Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62016CJ0453

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 10ης Νοεμβρίου 2016.
    Openbaar Ministerie κατά Halil Ibrahim Özçelik.
    Αίτηση του Rechtbank Amsterdam για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
    Προδικαστική παραπομπή – Επείγουσα προδικαστική διαδικασία – Αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως – Απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ – Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ – Έννοια “εντάλματος συλλήψεως” – Αυτοτελής έννοια του δικαίου της Ένωσης – Εθνικό ένταλμα συλλήψεως εκδοθέν από αστυνομική υπηρεσία και επικυρωθέν από εισαγγελέα με σκοπό την άσκηση ποινικών διώξεων.
    Υπόθεση C-453/16 PPU.

    Συλλογή της Νομολογίας — Γενική Συλλογή

    Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2016:860

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

    της 10ης Νοεμβρίου 2016 ( *1 )

    «Προδικαστική παραπομπή — Επείγουσα προδικαστική διαδικασία — Αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις — Ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως — Απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ — Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ — Έννοια “εντάλματος συλλήψεως” — Αυτοτελής έννοια του δικαίου της Ένωσης — Εθνικό ένταλμα συλλήψεως εκδοθέν από αστυνομική υπηρεσία και επικυρωθέν από εισαγγελέα με σκοπό την άσκηση ποινικών διώξεων»

    Στην υπόθεση C‑453/16 PPU,

    με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το rechtbank Amsterdam (πρωτοδικείο Άμστερνταμ, Κάτω Χώρες) με απόφαση της 16ης Αυγούστου 2016, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο αυθημερόν, στο πλαίσιο της διαδικασίας για την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως εκδοθέντος κατά του

    Halil Ibrahim Özçelik,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους T. von Danwitz, πρόεδρο τμήματος, E. Juhász, C. Vajda, K. Jürimäe (εισηγήτρια) και Κ. Λυκούργο, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: M. Campos Sánchez-Bordona

    γραμματέας: M. Ferreira, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 5ης Οκτωβρίου 2016,

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

    η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. Bulterman, H. Stergiou και B. Koopman,

    η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους T. Henze, M. Hellmann, J. Möller και R. Riegel,

    η Ουγγρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την M. M. Tátrai καθώς και από τους G. Koós και Z. Fehér,

    η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους R. Troosters και S. Grünheid,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 19ης Οκτωβρίου 2016,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    H αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών (ΕΕ 2002, L 190, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009 (ΕΕ 2009, L 81, σ. 24, στο εξής: απόφαση‑πλαίσιο).

    2

    Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο της εκτελέσεως, στις Κάτω Χώρες, ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, που εξέδωσε το Veszprémi Járásbíróság (πρωτοδικείο επαρχίας Veszprém, Ουγγαρία) κατά του Halil Ibrahim Özçelik.

    Το νομικό πλαίσιο

    Το δίκαιο της Ένωσης

    3

    Οι αιτιολογικές σκέψεις 5, 6, 8 και 10 της αποφάσεως-πλαισίου έχουν ως ακολούθως:

    «(5)

    Ο στόχος που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση, να αποτελέσει ένα χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, συνεπάγεται την κατάργηση της έκδοσης μεταξύ κρατών μελών και την αντικατάστασή της από σύστημα παράδοσης μεταξύ δικαστικών αρχών. Εξάλλου, η εισαγωγή ενός νέου απλουστευμένου συστήματος παράδοσης προσώπων που έχουν καταδικαστεί ή είναι ύποπτα, προς το σκοπό της εκτέλεσης καταδικαστικών ποινικών αποφάσεων ή ποινικής δίωξης, επιτρέπει να αρθούν η πολυπλοκότητα και το ενδεχόμενο καθυστερήσεων που είναι εγγενή στις ισχύουσες διαδικασίες έκδοσης. Οι κλασικές σχέσεις συνεργασίας που ισχύουν μέχρι σήμερα μεταξύ κρατών μελών θα πρέπει να δώσουν τη θέση τους σε σύστημα ελεύθερης κυκλοφορίας τόσο των προδικαστικών όσο και των οριστικών ποινικών αποφάσεων, σε ένα χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης.

    (6)

    Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης το οποίο προβλέπει η παρούσα απόφαση-πλαίσιο αποτελεί την πρώτη περίπτωση συγκεκριμένης εφαρμογής, στον τομέα του ποινικού δικαίου, της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης που έχει χαρακτηρισθεί από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ως “ακρογωνιαίος λίθος” της δικαστικής συνεργασίας.

    […]

    (8)

    Οι αποφάσεις για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης πρέπει να υπόκεινται σε επαρκή έλεγχο, πράγμα που σημαίνει ότι η δικαστική αρχή του κράτους μέλους στο οποίο συνελήφθη το καταζητούμενο πρόσωπο θα πρέπει να αποφασίζει σχετικά με την παράδοσή του.

    […]

    (10)

    Ο μηχανισμός του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης βασίζεται σε υψηλό επίπεδο εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών. Η εφαρμογή του εν λόγω μηχανισμού δύναται να ανασταλεί μόνον στην περίπτωση σοβαρής και διαρκούς παραβίασης από κράτος μέλος των αρχών που διατυπώνονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία διαπιστώνεται από το Συμβούλιο κατ’ εφαρμογή του άρθρου 7 παράγραφος 1 της εν λόγω συνθήκης με τις συνέπειες που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου.»

    4

    Το άρθρο 1 της αποφάσεως‑πλαισίου, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ορισμός και υποχρέωση εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης», ορίζει:

    «1.   Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης είναι δικαστική απόφαση η οποία εκδίδεται από κράτος μέλος προς τον σκοπό της σύλληψης και της παράδοσης από άλλο κράτος μέλος προσώπου που καταζητείται για την άσκηση ποινικής δίωξης ή για την εκτέλεση ποινής ή μέτρου στερητικών της ελευθερίας.

    2.   Τα κράτη μέλη εκτελούν κάθε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης και σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας απόφασης-πλαισίου.

    […]»

    5

    Στα άρθρα 3, 4 και 4α της αποφάσεως-πλαισίου παρατίθενται οι λόγοι υποχρεωτικής και προαιρετικής μη εκτελέσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως. Το άρθρο 5 της απόφασης-πλαισίου ορίζει τις εγγυήσεις που πρέπει να παρέχει το κράτος μέλος εκδόσεως του εντάλματος σε ειδικές περιπτώσεις.

    6

    Το άρθρο 6 της αποφάσεως-πλαισίου, το οποίο φέρει τον τίτλο «Προσδιορισμός των αρμόδιων αρχών», ορίζει:

    «1.   Η δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος είναι η δικαστική αρχή του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος που είναι αρμόδια για την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης δυνάμει του δικαίου αυτού του κράτους.

    2.   Η δικαστική αρχή εκτέλεσης είναι η δικαστική αρχή του κράτους μέλους εκτέλεσης που είναι αρμόδια να εκτελέσει το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης δυνάμει του δικαίου αυτού του κράτους.

    3.   Κάθε κράτος μέλος ενημερώνει τη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου σχετικά με τη δικαστική αρχή που είναι αρμόδια σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο.»

    7

    Το άρθρο 8 της αποφάσεως-πλαισίου αφορά το περιεχόμενο και τον τύπο του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως. Κατά την παράγραφο 1, στοιχείο γʹ, του άρθρου αυτού:

    «1.   Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης περιέχει τα ακόλουθα στοιχεία, τα οποία υποβάλλονται σύμφωνα με το έντυπο που περιλαμβάνεται στο παράρτημα:

    […]

    γ)

    ένδειξη ότι υπάρχει εκτελεστή απόφαση, ένταλμα σύλληψης ή οιαδήποτε άλλη εκτελεστή δικαστική απόφαση της αυτής ισχύος που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 1 και 2».

    Το ολλανδικό δίκαιο

    8

    Ο Overleveringswet (νόμος περί παραδόσεως εκζητουμένων προσώπων) μεταφέρει στην ολλανδική έννομη τάξη την απόφαση‑πλαίσιο. Το άρθρο 1 του νόμου αυτού ορίζει τα εξής:

    «Στον παρόντα νόμο νοούνται ως:

    […]

    b.

    ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως: η έγγραφη απόφαση δικαστικής αρχής κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εκδίδεται με σκοπό τη σύλληψη και την παράδοση προσώπου από δικαστική αρχή άλλου κράτους μέλους·

    […]

    i)

    δικαστική αρχή εκδόσεως: η δικαστική αρχή κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης που είναι αρμόδια δυνάμει του εθνικού δικαίου για την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως·

    […]».

    9

    Το άρθρο 5 του νόμου περί παραδόσεως εκζητουμένων προσώπων ορίζει τα εξής:

    «Η παράδοση πραγματοποιείται αποκλειστικά προς τις δικαστικές αρχές εκδόσεως άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπό τους όρους των διατάξεων του παρόντος νόμου ή των διατάξεων που εκδίδονται δυνάμει αυτού.»

    Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

    10

    Στις 21 Ιουνίου 2016 το Veszprémi Járásbíróság (πρωτοδικείο επαρχίας Veszprém) εξέδωσε ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως κατά του Halil Ibrahim Özçelik, τούρκου υπηκόου, στο πλαίσιο ποινικών διώξεων κατά αυτού για δύο αδικήματα που τελέστηκαν στην Ουγγαρία και συνιστούν αξιόποινες πράξεις στο εν λόγω κράτος μέλος.

    11

    Το rechtbank Amsterdam (πρωτοδικείο Άμστερνταμ, Κάτω Χώρες) επιλήφθηκε της αιτήσεως εκτελέσεως αυτού του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως. Το εν λόγω δικαστήριο επισημαίνει ότι στο σημείο βʹ του εντύπου που περιλαμβάνεται στο παράρτημα της αποφάσεως‑πλαισίου, το οποίο ορίζει ότι πρέπει να σημειώνεται το ένταλμα συλλήψεως ή η ισοδύναμη δικαστική απόφαση επί των οποίων θεμελιώνεται το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως, γίνεται αναφορά στο «υπ’ αριθ. 19060/93/2014.bü. ένταλμα συλλήψεως, το οποίο εκδόθηκε από το αστυνομικό τμήμα Ajka και επικυρώθηκε με απόφαση της εισαγγελίας Ajka της 14ης Ιουνίου 2016».

    12

    Με αίτηση παροχής πληροφοριών της 8ης Ιουλίου 2016 το αιτούν δικαστήριο ζήτησε από τις ουγγρικές αρχές ορισμένες διευκρινίσεις σχετικά με τον ρόλο της εισαγγελικής αρχής στην Ουγγαρία και, ειδικότερα, σχετικά με την ανεξαρτησία της έναντι της εκτελεστικής εξουσίας, καθώς και σχετικά με τις συνέπειες της επικυρώσεως από εισαγγελική αρχή εντάλματος συλλήψεως το οποίο έχει εκδοθεί από αστυνομική υπηρεσία.

    13

    Στις 14 Ιουλίου 2016 οι ουγγρικές αρχές απάντησαν στην αίτηση αυτή, από την απάντηση δε αυτή προκύπτει, συγκεκριμένα, ότι η εισαγγελική αρχή είναι ανεξάρτητη έναντι της εκτελεστικής εξουσίας και ότι αποστολή της είναι να μεριμνά, καθ’ όλη τη διάρκεια της ανακρίσεως, για την τήρηση του νόμου από την αστυνομία και για τον σεβασμό των δικαιωμάτων του υπόπτου. Οι εν λόγω αρχές διευκρίνισαν επίσης ότι, στο πλαίσιο της αποστολής αυτής, η εισαγγελική αρχή μπορεί να τροποποιήσει ή να ακυρώσει απόφαση ληφθείσα από αστυνομική υπηρεσία, όταν η τελευταία ενεργεί ως ανακριτική αρχή και εφόσον η εισαγγελική αρχή εκτιμά ότι η απόφαση αυτή είναι αντίθετη προς τον νόμο ή το αντικείμενο της έρευνας. Επιπλέον, οι εν λόγω αρχές ανέφεραν ότι το μέλος της εισαγγελικής αρχής το οποίο έχει επικυρώσει εθνικό ένταλμα συλλήψεως, εκδοθέν από αστυνομική υπηρεσία, δύναται να μετέχει μεταγενέστερα στην ποινική δίκη ως εκπρόσωπος της εν λόγω αρχής.

    14

    Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται κατά πόσον εθνικό ένταλμα συλλήψεως εκδοθέν από αστυνομική υπηρεσία και επικυρωθέν εν συνεχεία με απόφαση της εισαγγελικής αρχής μπορεί να χαρακτηρισθεί «δικαστική απόφαση», κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της αποφάσεως‑πλαισίου.

    15

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το rechtbank Amsterdam (πρωτοδικείο Άμστερνταμ) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1)

    Συνιστά η έκφραση “δικαστική απόφαση”, κατά το άρθρο 8, [παράγραφος 1, στοιχείο γʹ], της αποφάσεως-πλαισίου […] έννοια του δικαίου της Ένωσης η οποία πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο αυτοτελή και ομοιόμορφο;

    2)

    Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, ποιο είναι το περιεχόμενο της έννοιας αυτής;

    3)

    Είναι τέτοια “δικαστική απόφαση” η από μέλος της εισαγγελικής αρχής επικύρωση ενός προηγουμένως εκδοθέντος από την αστυνομία εθνικού εντάλματος συλλήψεως όπως η επίμαχη επικύρωση στην παρούσα υπόθεση;»

    Επί της επείγουσας διαδικασίας

    16

    Το αιτούν δικαστήριο ζήτησε να εξεταστεί η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως κατά την επείγουσα προδικαστική διαδικασία του άρθρου 107 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

    17

    Προς στήριξη του αιτήματος αυτού το ως άνω δικαστήριο επικαλείται, ιδίως, το γεγονός ότι ο H. I. Özçelik στερείται επί του παρόντος την ελευθερία του εν αναμονή της παραδόσεώς του στις ουγγρικές αρχές.

    18

    Επισημαίνεται, πρώτον, ότι η παρούσα προδικαστική παραπομπή αφορά την ερμηνεία της αποφάσεως πλαισίου, η οποία άπτεται των τομέων τους οποίους αφορά ο τίτλος V του τρίτου μέρους της Συνθήκης ΛΕΕ, σχετικά με τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Κατά συνέπεια, είναι δυνατή η εκδίκασή της κατά την επείγουσα προδικαστική διαδικασία.

    19

    Δεύτερον, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι το άτομο το οποίο αφορά η υπόθεση της κύριας δίκης στερείται της ελευθερίας του και ότι η συνέχιση ή μη της κρατήσεώς του εξαρτάται από τη λύση της διαφοράς της κύριας δίκης (απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, Lanigan, C‑237/15 PPU, EU:C:2015:474, σκέψη 24). Πράγματι, το μέτρο της κρατήσεως υπό την οποία τελεί ο H. I. Özçelik διατάχθηκε, σύμφωνα με τις εξηγήσεις που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, στο πλαίσιο εκτελέσεως ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως που εκδόθηκε κατά του εν λόγω προσώπου.

    20

    Υπό τις συνθήκες αυτές, στις 31 Αυγούστου 2016 το τέταρτο τμήμα του Δικαστηρίου αποφάσισε, κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή και αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να κάνει δεκτό το αίτημα του αιτούντος δικαστηρίου περί εφαρμογής επί της παρούσας προδικαστικής παραπομπής της επείγουσας προδικαστικής διαδικασίας.

    Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

    21

    Με τα ερωτήματά του, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί κατά πόσον το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της αποφάσεως‑πλαισίου έχει την έννοια ότι αποτελεί «δικαστική απόφαση», κατά την εν λόγω διάταξη, η επικύρωση, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης, από την εισαγγελική αρχή, εθνικού εντάλματος συλλήψεως το οποίο έχει εκδοθεί σε προγενέστερο χρόνο, με σκοπό την άσκηση ποινικής διώξεως, από την αστυνομία.

    22

    Το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της αποφάσεως‑πλαισίου προβλέπει ότι το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως πρέπει να περιέχει στοιχεία σχετικά με την ύπαρξη «εκτελεστή[ς] απόφαση[ς], εντ[άλματος] σύλληψης ή οια[σ]δήποτε άλλη[ς] εκτελεστή[ς] δικαστική[ς] απόφαση[ς] της αυτής ισχύος που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 1 και 2» της αποφάσεως‑πλαισίου. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να αναφέρονται στο σημείο βʹ του εντύπου που περιλαμβάνεται στο παράρτημα της αποφάσεως-πλαισίου υπό τον τίτλο «Απόφαση επί της οποίας βασίζεται το ένταλμα σύλληψης», στον αριθμό 1 του οποίου πρέπει να αναφέρεται το «[έ]νταλμα σύλληψης ή [η] δικαστική απόφαση που έχει την ίδια ισχύ».

    23

    Υπενθυμίζεται ότι το σύστημα του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως που καθιερώνεται με την απόφαση-πλαίσιο βασίζεται στην αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως, η οποία εδράζεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών μελών ως προς το ότι οι αντίστοιχες εθνικές έννομες τάξεις τους είναι σε θέση να παρέχουν ισοδύναμη και αποτελεσματική προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται σε επίπεδο Ένωσης, ιδίως δε από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ., συναφώς, απόφαση της 5ης Απριλίου 2016, Aranyosi και Căldăraru, C‑404/15 και C‑659/15 PPU, EU:C:2016:198, σκέψεις 75 έως 77).

    24

    Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι τόσο η αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών όσο και η αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως έχουν θεμελιώδη σημασία στο δίκαιο της Ένωσης, καθώς καθιστούν δυνατή τη δημιουργία και τη διατήρηση ενός χώρου χωρίς εσωτερικά σύνορα. Ειδικότερα, η αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης επιβάλλει, προκειμένου ιδίως για τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, σε καθένα από τα κράτη μέλη να αποδέχονται ως δεδομένο, πλην εξαιρετικών περιστάσεων, ότι όλα τα λοιπά κράτη μέλη τηρούν το δίκαιο της Ένωσης και, ειδικότερα, ότι σέβονται τα αναγνωρισμένα από το δίκαιο αυτό θεμελιώδη δικαιώματα (βλ., συναφώς, γνωμοδότηση 2/13, της 18ης Δεκεμβρίου 2014, EU:C:2014:2454, σκέψη 191).

    25

    Στο ρυθμιζόμενο από την απόφαση-πλαίσιο πεδίο, έκφανση της αρχής της αμοιβαίας αναγνωρίσεως, η οποία, όπως προκύπτει ειδικότερα από την αιτιολογική σκέψη 6 της αποφάσεως-πλαισίου, συνιστά τον «ακρογωνιαίο λίθο» της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις, αποτελεί το άρθρο 1, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου, κατά το οποίο τα κράτη μέλη καταρχήν υποχρεούνται να εκτελούν κάθε ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως (απόφαση της 5ης Απριλίου 2016, Aranyosi και Căldăraru, C‑404/15 και C‑659/15 PPU, EU:C:2016:198, σκέψη 79 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    26

    Επομένως, η δικαστική αρχή εκτελέσεως δύναται να αρνηθεί την εκτέλεση τέτοιου εντάλματος μόνο στις εξαντλητικώς απαριθμούμενες στο άρθρο 3 της αποφάσεως-πλαισίου περιπτώσεις υποχρεωτικής μη εκτελέσεως ή στις περιπτώσεις προαιρετικής μη εκτελέσεως των άρθρων 4 και 4α αυτής. Εξάλλου, η εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως μπορεί να εξαρτηθεί μόνον εκ των προϋποθέσεων που απαριθμούνται περιοριστικώς στο άρθρο 5 της αποφάσεως-πλαισίου (απόφαση της 5ης Απριλίου 2016, Aranyosi και Căldăraru, C‑404/15 και C‑659/15 PPU, EU:C:2016:198, σκέψη 80 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    27

    Ο όρος «ένταλμα συλλήψεως», που διαλαμβάνεται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της αποφάσεως-πλαισίου δηλώνει, ωστόσο, μόνον το εθνικό ένταλμα συλλήψεως και ως τέτοιο πρέπει να νοείται δικαστική απόφαση διάφορη του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως (βλ., συναφώς, απόφαση της 1ης Ιουνίου 2016, Bob-Dogi, C‑241/15, EU:C:2016:385, σκέψεις 46 και 58).

    28

    Εν προκειμένω, το επίμαχο στην κύρια δίκη ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως εκδόθηκε από το Veszprémi Járásbíróság (πρωτοδικείο επαρχίας Veszprém) και σε αυτό γίνεται μνεία σε εθνικό ένταλμα συλλήψεως εκδοθέν από την ουγγρική αστυνομία και επικυρωθέν από την εισαγγελική αρχή.

    29

    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η απόφαση με την οποία η εισαγγελική αρχή επικυρώνει το εθνικό ένταλμα συλλήψεως που έχει εκδοθεί από την οικεία αστυνομική υπηρεσία αποτελεί τη βάση του επίμαχου στην υπόθεση της κύριας δίκης ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως.

    30

    Συναφώς, από τις πληροφορίες που παρέσχε στο Δικαστήριο η Ουγγρική Κυβέρνηση προκύπτει ότι η επικύρωση, από την εισαγγελική αρχή, του εντάλματος συλλήψεως που εκδόθηκε από την αστυνομική υπηρεσία αποτελεί νομική πράξη με την οποία η εισαγγελική αρχή ελέγχει και εγκρίνει το εν λόγω ένταλμα συλλήψεως. Κατόπιν της επικυρώσεως αυτής, για την οποία γίνεται σχετική μνεία στο ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως, η εισαγγελική αρχή θεωρείται ότι φέρει την ευθύνη για την έκδοση του εθνικού εντάλματος συλλήψεως. Συνεπώς, από πλευράς του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της αποφάσεως‑πλαισίου, δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι το εν λόγω εθνικό ένταλμα συλλήψεως έχει εκδοθεί από αστυνομική υπηρεσία, καθόσον η επικύρωση αυτού από την εισαγγελική αρχή επιτρέπει, όπως επισήμανε και ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 35 των προτάσεών του, την εξομοίωση της εισαγγελικής αρχής με τον εκδότη του εν λόγω εντάλματος.

    31

    Ανακύπτει, ως εκ τούτου, το ερώτημα κατά πόσον η απόφαση εισαγγελικής αρχής εμπίπτει στην κατ’ άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της αποφάσεως‑πλαισίου έννοια της «δικαστικής αποφάσεως».

    32

    Συναφώς, με τις σκέψεις 33 και 38 της εκδοθείσας σήμερα αποφάσεως Poltorak (C‑452/16 PPU), το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο όρος «δικαστική αρχή» της αποφάσεως‑πλαισίου πρέπει να νοείται, ιδίως, στο πλαίσιο του άρθρου 6, παράγραφος 1, αυτής, ως δηλώνων τις αρχές που μετέχουν στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης στα κράτη μέλη, εξαιρουμένων των αστυνομικών υπηρεσιών.

    33

    Λόγω της αναγκαιότητας εξασφαλίσεως συνοχής μεταξύ των ερμηνειών των διαφορετικών διατάξεων της αποφάσεως‑πλαισίου, η ερμηνεία αυτή μπορεί, καταρχήν, να εφαρμοστεί και στο άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, αυτής. Η ερμηνεία που πρέπει, ως εκ τούτου, να δοθεί στη διάταξη αυτή είναι ότι στην έννοια της «δικαστικής αποφάσεως» εμπίπτουν οι αποφάσεις των αρχών που μετέχουν στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης στα κράτη μέλη, με την εξαίρεση των αστυνομικών υπηρεσιών.

    34

    Κατόπιν της διαπιστώσεως αυτής, επισημαίνεται ότι, εφόσον η εισαγγελική αρχή αποτελεί αρχή που καλείται να μετάσχει στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης σε κράτος μέλος (βλ., συναφώς, απόφαση της 29ης Ιουνίου 2016, Kossowski, C‑486/14, EU:2016:483, σκέψη 39), η απόφαση μιας τέτοιας αρχής πρέπει να θεωρείται δικαστική απόφαση, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της αποφάσεως‑πλαισίου.

    35

    Τέλος, η ερμηνεία αυτή υπαγορεύεται και από τους σκοπούς της αποφάσεως‑πλαισίου. Η εν λόγω απόφαση-πλαίσιο κατατείνει, μέσω της καθιερώσεως ενός απλουστευμένου και αποτελεσματικότερου συστήματος παραδόσεως των ατόμων τα οποία έχουν καταδικασθεί ή είναι ύποπτα για παραβάσεις της ποινικής νομοθεσίας, στη διευκόλυνση και στην επιτάχυνση της δικαστικής συνεργασίας, συμβάλλοντας στην επίτευξη του σκοπού τον οποίο έχει θέσει η Ένωση, να καταστεί δηλαδή αυτή ένας χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης επί τη βάσει του υψηλού βαθμού εμπιστοσύνης που πρέπει να υφίσταται μεταξύ των κρατών μελών (απόφαση της 5ης Απριλίου 2016, Aranyosi και Căldăraru, C‑404/15 και C‑659/15 PPU, EU:C:2016:198, σκέψη 76 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    36

    Συναφώς, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που παρέσχε στο Δικαστήριο η Ουγγρική Κυβέρνηση, η επικύρωση του εθνικού εντάλματος συλλήψεως από την εισαγγελική αρχή παρέχει στη δικαστική αρχή εκτελέσεως την εγγύηση ότι το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως βασίζεται σε απόφαση η οποία υποβλήθηκε σε δικαστικό έλεγχο. Μια τέτοια επικύρωση δικαιολογεί, ως εκ τούτου, τον υψηλό βαθμό εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών, για τον οποίο έγινε λόγος με την προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως.

    37

    Προκύπτει από τα ανωτέρω ότι απόφαση εισαγγελικής αρχής, όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, εμπίπτει στην κατ’ άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της αποφάσεως πλαισίου έννοια της «δικαστικής αποφάσεως».

    38

    Συνεπώς, βάσει των ανωτέρω εκτιμήσεων, στα υποβληθέντα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, κατ’ ορθή ερμηνεία του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της αποφάσεως‑πλαισίου, συνιστά «δικαστική απόφαση», κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, η επικύρωση, όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, από την εισαγγελική αρχή, εθνικού εντάλματος συλλήψεως εκδοθέντος σε προγενέστερο χρόνο από αστυνομική υπηρεσία, με σκοπό την άσκηση ποινικών διώξεων.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    39

    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:

     

    Κατ’ ορθή ερμηνεία του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της αποφάσεως‑πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, συνιστά «δικαστική απόφαση», κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, η επικύρωση, όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, από την εισαγγελική αρχή, εθνικού εντάλματος συλλήψεως εκδοθέντος σε προγενέστερο χρόνο από αστυνομική υπηρεσία, με σκοπό την άσκηση ποινικών διώξεων.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.

    Επάνω