Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62015CJ0469

Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 27ης Απριλίου 2017.
FSL Holdings κ.λπ. κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Αίτηση αναιρέσεως – Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Ευρωπαϊκή αγορά των μπανανών στην Ελλάδα, την Ιταλία και την Πορτογαλία – Συντονισμός κατά τον καθορισμό των τιμών – Παραδεκτό αποδεικτικών στοιχείων που διαβιβάζονται από εθνικές φορολογικές αρχές – Δικαιώματα άμυνας – Υπολογισμός του ύψους του προστίμου – Έκταση του δικαστικού ελέγχου – Χαρακτηρισμός ως “συμφωνίας που έχει ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού”.
Υπόθεση C-469/15 P.

Συλλογή της Νομολογίας — Γενική Συλλογή

Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2017:308

ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 27ης Απριλίου 2017 ( *1 )

«Αίτηση αναιρέσεως — Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Ευρωπαϊκή αγορά των μπανανών στην Ελλάδα, την Ιταλία και την Πορτογαλία — Συντονισμός κατά τον καθορισμό των τιμών — Παραδεκτό αποδεικτικών στοιχείων που διαβιβάζονται από εθνικές φορολογικές αρχές — Δικαιώματα άμυνας — Υπολογισμός του ύψους του προστίμου — Έκταση του δικαστικού ελέγχου — Χαρακτηρισμός ως “συμφωνίας που έχει ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού”»

Στην υπόθεση C-469/15 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 4 Σεπτεμβρίου 2015,

FSL Holdings NV, με έδρα την Αμβέρσα (Βέλγιο),

Firma Léon Van Parys NV, με έδρα την Αμβέρσα,

Pacific Fruit Company Italy SpA, με έδρα τη Ρώμη (Ιταλία),

εκπροσωπούμενες από τους P. Vlaemminck και B. Van Vooren, advocaaten, καθώς και από τους C. Verdonck, avocate, J. Auwerx, advocaat, και B. Gielen, avocate,

αναιρεσείουσες,

όπου ο έτερος διάδικος είναι η:

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους A. Biolan, M. Kellerbauer και P. Rossi,

καθής πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους R. Silva de Lapuerta, πρόεδρο τμήματος, E. Regan, J.‑C. Bonichot (εισηγητή), C. G. Fernlund και S. Rodin, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 17ης Νοεμβρίου 2016,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με την αίτησή τους αναιρέσεως, οι FSL Holdings NV, Firma Léon Van Parys NV και Pacific Fruit Company Italy SpA ζητούν την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 16ης Ιουνίου 2015, FSL κ.λπ. κατά Επιτροπής (T-655/11, στο εξής: αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, EU:T:2015:383), με την οποία το δικαστήριο αυτό ακύρωσε εν μέρει μόνον την απόφαση C(2011) 7273 τελικό της Επιτροπής, της 12ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου [101 ΣΛΕΕ] [υπόθεση COMP/39482 – Εξωτικά φρούτα (Μπανάνες)] (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

Το νομικό πλαίσιο

2

Το άρθρο 12 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101 και 102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1), ορίζει:

«1.   Προκειμένου για την εφαρμογή των άρθρων [101 και 102 ΣΛΕΕ], η Επιτροπή και οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών έχουν την εξουσία να ανταλλάσσουν και να χρησιμοποιούν ως αποδεικτικό μέσο οποιοδήποτε πραγματικό ή νομικό στοιχείο, περιλαμβανομένων των πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα.

2.   Οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται χρησιμοποιούνται ως αποδεικτικά μέσα μόνον προκειμένου για την εφαρμογή των άρθρων [101 και 102 ΣΛΕΕ] και για το αντικείμενο για το οποίο τις συνέλεξε η αρχή η οποία τις διαβιβάζει. Ωστόσο, όταν στην ίδια υπόθεση εφαρμόζεται εθνική νομοθεσία ανταγωνισμού εκ παραλλήλου με την κοινοτική νομοθεσία ανταγωνισμού και δεν οδηγεί σε διαφορετικό αποτέλεσμα, οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται δυνάμει του παρόντος άρθρου είναι επίσης δυνατόν να χρησιμοποιηθούν για την εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας ανταγωνισμού.

[…]»

3

Το άρθρο 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 ορίζει:

«Ο καθορισμός του ύψους του προστίμου γίνεται με βάση τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παράβασης.»

4

Το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003 ορίζει τα εξής:

«Το Δικαστήριο διαθέτει πλήρη δικαιοδοσία για τον έλεγχο των αποφάσεων με τις οποίες η Επιτροπή επιβάλλει πρόστιμο ή χρηματική ποινή. Το Δικαστήριο δύναται να καταργεί, να μειώνει ή να επαυξάνει τα πρόστιμα ή τις χρηματικές ποινές που έχουν επιβληθεί.»

5

Η ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (καρτέλ) (ΕΕ 2002, C 45, σ. 3, στο εξής: ανακοίνωση του 2002 περί συνεργασίας) ορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι επιχειρήσεις που συνεργάζονται με την Επιτροπή κατά την έρευνά της ως προς ορισμένη σύμπραξη θα μπορούν να απαλλάσσονται του προστίμου ή να τυγχάνουν μειώσεως του ύψους του προστίμου το οποίο άλλως θα έπρεπε να καταβάλουν. Το σημείο 11, στοιχείο αʹ, της ανακοινώσεως αυτής διευκρινίζει συναφώς ότι η επιχείρηση πρέπει να συνεργάζεται πλήρως, ενεργώς και σε διαρκή βάση κατά τη διεξαγωγή των διοικητικών διαδικασιών της Επιτροπής με όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που έχει στην κατοχή ή στη διάθεσή της σχετικά με την πιθανολογούμενη παράβαση.

Ιστορικό της διαφοράς

6

Οι αναιρεσείουσες, ήτοι οι FSL Holdings και Firma Léon Van Parys, δύο ανώνυμες εταιρίες βελγικού δικαίου, και η Pacific Fruit Company Italy, ανώνυμη εταιρία ιταλικού δικαίου, εισάγουν, εμπορεύονται και πωλούν μπανάνες με το εμπορικό σήμα Bonita στην Ευρώπη.

7

Στις 8 Απριλίου 2005, η Chiquita Brands International Inc. (στο εξής: Chiquita) κατέθεσε αίτηση απαλλαγής από την υποχρέωση καταβολής προστίμου βάσει της ανακοινώσεως του 2002 περί συνεργασίας, για τη δραστηριότητα διανομής και εμπορίας μπανανών, καθώς και άλλων νωπών φρούτων εισαγόμενων στην Ευρώπη. Η αίτηση αυτή καταχωρίστηκε υπό τον αριθμό υποθέσεως COMP/39188 – Μπανάνες (στο εξής: υπόθεση της Βόρειας Ευρώπης). Η απαλλαγή αυτή της χορηγήθηκε στις 3 Μαΐου 2005.

8

Στις 26 Ιουλίου 2007, η Επιτροπή έλαβε ορισμένα έγγραφα από την Guardia di Finanzia (σώμα διώξεως οικονομικού εγκλήματος, Ιταλία), τα οποία ανεύρε κατά την έρευνα που διενεργήθηκε στην οικία και το γραφείο υπαλλήλου της Pacific Fruit Company Italy στο πλαίσιο εθνικού φορολογικού ελέγχου.

9

Στις 26 Νοεμβρίου 2007, η Επιτροπή ενημέρωσε την Chiquita ότι υπάλληλοί της θα προέβαιναν σε έλεγχο στις εγκαταστάσεις της επιχειρήσεως αυτής στις 28 Νοεμβρίου 2007. Στο πλαίσιο αυτό, η Chiquita ενημερώθηκε ότι θα διεξαγόταν νέα έρευνα σχετικά με τις πρακτικές στην Ελλάδα, την Ιταλία και την Πορτογαλία (στο εξής: υπόθεση της Νότιας Ευρώπης). Της υπεμνήσθη ότι της είχε χορηγηθεί υπό όρους απαλλαγή από πρόστιμα για το σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ότι, κατά συνέπεια, είχε την υποχρέωση να συνεργαστεί.

10

Από τις 28 έως τις 30 Νοεμβρίου 2007, η Επιτροπή διενήργησε ελέγχους στους επαγγελματικούς χώρους εισαγωγέων μπανανών στην Ισπανία και την Ιταλία. Στο πλαίσιο των ελέγχων που διεξήχθησαν στη Ρώμη στις εγκαταστάσεις της Pacific Fruit Company Italy, η Επιτροπή εντόπισε ένα δισέλιδο σημειώσεων που της είχε ήδη διαβιβαστεί από το σώμα διώξεως οικονομικού εγκλήματος.

11

Η Chiquita κλήθηκε να προσδιορίσει τα μέρη των προφορικών δηλώσεών της στην υπόθεση της Βόρειας Ευρώπης τα οποία θεωρούσε ότι σχετίζονταν επίσης με την υπόθεση της Νότιας Ευρώπης.

12

Στις 15 Οκτωβρίου 2008, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C(2008) 5955 τελικό, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου [101 ΣΛΕΕ] (υπόθεση COMP/39188 – Μπανάνες), με την οποία διαπίστωσε ότι διάφοροι μεγάλοι εισαγωγείς μπανάνας στη Βόρεια Ευρώπη, μεταξύ των οποίων και η Chiquita, είχαν παραβεί το άρθρο 81 ΕΚ, μετέχοντας σε εναρμονισμένη πρακτική στο πλαίσιο της οποίας συντόνιζαν τις τιμές αναφοράς μπανανών τις οποίες καθόριζαν κάθε εβδομάδα για διάφορα κράτη μέλη μεταξύ του 2000 και του 2002. Οι FSL Holdings και Firma Léon Van Parys δεν ήσαν αποδέκτριες της αποφάσεως αυτής.

13

Στις 10 Δεκεμβρίου 2009, η Επιτροπή εξέδωσε ανακοίνωση αιτιάσεων στην υπόθεση της Νότιας Ευρώπης που αφορούσε, μεταξύ άλλων, την Chiquita και τις αναιρεσείουσες. Αφού έλαβαν γνώση του περιεχομένου του φακέλου της υποθέσεως, όλες οι αποδέκτριες της προσβαλλομένης αποφάσεως κοινοποίησαν στην Επιτροπή τις παρατηρήσεις τους και παρέστησαν κατά την ακρόαση που διεξήχθη στις 18 Ιουνίου 2010.

14

Στις 12 Οκτωβρίου 2011, η Επιτροπή εξέδωσε την επίδικη απόφαση, με την οποία διαπίστωσε ότι η Chiquita και οι αναιρεσείουσες είχαν παραβεί το άρθρο 101 ΣΛΕΕ, μετέχοντας σε σύμπραξη σε σχέση με την εισαγωγή, την εμπορία και την πώληση μπανανών στην Ελλάδα, την Ιταλία και την Πορτογαλία, κατά την περίοδο από τις 28 Ιουλίου 2004 έως τις 8 Απριλίου 2005, κατά τη διάρκεια της οποίας οι επιχειρήσεις αυτές συντόνισαν την τιμολογιακή τους πολιτική σε αυτά τα τρία κράτη μέλη, και τους επέβαλε πρόστιμα για τον καθορισμό των οποίων στηρίχθηκε στις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1/2003 (ΕΕ 2006, C 210, σ. 2, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές του 2006) και στην ανακοίνωση του 2002 περί συνεργασίας.

15

Η Επιτροπή καθόρισε, κατ’ αρχάς, το βασικό ποσό του προστίμου που έπρεπε να επιβληθεί:

47922000 ευρώ για την Chiquita, και

11149000 ευρώ για τις αναιρεσείουσες.

16

Η Επιτροπή διαπίστωσε ακολούθως ότι στην υπόθεση της Νότιας Ευρώπης δεν συνέτρεχαν όλες οι ιδιαίτερες περιστάσεις της υποθέσεως της Βόρειας Ευρώπης βάσει των οποίων είχε μειώσει το βασικό ποσό του προστίμου κατά 60 %, προκειμένου να ληφθούν υπόψη το ιδιαίτερο ρυθμιστικό πλαίσιο του τομέα της μπανάνας και το γεγονός ότι ο συντονισμός αφορούσε, σε αυτήν την πρώτη υπόθεση, τις τιμές αναφοράς.

17

Η Επιτροπή αποφάσισε τέλος να προβεί σε μείωση του βασικού ποσού κατά 20 % για όλες τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις.

18

Κατόπιν της εν λόγω προσαρμογής, τα βασικά ποσά των προς επιβολή προστίμων διαμορφώθηκαν ως ακολούθως:

38337600 ευρώ για την Chiquita·

8919200 ευρώ για τις αναιρεσείουσες.

19

Εντούτοις, η Chiquita απηλλάγη από τα πρόστιμα δυνάμει της ανακοινώσεως του 2002 περί συνεργασίας. Αντιθέτως, δεδομένου ότι δεν έγινε άλλη προσαρμογή ως προς τις αναιρεσείουσες, αυτές καταδικάστηκαν από κοινού και εις ολόκληρον σε ένα τελικό ποσό που στρογγυλοποιήθηκε στα 8919000 ευρώ.

Η προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση

20

Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 22 Δεκεμβρίου 2011, οι αναιρεσείουσες ζήτησαν την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως.

21

Με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε εν μέρει μόνον τα αιτήματα αυτά.

22

Αφού διαπίστωσε ότι η παράβαση διεκόπη μεταξύ της 12ης Αυγούστου 2004 και της 19ης Ιανουαρίου 2005, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε το άρθρο 1 της επίδικης αποφάσεως, στον βαθμό που είχε ως αντικείμενο αυτήν την περίοδο της παραβάσεως και αφορούσε τις FSL Holdings, Firma Léon Van Parys και Pacific Fruit Company Italy, μείωσε δε το πρόστιμο που καθορίσθηκε στο άρθρο 2 της επίδικης αποφάσεως από 8919000 ευρώ σε 6689000 ευρώ.

Αιτήματα των διαδίκων

23

Με την αίτηση αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες ζητούν από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση και να ακυρώσει την επίδικη απόφαση της Επιτροπής,

επικουρικώς, να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, στον βαθμό που το Γενικό Δικαστήριο δεν άσκησε πλήρη δικαστικό έλεγχο του προστίμου που τους επιβλήθηκε, και να μειώσει σημαντικά το ύψος του προστίμου αυτού,

έτι επικουρικότερον, να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση στον βαθμό που το Γενικό Δικαστήριο δεν κατέδειξε ότι η παράβαση είχε ως αντικείμενο ή αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού και να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, εκτός εάν το Δικαστήριο κρίνει ότι έχει αρκούντως διαφωτισθεί προκειμένου να ακυρώσει την επίδικη απόφαση, και

εν πάση περιπτώσει, να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου και ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

24

Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και να καταδικάσει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα.

Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

25

Προς στήριξη της αιτήσεώς τους αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν τέσσερις λόγους αναιρέσεως.

Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

26

Ο πρώτος λόγος αφορά παράβαση ουσιώδους τύπου και προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας στον βαθμό που το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να διαπιστώσει ότι ήταν παράνομη η χρήση αποδεικτικών στοιχείων τα οποία διαβίβασε στην Επιτροπή το σώμα διώξεως οικονομικού εγκλήματος.

27

Υποστηρίζουν, συναφώς, ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο διότι, στη σκέψη 80 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, περιορίστηκε στην υπόμνηση ότι η νομιμότητα της διαβιβάσεως των εν λόγω στοιχείων στην Επιτροπή διέπεται αποκλειστικώς από το ιταλικό σύστημα δικαίου, ενώ αυτή η διαβίβαση πρέπει επίσης να είναι σύμφωνη προς το δίκαιο της Ένωσης.

28

Υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή πρέπει, ιδίως, να αποτρέπει την ανεπανόρθωτη προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας από τέτοιου είδους διαβίβαση, πράγμα που προϋποθέτει ότι εξετάζει εάν τα διαβιβασθέντα έγγραφα χρησιμοποιούνται όντως μόνο για τον σκοπό για τον οποίο συνελέγησαν από την εθνική αρχή, όπως προβλέπει το άρθρο 12, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 όσον αφορά τις ανταλλαγές στοιχείων μεταξύ των αρχών ανταγωνισμού.

29

Οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν επίσης ότι η Επιτροπή προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας, καθώς τις ενημέρωσε για τη διαβίβαση των επίμαχων εγγράφων από την εθνική αρχή μόνο δύο σχεδόν έτη αφότου τα έγγραφα αυτά διαβιβάσθηκαν.

30

Οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο παραμόρφωσε τα αποδεικτικά στοιχεία αποφαινόμενο, στις σκέψεις 67 και 68 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το ζήτημα εάν το δισέλιδο των σημειώσεων είχε παρανόμως διαβιβαστεί από τις ιταλικές αρχές δεν επηρέαζε τη νομιμότητα της χρήσεώς τους, δεδομένου ότι τα έγγραφα αυτά επίσης ανευρέθηκαν από την Επιτροπή στο πλαίσιο ελέγχου που διενήργησε τον Ιούλιο του 2007. Συγκεκριμένα οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι, εν αντιθέσει προς όσα διευκρινίζονται στη σκέψη 68 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αμφισβήτησαν τη νομιμότητα των ελέγχων που διεξήγαγε η Επιτροπή. Επικαλούνται επίσης την απόφαση της 18ης Ιουνίου 2015, Deutsche Bahn κ.λπ. κατά Επιτροπής (C-583/13 P, EU:C:2015:404), προκειμένου να υποστηρίξουν ότι, λαμβανομένης υπόψη της ελλείψεως νομιμότητας της διαβιβάσεως των εγγράφων βάσει των οποίων η Επιτροπή διενήργησε τον έλεγχο, τα έγγραφα που ανευρέθηκαν κατά τη διενέργεια του εν λόγω ελέγχου δεν μπορούσαν νομίμως να χρησιμοποιηθούν ως αποδείξεις.

31

Η Επιτροπή εκτιμά ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

32

Όσον αφορά το πρώτο σημείο της επιχειρηματολογίας που αναπτύχθηκε προς στήριξη του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο υπέμνησε, στις σκέψεις 45 και 80 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι, αφενός, η νομιμότητα της διαβιβάσεως στην Επιτροπή, από εισαγγελέα κράτους μέλους ή από αρμόδιες για θέματα ανταγωνισμού αρχές, στοιχείων τα οποία συνελέγησαν κατ’ εφαρμογήν του εθνικού ποινικού δικαίου αποτελεί ζήτημα το οποίο εμπίπτει στο εθνικό δίκαιο και ότι, αφετέρου, ο δικαστής της Ένωσης δεν είναι αρμόδιος να ελέγχει τη νομιμότητα, με γνώμονα το εθνικό δίκαιο, πράξεως εκδοθείσας από εθνική αρχή (απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2007, Dalmine κατά Επιτροπής, C‑407/04 P, EU:C:2007:53, σκέψη 62).

33

Ανεξαρτήτως του ζητήματος αν το Γενικό Δικαστήριο μπορούσε να περιοριστεί, προκειμένου να διαπιστώσει το παραδεκτό των διαβιβασθέντων στην Επιτροπή επίμαχων εγγράφων, στη διαπίστωση, στη σκέψη 80 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η διαβίβασή τους δεν κρίθηκε παράνομη από εθνικό δικαστήριο, πρέπει να τονιστεί ότι το Γενικό Δικαστήριο όχι μόνον εξέτασε, στις σκέψεις 82 έως 89 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η διαβίβαση αυτή είχε πραγματοποιηθεί, αλλά απέρριψε επίσης ως αβάσιμο, στις σκέψεις 71 έως 79 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το επιχείρημα των αναιρεσειουσών ότι, λαμβανομένων υπόψη όσων προβλέπει το άρθρο 12 του κανονισμού 1/2003 για τις ανταλλαγές πληροφοριών μεταξύ των αρχών ανταγωνισμού, τα έγγραφα που διαβιβάσθηκαν από το σώμα διώξεως οικονομικού εγκλήματος στην Επιτροπή δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά μέσα από αυτήν παρά μόνο για τον σκοπό για τον οποίο τα είχε συλλέξει αυτή η εθνική αρχή.

34

Όπως τόνισε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 45 των προτάσεών της, με το άρθρο 12 του κανονισμού 1/2003 επιδιώκεται η εκπλήρωση του ιδιαίτερου σκοπού της διευκολύνσεως και της προαγωγής της συνεργασίας των αρχών εντός του Ευρωπαϊκού Δικτύου Ανταγωνισμού καθιστώντας ευχερέστερη την ανταλλαγή πληροφοριών. Για τον λόγο αυτόν, ορίζει, στην παράγραφό του 1, ότι, για τους σκοπούς της εφαρμογής των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ, η Επιτροπή και οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών έχουν την εξουσία να ανταλλάσσουν και να χρησιμοποιούν ως αποδεικτικό μέσο οποιοδήποτε πραγματικό ή νομικό στοιχείο, περιλαμβανομένων των πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα, διευκρινίζοντας ταυτοχρόνως, ιδίως στην παράγραφό του 2, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι πληροφορίες αυτές μπορούν να χρησιμοποιούνται.

35

Συνεπώς, από τις διατάξεις αυτές δεν μπορεί να συναχθεί ότι αποτελούν έκφραση ενός γενικότερου κανόνα ο οποίος απαγορεύει στην Επιτροπή να χρησιμοποιεί πληροφορίες που έχουν διαβιβασθεί από άλλες εθνικές αρχές, πέραν των αρχών ανταγωνισμού των κρατών μελών, για τον λόγο και μόνον ότι οι πληροφορίες αυτές ελήφθησαν για άλλους σκοπούς.

36

Πρέπει επίσης να παρατηρηθεί, όπως τόνισε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 79 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι τέτοιου είδους κανόνας θα παρενέβαλλε υπέρμετρα προσκόμματα στην άσκηση από την Επιτροπή της αποστολής επαγρυπνήσεως για την προσήκουσα εφαρμογή του περί ανταγωνισμού δικαίου της Ένωσης.

37

Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς απάντησε στις αιτιάσεις των αναιρεσειουσών περί της νομιμότητας της χρήσεως των διαβιβασθέντων από το σώμα διώξεως οικονομικού εγκλήματος εγγράφων.

38

Ως προς το επιχείρημα των αναιρεσειουσών ότι τυχόν χρήση των εγγράφων αυτών για σκοπούς αλλότριους προς αυτούς για τους οποίους συνελέγησαν θα μπορούσε να πλήξει ανεπανόρθωτα τα δικαιώματα άμυνας, πρέπει να υπομνησθεί ότι η κρατούσα στο δίκαιο της Ένωσης αρχή είναι αυτή της ελεύθερης εκτιμήσεως των αποδεικτικών στοιχείων και το μοναδικό κριτήριο βάσει του οποίου εκτιμώνται οι προσκομιζόμενες αποδείξεις είναι η αξιοπιστία τους (βλ. απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2007, Dalmine κατά Επιτροπής, C‑407/04 P, EU:C:2007:53, σκέψη 63).

39

Οι αναιρεσείουσες προσάπτουν, ακολούθως, στο Γενικό Δικαστήριο ότι παρέλειψε να διαπιστώσει την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας από την Επιτροπή, για τον λόγο ότι αυτή περίμενε σχεδόν δύο έτη προτού τις ενημερώσει ότι είχε στην κατοχή της τα έγγραφα αυτά.

40

Πρέπει συναφώς να υπομνησθεί ότι ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας επιτάσσει επίσης να παρέχεται στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση, κατά τη διοικητική διαδικασία, η δυνατότητα να καταστήσει λυσιτελώς γνωστή την άποψή της επί του υποστατού και του κρίσιμου χαρακτήρα των προβαλλόμενων πραγματικών περιστατικών και περιστάσεων, καθώς και επί των εγγράφων που έλαβε υπόψη της η Επιτροπή για να στηρίξει τον ισχυρισμό της περί υπάρξεως παραβάσεως (βλ., ιδίως, απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2007, Dalmine κατά Επιτροπής, C‑407/04 P, EU:C:2007:53, σκέψη 44 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

41

Συνεπώς, στο πλαίσιο διαδικασίας εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ δύο σταδίων, ήτοι του σταδίου πριν από την ανακοίνωση αιτιάσεων και του σταδίου της διαδικασίας που την ακολουθεί (βλ. ιδίως, απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, Prym και Prym Consumer κατά Επιτροπής, C-534/07 P, EU:C:2009:505, σκέψη 27).

42

Τούτου δοθέντος, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να πληροφορήσει την ενδιαφερομένη επιχείρηση ότι κατείχε αποδεικτικά στοιχεία πριν της αποστείλει την ανακοίνωση των αιτιάσεων, αφού με την αποστολή της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, αφενός, και με την πρόσβαση στον φάκελο η οποία παρέχει στον αποδέκτη της ανακοινώσεως αυτής τη δυνατότητα να λάβει γνώση των αποδεικτικών στοιχείων που περιέχει ο φάκελος της Επιτροπής, αφετέρου, διασφαλίζεται ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας, και ότι μόνον κατόπιν της αποστολής της εν λόγω ανακοινώσεως μπορεί η ενδιαφερόμενη επιχείρηση να ασκήσει πλήρως τα δικαιώματά της άμυνας (βλ., ιδίως, απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2007, Dalmine κατά Επιτροπής, C-407/04 P, EU:C:2007:53, σκέψεις 58 και 59).

43

Ωστόσο, το Δικαστήριο διευκρίνισε επίσης ότι η Επιτροπή οφείλει να μεριμνά ώστε να μη προσβάλλονται τα δικαιώματα άμυνας στο πλαίσιο της διαδικασίας έρευνας που προηγείται της ανακοινώσεως αιτιάσεων (βλ., ιδίως, απόφαση της 7ης Ιανουαρίου 2004, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, C-204/00 P, C‑205/00 P, C-211/00 P, C-213/00 P, C-217/00 P και C-219/00 P, EU:C:2004:6, σκέψη 63).

44

Προκειμένου να απορρίψει την αιτίαση ότι η Επιτροπή είχε στην κατοχή της ορισμένα έγγραφα επί μακρόν προ της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, στη σκέψη 98 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή ρητώς ανέφερε στην ανακοίνωση αυτή ότι στηριζόταν στα διαβιβασθέντα από τις ιταλικές αρχές έγγραφα και ότι η Επιτροπή είχε διαβιβάσει τα έγγραφα αυτά στις αναιρεσείουσες λίγους μήνες πριν από την εν λόγω ανακοίνωση.

45

Περαιτέρω, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 99 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι αναιρεσείουσες δεν προέβαλαν λόγους για τους οποίους το γεγονός ότι δεν έλαβαν γνώση των εν λόγω εγγράφων κατά το στάδιο της προκαταρκτικής έρευνας μπορούσε να έχει επίπτωση στις μετέπειτα δυνατότητές τους άμυνας, κατά το στάδιο που επακολούθησε την ανακοίνωση των αιτιάσεων (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2007, Dalmine κατά Επιτροπής, C-407/04 P, EU:C:2007:53, σκέψη 61).

46

Ως εκ τούτου, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε αυτό το τμήμα της επιχειρηματολογίας των αναιρεσειουσών.

47

Τέλος, ως προς την προβαλλόμενη παραμόρφωση αποδεικτικών στοιχείων από το Γενικό Δικαστήριο, πρέπει να υπομνησθεί ότι υπάρχει παραμόρφωση όταν, χωρίς να εξετασθούν νέα αποδεικτικά στοιχεία, προκύπτει ότι η εκτίμηση των προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων είναι προδήλως εσφαλμένη (βλ., ιδίως, απόφαση της 17ης Ιουνίου 2010, Lafarge κατά Επιτροπής, C-413/08 P, EU:C:2010:346, σκέψη 17).

48

Όπως τόνισε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 65 των προτάσεών της, ο αναιρεσείων πρέπει, περαιτέρω, να αναφέρει επακριβώς τα αποδεικτικά στοιχεία που παραμορφώθηκαν και να εκθέτει τις πεπλανημένες εκτιμήσεις στις οποίες υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο (βλ., ιδίως, απόφαση της 17ης Ιουνίου 2010, Lafarge κατά Επιτροπής, C-413/08 P, EU:C:2010:346, σκέψη 16).

49

Εντούτοις, οι αναιρεσείουσες δεν αμφισβητούν την ανάλυση των επίμαχων εγγράφων από το Γενικό Δικαστήριο, αλλά το παραδεκτό τους, στην περίπτωση που η διαβίβασή τους από το σώμα διώξεως οικονομικού εγκλήματος θεωρηθεί παράνομη, πράγμα το οποίο, εν πάση περιπτώσει, δεν αποδείχθηκε.

50

Κατόπιν των προεκτεθέντων, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος στο σύνολό του.

Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

Επιχειρηματολογία των διαδίκων

51

Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο παραλείποντας να διαπιστώσει την παράβαση, από την Επιτροπή, της ανακοινώσεώς της του 2002 περί συνεργασίας, καθώς χορήγησε την απαλλαγή στην Chiquita, και παραλείποντας κατά συνέπεια να αποφανθεί ότι οι πληροφορίες που διαβιβάστηκαν από την επιχείρηση αυτή στην Επιτροπή, στο πλαίσιο της διαδικασίας που οδήγησε στη χορήγηση αυτής της απαλλαγής, έπρεπε να αφαιρεθούν από τη δικογραφία.

52

Υποστηρίζουν ότι, όσον αφορά την υπόθεση της Νότιας Ευρώπης, η επιχείρηση αυτή δεν συνεργάστηκε πλήρως, ενεργώς και σε διαρκή βάση, καθ’ όλη τη διαδικασία, όπως απαιτεί το σημείο 11, στοιχείο αʹ, της ανακοινώσεως αυτής.

53

Περαιτέρω, υποστηρίζουν ότι ορισμένες πληροφορίες που έλαβε η Επιτροπή ήσαν εμπιστευτικές και δεν μπορούσαν επομένως να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά στοιχεία, δεδομένου ότι οι αναιρεσείουσες δεν είχαν πρόσβαση σε αυτές.

54

Οι αναιρεσείουσες επισημαίνουν ότι ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως αφορά το νομικό ζήτημα της τηρήσεως από την Επιτροπή των δικών της κανόνων και ότι δεν πρόκειται για νέο ισχυρισμό υπό το πρίσμα, ιδίως, των σημείων 42 του δικογράφου της αναιρέσεώς τους και 21 του υπομνήματός τους απαντήσεως.

55

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι αυτός ο λόγος αναιρέσεως, ο οποίος είναι απαράδεκτος, καθόσον αφορά την εκτίμηση πραγματικών περιστατικών των οποίων η παραμόρφωση δεν προβλήθηκε με την αναίρεση, συνιστά νέο ισχυρισμό και, εν πάση περιπτώσει, η προβολή του είναι καταφανώς αλυσιτελής, διότι ακόμη και εάν δεν έπρεπε να χορηγηθεί απαλλαγή στην Chiquita, οι πληροφορίες που παρέσχε η εταιρία αυτή δεν θα έπρεπε να αφαιρεθούν από τη δικογραφία.

56

Η Επιτροπή υποστηρίζει, επικουρικώς, ότι η αίτηση απαλλαγής της Chiquita δεν περιοριζόταν στην υπόθεση της Βόρειας Ευρώπης, αλλά κάλυπτε περιστατικά που συνέβησαν εντός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου. Φρονεί ότι η επιχείρηση αυτή παρέσχε, εγκαίρως, αποδεικτικά στοιχεία που αφορούσαν επίσης την παράνομη συμπεριφορά στην υπόθεση της Νότιας Ευρώπης.

57

Η Επιτροπή προσθέτει ότι το επιχείρημα ότι δεν μπορούσε να παραπέμψει σε εμπιστευτικές πληροφορίες προκειμένου να αποδείξει την ύπαρξη συμπράξεως είναι και απαράδεκτο, καθότι άσχετο προς τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, και εν πάση περιπτώσει αβάσιμο, δεδομένου ότι οι αναιρεσείουσες είχαν, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, πρόσβαση στις επίμαχες πληροφορίες στα γραφεία της Επιτροπής.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

58

Ακόμη και ανεξαρτήτως του εάν ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να θεωρηθεί ότι συνιστά νέο ισχυρισμό ή εάν η συμμόρφωση προς το σημείο 11, στοιχείο αʹ, της ανακοινώσεως του 2002 περί συνεργασίας θα μπορούσε να επηρεάσει τη νομιμότητα της χρήσεως από την Επιτροπή των πληροφοριών που προσκόμισε η Chiquita στο πλαίσιο αυτό, το ζήτημα σχετικά με το κατά πόσον μια επιχείρηση συνεργάστηκε πλήρως, ενεργώς και σε διαρκή βάση, κατά την έννοια του σημείου αυτού, αποτελεί εν πάση περιπτώσει πραγματικό ζήτημα του οποίου η εκτίμηση από το Γενικό Δικαστήριο δεν υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου, εκτός εάν στις διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου έχει εμφιλοχωρήσει παραδρομή ή παραμόρφωση που προκύπτουν προδήλως από τα στοιχεία της δικογραφίας, πράγμα που δεν προβάλλεται εν προκειμένω.

59

Το δε επιχείρημα των αναιρεσειουσών ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, παραλείποντας να διαπιστώσει ότι ορισμένες από τις δηλώσεις στις οποίες προέβη η Chiquita στο πλαίσιο αυτό δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από την Επιτροπή, λόγω του εμπιστευτικού χαρακτήρα τους, αποτελεί στην πραγματικότητα νέο ισχυρισμό, ο οποίος άλλωστε δεν είναι επαρκώς τεκμηριωμένος.

60

Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.

Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως

Επιχειρηματολογία των διαδίκων

61

Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως τον οποίον προβάλλουν επικουρικώς, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο παραβίασε την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, καθώς και στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς προέβη σε περιορισμένο μόνον δικαστικό έλεγχο του προστίμου και δεν άσκησε την πλήρη δικαιοδοσία που του απονέμει το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003. Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο υπολόγισε και το πρόστιμο εσφαλμένως.

62

Προσθέτουν ότι εναπόκειται στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της πλήρους δικαιοδοσίας του, να εκτιμήσει το ίδιο τις περιστάσεις της υποθέσεως και το είδος της επίμαχης παραβάσεως, προκειμένου να καθορίσει το ύψος του προστίμου, παραπέμπουν δε στη σκέψη 80 της αποφάσεως της 6ης Δεκεμβρίου 2012, Επιτροπή κατά Verhuizingen Coppens (C‑441/11 P, EU:C:2012:778).

63

Υποστηρίζουν ότι εναπόκειται στον δικαστή της Ένωσης να ασκήσει τον έλεγχο νομιμότητας βάσει των στοιχείων που προσκόμισε ο προσφεύγων προς στήριξη των λόγων τους οποίους προβάλλει και υπογραμμίζουν ότι, στο πλαίσιο του ελέγχου αυτού, δεν μπορεί να στηρίζεται στο περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει συναφώς η Επιτροπή. Επί του ζητήματος αυτού, επικαλούνται μεταξύ άλλων την απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2011, KME Germany κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑389/10 P, EU:C:2011:816, σκέψη 129).

64

Εντούτοις, όσον αφορά την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως, θεωρούν ότι το Γενικό Δικαστήριο αρκέστηκε, στη σκέψη 525 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, να παραθέσει τις κατευθυντήριες γραμμές του 2006 προκειμένου να διαπιστώσει ότι η Επιτροπή ορθώς εφάρμοσε συντελεστή 15 % προκειμένου να εκτιμήσει το ποσοστό των πωλήσεων που λαμβάνονται υπόψη για τέτοιου είδους παραβάσεις.

65

Την ίδια δε συλλογιστική χρησιμοποίησε για να απορρίψει εν συνεχεία την επιχειρηματολογία τους σχετικά με την ανάγκη να ληφθεί υπόψη το μικρό συνολικό μερίδιο αγοράς και η περιορισμένη γεωγραφική έκταση της παραβάσεως.

66

Υποστηρίζουν επίσης ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο αποφαινόμενο, στη σκέψη 532 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν ήταν αναγκαία η συνεκτίμηση από την Επιτροπή πρόσθετων στοιχείων ή περιστάσεων, ενώ η Επιτροπή θα έπρεπε να έχει εκτιμήσει ορισμένα αντικειμενικά στοιχεία, όπως το περιεχόμενο και η διάρκεια των αντίθετων προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορών, ο αριθμός και η έντασή τους, η έκταση της αγοράς που επλήγη και η βλάβη η οποία προκλήθηκε στη δημόσια οικονομική τάξη, το σχετικό μέγεθος των ευθυνομένων επιχειρήσεων και το μερίδιο αγοράς που κατέχουν, καθώς και η τυχόν καθ’ υποτροπήν υιοθέτηση τέτοιων συμπεριφορών, και δη αφού οι αναιρεσείουσες είχαν αναφερθεί ρητώς στα στοιχεία αυτά, συμφώνως προς την απόφαση της 7ης Ιανουαρίου 2004, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑204/00 P, C-205/00 P, C‑211/00 P, C-213/00 P, C-217/00 P και C‑219/00 P, EU:C:2004:6, σκέψη 91).

67

Προβάλλουν παρόμοιες αιτιάσεις όσον αφορά την εκτίμηση των ελαφρυντικών περιστάσεων από το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 544 έως 554 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

68

Υποστηρίζουν επίσης ότι, εάν το Γενικό Δικαστήριο είχε εξετάσει ορθώς το ύψος του προστίμου, θα έπρεπε να αποφασίσει τη μείωσή του κατά 60 % όπως ακριβώς έπραξε η Επιτροπή στην υπόθεση της Βόρειας Ευρώπης, δεδομένου ότι οι δύο παράγοντες που ελήφθησαν υπόψη από την Επιτροπή στην υπόθεση αυτή, ήτοι το ειδικό ρυθμιστικό πλαίσιο και η ύπαρξη παραβάσεως ως εκ του αντικειμένου, συνέτρεχαν και εν προκειμένω.

69

Απαντώντας στην ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή, διευκρινίζουν ότι ζήτησαν από το Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει την πλήρη δικαιοδοσία του.

70

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι αναιρεσείουσες δεν ζήτησαν από το Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει την πλήρη δικαιοδοσία του, οπότε ο τρίτος λόγος αναιρέσεως θα έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτος, και ότι το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε εν πάση περιπτώσει τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υποθέσεως συμφώνως προς τις απαιτήσεις της αρχής της ένδικης προστασίας.

71

Το ζήτημα εάν το Γενικό Δικαστήριο έπρεπε να μειώσει το πρόστιμο κατά τουλάχιστον 60 %, όπως ακριβώς έπραξε η Επιτροπή με την απόφασή της στην υπόθεση της Βόρειας Ευρώπης, για τον λόγο ότι πρόκειται επίσης για παράβαση ως εκ του αντικειμένου, θα αφορούσε πέραν όλων των άλλων ένα πραγματικό ζήτημα.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

72

Επιβάλλεται, εισαγωγικώς, η διαπίστωση ότι οι αναιρεσείουσες ζήτησαν από το Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει την πλήρη δικαιοδοσία του, ακυρώνοντας ή μειώνοντας το πρόστιμο που τους επιβλήθηκε, όπως προκύπτει ιδίως από το σημείο 142 του δικογράφου της προσφυγής τους, και ότι, ως εκ τούτου, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως δεν συνιστά νέο ισχυρισμό.

73

Ως προς τον δικαστικό έλεγχο των προστίμων που επιβάλλει η Επιτροπή σε περίπτωση παραβιάσεως του δικαίου του ανταγωνισμού, πρέπει να υπομνησθεί ότι εναπόκειται στον δικαστή της Ένωσης να ασκήσει τον έλεγχο νομιμότητας βάσει των στοιχείων που προσκομίζει ο προσφεύγων προς στήριξη των λόγων τους οποίους προβάλλει. Στο πλαίσιο του ελέγχου αυτού, ο δικαστής δεν μπορεί να στηρίζεται στο περιθώριο εκτιμήσεως το οποίο διαθέτει η Επιτροπή όσον αφορά την επιλογή των στοιχείων που λαμβάνονται υπόψη κατά την εφαρμογή των κριτηρίων τα οποία προβλέπουν οι κατευθυντήριες γραμμές ή όσον αφορά την αξιολόγηση των στοιχείων αυτών, προκειμένου να απόσχει από τη διενέργεια εμπεριστατωμένου ελέγχου τόσο των νομικών όσο και των πραγματικών ζητημάτων (βλ., ιδίως, απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2011, Χαλκόρ κατά Επιτροπής, C-386/10 P, EU:C:2011:815, σκέψη 62).

74

Ο έλεγχος νομιμότητας συμπληρώνεται από την πλήρη δικαιοδοσία που αναγνωρίζεται στον δικαστή της Ένωσης από το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003, σύμφωνα με το άρθρο 261 ΣΛΕΕ. Η εν λόγω πλήρης δικαιοδοσία παρέχει στον δικαστή την εξουσία, πέραν του απλού ελέγχου νομιμότητας της κυρώσεως, να υποκαθιστά την Επιτροπή προβαίνοντας στη δική του εκτίμηση και, κατά συνέπεια, να εξαλείφει, να μειώνει ή να αυξάνει το πρόστιμο ή τη χρηματική ποινή που επιβλήθηκαν (βλ., ιδίως, απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2011, Χαλκόρ κατά Επιτροπής, C-386/10 P, EU:C:2011:815, σκέψη 63).

75

Προκειμένου να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της αρχής της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας και λαμβανομένου υπόψη ότι το άρθρο 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 ορίζει ότι το ύψος του προστίμου πρέπει να καθορίζεται με βάση τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως, το Γενικό Δικαστήριο υποχρεούται, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τις οποίες προβλέπουν τα άρθρα 261 ΣΛΕΕ και 263 ΣΛΕΕ, να εξετάζει κάθε νομική ή πραγματική αιτίαση με την οποία προβάλλεται ότι το ύψος του προστίμου δεν είναι ανάλογο προς τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως (βλ., ιδίως, απόφαση της 9ης Ιουνίου 2016, Repsol Lubricantes y Especialidades κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑617/13 P, EU:C:2016:416, σκέψη 86).

76

Η αποστολή του Δικαστηρίου, οσάκις αυτό αποφαίνεται επί αιτήσεως αναιρέσεως, είναι να ελέγχει αν το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο με την απόφαση που εξέδωσε επί της προσφυγής ακυρώσεως της οποίας επιλήφθηκε (βλ., ιδίως, απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2011, Χαλκόρ κατά Επιτροπής, C-386/10 P, EU:C:2011:815, σκέψη 46).

77

Εντούτοις, δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο, όταν αποφαίνεται επί νομικών ζητημάτων στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας, να υποκαθιστά, για λόγους επιείκειας, το Γενικό Δικαστήριο, αποφαινόμενο κατά πλήρη δικαιοδοσία επί του ύψους των προστίμων που επιβάλλονται σε επιχειρήσεις λόγω παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης (βλ., ιδίως, απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2016, Pilkington Group κ.λπ. κατά Επιτροπής, C-101/15 P, EU:C:2016:631, σκέψη 72).

78

Μόνο στο μέτρο που το Δικαστήριο κρίνει ότι η αυστηρότητα της κυρώσεως είναι όχι απλώς μη ενδεδειγμένη, αλλά και υπερβολική σε σημείο που να είναι δυσανάλογη, μπορεί να διαπιστωθεί πλάνη περί το δίκαιο εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου λόγω του μη ενδεδειγμένου ύψους ενός προστίμου (βλ., ιδίως, απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2016, Pilkington Group κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑101/15 P, EU:C:2016:631, σκέψη 73).

79

Εν προκειμένω, όπως τόνισε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 85 των προτάσεών της, δεν μπορεί να προσαφθεί στο Γενικό Δικαστήριο ότι στηρίχθηκε στο πλαίσιο αυτό στις κατευθυντήριες γραμμές του 2006, δεδομένου ότι ο λόγος ακυρώσεως που προέβαλαν οι αναιρεσείουσες πρωτοδίκως στηριζόταν, όπως προκύπτει από τη σκέψη 501 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στην παράβαση του άρθρου 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 και των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006 λόγω της εσφαλμένης εκτιμήσεως, μεταξύ άλλων, της σοβαρότητας της παραβάσεως καθώς και των ελαφρυντικών περιστάσεων.

80

Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι η άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας δεν ισοδυναμεί με αυτεπάγγελτο έλεγχο και ότι, εξαιρουμένων των λόγων δημοσίας τάξεως τους οποίους ο δικαστής οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως, απόκειται στον προσφεύγοντα να επικαλεστεί λόγους ακυρώσεως κατά της αποφάσεως αυτής και να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία (βλ., ιδίως, απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2011, Χαλκόρ κατά Επιτροπής, C-386/10 P, EU:C:2011:815, σκέψη 64).

81

Όσον αφορά τη σοβαρότητα της παραβάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ορθώς, στη σκέψη 525 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή ορθώς εφάρμοσε, για τους πλέον σοβαρούς περιορισμούς, όπως οι επίμαχοι εν προκειμένω, ποσοστό τουλάχιστον 15 % επί της αξίας των πωλήσεων, το οποίο αποτελεί το κατώτατο άκρο «των υψηλότερων ορίων της κλίμακας», κατά την έννοια του σημείου 23 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006, για αυτό το είδος παραβάσεως (βλ., συναφώς, απόφαση της 11ης Ιουλίου 2013, Gosselin Group κατά Επιτροπής, C‑429/11 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:463, σκέψη 124).

82

Το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε επίσης και έδωσε επαρκή κατά νόμον απάντηση, στις σκέψεις 528 έως 533 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στο επιχείρημα των αναιρεσειουσών ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να συνεκτιμήσει τον περιορισμένο χαρακτήρα του συνολικού μεριδίου αγοράς και της γεωγραφικής εκτάσεως της παραβάσεως για να προσδιορίσει το ποσοστό της αξίας των πωλήσεων που ελήφθη υπόψη. Ειδικότερα, ορθώς έκρινε, στη σκέψη 530 της εν λόγω αποφάσεως, ότι για τους σοβαρότερους περιορισμούς το ποσοστό αυτό θα έπρεπε τουλάχιστον να είναι υψηλότερο του 15 %.

83

Μολονότι η παραδοχή του Γενικού Δικαστηρίου, στη σκέψη 532 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία, όταν η Επιτροπή περιορίζεται στην εφαρμογή ποσοστού ίσου ή σχεδόν ίσου με το ελάχιστο ποσοστό του 15 % της αξίας των πωλήσεων που προβλέπεται για τους ιδιαιτέρως σοβαρούς περιορισμούς, δεν είναι αναγκαία η εκ μέρους της συνεκτίμηση πρόσθετων στοιχείων ή περιστάσεων, είναι εκ προοιμίου εσφαλμένη, εντούτοις δεν αντανακλά την ανάλυση στην οποία πράγματι προέβη το Γενικό Δικαστήριο στην απόφαση αυτή, στο πλαίσιο της οποίας εξέτασε τη σημασία των περιστάσεων τις οποίες επικαλέσθηκαν με την προσφυγή τους οι αναιρεσείουσες κατά την ανάλυση της σοβαρότητας της παραβάσεως, ιδίως στη σκέψη 533 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 11ης Ιουλίου 2013, Gosselin Group κατά Επιτροπής, C-429/11 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:463, σκέψη 129). Είναι επίσης σημαντικό να επισημανθεί ότι, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο ορθώς απεφάνθη, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, ότι η επίμαχη παράβαση ενέπιπτε στην κατηγορία των πλέον σοβαρών παραβάσεων, καλώς ελήφθη υπόψη η ατομική συμπεριφορά των επιχειρήσεων.

84

Πρέπει, περαιτέρω, να υπογραμμιστεί ότι, εν αντιθέσει προς όσα διαλαμβάνει η σκέψη 531 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, από την αιτιολογική σκέψη 329 της επίδικης αποφάσεως δεν συνάγεται ότι το ποσοστό 15 % επί της αξίας των πωλήσεων καθορίστηκε από την Επιτροπή επί τη βάσει και μόνον της φύσεως της παραβάσεως, καθώς η εν λόγω αιτιολογική σκέψη αφορά και τις λοιπές περιστάσεις της υποθέσεως.

85

Όσον αφορά, τέλος, την εκτίμηση των ελαφρυντικών περιστάσεων, το Γενικό Δικαστήριο δεν αρκέστηκε στο να υπομνήσει, στη σκέψη 549 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, την ύπαρξη περιθωρίου εκτιμήσεως της Επιτροπής, αλλά έκρινε, στη σκέψη 551 της αποφάσεως αυτής, ότι ο ένας εκ των δύο παραγόντων που δικαιολογούσαν τη χορήγηση μειώσεως στην υπόθεση της Βόρειας Ευρώπης, ήτοι ο συντονισμός των τιμών αναφοράς, δεν είχε πράγματι διαπιστωθεί στην παρούσα υπόθεση, πράγμα που δικαιολογούσε το διαφορετικό ποσοστό μειώσεως στην υπόθεση αυτήν.

86

Το επιχείρημα των αναιρεσειουσών ότι το Γενικό Δικαστήριο θα έπρεπε εντούτοις να συνεκτιμήσει το γεγονός ότι η παρούσα υπόθεση, όπως και η υπόθεση της Βόρειας Ευρώπης, αφορούσε παράβαση ως εκ του αντικειμένου, πέραν του ότι βάλλει κατά της εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών, εν ουδεμία περιπτώσει μπορεί να προβληθεί λυσιτελώς, δεδομένου ότι ένα τέτοιο γεγονός δεν μπορούσε πράγματι να αποτελέσει ελαφρυντική περίσταση.

87

Περαιτέρω, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς υπενθύμισε επίσης, στις σκέψεις 552 και 553 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή δεν μπορεί να δεσμεύεται από την πρακτική που ακολούθησε σε προηγούμενες αποφάσεις της, οπότε το γεγονός και μόνον ότι, κατά το παρελθόν, προέβη σε μείωση για συγκεκριμένη συμπεριφορά δεν σημαίνει ότι υποχρεούται να προβεί στην ίδια αναλογική μείωση κατά την αξιολόγηση παρόμοιας συμπεριφοράς στο πλαίσιο μεταγενέστερης διοικητικής διαδικασίας.

88

Ως εκ τούτου, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την άσκηση του δικαιοδοτικού του ελέγχου.

89

Κατά συνέπεια, επιβάλλεται να απορριφθεί ο τρίτος λόγος αναιρέσεως ως αβάσιμος.

Επί του τέταρτου λόγου αναιρέσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

90

Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν ερμήνευσε ορθώς την έννοια της αντίθετης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμφωνίας, καθώς δεν συνεκτίμησε το οικονομικό και νομικό πλαίσιο στο οποίο εντασσόταν η εξετασθείσα συμφωνία και ότι ως εκ τούτου προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας.

91

Προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι έκρινε, ιδίως στη σκέψη 466 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή ορθώς συνήγαγε ότι η συμπεριφορά των μερών είχε ως αντικείμενο την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά.

92

Υποστηρίζουν ότι η ανάλυση του οικονομικού και νομικού πλαισίου εντός του οποίου εντάσσεται η επίμαχη συμφωνία είναι αναγκαία προκειμένου να καθοριστεί εάν μια παράβαση έχει ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού (αποφάσεις της 14ης Μαρτίου 2013, Allianz Hungária Biztosító κ.λπ., C-32/11, EU:C:2013:160, σκέψεις 36 και 48, καθώς και της 26ης Νοεμβρίου 2015, Maxima Latvija, C‑345/14, EU:C:2015:784, σκέψη 16).

93

Προσθέτουν ότι η έννοια του περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά, ότι το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να εξηγεί τους λόγους για τους οποίους ο περιορισμός αυτός είναι αρκούντως επιβλαβής για τον ανταγωνισμό και ότι μπορεί να παραπέμπει σε ανάλογες περιστάσεις που χαρακτηρίστηκαν από προγενέστερη νομολογία ως παράβαση ως εκ του αντικειμένου μόνον εάν είναι επαρκώς όμοιες προς αυτές που εξετάζει (απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, CB κατά Επιτροπής, C-67/13 P, EU:C:2014:2204).

94

Εξ αυτού συνάγουν το συμπέρασμα ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορούσε να αρκεστεί, στη σκέψη 468 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στην εκτίμηση ότι η επίμαχη πρακτική ενέπιπτε στο άρθρο 101, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ το οποίο αναφέρεται μόνο στον καθορισμό των τιμών και όχι στις απλές ανακοινώσεις μελλοντικών προθέσεων σχετικά με τις κινήσεις των τιμών.

95

Φρονούν ότι, εάν το Γενικό Δικαστήριο είχε συνεκτιμήσει τη φύση των εμπορευμάτων, τους όρους λειτουργίας και τη δομή της αγοράς, θα είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η επίμαχη συμφωνία δεν είχε αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού.

96

Συναφώς, επικαλούνται ιδίως το γεγονός ότι, κατά τον χρόνο της παραβάσεως, η ευρωπαϊκή αγορά μπανάνας υπαγόταν σε κοινή οργάνωση των αγορών, η οποία συνεπαγόταν ανελαστικότητα και υψηλό βαθμό διαφάνειας σχετικά με τις ποσότητες και τις τιμές ενθαρρύνοντας, σε βάθος χρόνου, τους ανταγωνιστές να συνάψουν επιχειρηματικές σχέσεις μεταξύ τους. Προσθέτουν ότι οι επίμαχες πληροφορίες ανταλλάσσονταν περιστασιακά και ότι καμία προφανής σχέση δεν υφίστατο μεταξύ των ημερομηνιών των επαφών αυτών και αυτών των αντίστοιχων καθορισμών τιμών. Υποστηρίζουν επίσης ότι στην παράβαση ενέχονταν μόνο δύο ανταγωνιστές στην αγορά, ότι η Pacific Fruit Company Italy, λόγω της αδυναμίας της να καθορίσει τις τιμές, δεν μπορούσε να επιβάλλει τιμές στους πελάτες της και ότι θιγόταν μόνον ένα μικρό τμήμα της ευρωπαϊκής αγοράς μπανάνας.

97

Φρονούν ότι ορισμένες διάσπαρτες αναφορές στο πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται η υπόθεση, τις οποίες περιέχει η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση και οι οποίες δεν αφορούν τον χαρακτηρισμό των επίμαχων πρακτικών ως παραβάσεως ως εκ του αντικειμένου, δεν δικαιολογούν την εκτίμηση ότι το πλαίσιο αυτό ελήφθη δεόντως υπόψη προκειμένου να αποδοθεί ο χαρακτηρισμός της ως εκ του αντικειμένου παραβάσεως.

98

Διευκρινίζουν επίσης, σε σχέση με την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, ότι η εσφαλμένη διαπίστωση περί υπάρξεως αντίθετου προς τους κανόνες του ανταγωνισμού αντικειμένου τους στέρησε τη δυνατότητα εις βάθος και κατ’ αντιπαράθεση συζητήσεως των αποτελεσμάτων της συμπεριφοράς τους.

99

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος διότι συνιστά νέο ισχυρισμό, αλλά και διότι τα επιχειρήματα σχετικά με το οικονομικό και νομικό πλαίσιο της επίμαχης παραβάσεως βάλλουν κατά της εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών.

100

Εν πάση περιπτώσει, το Γενικό Δικαστήριο έλαβε υπόψη του επαρκώς κατά νόμον το οικονομικό και νομικό πλαίσιο της επίμαχης συμφωνίας και δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

101

Όσον αφορά την ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή λόγω του ότι ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως συνιστά νέο ισχυρισμό, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από το σημείο 135 του κατατεθέντος ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δικογράφου προκύπτει ότι οι αναιρεσείουσες αμφισβήτησαν μεν τον χαρακτηρισμό της παραβάσεως ως εκ του αντικειμένου, «λαμβανομένων ιδίως υπόψη των πραγματικών περιστατικών και των περιστάσεων της υποθέσεως», προέβαλαν δε μόνον, στο πλαίσιο αυτό, ότι η επίμαχη συμφωνία αφορούσε αποκλειστικώς ανταλλαγές αόριστων και σποραδικών πληροφοριών σχετικά με τις γενικές τάσεις της αγοράς.

102

Εντούτοις, χωρίς να είναι ανάγκη να εξετασθεί το παραδεκτό του τετάρτου λόγου αναιρέσεως, διαπιστώνεται ότι αυτός είναι, εν πάση περιπτώσει, αβάσιμος.

103

Πρέπει να υπομνησθεί ότι η έννοια του περιορισμού του ανταγωνισμού «ως εκ του αντικειμένου» πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά και μπορεί να εφαρμόζεται μόνο σε ορισμένα είδη συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων που είναι αρκούντως επιβλαβή για τον ανταγωνισμό ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν απαιτείται εξέταση των αποτελεσμάτων τους. Πράγματι, ορισμένες μορφές συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων μπορούν να λογίζονται, ως εκ της φύσεώς τους, ως παραβλάπτουσες την ομαλή λειτουργία του ανταγωνισμού (βλ., ιδίως, αποφάσεις της 26ης Νοεμβρίου 2015, Maxima Latvija, C-345/14, EU:C:2015:784, σκέψη 17, και της 20ής Ιανουαρίου 2016, Toshiba Corporation κατά Επιτροπής, C-373/14 P, EU:C:2016:26, σκέψη 26).

104

Το ουσιώδες νομικό κριτήριο προκειμένου να καθοριστεί αν η συμφωνία συνεπάγεται περιορισμό του ανταγωνισμού «ως εκ του αντικειμένου» έγκειται, επομένως, στη διαπίστωση εάν μια τέτοια συμφωνία είναι, αυτή καθ’ εαυτήν, αρκούντως επιβλαβής για τον ανταγωνισμό ώστε να γίνει δεκτό ότι παρέλκει η εξέταση των αποτελεσμάτων της (βλ., ιδίως, απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2015, Maxima Latvija, C-345/14, EU:C:2015:784, σκέψη 20).

105

Συναφώς, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη το περιεχόμενο των όρων της επίμαχης συμφωνίας, οι σκοποί τους οποίους επιδιώκει, καθώς και το οικονομικό και νομικό πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται (βλ., ιδίως, απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2016, Toshiba Corporation κατά Επιτροπής, C-373/14 P, EU:C:2016:26, σκέψη 27).

106

Εν προκειμένω, πρέπει να τονιστεί ότι, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση και ιδίως από τις σκέψεις της 246, 524 και 550, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι αναιρεσείουσες είχαν μετάσχει σε σύμπραξη με αντικείμενο τον καθορισμό των τιμών, και ότι αυτή η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων δεν αμφισβητήθηκε από το Γενικό Δικαστήριο στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση.

107

Για τέτοιου είδους συμφωνίες, οι οποίες συνιστούν ιδιαιτέρως σοβαρή παράβαση του ανταγωνισμού, η ανάλυση του οικονομικού και νομικού πλαισίου εντός του οποίου εντάσσεται η πρακτική μπορεί, ως εκ τούτου, να περιορίζεται στον βαθμό που είναι απολύτως αναγκαίος προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου (βλ., κατ’ αναλογίαν προς τις συμφωνίες κατανομής των αγορών, απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2016, Toshiba Corporation κατά Επιτροπής, C-373/14 P, EU:C:2016:26, σκέψη 29).

108

Πάντως, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς απάντησε, με τη σκέψη 466 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στο επιχείρημα που επικαλέστηκαν επ’ αυτού οι αναιρεσείουσες στο δικόγραφο της προσφυγής τους, παραπέμποντας μεταξύ άλλων στην εξέταση των πραγματικών περιστατικών τα οποία εξετάστηκαν στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως.

109

Περαιτέρω και εν πάση περιπτώσει, όπως τόνισε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 104 των προτάσεών της, τα επιχειρήματα που αφορούν το οικονομικό και νομικό πλαίσιο της υποθέσεως, τα οποία προβλήθηκαν από τις αναιρεσείουσες για να στηρίξουν τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως, είναι απρόσφορα για την εξέταση της υπάρξεως αντίθετου προς τους κανόνες του ανταγωνισμού αντικειμένου, οπότε δεν μπορεί βασίμως να προσαφθεί στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν τα έλαβε υπόψη του στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση.

110

Ορισμένες εξ αυτών επιχειρούν άλλωστε να αποδείξουν την απουσία συντονισμού των τιμών και να θέσουν εν αμφιβόλω, στην πραγματικότητα, την ίδια την ύπαρξη συμφωνίας. Πράγματι, τούτο συμβαίνει όσον αφορά την υπαγωγή της ευρωπαϊκής αγοράς μπανάνας σε κοινή οργάνωση των αγορών.

111

Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο εκτιμώντας, στη σκέψη 473 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή ορθώς είχε επισημάνει ότι η παράβαση μπορούσε να χαρακτηριστεί ως περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου.

112

Περαιτέρω, δεν μπορεί βασίμως να προσαφθεί στο Γενικό Δικαστήριο ότι παραβίασε την αρχή της κατ’ αντιμωλίαν συζητήσεως για τον λόγο ότι ο χαρακτηρισμός της συμφωνίας ως συμφωνίας που έχει αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού αντικείμενο τους στέρησε τη δυνατότητα να προβάλουν ότι δεν υπήρχε αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αποτέλεσμα.

113

Κατά συνέπεια, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

114

Δεδομένου ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτός κανένας από τους λόγους αναιρέσεως που προέβαλαν οι αναιρεσείουσες, η αίτησή τους αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί των δικαστικών εξόδων

115

Κατά το άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται ως αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων. Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του ίδιου αυτού Κανονισμού, που εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι οι αναιρεσείουσες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα έξοδα της αναιρετικής διαδικασίας, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

 

2)

Καταδικάζει τις FSL Holdings NV, Firma Léon Van Parys NV και Pacific Fruit Company Italy SpA στα δικαστικά έξοδα.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

Επάνω