγίας, προβλέπουν τρόπο ειδικεύσεως κατά μερική απασχόληση, δύνανται να συνεχίσουν να εφαρμόζουν τις διατάξεις αυτές επί των υποψηφίων, οι οποίοι θα έχουν αρχίσει την ειδίκευσή τους το αργότερο τέσσερα έτη μετά την κοινοποίηση της παρούσης οδηγίας. Η προθεσμία αυτή δύναται να παραταθεί, αν το Συμβούλιο δεν έχει λάβει απόφαση δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 3.»

    6

    Η οδηγία 75/363 κοινοποιήθηκε στα κράτη μέλη στις 20 Ιουνίου 1976.

    Η οδηγία 82/76

    7

    Κατά το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 82/76, το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 75/363 αντικαταστάθηκε ως εξής:

    «γ)

    πραγματοποιείται κατά πλήρη απασχόληση και υπό την εποπτεία των αρμόδιων αρχών ή οργανισμών σύμφωνα με το σημείο 1 του παραρτήματος».

    8

    Κατά το άρθρο 10 της οδηγίας 82/76, το άρθρο 3 της οδηγίας 75/363 αντικαταστάθηκε ως εξής:

    «1.   Υπό την επιφύλαξη της αρχής της κατά πλήρη απασχόληση εκπαιδεύσεως, η οποία διατυπώνεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, [στοιχείο] γʹ, και εν αναμονή των αποφάσεων τις οποίες πρόκειται να λάβει το Συμβούλιο, σύμφωνα με την παράγραφο 3, τα [κ]ράτη μέλη δύνανται να επιτρέψουν ειδίκευση κατά μερική απασχόληση, υπό όρους αποδεκτούς από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, εφόσον η κατά πλήρη απασχόληση εκπαίδευση δεν θα ήταν πραγματοποιήσιμη για ατομικούς και αποχρώντες λόγους.

    2.   Η εκπαίδευση κατά μερική απασχόληση πρέπει να διεξάγεται σύμφωνα με το σημείο 2 του παραρτήματος και να είναι ποιοτικά ισότιμη με την εκπαίδευση κατά πλήρη απασχόληση. Το επίπεδο εκπαιδεύσεως δεν δύναται να διακυβευθεί ούτε λόγω του ότι η εκπαίδευση συντελείται κατά μερική απασχόληση ούτε λόγω της ασκήσεως ιδιωτικής, αμειβόμενης επαγγελματικής δραστηριότητας.

    Η συνολική διάρκεια της ειδικεύσεως δεν δύναται να μειωθεί εκ του γεγονότος ότι πραγματοποιείται κατά μερική απασχόληση.

    3.   Το αργότερο στις 25 Ιανουαρίου 1989 και υπό το φως νέας εξετάσεως της καταστάσεως, το Συμβούλιο, προτάσει της Επιτροπής, αποφασίζει αν οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 πρέπει να διατηρηθούν ή να τροποποιηθούν, λαμβάνοντας υπόψη ότι η δυνατότητα εκπαιδεύσεως κατά μερική απασχόληση θα πρέπει να εξακολουθήσει να υφίσταται υπό ορισμένες περιστάσεις που θα εξετασθούν χωριστά για καθεμία ειδικότητα.»

    9

    Κατά το άρθρο 12 της οδηγίας 82/76, το άρθρο 7 της οδηγίας 75/363 αντικαταστάθηκε ως εξής:

    «Μεταβατικώς και κατά παρέκκλιση από το άρθρο 2, παράγραφος 1, [στοιχείο] γʹ, και από το άρθρο 3, τα [κ]ράτη μέλη, των οποίων οι νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προέβλεπαν τρόπο ειδικεύσεως κατά μερική απασχόληση κατά τη στιγμή της κοινοποιήσεως [της οδηγίας 75/363], δύνανται να συνεχίσουν να εφαρμόζουν τις διατάξεις αυτές στους υποψηφίους που θα έχουν αρχίσει την ειδίκευσή τους το αργότερο στις 31 Δεκεμβρίου 1983.

    Κάθε [κ]ράτος μέλος υποδοχής εξουσιοδοτείται να απαιτεί από όσους εμπίπτουν στη διάταξη του προηγούμενου εδαφίου να επισυνάπτουν στα διπλώματα, πιστοποιητικά ή άλλους τίτλους τους βεβαίωση πιστοποιούσα ότι ασχολήθηκαν πραγματικά και νόμιμα, ως ειδικοί ιατροί, με τις σχετικές δραστηριότητες κατά τη διάρκεια τουλάχιστον τριών συνεχών ετών κατά τα πέντε τελευταία έτη πριν από τη χορήγηση της βεβαιώσεως.»

    10

    Με το άρθρο 13 της οδηγίας 82/76 προστέθηκε στην οδηγία 75/363 παράρτημα, το οποίο έφερε τον τίτλο «Χαρακτηριστικά της ειδικεύσεως κατά πλήρη απασχόληση και της ειδικεύσεως κατά μερική απασχόληση». Στο παράρτημα αυτό ορίζονταν τα ακόλουθα:

    «1.

    Ειδίκευση κατά πλήρη απασχόληση

    Πραγματοποιείται σε ατομικές θέσεις αποκτήσεως ειδικότητας αναγνωρισμένες από τις αρμόδιες αρχές.

    Προϋποθέτει τη συμμετοχή στο σύνολο των ιατρικών δραστηριοτήτων του τμήματος όπου πραγματοποιείται η εκπαίδευση, συμπεριλαμβανομένων των εφημεριών, ούτως ώστε ο ειδικευόμενος ιατρός να αφιερώνει σε αυτήν την πρακτική και θεωρητική εκπαίδευση όλη την επαγγελματική του δραστηριότητα καθ’ όλη τη διάρκεια της εβδομάδας εργασίας και κατά τη διάρκεια όλου του έτους σύμφωνα με το[ν] καθοριζόμενο από τις αρμόδιες αρχές τρόπο. Κατά συνέπεια οι θέσεις αυτές είναι δεόντως αμειβόμενες.

    Η εκπαίδευση αυτή δύναται να διακοπεί για λόγους όπως η στρατιωτική θητεία, επαγγελματικές αποστολές, κύηση, ασθένεια. Η διακοπή δεν δύναται να συντομεύσει τη συνολική διάρκεια της εκπαιδεύσεως.

    2.

    Ειδίκευση κατά μερική απασχόληση

    Ανταποκρίνεται στις ίδιες απαιτήσεις με την ειδίκευση κατά πλήρη απασχόληση, από την οποία διακρίνεται μόνο[ν] από τη δυνατότητα περιορισμού της συμμετοχής στις ιατρικές δραστηριότητες σε διάρκεια τουλάχιστον ίση με το ήμισυ αυτής που προβλέπεται στο σημείο 1, δεύτερο εδάφιο.

    Οι αρμόδιες αρχές μεριμνούν ώστε η συνολική διάρκεια και η ποιότητα της ειδικεύσεως κατά μερική απασχόληση των ειδικ[ευομένω]ν ιατρών να μην είναι κατώτερες αυτών της ειδικεύσεως κατά πλήρη απασχόληση.

    Κατά συνέπεια, οι θέσεις αυτές είναι δεόντως αμειβόμενες.»

    11

    Το άρθρο 14 της οδηγίας 82/76 προέβλεπε τα εξής:

    «Οι ειδικεύσεις κατά μερική απασχόληση που έχουν αρχίσει πριν από την 1η Ιανουαρίου 1983 κατ’ εφαρμογή του άρθρου 3 της οδηγίας 75/363/ΕΟΚ δύνανται να περατωθούν σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού.»

    12

    Κατά το άρθρο 16 της οδηγίας 82/76:

    «Τα [κ]ράτη μέλη λαμβάνουν τα μέτρα που είναι αναγκαία για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1982 το αργότερο και ενημερώνουν αμέσως περί αυτού την Επιτροπή.»

    13

    Η οδηγία 82/76 κοινοποιήθηκε στα κράτη μέλη στις 29 Ιανουαρίου 1982 και τέθηκε σε ισχύ αυθημερόν, σύμφωνα με το άρθρο 191, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ.

    14

    Η τροποποιηθείσα οδηγία 75/363 καταργήθηκε στις 15 Απριλίου 1993 από την οδηγία 93/16/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, για τη διευκόλυνση της ελεύθερης κυκλοφορίας των ιατρών και της αμοιβαίας αναγνώρισης των διπλωμάτων, πιστοποιητικών και άλλων τίτλων τους (ΕΕ 1993, L 165, σ. 1), η οποία καταργήθηκε, με τη σειρά της, από την οδηγία 2005/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Σεπτεμβρίου 2005, σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων (ΕΕ 2005, L 255, σ. 22).

    Το ιταλικό δίκαιο

    15

    Η οδηγία 82/76 μεταφέρθηκε στην ιταλική έννομη τάξη με το decreto legislativo n. 257 – Attuazione della direttiva n. 82/76/CEE del Consiglio del 26 gennaio 1982, recante modifica di precedenti direttive in tema di formazione dei medici specialisti, a norma dell’art. 6 della legge 29 dicembre 1990, n. 428 (νομοθετικό διάταγμα αριθ. 257, περί μεταφοράς στην εσωτερική έννομη τάξη της οδηγίας 82/76/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 26ης Ιανουαρίου 1982, που τροποποιεί τις προγενέστερες οδηγίες περί εκπαιδεύσεως για την απόκτηση ιατρικής ειδικότητας, βάσει του άρθρου 6 του νόμου αριθ. 428, της 29ης Δεκεμβρίου 1990, της 8ης Αυγούστου 1991 (GURI αριθ. 191, της 16ης Αυγούστου 1991, στο εξής: νομοθετικό διάταγμα αριθ. 257). Το νομοθετικό διάταγμα αυτό τέθηκε σε ισχύ δεκαπέντε ημέρες μετά την ημερομηνία δημοσιεύσεώς του, εν συνεχεία δε αντικαταστάθηκε από το decreto legislativo n. 368 – Attuazione della direttiva 93/16/CEE in materia di libera circolazione dei medici e di reciproco riconoscimento dei loro diplomi, certificati ed altri titoli e delle direttive 97/50/CE, 98/21/CE, 98/63/CE e 99/46/CE che modificano la direttiva 93/16/CEE (νομοθετικό διάταγμα αριθ. 368, περί μεταφοράς στην εσωτερική έννομη τάξη της οδηγίας 93/16/ΕΟΚ, περί ελεύθερης κυκλοφορίας των ιατρών και αμοιβαίας αναγνώρισης των διπλωμάτων, πιστοποιητικών και άλλων τίτλων τους, και των οδηγιών 97/50/ΕΚ, 98/21/ΕΚ, 98/63/ΕΚ και 99/46/ΕΚ με τις οποίες τροποποιείται η οδηγία 93/16/ΕΟΚ), της 17ης Αυγούστου 1999 (τακτικό συμπλήρωμα στην GURI αριθ. 250, της 23ης Οκτωβρίου 1999).

    16

    Το άρθρο 8.2 του νομοθετικού διατάγματος αριθ. 257 προέβλεπε ότι οι διατάξεις του θα εφαρμόζονταν από το ακαδημαϊκό έτος 1991/1992.

    Οι διαφορές της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

    17

    Οι ιατροί που κίνησαν τις κύριες δίκες είχαν παρακολουθήσει στην Ιταλία, μεταξύ των ετών 1982 και 1990, προγράμματα εκπαιδεύσεως για την απόκτηση ιατρικής ειδικότητας.

    18

    Στις 16 Φεβρουαρίου 2001 (υπόθεση C‑617/16) και στις 18 Μαρτίου 2003 (υπόθεση C‑616/16) άσκησαν ενώπιον του Tribunale di Palermo (πρωτοδικείου Παλέρμου, Ιταλία) αγωγές κατά του Πανεπιστημίου Παλέρμου, του Υπουργείου Παιδείας, Τριτοβάθμιας Εκπαιδεύσεως και Έρευνας, του Υπουργείου Υγείας, του Υπουργείου Οικονομικών και της Προεδρίας του Υπουργικού Συμβουλίου.

    19

    Οι ιατροί αυτοί ζήτησαν, κυρίως, να υποχρεωθούν το εν λόγω πανεπιστήμιο και οι ως άνω κρατικές αρχές να τους καταβάλουν προσήκουσα αμοιβή, κατά την έννοια του παραρτήματος της τροποποιηθείσας οδηγίας 75/363, για την εκπαίδευση προς απόκτηση ιατρικής ειδικότητας που είχαν ολοκληρώσει οι ενάγοντες. Επικουρικώς, ζήτησαν την αποκατάσταση της ζημίας που είχαν υποστεί λόγω της εκπρόθεσμης και μη προσήκουσας μεταφοράς της οδηγίας 82/76 στην εσωτερική έννομη τάξη.

    20

    Με αποφάσεις της 27ης Απριλίου και της 17ης Ιουνίου 2006 (υπόθεση C‑616/16), καθώς και της 30ής Απριλίου και της 28ης Μαΐου 2007 (υπόθεση C‑617/16), το Tribunale di Palermo (πρωτοδικείο Παλέρμου) απέρριψε τα αιτήματα αυτά.

    21

    Επιληφθέν εφέσεων που ασκήθηκαν κατά των αποφάσεων αυτών, το Corte d’appello di Palermo (εφετείο Παλέρμου, Ιταλία), με αποφάσεις της 18ης Ιουλίου και της 27ης Σεπτεμβρίου 2012 (υπόθεση C‑616/16), καθώς και της 10ης Οκτωβρίου 2012 (υπόθεση C‑617/16), υποχρέωσε την Προεδρία του Υπουργικού Συμβουλίου να καταβάλει σε καθέναν από τους εκκαλούντες ιατρούς ποσά ύψους 11103,82 ευρώ (υπόθεση C‑616/16) και 6713,93 ευρώ (υπόθεση C‑617/16), προσαυξημένα νομιμοτόκως.

    22

    Τόσο η Προεδρία του Υπουργικού Συμβουλίου όσο και ορισμένοι άλλοι εκ των διαδίκων των υποθέσεων των κύριων δικών άσκησαν αναίρεση κατά των εν λόγω αποφάσεων.

    23

    Το αιτούν δικαστήριο διαπιστώνει ότι οι υποθέσεις των κύριων δικών αφορούν την εκτίμηση περί του νομικού καθεστώτος που έχει εφαρμογή στην εκπαίδευση για την απόκτηση ιατρικής ειδικότητας που είχε αρχίσει πριν από την 31η Δεκεμβρίου 1982 και περατώθηκε κατόπιν της ημερομηνίας αυτής.

    24

    Εκτιμώντας ότι η επίλυση των διαφορών των υποθέσεων των κύριων δικών εξαρτάται από την ερμηνεία της τροποποιηθείσας οδηγίας 75/363, το Corte suprema di cassazione (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Ιταλία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα, των οποίων η διατύπωση είναι πανομοιότυπη στις υποθέσεις C‑616/16 και C‑617/16:

    «1)

    Έχει η [τροποποιηθείσα οδηγία 75/363] την έννοια ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της και η εκπαίδευση ειδικευομένων ιατρών, τόσο πλήρους όσο και μερικής απασχολήσεως, η οποία είχε ήδη αρχίσει και συνεχίστηκε μετά την 31η Δεκεμβρίου 1982, προθεσμία που είχε ταχθεί στα κράτη μέλη κατά το άρθρο 16 της οδηγίας [82/76], για τη θέσπιση των αναγκαίων μέτρων για τη συμμόρφωσή τους προς την οδηγία;

    Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα:

    2)

    Έχει το κείμενο που προστέθηκε ως παράρτημα στην οδηγία [75/363] με το άρθρο 13 της οδηγίας [82/76] την έννοια ότι όσον αφορά τα προγράμματα εκπαιδεύσεως για την απόκτηση ειδικότητας, τα οποία είχαν ήδη αρχίσει την 31η Δεκεμβρίου 1982, η ύπαρξη της υποχρεώσεως καταβολής προσήκουσας αμοιβής για τους ειδικευόμενους ιατρούς εξαρτάται από την εκπλήρωση της υποχρεώσεως αναδιοργανώσεως των προγραμμάτων εκπαιδεύσεως ή, άλλως, από την τήρηση των απαιτήσεων των ανωτέρω οδηγιών;

    3)

    Υφίσταται υποχρέωση καταβολής προσήκουσας αμοιβής στους ιατρούς που απέκτησαν ειδικότητες παρακολουθώντας εκπαιδευτικά προγράμματα που είχαν ήδη αρχίσει, αλλά δεν είχαν ολοκληρωθεί την 1η Ιανουαρίου 1983, για όλη τη διάρκεια των μαθημάτων ή μόνο για το χρονικό διάστημα μετά την 31η Δεκεμβρίου 1982 και υπό ποιες προϋποθέσεις;»

    25

    Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 16ης Δεκεμβρίου 2016, αποφασίστηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων C‑616/16 και C‑617/16 προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

    Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

    Επί του πρώτου ερωτήματος

    26

    Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2, και το παράρτημα της τροποποιηθείσας οδηγίας 75/363 έχουν την έννοια ότι για κάθε χρονικό διάστημα εκπαιδεύσεως κατά πλήρη ή μερική απασχόληση προς απόκτηση ιατρικής ειδικότητας η οποία είχε αρχίσει κατά το έτος 1982 και συνεχίσθηκε έως το 1990, πρέπει να καταβάλλεται προσήκουσα αμοιβή, κατά την έννοια του εν λόγω παραρτήματος.

    27

    Υπενθυμίζεται καταρχάς ότι, κατ’ εφαρμογήν των μνημονευθεισών στην προηγούμενη σκέψη διατάξεων, οι οποίες καταργήθηκαν στις 15 Απριλίου 1993 από την οδηγία 93/16, η εκπαίδευση η οποία οδηγεί στην απόκτηση διπλώματος, πιστοποιητικού ή άλλου τίτλου ιατρικής ειδικότητος και η οποία πραγματοποιήθηκε κατά πλήρη ή μερική απασχόληση πρέπει κατά κανόνα να αμείβεται προσηκόντως.

    28

    Εν συνεχεία, υπενθυμίζεται ότι η υποχρέωση των κρατών μελών να καταβάλλουν προσήκουσα αμοιβή ισχύει μόνο για τις ιατρικές ειδικότητες που είναι κοινές σε όλα τα κράτη μέλη ή σε δύο ή περισσότερα από αυτά και οι οποίες διαλαμβάνονται στα άρθρα 5 ή 7 της οδηγίας 75/362/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 16ης Ιουνίου 1975, περί αμοιβαίας αναγνωρίσεως των διπλωμάτων πιστοποιητικών και άλλων τίτλων ιατρικής και περί των μέτρων προς διευκόλυνση της πραγματικής ασκήσεως του δικαιώματος εγκαταστάσεως και του δικαιώματος της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών (ΕΕ ειδ. έκδ. 06/001, σ. 196) (βλ., σχετικώς, απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2000, Gozza κ.λπ., C‑371/97, EU:C:2000:526, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    29

    Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η υποχρέωση αυτή καταβολής αμοιβής κατά τα χρονικά διαστήματα εκπαιδεύσεως προς απόκτηση ιατρικής ειδικότητας, η οποία προβλέπεται στο παράρτημα της τροποποιηθείσας οδηγίας 75/363, είναι, αφεαυτής, απαλλαγμένη αιρέσεων και αρκούντως ακριβής (βλ., σχετικώς, αποφάσεις της 25ης Φεβρουαρίου 1999, Carbonari κ.λπ., C‑131/97, EU:C:1999:98, σκέψη 44, και της 3ης Οκτωβρίου 2000, Gozza κ.λπ., C‑371/97, EU:C:2000:526, σκέψεις 34 και 41).

    30

    Επισημαίνεται συναφώς ότι η εν λόγω υποχρέωση, που δεν προβλεπόταν αρχικώς στην οδηγία 75/363, επιβλήθηκε με την οδηγία 82/76, η οποία τέθηκε σε ισχύ στις 29 Ιανουαρίου 1982 και προς την οποία τα κράτη μέλη υποχρεούνταν να συμμορφωθούν, κατά το άρθρο της 16, το αργότερο έως την 31η Δεκεμβρίου 1982.

    31

    Η οδηγία 82/76 μεταφέρθηκε στην ιταλική έννομη τάξη με το νομοθετικό διάταγμα αριθ. 257, το οποίο τέθηκε σε ισχύ δεκαπέντε ημέρες κατόπιν της ημερομηνίας δημοσιεύσεώς του, η οποία έλαβε χώρα στις 16 Αυγούστου 1991.

    32

    Βεβαίως, το άρθρο 14 της οδηγίας 82/76 προέβλεψε ότι τα προγράμματα εκπαιδεύσεως κατά μερική απασχόληση για την απόκτηση ιατρικής ειδικότητας τα οποία είχαν αρχίσει πριν από την 1η Ιανουαρίου 1983 κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3 της οδηγίας 75/363 μπορούσαν να ολοκληρωθούν σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο 3.

    33

    Εντούτοις, όπως επισήμανε η Επιτροπή στις γραπτές παρατηρήσεις της, ο μεταβατικός κανόνας του άρθρου 14 της οδηγίας 82/76 αφορούσε ακριβώς τη νομιμότητα των προγραμμάτων αυτών εκπαιδεύσεως κατά μερική απασχόληση για την απόκτηση ιατρικής ειδικότητας και όχι την υποχρέωση καταβολής αμοιβής για την εκπαίδευση αυτή.

    34

    Πράγματι, η δυνατότητα των κρατών μελών να επιτρέπουν την κατά μερική απασχόληση εκπαίδευση προς απόκτηση ιατρικής ειδικότητας προβλεπόταν ήδη, στο άρθρο 3 της οδηγίας 75/363, ως εξαίρεση από τον κανόνα της υποχρεώσεως να πραγματοποιείται η εκπαίδευση αυτή κατά πλήρη απασχόληση, η δε ανάγκη να διατηρείται σε ισχύ η εν λόγω εξαίρεση αποτελούσε αντικείμενο περιοδικής επανεξετάσεως από τον νομοθέτη της Ένωσης.

    35

    Ομοίως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ούτε και ότι ο μεταβατικός κανόνας που αφορά την κατά μερική απασχόληση εκπαίδευση προς απόκτηση ιατρικής ειδικότητας, τον οποίο προέβλεψε το άρθρο 12 της οδηγίας 82/76 που τροποποίησε το άρθρο 7 της οδηγίας 75/363, περιόρισε χρονικά την υποχρέωση καταβολής προσήκουσας αμοιβής για την παρακολούθηση προγραμμάτων εκπαιδεύσεως.

    36

    Υπέρ της ερμηνείας αυτής συνηγορούν και οι προπαρασκευαστικές εργασίες για την έκδοση της οδηγίας 82/76. Πράγματι, από τα σημεία 4 και 8 του τίτλου II της αιτιολογικής εκθέσεως της προτάσεως οδηγίας του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 75/362 και της οδηγίας 75/363 [COM(80) 914 τελικό], η οποία αποτέλεσε τη βάση της οδηγίας 82/76, προκύπτει ότι οι δύο μεταβατικές διατάξεις που μνημονεύθηκαν στις σκέψεις 33 και 35 της παρούσας αποφάσεως προβλέφθηκαν προς το συμφέρον των ιατρών που είχαν ήδη αρχίσει την εκπαίδευσή τους πριν από την εκπνοή της προθεσμίας για τη μεταφορά της οδηγίας αυτής στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών μελών, προκειμένου να διασφαλισθεί η συνέχεια της εκπαιδεύσεως αυτής.

    37

    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, από την τροποποιηθείσα οδηγία 75/363 δεν προκύπτει ότι η υποχρέωση των κρατών μελών να καταβάλλουν προσήκουσα αμοιβή για τα χρονικά διαστήματα εκπαιδεύσεως κατά πλήρη και κατά μερική απασχόληση προς απόκτηση ιατρικής ειδικότητας δεν τυγχάνει εφαρμογής στην περίπτωση τέτοιας εκπαιδεύσεως η οποία είχε αρχίσει πριν από την εκπνοή, την 1η Ιανουαρίου 1983, της προθεσμίας για τη μεταφορά της οδηγίας 82/76 στην εσωτερική έννομη τάξη και η οποία συνεχίσθηκε κατόπιν της ημερομηνίας αυτής.

    38

    Υπό τις συνθήκες αυτές, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2, και το παράρτημα της τροποποιηθείσας οδηγίας 75/363 έχουν την έννοια ότι για κάθε εκπαίδευση κατά πλήρη ή κατά μερική απασχόληση προς απόκτηση ιατρικής ειδικότητας η οποία άρχισε κατά τη διάρκεια του έτους 1982 και συνεχίσθηκε έως το 1990 πρέπει να καταβάλλεται προσήκουσα αμοιβή, κατά την έννοια του εν λόγω παραρτήματος, υπό την προϋπόθεση ότι η εκπαίδευση αυτή αφορά ιατρική ειδικότητα η οποία είναι κοινή σε όλα τα κράτη μέλη ή σε δύο ή περισσότερα εξ αυτών και μνημονεύεται στα άρθρα 5 ή 7 της οδηγίας 75/362.

    Επί του δευτέρου ερωτήματος

    39

    Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2, και το παράρτημα της τροποποιηθείσας οδηγίας 75/363 έχουν την έννοια ότι η ύπαρξη της υποχρεώσεως κράτους μέλους να προβλέπει την καταβολή προσήκουσας αμοιβής, κατά την έννοια του παραρτήματος αυτού, για κάθε εκπαίδευση κατά πλήρη ή μερική απασχόληση προς απόκτηση ιατρικής ειδικότητας η οποία άρχισε κατά τη διάρκεια του έτους 1982 και συνεχίσθηκε έως το 1990 εξαρτάται από την εκ μέρους του κράτους αυτού θέσπιση μέτρων για μεταφορά της οδηγίας 82/76 στην εσωτερική έννομη τάξη και από την εφαρμογή των μέτρων αυτών στην πράξη.

    40

    Συναφώς, σύμφωνα με την υπομνησθείσα στη σκέψη 29 της παρούσας αποφάσεως νομολογία του Δικαστηρίου, η υποχρέωση προβλέψεως καταβολής προσήκουσας αμοιβής, κατά την τροποποιηθείσα οδηγία 75/363, είναι, αφεαυτής, απαλλαγμένη αιρέσεων και αρκούντως ακριβής.

    41

    Βεβαίως, από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι η τροποποιηθείσα οδηγία 75/363 δεν περιέχει ορισμό ούτε της αμοιβής που πρέπει να χαρακτηρίζεται ως προσήκουσα ούτε των μεθόδων καθορισμού της αμοιβής αυτής. Οι ορισμοί αυτοί απόκεινται, καταρχήν, στην αρμοδιότητα των κρατών μελών τα οποία οφείλουν, στον τομέα αυτό, να θεσπίζουν ειδικά μέτρα εφαρμογής (βλ., σχετικώς, αποφάσεις της 25ης Φεβρουαρίου 1999, Carbonari κ.λπ., C‑131/97, EU:C:1999:98, σκέψη 45, και της 3ης Οκτωβρίου 2000, Gozza κ.λπ., C‑371/97, EU:C:2000:526, σκέψη 36).

    42

    Ωστόσο, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η απορρέουσα από οδηγία υποχρέωση των κρατών μελών να επιτύχουν το αποτέλεσμα που προβλέπει η οδηγία αυτή και το καθήκον τους να λαμβάνουν όλα τα γενικά ή ειδικά μέτρα που μπορούν να διασφαλίσουν την εκπλήρωση της υποχρεώσεως αυτής ισχύουν για όλες τις αρχές των κρατών αυτών, περιλαμβανομένων, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, των δικαστικών αρχών. Επομένως, το εθνικό δικαστήριο οφείλει, οσάκις εφαρμόζει το εθνικό δίκαιο, ιδίως δε τις διατάξεις νόμου οι οποίες θεσπίσθηκαν ειδικώς για να διασφαλισθεί η μεταφορά οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη, να ερμηνεύει το εθνικό δίκαιό του, κατά το μέτρο του δυνατού, με γνώμονα το γράμμα και τον σκοπό της οδηγίας προκειμένου να επιτύχει το επιδιωκόμενο με αυτήν αποτέλεσμα (βλ., σχετικώς, απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 1999, Carbonari κ.λπ., C‑131/97, EU:C:1999:98, σκέψη 48 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    43

    Εν προκειμένω, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 31 της παρούσας αποφάσεως, η οδηγία 82/76 μεταφέρθηκε στην ιταλική έννομη τάξη με το νομοθετικό διάταγμα αριθ. 257, που τέθηκε σε ισχύ δεκαπέντε ημέρες κατόπιν της ημερομηνίας δημοσιεύσεώς του, η οποία έλαβε χώρα στις 16 Αυγούστου 1991.

    44

    Στο πλαίσιο, ιδίως, αιτήσεων για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υποβλήθηκαν σχετικά με την ερμηνεία της τροποποιηθείσας οδηγίας 75/363, το Δικαστήριο έκρινε ότι ένα εθνικό δικαστήριο οφείλει, οσάκις εφαρμόζει διατάξεις του εθνικού δικαίου που είναι είτε προγενέστερες είτε μεταγενέστερες οδηγίας, να τις ερμηνεύει, στο μέτρο του δυνατού, με γνώμονα το γράμμα και τον σκοπό της οδηγίας αυτής (αποφάσεις της 25ης Φεβρουαρίου 1999, Carbonari κ.λπ., C‑131/97, EU:C:1999:98, σκέψη 54, και της 3ης Οκτωβρίου 2000, Gozza κ.λπ., C‑371/97, EU:C:2000:526, σκέψη 45).

    45

    Ως προς τούτο, υπενθυμίζεται ότι, ακόμη και ελλείψει ειδικών εθνικών μέτρων για τη μεταφορά οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη, απόκειται στο εθνικό δικαστήριο να ερμηνεύσει το εθνικό δίκαιο κατά το μέτρο του δυνατού με γνώμονα το γράμμα και τον σκοπό της οικείας οδηγίας, προκειμένου να επιτευχθεί το επιδιωκόμενο με την οδηγία αυτή αποτέλεσμα, στοιχείο το οποίο απαιτεί να πράττει το εθνικό δικαστήριο οτιδήποτε εμπίπτει στην αρμοδιότητά του, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο του εσωτερικού δικαίου και εφαρμόζοντας αναγνωρισμένες από αυτό ερμηνευτικές μεθόδους (βλ., σχετικώς, απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Schoenimport Italmoda Mariano Previti κ.λπ., C‑131/13, C‑163/13 και C‑164/13, EU:C:2014:2455, σκέψη 52 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    46

    Όσον αφορά τον σκοπό του παραρτήματος της τροποποιηθείσας οδηγίας 75/363, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι σκοπεί να διασφαλίσει ότι οι οικείοι ιατροί θα αφιερώνουν στην πρακτική και θεωρητική εκπαίδευσή τους όλη την επαγγελματική δραστηριότητά τους καθ’ όλη τη διάρκεια της εβδομάδας εργασίας ή, στην περίπτωση ειδικευομένου κατά μερική απασχόληση ιατρού, σημαντικό μέρος του χρόνου αυτού (βλ., σχετικώς, αποφάσεις της 25ης Φεβρουαρίου 1999, Carbonari κ.λπ., C‑131/97, EU:C:1999:98, σκέψη 33, και της 3ης Οκτωβρίου 2000, Gozza κ.λπ., C‑371/97, EU:C:2000:526, σκέψη 43).

    47

    Ως εκ τούτου, το εθνικό δικαστήριο, κατά την ερμηνεία του εθνικού δικαίου συμφώνως προς την τροποποιηθείσα οδηγία 75/363, οφείλει να λαμβάνει υπόψη τον υπομνησθέντα στην προηγούμενη σκέψη σκοπό της. Συναφώς, προκειμένου να προσδιορισθούν το ύψος και οι μέθοδοι καθορισμού της προσήκουσας αμοιβής για το χρονικό διάστημα πριν από τη μεταφορά της οδηγίας 82/76 στην ιταλική έννομη τάξη, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη μεταξύ άλλων οι λύσεις που έχουν δοθεί προς τούτο με την εθνική νομοθεσία περί μεταφοράς της οδηγίας αυτής στην εσωτερική έννομη τάξη.

    48

    Όπως συνάγεται από την απάντηση που δόθηκε στο πρώτο ερώτημα, η υποχρέωση καταβολής προσήκουσας αμοιβής στους οικείους ιατρούς καταλαμβάνει κάθε εκπαίδευση κατά πλήρη ή μερική απασχόληση προς απόκτηση ιατρικής ειδικότητας η οποία άρχισε κατά τη διάρκεια του έτους 1982 και συνεχίσθηκε έως το 1990.

    49

    Υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο έχει επανειλημμένα κρίνει ότι, οσάκις το προβλεπόμενο από την οδηγία αυτή αποτέλεσμα δεν μπορεί να επιτευχθεί διά της ερμηνευτικής οδού, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου του εσωτερικού δικαίου και εφαρμοζομένων αναγνωρισμένων από αυτό ερμηνευτικών μεθόδων, το δίκαιο της Ένωσης επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να αποκαθιστούν τις ζημίες που προκαλούνται στους ιδιώτες λόγω της παραλείψεως μεταφοράς της εν λόγω οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη, εφόσον πληρούνται τρεις προϋποθέσεις, συγκεκριμένα δε, πρώτον, εφόσον ο παραβιασθείς κανόνας δικαίου έχει ως σκοπό την απονομή στους ιδιώτες δικαιωμάτων των οποίων το περιεχόμενο δύναται να προσδιορισθεί, δεύτερον, εφόσον πρόκειται για κατάφωρη παράβαση και, τρίτον, εφόσον υφίσταται άμεση αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παραβάσεως της υποχρεώσεως του κράτους και της βλάβης που υπέστησαν οι ζημιωθέντες (βλ., σχετικώς, απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 1999, Carbonari κ.λπ., C‑131/97, EU:C:1999:98, σκέψη 52).

    50

    Συναφώς, η αναδρομική και πλήρης εφαρμογή των μέτρων εφαρμογής της οδηγίας 82/76 παρέχει τη δυνατότητα άρσεως των επιζήμιων συνεπειών της εκπρόθεσμης μεταφοράς της, υπό τον όρο ότι η οδηγία αυτή έχει μεταφερθεί συννόμως στην εσωτερική έννομη τάξη. Ωστόσο, απόκειται στο εθνικό δικαστήριο να μεριμνά ώστε η αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν οι έλκοντες δικαιώματα από την οδηγία να είναι η προσήκουσα. Η αναδρομική, σύννομη και πλήρης εφαρμογή των μέτρων εφαρμογής της οδηγίας 82/76 αρκεί προς τούτο, εκτός αν οι έλκοντες δικαιώματα από το νομοθέτημα αυτό αποδείξουν ότι υπέστησαν επιπλέον ζημία λόγω του ότι δεν έτυχαν, όταν έπρεπε, του χρηματικού οφέλους που διασφαλίζεται με την οδηγία, ζημία η οποία πρέπει επίσης να αποκατασταθεί (βλ., σχετικώς, αποφάσεις της 25ης Φεβρουαρίου 1999, Carbonari κ.λπ., C‑131/97, EU:C:1999:98, σκέψη 53, και της 3ης Οκτωβρίου 2000, Gozza κ.λπ., C‑371/97, EU:C:2000:526, σκέψη 39).

    51

    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2, και το παράρτημα της τροποποιηθείσας οδηγίας 75/363 έχουν την έννοια ότι το ζήτημα αν υφίσταται υποχρέωση κράτους μέλους να προβλέπει την καταβολή προσήκουσας αμοιβής, κατά την έννοια του παραρτήματος αυτού, για κάθε εκπαίδευση κατά πλήρη ή μερική απασχόληση προς απόκτηση ιατρικής ειδικότητας η οποία άρχισε κατά τη διάρκεια του έτους 1982 και συνεχίσθηκε έως το 1990 δεν εξαρτάται από την εκ μέρους του κράτους αυτού θέσπιση μέτρων για μεταφορά της οδηγίας 82/76 στην εσωτερική έννομη τάξη. Το εθνικό δικαστήριο οφείλει, οσάκις εφαρμόζει διατάξεις του εθνικού δικαίου, τόσο προγενέστερες όσο και μεταγενέστερες οδηγίας, να τις ερμηνεύει, κατά το μέτρο του δυνατού, με γνώμονα το γράμμα και τον σκοπό των οδηγιών αυτών. Σε περίπτωση κατά την οποία, ελλείψει εθνικών μέτρων για τη μεταφορά της οδηγίας 82/76 στην εσωτερική έννομη τάξη, το προβλεπόμενο από την οδηγία αυτή αποτέλεσμα δεν μπορεί να επιτευχθεί διά της ερμηνευτικής οδού, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου του εσωτερικού δικαίου και εφαρμοζομένων αναγνωρισμένων από αυτό ερμηνευτικών μεθόδων, το δίκαιο της Ένωσης επιβάλλει στο οικείο κράτος μέλος την υποχρέωση να αποκαθιστά τις ζημίες που προκαλούνται στους ιδιώτες λόγω της παραλείψεως μεταφοράς της εν λόγω οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη. Στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να διακριβώσει αν πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις τις οποίες έχει διατυπώσει συναφώς το Δικαστήριο με τη νομολογία του, ώστε, βάσει του δικαίου της Ένωσης, να στοιχειοθετείται ευθύνη του κράτους μέλους αυτού.

    Επί του τρίτου ερωτήματος

    52

    Με το τρίτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2, και το παράρτημα της τροποποιηθείσας οδηγίας 75/363 έχουν την έννοια ότι προσήκουσα αμοιβή, κατά την έννοια του εν λόγω παραρτήματος, για την κατά πλήρη ή μερική απασχόληση εκπαίδευση προς απόκτηση ιατρικής ειδικότητας που άρχισε κατά τη διάρκεια του έτους 1982 και συνεχίσθηκε έως το 1990 πρέπει να καταβληθεί για όλη τη χρονική διάρκεια της εκπαιδεύσεως αυτής.

    53

    Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, καθόσον η προθεσμία για τη μεταφορά οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη σκοπεί ιδίως στο να παράσχει στα κράτη μέλη τον αναγκαίο χρόνο για τη θέσπιση των μέτρων μεταφοράς της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, δεν μπορεί να προσαφθεί στα κράτη αυτά ότι δεν μετέφεραν την εν λόγω οδηγία στην εσωτερική έννομη τάξη τους πριν από την εκπνοή της προθεσμίας αυτής (βλ., σχετικώς, απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 2016, Milev, C‑439/16 PPU, EU:C:2016:818, σκέψη 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    54

    Εν προκειμένω, από το ίδιο το γράμμα της οδηγίας 82/76 προκύπτει ότι τα κράτη μέλη όφειλαν να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθούν προς την οδηγία αυτή έως την 31η Δεκεμβρίου 1982 το αργότερο.

    55

    Βεβαίως, όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, από την ημερομηνία κατά την οποία οδηγία τέθηκε σε ισχύ, οι αρχές των κρατών μελών και τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να απέχουν στο μέτρο του δυνατού από το να ερμηνεύουν το εσωτερικό δίκαιο κατά τρόπο ο οποίος, κατόπιν της εκπνοής της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας αυτής στο εσωτερικό δίκαιο, θα μπορούσε να θέσει σοβαρά σε κίνδυνο την επίτευξη του επιδιωκομένου με την εν λόγω οδηγία σκοπού (απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 2016, Milev, C‑439/16 PPU, EU:C:2016:818, σκέψη 32 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    56

    Ωστόσο, ουδόλως αποδεικνύεται ότι, στην περίπτωση χρονικού διαστήματος εκπαιδεύσεως κατά πλήρη ή μερική απασχόληση προς απόκτηση ιατρικής ειδικότητας η οποία άρχισε κατά τη διάρκεια του έτους 1982 και συνεχίσθηκε έως το 1990, η πρόβλεψη καταβολής προσήκουσας αμοιβής μόνο για το χρονικό διάστημα που είναι μεταγενέστερο της εκπνοής της προθεσμίας για τη μεταφορά της οδηγίας 82/76 στην εσωτερική έννομη τάξη θα έθετε σοβαρά σε κίνδυνο τον σκοπό που επιδιώκεται με την οδηγία αυτή.

    57

    Υπό τις συνθήκες αυτές, στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2, και το παράρτημα της τροποποιηθείσας οδηγίας 75/363 έχουν την έννοια ότι προσήκουσα αμοιβή, κατά την έννοια του εν λόγω παραρτήματος, για την κατά πλήρη ή μερική απασχόληση εκπαίδευση προς απόκτηση ιατρικής ειδικότητας που άρχισε κατά τη διάρκεια του έτους 1982 και συνεχίσθηκε έως το 1990 πρέπει να καταβληθεί για το χρονικό διάστημα της εκπαιδεύσεως αυτής από 1ης Ιανουαρίου 1983 έως την περάτωση της εν λόγω εκπαιδεύσεως.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    58

    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) αποφαίνεται:

     

    1)

    Το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2, και το παράρτημα της οδηγίας 75/363/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 16ης Ιουνίου 1975, περί του συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν τις δραστηριότητες των ιατρών, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 82/76/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 26ης Ιανουαρίου 1982, έχουν την έννοια ότι για κάθε εκπαίδευση κατά πλήρη ή κατά μερική απασχόληση προς απόκτηση ιατρικής ειδικότητας η οποία άρχισε κατά τη διάρκεια του έτους 1982 και συνεχίσθηκε έως το 1990 πρέπει να καταβάλλεται προσήκουσα αμοιβή, κατά την έννοια του εν λόγω παραρτήματος, υπό την προϋπόθεση ότι η εκπαίδευση αυτή αφορά ιατρική ειδικότητα η οποία είναι κοινή σε όλα τα κράτη μέλη ή σε δύο ή περισσότερα εξ αυτών και μνημονεύεται στα άρθρα 5 ή 7 της οδηγίας 75/362/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 16ης Ιουνίου 1975, περί αμοιβαίας αναγνωρίσεως των διπλωμάτων πιστοποιητικών και άλλων τίτλων ιατρικής και περί των μέτρων προς διευκόλυνση της πραγματικής ασκήσεως του δικαιώματος εγκαταστάσεως και του δικαιώματος της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

     

    2)

    Το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2, και το παράρτημα της οδηγίας 75/363, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 82/76, έχουν την έννοια ότι το ζήτημα αν υφίσταται υποχρέωση κράτους μέλους να προβλέπει την καταβολή προσήκουσας αμοιβής, κατά την έννοια του παραρτήματος αυτού, για κάθε εκπαίδευση κατά πλήρη ή μερική απασχόληση προς απόκτηση ιατρικής ειδικότητας η οποία άρχισε κατά τη διάρκεια του έτους 1982 και συνεχίσθηκε έως το 1990 δεν εξαρτάται από την εκ μέρους του κράτους αυτού θέσπιση μέτρων για μεταφορά της οδηγίας 82/76 στην εσωτερική έννομη τάξη. Το εθνικό δικαστήριο οφείλει, οσάκις εφαρμόζει διατάξεις του εθνικού δικαίου, τόσο προγενέστερες όσο και μεταγενέστερες οδηγίας, να τις ερμηνεύει, κατά το μέτρο του δυνατού, με γνώμονα το γράμμα και τον σκοπό των οδηγιών αυτών. Σε περίπτωση κατά την οποία, ελλείψει εθνικών μέτρων για τη μεταφορά της οδηγίας 82/76 στην εσωτερική έννομη τάξη, το προβλεπόμενο από την οδηγία αυτή αποτέλεσμα δεν μπορεί να επιτευχθεί διά της ερμηνευτικής οδού, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου του εσωτερικού δικαίου και εφαρμοζομένων αναγνωρισμένων από αυτό ερμηνευτικών μεθόδων, το δίκαιο της Ένωσης επιβάλλει στο οικείο κράτος μέλος την υποχρέωση να αποκαθιστά τις ζημίες που προκαλούνται στους ιδιώτες λόγω της παραλείψεως μεταφοράς της εν λόγω οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη. Στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να διακριβώσει αν πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις τις οποίες έχει διατυπώσει συναφώς το Δικαστήριο με τη νομολογία του, ώστε, βάσει του δικαίου της Ένωσης, να στοιχειοθετείται ευθύνη του κράτους μέλους αυτού.

     

    3)

    Το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2, και το παράρτημα της οδηγίας 75/363, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 82/76, έχουν την έννοια ότι προσήκουσα αμοιβή, κατά την έννοια του εν λόγω παραρτήματος, για την κατά πλήρη ή μερική απασχόληση εκπαίδευση προς απόκτηση ιατρικής ειδικότητας που άρχισε κατά τη διάρκεια του έτους 1982 και συνεχίσθηκε έως το 1990 πρέπει να καταβληθεί για το χρονικό διάστημα της εκπαιδεύσεως αυτής από 1ης Ιανουαρίου 1983 έως την περάτωση της εν λόγω εκπαιδεύσεως.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.

    Επάνω