EUR-Lex Πρόσβαση στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Επιστροφή στην αρχική σελίδα του EUR-Lex

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62014CJ0048

Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 12ης Φεβρουαρίου 2015.
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Προσφυγή ακυρώσεως — Οδηγία 2013/51/Ευρατόμ — Επιλογή της νομικής βάσεως — Συνθήκη ΕΚΑΕ — Άρθρα 31 ΑΕ και 32 ΑΕ — Συνθήκη ΛΕΕ — Άρθρο 192, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ — Προστασία της υγείας του ανθρώπου — Ραδιενεργές ουσίες στο νερό ανθρώπινης κατανάλωσης — Ασφάλεια δικαίου — Καλόπιστη συνεργασία μεταξύ των θεσμικών οργάνων.
Υπόθεση C-48/14.

Συλλογή της Νομολογίας — Γενική Συλλογή

Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2015:91

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 12ης Φεβρουαρίου 2015 ( *1 )

«Προσφυγή ακυρώσεως — Οδηγία 2013/51/Ευρατόμ — Επιλογή της νομικής βάσεως — Συνθήκη ΕΚΑΕ — Άρθρα 31 ΑΕ και 32 ΑΕ — Συνθήκη ΛΕΕ — Άρθρο 192, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ — Προστασία της υγείας του ανθρώπου — Ραδιενεργές ουσίες στο νερό ανθρώπινης κατανάλωσης — Ασφάλεια δικαίου — Καλόπιστη συνεργασία μεταξύ των θεσμικών οργάνων»

Στην υπόθεση C‑48/14,

με αντικείμενο προσφυγή ακυρώσεως δυνάμει των άρθρων 263 ΣΛΕΕ και 106α, παράγραφος 1, ΑΕ, που ασκήθηκε στις 30 Ιανουαρίου 2014,

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκπροσωπούμενο από τους L. Visaggio και J. Rodrigues, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγον,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από τον O. Segnana και την R. Liudvinaviciute-Cordeiro, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθού,

υποστηριζόμενο από:

την Τσεχική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τους M. Smolek και E. Ruffer,

τη Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τους G. de Bergues και D. Colas, καθώς και την N. Rouam,

την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον P. Van Nuffel και τη M. Πατακιά,

παρεμβαίνουσες,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους R. Silva de Lapuerta, πρόεδρο τμήματος, K. Lenaerts (εισηγητή), αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου, A. Arabadjiev, J. L. da Cruz Vilaça και Κ. Λυκούργο, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Y. Bot

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με την προσφυγή του το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζητεί την ακύρωση της οδηγίας 2013/51/Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2013, περί θεσπίσεως απαιτήσεων προστασίας της υγείας του πληθυσμού από ραδιενεργές ουσίες που περιέχονται στο νερό ανθρώπινης κατανάλωσης (ΕΕ L 296, σ. 12, στο εξής: προσβαλλόμενη οδηγία).

Το νομικό πλαίσιο

Η Συνθήκη ΕΚΑΕ

2

Τα άρθρα 30 ΑΕ έως 32 ΑΕ, που περιλαμβάνονται στο κεφάλαιο 3 του τίτλου ΙΙ της Συνθήκης ΕΚΑΕ, το οποίο επιγράφεται «Η προστασία της υγείας», ορίζουν τα εξής:

«Άρθρο 30

Εντός της Κοινότητας θεσπίζονται βασικοί κανόνες προστασίας της υγείας του πληθυσμού και των εργαζομένων, κατά των κινδύνων που προκύπτουν από ιοντίζουσες ακτινοβολίες.

Ως βασικοί κανόνες νοούνται:

α)

οι ανώτατες επιτρεπτές δόσεις που παρέχουν επαρκή ασφάλεια·

β)

οι ανώτατες επιτρεπτές εκθέσεις και μολύνσεις·

γ)

οι θεμελιώδεις αρχές ιατρικής επιβλέψεως των εργαζομένων.

Άρθρο 31

Η Επιτροπή επεξεργάζεται τους βασικούς κανόνες, κατόπιν γνώμης ομάδας προσωπικοτήτων που ορίζονται από την Επιστημονική και Τεχνική Επιτροπή μεταξύ των εμπειρογνωμόνων επιστημόνων των κρατών μελών, ιδίως μεταξύ των εμπειρογνωμόνων στον τομέα της δημόσιας υγείας. Η Επιτροπή ζητεί τη γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής επί των βασικών κανόνων, των οποίων η επεξεργασία έγινε κατά τον τρόπο αυτό.

Κατόπιν διαβουλεύσεως με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το Συμβούλιο ορίζει με ειδική πλειοψηφία τους βασικούς κανόνες προτάσει της Επιτροπής, η οποία του διαβιβάζει τις γνώμες των επιτροπών που συνέλεξε.

Άρθρο 32

Κατόπιν αιτήσεως της Επιτροπής ή ενός κράτους μέλους οι βασικοί κανόνες δύνανται να αναθεωρούνται ή να συμπληρώνονται, κατά τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 31.

Η Επιτροπή υποχρεούται να εξετάζει κάθε αίτηση που διατυπώνει κράτος μέλος.»

3

Κατά το άρθρο 106α, παράγραφος 3, ΑΕ, «[ο]ι διατάξεις της Συνθήκης [ΕΕ] και της Συνθήκης [ΛΕΕ] δεν παρεκκλίνουν από τις διατάξεις της παρούσας Συνθήκης».

Η οδηγία 98/83/ΕΚ

4

Η οδηγία 98/83/ΕΚ του Συμβουλίου, της 3ης Νοεμβρίου 1998, σχετικά με την ποιότητα του νερού ανθρώπινης κατανάλωσης (ΕΕ L 330, σ. 32), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 596/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 2009 (ΕΕ L 188, σ. 14, στο εξής: οδηγία 98/83), στο άρθρο της 1 ορίζει τα εξής:

«1.   Η παρούσα οδηγία αφορά την ποιότητα του νερού ανθρώπινης κατανάλωσης.

2.   Στόχος της παρούσας οδηγίας είναι η προστασία της ανθρώπινης υγείας από τις δυσμενείς επιπτώσεις που οφείλονται στη μόλυνση του νερού ανθρώπινης κατανάλωσης, μέσω της εξασφάλισης ότι είναι υγιεινό και καθαρό.»

5

Το άρθρο 5 της οδηγίας 98/83 φέρει τον τίτλο «Ποιοτικές προδιαγραφές» και στις παραγράφους του 1 και 2 ορίζει τα εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη καθορίζουν τιμές για τις παραμέτρους του νερού ανθρώπινης κατανάλωσης οι οποίες αναφέρονται στο παράρτημα I.

2.   Οι τιμές που καθορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 δεν πρέπει να είναι λιγότερο αυστηρές από τις τιμές του παραρτήματος I. Όσον αφορά τις παραμέτρους του παραρτήματος I μέρος Γ, οι τιμές καθορίζονται μόνον για λόγους παρακολούθησης και για την τήρηση των υποχρεώσεων του άρθρου 8.»

6

Το μέρος Γ του παραρτήματος Ι της οδηγίας 98/83 φέρει τον τίτλο «Ενδεικτικές παράμετροι» και ορίζει τα εξής:

«[...]

Ραδιενέργεια

Παράμετρος

Παραμετρική τιμή

Μονάδα

Σημειώσεις

Τρίτιο

100

becquerel/l

Σημειώσεις 8 και 10

Ολική ενδεικτική δόση

0,10

mSv/έτος

Σημειώσεις 9 και 10

[...]

Σημείωση 8: Οι συχνότητες ελέγχου θα περιληφθούν αργότερα στο παράρτημα II.

Σημείωση 9: Εξαιρουμένου του τριτίου, του καλίου -40, του ραδονίου και των προϊόντων διάσπασης του ραδονίου. Οι συχνότητες ελέγχου, οι μέθοδοι παρακολούθησης και οι πλέον κατάλληλες θέσεις για τα σημεία παρακολούθησης θα καθοριστούν αργότερα στο παράρτημα ΙΙ.

Σημείωση 10: H Επιτροπή θεσπίζει τα μέτρα που απαιτούνται βάσει της σημείωσης 8 για τις συχνότητες παρακολούθησης και της σημείωσης 9 για τις συχνότητες παρακολούθησης, τις μεθόδους παρακολούθησης και τα καταλληλότερα σημεία παρακολούθησης που καθορίζονται στο παράρτημα ΙΙ. Τα μέτρα αυτά, που αποσκοπούν σε τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων της παρούσας οδηγίας, θεσπίζονται σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο στην οποία παραπέμπει το άρθρο 12 παράγραφος 3.

Κατά τον καθορισμό των εν λόγω μέτρων η Επιτροπή θα λάβει υπόψη, μεταξύ άλλων, τις αντίστοιχες διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας σχετικά με τα κατάλληλα προγράμματα παρακολούθησης περιλαμβανομένων των αποτελεσμάτων που απορρέουν από αυτά.

[...]»

Η προσβαλλόμενη οδηγία

7

Καθώς η πρόταση COM(2012) 147 final της Επιτροπής, της 28ης Μαρτίου 2012, περί θεσπίσεως απαιτήσεων προστασίας της υγείας του πληθυσμού από ραδιενεργές ουσίες που περιέχονται στο νερό ανθρώπινης κατανάλωσης, στηριζόταν στα άρθρα 31 ΑΕ και 32 ΑΕ, το Κοινοβούλιο, με νομοθετικό ψήφισμα της 12ης Μαρτίου 2013, ενέκρινε τροπολογίες για την αντικατάσταση αυτής της νομικής βάσεως με το άρθρο 192, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

8

Το Συμβούλιο απέρριψε, όμως, την προταθείσα από το Κοινοβούλιο αλλαγή της νομικής βάσεως και στις 22 Οκτωβρίου 2013 εξέδωσε την προσβαλλόμενη οδηγία με βάση τα άρθρα 31 ΑΕ και 32 ΑΕ.

9

Οι αιτιολογικές σκέψεις 1 έως 5 της προσβαλλομένης οδηγίας έχουν ως εξής:

«(1)

Η κατάποση νερού συγκαταλέγεται στις οδούς εισαγωγής ραδιενεργών ουσιών στο ανθρώπινο σώμα. Σύμφωνα με την οδηγία 96/29/Ευρατόμ του Συμβουλίου[, της 13ης Μαΐου 1996, για τον καθορισμό των βασικών κανόνων ασφάλειας για την προστασία της υγείας των εργαζομένων και του πληθυσμού από τους κινδύνους που προκύπτουν από ιον[τ]ίζουσες ακτινοβολίες (ΕΕ L 159, σ. 1)], η συμβολή κάθε πρακτικής που συνεπάγεται κίνδυνο από ιον[τ]ίζουσες ακτινοβολίες στην έκθεση του κοινού στο σύνολό του πρέπει να διατηρείται στο χαμηλότερο εφικτό επίπεδο.

(2)

Λόγω της σημασίας την οποία έχει για την ανθρώπινη υγεία η ποιότητα του νερού που προορίζεται για ανθρώπινη κατανάλωση, επιβάλλεται να θεσπιστούν σε κοινοτικό επίπεδο ποιοτικά πρότυπα που να λειτουργούν ως δείκτες και να προβλεφθεί η παρακολούθηση της τήρησης των προτύπων αυτών.

(3)

Η οδηγία 98/83 […] περιλαμβάνει ενδεικτικές παραμέτρους για τις ραδιενεργές ουσίες στο παράρτημα I, μέρος Γ και τις σχετικές διατάξεις για την παρακολούθηση στο παράρτημα II. Πάντως, οι παράμετροι αυτές εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των βασικών κανόνων που ορίζονται στο άρθρο 30 [ΑΕ].

(4)

Συνεπώς, οι απαιτήσεις σχετικά με την παρακολούθηση των επιπέδων ραδιενεργών ουσιών στο νερό ανθρώπινης κατανάλωσης πρέπει να θεσπιστούν με ειδικά νομοθετήματα που θα διασφαλίσουν την ενότητα, τη συνοχή και την πληρότητα της νομοθεσίας περί ακτινοπροστασίας βάσει της Συνθήκης [ΕΚΑΕ].

(5)

Δεδομένου ότι η Κοινότητα είναι αρμόδια να θεσπίσει τα βασικά πρότυπα ασφαλείας για την προστασία της υγείας των εργαζομένων και του ευρέος κοινού από τους κινδύνους που προκύπτουν από ιοντίζουσες ακτινοβολίες, οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας υπερισχύουν των διατάξεων της οδηγίας 98/83 όσον αφορά τις απαιτήσεις για την προστασία της υγείας του πληθυσμού από ραδιενεργές ουσίες που περιέχονται στο νερό ανθρώπινης κατανάλωσης.»

10

Το άρθρο 1 της προσβαλλομένης οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία επιβάλλει απαιτήσεις προστασίας της υγείας του πληθυσμού από ραδιενεργές ουσίες που περιέχονται στο νερό ανθρώπινης κατανάλωσης. Ορίζει παραμέτρους και συχνότητες και μεθόδους για την παρακολούθηση των ραδιενεργών ουσιών.»

11

Το άρθρο 2, σημείο 3, της προσβαλλομένης οδηγίας ορίζει την «ενδεικτική δόση» (στο εξής: ΕΔ) ως τη «δεσμευθείσα ενεργ[ό] δόση στη διάρκεια ενός έτους λόγω κατάποσης του συνόλου των ραδιονουκλεϊδίων —φυσικών και τεχνητών— των οποίων η παρουσία ανιχνεύθηκε σε παροχή νερού που προορίζεται για ανθρώπινη κατανάλωση, με εξαίρεση το τρίτιο, το κάλιο-40, το ραδόνιο και τα βραχύβια προϊόντα διάσπασης του ραδονίου».

12

Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, της προσβαλλομένης οδηγίας «τα κράτη μέλη καθορίζουν παραμετρικές τιμές ο[ι] οποίες εφαρμόζονται στην παρακολούθηση των ραδιενεργών ουσιών που περιέχει το νερό ανθρώπινης κατανάλωσης σύμφωνα με το παράρτημα I».

13

Το παράρτημα I της προσβαλλομένης οδηγίας φέρει τον τίτλο «Παραμετρικές τιμές του νερού ανθρώπινης κατανάλωσης όσον αφορά το ραδόνιο, το τρίτιο και την ΕΔ» και έχει ως εξής:

«

Παράμετρος

Παραμετρική τιμή

Μονάδα

Σημειώσεις

 

Ραδόνιο

100

Bq/l

(Σημείωση 1)

 

Τρίτιο

100

Bq/l

(Σημείωση 2)

 

ΕΔ

0,10

mSv

 

Σημείωση 1:

α)

Τα κράτη μέλη δύνανται να ορίσουν για το ραδόνιο ένα επίπεδο το οποίο κρίνουν ότι δεν είναι σκόπιμο να υπερβαίνεται και εντός των ορίων του οποίου πρέπει να συνεχίζεται η βελτιστοποίηση της προστασίας, χωρίς να διακυβεύεται η παροχή νερού σε εθνική ή περιφερειακή κλίμακα. Το επίπεδο που ορίζει κάθε κράτος μέλος μπορεί να είναι υψηλότερο των 100 Bq/l αλλά χαμηλότερο των 1000 Bq/l. Για απλούστευση της εθνικής νομοθεσίας, τα κράτη μέλη μπορούν να επιλέξουν να προσαρμόσουν την παραμετρική τιμή σε αυτό το επίπεδο.

β)

Τα διορθωτικά μέτρα κρίνονται αιτιολογημένα για λόγους προστασίας από την ακτινοβολία, χωρίς περαιτέρω εξέταση, όταν οι συγκεντρώσεις ραδονίου υπερβαίνουν τα 1000 Bq/l.

Σημείωση 2: Υψηλά επίπεδα τριτίου ενδέχεται να αποτελούν ένδειξη της παρουσίας άλλων τεχνητών ραδιονουκλεϊδίων. Εάν η συγκέντρωση τριτίου υπερβαίνει την παραμετρική τιμή της, απαιτείται ανάλυση της παρουσίας άλλων τεχνητών ραδιονουκλεϊδίων.»

14

Το άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 2, της προσβαλλομένης οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εξασφαλίζουν ότι η παρακολούθηση της παρουσίας ραδιενεργών ουσιών στο νερό ανθρώπινης κατανάλωσης διενεργείται σύμφωνα με τις στρατηγικές και τις συχνότητες παρακολουθήσεως που καθορίζονται στο παράρτημα II, προκειμένου να ελέγχεται εάν οι τιμές των ραδιενεργών ουσιών είναι σύμφωνες προς τις παραμετρικές τιμές που καθορίζονται βάσει του άρθρου 5 παράγραφος 1.

[...]

2.   Η παρακολούθηση ως προς την ΕΔ και τα αναλυτικά χαρακτηριστικά επιδόσεων θα είναι σύμφωνη με τις απαιτήσεις του παραρτήματος III.»

Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων

15

Με αποφάσεις του Προέδρου του Δικαστηρίου της 14ης Μαΐου, της 28ης Μαΐου και της 26ης Ιουνίου 2014, επετράπη στη Γαλλική Δημοκρατία, την Επιτροπή και την Τσεχική Δημοκρατία να παρέμβουν υπέρ του Συμβουλίου.

16

Το Κοινοβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο:

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη οδηγία και

να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

17

Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Τσεχική Δημοκρατία, τη Γαλλική Δημοκρατία και την Επιτροπή, ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή και

να καταδικάσει το Κοινοβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

18

Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από τη Γαλλική Δημοκρατία και την Επιτροπή, ζητεί επικουρικώς, σε περίπτωση που το Δικαστήριο κάνει δεκτή την προσφυγή, να διατηρηθούν τα αποτελέσματα της προσβαλλομένης οδηγίας μέχρις ότου τεθεί σε ισχύ, εντός ευλόγου χρόνου, νέα ρύθμιση προς αντικατάσταση της οδηγίας.

Επί της προσφυγής

19

Το Κοινοβούλιο επικαλείται τρεις λόγους προς στήριξη της προσφυγής του. Ο πρώτος στηρίζεται σε εσφαλμένη επιλογή νομικής βάσεως της προσβαλλομένης οδηγίας, ο δεύτερος σε παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου και ο τρίτος σε παραβίαση της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας μεταξύ των θεσμικών οργάνων που κατοχυρώνεται στο άρθρο 13, παράγραφος 2, ΣΕΕ.

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος στηρίζεται σε εσφαλμένη επιλογή νομικής βάσεως της προσβαλλομένης οδηγίας

Επιχειρήματα των διαδίκων

20

Το Κοινοβούλιο, επικαλούμενο τις αιτιολογικές σκέψεις 3 έως 5 της προσβαλλομένης οδηγίας, υποστηρίζει ότι ο κύριος σκοπός της προσβαλλομένης οδηγίας εντάσσεται στους σκοπούς της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα του περιβάλλοντος, οι οποίοι απαριθμούνται στο άρθρο 191, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, και ειδικότερα στον σκοπό της προστασίας της υγείας του ανθρώπου και της συνετής και ορθολογικής χρησιμοποίησης των φυσικών πόρων. Συνεπώς, η προσβαλλόμενη οδηγία έπρεπε να εκδοθεί με βάση το άρθρο 192, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (βλ. απόφαση Επιτροπή κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑411/06, EU:C:2009:518, σκέψεις 45 έως 47).

21

Το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι από το άρθρο 1 της οδηγίας 98/83 προκύπτει ότι το καθεστώς που θεσπίζει η οδηγία αυτή προορίζεται να εφαρμοστεί σε κάθε μορφή μολύνσεως του νερού ανθρώπινης κατανάλωσης, ανεξαρτήτως πηγής. Η προσβαλλόμενη οδηγία διασπά, επομένως, την ενότητα του καθεστώτος που θεσπίζει η οδηγία 98/83.

22

Κατά το Κοινοβούλιο, από την αιτιολογική έκθεση της προτάσεως COM(2012) 147 final της Επιτροπής προκύπτει ότι η Επιτροπή εκτιμά ότι ορισμένες διατάξεις της οδηγίας 98/83, και συγκεκριμένα οι διατάξεις που περιλαμβάνονται στο τμήμα Γ του παραρτήματος Ι και στο παράρτημα ΙΙ αυτής, στην πραγματικότητα εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 30 ΑΕ έως 32 ΑΕ. Με τον κανονισμό 596/2009 προστέθηκε, όμως, στο τμήμα Γ του παραρτήματος Ι της οδηγίας 98/83 η σημείωση 10 σχετικά με τις ραδιενεργές ουσίες. Ο κανονισμός 596/2009 στηρίχθηκε στο άρθρο 175, παράγραφος 1, ΕΚ, νυν άρθρο 192, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Ούτε ο νομοθέτης της Ένωσης ούτε η Επιτροπή έκριναν τότε αναγκαίο να προσθέσουν ως νομική βάση του εν λόγω κανονισμού τις διατάξεις της Συνθήκης ΕΚΑΕ.

23

Εν προκειμένω, το Συμβούλιο, αντί να τροποποιήσει την οδηγία 98/83 προκειμένου να περιληφθούν σε αυτή διατάξεις σχετικά με τις παραμετρικές τιμές για τις ραδιενεργές ουσίες και την παρακολούθησή τους, επικύρωσε μια πρόταση η οποία αλλοιώνει το ενιαίο καθεστώς που θεσπίζεται με την ανωτέρω οδηγία.

24

Το Κοινοβούλιο υποστηρίζει επίσης, στο υπόμνημα απαντήσεως, ότι η άποψή του δεν έρχεται σε σύγκρουση με την αρχή που κατοχυρώνεται στο άρθρο 106α, παράγραφος 3, ΑΕ. Συγκεκριμένα, κατά το Κοινοβούλιο η προσβαλλόμενη οδηγία έπρεπε να έχει ως νομική βάση το άρθρο 192, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι εντάσσεται στο ρυθμιστικό πλαίσιο που θεσπίζεται με την οδηγία 98/83. Με την προσβαλλόμενη οδηγία το Συμβούλιο, ενεργώντας βάσει των άρθρων 31 ΑΕ και 32 ΑΕ, θέσπισε νέους κανόνες για μια ειδικότερη πτυχή του πλαισίου που είχε τεθεί με την οδηγία 98/83, ήτοι τις απαιτήσεις προστασίας από ραδιενεργές ουσίες που περιέχονται στο νερό ανθρώπινης κατανάλωσης και ενήργησε, έτσι, κατά τρόπο αντίθετο προς τον σκοπό που υπηρετεί η ανωτέρω οδηγία. Κατά τον καθορισμό της κατάλληλης νομικής βάσεως της προσβαλλομένης οδηγίας έπρεπε να ληφθεί υπόψη, πρώτον, το γεγονός ότι η οδηγία 98/83 αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του συστήματος προστασίας της ανθρώπινης υγείας από τις επιπτώσεις που οφείλονται στη μόλυνση του νερού ανθρώπινης κατανάλωσης και, δεύτερον, το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη οδηγία επεμβαίνει επί συγκεκριμένης πτυχής του συστήματος που θεσπίζεται με την οδηγία 98/83 (βλ. απόφαση Ηνωμένο Βασίλειο κατά Συμβουλίου, C‑656/11, EU:C:2014:97, σκέψεις 50, 51, 64 και 66).

25

Το Συμβούλιο και οι παρεμβαίνουσες, αφού επισήμαναν ότι οι διατάξεις του κεφαλαίου 3 του τίτλου ΙΙ της Συνθήκης ΕΚΑΕ, στις οποίες περιλαμβάνονται τα άρθρα 31 ΑΕ και 32 ΑΕ, πρέπει να ερμηνεύονται ευρέως, ώστε να διασφαλίζεται η πρακτική τους αποτελεσματικότητα (αποφάσεις Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, C‑70/88, EU:C:1991:373, σκέψη 14· Επιτροπή κατά Συμβουλίου, C‑29/99, EU:C:2002:734, σκέψεις 78 έως 80, καθώς και ČEZ, C‑115/08, EU:C:2009:660, σκέψεις 100 και 112), αντιτάσσουν ότι η προσβαλλόμενη οδηγία, δεδομένου του σκοπού και του περιεχομένου της, ορθώς στηρίχθηκε στα άρθρα 31 ΑΕ και 32 ΑΕ.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

26

Υπενθυμίζεται ότι κατά το άρθρο 31 ΑΕ το Συμβούλιο, προτάσει της Επιτροπής και κατόπιν διαβουλεύσεως με το Κοινοβούλιο, ορίζει με ειδική πλειοψηφία τους βασικούς κανόνες στους οποίους αναφέρεται το άρθρο 30 ΑΕ, σχετικά με την προστασία της υγείας του πληθυσμού και των εργαζομένων από τους κινδύνους που προκύπτουν από ιοντίζουσες ακτινοβολίες. Το άρθρο 32 ΑΕ προσθέτει ότι κατόπιν αιτήσεως της Επιτροπής ή ενός κράτους μέλους οι βασικοί κανόνες που θεσπίζονται κατ’ αυτόν τον τρόπο δύνανται να αναθεωρούνται ή να συμπληρώνονται κατά την ίδια διαδικασία.

27

Το προοίμιο της προσβαλλομένης οδηγίας αναφέρεται στα άρθρα 31 ΑΕ και 32 ΑΕ, μόνον, όμως, το άρθρο 31 ΑΕ μπορεί να αποτελέσει τη νομική βάση της οδηγίας, δεδομένου ότι αυτή δεν αναθεωρεί βασικούς κανόνες που θεσπίστηκαν βάσει της Συνθήκης ΕΚΑΕ.

28

Το δε άρθρο 192, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ορίζει ότι το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο αποφασίζουν σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία τις δράσεις που πρέπει να αναλάβει η Ένωση για την υλοποίηση των στόχων της στον τομέα του περιβάλλοντος, στον οποίο περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, η προστασία της υγείας του ανθρώπου.

29

Όσον αφορά το ζήτημα κατά πόσον η προσβαλλόμενη οδηγία μπορούσε να εκδοθεί βάσει του άρθρου 31 ΑΕ, επισημαίνεται ότι κατά πάγια νομολογία η επιλογή της νομικής βάσεως μιας πράξεως πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία δεκτικά δικαστικού ελέγχου, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται ο σκοπός και το περιεχόμενο της πράξεως αυτής (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, EU:C:1991:373, σκέψη 9· Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, C‑130/10, EU:C:2012:472, σκέψη 42· Επιτροπή κατά Συμβουλίου, C‑137/12, EU:C:2013:675, σκέψη 52, καθώς και Επιτροπή κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑43/12, EU:C:2014:298, σκέψη 29).

30

Δεν ασκεί καμία επιρροή επ’ αυτού η νομική βάση που έχει επιλεγεί για την έκδοση άλλων πράξεων της Ένωσης που εμφανίζουν ενδεχομένως παρόμοια χαρακτηριστικά, καθώς η νομική βάση μιας πράξεως πρέπει να καθορίζεται βάσει του σκοπού και του περιεχομένου της ίδιας της πράξεως (βλ. απόφαση Ηνωμένο Βασίλειο κατά Συμβουλίου, EU:C:2014:97, σκέψη 48 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Επομένως, το Κοινοβούλιο δεν μπορεί να αντλήσει κάποιο επιχείρημα από το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη οδηγία περιλαμβάνει ορισμένα στοιχεία που ταυτίζονται με τα στοιχεία που παρατίθενται στο μέρος Γ του παραρτήματος Ι της οδηγίας 98/83, η οποία είχε στηριχθεί στο άρθρο 130Σ, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ, νυν άρθρο 192, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

31

Διαπιστώνεται, εν προκειμένω, ότι η προσβαλλόμενη οδηγία, όπως προκύπτει από το άρθρο της 1, σκοπεί στην προστασία της υγείας του πληθυσμού θεσπίζοντας απαιτήσεις σχετικά με τις ραδιενεργές ουσίες που περιέχονται στο νερό ανθρώπινης κατανάλωσης. Στις αιτιολογικές σκέψεις 1 και 2 της εν λόγω οδηγίας εξηγείται, συναφώς, ότι η κατάποση νερού συγκαταλέγεται στις οδούς εισαγωγής ραδιενεργών ουσιών στο ανθρώπινο σώμα και ότι επιβάλλεται εκ τούτου να θεσπιστούν σε κοινοτικό επίπεδο ποιοτικά πρότυπα που να λειτουργούν ως δείκτες και να προβλεφθεί η παρακολούθηση της τηρήσεως των προτύπων αυτών.

32

Επομένως, ο σκοπός που υπηρετεί η προσβαλλόμενη οδηγία ανταποκρίνεται στον σκοπό ενός βασικού κανόνα, κατά την έννοια του άρθρου 30 ΑΕ, ο οποίος προστατεύει την υγεία του πληθυσμού από τους κινδύνους που προκύπτουν από ιοντίζουσες ακτινοβολίες.

33

Όσον αφορά το περιεχόμενο της προσβαλλομένης οδηγίας, η οδηγία αυτή ορίζει παραμετρικές τιμές, συχνότητες και μεθόδους για την παρακολούθηση των ραδιενεργών ουσιών στο νερό ανθρώπινης κατανάλωσης. Το περιεχόμενο της προσβαλλομένης οδηγίας ανταποκρίνεται επίσης στο περιεχόμενο ενός βασικού κανόνα, κατά την έννοια του άρθρου 30 ΑΕ, ο οποίος, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο, στοιχεία αʹ και βʹ, του άρθρου αυτού, ορίζει για τις ιοντίζουσες ακτινοβολίες τις ανώτατες επιτρεπτές δόσεις που παρέχουν επαρκή ασφάλεια και τις ανώτατες επιτρεπτές εκθέσεις και μολύνσεις. Επισημαίνεται, επιπλέον, ότι οι διατάξεις του κεφαλαίου 3 του τίτλου ΙΙ της Συνθήκης ΕΚΑΕ, στο οποίο περιλαμβάνονται τα άρθρα 30 ΑΕ και 31 ΑΕ, αναφέρονται ρητά στον έλεγχο της ραδιενέργειας των υδάτων.

34

Όσον αφορά το επιχείρημα του Κοινοβουλίου ότι ο κύριος σκοπός της προσβαλλομένης οδηγίας εντάσσεται στους σκοπούς της πολιτικής της Ένωσης στον τομέα του περιβάλλοντος, οι οποίοι απαριθμούνται στο άρθρο 191, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και ότι, κατά συνέπεια, η οδηγία έπρεπε να στηριχθεί στο άρθρο 192, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, διαπιστώνεται ασφαλώς ότι κατά το άρθρο 191, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, η πολιτική της Ένωσης στον τομέα του περιβάλλοντος συμβάλλει στην επιδίωξη, μεταξύ άλλων, της προστασίας της υγείας του ανθρώπου.

35

Το Δικαστήριο έχει, όμως, ήδη κρίνει επανειλημμένως ότι οι διατάξεις του κεφαλαίου 3 του τίτλου ΙΙ της Συνθήκης ΕΚΑΕ πρέπει να ερμηνεύονται ευρέως κατά τρόπον ώστε να διασφαλίζεται η πρακτική τους αποτελεσματικότητα (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Επιτροπή κατά Συμβουλίου, EU:C:2002:734, σκέψη 78, και ČEZ, EU:C:2009:660, σκέψη 100). Οι διατάξεις αυτές, στις οποίες περιλαμβάνονται τα άρθρα 30 ΑΕ και 31 ΑΕ, επιδιώκουν, έτσι, να διασφαλίσουν συνεκτική και αποτελεσματική προστασία της υγείας του πληθυσμού από τους κινδύνους που προέρχονται από ιοντίζουσες ακτινοβολίες, ανεξαρτήτως της πηγής τους και ασχέτως των κατηγοριών προσώπων που εκτίθενται στις ακτινοβολίες αυτές (αποφάσεις Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, EU:C:1991:373, σκέψη 14, καθώς και ČEZ, EU:C:2009:660, σκέψη 112).

36

Εξάλλου, όταν υφίσταται στις Συνθήκες ειδικότερη διάταξη που μπορεί να αποτελέσει τη νομική βάση μιας πράξεως, η πράξη αυτή πρέπει να στηριχθεί επί της συγκεκριμένης διατάξεως (βλ. αποφάσεις Επιτροπή κατά Συμβουλίου, C‑338/01, EU:C:2004:253, σκέψη 60, και Επιτροπή κατά Συμβουλίου, C‑533/03, EU:C:2006:64, σκέψη 45).

37

Το άρθρο 31 ΑΕ αποτελεί ειδικότερη νομική βάση για την προστασία της υγείας του πληθυσμού από ραδιενεργές ουσίες που περιέχονται στο νερό ανθρώπινης κατανάλωσης σε σχέση με τη γενική νομική βάση του άρθρου 192, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Η Συνθήκη ΕΚΑΕ πράγματι περιλαμβάνει ένα σύνολο κανόνων που αφορούν συγκεκριμένα την προστασία του πληθυσμού και του περιβάλλοντος από τις ιοντίζουσες ακτινοβολίες (απόφαση ČEZ, EU:C:2009:660, σκέψη 83).

38

Σε κάθε περίπτωση, αν η απλή διαπίστωση ότι μια πράξη που σχετίζεται με ραδιενεργές ουσίες σκοπεί στην προστασία της υγείας του ανθρώπου, κατά την έννοια του άρθρου 191, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, αρκούσε προκειμένου να θεωρηθεί ότι κατάλληλη νομική βάση της πράξεως αυτής είναι το άρθρο 192, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, τότε το άρθρο 31 ΑΕ δεν θα μπορούσε πλέον να χρησιμοποιηθεί ως νομική βάση καμίας πράξεως της Κοινότητας, δεδομένου ότι οι βασικοί κανόνες κατά την έννοια του άρθρου 30 ΑΕ από τη φύση τους έχουν ως σκοπό την προστασία της ανθρώπινης υγείας. Τα επιχειρήματα του Κοινοβουλίου παραβλέπουν τόσο την πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 31 ΑΕ, το οποίο αποτελεί ειδικότερη νομική βάση σε σχέση με το άρθρο 192, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, όσο και την αρχή που κατοχυρώνεται στο άρθρο 106α, παράγραφος 3, ΑΕ, κατά την οποία οι διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ δεν παρεκκλίνουν από τις διατάξεις της Συνθήκης ΕΚΑΕ.

39

Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι ορθώς η προσβαλλόμενη οδηγία εκδόθηκε βάσει του άρθρου 31 ΑΕ.

40

Επομένως ο πρώτος λόγος ακυρώσεως, ο οποίος στηρίζεται σε εσφαλμένη επιλογή νομικής βάσεως της προσβαλλομένης οδηγίας, πρέπει να απορριφθεί.

Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος στηρίζεται σε παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου

Επιχειρήματα των διαδίκων

41

Το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο έχει δημιουργήσει μια κατάσταση ανασφάλειας δικαίου, καθώς η έκδοση της προσβαλλομένης οδηγίας δεν συνοδεύτηκε από την κατάργηση της οδηγίας 98/83 ως προς το τμήμα που αφορά τις ραδιενεργές ουσίες. Ελλείψει ρητής καταργήσεώς τους, οι παραμετρικές τιμές που περιλαμβάνονται στο τμήμα Γ του παραρτήματος Ι της ανωτέρω οδηγίας εξακολουθούν να ισχύουν, παράλληλα με αυτές της προσβαλλομένης οδηγίας. Το ίδιο ισχύει για την εξουσιοδότηση που παρέχεται στην Επιτροπή να θεσπίσει μέτρα σύμφωνα με την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο, που προβλέπεται στη σημείωση 10 του τμήματος Γ του παραρτήματος Ι της οδηγίας 98/83. Η αλληλοεπικάλυψη των δύο συστημάτων, ήτοι του συστήματος που θεσπίζεται με την προσβαλλόμενη οδηγία και αυτού που θεσπίζεται με την οδηγία 98/83, πλήττει την ασφάλεια δικαίου.

42

Η αιτιολογική σκέψη 5 της προσβαλλομένης οδηγίας, κατά την οποία οι διατάξεις της οδηγίας αυτής υπερισχύουν των διατάξεων της οδηγίας 98/83, δεν αρκεί αφεαυτής για την αντιμετώπιση της εν λόγω ανασφάλειας δικαίου. Συγκεκριμένα, η συνύπαρξη δύο κειμένων που υπηρετούν τον ίδιο σκοπό, ήτοι την προστασία της υγείας του πληθυσμού από τη ραδιενεργό μόλυνση του νερού ανθρώπινης κατανάλωσης, αλλά έχουν διαφορετικό περιεχόμενο, προκαλεί κατάσταση αβεβαιότητας η οποία δεν μπορεί να εξαλειφθεί με την επίκληση της αρχής lex specialis derogat legi generali. Σε κάθε περίπτωση, τα κράτη μέλη εξακολουθούν να υποχρεούνται, κατ’ εφαρμογή της οδηγίας 98/83, να διατηρήσουν σε ισχύ τις διατάξεις που έχουν θεσπίσει για τη μεταφορά του τμήματος Γ του παραρτήματος Ι, καθώς και του παραρτήματος ΙΙ της οδηγίας αυτής και κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί να επικαλεστεί την παραβίαση της εν λόγω υποχρεώσεως ενώπιον των αρμόδιων εθνικών δικαστηρίων. Η συγκεκριμένη υποχρέωση μπορεί να καταργηθεί μόνο με τη ρητή κατάργηση των επίμαχων διατάξεων, για την οποία θα χρειαζόταν να χρησιμοποιηθεί ως νομική βάση το άρθρο 192, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Από την προσβαλλόμενη οδηγία προκύπτει σαφώς ότι η μη κατάργηση των διατάξεων αυτών δεν οφείλεται απλώς σε παράβλεψη. Εξάλλου, κατά το Κοινοβούλιο, δεν επιτρέπεται ο συντάκτης μιας πράξεως να στηριχθεί στην αρχή lex specialis derogat legi generali προκειμένου να δικαιολογήσει σύγκρουση μεταξύ δύο πράξεων που έχουν εκδοθεί από τον ίδιο.

43

Το Συμβούλιο και οι παρεμβαίνουσες υπενθυμίζουν ότι η αιτιολογική σκέψη 5 της προσβαλλομένης οδηγίας προβλέπει σαφώς ότι οι διατάξεις της οδηγίας αυτής υπερισχύουν των διατάξεων της οδηγίας 98/83 όσον αφορά τις απαιτήσεις για την προστασία της υγείας του πληθυσμού από ραδιενεργές ουσίες που περιέχονται στο νερό ανθρώπινης κατανάλωσης.

44

Επομένως, δεν υφίσταται καμία αμφισημία σχετικά με τη σχέση μεταξύ των διατάξεων της προσβαλλομένης οδηγίας και αυτών της οδηγίας 98/83. Σύμφωνα με την αρχή της ασφάλειας δικαίου, τα κράτη μέλη, τα οποία αποτελούν τους αποδέκτες της προσβαλλομένης οδηγίας, είναι σε θέση να καθορίσουν τις υποχρεώσεις που τα βαρύνουν.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

45

Κατά πάγια νομολογία η αρχή της ασφάλειας δικαίου επιβάλλει οι κανόνες δικαίου να είναι σαφείς και ακριβείς, τα δε αποτελέσματά τους να μπορούν να προβλεφθούν, ώστε να έχουν οι ενδιαφερόμενοι σημεία προσανατολισμού επί εννόμων καταστάσεων και σχέσεων που διέπονται από την έννομη τάξη της Ένωσης (βλ. αποφάσεις France Télécom κατά Επιτροπής, C‑81/10 P, EU:C:2011:811, σκέψη 100 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και LVK — 56, C‑643/11, EU:C:2013:55, σκέψη 51).

46

Εν προκειμένω διαπιστώνεται ότι δεν υφίσταται καμία σύγκρουση στη σχέση μεταξύ της προσβαλλομένης οδηγίας και της οδηγίας 98/83. Συγκεκριμένα, η προσβαλλόμενη οδηγία καθορίζει στο παράρτημα Ι τις ίδιες ακριβώς παραμετρικές τιμές με αυτές που προβλέπονται στο τμήμα Γ του παραρτήματος Ι της οδηγίας 98/83, ήτοι 100 becquerel ανά λίτρο για το τρίτιο και 0,10 mSv ανά έτος για την ολική ενδεικτική δόση της ραδιενέργειας.

47

Επομένως, παρά το ότι τόσο η προσβαλλόμενη οδηγία όσο και η οδηγία 98/83 περιλαμβάνουν κανόνες δικαίου για τις ραδιενεργές ουσίες που περιέχονται στο νερό ανθρώπινης κατανάλωσης, η αλληλοεπικάλυψη των δύο συστημάτων δεν μπορεί να επηρεάσει τον σαφή, ακριβή και προβλέψιμο χαρακτήρα των εφαρμοστέων διατάξεων.

48

Εξάλλου, επισημαίνεται ότι μολονότι η προσβαλλόμενη οδηγία περιλαμβάνει και νέους κανόνες, όπως μεταξύ άλλων αυτούς που αναφέρονται στο ραδόνιο, δεδομένου ότι οι εν λόγω κανόνες περιλαμβάνονται μόνο στην προσβαλλόμενη οδηγία, η αλληλοεπικάλυψη των συστημάτων που θεσπίζονται με την προσβαλλόμενη οδηγία και την οδηγία 98/83 δεν μπορεί να επηρεάσει τον σαφή, ακριβή και προβλέψιμο χαρακτήρα των κανόνων αυτών.

49

Τέλος, επισημαίνεται ότι η προσβαλλόμενη οδηγία αποτελεί lex specialis όσον αφορά την προστασία της υγείας του πληθυσμού από τους κινδύνους που προκύπτουν από ιοντίζουσες ακτινοβολίες στο νερό ανθρώπινης κατανάλωσης, σε σχέση με την οδηγία 98/83, η οποία αφορά γενικά την ποιότητα του νερού ανθρώπινης κατανάλωσης. Σε αντίθεση δε προς όσα υποστηρίζει το Κοινοβούλιο, η αρχή lex specialis derogat legi generali εφαρμόζεται ακόμη και αν τόσο ο γενικός όσο και ο ειδικός νόμος έχουν θεσπιστεί από το ίδιο θεσμικό όργανο.

50

Επομένως, σε περίπτωση που είναι σωστό το επιχείρημα που προέβαλε το Κοινοβούλιο για πρώτη φορά στις παρατηρήσεις του επί των υπομνημάτων παρεμβάσεως, κατά το οποίο υπάρχουν διαφορές μεταξύ του κανονιστικού περιεχομένου των επίμαχων πράξεων, τότε, σε περίπτωση διαστάσεως μεταξύ του συστήματος που θεσπίζει κάθε οδηγία, οι διατάξεις της προσβαλλομένης οδηγίας θα υπερισχύσουν των διατάξεων της οδηγίας 98/83, όπως ρητώς αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 5 της προσβαλλομένης οδηγίας.

51

Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν είναι δυνατόν να διαπιστωθεί παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου.

52

Επομένως, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτός.

Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος στηρίζεται σε παραβίαση της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας μεταξύ των θεσμικών οργάνων, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 13, παράγραφος 2, ΣΕΕ

Επιχειρήματα των διαδίκων

53

Το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι δεν μπορεί να γίνει επίκληση κανενός νομικού λόγου για να θεσπιστεί διακριτό καθεστώς για τις ραδιενεργές ουσίες στο νερό ανθρώπινης καταναλώσεως βάσει της Συνθήκης ΕΚΑΧ, με αντικείμενο τις ίδιες διατάξεις προστασίας και παρακολούθησης με αυτές που περιλαμβάνονται στο τμήμα Γ του παραρτήματος Ι και στο παράρτημα ΙΙ της οδηγίας 98/83. Οι διατάξεις αυτές αφορούν, μεν, την ακτινοπροστασία, αλλά αποτελούν ένα μόνον από τα συστατικά στοιχεία του γενικότερου πλαισίου μέτρων προστασίας που θεσπίζει η οδηγία 98/83, με τα οποία έχει τον ίδιο τελικό σκοπό, ήτοι την προστασία του περιβάλλοντος και της υγείας του ανθρώπου, που προβλέπεται στο άρθρο 191, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

54

Το Κοινοβούλιο υπενθυμίζει ότι η επιλογή της νομικής βάσεως σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να στηρίζεται σε επιχειρήματα που σχετίζονται με τη διαδικασία που πρέπει να τηρηθεί για την έκδοση της επίμαχης πράξεως ή στο καθεστώς που θα διέπει την πράξη αυτή μετά την έκδοσή της (απόφαση Επιτροπή κατά Συμβουλίου, EU:C:2013:675, σκέψη 74). Η τεχνητή, όμως, απομόνωση ενός συστατικού στοιχείου ισχύουσας νομοθετικής πράξεως, το οποίο έχει προφανώς παρεπόμενο χαρακτήρα εντός της όλης οικονομίας της συγκεκριμένης πράξεως, και η ρύθμισή του με διακριτή νομική πράξη, με διαφορετική νομική βάση και εντός διαφορετικού νομικού πλαισίου, συνιστά παραβίαση της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας μεταξύ των θεσμικών οργάνων, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 13, παράγραφος 2, ΣΕΕ.

55

Το Κοινοβούλιο στις παρατηρήσεις του επί των υπομνημάτων παρεμβάσεως επισημαίνει, επίσης, ότι για την τήρηση της υποχρεώσεως καλόπιστης συνεργασίας έπρεπε να έχει προηγηθεί η μερική κατάργηση της οδηγίας 98/83 βάσει του άρθρου 192, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία, πράγμα που θα είχε δώσει τη δυνατότητα σε όλα τα εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα να κρίνουν αν είναι νομικά ορθό και πολιτικά σκόπιμο να αφαιρεθούν από την οδηγία 98/83 οι διατάξεις που αφορούν τη μόλυνση του νερού ανθρώπινης κατανάλωσης από ραδιενεργές ουσίες προκειμένου να αποτελέσουν το αντικείμενο αυτοτελούς πράξεως βάσει της Συνθήκης ΕΚΑΕ.

56

Το Συμβούλιο και οι παρεμβαίνουσες υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη οδηγία δεν παραβιάζει το άρθρο 13, παράγραφος 2, ΣΕΕ.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

57

Βάσει του άρθρου 13, παράγραφος 2, ΣΕΕ, τα θεσμικά όργανα συνεργάζονται μεταξύ τους καλή τη πίστει.

58

Αυτή η καλόπιστη συνεργασία ασκείται, όμως, χωρίς να παρακάμπτονται τα όρια που τίθενται από τις εξουσίες που απονέμουν οι Συνθήκες σε κάθε θεσμικό όργανο. Συνεπώς, η υποχρέωση που απορρέει από το άρθρο 13, παράγραφος 2, ΣΕΕ δεν μπορεί να τροποποιήσει τις εξουσίες αυτές.

59

Όσον αφορά το ζήτημα αν το Συμβούλιο παραβίασε την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας εκδίδοντας την προσβαλλόμενη οδηγία, υπενθυμίζεται ότι η οδηγία αυτή, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 39 της παρούσας αποφάσεως, στηρίχθηκε σε κατάλληλη νομική βάση, ήτοι στο άρθρο 31 ΑΕ.

60

Το γεγονός ότι για την έκδοση της προσβαλλομένης οδηγίας δεν συνέπραξε το Κοινοβούλιο ως συννομοθέτης βάσει της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας, αλλά ζητήθηκε απλώς η γνώμη του, οφείλεται αποκλειστικά στην επιλογή του συντάκτη των Συνθηκών και όχι σε παραβίαση της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, EU:C:2012:472, σκέψη 82).

61

Τέλος, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ούτε το επιχείρημα του Κοινοβουλίου ότι πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης οδηγίας έπρεπε να καταργηθεί μερικώς η οδηγία 98/83 βάσει του άρθρου 192, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, σύμφωνα με τις διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ σχετικά με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία.

62

Πράγματι, η άποψη του Κοινοβουλίου καταλήγει στην παραδοχή ότι η άσκηση των εξουσιών που απονέμουν στο Συμβούλιο τα άρθρα 30 ΑΕ και 31 ΑΕ μπορεί να εξαρτηθεί από την προηγούμενη συμφωνία του Κοινοβουλίου, μολονότι οι διατάξεις αυτές απονέμουν στο Κοινοβούλιο συμβουλευτικό μόνο ρόλο. Όπως προκύπτει, όμως, από τη σκέψη 58 της παρούσας αποφάσεως, οι εξουσίες που αντλεί το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο από τα άρθρα 30 ΑΕ και 31 ΑΕ δεν μπορούν να περιορισθούν ή να διευρυνθούν, αντιστοίχως, δυνάμει της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας.

63

Ως εκ τούτου, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

64

Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

Επί των δικαστικών εξόδων

65

Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι το Συμβούλιο υπέβαλε σχετικό αίτημα και το Κοινοβούλιο ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί αυτό στα δικαστικά έξοδα.

66

Κατά το άρθρο 140, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, η Τσεχική Δημοκρατία, η Γαλλική Δημοκρατία και η Επιτροπή φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την προσφυγή.

 

2)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα.

 

3)

Η Τσεχική Δημοκρατία, η Γαλλική Δημοκρατία και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρουν η καθεμία τα δικαστικά της έξοδα.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.

Επάνω