Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62014CJ0309

    Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 2ας Σεπτεμβρίου 2015.
    Confederazione Generale Italiana del Lavoro (CGIL) και Istituto Nazionale Confederale Assistenza (INCA) κατά Presidenza del Consiglio dei Ministri κ.λπ.
    Αίτηση του Tribunale Amministrativo Regionale per il Lazio για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
    Προδικαστική παραπομπή – Καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες – Οδηγία 2003/109/ΕΚ – Εθνική ρύθμιση – Έκδοση και ανανέωση άδειας διαμονής – Προϋπόθεση – Υποχρεωτική οικονομική συνεισφορά – Ποσό οκταπλάσιο του κόστους εκδόσεως εθνικού δελτίου ταυτότητας – Παραβίαση των αρχών της οδηγίας 2003/109/ΕΚ.
    Υπόθεση C-309/14.

    Συλλογή της Νομολογίας — Γενική Συλλογή

    Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2015:523

    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

    της 2ας Σεπτεμβρίου 2015 ( *1 )

    «Προδικαστική παραπομπή — Καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες — Οδηγία 2003/109/ΕΚ — Εθνική ρύθμιση — Έκδοση και ανανέωση άδειας διαμονής — Προϋπόθεση — Υποχρεωτική οικονομική συνεισφορά — Ποσό οκταπλάσιο του κόστους εκδόσεως εθνικού δελτίου ταυτότητας — Παραβίαση των αρχών της οδηγίας 2003/109/ΕΚ»

    Στην υπόθεση C‑309/14,

    με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ που υπέβαλε το Tribunale amministrativo regionale per il Lazio (Ιταλία) με απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2013, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 30 Ιουνίου 2014, στο πλαίσιο της δίκης

    Confederazione Generale Italiana del Lavoro (CGIL),

    Istituto Nazionale Confederale Assistenza (INCA)

    κατά

    Presidenza del Consiglio dei Ministri,

    Ministero dell’Interno,

    Ministero dell’Economia e delle Finanze,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

    συγκείμενο από τους R. Silva de Lapuerta (εισηγήτρια), πρόεδρο τμήματος, J.-C. Bonichot, A. Arabadjiev, J. L. da Cruz Vilaça και Κ. Λυκούργο, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: Y. Bot

    γραμματέας: L. Carrasco Marco, υπάλληλος διοικήσεως,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 16ης Απριλίου 2015,

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

    η Confederazione Generale Italiana del Lavoro (CGIL), εκπροσωπούμενη από τους V. Angiolini, L. Formilan και L. Santini, avvocati,

    το Istituto Nazionale Confederale Assistenza (INCA), εκπροσωπούμενο από τους V. Angiolini, L. Formilan και L. Santini, avvocati,

    η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον G. Palatiello, avvocato dello Stato,

    η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους F.-X. Bréchot και D. Colas,

    η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna,

    η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τη M. Κοντού-Durande και τον A. Aresu,

    κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 2003/109/ΕΚ του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με το καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες (ΕΕ 2004, L 16, σ. 44), όπως έχει τροποποιηθεί με την οδηγία 2011/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2011 (ΕΕ L 132, σ. 1, στο εξής: οδηγία 2003/109).

    2

    Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Confederazione Generale Italiana del Lavoro (στο εξής: CGIL) και του Istituto Nazionale Confederale Assistenza (στο εξής: INCA) και, αφετέρου, της Presidenza del Consiglio dei Ministri (προεδρίας του Υπουργικού Συμβουλίου), του Ministero dell’Interno (Υπουργείου Εσωτερικών) και του Ministero dell’Economia e delle Finanze (Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών), με αντικείμενο την ακύρωση υπουργικής αποφάσεως που εξέδωσαν τα δύο αυτά υπουργεία στις 6 Οκτωβρίου 2011, σχετικά με το τέλος που καταβάλλεται για την έκδοση και ανανέωση της άδειας διαμονής (GURI αριθ. 304, της 31ης Δεκεμβρίου 2011, στο εξής: υπουργική απόφαση του 2011), καθώς και κάθε παρεπόμενης ή συναφούς προπαρασκευαστικής πράξεως.

    Το νομικό πλαίσιο

    Το δίκαιο της Ένωσης

    3

    Κατά τις αιτιολογικές σκέψεις 9, 10 και 18 της οδηγίας 2003/109:

    «(9)

    Οι οικονομικές εκτιμήσεις δεν θα πρέπει να αποτελούν λόγο άρνησης χορήγησης του καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος και δεν θα πρέπει να θεωρούνται ως παρεμβολή στους σχετικούς όρους.

    (10)

    Θα πρέπει να δημιουργηθεί ένα σύστημα κανόνων που να διέπει τις διαδικασίες για την εξέταση της αίτησης για τη χορήγηση του καθεστώτος επί μακρόν διαμένοντος. Οι διαδικασίες αυτές θα πρέπει να είναι αποτελεσματικές και διαχειρίσιμες, λαμβάνοντας υπόψη το συνήθη φόρτο εργασίας των διοικήσεων των κρατών μελών, καθώς και διαφανείς και δίκαιες, προκειμένου να προσφέρουν το κατάλληλο επίπεδο ασφαλείας του δικαίου στους ενδιαφερομένους. Δεν θα πρέπει να αποτελούν μέσο παρεμπόδισης της άσκησης του δικαιώματος διαμονής.

    [...]

    (18)

    Ο καθορισμός των όρων στους οποίους υπόκειται το δικαίωμα διαμονής σε άλλο κράτος μέλος των υπηκόων τρίτων χωρών που είναι επί μακρόν διαμένοντες θα πρέπει να συμβάλλει στην πραγματική υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς ως χώρου στον οποίον εξασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων. Θα μπορούσε επίσης να αποτελέσει σημαντικό παράγοντα κινητικότητας, ιδίως στην αγορά εργασίας της Ένωσης.»

    4

    Με τίτλο «Άδεια παραμονής επί μακρόν διαμένοντος – [ΕΕ]», το άρθρο 8, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας ορίζει:

    «Τα κράτη μέλη χορηγούν στον επί μακρόν διαμένοντα άδεια παραμονής επί μακρόν διαμένοντος [ΕΕ]. Αυτή η άδεια έχει διάρκεια ισχύος τουλάχιστον πέντε ετών· κατά τη λήξη της, ανανεώνεται αυτοδικαίως κατόπιν αιτήσεως, εφόσον απαιτείται.»

    5

    Το άρθρο 19 της οδηγίας 2003/109, με τίτλο «Εξέταση της αίτησης και χορήγηση της άδειας διαμονής», προβλέπει:

    «[...]

    2.   Εφόσον πληρούνται οι όροι που προβλέπονται στα άρθρα 14, 15 και 16, και με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 17 και 18 που αφορούν τη δημόσια τάξη, τη δημόσια ασφάλεια και τη δημόσια υγεία, το δεύτερο κράτος μέλος χορηγεί στον επί μακρόν διαμένοντα ανανεώσιμη άδεια διαμονής. Η άδεια αυτή ανανεώνεται, κατόπιν αιτήσεως, εφόσον απαιτείται, κατά τη λήξη της. Το δεύτερο κράτος μέλος κοινοποιεί την απόφασή του στο πρώτο κράτος μέλος.

    3.   Το δεύτερο κράτος μέλος χορηγεί στα μέλη της οικογενείας του επί μακρόν διαμένοντος ανανεώσιμες άδειες διαμονής ίσης διαρκείας με αυτήν που χορήγησε στον επί μακρόν διαμένοντα.»

    Το ιταλικό δίκαιο

    6

    Το άρθρο 5, παράγραφος 2ter, του νομοθετικού διατάγματος 286/1998, της 25ης Ιουλίου 1998, περί κωδικοποιήσεως των διατάξεων που αφορούν τη ρύθμιση της μετανάστευσης και τους κανόνες σχετικά την ιδιότητα του αλλοδαπού (τακτικό συμπλήρωμα στην GURI αριθ. 191, της 18ης Αυγούστου 1998), το οποίο προστέθηκε στο εν λόγω νομοθετικό διάταγμα με το άρθρο 1, παράγραφος 22, στοιχείο βʹ, του νόμου 94, της 15ης Ιουλίου 2009, περί διατάξεων σχετικών με την δημόσια ασφάλεια (τακτικό συμπλήρωμα στην GURI αριθ. 170, της 24ης Ιουλίου 2009), προβλέπει:

    «Η αίτηση για τη χορήγηση και την ανανέωση άδειας διαμονής συνεπάγεται την καταβολή τέλους, το ύψος του οποίου καθορίζεται μεταξύ του ποσού των 80 ευρώ κατά κατώτατο όριο και του ποσού των 200 ευρώ κατ’ ανώτατο όριο με κοινή απόφαση του Ministero dell’Economia e delle Finanze και του Ministero dell’Interno, η οποία καθορίζει, επιπλέον, τον τρόπο καταβολής καθώς και τον τρόπο εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 14bis, παράγραφος 2[, του νομοθετικού διατάγματος 286/1998]. Δεν απαιτείται η καταβολή τέλους για τη χορήγηση και την ανανέωση άδειας διαμονής λόγω ασύλου, για την αίτηση ασύλου, για επικουρική προστασία και για ανθρωπιστικούς λόγους.»

    7

    Το άρθρο 14bis του νομοθετικού διατάγματος 286/1998 ιδρύει και ρυθμίζει τη λειτουργία του Ταμείου επαναπατρισμού (Fondo rimpatri) ως εξής:

    «1.   Ιδρύεται Ταμείο επαναπατρισμού παρά τω Ministero dell’Interno με σκοπό τη χρηματοδότηση των εξόδων επαναπατρισμού των αλλοδαπών στις χώρες καταγωγής ή προελεύσεως.

    2.   Στο Ταμείο της παραγράφου 1 περιέρχονται το ήμισυ των εσόδων από την είσπραξη των τελών που αφορά το άρθρο 5, παράγραφος 2ter, καθώς και οι τυχόν εισφορές της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ενίσχυση των σκοπών του Ταμείου αυτού. Το υπόλοιπο ποσό των εσόδων που προέρχονται από τα τέλη που αφορά το άρθρο 5, παράγραφος 2ter, περιέρχεται στο Υπουργείο Εσωτερικών, για την κάλυψη των δαπανών που συνδέονται με τις ελεγκτικές δραστηριότητες σχετικά με την έκδοση και την ανανέωση αδειών διαμονής.»

    8

    Η υπουργική απόφαση 2011, εκδοθείσα κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 5, παράγραφος 2ter, και 14bis του νομοθετικού διατάγματος 286/1998, καθορίζει το τέλος για την έκδοση και την ανανέωση της άδειας διαμονής ως εξής:

    «α)

    80 ευρώ για τις άδειες διαμονής διάρκειας ανώτερης των τριών μηνών και κατώτερης του ενός έτους,

    β)

    100 ευρώ για τις άδειες διαμονής διάρκειας ανώτερης του ενός έτους και κατώτερης των δύο ετών,

    γ)

    200 ευρώ για την έκδοση άδειας διαμονής ΕΚ για τους επί μακρόν διαμένοντες και για τους αιτούντες άδεια διαμονής σύμφωνα με το άρθρο 27, παράγραφος 1, στοιχείο a, του νομοθετικού διατάγματος [286/1998].»

    9

    Μολονότι η απόφαση περί παραπομπής δεν περιέχει καμία αναφορά σε άλλες εθνικές διατάξεις που προβλέπουν άλλα ποσά για την έκδοση και την ανανέωση των τίτλων διαμονής, από τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή καθώς και η CGIL και το INCA προκύπτει ότι, δυνάμει προϋφιστάμενης ιταλικής νομοθεσίας, η οποία εξακολουθεί να ισχύει, για την έκδοση και την ανανέωση των τίτλων διαμονής πρέπει να καταβληθεί, πέραν των τελών που προβλέπει η υπουργική απόφαση του 2011, το συνολικό ποσό των 73,50 ευρώ, ανεξαρτήτως της διάρκειας της άδειας παραμονής.

    10

    Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις παρατηρήσεις της Επιτροπής, δυνάμει του άρθρου 7vicies ter, παράγραφος 1, στοιχείο b, του νομοθετικού διατάγματος 7, της 31ης Ιανουαρίου 2005, περί επειγουσών διατάξεων για το πανεπιστήμιο και την έρευνα, την πολιτιστική κληρονομιά και τις πολιτιστικές δραστηριότητες, την υλοποίηση μεγάλων στρατηγικών έργων, την κινητικότητα των δημοσίων υπαλλήλων και την απλούστευση των διατυπώσεων που αφορούν τα τέλη χαρτοσήμου και τους φόρους μεταβίβασης, το οποίο κυρώθηκε, κατόπιν τροποποιήσεων, με τον νόμο 43, της 31ης Μαρτίου 2005, οι άδειες διαμονής που εκδόθηκαν σε χαρτί αντικαθίστανται, από 1ης Ιανουαρίου 2006, κατά την υποβολή της αιτήσεως για πρώτη έκδοση ή ανανέωσή τους, από ηλεκτρονικές άδειες διαμονής σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) 1030/2002 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για την καθιέρωση αδειών διαμονής ενιαίου τύπου για τους υπηκόους τρίτων χωρών (ΕΕ L 157, σ. 1).

    11

    Σύμφωνα με το άρθρο 1 της αποφάσεως του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, της 4ης Απριλίου 2006, περί καθορισμού του ποσού των εξόδων που καταβάλλουν οι αιτούντες ηλεκτρονική άδεια διαμονής, το ποσό των εξόδων αυτών ορίζεται σε 27,50 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του φόρου προστιθέμενης αξίας.

    12

    Δυνάμει του άρθρου 1 της αποφάσεως του Υπουργού Εσωτερικών, της 12ης Οκτωβρίου 2005, περί καθορισμού του ποσού που βαρύνει τον ενδιαφερόμενο για την έκδοση και ανανέωση αδειών και τίτλων διαμονής στο πλαίσιο της συμβάσεως που συνήφθη σύμφωνα με το άρθρο 39, παράγραφος 4bis, του νόμου 3, της 16ης Δεκεμβρίου 2003, το κόστος της υπηρεσίας που βαρύνει τον αιτούντα για αυτό το είδος διαδικασίας ανέρχεται σε 30 ευρώ.

    13

    Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 4, μέρος 1, του τιμολογίου που περιλαμβάνεται στο παράρτημα A, του διατάγματος 642 του Προέδρου της Δημοκρατίας, της 26ης Οκτωβρίου 1972, περί ρυθμίσεως του τέλους χαρτοσήμου, όπως ίσχυε στην υπόθεση της κύριας δίκης, το ποσό του τέλους χαρτοσήμου για την έκδοση και την ανανέωση της άδειας διαμονής ορίζεται κατ’ αποκοπήν σε 16 ευρώ.

    Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

    14

    Η CGIL και το INCA ζήτησαν από το Tribunale amministrativo regionale per il Lazio (περιφερειακό διοικητικό δικαστήριο του Λάτσιο) την ακύρωση της υπουργικής αποφάσεως του 2011, προβάλλοντας ότι το τέλος που οφείλουν να καταβάλουν οι υπήκοοι τρίτων χωρών, κατ’ εφαρμογήν της εν λόγω υπουργικής αποφάσεως, για την έκδοση και ανανέωση άδειας διαμονής είναι άνισο και/ή δυσανάλογο.

    15

    Το αιτούν δικαστήριο έκρινε ότι έπρεπε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τη συμβατότητα με τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης στον τομέα αυτό των εθνικών κανόνων που επιβάλλουν, καθορίζοντας με την εκτελεστική ρύθμιση ανώτατα όρια, την πληρωμή τέλους για την έκδοση και ανανέωση άδειας διαμονής.

    16

    Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο, στηριζόμενο στην απόφαση Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (C‑508/10, EU:C:2012:243), επισημαίνει ότι η νομοθεσία του κράτους μέλους σέβεται τις αρχές που διατυπώνονται στην οδηγία 2003/109 μόνον αν το ποσό των απαιτούμενων τελών, το ύψος των οποίων δύναται να ποικίλλει μέσα σε ένα εύρος τιμών, δεν ανέρχεται, ως προς τη χαμηλότερη τιμή του, σε ποσό υπερβολικά υψηλό και επομένως δυσανάλογο σε σχέση με το ποσό που οφείλουν οι πολίτες του ίδιου κράτους για να λάβουν αντίστοιχο τίτλο, όπως εθνικό δελτίο ταυτότητας.

    17

    Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, με την απόφαση Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (C‑508/10, EU:C:2012:243), κρίθηκαν ασύμβατες με τις αρχές της οδηγίας 2003/109 οι διατάξεις της νομοθεσίας του Βασιλείου των Κάτω Χωρών και της Ελληνικής Δημοκρατίας που προέβλεπαν, ως ελάχιστο ποσό για τη χορήγηση άδειας διαμονής, ποσό ίσο περίπου με το επταπλάσιο του κόστους για την έκδοση δελτίου ταυτότητας υπηκόου των εν λόγω κρατών μελών.

    18

    Δεδομένου ότι, κατά το αιτούν δικαστήριο, το κόστος εκδόσεως δελτίου ταυτότητας στην Ιταλία ανέρχεται σήμερα σε 10 ευρώ περίπου και η χαμηλότερη τιμή που ορίζεται με την υπουργική απόφαση του 2011 ανέρχεται σε 80 ευρώ, με αποτέλεσμα η οικονομική επιβάρυνση που επιβάλλεται στον υπήκοο τρίτης χώρας για την έκδοση ή την ανανέωση άδειας διαμονής στην Ιταλία να είναι περίπου οκταπλάσια, το εν λόγω δικαστήριο εκφράζει τις αμφιβολίες του όσον αφορά τη συμβατότητα των επίμαχων στην κύρια δίκη εθνικών διατάξεων με τις αρχές της οδηγίας 2003/109, υπό το φως της αποφάσεως Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών (C‑508/10, EU:C:2012:243).

    19

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunale amministrativo regionale per il Lazio αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

    «Αντιτίθενται οι αρχές που διατυπώνονται στην οδηγία του Συμβουλίου 2003/109 [...], όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε, σε εθνική ρύθμιση, όπως αυτή που περιέχεται στο άρθρο 5, παράγραφος 2ter, του νομοθετικού διατάγματος 286 της 25ης Ιουλίου 1998 κατά το μέρος που ορίζει ότι “[η] αίτηση για την έκδοση και την ανανέωση άδειας διαμονής συνεπάγεται την καταβολή τέλους, το ύψος του οποίου καθορίζεται μεταξύ του ποσού των 80 ευρώ κατά κατώτατο όριο και του ποσού των 200 ευρώ κατ’ ανώτατο όριο με κοινή απόφαση του Ministero dell’Economia e delle Finanze και του Ministero dell’Interno, η οποία καθορίζει, επιπλέον, τον τρόπο καταβολής […]”, ορίζοντας το ελάχιστο ποσό του τέλους σε ύψος περίπου οκταπλάσιο του κόστους εκδόσεως εθνικού δελτίου ταυτότητας;»

    Επί του προδικαστικού ερωτήματος

    20

    Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν η οδηγία 2003/109 αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία επιβάλλει στους υπηκόους τρίτων χωρών που ζητούν την έκδοση ή την ανανέωση άδειας διαμονής στο οικείο κράτος μέλος την πληρωμή τέλους το ύψος του οποίου κυμαίνεται μεταξύ 80 και 200 ευρώ.

    21

    Εισαγωγικά, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 4, 6 και 12 της οδηγίας 2003/109, κύριος σκοπός της εν λόγω οδηγίας είναι η ενσωμάτωση των υπηκόων τρίτων χωρών που είναι επί μακρόν διαμένοντες στα κράτη μέλη (απόφαση Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, C‑508/10, EU:C:2012:243, σκέψη 66).

    22

    Πρέπει να τονιστεί ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να εξαρτούν τη δυνάμει της οδηγίας 2003/109 έκδοση αδειών και τίτλων διαμονής από την καταβολή τελών καθώς και ότι, κατά τον καθορισμό των τελών αυτών, διαθέτουν περιθώριο εκτιμήσεως (απόφαση Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, C‑508/10, EU:C:2012:243, σκέψη 64).

    23

    Ωστόσο, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι η διακριτική ευχέρεια που παρέχεται συναφώς στα κράτη μέλη δεν είναι απεριόριστη και ότι τα κράτη δεν μπορούν να εφαρμόσουν εθνική ρύθμιση που ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκει η οδηγία 2003/109 και, συνεπώς, να της στερήσουν την πρακτική της αποτελεσματικότητα (βλ. απόφαση Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, C‑508/10, EU:C:2012:243, σκέψη 65).

    24

    Εξάλλου, δυνάμει της αρχής της αναλογικότητας, η οποία συγκαταλέγεται στις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, τα μέτρα για την εφαρμογή της οδηγίας 2003/109 πρέπει να είναι κατάλληλα για την επίτευξη των επιδιωκόμενων από τη διάταξη αυτή σκοπών και να μη βαίνουν πέραν του αναγκαίου για την επίτευξή τους μέτρου (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, C‑508/10, EU:C:2012:243, σκέψη 75).

    25

    Επομένως, μολονότι επιτρέπεται στα κράτη μέλη να εξαρτούν τη δυνάμει της οδηγίας 2003/109 έκδοση αδειών διαμονής από την είσπραξη τελών, εντούτοις, η αρχή της αναλογικότητας επιβάλλει το ύψος στο οποίο καθορίζονται τα τέλη αυτά, καθώς και τα λοιπά δικαιώματα που απορρέουν από το καθεστώς αυτό, να μην αποβλέπει ή να έχει ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση της κτήσεως του κατά την οδηγία αυτή καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος, διότι, άλλως, δεν εξυπηρετείται ο σκοπός και το πνεύμα της εν λόγω οδηγίας (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, C‑508/10, EU:C:2012:243, σκέψη 69).

    26

    Συναφώς, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, το ποσό του επίμαχου στην κύρια δίκη τέλους ανέρχεται σε 80 ευρώ για την έκδοση και την ανανέωση των αδειών διαμονής διάρκειας ανώτερης των τριών μηνών και μικρότερης ή ίσης του έτους, σε 100 ευρώ για την έκδοση και την ανανέωση των αδειών διαμονής διάρκειας ανώτερης του έτους και μικρότερης ή ίσης με δύο έτη, και σε 200 ευρώ για την έκδοση και την ανανέωση των αδειών διαμονής του επί μακρόν διαμένοντος‑ΕΕ.

    27

    Όμως, η οικονομική βαρύτητα ενός τέτοιου είδους τέλους μπορεί να είναι σημαντική για ορισμένους υπηκόους τρίτων χωρών που πληρούν τις προϋποθέσεις της οδηγίας 2003/109 για τη χορήγηση των προβλεπόμενων σε αυτήν αδειών διαμονής, και τούτο κατά μείζονα λόγο διότι, λαμβανομένης υπόψη της διάρκειας των αδειών αυτών, οι εν λόγω υπήκοοι υποχρεούνται να ζητούν την ανανέωση των τίτλων τους αρκετά συχνά και διότι, στο ποσό του τέλους αυτού μπορεί να προστεθεί το ποσό άλλων τελών που προβλέπονται από προϋφιστάμενη εθνική ρύθμιση, οπότε, υπό τις περιστάσεις αυτές, η υποχρέωση καταβολής του επίμαχου στην κύρια δίκη τέλους μπορεί να περιορίζει τη δυνατότητα των εν λόγω υπηκόων να προβάλουν τα δικαιώματα που τους αναγνωρίζονται με την οδηγία αυτή.

    28

    Συναφώς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, τόσο με τις παρατηρήσεις τους όσο και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης και η Επιτροπή επισήμαναν ότι, δυνάμει προϋφιστάμενης ιταλικής ρυθμίσεως, η οποία εξακολουθεί να ισχύει, πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να καταβληθεί και ένα άλλο τέλος, ανερχόμενο σε 73,50 ευρώ, τόσο για την έκδοση όσο και για την ανανέωση των τίτλων διαμονής, ανεξάρτητα από τη διάρκεια της άδειας διαμονής, το ποσό δε αυτό προστίθεται στο επίμαχο στην κύρια δίκη τέλος.

    29

    Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, κατά το άρθρο 14bis του νομοθετικού διατάγματος 286/1998, το ήμισυ των εσόδων από την είσπραξη του επίμαχου στην κύρια δίκη τέλους προορίζεται για τη χρηματοδότηση των δαπανών που συνδέονται με την επιστροφή στη χώρα καταγωγής ή προελεύσεως των υπηκόων τρίτων χωρών που εισήλθαν παράνομα στο εθνικό έδαφος, η Ιταλική Κυβέρνηση επιβεβαίωσε μάλιστα το σημείο αυτό κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

    30

    Επομένως, η επιχειρηματολογία της Ιταλικής Κυβερνήσεως κατά την οποία το επίμαχο στην κύρια δίκη τέλος δεν είναι δυσανάλογο, δεδομένου ότι τα έσοδα που αντλούνται από το τέλος αυτό συνδέονται με την αναγκαία δραστηριότητα έρευνας προκειμένου να εξακριβωθεί αν τηρήθηκαν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για τη χορήγηση των αδειών διαμονής βάσει της οδηγίας 2003/109, δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

    31

    Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία 2003/109 αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία επιβάλλει στους υπηκόους τρίτων χωρών που ζητούν την έκδοση ή την ανανέωση άδειας διαμονής στο οικείο κράτος μέλος την πληρωμή τέλους το ύψος του οποίου κυμαίνεται μεταξύ 80 και 200 ευρώ, στον βαθμό που το τέλος αυτό είναι δυσανάλογο σε σχέση τον επιδιωκόμενο από την εν λόγω οδηγία σκοπό και ενδέχεται να παρακωλύει την άσκηση των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από αυτήν.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    32

    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

     

    Η οδηγία 2003/109/ΕΚ του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με το καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες, όπως έχει τροποποιηθεί με την οδηγία 2011/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2011, αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία επιβάλλει στους υπηκόους τρίτων χωρών που ζητούν την έκδοση ή την ανανέωση άδειας διαμονής στο οικείο κράτος μέλος την πληρωμή τέλους το ύψος του οποίου κυμαίνεται μεταξύ 80 και 200 ευρώ, στον βαθμό που το τέλος αυτό είναι δυσανάλογο σε σχέση τον επιδιωκόμενο από την εν λόγω οδηγία σκοπό και ενδέχεται να παρακωλύει την άσκηση των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από αυτήν.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.

    Επάνω