EUR-Lex Πρόσβαση στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Επιστροφή στην αρχική σελίδα του EUR-Lex

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62014CJ0220

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 5ης Μαρτίου 2015.
Ahmed Abdelaziz Ezz κ.λπ. κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης.
Αίτηση αναιρέσεως — Περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων λόγω της καταστάσεως στην Αίγυπτο — Δέσμευση των κεφαλαίων προσώπων κατά των οποίων έχει ασκηθεί δικαστικώς δίωξη λόγω υπεξαιρέσεως δημοσίου χρήματος — Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά της διαφθοράς.
Υπόθεση C-220/14 P.

Συλλογή της Νομολογίας — Γενική Συλλογή

Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2015:147

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 5ης Μαρτίου 2015 ( *1 )

«Αίτηση αναιρέσεως — Περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων λόγω της καταστάσεως στην Αίγυπτο — Δέσμευση των κεφαλαίων προσώπων κατά των οποίων έχει ασκηθεί δικαστικώς δίωξη λόγω υπεξαιρέσεως δημοσίου χρήματος — Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά της διαφθοράς»

Στην υπόθεση C‑220/14 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 5 Μαΐου 2014,

Ahmed Abdelaziz Ezz, κάτοικος Giseh (Αίγυπτος),

Abla Mohammed Fawzi Ali Ahmed, κάτοικος Λονδίνου (Ηνωμένο Βασίλειο),

Khadiga Ahmed Ahmed Kamel Yassin, κάτοικος Λονδίνου,

Shahinaz Abdel Azizabdel Wahab Al Naggar, κάτοικος Giseh,

εκπροσωπούμενοι από τους J. Lewis, QC, B. Kennelly, barrister, J. Pobjoy, barrister, και J. Binns, solicitor,

αναιρεσείοντες,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι:

το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από τους M. Bishop και I. Gurov,

πρωτοδίκως καθού,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον F. Castillo de la Torre και την D. Gauci,

παρεμβαίνουσα πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους T. von Danwitz, πρόεδρο τμήματος, C. Vajda, A. Rosas (εισηγητή), E. Juhász και D. Šváby, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: E. Sharpston

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Οι Ahmed Abdelaziz Ezz κ.λπ. (στο εξής: αναιρεσείοντες) άσκησαν αναίρεση κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (τρίτο τμήμα) της 27ης Φεβρουαρίου 2014, η οποία εκδόθηκε επί της υποθέσεως Ezz κ.λπ. κατά Συμβουλίου (T‑256/11, EU:T:2014:93, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση) και με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή των νυν αναιρεσειόντων με αίτημα την ακύρωση, αφενός, της αποφάσεως 2011/172/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 21ης Μαρτίου 2011, για περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων, οντοτήτων και φορέων λόγω της κατάστασης στην Αίγυπτο (ΕΕ L 76, σ. 63), και, αφετέρου, του κανονισμού (EE) 270/2011 του Συμβουλίου, της 21ης Μαρτίου 2011, για περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων, οντοτήτων και φορέων λόγω της κατάστασης στην Αίγυπτο (ΕΕ L 76, σ. 4), καθόσον οι πράξεις αυτές αφορούν τους νυν αναιρεσείοντες.

Το νομικό πλαίσιο και το ιστορικό της διαφοράς

Η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά της διαφθοράς

2

Η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά της διαφθοράς υιοθετήθηκε με το ψήφισμα 58/4, της 31ης Οκτωβρίου 2003, της Γενικής Συνελεύσεως του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Τέθηκε σε ισχύ στις 14 Δεκεμβρίου 2005. Κυρώθηκε από το σύνολο των κρατών μελών και συνάφθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση με την απόφαση 2008/801/ΕΚ του Συμβουλίου, της 25ης Σεπτεμβρίου 2008 (ΕΕ L 287, σ. 1).

3

Κατά το άρθρο 2 της Συμβάσεως αυτής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας Σύμβασης:

[…]

στ)

“[Δέσμευση]” ή “κατάσχεση” σημαίνει την προσωρινή απαγόρευση της μεταβίβασης, μετατροπής, διάθεσης ή μετακίνησης περιουσίας ή προσωρινής ανάληψης της διαχείρισης ή ελέγχου περιουσίας, βάσει διαταγής που εκδίδεται από δικαστήριο ή άλλη αρμόδια αρχή·

ζ)

“Δήμευση” σημαίνει τη μόνιμη στέρηση της περιουσίας δυνάμει διαταγής δικαστηρίου ή άλλης αρμόδιας αρχής·

[…]».

4

Το κεφάλαιο III της εν λόγω Συμβάσεως, το οποίο περιλαμβάνει τα άρθρα 15 έως 42 της Συμβάσεως αυτής, αφορά τη θέσπιση ποινικών αδικημάτων και την επιβολή του νόμου. Στα άρθρα 15 έως 27 του κεφαλαίου αυτού παρατίθεται μεγάλη ποικιλία περιπτώσεων διαφθοράς τις οποίες τα συμβαλλόμενα κράτη χαρακτηρίζουν ως αξιόποινες πράξεις. Δεδομένου ότι σκοπός της Συμβάσεως αυτής είναι να καταστήσει δυνατή την ποινική δίωξη όλο και μεγαλύτερου αριθμού πράξεων που συνιστούν δωροδοκία, λαμβανομένου υπόψη ότι αυτές αποτελούν απειλή για τη σταθερότητα και την ασφάλεια των κοινωνιών, η εν λόγω Σύμβαση αφορά όχι μόνον την παροχή μη οφειλόμενου πλεονεκτήματος σε πρόσωπα ή την κατάχρηση δημοσίου χρήματος, αλλά και την προσφορά για άσκηση επιρροής και τη νομιμοποίηση προϊόντων εγκλήματος.

5

Το άρθρο 31, παράγραφοι 1 και 2, της ιδίας Συμβάσεως έχει ως εξής:

«1.   Κάθε Κράτος Μέρος λαμβάνει, στον ευρύτερο δυνατό βαθμό εντός του εσωτερικού νομικού του συστήματος, τα μέτρα που απαιτούνται ώστε να καταστεί δυνατή η δήμευση:

α)

των προϊόντων που προέρχονται από εγκλήματα που ορίζονται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση ή της περιουσίας που η αξία της αντιστοιχεί στην αξία των εν λόγω προϊόντων·

β)

της περιουσίας, του εξοπλισμού ή άλλων μέσων που χρησιμοποιήθηκαν ή προορίζονται να χρησιμοποιηθούν για τα αδικήματα που ορίζονται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση.

2.   Κάθε Κράτος Μέρος λαμβάνει τα μέτρα που απαιτούνται για να καταστεί δυνατή η αναγνώριση, η ανίχνευση, [η δέσμευση] ή η κατάσχεση οποιουδήποτε αντικειμένου από αυτά που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, για το σκοπό της ενδεχόμενης δήμευσής του.»

6

Το άρθρο 55, παράγραφος 2, της Συμβάσεως των Ηνωμένων Εθνών κατά της διαφθοράς ορίζει ότι:

«Μετά από αίτηση που υπέβαλε άλλο Κράτος Μέρος που έχει δικαιοδοσία επί εγκλήματος που ορίζεται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση, το Κράτος Μέρος στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση, λαμβάνει τα μέτρα για να εντοπίσει, να ανιχνεύσει και να [δεσμεύ]σει ή να κατάσχει προϊόν εγκλήματος, περιουσίας, εξοπλισμού ή άλλων οργάνων τέλεσης εγκλήματος που αναφέρονται στο άρθρο 31, παράγραφος 1, της παρούσας Σύμβασης με σκοπό την τελική δήμευση που θα διαταχθεί είτε από το αιτούν Κράτος Μέρος είτε, σύμφωνα με αίτηση βάσει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, από το Κράτος Μέρος στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση.»

Το δίκαιο της Ένωσης

7

Κατόπιν των πολιτικών εξελίξεων στην Αίγυπτο από τον Ιανουάριο του 2011, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε, στις 21 Μαρτίου 2011, βάσει του άρθρου 29 ΣΕΕ, την απόφαση 2011/172.

8

Κατά τις αιτιολογικές σκέψεις 1 και 2 της αποφάσεως 2011/172, ως είχαν αρχικώς:

«(1)

Στις 21 Φεβρουαρίου 2011, η Ευρωπαϊκή Ένωση δήλωσε ότι είναι πρόθυμη να υποστηρίξει την ειρηνική και εύτακτη μετάβαση προς μια μη στρατιωτική και δημοκρατική κυβέρνηση στην Αίγυπτο βασιζόμενη στο κράτος δικαίου, με πλήρη σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών, και να στηρίξει τις προσπάθειες προκειμένου να δημιουργηθεί οικονομία που να ενισχύει την οικονομική συνοχή και να προάγει την ανάπτυξη.

(2)

Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να επιβληθούν περιοριστικά μέτρα κατά των προσώπων τα οποία ταυτοποιήθηκαν ως υπεύθυνα για παράνομη ιδιοποίηση αιγυπτιακών κρατικών κεφαλαίων και τα οποία με τον τρόπο αυτό στερούν από τον αιγυπτιακό λαό τα οφέλη της βιώσιμης ανάπτυξης της οικονομίας και της κοινωνίας τους και υπονομεύουν την ανάπτυξη της δημοκρατίας στη χώρα.»

9

Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2011/172, ως ίσχυε αρχικώς:

«Δεσμεύονται όλα τα κεφάλαια και όλοι οι οικονομικοί πόροι που βρίσκονται στην ιδιοκτησία ή κατοχή ή τελούν υπό τον έλεγχο προσώπων που ταυτοποιήθηκαν ως υπεύθυνα για παράνομη ιδιοποίηση αιγυπτιακών κρατικών κεφαλαίων και φυσικών ή νομικών προσώπων, οντοτήτων ή φορέων συνδεδεμένων με αυτά, σύμφωνα με τον κατάλογο του παραρτήματος.»

10

Ενώ στο κείμενο στη γαλλική γλώσσα της ως άνω αιτιολογικής σκέψεως 2 και του εν λόγω άρθρου 1, παράγραφος 1, χρησιμοποιείται η φράση «personnes reconnues comme responsables [πρόσωπα που αναγνωρίσθηκαν ως υπεύθυνα]», στο κείμενο των διατάξεων αυτών στην αγγλική γλώσσα [και στην ελληνική] χρησιμοποιείται η φράση «persons having been identified as responsible [πρόσωπα που ταυτοποιήθηκαν ως υπεύθυνα]».

11

Στις 11 Ιουλίου 2014, δηλαδή μετά την έκδοση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης διορθωτικό της αποφάσεως 2011/172 όσον αφορά το κείμενο στη βουλγαρική, ισπανική, τσεχική, εσθονική, γαλλική, ουγγρική και ολλανδική γλώσσα (ΕΕ 2014, L 203, σ. 113). Κατά το διορθωτικό αυτό, οι εν λόγω διατάξεις πρέπει να γίνει δεκτό ότι αφορούν τα πρόσωπα που «ταυτοποιήθηκαν» ως υπεύθυνα και όχι τα πρόσωπα που «αναγνωρίσθηκαν» ως υπεύθυνα.

12

Η απόφαση 2011/172 περιλαμβάνει, σε παράρτημα, «κατάλογο των φυσικών και νομικών προσώπων, οντοτήτων και φορέων που αναφέρονται στο άρθρο 1». Στον κατάλογο αυτό περιέχονται στοιχεία τριών ειδών. Στην πρώτη στήλη αναγράφεται το «ονοματεπώνυμο (και ενδεχόμενα προσωνύμια)» των οικείων υποκειμένων δικαίου, η δεύτερη στήλη περιλαμβάνει τα «στοιχεία ταυτοποίησης» των προσώπων αυτών, ενώ στην τελευταία στήλη επισημαίνονται οι «λόγοι [καταχωρίσεως στον κατάλογο]».

13

Το όνομα του Ahmed Abdelaziz Ezz έχει καταχωρισθεί στην έβδομη θέση του καταλόγου αυτού. Η δεύτερη στήλη περιέχει τα εξής στοιχεία: «Πρώην μέλος του Κοινοβουλίου. Ημερομηνία γέννησης: 12.01.1959. Άνδρας». Οι λόγοι για την καταχώριση στον κατάλογο παρατίθενται στην τρίτη στήλη και είναι πανομοιότυποι και για τα 19 πρόσωπα που περιλαμβάνονται στον κατάλογο, έχουν δε ως εξής: «πρόσωπο κατά του οποίου έχει ασκηθεί από τις αιγυπτιακές αρχές δίωξη για υπεξαίρεση δημόσιου χρήματος, βάσει της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά της Διαφθοράς».

14

Η Abla Mohamed Fawzi Ali Ahmed μνημονεύεται στην όγδοη θέση του καταλόγου. Στη δεύτερη στήλη έχουν καταχωρισθεί τα εξής στοιχεία: «Σύζυγος του Ahmed Abdelaziz Ezz. Ημερομηνία γέννησης: 31.01.1963. Γυναίκα».

15

Η Khadiga Ahmed Ahmed Kamel Yassin μνημονεύεται στην ένατη θέση του καταλόγου. Η δεύτερη στήλη περιέχει τα εξής στοιχεία: «Σύζυγος του Ahmed Abdelaziz Ezz. Ημερομηνία γέννησης: 25.05.1959. Γυναίκα».

16

Η Shahinaz Abdel Aziz Abdel Wahab Al Naggar μνημονεύεται στη δέκατη θέση του καταλόγου. Η δεύτερη στήλη περιέχει τα εξής στοιχεία: «Σύζυγος του Ahmed Abdelaziz Ezz. Ημερομηνία γέννησης: 09.10.1969. Γυναίκα».

17

Βάσει του άρθρου 215, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και της αποφάσεως 2011/172, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό 270/2011. Στο άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού αυτού περιλαμβάνονται, κατ’ ουσίαν, πανομοιότυπες οι διατάξεις του άρθρου 1, παράγραφοι 1 και 2, της αποφάσεως 2011/172. Ο κανονισμός αυτός περιλαμβάνει το παράρτημα I, το οποίο είναι πανομοιότυπο εκείνου της αποφάσεως 2011/172. Όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 2 του εν λόγω κανονισμού, τα μέτρα που ελήφθησαν βάσει της αποφάσεως 2011/172 «εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης […] απαιτείται [δε] κανονιστική πράξη στο επίπεδο της Ένωσης για την εφαρμογή τους», στοιχείο που δικαιολογούσε την έκδοση της πράξεως αυτής.

18

Για τον κανονισμό 270/2011 δεν εκδόθηκε διορθωτικό ανάλογο εκείνου της αποφάσεως 2011/172.

Η ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασία και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

19

Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 20 Μαΐου 2011, οι νυν αναιρεσείοντες άσκησαν προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως 2011/172 και του κανονισμού 270/2011, καθόσον οι πράξεις αυτές τους αφορούν.

20

Προέβαλαν οκτώ λόγους προς στήριξη της προσφυγής τους. Ο τέταρτος λόγος τους ακυρώσεως αφορούσε πραγματική πλάνη και πλάνη ως προς τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών τις οποίες ενέχουν οι λόγοι για την καταχώρισή τους στους καταλόγους του παραρτήματος της αποφάσεως 2011/172 και του κανονισμού 270/2011. Υποστήριξαν συναφώς ότι δεν είχε ασκηθεί ποινική δίωξη εναντίον τους στην Αίγυπτο.

21

Το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε συναφώς, στις σκέψεις 123 έως 133 και 137 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τα εξής:

«123

Με επιστολή της 7ης Ιουνίου 2011, το Συμβούλιο διευκρίνισε στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί τους προσφεύγοντες ότι είχε λάβει μια “επιστολή του Αιγύπτιου Υπουργού Εξωτερικών, με ημερομηνία 13 Φεβρουαρίου 2011, η οποία περιείχε αίτημα του Αιγυπτίου γενικού εισαγγελέα για δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων ορισμένων πρώην υπουργών και αξιωματούχων”, μεταξύ των οποίων συγκαταλεγόταν και ο πρώτος προσφεύγων. Στο έγγραφο αυτό του Συμβουλίου επισυνάφθηκε αντίγραφο ενός εγγράφου με ημερομηνία 13 Φεβρουαρίου 2011 το οποίο έφερε την επίσημη ένδειξη του γραφείου του Αιγυπτίου Υπουργού Εξωτερικών. Στο ανυπόγραφο αυτό έγγραφο, γινόταν αναφορά σε αίτημα του Αιγύπτιου γενικού εισαγγελέα για δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων Αιγυπτίων “πρώην υπουργών, αξιωματούχων και υπηκόων”. Μεταξύ των προσώπων τα οποία αφορούσε το αίτημα αυτό συγκαταλεγόταν ο πρώτος προσφεύγων, αλλά όχι η δεύτερη, η τρίτη και η τέταρτη προσφεύγουσα.

[…]

125

Με έγγραφο της 29ης Ιουλίου 2011, το Συμβούλιο απάντησε στις από 13 Μαΐου, 9 Ιουνίου και 15 Ιουλίου 2011 επιστολές του δικηγορικού γραφείου που εκπροσωπεί τους προσφεύγοντες. Στην απάντηση αυτή, δεν γίνεται αναφορά σε ενδεχόμενες δικαστικές διώξεις εις βάρος της δεύτερης, της τρίτης και της τέταρτης προσφεύγουσας. Αναφέρονται μόνον τα εξής:

“[Αυτές] περιλαμβάνονται στον κατάλογο των προσώπων τα οποία αφορά η προμνησθείσα αίτηση δικαστικής συνδρομής των αιγυπτιακών αρχών (αναγράφονται στους αριθμούς 2, 3 και 4 στον συνημμένο κατάλογο). Η αίτηση αναφέρει ότι ο Αιγύπτιος γενικός εισαγγελέας εξέδωσε διατάξεις για την κατάσχεση των περιουσιακών στοιχειών όλων των προσώπων του καταλόγου και ότι η διάταξη αυτή επι[κυρώ]θηκε από το ποινικό δικαστήριο”.

126

Στο εν λόγω έγγραφο του Συμβουλίου της 29ης Ιουλίου 2011 επισυνάφθηκε το από 24 Φεβρουαρίου 2011 σημείωμα με στοιχεία αναφοράς NV93/11/ms, με το οποίο η πρεσβεία της Αραβικής Δημοκρατίας της Αιγύπτου στις Βρυξέλλες (Βέλγιο) ζητούσε από τον Ύπατο Εκπρόσωπο της Ένωσης για Θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας να διαβιβάσει στις “αρμόδιες δικαστικές αρχές” αίτηση δικαστικής συνδρομής εκ μέρους του γραφείου του Αιγύπτιου [γενικού εισαγγελέα].

127

Το σημείωμα αυτό περιελάμβανε σε παράρτημα τρία έγγραφα.

128

Το πρώτο εξ αυτών ήταν το ανυπόγραφο και χωρίς ημερομηνία κείμενο της αιτήσεως δικαστικής συνδρομής. Η συνταχθείσα στα αγγλικά αίτηση αυτή αποσκοπούσε στη “δέσμευση, στη δήμευση και στην ανάκτηση περιουσιακών στοιχείων ορισμένων πρώην υπουργών και αξιωματούχων”. Παρέπεμπε στην “έρευνα που διεξήγαγε η αιγυπτιακή εισαγγελία στις υπ’ αριθ. 162 και 234 υποθέσεις του έτους 2010 [...]· στις υπ’ αριθ. 34, 36, 38, 39, 55 και 70 υποθέσεις του έτους 2011 [...] καθώς και [στην] υπόθεση με αριθμό 137/2011 [...] αναφορικά με εγκλήματα διαφθοράς, με κατάχρηση κρατικών περιουσιακών στοιχείων και με εγκλήματα ξεπλύματος βρώμικου χρήματος που διέπραξαν πρώην υπουργοί και αξιωματούχοι” και κατονόμαζε δεκαπέντε πρόσωπα, στα οποία περιλαμβάνονταν οι τέσσερις προσφεύγοντες. Εν συνεχεία, ανέφερε, αφενός, ότι ο Αιγύπτιος γενικός εισαγγελέας είχε αποφασίσει να κατάσχει τα περιουσιακά στοιχεία των κατονομαζόμενων στον κατάλογο προσώπων και, αφετέρου, ότι η κατάσχεση αυτή είχε “επι[κυρω]θεί από το ποινικό δικαστήριο”.

129

Το δεύτερο έγγραφο που επισυναπτόταν στο σημείωμα της 24ης Φεβρουαρίου 2011 αντιστοιχούσε σε έναν “κατάλογο πρώην αξιωματούχων, των συζύγων και των τέκνων [τους]”, στον οποίον η δεύτερη, η τρίτη και η τέταρτη προσφεύγουσα κατονομάζονταν, αντιστοίχως, στη δεύτερη, στην τρίτη και στην τέταρτη θέση.

130

Το τρίτο έγγραφο που επισυναπτόταν στο σημείωμα της 24ης Φεβρουαρίου 2011 παρουσιαζόταν ως σύνοψη των κατηγοριών που προβλήθηκαν εις βάρος του πρώτου προσφεύγοντος στην “υπ’ αριθ. 38 υπόθεση του έτους 2011”, υπόθεση που μνημονευόταν στην αίτηση δικαστικής συνδρομής που περιγράφηκε στη σκέψη 128 ανωτέρω. Το έγγραφο αυτό δεν έφερε ημερομηνία. Επιπλέον, δεν έφερε επίσημη ένδειξη ούτε υπογραφή. Αλλά, ακριβώς όπως και το σημείωμα της 24ης Φεβρουαρίου 2011 και το σύνολο των λοιπών εγγράφων που επισυνάπτονταν σε αυτό, έφερε τη σφραγίδα της πρεσβείας της Αραβικής Δημοκρατίας της Αιγύπτου στις Βρυξέλλες.

131

Εν τέλει, από κανένα εκ των προμνησθέντων εγγράφων δεν προκύπτει ότι εις βάρος της δεύτερης, της τρίτης και της τέταρτης προσφεύγουσας είχαν κινηθεί ποινικές διώξεις στην Αίγυπτο, για πράξεις παράνομης ιδιοποιήσεως κρατικών κεφαλαίων.

132

Αντιθέτως, η προμνησθείσα στη σκέψη 128 ανωτέρω αίτηση δικαστικής συνδρομής επισημαίνει, κατά τρόπο σαφή, ότι, στις 24 Φεβρουαρίου 2011, δηλαδή λιγότερο από ένα μήνα πριν από την έκδοση της αποφάσεως 2011/172 και του κανονισμού 270/2011, ο Αιγύπτιος γενικός εισαγγελέας εξέδωσε διαταγή κατασχέσεως των περιουσιακών στοιχείων όλων των προσφευγόντων, η οποία εγκρίθηκε από ποινικό δικαστήριο και συνδεόταν με έρευνες σε σχέση με παράνομες ιδιοποιήσεις κρατικών κεφαλαίων.

133

Οι προσφεύγοντες δεν προσκόμισαν, κατά τα λοιπά, κανένα στοιχείο ικανό να θέσει εν αμφιβόλω την ακρίβεια των πραγματικών διαπιστώσεων που περιέχονται στην εν λόγω αίτηση δικαστικής συνδρομής. Αντιθέτως, η αιγυπτιακή δικαστική απόφαση, μετάφραση της οποίας κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 5 Μαρτίου 2013, επιβεβαιώνει ότι τα περιουσιακά στοιχεία της δεύτερης προσφεύγουσας εξακολουθούσαν να είναι δεσμευμένα στις 30 Ιανουαρίου 2013. Επιπλέον, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι προσφεύγοντες δεν αμφισβήτησαν την ύπαρξη της προμνησθείσας διατάξεως περί κατασχέσεως.

[…]

137

[…] από το προμνησθέν στη σκέψη 130 ανωτέρω έγγραφο προκύπτει σαφώς ότι, “στην υπ’ αριθ. 38 υπόθεση του έτους 2011”, ο πρώτος προσφεύγων “κατηγορούταν”, αφενός, ότι είχε “ιδιοποιηθεί τα στοιχεία” μιας “επιχειρήσεως του δημοσίου τομέα τις μετοχές της οποίας [κατείχε] το κράτος» και, αφετέρου, ότι είχε “διαπράξει εγκλήματα συνιστάμενα στην άντληση οφέλους από κρατικά περιουσιακά στοιχεία και στην φθορά τους, καθώς και στην ιδιοποίηση και […] στη διευκόλυνση της ιδιοποιήσεως [τέτοιων στοιχείων]”.»

22

Το Γενικό Δικαστήριο, δεδομένου ότι δεν δέχθηκε κανέναν από τους λόγους ακυρώσεως, απέρριψε την προσφυγή στο σύνολό της.

Αιτήματα των διαδίκων

23

Οι αναιρεσείοντες ζητούν από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

να ακυρώσει την απόφαση 2011/172 και τον κανονισμό 270/2011 καθόσον οι πράξεις αυτές αφορούν τους νυν αναιρεσείοντες·

να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας και

να λάβει οποιοδήποτε άλλο μέτρο που κρίνει πρόσφορο.

24

Το Συμβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και

να καταδικάσει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα.

25

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και

να καταδικάσει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα.

Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

26

Οι αναιρεσείοντες προβάλλουν έξι λόγους αναιρέσεως προς στήριξη της αιτήσεώς τους.

Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

27

Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας ότι η απόφαση 2011/172 εκδόθηκε νομίμως βάσει του άρθρου 29 ΕΕ, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως αφορά τις σκέψεις 44 έως 47 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

28

Προκειμένου να προσδιορίσει την έννοια του άρθρου 29 ΣΕΕ, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε τα άρθρα 21 ΣΕΕ, 23 ΣΕΕ έως 25 ΣΕΕ και 28 ΣΕΕ. Στη σκέψη 41 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αποφάνθηκε ότι:

«Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι συνιστούν “θέσεις της Ένωσης” κατά την έννοια του άρθρου 29 ΣΕΕ οι αποφάσεις εκείνες οι οποίες, πρώτον, εντάσσονται στο πλαίσιο της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ), όπως αυτή καθορίζεται στο άρθρο 24, παράγραφος 1, ΣΕΕ, δεύτερον, αφορούν “συγκεκριμένο ζήτημα γεωγραφικής ή θεματικής φύσεως” και, τρίτον, δεν έχουν τον χαρακτήρα “επιχειρησιακών δράσεων” κατά την έννοια του άρθρου 28 ΣΕΕ.»

29

Στις σκέψεις 44 έως 46 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι τα τρία κριτήρια πληρούνταν εν προκειμένω. Στη σκέψη 47 της εν λόγω αποφάσεως, αποφάνθηκε ότι το άρθρο 1 της αποφάσεως 2011/172 μπορούσε νομίμως να εκδοθεί βάσει του άρθρου 29 ΣΕΕ.

Επιχειρήματα των διαδίκων

30

Οι αναιρεσείοντες διατείνονται ότι δεν πληρούνταν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις εκδόσεως αποφάσεων βάσει του άρθρου 29 ΣΕΕ. Οι λόγοι καταχωρίσεως στον κατάλογο που περιέχεται στο παράρτημα της αποφάσεως 2011/172 δεν περιλαμβάνονται στις αρχές και τους σκοπούς της ΚΕΠΠΑ που καθορίζονται με το άρθρο 21 ΣΕΕ. Οι αιγυπτιακές αρχές ουδέποτε υπονόησαν, στις επιστολές και τα έγγραφα που επικαλείται το Συμβούλιο, ότι οι πράξεις που προσάπτονται στους αναιρεσείοντες υπονομεύουν τη «δημοκρατία» στην Αίγυπτο ή τη «βιώσιμη ανάπτυξη της οικονομίας ή της κοινωνίας» της χώρας αυτής.

31

Η προσαπτόμενη στον πρώτο αναιρεσείοντα συμπεριφορά, δηλαδή η εξαπάτηση μετόχων εταιρίας, δεν δικαιολογεί δράση της Ένωσης σε διεθνές επίπεδο, βάσει της ΚΕΠΠΑ. Εξάλλου, δεν υφίσταται καμία ουσιαστική αιτίαση σε βάρος των συζύγων του Ah. Ezz. Το να γίνει δεκτό ότι πράξεις απάτης που τελέσθηκαν σε τρίτο κράτος αφορούν την εξωτερική πολιτική και την ασφάλεια της Ένωσης θα είχε ως αποτέλεσμα να διευρύνει ουσιωδώς το πεδίο εφαρμογής της πολιτικής αυτής, σε βάρος των αρμοδιοτήτων των κρατών μελών όσον αφορά τη δικαστική συνδρομή.

32

Επιπλέον, οι αιγυπτιακές αρχές δεν ζήτησαν από την Ένωση την έκδοση αποφάσεως βάσει του άρθρου 29 ΣΕΕ, αλλά υπέβαλαν αίτηση δικαστικής συνδρομής, η οποία εμπίπτει στη δικαιοδοσία των εθνικών δικαστικών αρχών.

33

Τέλος, το αίτημα των αρχών αυτών αφορά την προστασία κεφαλαίων τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την εκτέλεση αποφάσεως που θα εκδώσει εθνική δικαστική αρχή κατά του Ah. Ezz και θα καθιστούσαν δυνατό τον «επαναπατρισμό» των επίμαχων χρηματικών ποσών, κάτι για το οποίο δεν υφίσταται αρμοδιότητα βάσει της ΚΕΠΠΑ. Το Γενικό Δικαστήριο, διαπιστώνοντας ότι ένας εκ των νυν αναιρεσειόντων κατηγορείται για δραστηριότητες τις οποίες οι αιγυπτιακές αρχές θεωρούν απειλή για τη δημοκρατική κυβέρνηση της Αραβικής Δημοκρατίας της Αιγύπτου ή για τη βιώσιμη οικονομική ή κοινωνική ανάπτυξη στη χώρα αυτή, παραμόρφωσε τα προσκομισθέντα ενώπιόν του αποδεικτικά στοιχεία.

34

Το Συμβούλιο επισημαίνει ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως αναμειγνύει δύο αιτιάσεις, η πρώτη εκ των οποίων αφορά την έλλειψη νομικής βάσεως της αποφάσεως 2011/172, ενώ η δεύτερη το ότι οι αναιρεσείοντες δεν πληρούν τις προϋποθέσεις προκειμένου η περίπτωσή τους να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της αποφάσεως 2011/172 και του κανονισμού 270/2011. Το Συμβούλιο υπενθυμίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε τον αντλούμενο από έλλειψη νομικής βάσεως λόγο ακυρώσεως στις σκέψεις 44 έως 47 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

35

Το Συμβούλιο φρονεί ότι οι αναιρεσείοντες προβαίνουν σε εσφαλμένη ερμηνεία των σκοπών της αποφάσεως 2011/172, μολονότι κανένα στοιχείο της αποφάσεως αυτής δεν καθιστά δυνατό να γίνει δεκτό ότι ο λόγος για τον οποίο οι αναιρεσείοντες περιελήφθησαν στον κατάλογο του παραρτήματος της εν λόγω αποφάσεως, όπου έχουν καταχωρισθεί τα πρόσωπα των οποίων δεσμεύονται τα κεφάλαια και οι οικονομικοί πόροι, ήταν η απάτη που είχε τελεσθεί σε τρίτη χώρα και ότι ο σκοπός της αποφάσεως αυτής ήταν η παροχή δικαστικής συνδρομής.

36

Η απόφαση 2011/172 συνιστά αυτοτελές μέτρο το οποίο δεν θεσπίσθηκε κατόπιν αιτήματος των αιγυπτιακών αρχών, αλλά εκδόθηκε προκειμένου να επιτευχθούν οι σκοποί της ΚΕΠΠΑ, στο πλαίσιο ασκήσεως της διακριτικής εξουσίας που διαθέτει προς τούτο το Συμβούλιο. Ως εκ τούτου, κατά την εξέταση της ενστάσεως περί ελλείψεως νομιμότητας που προβλήθηκε κατά του άρθρου 1 της αποφάσεως 2011/172, το Γενικό Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επί των πράξεων που καταλογίζονται στους νυν αναιρεσείοντες ούτε επί του περιεχομένου του λεκτικού σημειώματος NV93/11/ms και δεν όφειλε, άλλωστε, να πράξει κάτι τέτοιο.

37

Η Επιτροπή διατείνεται ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως καθόσον αφορά την έλλειψη νομικής βάσεως της αποφάσεως 2011/172 είναι απαράδεκτος, δεδομένου ότι δεν προβλήθηκε με το δικόγραφο της πρωτοδίκως ασκηθείσας προσφυγής ακυρώσεως. Πρόκειται επίσης για νέο λόγο επί της ουσίας, καθόσον το κριτήριο περί ευθύνης σε περίπτωση υπεξαιρέσεως δημοσίου χρήματος, στο οποίο στηρίζεται η δέσμευση των κεφαλαίων των αναιρεσειόντων, υποστηρίζεται ότι αντιβαίνει στο άρθρο 21 ΣΕΕ, επειδή με το μέτρο δεν επιδιώκεται η επίτευξη κάποιου από τους σκοπούς που παρατίθενται στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου αυτού. Επιπλέον, η αίτηση αναιρέσεως ουδόλως αφορά τη συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου στις σκέψεις 34 έως 54 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως σχετικά με την έννοια και το περιεχόμενο του άρθρου 29 ΣΕΕ. Ως εκ τούτου, ο λόγος αναιρέσεως πρέπει να κριθεί απαράδεκτος.

38

Επικουρικώς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 29 ΣΕΕ. Διατείνεται ότι, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες, το ζήτημα εν προκειμένω δεν είναι να κριθεί αν περίπτωση απάτης που διαπράχθηκε σε τρίτη χώρα αφορά την εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφάλειας της Ένωσης, αλλά να εξετασθούν τα αιτήματα κυβερνήσεως που έχει αναλάβει πρόσφατα την εξουσία σε τρίτη χώρα με σκοπό την προστασία των κρατικών κεφαλαίων της χώρας αυτής ώστε να καταστεί δυνατή η ανάκτησή τους στο μέλλον και η χρήση τους προς όφελος του αιγυπτιακού λαού.

39

Η Επιτροπή επισημαίνει, επίσης, ότι το γεγονός ότι οι αιγυπτιακές αρχές απηύθυναν ρητώς αίτημα στις δικαστικές αρχές της Ένωσης στερείται σημασίας όσον αφορά το ζήτημα αν το άρθρο 29 ΣΕΕ αποτελεί προσήκουσα νομική βάση για την έκδοση της αποφάσεως 2011/172 σχετικά με περιοριστικά μέτρα. Συγκεκριμένα, αυτά τα περιοριστικά μέτρα είναι αυτοτελή μέτρα που δύναται να λάβει το Συμβούλιο ακόμη και ελλείψει σχετικού αιτήματος της οικείας τρίτης χώρας.

40

Τέλος, η μνεία του επαναπατρισμού των κεφαλαίων στερείται εν προκειμένω σημασίας, δεδομένου ότι το ζήτημα αυτό δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της αποφάσεως 2011/172 και του κανονισμού 270/2011.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

41

Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι ορθώς εκδόθηκε η απόφαση 2011/172 με βάση το άρθρο 29 ΣΕΕ.

42

Ο έλεγχος της νομικής βάσεως πράξεως καθιστά δυνατή τη διακρίβωση της αρμοδιότητας του οργάνου που την εξέδωσε (βλ., σχετικώς, απόφαση Γερμανία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑376/98, EU:C:2000:544, σκέψη 83) και του ζητήματος αν η διαδικασία εκδόσεως της πράξεως αυτής ενέχει πλημμέλειες (απόφαση ABNA κ.λπ., C‑453/03, C‑11/04, C‑12/04 και C‑194/04, EU:C:2005:741, σκέψη 53). Κατά πάγια νομολογία, η επιλογή της νομικής βάσεως πράξεως της Ένωσης πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία επιδεχόμενα δικαστικό έλεγχο, μεταξύ των οποίων καταλέγονται ο σκοπός και το περιεχόμενο της πράξεως αυτής (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, C‑130/10, EU:C:2012:472, σκέψη 42).

43

Στις σκέψεις 44 έως 46 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε τον σκοπό και το περιεχόμενο της αποφάσεως 2011/172 και έκρινε ότι μπορούσε να εκδοθεί νομίμως βάσει του άρθρου 29 ΣΕΕ. Ειδικότερα, στη σκέψη 44 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η απόφαση 2011/172 εντάσσεται στο πλαίσιο πολιτικής στήριξης προς τις νέες αιγυπτιακές αρχές, η οποία αποσκοπεί στην προαγωγή τόσο της πολιτικής όσο και της οικονομικής σταθερότητας της Αιγύπτου και, ειδικότερα, στην παροχή συνδρομής προς τις αρχές της χώρας αυτής για την καταπολέμηση της υπεξαιρέσεως δημοσίου χρήματος και ότι, ως εκ τούτου, εντάσσεται πλήρως στην ΚΕΠΠΑ και ανταποκρίνεται στους μνημονευόμενους στο άρθρο 21, παράγραφος 2, στοιχεία βʹ και δʹ, ΣΕΕ σκοπούς.

44

Οι αναιρεσείοντες δεν προβάλλουν συναφώς κανένα επιχείρημα με σκοπό να αποδειχθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο ως προς την εκτεθείσα στην προηγούμενη σκέψη συλλογιστική, αλλά απλώς διατείνονται εν γένει ότι, στα έγγραφα και τις επιστολές που προσκόμισε το Συμβούλιο, οι αιγυπτιακές αρχές δεν δηλώνουν ότι οι πράξεις τις οποίες καταλογίζουν στους αναιρεσείοντες υπονομεύουν τη δημοκρατία ή τη βιώσιμη ανάπτυξη της οικονομίας ή της κοινωνίας στην Αίγυπτο, κατά την έννοια του άρθρου 21, παράγραφος 2, στοιχεία βʹ και δʹ, ΣΕΕ. Κατά συνέπεια, το επιχείρημα των αναιρεσειόντων δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

45

Επιπλέον, οι αναιρεσείοντες αμφισβητούν το βάσιμο της αποφάσεως 2011/172 από απόψεως του άρθρου 21 ΣΕΕ.

46

Εντούτοις, λαμβανομένου υπόψη του ευρύτατου περιεχομένου των σκοπών και των στόχων της ΚΕΠΠΑ, όπως εκτίθενται στα άρθρα 3, παράγραφος 5, ΣΕΕ και 21 ΣΕΕ, καθώς και στις ειδικές διατάξεις περί ΚΕΠΠΑ και ιδίως τα άρθρα 23 ΣΕΕ και 24 ΣΕΕ, το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου περί νομικής βάσεως της αποφάσεως 2011/172.

47

Όσον αφορά την αιτίαση περί παραμορφώσεως των αποδεικτικών στοιχείων, διαπιστώνεται ότι οι αναιρεσείοντες δεν διευκρινίζουν ποιο μέρος των αμφισβητούμενων με τον πρώτο λόγο σκέψεων της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως αφορά η αιτίαση αυτή.

48

Ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

49

Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας ότι στην περίπτωση των νυν αναιρεσειόντων πληρούνται οι προϋποθέσεις που καθορίζονται με το άρθρο 1, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2011/172 και το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 270/2011 και συντρέχουν οι λόγοι που παρατίθενται στα παραρτήματα των νομοθετημάτων αυτών προκειμένου να ληφθούν σε βάρος των αναιρεσειόντων περιοριστικά μέτρα σχετικά με τα κεφάλαια και τους οικονομικούς πόρους τους και να καταχωρισθούν τα ονόματά τους στον κατάλογο των παραρτημάτων των πράξεων αυτών, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

50

Λαμβάνοντας υπόψη τη διαφορά ως προς τη διατύπωση, μεταξύ του κειμένου στην αγγλική γλώσσα και του κειμένου σε άλλες γλώσσες, του άρθρου 1, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2011/172, το Γενικό Δικαστήριο προέβη, στις σκέψεις 62 έως 84 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στην ερμηνεία της διατάξεως αυτής. Συγκεκριμένα, η διάταξη αυτή, ως έχει το κείμενό της στην αγγλική γλώσσα, προβλέπει την επιβολή δεσμεύσεως περιουσιακών στοιχείων των «persons having been identified as responsible» [προσώπων που έχουν «ταυτοποιηθεί» ως υπεύθυνα], ενώ στο κείμενο σε γαλλική γλώσσα γίνεται μνεία των προσώπων που έχουν «αναγνωρισθεί» ως υπεύθυνα υπεξαιρέσεως.

51

Λαμβάνοντας υπόψη τον σκοπό της εν λόγω διατάξεως και του πλαισίου στο οποίο αυτή εντάσσεται, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 67 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι πρέπει να ερμηνεύεται διασταλτικώς. Στις σκέψεις 70 έως 81 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η ερμηνεία αυτή δεν αντιβαίνει στην αρχή περί του ότι οι διατάξεις που προβλέπουν διοικητικές κυρώσεις πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικώς. Το αυτό έκρινε, στις σκέψεις 82 έως 84 της εν λόγω αποφάσεως, και όσον αφορά την αρχή του τεκμηρίου αθωότητας.

52

Εξετάζοντας τους λόγους για τους οποίους το όνομα των αναιρεσειόντων καταχωρίσθηκε στον κατάλογο του παραρτήματος της αποφάσεως 2011/172, το Γενικό Δικαστήριο συνέκρινε τη διατύπωσή τους στις διάφορες γλωσσικές αποδόσεις της αποφάσεως αυτής. Στη σκέψη 93 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι, ανεξαρτήτως της γλωσσικής αποδόσεως που θα ληφθεί υπόψη, ο λόγος καταχωρίσεως ήταν σύμφωνος με το άρθρο 1 της εν λόγω αποφάσεως και διαπίστωσε, στη σκέψη 94 της ιδίας αποφάσεως, ότι το κείμενο του παραρτήματος αυτού στην αγγλική γλώσσα ανταποκρίνεται καλύτερα στον σκοπό που επιδιώκεται με το άρθρο αυτό.

53

Στηριζόμενο ως εκ τούτου στο γράμμα του άρθρου 1, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2011/172, ως έχει στην αγγλική γλώσσα, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 95 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι «πρόθεση του Συμβουλίου ήταν να δεσμεύσει τα περιουσιακά στοιχεία των [νυν αναιρεσειόντων] επειδή είχε κινηθεί εις βάρος τους δικαστική διαδικασία στην Αίγυπτο η οποία συνδεόταν, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, με έρευνες σε σχέση με την παράνομη ιδιοποίηση κρατικών κεφαλαίων». Στη σκέψη 99 της εν λόγω αποφάσεως, αποφάνθηκε ότι «καταχωρίζοντας τα ονόματα των [νυν αναιρεσειόντων] στον κατάλογο [του παραρτήματος της αποφάσεως] 2011/172, το Συμβούλιο δεν παρέβη τα κριτήρια που το ίδιο είχε θέσει στο άρθρο 1, παράγραφος 1, της [ιδίας αυτής] αποφάσεως».

Επιχειρήματα των διαδίκων

54

Οι αναιρεσείοντες αμφισβητούν καταρχάς την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου ερμηνεία του άρθρου 1, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2011/172 και του άρθρου 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 270/2011. Διατείνονται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο λαμβάνοντας υπόψη το κείμενο των διατάξεων αυτών στην αγγλική γλώσσα. Υποστηρίζουν ότι δεν είναι ακριβές ότι το κείμενο στην αγγλική ανταποκρίνεται καλύτερα στον σκοπό που επιδιώκεται με την απόφαση 2011/172 και ότι το Γενικό Δικαστήριο έπρεπε να συμβιβάσει τις διάφορες γλωσσικές αποδόσεις. Το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να ερμηνεύσει τις διατάξεις αυτές με γνώμονα την όλη οικονομία και τον σκοπό της ρυθμίσεως. Οι αναιρεσείοντες αμφισβητούν επίσης την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου ερμηνεία, στις σκέψεις 85 έως 95 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, του λόγου βάσει του οποίου καταχωρίσθηκε το όνομα εκάστου εξ αυτών στο παράρτημα της αποφάσεως 2011/172 και στο παράρτημα του κανονισμού 270/2011.

55

Λαμβανομένων υπόψη των περιπτώσεων αυτών πεπλανημένης ερμηνείας, το Γενικό Δικαστήριο δεν διενήργησε πλήρη και ενδελεχή έλεγχο των αποδεικτικών στοιχείων, όπως επιτάσσει το δίκαιο της Ένωσης. Στηρίχθηκε αποκλειστικώς σε αιτιάσεις που περιέχονται στην αίτηση δικαστικής συνδρομής, χωρίς να ελέγξει αν είναι ακριβείς. Μεταξύ άλλων, δεν έλαβε υπόψη το επιχείρημα του πρώτου εκ των αναιρεσειόντων ότι η σε βάρος του καταγγελία είχε στην πραγματικότητα πολιτικό σκοπό και στερείτο ερείσματος. Ομοίως, το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε τα επιχειρήματα του αναιρεσείοντος ότι ετύγχανε στην Αίγυπτο μεταχειρίσεως που δεν ήταν σύμφωνη με τις θεμελιώδεις εγγυήσεις περί δίκαιης δίκης και κράτους δικαίου.

56

Το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στη σκέψη 99 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το Συμβούλιο δεν παρέβη τα κριτήρια που είχε θέσει το ίδιο στο άρθρο 1, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2011/172, καταχωρίζοντας τα ονόματα των αναιρεσειόντων στον κατάλογο του παραρτήματος της αποφάσεως αυτής.

57

Η πλάνη αυτή καθίσταται κατά μείζονα λόγο πρόδηλη όσον αφορά τη δεύτερη, τρίτη και τέταρτη αναιρεσείουσα. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στη σκέψη 131 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι από κανένα εκ των εγγράφων που προσκόμισε το Συμβούλιο δεν συνάγεται ότι είχε ασκηθεί, στην Αίγυπτο, ποινική δίωξη κατά των αναιρεσειουσών αυτών λόγω υπεξαιρέσεως δημοσίου χρήματος. Κρίνοντας ότι οι αναιρεσείουσες αυτές συνδέονταν με τον πρώτο αναιρεσείοντα, το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου επί της υποθέσεως Tay Za κατά Συμβουλίου (C‑376/10 P, EU:C:2012:138, σκέψη 66) και την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου Nabipour κ.λπ. κατά Συμβουλίου (T‑58/12, EU:T:2013:640, σκέψεις 107 και 108), βάσει των οποίων μόνον η ανάμειξη του ιδίου του φυσικού προσώπου σε πράξεις που καταλαμβάνει η εφαρμοστέα νομοθεσία δικαιολογεί τη λήψη περιοριστικών μέτρων σε βάρος του.

58

Το Συμβούλιο φρονεί ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη κατά την εκ μέρους του ερμηνεία της αποφάσεως 2011/172. Εν πάση περιπτώσει, το ζήτημα της προθέσεως του συντάκτη της πράξεως έχει οριστικώς επιλυθεί κατόπιν της δημοσιεύσεως διορθωτικού για την απόφαση αυτή.

59

Όσον αφορά τα αποδεικτικά στοιχεία περί του αν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη κατά του πρώτου αναιρεσείοντος, το Συμβούλιο παραπέμπει στο λεκτικό σημείωμα NV93/11ms του Αιγυπτίου γενικού εισαγγελέα και στο ότι ο αναιρεσείων έχει παραδεχθεί την άσκηση της διώξεως αυτής στο δικόγραφο της προσφυγής που άσκησε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Η ποινική δίωξη δεν στηρίζεται σε παραβίαση της Συμβάσεως των Ηνωμένων Εθνών κατά της διαφθοράς, αλλά τα όσα προσάπτουν οι αιγυπτιακές αρχές στον αναιρεσείοντα αντιστοιχούν στα αδικήματα που παρατίθενται στη Σύμβαση αυτή, ιδίως δε στα άρθρα της 17 και 18. Κατά συνέπεια, οι λόγοι καταχωρίσεως στον κατάλογο του παραρτήματος της αποφάσεως 2011/172 ανταποκρίνονται στην κίνηση δικαστικής διαδικασίας εκ μέρους των αιγυπτιακών αρχών που μνημονεύει και ο ίδιος ο πρώτος αναιρεσείων.

60

Το Συμβούλιο επισημαίνει ότι οι αναιρεσείοντες δεν παραθέτουν τους λόγους για τους οποίους το Γενικό Δικαστήριο θα έπρεπε να λάβει υπόψη το επιχείρημα ότι με την καταγγελία σε βάρος του πρώτου αναιρεσείοντος επιδιώκονταν πολιτικοί σκοποί. Υπενθυμίζει εξάλλου ότι τα σε βάρος του πρώτου αναιρεσείοντος περιοριστικά μέτρα δεν συνιστούν ποινική κύρωση, με συνέπεια το επιχείρημα που αντλείται από παραβίαση της αρχής της δίκαιης δίκης και του κράτους δικαίου να είναι αλυσιτελές.

61

Όσον αφορά τη δεύτερη, την τρίτη και την τέταρτη αναιρεσείουσα, το Συμβούλιο επισημαίνει ότι η καταχώρισή τους στον κατάλογο του παραρτήματος της αποφάσεως 2011/272 δεν αιτιολογείται από το ότι αυτές συνδέονται με τον πρώτο αναιρεσείοντα. Υπενθυμίζει συναφώς ότι το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, ιδίως στη σκέψη 97 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα ονόματα των νυν αναιρεσειουσών καταχωρίσθηκαν στον κατάλογο αυτό αποκλειστικώς και μόνον επειδή είχε κινηθεί σε βάρος τους δικαστική διαδικασία στην Αίγυπτο, η οποία συνδεόταν με έρευνες σχετικές με υπεξαίρεση δημοσίου χρήματος.

62

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι αναιρεσείοντες δεν αμφισβητούν τις σκέψεις 57 έως 84 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στις οποίες το Γενικό Δικαστήριο ερμηνεύει το άρθρο 1, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2011/172. Υποστηρίζει ότι ορθώς το Γενικό Δικαστήριο προέκρινε τη διασταλτική ερμηνεία της διατάξεως αυτής. Συγκεκριμένα, ο σκοπός που επιδιώκεται με τη δέσμευση των κεφαλαίων, δηλαδή να καταστεί δυνατή εν συνεχεία η ανάκτηση των κεφαλαίων αυτών από την Αιγυπτιακή Κυβέρνηση, δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί εάν έπρεπε να ασκηθεί πρώτα ποινική δίωξη. Επιπλέον, η ερμηνεία αυτή δεν αντιβαίνει στο γράμμα της αποφάσεως 2011/172. Συγκεκριμένα, το άρθρο 1, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2011/172 και το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 270/2011 αφορούν τα πρόσωπα που έχουν χαρακτηρισθεί ως υπεύθυνα υπεξαιρέσεως δημοσίου χρήματος και όσα «συνδέονται» με τα πρόσωπα αυτά. Επιπλέον, η παράγραφος 2 των άρθρων αυτών προβλέπει μέτρο που σκοπεί να αποτρέψει το ενδεχόμενο τα οικεία πρόσωπα να καταστρατηγήσουν τα περιοριστικά μέτρα που τους επιβάλλονται. Η Επιτροπή συνάγει εξ αυτού το συμπέρασμα ότι ο λόγος καταχωρίσεως στους καταλόγους του παραρτήματος της αποφάσεως 2011/172 και του παραρτήματος του κανονισμού 270/2011, δηλαδή η άσκηση δικαστικών διώξεων κατά των προσώπων αυτών, δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως έχων την έννοια ότι απαιτεί την «άσκηση ποινικής διώξεως».

63

Όσον αφορά τα αποδεικτικά στοιχεία, η Επιτροπή επισημαίνει ότι το Συμβούλιο μπορούσε να στηριχθεί στα έγγραφα και τις επιστολές των αιγυπτιακών αρχών, χωρίς να διακριβώσει αν είναι βάσιμα τα επιχειρήματα που περιέχονται σε αυτά ή να καθορίσει τη στάση του αναλόγως της εκβάσεως των διώξεων αυτών. Μολονότι, ως προς τον πρώτο αναιρεσείοντα, η αίτηση δικαστικής συνδρομής εκ μέρους του Αιγυπτίου γενικού εισαγγελέα αφορούσε λεπτομερώς εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά σχετικά με «αδικήματα κερδοσκοπίας και αδικήματα εκ προθέσεως προσβολής περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου», δεν συμβαίνει το ίδιο στην περίπτωση της δεύτερης, της τρίτης και της τέταρτης αναιρεσείουσας. Ο λόγος για την εκ μέρους των αιγυπτιακών αρχών κατάσχεση και για τη, βάσει των αποφάσεων της Ένωσης, δέσμευση των κεφαλαίων τους έγκειται στο ότι τα πρόσωπα αυτά ενδέχεται, λόγω του δεσμού τους με τον πρώτο αναιρεσείοντα, να ιδιοποιηθούν κρατικά κεφάλαια ή να χρησιμοποιηθούν προς τούτο. Επιπλέον, βάσει των στοιχείων που περιέχουν αυτά τα έγγραφα και οι επιστολές, η κατάσχεση των κεφαλαίων των αναιρεσειουσών αυτών αποτέλεσε αντικείμενο διατάξεων που εξέδωσε ο γενικός εισαγγελέας και οι οποίες επικυρώθηκαν από το ποινικό δικαστήριο. Το Συμβούλιο κοινοποίησε, επομένως, κρίσιμα στοιχεία στα οποία στηρίχθηκε η κατάρτιση των επίμαχων καταλόγων.

64

Όσον αφορά τον πλήρη έλεγχο των λόγων για την καταχώριση στους καταλόγους αυτούς, τον οποίο ζητούν οι αναιρεσείοντες, η Επιτροπή επισημαίνει ότι δεν απόκειται στο Συμβούλιο να διακριβώσει αν τα επιχειρήματα των αιγυπτιακών αρχών είναι «βάσιμα» ή να αποφανθεί επί της ουσίας εθνικής υποθέσεως. Τα έγγραφα και οι επιστολές των αιγυπτιακών αρχών αποτελούν πρόσφορα στοιχεία στα οποία το Συμβούλιο δύναται να στηρίξει την έκδοση αποφάσεως για περιοριστικά μέτρα.

65

Όπως και το Συμβούλιο, η Επιτροπή διατείνεται ότι η παραπομπή στη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά της διαφθοράς αποτελεί τη νομική βάση της αιτήσεως δικαστικής συνδρομής και δεν μπορεί να νοηθεί ως στοιχείο επί του οποίου βασίζονται οι ειδικοί λόγοι για την άσκηση δικαστικών διώξεων κατά του πρώτου αναιρεσείοντος.

66

Εν κατακλείδι, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η επίκριση ότι το σκεπτικό του Γενικού Δικαστηρίου στερείται συνοχής δεν ανταποκρίνεται στο περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι αναιρεσείοντες δεν αμφισβητούν τη σκέψη 67 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και δεν λαμβάνουν υπόψη την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου ενδελεχή ανάλυση των εφαρμοστέων κριτηρίων για την καταχώριση στον κατάλογο του παραρτήματος της αποφάσεως 2011/172 (σκέψεις 57 έως 84 της αποφάσεως αυτής), του ορισμού του λόγου καταχωρίσεως στον κατάλογο αυτό (σκέψεις 85 έως 95 της εν λόγω αποφάσεως) και τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών (σκέψεις 118 έως 157).

67

Τέλος, η Επιτροπή διατείνεται ότι η απόφαση Tay Za κατά Συμβουλίου (EU:C:2012:138) δεν ασκεί εν προκειμένω επιρροή. Η υπόθεση εκείνη αφορούσε τον υιό ενός διευθυντικού στελέχους επιχειρήσεων που συνδεόταν με τη Βιρμανική Κυβέρνηση και τα μέτρα που είχαν ληφθεί κατά του καθεστώτος της τρίτης χώρας αυτής με στόχο τους αξιωματούχους «που χαράσσουν ή θέτουν σε εφαρμογή ή επωφελούνται από πολιτικές που εμποδίζουν τη μετάβαση της Βιρμανίας/ Μυανμάρ στη δημοκρατία». Εν προκειμένω, σκοπός είναι η προστασία των κρατικών κεφαλαίων προκειμένου αυτά να επιστραφούν, στο μέλλον, στην Αραβική Δημοκρατία της Αιγύπτου. Επομένως, απλώς και μόνον ο γάμος με πρόσωπο συνδεόμενο με τους διοικούντες κράτους δεν συνεπάγεται ότι το πρώτο πρόσωπο πρέπει να χαρακτηρισθεί ως συνδεόμενο με το πολιτικό καθεστώς του κράτους αυτού. Αντιθέτως, η κατάσταση αυτή έχει σημασία σε περίπτωση κατά την οποία τα περιοριστικά μέτρα αποσκοπούν στην προστασία των κρατικών κεφαλαίων, δεδομένου ότι ο σύζυγος και οι σύζυγοί του μπορούν να κατέχουν από κοινού ορισμένα περιουσιακά στοιχεία. Το ίδιο το γεγονός ότι στην Αίγυπτο εκδόθηκαν διατάξεις, μολονότι δεν αποτελούν κατ’ ανάγκη προαπαιτούμενο για την καταχώριση των ονομάτων της δεύτερης, της τρίτης και της τέταρτης αναιρεσείουσας στους καταλόγους του παραρτήματος της αποφάσεως 2011/172 και του παραρτήματος του κανονισμού 270/2011, συνιστά σοβαρή ένδειξη περί της υπάρξεως τέτοιας συνδέσεως, καθόσον τα αιγυπτιακά δικαστήρια έχουν καλύτερη γνώση του καθεστώτος που διέπει τις περιουσιακές σχέσεις μεταξύ του πρώτου αναιρεσείοντος και των συζύγων του.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

68

Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες αμφισβητούν, πρώτον, την εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου ερμηνεία των κριτηρίων καταχωρίσεως στους καταλόγους του παραρτήματος της αποφάσεως 2011/172 και του παραρτήματος του κανονισμού 270/2011 και, δεύτερον, την καταχώρισή τους με γνώμονα τα κριτήρια αυτά, καθώς και την αιτιολογία που ελήφθη υπόψη.

69

Αντιθέτως προς ό,τι διατείνονται, κατά πρώτον, οι αναιρεσείοντες, το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε ερμηνεία του άρθρου 1, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2011/172 και του άρθρου 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 270/2011 λαμβάνοντας υπόψη τη διαφορά ως προς τη διατύπωση μεταξύ των διαφόρων γλωσσικών αποδόσεων της αποφάσεως 2011/172 και του κανονισμού 270/2011, το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται οι διατάξεις αυτές και τον σκοπό τους.

70

Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο προσδιορίζοντας, στη σκέψη 66 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ως σκοπό των πράξεων αυτών την παροχή συνδρομής στις αιγυπτιακές αρχές στο πλαίσιο της εκ μέρους τους καταπολεμήσεως της υπεξαιρέσεως δημοσίου χρήματος. Ο σκοπός αυτός προκύπτει πράγματι ρητώς από την αιτιολογική σκέψη 2 της αποφάσεως 2011/172.

71

Λαμβανομένου υπόψη του σκοπού αυτού, το Γενικό Δικαστήριο επίσης δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, στην ίδια σκέψη 66, ότι σε περίπτωση κατά την οποία η λήψη περιοριστικών μέτρων θα έπρεπε να προϋποθέτει την ποινική καταδίκη των προσώπων που θεωρούνται ύποπτα παράνομης ιδιοποιήσεως κρατικών κεφαλαίων, θα ετίθετο σε κίνδυνο η πρακτική αποτελεσματικότητα της αποφάσεως 2011/172, δεδομένου ότι τα οικεία πρόσωπα θα είχαν στη διάθεσή τους, κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας, τον αναγκαίο χρόνο ώστε να μεταφέρουν τα κεφάλαιά τους σε κράτη τα οποία ουδόλως συνεργάζονται με τις αιγυπτιακές αρχές.

72

Ορθώς, επομένως, έκρινε το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 67 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το άρθρο 1, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2011/172 έχει την έννοια ότι δεν αφορά μόνον τα πρόσωπα που διώκονται, αλλά και εκείνα κατά των οποίων έχουν κινηθεί δικαστικές διαδικασίες συναφείς με ποινικές διώξεις για πράξεις «παράνομης ιδιοποιήσεως αιγυπτιακών κρατικών κεφαλαίων», και τα οποία μπορούν να χαρακτηρισθούν ως πρόσωπα συνδεόμενα με τα άτομα κατά των οποίων έχει ασκηθεί ποινική δίωξη.

73

Λαμβανομένου υπόψη του βάσιμου της ερμηνείας αυτής, ορθώς επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 93 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο λόγος για τον οποίον καταχωρίσθηκαν τα ονόματα των αναιρεσειόντων είναι σύμφωνος με το άρθρο 1, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2011/172, ανεξαρτήτως της γλωσσικής αποδόσεως του λόγου αυτού που λαμβάνεται υπόψη, και, στη σκέψη 94 της εν λόγω αποφάσεως, ότι το κείμενο στην αγγλική γλώσσα ανταποκρίνεται καλύτερα στον σκοπό που επιδιώκεται με τη διάταξη αυτή. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο αποφαινόμενο, στη σκέψη 95 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι πρόθεση του Συμβουλίου ήταν να δεσμεύσει τα περιουσιακά στοιχεία των νυν αναιρεσειόντων επειδή είχε κινηθεί εις βάρος τους δικαστική διαδικασία στην Αίγυπτο η οποία συνδεόταν, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, με έρευνες σε σχέση με την παράνομη ιδιοποίηση κρατικών κεφαλαίων.

74

Οι αναιρεσείοντες αμφισβητούν, δεύτερον, την καταχώρισή τους στους καταλόγους του παραρτήματος της αποφάσεως 2011/172 και του παραρτήματος του κανονισμού 270/2011, για τον λόγο ότι αντιβαίνει στην απόφαση 2011/172. Μολονότι, όπως προεκτέθηκε στη σκέψη 72 της παρούσας αποφάσεως, η εκ μέρους των αναιρεσειόντων ερμηνεία της αποφάσεως αυτής δεν μπορεί να γίνει δεκτή, πρέπει πάντως να εξετασθούν τα επιχειρήματα που προβάλλουν σχετικώς οι αναιρεσείοντες.

75

Όσον αφορά την αίτηση συνδρομής που υπέβαλαν οι αιγυπτιακές αρχές, πρέπει να διαπιστωθεί ότι αυτή εξετάσθηκε, ιδίως, στις σκέψεις 128 έως 134 και 137 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Στη σκέψη 128 της εν λόγω αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η αίτηση αυτή παραπέμπει σε έρευνα που διενήργησε η αιγυπτιακή εισαγγελία σε βάρος των τεσσάρων αναιρεσειόντων σε σχέση, ιδίως, με αδικήματα δωροδοκίας και ιδιοποιήσεως περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου. Στη σκέψη 133 της ιδίας αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι οι νυν αναιρεσείοντες δεν προσκόμισαν στοιχεία δυνάμενα να θέσουν εν αμφιβόλω την ακρίβεια των διαπιστώσεων περί των πραγματικών περιστατικών που περιέχονται στην αίτηση αυτή συνδρομής. Επισήμανε, επίσης, ότι οι αναιρεσείοντες δεν αμφισβήτησαν την ύπαρξη διατάξεως του Αιγυπτίου γενικού εισαγγελέα περί κατασχέσεως των περιουσιακών στοιχείων τους, την οποία επικύρωσε ποινικό δικαστήριο. Όσον αφορά, ειδικότερα, τον πρώτο αναιρεσείοντα, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε, στις σκέψεις 130 έως 137 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ένα από τα έγγραφα που επισυνάπτονταν στην αίτηση δικαστικής συνδρομής και διαπίστωσε ότι ο πρώτος αναιρεσείων «κατηγορούταν», «στο πλαίσιο της υπ’ αριθ. 38 υποθέσεως του έτους 2011», ότι είχε «ιδιοποιηθεί τα στοιχεία [του ενεργητικού]»«επιχειρήσεως του δημοσίου τομέα της οποίας τις μετοχές [κατείχε] το Δημόσιο» και ότι είχε «διαπράξει εγκλήματα συνιστάμενα στην άντληση οφέλους από κρατικά περιουσιακά στοιχεία και στην φθορά τους, καθώς και στην ιδιοποίηση και […] στη διευκόλυνση της ιδιοποιήσεως [τέτοιων στοιχείων]».

76

Υπό τις συνθήκες αυτές, καθόσον οι αναιρεσείοντες δεν αμφισβητούν το υποστατό τόσο της αιτήσεως συνδρομής και των επισυναπτομένων σε αυτήν εγγράφων όσο και της διατάξεως περί κατασχέσεως των περιουσιακών στοιχείων τους, δεν μπορεί, αντιθέτως προς ό,τι αυτοί διατείνονται, να προσαφθεί στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν άσκησε πλήρη και ενδελεχή έλεγχο των αποδεικτικών στοιχείων αυτών.

77

Πρέπει να επισημανθεί συναφώς ότι στο Συμβούλιο ή στο Γενικό Δικαστήριο δεν απέκειτο να διακριβώσουν αν ήταν βάσιμες οι έρευνες σε βάρος των αναιρεσειόντων, αλλά μόνον το βάσιμο της αποφάσεως περί δεσμεύσεως των κεφαλαίων με γνώμονα την αίτηση δικαστικής συνδρομής. Όσον αφορά τις εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου διαπιστώσεις περί των πραγματικών περιστατικών σχετικά με το αν υφίστανται δικαστικές διαδικασίες που αφορούν τους τέσσερις αναιρεσείοντες, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το Γενικό Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο, αφενός, για τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών, πλην της περιπτώσεως κατά την οποία η ανακρίβεια του περιεχομένου των διαπιστώσεών του οφείλεται στα υποβληθέντα σ’ αυτό στοιχεία της δικογραφίας, και, αφετέρου, για την εκτίμηση των πραγματικών αυτών περιστατικών. Η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών δεν αποτελεί, συνεπώς, με την επιφύλαξη της περιπτώσεως παραμορφώσεως του περιεχομένου των προσκομισθέντων ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου αποδεικτικών στοιχείων, νομικό ζήτημα που υπόκειται, ως εκ της φύσεώς του, στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Versalis κατά Επιτροπής, C‑511/11 P, EU:C:2013:386, σκέψη 66, και Telefónica και Telefónica de España κατά Επιτροπής, C‑295/12 P, EU:C:2014:2062, σκέψη 84).

78

Όσον αφορά τον πρώτο αναιρεσείοντα, οι αναιρεσείοντες σκοπούν στην πραγματικότητα να επιτύχουν εκ νέου εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών χωρίς να επικαλούνται ουδόλως παραμόρφωση των στοιχείων αυτών εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, καθόσον διατείνονται ότι η αίτηση δικαστικής συνδρομής που υπέβαλαν οι αιγυπτιακές αρχές, όπως εκτίθεται ιδίως στις σκέψεις 128, 130 και 137 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεν αποδεικνύει ότι ο πρώτος αναιρεσείων διώκεται στην Αίγυπτο και, ιδίως, ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη διαπιστώνοντας την ύπαρξη δικαστικής έρευνας σε βάρος του αναιρεσείοντος αυτού λόγω υπεξαιρέσεως δημοσίου χρήματος την οποία διέπραξε ως πρώην μέλος του Αιγυπτιακού Κοινοβουλίου. Το επιχείρημα αυτό πρέπει, επομένως, να κριθεί απαράδεκτο.

79

Το επιχείρημα των αναιρεσειόντων ότι δεν υφίσταται κανένα αποδεικτικό στοιχείο περί του ότι η διάταξη εκδόθηκε λόγω «υπεξαιρέσεως δημοσίου χρήματος βάσει της Συμβάσεως των Ηνωμένων Εθνών κατά της διαφθοράς» πρέπει επίσης να απορριφθεί, καθόσον από την ίδια την αίτηση συνδρομής προκύπτει ότι ο πρώτος αναιρεσείων διώκεται στην Αίγυπτο και ότι οι αιγυπτιακές αρχές προσδιόρισαν ως νομική βάση της αιτήσεως συνδρομής τη Σύμβαση αυτή, παραπέμποντας, μεταξύ άλλων, στα άρθρα της 17 έως 19, 23 και 31.

80

Όσον αφορά τη δεύτερη, την τρίτη και την τέταρτη αναιρεσείουσα, μολονότι το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε, στη σκέψη 131 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι από κανένα εκ των εγγράφων δεν προκύπτει ότι έχει ασκηθεί στην Αίγυπτο ποινική δίωξη κατά των προσώπων αυτών λόγω υπεξαιρέσεως δημοσίου χρήματος, στη σκέψη 132 της εν λόγω αποφάσεως διαπίστωσε ότι τα περιουσιακά στοιχεία τους κατασχέθηκαν βάσει διατάξεως του Αιγυπτίου γενικού εισαγγελέα, η οποία επικυρώθηκε από ποινικό δικαστήριο και είναι συναφής ερευνών σχετικών με υπεξαίρεση δημοσίου χρήματος.

81

Όσον αφορά το επιχείρημα των αναιρεσειόντων ότι η κατάσχεση των περιουσιακών στοιχείων τους στην Αίγυπτο δεν αποδεικνύει την ύπαρξη δικαστικής διαδικασίας που έχει κινηθεί σε βάρος της δεύτερης, της τρίτης και της τέταρτης αναιρεσείουσας, αρκεί να υπομνησθεί ότι η κατάσχεση αυτή διατάχθηκε από τον Αιγύπτιο γενικό εισαγγελέα και επικυρώθηκε από ποινικό δικαστήριο, δηλαδή από δικαστικά όργανα. Το επιχείρημα των αναιρεσειόντων ότι η κατάσχεση αυτή είχε απλώς προληπτικό χαρακτήρα δεν είναι βάσιμη, λαμβανομένου υπόψη ότι η κατάσχεση αυτή διατάχθηκε από δικαστικές αρχές και ότι ο προληπτικός χαρακτήρας μέτρου δεν του στερεί τον δικαστικό χαρακτήρα του.

82

Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο αποφαινόμενο, στη σκέψη 134 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το Συμβούλιο δεν υπέπεσε ούτε σε πλάνη περί τα πραγματικά περιστατικά ούτε σε πλάνη ως προς τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, καθόσον χαρακτήρισε, στο παράρτημα της αποφάσεως 2011/172, τη δεύτερη, την τρίτη και την τέταρτη αναιρεσείουσα ως πρόσωπα σε βάρος των οποίων είχε κινηθεί δικαστική διαδικασία στην Αίγυπτο που συνδεόταν με έρευνες σε σχέση με υπεξαίρεση δημοσίου χρήματος.

83

Οι αναιρεσείοντες επικαλούνται επίσης την πολιτική σκοπιμότητα της καταγγελίας σε βάρος του πρώτου αναιρεσείοντος, καθώς και τη μεταχείριση της οποίας αυτός έτυχε στην Αίγυπτο, κατά παράβαση των κανόνων περί κράτους δικαίου. Ωστόσο, δεν προσδιορίζουν τον λόγο ακυρώσεως που προβλήθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και τον οποίο δεν εξέτασε το δικαιοδοτικό όργανο αυτό ούτε και καταδεικνύουν σε τι συνίσταται η εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου πλάνη περί το δίκαιο.

84

Οι αναιρεσείοντες διατείνονται, τέλος, ότι το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να λάβει υπόψη, κατά τον έλεγχο της καταχωρίσεως στους καταλόγους του παραρτήματος της αποφάσεως 2011/172 και του παραρτήματος του κανονισμού 270/2011, την ανάμειξη του ίδιου του φυσικού προσώπου στην τέλεση πράξεων που καταλαμβάνει η εφαρμοστέα νομοθεσία. Πρέπει, όμως, να επισημανθεί ότι το κριτήριο του άρθρου 1, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2011/172, βάσει του οποίου δεσμεύονται όλα τα κεφάλαια και οι οικονομικοί πόροι των προσώπων ή των οντοτήτων που ταυτοποιούνται ως υπεύθυνα για την παράνομη ιδιοποίηση αιγυπτιακών κρατικών κεφαλαίων, έχει την έννοια ότι καθιστά δυνατό να ληφθεί υπόψη η ύπαρξη δικαστικών διαδικασιών που είναι συναφείς με δικαστικές διώξεις λόγω παράνομης ιδιοποιήσεως κρατικών κεφαλαίων ως βάση για τη λήψη περιοριστικών μέτρων, χωρίς να απαιτείται να κριθεί η ιδία συμμετοχή του οικείου προσώπου. Ως εκ τούτου, η νομολογία που επικαλέσθηκαν οι αναιρεσείοντες και μνημονεύθηκε στη σκέψη 57 της παρούσας αποφάσεως δεν ασκεί εν προκειμένω επιρροή.

85

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

86

Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας ότι το Συμβούλιο συμμορφώθηκε προς την υποχρέωσή του αιτιολογήσεως της αποφάσεως 2011/172 και του κανονισμού 270/2011, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

87

Διατείνονται ότι το Συμβούλιο δικαιολόγησε το ότι περιελήφθησαν στους καταλόγους των παραρτημάτων των πράξεων αυτών προβάλλοντας έναν μόνον λόγο, ο οποίος ήταν πανομοιότυπος για καθένα εξ αυτών, δηλαδή ότι σε βάρος όλων «είχαν ασκηθεί δικαστικές διώξεις από τις αιγυπτιακές αρχές λόγω υπεξαιρέσεως δημοσίου χρήματος, βάσει της Συμβάσεως των Ηνωμένων Εθνών κατά της διαφθοράς». Ο λόγος αυτός είναι ασαφής και δεν καθιστά δυνατό τον προσδιορισμό των «ειδικών και συγκεκριμένων λόγων» για τους οποίους επιβλήθηκαν τα περιοριστικά μέτρα στους αναιρεσείοντες. Η έλλειψη ακρίβειας της αιτιολογίας που προέκρινε το Συμβούλιο επιτείνεται από τις σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των γλωσσικών αποδόσεων της αποφάσεως 2011/172 και του κανονισμού 270/2011 και στερεί από τους αναιρεσείοντες τη δυνατότητα να προασπίσουν κατά τον βέλτιστο δυνατό τρόπο τα δικαιώματά τους.

88

Το Συμβούλιο επισημαίνει ότι οι αναιρεσείοντες δεν εξηγούν για ποιο λόγο το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο επιβεβαιώνοντας ότι η διατύπωση των λόγων καταχωρίσεως ήταν βάσιμη. Εν πάση περιπτώσει, οι αναιρεσείοντες έλαβαν όλα τα αναγκαία για την άμυνά τους έγγραφα.

89

Επισημαίνει εξάλλου ότι οι αναιρεσείοντες επικαλούνται για πρώτη μόλις φορά τις δυσχέρειες που προκαλεί η διαφοροποίηση μεταξύ των γλωσσικών αποδόσεων της αποφάσεως 2011/172 και του κανονισμού 270/2011. Υπενθυμίζει ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας, οι αναιρεσείοντες έκαναν σε όλες τις περιπτώσεις χρήση του κειμένου στην αγγλική γλώσσα, οπότε είναι δυσχερές να διαπιστωθεί ο λόγος για τον οποίο η παραπομπή στο αγγλικό κείμενο των νομοθετημάτων που περιέχουν τα επίμαχα μέτρα παρακώλυσε τους αναιρεσείοντες στην προσπάθειά τους να προασπίσουν τα δικαιώματά τους υπό τις καλύτερες δυνατές συνθήκες.

90

Η Επιτροπή διατείνεται ότι η αιτιολογία των πράξεων αυτών είναι επαρκής.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

91

Το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, υπενθυμίζοντας, στις σκέψεις 107 έως 109 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τη νομολογία περί αιτιολογίας των πράξεων και, ειδικότερα, των πράξεων με τις οποίες επιβάλλονται περιοριστικά μέτρα, όπως η δέσμευση περιουσιακών στοιχείων.

92

Αφού ήλεγξε, στη σκέψη 113 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τις περιπτώσεις στις οποίες μνημονεύεται η νομική βάση της αποφάσεως 2011/172 και του κανονισμού 270/2011, διακρίβωσε, στη σκέψη 114 της εν λόγω αποφάσεως, ότι οι εκτιμήσεις περί πραγματικών περιστατικών, βάσει των οποίων το Συμβούλιο αποφάσισε τη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων, ήταν επαρκώς εμπεριστατωμένες ώστε οι νυν αναιρεσείοντες να έχουν τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν την ακρίβειά τους ενώπιον του Συμβουλίου και, εν συνεχεία, ενώπιον του δικαιοδοτικού οργάνου της Ένωσης. Στη σκέψη 115 της ιδίας αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο διακρίβωσε ότι οι εκτιμήσεις αυτές δεν έχουν στερεότυπο χαρακτήρα, αλλά σκοπούν να περιγράψουν την κατάσταση των νυν αναιρεσειόντων.

93

Το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, κρίνοντας, στη σκέψη 116 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η απόφαση 2011/172 και ο κανονισμός 270/2011 περιλαμβάνουν τα πραγματικά και νομικά στοιχεία τα οποία, κατά τον συντάκτη των πράξεων αυτών, αποτελούν τη βάση τους και ότι από το γράμμα τους προκύπτει σαφώς η συλλογιστική την οποία ακολούθησε το Συμβούλιο.

94

Ως εκ τούτου, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί του τετάρτου λόγου αναιρέσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

95

Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας, στις σκέψεις 158 έως 185 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν στοιχειοθετείται προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος ουσιαστικής ένδικης προστασίας των νυν αναιρεσειόντων, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

96

Κατά τους αναιρεσείοντες, κακώς έκρινε το Γενικό Δικαστήριο ότι η αιτιολογία της αποφάσεως 2011/172 και του κανονισμού 270/2011 ήταν επαρκής. Επιπλέον, δεν έλαβε υπόψη το ότι οι αναιρεσείοντες έλαβαν αντίγραφο της αιτήσεως δικαστικής συνδρομής μόνον κατόπιν της παρελεύσεως τεσσάρων μηνών από της εκδόσεως της αποφάσεως και του κανονισμού αυτού, δηλαδή κατόπιν της ασκήσεως της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Τα στοιχεία που περιέχονταν στην από 29 Ιουνίου 2011 επιστολή δεν ήταν πλήρη. Το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε αν αποδείχθηκαν τα πραγματικά περιστατικά τα οποία έλαβε υπόψη το Συμβούλιο και στα οποία στηρίζονται οι λόγοι για τους οποίους περιελήφθησαν οι αναιρεσείοντες στους καταλόγους των παραρτημάτων των πράξεων αυτών. Η διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου περί νομιμότητας της καταχωρίσεως των ονομάτων της δεύτερης, της τρίτης και της τέταρτης αναιρεσείουσας στους καταλόγους αυτούς στηρίχθηκε σε διαφορετικό λόγο από εκείνον που παρέθεσε το Συμβούλιο.

97

Το Συμβούλιο διατείνεται ότι οι αναιρεσείοντες δεν αποδεικνύουν πώς παρακωλύθηκε η εκ μέρους τους πλήρης άσκηση των δικαιωμάτων τους άμυνας και του δικαιώματός τους ουσιαστικής ένδικης προστασίας, δεδομένου ότι ήταν σε θέση να ασκήσουν προσφυγή ακυρώσεως εντός της προθεσμίας που τάσσει ο νόμος και ότι, στο πλαίσιο της προσφυγής αυτής, αμφισβήτησαν τα ίδια ακριβώς στοιχεία που τους είχαν κοινοποιηθεί ως απάντηση στις αιτήσεις παροχής πληροφοριών που είχαν υποβάλει κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως 2011/172 και του κανονισμού 270/2011.

98

Το Συμβούλιο και η Επιτροπή υπενθυμίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στις σκέψεις 164 και 165 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το Συμβούλιο κοινοποίησε στους αναιρεσείοντες όλα τα αναγκαία για την άμυνά τους έγγραφα. Οι αναιρεσείοντες δεν αμφισβητούν αυτές τις σκέψεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

99

Όσον αφορά τα λοιπά επιχειρήματα, το Συμβούλιο διατείνεται ότι αυτά απαντήθηκαν στο πλαίσιο των άλλων λόγων αναιρέσεως.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

100

Στις σκέψεις 158 έως 185 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τις οποίες αφορά ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε τρία διαφορετικά επιχειρήματα τα οποία προέβαλαν οι νυν αναιρεσείοντες.

101

Καταρχάς, στις σκέψεις 159 έως 166 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι το επιχείρημα των νυν αναιρεσειόντων, περί του ότι δεν τους γνωστοποιήθηκαν τα αποδεικτικά στοιχεία βάσει των οποίων δεσμεύθηκαν τα περιουσιακά στοιχεία τους, δεν ερείδεται επί των πραγματικών περιστατικών. Οι σκέψεις 164 και 165 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, όπου το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι το Συμβούλιο κοινοποίησε στους νυν αναιρεσείοντες τα αναγκαία για την άμυνά τους έγγραφα, έχουν ως εξής:

«164

Πράγματι, αφενός, από τη δικογραφία προκύπτει ότι, με την […] επιστολή της 7ης Ιουνίου 2011, το Συμβούλιο απάντησε στην αίτηση της 1ης Απριλίου 2011, δηλώνοντας ότι παρέπεμπε τους προσφεύγοντες σε έγγραφο με ημερομηνία “13 Φεβρουαρίου 2011 του Αιγυπτίου Υπουργού Εξωτερικών, το οποίο περιέχει αίτημα του Αιγυπτίου γενικού εισαγγελέα για δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων ορισμένων πρώην υπουργών και αξιωματούχων βάσει της Συμβάσεως των Ηνωμένων Εθνών κατά της Διαφθοράς και περιλαμβάνει [τον πρώτο νυν αναιρεσείοντα] στον κατάλογο των προσώπων τα οποία αφορά”. Το έγγραφο αυτό της 13ης Φεβρουαρίου 2011 επισυνάφθηκε στην επιστολή του Συμβουλίου.

165

Αφετέρου, με το μνημονευθέν στη σκέψη 125 ανωτέρω έγγραφο της 29ης Ιουλίου 2011 το Συμβούλιο απάντησε, μεταξύ άλλων, στην επιστολή της 13ης Μαΐου 2011. Παρέπεμψε το δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί τους προσφεύγοντες, όχι μόνον στις “πληροφορίες που [είχαν] ήδη κοινοποιηθεί με την προηγούμενη επιστολή του Συμβουλίου, της 7ης Ιουνίου 2011”, αλλά επίσης σε ένα “σημείωμα […] της αιγυπτιακής αντιπροσωπείας στην Ε[υρωπαϊκή] Έ[νωση], της 24ης Φεβρουαρίου 2011, το οποίο περιείχε αίτηση δικαστικής συνδρομής εκ μέρους του Αιγυπτίου γενικού εισαγγελέα”. Το σημείωμα αυτό, καθώς και η αίτηση δικαστικής συνδρομής, τα οποία περιγράφηκαν, αντιστοίχως, στις σκέψεις 126 και 128 ανωτέρω, επισυνάφθηκαν στο προμνησθέν έγγραφο του Συμβουλίου.»

102

Δεδομένου ότι οι αναιρεσείοντες δεν προέβαλαν παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών ή των αποδεικτικών στοιχείων, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί, σύμφωνα με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 77 της παρούσας αποφάσεως, ως απαράδεκτος, καθόσον αφορά τις σκέψεις 159 έως 166 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

103

Εν συνεχεία, στις σκέψεις 167 έως 170 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε επιχείρημα των νυν αναιρεσειόντων περί ελλείψεως αιτιολογίας της αποφάσεως 2011/172 και του κανονισμού 270/2011.

104

Συναφώς, διαπιστώθηκε στη σκέψη 93 της παρούσας αποφάσεως ότι το Γενικό Δικαστήριο ουδόλως υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι οι πράξεις αυτές είχαν αιτιολογηθεί επαρκώς από νομικής απόψεως. Ως εκ τούτου, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος καθόσον αφορά τις σκέψεις 167 έως 170 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

105

Τέλος, στις σκέψεις 171 έως 185 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε πλείονα επιχειρήματα των νυν αναιρεσειόντων τα οποία είχαν προβάλει προκειμένου να αποδειχθεί προσβολή του δικαιώματός τους ουσιαστικής ένδικης προστασίας. Στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες διατείνονται ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ότι τους κοινοποιήθηκε αντίγραφο της αιτήσεως δικαστικής συνδρομής, η οποία αποτελεί το κύριο αποδεικτικό στοιχείο στο οποίο στηρίχθηκαν η απόφαση 2011/172 και ο κανονισμός 270/2011, στις 29 Ιουλίου 2011, δηλαδή μετά από τέσσερις και πλέον μήνες κατόπιν της εκδόσεως των πράξεων αυτών. Κατά συνέπεια, οι αναιρεσείοντες φρονούν ότι το Συμβούλιο δεν τους απήντησε «εγκαίρως», αντιθέτως προς την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου στη σκέψη 182 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

106

Αρκεί η διαπίστωση ότι οι αναιρεσείοντες δεν προέβαλαν το επιχείρημα αυτό ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, οπότε δεν δύνανται να προβάλουν παραδεκτώς, στο στάδιο της αναιρετικής διαδικασίας, την ύπαρξη πλάνης περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε συναφώς το Γενικό Δικαστήριο.

107

Ως εκ τούτου, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί του πέμπτου λόγου αναιρέσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

108

Με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η παρέμβαση στο δικαίωμά τους ιδιοκτησίας και/ή στην επιχειρηματική ελευθερία τους είχε αναλογικό χαρακτήρα.

109

Το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε τη δυνατότητα λήψεως μέτρων λιγότερο αυστηρών από το επίμαχο περιοριστικό, προκειμένου να επιτευχθούν οι επιδιωκόμενοι σκοποί. Απλώς επισήμανε, στη σκέψη 207 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι νυν αναιρεσείοντες δεν απέδειξαν ότι το Συμβούλιο μπορούσε να εξετάσει τη λήψη μέτρων λιγότερο περιοριστικών, αλλά εξίσου κατάλληλων με τα προβλεπόμενα στην απόφαση 2011/172 και τον κανονισμό 270/2011. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε την κατάσταση καθενός από τους νυν αναιρεσείοντες ατομικώς. Άνευ αυτών των περιπτώσεων πλάνης, το Γενικό Δικαστήριο θα έπρεπε κατ’ ανάγκην να αποφανθεί ότι τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα αποτελούσαν δυσανάλογες παρεμβάσεις στο δικαίωμα ιδιοκτησίας και/ή στην επιχειρηματική ελευθερία των αναιρεσειόντων.

110

Το Συμβούλιο υπενθυμίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε ενδελεχώς την αναλογικότητα των μέτρων, στις σκέψεις 187 έως 217 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Επιπλέον, δεν ήταν απαραίτητος ο έλεγχος της καταστάσεως καθενός από τους νυν αναιρεσείοντες, δεδομένου ότι τα επίμαχα περιοριστικά μέτρα δεν αποτελούσαν την κύρωση τεκμαιρόμενης ή αποδεδειγμένης κολάσιμης πράξεως και δεν έπρεπε, επομένως, να είναι προσαρμοσμένα στη συμπεριφορά των προσώπων σε βάρος των οποίων επιβλήθηκαν. Το Συμβούλιο επισημαίνει συναφώς ότι, τόσο ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου όσο και ενώπιον του Δικαστηρίου, οι νυν αναιρεσείοντες δεν επικαλέσθηκαν το παραμικρό στοιχείο που θα δικαιολογούσε μια τέτοια διαφοροποίηση ως προς τη μεταχείριση. Ως εκ τούτου, κακώς διατείνονται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη μη λαμβάνοντας υπόψη επιχείρημα, δεδομένου ότι το επιχείρημα αυτό ουδέποτε προβλήθηκε ενώπιόν του.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

111

Κατά πάγια νομολογία, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να παραθέτει επακριβώς τα επίμαχα σημεία της αποφάσεως της οποίας ζητείται η αναίρεση, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν κατά τρόπο συγκεκριμένο το αίτημα αυτό (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Γαλλία κατά Monsanto και Επιτροπής, C‑248/99 P, EU:C:2002:1, σκέψη 68, και Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑583/11 P, EU:C:2013:625, σκέψη 46).

112

Οι αναιρεσείοντες, όμως, δεν προβάλλουν κανένα νομικό επιχείρημα προκειμένου να αποδείξουν την ύπαρξη πλάνης περί το δίκαιο στις σκέψεις 205 έως 209 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στις οποίες το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε έλεγχο της αναλογικότητας των επίμαχων περιοριστικών μέτρων. Οι αναιρεσείοντες απλώς αμφισβητούν τη συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου, η οποία περιέχεται στη σκέψη 207 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και προεκτέθηκε στη σκέψη 109 της παρούσας αποφάσεως, βάσει της οποίας διαπιστώνει ότι οι νυν αναιρεσείοντες δεν απέδειξαν ότι ήταν δυνατή η λήψη λιγότερο περιοριστικών μέτρων, χωρίς καν να επιχειρήσουν να αποδείξουν ότι προσκόμισαν τέτοια αποδεικτικά στοιχεία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

113

Όσον αφορά την προσωπική κατάσταση καθενός από τους αναιρεσείοντες, αρκεί η υπόμνηση ότι το βάσιμο της καταχωρίσεώς τους στους καταλόγους των παραρτημάτων της αποφάσεως 2011/172 και του κανονισμού 270/2011 ελέγχθηκε από το Γενικό Δικαστήριο κατά την εξέταση του τετάρτου λόγου της προσφυγής ακυρώσεως. Πρέπει να επισημανθεί συναφώς ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέπεμψε στο άρθρο 1, παράγραφος 3, της αποφάσεως 2011/172, κατά το οποίο οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών δύνανται, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να επιτρέψουν κατά περίπτωση την αποδέσμευση ή τη διάθεση ορισμένων κεφαλαίων ή οικονομικών πόρων που έχουν δεσμευθεί. Το άρθρο 4 του κανονισμού 270/2011 περιέχει παρεμφερή διάταξη. Λαμβανομένων υπόψη του ειδικού σκοπού της δεσμεύσεως κεφαλαίων που αφορά όλους τους αναιρεσείοντες, δηλαδή τη δέσμευση στοιχείων που ενδέχεται να περιληφθούν στην περιουσία των αναιρεσειόντων κατόπιν παράνομων ιδιοποιήσεων κρατικών κεφαλαίων σε βάρος των αιγυπτιακών αρχών, του προσωρινού και αναστρέψιμου χαρακτήρα των μέτρων, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 209 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, και των διατάξεων αυτών που επιτρέπουν την αποδέσμευση ορισμένων κεφαλαίων κατά περίπτωση, το Γενικό Δικαστήριο δεν όφειλε να προβεί σε έλεγχο αναλογικότητας του περιοριστικού μέτρου για καθένα από τους αναιρεσείοντες χωριστά.

114

Ως εκ τούτου, ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτος και εν μέρει αβάσιμος.

Επί του έκτου λόγου αναιρέσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

115

Με τον έκτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι το Συμβούλιο δεν είχε υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

116

Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 235 και 236 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το Συμβούλιο είχε τηρήσει τα κριτήρια που καθορίζονται με το άρθρο 1, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2011/172 και το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 270/2011. Επιπλέον, όπως συνάγεται από τη σκέψη 237 της εν λόγω αποφάσεως, τα επιχειρήματα του Συμβουλίου «[κατέτειναν στο] ότι απέκειτο στο Συμβούλιο να εξακριβώσει εάν ήταν ποινικώς υπεύθυνοι για παράνομες ιδιοποιήσεις αιγυπτιακών κρατικών κεφαλαίων».

117

Το Συμβούλιο και η Επιτροπή διατείνονται ότι τα επιχειρήματα αυτά έχουν εξετασθεί στο πλαίσιο των λοιπών λόγων αναιρέσεως.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

118

Διαπιστώνεται ότι οι αναιρεσείοντες παραπέμπουν στα επιχειρήματα που προέβαλαν προς στήριξη του δευτέρου λόγου αναιρέσεως και θέτουν, επομένως, εν αμφιβόλω την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου περί του αν ήταν βάσιμη η καταχώρισή τους στους καταλόγους του παραρτήματος της αποφάσεως 2011/172 και του παραρτήματος του κανονισμού 270/2011. Δεδομένου ότι η εκτίμηση αυτή του Γενικού Δικαστηρίου επικυρώθηκε από το Δικαστήριο στο πλαίσιο της εξετάσεως του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, ο έκτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

119

Δεδομένου ότι απορρίφθηκε το σύνολο των λόγων αναιρέσεως, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

Επί των δικαστικών εξόδων

120

Δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων.

121

Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του ίδιου Κανονισμού, που εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, αυτού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

122

Δεδομένου ότι οι αναιρεσείοντες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικασθούν στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του Συμβουλίου και της Επιτροπής.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

 

2)

Ο Ahmed Abdelaziz Ezz και οι Abla Mohammed Fawzi Ali Ahmed, Khadiga Ahmed Ahmed Kamel Yassin και Shahinaz Abdel Azizabdel Wahab Al Naggar φέρουν, πέραν των εξόδων τους, τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.

Επάνω