Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62016CJ0363

    Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 17ης Ιανουαρίου 2018.
    Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας.
    Παράβαση κράτους μέλους – Κρατικές ενισχύσεις – Ενίσχυση κηρυχθείσα παράνομη και μη συμβατή με την εσωτερική αγορά – Υποχρέωση ανακτήσεως – Άρθρο 108, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ – Κανονισμός (ΕΚ) 659/1999 – Άρθρο 14, παράγραφος 3 – Δικαιούχος εταιρία η οποία κηρύχθηκε σε πτώχευση – Διαδικασίες αφερεγγυότητας – Εγγραφή των απαιτήσεων στον πίνακα κατατάξεως των πιστωτών – Παύση της δραστηριότητας – Αναστολή της πτωχευτικής διαδικασίας προκειμένου να εξεταστεί η δυνατότητα επανέναρξης της λειτουργίας – Υποχρέωση ενημερώσεως – Μη εκπλήρωση.
    Υπόθεση C-363/16.

    Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2018:12

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

    της 17ης Ιανουαρίου 2018 ( *1 )

    «Παράβαση κράτους μέλους – Κρατικές ενισχύσεις – Ενίσχυση κηρυχθείσα παράνομη και μη συμβατή με την εσωτερική αγορά – Υποχρέωση ανακτήσεως – Άρθρο 108, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ – Κανονισμός (ΕΚ) 659/1999 – Άρθρο 14, παράγραφος 3 –Δικαιούχος εταιρία η οποία κηρύχθηκε σε πτώχευση – Διαδικασίες αφερεγγυότητας – Εγγραφή των απαιτήσεων στον πίνακα κατατάξεως των πιστωτών – Παύση της δραστηριότητας – Αναστολή της πτωχευτικής διαδικασίας προκειμένου να εξεταστεί η δυνατότητα επανέναρξης της λειτουργίας – Υποχρέωση ενημερώσεως – Μη εκπλήρωση»

    Στην υπόθεση C‑363/16,

    με αντικείμενο προσφυγή λόγω παραβάσεως δυνάμει του άρθρου 108, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, η οποία ασκήθηκε στις 30 Ιουνίου 2016,

    Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους Α. Μπουχάγιαρ και B. Stromsky,

    προσφεύγουσα,

    κατά

    Ελληνικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενης από τον Κ. Μπόσκοβιτς και τη Β. Καρρά,

    καθής,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους R. Silva de Lapuerta, πρόεδρο τμήματος, C. G. Fernlund, J.‑C. Bonichot, A. Arabadjiev (εισηγητή) και S. Rodin, δικαστές,

    γενική εισαγγελέας: E. Sharpston

    γραμματέας: I. Illéssy, διοικητικός υπάλληλος,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 21ης Ιουνίου 2017,

    αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 10ης Οκτωβρίου 2017,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Με την προσφυγή της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι η Ελληνική Δημοκρατία, μη λαμβάνοντας εντός των προβλεπομένων προθεσμιών όλα τα απαραίτητα μέτρα για την εκτέλεση της αποφάσεως 2012/541/ΕΕ της Επιτροπής, της 22ας Φεβρουαρίου 2012, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.26534 (C 27/2010 πρώην NN 6/2009) που χορήγησε η Ελλάδα υπέρ της Ενωμένης Κλωστοϋφαντουργίας ΑΕ (ΕΕ 2012, L 279, σ. 30), ή, εν πάση περιπτώσει, μη ενημερώνοντας επαρκώς, σύμφωνα με το άρθρο 4 της αποφάσεως αυτής, την Επιτροπή για τα μέτρα που έλαβε, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 2 έως 4 της εν λόγω αποφάσεως καθώς και από τη Συνθήκη ΛΕΕ.

    Το νομικό πλαίσιο

    2

    Ο κανονισμός (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [108 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 1999, L 83, σ. 1), καταργήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2015, L 248, σ. 9). Εντούτοις, λαμβανομένης υπόψη της ημερομηνίας των πραγματικών περιστατικών, ο κανονισμός 659/1999 παραμένει εφαρμοστέος στην υπό κρίση διαφορά.

    3

    Η αιτιολογική σκέψη 13 του κανονισμού 659/1999 είχε ως εξής:

    «Εκτιμώντας ότι, στις περιπτώσεις παράνομων ενισχύσεων που δεν είναι συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά, θα πρέπει να αποκαθίσταται αποτελεσματικός ανταγωνισμός· ότι, για τον σκοπό αυτό, είναι αναγκαίο να ανακτάται αμελλητί η ενίσχυση, περιλαμβανομένων και των τόκων· ότι είναι σκόπιμο η ανάκτηση να πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διαδικασίες της εθνικής νομοθεσίας· ότι η εφαρμογή των διαδικασιών αυτών δεν θα πρέπει να εμποδίζει την αποκατάσταση αποτελεσματικού ανταγωνισμού, εμποδίζοντας την άμεση και αποτελεσματική εκτέλεση της αποφάσεως της Επιτροπής· ότι, για την επίτευξη αυτού του αποτελέσματος, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα που να διασφαλίζουν την αποτελεσματικότητα της αποφάσεως της Επιτροπής».

    4

    Το άρθρο 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 659/1999 όριζε τα εξής:

    «Υπό την επιφύλαξη εκδόσεως διατάξεως του Δικαστηρίου [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] κατ’ εφαρμογή του άρθρου [278 ΣΛΕΕ], η ανάκτηση πραγματοποιείται αμελλητί και σύμφωνα με τις διαδικασίες της εθνικής νομοθεσίας του οικείου κράτους μέλους, εφόσον αυτές επιτρέπουν την άμεση και πραγματική εκτέλεση της αποφάσεως της Επιτροπής. Για τον σκοπό αυτό και σε περίπτωση κινήσεως διαδικασίας ενώπιον εθνικών δικαστηρίων, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα που διαθέτουν στα αντίστοιχα νομικά τους συστήματα, συμπεριλαμβανομένων των προσωρινών μέτρων, με την επιφύλαξη της νομοθεσίας [της Ένωσης].»

    Το ιστορικό της διαφοράς και η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

    5

    Η Ενωμένη Κλωστοϋφαντουργία ΑΕ είναι ελληνική κλωστοϋφαντουργική επιχείρηση παραγωγής ενδυμάτων, νημάτων και υφασμάτων. Η κατάσταση της εταιρίας αυτής παρουσίασε επιδείνωση τουλάχιστον από το 2004, με σταδιακή μείωση των πωλήσεων. Τα εργοστάσιά της διέκοψαν τη δραστηριότητά τους από το 2008, λόγω ελλείψεως κεφαλαίου κινήσεως. Έκτοτε, σχεδόν το σύνολο των τραπεζικών της δανείων βρισκόταν σε κατάσταση υπερημερίας. Από τον Μάρτιο του 2009, η παραγωγή έχει σταματήσει σχεδόν εντελώς.

    6

    Στη διάρκεια του 2007, η Ελληνική Δημοκρατία χορήγησε στην Ενωμένη Κλωστοϋφαντουργία εγγύηση για την αναχρηματοδότηση υφιστάμενου τραπεζικού δανείου και για τη χορήγηση νέου δανείου (στο εξής: κρατική ενίσχυση του 2007). Στη διάρκεια του 2009, η Ελληνική Δημοκρατία προέβη στην αναδιάταξη των ληξιπρόθεσμων οφειλών κοινωνικής ασφάλισης της Ενωμένης Κλωστοϋφαντουργίας για την περίοδο από το 2004 έως το 2009 (στο εξής: κρατική ενίσχυση του 2009).

    7

    Στις 22 Φεβρουαρίου 2012, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2012/541, η οποία κοινοποιήθηκε στην Ελληνική Δημοκρατία στις 23 Φεβρουαρίου 2012 και της οποίας τα άρθρα 1 έως 4 έχουν ως εξής:

    «Άρθρο 1

    1.   Η κρατική ενίσχυση που χορηγήθηκε από την Ελλάδα κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 3 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπέρ της Ενωμένης Κλωστοϋφαντουργίας ΑΕ, υπό μορφή κρατικής εγγύησης το 2007 και αναδιάταξης των ληξιπρόθεσμων οφειλών κοινωνικής ασφάλισης το 2009, είναι ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά.

    [...]

    Άρθρο 2

    1.   Η Ελλάδα ανακτά από τον δικαιούχο την ενίσχυση που ορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1.

    [...]

    Άρθρο 3

    1.   Η ανάκτηση της ενίσχυσης που ορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 είναι άμεση και αποτελεσματική.

    2.   Η Ελλάδα εξασφαλίζει την εκτέλεση της παρούσας απόφασης εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία της κοινοποίησής της.

    Άρθρο 4

    1.   Εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης, η Ελλάδα υποβάλλει τις ακόλουθες πληροφορίες στην Επιτροπή:

    α)

    το συνολικό ποσό (αρχικό κεφάλαιο και τόκους ανάκτησης) που θα πρέπει να ανακτηθεί από τον δικαιούχο·

    β)

    λεπτομερή περιγραφή των μέτρων που έχουν ήδη ληφθεί ή πρόκειται να ληφθούν για τη συμμόρφωση προς την παρούσα απόφαση·

    γ)

    έγγραφα τα οποία να αποδεικνύουν ότι ζητήθηκε από τον δικαιούχο η επιστροφή της ενίσχυσης.

    2.   Η Ελλάδα τηρεί την Επιτροπή ενήμερη σχετικά με την πρόοδο των εθνικών μέτρων που λαμβάνονται για την εκτέλεση της παρούσας απόφασης μέχρι την ολοκλήρωση της ανάκτησης της ενίσχυσης που ορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1. Εφόσον ζητηθεί εκ μέρους της Επιτροπής, η Ελλάδα παρέχει αμελλητί όλες τις πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που έχει ήδη λάβει ή πρόκειται να λάβει για να συμμορφωθεί προς την παρούσα απόφαση. Παρέχει επίσης λεπτομερείς πληροφορίες για τα ποσά της ενίσχυσης και των τόκων ανάκτησης που έχουν ήδη ανακτηθεί από τον δικαιούχο.»

    8

    Στις 21 Ιουνίου 2012, οι αρμόδιες ελληνικές αρχές βεβαίωσαν μια απαίτηση ύψους 19181729,10 ευρώ που περιλαμβάνει το ποσό της κρατικής ενίσχυσης του 2007. Στις 29 Αυγούστου 2012, οι εν λόγω αρχές βεβαίωσαν μια πρόσθετη απαίτηση ύψους 15827427,78 ευρώ που περιλαμβάνει το ποσό της κρατικής ενίσχυσης του 2009.

    9

    Στο πλαίσιο αυτό και κατόπιν αιτήσεων παροχής πληροφοριών, οι ελληνικές αρχές, με επιστολή της 3ης Αυγούστου 2012, ενημέρωσαν την Επιτροπή ότι η Ενωμένη Κλωστοϋφαντουργία είχε επισήμως κηρυχθεί σε πτώχευση από τις 19 Ιουλίου 2012.

    10

    Στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας, η προθεσμία για την αναγγελία των απαιτήσεων άρχισε να τρέχει στις 30 Ιουλίου 2012.

    11

    Η Ελληνική Δημοκρατία προέβη σε αναγγελία των απαιτήσεων που αφορούσαν τα ποσά που έπρεπε να ανακτηθούν ως κρατικές ενισχύσεις μνημονευόμενες στο άρθρο 1, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2012/541.

    12

    Οι απαιτήσεις αναγγέλθηκαν στη γραμματεία του πτωχευτικού δικαστηρίου στις 3 Αυγούστου 2012 όσον αφορά την κρατική ενίσχυση του 2007 και στις 14 Σεπτεμβρίου 2012 όσον αφορά την κρατική ενίσχυση του 2009. Η τελευταία αναγγελία πραγματοποιήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 2013.

    13

    Στη διάρκεια του 2013, ξεκίνησε η διαδικασία των δημόσιων πλειστηριασμών για την εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων της Ενωμένης Κλωστοϋφαντουργίας.

    14

    Με μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 7ης και της 17ης Δεκεμβρίου 2015, η σύνδικος πτωχεύσεως της Ενωμένης Κλωστοϋφαντουργίας ενημέρωσε την Επιτροπή σχετικά με τις προσπάθειες της Ελληνικής Κυβερνήσεως για την αναβίωση της επιχειρήσεως αυτής.

    15

    Το εν λόγω θεσμικό όργανο, με επιστολή της 18ης Δεκεμβρίου 2015, ζήτησε από τις ελληνικές αρχές διευκρινίσεις σχετικά με το αν πράγματι υφίστατο σχέδιο αναβίωσης της Ενωμένης Κλωστοϋφαντουργίας.

    16

    Με επιστολή της 19ης Ιανουαρίου 2016, οι εν λόγω αρχές ενημέρωσαν την Επιτροπή ότι, με πράξη νομοθετικού περιεχομένου της 30ής Δεκεμβρίου 2015 (στο εξής: ΠΝΠ), είχαν αποφασίσει να αναστείλουν, για χρονικό διάστημα έξι μηνών από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της πράξεως αυτής στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, τη διαδικασία των δημόσιων πλειστηριασμών για την εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων της Ενωμένης Κλωστοϋφαντουργίας, προκειμένου να διερευνηθεί πληρέστερα η δυνατότητα επανέναρξης της λειτουργίας της επιχειρήσεως στο πλαίσιο της ευρύτερης πολιτικής για την ανάκαμψη της ελληνικής βιομηχανίας και τη διασφάλιση θέσεων εργασίας. Οι εν λόγω αρχές επισήμαναν επίσης ότι σκόπευαν, εν πάση περιπτώσει, να λάβουν υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο «Για μια αποτελεσματική εφαρμογή των αποφάσεων της Επιτροπής με τις οποίες τα κράτη μέλη διατάσσονται να ανακτήσουν παράνομες και ασυμβίβαστες κρατικές ενισχύσεις» (ΕΕ 2007, C 272, σ. 4).

    17

    Στο πλαίσιο συνάντησης στην Αθήνα (Ελλάδα) στις 11 Φεβρουαρίου 2016 και με επιστολή της 22ας Φεβρουαρίου 2016, οι υπηρεσίες της Επιτροπής ζήτησαν από τις ελληνικές αρχές είτε να προβούν άμεσα σε πλήρη ανάκτηση της ενισχύσεως είτε να συνεχίσουν τη διαδικασία πτωχεύσεως της Ενωμένης Κλωστοϋφαντουργίας.

    18

    Με επιστολή της 11ης Απριλίου 2016, οι ελληνικές αρχές ενημέρωσαν την Επιτροπή ότι το σχέδιο αναβίωσης που εξέταζε η Ελληνική Δημοκρατία περιλάμβανε την πλήρη και άμεση ανάκτηση των κρατικών ενισχύσεων που είχαν χορηγηθεί, πλέον τόκων, πριν την ενδεχόμενη επαναλειτουργία της Ενωμένης Κλωστοϋφαντουργίας. Με την επιστολή αυτή, οι ελληνικές αρχές ζήτησαν προθεσμία 30 εργάσιμων ημερών για να ολοκληρώσουν τη διαδικασία αξιολόγησης του εν λόγω σχεδίου.

    19

    Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή αποφάσισε να ασκήσει την υπό κρίση προσφυγή.

    Επί της προσφυγής

    20

    Προς στήριξη της προσφυγής της, η Επιτροπή προβάλλει δύο αιτιάσεις οι οποίες αντλούνται, αντίστοιχα, από παράβαση των άρθρων 2 και 3 της αποφάσεως 2012/541 καθώς και από παράβαση του άρθρου 4 της αποφάσεως αυτής.

    21

    Η Επιτροπή υποστηρίζει, πρώτον, ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν έλαβε, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, όλα τα αναγκαία μέτρα για την ανάκτηση των μη συμβατών ενισχύσεων και, δεύτερον, ότι δεν την ενημέρωσε επαρκώς σχετικά με τα μέτρα που έλαβε κατ’ εφαρμογήν της εν λόγω αποφάσεως.

    Επί της πρώτης αιτιάσεως, με την οποία προβάλλεται παράλειψη ανακτήσεως των μη συμβατών ενισχύσεων

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    22

    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, κατά τη λήξη της προθεσμίας του άρθρου 3, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2012/541, δηλαδή στις 25 Ιουνίου 2012, η Ελληνική Δημοκρατία δεν είχε προβεί στην εκτέλεση της εν λόγω αποφάσεως. Το θεσμικό αυτό όργανο επισημαίνει ότι δεν χορήγησε παράταση της προθεσμίας για την εκτέλεση της εν λόγω αποφάσεως.

    23

    Η Επιτροπή φρονεί ότι, προκειμένου να εκπληρώσει την υποχρέωση ανακτήσεως μη συμβατής ενισχύσεως, ένα κράτος μέλος δύναται είτε να εισπράξει από την ωφεληθείσα επιχείρηση το συνολικό ποσό της ενισχύσεως αυτής, πλέον τόκων, είτε, εφόσον τούτο δεν είναι δυνατό, να κινήσει διαδικασία για την πτώχευση της οικείας επιχειρήσεως, χωρίς οι ενδεχόμενες οικονομικές δυσχέρειες της εν λόγω επιχειρήσεως να λαμβάνονται υπόψη, και, στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, να εγγράψει στον πίνακα κατατάξεως την απαίτηση σχετικά με την εν λόγω ενίσχυση. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η εκκαθάριση της επιχειρήσεως πρέπει να συνοδεύεται από την οριστική παύση της δραστηριότητάς της.

    24

    Κατά την Επιτροπή, είναι πρόδηλο ότι, κατά τη λήξη της προθεσμίας εκτελέσεως, η Ελληνική Δημοκρατία δεν είχε συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις αυτές.

    25

    Όσον αφορά την οριστική παύση της δραστηριότητας της ωφεληθείσας επιχειρήσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, προκειμένου να διασφαλισθεί η εξάλειψη του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος, η επιχείρηση αυτή εξαφανίζεται από τη στιγμή που βρίσκεται σε απόλυτη αδυναμία να επιστρέψει τις ενισχύσεις που έλαβε. Στην περίπτωση αυτή, η εν λόγω επιχείρηση εισέρχεται σε μια μη αναστρέψιμη διαδικασία εξαφάνισης η οποία δεν δύναται να παύσει, έστω και προσωρινά, για τον μόνο λόγο ότι ένα κράτος μέλος επιθυμεί να εξετάσει τη δυνατότητα πλήρους ανακτήσεως της ενισχύσεως και επαναλειτουργίας της ωφεληθείσας επιχειρήσεως.

    26

    Εν προκειμένω, καθόσον οι ελληνικές αρχές ανέστειλαν, με το άρθρο 17 της ΠΝΠ, την πτωχευτική διαδικασία στο στάδιο της εκποιήσεως με δημόσιους πλειστηριασμούς των περιουσιακών στοιχείων της Ενωμένης Κλωστοϋφαντουργίας, προκειμένου να διερευνηθεί η δυνατότητα επανέναρξης της λειτουργίας της επιχειρήσεως, δεν πληρούται ο όρος της οριστικής παύσεως της δραστηριότητας της εν λόγω επιχειρήσεως. Συγκεκριμένα, οι εν λόγω αρχές προέβησαν σε πραγματική αναστολή της πτωχευτικής διαδικασίας, προκειμένου να προχωρήσουν σε μια υποθετική εξέταση της δυνατότητας επαναλειτουργίας της Ενωμένης Κλωστοϋφαντουργίας. Με τον τρόπο αυτό, ανέτρεψαν τη διαδικασία εξαφανίσεως της εν λόγω εταιρίας.

    27

    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις που είναι αποδέκτες κρατικών ενισχύσεων αντιμετωπίζουν δυσκολίες ή έχουν κηρυχθεί σε πτώχευση δεν θίγει την υποχρέωση ανακτήσεως των ενισχύσεων αυτών.

    28

    Επιπροσθέτως, επισημαίνει ότι η επαναφορά στην προτέρα κατάσταση και η εξάλειψη της στρεβλώσεως του ανταγωνισμού που απορρέει από τις παρανόμως χορηγηθείσες ενισχύσεις μπορούν, καταρχήν, να επιτευχθούν με την εγγραφή στον πίνακα των απαιτήσεων της σχετικής με την επιστροφή των οικείων ενισχύσεων απαιτήσεως.

    29

    Το κράτος μέλος αυτό επισημαίνει, αφενός, ότι σε εκτέλεση της αποφάσεως 2012/541 η Ενωμένη Κλωστοϋφαντουργία κηρύχθηκε σε πτώχευση στις 19 Ιουλίου 2012 και ότι, επομένως, δεν ασκεί καμία δραστηριότητα στην αγορά, οπότε δεν υφίσταται πλέον καμία στρέβλωση του ανταγωνισμού στην αγορά αυτή. Αφετέρου, οι ελληνικές αρχές ήταν σε συνεχή επαφή με τις υπηρεσίες της Επιτροπής προκειμένου να τους παράσχουν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες σχετικά με την πτωχευτική διαδικασία και, ιδίως, σχετικά με την εγγραφή στον πίνακα των απαιτήσεων των πιστωτών της απαιτήσεως σχετικά με την ανάκτηση των παράνομων ενισχύσεων, με την κατάταξη των απαιτήσεων στον εν λόγω πίνακα και με την παύση της δραστηριότητας της Ενωμένης Κλωστοϋφαντουργίας. Ως εκ τούτου, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι έλαβε όλα τα απαραίτητα μέτρα στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας για την ανάκτηση των παράνομων ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στην Ενωμένη Κλωστοϋφαντουργία.

    30

    Όσον αφορά το επιχείρημα της Επιτροπής ότι η εν λόγω διαδικασία πτωχεύσεως πρέπει να είναι μη αναστρέψιμη και να οδηγεί στην οριστική παύση της δραστηριότητας της επιχειρήσεως που έλαβε τις παράνομες ενισχύσεις, η Ελληνική Δημοκρατία παρατηρεί ότι ούτε η νομολογία ούτε η πρακτική της Επιτροπής απαιτούν η θέση σε πτώχευση μιας επιχειρήσεως να οδηγεί σε μια μη αναστρέψιμη διαδικασία εξαφάνισης. Ο σκοπός και η λογική του δικαίου των κρατικών ενισχύσεων συνίστανται στην εξάλειψη του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος του οποίου έτυχε μια επιχείρηση λόγω της ενισχύσεως και όχι στην οριστική εξαφάνιση της επιχειρήσεως αυτής.

    31

    Επομένως, κατά την Ελληνική Δημοκρατία, οσάκις στη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας η επιχείρηση στην οποία χορηγήθηκαν οι ενισχύσεις έχει αποδεδειγμένως παύσει τη δραστηριότητά της, η στρέβλωση του ανταγωνισμού εξαλείφεται, καθόσον το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που προήλθε από τη χορήγηση των κρατικών ενισχύσεων έχει πλέον εξαλειφθεί. Υπό τις συνθήκες αυτές, ουδόλως αποκλείεται η υποβολή στη συνέλευση των πιστωτών ενός βιώσιμου σχεδίου για την επαναλειτουργία της οικείας επιχειρήσεως εφόσον αυτό προβλέπει την πλήρη ανάκτηση των σχετικών ενισχύσεων πριν από οποιαδήποτε επαναλειτουργία.

    32

    Επιπλέον, από την ανακοίνωση της Επιτροπής που παρατίθεται στη σκέψη 16 της παρούσας αποφάσεως και της οποίας το σημείο 67 προβλέπει ρητώς τη δυνατότητα υποβολής προτάσεως για τη συνέχιση της δραστηριότητας, η Ελληνική Δημοκρατία συνάγει ότι η κίνηση και συνέχιση της πτωχευτικής διαδικασίας δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο της επαναλειτουργίας της επιχειρήσεως σε ορισμένες περιπτώσεις, εφόσον εξασφαλίζεται η αποτελεσματική ανάκτηση των χορηγηθεισών ενισχύσεων.

    33

    Επομένως, η δυνάμει του άρθρου 17 της ΠΝΠ εξάμηνη αναστολή της διαδικασίας των δημόσιων πλειστηριασμών των περιουσιακών στοιχείων της εταιρίας αυτής θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα εύλογο και χρονικά οριοθετημένο μέτρο.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    34

    Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι το κράτος μέλος το οποίο είναι αποδέκτης αποφάσεως με την οποία υποχρεούται να ανακτήσει παράνομες ενισχύσεις που κρίθηκαν μη συμβατές με την εσωτερική αγορά οφείλει, βάσει του άρθρου 288 ΣΛΕΕ, να λάβει όλα τα προσήκοντα μέτρα για να διασφαλίσει την εκτέλεση της αποφάσεως αυτής. Το κράτος μέλος πρέπει να ανακτήσει πράγματι τα οφειλόμενα ποσά προκειμένου να εξαλείψει τη στρέβλωση του ανταγωνισμού που προκλήθηκε από το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα το οποίο προέκυψε από τις ενισχύσεις αυτές (απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2013, Επιτροπή κατά Ισπανίας, C‑529/09, EU:C:2013:31, σκέψη 91).

    35

    Από το άρθρο 14, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 659/1999, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψεως 13 του κανονισμού αυτού, προκύπτει ότι η ανάκτηση παράνομης ενισχύσεως που κρίθηκε μη συμβατή με την εσωτερική αγορά πραγματοποιείται αμελλητί και σύμφωνα με τις διαδικασίες της εθνικής νομοθεσίας του κράτους μέλους, εφόσον αυτές επιτρέπουν την άμεση και πραγματική εκτέλεση της αποφάσεως της Επιτροπής. Για τον σκοπό αυτό, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη υποχρεούνται να λαμβάνουν όλα τα μέτρα που προβλέπουν τα αντίστοιχα νομικά τους συστήματα, συμπεριλαμβανομένων των προσωρινών μέτρων, με την επιφύλαξη του δικαίου της Ένωσης (απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, Επιτροπή κατά Γερμανίας, C‑527/12, EU:C:2014:2193, σκέψη 38).

    36

    Όσον αφορά τις περιπτώσεις στις οποίες οι παρανόμως χορηγηθείσες ενισχύσεις πρέπει να ανακτηθούν από επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν δυσκολίες ή τελούν σε κατάσταση πτωχεύσεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι τέτοιες δυσκολίες δεν θίγουν την υποχρέωση ανακτήσεως της ενισχύσεως (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2012, Επιτροπή κατά Ισπανίας, C‑610/10, EU:C:2012:781, σκέψη 71). Επομένως, το κράτος μέλος υποχρεούται, κατά περίπτωση, να ζητήσει να τεθεί η εταιρία σε εκκαθάριση, να εγγράψει την απαίτησή του στο παθητικό της εταιρίας ή να λάβει οποιοδήποτε άλλο μέτρο το οποίο θα καταστήσει δυνατή την επιστροφή της ενισχύσεως (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2007, Επιτροπή κατά Ιταλίας, C‑280/05, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2007:753, σκέψη 28).

    37

    Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, η επαναφορά στην προτέρα κατάσταση και η εξάλειψη της οφειλομένης στις ενισχύσεις αυτές στρεβλώσεως του ανταγωνισμού δύνανται, καταρχήν, να επιτευχθούν με την εγγραφή στον πίνακα των απαιτήσεων της σχετικής με την επιστροφή των οικείων ενισχύσεων απαιτήσεως (απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2012, Επιτροπή κατά Ισπανίας, C‑610/10, EU:C:2012:781, σκέψη 72 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    38

    Εντούτοις, επισημαίνεται ότι η εγγραφή αυτή συνεπάγεται εκπλήρωση της υποχρεώσεως αναζητήσεως των σχετικών ποσών μόνον αν, σε περίπτωση που οι κρατικές αρχές δεν θα μπορούσαν να ανακτήσουν τις ενισχύσεις στο σύνολό τους, η πτωχευτική διαδικασία καταλήγει στην εκκαθάριση της επιχειρήσεως, δηλαδή στην οριστική παύση της δραστηριότητάς της την οποία οι κρατικές αρχές μπορούν να προκαλέσουν με την ιδιότητά τους ως μετόχων ή πιστωτών (απόφαση της 13ης Οκτωβρίου 2011, Επιτροπή κατά Ιταλίας, C‑454/09, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2011:650, σκέψη 36).

    39

    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η οριστική παύση των δραστηριοτήτων της επιχειρήσεως που έχει λάβει κρατική ενίσχυση επιβάλλεται μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η ανάκτηση της ενισχύσεως στο σύνολό της είναι αδύνατη κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας.

    40

    Όσον αφορά τις χρονικές πτυχές της ανακτήσεως των ενισχύσεων που κηρύχθηκαν παράνομες και μη συμβατές με την εσωτερική αγορά, αφενός, θα πρέπει να υπομνησθεί ότι καθυστερημένη ανάκτηση, ήτοι κατόπιν της λήξεως της ταχθείσας προθεσμίας, δεν ανταποκρίνεται στις επιταγές της Συνθήκης (απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2013, Επιτροπή κατά Ιταλίας, C‑411/12, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:832, σκέψη 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    41

    Αφετέρου, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας με το σημείο 59 των προτάσεών της, είναι απίθανο τα διάφορα στάδια της διαδικασίας πτωχεύσεως, από την αρχική αίτηση κηρύξεως σε πτώχευση έως την κήρυξη της πτωχεύσεως και από την εγγραφή στον πίνακα των πιστωτών έως την εκκαθάριση του δικαιούχου και την ανάκτηση της οικείας ενισχύσεως στο σύνολό της ή, ενδεχομένως, την οριστική παύση των δραστηριοτήτων του εν λόγω δικαιούχου, να ολοκληρωθούν, κανονικά, εντός της τετράμηνης προθεσμίας που συνήθως τάσσεται από την Επιτροπή για την ανάκτηση της παράνομης ενισχύσεως.

    42

    Υπό τις περιστάσεις αυτές, η εγγραφή στον πίνακα των απαιτήσεων της σχετικής με την επιστροφή των οικείων ενισχύσεων απαιτήσεως πρέπει να θεωρηθεί, καταρχήν, ότι συνιστά κατάλληλο μέτρο για την εξάλειψη της στρεβλώσεως του ανταγωνισμού, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 37 της παρούσας αποφάσεως, υπό τον όρο ότι ένα τέτοιο μέτρο συνοδεύεται είτε από την ανάκτηση των εν λόγω ενισχύσεων στο σύνολό τους είτε από την εκκαθάριση της επιχειρήσεως και την οριστική παύση των δραστηριοτήτων της σε περίπτωση που η εν λόγω ανάκτηση είναι αδύνατη κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας.

    43

    Προκειμένου ένα τέτοιο μέτρο να είναι αποτελεσματικό υπό το πρίσμα, ιδίως, της απαιτήσεως περί άμεσης εκτελέσεως της αποφάσεως με την οποία διατάσσεται η ανάκτηση μιας παράνομης και μη συμβατής με την εσωτερική αγορά ενισχύσεως, πρέπει, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας με το σημείο 60 των προτάσεών της, να τεθεί σε εφαρμογή εντός της προθεσμίας που όρισε η Επιτροπή (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 14ης Απριλίου 2011, Επιτροπή κατά Πολωνίας, C‑331/09, EU:C:2011:250, σκέψεις 60 έως 65· της 13ης Οκτωβρίου 2011, Επιτροπή κατά Ιταλίας, C‑454/09, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2011:650, σκέψεις 38 έως 42, και της 11ης Δεκεμβρίου 2012, Επιτροπή κατά Ισπανίας, C‑610/10, EU:C:2012:781, σκέψεις 73 έως 75).

    44

    Συνεπώς, προκειμένου να εκτιμηθεί, εν προκειμένω, η ύπαρξη παραβάσεως κατά το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, πρέπει να προσδιοριστεί η ημερομηνία κατά την οποία η Ελληνική Δημοκρατία όφειλε να εγγράψει στον πίνακα των απαιτήσεων τις σχετικές με την ανάκτηση των επίμαχων ενισχύσεων απαιτήσεις.

    45

    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η ημερομηνία αναφοράς για την εφαρμογή του άρθρου 108, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ είναι εκείνη που προβλέπεται στην απόφαση της οποίας η μη εκτέλεση αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς ή, ενδεχομένως, εκείνη την οποία η Επιτροπή καθόρισε στη συνέχεια (απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2015, Επιτροπή κατά Γαλλίας, C‑37/14, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:90, σκέψη 56 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    46

    Εάν, σε συγκεκριμένη περίπτωση, οι περιστάσεις ή οι λόγοι που σχετίζονται με τις εσωτερικές διαδικασίες εμποδίζουν το κράτος μέλος να εγγράψει στον πίνακα των απαιτήσεων τη σχετική με την οικεία ενίσχυση απαίτηση εντός της ταχθείσας προθεσμίας, το εν λόγω κράτος θα πρέπει, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, να υποβάλει τα προβλήματα αυτά στην κρίση της Επιτροπής, προτείνοντας κατάλληλες τροποποιήσεις της επίμαχης αποφάσεως. Το εν λόγω κράτος και η Επιτροπή οφείλουν, βάσει του κανόνα που επιβάλλει στα κράτη μέλη και στα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης αμοιβαία καθήκοντα ειλικρινούς συνεργασίας, έκφραση του οποίου αποτελεί ιδίως το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, να συνεργαστούν με καλή πίστη για να υπερβούν τις δυσχέρειες, τηρώντας πλήρως τις διατάξεις της Συνθήκης και, ιδίως, εκείνες που αφορούν τις ενισχύσεις (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2015, Επιτροπή κατά Γαλλίας, C‑37/14, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:90, σκέψη 67).

    47

    Πάντως, εφόσον το κράτος μέλος δεν έχει υποβάλει αίτηση για παράταση της προθεσμίας που ορίστηκε με την απόφαση με την οποία διατάσσεται η ανάκτηση της παρανόμως καταβληθείσας ενισχύσεως, η ημερομηνία αναφοράς για την εφαρμογή του άρθρου 108, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και, ειδικότερα, για την εγγραφή στον πίνακα των απαιτήσεων της σχετικής με την ανάκτηση των οικείων ενισχύσεων απαιτήσεως εξακολουθεί να είναι εκείνη που προβλέπεται στην απόφαση αυτή.

    48

    Επομένως, εάν, κατά την ημερομηνία που ορίζεται με την απόφαση που διατάσσει την εν λόγω ανάκτηση ή, ανάλογα με την περίπτωση, κατά την ημερομηνία που καθορίζεται στη συνέχεια από την Επιτροπή, το οικείο κράτος μέλος δεν έχει λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για την εκπλήρωση της υποχρεώσεως ανακτήσεως της επίμαχης ενισχύσεως και, ειδικότερα, για την επαναφορά στην προτέρα κατάσταση και για την εξάλειψη της στρεβλώσεως του ανταγωνισμού που προκύπτει από τις επίμαχες κρατικές ενισχύσεις, πρέπει, για τους σκοπούς της διαδικασίας διαπιστώσεως παραβάσεως που προβλέπει το άρθρο 108, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, να θεωρείται ότι το εν λόγω κράτος μέλος παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από την απόφαση της Επιτροπής και ότι, κατά συνέπεια, οποιοδήποτε άλλο μέτρο το οποίο λαμβάνεται μετά την εκπνοή της ταχθείσας προθεσμίας δεν είναι κρίσιμο για την εκτίμηση του ζητήματος αν το εν λόγω κράτος μέλος έλαβε όλα τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεση της εν λόγω αποφάσεως έως την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας εκτελέσεως που έταξε η Επιτροπή (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 3ης Ιουλίου 2001, Επιτροπή κατά Βελγίου, C‑378/98, EU:C:2001:370, σκέψη 28).

    49

    Εν προκειμένω, η Ελληνική Δημοκρατία όφειλε, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2012/541, να διασφαλίσει την άμεση και αποτελεσματική ανάκτηση της επίμαχης ενισχύσεως. Προς τον σκοπό αυτό, το κράτος μέλος αυτό διέθετε, βάσει της παραγράφου 2 του εν λόγω άρθρου 3, προθεσμία τεσσάρων μηνών από την κοινοποίηση της αποφάσεως αυτής.

    50

    Στο μέτρο που ουδεμία παράταση της προθεσμίας αυτής χορηγήθηκε από την Επιτροπή, η ημερομηνία αναφοράς για την εφαρμογή του άρθρο 108, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ είναι εκείνη που προβλέπεται στην απόφαση 2012/541.

    51

    Δεδομένου ότι η εν λόγω απόφαση κοινοποιήθηκε στην Ελληνική Δημοκρατία στις 23 Φεβρουαρίου 2012, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προθεσμία που τάχθηκε στο εν λόγω κράτος μέλος για την ανάκτηση των ενισχύσεων που εισπράχθηκαν παρανόμως έληγε στις 25 Ιουνίου 2012, δεδομένου ότι η 23η Ιουνίου 2012 ήταν ημέρα Σάββατο.

    52

    Ωστόσο, δεν αμφισβητείται ότι η Ενωμένη Κλωστοϋφαντουργία κηρύχθηκε επισήμως σε πτώχευση μόλις στις 19 Ιουλίου 2012.

    53

    Επιπλέον, από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι η προθεσμία για την αναγγελία των απαιτήσεων άρχισε να τρέχει στις 30 Ιουλίου 2012 και ότι οι ελληνικές αρχές ανήγγειλαν τις απαιτήσεις στη γραμματεία του πτωχευτικού δικαστηρίου στις 3 Αυγούστου 2012 όσον αφορά την κρατική ενίσχυση του 2007 και στις 14 Σεπτεμβρίου 2012 όσον αφορά την κρατική ενίσχυση του 2009.

    54

    Τέλος, όπως προκύπτει από τις διευκρινίσεις που παρέσχε η Ελληνική Δημοκρατία κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, η τελευταία αναγγελία πραγματοποιήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 2013.

    55

    Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν έλαβε εντός της ταχθείσας προθεσμίας όλα τα απαραίτητα μέτρα για την εκτέλεση της αποφάσεως 2012/541, πρέπει να γίνει δεκτή η πρώτη αιτίαση της Επιτροπής με την οποία προβάλλεται παράβαση των άρθρων 2 και 3 της αποφάσεως αυτής.

    Επί της δεύτερης αιτιάσεως, με την οποία προβάλλεται παράλειψη ενημερώσεως της Επιτροπής

    Επιχειρήματα των διαδίκων

    56

    Με τη δεύτερη αιτίασή της, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, εν πάση περιπτώσει, η Ελληνική Δημοκρατία δεν την ενημέρωσε επαρκώς για τα μέτρα που έλαβε για την εκτέλεση της αποφάσεως 2012/541. Πρώτον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι ενημερώθηκε για την αναστολή της διαδικασίας πλειστηριασμού των περιουσιακών στοιχείων της Ενωμένης Κλωστοϋφαντουργίας από την επιστολή των ελληνικών αρχών της 19ης Ιανουαρίου 2016. Περαιτέρω, η Επιτροπή παρατηρεί ότι το εν λόγω κράτος μέλος δεν παρέσχε καμία συγκεκριμένη πληροφορία περί του ότι η Ενωμένη Κλωστοϋφαντουργία δεν δραστηριοποιείται στην αγορά και ότι η εταιρία αυτή δεν ασκεί πλέον καμία δραστηριότητα όσον αφορά το μετά τον Δεκέμβριο του 2015 χρονικό διάστημα. Τέλος, κατά την Επιτροπή, οι ελληνικές αρχές, μετά την επιστολή τους της 11ης Απριλίου 2016, δεν παρέσχον καμία πληροφορία σχετικά με την Ενωμένη Κλωστοϋφαντουργία.

    57

    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι ενημέρωσε επαρκώς την Επιτροπή για τα μέτρα που έλαβε για την εκτέλεση της αποφάσεως 2012/541.

    Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    58

    Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2012/541 επιβάλλει στην Ελληνική Δημοκρατία την υποχρέωση να παράσχει στην Επιτροπή, εντός προθεσμίας δύο μηνών από της κοινοποιήσεως της αποφάσεως αυτής, ορισμένες πληροφορίες σχετικά με την ανάκτηση της ενισχύσεως. Δεδομένου ότι η εν λόγω απόφαση κοινοποιήθηκε στην Ελληνική Δημοκρατία στις 23 Φεβρουαρίου 2012, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προθεσμία που της τάχθηκε για την παροχή των εν λόγω πληροφοριών έληξε στις 23 Απριλίου 2012.

    59

    Το άρθρο 4, παράγραφος 2, της ίδιας αποφάσεως προβλέπει την υποχρέωση του κράτους μέλους αυτού, αφενός, να ενημερώνει τακτικά την Επιτροπή σχετικά με την πρόοδο των μέτρων που λαμβάνονται για την ανάκτηση της ενισχύσεως έως ότου ολοκληρωθεί η επιστροφή της και, αφετέρου, να παρέχει λεπτομερείς πληροφορίες όσον αφορά τα ποσά της ενισχύσεως και των τόκων ανακτήσεως τα οποία αυτό έχει ήδη ανακτήσει από τον δικαιούχο.

    60

    Όσον αφορά την υποχρέωση που προβλέπει το εν λόγω άρθρο 4, παράγραφος 1, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το εν λόγω κράτος μέλος δεν συμμορφώθηκε προς αυτή, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας, η Ελληνική Δημοκρατία, μέχρι τον Μάιο του 2012, δεν είχε απευθυνθεί στην Επιτροπή. Επιπλέον, από τις διευκρινίσεις που παρέσχε η Ελληνική Δημοκρατία κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση προκύπτει ότι οι πληροφορίες σχετικά με την ανάκτηση της ενισχύσεως που έπρεπε να υποβληθούν στην Επιτροπή δεν παρασχέθηκαν εντός της προθεσμίας που ορίζεται στο εν λόγω άρθρο 4, παράγραφος 1.

    61

    Όσον αφορά την υποχρέωση που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2012/541, καίτοι από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι μεταξύ της Επιτροπής και της Ελληνικής Δημοκρατίας υπήρχε, ήδη από τον Μάιο του 2012, συχνή αλληλογραφία σχετικά με την πορεία της διαδικασίας αφερεγγυότητας της Ενωμένης Κλωστοϋφαντουργίας, εντούτοις γεγονός παραμένει ότι το εν λόγω κράτος μέλος δεν είχε προηγουμένως ενημερώσει δεόντως την Επιτροπή για την έκδοση της ΠΝΠ με την οποία ανεστάλη η διαδικασία των δημόσιων πλειστηριασμών των περιουσιακών στοιχείων της Ενωμένης Κλωστοϋφαντουργίας. Μόνο μετά την επιστολή της Επιτροπής της 18ης Δεκεμβρίου 2015, με την οποία αυτή ζήτησε από την Ελληνική Δημοκρατία διευκρινίσεις σχετικά με την κατάσταση, το εν λόγω κράτος μέλος ενημέρωσε την Επιτροπή, με επιστολή της 19ης Ιανουαρίου 2016, ότι είχε αναστείλει την εν λόγω διαδικασία των δημόσιων πλειστηριασμών για περίοδο έξι μηνών, προκειμένου να αξιολογήσει το σχέδιο επαναλειτουργίας της Ενωμένης Κλωστοϋφαντουργίας. Εξάλλου, οι ελληνικές αρχές, μετά την επιστολή τους της 11ης Απριλίου 2016, δεν παρέσχον καμία πληροφορία σχετικά με την Ενωμένη Κλωστοϋφαντουργία.

    62

    Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι στοιχειοθετείται η εκ μέρους του κράτους μέλους αυτού παράβαση της υποχρεώσεώς του να ενημερώνει την Επιτροπή σχετικά με τα μέτρα που έλαβε κατ’ εφαρμογήν της αποφάσεως 2012/541.

    63

    Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, διαπιστώνεται ότι η Ελληνική Δημοκρατία, μη λαμβάνοντας εντός των ταχθεισών προθεσμιών όλα τα απαραίτητα μέτρα για την εκτέλεση της αποφάσεως 2012/541 και μη ενημερώνοντας επαρκώς την Επιτροπή για τα μέτρα που έλαβε κατ’ εφαρμογήν της αποφάσεως αυτής, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 2 έως 4 της εν λόγω αποφάσεως καθώς και από τη Συνθήκη ΛΕΕ.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    64

    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Ελληνική Δημοκρατία ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το αίτημα της Επιτροπής.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφασίζει:

     

    1)

    Η Ελληνική Δημοκρατία, μη λαμβάνοντας εντός των ταχθεισών προθεσμιών όλα τα απαραίτητα μέτρα για την εκτέλεση της αποφάσεως 2012/541/ΕΕ της Επιτροπής, της 22ας Φεβρουαρίου 2012, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.26534 (C 27/2010 πρώην NN 6/2009) που χορήγησε η Ελλάδα υπέρ της Ενωμένης Κλωστοϋφαντουργίας ΑΕ, και μη ενημερώνοντας επαρκώς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τα μέτρα που έλαβε κατ’ εφαρμογήν της αποφάσεως αυτής, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 2 έως 4 της εν λόγω αποφάσεως καθώς και από τη Συνθήκη ΛΕΕ.

     

    2)

    Καταδικάζει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

     

    Silva de Lapuerta

    Fernlund

    Bonichot

    Arabadjiev

    Rodin

    Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 17 Ιανουαρίου 2018.

    Ο Γραμματέας

    A. Calot Escobar

    Η Πρόεδρος του πρώτου τμήματος

    R. Silva de Lapuerta


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.

    Επάνω