EUR-Lex Πρόσβαση στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Επιστροφή στην αρχική σελίδα του EUR-Lex

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62012CJ0374

Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 18ης Σεπτεμβρίου 2014.
«Valimar» OOD κατά Nachalnik na Mitnitsa Varna.
Αίτηση του Varhoven administrativen sad για την έκδοση προδικαστικής απόφασης.
Προδικαστική παραπομπή — Ντάμπινγκ — Συρματόσχοινα και καλώδια από σίδηρο ή χάλυβα καταγωγής Ρωσίας — Κανονισμός (EK) 384/96 — Άρθρα 2, παράγραφοι 8 και 9, και 11, παράγραφοι 2, 3, 9 και 10 — Ενδιάμεση επανεξέταση — Επανεξέταση λόγω της λήξης της ισχύος των μέτρων αντιντάμπινγκ — Κύρος του κανονισμού (EK) 1279/2007 — Καθορισμός της τιμής εξαγωγής βάσει των πωλήσεων προς τρίτες χώρες — Αξιοπιστία των τιμών εξαγωγής — Συνεκτίμηση της ανάληψης δεσμεύσεων ως προς τις τιμές — Μεταβολή των συνθηκών — Εφαρμογή διαφορετικής μεθόδου από τη χρησιμοποιηθείσα κατά την αρχική έρευνα.
Υπόθεση C‑374/12.

Συλλογή της Νομολογίας — Γενική Συλλογή

Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2014:2231

ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 18ης Σεπτεμβρίου 2014 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή — Ντάμπινγκ — Συρματόσχοινα και καλώδια από σίδηρο ή χάλυβα καταγωγής Ρωσίας — Κανονισμός (EK) 384/96 — Άρθρα 2, παράγραφοι 8 και 9, και 11, παράγραφοι 2, 3, 9 και 10 — Ενδιάμεση επανεξέταση — Επανεξέταση λόγω της λήξης της ισχύος των μέτρων αντιντάμπινγκ — Κύρος του κανονισμού (EK) 1279/2007 — Καθορισμός της τιμής εξαγωγής βάσει των πωλήσεων προς τρίτες χώρες — Αξιοπιστία των τιμών εξαγωγής — Συνεκτίμηση της ανάληψης δεσμεύσεων ως προς τις τιμές — Μεταβολή των συνθηκών — Εφαρμογή διαφορετικής μεθόδου από τη χρησιμοποιηθείσα κατά την αρχική έρευνα»

Στην υπόθεση C‑374/12,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής απόφασης που υπέβαλε δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ το Varhoven administrativen sad (Βουλγαρία) με απόφαση της 30ής Ιουλίου 2012, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 6 Αυγούστου 2012, στο πλαίσιο της δίκης

«Valimar» OOD

κατά

Nachalnik na Mitnitsa Varna,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους R. Silva de Lapuerta, πρόεδρο τμήματος, και J. L. da Cruz Vilaça (εισηγητή), Γ. Αρέστη, J.‑C. Bonichot και A. Arabadjiev, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Cruz Villalón

γραμματέας: M. Aleksejev, υπάλληλος διοίκησης,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζήτησης της 13ης Νοεμβρίου 2013,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η «Valimar» OOD, εκπροσωπούμενη από τον I. Komarevski, advokat,

ο Nachalnik na Mitnitsa Varna, εκπροσωπούμενος από τις S. Valkova, S. Yordanova, N. Yotsova και M. Kolarova,

η Βουλγαρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την E. Petranova και τον Y. Atanasov,

το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από την S. Boelaert και τον I. Gurov, επικουρούμενους από την N. Chesaites, barrister, και τον G. Berrisch, Rechtsanwalt,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον D. Roussanov, τον H. van Vliet και την G. Koleva,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 27ης Φεβρουαρίου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής απόφασης αφορά την ερμηνεία των άρθρων 2, παράγραφοι 8 και 9, και 11, παράγραφοι 3, 9 και 10, του κανονισμού (EK) 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ L 56, σ. 1, στο εξής: βασικός κανονισμός), καθώς και το κύρος του κανονισμού (EK) 1279/2007 του Συμβουλίου, της 30ής Οκτωβρίου 2007, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ σε ορισμένους τύπους συρματόσχοινων και καλωδίων από σίδηρο ή χάλυβα καταγωγής Ρωσικής Ομοσπονδίας και την κατάργηση των μέτρων αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων τύπων συρματόσχοινων και καλωδίων από σίδηρο ή χάλυβα καταγωγής Ταϊλάνδης και Τουρκίας (ΕΕ L 285, σ. 1, και διορθωτικό ΕΕ 2009, L 96, σ. 39).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο της εκδίκασης διαφοράς μεταξύ της εταιρίας βουλγαρικού δικαίου «Valimar» OOD (στο εξής: Valimar) και του Nachalnik na Mitnitsa Varna (διευθυντή του Τελωνείου Βάρνας, στο εξής: Nachalnik), αντικείμενο της οποίας είναι αίτηση επιστροφής των δασμών αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκαν το 2011 σε ορισμένες εισαγωγές συρματόσχοινων και καλωδίων από σίδηρο ή χάλυβα (στο εξής: επίμαχα προϊόντα) που είχε παραγάγει και εξαγάγει από τη Ρωσία η εταιρία Joint Stock Company Severstal-Metiz (στο εξής: SSM), πρώην Open Joint Stock Company Staleprokatny Zavod.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

Ο βασικός κανονισμός

3

Ο βασικός κανονισμός καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 1225/2009 του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ L 343, σ. 51). Κατά τον χρόνο των κρίσιμων στην κύρια δίκη περιστατικών ίσχυε πάντως ο βασικός κανονισμός.

4

Το άρθρο 2, παράγραφοι 8 και 9, του εν λόγω κανονισμού όριζε τα εξής:

«8.   Ως τιμή εξαγωγής θεωρείται η πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή του προϊόντος κατά την πώλησή του προς εξαγωγή από τη χώρα εξαγωγής στην Κοινότητα.

9.   Όταν δεν υπάρχει τιμή εξαγωγής ή όταν προκύπτει ότι η τιμή εξαγωγής δεν είναι δυνατό να ληφθεί ως αξιόπιστη βάση εξαιτίας κάποιου συνδέσμου ή συμψηφιστικού διακανονισμού μεταξύ του εξαγωγέα και του εισαγωγέα ή ενός τρίτου, η τιμή εξαγωγής είναι δυνατό να κατασκευάζεται με βάση την τιμή στην οποία το εισαγόμενο προϊόν μεταπωλείται για πρώτη φορά σε ανεξάρτητο αγοραστή ή, αν το προϊόν δεν μεταπωλείται σε ανεξάρτητο αγοραστή ή δεν μεταπωλείται στην κατάσταση στην οποία εισήχθη, με οποιαδήποτε εύλογη βάση.

[...]»

5

Το άρθρο 11, παράγραφοι 2, 3, 9 και 10, του βασικού κανονισμού πρόβλεπε τα εξής:

«2.   Κάθε οριστικό μέτρο αντιντάμπινγκ παύει να ισχύει πέντε έτη από την επιβολή του ή από την ημερομηνία ολοκλήρωσης της πλέον πρόσφατης διαδικασίας επανεξέτασης η οποία κάλυψε τόσο το ντάμπινγκ, όσο και τη ζημία, εκτός αν η επανεξέταση οδήγησε στο συμπέρασμα ότι τυχόν λήξη της ισχύος του μέτρου είναι πιθανόν να οδηγήσει στη συνέχιση ή στην επανάληψη του ντάμπινγκ και της ζημίας. Κάθε επανεξέταση ενόψει της λήξης της ισχύος ενός μέτρου αρχίζει με πρωτοβουλία της Επιτροπής ή μετά από αίτηση που υποβάλλεται εκ μέρους ή για λογαριασμό των κοινοτικών παραγωγών, ενώ το μέτρο παραμένει σε ισχύ μέχρι να ολοκληρωθεί η επανεξέταση.

Για να αρχίσει επανεξέταση ενόψει της λήξης της ισχύος των μέτρων, πρέπει η σχετική αίτηση να περιέχει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι η λήξη ισχύος των μέτρων είναι πιθανόν να οδηγήσει στη συνέχιση ή την επανάληψη του ντάμπινγκ και της ζημίας. Η πιθανότητα αυτή μπορεί, παραδείγματος χάρη, να στηρίζεται σε στοιχεία που αποδεικνύουν ότι το ντάμπινγκ και η ζημία συνεχίζονται ή ότι η εξάλειψη της ζημίας οφείλεται εν μέρει ή εξ ολοκλήρου στην ύπαρξη των μέτρων ή ότι η κατάσταση των εξαγωγέων ή οι συνθήκες που επικρατούν στην αγορά ενδέχεται να οδηγήσουν σε περαιτέρω άσκηση ζημιογόνων πρακτικών ντάμπινγκ.

[...]

3.   Η ανάγκη διατήρησης σε ισχύ δεδομένου μέτρου είναι επίσης δυνατόν να αποτελέσει αντικείμενο επανεξέτασης, όταν κρίνεται δικαιολογημένη, με πρωτοβουλία της Επιτροπής ή κατόπιν αιτήσεως ενός κράτους μέλους ή, ακόμη, εφόσον έχει παρέλθει εύλογο χρονικό διάστημα ενός τουλάχιστον έτους από την επιβολή του οριστικού μέτρου, μετά από αίτηση οποιουδήποτε εξαγωγέα ή εισαγωγέα ή των κοινοτικών παραγωγών, η οποία περιέχει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που τεκμηριώνουν τη σκοπιμότητα μιας τέτοιας ενδιάμεσης επανεξέτασης.

Ενδιάμεση επανεξέταση αρχίζει όταν η αίτηση περιέχει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι η διατήρηση σε ισχύ του μέτρου δεν είναι πλέον απαραίτητη για την εξουδετέρωση του ντάμπινγκ ή/και ότι είναι απίθανο να συνεχισθεί ή να επαναληφθεί η ζημία σε περίπτωση άρσης ή διαφοροποίησης του μέτρου ή το υφιστάμενο μέτρο δεν αρκεί ή δεν αρκεί πλέον για την εξουδετέρωση των ζημιογόνων συνεπειών του ντάμπινγκ.

Κατά τη διεξαγωγή των ερευνών δυνάμει της παρούσας παραγράφου, η Επιτροπή δύναται, μεταξύ άλλων, να εξετάζει κατά πόσον έχει σημειωθεί σημαντική μεταβολή των συνθηκών όσον αφορά το ντάμπινγκ και τη ζημία ή κατά πόσον με τα υφιστάμενα μέτρα επιτυγχάνονται τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα ως προς την εξάλειψη της ζημίας που έχει ήδη διαπιστωθεί κατ’ εφαρμογή του άρθρου 3 του παρόντος κανονισμού. Στο πλαίσιο αυτό, για την εξαγωγή τελικού συμπεράσματος λαμβάνονται υπόψη όλα τα συναφή και δεόντως τεκμηριωμένα αποδεικτικά στοιχεία.

[...]

9.   Για όλες τις επανεξετάσεις και τις έρευνες που διεξάγονται για το θέμα της επιστροφής δυνάμει του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή εφαρμόζει, υπό τον όρο ότι δεν έχει επέλθει μεταβολή των συνθηκών, την ίδια μέθοδο που έχει εφαρμοσθεί και για την έρευνα που οδήγησε στην επιβολή του δασμού, λαμβανομένου δεόντως υπόψη του άρθρου 2, και ιδιαίτερα των παραγράφων 11 και 12 του εν λόγω άρθρου, όπως επίσης [και] των διατάξεων του άρθρου 17.

10.   Στο πλαίσιο κάθε έρευνας που διεξάγεται βάσει του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή εξετάζει την αξιοπιστία των τιμών εξαγωγής κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 2. Εντούτοις, όταν αποφασίζεται η κατασκευή της τιμής εξαγωγής σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 9, η Επιτροπή υποχρεούται να υπολογίζει την τιμή εξαγωγής χωρίς να αφαιρεί το ποσό των καταβληθέντων δασμών αντιντάμπινγκ, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν υποβληθεί πειστικά αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι ο δασμός αντανακλάται δεόντως στις τιμές μεταπώλησης και στις μεταγενέστερες τιμές πώλησης στην Κοινότητα.»

Η νομοθεσία αντιντάμπινγκ σχετικά με τις εισαγωγές ορισμένων τύπων συρματόσχοινων και καλωδίων από σίδηρο ή χάλυβα καταγωγής Ρωσίας

6

Κατά την αιτιολογική σκέψη 87 του κανονισμού (EK) 1601/2001 του Συμβουλίου, της 2ας Αυγούστου 2001, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη των προσωρινών δασμών αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκαν στις εισαγωγές ορισμένων συρματόσχοινων και καλωδίων από σίδηρο ή χάλυβα καταγωγής Τσεχικής Δημοκρατίας, Ρωσίας, Ταϊλάνδης και Τουρκίας (ΕΕ L 211, σ. 1), η τιμή εξαγωγής είχε καθοριστεί με βάση τις τιμές που είχαν πληρωθεί πραγματικά ή έπρεπε να πληρωθούν για τα προϊόντα αυτά κατά την εξαγωγή τους προς την Κοινότητα.

7

Με την απόφαση 2001/602/ΕΚ, της 26ης Ιουλίου 2001, για αποδοχή των αναλήψεων υποχρεώσεων που προτάθηκαν σε σχέση με τη διαδικασία αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές ορισμένων συρματόσχοινων και καλωδίων από σίδηρο ή χάλυβα καταγωγής Τσεχικής Δημοκρατίας, Δημοκρατίας της Κορέας, Μαλαισίας, Ρωσίας, Ταϊλάνδης και Τουρκίας και τον τερματισμό της διαδικασίας όσον αφορά τις εισαγωγές καταγωγής Δημοκρατίας της Κορέας και Μαλαισίας (ΕΕ L 211, σ. 47), η Επιτροπή αποδέχτηκε την ανάληψη από την SSM των δεσμεύσεων ως προς τις τιμές που είχε προτείνει η εταιρία αυτή κατ’ εφαρμογή του άρθρου 8 του βασικού κανονισμού. Κατά την αιτιολογική σκέψη 6 της απόφασης 2001/602, η SSM δεσμεύτηκε να πωλεί τα επίμαχα προϊόντα στην Κοινότητα σε τιμή που να επιτρέπει τουλάχιστον την εξάλειψη των ζημιογόνων αποτελεσμάτων του ντάμπινγκ.

8

Κατά τα άρθρα 1, παράγραφος 3, και 2 του κανονισμού 1601/2001, τα επίμαχα προϊόντα που κατασκευάζονταν από την SSM και τα οποία υπέκειντο σε δασμό αντιντάμπινγκ ύψους 36,1 % απαλλάσσονταν από τον δασμό αυτό, εφόσον εξάγονταν απευθείας από την SSM σε εταιρία που ενεργούσε ως εισαγωγέας στην Κοινότητα.

9

Η SSM και μια άλλη ρωσική εταιρία υπέβαλαν στην Επιτροπή, βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, αιτήσεις για μερική ενδιάμεση επανεξέταση των μέτρων αντιντάμπινγκ που είχαν θεσπιστεί με τον κανονισμό 1601/2001, επανεξέταση που θα αφορούσε μόνο το ντάμπινγκ και την περίοδο από 1η Ιουλίου 2003 μέχρι 30 Ιουνίου 2004, για τον λόγο ότι οι περιστάσεις λόγω των οποίων είχαν θεσπιστεί τα μέτρα αυτά είχαν πλέον μεταβληθεί σε μόνιμη βάση, ενώ αίτηση επανεξέτασης λόγω της λήξης της ισχύος των μέτρων αυτών υπέβαλε επίσης στην Επιτροπή η Liaison Committee of European Union Wire Rope Industries (Επιτροπή συνδέσμου των βιομηχανιών συρματόσχοινων της Ευρωπαϊκής Ένωσης), κατ’ εφαρμογή του άρθρου 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, σχετικά με την περίοδο από 1η Ιουλίου 2005 μέχρι 30 Ιουνίου 2006. Κατόπιν των αιτήσεων αυτών, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε τον κανονισμό 1279/2007.

10

Στο τμήμα των αιτιολογικών σκέψεων του κανονισμού 1279/2007 το οποίο αφορούσε το ντάμπινγκ και την πιθανότητα συνέχισης ή επανεμφάνισης της πρακτικής ντάμπινγκ περιλαμβάνονταν οι αιτιολογικές σκέψεις 55 έως 76, οι οποίες αφορούσαν, μεταξύ άλλων, τον καθορισμό της τιμής εξαγωγής.

11

Κατά την αιτιολογική σκέψη 201 του κανονισμού 1279/2007, η ανάληψη υποχρεώσεων που είχε οδηγήσει στην έκδοση της απόφασης 2001/602 δεν ήταν πλέον εφαρμόσιμη και έπρεπε να αποσυρθεί με απόφαση της Επιτροπής.

12

Η αιτιολογική σκέψη 207 του εν λόγω κανονισμού είχε ως εξής:

«Όσον αφορά τα ευρήματα των ενδιάμεσων επανεξετάσεων σχετικά με τις δύο ρωσικές εταιρίες, θεωρήθηκε σκόπιμο να τροποποιηθεί ο δασμός αντιντάμπινγκ που εφαρμόζεται στην εταιρία BMK σε 36,2 % και στην εταιρία SSM σε 9,7 %.»

Το βουλγαρικό δίκαιο

13

Το άρθρο 214 του τελωνειακού νόμου (Zakon za mitnitsite) προβλέπει τα εξής:

«1)   Η επιστροφή των δασμών συνίσταται στην επιστροφή ολόκληρου ή ενός μέρους του ποσού των καταβληθέντων εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών.

2)   Η επιστροφή πραγματοποιείται σε περίπτωση που διαπιστώνεται ότι κατά το χρονικό σημείο της καταβολής των δασμών δεν υπήρχε οφειλή δασμών ή ότι η αιτία της καταβολής τους έληξε.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

14

Η κύρια δραστηριότητα της Valimar είναι η εισαγωγή και εμπορία συρματόσχοινων, καλωδίων και παρεμφερών προϊόντων από χάλυβα, ένα μέρος των οποίων προέρχεται από τη Ρωσία και παράγεται από την SSM.

15

Κατά την εισαγωγή των επίμαχων προϊόντων που είχαν κατασκευαστεί από την SSM η Valimar κατέβαλε δασμούς αντιντάμπινγκ, το ύψος των οποίων καθορίστηκε σύμφωνα με τον κανονισμό 1279/2007.

16

Στις 25 Ιανουαρίου 2011 η Valimar κατέθεσε αίτηση στην Teritorialno Mitnichesko upravlenie Varna (Περιφερειακή Διοίκηση Τελωνείων Βάρνας), προκειμένου να αναγνωρισθεί ότι οι εν λόγω δασμοί αντιντάμπινγκ είχαν καταβληθεί αχρεωστήτως και έπρεπε να της επιστραφούν, επειδή ο εν λόγω κανονισμός είναι άκυρος.

17

Κατόπιν της απόρριψης της παραπάνω αίτησης από τον Nachalnik, η Valimar άσκησε διοικητική προσφυγή κατά της απορριπτικής αυτής απόφασης ενώπιον του Διευθυντή της Διοίκησης Τελωνείων, ο οποίος την απέρριψε.

18

Κατόπιν αυτού, η Valimar άσκησε ένδικη προσφυγή ενώπιον του Administrativen sad Varna (Διοικητικού Πρωτοδικείου Βάρνας). Κατόπιν της απόρριψης της προσφυγής αυτής, η εν λόγω εταιρία υπέβαλε αίτηση αναίρεσης ενώπιον του Varhoven administrativen sad.

19

Ως λόγο αναίρεσης η Valimar πρόβαλε το ανίσχυρο του κανονισμού 1279/2007 κατά το μέρος κατά το οποίο ο κανονισμός αυτός επιβάλλει δασμούς αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές των επίμαχων προϊόντων που εξάγει η SSM, ισχυριζόμενη ότι ο κανονισμός αυτός αντιβαίνει στα άρθρα 2, παράγραφος 8, και 11, παράγραφοι 9 και 10, του βασικού κανονισμού.

20

Το αιτούν δικαστήριο θεωρεί ότι τα αιτήματα της Valimar είναι παραδεκτά και θέτει το ερώτημα αν ο κανονισμός 1279/2007 είναι έγκυρος.

21

Οι αμφιβολίες του εν λόγω δικαστηρίου αφορούν, πρώτον, το ενδεχόμενο παράβασης του άρθρου 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού. Συναφώς το δικαστήριο αυτό επισημαίνει ότι, ενώ η τιμή εξαγωγής των επίμαχων προϊόντων καθορίστηκε κατά την αρχική διαδικασία, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 8, του κανονισμού αυτού, με βάση την πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή κατά την εξαγωγή του προϊόντος στην Κοινότητα, η τιμή εξαγωγής αυτή καθορίστηκε, στο πλαίσιο των επανεξετάσεων που κατέληξαν στην έκδοση του κανονισμού 1279/2007, κατ’ εφαρμογή διαφορετικής μεθόδου, κατά την οποία η τιμή εξαγωγής αυτή υπολογίστηκε με βάση τις τιμές της SSM για τις εξαγωγές της προς τρίτες χώρες, χωρίς να παρατεθεί στον κανονισμό αυτό καμία ρητή αιτιολογία σχετικά με μεταβολή των συνθηκών, όπως απαιτείται από το άρθρο 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού.

22

Το ίδιο αυτό δικαστήριο θέτει, δεύτερον, το ερώτημα αν υπάρχει νομική βάση για τη μέθοδο που χρησιμοποιήθηκε κατά τις επανεξετάσεις, δεδομένου ότι τέτοια νομική βάση δεν προβλέπεται ρητά ούτε στο άρθρο 2, παράγραφοι 8 και 9, ούτε στο άρθρο 11, παράγραφοι 9 και 10, του βασικού κανονισμού.

23

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Varhoven administrativen sad αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Έχει το άρθρο 11, παράγραφοι 9 και 10 […], του [βασικού] κανονισμού (νυν κανονισμού 1225/2009), […] σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφοι 8 και 9, [του κανονισμού αυτού], την έννοια ότι, εφόσον δεν αποδεικνύεται ότι έχει επέλθει μεταβολή των συνθηκών υπό την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 9, οι διατάξεις αυτές υπερισχύουν κάθε εξουσίας θεσμικού οργάνου που μπορεί να συναχθεί από το άρθρο 11, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού στο πλαίσιο του καθορισμού των τιμών εξαγωγής, περιλαμβανόμενης –π.χ. στην περίπτωση του κανονισμού […] 1279/2007 […]– και της έμμεσα συναγόμενης εξουσίας των οργάνων να εκτιμούν την αξιοπιστία των τιμών εξαγωγής της [SSM] για το μέλλον συγκρίνοντάς τες αφενός με τις κατώτατες τιμές που προκύπτουν από την ανάληψη της δέσμευσης ως προς τις τιμές και αφετέρου με τις τιμές πώλησης προς τρίτες χώρες; Έχει σημασία για την απάντηση στο παραπάνω ερώτημα το γεγονός ότι, όπως στην περίπτωση της [SSM] και του κανονισμού […] 1279/2007, τα θεσμικά όργανα αποφασίζουν –ασκώντας, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 3, τις εξουσίες τους σε σχέση με την εκτίμηση του οριστικού ή μη χαρακτήρα της μεταβολής των συνθηκών, προκειμένου να κρίνουν αν υπάρχει ντάμπινγκ– να τροποποιήσουν το μέτρο αντιντάμπινγκ (μειώνοντας το ποσοστό του δασμού αντιντάμπινγκ);

2)

Συνάγεται μήπως από την απάντηση στο πρώτο ερώτημα ότι, υπό τις περιστάσεις που περιγράφονται στο τμήμα του κανονισμού [1279/2007] που αφορά τον προσδιορισμό των τιμών εξαγωγής της [SSM] και με δεδομένο ότι με τον κανονισμό αυτό δεν διαπιστώνεται ρητά ότι έχει επέλθει μεταβολή [των συνθηκών] κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 9, [του βασικού κανονισμού], οπότε θα δικαιολογούνταν η εφαρμογή νέας μεθόδου, η Επιτροπή όφειλε να εφαρμόσει, ενόψει του προσδιορισμού των τιμών εξαγωγής, την ίδια μέθοδο που είχε εφαρμοστεί στο πλαίσιο της αρχικής έρευνας, εν προκειμένω τη μέθοδο που προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 8, του βασικού κανονισμού;

3)

Ανάλογα με τις απαντήσεις που θα δοθούν στο πρώτο και στο δεύτερο ερώτημα: μήπως ο κανονισμός […] 1279/2007 του Συμβουλίου, καθόσον αφορά τον καθορισμό και την επιβολή των ατομικών μέτρων αντιντάμπινγκ στην εισαγωγή [των επίμαχων προϊόντων] που έχουν παραχθεί από την [SSM], εκδόθηκε κατά παράβαση του άρθρου 11, παράγραφοι 9 και 10, του βασικού κανονισμού, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 8, του ίδιου αυτού κανονισμού, δηλαδή επί ανίσχυρης νομικής βάσης, οπότε πρέπει να κηρυχθεί ανίσχυρος ως προς το τμήμα του αυτό;»

Επί του παραδεκτού

24

Η Βουλγαρική Κυβέρνηση, έχοντας υπόψη τη νομολογία του Δικαστηρίου που διαμορφώθηκε με την απόφαση TWD Textilwerke Deggendorf (C‑188/92, EU:C:1994:90), εκφράζει αμφιβολίες ως προς το παραδεκτό της αίτησης προδικαστικής απόφασης. Ο δε Nachalnik προβάλλει ένσταση απαραδέκτου της αίτησης προδικαστικής απόφασης.

25

Κατά τη Βουλγαρική Κυβέρνηση και τον Nachalnik, από την εν λόγω νομολογία προκύπτει ότι, αν ο ενδιαφερόμενος δεν έχει προσβάλει μια πράξη ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 263 ΣΛΕΕ, δεν μπορεί να την προσβάλει έμμεσα, με την υποβολή αίτησης προδικαστικής απόφασης, εφόσον η επίμαχη πράξη τον αφορά άμεσα και ατομικά.

26

Συναφώς η Βουλγαρική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι, σύμφωνα με τη σκέψη 21 της απόφασης Nachi Europe (C‑239/99, EU:C:2001:101), οι κανονισμοί με τους οποίους θεσπίζεται δασμός αντιντάμπινγκ ενδέχεται να αφορούν άμεσα και ατομικά όχι μόνο τους παραγωγούς-εξαγωγείς οι οποίοι αναφέρονται στους κανονισμούς αυτούς, αλλά και τους εισαγωγείς που συνδέονται με τους παραγωγούς και των οποίων οι τιμές μεταπώλησης των επίμαχων εμπορευμάτων αποτελούν τη βάση για την κατασκευή της τιμής εξαγωγής.

27

Κατά τη Βουλγαρική Κυβέρνηση, η Valimar, η οποία αποτελεί τον αποκλειστικό εμπορικό αντιπρόσωπο της SSM στη Βουλγαρία, μπορεί να θεωρηθεί ως εισαγωγέας συνδεόμενος με την SSM, κατά την έννοια της νομολογίας που παρατέθηκε στην αμέσως προηγούμενη σκέψη. Η εν λόγω κυβέρνηση επικαλείται, προς στήριξη της επιχειρηματολογίας αυτής, την απόφαση ISO κατά Συμβουλίου (118/77, EU:C:1979:92), με την οποία το Δικαστήριο δέχτηκε ότι η Import Standard Office, εταιρία γαλλικού δικαίου που αποτελούσε τον αποκλειστικό εισαγωγέα προϊόντων ενός Ιάπωνα παραγωγού στον οποίο είχε επιβληθεί με κανονισμό του Συμβουλίου δασμός αντιντάμπινγκ, είχε επαρκώς στενή σχέση με τον παραγωγό αυτό και ότι, συνεπώς, ο εν λόγω κανονισμός την αφορούσε άμεσα και ατομικά. Η Βουλγαρική Κυβέρνηση εκτιμά ότι η υπόθεση της κύριας δίκης είναι παρόμοια με την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η παραπάνω απόφαση και ότι επομένως μπορεί να γίνει δεκτό ότι η Valimar έχει τόσο στενή σχέση με την SSM ώστε ο κανονισμός 1279/2007 να την αφορά άμεσα και ατομικά, κατά το μέρος κατά το οποίο επιβάλλει δασμό αντιντάμπινγκ στην εισαγωγή των επίμαχων προϊόντων.

28

Επισημαίνεται ότι η δυνατότητα του πολίτη να προβάλει, ενώπιον του επιληφθέντος της υπόθεσης δικαστηρίου, την ακυρότητα διατάξεων που περιέχονται σε πράξεις της Ένωσης προϋποθέτει ότι ο διάδικος αυτός δεν νομιμοποιούνταν να ασκήσει, βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, προσφυγή κατά των διατάξεων αυτών (βλ. αποφάσεις TWD Textilwerke Deggendorf, EU:C:1994:90, σκέψη 23, και Bolton Alimentari, C‑494/09, EU:C:2011:87, σκέψη 22).

29

Ωστόσο, από την ίδια νομολογία προκύπτει ότι η εν λόγω προσφυγή πρέπει να είναι παραδεκτή πέραν πάσης αμφιβολίας (βλ. απόφαση Bolton Alimentari, EU:C:2011:87, σκέψη 23). Εν προκειμένω το Δικαστήριο δεν μπορεί, με βάση τα στοιχεία που διαβιβάστηκαν με την αίτηση προδικαστικής απόφασης και τα στοιχεία που παρασχέθηκαν από τη Βουλγαρική Κυβέρνηση και τη Valimar με τις προφορικές παρατηρήσεις τους, να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η προσφυγή αυτή θα ήταν οπωσδήποτε παραδεκτή.

30

Συγκεκριμένα, οι κανονισμοί με τους οποίους επιβάλλεται δασμός αντιντάμπινγκ, παρόλο που έχουν, από τη φύση τους και το περιεχόμενό τους, κανονιστικό χαρακτήρα, ενδέχεται να αφορούν άμεσα και ατομικά τους παραγωγούς και τους εξαγωγείς του επίμαχου προϊόντος στους οποίους καταλογίζονται οι πρακτικές ντάμπινγκ βάσει στοιχείων της εμπορικής τους δραστηριότητας. Αυτό συμβαίνει γενικά με τις επιχειρήσεις παραγωγής και εξαγωγών που μπορούν να αποδείξουν ότι προσδιορίζονται ατομικά στις πράξεις της Επιτροπής ή του Συμβουλίου ή ότι τις αφορούσαν οι προκαταρκτικές έρευνες (βλ. συναφώς απόφαση Allied Corporation κ.λπ. κατά Επιτροπής, 239/82 και 275/82, EU:C:1984:68, σκέψεις 11 και 12).

31

Το ίδιο ισχύει και για τους εισαγωγείς του επίμαχου προϊόντος των οποίων οι τιμές μεταπώλησης ελήφθησαν υπόψη για την κατασκευή των τιμών εξαγωγής και τους οποίους επομένως αφορούν οι διαπιστώσεις σχετικά με την ύπαρξη πρακτικής ντάμπινγκ (βλ. αποφάσεις Nashua Corporation κ.λπ. κατά Επιτροπής και Συμβουλίου, C‑133/87 και C‑150/87, EU:C:1990:115, σκέψη 15, και Gestetner Holdings κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑156/87, EU:C:1990:116, σκέψη 18).

32

Το Δικαστήριο έχει επίσης δεχτεί ότι οι εισαγωγείς που συνδέονται με εξαγωγείς τρίτων χωρών, στα προϊόντα των οποίων έχουν επιβληθεί δασμοί αντιντάμπινγκ, μπορούν να προσβάλλουν τους κανονισμούς που επιβάλλουν τους δασμούς αυτούς, ιδίως στην περίπτωση που η τιμή εξαγωγής έχει υπολογιστεί βάσει των δικών τους τιμών μεταπώλησης στην κοινοτική αγορά και στην περίπτωση που ο ίδιος ο δασμός αντιντάμπινγκ έχει υπολογιστεί σε συνάρτηση με αυτές τις τιμές μεταπώλησης (βλ. συναφώς απόφαση Neotype Techmashexport κατά Επιτροπής και Συμβουλίου, C‑305/86, EU:C:1990:295, σκέψεις 19 και 20).

33

Εξάλλου, η αναγνώριση του δικαιώματος ορισμένων κατηγοριών επιχειρηματιών να ασκούν προσφυγή ακύρωσης κατά των κανονισμών αντιντάμπινγκ δεν σημαίνει ότι ο οικείος κανονισμός δεν μπορεί να αφορά ατομικά και άλλους επιχειρηματίες λόγω ορισμένων ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους τα οποία να τους εξατομικεύουν σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο (βλ. απόφαση Extramet Industrie κατά Συμβουλίου, C‑358/89, EU:C:1991:214, σκέψη 16).

34

Η Valimar όμως δεν ανήκει σε καμία από τις ανωτέρω περιγραφόμενες κατηγορίες επιχειρηματιών για τις οποίες το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει ότι νομιμοποιούνται να ασκήσουν προσφυγή κατά των κανονισμών με τους οποίους επιβάλλονται δασμοί αντιντάμπινγκ. Επομένως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η εταιρία αυτή βρισκόταν σε παρόμοια κατάσταση με την επιχείρηση την οποία αφορούσε η υπόθεση στην οποία εκδόθηκε η απόφαση ISO κατά Συμβουλίου (EU:C:1979:92).

35

Συγκεκριμένα, πρώτον, σύμφωνα με τα στοιχεία που διαβίβασε το αιτούν δικαστήριο, η Valimar, ως ανεξάρτητος εισαγωγέας, δεν συνδεόταν με την SSM και δεν μετέσχε στη διοικητική διαδικασία που διεξήγαγε η Επιτροπή στο πλαίσιο της έρευνας για τον καθορισμό του δασμού αντιντάμπινγκ. Συναφώς η Valimar εξήγησε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι, μολονότι η ίδια εισήγε στη Βουλγαρία, μεταξύ άλλων προϊόντων, και τα προϊόντα της SSM, δεν μπορούσε πάντως να θεωρείται ως εμπορικός αντιπρόσωπος της SSM ή ως αποκλειστικός αντιπρόσωπός της βάσει σύμβασης που να έχει συνάψει με την εταιρία αυτή. Η Valimar ισχυρίστηκε επίσης ότι κατά την ημερομηνία έναρξης της διαδικασίας επανεξέτασης η Δημοκρατία της Βουλγαρίας δεν ήταν ακόμη μέλος της Ένωσης και ότι η ίδια δεν εισήγε τα επίμαχα προϊόντα, οπότε δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι κατά την ημερομηνία έκδοσης του κανονισμού 1279/2007 νομιμοποιούνταν να ασκήσει προσφυγή κατά του κανονισμού αυτού.

36

Δεύτερον, όπως προκύπτει από τον εν λόγω κανονισμό, οι τιμές μεταπώλησης της Valimar δεν χρησιμοποιήθηκαν για τον υπολογισμό των τιμών εξαγωγής της SSM.

37

Κατά συνέπεια, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο εν λόγω κανονισμός αφορά τη Valimar όχι λόγω ορισμένων ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της ή λόγω μιας πραγματικής κατάστασης που να την εξατομικεύει σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο, αλλά λόγω μόνο της αντικειμενικής ιδιότητάς της ως εισαγωγέα των επίμαχων προϊόντων, όπως ακριβώς και κάθε άλλη επιχείρηση που βρίσκεται, πραγματικά ή δυνητικά, στην ίδια κατάσταση (βλ. συναφώς απόφαση Spijker Kwasten κατά Επιτροπής, 231/82, EU:C:1983:220, σκέψη 9).

38

Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η αίτηση προδικαστικής απόφασης είναι παραδεκτή.

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

39

Το αιτούν δικαστήριο θέτει κατ’ ουσία, με τα τρία προδικαστικά ερωτήματά του, τα οποία πρέπει να συνεξεταστούν, το ζήτημα αν ο κανονισμός 1279/2007, με τον οποίο επιβάλλεται δασμός αντιντάμπινγκ στην εισαγωγή των επίμαχων προϊόντων που κατασκευάζει η SSM, είναι έγκυρος από την άποψη των άρθρων 2, παράγραφοι 8 και 9, και 11, παράγραφοι 9 και 10, του βασικού κανονισμού.

Επί της νομιμότητας της εφαρμογής, κατά την επανεξέταση, διαφορετικής μεθόδου υπολογισμού της τιμής εξαγωγής από ό,τι κατά την αρχική εξέταση

40

Όσον αφορά τον ισχυρισμό περί παράβασης του άρθρου 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, όπως προκύπτει από την εν λόγω διάταξη, κατά κανόνα η μέθοδος υπολογισμού των περιθωρίων ντάμπινγκ που εφαρμόζεται κατά την επανεξέταση πρέπει να είναι καταρχήν η ίδια με τη μέθοδο που εφαρμόστηκε κατά την αρχική έρευνα που κατέληξε στην επιβολή του δασμού αντιντάμπινγκ.

41

Το εν λόγω άρθρο 11, παράγραφος 9, προβλέπει πάντως μια εξαίρεση, η οποία επιτρέπει την εφαρμογή διαφορετικής μεθόδου, εφόσον έχει επέλθει μεταβολή των συνθηκών.

42

Στο σημείο αυτό υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, για την ερμηνεία μιας διάταξης του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όχι μόνο το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Lundberg, C‑317/12, EU:C:2013:631, σκέψη 19 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

43

Δεύτερον, τονίζεται ότι, αν και το Δικαστήριο έχει ήδη διευκρινίσει ότι η εξαίρεση από τον γενικό κανόνα της εφαρμογής, κατά τη διαδικασία της επανεξέτασης, της ίδιας μεθόδου με αυτή που χρησιμοποιήθηκε κατά την αρχική διαδικασία, εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού, πρέπει να ερμηνεύεται στενά, αυτή η υποχρέωση στενής ερμηνείας δεν σημαίνει ότι τα όργανα της Ένωσης έχουν τη δυνατότητα να ερμηνεύουν και να εφαρμόζουν τη διάταξη αυτή κατά τρόπο ασυμβίβαστο με το γράμμα και τον σκοπό της (βλ. συναφώς απόφαση Dashiqiao Sanqiang Refractory Materials κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑15/12 P, EU:C:2013:572, σκέψεις 17 και 19).

44

Ο κανονισμός 1279/2007 βέβαια δεν χαρακτηρίζει ρητά ως μεταβολή των συνθηκών, κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού, τους λόγους που οδήγησαν στην εφαρμογή διαφορετικής μεθόδου από ό,τι κατά την αρχική έρευνα.

45

Επιβάλλεται πάντως να τονιστεί, καταρχάς, ότι από την αιτιολογική σκέψη 61 του κανονισμού 1279/2007 προκύπτει ότι όλες σχεδόν οι εξαγωγές από ένα Ρώσο εξαγωγέα προς την Κοινότητα πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο ανάληψης υποχρέωσης ως προς την τιμή που αποδέχθηκε η Επιτροπή τον Αύγουστο του 2001. Στο πλαίσιο αυτό, ο καθορισμός των τιμών εξαγωγής δεν περιορίστηκε στην εξέταση της στάσης των εξαγωγέων στο παρελθόν, αλλά εξετάστηκε επίσης η ενδεχόμενη εξέλιξη των τιμών αυτών στο μέλλον. Εξετάστηκε ιδίως το ζήτημα κατά πόσον η ύπαρξη της εν λόγω ανάληψης υποχρέωσης είχε επηρεάσει το επίπεδο των τιμών εξαγωγής, έτσι ώστε να τις καθιστά αναξιόπιστες για τον καθορισμό της συμπεριφοράς των εξαγωγέων στο μέλλον.

46

Στη συνέχεια επιβάλλεται η παρατήρηση ότι, όπως διευκρινίζεται στην αιτιολογική σκέψη 62 του κανονισμού αυτού, εξετάστηκε κατά πόσον οι τιμές εξαγωγής που χρέωνε ο εξαγωγέας στους πελάτες με έδρα την Κοινότητα ήταν αξιόπιστες και μπορούσαν να αποτελέσουν τη σωστή βάση για τον υπολογισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ του εξαγωγέα κατά την έρευνα για την επανεξέταση, παρά την ανάληψη υποχρέωσης ως προς την τιμή. Σκοπός της έρευνας ήταν ιδίως να εξακριβωθεί κατά πόσον οι τρέχουσες τιμές εξαγωγής στην Κοινότητα ήταν τεχνητά καθορισμένες σε σχέση με τις ελάχιστες τιμές εισαγωγής και συνεπώς κατά πόσον ήταν βιώσιμες στο μέλλον. Ωστόσο, η έρευνα έδειξε ότι το σύστημα που χρησιμοποιήθηκε για τον καθορισμό των αριθμών ελέγχου προϊόντος κατά την έρευνα για την επανεξέταση ήταν πιο σύνθετο από το σύστημα ταξινόμησης που εφαρμόστηκε τη στιγμή που έγινε αποδεκτή η ανάληψη υποχρέωσης το 2001. Αυτό οδήγησε στο συμπέρασμα ότι τυχόν σύγκριση μεταξύ των αριθμών ελέγχου προϊόντος των ελάχιστων τιμών εισαγωγής και των αριθμών της έρευνας για την επανεξέταση δεν θα οδηγούσε σε αξιόπιστα συμπεράσματα.

47

Τέλος, στην αιτιολογική σκέψη 63 του εν λόγω κανονισμού αναφέρεται ότι οι τιμές εξαγωγής προς την Κοινότητα συγκρίθηκαν με τις τιμές που χρεώνονται σε άλλες τρίτες χώρες με βάση τον εκάστοτε τύπο προϊόντος. Από τη σύγκριση προέκυψε ότι οι τιμές εξαγωγής προς τρίτες χώρες ήταν κατά μέσο όρο σημαντικά χαμηλότερες. Το συμπέρασμα ήταν συνεπώς ότι οι τιμές εξαγωγής της SSM προς την Κοινότητα δεν ήταν δυνατόν να χρησιμοποιηθούν κατά την ενδιάμεση επανεξέταση για τον καθορισμό αξιόπιστων τιμών εξαγωγής κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 8, του βασικού κανονισμού. Αφού δεν υπήρχαν αξιόπιστες τιμές εξαγωγής για τις εν λόγω πωλήσεις προς τα κράτη μέλη, για τον κατ’ εκτίμηση υπολογισμό των τιμών εξαγωγής ελήφθησαν υπόψη οι πωλήσεις προς άλλες χώρες.

48

Υπό τις συνθήκες που περιγράφηκαν ανωτέρω στις σκέψεις 45 έως 47, βασίμως το Συμβούλιο κατέληξε, με την αιτιολογική σκέψη 124 του κανονισμού 1279/2007, στο συμπέρασμα ότι οι τιμές εξαγωγής προς τις τρίτες χώρες ήταν πιο αξιόπιστες.

49

Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, αν ληφθούν υπόψη αφενός η μεταβολή των συνθηκών σε σχέση με την αρχική έρευνα, η οποία οφειλόταν στην ανάληψη των δεσμεύσεων ως προς τις τιμές σε σχέση με τις εξαγωγές της SSM, και αφετέρου το γεγονός ότι η μέθοδος που είχε χρησιμοποιηθεί κατά την αρχική έρευνα δεν ήταν αξιόπιστη για την επανεξέταση, τα ενδιαφερόμενα θεσμικά όργανα καλώς εφάρμοσαν κατά τις διαδικασίες επανεξέτασης, στηριζόμενα στην εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού, διαφορετική μέθοδο από εκείνη που είχε εφαρμοστεί κατά την αρχική έρευνα.

Επί της νομιμότητας της χρησιμοποιηθείσας μεθόδου

50

Για να δοθεί πλήρης απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα, πρέπει επίσης να εξακριβωθεί αν τα ενδιαφερόμενα όργανα μπορούσαν να βασίσουν την ανάλυσή τους στις τιμές εξαγωγής της SSM προς τρίτες χώρες για να καταλήξουν σε βάσιμα συμπεράσματα στο πλαίσιο των διαδικασιών επανεξέτασης. Με άλλα λόγια, τίθεται το ζήτημα αν τα όργανα αυτά τήρησαν το άρθρο 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφοι 8 και 9, του κανονισμού αυτού, όταν χρησιμοποίησαν, αφού διαπίστωσαν ότι οι πράγματι πληρωθείσες τιμές εξαγωγής δεν ήταν αξιόπιστες λόγω συνθηκών διαφορετικών από τις προβλεπόμενες στην τελευταία αυτή διάταξη, μέθοδο καθορισμού των τιμών εξαγωγής που δεν προβλεπόταν ρητά στην εν λόγω διάταξη.

51

Συναφώς υπενθυμίζεται ευθύς εξαρχής ότι τα όργανα της Ένωσης έχουν, στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής, και ειδικότερα σε σχέση με τα μέτρα εμπορικής άμυνας, ευρεία ευχέρεια εκτίμησης, λόγω της πολυπλοκότητας των οικονομικών, πολιτικών και νομικών καταστάσεων που καλούνται να εξετάσουν. Ο δικαστικός έλεγχος της εκτίμησης αυτής πρέπει συνεπώς να περιορίζεται στην εξακρίβωση του αν τηρήθηκαν οι διαδικαστικοί κανόνες, του αν είναι ακριβή τα πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων πραγματοποιήθηκε η αμφισβητούμενη επιλογή, του αν υπήρξε πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση των περιστατικών αυτών ή κατάχρηση εξουσίας (βλ. συναφώς αποφάσεις Ikea Wholesale, C‑351/04, EU:C:2007:547, σκέψεις 40 και 41, και Συμβούλιο και Επιτροπή κατά Interpipe Niko Tube και Interpipe NTRP, C‑191/09 P και C‑200/09 P, EU:C:2012:78, σκέψη 63).

52

Τα ανωτέρω ισχύουν ιδιαίτερα για τις εκτιμήσεις στις οποίες προβαίνουν τα θεσμικά όργανα κατά τις διαδικασίες επανεξέτασης. Όσον αφορά καταρχάς την επανεξέταση, κατά το άρθρο 11, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού, μέτρων των οποίων επίκειται η λήξη της ισχύος, πρέπει να εκτιμάται κυρίως αν η κατάργηση του αρχικού μέτρου αντιντάμπινγκ θα ευνοούσε πιθανώς τη συνέχιση ή την επανεμφάνιση του ντάμπινγκ και της ζημίας. Όσον αφορά στη συνέχεια την ενδιάμεση επανεξέταση κατά το άρθρο 11, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού, η Επιτροπή μπορεί, μεταξύ άλλων, να εξετάζει κατά πόσον έχει σημειωθεί σημαντική μεταβολή των συνθηκών όσον αφορά το ντάμπινγκ και τη ζημία ή κατά πόσον με τα υφιστάμενα μέτρα έχουν επιτευχθεί τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα ως προς την εξάλειψη της ζημίας που είχε διαπιστωθεί προηγουμένως, προκειμένου να προτείνει την κατάργηση, τη μεταβολή ή τη διατήρηση του δασμού αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε μετά το πέρας της αρχικής έρευνας.

53

Συναφώς επιβάλλεται η παρατήρηση ότι το άρθρο 11 του βασικού κανονισμού δεν προβλέπει ούτε στην παράγραφο 2 ούτε στην παράγραφο 3 καμία ειδική μέθοδο ή διαδικασία που να πρέπει να εφαρμόζουν τα ενδιαφερόμενα όργανα για τη διενέργεια των εξακριβώσεων που προβλέπει η διάταξη αυτή.

54

Σύμφωνα με το γράμμα του άρθρου 11, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού, για να εξακριβωθεί αν έχει σημειωθεί σημαντική μεταβολή των συνθηκών όσον αφορά το ντάμπινγκ και τη ζημία λαμβάνονται υπόψη μόνο «όλα τα συναφή και δεόντως τεκμηριωμένα αποδεικτικά στοιχεία».

55

Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 58 των προτάσεών του, ο έλεγχος με τον οποίο επιφορτίζεται η Επιτροπή ως προς το ζήτημα αυτό ενδέχεται να την οδηγήσει στην εκπόνηση όχι απλώς μιας αναδρομικής ανάλυσης της εξέλιξης της κατάστασης, με αφετηρία την επιβολή του αρχικού οριστικού μέτρου, προκειμένου να αξιολογήσει την αναγκαιότητα της διατήρησής του ή της τροποποίησής του, ώστε να εξουδετερωθεί η πρακτική ντάμπινγκ που προκάλεσε τη ζημία, αλλά και μιας ανάλυσης των προοπτικών της πιθανής εξέλιξης της κατάστασης, με αφετηρία την υιοθέτηση του μέτρου της επανεξέτασης, ούτως ώστε να αξιολογήσει την πιθανή επίπτωση μιας κατάργησης ή μιας τροποποίησης του εν λόγω μέτρου.

56

Υπενθυμίζεται επίσης ότι η διαδικασία επανεξέτασης διαφέρει καταρχήν από τη διαδικασία της αρχικής έρευνας, η οποία διέπεται από άλλες διατάξεις του βασικού κανονισμού [βλ. συναφώς αποφάσεις Europe Chemi-Con (Deutschland) κατά Συμβουλίου, C‑422/02 P, EU:C:2005:56, σκέψη 49, και Hoesch Metals and Alloys, C‑373/08, EU:C:2010:68, σκέψη 65], καθόσον το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι, αν ληφθούν υπόψη η όλη οικονομία και οι σκοποί της ρύθμισης, ορισμένες από τις διατάξεις αυτές δεν μπορούν να εφαρμόζονται στη διαδικασία επανεξέτασης (βλ. συναφώς απόφαση Hoesch Metals and Alloys, EU:C:2010:68, σκέψη 77).

57

Συγκεκριμένα, η αντικειμενική διαφορά των δύο αυτών διαδικασιών έγκειται στο γεγονός ότι οι εισαγωγές που αποτελούν το αντικείμενο διαδικασίας επανεξέτασης είναι εκείνες στις οποίες έχουν ήδη επιβληθεί οριστικά μέτρα αντιντάμπινγκ και σχετικά με τις οποίες έχουν προσκομιστεί καταρχήν επαρκή στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η κατάργηση των μέτρων αυτών είναι πιθανόν να ευνοήσει τη συνέχιση ή την επανεμφάνιση του ντάμπινγκ ή της ζημίας. Αντίθετα, όταν για ορισμένες εισαγωγές γίνεται αρχική έρευνα, το αντικείμενο της έρευνας αυτής είναι ακριβώς να εξακριβωθεί αν υπάρχει ντάμπινγκ, σε ποιον ενδεχομένως βαθμό και ποιο είναι το αποτέλεσμά του [απόφαση Europe Chemi-Con (Deutschland) κατά Συμβουλίου, EU:C:2005:56, σκέψη 50].

58

Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί ότι το άρθρο 11, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού απαιτεί απλώς να λαμβάνονται υπόψη από την Επιτροπή, κατά την έρευνα στο πλαίσιο της επανεξέτασης, οι διατάξεις του άρθρου 2 του κανονισμού αυτού, χωρίς να παραπέμπει ρητά στις παραγράφους 8 και 9 του άρθρου αυτού, ενώ παραπέμπει ρητά στις παραγράφους 11 και 12 του ίδιου αυτού άρθρου.

59

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ύπαρξη δέσμευσης ως προς τις τιμές δεν αναφέρεται ρητά στο άρθρο 2, παράγραφος 9, του κανονισμού αυτού μεταξύ των συνθηκών που θα μπορούσαν να έχουν ως αποτέλεσμα να δικαιολογείται η χρησιμοποίηση μεθόδου διαφορετικής από την προβλεπόμενη στο άρθρο 2, παράγραφος 8. Οι συνθήκες αυτές πάντως δεν απαριθμούνται περιοριστικά και η διαπίστωση ότι, λόγω αυτής της δέσμευσης, οι τιμές εξαγωγής δεν είναι αξιόπιστες δικαιολογεί επίσης την εφαρμογή του άρθρου αυτού, υπό την προϋπόθεση ότι ο υπολογισμός των τιμών πραγματοποιείται σε «εύλογη βάση».

60

Με τα δεδομένα αυτά, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης της κύριας δίκης, η απόφαση του Συμβουλίου να χρησιμοποιήσει τις τιμές εξαγωγής τής SSM προς τρίτες χώρες ως δείκτη των τιμών που θα εφάρμοζε η SSM για τις εξαγωγές της προς την Κοινότητα, αν δεν υπήρχε η δέσμευση ως προς τις τιμές, δεν αποτελεί εσφαλμένη ή μη εύλογη επιλογή.

61

Κατόπιν όλων των παραπάνω σκέψεων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από την εξέταση των προδικαστικών ερωτημάτων δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να θίξει το κύρος του κανονισμού 1279/2007.

Επί των δικαστικών εξόδων

62

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Από την εξέταση των προδικαστικών ερωτημάτων δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να θίξει το κύρος του κανονισμού (EK) 1279/2007 του Συμβουλίου, της 30ής Οκτωβρίου 2007, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ σε ορισμένους τύπους συρματόσχοινων και καλωδίων από σίδηρο ή χάλυβα καταγωγής Ρωσικής Ομοσπονδίας και την κατάργηση των μέτρων αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων τύπων συρματόσχοινων και καλωδίων από σίδηρο ή χάλυβα καταγωγής Ταϊλάνδης και Τουρκίας.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η βουλγαρική.

Επάνω