Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62015CC0025

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Y. Bot της 20ης Ιανουαρίου 2016.
    Αίτηση του Budapest Környéki Törvényszék για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
    Προδικαστική παραπομπή – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφραση – Οδηγία 2010/64/ΕΕ – Πεδίο εφαρμογής – Έννοια της “ποινικής διαδικασίας” – Διαδικασία προβλεπόμενη από κράτος μέλος για την αναγνώριση αποφάσεως που εξέδωσε δικαστήριο άλλου κράτους μέλους σε ποινική υπόθεση και την εγγραφή στο ποινικό μητρώο της καταδικαστικής αποφάσεως που εξέδωσε το εν λόγω δικαστήριο – Έξοδα μεταφράσεως της αποφάσεως αυτής – Απόφαση-πλαίσιο 2009/315/ΔΕΥ – Απόφαση 2009/316/ΔΕΥ.
    Υπόθεση C-25/15.

    Συλλογή της Νομολογίας — Γενική Συλλογή

    Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2016:29

    ΠΡΟΤΆΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΫ ΕΙΣΑΓΓΕΛΈΑ

    YVES BOT

    της 20ής Ιανουαρίου 2016 ( 1 )

    Υπόθεση C‑25/15

    Ποινική διαδικασία

    κατά

    István Balogh

    [αίτηση του Budapest Környéki Törvényszék (Ουγγαρία)

    για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

    «Προδικαστική παραπομπή — Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις — Δικαίωμα για διερμηνεία και μετάφραση — Οδηγία 2010/64/ΕΕ — Πεδίο εφαρμογής — Έννοια της “ποινικής διαδικασίας” — Διαδικασία προβλεπόμενη εντός κράτους μέλους για την αναγνώριση αποφάσεως σε ποινική υπόθεση που εξέδωσε δικαστήριο άλλου κράτους μέλους — Έξοδα μεταφράσεως της αποφάσεως — Απόφαση-πλαίσιο 2009/315/ΔΕΥ — Απόφαση 2009/316/ΔΕΥ — Ευρωπαϊκό Σύστημα Πληροφοριών Ποινικού Μητρώου (ECRIS)»

    1. 

    Με την υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το Budapest Környéki Törvényszék (δικαστήριο της Βουδαπέστης, Ουγγαρία) ζητεί από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2010/64/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 2010, σχετικά με το δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφραση κατά την ποινική διαδικασία ( 2 ).

    2. 

    Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαδικασίας που κινήθηκε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, με αντικείμενο την αναγνώριση στην Ουγγαρία των αποτελεσμάτων τελεσίδικης δικαστικής αποφάσεως που εξέδωσε δικαστήριο άλλου κράτους μέλους, εν προκειμένω της Δημοκρατίας της Αυστρίας, με την οποία ο István Balogh καταδικάστηκε σε στερητική της ελευθερίας ποινή για ποινικό αδίκημα καθώς και στην καταβολή των δικαστικών εξόδων.

    3. 

    Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, με απόφαση της 13ης Μαΐου 2014 που κατέστη τελεσίδικη στις 8 Οκτωβρίου 2014 ( 3 ), το Landesgericht Eisenstadt (περιφερειακό δικαστήριο του Eisenstadt, Αυστρία) καταδίκασε τον I. Balogh, Ούγγρο υπήκοο, σε στερητική της ελευθερίας ποινή 4 ετών και 6 μηνών για διακεκριμένη κλοπή με διάρρηξη καθώς και στην καταβολή των δικαστικών εξόδων. Ο I. Balogh κρατείται στην Αυστρία, όπου οφείλει να εκτίσει την ποινή του μέχρι τις 24 Δεκεμβρίου 2017.

    4. 

    Από τις συζητήσεις ενώπιον του Δικαστηρίου, ειδικότερα από τις διευκρινίσεις της Αυστριακής Κυβερνήσεως, διεφάνη ότι, στις 15 Σεπτεμβρίου 2014, το Landesgericht Eisenstadt διαβίβασε τα κυριότερα στοιχεία της αποφάσεως που εκδόθηκε εις βάρος του Ι. Balogh στην αυστριακή υπηρεσία ποινικού μητρώου (Österreichisches Strafregisteramt), μνημονεύοντας, σύμφωνα με την απόφαση 2009/316/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 6ης Απριλίου 2009, σχετικά με τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Συστήματος Πληροφοριών Ποινικού Μητρώου (ECRIS) κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 11 της απόφασης-πλαισίου 2009/315/ΔΕΥ ( 4 ), τον αντίστοιχο κωδικό που προβλέπεται από το Ευρωπαϊκό Σύστημα Πληροφοριών Ποινικού Μητρώου (ECRIS) για τις αξιόποινες πράξεις που επέσυραν την καταδίκη.

    5. 

    Στις 21 Σεπτεμβρίου 2014 ( 5 ) η αυστριακή υπηρεσία ποινικού μητρώου, ως αυστριακή κεντρική αρχή υπό την έννοια του άρθρου 3 της αποφάσεως-πλαισίου 2009/315/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, σχετικά με τη διοργάνωση και το περιεχόμενο της ανταλλαγής πληροφοριών που προέρχονται από το ποινικό μητρώο μεταξύ των κρατών μελών ( 6 ), και σύμφωνα με την υποχρέωση βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου, ενημέρωσε την ουγγρική κεντρική αρχή, δηλαδή το κεντρικό γραφείο διοικητικών και ηλεκτρονικών δημόσιων υπηρεσιών (Közigazgatási és Elektronikus Közszolgáltatások Központi Hivatala), ως προς την απόφαση, υπό την ηλεκτρονική μορφή που προβλέπεται στο πλαίσιο του ECRIS.

    6. 

    Το ουγγρικό Υπουργείο Δικαιοσύνης (magyar Igazságügyi Minisztérium) ενημέρωσε, στη συνέχεια, το Landesgericht Eisenstadt ότι ήταν αναγκαία η κοινοποίηση της αποφάσεως ενόψει αναγνωρίσεώς της στην Ουγγαρία. Προσέθεσε ότι η αλλοδαπή δικαστική απόφαση, μετά την αναγνώρισή της στην Ουγγαρία, θα εξομοιώνεται με εθνική καταδικαστική απόφαση η οποία καταχωρείται στο ποινικό μητρώο.

    7. 

    Στο πλαίσιο της εφαρμογής της ειδικής αυτής διαδικασίας αναγνωρίσεως των αλλοδαπών αποφάσεων που προβλέπει το ουγγρικό δίκαιο, για τη διεξαγωγή της οποίας αρμόδιο δικαστήριο είναι το Budapest Környéki Törvényszék, το δικαστήριο αυτό ζητεί να διευκρινιστεί αν τα έξοδα που σχετίζονται με τη μετάφραση της αποφάσεως την οποία εξέδωσε το Landesgericht Eisenstadt μπορούν ή όχι να βαρύνουν τον I. Balogh.

    8. 

    Οι σχετικές διατάξεις του ουγγρικού δικαίου είναι οι εξής.

    9. 

    Το άρθρο 46 του νόμου XXXVIII του 1996, περί διεθνούς δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις (a nemzetközi bűnügyi jogsegélyről szóló 1996. évi XXXVIII. törvény), ορίζει τα εξής:

    «(1)   Ο Υπουργός Δικαιοσύνης παραλαμβάνει τις κοινοποιήσεις που καθιστούν δυνατή την αναγνώριση αλλοδαπής δικαστικής αποφάσεως καθώς και τις αιτήσεις από την αλλοδαπή με αντικείμενο τη διαβίβαση πληροφοριών περί της εκτίσεως ποινής ή μέτρου ασφαλείας στερητικών της ελευθερίας, κατασχέσεως ή δημεύσεως περιουσιακών στοιχείων ή ακόμη μέτρου που καθιστά οριστικώς απρόσιτα τα ηλεκτρονικά δεδομένα, και, εφόσον το άρθρο 2 του παρόντος νόμου δεν απαγορεύει να ικανοποιηθούν οι αιτήσεις αυτές, τις διαβιβάζει στο αρμόδιο δικαστήριο. Το Fővárosi Törvényszék [(δικαστήριο της Βουδαπέστης)] είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο να ελέγξει αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εκτίσεως ποινής ή μέτρου ασφαλείας στερητικών της ελευθερίας, κατασχέσεως ή δημεύσεως περιουσιακών στοιχείων, ή ακόμη μέτρου που καθιστά οριστικώς απρόσιτα τα ηλεκτρονικά δεδομένα, όπως προβλέπονται στον παρόντα νόμο.

    [...]

    (3)   Εκτός αν ορίζεται άλλως στον παρόντα νόμο, η ένδικη διαδικασία διέπεται από τους γενικούς κανόνες του κεφαλαίου XXIX [του νόμου XIX του 1998 περί του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (a büntetőeljárásról szóló 1998 évi XIX. Törvény, στο εξής: Κώδικας Ποινικής Δικονομίας)], σχετικά με τις ειδικές διαδικασίες —με την εξαίρεση των διατάξεων του άρθρου 555, παράγραφος 2, στοιχεία b και d.»

    10. 

    Εξάλλου, το άρθρο 48 του νόμου περί διεθνούς δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις ορίζει τα εξής:

    «(1)   Κατά την έκδοση της αποφάσεώς του, το δικαστήριο δεσμεύεται από τα πραγματικά περιστατικά που διαπίστωσε το αλλοδαπό δικαστήριο.

    (2)   Κατά την ενώπιόν του διαδικασία, το δικαστήριο διαπιστώνει τις κατά το ουγγρικό δίκαιο έννομες συνέπειες της καταδίκης. Εάν η ποινή ή το επιβληθέν με την απόφαση του αλλοδαπού δικαστηρίου μέτρο δεν συνάδουν πλήρως με το ουγγρικό δίκαιο, το δικαστήριο διαπιστώνει, στην απόφασή του, ποια είναι η ποινή ή το μέτρο που πρέπει να επιβληθούν κατά το ουγγρικό δίκαιο, ούτως ώστε αυτά να αντιστοιχούν όσο το δυνατόν περισσότερο στην ποινή ή το μέτρο που επέβαλε το αλλοδαπό δικαστήριο και —σε περίπτωση αιτήσεως περί εκτελέσεως— αποφαίνεται κατά συνέπεια για την έκτιση της ποινής ή την εκτέλεση του μέτρου.

    (3)   Κατά τον καθορισμό της ποινής ή του εφαρμοστέου μέτρου, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο εφαρμοστέος κατά τον χρόνο τελέσεως της αξιόποινης πράξεως νόμος. Εάν από τον εφαρμοστέο κατά τον χρόνο καθορισμού της ποινής ή του εφαρμοστέου μέτρου ουγγρικό νόμο προκύπτει ότι η επίμαχη πράξη δεν είναι πλέον αξιόποινη ή ότι τιμωρείται λιγότερο αυστηρά, τυγχάνει εφαρμογής ο νέος νόμος.»

    11. 

    Το άρθρο 9, παράγραφος 1, του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προβλέπει ότι η γλώσσα της ποινικής διαδικασίας είναι η ουγγρική.

    12. 

    Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 338, παράγραφος 1, του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, το δικαστήριο καταδικάζει τον κατηγορούμενο στην καταβολή των εξόδων της ποινικής διαδικασίας όταν τον κρίνει ένοχο ή υπεύθυνο για τη διάπραξη αδικήματος. Η εν λόγω διάταξη δεν αναφέρεται στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας των οποίων η καταβολή πρέπει να επιβαρύνει τρίτον βάσει των διατάξεων του νόμου. Κατ’ εφαρμογήν της παραγράφου 2 του άρθρου 338, ο κατηγορούμενος μπορεί να καταδικαστεί μόνο στην καταβολή των εξόδων της ποινικής διαδικασίας που προκύπτουν σε σχέση με την πράξη ή το μέρος των πραγματικών περιστατικών βάσει των οποίων κρίθηκε η ενοχή ή η ευθύνη του. Δεν μπορεί να καταδικαστεί στην καταβολή των εξόδων της ποινικής διαδικασίας που δεν ήσαν απαραίτητα, εφόσον δεν οφείλονται σε παράλειψή του.

    13. 

    Κατά το άρθρο 339, παράγραφος 1, του ως άνω κώδικα, το κράτος αναλαμβάνει τα έξοδα τα οποία δεν υποχρεούται να πληρώσει ο κατηγορούμενος.

    14. 

    Κατά το άρθρο 555, παράγραφος 1, του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, στις ειδικές διαδικασίες πρέπει να εφαρμόζονται οι διατάξεις του εν λόγω κώδικα, με την επιφύλαξη αντίθετων διατάξεων του σχετικού με αυτές κεφαλαίου.

    15. 

    Το άρθρο 555, παράγραφος 2, στοιχείο j, του εν λόγω κώδικα προβλέπει ότι, επί ειδικών διαδικασιών, ο κατηγορούμενος επωμίζεται τα δικαστικά έξοδα εφόσον καταδικάστηκε στην καταβολή των εξόδων της κύριας ποινικής δίκης.

    16. 

    Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, στο ουγγρικό δίκαιο, με τις λεγόμενες «ειδικές» διαδικασίες επιλύονται, μετά την έκδοση τελεσίδικης αποφάσεως επί του κυρίου ποινικού ζητήματος, τα παρεμπίπτοντα ποινικά ζητήματα τα οποία συνδέονται στενά με το κύριο ζήτημα. Πρόκειται δηλαδή για παρεμπίπτουσες και απλουστευμένες διαδικασίες.

    17. 

    Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει επίσης ότι η επίμαχη ειδική διαδικασία της κύριας δίκης δεν συνεπάγεται νέα καταδίκη και αναγνωρίζει απλώς ότι απόφαση εκδοθείσα από αλλοδαπό δικαστήριο έχει την ίδια ισχύ με αυτή που θα είχε αν είχε εκδοθεί από ουγγρικό δικαστήριο.

    18. 

    Δεδομένου ότι η απόφαση που εξέδωσε το Landesgericht Eisenstadt έχει συνταχθεί στα γερμανικά, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, στο πλαίσιο της εφαρμογής της ειδικής αυτής διαδικασίας, οφείλει να εξασφαλίσει τη μετάφραση προς τη γλώσσα διαδικασίας, εν προκειμένω την ουγγρική. Διευκρινίζει, συναφώς, ότι, στην Ουγγαρία, θεωρείται ότι τα έξοδα μεταφράσεως αποτελούν τμήμα των εξόδων της ποινικής διαδικασίας.

    19. 

    Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι στην Ουγγαρία διαμορφώθηκαν δύο διαφορετικές πρακτικές όσον αφορά την επιβάρυνση με τα έξοδα μεταφράσεως ως έξοδα της ποινικής διαδικασίας.

    20. 

    Κατά την πρώτη πρακτική, από τις διατάξεις της οδηγίας 2010/64 πρέπει να συναχθεί ότι τα έξοδα μεταφράσεως, κατά την αναγνώριση αλλοδαπής αποφάσεως, συνιστούν έξοδα της ποινικής διαδικασίας που βαρύνουν το κράτος. Ειδικότερα, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 1, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, το οποίο προβλέπει ότι η εν λόγω οδηγία καθορίζει κανόνες σχετικά με το δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφραση στο πλαίσιο, ιδίως, των ποινικών διαδικασιών, οι διαδικασίες αυτές πρέπει να νοηθούν ως περιλαμβάνουσες και τις ειδικές διαδικασίες.

    21. 

    Επομένως, θα πρέπει να τεθούν εκποδών οι εθνικές διατάξεις που επιβαρύνουν τον καταδικασθέντα στα έξοδα της κύριας δίκης με τις δαπάνες της ειδικής διαδικασίας οι οποίες σχετίζονται με τα έξοδα μεταφράσεως.

    22. 

    Κατά συνέπεια, πρέπει να εφαρμοστεί το άρθρο 9 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, κατά το οποίο ο κατηγορούμενος, Ούγγρος πολίτης, δικαιούται να χρησιμοποιήσει τη μητρική του γλώσσα και, ως εκ τούτου, το κράτος πρέπει να επωμισθεί τα έξοδα μεταφράσεως της αλλοδαπής αποφάσεως στο πλαίσιο της ειδικής διαδικασίας αναγνωρίσεως. Επιπλέον, ο κανόνας κατά τον οποίο το κράτος επωμίζεται τα έξοδα μεταφράσεως, δυνάμει του άρθρου 339, παράγραφος 1, του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, τυγχάνει εφαρμογής και κατά την αναγνώριση αλλοδαπής αποφάσεως.

    23. 

    Η δεύτερη πρακτική που ακολουθείται στην Ουγγαρία στηρίζεται στη διαπίστωση ότι η μετάφραση αλλοδαπής δικαστικής αποφάσεως στην ουγγρική γλώσσα, η οποία είναι αναγκαία για τη διεξαγωγή της ειδικής διαδικασίας αναγνωρίσεως της αποφάσεως αυτής, δεν έχει καμία σχέση με το δικαίωμα χρήσεως της μητρικής γλώσσας. Κατά συνέπεια, ο κατηγορούμενος θα πρέπει να επωμίζεται τα έξοδα μεταφράσεως που συναρτώνται με την ειδική αυτή διαδικασία. Στο μέτρο που η αλλοδαπή διαδικασία συνιστά, εν προκειμένω, την κύρια διαδικασία υπό την έννοια του άρθρου 555, παράγραφος 2, στοιχείο j, του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και το αλλοδαπό δικαστήριο καταδίκασε τον κατηγορούμενο στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας, αυτός θα πρέπει να επωμισθεί όλα τα έξοδα, συμπεριλαμβανομένων και των εξόδων της ειδικής διαδικασίας.

    24. 

    Εκτιμώντας ότι είναι αναγκαίο να ζητηθεί από το Δικαστήριο η ερμηνεία της οδηγίας 2010/64, το Budapest Környéki Törvényszék ανέστειλε την ενώπιόν του διαδικασία και υπέβαλε το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

    «Έχει το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2010/64, κατά το οποίο “[η] παρούσα οδηγία καθορίζει κανόνες σχετικά με το δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφραση κατά την ποινική διαδικασία και τη διαδικασία εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης”, την έννοια ότι τα ουγγρικά δικαστήρια οφείλουν να εφαρμόζουν την εν λόγω οδηγία και στις ειδικές διαδικασίες (κεφάλαιο XXIX του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας), δηλαδή, ότι οι ειδικές διαδικασίες τις οποίες προβλέπει το ουγγρικό δίκαιο πρέπει να λογίζονται ότι εμπίπτουν στην έννοια της “ποινικής διαδικασίας”, ή στην εν λόγω έννοια εμπίπτουν μόνον οι διαδικασίες οι οποίες καταλήγουν στην έκδοση τελεσίδικης αποφάσεως ως προς την ποινική ευθύνη του κατηγορουμένου;»

    I – Η ανάλυσή μου

    25.

    Με την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως το αιτούν δικαστήριο ζητεί την ερμηνεία της οδηγίας 2010/64 προκειμένου να διευκρινιστεί, κατ’ ουσίαν, αν αυτή απαγορεύει εθνική πρακτική που συνίσταται στην επιβάρυνση Ούγγρου υπηκόου που καταδικάσθηκε εντός άλλου κράτους μέλους σε στερητική της ελευθερίας ποινή με τα έξοδα της μεταφράσεως της ποινικής αποφάσεως, στο πλαίσιο ειδικής διαδικασίας αναγνωρίσεως των αλλοδαπών αποφάσεων.

    26.

    Πριν εξετασθεί το πρόβλημα που αφορά τη μετάφραση αποφάσεως, η οποία εκδόθηκε από δικαστήριο άλλου κράτους μέλους, στο πλαίσιο της ειδικής διαδικασίας αναγνωρίσεως που ισχύει στο ουγγρικό δίκαιο, πρέπει να διευκρινιστεί ότι κάθε καταδικασθείς όπως ο I. Balogh έχει, υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζει το άρθρο 3 της οδηγίας 2010/64, δικαίωμα σε μετάφραση στην ουγγρική γλώσσα της αποφάσεως που εξέδωσε εις βάρος του το Landesgericht Eisenstadt.

    27.

    Πράγματι, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, το δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφραση «ισχύει για πρόσωπα από τη στιγμή κατά την οποία ενημερώνονται από τις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους [...] ότι είναι ύποπτα ή κατηγορούνται για την τέλεση αξιόποινης πράξης έως την ολοκλήρωση της διαδικασίας, που συνίσταται στον τελικό προσδιορισμό του κατά πόσον έχουν διαπράξει το αδίκημα, συμπεριλαμβανομένων, εφόσον απαιτείται, της καταδίκης και της απόφασης επί ενδεχόμενης προσφυγής».

    28.

    Όσον αφορά, ειδικότερα, το δικαίωμα σε μετάφραση, το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής προβλέπει ότι τα κράτη μέλη μεριμνούν «ώστε στους υπόπτους ή στους κατηγορουμένους που δεν κατανοούν τη γλώσσα της σχετικής ποινικής διαδικασίας να παρέχεται εντός εύλογου χρονικού διαστήματος γραπτή μετάφραση όλων των εγγράφων που είναι ουσιώδη, προκειμένου να διασφαλισθεί ότι είναι σε θέση να ασκήσουν το δικαίωμα υπεράσπισής τους και προκειμένου να διασφαλιστεί η διεξαγωγή δίκαιης δίκης».

    29.

    Κατά την αιτιολογική σκέψη 30 της οδηγίας 2010/64, «[π]ροκειμένου να διασφαλίζεται η διεξαγωγή δίκαιης δίκης, τα ουσιώδη έγγραφα, ή τουλάχιστον τα σχετικά χωρία των εγγράφων αυτών, απαιτείται να μεταφράζονται προς χάριν των υπόπτων ή κατηγορουμένων, σύμφωνα με την παρούσα οδηγία. Ορισμένα έγγραφα θα πρέπει να θεωρούνται πάντοτε ουσιώδη έγγραφα προς τον σκοπό αυτόν και, συνεπώς, να μεταφράζονται, όπως οποιαδήποτε απόφαση συνεπάγεται τη στέρηση της ελευθερίας ενός προσώπου, οποιοδήποτε έγγραφο απαγγελίας κατηγορίας και οποιαδήποτε δικαστική απόφαση».

    30.

    Η αιτιολογική αυτή σκέψη εξειδικεύεται στο άρθρο 3, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, που ορίζει ότι «[τ]α ουσιώδη έγγραφα περιλαμβάνουν οποιαδήποτε απόφαση συνεπάγεται τη στέρηση της ελευθερίας ενός προσώπου, οποιοδήποτε έγγραφο απαγγελίας κατηγορίας και οποιαδήποτε δικαστική απόφαση».

    31.

    Επομένως, η αρχή που απορρέει από το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2, της εν λόγω οδηγίας είναι αυτή της γραπτής μεταφράσεως δικαστικής αποφάσεως όπως η απόφαση που εξέδωσε το Landesgericht Eisenstadt εις βάρος του I. Balogh.

    32.

    Με αίτημα του Δικαστηρίου για παροχή διευκρινίσεων βάσει του άρθρου 101 του Κανονισμού του Διαδικασίας ζητήθηκε από το Budapest Környéki Törvényszék να διευκρινίσει αν η απόφαση που εξέδωσε το Landesgericht Eisenstadt μεταφράστηκε στη γλώσσα του καταδικασθέντος στην Αυστρία, ως ουσιώδες έγγραφο υπό την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2010/64, και, ενδεχομένως, αν του κοινοποιήθηκε στη γλώσσα αυτή.

    33.

    Με την από 21 Οκτωβρίου 2015 απάντησή του το αιτούν δικαστήριο επισήμανε ότι, εξ όσων γνωρίζει, η απόφαση που εξέδωσε το Landesgericht Eisenstadt δεν είχε μεταφραστεί και, κατά συνέπεια, δεν είχε κοινοποιηθεί στον I. Balogh. Διευκρίνισε, πάντως, ότι η συνεδρίαση διεξήχθη παρουσία Ούγγρου διερμηνέως.

    34.

    Εν πάση περιπτώσει, σύμφωνα με τις διευκρινίσεις που παρέσχε συναφώς η Αυστριακή Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η απόφαση που εξέδωσε το Landesgericht Eisenstadt οπωσδήποτε μεταφράσθηκε στην ουγγρική γλώσσα, προφορικώς μεν κατά τη λήξη της συνεδριάσεως που διεξήχθη ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, στη συνέχεια δε και εγγράφως. Η εν λόγω γραπτή μετάφραση της επίδικης αποφάσεως ήταν διαθέσιμη τον Αύγουστο του 2015 και κοινοποιήθηκε στον I. Balogh.

    35.

    Επομένως, από τις διευκρινίσεις αυτές συνάγεται ότι ο I. Balogh απήλαυσε του δικαιώματος σε μετάφραση της αποφάσεως που εκδόθηκε εις βάρος του, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 3 της οδηγίας 2010/64.

    36.

    Αφού διευκρινίσθηκε το σημείο αυτό, επισημαίνω ότι η μετάφραση στην ουγγρική γλώσσα της αποφάσεως που εξέδωσε το Landesgericht Eisenstadt, στην οποία επιθυμεί να προβεί το αιτούν δικαστήριο, αποσκοπεί στην εφαρμογή ειδικής διαδικασίας του ουγγρικού δικαίου με αντικείμενο την αναγνώριση, εντός του δικαίου αυτού, των αποφάσεων που εκδίδονται εντός άλλων κρατών μελών.

    37.

    Όπως υποστηρίζουν η Ουγγρική και η Αυστριακή Κυβέρνηση καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, φρονώ ότι η διαδικασία αυτή δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2010/64, όπως ορίζεται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, αυτής. Εξάλλου, εκτιμώ ότι, εν πάση περιπτώσει, είναι αμφίβολη η νομιμότητα της διαδικασίας αυτής υπό το πρίσμα άλλων κανόνων του δικαίου της Ένωσης. Eπομένως, είμαι της γνώμης ότι η προβληματική που θέτει το αιτούν δικαστήριο δεν πρέπει να εξετασθεί υπό το πρίσμα της οδηγίας αυτής.

    38.

    Υπενθυμίζεται, άλλωστε, ότι «το γεγονός ότι, από τυπικής απόψεως, ένα εθνικό δικαστήριο διατύπωσε προδικαστικό ερώτημα αναφερόμενο σε ορισμένες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να του παράσχει όλα τα ερμηνευτικά στοιχεία που μπορεί να του είναι χρήσιμα για την εκδίκαση της υποθέσεως της οποίας έχει επιληφθεί, ασχέτως του αν στα ερωτήματά του γίνεται μνεία συγκεκριμένων διατάξεων. Συναφώς, στο Δικαστήριο απόκειται να εξαγάγει από το σύνολο των στοιχείων που του παρέχει το εθνικό δικαστήριο, και ιδίως από το σκεπτικό της αποφάσεως περί παραπομπής, εκείνα τα στοιχεία του δικαίου της Ένωσης τα οποία χρήζουν ερμηνείας, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της διαφοράς» ( 7 ). Ευρύτερα, τόσο από τις γραπτές όσο και από τις προφορικές παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας κατέστη δυνατό να εντοπισθούν οι κρίσιμες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης προκειμένου να δοθεί χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο.

    39.

    Η Ουγγρική Κυβέρνηση διευκρινίζει ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας των άρθρων 46 και 48 του νόμου περί διεθνούς δικαστικής συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις, το αρμόδιο ουγγρικό δικαστήριο δεν προβαίνει σε εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών ή του βαθμού ποινικής ευθύνης (καθόσον δεσμεύεται συναφώς), αλλά προσαρμόζει τις νομικές συνέπειες που καθορίζει η αλλοδαπή δικαστική απόφαση, προκειμένου να συνάδει προς το ουγγρικό νομικό σύστημα, πράγμα που σημαίνει ότι δεν πρόκειται για επιβολή νέας ποινικής κυρώσεως, αλλά για τη συνδρομή διαδικαστικής προϋποθέσεως που είναι αναγκαία για την αναγνώριση και την εκτέλεση αλλοδαπής δικαστικής αποφάσεως στην Ουγγαρία καθώς και της ποινικής κυρώσεως που περιλαμβάνει η απόφαση αυτή. Κατά συνέπεια, η διαδικασία αναγνωρίσεως των αλλοδαπών αποφάσεων απλώς προσαρμόζει, από τυπικής απόψεως, την ποινή που καθορίζει η αλλοδαπή απόφαση, προκειμένου αυτή να συνάδει προς το ουγγρικό δίκαιο. Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, η μετάφραση της αλλοδαπής δικαστικής αποφάσεως στην ουγγρική γλώσσα είναι αναγκαίο μέρος της ένδικης διαδικασίας που σκοπεί στην αναγνώριση.

    40.

    Όπως επισήμανε η Επιτροπή στις γραπτές παρατηρήσεις της, η ειδική αυτή διαδικασία όπως φαίνεται εξομοιώνεται με δίκη για την κήρυξη εκτελεστότητας, πράγμα που επιβεβαιώθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η εν λόγω ειδική διαδικασία είναι, κατ’ αρχήν, αντίθετη προς το άρθρο 82, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, κατά το οποίο η δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις στην Ένωση στηρίζεται στην αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως των δικαστικών αποφάσεων και διαταγών.

    41.

    Τόσο η απάντηση που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο στο αίτημα του Δικαστηρίου περί παροχής διευκρινίσεων ( 8 ) όσο και οι συζητήσεις ενώπιόν του κατά την ακροαματική διαδικασία κατέστησαν σαφές ότι η επίμαχη ειδική διαδικασία εφαρμόζεται συστηματικά από τις ουγγρικές αρχές για να αναγνωρισθεί η ισχύς αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων στο ουγγρικό δίκαιο. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την υπόθεση της κύριας δίκης, η ειδική αυτή διαδικασία εφαρμόζεται από τις ουγγρικές αρχές ανεξαρτήτως της εκτίσεως ποινής στην Ουγγαρία ή της συνεκτιμήσεως της αποφάσεως αυτής στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας εντός του εν λόγω κράτους μέλους. Επομένως, δεν εφαρμόζονται στο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως ούτε η απόφαση-πλαίσιο 2008/909/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2008, σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης σε ποινικές αποφάσεις οι οποίες επιβάλλουν ποινές στερητικές της ελευθερίας ή μέτρα στερητικά της ελευθερίας, για τον σκοπό της εκτέλεσής τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση ( 9 ), ούτε η απόφαση-πλαίσιο 2008/675/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουλίου 2008, για τη συνεκτίμηση των καταδικαστικών αποφάσεων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης επ’ ευκαιρία νέας ποινικής διαδικασίας ( 10 ).

    42.

    Επιπλέον, η εγγραφή στο ουγγρικό ποινικό μητρώο καταδικαστικής αποφάσεως που εξέδωσε δικαστήριο άλλου κράτους μέλους εξαρτάται από την προηγούμενη εφαρμογή της ειδικής διαδικασίας αναγνωρίσεως, η οποία επιβάλλει, κατά το αιτούν δικαστήριο, τη μετάφραση από το δικαστήριο αυτό της αυστριακής αποφάσεως στην ουγγρική γλώσσα.

    43.

    Πάντως, η ως άνω διαδικασία είναι, όπως θα καταδείξω, αντίθετη προς τον ευρωπαϊκό μηχανισμό ανταλλαγής πληροφοριών αντλούμενων από το ποινικό μητρώο μεταξύ των κρατών μελών, τον οποίο δημιούργησαν η απόφαση-πλαίσιο 2009/315 και η απόφαση 2009/316.

    44.

    Πράγματι, από τις δύο αυτές πράξεις προκύπτει ότι η εγγραφή της αποφάσεως του Landesgericht Eisenstadt στο ουγγρικό ποινικό μητρώο δεν πρέπει να πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο ειδικής διαδικασίας αναγνωρίσεως, όπως η προβλεπόμενη στο ουγγρικό δίκαιο, αλλά απευθείας, βάσει της κοινοποιήσεως στην οποία προβαίνει το κράτος μέλος της καταδίκης στο πλαίσιο του ECRIS. Η διαβίβαση της δικαστικής αποφάσεως δεν είναι, κατ’ αρχήν, αναγκαία ούτε και η μετάφρασή της.

    45.

    Η απόφαση-πλαίσιο 2009/315 συμβάλλει στην επίτευξη των στόχων που προβλέπονται από το μέτρο 3 του προγράμματος μέτρων για την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνωρίσεως των ποινικών αποφάσεων ( 11 ), το οποίο υιοθέτησε το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 29 Νοεμβρίου 2000, σύμφωνα με τα πορίσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Τάμπερε της 15ης και 16ης Οκτωβρίου 1999. Το μέτρο 3 του προγράμματος αυτού προτείνει, πράγματι, την καθιέρωση τυποποιημένου εγγράφου αιτήσεως αντιγράφων ποινικού μητρώου, μεταφρασμένου σε όλες τις επίσημες γλώσσες της Ένωσης. Η προσφυγή σε τυποποιημένα πρότυπα αποσκοπεί στη διευκόλυνση της δικαστικής συνδρομής στις ποινικές υποθέσεις ( 12 ).

    46.

    Όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 9 της αποφάσεως-πλαισίου 2009/315, αυτή αποσκοπεί «να αντικαταστήσει το άρθρο 22 της ευρωπαϊκής σύμβασης αμοιβαίας συνδρομής σε ποινικές υποθέσεις [που υπογράφηκε στο Στρασβούργο στις 20 Απριλίου 1959]. Επιπροσθέτως των υποχρεώσεων του κράτους μέλους της καταδίκης να διαβιβάζει στα άλλα κράτη μέλη πληροφορίες για καταδίκες που επιβάλλονται εις βάρος υπηκόων τους, τις οποίες η απόφαση-πλαίσιο ενσωματώνει και αποσαφηνίζει, καθιερώνεται επίσης υποχρέωση διατήρησης των κατ’ αυτό τον τρόπο διαβιβασθεισών πληροφοριών αυτών από το κράτος μέλος ιθαγένειας του προσώπου, για να διασφαλισθεί ότι το εν λόγω κράτος μέλος θα είναι σε θέση να ανταποκριθεί πλήρως στις αιτήσεις πληροφοριών που θα του απευθύνουν άλλα κράτη μέλη».

    47.

    Η απόφαση-πλαίσιο 2009/315 θεραπεύει έτσι μια από τις δυσλειτουργίες του συστήματος που συνέστησε η ευρωπαϊκή σύμβαση αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής επί ποινικών υποθέσεων, δηλαδή τις δυσχέρειες κατανοήσεως των πληροφοριών που ενδεχομένως διαβιβάζονται. Οι δυσχέρειες της μεταφράσεως μπορούσαν να εξηγήσουν, εν μέρει, την εν λόγω έλλειψη κατανοήσεως ( 13 ).

    48.

    Η ως άνω απόφαση-πλαίσιο αποσκοπεί, κατά συνέπεια, στη βελτίωση της κυκλοφορίας των πληροφοριών με την καθιέρωση ηλεκτρονικού συστήματος. Κάθε σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών σχετικά με τις ποινικές καταδικαστικές αποφάσεις πρέπει να παρέχει τη δυνατότητα στον τελικό χρήστη να λάβει, μέσω του εθνικού του ποινικού μητρώου, πολύ γρήγορα, με ηλεκτρονικό και ασφαλή τρόπο, λεπτομερείς και εύκολα κατανοητές πληροφορίες σχετικά με τις ποινικές καταδίκες ορισμένου ατόμου στο έδαφος της Ένωσης. Η χρήση ενός τυποποιημένου ευρωπαϊκού μορφοτύπου, που αναγνωρίζεται από όλα τα κράτη μέλη και στηρίζεται στη χρήση κωδικών, διευκολύνει τη μετάφραση των ανταλλασσομένων πληροφοριών και τις καθιστά, κατά συνέπεια, κατανοητές από όλους.

    49.

    Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 17 της αποφάσεως-πλαισίου 2009/315, «[η] βελτίωση της κυκλοφορίας των πληροφοριών σχετικά με τις καταδίκες δεν είναι πολύ χρήσιμη εάν οι πληροφορίες δεν είναι κατανοητές από το κράτος μέλος που τις λαμβάνει. Η βελτίωση της αμοιβαίας κατανόησης μπορεί να επιτευχθεί με τη δημιουργία “τυποποιημένου ευρωπαϊκού μορφοτύπου”, που θα επιτρέπει την ανταλλαγή πληροφοριών κατά τρόπο ομοιόμορφο, ηλεκτρονικό και μηχανικώς ευμετάφραστο». Από την αιτιολογική αυτή σκέψη προκύπτει ότι «[ο]ι πληροφορίες για καταδίκη που αποστέλλονται από το κράτος μέλος καταδίκης θα πρέπει να διαβιβάζονται στην επίσημη γλώσσα ή σε μια από τις επίσημες γλώσσες του εν λόγω κράτους μέλους».

    50.

    Σύμφωνα με το άρθρο 1, στοιχείο αʹ, η απόφαση-πλαίσιο 2009/315 έχει σκοπό τον καθορισμό των κανόνων βάσει των οποίων το κράτος μέλος στο οποίο εκδίδεται καταδίκη εις βάρος υπηκόου άλλου κράτους μέλους διαβιβάζει στοιχεία αυτής της καταδίκης στο κράτος μέλος ιθαγένειας του καταδικασθέντος. Κατά το άρθρο 1, στοιχείο γʹ, της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου, αυτή αφορά «την κατάρτιση του πλαισίου που θα επιτρέψει την οικοδόμηση και την ανάπτυξη ηλεκτρονικού συστήματος ανταλλαγών, μεταξύ κρατών μελών, πληροφοριών σχετικά με τις ποινικές καταδίκες».

    51.

    Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου προβλέπει ότι «[κ]άθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε όλες οι καταδίκες που εκδίδονται στο έδαφός του να συνοδεύονται, κατά τη[ν] [εγγραφή] τους στο ποινικό μητρώο, από πληροφορίες σχετικά με την ιθαγένεια ή τις ιθαγένειες του καταδικασθέντος προσώπου εάν πρόκειται για υπήκοο άλλου κράτους μέλους».

    52.

    Το άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως-πλαισίου 2009/315 ορίζει ότι «[η] κεντρική αρχή του κράτους μέλους καταδίκης ενημερώνει, το ταχύτερο δυνατόν, τις κεντρικές αρχές των άλλων κρατών μελών για τις καταδίκες που αφορούν τους υπηκόους αυτών των άλλων κρατών μελών και εκδόθηκαν στο έδαφός της, όπως αυτές καταχωρίζονται στο ποινικό μητρώο».

    53.

    Στην εν λόγω υποχρέωση του κράτους μέλους καταδίκης προστίθεται η υποχρέωση του κράτους μέλους ιθαγένειας να διατηρεί τις πληροφορίες που διαβιβάζονται, κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 5, παράγραφος 1, της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου.

    54.

    Εξάλλου, το άρθρο 11, παράγραφος 4, της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου προβλέπει την εκ μέρους του Συμβουλίου λήψη μέτρων που έχουν, μεταξύ άλλων, ως αντικείμενο, σύμφωνα με το στοιχείο αʹ της παραγράφου αυτής, «τον καθορισμό κάθε τρόπου που διευκολύνει την κατανόηση των διαβιβαζόμενων πληροφοριών και την αυτόματη μετάφρασή τους».

    55.

    Για τον λόγο συνεπώς αυτόν, όπως προκύπτει από το άρθρο 1, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 2009/316, με αυτή δημιουργείται το ECRIS. Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, της εν λόγω αποφάσεως, πρόκειται για «αποκεντρωμένο σύστημα πληροφορικής για την ανταλλαγή πληροφοριών, το οποίο στηρίζεται στις βάσεις δεδομένων ποινικού μητρώου που υπάρχουν σε κάθε κράτος μέλος».

    56.

    Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 6 της εν λόγω αποφάσεως, αυτή «αποσκοπεί στην εφαρμογή της απόφασης-πλαισίου 2009/315[…] με στόχο τη συγκρότηση και ανάπτυξη ηλεκτρονικού συστήματος ανταλλαγής πληροφοριών για τις καταδίκες μεταξύ των κρατών μελών. Το σύστημα αυτό θα πρέπει να είναι ικανό να παρέχει πληροφορίες για καταδικαστικές αποφάσεις κατά τρόπο που να είναι εύκολα κατανοητές. Για τον λόγο αυτό, είναι σκόπιμη η καθιέρωση τυποποιημένου μορφοτύπου που να επιτρέπει την ανταλλαγή πληροφοριών κατά τρόπο ομοιόμορφο, ηλεκτρονικό και επιδεκτικό ευχερούς μετάφρασης από ηλεκτρονικό υπολογιστή, ενώ το ίδιο θα πρέπει να ισχύει για κάθε άλλο τρόπο οργάνωσης και διευκόλυνσης των ηλεκτρονικών ανταλλαγών πληροφοριών για καταδίκες μεταξύ κεντρικών αρχών των κρατών μελών».

    57.

    Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 12 της αποφάσεως 2009/316, «[ο]ι πίνακες αναφοράς με τις κατηγορίες αξιόποινων πράξεων και τις κατηγορίες ποινών και μέτρων οι οποίοι προβλέπονται στην [εν λόγω] απόφαση αναμένεται να διευκολύνουν την αυτόματη μετάφραση και να καθιστούν δυνατή την αμοιβαία κατανόηση των διαβιβαζόμενων πληροφοριών με την εφαρμογή συστήματος κωδικών».

    58.

    Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της εν λόγω αποφάσεως προβλέπει ότι «[κ]ατά τη διαβίβαση πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφοι 2 και 3, και το άρθρο 7 της απόφασης-πλαισίου 2009/315[…], σχετικά με το όνομα ή τον νομικό χαρακτηρισμό της αξιόποινης πράξης και την εφαρμοστέα διάταξη νόμου, τα κράτη μέλη αναφέρονται στον αντίστοιχο κωδικό για καθεμία από τις αξιόποινες πράξεις που αναφέρονται στη διαβίβαση, σύμφωνα με τον πίνακα με τις αξιόποινες πράξεις του παραρτήματος Α».

    59.

    Ομοίως, το άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της αποφάσεως 2009/316 προβλέπει ότι, «[κ]ατά τη διαβίβαση των πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφοι 2 και 3 και το άρθρο 7 της απόφασης-πλαισίου 2009/315[…], σχετικά με το περιεχόμενο της καταδίκης, κυρίως την ποινή και τυχόν συμπληρωματικές ποινές, μέτρα ασφάλειας και μεταγενέστερες αποφάσεις που τροποποιούν την εκτέλεση της ποινής, τα κράτη μέλη αναφέρονται στον κωδικό που αντιστοιχεί σε καθεμία από τις ποινές και μέτρα που αναφέρονται στη διαβίβαση, σύμφωνα με τον πίνακα με τις ποινές και τα μέτρα του παραρτήματος B».

    60.

    Τα μέτρα αυτά καθιστούν δυνατή τη διευκόλυνση της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών, διασφαλίζοντας ταυτοχρόνως την αμοιβαία κατανόησή τους.

    61.

    Όπως σαφέστατα εξέθεσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση η Αυστριακή Κυβέρνηση, η ειδική διαδικασία αναγνωρίσεως των δικαστικών αποφάσεων που εκδόθηκαν σε άλλα κράτη μέλη, την οποία εφαρμόζουν οι ουγγρικές αρχές, δεν συνάδει προς τον μηχανισμό που δημιούργησαν η απόφαση-πλαίσιο 2009/315 και η απόφαση 2009/316. Οι πράξεις αυτές δεν προβλέπουν ούτε τη μετάφραση των δικαστικών αποφάσεων επί ποινικών υποθέσεων στις οποίες στηρίζονται οι ανταλλαγές πληροφοριών σχετικά με τις καταδίκες.

    62.

    Αφενός, οι εν λόγω μεταφράσεις των δικαστικών αποφάσεων δεν είναι αναγκαίες. Πράγματι, με τη χρήση τυποποιημένων κωδικών και ενιαίου μορφοτύπου ανακοινώσεως, οι πληροφορίες σχετικά με τις καταδίκες διαβιβάζονται υπό ευχερώς κατανοητή μορφή, η οποία καθιστά δυνατή την αυτόματη μετάφραση. Τα ανωτέρω επαρκούν για την εγγραφή καταδίκης στο ποινικό μητρώο του κράτους μέλους ιθαγένειας.

    63.

    Αφετέρου, όταν συντρέχουν περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, η μετάφραση δικαστικής αποφάσεως που εκδόθηκε εντός άλλου κράτους μέλους δεν είναι αποδεκτή. Πράγματι, όπως εξέθεσα, ο σκοπός της αποφάσεως-πλαισίου 2009/315 έγκειται στη διασφάλιση της καλύτερης διαδόσεως των πληροφοριών σχετικά με τις καταδικαστικές αποφάσεις μεταξύ των κρατών μελών. Επιπλέον, η δικαστική συνδρομή στον τομέα της διερευνήσεως των εθνικών ποινικών μητρώων πρέπει να διοργανωθεί κατά τρόπο που να την καθιστά ταχεία και αποτελεσματική. Με άλλα λόγια, ο χρόνος που μεσολαβεί μεταξύ της εγγραφής καταδικαστικής αποφάσεως στο ποινικό μητρώο του κράτους μέλους εντός του οποίου διεξήχθη η ποινική διαδικασία και της εγγραφής στο ποινικό μητρώο του κράτους μέλους της ιθαγένειας του καταδικασθέντος πρέπει να είναι όσο το δυνατόν βραχύς. Στο πλαίσιο αυτό, εάν της εγγραφής της καταδίκης του I. Balogh στο ουγγρικό ποινικό μητρώο έπρεπε να προηγηθεί μετάφραση της αποφάσεως που εξέδωσε το Landesgericht Eisenstadt, τούτο θα αντέβαινε στον σκοπό της ταχύτητας της σχετικής διαδικασίας. Τότε, θα υπονομεύονταν η απλούστευση και η επιτάχυνση της ανταλλαγής πληροφοριών που επιδιώκονται με την απόφαση-πλαίσιο 2009/315.

    64.

    Βεβαίως, η απόφαση-πλαίσιο 2009/315 αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο να προβεί το κράτος μέλος της καταδίκης στην κοινοποίηση, στο κράτος μέλος ιθαγένειας, συμπληρωματικών πληροφοριών. Πράγματι, το άρθρο 4, παράγραφος 4, της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου ορίζει ότι «[ο]ποιοδήποτε κράτος μέλος το οποίο έχει παράσχει τις πληροφορίες δυνάμει των παραγράφων 2 και 3 ανακοινώνει στην κεντρική αρχή κράτους μέλους της ιθαγένειας του προσώπου, κατόπιν αιτήσεως της τελευταίας και κατά περίπτωση, αντίγραφο των εν λόγω καταδικών και επακόλουθων μέτρων καθώς και κάθε άλλη σχετική πληροφορία προκειμένου να μπορέσει η αρχή αυτή να εξετάσει αν απαιτείται η λήψη μέτρου σε εθνικό επίπεδο» ( 14 ).

    65.

    Πάντως, από το ίδιο το γράμμα της διατάξεως αυτής προκύπτει ότι η διαβίβαση δικαστικών αποφάσεων στο πλαίσιο του συστήματος ανταλλαγής πληροφοριών που προέρχονται από το ποινικό μητρώο, το οποίο δημιουργεί η απόφαση-πλαίσιο 2009/315, συνιστά εξαίρεση. Πράγματι, η συστηματική διαβίβαση των δικαστικών αποφάσεων θα αντέβαινε, όπως ανέφερα προηγουμένως, στον σκοπό της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου, ο οποίος έγκειται στη διευκόλυνση της ανταλλαγής πληροφοριών που προέρχονται από το ποινικό μητρώο μεταξύ των κρατών μελών. Οι ουγγρικές αρχές, όμως, ζητούν συστηματικά από τα δικαστήρια των άλλων κρατών μελών, στο πλαίσιο της ειδικής διαδικασίας αναγνωρίσεως, την κοινοποίηση των καταδικαστικών αποφάσεων. Εξάλλου, η Ουγγρική Κυβέρνηση δεν διατύπωσε ειδικούς λόγους που την ώθησαν, στη συγκεκριμένη περίπτωση της κύριας δίκης, να ζητήσει από το Landesgericht Eisenstadt την κοινοποίηση της αποφάσεώς του. Αντιθέτως μάλιστα, ως αιτιολογία της αιτήσεως αυτής ανέφερε την αυτόματη εφαρμογή της ειδικής διαδικασίας αναγνωρίσεως των αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων. Επομένως, η πρακτική των ουγγρικών αρχών δεν μπορεί να δικαιολογηθεί δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 4, της αποφάσεως-πλαισίου 2009/315.

    66.

    Κατά συνέπεια, η κοινοποίηση της αποφάσεως που εξέδωσε το Landesgericht Eisenstadt δεν ήταν ούτε αναγκαία ούτε αποδεκτή στο πλαίσιο του ECRIS. Από τη διαπίστωση αυτή συνάγεται, κατά μείζονα λόγο, ότι τα έξοδα του αιτούντος δικαστηρίου για τη μετάφραση μιας τέτοιας δικαστικής αποφάσεως δεν μπορούν να επιβαρύνουν τον I. Balogh.

    67.

    Με βάση το σύνολο των ανωτέρω αναλύσεων προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο αιτούν δικαστήριο ότι τα άρθρα 1, παράγραφοι 1 και 2, και 3, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2010/64 έχουν την έννοια ότι δεν εφαρμόζονται σε περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, όπου δικαστήριο κράτους μέλους προτίθεται να προβεί σε μετάφραση, στη γλώσσα διαδικασίας του εν λόγω κράτους, αποφάσεως που εξέδωσε δικαστήριο άλλου κράτους μέλους, στο πλαίσιο εθνικής διαδικασίας αναγνωρίσεως αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων. Επιπλέον, τα άρθρα 4, παράγραφος 2, και 5, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2009/315, καθώς και η απόφαση 2009/316, έχουν την έννοια ότι απαγορεύουν να εξαρτάται η εγγραφή, στο ποινικό μητρώο κράτους μέλους, ποινικής καταδικαστικής αποφάσεως που εκδόθηκε από δικαστήριο άλλου κράτους μέλους από την προηγούμενη εφαρμογή τέτοιας διαδικασίας.

    II – Πρόταση

    68.

    Λαμβανομένων υπόψη των προηγουμένων σκέψεων, προτείνω να δοθεί στο ερώτημα που υπέβαλε το Budapest Környéki Törvényszék η ακόλουθη απάντηση:

    Τα άρθρα 1, παράγραφοι 1 και 2, και 3, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2010/64/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 2010, σχετικά με το δικαίωμα σε διερμηνεία και μετάφραση κατά την ποινική διαδικασία, έχουν την έννοια ότι δεν εφαρμόζονται σε περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, όπου δικαστήριο κράτους μέλους προτίθεται να προβεί σε μετάφραση, στη γλώσσα διαδικασίας του εν λόγω κράτους, αποφάσεως που εξέδωσε δικαστήριο άλλου κράτους μέλους, στο πλαίσιο εθνικής διαδικασίας αναγνωρίσεως των αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων.

    Τα άρθρα 4, παράγραφος 2, και 5, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2009/315/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, σχετικά με τη διοργάνωση και το περιεχόμενο της ανταλλαγής πληροφοριών που προέρχονται από το ποινικό μητρώο μεταξύ των κρατών μελών, καθώς και η απόφαση 2009/316/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 6ης Απριλίου 2009, σχετικά με τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Συστήματος Πληροφοριών Ποινικού Μητρώου (ECRIS), κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 11 της απόφασης-πλαισίου 2009/315/ΔΕΥ, έχουν την έννοια ότι απαγορεύουν να εξαρτάται η εγγραφή, στο ποινικό μητρώο κράτους μέλους, ποινικής καταδικαστικής αποφάσεως που εκδόθηκε από δικαστήριο άλλου κράτους μέλους από την προηγούμενη εφαρμογή τέτοιας διαδικασίας.


    ( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

    ( 2 ) ΕΕ L 280, σ. 1.

    ( 3 ) Στις παρατηρήσεις της η Αυστριακή Κυβέρνηση αναφέρει, πάντως, ότι η απόφαση που εξέδωσε το Landesgericht Eisenstadt κατέστη τελεσίδικη στις 5 Σεπτεμβρίου 2014.

    ( 4 ) ΕΕ L 93, σ. 33.

    ( 5 ) Την ημερομηνία αυτή ανέφερε η Αυστριακή Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ενώ, στις γραπτές παρατηρήσεις της, μνημόνευσε την ημερομηνία της 19ης Σεπτεμβρίου 2014.

    ( 6 ) ΕΕ L 93, σ. 23.

    ( 7 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Essent Energie Productie (C‑91/13, EU:C:2014:2206, σκέψη 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    ( 8 ) Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 101 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Δικαστήριο ζήτησε από το Budapest Környéki Törvényszék να διευκρινίσει αν η απόφαση που εξέδωσε το Landesgericht Eisenstadt εστάλη στις ουγγρικές αρχές αποκλειστικά για την εγγραφή στο ποινικό μητρώο του καταδικασθέντος ή επίσης ενόψει της εκτίσεως της ποινής στην Ουγγαρία. Ως προς το σημείο αυτό, το αιτούν δικαστήριο απήντησε ότι, στην από 1ης Οκτωβρίου 2014 αίτησή του, το Υπουργείο Δικαιοσύνης (Igazságügyi Minisztérium) επισήμανε στο Landesgericht Eisenstadt ότι ήταν αναγκαίο να κοινοποιηθεί η απόφαση προκειμένου να αναγνωρισθεί στην Ουγγαρία. Προσέθεσε ότι η αλλοδαπή απόφαση, αφού αναγνωρισθεί στην Ουγγαρία, εξομοιώνεται με εθνική καταδίκη η οποία καταχωρίζεται στο ποινικό μητρώο.

    ( 9 ) ΕΕ L 327, σ. 27.

    ( 10 ) ΕΕ L 220, σ. 32.

    ( 11 ) ΕΕ 2001, C 12, σ. 10.

    ( 12 ) Βλ. αιτιολογικές σκέψεις 2 και 3 της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου.

    ( 13 ) Βλ. σημεία 11 και 14 του Λευκού Βιβλίου της Επιτροπής σχετικά με την ανταλλαγή πληροφοριών για τις ποινικές καταδικαστικές αποφάσεις και τα αποτελέσματα που παράγουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση [COM(2005) 10 τελικό].

    ( 14 ) Η υπογράμμιση δική μου.

    Επάνω