Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62013CC0533

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Szpunar της 20ής Νοεμβρίου 2014.
    Auto- ja Kuljetusalan Työntekijäliitto AKT ry κατά Öljytuote ry και Shell Aviation Finland Oy.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Työtuomioistuin - Φινλανδία.
    Προδικαστική παραπομπή - Κοινωνική πολιτική - Οδηγία 2008/104/ΕΚ - Απασχόληση εργατικού δυναμικού προσωρινώς διατιθέμενου από άλλη εταιρία - Άρθρο 4, παράγραφος 1 - Απαγορεύσεις ή περιορισμοί που αφορούν την προσφυγή σε εργατικό δυναμικό προσωρινώς διατιθέμενο από άλλη εταιρία - Δικαιολογίες - Λόγοι γενικού συμφέροντος - Υποχρέωση επανεξετάσεως - Περιεχόμενο.
    Υπόθεση C-533/13.

    Συλλογή της Νομολογίας — Γενική Συλλογή

    Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2014:2392

    ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

    MACIEJ SZPUNAR

    της 20ής Νοεμβρίου 2014 ( 1 )

    Υπόθεση C‑533/13

    Auto- ja Kuljetusalan Työntekijäliitto AKT ry

    κατά

    Öljytuote ry,

    Shell Aviation Finland Oy

    [αίτηση του työtuomioistuin (Φινλανδία)

    για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

    «Προσωρινή απασχόληση — Οδηγία 2008/104/ΕΚ — Άρθρο 4, παράγραφος 1 — Απαγορεύσεις ή περιορισμοί όσον αφορά την προσωρινή απασχόληση — Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Άρθρο 28 — Δικαίωμα διαπραγματεύσεως και συλλογικών δράσεων — Έλεγχος της συμβατότητας ρήτρας συλλογικής συμβάσεως εργασίας με το δίκαιο της Ένωσης — Ρόλος του εθνικού δικαστή — Διαφορά μεταξύ ιδιωτών»

    I – Εισαγωγή

    1.

    Με την υπό κρίση υπόθεση δίδεται στο Δικαστήριο η ευκαιρία να ερμηνεύσει για πρώτη φορά την οδηγία 2008/104/ΕΚ περί της εργασίας μέσω εταιρίας προσωρινής απασχόλησης ( 2 ).

    2.

    Ενώπιον του työtuomioistuin (δικαστήριο εργατικών διαφορών, Φινλανδία) ασκήθηκε αγωγή από τη φινλανδική συνδικαλιστική οργάνωση εργαζομένων στον τομέα των μεταφορών με αίτημα την καταδίκη αφενός μιας εταιρίας που δραστηριοποιείται στον τομέα αυτό και αφετέρου μιας εργοδοτικής ενώσεως για παράβαση ρήτρας εφαρμοστέας συλλογικής συμβάσεως εργασίας, ειδικότερα δε ρήτρας σχετικά με την απασχόληση εργατικού δυναμικού προσωρινώς διατιθέμενου από άλλη εταιρία. Το φινλανδικό δικαστήριο διερωτάται εάν η ρήτρα αυτή συνιστά αδικαιολόγητο περιορισμό της προσφυγής στην απασχόληση προσωρινώς διατιθέμενων από άλλη εταιρία εργαζομένων, ο οποίος δεν συμβαδίζει με το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/104, και εάν η εν λόγω ρήτρα δεν πρέπει ως εκ τούτου να εφαρμόζεται.

    3.

    Η εν λόγω ένδικη διαφορά αφορά ορισμένες συστημικές πτυχές του δικαίου της Ένωσης. Αφενός, αφορά την εξεύρεση ισορροπίας μεταξύ του κοινωνικού δικαίου της Ένωσης και της αρχής της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Αφετέρου, ενδέχεται να καταλήξει σε κρίση του Δικαστηρίου επί του άμεσου αποτελέσματος της οδηγίας 2008/104 στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ ιδιωτών και συγκεκριμένα μεταξύ μιας επιχειρήσεως και μιας συνδικαλιστικής οργανώσεως μισθωτών εργαζομένων.

    II – Το νομικό πλαίσιο

    Α – Το δίκαιο της Ένωσης

    1. Ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    4.

    Το άρθρο 28 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα διαπραγμάτευσης και συλλογικών δράσεων», ορίζει τα εξής:

    «Οι εργαζόμενοι και οι εργοδότες, ή οι αντίστοιχες οργανώσεις τους, έχουν, σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης και τις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές, δικαίωμα να διαπραγματεύονται και να συνάπτουν συλλογικές συμβάσεις στα ενδεδειγμένα επίπεδα καθώς και να προσφεύγουν, σε περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων, σε συλλογικές δράσεις για την υπεράσπιση των συμφερόντων τους, συμπεριλαμβανομένης της απεργίας.»

    2. Η οδηγία 2008/104

    5.

    Το άρθρο 4 της οδηγίας 2008/104, το οποίο φέρει τον τίτλο «Επανεξέταση των περιορισμών ή απαγορεύσεων», ορίζει τα εξής:

    «1.   Απαγορεύσεις ή περιορισμοί όσον αφορά την προσωρινή απασχόληση δικαιολογούνται μόνο από λόγους γενικού συμφέροντος που αφορούν ιδίως την προστασία των προσωρινά απασχολουμένων, τις απαιτήσεις υγείας και ασφάλειας στην εργασία ή την ανάγκη διασφάλισης της εύρυθμης λειτουργίας της αγοράς εργασίας και της αποφυγής καταχρήσεων.

    2.   Μέχρι τις 5 Δεκεμβρίου 2011, τα κράτη μέλη, έπειτα από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις και τις πρακτικές, επανεξετάζουν τους περιορισμούς ή απαγορεύσεις σχετικά με τη χρήση της εργασίας μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης, προκειμένου να εξακριβώσουν εάν δικαιολογούνται από τους λόγους που σημειώνονται στην παράγραφο 1.

    3.   Εάν τέτοιοι περιορισμοί ή απαγορεύσεις προβλέπονται από συλλογικές συμβάσεις, η επανεξέταση στην οποία αναφέρεται η παράγραφος 2 μπορεί να διενεργείται από τους κοινωνικούς εταίρους οι οποίοι διαπραγματεύθηκαν τη σχετική σύμβαση.

    […]

    5.   Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή για τα αποτελέσματα της επανεξέτασης στην οποία αναφέρονται οι παράγραφοι 2 και 3 μέχρι τις 5 Δεκεμβρίου 2011.»

    Β – Το φινλανδικό δίκαιο

    1. Νομοθετικές πράξεις

    6.

    Η οδηγία 2008/104 μεταφέρθηκε στο εσωτερικό δίκαιο της Φινλανδίας με την τροποποίηση των νόμων 55/2001 σχετικά με τις συμβάσεις εργασίας [työsopimuslaki (55/2001)] και 1146/1999 σχετικά με τους αποσπασμένους εργαζομένους [lähetetyistä työntekijöistä annettu laki (1146/1999)].

    7.

    Όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, από την αιτιολογική έκθεση του σχεδίου του τροποιητικού νόμου προκύπτει ότι η Φινλανδική Κυβέρνηση έκρινε ότι η υποχρέωση επανεξετάσεως που προβλέπεται στην οδηγία 2008/104 συνιστά μεμονωμένη απαίτηση διοικητικής φύσεως προς επανεξέταση των περιορισμών και των απαγορεύσεων της προσωρινής απασχολήσεως και προς γνωστοποίηση του αποτελέσματος της επανεξετάσεως αυτής στην Επιτροπή. Όπως υπογραμμίζει το αιτούν δικαστήριο, σύμφωνα με το νομοσχέδιο αυτό, το εν λόγω άρθρο 4 δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να τροποποιήσουν τη νομοθεσία τους, ακόμη και όταν ο περιορισμός της χρήσεως προσωρινώς απασχολουμένων δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από λόγους γενικού συμφέροντος.

    8.

    Στις 29 Νοεμβρίου 2011, η Φινλανδική Κυβέρνηση κοινοποίησε στην Επιτροπή τα αποτελέσματα της επανεξετάσεως, όπως προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2008/104.

    2. Συλλογικές συμβάσεις

    9.

    Η γενική συλλογική σύμβαση που συνήφθη το 1997 μεταξύ των κεντρικών οργανώσεων που εκπροσωπούν αντιστοίχως τους εργοδότες και τις συνδικαλιστικές οργανώσεις εργαζομένων ( 3 ) (στο εξής: γενική σύμβαση του 1997) ορίζει στο άρθρο 8, παράγραφος 3, τα εξής:

    «Οι επιχειρήσεις οφείλουν να περιορίζουν την προσφυγή στην απασχόληση εργατικού δυναμικού προσωρινώς διατιθέμενου από άλλη εταιρία στην κάλυψη περιόδων φόρτου εργασίας ή σε άλλα καθήκοντα, χρονικά περιορισμένα και εκ της φύσεώς τους προσωρινά, τα οποία δεν μπορούν να εκτελέσουν με το δικό τους προσωπικό λόγω επείγουσας ανάγκης, λόγω της περιορισμένης διάρκειάς τους, λόγω των απαιτούμενων επαγγελματικών ικανοτήτων, λόγω της ανάγκης χρησιμοποιήσεως ειδικών εργαλείων ή μηχανημάτων ή για παρεμφερείς λόγους.

    Η απασχόληση εργατικού δυναμικού προσωρινώς διατιθέμενου από άλλη εταιρία συνιστά αθέμιτη πρακτική αν οι προσωρινώς εργαζόμενοι στην επιχείρηση απασχολούνται για μακρό διάστημα με βάση το σύνηθες ωράριο εργασίας της οικείας επιχειρήσεως, παράλληλα με τους μονίμους εργαζομένους αυτής και παρέχουν την εργασία τους υπό την ίδια επίβλεψη.

    […]»

    10.

    Η συλλογική σύμβαση του τομέα των βυτιοφόρων φορτηγών και της εμπορίας πετρελαιοειδών (στο εξής: τομεακή σύμβαση) περιλαμβάνει ανάλογη διάταξη στο άρθρο της 29, παράγραφος 1.

    III – Η διαφορά της κύριας δίκης

    11.

    Το Auto- ja Kuljetusalan Työntekijäliitto AKT ry (στο εξής: AKT) είναι η συνδικαλιστική οργάνωση που εκπροσωπεί, μεταξύ άλλων, τους εργαζομένους στον τομέα των βυτιοφόρων φορτηγών και της εμπορίας πετρελαιοειδών.

    12.

    Η εταιρία Shell Aviation Finland Oy (στο εξής: Shell) τροφοδοτεί με καύσιμα 18 αερολιμένες εγκατεστημένους στη Φινλανδία. Είναι μέλος της εργοδοτικής ενώσεως του τομέα καυσίμων, Öljytuote ry (στο εξής: Öljytuote).

    13.

    Το ΑΚΤ άσκησε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου αγωγή με αίτημα την καταδίκη των Öljytuote και Shell στην καταβολή του αντισταθμιστικού προστίμου που προβλέπεται στο άρθρο 7 του νόμου 36/1946 σχετικά με τις συλλογικές συμβάσεις [työoehtosopimuslaki (36/1946)], λόγω παραβάσεως της ρήτρας 29, παράγραφος 1, της τομεακής συμβάσεως. Στην αγωγή του, το AKT υποστηρίζει ότι, από το 2008, η Shell απασχολεί τακτικά σημαντικό αριθμό εργατικού δυναμικού προσωρινώς διατιθέμενου από άλλη εταιρία προς εκτέλεση καθηκόντων όμοιων με εκείνα τα οποία εκτελεί το μόνιμο προσωπικό της. Η εν λόγω απασχόληση εργατικού δυναμικού προσωρινώς διατιθέμενου από άλλη εταιρία συνιστά αθέμιτη πρακτική κατά την έννοια της προσβαλλομένης διατάξεως της συλλογικής συμβάσεως.

    14.

    Οι εναγόμενες αντιτάσσουν ότι η χρήση προσωρινώς απασχολούμενων εργαζομένων δικαιολογείτο από θεμιτούς λόγους, καθόσον κύριος σκοπός της απασχολήσεως προσωπικού προσωρινώς διατιθέμενου από άλλη εταιρία ήταν η αντικατάσταση των εργαζομένων της που έκαναν χρήση της ετήσιας αδείας τους ή είχαν αναρρωτική άδεια. Επιπλέον, υποστηρίζουν ότι η ρήτρα 29, παράγραφος 1, της τομεακής συμβάσεως περιέχει περιορισμό μη δυνάμενο να δικαιολογηθεί από τους λόγους που διαλαμβάνονται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/104. Κατά τις εναγόμενες, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να απορρίψει την εφαρμογή των συμβατικών διατάξεων που αντιβαίνουν στην οδηγία 2008/104.

    15.

    Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, μολονότι το περιεχόμενο της υποχρεώσεως που επιβάλλεται στα κράτη μέλη με το άρθρο 4 της οδηγίας 2008/104 δεν είναι απαλλαγμένο αμφιβολιών, η διάταξη αυτή μπορεί να ερμηνευθεί ως επιβάλλουσα στα κράτη μέλη την υποχρέωση να εξασφαλίζουν ότι οι οικείες έννομες τάξεις τους δεν περιέχουν αδικαιολόγητους περιορισμούς ή απαγορεύσεις όσον αφορά την προσωρινή απασχόληση. Όμως, κατά το αιτούν δικαστήριο, η ρήτρα 29, παράγραφος 1, της τομεακής συμβάσεως ακολουθεί διαφορετική προσέγγιση από εκείνη της οδηγίας 2008/104, καθόσον απαγορεύει την απασχόληση προσωρινώς διατιθέμενων από άλλη εταιρία εργαζομένων, εκτός από ορισμένες συγκεκριμένες περιπτώσεις, με σκοπό την προστασία των μονίμων εργαζομένων των επιχειρήσεων.

    16.

    Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται επί των συνεπειών που μπορεί να έχει ενδεχόμενη ασυμβατότητα εθνικής διατάξεως με την οδηγία 2008/104 σε περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, η οποία αφορά διαφορά μεταξύ ιδιωτών.

    IV – Τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

    17.

    Στο πλαίσιο αυτό, το työtuomioistuin αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1)

    Έχει την έννοια το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας [2008/104] ότι επιβάλλει στις εθνικές αρχές, περιλαμβανομένων των δικαστηρίων, την υποχρέωση να βεβαιώνονται διαρκώς, με όσα μέσα έχουν στη διάθεσή τους, ότι δεν υφίστανται νομικές διατάξεις ή ρήτρες εθνικών συλλογικών συμβάσεων αντίθετες προς τους κανόνες της [εν λόγω] οδηγίας ή, αν υπάρχουν, ότι αυτές δεν εφαρμόζονται;

    2)

    Έχει το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας [2008/104] την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση κατά την οποία η απασχόληση εργατικού δυναμικού προσωρινώς διατιθέμενου από άλλη εταιρία επιτρέπεται μόνο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, όπως η αντιμετώπιση περιόδων φόρτου εργασίας ή η εκτέλεση καθηκόντων τα οποία μια επιχείρηση δεν μπορεί να εκτελέσει με τους δικούς της εργαζομένους; Μπορεί να χαρακτηριστεί ως απαγορευόμενη απασχόληση εργατικού δυναμικού προσωρινώς διατιθέμενου από άλλη εταιρία η χρησιμοποίηση τέτοιων εργαζομένων για μακρό χρονικό διάστημα για τις συνήθεις δραστηριότητες μιας επιχειρήσεως παράλληλα με τους δικούς της εργαζομένους;

    3)

    Αν η εθνική ρύθμιση κριθεί αντίθετη προς την οδηγία [2008/104], ποια μέσα διαθέτει το εθνικό δικαστήριο προς εξασφάλιση της επιτεύξεως των σκοπών της [εν λόγω] οδηγίας, όταν τίθεται ζήτημα εφαρμογής συλλογικής συμβάσεως εργασίας η οποία έχει δεσμευτική ισχύ μεταξύ ιδιωτών;»

    18.

    Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν οι AKT, Öljytuote και Shell, η Φινλανδική, η Γερμανική, η Γαλλική, η Ουγγρική, η Πολωνική, η Σουηδική και η Νορβηγική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή.

    19.

    Οι ως άνω διάδικοι της κύριας δίκης και λοιποί ενδιαφερόμενοι, εξαιρουμένων της Γαλλικής, της Ουγγρικής και της Πολωνικής Κυβερνήσεως, έλαβαν επίσης μέρος στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η οποία έλαβε χώρα την 9η Σεπτεμβρίου 2014.

    V – Ανάλυση

    20.

    Τα ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο αφορούν τρία ζητήματα που σχετίζονται με την ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/104:

    πρώτον, το περιεχόμενο των υποχρεώσεων που επιβάλλει η εν λόγω διάταξη στα κράτη μέλη,

    δεύτερον, το κατά πόσον είναι δυνατόν να δικαιολογηθούν, υπό το πρίσμα της εν λόγω διατάξεως, οι περιορισμοί της απασχολήσεως προσωρινώς διατιθέμενου από άλλη εταιρία προσωπικού που προβλέπονται στην τομεακή σύμβαση, και

    τρίτον, εάν μπορεί να γίνεται επίκληση της διατάξεως της οικείας οδηγίας στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ ιδιωτών.

    21.

    Θα εξετάσω τα ζητήματα αυτά με την ως άνω σειρά.

    Α – Επί του περιεχομένου των υποχρεώσεων που απορρέουν από το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/104 (πρώτο ερώτημα)

    1. Προκαταρκτικές εκτιμήσεις

    22.

    Με το πρώτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/104 επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να καταργούν τις απαγορεύσεις ή τους περιορισμούς που αφορούν τη χρήση προσωρινώς απασχολουμένων, οσάκις δεν δικαιολογούνται από λόγους γενικού συμφέροντος.

    23.

    Οι διάδικοι της κύριας δίκης και τα ενδιαφερόμενα μέρη διχάζονται ως προς την ερμηνεία της οικείας διατάξεως.

    24.

    Ορισμένοι εκ των μετεχόντων στη διαδικασία θεωρούν ότι η οικεία διάταξη υποχρεώνει τα κράτη μέλη να καταργούν τους αδικαιολόγητους περιορισμούς της χρήσεως προσωρινώς απασχολουμένων ( 4 ).

    25.

    Αντιθέτως, άλλοι μετέχοντες στη διαδικασία ( 5 ) υποστηρίζουν ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/104 δεν προβλέπει καμία ουσιαστική υποχρέωση και πρέπει να ερμηνεύεται σε συνδυασμό με την παράγραφο 2 αυτού. Στην τελευταία αυτή παράγραφο προβλέπεται η υποχρέωση των κρατών μελών να προβούν σε επανεξέταση των περιορισμών που εφαρμόζονται επί της προσωρινής απασχολήσεως, πριν από την καταληκτική ημερομηνία μεταφοράς της οδηγίας 2008/104 στο εθνικό δίκαιο, προκειμένου να εξακριβώσουν εάν δικαιολογούνται από τους «λόγους που σημειώνονται στην παράγραφο 1». Το πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 1 του άρθρου 4 περιορίζεται, επομένως, μόνον στον καθορισμό του αντικειμένου της εν λόγω επανεξετάσεως. Ειδικότερα, η εν λόγω παράγραφος 1 δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη υποχρέωση αποτελέσματος, συγκεκριμένα δε την υποχρέωση να εξασφαλίζουν ότι οι περιορισμοί που προβλέπονται στις νομοθεσίες τους δικαιολογούνται πράγματι από λόγους γενικού συμφέροντος.

    2. Γραμματική και τελολογική ερμηνεία

    26.

    Κατά το γράμμα του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/104, οι απαγορεύσεις ή περιορισμοί όσον αφορά την προσωρινή απασχόληση «δικαιολογούνται μόνο από λόγους γενικού συμφέροντος», ενώ στη συνέχεια παρατίθενται ενδεικτικά ορισμένοι από τους λόγους αυτούς.

    27.

    Παρατηρώ ότι η συγκεκριμένη διατύπωση επιρρωννύει την ερμηνεία της οικείας διατάξεως σύμφωνα με την οποία οι περιορισμοί που δεν δικαιολογούνται από λόγους γενικού συμφέροντος, ορισμένοι εκ των οποίων παρατίθενται ενδεικτικά στο κείμενο ( 6 ), δεν συμβαδίζουν με το δίκαιο της Ένωσης. Πράγματι, εάν γινόταν δεκτό ότι η επίμαχη διάταξη δεν λαμβάνει καθόλου θέση επί της συμβατότητας των περιορισμών με το δίκαιο της Ένωσης, η φράση στην οποία δηλώνεται ότι «δικαιολογούνται μόνο» από λόγους γενικού συμφέροντος θα ήταν κενή νοήματος.

    28.

    Στη διάταξη αυτή διατυπώνεται με σαφήνεια ένας ουσιαστικός κανόνας που απαγορεύει τους αδικαιολόγητους περιορισμούς. Αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζουν πλείονες μετέχοντες στη διαδικασία ( 7 ), φρονώ ότι δύσκολα μπορεί να γίνει δεκτό ότι πρόκειται για αμιγώς διαδικαστική διάταξη, παρόμοια με τις διατάξεις των επόμενων παραγράφων του ίδιου άρθρου 4.

    29.

    Φρονώ ότι η εν λόγω ερμηνεία επιρρωννύεται από τις τελολογικές εκτιμήσεις επί των οποίων στηρίζεται η επίμαχη ρύθμιση.

    30.

    Ουδείς εκ των μετεχόντων στη διαδικασία αμφισβητεί ότι η οδηγία 2008/104 διέπει, αφενός, τους όρους εργασίας των προσωρινώς απασχολουμένων και, αφετέρου, τους όρους απασχολήσεως προσωρινώς διατιθέμενων από άλλη εταιρία εργαζομένων.

    31.

    Ο διττός αυτός σκοπός, ο οποίος αντικατοπτρίζεται στον ίδιο τον τίτλο της οδηγίας 2008/104 ( 8 ), επαναλαμβάνεται στο άρθρο 2 της οδηγίας αυτής, το οποίο αναφέρεται, αφενός, στην ανάγκη εξασφαλίσεως της προστασίας των προσωρινώς απασχολουμένων και της βελτιώσεως της ποιότητας της προσωρινής απασχολήσεως, ειδικότερα δε μέσω της διασφαλίσεως της τηρήσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως όσον αφορά τους προσωρινώς απασχολουμένους, και, αφετέρου, στην ανάγκη θεσπίσεως κατάλληλου πλαισίου για την προσφυγή στην προσωρινή απασχόληση, προκειμένου να ενισχυθεί ουσιαστικά η δημιουργία θέσεων απασχολήσεως και η ανάπτυξη ευέλικτων μορφών εργασίας ( 9 ).

    32.

    Καθόσον τα δύο σκέλη του εν λόγου σκοπού είναι συμπληρωματικά, δεν φαίνεται εύλογος τυχόν διαχωρισμός τους. Η αύξηση του επιπέδου προστασίας των προσωρινώς απασχολουμένων μπορεί, πράγματι, να θέσει υπό αμφισβήτηση την αναγκαιότητα ορισμένων υφιστάμενων απαγορεύσεων ή περιορισμών, κάτι το οποίο θα ευνοούσε ακόμη περισσότερο την προσφυγή στη συγκεκριμένη μορφή απασχολήσεως ( 10 ).

    33.

    Έως έναν βαθμό, πρόκειται για κοινό χαρακτηριστικό των τριών πράξεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με την άτυπη εργασία, οι οποίες διέπουν τις σχέσεις μερικής ή προσωρινής απασχολήσεως ( 11 ). Γενικός στόχος της δράσεως της Ένωσης στον τομέα αυτό ήταν η ανάπτυξη ευέλικτων μορφών εργασίας και, παράλληλα, η επίτευξη ενός νέου επιπέδου εναρμονίσεως του κοινωνικού δικαίου ( 12 ). Το κανονιστικό μοντέλο στο οποίο στηρίζεται η δράση αυτή, θεμελιούμενο στην εξεύρεση της χρυσής τομής μεταξύ ευελιξίας και ασφάλειας στην αγορά εργασίας, αποκαλείται «ευελιξία με ασφάλεια» ( 13 ).

    34.

    Η χρήση ευέλικτων μορφών εργασίας συμβάλλει, σύμφωνα με το μοντέλο αυτό, στην ενίσχυση της προσαρμοστικότητας της αγοράς εργασίας, στη δημιουργία περισσότερων θέσεων εργασίας και στη βελτίωση της προσβάσεως ορισμένων επισφαλών ομάδων, όπως των νέων εργαζομένων, στην απασχόληση αορίστου χρόνου. Για ορισμένους, ο συγκεκριμένος τύπος εργασίας θα μπορούσε να λειτουργήσει ως εφαλτήριο —«stepping stone»— για την είσοδο στην αγορά εργασίας ( 14 ).

    35.

    Ο διττός χαρακτήρας του σκοπού αυτού αντικατοπτρίζεται στη δομή της οδηγίας 2008/104 η οποία, εκτός από τις εισαγωγικές διατάξεις (πεδίο εφαρμογής, σκοπός, ορισμοί) και τις τελικές διατάξεις, περιστρέφεται γύρω από δύο άξονες, ήτοι το κεφάλαιο ΙΙ, το οποίο πραγματεύεται αποκλειστικά τους όρους εργασίας των προσωρινώς απασχολουμένων, καθώς και το άρθρο 4, το οποίο εντάσσεται στο κεφάλαιο Ι, για τους περιορισμούς όσον αφορά την εργασία μέσω εταιρίας προσωρινής απασχολήσεως.

    36.

    Δεν μπορώ να αντιληφθώ ποια θα μπορούσε να είναι η συμβολή του άρθρου 4 στην επίτευξη των σκοπών της οδηγίας 2008/104, εάν αυτό προέβλεπε μόνον την υποχρέωση των κρατών μελών να προσδιορίζουν τα εμπόδια για την προσωρινή απασχόληση, χωρίς να παράγει έστω και το ελάχιστο δεσμευτικό αποτέλεσμα.

    37.

    Κατά την άποψή μου, το άρθρο 4, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του σκοπού του, πρέπει να έχει την έννοια ότι θεσπίζει όχι μόνο διαδικαστικές απαιτήσεις (παράγραφοι 2 έως 5) αλλά και ουσιαστικό κανόνα (παράγραφος 1). Ο οικείος ουσιαστικός κανόνας απαγορεύει τη διατήρηση περιορισμών όσον αφορά την προσωρινή απασχόληση, οσάκις δεν δικαιολογούνται, ιδίως λαμβανομένης υπόψη της εναρμονίσεως των ελάχιστων όρων εργασίας ( 15 ).

    38.

    Οι παράγραφοι 2 έως 5 του άρθρου 4 προβλέπουν διαδικαστικό μηχανισμό, συμπληρωματικό προς τα συνήθη μέσα που διαθέτουν τα κράτη μέλη για την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, με τον οποίο καθίσταται δυνατή η εφαρμογή της απαγορεύσεως αυτής μέσω της επανεξετάσεως των περιορισμών που ήδη υφίστανται σε εθνικό επίπεδο. Εάν η παράγραφος 1 του ιδίου άρθρου δεν περιλάμβανε την απαγόρευση των αδικαιολόγητων περιορισμών, ο εν λόγω διαδικαστικός μηχανισμός δεν θα είχε λόγο υπάρξεως.

    39.

    Δεν θεωρώ εύλογο το επιχείρημα ότι μοναδική πρόθεση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν να προβλέψει την υποχρέωση των κρατών μελών να καταρτίζουν ενδεικτικό κατάλογο των περιορισμών, αμιγώς χάριν ενημερώσεως, χωρίς να παράγεται κανένα αποτέλεσμα. Η Επιτροπή έχει το δικαίωμα να συλλέγει τέτοιες πληροφορίες στο πλαίσιο της γενικής αποστολής που της ανατίθεται από τις Συνθήκες προς διασφάλιση της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης.

    40.

    Οι θεωρητικοί του δικαίου συμφωνούν σχεδόν ομόφωνα ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/104 έχει την έννοια ότι επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να αίρουν τους αδικαιολόγητους περιορισμούς που αφορούν τη χρήση προσωρινώς απασχολουμένων ( 16 ). Ορισμένοι συγγραφείς επισημαίνουν ότι η εν λόγω διάταξη αποσκοπεί σαφώς στην εξασφάλιση μιας δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των ελευθεριών της εσωτερικής αγοράς και του κοινωνικού δικαίου και ότι δεν θα είχε κανένα χρήσιμο αποτέλεσμα εάν ερμηνευόταν ως απλή σύσταση ( 17 ).

    41.

    Η ίδια συλλογιστική φαίνεται ότι αποτέλεσε το έρεισμα της κοινής δηλώσεως των κοινωνικών εταίρων σε ευρωπαϊκό επίπεδο στον τομέα της προσωρινής απασχολήσεως, η οποία δημοσιοποιήθηκε λίγο πριν την επίσημη έκδοση της οδηγίας 2008/104. Στη δήλωση αυτή αφενός μεν αναγνωρίζεται η ανάγκη επιβολής ορισμένων περιορισμών ως προς την απασχόληση προσωρινώς διατιθέμενων από άλλη εταιρία εργαζομένων, προκειμένου να αποτραπούν τυχόν καταχρηστικές πρακτικές, αφετέρου δε επισημαίνεται ότι οι αδικαιολόγητοι περιορισμοί πρέπει να καταργούνται ( 18 ).

    3. Προπαρασκευαστικές εργασίες

    42.

    Οι προπαρασκευαστικές εργασίες φαίνεται να συνηγορούν, επίσης, υπέρ του δεσμευτικού χαρακτήρα του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/104.

    43.

    Ορισμένοι μετέχοντες στη διαδικασία υποστηρίζουν την αντίθετη άποψη ( 19 ), ισχυριζόμενοι ότι η πρόταση οδηγίας που υποβλήθηκε από την Επιτροπή στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης περιείχε, στο άρθρο 4, παράγραφος 2, ρητή διάταξη κατά την οποία τα κράτη μέλη επανεξετάζουν τους περιορισμούς για την προσωρινή απασχόληση για να εξακριβώσουν εάν εξακολουθούν να δικαιολογούνται και, «[ε]άν όχι, τα κράτη μέλη τους καταργούν» ( 20 ). Το γεγονός ότι η τελευταία αυτή φράση αφαιρέθηκε κατά τη διάρκεια των συζητήσεων στο Συμβούλιο ( 21 ) σημαίνει, κατά τους εν λόγω μετέχοντες στη διαδικασία, ότι πρόθεση του Συμβουλίου δεν ήταν η απαγόρευση των αδικαιολόγητων περιορισμών.

    44.

    Φρονώ ότι ο εν λόγω συλλογισμός έχει εσφαλμένη βάση.

    45.

    Καταρχάς, η τροποποίηση στην οποία προέβη το Συμβούλιο κατά τη διάρκεια της νομοθετικής διαδικασίας αφορά το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/104 σχετικά με τη διαδικασία επανεξετάσεως. Αντιθέτως, στην κοινή θέση του Συμβουλίου, η παράγραφος 1 του εν λόγω άρθρου, η οποία τίθεται εν προκειμένω υπό εξέταση, επαναλαμβάνεται ως έχει.

    46.

    Επιπλέον, η απαρίθμηση των λόγων γενικού συμφέροντος που περιλαμβάνεται στην εν λόγω παράγραφο 1 αποτέλεσε αντικείμενο ευρείας συζητήσεως κατά τη διάρκεια της νομοθετικής διαδικασίας ( 22 ). Για ποιο λόγο να απέδιδαν τα θεσμικά όργανα τέτοια σημασία στη συγκεκριμένη διάταξη εάν αυτή στερούνταν κάθε δεσμευτικού χαρακτήρα;

    47.

    Συναφώς, δεν μπορούν να καθοριστούν μετά βεβαιότητας οι λόγοι βάσει των οποίων αποσύρθηκε το συγκεκριμένο χωρίο της παραγράφου 2 του εν λόγω άρθρου 4, το οποίο όριζε ότι τα κράτη μέλη έπρεπε να «καταργούν» τους περιορισμούς. Η πιθανότερη εξήγηση είναι ότι το Συμβούλιο απέσυρε το συγκεκριμένο χωρίο επειδή η απαγόρευση των αδικαιολόγητων περιορισμών μνημονευόταν ήδη στην παράγραφο 1, η οποία δεν υπέστη καμία αλλαγή.

    48.

    Πράγματι, στην αιτιολογική έκθεση της κοινής θέσεως το Συμβούλιο επισήμανε ότι «ακολουθείται βασικά το πνεύμα της τροπολογίας 34 του Κοινοβουλίου» ( 23 ), αλλά ότι «δεν έκρινε αναγκαίο να διατηρήσει ρητή αναφορά στην κατάργηση αδικαιολόγητων περιορισμών και απαγορεύσεων» ( 24 ). Κατά την ανακοίνωση της κοινής θέσεως στο Κοινοβούλιο, η Επιτροπή δήλωσε ότι το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/104 ακολουθεί την τροπολογία 34 του Κοινοβουλίου, «εκτός από το γεγονός ότι δεν αναφέρεται πλέον στην υποχρέωση των κρατών μελών να καταργούν τυχόν περιορισμούς [...], δεδομένου ότι το Συμβούλιο δεν θεωρεί αναγκαίο να επαναλαμβάνεται το αποτέλεσμα της απαγόρευσης που προβλέπεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 ούτε σκόπιμο να ορίζεται η τελική έκβαση της επανεξέτασης» ( 25 ). Επομένως, η κοινή θέση εγκρίθηκε από το Κοινοβούλιο βάσει των εν λόγω εκτιμήσεων ( 26 ).

    49.

    Ως εκ τούτου, οι προπαρασκευαστικές εργασίες της οδηγίας 2008/104 επιρρωννύουν την ερμηνεία σύμφωνα με την οποία το άρθρο 4, παράγραφος 1, απαγορεύει τη διατήρηση των περιορισμών ως προς την απασχόληση προσωρινώς διατιθέμενων από άλλη εταιρία εργαζομένων που δεν δικαιολογούνται από λόγους γενικού συμφέροντος.

    4. Νομική βάση

    50.

    Τέλος, η Γερμανική Κυβέρνηση αμφισβήτησε το κατά πόσον η νομική βάση της οδηγίας 2008/104 επιτρέπει την εισαγωγή ουσιαστικής διατάξεως, η οποία αποσκοπεί στην άρση των περιορισμών που αφορούν τη χρήση προσωρινώς απασχολουμένων.

    51.

    Παρατηρώ ότι η νομική βάση μιας νομοθετικής πράξεως είναι κρίσιμη για την ερμηνεία της, καθόσον μπορεί να φωτίσει σε ορισμένο βαθμό τον σκοπό του νομοθέτη. Εξάλλου, σε περίπτωση πλειόνων πιθανών ερμηνειών, η νομική βάση πρέπει να λαμβάνεται υπόψη προκειμένου να αποκλείεται η ερμηνεία εκείνη που μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την ακυρότητα της πράξεως.

    52.

    Η οδηγία 2008/104 βασίζεται στο πρώην άρθρο 137, παράγραφοι 1 και 2, ΕΚ, με το οποίο ανατίθετο σε θεσμικό όργανο η αρμοδιότητα να «μπορεί να θεσπίζει, μέσω οδηγιών, τις ελάχιστες προδιαγραφές οι οποίες εφαρμόζονται σταδιακά, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών και των τεχνικών ρυθμίσεων που υφίστανται σε κάθε κράτος μέλος», μεταξύ άλλων, όσον αφορά «τους όρους εργασίας».

    53.

    Ορισμένοι εκ των μετεχόντων στη διαδικασία ( 27 ) υποστηρίζουν ότι η εν λόγω νομική βάση αποκλείει ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/104 υπό την έννοια ότι απαγορεύει τους αδικαιολόγητους περιορισμούς στην απασχόληση προσωρινώς διατιθέμενων από άλλη εταιρία εργαζομένων. Οι εν λόγω μετέχοντες στη διαδικασία διατείνονται ότι μια τέτοια απαγόρευση δεν αφορά τους «όρους εργασίας» και, επιπλέον, δεν συνιστά «ελάχιστη προδιαγραφή» κατά την έννοια του πρώην άρθρου 137 ΕΚ.

    54.

    Δεν έχω πεισθεί από τη λογική του συγκεκριμένου επιχειρήματος.

    55.

    Θεωρώ σαφές ότι η οδηγία 2008/104 έχει διττό σκοπό και ότι αφορά όχι μόνον τους όρους εργασίας των προσωρινώς απασχολουμένων αλλά και τους περιορισμούς σχετικά με την προσφυγή στη συγκεκριμένη μορφή εργασίας. Σε διαφορετική περίπτωση, το άρθρο 4 της οδηγίας 2008/104 δεν θα είχε νόημα, ανεξαρτήτως της όποιας ερμηνείας του.

    56.

    Στο πλαίσιο αυτό, οι προαναφερθέντες μετέχοντες στη διαδικασία υποστηρίζουν ότι δεν προσκρούει στο πρώην άρθρο 137 ΕΚ το ότι η οδηγία 2008/104 ρυθμίζει τους περιορισμούς της προσφυγής στην προσωρινή απασχόληση. Εντούτοις, οι εν λόγω μετέχοντες στη διαδικασία υποστηρίζουν ότι η εν λόγω νομική βάση επιτρέπει αποκλειστικά την επιβολή πολύ «περιορισμένων» ή «αμιγώς διαδικαστικών» υποχρεώσεων στα κράτη μέλη όσον αφορά τους περιορισμούς αυτούς.

    57.

    Υπενθυμίζω, συναφώς, ότι η επιλογή της νομικής βάσεως μιας πράξεως πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία και, ιδίως, στον σκοπό και το περιεχόμενο της πράξεως ( 28 ). Δεν διαπιστώνω κανένα αντικειμενικό στοιχείο που θα δικαιολογούσε μια διάκριση, στο πλαίσιο της πρώην Συνθήκης ΕΚ, μεταξύ ουσιαστικών και διαδικαστικών διατάξεων όταν πρόκειται για την κατάργηση περιορισμών ως προς τη χρήση συγκεκριμένης μορφής εργασίας.

    58.

    Εάν γινόταν δεκτό ότι η νομική βάση που επελέγη για την οδηγία 2008/104 δεν επιτρέπει την προσθήκη διατάξεων που αφορούν την προσφυγή στην απασχόληση προσωρινώς διατιθέμενων από άλλη εταιρία εργαζομένων, η παραδοχή αυτή θα οδηγούσε στην ακυρότητα του άρθρου 4, ανεξαρτήτως του εάν προβλέπει διαδικαστικές ή ουσιαστικές υποχρεώσεις για τα κράτη μέλη.

    59.

    Επομένως, δεν είναι πειστικό το επιχείρημα σύμφωνα με το οποίο το πρώην άρθρο 137 ΕΚ επιτρέπει αποκλειστικά την εισαγωγή ορισμένων διαδικαστικών υποχρεώσεων.

    60.

    Εν συνεχεία, πρέπει να διαπιστωθεί κατά πόσον η ερμηνεία σύμφωνα με την οποία το άρθρο 4 της οδηγίας 2008/104 προβλέπει την απαγόρευση των αδικαιολόγητων περιορισμών της απασχολήσεως εργατικού δυναμικού προσωρινώς διατιθέμενου από άλλη εταιρία θέτει εν αμφιβόλω το κύρος της.

    61.

    Υπενθυμίζω ότι, κατά πάγια νομολογία, αν από την εξέταση πράξεως της Ένωσης προκύπτει ότι αυτή επιδιώκει διττό σκοπό ή ότι απαρτίζεται από δύο συστατικά μέρη και ότι ο ένας από τους σκοπούς ή από τα μέρη αυτά μπορεί να χαρακτηριστεί ως κύριου ή πρωτεύοντος χαρακτήρα, ενώ ο δεύτερος απλώς ως παρεπόμενου χαρακτήρα, η πράξη πρέπει να στηρίζεται σε μία και μόνο νομική βάση, ήτοι εκείνη που απαιτείται από τον κύριο ή πρωτεύοντα σκοπό ή από το κύριο ή πρωτεύον συστατικό μέρος.

    62.

    Μόνον κατ’ εξαίρεση, εφόσον αποδεικνύεται ότι η πράξη επιδιώκει συγχρόνως πλείονες σκοπούς, οι οποίοι συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους, χωρίς ο ένας να είναι δευτερεύων και έμμεσος σε σχέση με τον άλλο, η πράξη αυτή πρέπει να στηρίζεται στις αντίστοιχες διαφορετικές νομικές βάσεις ( 29 ).

    63.

    Το κύριο συστατικό μέρος της οδηγίας 2008/104 αποτελείται από τις διατάξεις της σχετικά με τους όρους εργασίας, ενώ το άρθρο 4 καταλαμβάνει σαφώς δευτερεύουσα θέση. Ο εν λόγω χαρακτήρας του παρεπόμενου προκύπτει, αφενός, από τη δομή της οδηγίας 2008/104 (ένα ολόκληρο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στους όρους εργασίας) και, αφετέρου, από τη συλλογιστική που ακολουθήθηκε κατά την έκδοσή της: μόνον αφότου πραγματοποιηθεί η εναρμόνιση των όρων εργασίας μπορεί να δικαιολογηθεί μια κάποια απελευθέρωση της προσωρινής απασχολήσεως.

    64.

    Το γεγονός ότι η οδηγία 2008/104 συνδέεται με τις κοινωνικές διατάξεις της Συνθήκης δεν εμποδίζει επομένως την επιδίωξη του παρεπόμενου σκοπού της άρσεως των περιορισμών σχετικά με την προσωρινή απασχόληση.

    65.

    Παραδείγματος χάριν, παρατηρώ ότι η οδηγία 97/81 που αφορά τη μερική απασχόληση, η οποία εκδόθηκε βάσει των κοινωνικών διατάξεων της Συνθήκης, έχει επίσης διττό σκοπό ο οποίος συνίσταται, αφενός, στην προώθηση της μερικής απασχολήσεως και, αφετέρου, στην εξάλειψη των διακρίσεων που εισάγονται μεταξύ των εργαζομένων με καθεστώς μερικής απασχολήσεως και των εργαζομένων πλήρους απασχολήσεως. Επιπλέον, η οδηγία αυτή περιλαμβάνει διάταξη η οποία αποσκοπεί στην άρση των εμποδίων για τη μερική απασχόληση ( 30 ).

    66.

    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, φρονώ ότι η οδηγία 2008/104 ορθώς εκδόθηκε βάσει του πρώην άρθρου 137 ΕΚ, χωρίς να κάνει αναφορά στα πρώην άρθρα 47, παράγραφος 2, ΕΚ και 55 ΕΚ σχετικά με τις υπηρεσίες, παρά το γεγονός ότι στο άρθρο της 4 περιέχει ορισμένες διατάξεις που δύνανται να ισχύουν και για περιορισμούς της παροχής υπηρεσιών που σχετίζονται με την προσωρινή απασχόληση.

    5. Συμβατότητα με το άρθρο 28 του Χάρτη

    67.

    Το ενάγον της κύριας δίκης, επικαλούμενο την αρχή της αυτονομίας των κοινωνικών εταίρων, αμφισβητεί επίσης τη δυνατότητα εφαρμογής της απαγορεύσεως των αδικαιολόγητων περιορισμών όσον αφορά χρήση της προσωρινής απασχολήσεως σε ρήτρες συλλογικών συμβάσεων. Σύμφωνα με το ενάγον, οι ρήτρες αυτές τυγχάνουν απαλλαγής, η οποία απορρέει από το θεμελιώδες δικαίωμα στη συλλογική διαπραγμάτευση που κατοχυρώνεται στο άρθρο 28 του Χάρτη.

    68.

    Υπενθυμίζω ότι, κατά πάγια νομολογία, τα άρθρα 45 ΣΛΕΕ, 49 ΣΛΕΕ και 56 ΣΛΕΕ δεν διέπουν μόνο τη δράση των δημοσίων αρχών, αλλά καλύπτουν και άλλα είδη κανονιστικών διατάξεων, οι οποίες θεσπίζονται για να ρυθμίζουν, κατά τρόπο συλλογικό, την εξαρτημένη εργασία, τη μη εξαρτημένη εργασία και την παροχή υπηρεσιών. Το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως επιβεβαιώσει ότι οι συλλογικές συμβάσεις δεν εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων περί των ελευθεριών που κατοχυρώνονται στη Συνθήκη ( 31 ). Επομένως, στο μέτρο που συλλογική σύμβαση περιέχει διάταξη η οποία περιορίζει την απασχόληση προσωρινώς διατιθέμενων από άλλη εταιρία εργαζομένων, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 56 ΣΛΕΕ.

    69.

    Μολονότι η αυτονομία των κοινωνικών εταίρων είναι πλήρως αναγνωρισμένη από το δίκαιο της Ένωσης, το δικαίωμά τους να διαπραγματεύονται και να συνάπτουν συλλογικές συμβάσεις πρέπει να ασκείται σύννομα, τηρουμένου, μεταξύ άλλων, του δικαίου της Ένωσης ( 32 ).

    70.

    Το Δικαστήριο έκρινε, ως εκ τούτου, ότι οι κοινωνικοί εταίροι πρέπει να ενεργούν τηρουμένων των διατάξεων του παράγωγου δικαίου της Ένωσης, οι οποίες εξειδικεύουν την αρχή της μη διακριτικής μεταχειρίσεως στην απασχόληση και την εργασία. Το γεγονός ότι διάταξη συλλογικής συμβάσεως προσκρούει στο παράγωγο δίκαιο της Ένωσης δεν θίγει το δικαίωμα διαπραγματεύσεως και συνάψεως συλλογικών συμβάσεων που αναγνωρίζεται στο άρθρο 28 του Χάρτη ( 33 ). Εάν οποιαδήποτε διάταξη της συλλογικής συμβάσεως είναι ασυμβίβαστη με το δίκαιο της Ένωσης, ο δικαστής οφείλει να αρνηθεί να την εφαρμόσει ( 34 ).

    71.

    Κατά την άποψή μου, οι εκτιμήσεις αυτές ισχύουν εξίσου για το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/104, δεδομένου ότι πρόκειται για δεσμευτικό κανόνα που κατατείνει στην εφαρμογή θεμελιώδους ελευθερίας η οποία κατοχυρώνεται στη Συνθήκη, χωρίς να προβλέπεται κάποια παρέκκλιση υπέρ των συλλογικών συμβάσεων ( 35 ).

    72.

    Η προσέγγιση αυτή συνάδει με το γεγονός ότι οι διατάξεις των οδηγιών της Ένωσης στον τομέα του εργατικού δικαίου μπορούν να εφαρμόζονται όχι μόνο μέσω νομοθεσίας αλλά και μέσω συλλογικών συμβάσεων γενικής εφαρμογής. Συναφώς, δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/104, τα κράτη μέλη έχουν την υποχρέωση όχι μόνο να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθούν με την οδηγία, αλλά και να διασφαλίζουν ότι οι κοινωνικοί εταίροι θα εφαρμόσουν τις αναγκαίες διατάξεις διά της συμβατικής οδού.

    73.

    Εν προκειμένω, δεν θεωρώ βάσιμο τον ισχυρισμό ότι οι συλλογικές συμβάσεις πρέπει να τυγχάνουν προνομιακής μεταχειρίσεως έναντι των νομοθεσιών των κρατών μελών και να εκφεύγουν της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης.

    74.

    Οι εκτιμήσεις αυτές ουδόλως υποδηλώνουν ότι η ελευθερία παροχής υπηρεσιών υπερισχύει του δικαιώματος της συλλογικής διαπραγματεύσεως. Το γεγονός ότι ορισμένες δεσμευτικές διατάξεις μπορεί να προβλέπουν περιορισμούς του περιεχομένου των συλλογικών συμβάσεων δεν θίγει την άσκηση του θεμελιώδους αυτού δικαιώματος.

    75.

    Δεν είναι επομένως αντίθετη προς το δικαίωμα συλλογικής διαπραγματεύσεως που κατοχυρώνεται στο άρθρο 28 του Χάρτη η ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/104 σύμφωνα με την οποία οι περιορισμοί που επιβάλλονται από συλλογικές συμβάσεις στην προσωρινή απασχόληση πρέπει να δικαιολογούνται από λόγους γενικού συμφέροντος, διότι άλλως κρίνονται ασυμβίβαστοι με το δίκαιο της Ένωσης.

    6. Ο ρόλος των εθνικών δικαστηρίων

    76.

    Θα ήθελα να επιστήσω την προσοχή του Δικαστηρίου σε μια γενικότερη τελολογική ερμηνεία.

    77.

    Η έννομη τάξη της Ένωσης βασίζεται στην αναγνώριση του σημαντικού ρόλου των εθνικών δικαστηρίων κατά την εφαρμογή των διατάξεών της.

    78.

    Σύμφωνα με το σύστημα που καθιερώνεται στο άρθρο 267 ΣΛΕΕ, οι αρμοδιότητες που ανατίθενται, αντιστοίχως, στα εθνικά δικαστήρια και στο Δικαστήριο είναι κεφαλαιώδους σημασίας από την άποψη της ίδιας της φύσεως του δικαίου της Ένωσης. Μια διάταξη που θα στερούσε από τα δικαστήρια των κρατών μελών την αρμοδιότητά τους να ερμηνεύουν και να εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης και από το Δικαστήριο την αρμοδιότητά του να εκδίδει προδικαστικές αποφάσεις σε απάντηση των ερωτημάτων που υποβάλλουν τα δικαστήρια αυτά θα αλλοίωνε τις αρμοδιότητες που ανατίθενται με τις Συνθήκες στα θεσμικά όργανα της Ένωσης και στα κράτη μέλη και οι οποίες είναι κεφαλαιώδους σημασίας για τη διασφάλιση της ουσίας του δικαίου της Ένωσης ( 36 ).

    79.

    Φρονώ ότι δεν συμβαδίζει με την εν λόγω αρχή η ερμηνεία που υποστηρίζουν ορισμένα κράτη μέλη στην υπό κρίση υπόθεση, σύμφωνα με την οποία τα κράτη μέλη πρέπει να επανεξετάζουν τους περιορισμούς της απασχολήσεως προσωρινώς διατιθέμενου από άλλη εταιρία προσωπικού χωρίς να δεσμεύονται ως προς τις ενέργειες που πρέπει να ακολουθήσουν την επανεξέταση αυτή.

    80.

    Σύμφωνα με την ανωτέρω ερμηνεία, μόνον οι διοικητικές αρχές των κρατών μελών, καθώς και ενδεχομένως οι κοινωνικοί εταίροι, θα ήταν επιφορτισμένες με τον προσδιορισμό των περιορισμών της απασχολήσεως προσωρινώς διατιθέμενου από άλλη εταιρία προσωπικού και με την κίνηση της διαδικασίας η οποία θα κατέληγε λογικά στην τροποποίηση ή κατάργηση όσων εξ αυτών δεν είναι δικαιολογημένοι.

    81.

    Στις γραπτές παρατηρήσεις της, η Γερμανική Κυβέρνηση κάνει αναφορά σε μια «administrative Überprüfung» (διοικητική επανεξέταση), παραδεχόμενη παράλληλα ότι το άρθρο 4 της οδηγίας 2008/104 θα μπορούσε, βάσει της έννοιας και του σκοπού του, να περιλαμβάνει υπόρρητη υποχρέωση καταργήσεως ή προσαρμογής των περιορισμών που δεν μπορούν να δικαιολογηθούν.

    82.

    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ( 37 ), η Επιτροπή υποστήριξε ότι, ακόμη και αν το άρθρο 4 της οδηγίας 2008/104 έχει την έννοια ότι προβλέπει αποκλειστικά διαδικαστικές υποχρεώσεις, τούτο δεν σημαίνει ότι στερείται πρακτικής αποτελεσματικότητας. Η Επιτροπή υποστήριξε ότι, οσάκις περιέρχεται στη γνώση της η ύπαρξη ενός περιορισμού, θα μπορούσε να αρχίσει διάλογο με τις αρχές του οικείου κράτους μέλους προκειμένου να εξεύρουν τον βέλτιστο τρόπο για τη συμμόρφωση της εθνικής διατάξεως προς την οδηγία. Θα μπορούσε επίσης να κινήσει διαδικασία προσφυγής λόγω παραβάσεως.

    83.

    Ομοίως, ορισμένοι συγγραφείς επικρίνουν το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/104, επισημαίνοντας την επισφάλεια που ενέχει το να επαφίεται στα δικαστήρια το έργο της εκτιμήσεως της αιτιολογήσεως και της αναλογικότητας των περιορισμών. Κατά τους ίδιους συγγραφείς, εάν η εφαρμογή των λόγων γενικού συμφέροντος και του κριτηρίου της αναλογικότητας απόκειτο στους δικαστές, τότε η εφαρμογή αυτή θα καθίστατο επισφαλής και άκρως απρόβλεπτη, σαν «κινούμενη άμμος» ( 38 ).

    84.

    Κατά την άποψή μου, η απονομή της αποκλειστικής αρμοδιότητας για την εξακρίβωση της συμβατότητας της εθνικής νομοθεσίας προς οδηγία της Ένωσης σε διοικητικές αρχές και η στέρηση της αρμοδιότητάς αυτής από τα εθνικά δικαστήρια θα ήταν αντίθετη προς θεμελιακές αρχές του δικαιικού συστήματος της Ένωσης.

    85.

    Επισημαίνω ότι η προσέγγιση αυτή όχι μόνο θα απέκλειε τη δυνατότητα των εθνικών δικαστηρίων να εφαρμόζουν το άρθρο 4 της οδηγίας 2008/104, αλλά θα έθετε επίσης εν αμφιβόλω την αρμοδιότητά τους να εξετάζουν τους περιορισμούς της προσωρινής απασχολήσεως υπό το πρίσμα του άρθρου 56 ΣΛΕΕ.

    86.

    Μια τέτοια προσέγγιση φαίνεται ασυμβίβαστη προς τον σκοπό του συστήματος του δικαίου της Ένωσης, δεδομένου ότι θα στερούσε από τα δικαστήρια των κρατών μελών το κύριο καθήκον που τους έχει ανατεθεί και το οποίο αφορά την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης.

    7. Ενδιάμεσο συμπέρασμα

    87.

    Κατά την αιτιολογική σκέψη 22 της οδηγίας 2008/104, η οδηγία αυτή πρέπει να εφαρμόζεται τηρουμένων των διατάξεων του πρωτογενούς δικαίου, ιδίως εκείνων που αφορούν τις υπηρεσίες. Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο να εξεταστεί η σχέση μεταξύ του άρθρου 56 ΣΛΕΕ και του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/104.

    88.

    Επισημαίνω ότι το πνεύμα του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/104 δεν συμπίπτει με εκείνο της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών. Πράγματι, σκοπός του εν λόγω άρθρου 4, παράγραφος 1, είναι η άρση των αδικαιολόγητων εμποδίων για την προσωρινή απασχόληση, προκειμένου να προωθηθεί η συγκεκριμένη μορφή ευέλικτης εργασίας και, ως εκ τούτου, η δημιουργία θέσεων απασχολήσεως και η ένταξη στην αγορά εργασίας.

    89.

    Εντούτοις, δεδομένου ότι η προσωρινή εργασία προϋποθέτει τη συμμετοχή μεσολαβητών (εταιρίες προσωρινής απασχολήσεως), κάθε περιορισμός σχετικά με τη συγκεκριμένη μορφή εργασίας συνιστά εξίσου περιορισμό των υπηρεσιών που παρέχονται από τις εταιρίες αυτές. Η απελευθέρωση της συγκεκριμένης μορφής εργασίας συνεπάγεται επομένως την απελευθέρωση των υπηρεσιών προσωρινής απασχολήσεως, καθόσον πρόκειται για τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.

    90.

    Επομένως, το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/104, μολονότι αφορά περιορισμούς ως προς «την προσωρινή απασχόληση» και διέπει επομένως καταρχήν το καθεστώς των προσωρινώς απασχολουμένων ( 39 ), εφαρμόζεται επίσης, κατ’ επέκταση, και στους περιορισμούς που αφορούν τις εταιρίες προσωρινής απασχολήσεως.

    91.

    Επισημαίνω ότι η απαγόρευση των περιορισμών της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών από επιχειρήσεις προσωρινής απασχολήσεως απορρέει ήδη από το άρθρο 56 ΣΛΕΕ ( 40 ). Στον βαθμό που οι περιορισμοί σχετικά με την απασχόληση προσωρινώς διατιθέμενων από άλλη εταιρία εργαζομένων συνιστούν επίσης εμπόδιο για τις υπηρεσίες που παρέχονται από τις εταιρίες προσωρινής απασχολήσεως, το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/104 εξειδικεύει την απορρέουσα από το άρθρο 56 ΣΛΕΕ απαγόρευση.

    92.

    Συναφώς, το εν λόγω άρθρο 4, παράγραφος 1, διευκρινίζει τους επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος που μπορούν ιδίως να δικαιολογήσουν τέτοιους περιορισμούς. Επιπλέον, επεκτείνει την εφαρμογή της αρχής της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών σε εγχώριες καταστάσεις, δεδομένου ότι πρόκειται πλέον για εναρμονισμένο τομέα του δικαίου της Ένωσης και ότι για την εφαρμογή της οδηγίας 2008/104 δεν απαιτείται η εξεύρεση διασυνοριακού στοιχείου.

    93.

    Εν κατακλείδι, η απάντηση που προτείνω να δοθεί στο πρώτο ερώτημα είναι ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/104 απαγορεύει τη διατήρηση ή την επιβολή απαγορεύσεων ή περιορισμών όσον αφορά την προσωρινή απασχόληση οι οποίοι δεν δικαιολογούνται από λόγους γενικού συμφέροντος που αφορούν ιδίως την προστασία των προσωρινώς απασχολουμένων, τις απαιτήσεις υγείας και ασφάλειας στην εργασία ή την ανάγκη διασφαλίσεως της εύρυθμης λειτουργίας της αγοράς εργασίας και της αποφυγής καταχρήσεων.

    8. Επί των συνεπειών τυχόν διαφορετικής ερμηνείας

    94.

    Σε περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο αποφασίσει να μην ακολουθήσει την πρότασή μου και αποφανθεί ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, είναι άκυρο ή στερείται οποιασδήποτε κανονιστικής ισχύος, φρονώ ότι θα ήταν χρήσιμο να υπομνησθεί ρητώς στην απόφαση του Δικαστηρίου ότι το άρθρο 56 ΣΛΕΕ εξακολουθεί να εφαρμόζεται πλήρως σε περιορισμούς όπως οι εν προκειμένω επίμαχοι.

    95.

    Φρονώ ότι η διευκρίνιση αυτή είναι ιδιαιτέρως σημαντική, δεδομένου ότι ορισμένοι εκ των μετεχόντων στη διαδικασία φαίνεται να υποστηρίζουν ότι οι επίμαχοι περιορισμοί δεν υπόκεινται στον έλεγχο των εθνικών δικαστηρίων ούτε δυνάμει του άρθρου 4 της οδηγίας 2008/104 (στο μέτρο που το εν λόγω άρθρο θεσπίζει μόνο διαδικαστικές απαιτήσεις) ούτε υπό το πρίσμα του άρθρου 56 ΣΛΕΕ (καθόσον πρόκειται για εναρμονισμένο τομέα) ( 41 ).

    96.

    Το παράγωγο δίκαιο δεν περιορίζει το πεδίο εφαρμογής των θεμελιωδών ελευθεριών. Σε περίπτωση κατά την οποία το Δικαστήριο κρίνει ότι η οδηγία 2008/104 δεν απαγορεύει τη διατήρηση περιορισμών που αφορούν την προσωρινή απασχόληση, θα εναπόκειται και πάλι στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει αν οι περιορισμοί αυτοί μπορούν να δικαιολογηθούν βάσει του άρθρου 56 ΣΛΕΕ.

    97.

    Επισημαίνω, συναφώς, ότι η επίμαχη εθνική ρύθμιση μπορεί σαφώς να παραγάγει σχετικά διασυνοριακά αποτελέσματα δυνάμει του άρθρου 56 ΣΛΕΕ, το οποίο παραμένει επομένως δυνητικά εφαρμοστέο στην υπόθεση της κύριας δίκης ( 42 ).

    Β – Επί της αιτιολογήσεως του περιορισμού κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/104 (δεύτερο ερώτημα)

    1. Προκαταρκτικές εκτιμήσεις

    98.

    Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί εάν διάταξη όπως η προβλεπόμενη στη ρήτρα 29, παράγραφος 1, της τομεακής συμβάσεως συνιστά περιορισμό, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/104, και, αναλόγως της απαντήσεως, εάν μπορεί να δικαιολογηθεί.

    99.

    Υπενθυμίζω ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/104 ορίζει ότι οι περιορισμοί δικαιολογούνται μόνο από λόγους γενικού συμφέροντος που αφορούν ιδίως την προστασία των προσωρινώς απασχολουμένων, τις απαιτήσεις υγείας και ασφάλειας στην εργασία ή την ανάγκη διασφαλίσεως της εύρυθμης λειτουργίας της αγοράς εργασίας και της αποφυγής καταχρήσεων.

    100.

    Όπως προκύπτει από τη λέξη «ιδίως», δεν πρόκειται για εξαντλητική απαρίθμηση. Πράγματι, από το γράμμα της προαναφερθείσας διατάξεως προκύπτει ότι παραμένει ανοικτή η —ήδη αποδεκτή στο πλαίσιο της εφαρμογής των ελευθεριών που κατοχυρώνονται στη Συνθήκη— δυνατότητα να δικαιολογούνται από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος περιορισμοί που εφαρμόζονται αδιακρίτως τόσο στους ημεδαπούς παρέχοντες υπηρεσίες όσο και σε αυτούς των άλλων κρατών μελών.

    101.

    Υπενθυμίζω, συναφώς, ότι το άρθρο 56 ΣΛΕΕ επιτάσσει όχι μόνον την εξάλειψη κάθε δυσμενούς διακρίσεως που υφίσταται λόγω της ιθαγενείας του ο εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος παρέχων υπηρεσίες, αλλά και την κατάργηση κάθε περιορισμού, ακόμη και αν αυτός εφαρμόζεται αδιακρίτως τόσο στους ημεδαπούς παρέχοντες υπηρεσίες όσο και σε αυτούς των άλλων κρατών μελών, οσάκις μπορεί να παρεμποδίσει, να παρενοχλήσει ή να καταστήσει λιγότερο ελκυστικές τις δραστηριότητες του παρέχοντος υπηρεσίες που είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος, όπου νομίμως παρέχει ανάλογες υπηρεσίες ( 43 ).

    102.

    Ένας τέτοιος περιορισμός που εφαρμόζεται αδιακρίτως μπορεί ωστόσο να δικαιολογηθεί οσάκις επιβάλλεται από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος, στο μέτρο που το συμφέρον αυτό δεν διασφαλίζεται από τους κανόνες στους οποίους υπόκειται ο παρέχων τις υπηρεσίες στο κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένος, και υπό την προϋπόθεση ότι οι κανόνες αυτοί είναι κατάλληλοι ώστε να διασφαλίσουν την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και δεν βαίνουν πέραν του μέτρου που είναι αναγκαίο για την επίτευξή του ( 44 ).

    103.

    Οι εκτιμήσεις αυτές, που ισχύουν κατ’ αρχήν στους τομείς που δεν έχουν εναρμονιστεί σε επίπεδο Ένωσης, είναι επίσης κρίσιμες εν προκειμένω, δεδομένου ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/104 εξειδικεύει το άρθρο 56 ΣΛΕΕ στον τομέα της προσωρινής απασχολήσεως.

    104.

    Παρατηρώ, συναφώς, ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/104 ενσωματώνει τους περιορισμούς που εφαρμόζονται στις υπηρεσίες που παρέχουν επιχειρήσεις προσωρινής απασχολήσεως, στο μέτρο που με τους περιορισμούς αυτούς περιστέλλεται η προσφυγή στις υπηρεσίες προσωρινώς απασχολούμενων εργαζομένων. Το άρθρο 56 ΣΛΕΕ εξακολουθεί επομένως να παράγει αποτελέσματα και έναντι των εθνικών διατάξεων που διέπουν τις υπηρεσίες που παρέχουν οι επιχειρήσεις προσωρινής απασχολήσεως, πέραν εκείνων που αφορούν την «προσφυγή στην προσωρινή απασχόληση» ( 45 ).

    105.

    Για τη συνεπή εφαρμογή των σχετικών διατάξεων πρέπει οι απαιτήσεις αιτιολογήσεως των περιορισμών που διαλαμβάνονται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/104 να είναι πανομοιότυπες με εκείνες που ισχύουν για την εφαρμογή του άρθρου 56 ΣΛΕΕ. Η εκτίμηση αυτή επιρρωννύεται τόσο από τη στενή σχέση μεταξύ των εν λόγω διατάξεων όσο και από την αιτιολογική σκέψη 22 της οδηγίας 2008/104, η οποία υπογραμμίζει την ανάγκη να εφαρμόζονται οι διατάξεις της οδηγίας υπό τον όρο της τηρήσεως του πρωτογενούς δικαίου όσον αφορά την ελευθερία εγκαταστάσεως και την ελευθερία παροχής υπηρεσιών.

    2. Επί του αντικειμένου των περιορισμών

    106.

    Όσον αφορά τη ρήτρα που αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, παρατηρώ ότι αποτελείται από δύο διακριτές διατάξεις:

    η πρώτη, η οποία περιγράφει τη φύση των καθηκόντων που μπορούν να ανατίθενται σε προσωρινώς απασχολουμένους, προβλέπει μόνον καθήκοντα που είναι «χρονικά περιορισμένα και εκ της φύσεώς τους προσωρινά» και τα οποία δεν μπορούν να εκτελεστούν από το μόνιμο προσωπικό της επιχειρήσεως «λόγω επείγουσας ανάγκης, λόγω της περιορισμένης διάρκειάς τους, λόγω των απαιτούμενων επαγγελματικών ικανοτήτων, λόγω της ανάγκης χρησιμοποιήσεως ειδικών εργαλείων ή μηχανημάτων ή για παρεμφερείς λόγους», και

    η δεύτερη, η οποία αποσκοπεί στον περιορισμό της διάρκειας απασχολήσεως προσωρινώς εργαζομένου σε μια δεδομένη επιχείρηση, χαρακτηρίζει ως «αθέμιτη πρακτική» τις καταστάσεις στις οποίες οι προσωρινώς εργαζόμενοι «απασχολούνται για μακρό διάστημα με βάση το σύνηθες ωράριο εργασίας της οικείας επιχειρήσεως, παράλληλα με τους μονίμους εργαζομένους αυτής και παρέχουν την εργασία τους υπό την ίδια επίβλεψη».

    107.

    Ως εκ τούτου, ο συνδυασμός των δύο αυτών διατάξεων περιορίζει τη δυνατότητα προσφυγής στην απασχόληση εργατικού δυναμικού προσωρινώς διατιθέμενου από άλλη εταιρία σε συνάρτηση, αφενός, με τη φύση των εκτελούμενων καθηκόντων και, αφετέρου, με τη διάρκειά τους. Οι διατάξεις αυτές περιορίζουν κατ’ αυτόν τον τρόπο τη χρήση της συγκεκριμένης μορφής εργασίας και παράγουν επίσης περιοριστικό αποτέλεσμα για τις υπηρεσίες που παρέχονται από επιχειρήσεις προσωρινής απασχολήσεως, με αποτέλεσμα να συνιστούν αναμφισβήτητα περιορισμούς κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/104.

    3. Επί της αιτιολογήσεως βάσει λόγων γενικού συμφέροντος

    108.

    Η πλειονότητα των μετεχόντων στη διαδικασία, εξαιρουμένης της εναγομένης της κύριας δίκης, υποστηρίζουν ότι οι επίμαχοι περιορισμοί δικαιολογούνται από λόγο γενικού συμφέροντος, ο οποίος αντλείται από την ανάγκη να διασφαλιστεί η εύρυθμη λειτουργία της αγοράς εργασίας και να αποτραπούν καταχρηστικές πρακτικές.

    109.

    Όπως εξηγεί η Φινλανδική Κυβέρνηση, το ζητούμενο είναι να αποφευχθεί το ενδεχόμενο καθήκοντα που εμπίπτουν στις μόνιμες εργασιακές σχέσεις να ανατεθούν, χωρίς δικαιολογημένο λόγο, σε προσωρινώς απασχολουμένους και, επομένως, να διασφαλιστεί ότι η προσφυγή στην απασχόληση εργατικού δυναμικού προσωρινώς διατιθέμενου από άλλη εταιρία εργαζομένου δεν συνεπάγεται την απώλεια θέσεων εργασίας στην επιχείρηση του έμμεσου εργοδότη.

    110.

    Παρατηρώ, συναφώς, ότι από τις εκτιμήσεις επί των οποίων στηρίχθηκε η έκδοση της οδηγίας 2008/104 προκύπτει ότι η προσωρινή απασχόληση δεν θεωρείται υποκατάστατο των μόνιμων μορφών απασχολήσεως.

    111.

    Αφενός, η νομοθετική δράση της Ένωσης στον τομέα του εργατικού δικαίου βασίζεται στη θεμελιώδη αρχή ότι οι συμβάσεις αορίστου χρόνου συνιστούν τη γενική μορφή των εργασιακών σχέσεων ( 46 ). Οι διατάξεις της οδηγίας 2008/104, και ιδίως το άρθρο 6 για την πρόσβαση των προσωρινώς απασχολουμένων σε θέσεις εργασίας που προσφέρουν οι έμμεσοι εργοδότες, καταδεικνύουν επίσης ότι η άμεση απασχόληση είναι εργασιακή σχέση προνομιούχος έναντι της προσωρινής απασχολήσεως.

    112.

    Αφετέρου, από τους ορισμούς που παρατίθενται στο άρθρο 3 της οδηγίας 2008/104 προκύπτει ότι η προσωρινή απασχόληση προϋποθέτει σχέσεις που διατηρούνται «προσωρινά» ( 47 ). Μπορεί επομένως να συναχθεί ότι η συγκεκριμένη μορφή εργασίας δεν ενδείκνυται σε όλες τις περιστάσεις, ιδίως όταν η ανάγκη για εργατικό δυναμικό είναι μόνιμη.

    113.

    Εντούτοις, η οδηγία 2008/104 δεν περιλαμβάνει ορισμό της προσωρινής απασχολήσεως ούτε αποσκοπεί στην απαρίθμηση των περιπτώσεων κατά τις οποίες μπορεί να δικαιολογείται η χρήση της συγκεκριμένης μορφής εργασίας. Αντιθέτως, στην αιτιολογική σκέψη 12 υπενθυμίζεται ότι σκόπιμο είναι να λαμβάνεται υπόψη η ποικιλομορφία των αγορών εργασίας.

    114.

    Δεδομένου ότι ο νομοθέτης της Ένωσης έχει επιλέξει να μην οριοθετήσει τις καταστάσεις που δικαιολογούν την προσφυγή στην προσωρινή απασχόληση, τα κράτη μέλη διατηρούν, συναφώς, ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως.

    115.

    Το ευρύ αυτό περιθώριο εκτιμήσεως απορρέει από την αρμοδιότητα των κρατών μελών να υλοποιούν πολιτικές επιλογές που επηρεάζουν την ανάπτυξη της αγοράς εργασίας και να νομοθετούν αναλόγως, τηρουμένου του δικαίου της Ένωσης. Επιβεβαιώνεται επίσης από την ύπαρξη της ρήτρας μη υποβαθμίσεως που περιέχεται στο άρθρο 9, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/104. Πράγματι, τα κράτη μέλη πρέπει να διαθέτουν σημαντική ελευθερία δράσεως, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι η άρση ορισμένων περιορισμών δεν θα οδηγήσει στην αποδυνάμωση του γενικού επιπέδου προστασίας των εργαζομένων στον οικείο τομέα.

    116.

    Κατά την άποψή μου, ένα κράτος μέλος δύναται, χωρίς να υπερβεί το περιθώριο αυτό εκτιμήσεως, να επιτρέπει την προσφυγή στην προσωρινή απασχόληση υπό περιστάσεις που συνάδουν με την προσωρινή φύση της εν λόγω μορφής εργασίας, υπό την προϋπόθεση ότι δεν αποβαίνει εις βάρος της άμεσης απασχολήσεως.

    117.

    Επομένως, απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να κρίνει εάν η ρήτρα 29, παράγραφος 1, της επίμαχης στην κύρια δίκη τομεακής συμβάσεως δικαιολογείται υπό το πρίσμα της τελευταίας αυτής παρατηρήσεως.

    118.

    Ωστόσο, θα ήθελα να επισημάνω ότι από τη διατύπωση της εν λόγω διατάξεως διαφαίνεται ότι αυτό συμβαίνει εν προκειμένω.

    119.

    Αφενός, λαμβανομένης υπόψη της φύσεως της προσωρινής απασχολήσεως, όπως περιγράφεται στα σημεία 111 και 112 ανωτέρω, θεωρώ δικαιολογημένο να περιορίζεται η προσφυγή στην απασχόληση εργατικού δυναμικού προσωρινώς διατιθέμενου από άλλη εταιρία, όπως προβλέπεται στη ρήτρα 29, παράγραφος 1, της τομεακής συμβάσεως, στην «κάλυψη περιόδων φόρτου εργασίας ή σε άλλα καθήκοντα, χρονικά περιορισμένα και εκ της φύσεώς τους προσωρινά, τα οποία [οι έμμεσοι εργοδότες] δεν μπορούν να εκτελέσουν με το δικό τους προσωπικό λόγω επείγουσας ανάγκης, λόγω της περιορισμένης διάρκειάς τους, λόγω των απαιτούμενων επαγγελματικών ικανοτήτων, λόγω της ανάγκης χρησιμοποιήσεως ειδικών εργαλείων ή μηχανημάτων ή για παρεμφερείς λόγους».

    120.

    Αφετέρου, στο μέτρο που απαγορεύει την απασχόληση προσωρινώς διατιθέμενων από άλλη εταιρία εργαζομένων παράλληλα με το μόνιμο προσωπικό της εταιρίας για «μακρό διάστημα», η επίδικη διάταξη επιδιώκει, κατά τη γνώμη μου, την επίτευξη ενός θεμιτού σκοπού, ήτοι του περιορισμού της καταχρηστικής προσφυγής στην εν λόγω μορφή εργασίας. Πράγματι, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές στις οποίες στηρίζεται η ρύθμιση της Ένωσης, η χρήση της προσωρινής απασχολήσεως δεν πρέπει να αποβαίνει εις βάρος της άμεσης απασχολήσεως, αλλά, αντιθέτως, πρέπει να είναι σε θέση να διανοίγει προοπτικές για ασφαλέστερες μορφές απασχολήσεως.

    121.

    Η διατήρηση για μακρό χρονικό διάστημα σχέσεων προσωρινής απασχολήσεως, οι οποίες θα έπρεπε ως εκ της φύσεώς τους να παραμένουν προσωρινές, μπορεί να αποτελεί ένδειξη καταχρηστικής εφαρμογής της εν λόγω μορφής εργασίας.

    122.

    Επισημαίνω ότι, απουσία οποιουδήποτε αντικειμενικού δικαιολογητικού λόγου, η θέσπιση μέτρων για την αποφυγή των καταχρήσεων κατά τη σύναψη συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου δεν μπορεί να δικαιολογήσει τον σχεδόν καθολικό αποκλεισμό αυτού του τύπου εργασίας, όπως, παραδείγματος χάριν, με την απαγόρευση της προσωρινής απασχολήσεως σε έναν ολόκληρο οικονομικό κλάδο ή με τον καθορισμό ποσοστώσεως για το συγκεκριμένο είδος συμβάσεως. Πράγματι, μέτρο που αποσκοπεί στην αποτροπή της καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος δεν μπορεί να ισοδυναμεί με στέρηση ασκήσεως του εν λόγω δικαιώματος.

    123.

    Τούτο δεν συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, δεδομένου ότι οι οικείοι περιορισμοί περιγράφουν απλώς τους αντικειμενικούς λόγους που δικαιολογούν την προσφυγή στην προσωρινή απασχόληση, και δεν έχουν ως στόχο την εξάλειψη της εν λόγω μορφής εργασίας.

    124.

    Ως εκ τούτου, φρονώ ότι εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία, αφενός, περιορίζει τη χρησιμοποίηση των προσωρινώς απασχολουμένων σε καθήκοντα που, λόγω της φύσεως ή της διάρκειάς τους, ανταποκρίνονται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων στην ανάγκη για εργατικό δυναμικό προσωρινής απασχολήσεως και, αφετέρου, απαγορεύει την απασχόληση προσωρινώς απασχολουμένων παράλληλα με το μόνιμο προσωπικό της εταιρίας για μακρό διάστημα, δικαιολογείται από λόγους γενικού συμφέροντος, οι οποίοι σχετίζονται με την ανάγκη να εξασφαλιστεί η εύρυθμη λειτουργία της αγοράς εργασίας και η αποφυγή καταχρηστικών πρακτικών.

    4. Επί της αναλογικότητας

    125.

    Όσον αφορά την αναλογικότητα των περιορισμών αυτών, επισημαίνω ότι οι παρατηρήσεις των μετεχόντων στη διαδικασία καταδεικνύουν τη μεγάλη απόκλιση μεταξύ των προσεγγίσεων των κρατών μελών σχετικά με τους πιθανούς περιορισμούς της προσωρινής απασχολήσεως ( 48 ).

    126.

    Οι διακυμάνσεις στην ένταση των περιορισμών που επιβάλλονται ως προς τη χρήση της προσωρινής απασχολήσεως στα κράτη μέλη δεν μπορούν, ωστόσο, να ασκήσουν επιρροή στην εκτίμηση της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας των υπό εξέταση διατάξεων ( 49 ).

    127.

    Εν προκειμένω, μολονότι απόκειται στο εθνικό δικαστήριο να προβεί στην εξέταση της αναλογικότητας, παρατηρώ εντούτοις ευθύς εξαρχής ότι οι περιορισμοί που επιβάλλονται από την επίμαχη ρήτρα δεν φαίνεται να βαίνουν πέραν του μέτρου που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από τη ρύθμιση σκοπού.

    128.

    Αφενός, οι περιορισμοί αυτοί συνδέονται στενά με τους θεμιτούς επιδιωκόμενους σκοπούς, καθόσον αποβλέπουν απλώς στο να εκφράσουν με συγκεκριμένους όρους την προσωρινή φύση της απασχολήσεως, ώστε να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να αποτελέσει το εν λόγω είδος εργασίας υποκατάστατο της άμεσης απασχολήσεως. Αφετέρου, δεδομένου ότι αναφέρονται, μεταξύ άλλων, σε «άλλα καθήκοντα» και σε «μακρό διάστημα», φαίνεται ότι οι περιορισμοί αυτοί είναι αρκούντως γενικοί ώστε να επιτρέπουν τη συνεκτίμηση των ιδιαίτερων περιστάσεων των διαφόρων επιχειρήσεων που χρησιμοποιούν εργατικό δυναμικό προσωρινής απασχολήσεως.

    5. Ενδιάμεσο συμπέρασμα

    129.

    Εν κατακλείδι, φρονώ ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/104 δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση που, αφενός, προβλέπει την απασχόληση εργατικού δυναμικού προσωρινώς διατιθέμενου από άλλη εταιρία αποκλειστικά για την εκτέλεση καθηκόντων προσωρινής φύσεως τα οποία, για αντικειμενικούς λόγους, δεν μπορούν να εκτελούνται από εργαζομένους που απασχολούνται απευθείας από τον έμμεσο εργοδότη και, αφετέρου, απαγορεύει την απασχόληση προσωρινώς εργαζομένων, παράλληλα με τους εργαζομένους που απασχολούνται απευθείας από την εταιρία, για την εκτέλεση καθηκόντων πανομοιότυπων με εκείνων που εκτελούνται από το μόνιμο προσωπικό για μακρό διάστημα.

    Γ – Επί του αποτελέσματος της ερμηνευόμενης διατάξεως στην εθνική έννομη τάξη (τρίτο ερώτημα)

    130.

    Με το τρίτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται σχετικά με τον ρόλο που του ανατίθεται από το δίκαιο της Ένωσης, σε περίπτωση κατά την οποία διαπιστώσει ότι η επίμαχη ρήτρα είναι ασυμβίβαστη με το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/104.

    131.

    Η απάντηση στο ερώτημα αυτό παρέλκει λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως που προτείνω για το δεύτερο ερώτημα. Ωστόσο, θα το αναλύσω εν συντομία.

    132.

    Πρέπει να υπομνησθεί, πρώτον, ότι τα εθνικά δικαστήρια δεσμεύονται από την υποχρέωση σύμφωνης ερμηνείας, η οποία εκτείνεται και στις διατάξεις των συλλογικών συμβάσεων ( 50 ).

    133.

    Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται κατά πόσον το εθνικό δίκαιο μπορεί να ερμηνευθεί κατά τρόπο που να συνάδει με την οδηγία 2008/104, καθόσον η οδηγία αυτή και η τομεακή σύμβαση φαίνεται να ακολουθούν αντιφατικές προσεγγίσεις ως προς την προσωρινή απασχόληση και δεδομένου ότι η φινλανδική νομοθεσία δεν περιέχει ειδικές διατάξεις για τη μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη της απαγορεύσεως που απορρέει από το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/104.

    134.

    Υπενθυμίζω, συναφώς, ότι η υποχρέωση σύμφωνης ερμηνείας δεν περιορίζεται στην ερμηνεία των διατάξεων του εσωτερικού δικαίου που έχουν θεσπιστεί για τη μεταφορά της οδηγίας 2008/104 στην εθνική έννομη τάξη, αλλά απαιτεί τη συνεκτίμηση του συνόλου των κανόνων του εθνικού δικαίου προκειμένου να διερευνηθεί σε ποιο βαθμό οι εν λόγω κανόνες θα μπορούσαν να εφαρμοστούν κατά τρόπο που να συνάδει προς τον επιδιωκόμενο με την εν λόγω οδηγία σκοπό ( 51 ).

    135.

    Η απουσία μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο δεν εμποδίζει το αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των κανόνων εθνικού δικαίου, αν μπορεί διά της ερμηνευτικής οδού να καταλήξει σε λύση σύμφωνη με το δίκαιο της Ένωσης.

    136.

    Σε περίπτωση κατά την οποία δεν καταστεί δυνατή η σύμφωνη ερμηνεία, πρέπει να εξεταστεί εάν το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/104 παράγει άμεσο αποτέλεσμα.

    137.

    Βάσει του περιεχομένου της, η διάταξη αυτή φαίνεται ότι μπορεί να παράγει άμεσο αποτέλεσμα. Ωστόσο, είναι αναγκαίο να εξεταστεί αν η εναγομένη της κύριας δίκης μπορεί να προβάλει τη διάταξη αυτή έναντι συνδικαλιστικής οργανώσεως εργαζομένων.

    138.

    Μολονότι το Δικαστήριο δεν έχει ακόμη αναγνωρίσει το οριζόντιο άμεσο αποτέλεσμα των οδηγιών της Ένωσης ( 52 ), από τη νομολογία μπορεί να συναχθεί ότι οι θεμελιώδεις ελευθερίες που κατοχυρώνονται στη Συνθήκη έχουν οριζόντιο άμεσο αποτέλεσμα, υπό την έννοια ότι μια εταιρία μπορεί να τις επικαλεστεί απευθείας έναντι συνδικαλιστικής οργανώσεως ή ενώσεως συνδικαλιστικών οργανώσεων ( 53 ).

    139.

    Φρονώ εύλογο να αναγνωριστεί το ίδιο αποτέλεσμα στη διάταξη του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/104, η οποία εξειδικεύει την απαγόρευση των περιορισμών στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στον ειδικό τομέα της προσωρινής απασχολήσεως.

    140.

    Πράγματι, πριν από την έκδοση της οδηγίας 2008/104 τα εθνικά μέτρα που περιόριζαν τη χρήση προσωρινώς απασχολουμένων και επενεργούσαν επίσης περιοριστικά στην παροχή υπηρεσιών στον τομέα αυτό ενέπιπταν δυνητικά στο πεδίο εφαρμογής της απαγορεύσεως του άρθρου 56 ΣΛΕΕ. Κατά τη γνώμη μου, δεν είναι συνεπές να επιτρέπεται τα εν λόγω μέτρα να τυγχάνουν απαλλαγής από την απαγόρευση αυτή απλώς και μόνον επειδή η απαγόρευση εξειδικεύεται πλέον στην οδηγία 2008/104 και επειδή οι οδηγίες δεν εφαρμόζονται, κατ’ αρχήν, απευθείας σε σχέσεις μεταξύ ιδιωτών.

    141.

    Θα ήθελα να είμαι σαφής: πρόθεσή μου δεν είναι να εμπλουτίσω τη συζήτηση σχετικά με το οριζόντιο άμεσο αποτέλεσμα που μπορεί να έχουν ορισμένες αρχές του δικαίου της Ένωσης, ιδίως όταν οι αρχές αυτές εξειδικεύονται με τις οδηγίες ( 54 ).

    142.

    Η προκειμένη περίπτωση είναι, κατά τη γνώμη μου, πολύ λιγότερο αμφιλεγόμενη, στο μέτρο που το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/104 ουδόλως επηρεάζει το ουσιαστικό περιεχόμενο του άρθρου 56 ΣΛΕΕ, το οποίο, κατά τα λοιπά, παράγει άμεσο αποτέλεσμα σε ορισμένες οριζόντιες σχέσεις, σύμφωνα με τη μέχρι τώρα νομολογία.

    143.

    Πράγματι, το εν λόγω άρθρο 4, παράγραφος 1, περιορίζεται να προβλέψει απαγόρευση των αδικαιολόγητων περιορισμών στην προσωρινή απασχόληση εντός πράξεως παραγώγου δικαίου με την οποία επιτελείται εναρμόνιση του τομέα αυτού (ενώ, στο παρελθόν, οι περιορισμοί αυτοί ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 56 ΣΛΕΕ) και να διευκρινίσει τους λόγους γενικού συμφέροντος που μπορούν να δικαιολογήσουν τους οικείους περιορισμούς.

    144.

    Επιπλέον, η εναρμόνιση που έλαβε χώρα στον τομέα αυτό σημαίνει ότι δεν είναι πλέον απαραίτητη η εξεύρεση ενός διασυνοριακού στοιχείου, το οποίο θα αποτελούσε, σε διαφορετική περίπτωση, προϋπόθεση για την ενεργοποίηση της εφαρμογής των διατάξεων σχετικά με τις θεμελιώδεις ελευθερίες. Πράγματι, δεν αμφισβητείται ότι η οδηγία 2008/104 εφαρμόζεται σε εγχώριες καταστάσεις.

    145.

    Εντούτοις, παρατηρώ ότι, στο πλαίσιο διαφοράς όπως αυτή της οποίας επιλαμβάνεται το αιτούν δικαστήριο, η εφαρμογή του άρθρου 56 ΣΛΕΕ δεν μπορεί να αποκλειστεί, καίτοι πρόκειται για διαφορά μεταξύ ιδιωτών του ίδιου κράτους μέλους, ανεξαρτήτως της εφαρμογής της οδηγίας 2008/104.

    146.

    Πράγματι, είναι πρόδηλο ότι η επίδικη ρήτρα μπορεί να παράγει διασυνοριακά αποτελέσματα που άπτονται του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 56 ΣΛΕΕ, ιδίως στο μέτρο που μπορεί να εμποδίσει την πρόσβαση της Shell σε υπηρεσίες παρεχόμενες από εταιρίες προσωρινής απασχολήσεως που είναι εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη ( 55 ). Σε μια τέτοια περίπτωση, φρονώ ότι παρέλκει η αναζήτηση ενός διασυνοριακού στοιχείου, το οποίο εξαρτάται αποκλειστικά από τις εκάστοτε περιστάσεις, όπως από το εάν κατά την περίοδο των πραγματικών περιστατικών η Shell προσέφυγε σε εταιρία προσωρινής απασχολήσεως εγκατεστημένη εκτός Φινλανδίας ή εάν ένας εκ των προσωρινώς απασχολουμένων που εργάζονταν για τη Shell κατά τη διάρκεια της περιόδου των πραγματικών περιστατικών προερχόταν από άλλο κράτος μέλος.

    147.

    Ως εκ τούτου, εάν το Δικαστήριο αποφανθεί επί του τρίτου ερωτήματος, προτείνω να απαντήσει συναφώς ότι επιχείρηση μπορεί να επικαλεστεί το εν λόγω άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/104 έναντι συνδικαλιστικής οργανώσεως.

    VI – Πρόταση

    148.

    Κατόπιν των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το työtuomioistuin ως εξής:

    1)

    Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/104/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 2008, περί της εργασίας μέσω εταιρίας προσωρινής απασχόλησης, έχει την έννοια ότι απαγορεύει τη διατήρηση ή την επιβολή απαγορεύσεων ή περιορισμών όσον αφορά την προσωρινή απασχόληση οι οποίοι δεν δικαιολογούνται από λόγους γενικού συμφέροντος που αφορούν ιδίως την προστασία των προσωρινώς απασχολουμένων, τις απαιτήσεις υγείας και ασφάλειας στην εργασία ή την ανάγκη διασφαλίσεως της εύρυθμης λειτουργίας της αγοράς εργασίας και της αποφυγής καταχρήσεων.

    2)

    Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/104 δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση που, αφενός, προβλέπει την απασχόληση εργατικού δυναμικού προσωρινώς διατιθέμενου από άλλη εταιρία αποκλειστικά για την εκτέλεση καθηκόντων προσωρινής φύσεως τα οποία, για αντικειμενικούς λόγους, δεν μπορούν να εκτελούνται από εργαζομένους που απασχολούνται απευθείας από τον έμμεσο εργοδότη και, αφετέρου, απαγορεύει την απασχόληση προσωρινώς εργαζομένων, παράλληλα με τους εργαζομένους που απασχολούνται απευθείας από την εταιρία, για την εκτέλεση καθηκόντων πανομοιότυπων με εκείνων που εκτελούνται από το μόνιμο προσωπικό για μακρό διάστημα.


    ( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

    ( 2 ) Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19ης Νοεμβρίου 2008 (ΕΕ L 327, σ. 9).

    ( 3 ) Σύμβαση συναφθείσα την 4η Ιουνίου 1997 μεταξύ της Teollisuuden ja Työnantajain Keskusliitto (νυν Elinkeinoelämän keskusliitto, κεντρική ομοσπονδία του βιομηχανικού κλάδου) και της Suomen Ammattiliittojen Keskusjärjestö (κεντρική οργάνωση φινλανδικών συνδικάτων).

    ( 4 ) Οι εναγόμενες της κύρια δίκης και η Ουγγρική Κυβέρνηση. Υπέρ της ίδιας θέσεως τάσσεται και το αιτούν δικαστήριο. Η Γαλλική και η Πολωνική Κυβέρνηση δεν υπέβαλαν παρατηρήσεις επί του συγκεκριμένου ερωτήματος.

    ( 5 ) Το ενάγον της κύριας δίκης καθώς και η Φινλανδική, η Γερμανική, η Σουηδική και η Νορβηγική Κυβέρνηση. Η Επιτροπή, που μετέβαλε τη θέση της κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, φαίνεται να προτείνει την ίδια ερμηνεία.

    ( 6 ) Όσον αφορά τον μη εξαντλητικό χαρακτήρα της απαριθμήσεως αυτής, βλ. σημείο 100 κατωτέρω.

    ( 7 ) Η Φινλανδική, η Γερμανική, η Σουηδική, η Νορβηγική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

    ( 8 ) Ο τίτλος της αρχικής νομοθετικής προτάσεως τροποποιήθηκε κατά τη διαδικασία της αναγνώσεως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο από «οδηγία [...] περί των όρων εργασίας των προσωρινά απασχολουμένων μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης» σε «οδηγία [...] περί της εργασίας μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης» με την αιτιολογία ότι «οι στόχοι και το περιεχόμενο της οδηγίας καλύπτουν ευρύτερα ζητήματα από απλώς τους “όρους εργασίας”, διότι αφορούν επίσης την προώθηση και το ρυθμιστικό πλαίσιο του τομέα προσωρινής εργασίας μέσω εταιρίας προσωρινής απασχόλησης», ώστε να ευθυγραμμιστεί με τις προηγούμενες οδηγίες για την εργασία μερικής απασχολήσεως και την απασχόληση ορισμένου χρόνου (βλ. αιτιολογική σκέψη του νομοθετικού ψηφίσματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, A5-0356/2002, της 23ης Οκτωβρίου 2002, τροπολογία 1).

    ( 9 ) Οι αιτιολογικές σκέψεις 9 έως 11 της οδηγίας 2008/104 υπογραμμίζουν τη σημασία των νέων μορφών οργανώσεως της εργασίας για τη δημιουργία θέσεων εργασίας, που συνιστά έναν από τους κύριους άξονες της στρατηγικής της Λισσαβώνας.

    ( 10 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 18 της οδηγίας 2008/104.

    ( 11 ) Πέραν της οδηγίας 2008/104, πρόκειται για την οδηγία 97/81/ΕΚ του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία μερικής απασχόλησης που συνήφθη από την UNICE, το CEEP και την CES (ΕΕ 1998, L 14, σ. 9), και την οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP (ΕΕ L 175, σ. 43).

    ( 12 ) Ο σκοπός αυτός ήταν που κυριάρχησε στις μεταγενέστερες προτάσεις της Επιτροπής σχετικά με την άτυπη εργασία: η πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου για τη συμπλήρωση των μέτρων που αποσκοπούν στο να προαγάγουν τη βελτίωση της ασφάλειας και της υγείας των εκτάκτων εργαζομένων [COM(90) 228 της Επιτροπής, της 29ης Ιουνίου 1990], η οποία δεν ευδοκίμησε σε μεγάλο βαθμό, και η πρόταση SEC(1995) 1540, η οποία εισήγαγε τη διαβούλευση των κοινωνικών εταίρων που οδήγησε στην έγκριση δύο συμφωνιών πλαισίων σχετικά με τη μερική απασχόληση και την απασχόληση ορισμένου χρόνου.

    ( 13 ) Βλ. τις κοινές αρχές για την ευελιξία με ασφάλεια που υιοθετήθηκαν από το Συμβούλιο στις 5 και 6 Δεκεμβρίου 2007 και εγκρίθηκαν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 14 Δεκεμβρίου 2007· (έγγραφο του Συμβουλίου αριθ. 16201/07). Βλ. επίσης ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών, με τίτλο: «Θέσπιση κοινών αρχών όσον αφορά την ευελιξία με ασφάλεια: περισσότερες και καλύτερες θέσεις εργασίας μέσω της ευελιξίας με ασφάλεια» [COM(2007) 359 τελικό, της 27ης Ιουνίου 2007].

    ( 14 ) Βλ. Bell, M., «Between flexicurity and fundamental social rights: the EU directives on atypical work», European law review, 2012, τόμος 37, αριθ. 1, σ. 36· Davies, A., «Regulating atypical work: beyond equality», Resocialising Europe in a time of crisis, 2013, σ. 237.

    ( 15 ) Η εν λόγω εναρμόνιση, δυνάμει της ρήτρας μη υποβαθμίσεως η οποία περιέχεται στο άρθρο 9, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/104, δεν πρέπει να οδηγήσει στην αποδυνάμωση του γενικού επιπέδου προστασίας των εργαζομένων στον οικείο τομέα.

    ( 16 ) Βλ., μεταξύ άλλων, Bell, M., όπ.π., σ. 36· Davies, A., όπ.π., σ. 237· Countouris, N. και Horton. R., «The Temporary Agency Work Directive: Another Broken Promise», Industrial Law Journal, 2009, τόμος 38, αριθ. 3, σ. 335· Lhernould, J.-P., «Le détachement des travailleurs intérimaires dans l’Union européenne», Revue de droit de travail, 2012, σ. 308· Weiss, M., «Regulating Temporary Work in Germany», Temporary agency work in the European Union and the United States, σ. 120 έως 122· Rönnmar, M., «The regulation of temporary agency work in Sweden and the impact of the (2008/104/EC) Directive», European Labour Law Journal (ELLJ), 2010, τόμος 1, αριθ. 3, σ. 422 έως 429.

    ( 17 ) Αντιστοίχως, Engels, C., «Regulating temporary work in the European Union: The Agency Directive», Temporary agency work in the European Union and the United States, 2013, αριθ. 82, σ. 14· Mitrus, L., «Ochrona pracowników tymczasowych w świetle prawa unijnego a prawo polskie», Sobczyk A. (έκδ.), Z problematyki zatrudnienia tymczasowego, Wolters Kluwer Polska, 2011, σ. 18.

    ( 18 ) Κοινή δήλωση της EuroCIETT (ευρωπαϊκή συνομοσπονδία εταιρειών προσωρινής απασχόλησης) και της UNI-Europa (Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Συνδικάτων) της 28ης Μαΐου 2008, σχετικά με την οδηγία περί της εργασίας μέσω εταιρίας προσωρινής απασχόλησης, σημεία 7 και 14 (http://www.eurociett.eu/).

    ( 19 ) Το ενάγον της κύριας δίκης και η Φινλανδική Κυβέρνηση.

    ( 20 ) Βλ. την τροποποιημένη πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί των όρων εργασίας των προσωρινά απασχολουμένων μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης [COM(2002) 701 τελικό, της 28ης Νοεμβρίου 2002], η οποία αντικατέστησε την αρχική πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί των όρων εργασίας των προσωρινά απασχολουμένων μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης [COM(2002) 149 τελικό, της 20ής Μαρτίου 2002] κατόπιν της πρώτης αναγνώσεως στο Κοινοβούλιο.

    ( 21 ) Κοινή θέση 24/2008 του Συμβουλίου, της 15ης Σεπτεμβρίου 2008 (ST 10599 2008).

    ( 22 ) Συγκεκριμένα, το Κοινοβούλιο τροποποίησε την αρχική πρόταση της Επιτροπής, εισάγοντας τρεις νέους λόγους για τους οποίους μπορεί να θεωρούνται δικαιολογημένοι οι περιορισμοί (λόγοι υγείας και ασφάλειας καθώς και άλλοι κίνδυνοι για ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων ή κλάδους οικονομικής δραστηριότητας, καλή λειτουργία της αγοράς εργασίας και ανάγκη για πρόληψη καταχρηστικών πρακτικών). Βλ. νομοθετικό ψήφισμα του Κοινοβουλίου της 21ης Νοεμβρίου 2002 [P5_TA(2002)0562] καθώς και την αιτιολογική έκθεση (A5-0356/2002 της 23ης Οκτωβρίου 2002)

    ( 23 ) Η εν λόγω τροπολογία 34 χωρίζει τη συγκεκριμένη διάταξη του άρθρου 4 σε δύο διακριτά μέρη, ήτοι: «το πρώτο ορίζει σαφώς ότι περιορισμοί και απαγορεύσεις σχετικά με την προσφυγή στην προσωρινή εργασία μέσω εταιρίας μπορούν να διατηρηθούν και/ή να επιβληθούν σε ορισμένες περιπτώσεις […] το δεύτερο ισχυροποιεί τη διάταξη για την εκ μέρους των κρατών μελών επανεξέταση αυτών των περιορισμών». Βλ. αιτιολογική έκθεση του νομοθετικού ψηφίσματος του Κοινοβουλίου (A5‑0356/2002 της 23ης Οκτωβρίου 2002).

    ( 24 ) Κοινή θέση 24/2008, σημείο 2.2 της αιτιολογικής εκθέσεως.

    ( 25 ) Ανακοίνωση της Επιτροπής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 251, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ, όσον αφορά την κοινή θέση του Συμβουλίου για την έκδοση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί της εργασίας μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης – Πολιτική συμφωνία για κοινή θέση [COM(2008) 569 τελικό, της 18ης Σεπτεμβρίου 2008, σ. 6].

    ( 26 ) Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2008 [P6_TA(2008) 0507].

    ( 27 ) Το ενάγον της κύριας δίκης, η Φινλανδική, η Γερμανική, και η Σουηδική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

    ( 28 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Επιτροπή κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (C‑411/06, EU:C:2009:518, σκέψη 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    ( 29 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Huber (C‑336/00, EU:C:2002:509, σκέψη 31).

    ( 30 ) Βλ. άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 97/81, καθώς και αποφάσεις Michaeler κ.λπ. (C‑55/07 και C‑56/07, EU:C:2008:248) και Bruno κ.λπ. (C‑395/08, EU:C:2010:329, σκέψη 78). Η εν λόγω οδηγία εκδόθηκε βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 2, της συμφωνίας για την κοινωνική πολιτική, η οποία προσαρτήθηκε στη Συνθήκη ΕΚ και ενσωματώθηκε στη συνέχεια στο κοινωνικό κεφάλαιο της Συνθήκης ΕΚ (άρθρο 139, παράγραφος 2, ΕΚ).

    ( 31 ) Αποφάσεις Laval un Partneri (C‑341/05, EU:C:2007:809, σκέψη 98) καθώς και The International Transport Workers’ Federation και The Finnish Seamen’s Union (C‑438/05, EU:C:2007:772, σκέψεις 33 και 54 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    ( 32 ) Αποφάσεις Prigge κ.λπ. (C‑447/09, EU:C:2011:573, σκέψη 47) και Erny (C‑172/11, EU:C:2012:399, σκέψη 50). Η συλλογιστική αυτή επαναλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 19 της οδηγίας 2008/104.

    ( 33 ) Απόφαση Hennigs και Mai (C‑297/10 και C‑298/10, EU:C:2011:560, σκέψεις 68 έως 78).

    ( 34 ) Βλ. προτάσεις της γενικής εισαγγελέα E. Sharpston στην υπόθεση Österreichischer Gewerkschaftsbund (C‑476/12, EU:C:2014:89, σημείο 51).

    ( 35 ) Αντιθέτως, μια τέτοια παρέκκλιση προβλέπεται στο άρθρο 5, παράγραφος 3, της οδηγίας 2008/104 σχετικά με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των προσωρινώς απασχολουμένων.

    ( 36 ) Γνωμοδότηση 1/09 (EU:C:2011:123, σκέψεις 85 και 89).

    ( 37 ) Στις γραπτές παρατηρήσεις της η Επιτροπή πρότεινε μια διαφορετική ερμηνεία, υποστηρίζοντας ότι το εν λόγω άρθρο 4 απαγορεύει τη διατήρηση αδικαιολόγητων περιορισμών όσον αφορά την προσφυγή στην προσωρινή απασχόληση.

    ( 38 ) Robin-Olivier, S., «A French reading of Directive 2008/104 on temporary agency work», European labour law journal, 2010, τόμος 1, αριθ. 3, σ. 404.

    ( 39 ) Παραδείγματος χάριν, η απαγόρευση συνάψεως συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου με προσωρινώς απασχολούμενο εργαζόμενο, η απαγόρευση της προσφυγής στην προσωρινή απασχόληση με σκοπό την πρόσληψη από τον έμμεσο εργοδότη ή η απαγόρευση της απασχολήσεως των ατόμων με αναπηρία ως προσωρινώς απασχολουμένων [βλ. έκθεση των υπηρεσιών της Επιτροπής σχετικά με τις εργασίες της ομάδας εμπειρογνωμόνων σχετικά με τη μεταφορά της οδηγίας 2008/104, Αύγουστος 2011, σ. 29 και 31, καθώς και έκθεση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών, σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας 2008/104/ΕΚ περί της εργασίας μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης», COM(2014) 176 τελικό της 21ης Μαρτίου 2014, σ. 12 και 13].

    ( 40 ) Βλ. παραδείγματος χάριν, αποφάσεις Επιτροπή κατά Βελγίου (C‑397/10, EU:C:2011:444) καθώς και Strojírny Prostějov και ACO Industries Tábor (C‑53/13 και C‑80/13, EU:C:2014:2011).

    ( 41 ) Βλ. σημεία 80 έως 83 των παρουσών προτάσεων.

    ( 42 ) Βλ. σημεία 145 και 146 των παρουσών προτάσεων.

    ( 43 ) Απόφαση Portugaia Construções (C‑164/99, EU:C:2002:40, σκέψη 16 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    ( 44 ) Αποφάσεις Säger (C‑76/90, EU:C:1991:331, σκέψη 15) καθώς και Strojírny Prostějov και ACO Industries Tábor (EU:C:2014:2011, σκέψη 44). Στους επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος που έχει ήδη αναγνωρίσει το Δικαστήριο συγκαταλέγεται η προστασία των εργαζομένων (βλ. απόφαση Portugaia Construções, EU:C:2002:40, σκέψη 20).

    ( 45 ) Βλ. απόφαση Strojírny Prostějov και ACO Industries Tábor (EU:C:2014:2011). Ομοίως, οι εθνικές απαιτήσεις όσον αφορά την καταχώριση, την αδειοδότηση, την πιστοποίηση, την οικονομική εγγύηση ή την εποπτεία των εταιριών προσωρινής απασχολήσεως εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2008/104, δυνάμει του άρθρου της 4, παράγραφος 4, και, ως εκ τούτου, υπόκεινται ενδεχομένως στα άρθρα 49 ΣΛΕΕ και 56 ΣΛΕΕ.

    ( 46 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 15 της οδηγίας 2008/104, καθώς και σημείο 7 των γενικών παρατηρήσεων της συμφωνίας-πλαισίου που προβλέπεται στην οδηγία 1999/70. Βλ., επίσης, προτάσεις της γενικής εισαγγελέα E. Sharpston στην υπόθεση Jansen (C‑313/10, EU:C:2011:593, σημείο 57).

    ( 47 ) Βλ. ορισμούς των εννοιών «εταιρεία προσωρινής απασχόλησης», «προσωρινά απασχολούμενος» και «έμμεσος εργοδότης» στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ έως δʹ, της οδηγίας 2008/104.

    ( 48 ) Η επισήμανση αυτή υποστηρίζεται από την έκθεση COM(2014) 176 τελικό, σ. 9 και 10.

    ( 49 ) Απόφαση Mac Quen κ.λπ.(C‑108/96, EU:C:2001:67, σκέψεις 33 και 34).

    ( 50 ) Βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Pfeiffer κ.λπ. (C‑397/01 έως C‑403/01, EU:C:2004:584, σκέψεις 101 και 119) καθώς και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα D. Ruiz-Jarabo Colomer στην ίδια υπόθεση (C‑397/01 έως C‑403/01, EU:C:2003:245, σημείο 59).

    ( 51 ) Αποφάσεις Marleasing (C‑106/89, EU:C:1990:395, σκέψη 8), Pfeiffer κ.λπ. (EU:C:2004:584, σκέψη 115) και Association de médiation sociale (C‑176/12, EU:C:2014:2, σκέψη 38).

    ( 52 ) Αποφάσεις Dominguez (C‑282/10, EU:C:2012:33, σκέψη 42) και Association de médiation sociale (EU:C:2014:2, σκέψη 36).

    ( 53 ) Βλ., συναφώς, απόφαση Laval un Partneri (EU:C:2007:809, σκέψη 98) καθώς και τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Mengozzi στην ίδια υπόθεση (C‑341/05, EU:C:2007:291, σημεία 159 έως 161) και, σχετικά με την ελευθερία εγκαταστάσεως, απόφαση International Transport Workers’ Federation και Finnish Seamen’s Union (EU:C:2007:772, σκέψη 66).

    ( 54 ) Βλ., προσφάτως, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Cruz Villalón στην υπόθεση Association de médiation sociale (C‑176/12, EU:C:2013:491, σημεία 73 έως 80).

    ( 55 ) Βλ., συναφώς, απόφαση Venturini κ.λπ. (C‑159/12 έως C‑161/12, EU:C:2013:791, σημείο 26), καθώς και τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ν. Wahl στην ίδια υπόθεση (C‑159/12 έως C‑161/12, EU:C:2013:529, σημείο 35).

    Επάνω