Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62016CJ0198

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 19ης Οκτωβρίου 2017.
Agriconsulting Europe SA κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Αίτηση αναιρέσεως – Εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης – Δημόσια σύμβαση υπηρεσιών – Υλικοτεχνική υποστήριξη για τη δημιουργία και διαχείριση μηχανισμού δικτύου με σκοπό την υλοποίηση της ευρωπαϊκής συμπράξεως καινοτομίας για τη “γεωργική παραγωγικότητα και βιωσιμότητα” – Απόρριψη προσφοράς διαγωνιζομένου – Ασυνήθιστα χαμηλή προσφορά – Κατ’ αντιπαράθεση διαδικασία.
Υπόθεση C-198/16 P.

Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2017:784

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 19ης Οκτωβρίου 2017 ( *1 )

«Αίτηση αναιρέσεως – Εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης – Δημόσια σύμβαση υπηρεσιών – Υλικοτεχνική υποστήριξη για τη δημιουργία και διαχείριση μηχανισμού δικτύου με σκοπό την υλοποίηση της ευρωπαϊκής συμπράξεως καινοτομίας για τη “γεωργική παραγωγικότητα και βιωσιμότητα” – Απόρριψη προσφοράς διαγωνιζομένου – Ασυνήθιστα χαμηλή προσφορά – Κατ’ αντιπαράθεση διαδικασία»

Στην υπόθεση C‑198/16 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 8 Απριλίου 2016,

Agriconsulting Europe SA, με έδρα τις Βρυξέλλες (Βέλγιο), εκπροσωπούμενη από τον R. Sciaudone, avvocato,

αναιρεσείουσα,

όπου ο έτερος διάδικος είναι η:

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις L. Di Paolo και F. Moro, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

εναγόμενη πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. L. da Cruz Vilaça (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, E. Levits, A. Borg Barthet, M. Berger, και F. Biltgen, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με την αίτησή της αναιρέσεως, η Agriconsulting Europe SA (στο εξής: Agriconsulting) ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 28ης Ιανουαρίου 2016, Agriconsulting Europe κατά Επιτροπής (T‑570/13, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2016:40), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή της με αίτημα να υποχρεωθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση να της καταβάλει αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη λόγω παρατυπιών που φέρεται να διέπραξε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πλαίσιο του διαγωνισμού «Δημιουργία μηχανισμού δικτύου για την υλοποίηση της ευρωπαϊκής σύμπραξης καινοτομίας (ΕΣΚ) για τη “γεωργική παραγωγικότητα και βιωσιμότητα”» (AGRI‑2012-PEI-01).

Το νομικό πλαίσιο

2

Υπό τον τίτλο «Υπερβολικά χαμηλές προσφορές», το άρθρο 139 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 2342/2002 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του κανονισμού 1605/2002 για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ 2002, L 357, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) 478/2007 της Επιτροπής, της 23ης Απριλίου 2007 (ΕΕ 2007, L 111, σ. 13) (στο εξής: κανονισμός 2342/2002), ορίζει, στην παράγραφο 1, τα εξής:

«Εάν, για συγκεκριμένη σύμβαση, οι προσφορές φαίνονται υπερβολικά χαμηλές, η αναθέτουσα αρχή, πριν απορρίψει γι’ αυτόν και μόνο τον λόγο τις προσφορές αυτές, ζητεί εγγράφως τις διευκρινίσεις που αυτή θεωρεί ενδεδειγμένες σχετικά με τα στοιχεία της προσφοράς και επαληθεύει, με την αυτοπρόσωπη παράσταση των προσφερόντων, τα στοιχεία αυτά λαμβάνοντας υπόψη και την παρεχόμενη από αυτούς τεκμηρίωση. Οι εν λόγω διευκρινίσεις μπορούν να αναφέρονται ιδίως στην τήρηση των διατάξεων σχετικά με την προστασία και τους όρους εργασίας που ισχύουν στον τόπο όπου θα εκτελεσθεί η σύμβαση.

[…]»

3

Το άρθρο 146 του κανονισμού 2342/2002, το οποίο φέρει τον τίτλο «Επιτροπή αξιολόγησης των προσφορών και των αιτήσεων συμμετοχής», ορίζει στην παράγραφο 4, τα εξής:

«Σε περίπτωση υπερβολικά χαμηλών προσφορών κατά το άρθρο 139 η επιτροπή αξιολόγησης ζητεί τις προσήκουσες διευκρινίσεις ως προς τη σύνθεση των προσφορών.»

Το ιστορικό της υποθέσεως

4

Το ιστορικό της διαφοράς εκτίθεται στις σκέψεις 1 έως 22 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ως ακολούθως:

«1.

Στις 7 Αυγούστου 2012 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε προκήρυξη διαγωνισμού στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2012/S 61-150-249926), με στοιχεία AGRI‑2012-PEI-01, για τη σύναψη δημόσιας συμβάσεως με αντικείμενο τη δημιουργία μηχανισμού δικτύου για την υλοποίηση της ευρωπαϊκής συμπράξεως καινοτομίας για τη «γεωργική παραγωγικότητα και βιωσιμότητα» (στο εξής: διαγωνισμός).

2.

Δυνάμει του σημείου 1 της συγγραφής υποχρεώσεων της συμβάσεως (στο εξής: συγγραφή υποχρεώσεων), αποστολή του αναδόχου θα ήταν η συμβολή στη δημιουργία και στη διαχείριση του δικτύου της συμπράξεως, το οποίο θα αποτελούνταν από και θα ήταν ανοικτό στους φορείς που ασχολούνται με την εφαρμογή καινοτόμων προτύπων και λύσεων στον τομέα της γεωργίας, όπως στους γεωργούς, στους ερευνητές, στους παρόχους συμβουλευτικών υπηρεσιών, στις επιχειρήσεις, στις μη κυβερνητικές οργανώσεις, στους καταναλωτές και στους οργανισμούς του δημόσιου τομέα. Ο ανάδοχος θα είχε την ευθύνη να καθορίσει και να διασφαλίσει τη λειτουργία του μηχανισμού του δικτύου, ο οποίος θα αποτελούνταν, αφενός, από το προσωπικό που θα χρησιμοποιούσε ο ανάδοχος για την εκτέλεση των προβλεπόμενων στην προκήρυξη καθηκόντων και, αφετέρου, από τις συγκεκριμένες εγκαταστάσεις στις οποίες το προσωπικό αυτό θα παρείχε την εργασία του και τις υπηρεσίες του (στο εξής: γραφείο ενημερώσεως).

3.

Τα καθήκοντα του αναδόχου καθορίζονταν στο σημείο 2 της συγγραφής υποχρεώσεων. Διαιρούνταν σε εννέα κύρια καθήκοντα, και συγκεκριμένα, πρώτον, τη διαχείριση του προσωπικού που θα χρησιμοποιούνταν για την αποστολή και τη διαχείριση του γραφείου ενημερώσεως, δεύτερον, τη διοργάνωση των εν γένει δράσεων του δικτύου συμπράξεως, τρίτον, τη δραστηριότητα της συνεργασίας εντός του δικτύου και την ανάπτυξη εργαλείων επικοινωνίας, τέταρτον, την ενημέρωση και τη διατήρηση πλήρους βάσεως δεδομένων, πέμπτον, την τήρηση καταλόγου εξωτερικών ειδικών συνεργατών, έκτον, την υλοποίηση δραστηριοτήτων συντονισμού και ανταλλαγής πληροφοριών, έβδομον, την καταγραφή των αναγκών των άμεσα ενδιαφερόμενων φορέων σε ζητήματα έρευνας, όγδοον, την κατάρτιση ετήσιου προγράμματος εργασίας και, ένατον, την αρχειοθέτηση, τη διαχείριση των απογραφόμενων στοιχείων και τη φύλαξη εγγράφων και πληροφοριών. Η συγγραφή υποχρεώσεων προσδιόριζε τον κατώτατο αριθμό απαιτούμενων συνεργατών για την εκτέλεση των κύριων καθηκόντων, προβλέποντας, προς τον σκοπό αυτό, ότι οι επιφορτισμένοι με τα καθήκοντα αυτά συνεργάτες έπρεπε να αντιστοιχούν σε τουλάχιστον δέκα «ισοδύναμα πλήρους απασχολήσεως», εκ των οποίων τουλάχιστον έξι σε μόνιμη βάση.

4.

Επιπλέον, η συγγραφή υποχρεώσεων προέβλεπε 27 πρόσθετα καθήκοντα τα οποία θα εκτελούνταν κατ’ αίτημα, ανά έτος, της Επιτροπής, με ελάχιστο αριθμό εκτελούμενων πρόσθετων καθηκόντων τα τρία και μέγιστο έως δέκα καθήκοντα ανά έτος, και με τη διευκρίνιση ότι, όσον αφορά τα πρόσθετα καθήκοντα αριθ. 24, 26 και 27, η εκτέλεσή τους επρόκειτο να απαιτηθεί τουλάχιστον κατά το πρώτο έτος. Τα πρόσθετα καθήκοντα περιλάμβαναν την οργάνωση ομάδων εργασίας, ήτοι ομάδων ειδικών με σκοπό τη μελέτη και τη συζήτηση ζητημάτων που αφορούν ειδικώς το ευρωπαϊκό πρόγραμμα καινοτομίας (πρόσθετα καθήκοντα αριθ. 1 έως 6), τη διοργάνωση επιπλέον εργαστηριών (πρόσθετα καθήκοντα αριθ. 7 έως 9), τη διοργάνωση κατά τόπους ημερίδων (πρόσθετα καθήκοντα αριθ. 10 έως 13), τη διοργάνωση επιπλέον σεμιναρίων (πρόσθετα καθήκοντα αριθ. 14 έως 17), την αξιολόγηση των πεπραγμένων των ομάδων υλοποιήσεως δράσεων (πρόσθετα καθήκοντα αριθ. 18 έως 20), τη διοργάνωση διαλέξεων (πρόσθετο καθήκον αριθ. 21), τη διοργάνωση της μεταφοράς και της φιλοξενίας των μετεχόντων στις ομάδες εργασίας, στα εργαστήρια και στα σεμινάρια (πρόσθετο καθήκον αριθ. 22), την εκτέλεση αποστολών εντός των κρατών μελών (πρόσθετο καθήκον αριθ. 23), την κατάρτιση καταλόγου ειδικών συνεργατών (πρόσθετο καθήκον αριθ. 24), τον τερματισμό της λειτουργίας του γραφείου ενημερώσεως (πρόσθετο καθήκον αριθ. 25), τη δημιουργία του γραφείου ενημερώσεως (πρόσθετο καθήκον αριθ. 26) και την καταγραφή όλων των σχετικών έργων για τη δημιουργία βάσεως δεδομένων (πρόσθετο καθήκον αριθ. 27).

5.

Κατά τις διατάξεις της συγγραφής υποχρεώσεων, ο ανάδοχος έπρεπε επίσης να προβλέψει επαρκή αριθμό συνεργατών ώστε, πέραν των κύριων καθηκόντων, το προσωπικό που θα επιφορτιζόταν με τα καθήκοντα να μπορέσει να φέρει εις πέρας τις αποστολές που προβλέπονταν στο πλαίσιο των πρόσθετων καθηκόντων αριθ. 24 και αριθ. 27, των οποίων η εκτέλεση προβλεπόταν κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους εκτελέσεως της συμβάσεως.

6.

Κατά το σημείο 6 της συγγραφής υποχρεώσεων, η σύμβαση επρόκειτο να συναφθεί για διάρκεια [δέκα] μηνών, με δυνατότητα δωδεκάμηνης παρατάσεως κατ’ ανώτατο όριο. Η συγγραφή υποχρεώσεων προέβλεπε ανώτατο προϋπολογισμό 2500000 ευρώ κατ’ έτος για την από κοινού εκτέλεση των κύριων και των πρόσθετων καθηκόντων, ενώ ο ανώτατος κατ’ έτος προϋπολογισμός για τα κύρια καθήκοντα ήταν 1400000 ευρώ και για τα πρόσθετα καθήκοντα 1500000 ευρώ.

7.

Κατά το σημείο 7.5 της συγγραφής υποχρεώσεων, η διαδικασία του διαγωνισμού περιλάμβανε, πρώτον, το στάδιο της εξετάσεως των υποψηφιοτήτων με βάση τα κριτήρια αποκλεισμού, ακολουθούμενο από την εξέταση των υποψηφιοτήτων με βάση τα κριτήρια ποιοτικής επιλογής, δεύτερον, το στάδιο της αξιολογήσεως των προσφορών με βάση τα κριτήρια αναθέσεως (αξιολόγηση της ποιότητας και της τιμής) και, τρίτον, το στάδιο της αναθέσεως του αντικειμένου της συμβάσεως με βάση το κριτήριο της πλέον συμφέρουσας από οικονομικής απόψεως προσφοράς. Τα καθορισθέντα από την Επιτροπή κριτήρια αποκλεισμού, ποιοτικής επιλογής και αναθέσεως καθορίζονταν στο σημείο 9 της συγγραφής υποχρεώσεων.

8.

Η Επιτροπή παρέλαβε πέντε προσφορές, μεταξύ των οποίων η προσφορά της ενάγουσας. Όλοι οι προσφέροντες πληρούσαν τα κριτήρια του πρώτου σταδίου του διαγωνισμού σχετικά με την εξέταση της υποψηφιότητάς τους από απόψεως κριτηρίων αποκλεισμού και ποιοτικής επιλογής, και μετείχαν στο δεύτερο στάδιο της διαδικασίας το οποίο συνίστατο στην αξιολόγηση των προσφορών τους με βάση τα ακόλουθα τέσσερα κριτήρια αναθέσεως:

κριτήριο αναθέσεως αριθ. 1: ανάλυση της σχέσεως μεταξύ θεωρίας και πρακτικής εφαρμογής·

κριτήριο αναθέσεως αριθ. 2: ανάλυση της εκτελέσεως των κύριων και πρόσθετων καθηκόντων·

κριτήριο αναθέσεως αριθ. 3: οργάνωση των καθηκόντων στην πράξη·

κριτήριο αναθέσεως [αριθ.] 4: προτάσεις σχετικά με τη δημιουργία γραφείου ενημερώσεως με έδρα τις Βρυξέλλες (Βέλγιο).

9.

Στο πλαίσιο του δεύτερου σταδίου της διαδικασίας, μόνο δύο προσφέρουσες, και συγκεκριμένα η ενάγουσα και η Vlaamse Landmaatschappij (στο εξής: VLM), συγκέντρωσαν την ελάχιστη βαθμολογία που απαιτούσε η συγγραφή υποχρεώσεων όσον αφορά τα κριτήρια αναθέσεως. Ως εκ τούτου, οι δύο προσφέρουσες αυτές μετείχαν στο στάδιο της αξιολογήσεως της προτεινόμενης από αυτές τιμής, η οποία ανερχόταν σε 1320112,63 ευρώ για την ενάγουσα και σε 2316124,83 ευρώ για τη VLM.

10.

Από το πρακτικό της συνεδριάσεως της επιτροπής αξιολογήσεως της 20ής Νοεμβρίου 2012 προκύπτει ότι η ενάγουσα κατετάγη στην πρώτη θέση και ότι, λόγω αμφιβολιών ως προς την ασυνήθιστα χαμηλή τιμή της προσφοράς της, η επιτροπή αξιολογήσεως αποφάσισε ότι έπρεπε να της ζητηθούν στοιχεία σχετικά με την προτεινόμενη τιμή των πρόσθετων καθηκόντων.

11.

Με έγγραφο της 22ας Νοεμβρίου 2012, η Επιτροπή ενημέρωσε την ενάγουσα ότι η επιτροπή αξιολογήσεως εκτίμησε ότι οι προταθείσες για τα πρόσθετα καθήκοντα τιμές ήταν ασυνήθιστα χαμηλές. Η Επιτροπή ζήτησε από την ενάγουσα λεπτομερείς εξηγήσεις ως προς τον υπολογισμό των τιμών που είχαν προταθεί για τα πρόσθετα καθήκοντα αριθ. 1 έως 21 και 25, επισημαίνοντας ότι η προσφορά της ενάγουσας θα μπορούσε να απορριφθεί σε περίπτωση μη επαρκών εξηγήσεων.

12.

Με έγγραφο της 29ης Νοεμβρίου 2012, η ενάγουσα ανταποκρίθηκε στο αίτημα παροχής στοιχείων της Επιτροπής, παρέχοντάς της γενικές εξηγήσεις και κατάλογο των δαπανών βάσει των οποίων διαμόρφωσε τις προτεινόμενες τιμές της όσον αφορά τα πρόσθετα καθήκοντα.

13.

Από το τελικό πρακτικό αξιολογήσεως της προσφοράς της ενάγουσας της 19ης Δεκεμβρίου 2012 προκύπτει ότι η επιτροπή αξιολογήσεως εξέτασε τις εξηγήσεις που παρέσχε η ενάγουσα και διαπίστωσε, μεταξύ άλλων, τη χρήση του ίδιου προσωπικού σε θέσεις των κύριων καθηκόντων και των πρόσθετων καθηκόντων, κατά παράβαση των απαιτήσεων της συγγραφής υποχρεώσεων. Κατά συνέπεια, τροποποίησε τη βαθμολογία που είχε λάβει η προσφορά της ενάγουσας όσον αφορά το κριτήριο αναθέσεως αριθ. 3, από 11,8 μόρια σε 7 μόρια, λαμβανομένου υπόψη ότι η ελάχιστη απαιτούμενη βαθμολογία ήταν 7,5 μόρια επί συνόλου 15. Η επιτροπή αξιολογήσεως ολοκλήρωσε την αξιολόγησή της, αφενός, εμμένοντας στην άποψή της σχετικά με την ασυνήθιστα χαμηλή τιμή της προσφοράς της ενάγουσας και, αφετέρου, διαπιστώνοντας ότι, με βάση τα νέα στοιχεία που της παρέσχε η ενάγουσα, η προσφορά της δεν συγκέντρωνε τον ελάχιστο αριθμό μορίων που απαιτούσε η συγγραφή υποχρεώσεων όσον αφορά το κριτήριο αναθέσεως αριθ. 3. Επομένως, η επιτροπή αξιολογήσεως εισηγήθηκε την ανάθεση της συμβάσεως στη VLM.

14.

Με έγγραφο της 25ης Μαρτίου 2013, η Επιτροπή ενημέρωσε την ενάγουσα ότι η προσφορά της δεν επελέγη για τον λόγο ότι δεν είχε συγκεντρώσει την ελάχιστη απαιτούμενη βαθμολογία σε σχέση με το κριτήριο αναθέσεως αριθ. 3 και ότι κρίθηκε ασυνήθιστα χαμηλή όσον αφορά τις τιμές που προτείνονταν για την εκτέλεση ορισμένων πρόσθετων καθηκόντων. Την ίδια ημέρα η Επιτροπή αποφάσισε την ανάθεση της συμβάσεως στη VLM.

15.

Με έγγραφο της 26ης Μαρτίου 2013, η ενάγουσα ζήτησε να της γνωστοποιηθεί το όνομα του αναδόχου καθώς και τα χαρακτηριστικά και τα πλεονεκτήματα της προσφοράς του. Η Επιτροπή διαβίβασε τις πληροφορίες αυτές με έγγραφο της 27ης Μαρτίου 2013.

16.

Με έγγραφο της 29ης Μαρτίου 2013, η ενάγουσα ζήτησε από την Επιτροπή περαιτέρω στοιχεία σχετικά με την αξιολόγηση της προσφοράς της. Η Επιτροπή τους απάντησε με επιστολή της 10ης Απριλίου 2013.

17.

Με έγγραφο της 12ης Απριλίου 2013, η ενάγουσα υποστήριξε ότι η αναθέτουσα αρχή δεν της παρέσχε τα αναγκαία επεξηγηματικά στοιχεία σχετικά με την αξιολόγηση βάσει του πρώτου και του δεύτερου κριτηρίου, ότι τροποποίησε την τεχνική αξιολόγησή της μετά το άνοιγμα της οικονομικής προσφοράς της ενάγουσας, ότι προέβη σε εσφαλμένη εκτίμηση ως προς τη συμμετοχή του επικεφαλής της ομάδας και του αναπληρωτή του στα πρόσθετα καθήκοντα και ότι τα πορίσματά της ως προς την προσφορά της VLM ήταν εσφαλμένα.

18.

Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της ίδιας ημέρας προς την Επιτροπή, η ενάγουσα ζήτησε από αυτήν την πρόσβαση στα πρακτικά της επιτροπής αξιολογήσεως και στην προσφορά του αναδόχου, βάσει του άρθρου 6 του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ 2001, L 145, σ. 43).

19.

Με ένα πρώτο έγγραφο της 29ης Απριλίου 2013, η Επιτροπή ενημέρωσε την ενάγουσα ότι το πρακτικό της επιτροπής αξιολογήσεως επρόκειτο να της διαβιβαστεί σύντομα. Με δεύτερο έγγραφο της ίδιας ημέρας, η Επιτροπή ανταποκρίθηκε στην αίτηση προσβάσεως της ενάγουσας παρέχοντάς της αντίγραφο μέρους του πρακτικού αξιολογήσεως της 20ής Νοεμβρίου 2012, μέρους του τελικού πρακτικού αξιολογήσεως της προσφοράς της της 19ης Δεκεμβρίου 2012 και μέρους του γενικού πρακτικού αξιολογήσεως της 6ης Φεβρουαρίου 2013. Αντιθέτως, η Επιτροπή αρνήθηκε να της γνωστοποιήσει την προσφορά του αναδόχου επικαλούμενη την προστασία των εμπορικών συμφερόντων της ενδιαφερόμενης επιχειρήσεως, βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.

20.

Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 13ης Μαΐου 2013, η ενάγουσα υπέβαλε επιβεβαιωτική αίτηση προσβάσεως βάσει του άρθρου 7 του κανονισμού 1049/2001. Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 14ης Μαΐου 2013, η Επιτροπή βεβαίωσε την παραλαβή του εν λόγω μηνύματος, επισημαίνοντας ότι θα απαντούσε εντός προθεσμίας 15 εργάσιμων ημερών.

21.

Με άλλο έγγραφο της 13ης Μαΐου 2013, η ενάγουσα αμφισβήτησε την άποψη που διατύπωσε η Επιτροπή στο από 29 Απριλίου 2013 δεύτερο έγγραφό της, θεωρώντας την ανεπαρκή. Με έγγραφο της 31ης Μαΐου 2013, η Επιτροπή απάντησε ότι η ενάγουσα διέθετε όλα τα έγγραφα τεκμηριώσεως σχετικά με τον διαγωνισμό κατόπιν του οποίου ελήφθη η απόφαση περί αναθέσεως, κάνοντας επίσης μνεία του από 29 Απριλίου 2013 εγγράφου της.

22.

Όσον αφορά την επιβεβαιωτική αίτηση προσβάσεως, η Επιτροπή, με έγγραφο της 4ης Ιουνίου 2013, δήλωσε στην ενάγουσα ότι παρέτεινε την προθεσμία απαντήσεως έως τις 26 Ιουνίου 2013. Στις 26 Ιουνίου 2013 η Επιτροπή ενημέρωσε την ενάγουσα ότι αδυνατούσε να ανταποκριθεί στην επιβεβαιωτική αίτηση προσβάσεως εντός της προαναφερθείσας προθεσμίας. Με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 4ης Ιουλίου 2013, η ενάγουσα ζήτησε απάντηση στην επιβεβαιωτική αίτηση προσβάσεώς της, στο οποίο απάντησε η Επιτροπή στις 9 Ιουλίου 2013, ενημερώνοντας την επιχείρηση ότι η απάντηση θα της διαβιβαζόταν εντός ολίγων ημερών. Με έγγραφο της 17ης Ιουλίου 2013, η Επιτροπή απάντησε στην επιβεβαιωτική αίτηση προσβάσεως της ενάγουσας, εμμένοντας στην προηγούμενη απόφασή της να μην γνωστοποιήσει ορισμένα στοιχεία που περιλαμβάνονταν στα πρακτικά αξιολογήσεως και να μην χορηγήσει πρόσβαση στην προσφορά του αναδόχου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.»

Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

5

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 25 Οκτωβρίου 2013, η Agriconsulting άσκησε αγωγή με αίτημα, πρώτον, να υποχρεωθεί η Επιτροπή να της γνωστοποιήσει την προσφορά της αναδόχου VLM και, δεύτερον, να υποχρεωθεί αυτή να της καταβάλει αποζημίωση, δυνάμει των άρθρων 268 ΣΛΕΕ και 340 ΣΛΕΕ, για τη ζημία που φέρεται να υπέστη λόγω παρατυπιών που διέπραξε η Επιτροπή στο πλαίσιο του διαγωνισμού. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή στο σύνολό της.

Τα αιτήματα των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου

6

Η Agriconsulting ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκειμένου αυτό να αποφανθεί εκ νέου σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Δικαστηρίου·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα της παρούσας δίκης καθώς και σε αυτά της πρωτόδικης διαδικασίας.

7

Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της·

να καταδικάσει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.

Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

8

Η αναιρεσείουσα προβάλλει τέσσερις λόγους προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως.

Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

9

Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος περιλαμβάνει δύο σκέλη, η Agriconsulting προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι, με τη σκέψη 46 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε ότι οι παραβάσεις που κατά τους ισχυρισμούς της διαπράχθηκαν σε σχέση με τα κριτήρια αναθέσεως αριθ. 1 και 2, στο πλαίσιο της αξιολογήσεως της προσφοράς της, δεν τελούν σε αιτιώδη συνάφεια με τις προβαλλόμενες με την αγωγή της μορφές ζημίας.

10

Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του ως άνω λόγου αναιρέσεως, η Agriconsulting υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο αλλοίωσε και παραμόρφωσε τα επιχειρήματά της όσον αφορά την αιτιώδη συνάφεια. Συγκεκριμένα, αντίθετα προς ό,τι έκρινε το Γενικό Δικαστήριο με τις σκέψεις 42 και 43 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η Agriconsulting προσπάθησε να αποσυνδέσει τις μορφές ζημίας που συνιστούν η απώλεια της ευκαιρίας και τα έξοδα συμμετοχής στον διαγωνισμό από το ζήτημα της απόρριψης της προσφοράς της. Συναφώς, από το σημείο 105 της αγωγής της και το σημείο 3 του υπομνήματος που κατέθεσε σε πρώτο βαθμό προκύπτει σαφώς ότι η απώλεια της ευκαιρίας και τα έξοδα συμμετοχής συνιστούσαν για την αναιρεσείουσα μορφές ζημίας δυνάμενες να αποκατασταθούν, ανεξάρτητα από το κατά πόσον ήταν βέβαιο ότι η σύμβαση θα ανετίθετο σε αυτή.

11

Στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η Agriconsulting προβάλλει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε, με τις σκέψεις 43 έως 45 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι προβαλλόμενες παραβάσεις σε σχέση με τα κριτήρια αναθέσεως αριθ. 1 και 2 δεν μπορούσαν να οδηγήσουν σε αποζημίωση στο μέτρο που η απόρριψη της προσφοράς της αναιρεσείουσας αποτελούσε συνέπεια των εκτιμήσεων της επιτροπής αξιολογήσεως όσον αφορά το κριτήριο αναθέσεως αριθ. 3 και τον χαρακτηρισμό της προσφοράς αυτής ως ασυνήθιστα χαμηλής. Με τον τρόπο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο περιόρισε την αγωγή αποζημιώσεως μόνο στις περιπτώσεις παραβάσεων οι οποίες ασκούν καθοριστική επιρροή στην ανάθεση της συμβάσεως, μολονότι, σύμφωνα με τη νομολογία του εν λόγω δικαστηρίου, οποιαδήποτε παρατυπία κατά τη διαδικασία του διαγωνισμού η οποία είναι ικανή να επηρεάσει τις πιθανότητες ορισμένου διαγωνιζομένου να του ανατεθεί η σύμβαση γεννά δικαίωμα αποζημιώσεως.

12

Η Επιτροπή φρονεί ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

13

Υπενθυμίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, καταρχάς, με τη σκέψη 41 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Agriconsulting προέβαλε, όσον αφορά τις παραβάσεις σε σχέση με τα κριτήρια αναθέσεως αριθ. 1 και 2, δύο μορφές ζημίας, ήτοι απώλεια ευκαιρίας και ζημία λόγω των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε για τη συμμετοχή της στη διαδικασία του διαγωνισμού. Εν συνεχεία, με τη σκέψη 42 της εν λόγω αποφάσεως, συνόψισε τα επιχειρήματα αυτής ως εξής: «[η] ενάγουσα υποστηρίζει ότι συντρέχει η προϋπόθεση περί αιτιώδους συνάφειας, διότι η προσφορά της κατετάγη στην πρώτη θέση και διότι η σύμβαση θα της είχε ανατεθεί, αν δεν είχαν διαπραχθεί οι προβαλλόμενες παραβάσεις». Τέλος, με τις σκέψεις 43 έως 46 της εν λόγω αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο απάντησε στα επιχειρήματα που συνοψίζονται ανωτέρω, κρίνοντας κατ’ ουσίαν ότι οι προσαπτόμενες παραβάσεις δεν τελούσαν σε άμεση αιτιώδη συνάφεια με την ζημία την οποία προέβαλε η ενάγουσα.

14

Όσον αφορά το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως σχετικά με την προβαλλόμενη παραμόρφωση από το Γενικό Δικαστήριο των επιχειρημάτων της Agriconsulting, επισημαίνεται καταρχάς ότι, στο σημείο 102 της προσφυγής, η Agriconsulting είχε επισημάνει, εν είδει επεξηγήσεως όσον αφορά την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των παραβάσεων που φέρεται να διαπράχθηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας του διαγωνισμού, αφενός, και της απώλειας ευκαιρίας που επήλθε γι’ αυτή, αφετέρου, ότι η εν λόγω απώλεια ευκαιρίας αποτελούσε «άμεση συνέπεια της αποφάσεως της επιτροπής αξιολογήσεως να ελαττώσει τη βαθμολογία σε σχέση με το κριτήριο αναθέσεως αριθ. 3 και να χαρακτηρίσει την προσφορά ασυνήθιστα χαμηλή».

15

Επιπροσθέτως, η αναιρεσείουσα είχε υποστηρίξει, στα σημεία 76 και 79 του δικογράφου της αγωγής της, ότι η προβαλλόμενη απώλεια ευκαιρίας επήλθε ως συνέπεια του ότι η προσφορά της είχε καταταγεί στην πρώτη θέση και ότι παρανόμως η σύμβαση δεν της είχε ανατεθεί.

16

Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν παραμόρφωσε, με τη σκέψη 42 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τα επιχειρήματα της αναιρεσείουσας σχετικά με την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των προβαλλομένων παραβάσεων και της φερόμενης απώλειας ευκαιρίας. Αντιθέτως, τα μετέφερε όπως αυτά προέκυπταν από το δικόγραφο της αγωγής της.

17

Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το σημείο 105 του δικογράφου της αγωγής το οποίο η Agriconsulting δεν μπορεί να επικαλεστεί λυσιτελώς προκειμένου να αποδείξει το περιεχόμενο του επιχειρήματός της σχετικά με την προβαλλόμενη απώλεια ευκαιρίας. Συγκεκριμένα, οι διευκρινίσεις που περιλαμβάνονται στο σημείο αυτό προδήλως δεν αφορούν το ως άνω ζήτημα, καθόσον σε αυτό η αναιρεσείουσα εκθέτει τις προϋποθέσεις που θέτει η νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου για την επιστροφή των εξόδων συμμετοχής στη διαδικασία του διαγωνισμού. Το εν λόγω σημείο εντάσσεται, εξάλλου, στο τμήμα του δικογράφου της αγωγής που τιτλοφορείται «Η αιτιώδης συνάφεια όσον αφορά τη ζημία που συνίσταται στα έξοδα συμμετοχής στην επίμαχη διαδικασία διαγωνισμού».

18

Η αναιρεσείουσα δεν μπορεί εξάλλου να επικαλεστεί ούτε τις διευκρινίσεις που περιλαμβάνονται στο σημείο 3 του υπομνήματος απαντήσεως που κατέθεσε σε πρώτο βαθμό. Συγκεκριμένα, η αναιρεσείουσα απλώς επανέλαβε σε αυτό, χωρίς άλλες διευκρινίσεις συναφώς, ό,τι είχε παρουσιάσει, στο σημείο 105 του δικογράφου της αγωγής της, ως τη νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με την επιστροφή των εξόδων συμμετοχής, με την προσθήκη μιας φράσεως κατά την οποία οι προβαλλόμενες παραβάσεις σχετικά με τα κριτήρια αναθέσεως αριθ. 1 και 2 «στήριζαν» όχι μόνον αυτή τη μορφή ζημίας αλλά και την απώλεια ευκαιρίας. Επομένως, το εν λόγω σημείο 3, παρέχει, το πολύ, μια διευκρίνιση ως προς τις μορφές ζημίας που η αναιρεσείουσα επικαλείται σε σχέση με τις παραβάσεις αυτές.

19

Δεύτερον, όσον αφορά τα επιχειρήματα της Agriconsulting σχετικά με την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ, αφενός, των προβαλλομένων παραβάσεων και, αφετέρου, της μορφής ζημίας που συνίσταται στα έξοδα συμμετοχής στη διαδικασία του διαγωνισμού, παρατηρείται ότι το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ως προς την επιστροφή των εν λόγω εξόδων με τις σκέψεις 112 έως 117, κατά βάση, της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Πλην όμως η αναιρεσείουσα δεν υποστηρίζει, με την αίτησή της αναιρέσεως, ότι η προβαλλόμενη παραμόρφωση ή αλλοίωση των επιχειρημάτων της από το Γενικό Δικαστήριο, με τη σκέψη 42 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθιστά ελαττωματική την ανάλυση που περιέχεται στις εν λόγω σκέψεις. Κατά συνέπεια, η αναιρεσείουσα επικαλείται παραμόρφωση χωρίς να εξηγεί τις συνέπειες που συνάγει από αυτή. Επομένως, κατά το μέτρο αυτό, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως είναι αλυσιτελές.

20

Εξ αυτού συνάγεται ότι το πρώτο σκέλος είναι εν μέρει αβάσιμο και εν μέρει αλυσιτελές.

21

Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, όπως αυτό συνοψίζεται στη σκέψη 11 της παρούσας αποφάσεως, αρκεί να υπομνησθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο, με τις σκέψεις 43 και 45 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεν έκρινε, κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο, ότι παραβάσεις οι οποίες επηρεάζουν μια διαδικασία διαγωνισμού, όπως αυτές που προβάλλει εν προκειμένω η Agriconsulting σε σχέση με τα κριτήρια αναθέσεως αριθ. 1 και 2, δεν μπορούν ποτέ να θεμελιώσουν δικαίωμα αποζημιώσεως του διαγωνιζομένου. Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο περιορίστηκε να κρίνει in concreto εάν υφίστατο τέτοιο δικαίωμα αποζημιώσεως, λαμβανομένων υπόψη των επιχειρημάτων που προέβαλε η αναιρεσείουσα όσον αφορά την αιτιώδη συνάφεια και προβαίνοντας σε εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως.

22

Συμπερασματικά, με το εν λόγω σκέλος αμφισβητείται η εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών όσον αφορά την αιτιώδη συνάφεια, πράγμα που εκφεύγει της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου στο πλαίσιο αναιρέσεως, πλην της περιπτώσεως παραμορφώσεως του περιεχομένου τους. Πλην όμως, καθόσον η αναιρεσείουσα δεν μπορεί να επικαλεσθεί οποιαδήποτε παραμόρφωση των επιχειρημάτων της για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 14 έως 19 της παρούσας αποφάσεως, το εν λόγω σκέλος είναι απαράδεκτο.

23

Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

Επί του δεύτερου λόγου αναιρέσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

24

Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, η Agriconsulting υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, με τις σκέψεις 56 έως 62 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, παραμόρφωσε την αξιολόγηση της επιτροπής αξιολογήσεως και παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει.

25

Συγκεκριμένα, όπως προέκυπτε από την τελική έκθεση αξιολογήσεως, η επιτροπή αξιολογήσεως προέβη σε εκτίμηση της αξιοπιστίας της προσφοράς της αναιρεσείουσας υπό το πρίσμα μόνον της τιμής που προτεινόταν για ορισμένα πρόσθετα καθήκοντα. Το Γενικό Δικαστήριο αναγνώρισε, στις σκέψεις 56 και 57 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το γεγονός αυτό, καταλήγοντας, ωστόσο, εν συνεχεία στο συμπέρασμα ότι η επιτροπή έλαβε υπόψη την προσφορά αυτή στο σύνολό της. Η συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου είναι, συναφώς, ανεπαρκής, ανακόλουθη και μη τεκμηριωμένη, δεδομένου ότι δεν στηρίζεται σε κανένα ειδικό αποδεικτικό στοιχείο, κατά παράβαση του κανόνα onus probandi incumbit ei qui dicit.

26

Στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, η Agriconsulting υποστηρίζει, για λόγους παρόμοιους με αυτούς που εκτίθενται στην προηγούμενη σκέψη, ότι το Γενικό Δικαστήριο υποκατέστησε την αιτιολογία της επιτροπής αξιολογήσεως με τη δική του αιτιολογία και παραμόρφωσε τα διαδικαστικά έγγραφα.

27

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος και, επικουρικώς, ότι είναι αβάσιμος.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

28

Με τα δύο σκέλη του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, τα οποία πρέπει να εξετασθούν από κοινού, η Agriconsulting προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι παραμόρφωσε «την εκτίμηση της επιτροπής αξιολογήσεως» και τα «διαδικαστικά έγγραφα», υποκατέστησε την εκτίμηση της επιτροπής αξιολογήσεως με τη δική του εκτίμηση και παρέθεσε ανεπαρκή, αντιφατική καθώς και μη τεκμηριωμένη αιτιολογία. Το επιχείρημα αυτό πρέπει να νοηθεί υπό την έννοια ότι η αναιρεσείουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, αφενός, ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε το έγγραφο της Επιτροπής της 25ης Μαρτίου 2013 και την τελική έκθεση αξιολογήσεως και, αφετέρου, ότι παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως.

29

Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, στη σκέψη 55 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο αναφέρθηκε στη νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία το υπερβολικά χαμηλό ύψος της προσφοράς πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τη σύνθεση της προσφοράς και με τη φύση της επίμαχης παροχής (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Data Medical Service, C‑568/13, EU:C:2014:2466, σκέψη 50). Εν συνεχεία, στη σκέψη 56 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο συνόψισε το περιεχόμενο του εγγράφου της Επιτροπής της 25ης Μαρτίου 2013, με το οποίο το εν λόγω θεσμικό όργανο είχε ενημερώσει την αναιρεσείουσα ότι η προσφορά της είχε απορριφθεί, καθώς και το περιεχόμενο της τελικής εκθέσεως αξιολογήσεως. Με τη σκέψη 57 της εν λόγω αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι ανακολουθίες που ώθησαν την επιτροπή αξιολογήσεως να χαρακτηρίσει την προσφορά της αναιρεσείουσας ως υπερβολικά χαμηλή αφορούσαν, ειδικότερα, ορισμένα πρόσθετα καθήκοντα. Εντούτοις, με τις σκέψεις 58 έως 61 της εν λόγω αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, ειδικότερα, ότι, λαμβανομένης υπόψη της οικονομικής και χρηματοδοτικής σημασίας των πρόσθετων καθηκόντων για την αξία της επίμαχης συμβάσεως, οι διαπιστωθείσες ανακολουθίες μπορούσαν να επηρεάσουν τη συνοχή της προσφοράς της Agriconsulting στο σύνολό της. Από τα ανωτέρω συνήγαγε, με τη σκέψη 62 της ίδιας αποφάσεως, ότι η επιτροπή αξιολογήσεως πραγματοποίησε την αξιολόγησή της όσον αφορά το υπερβολικά χαμηλό ύψος της προσφοράς της Agriconsulting σε σχέση με τη σύνθεση της προσφοράς και με τη φύση της επίμαχης παροχής, λαμβάνοντας υπόψη τα κρίσιμα στοιχεία που αφορούσαν την εν λόγω παροχή.

30

Συνεπώς, όσον αφορά, πρώτον, ενδεχόμενη παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, πρέπει να υπομνησθεί ότι μια τέτοια παραμόρφωση πρέπει να προκύπτει προδήλως από τα στοιχεία της δικογραφίας, χωρίς να απαιτείται εκ νέου εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 20ής Νοεμβρίου 2014, Intra-Presse κατά ΓΕΕΑ, C‑581/13 P και C‑582/13 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2014:2387, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και της 26ης Οκτωβρίου 2016, Westermann Lernspielverlage κατά EUIPO, C‑482/15 P, EU:C:2016:805, σκέψη 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

31

Εντούτοις, εν προκειμένω, στο πλαίσιο της προβαλλόμενης παραμορφώσεως των αποδεικτικών στοιχείων, η Agriconsulting επιδιώκει στην πραγματικότητα νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, πράγμα που εκφεύγει της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας (βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις της 2ας Σεπτεμβρίου 2010, Calvin Klein Trademark Trust κατά ΓΕΕΑ, C‑254/09 P, EU:C:2010:488, σκέψη 49, καθώς και της 19ης Μαρτίου 2015, MEGA Brands International κατά ΓΕΕΑ, C‑182/14 P, EU:C:2015:187, σκέψη 47 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

32

Συγκεκριμένα, η Agriconsulting δεν υποστηρίζει ότι η ερμηνεία από το Γενικό Δικαστήριο του εγγράφου της Επιτροπής της 25ης Μαρτίου 2013 και της τελικής εκθέσεως αξιολογήσεως ενέχει οποιεσδήποτε ανακρίβειες ως προς τα πραγματικά περιστατικά. Αντιθέτως, η αναιρεσείουσα αναγνωρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο συνόψισε ορθά το περιεχόμενό τους στη σκέψη 56 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Η αναιρεσείουσα αμφισβητεί μάλλον την εκτίμηση στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο, με τις σκέψεις 57 έως 61 της αποφάσεως αυτής, του περιεχομένου των εν λόγω εγγράφων υπό το πρίσμα του πλαισίου στο οποίο εντάσσονται, συμπεριλαμβανομένης της οικονομικής και χρηματοδοτικής σημασίας των πρόσθετων καθηκόντων στο πλαίσιο της οικείας συμβάσεως, και το συμπέρασμα στο οποίο αυτό κατέληξε ότι οι διαπιστωθείσες ανακολουθίες μπορούσαν να επηρεάσουν την αξιοπιστία της προσφοράς της Agriconsulting στο σύνολό της.

33

Επομένως, κατά το μέτρο αυτό, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος.

34

Όσον αφορά, δεύτερον, τα επιχειρήματα της Agriconsulting κατά τα οποία το Γενικό Δικαστήριο παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως την οποία υπέχει, επισημαίνεται ότι το ερώτημα αν η συλλογιστική μιας αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου είναι αντιφατική ή ανεπαρκής αποτελεί, ασφαλώς, νομικό ζήτημα, δυνάμενο να προβληθεί στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 16ης Ιουλίου 2009, Der Grüne Punkt – Duales System Deutschland κατά Επιτροπής, C‑385/07 P, EU:C:2009:456, σκέψη 71 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

35

Εντούτοις, υποστηρίζοντας ότι η αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως είναι αντιφατική, η Agriconsulting επιδιώκει, για άλλη μια φορά, μια εκ νέου εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως. Συγκεκριμένα, η διαπίστωση που περιλαμβάνεται στη σκέψη 57 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία «οι διαπιστωθείσες ανακολουθίες […] αφορούσαν ειδικότερα, ορισμένα πρόσθετα καθήκοντα» δεν είναι, αυτή καθεαυτήν, ασυμβίβαστη με το συμπέρασμα που περιέχεται στη σκέψη 62 της αποφάσεως αυτής κατά το οποίο «η επιτροπή αξιολογήσεως πραγματοποίησε την αξιολόγησή της σε σχέση με τη σύνθεση της προσφοράς και με την επίμαχη παροχή». Στην πραγματικότητα, η αναιρεσείουσα αμφισβητεί τις εκτιμήσεις σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά που περιλαμβάνονται στις σκέψεις 58 έως 61 της εν λόγω αποφάσεως και οι οποίες ώθησαν το Γενικό Δικαστήριο να καταλήξει από τη διαπίστωση αυτή στο ως άνω συμπέρασμα.

36

Όσον αφορά την έλλειψη αιτιολογίας που προβάλλει η αναιρεσείουσα, από τις εκτιμήσεις που περιέχονται στις σκέψεις 57 έως 61 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, των οποίων υπόμνηση γίνεται στη σκέψη 29 της παρούσας αποφάσεως, προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο αιτιολόγησε επαρκώς κατά νόμο το συμπέρασμα, που περιέχεται στη σκέψη 62 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά το οποίο η επιτροπή αξιολογήσεως ενήργησε σύμφωνα με τη νομολογία που διαμορφώθηκε με την απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Data Medical Service (C‑568/13, EU:C:2014:2466).

37

Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως που προβάλλει η αναιρεσείουσα πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του ως εν μέρει απαράδεκτος και εν μέρει αβάσιμος.

Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

38

Με το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως, η Agriconsulting υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε και αλλοίωσε, στις σκέψεις 64 έως 69 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, την αγωγή της. Συγκεκριμένα, ενώ αυτή επικαλέστηκε τον αυθαίρετο, παράλογο, υποκειμενικό και αόριστο χαρακτήρα των τιμών και των δαπανών αναφοράς που χρησιμοποίησε η επιτροπή αξιολογήσεως για να εκτιμήσει την ασυνήθιστα χαμηλή τιμή της προσφοράς της (στο εξής: οικονομικές παράμετροι αναφοράς), το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε τη βασιμότητά τους. Το Γενικό Δικαστήριο περιορίστηκε να κρίνει, με τη σκέψη 66 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η αναιρεσείουσα δεν είχε αποδείξει τη σοβαρότητα της προσφοράς της.

39

Στο πλαίσιο αυτό, η αναιρεσείουσα προσάπτει επίσης στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν έλαβε υπόψη τα αποδεικτικά στοιχεία που αυτή προσκόμισε προκειμένου να αποδείξει ότι οι εν λόγω οικονομικές παράμετροι δεν ήταν αξιόπιστες. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη έναν υποθετικό υπολογισμό από τον οποίο προέκυπτε ότι, εφαρμόζοντας στα κύρια καθήκοντα τις ίδιες οικονομικές παραμέτρους, ο προϋπολογισμός που είχε προβλεφθεί με τη συγγραφή υποχρεώσεων για τα καθήκοντα αυτά δεν επαρκούσε.

40

Εξάλλου, η Agriconsulting φρονεί ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορούσε να της αντιτάξει, όπως έπραξε στη σκέψη 66 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το γεγονός ότι αυτή, στην αρχική προσφορά της, δεν παρέσχε κανένα συγκεκριμένο στοιχείο προκειμένου να αποδείξει τις μειώσεις τιμών τις οποίες θα επιτύγχανε, δεδομένου ότι κανένας κανόνας της διαδικασίας του διαγωνισμού δεν της το επέβαλλε. Το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορούσε ούτε να της προσάψει ότι δεν παρέσχε τις πληροφορίες αυτές με την επιστολή της 29ης Νοεμβρίου 2012 ως απάντηση στο αίτημα της Επιτροπής για παροχή πληροφοριών. Συγκεκριμένα, οι εν λόγω πληροφορίες δεν αποτελούσαν μέρος των πληροφοριών που το εν λόγω θεσμικό όργανο ζήτησε με το έγγραφό του της 22ας Νοεμβρίου 2012. Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορούσε να προσάψει στην αναιρεσείουσα ότι δεν κοινοποίησε, στη συνέχεια, τις συμφωνίες συνεργασίας με τους εμπειρογνώμονες, στο μέτρο που η Επιτροπή δεν την εξουσιοδότησε προς τούτο.

41

Με το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι το Γενικό Δικαστήριο, με τις σκέψεις 73 έως 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι η Επιτροπή δεν παραβίασε την αρχή της κατ’ αντιπαράθεση διαδικασίας, κατά το μέτρο που δεν έδωσε στην αναιρεσείουσα τη δυνατότητα να παράσχει τις συμπληρωματικές αυτές πληροφορίες.

42

Συναφώς, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η αναθέτουσα αρχή υποχρεούται να ζητήσει από τον προσφέροντα διευκρινίσεις οι οποίες να δικαιολογούν τη σοβαρότητα της προσφοράς του στο πλαίσιο μιας κατ’ αντιπαράθεση διαδικασίας. Πλην όμως, εν προκειμένω, στο μέτρο που το αίτημα της επιτροπής αξιολογήσεως διατυπώθηκε υπό την έννοια ότι αφορούσε όχι το εύλογο των τιμών που προτάθηκαν με την προσφορά της Agriconsulting αλλά τη μέθοδο υπολογισμού των τιμών αυτών, η αναιρεσείουσα παρέσχε τελικώς πληροφορίες όσον αφορά τα αριθμητικά στοιχεία και μόνον του εν λόγω υπολογισμού. Επομένως, θα έπρεπε να έχει τη δυνατότητα να παράσχει συμπληρωματικές πληροφορίες προκειμένου να αρθεί οποιαδήποτε αμφιβολία σχετικά με το βάσιμο των επίμαχων αριθμητικών στοιχείων. Συναφώς, η νομολογία δεν περιορίζει σε μία και μόνο ανακοίνωση το δικαίωμα του προσφέροντος να υποβάλει τις παρατηρήσεις του. Αντιθέτως, η αρχή της κατ’ αντιπαράθεση διαδικασίας επιβάλλει, στο πλαίσιο αυτό, όπως ο προσφέρων έχει τη δυνατότητα, μετά την κατάθεση των πρώτων παρατηρήσεων, να παράσχει συμπληρωματικές διευκρινίσεις εφόσον τούτο θεωρείται εύλογο.

43

Τέλος, στο πλαίσιο του τρίτου σκέλους, η Agriconsulting φρονεί ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον κατέληξε στο συμπέρασμα, με τις σκέψεις 81 έως 85 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν υφίσταται παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως. Καταρχάς, το Γενικό Δικαστήριο κακώς έκρινε ότι η τιμή και μόνον της προσφοράς της Agriconsulting αρκούσε για να αποδειχθεί ότι η προσφορά αυτή ήταν ασυνήθιστα χαμηλή. Εν συνεχεία, το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη το γεγονός ότι, υπό το πρίσμα των οικονομικών παραμέτρων αναφοράς, η προσφορά της VLM ήταν επίσης ασυνήθιστα χαμηλή. Το Γενικό Δικαστήριο όφειλε, ιδίως, να λάβει υπόψη ότι η Agriconsulting και η VLM βρίσκονταν στην πραγματικότητα, όσον αφορά τις αντίστοιχες προσφορές τους, στην ίδια κατάσταση. Συγκεκριμένα, αφενός, οι προσφορές αυτές αφορούσαν την ίδια σύμβαση και, αφετέρου, η αξιοπιστία τους αμφισβητείται, όσον αφορά την πρώτη, από την αναθέτουσα αρχή και, όσον αφορά τη δεύτερη, από την Agriconsulting.

44

Επιπροσθέτως, το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε και δεν αξιολόγησε επαρκώς τα αποδεικτικά στοιχεία που πρότεινε η προσφεύγουσα προς στήριξη των αιτιάσεών της. Πιο συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο, καθόσον έκρινε, με τη σκέψη 84 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα αποτελέσματα του υποθετικού υπολογισμού που προσκόμισε η ενάγουσα και των οποίων μνεία γίνεται στη σκέψη 39 της παρούσας αποφάσεως είναι άνευ σημασίας, δεν έλαβε υπόψη ένα στοιχείο από το οποίο ακριβώς αποδεικνύεται ότι η προσφορά της VLM ήταν επίσης ασυνήθιστα χαμηλή και, επομένως, ότι η τελευταία βρισκόταν, από την άποψη αυτή, σε παρόμοια κατάσταση με εκείνη της αναιρεσείουσας.

45

Η Επιτροπή θεωρεί ότι ο τρίτος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

46

Για την εξέταση του τρίτου λόγου αναιρέσεως, πρέπει να αντιστραφεί η σειρά εξετάσεως των διαφόρων σκελών του.

47

Όσον αφορά, καταρχάς, το τρίτο σκέλος, το οποίο αναφέρεται στη φερόμενη παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι η αρχή αυτή επιβάλλει όπως όλοι οι διαγωνιζόμενοι έχουν ίσες ευκαιρίες όταν διαμορφώνουν τους όρους των προσφορών τους και, επομένως, συνεπάγεται ότι ισχύουν οι ίδιες προϋποθέσεις για όλους τους διαγωνιζομένους (διάταξη της 10ης Νοεμβρίου 2016, Spinosa Costruzioni Generali και Melfi, C‑162/16, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:870, σκέψη 23 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

48

Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, με τις σκέψεις 82 και 83 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η προσφορά της VLM, η οποία υπολογίστηκε βάσει του μαθηματικού τύπου που προβλεπόταν στη συγγραφή υποχρεώσεων ήταν, αφενός, ελαφρώς χαμηλότερη από το ανώτατο όριο του προϋπολογισμού που είχε προβλεφθεί με την εν λόγω συγγραφή υποχρεώσεων για την εκτέλεση της συμβάσεως και, αφετέρου, υψηλότερη, κατά περίπου ένα εκατομμύριο ευρώ, από την προσφορά της Agriconsulting. Εξ αυτού συνήγαγε ότι η VLM δεν τελούσε στην ίδια κατάσταση με την Agriconsulting και ότι, επομένως, η Επιτροπή μπορούσε, χωρίς να παραβιάσει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, να αποφασίσει να ελέγξει αν η προσφορά της αναιρεσείουσας ήταν ασυνήθιστα χαμηλή, χωρίς να οφείλει να διενεργήσει ανάλογο έλεγχο επί της προσφοράς της VLM.

49

Επισημαίνεται ότι η διαφορετική μεταχείριση των προσφορών της Agriconsulting και της VLM συνδέεται άρρηκτα με το ζήτημα του εντοπισμού των ασυνήθιστα χαμηλών προσφορών και τη διαδικασία που εφαρμόζεται στην περίπτωσή τους. Επομένως, η εξέταση του βασίμου της αιτιολογίας την οποία παραθέτει το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 82 και 83 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως επιβάλλει όπως εξετασθούν οι υποχρεώσεις που υπέχει συναφώς η αναθέτουσα αρχή.

50

Συναφώς, το άρθρο 139, παράγραφος 1, του κανονισμού 2342/2002 προβλέπει ότι, εάν, για συγκεκριμένη σύμβαση, οι προσφορές φαίνονται υπερβολικά χαμηλές, η αναθέτουσα αρχή, πριν τις απορρίψει γι’ αυτόν και μόνο τον λόγο, ζητεί εγγράφως τις διευκρινίσεις που αυτή θεωρεί ενδεδειγμένες σχετικά με τα στοιχεία της προσφοράς και επαληθεύει, με την αυτοπρόσωπη παράσταση των προσφερόντων, τα στοιχεία αυτά λαμβάνοντας υπόψη και την παρεχόμενη από αυτούς τεκμηρίωση.

51

Ως εκ τούτου, η εν λόγω διάταξη επιβάλλει στην αναθέτουσα αρχή, πρώτον, να εντοπίσει τις ύποπτες προσφορές, δεύτερον, να παράσχει στους διαγωνιζόμενους τη δυνατότητα να αποδείξουν τη σοβαρότητα των προσφορών τους, ζητώντας τους τις διευκρινίσεις που αυτή κρίνει σκόπιμες, τρίτον, να εκτιμήσει τη λυσιτέλεια των εξηγήσεων που παρείχαν οι ενδιαφερόμενοι και, τέταρτον, να αποφασίσει σχετικά με το αν θα δεχθεί ή αν θα απορρίψει τις εν λόγω προσφορές (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 2001, Lombardini και Mantovani, C‑285/99 και C‑286/99, EU:C:2001:640, σκέψη 55).

52

Πλην όμως, οι υποχρεώσεις που απορρέουν από την εν λόγω διάταξη, συμπεριλαμβανομένης της υποχρεώσεως, εν προκειμένω, να ελεγχθεί διεξοδικά η σοβαρότητα των τιμών που προτάθηκαν βάσει των οικονομικών παραμέτρων αναφοράς, δεσμεύουν την αναθέτουσα αρχή μόνο στην περίπτωση που η αξιοπιστία μιας προσφοράς είναι, a priori, αμφίβολη.

53

Εν προκειμένω, στο μέτρο που η επιτροπή αξιολογήσεως είχε χαρακτηρίσει την προσφορά της αναιρεσείουσας ως, εκ πρώτης όψεως, ασυνήθιστα χαμηλή και είχε κρίνει ότι η VLM δεν είχε υποβάλει, a priori, ασυνήθιστα χαμηλή προσφορά, το Γενικό Δικαστήριο μπορούσε, χωρίς να παραβιάσει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των διαγωνιζομένων, να κινήσει την κατ’ αντιπαράθεση διαδικασία του άρθρου 139, παράγραφος 1, του κανονισμού 2342/2002 ως προς την πρώτη και να ελέγξει λεπτομερώς τις τιμές της, βάσει των οικονομικών παραμέτρων αναφοράς, χωρίς να οφείλει να διενεργήσει ανάλογο έλεγχο επί της VLM. Επομένως, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, με τις σκέψεις 82 και 83 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι δύο αυτές επιχειρήσεις, όσον αφορά τις αντίστοιχες προσφορές τους, δεν τελούσαν στην ίδια κατάσταση.

54

Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το επιχείρημα της Agriconsulting ότι η τιμή μιας προσφοράς δεν αρκεί, αφεαυτής, για να γίνει δεκτό ότι μια προσφορά είναι ασυνήθιστα χαμηλή.

55

Συναφώς, ελλείψει ορισμού της έννοιας της «ασυνήθιστα χαμηλής προσφοράς» ή κανόνων που να καθιστούν δυνατό τον προσδιορισμό μιας τέτοιας προσφοράς στο άρθρο 139, παράγραφος 1, ή στο άρθρο 146, παράγραφος 4, του κανονισμού 2342/2002, απόκειται στις αναθέτουσες αρχές να καθορίσουν τον τρόπο υπολογισμού των ασυνήθιστα χαμηλών προσφορών (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Data Medical Service, C‑568/13, EU:C:2014:2466, σκέψη 49 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), υπό την προϋπόθεση ότι αυτός ο τρόπος υπολογισμού είναι αντικειμενικός και δεν εισάγει δυσμενείς διακρίσεις (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 2001, Lombardini και Mantovani, C‑285/99 και C‑286/99, EU:C:2001:640, σκέψεις 68 και 69).

56

Εν προκειμένω, όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο με τις σκέψεις 81 και 82 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η επιτροπή αξιολογήσεως έκρινε ότι η προσφορά της Agriconsulting ήταν ασυνήθιστα χαμηλή συγκρίνοντας την τιμή που αυτή προσέφερε με τον συνολικό προϋπολογισμό που είχε προβλεφθεί για την επίμαχη σύμβαση και ανερχόταν σε 2500000 ευρώ. Ενώ η προσφορά της VLM ήταν ελαφρώς χαμηλότερη από τον προϋπολογισμό αυτό, η προσφορά της Agriconsulting ήταν χαμηλότερη αυτού κατά περίπου ένα εκατομμύριο ευρώ.

57

Αντίθετα προς ό,τι υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, κατά την πάγια νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 55 της παρούσας αποφάσεως, η αναθέτουσα αρχή έχει την ευχέρεια να συγκρίνει τις προσφορές με τον προσωρινό προϋπολογισμό που έχει προβλεφθεί με τη συγγραφή υποχρεώσεων και, μεταξύ των προσφορών αυτών, να χαρακτηρίζει μια προσφορά ως, εκ πρώτης όψεως, ασυνήθιστα χαμηλή σε περίπτωση που η τιμή της προσφοράς είναι σημαντικά χαμηλότερη του εν λόγω προσωρινού προϋπολογισμού. Ειδικότερα, η αναιρεσείουσα δεν απέδειξε τον λόγο για τον οποίο η πρακτική αυτή δεν είναι αντικειμενική ή εισάγει δυσμενείς διακρίσεις.

58

Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα της Agriconsulting ότι το Γενικό Δικαστήριο έπρεπε να κρίνει ότι η VLM τελούσε, στην πραγματικότητα, στην ίδια με αυτήν κατάσταση, παρατηρείται, αφενός, ότι το γεγονός και μόνον ότι η αναιρεσείουσα αμφισβητεί την αξιοπιστία της προσφοράς της VLM δεν καθιστά δυνατό να συναχθεί ότι επρόκειτο για συγκρίσιμες περιπτώσεις. Λαμβανομένων υπόψη των εκτιμήσεων που εκτίθενται στις σκέψεις 52 και 53 της παρούσας αποφάσεως, η Agriconsulting θα έπρεπε επίσης να αποδείξει τους λόγους για τους οποίους η αναθέτουσα αρχή θα έπρεπε, εκ πρώτης όψεως, να αμφιβάλει για την αξιοπιστία της προσφοράς της VLM.

59

Αφετέρου, επισημαίνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε, με τη σκέψη 84 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα αποτελέσματα του υποθετικού υπολογισμού που προσκόμισε η αναιρεσείουσα ήταν συναφώς άνευ σημασίας. Συγκεκριμένα, καθόσον ο υποθετικός αυτός υπολογισμός αφορούσε τον διεξοδικό έλεγχο των τιμών που προτάθηκαν με την προσφορά της VLM βάσει των οικονομικών παραμέτρων αναφοράς, δεν μπορεί να αποδείξει τους λόγους για τους οποίους η αναθέτουσα αρχή έπρεπε, κατά το προηγούμενο στάδιο, να έχει αμφιβολίες ως προς τη σοβαρότητα της εν λόγω προσφοράς, παρά το γεγονός ότι η τιμή της δεν απείχε πολύ από τον προσωρινό προϋπολογισμό της συγγραφής υποχρεώσεων.

60

Επομένως, το τρίτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως είναι αβάσιμο.

61

Όσον αφορά, εν συνεχεία, το δεύτερο σκέλος αυτού του λόγου αναιρέσεως με το οποίο προβάλλεται παραβίαση της αρχής της κατ’ αντιπαράθεση διαδικασίας, υπενθυμίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο, αφού απαρίθμησε, στη σκέψη 71 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το άρθρο 139, παράγραφος 1, του κανονισμού 2342/2002, μνεία της διατυπώσεως του οποίου περιέχεται στη σκέψη 50 της παρούσας αποφάσεως, έκρινε, με τις σκέψεις 72 έως 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η κατ’ αντιπαράθεση διαδικασία που προβλέπεται από την εν λόγω διάταξη τηρήθηκε εν προκειμένω και ότι η αναιρεσείουσα είχε τη δυνατότητα να δικαιολογήσει το κόστος και τις δαπάνες της οι οποίες είχαν κριθεί ασυνήθιστα χαμηλές.

62

Εντούτοις, η Agriconsulting προβάλλει, κατ’ ουσίαν, ότι η αναθέτουσα αρχή συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το εν λόγω άρθρο 139, παράγραφος 1, μόνον οσάκις, πέραν της τυπικής τηρήσεως των σταδίων της κατ’ αντιπαράθεση διαδικασίας που προβλέπει η εν λόγω διάταξη, παρασχέθηκε πράγματι στον οικείο διαγωνιζόμενο η δυνατότητα να δικαιολογήσει το κόστος και τις δαπάνες του. Εν προκειμένω, αυτό θα σήμαινε ότι δόθηκε στην αναιρεσείουσα η δυνατότητα να παράσχει στοιχεία συμπληρωματικά ως προς εκείνα που περιλαμβάνονταν στην από 29 Νοεμβρίου 2012 απαντητική επιστολή της, στο μέτρο που από τη διατύπωση του εγγράφου της 22ας Νοεμβρίου 2012 της Επιτροπής δεν κατέστη δυνατό στην αναιρεσείουσα να εκτιμήσει ορθώς τις πληροφορίες που ζήτησε το θεσμικό αυτό όργανο.

63

Συναφώς, αρκεί να επισημανθεί ότι το επιχείρημα αυτό στηρίζεται σε μια παραδοχή περί τα πραγματικά περιστατικά την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, με τη σκέψη 77 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το περιεχόμενο του εγγράφου της Επιτροπής της 22ας Νοεμβρίου 2012 είχε την έννοια ότι το θεσμικό αυτό όργανο είχε ζητήσει από την αναιρεσείουσα διευκρινίσεις όσον αφορά όχι μόνον τη μέθοδο υπολογισμού της προτεινόμενης με την προσφορά της τιμής αλλά ως προς το σύνολο των στοιχείων βάσει των οποίων διαμορφώθηκαν οι προτεινόμενες με την προσφορά τιμές.

64

Ωστόσο, στο μέτρο που το Δικαστήριο δεν μπορεί, στο πλαίσιο της αναιρετικής δίκης, ελλείψει παραμορφώσεως, να αναθεωρήσει την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως είναι απαράδεκτο.

65

Όσον αφορά, τέλος, το πρώτο σκέλος αυτού του λόγου αναιρέσεως, με το οποίο προβάλλεται παραμόρφωση και αλλοίωση από το Γενικό Δικαστήριο της αγωγής της Agriconsulting, προκύπτει ότι η αναιρεσείουσα είχε υποστηρίξει, στο σημείο 68 της αγωγής της, ότι ο συντελεστής κόστους που χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό των δαπανών για τους ειδικούς συνεργάτες ήταν υποκειμενικός και δεν λάμβανε υπόψη ούτε το γεγονός ότι η ενάγουσα μπόρεσε να διαπραγματευτεί χαμηλότερες αμοιβές με τους ειδικούς συνεργάτες ούτε τις οργανωτικές και επιχειρηματικές της ικανότητες.

66

Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, με τις σκέψεις 66 και 67 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα επιχειρήματα της αναιρεσείουσας ότι αυτή θα μπορούσε να διαπραγματευτεί με τους ειδικούς συνεργάτες χαμηλότερες αμοιβές σε σχέση με εκείνες που προβλέπονταν στις οικονομικές παραμέτρους αναφοράς δεν ήταν τεκμηριωμένα.

67

Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, με τη σκέψη 68 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Agriconsulting δεν παρέσχε κανένα αριθμητικό στοιχείο προς στήριξη του επιχειρήματός της ότι ο συντελεστής κόστους που χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό των δαπανών για τους ειδικούς συνεργάτες αποτελούσε υποκειμενική παράμετρο. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι το γεγονός ότι η Agriconsulting επικαλείται ότι διαπραγματεύτηκε τις δαπάνες με τους ειδικούς συνεργάτες της ίδιας κατηγορίας με αυτή στην οποία ενέπιπταν οι προβλεπόμενοι για τα κύρια καθήκοντα ειδικοί συνεργάτες τείνει να επιβεβαιώσει τη διαπίστωση ότι οι δαπάνες αυτές ήταν χαμηλότερες των κανονικά προβλεπόμενων, χωρίς πάντως να έχουν παρασχεθεί συναφώς δικαιολογητικά στοιχεία.

68

Διαπιστώνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε το επιχείρημα της αναιρεσείουσας και απάντησε σε αυτό επαρκώς κατά νόμο. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο μπορούσε συναφώς να περιορισθεί στη διαπίστωση ότι η Agriconsulting δεν είχε δικαιολογήσει τα επιχειρήματά της όσον αφορά την ακαταλληλότητα των οικονομικών παραμέτρων αναφοράς και τις χαμηλότερες δαπάνες τις οποίες επέτυχε να διαπραγματευθεί. Εξάλλου, η αναιρεσείουσα δεν υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι η ίδια έφερε το βάρος μιας τέτοιας αποδείξεως. Επομένως, η αναιρεσείουσα δεν μπορεί βασίμως να υποστηρίξει ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε ή αλλοίωσε την αγωγή της.

69

Όσον αφορά το επιχείρημα της Agriconsulting ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τα αποτελέσματα του υποθετικού υπολογισμού που αυτή προσκόμισε προκειμένου να αποδείξει τον αυθαίρετο και μη αξιόπιστο χαρακτήρα των οικονομικών παραμέτρων αναφοράς, αρκεί να υπομνησθεί ότι η αίτηση αναιρέσεως περιορίζεται στα νομικά ζητήματα. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο είναι αποκλειστικά αρμόδιο να διαπιστώσει και να εκτιμήσει τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, καθώς και να αξιολογήσει τη σημασία των προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων, υπό την επιφύλαξη της περιπτώσεως παραμορφώσεως των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων (διάταξη της 11ης Νοεμβρίου 2003, Martinez κατά Κοινοβουλίου, C‑488/01 P, EU:C:2003:608, σκέψη 53 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

70

Ωστόσο η αναιρεσείουσα δεν προσκόμισε στοιχεία που να αποδεικνύουν μια τέτοια παραμόρφωση. Επιπλέον, διαπιστώνεται ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν αγνόησε τα επίμαχα αποτελέσματα του υποθετικού υπολογισμού, καθόσον μνεία αυτών γίνεται επανειλημμένως στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ιδίως στη σκέψη 84 αυτής. Το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν αναφέρθηκε στα επίμαχα αποτελέσματα του υποθετικού υπολογισμού με τις σκέψεις 63 έως 69 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δηλώνει σαφώς ότι έκρινε ότι αυτός δεν έχει αποδεικτική αξία στο εν λόγω πλαίσιο, εκτίμηση η οποία, στον βαθμό που αποκλείεται οποιαδήποτε παραμόρφωση, εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητά του.

71

Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα της Agriconsulting που εκτίθεται στη σκέψη 40 της παρούσας αποφάσεως, επισημαίνεται ότι στο μέτρο που το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, με τις σκέψεις 72 έως 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι είχε δοθεί η δυνατότητα στην αναιρεσείουσα να δικαιολογήσει το κόστος και τις δαπάνες της, μπορούσε να της προσάψει ότι δεν είχε τεκμηριώσει τα επιχειρήματά της. Επιπλέον, αν γίνει δεκτό ότι η αναιρεσείουσα, με το επιχείρημα αυτό, επιχειρεί να θέσει υπό αμφισβήτηση την ανωτέρω διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου, το εν λόγω επιχείρημα είναι απαράδεκτο, για τους λόγους που εκτίθενται στη σκέψη 64 της παρούσας αποφάσεως.

72

Επομένως, το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως είναι εν μέρει απαράδεκτο και εν μέρει αβάσιμο.

73

Ως εκ τούτου, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως που προβάλλει η αναιρεσείουσα πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

74

Σύμφωνα με το άρθρο 139, παράγραφος 1, του κανονισμού 2342/2002, το ασυνήθιστα χαμηλό ύψος της προσφοράς της Agriconsulting συνιστά επαρκή λόγο για να δικαιολογήσει κατά νόμο την απόρριψή της. Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η αναιρεσείουσα δεν κατόρθωσε να αποδείξει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον έκρινε ότι δεν συνέτρεχε, εν προκειμένω, κατάφωρη παραβίαση του δικαίου της Ένωσης όσον αφορά την εκ μέρους της Επιτροπής εκτίμηση του ασυνήθιστα χαμηλού ύψους της προσφοράς της.

75

Κατά συνέπεια, δεν απαιτείται να εξετασθεί αν ο έτερος λόγος απορρίψεως της προσφοράς της Agriconsulting, ήτοι η βαθμολογία που αυτή έλαβε σε σχέση με το κριτήριο αναθέσεως αριθ. 3, ήταν ή όχι αβάσιμος.

76

Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, με τη σκέψη 105 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, για λόγους παρόμοιους με αυτούς που εκτίθενται στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως, ότι δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της ενδεχόμενης παρανομίας κατά την αξιολόγηση της προσφοράς βάσει του κριτηρίου αναθέσεως αριθ. 3 και της προβαλλόμενης από την αναιρεσείουσα ζημίας που αντιστοιχεί στην απώλεια της συμβάσεως. Μολονότι η αναιρεσείουσα αναφέρεται, στο σημείο 65 της αιτήσεώς της αναιρέσεως, στην ανάλυση του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά την αιτιώδη συνάφεια, πάντως δεν φαίνεται να επιθυμεί να την αμφισβητήσει και, εν πάση περιπτώσει, δεν προβάλλει καμία αιτίαση συναφώς.

77

Λαμβανομένου υπόψη του σωρευτικού χαρακτήρα των προϋποθέσεων από τις οποίες εξαρτάται η θεμελίωση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, οι εκτιμήσεις που περιλαμβάνονται στις σκέψεις 74 έως 76 της παρούσας αποφάσεως αρκούν για την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως της Agriconsulting, ενώ παρέλκει η απόφανση επί του τέταρτου λόγου αναιρέσεως σχετικά με την εξέταση από το Γενικό Δικαστήριο της αποθετικής ζημίας που αυτή φέρεται να υπέστη λόγω της απορρίψεως της προσφοράς της (βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις της 19ης Απριλίου 2007, Holcim (Deutschland) κατά Επιτροπής, C‑282/05 P, EU:C:2007:226, σκέψη 57, και της 14ης Οκτωβρίου 2014, Giordano κατά Επιτροπής, C‑611/12 P, EU:C:2014:2282, σκέψη 54).

Επί των δικαστικών εξόδων

78

Κατά το άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων.

79

Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, το οποίο έχει εφαρμογή στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη της Agriconsulting στα δικαστικά έξοδα και η τελευταία ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

 

2)

Καταδικάζει την Agriconsulting Europe SA στα δικαστικά έξοδα.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.

Επάνω