EUR-Lex Πρόσβαση στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Επιστροφή στην αρχική σελίδα του EUR-Lex

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62012CJ0417

Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 15ης Οκτωβρίου 2014.
Βασίλειο της Δανίας κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Αίτηση αναιρέσεως — ΕΓΤΠΕ — Παύση καλλιέργειας εκτάσεων — Έλεγχοι με τηλεπισκόπηση — Φυτική κάλυψη των αγροτεμαχίων υπό καθεστώς παύσεως καλλιέργειας — Δημοσιονομικές διορθώσεις.
Υπόθεση C‑417/12 P.

Συλλογή της Νομολογίας — Γενική Συλλογή

Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2014:2288

ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 15ης Οκτωβρίου 2014 ( *1 )

«Αίτηση αναιρέσεως — ΕΓΤΠΕ — Παύση καλλιέργειας εκτάσεων — Έλεγχοι με τηλεπισκόπηση — Φυτική κάλυψη των αγροτεμαχίων υπό καθεστώς παύσεως καλλιέργειας — Δημοσιονομικές διορθώσεις»

Στην υπόθεση C‑417/12 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 13 Σεπτεμβρίου 2012,

Βασίλειο της Δανίας, εκπροσωπούμενο από τη V. Pasternak Jørgensen, επικουρούμενη από τους J. Pinborg και P. Biering, advokaterne,

αναιρεσείον,

υποστηριζόμενο από:

τη Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον D. Colas και την C. Candat,

το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, εκπροσωπούμενο από τις M. de Ree και M. Bulterman,

τη Δημοκρατία της Φινλανδίας, εκπροσωπούμενη από τον J. Leppo,

το Βασίλειο της Σουηδίας, εκπροσωπούμενο από την U. Persson,

παρεμβαίνοντα στη διαδικασία αναιρέσεως,

όπου ο έτερος διάδικος είναι:

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον F. Jimeno Fernández, επικουρούμενο από τον T. Ryhl, advokat,

καθής πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Tizzano, πρόεδρο τμήματος, S. Rodin, A. Borg Barthet, E. Levits (εισηγητή) και M. Berger, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: N. Jääskinen

γραμματέας: C. Strömholm, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 12ης Δεκεμβρίου 2013,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 30ής Απριλίου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με την αίτησή του αναιρέσεως, το Βασίλειο της Δανίας ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης Δανία κατά Επιτροπής (T‑212/09, EU:T:2012:335, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή περί εν μέρει ακυρώσεως της αποφάσεως 2009/253/ΕΚ της Επιτροπής, της 19ης Μαρτίου 2009, περί εξαίρεσης από την κοινοτική χρηματοδότηση ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), τμήμα Εγγυήσεων και στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) (ΕΕ L 75, σ. 15, στο εξής: επίδικη απόφαση), στο μέτρο που η απόφαση αυτή απέκλειε από την κοινοτική χρηματοδότηση ορισμένες δαπάνες που είχε πραγματοποιήσει το Βασίλειο της Δανίας στο πλαίσιο της παύσεως καλλιέργειας εκτάσεων.

Το νομικό πλαίσιο

Ο κανονισμός (ΕΚ) 1258/1999

2

Ο κανονισμός (ΕΚ) 1258/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, περί χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΕΕ L 160, σ. 103), που είχε εφαρμογή κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, προέβλεπε στο άρθρο του 7, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, ότι:

«Σε περίπτωση που η Επιτροπή διαπιστώσει ότι οι δαπάνες δεν πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες, αποφασίζει την απόρριψη αιτήματος κοινοτικής χρηματοδοτήσεως δαπανών βάσει των άρθρων 2 και 3.»

Ο κανονισμός (ΕΚ) 2316/1999

3

Ο κανονισμός (ΕΚ) 2316/1999 της Επιτροπής, της 22ας Οκτωβρίου 1999, περί της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 1251/1999 του Συμβουλίου, για τη θέσπιση καθεστώτος στήριξης των παραγωγών ορισμένων αροτραίων καλλιεργειών (ΕΕ L 280, σ. 43), που είχε εφαρμογή κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, όριζε τα εξής στο άρθρο του 19:

«1.   Οι εκτάσεις που έχουν παύσει να καλλιεργούνται σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο πρέπει να καλύπτουν έκταση τουλάχιστον 0,3 εκταρίων μιας μόνης εκμετάλλευσης και να έχουν πλάτος τουλάχιστον 20 μέτρα.

Τα κράτη μέλη μπορούν να λαμβάνουν υπόψη:

α)

εκτάσεις με διαστάσεις μικρότερες από τις προαναφερθείσες, εάν αφορούν ολόκληρα αγροτεμάχια με αμετακίνητα όρια όπως τοίχους, φράκτες και υδατορρεύματα·

[...]

4.   Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τα απαιτούμενα μέτρα τα οποία αρμόζουν στην ιδιαίτερη κατάσταση των εκτάσεων που έχουν παύσει να καλλιεργούνται έτσι ώστε να διασφαλίζεται η προστασία του περιβάλλοντος. Τα μέτρα αυτά μπορούν επίσης να αφορούν φυτική κάλυψη· στην περίπτωση αυτή, τα μέτρα αυτά πρέπει να προβλέπουν ότι η φυτική κάλυψη δεν μπορεί να προορίζεται για την παραγωγή σπόρων προς σπορά και ότι δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να χρησιμοποιηθεί για γεωργικούς σκοπούς πριν τις 31 Αυγούστου, ούτε να αποτελέσει, μέχρι τις 15 Ιανουαρίου, φυτική παραγωγή που προορίζεται για εμπορία.

[...]»

Ο κανονισμός (ΕΚ) 2419/2001

4

Ο κανονισμός (ΕΚ) 2419/2001 της Επιτροπής, της 11ης Δεκεμβρίου 2001, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του ολοκληρωμένου συστήματος διαχειρίσεως και ελέγχου για ορισμένα καθεστώτα κοινωνικών ενισχύσεων που θεσπίστηκαν με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 3508/92 του Συμβουλίου (ΕΕ L 327, σ. 11) προέβλεπε στο άρθρο του 15 ότι:

«Οι διοικητικοί και οι επιτόπιοι έλεγχοι πραγματοποιούνται κατά τρόπον ώστε να εξασφαλίζεται η αποτελεσματική εξακρίβωση της τηρήσεως των όρων για την παροχή των ενισχύσεων.»

5

Κατά το άρθρο 22, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, σχετικά με τον καθορισμό της εκτάσεως των αγροτεμαχίων:

«Ο καθορισμός της έκτασης των αγροτεμαχίων πραγματοποιείται με κάθε πρόσφορο μέσο που ορίζει η αρμόδια αρχή και που εξασφαλίζει ακρίβεια μέτρησης τουλάχιστον ισοδύναμη με εκείνη που απαιτείται για τις επίσημες μετρήσεις σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις. Η αρμόδια αρχή καθορίζει ένα περιθώριο ανοχής, λαμβάνοντας υπόψη τη χρησιμοποιούμενη μέθοδο μέτρησης, την ακρίβεια των διαθέσιμων επίσημων εγγράφων, την τοπική κατάσταση, όπως η κλίση ή το σχήμα του αγροτεμαχίου, και τις διατάξεις της παραγράφου 2.»

6

Το άρθρο 23 του ίδιου κανονισμού όριζε τις λεπτομέρειες των ελέγχων με τηλεπισκόπηση.

Ο κανονισμός (ΕΚ) 1290/2005

7

Υπό τον τίτλο «Εκκαθάριση ως προς τη συμμόρφωση», το άρθρο 31 του κανονισμού (ΕΚ) 1290/2005 του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 2005, περί χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΕΕ L 209, σ. 1) προβλέπει στις παραγράφους του 1 έως 3:

«1.   Εφόσον η Επιτροπή διαπιστώσει ότι δαπάνες που αναφέρονται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, και στο άρθρο 4, δεν πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες, αποφασίζει τι ποσά πρέπει να αποκλειστούν από την κοινοτική χρηματοδότηση, με τη διαδικασία του άρθρου 41, παράγραφος 3.

2.   Η Επιτροπή υπολογίζει τα προς απόρριψη ποσά λαμβάνοντας υπόψη, ιδίως, την έκταση της διαπιστωθείσας έλλειψης συμμόρφωσης. Η Επιτροπή εκτιμά εν προκειμένω το είδος και τη σοβαρότητα της παράβασης, καθώς και την οικονομική ζημία που υπέστη η Κοινότητα.

3.   Πριν από οποιαδήποτε απόφαση περί απορρίψεως της χρηματοδοτήσεως, τα αποτελέσματα των εξακριβώσεων της Επιτροπής καθώς και οι απαντήσεις του ενδιαφερομένου κράτους μέλους κοινοποιούνται εκατέρωθεν γραπτώς, κατόπιν δε τούτου τα δύο μέρη επιχειρούν να έλθουν σε συμφωνία για τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν.

Σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί συμφωνία, το κράτος μέλος μπορεί να ζητήσει, εντός τεσσάρων μηνών, την έναρξη διαδικασίας για συμβιβασμό των αντίστοιχων θέσεων της οποίας τα αποτελέσματα ανακοινώνονται με έκθεση προς την Επιτροπή, η οποία τα εξετάζει πριν αποφασίσει τυχόν απόρριψη της χρηματοδοτήσεως.»

Οι κατευθυντήριες γραμμές

8

Το έγγραφο αριθ. VI/5330/97 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 1997, με τίτλο «Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τον υπολογισμό των δημοσιονομικών επιπτώσεων κατά την προετοιμασία της αποφάσεως εκκαθαρίσεως των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ-Τμήμα Εγγυήσεων» (στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές) περιγράφει τη μέθοδο εφαρμογής των κατ’ αποκοπή δημοσιονομικών διορθώσεων. Προβλέπει, ιδίως, ότι:

«Η Επιτροπή οφείλει να επιβάλει κατ’ αποκοπήν διορθώσεις εφόσον διαπιστώσει ότι δεν εφαρμόστηκε δεόντως μέτρο ελέγχου απαιτούμενο ρητώς από κανονισμό ή εμμέσως αναγκαίο για την τήρηση ρητού κανόνα (επί παραδείγματι, περιορισμός ενισχύσεως σε προϊόν ορισμένης ποιότητας).

Όταν οι έλεγχοι που πραγματοποιούνται είναι πλημμελείς, πρέπει να εκτιμάται η σοβαρότητα της πλημμέλειας. Στην πράξη, όλες οι διαδικασίες ελέγχου επιδέχονται τελειοποιήσεις και μία από τις αποστολές των ελεγκτών της Επιτροπής είναι να διατυπώνει συστάσεις για τη βελτίωση των διαδικασιών και τη διεξαγωγή επιπλέον ελέγχων οι οποίοι, αν και δεν προβλέπονται από τον νομοθέτη, παρέχουν πρόσθετη εγγύηση για τη νομιμότητα των δαπανών υπό τις περιστάσεις που προσιδιάζουν στο οικείο κράτος μέλος. Ωστόσο, το γεγονός ότι μία διαδικασία ελέγχου επιδέχεται τελειοποίηση δεν επαρκεί, αφ’ εαυτού, για να δικαιολογήσει τη δημοσιονομική διόρθωση. Πρέπει να υφίσταται σημαντική παράλειψη κατά την εφαρμογή των ρητών κοινοτικών κανόνων και η παράλειψη αυτή πρέπει να εκθέτει το [Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ)] σε πραγματικό κίνδυνο ζημίας ή παρατυπίας.»

9

Οι κατευθυντήριες γραμμές ορίζουν τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για την εφαρμογή κατ’ αποκοπήν δημοσιονομικής διορθώσεως επί των δηλωθεισών δαπανών ύψους 2 %, 5 %, 10 % ή 25 %.

Το ιστορικό της διαφοράς και η επίδικη απόφαση

10

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αφού διενήργησε επιτόπια έρευνα τον Οκτώβριο και Δεκέμβριο του 2004 όσον αφορά τις προϋποθέσεις εφαρμογής από τις αρχές της Δανίας, για τα οικονομικά έτη 2002 έως 2004, του ολοκληρωμένου συστήματος διαχειρίσεως και ελέγχου των αροτραίων καλλιεργειών, ενημέρωσε το Βασίλειο της Δανίας ότι οι αρχές αυτές δεν είχαν τηρήσει τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) 1251/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, για τη θέσπιση καθεστώτος στήριξης των παραγωγών ορισμένων αροτραίων καλλιεργειών (ΕΕ L 160, σ. 1) και του κανονισμού (ΕΟΚ) 3508/92 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 1992, για τη θέσπιση ενός ολοκληρωμένου συστήματος διαχειρίσεως και ελέγχου σχετικά με ορισμένα καθεστώτα κοινοτικών ενισχύσεων (ΕΕ L 355, σ. 1).

11

Κατόπιν της ανακοινώσεως, με έγγραφο της 27ης Ιουνίου 2006, των προτάσεών της στο Βασίλειο της Δανίας κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 1663/95 της Επιτροπής, της 7ης Ιουλίου 1995, για τη θέσπιση λεπτομερειών εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 729/70 όσον αφορά τη διαδικασία για την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ, τμήμα Εγγυήσεων (ΕΕ L 158, σ. 6), όπως έχει τροποποιηθεί από τον κανονισμό (ΕΚ) 2245/1999 της Επιτροπής, της 22ας Οκτωβρίου 1999 (ΕΕ L 273, σ. 5), και αλληλογραφίας, η Επιτροπή απάντησε, με έγγραφο της 21ης Φεβρουαρίου 2008 απευθυνόμενο προς το κράτος μέλος αυτό, ότι επρόκειτο να επιβληθούν σε ορισμένες δαπάνες δημοσιονομικές διορθώσεις ποσοστού 5 % και 10 % για τα οικονομικά έτη 2002 έως 2004. Το ύψος των διορθώσεων αυτών ανερχόταν σε 750 εκατομμύρια κορώνες Δανίας (DKK).

12

Το Βασίλειο της Δανίας θεώρησε τη διόρθωση αυτή αδικαιολόγητη και προσέφυγε στο όργανο συμβιβασμού.

13

Το όργανο συμβιβασμού κατέληξε, με την από 9 Σεπτεμβρίου 2008 έκθεσή του, ότι οι αντικρουόμενες απόψεις δεν επιδέχοντο συμβιβασμό και κάλεσε την Επιτροπή να εξετάσει εκ νέου την πρόταση εφαρμογής διορθώσεων ύψους 5 % και 10 % σε όλες τις επίμαχες δαπάνες.

14

Η Επιτροπή, όπως αναφέρει στη συνοπτική έκθεση της Γενικής Διευθύνσεως (ΓΔ) «Γεωργία και αγροτική ανάπτυξη» της 6ης Ιανουαρίου 2009, σχετικά με τα αποτελέσματα των ελέγχων που διενήργησε η Επιτροπή στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθαρίσεως των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ, τμήμα Εγγυήσεων, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 4, του κανονισμού 1258/1999 και του άρθρου 31 του κανονισμού 1290/2005 (στο εξής: συνοπτική έκθεση), εφάρμοσε, με την επίδικη απόφαση, κατ’ αποκοπή δημοσιονομικές διορθώσεις ανερχόμενες, αναλόγως της περιπτώσεως, σε 2 %, σε 5 % ή 10 % επί των δαπανών που πραγματοποίησε το Βασίλειο της Δανίας λόγω των πλημμελειών που διαπιστώθηκαν σε σχέση με τους ελέγχους με τηλεπισκόπηση των αγροτεμαχίων και τους ελέγχους τηρήσεως των απαιτήσεων της νομοθεσίας όσον αφορά εκτάσεις υπό καθεστώς παύσεως καλλιέργειας.

15

Αφενός, η Επιτροπή εφάρμοσε στις ενισχύσεις που καταβλήθηκαν για τα οικονομικά έτη 2003 και 2004 κατ’ αποκοπή διόρθωση ύψους 2 % για τη ζημία σε βάρος του ΕΓΤΠΕ, με το αιτιολογικό ότι το Βασίλειο της Δανίας δεν έλαβε διορθωτικά μέτρα, στο πλαίσιο των ελέγχων με τηλεπισκόπηση, κατά τη μέτρηση των αγροτεμαχίων με τη χρήση εικόνων υψηλής αναλύσεως (στο εξής: εικόνες HR).

16

Αφετέρου, η Επιτροπή, έχοντας διαπιστώσει διάφορες παρατυπίες που αφορούσαν τα αγροτεμάχια υπό καθεστώς παύσεως καλλιέργειας οι οποίες μπορούσαν να δικαιολογήσουν την εξαίρεση από τη χρηματοδότηση ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο του ΕΓΤΠΕ, συμπέρανε ότι οι βασικοί έλεγχοι επί των εκτάσεων αυτών είτε δεν είχαν πραγματοποιηθεί είτε είχαν πραγματοποιηθεί τόσο πλημμελώς, ώστε ήσαν τελείως αναποτελεσματικοί. Επομένως, εφάρμοσε στις ενισχύσεις που καταβλήθηκαν για τα οικονομικά έτη 2002 έως 2004 κατ’ αποκοπή δημοσιονομική διόρθωση καθορισθείσα, αναλόγως της περιπτώσεως, σε 5 % ή 10 % προς αποκατάσταση της οικονομικής ζημίας που υπέστη το ΕΓΤΠΕ.

Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

17

Πρώτον, όσον αφορά τους κανόνες περί των ελέγχων με τηλεπισκόπηση, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 48 έως 50 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το Βασίλειο της Δανίας έπρεπε να χρησιμοποιήσει διαφορετική μέθοδο για να εξασφαλίσει την ακρίβεια των μετρήσεων των αγροτεμαχίων οι οποίες πραγματοποιήθηκαν με τη χρήση των εικόνων HR, κατά μείζονα λόγο διότι οι αρχές του κράτους μέλους αυτού είχαν ενημερωθεί ήδη από τον Δεκέμβριο του 2002 ότι η Επιτροπή δεν ενέκρινε τη μέθοδο αυτή μετρήσεως.

18

Περαιτέρω, στη σκέψη 52 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο αναγνώρισε στην Επιτροπή, δυνάμει του άρθρου 22, παράγραφος 1, του κανονισμού 2419/2001, την ελευθερία να χρησιμοποιεί κάθε πρόσφορο μέσο για να βεβαιωθεί για την έκταση των αγροτεμαχίων που ελέγχει.

19

Δεύτερον, όσον αφορά τους κανόνες περί των ελέγχων των εκτάσεων υπό καθεστώς παύσεως καλλιέργειας, το Γενικό Δικαστήριο προέβη, αφενός, στις σκέψεις 69 έως 85 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, σε ερμηνεία του άρθρου 19, παράγραφος 4, του κανονισμού 2316/1999 κρίνοντας, αντίθετα προς την άποψη της Επιτροπής, ότι η διατήρηση της φυτικής καλύψεως αγροτεμαχίου υπό καθεστώς παύσεως καλλιέργειας αποτελεί κατάλληλο μέτρο για τη συντήρησή του και για την προστασία του περιβάλλοντος. Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ωστόσο, στη σκέψη 106 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, όταν η Επιτροπή στηρίζεται, προκειμένου να δικαιολογήσει σοβαρή και εύλογη αμφιβολία, σε περισσότερα, αυτοτελή μεταξύ τους, αποδεικτικά στοιχεία, αρκεί να επιβεβαιωθεί ένα από τα στοιχεία αυτά για να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι ο τρόπος εφαρμογής των ελέγχων είναι ανεπαρκής. Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο συνέχισε την εξέταση των λοιπών αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε η Επιτροπή.

20

Το Γενικό Δικαστήριο, αφού υπενθύμισε την υποχρέωση συντηρήσεως των αγροτεμαχίων υπό καθεστώς παύσεως καλλιέργειας την οποία υπέχουν τα κράτη μέλη, έκρινε, στις σκέψεις 93 και 94 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, δυνάμει της εν λόγω διατάξεως, η διατηρούμενη φυτική κάλυψη των εκτάσεων αυτών έπρεπε να συντηρείται για λόγους διατηρήσεως της καταστάσεως της αγροτικής γης των αγροτεμαχίων αυτών.

21

Αφετέρου, όσον αφορά την έννοια των «αμετακίνητων ορίων», όπως ορίζεται στο άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 2316/1999, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 101 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα αγροτεμάχια που αφορά η διάταξη αυτή είναι επιλέξιμα για τις ενισχύσεις βάσει της εκτάσεως μόνον εάν είναι φυσικά οριοθετημένα. Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την ερμηνεία του Βασιλείου της Δανίας, κατά την οποία τα κτηματολογικά όρια πληρούσαν τις προϋποθέσεις της εν λόγω διατάξεως.

22

Όσον αφορά τον προβαλλόμενο παράνομο χαρακτήρα των προϋποθέσεων βάσει των οποίων η Επιτροπή διαπίστωσε ορισμένες παρατυπίες σχετικά με τα αγροτεμάχια υπό καθεστώς παύσεως καλλιέργειας, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 122 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το Βασίλειο της Δανίας δεν μπορούσε να εφαρμόσει το τεκμήριο αμφιβολίας υπέρ του αιτούντος την ενίσχυση όταν βάσει των επιτόπιων ελέγχων που διενεργήθηκαν μετά το πέρας της περιόδου παύσεως της καλλιέργειας διαπίστωσε ότι στα υπό έρευνα αγροτεμάχια υπήρχαν θημωνιές ή απόβλητα από κατασκευές.

23

Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 123 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή είχε ορθώς καταλήξει ότι υπήρχαν σοβαρές και εύλογες αμφιβολίες ως προς την επάρκεια των ελέγχων που διενήργησε το Βασίλειο της Δανίας όσον αφορά αγροτεμάχια στα οποία είχαν διαπιστωθεί ορισμένες παρατυπίες, χωρίς το εν λόγω κράτος μέλος να έχει προβάλει επιχειρήματα ικανά να άρουν τις αμφιβολίες αυτές.

24

Τρίτον, όσον αφορά την προβαλλόμενη παράβαση ουσιώδους τύπου, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το σύνολο των επιχειρημάτων που προέβαλε το κράτος μέλος αυτό.

25

Τέταρτον, όσον αφορά τους κανόνες περί των δημοσιονομικών διορθώσεων, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 168 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή ευλόγως διαπίστωσε ότι ο κίνδυνος ζημιών για το ΕΓΤΠΕ ήταν σημαντικός και δικαιολογούσε κατ’ αποκοπή διόρθωση ύψους 5 % ή 10 %.

26

Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή ακυρώσεως του Βασιλείου της Δανίας.

Αιτήματα των διαδίκων

27

Με την αίτησή του αναιρέσεως, το Βασίλειο της Δανίας ζητεί από το Δικαστήριο να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να δεχθεί τα πρωτόδικα αιτήματά του ή, επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

28

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως και την καταδίκη του Βασιλείου της Δανίας στα δικαστικά έξοδα.

Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

29

Προς στήριξη της αιτήσεώς του αναιρέσεως, το Βασίλειο της Δανίας προβάλλει τέσσερις λόγους που στηρίζονται, αντιστοίχως, σε εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 15 του κανονισμού 2419/2001, σε εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 19, παράγραφος 4, του κανονισμού 2316/1999, και σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την εφαρμογή, αφενός, των κανόνων περί του βάρους αποδείξεως και, αφετέρου, των διατάξεων για τις κατ’ αποκοπή διορθώσεις.

30

Η Επιτροπή εκτιμά ότι όλοι οι προβαλλόμενοι προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως λόγοι πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι ή, εν πάση περιπτώσει, ως αβάσιμοι.

31

Επιβάλλεται προκαταρκτικώς η εξέταση της γενικής ενστάσεως απαραδέκτου που προβάλλει η Επιτροπή.

Επί της γενικής ενστάσεως απαραδέκτου

32

Η Επιτροπή, απαντώντας σε καθέναν από τους λόγους αναιρέσεως του Βασιλείου της Δανίας, προβάλλει, κυρίως, το απαράδεκτο της αιτήσεως αναιρέσεως στο σύνολό της, με την αιτιολογία ότι με την εν λόγω αίτηση αναιρέσεως επιδιώκεται η επανεξέταση των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως και ότι το Βασίλειο της Δανίας απλώς επαναλαμβάνει, κατ’ ουσία, τα επιχειρήματα που προέβαλε πρωτοδίκως.

33

Συναφώς, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, κατά τα άρθρα 256, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η αίτηση αναιρέσεως περιορίζεται στα νομικά ζητήματα.

34

Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία, εφόσον ο διάδικος αμφισβητεί την ερμηνεία ή την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης από το Γενικό Δικαστήριο, τα νομικά ζητήματα που εξετάστηκαν πρωτοδίκως μπορούν να συζητηθούν εκ νέου κατά την εκδίκαση της αιτήσεως αναιρέσεως. Συγκεκριμένα, αν ο διάδικος δεν μπορούσε να στηρίξει, κατά τον τρόπο αυτόν, την αίτηση αναιρέσεως σε λόγους και επιχειρήματα που προέβαλε ήδη ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η διαδικασία της αναιρέσεως θα καθίστατο, εν μέρει, άνευ αντικειμένου (απόφαση Γαλλία κατά Επιτροπής, C‑601/11 P, EU:C:2013:465, σκέψη 71).

35

Όσον αφορά την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, αρκεί η διαπίστωση ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 29 της παρούσας αποφάσεως, και αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, το Βασίλειο της Δανίας δεν επιδιώκει να θέσει εν γένει υπό αμφισβήτηση τις πραγματικές εκτιμήσεις στις οποίες προέβη το Γενικό Δικαστήριο επαναλαμβάνοντας τους λόγους ακυρώσεως και τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν ενώπιόν του. Αντιθέτως, το αναιρεσείον προβάλλει νομικά ζητήματα τα οποία μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αιτήσεως αναιρέσεως.

36

Κατά συνέπεια, η γενική ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή πρέπει να απορριφθεί.

37

Κατόπιν τούτου, στο μέτρο που η Επιτροπή προβάλλει ειδικότερα το απαράδεκτο ορισμένων συγκεκριμένων λόγων της αιτήσεως αναιρέσεως, οι λόγοι αυτοί απαραδέκτου πρέπει να εξετασθούν στο πλαίσιο της εξετάσεως των οικείων λόγων αναιρέσεως.

Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

38

Το Βασίλειο της Δανίας προβάλλει ως πρώτο λόγο αναιρέσεως τη πλάνη στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά την ερμηνεία του άρθρου 15 του κανονισμού 2419/2001, σε συνδυασμό με τα άρθρο του 23, εφόσον τα στοιχεία που ελήφθησαν μέσω ενός συστήματος ευρέσεως γεωγραφικής θέσεως (GPS) δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την εκτίμηση των μετρήσεων που έγιναν με τηλεπισκόπηση, δεδομένου ότι οι δύο μέθοδοι οδηγούν αναγκαστικά σε διαφορετικά αποτελέσματα.

39

Περαιτέρω, το Γενικό Δικαστήριο δεν παρουσίασε πιστά τα πραγματικά περιστατικά ούτε έλαβε θέση όσον αφορά τα λεπτομερή έγγραφα από τα οποία αποδεικνύεται ότι οι αρχές της Δανίας προέβησαν σε συμπληρωματικούς διορθωτικούς ελέγχους.

40

Η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι στο Γενικό Δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει αν η μέτρηση με τηλεπισκόπηση εξασφαλίζει ακρίβεια μέτρησης τουλάχιστον ισοδύναμη με εκείνη που απαιτείται για τις επίσημες μετρήσεις σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις. Εν πάση περιπτώσει, τα εθνικά μέτρα έπρεπε να εκτιμηθούν με ένα περιθώριο ανοχής.

41

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, στη σκέψη 120 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε τις πλημμέλειες του συστήματος ελέγχου της Δανίας. Πάντως, ο προβληθείς λόγος αναιρέσεως συνιστά απλώς αμφισβήτηση της εν λόγω εκτίμησης των πραγματικών περιστατικών.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

42

Όπως ορθώς υπενθύμισε το Γενικό Δικαστήριο στις σκέψεις 37 έως 41 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στα κράτη μέλη εναπόκειται, δυνάμει των άρθρων 15 και 22, παράγραφος 1, του κανονισμού 2419/2001, να λαμβάνουν τα μέτρα που εκτιμούν ότι διασφαλίζουν την αποτελεσματικότητα των ελέγχων και, συνακόλουθα, την ακρίβεια των μετρήσεων που λαμβάνονται με το σύστημα της τηλεπισκόπησης.

43

Μολονότι από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να επιλέξουν ελεύθερα τα μέσα μετρήσεως της εκτάσεως των αγροτεμαχίων, δεν αμφισβητείται, εντούτοις, ότι τα εν λόγω μέσα πρέπει να πληρούν την αναγκαία προϋπόθεση της ακρίβειας.

44

Στο πλαίσιο αυτό, δεν μπορεί να προσαφθεί στο Γενικό Δικαστήριο ότι έκρινε ότι, στο πλαίσιο της εξετάσεως της μετρήσεως από τις αρχές της Δανίας των επιλέξιμων για το καθεστώς παύσεως καλλιέργειας αγροτεμαχίων, η Επιτροπή μπορούσε να στηριχθεί σε μέθοδο διαφορετική από εκείνη που εφάρμοσαν οι εν λόγω αρχές.

45

Συγκεκριμένα, αφενός, στο πλαίσιο του ελέγχου τηρήσεως της υποχρεώσεως ακρίβειας που υπέχει το κράτος μέλος, η Επιτροπή δεν μπορεί να περιοριστεί να χρησιμοποιήσει μόνο τη μέθοδο που εφάρμοσε το κράτος αυτό και, κατά μείζονα λόγο, όταν θεωρεί ότι μία διαφορετική μέθοδος προσφέρει μεγαλύτερες εγγυήσεις ακρίβειας.

46

Αφετέρου, το να υποχρεωθεί η Επιτροπή να χρησιμοποιήσει, στο πλαίσιο αυτό, τη μέθοδο μετρήσεως που εφάρμοσαν οι αρχές του οικείου κράτους μέλους ενδέχεται να οδηγήσει σε αποδυνάμωση του συστήματος των δύο επιπέδων ελέγχου που έθεσε σε εφαρμογή ο κανονισμός 2419/2001.

47

Επομένως, η Επιτροπή μπορεί να προβεί σε αποτελεσματική εξέταση της αξιοπιστίας των εθνικών συστημάτων ελέγχου μόνον εάν είναι ελεύθερη να χρησιμοποιήσει εκείνη τη μέθοδο ελέγχου των μετρήσεων που πραγματοποίησαν οι εθνικές αρχές την οποία θεωρεί καταλληλότερη για την εξασφάλιση της ακρίβειας.

48

Όσον αφορά τις λοιπές αιτιάσεις, πρέπει να υπομνησθεί ότι η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών από το Γενικό Δικαστήριο δεν αποτελεί, πλην της περιπτώσεως της παραμορφώσεως, νομικό ζήτημα υποκείμενο στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου.

49

Το Βασίλειο της Δανίας, αμφισβητώντας τις εκτιμήσεις των πραγματικών περιστατικών του Γενικού Δικαστηρίου, όπως αυτές προκύπτουν από τις σκέψεις 50 και 120 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ζητεί από το Δικαστήριο να προβεί σε νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, χωρίς ωστόσο να προβάλει κανένα στοιχείο από το οποίο να συνάγεται η παραμόρφωση αυτή.

50

Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ο πρώτος λόγος αναιρέσεως ως εν μέρει αβάσιμος και εν μέρει απαράδεκτος.

Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

51

Προς στήριξη του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου του άρθρου 19, παράγραφος 4, του κανονισμού 2316/1999, το Βασίλειο της Δανίας ισχυρίζεται ότι δεν υφίσταται καμία υποχρέωση κοπής της φυτικής καλύψεως στο αγροτεμάχιο υπό καθεστώς παύσεως καλλιέργειας, ότι η υποχρέωση συντηρήσεως που προβλέπει η διάταξη αυτή δεν αφορά τη φυτική κάλυψη και ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν διευκρίνισε τι εννοούσε ως «διατήρηση της καταστάσεως της αγροτικής γης» των εκτάσεων υπό καθεστώς παύσεως καλλιέργειας.

52

Το Βασίλειο της Δανίας προσθέτει ότι ο ήσσονος σημασίας χαρακτήρας των παρατυπιών που διαπίστωσε η Επιτροπή με την επίδικη απόφαση δεν μπορεί να στηρίξει τις εφαρμοσθείσες δημοσιονομικές διορθώσεις.

53

Περαιτέρω, το Γενικό Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επί των λοιπών παρατυπιών που διαπίστωσε η Επιτροπή και επί των οποίων στηρίζεται η επίδικη απόφαση. Η παράλειψη όμως αυτή στην αιτιολόγηση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως εμποδίζει τον προσφεύγοντα να εκτιμήσει ορθώς τη νομιμότητα της επίδικης αποφάσεως.

54

Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επί των λόγων ακυρώσεως που προέβαλε και επί των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε το Βασίλειο της Δανίας από τα οποία αποδεικνύεται η αξιοπιστία του συστήματος ελέγχου της Δανίας.

55

Η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει, αφενός, ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο διότι δεν ακύρωσε την επίδικη απόφαση μολονότι διαπίστωσε ότι η απόφαση αυτή ήταν παράνομη και, αφετέρου, ότι η υποχρέωση συντηρήσεως δεν αφορά τη φυτική κάλυψη, αλλά τις εκτάσεις υπό καθεστώς παύσεως καλλιέργειας.

56

Η Δημοκρατία της Φινλανδίας προσθέτει ότι από το γράμμα της διατάξεως του άρθρου 19, παράγραφος 4, του κανονισμού 2316/1999 δεν είναι δυνατό να συναχθεί η ερμηνεία στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο.

57

Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε παρατυπίες, την ύπαρξη των οποίων δεν αμφισβήτησε το Βασίλειο της Δανίας, όσον αφορά τις προϋποθέσεις επιλεξιμότητας ορισμένων αγροτεμαχίων για το καθεστώς των ενισχύσεων. Στο μέτρο που οι πλημμέλειες του δανικού συστήματος ελέγχου προήλθαν από εσφαλμένη ερμηνεία της νομοθεσίας της Ένωσης εκ μέρους του Βασιλείου της Δανίας, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

58

Όσον αφορά τη σοβαρότητα των παρατυπιών, η Επιτροπή προβάλλει ότι από τους διενεργηθέντες επιτόπιους ελέγχους έκρινε ότι οι περιπτώσεις που αφορούσαν αυτές τις παρατυπίες δεν ήταν ούτε ελάσσονες ούτε ασήμαντες.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

59

Με την πρώτη αιτίαση, το Βασίλειο της Δανίας προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι ερμήνευσε το άρθρο 19, παράγραφος 4, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 2316/1999 υπό την έννοια ότι περιείχε υπόρρητη υποχρέωση κοπής της φυτικής καλύψεως.

60

Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η αιτίαση αυτή στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

61

Συγκεκριμένα, πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε, στη σκέψη 88 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι εάν τα κράτη μέλη επιλέξουν τη διατήρηση της φυτικής καλύψεως των εκτάσεων υπό καθεστώς παύσεως καλλιέργειας, σ’ αυτά εναπόκειται, βάσει του γράμματος του άρθρου 19, παράγραφος 4, του κανονισμού 2316/1999, να εφαρμόσουν τα κατάλληλα μέτρα που εξασφαλίζουν τη συντήρηση των εκτάσεων αυτών, με δεδομένο ότι, εφόσον επιλεχθεί η φυτική κάλυψη, πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο συντηρήσεως.

62

Ακολούθως, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς πρόσθεσε, στη σκέψη 93 της εν λόγω αποφάσεως, ότι η κατάλληλη συντήρηση της διατηρούμενης φυτικής καλύψεως των εκτάσεων υπό καθεστώς παύσεως καλλιέργειας αποσκοπούσε στη διασφάλιση της καταστάσεως της αγροτικής γης.

63

Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, στη σκέψη 92 της ίδιας αποφάσεως, ότι το ίδιο το Βασίλειο της Δανίας είχε υποστηρίξει ότι καθοριστικό κριτήριο αποτελούσε το αν οι εκτάσεις υπό καθεστώς παύσεως καλλιέργειας θα εξακολουθούσαν να αποτελούν, κατά την περίοδο της αγρανάπαυσης, καλλιεργήσιμη γεωργική γη.

64

Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε στη σκέψη 94 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι, όσον αφορά τις εκτάσεις υπό καθεστώς παύσεως καλλιέργειας, η διατήρηση φυτικής καλύψεως δεν συνιστούσε εξαίρεση σε σχέση με τα κατάλληλα μέτρα που εφάρμοζαν τα κράτη μέλη, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19, παράγραφος 4, του κανονισμού 2316/1999.

65

Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο, υπενθυμίζοντας απλώς την αναγκαιότητα συντηρήσεως των εκτάσεων υπό καθεστώς παύσεως καλλιέργειας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 19, παράγραφος 4, πρώτη περίοδος, του εν λόγω κανονισμού, δεν αναφέρθηκε σε υπόρρητη υποχρέωση κοπής της φυτικής καλύψεως, αντίθετα προς όσα υποστηρίζει το Βασίλειο της Δανίας.

66

Ωστόσο, η ύπαρξη φυτικής καλύψεως ως μέτρου κατάλληλου για τη διασφάλιση της συντηρήσεως μιας εκτάσεως υπό καθεστώς παύσεως καλλιέργειας δεν μπορεί να απαλλάξει το οικείο κράτος μέλος από το να ελέγξει ότι η εν λόγω κάλυψη αποτελεί και η ίδια αντικείμενο συντηρήσεως. Συγκεκριμένα, η επίτευξη του σκοπού της συντηρήσεως της εκτάσεως υπό καθεστώς παύσεως καλλιέργειας θα διακυβευόταν αν η ίδια η φυτική κάλυψη δεν αποτελούσε αντικείμενο της συντηρήσεως.

67

Με τη δεύτερη αιτίαση, το Βασίλειο της Δανίας προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν ακύρωσε την επίδικη απόφαση κρίνοντας ότι, παρά την πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή με το να μη χαρακτηρίσει ως κατάλληλο μέτρο τη συντήρηση της φυτικής καλύψεως, οι λοιπές, πλην της συντηρήσεως, παρατυπίες που διαπίστωσε η Επιτροπή αρκούσαν για να δικαιολογήσουν τις επιβληθείσες με την εν λόγω απόφαση δημοσιονομικές διορθώσεις.

68

Συγκεκριμένα, οι παρατυπίες που δέχθηκε το Γενικό Δικαστήριο δεν ήταν τόσο σημαντικές ώστε να δικαιολογούν τις εφαρμοσθείσες διορθώσεις.

69

Αφενός, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η Επιτροπή, για να δικαιολογήσει τη δημοσιονομική διόρθωση, οφείλει να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία περί της σοβαρής και εύλογης αμφιβολίας που διατηρεί για την αποτελεσματικότητα των ελέγχων που διενήργησαν οι εθνικές αρχές (βλ., συναφώς, απόφαση Ελλάδα κατά Επιτροπής, C‑300/02, EU:C:2005:103, σκέψη 34).

70

Επομένως, εφόσον η Επιτροπή προσκόμισε, όσον αφορά το Βασίλειο της Δανίας, και άλλα τέτοια αποδεικτικά στοιχεία πλην εκείνου που απέρριψε το Γενικό Δικαστήριο, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο διατηρώντας σε ισχύ την επίδικη απόφαση, στο μέτρο που τα στοιχεία αυτά δεν αμφισβητήθηκαν.

71

Προς τούτο, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στη σκέψη 112 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το Βασίλειο της Δανίας δεν αμφισβήτησε το αληθές των πραγματικών διαπιστώσεων της Επιτροπής σχετικά με τις παρατυπίες που συνιστούν τα εν λόγω άλλα αποδεικτικά στοιχεία, αλλά περιορίστηκε στο να αμφισβητήσει μόνο την περίοδο κατά την οποία διαπιστώθηκαν οι παρατυπίες αυτές.

72

Αφετέρου, πρέπει να τονιστεί ότι το Βασίλειο της Δανίας, επικρίνοντας το Γενικό Δικαστήριο επειδή προσέδωσε μεγάλη βαρύτητα στις παρατυπίες, αποφαινόμενο ότι οι παρατυπίες αυτές δικαιολογούν τις σοβαρές και εύλογες αμφιβολίες της Επιτροπής, ζητεί από το Δικαστήριο νέα εξέταση των πραγματικών περιστατικών που εκτιμήθηκαν ήδη από το Γενικό Δικαστήριο. Όπως όμως υπομνήσθηκε στη σκέψη 48 της παρούσας αποφάσεως, ένα τέτοιο αίτημα δεν είναι παραδεκτό στην αναιρετική δίκη.

73

Όσον αφορά την τρίτη αιτίαση που στηρίζεται στο ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να αποφανθεί επί ορισμένων αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε το Βασίλειο της Δανίας, το Γενικό Δικαστήριο, κρίνοντας ότι η Επιτροπή είχε προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία που θεμελίωναν τις σοβαρές και εύλογες αμφιβολίες της όσον αφορά την αποτελεσματικότητα του συστήματος ελέγχου της Δανίας και ότι το Βασίλειο της Δανίας δεν είχε άρει τις αμφιβολίες αυτές, νομίμως μπορούσε, στη σκέψη 125 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, να μην εξετάσει τα επιχειρήματα που προέβαλε το κράτος μέλος αυτό όσον αφορά τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία περί των παρατυπιών που προέβαλε η Επιτροπή.

74

Περαιτέρω, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η υποχρέωση αιτιολογήσεως την οποία υπέχει το Γενικό Δικαστήριο δεν του επιβάλλει να εκθέτει αιτιολογία ακολουθούσα αναλυτικά έναν προς έναν όλους τους λόγους που προβάλλουν οι διάδικοι και, ως εκ τούτου, η αιτιολογία μπορεί να συνάγεται εμμέσως, υπό την προϋπόθεση ότι επιτρέπει στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους το Γενικό Δικαστήριο δεν δέχθηκε τα επιχειρήματά τους, στο δε Δικαστήριο να διαθέτει επαρκή στοιχεία ώστε να ασκήσει τον έλεγχό του (απόφαση Edwin κατά ΓΕΕΑ, C‑263/09 P, EU:C:2011:452, σκέψη 64 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

75

Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτος και ως εν μέρει αβάσιμος.

Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

76

Το Βασίλειο της Δανίας, χωρίς να αμφισβητεί τις αρχές περί κατανομής του βάρους αποδείξεως στον τομέα των δημοσιονομικών διορθώσεων που εφαρμόστηκαν κατά την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ, αμφισβητεί την εφαρμογή τους από το Γενικό Δικαστήριο. Αφενός, οι παρατυπίες που διαπίστωσε η Επιτροπή κατά τις επιτόπιες έρευνες που διενεργήθηκαν με δειγματοληπτικούς ελέγχους κατά τη λήξη της περιόδου παύσεως της καλλιέργειας δεν έχουν αποδεικτική ισχύ. Αφετέρου, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο απαιτώντας από το κράτος μέλος αυτό να αποδείξει ότι δεν υπήρχαν παρατυπίες σε όλα τα αγροτεμάχια τα οποία αφορούσε μέτρο παύσεως της καλλιέργειας.

77

Η Γαλλική Δημοκρατία, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών και το Βασίλειο της Σουηδίας προβάλλουν συναφώς ότι το Βασίλειο της Δανίας δεν υπείχε υποχρέωση να αποδείξει ότι δεν υπήρξε καμία παρατυπία στο σύνολο των αγροτεμαχίων υπό καθεστώς παύσεως καλλιέργειας, αλλά να αποδείξει ότι οι διαπιστώσεις της Επιτροπής δεν αντανακλούσαν την ποιότητα των εθνικών ελέγχων.

78

Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, οι υποχρεώσεις της όσον αφορά το βάρος αποδείξεως είναι ελαστικότερες. Συγκεκριμένα, δεν υπέχει υποχρέωση να αποδείξει την ύπαρξη σημαντικής παραλείψεως κατά την εφαρμογή των κανόνων της Ένωσης.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

79

Εισαγωγικά, πρέπει να τονιστεί ότι, στο πλαίσιο της εκκαθαρίσεως των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ, τα κράτη μέλη διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο καθόσον πρέπει να εγγυώνται ότι το ΕΓΤΠΕ χρηματοδοτεί μόνον τις παρεμβάσεις που πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης στο πλαίσιο της κοινής οργανώσεως των γεωργικών αγορών.

80

Συγκεκριμένα, το κράτος μέλος βρίσκεται σε καλύτερη θέση για να συλλέξει και να επαληθεύσει τα αναγκαία στοιχεία για την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ (απόφαση Ελλάδα κατά Επιτροπής, EU:C:2005:103, σκέψη 36).

81

Όπως υπενθύμισε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 57 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, προς απόδειξη παραβάσεως των κανόνων της κοινής οργανώσεως γεωργικών αγορών, στην Επιτροπή εναπόκειται όχι να αποδείξει κατά τρόπο εξαντλητικό τον ανεπαρκή χαρακτήρα των διενεργηθέντων από τις εθνικές αρχές ελέγχων ή το παράτυπο των διαβιβασθέντων από αυτές αριθμητικών στοιχείων, αλλά να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία για τη σοβαρή και εύλογη αμφιβολία που έχει όσον αφορά αυτούς τους ελέγχους ή αυτά τα αριθμητικά στοιχεία (βλ. αποφάσεις Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑54/95, EU:C:1999:11, σκέψη 35, και Ελλάδα κατά Επιτροπής, EU:C:2005:103, σκέψη 34).

82

Το οικείο κράτος μέλος δεν μπορεί να ανασκευάζει τις διαπιστώσεις της Επιτροπής χωρίς να στηρίζει τους δικούς του ισχυρισμούς σε στοιχεία αποδεικνύοντα την ύπαρξη αξιόπιστου και λειτουργικού συστήματος ελέγχου. Εφόσον δεν αποδεικνύει ότι οι διαπιστώσεις της Επιτροπής δεν ευσταθούν, αυτές συνιστούν στοιχεία ικανά να γεννήσουν σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη θέσπιση κατάλληλου και αποτελεσματικού συνόλου μέτρων εποπτείας και ελέγχου (αποφάσεις Ιταλία κατά Επιτροπής, C‑253/97, EU:C:1999:527, σκέψη 7, και Ελλάδα κατά Επιτροπής, EU:C:2005:103, σκέψη 35).

83

Συνεπώς, στο κράτος μέλος εναπόκειται να προσκομίσει την πλέον λεπτομερή και πλήρη απόδειξη περί του αληθούς χαρακτήρα των ελέγχων του ή των αριθμητικών στοιχείων του και, ενδεχομένως, περί της ανακρίβειας όσων διατείνεται η Επιτροπή (απόφαση Ελλάδα κατά Επιτροπής, EU:C:2005:103, σκέψη 36).

84

Στο πλαίσιο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, στη σκέψη 107 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή διαπίστωσε, όπως προκύπτει και από τη συνοπτική έκθεσή της, πολλές παρατυπίες όσον αφορά τους όρους διεξαγωγής των ελέγχων των αγροτεμαχίων υπό καθεστώς παύσεως καλλιέργειας, οι οποίες δικαιολογούσαν τη σοβαρή και εύλογη αμφιβολία της για το εθνικό σύστημα ελέγχου.

85

Το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο διαπιστώνοντας, προς απόρριψη των επιχειρημάτων του Βασιλείου της Δανίας, ότι αυτό περιορίστηκε στο να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία, όσον αφορά τις συγκεκριμένες διαπιστώσεις στις οποίες προέβη η Επιτροπή κατά την έρευνα που προηγήθηκε της εκδόσεως της συνοπτικής εκθέσεώς της, από δειγματοληπτικό έλεγχο των επίμαχων αγροτεμαχίων, χωρίς να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία που να αφορούν το σύνολο των αγροτεμαχίων υπό καθεστώς παύσεως καλλιέργειας.

86

Συγκεκριμένα, αφενός, λαμβανομένου υπόψη του σημαντικού ρόλου που διαδραματίζουν τα κράτη μέλη στην εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ και της πρακτικής αδυναμίας της Επιτροπής να ελέγξει το σύνολο των αγροτεμαχίων υπό καθεστώς παύσεως καλλιέργειας σε κάθε κράτος μέλος, το σύστημα ελέγχου που εφαρμόζεται στο πλαίσιο της εν λόγω εκκαθάρισης της παρέχει τη δυνατότητα να στηρίξει την εκτίμησή της, ως προς τη σοβαρή και εύλογη αμφιβολία της όσον αφορά την αξιοπιστία των ελέγχων των εθνικών αρχών, σε αποδεικτικά στοιχεία προερχόμενα από επιτόπιες έρευνες με δειγματοληψία.

87

Αφετέρου, το γεγονός, εν προκειμένω, ότι ορισμένες παρατυπίες, όπως η ύπαρξη θημωνιών και αποβλήτων από κατασκευές στα αγροτεμάχια υπό καθεστώς παύσεως καλλιέργειας, διαπιστώθηκαν μετά το πέρας της περιόδου παύσεως της καλλιέργειας δεν μπορεί να αναιρέσει την αποδεικτική αξία των παρατυπιών αυτών, στον βαθμό που δεν μπορούσε να αποκλειστεί ότι οι εν λόγω παρατυπίες υφίσταντο κατά την περίοδο παύσεως της καλλιέργειας των εν λόγω εκτάσεων. Εν πάση περιπτώσει, η αμφισβήτηση του χρονικού σημείου κατά το οποίο εντοπίστηκαν ορισμένες παρατυπίες δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως απόδειξη της αξιοπιστίας του συστήματος ελέγχου της Δανίας.

88

Ορθώς έκρινε το Γενικό Δικαστήριο, χωρίς να παραμορφώσει τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία, ότι οι παρατυπίες αυτές μπορούσαν να δημιουργήσουν στην Επιτροπή σοβαρές και εύλογες αμφιβολίες όσον αφορά την αξιοπιστία του συστήματος ελέγχου των αγροτεμαχίων υπό καθεστώς παύσεως καλλιέργειας που εφάρμοσαν οι αρχές της Δανίας.

89

Στο πλαίσιο αυτό, το Βασίλειο της Δανίας όφειλε να προσκομίσει τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία θα επέτρεπαν ακριβώς να αρθούν οι εν λόγω αμφιβολίες και τα οποία θα μπορούσαν να τεκμηριώσουν την έλλειψη παρατυπιών ή το ότι οι διαπιστωθείσες παρατυπίες αφορούσαν μεμονωμένες περιπτώσεις οι οποίες δεν μπορούσαν να κλονίσουν την αξιοπιστία του εν λόγω συστήματος στο σύνολό του.

90

Ωστόσο, πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, στις σκέψεις 119 και 120 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το Βασίλειο της Δανίας δεν είχε θέσει σε εφαρμογή διορθωτικά μέτρα σε περίπτωση χρήσεως μόνον εικόνων HR, όπως, επί παραδείγματι, ενισχυμένους επιτόπιους ελέγχους πριν τη λήξη της περιόδου παύσεως της καλλιέργειας. Στο πλαίσιο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε, στη σκέψη 164 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το Βασίλειο της Δανίας αναγνώρισε ότι δεν είχε παράσχει διευκρινίσεις για τους διενεργηθέντες ελέγχους με τηλεπισκόπηση.

91

Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στις σκέψεις 121 και 122 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η μέθοδος που χρησιμοποίησαν οι αρχές της Δανίας, η οποία συνίστατο στην εφαρμογή τεκμηρίου αμφιβολίας υπέρ του αιτούντος την ενίσχυση θεωρώντας ότι οι παρατυπίες που διαπιστώνονταν κατά τους επιτόπιους ελέγχους που διενεργούνταν μετά τη λήξη της περιόδου παύσεως της καλλιέργειας δεν αφορούσαν την εν λόγω περίοδο παύσεως, δεν ήταν σύμφωνη προς τους κανόνες ελέγχου για τη διασφάλιση της αξιοπιστίας του συστήματος.

92

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η Επιτροπή μπορούσε να επικαλεσθεί τις σοβαρές και εύλογες αμφιβολίες που διατηρούσε όσον αφορά την αξιοπιστία του συστήματος ελέγχου της Δανίας λαμβανομένων υπόψη των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε η ίδια και της παραλείψεως του Βασιλείου της Δανίας όσον αφορά την υποχρέωσή του να προσκομίσει επαρκώς σαφή και πλήρη αποδεικτικά στοιχεία για να αποδείξει το αληθές των ελέγχων ή των αριθμητικών στοιχείων του.

93

Κατά συνέπεια, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Επί του τετάρτου λόγου αναιρέσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

94

Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως σχετικά με τις προϋποθέσεις εφαρμογής των κατ’ αποκοπή διορθώσεων, το Βασίλειο της Δανίας προβάλλει, πρώτον, ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν προβλέπει ρητώς υποχρέωση κοπής της φυτικής καλύψεως των αγροτεμαχίων υπό καθεστώς παύσεως καλλιέργειας. Δεύτερον, οι παρατυπίες που προσδιορίζονται με την επίδικη απόφαση, λαμβανομένης υπόψη της ήσσονος σημασίας τους, δεν εκθέτουν το ΕΓΤΠΕ σε πραγματικό κίνδυνο ζημίας.

95

Το Βασίλειο της Δανίας προσθέτει ότι, όσον αφορά το ύψος των κατ’ αποκοπή δημοσιονομικών διορθώσεων, το Γενικό Δικαστήριο παρουσίασε ανακριβώς τα επιχειρήματά του και κακώς επικύρωσε τις διορθώσεις που επιβλήθηκαν με την επίδικη απόφαση βάσει ελασσόνων παρατυπιών.

96

Η Γαλλική Δημοκρατία και το Βασίλειο της Σουηδίας προβάλλουν ότι το Γενικό Δικαστήριο έπρεπε να αποφανθεί ότι η κατ’ αποκοπή διόρθωση που εφαρμόστηκε στις παρατυπίες σχετικά με την υποχρέωση συντηρήσεως των αγροτεμαχίων υπό καθεστώς παύσεως καλλιέργειας δεν ήταν δικαιολογημένη. Περαιτέρω, το Γενικό Δικαστήριο έπρεπε να αποφανθεί επί των πρόσθετων παρατυπιών που αναφέρονται στην επίδικη απόφαση. Εν πάση περιπτώσει, κατά τη Δημοκρατία της Φινλανδίας, οι εφαρμοσθείσες δημοσιονομικές διορθώσεις ήταν δυσανάλογες με τις διαπιστωθείσες παρατυπίες.

97

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι το Βασίλειο της Δανίας παρέβη την υποχρέωσή του να διαφυλάσσει τα χρηματοοικονομικά συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δικαιολογώντας έτσι την εφαρμογή των κατ’ αποκοπή δημοσιονομικών διορθώσεων.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

98

Πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι η Επιτροπή μπορούσε νομίμως να διατηρεί σοβαρές και εύλογες αμφιβολίες όσον αφορά την αξιοπιστία του συστήματος ελέγχου της Δανίας, λαμβανομένων υπόψη των παρατυπιών που διαπίστωσε και της αδυναμίας του Βασιλείου της Δανίας να άρει τις αμφιβολίες αυτές.

99

Πάντως, όπως προκύπτει από τη σκέψη 79 της παρούσας αποφάσεως, στα κράτη μέλη εναπόκειται να διασφαλίζουν ότι το ΕΓΤΠΕ χρηματοδοτεί μόνον τις παρεμβάσεις που πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης στο πλαίσιο της κοινής οργανώσεως των γεωργικών αγορών. Στο πλαίσιο αυτό, τα κράτη μέλη φέρουν το βάρος της διενέργειας των επιτόπιων βασικών ελέγχων.

100

Εν προκειμένω, οι υπομνησθείσες στη σκέψη 87 της παρούσας αποφάσεως παρατυπίες οδήγησαν την Επιτροπή στο συμπέρασμα ότι δεν τηρήθηκαν πάντοτε οι όροι της παύσεως καλλιέργειας των αγροτεμαχίων και ότι οι έλεγχοι που διενήργησαν οι αρχές της Δανίας ήταν πλημμελείς.

101

Δεύτερον, όπως προκύπτει από τη σκέψη 82 της παρούσας αποφάσεως, η Επιτροπή δεν υπέχει υποχρέωση να διενεργεί έλεγχο στο σύνολο των αγροτεμαχίων υπό καθεστώς παύσεως καλλιέργειας.

102

Επομένως, νομίμως η Επιτροπή στηρίχθηκε σε στοιχεία που συγκέντρωσε κατόπιν ερευνών βάσει δειγματοληψίας.

103

Ωστόσο, το Βασίλειο της Δανίας δεν μπορεί να συναγάγει από τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν με τη μέθοδο αυτή το μέγεθος της ζημίας που υπέστη το ΕΓΤΠΕ, προκειμένου να αμφισβητήσει τις κατ’ αποκοπή διορθώσεις που επιβλήθηκαν με την επίδικη απόφαση.

104

Συγκεκριμένα, αφενός, με τις διαπιστωθείσες από την Επιτροπή παρατυπίες, έστω και ήσσονος σημασίας, ήταν δυνατό να στηριχθούν οι σοβαρές και εύλογες αμφιβολίες που διατηρούσε ως προς την αξιοπιστία συνολικώς του συστήματος ελέγχου της Δανίας και να δικαιολογηθούν, βάσει των κατευθυντηρίων γραμμών, οι κατ’ αποκοπή διορθώσεις που καθορίστηκαν με την επίδικη απόφαση.

105

Αφετέρου, πρέπει να υπομνησθεί, υπό το φως των κατευθυντηρίων γραμμών, ότι, οσάκις η ακριβής αποτίμηση των ζημιών που υπέστη η Ένωση είναι ανέφικτη, η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα επιβολής κατ’ αποκοπή διορθώσεως (απόφαση Βέλγιο κατά Επιτροπής, C‑418/06 P, EU:C:2008:247, σκέψη 136).

106

Επομένως, στον βαθμό που το Βασίλειο της Δανίας δεν απέδειξε ότι οι παρατυπίες που διαπίστωσε η Επιτροπή αφορούσαν μεμονωμένες μόνο περιπτώσεις από τις οποίες δεν μπορεί να αμφισβητηθεί η αξιοπιστία του συστήματος ελέγχου της Δανίας στο σύνολό του, το κράτος μέλος αυτό δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι οι εφαρμοσθείσες κατ’ αποκοπή διορθώσεις ήταν δυσανάλογες σε σχέση με τις διαπιστωθείσες παρατυπίες.

107

Συνεπώς, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

108

Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτη και ως εν μέρει αβάσιμη.

Επί των δικαστικών εξόδων

109

Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, που εφαρμόζεται στην αναιρετική δίκη δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού αυτού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη του Βασιλείου της Δανίας και το κράτος αυτό ηττήθηκε, το Βασίλειο της Δανίας πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα. Σύμφωνα με το άρθρο 140, παράγραφος 1, του ίδιου Κανονισμού, δυνάμει του οποίου τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα που έχουν παρέμβει στη δίκη φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους, αποφασίζεται ότι η Γαλλική Δημοκρατία, το βασίλειο των Κάτω Χωρών, η Δημοκρατία της Φινλανδίας και το Βασίλειο της Σουηδίας φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

 

2)

Καταδικάζει το Βασίλειο της Δανίας στα δικαστικά έξοδα.

 

3)

Η Γαλλική Δημοκρατία, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, η Δημοκρατία της Φινλανδίας και το Βασίλειο της Σουηδίας φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η δανική.

Επάνω