Επιλέξτε τις πειραματικές λειτουργίες που θέλετε να δοκιμάσετε

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62013CJ0291

    Απόφαση του Δικαστηρίου (έβδομο τμήμα) της 11ης Σεπτεμβρίου 2014.
    Σωτήρης Παπασάββας κατά Ο Φιλελεύθερος Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.λπ.
    Αίτηση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
    Προδικαστική παραπομπή — Οδηγία 2000/31/ΕΚ — Πεδίο εφαρμογής — Διαφορά λόγω δυσφημήσεως.
    Υπόθεση C‑291/13.

    Συλλογή της Νομολογίας — Γενική Συλλογή

    Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2014:2209

    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (έβδομο τμήμα)

    της 11ης Σεπτεμβρίου 2014 ( *1 )

    «Προδικαστική παραπομπή — Οδηγία 2000/31/ΕΚ — Πεδίο εφαρμογής — Διαφορά λόγω δυσφημήσεως»

    Στην υπόθεση C‑291/13,

    με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας (Κύπρος) με απόφαση της 27ης Μαρτίου 2013, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 27 Μαΐου 2013, στο πλαίσιο της δίκης

    Σωτήρης Παπασάββας

    κατά

    Ο Φιλελεύθερος Δημόσια Εταιρεία Λτδ,

    Τάκη Κουνναφή,

    Γιώργου Σέρτη,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

    συγκείμενο από τους J. L. da Cruz Vilaça, πρόεδρο τμήματος, J.‑C. Bonichot (εισηγητή) και A. Arabadjiev, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: N. Jääskinen

    γραμματέας: A. Calot Escobar

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

    ο Σ. Παπασάββας, εκπροσωπούμενος από τον Χρ. Χριστάκη, δικηγόρο,

    η «Ο Φιλελεύθερος Δημόσια Εταιρεία Λτδ», εκπροσωπούμενη από τον Λ. Πασχαλίδη, δικηγόρο,

    η Κυπριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Κ. Λυκούργο,

    η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την B. Majczyna,

    η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την Ε. Τσερέπα‑Lacombe και τον F. Wilman,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

    κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1

    Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 2000/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2000, για ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά (ΕΕ L 178, σ. 1).

    2

    Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ, αφενός, του Σ. Παπασάββα και, αφετέρου, της «Ο Φιλελεύθερος Δημόσια Εταιρεία Λτδ», καθώς και των Τ. Κουνναφή και Γ. Σέρτη, σχετικά με αγωγή αποζημιώσεως την οποία άσκησε ο Σ. Παπασάββας λόγω της βλάβης που ισχυρίζεται ότι υπέστη εξαιτίας πράξεων που θεωρεί ως συνιστώσες δυσφήμηση.

    Το νομικό πλαίσιο

    Το δίκαιο της Ένωσης

    3

    Η αιτιολογική σκέψη 17 της οδηγίας 2000/31 έχει ως εξής:

    «Ο ορισμός των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας υπάρχει ήδη στο κοινοτικό δίκαιο […]. Ο εν λόγω ορισμός καλύπτει κάθε υπηρεσία που συνήθως παρέχεται εξ αποστάσεως έναντι αμοιβής, μέσω εξοπλισμών ηλεκτρονικής επεξεργασίας (συμπεριλαμβανομένης της ψηφιακής συμπίεσης) και αποθήκευσης δεδομένων […].»

    4

    Στην αιτιολογική σκέψη 18 της οδηγίας αυτής εκτίθενται τα εξής:

    «[…] Οι υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας […], εφόσον συνιστούν οικονομικές δραστηριότητες, εκτείνονται και σε υπηρεσίες που δεν αμείβονται από τον αποδέκτη τους, όπως είναι η παροχή πληροφοριών σε απευθείας σύνδεση ή εμπορικές επικοινωνίες, ή οι υπηρεσίες αναζήτησης, πρόσβασης και ανάκτησης δεδομένων. Οι υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας καλύπτουν επίσης τη διαβίβαση πληροφοριών μέσω ενός δικτύου επικοινωνίας, με την παροχή πρόσβασης σε δίκτυο επικοινωνίας ή με την καταχώριση πληροφοριών τις οποίες παρέχει ο αποδέκτης της υπηρεσίας. […]»

    5

    Η αιτιολογική σκέψη 22 της εν λόγω οδηγίας έχει ως εξής:

    «Ο έλεγχος των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας πρέπει να ασκείται στην πηγή της δραστηριότητας για να προστατεύεται αποτελεσματικά το γενικό συμφέρον […]. Επιπλέον, για την αποτελεσματική εξασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών και προκειμένου να υπάρχει ασφάλεια δικαίου για τους φορείς παροχής των υπηρεσιών και για τους αποδέκτες τους, οι εν λόγω υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας θα πρέπει να υπόκεινται καταρχήν στο νομικό καθεστώς του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο φορέας παροχής υπηρεσιών.»

    6

    Η αιτιολογική σκέψη 42 της ίδιας οδηγίας ορίζει τα ακόλουθα:

    «Οι εξαιρέσεις από την ευθύνη που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία καλύπτουν μόνο τις περιπτώσεις στις οποίες οι δραστηριότητες του φορέα παροχής υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας περιορίζονται στην τεχνική διαδικασία χειρισμού και παροχής πρόσβασης σε δίκτυο επικοινωνίας διά του οποίου μεταδίδονται ή στο οποίο τίθενται σε προσωρινή αποθήκευση πληροφορίες που έχουν δοθεί από τρίτους, με αποκλειστικό σκοπό να καταστεί πιο αποτελεσματική η μετάδοση. Οι δραστηριότητες αυτές έχουν εντελώς τεχνικό, αυτόματο και παθητικό χαρακτήρα, πράγμα που συνεπάγεται ότι ο φορέας παροχής υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας ούτε γνωρίζει ούτε ελέγχει τις πληροφορίες που μεταδίδει ή αποθηκεύει.»

    7

    Η αιτιολογική σκέψη 43 της οδηγίας 2000/31 έχει ως εξής:

    «Ένας φορέας παροχής υπηρεσιών μπορεί να επωφεληθεί από τις [εξαιρέσεις] για “απλή μετάδοση” και για “αποθήκευση σε κρυφή μνήμη” όταν δεν έχει καμιά ευθύνη για τις μεταδιδόμενες πληροφορίες. Αυτό συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, ότι δεν τροποποιεί τις πληροφορίες που μεταδίδει. Η απαίτηση αυτή δεν καλύπτει χειρισμούς τεχνικής φύσης, οι οποίοι πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια της μετάδοσης, δεδομένου ότι δεν αλλοιώνουν την ακεραιότητα των μεταδιδομένων πληροφοριών.»

    8

    Το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής προβλέπει τα ακόλουθα:

    «Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

    α)

    “υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας”: υπηρεσίες κατά την έννοια της παραγράφου 2 του άρθρου 1 της οδηγίας 98/34/ΕΚ [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1998, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και κανονισμών (ΕΕ L 204, σ. 37)], όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 98/48/ΕΚ [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998 (ΕΕ L 217, σ. 18, στο εξής: οδηγία 98/34)]·

    β)

    “φορέας παροχής υπηρεσιών”: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που παρέχει μια υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας·

    γ)

    “εγκατεστημένος φορέας παροχής υπηρεσιών”: φορέας ο οποίος ασκεί ουσιαστικώς μια οικονομική δραστηριότητα μέσω μιας μόνιμης εγκατάστασης για αόριστη χρονική διάρκεια. Η παρουσία και η χρήση των τεχνικών μέσων και των τεχνολογιών που απαιτούνται για την παροχή της υπηρεσίας δεν συνιστούν εγκατάσταση του φορέα·

    […]

    η)

    “συντονισμένος τομέας”: οι προϋποθέσεις που ισχύουν στα νομικά συστήματα των κρατών μελών προκειμένου για φορείς παροχής υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας ή υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας, ανεξαρτήτως εάν πρόκειται για γενικές διατάξεις ή για διατάξεις σχεδιασμένες ειδικά για τον τομέα αυτό·

    i)

    ο συντονισμένος τομέας αφορά απαιτήσεις προς τις οποίες πρέπει να συμμορφώνεται ο φορέας παροχής υπηρεσιών σχετικά με:

    […]

    την άσκηση δραστηριότητας υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας, όπως απαιτήσεις σχετικά με τη συμπεριφορά του φορέα παροχής υπηρεσιών, σχετικά με την ποιότητα ή το περιεχόμενο της υπηρεσίας, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων για τη διαφήμιση και τη σύναψη συμβάσεων, ή απαιτήσεις σχετικά με την ευθύνη του φορέα παροχής υπηρεσιών·

    […]».

    9

    Το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας 2000/31, που επιγράφεται «Εσωτερική αγορά», ορίζει τα εξής:

    «1.   Κάθε κράτος μέλος μεριμνά ώστε οι υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας που παρέχει ένας φορέας εγκατεστημένος στο έδαφός του να τηρούν τις ισχύουσες εθνικές διατάξεις του οι οποίες εμπίπτουν στο συντονισμένο τομέα.

    2.   Τα κράτη μέλη δεν μπορούν, για λόγους που αφορούν το συντονισμένο τομέα, να περιορίσουν την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας οι οποίες προέρχονται από άλλο κράτος μέλος.

    3.   Οι παράγραφοι 1 και 2 δεν εφαρμόζονται στους τομείς που αναφέρονται στο παράρτημα.

    4.   Τα κράτη μέλη μπορούν να λαμβάνουν μέτρα κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2 σε σχέση με συγκεκριμένη υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθοι όροι:

    α)

    τα μέτρα πρέπει:

    i)

    να είναι αναγκαία για έναν από τους ακόλουθους λόγους:

    δημόσια τάξη, […]

    […]

    προστασία του καταναλωτή, […]

    ii)

    να στρέφονται κατά μιας υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας η οποία βλάπτει τους στόχους που αναφέρονται στο σημείο i) ή συνιστά σοβαρό κίνδυνο που απειλεί να βλάψει τους προαναφερόμενους στόχους·

    iii)

    να είναι ανάλογα προς τους στόχους αυτούς·

    […]».

    10

    Τα άρθρα 12 έως 14 της ίδιας οδηγίας είναι ενταγμένα στο τμήμα 4 της οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Ευθύνη των μεσαζόντων παροχής υπηρεσιών».

    11

    Το άρθρο 12 της οδηγίας 2000/31, με τίτλο «Απλή μετάδοση (Mere conduit)» ορίζει τα ακόλουθα:

    «1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, σε περίπτωση παροχής μιας υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας η οποία συνίσταται στη μετάδοση πληροφοριών που παρέχει ο αποδέκτης της υπηρεσίας σε ένα δίκτυο επικοινωνιών ή στην παροχή πρόσβασης στο δίκτυο επικοινωνιών, δεν υφίσταται ευθύνη του φορέα παροχής υπηρεσιών όσον αφορά τις μεταδιδόμενες πληροφορίες, υπό τον όρο ότι ο φορέας παροχής υπηρεσιών:

    α)

    δεν αποτελεί την αφετηρία της μετάδοσης των πληροφοριών·

    β)

    δεν επιλέγει τον αποδέκτη της μετάδοσης

    και

    γ)

    δεν επιλέγει και δεν τροποποιεί τις μεταδιδόμενες πληροφορίες.

    2.   Οι δραστηριότητες μετάδοσης και παροχής πρόσβασης που αναφέρονται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνουν την αυτόματη, ενδιάμεση και προσωρινή αποθήκευση των μεταδιδόμενων πληροφοριών, στο βαθμό που η αποθήκευση εξυπηρετεί αποκλειστικά την πραγματοποίηση της μετάδοσης στο δίκτυο επικοινωνιών και η διάρκειά της δεν υπερβαίνει το χρόνο που είναι ευλόγως απαραίτητος για τη μετάδοση.

    3.   Το παρόν άρθρο δεν θίγει τη δυνατότητα δικαστικής ή διοικητικής αρχής, σύμφωνα με τα νομικά συστήματα των κρατών μελών, να απαιτούν από το φορέα παροχής υπηρεσιών να προβεί στην παύση ή στην πρόληψη παράβασης.»

    12

    Το άρθρο 13 της οδηγίας 2000/31, με τίτλο «Αποθήκευση σε κρυφή μνήμη (Caching)», προβλέπει τα εξής:

    «1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, σε περίπτωση παροχής μιας υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας, η οποία συνίσταται στη μετάδοση πληροφοριών που παρέχει ένας αποδέκτης υπηρεσίας σε ένα δίκτυο επικοινωνιών, δεν υφίσταται ευθύνη του φορέα παροχής της υπηρεσίας, όσον αφορά την αυτόματη, ενδιάμεση και προσωρινή αποθήκευση των πληροφοριών η οποία γίνεται με αποκλειστικό σκοπό να καταστεί αποτελεσματικότερη η μεταγενέστερη μετάδοση των πληροφοριών, μετά από αίτηση άλλων αποδεκτών της υπηρεσίας, υπό τον όρο ότι ο φορέας παροχής υπηρεσιών:

    α)

    δεν τροποποιεί τις πληροφορίες·

    β)

    τηρεί τους όρους πρόσβασης στις πληροφορίες·

    γ)

    τηρεί τους κανόνες που αφορούν την ενημέρωση των πληροφοριών, οι οποίοι καθορίζονται κατά ευρέως αναγνωρισμένο τρόπο και χρησιμοποιούνται από τον κλάδο·

    δ)

    δεν παρεμποδίζει τη νόμιμη χρήση της τεχνολογίας, η οποία αναγνωρίζεται ευρέως και χρησιμοποιείται από τον κλάδο, προκειμένου να αποκτήσει δεδομένα σχετικά με τη χρησιμοποίηση των πληροφοριών

    και

    ε)

    ενεργεί άμεσα προκειμένου να αποσύρει τις πληροφορίες που αποθήκευσε ή να καταστήσει την πρόσβαση σε αυτές αδύνατη, μόλις αντιληφθεί ότι οι πληροφορίες έχουν αποσυρθεί από το σημείο του δικτύου στο οποίο βρίσκονταν αρχικά ή η πρόσβαση στις πληροφορίες κατέστη αδύνατη ή μια δικαστική ή διοικητική αρχή διέταξε την απόσυρση των πληροφοριών ή απαγόρευσε την πρόσβαση σε αυτές.

    2.   Το παρόν άρθρο δεν θίγει τη δυνατότητα δικαστικής ή διοικητικής αρχής, σύμφωνα με τα νομικά συστήματα των κρατών μελών, να απαιτήσει από τον φορέα παροχής υπηρεσιών να παύσει ή να προλάβει την παράβαση.»

    13

    Το άρθρο 14 της οδηγίας αυτής, με τον τίτλο «Φιλοξενία», έχει ως εξής:

    «1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι σε περίπτωση παροχής μιας υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας η οποία συνίσταται στην αποθήκευση πληροφοριών παρεχομένων από έναν αποδέκτη υπηρεσίας, δεν υφίσταται ευθύνη του φορέα παροχής της υπηρεσίας για τις πληροφορίες που αποθηκεύονται μετά από αίτηση αποδέκτη της υπηρεσίας, υπό τον όρο ότι:

    α)

    ο φορέας παροχής της υπηρεσίας δεν γνωρίζει πραγματικά ότι πρόκειται για παράνομη δραστηριότητα ή πληροφορία και ότι, σε ό,τι αφορά αξιώσεις αποζημιώσεως, δεν γνωρίζει τα γεγονότα ή τις περιστάσεις από τις οποίες προκύπτει η παράνομη δραστηριότητα ή πληροφορία

    ή

    β)

    ο φορέας παροχής της υπηρεσίας, μόλις αντιληφθεί τα προαναφερθέντα, αποσύρει ταχέως τις πληροφορίες ή καθιστά την πρόσβαση σε αυτές αδύνατη.

    2.   Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται όταν ο αποδέκτης της υπηρεσίας ενεργεί υπό την εξουσία ή υπό τον έλεγχο του φορέα παροχής της υπηρεσίας.

    3.   Το παρόν άρθρο δεν θίγει τη δυνατότητα δικαστικής ή διοικητικής αρχής, σύμφωνα με τα νομικά συστήματα των κρατών μελών, να απαιτούν από τον φορέα παροχής υπηρεσιών να προβεί στην παύση ή στην πρόληψη παράβασης, ούτε θίγει τη δυνατότητα των κρατών μελών να θεσπίζουν διαδικασίες για την απόσυρση των πληροφοριών ή την απενεργοποίηση της πρόσβασης σε αυτές.»

    14

    Το άρθρο 18 της εν λόγω οδηγίας, που επιγράφεται «Μέσα έννομης προστασίας», ορίζει, στην παράγραφο 1, τα ακόλουθα:

    «Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα ένδικα μέσα του εθνικού δικαίου όσον αφορά τις υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας να επιτρέπουν την ταχεία λήψη μέτρων, συμπεριλαμβανόμενων προσωρινών μέτρων, προκειμένου να παύει οιαδήποτε παράβαση και να προλαμβάνεται περαιτέρω ζημία των ενεχομένων συμφερόντων.»

    15

    Το άρθρο 1 της οδηγίας 98/34 προβλέπει τα εξής:

    «Κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

    […]

    2)

    “Υπηρεσία”: οποιαδήποτε υπηρεσία της κοινωνίας των πληροφοριών, ήτοι κάθε υπηρεσία που συνήθως παρέχεται έναντι αμοιβής, με ηλεκτρονικά μέσα εξ αποστάσεως και κατόπιν προσωπικής επιλογής ενός αποδέκτη υπηρεσιών.

    Για τους σκοπούς του παρόντος ορισμού, νοείται με τον όρο:

    “εξ αποστάσεως”: υπηρεσία που παρέχεται χωρίς τα συμβαλλόμενα μέρη να είναι ταυτόχρονα παρόντα,

    “με ηλεκτρονικά μέσα”: υπηρεσία που παρέχεται στην αφετηρία της και γίνεται αποδεκτή στον προορισμό της μέσω εξοπλισμών ηλεκτρονικής επεξεργασίας (συμπεριλαμβανομένης της ψηφιακής συμπίεσης) ή αποθήκευσης δεδομένων και η οποία παρέχεται, διαβιβάζεται και λαμβάνεται εξ ολοκλήρου μέσω τηλεφωνικής γραμμής, ραδιοφωνικής μετάδοσης, οπτικής ίνας ή με άλλα ηλεκτρομαγνητικά μέσα,

    “κατόπιν συγκεκριμένης παραγγελίας ενός αποδέκτη υπηρεσιών”: υπηρεσία που παρέχεται με μετάδοση δεδομένων κατόπιν συγκεκριμένης παραγγελίας.

    Στο παράρτημα V περιέχεται ενδεικτικός κατάλογος των υπηρεσιών που δεν καλύπτονται από αυτόν τον ορισμό.

    […]»

    Το κυπριακό δίκαιο

    16

    Το αστικό αδίκημα της δυσφημήσεως ρυθμίζεται από τα άρθρα 17 έως 25 του κεφαλαίου 148 του νόμου περί αστικών αδικημάτων.

    Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

    17

    Στις 11 Νοεμβρίου 2010, ο Σ. Παπασάββας άσκησε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας αγωγή αποζημιώσεως κατά της «Ο Φιλελεύθερος Δημόσια Εταιρεία Λτδ», εταιρίας Τύπου, καθώς και των Τ. Κουνναφή, αρχισυντάκτη και δημοσιογράφου στην εφημερίδα Ο Φιλελεύθερος, και του Γ. Σέρτη, δημοσιογράφου στην ίδια εφημερίδα, λόγω πράξεων οι οποίες, κατ’ αυτόν, στοιχειοθετούν δυσφήμηση.

    18

    Ο Σ. Παπασάββας ζητεί την αποκατάσταση της βλάβης που του προξένησαν άρθρα δημοσιευθέντα στην ημερήσια παγκύπριας κυκλοφορίας εφημερίδα Ο Φιλελεύθερος, στις 7 Νοεμβρίου 2010, και τα οποία αναρτήθηκαν σε δύο διαδικτυακούς τόπους (http://www.philenews.com και http://www.phileftheros.com). Ζητεί επίσης από το εθνικό δικαστήριο τη λήψη προσωρινών μέτρων για την απαγόρευση της δημοσιεύσεως των επίμαχων άρθρων.

    19

    Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εκτιμά ότι η λύση της εκκρεμούς ενώπιόν του διαφοράς εξαρτάται εν μέρει από την ερμηνεία της οδηγίας 2000/31.

    20

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1)

    Έχοντας υπόψη ότι οι νόμοι περί δυσφήμησης των κρατών μελών επηρεάζουν την ικανότητα παροχής υπηρεσιών πληροφόρησης με ηλεκτρονικά μέσα τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και εντός της ΕΕ, αυτοί οι νόμοι θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως περιορισμοί στην παροχή υπηρεσιών πληροφόρησης για σκοπούς εφαρμογής της οδηγίας [2000/13];

    2)

    Εάν η απάντηση στο ερώτημα 1 πιο πάνω είναι καταφατική, κατά πόσο οι πρόνοιες των άρθρων 12, 13 και 14 της οδηγίας [2000/13], αναφορικά με το θέμα της ευθύνης, τυγχάνουν εφαρμογής σε ιδιωτικές αστικές υποθέσεις, όπως η αστική ευθύνη για δυσφήμηση ή περιορίζονται στην αστική ευθύνη σε υποθέσεις εμπορικών/καταναλωτικών συναλλαγών;

    3)

    Λαμβάνοντας υπόψη το σκοπό των άρθρων 12, 13 και 14 της οδηγίας [2000/31] σχετικά με την ευθύνη των φορέων παροχής υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας και έχοντας κατά νου ότι σε πολλά κράτη μέλη, η έκδοση ενδιάμεσων απαγορευτικών διαταγμάτων, τα οποία παραμένουν σε ισχύ μέχρι την πλήρη ολοκλήρωση της δίκης, προϋποθέτει την ύπαρξη αγωγής, κατά πόσο τα εν λόγω άρθρα δημιουργούν ατομικά δικαιώματα τα οποία μπορούν να προβληθούν ως θέσμιες υπερασπίσεις σε αστική αγωγή για δυσφήμηση, ή θα πρέπει να επενεργούν ως κώλυμα εκ του νόμου στην έγερση τέτοιων αγωγών;

    4)

    Κατά πόσο ο ορισμός της “υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας” και “φορέας παροχής υπηρεσιών” που αναφέρεται στο άρθρο 2 της οδηγίας [2000/31] και στο άρθρο 1[, παράγραφος] 2, της οδηγίας [98/34], καλύπτει υπηρεσίες πληροφόρησης μέσω διαδικτύου για τις οποίες η αμοιβή για την υπηρεσία δεν παρέχεται απευθείας από τον αποδέκτη, αλλά επιτυγχάνεται έμμεσα μέσω των εμπορικών διαφημίσεων που αναρτούνται στην ιστοσελίδα;

    5)

    Λαμβάνοντας υπόψη τον ορισμό του “φορέα παροχής υπηρεσιών πληροφόρησης”, ο οποίος καθορίζεται στο άρθρο 2 της οδηγίας [2000/31] και στο άρθρο 1[, παράγραφος] 2, της οδηγίας [98/34], κατά πόσο τα ακόλουθα ή οποιοδήποτε από αυτά, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως “απλή μετάδοση” ή “αποθήκευση σε κρυφή μνήμη” ή “φιλοξενία” για τους σκοπούς των άρθρων 12, 13 και 14 της οδηγίας [2000/31]:

    α)

    μια εφημερίδα που λειτουργεί δωρεάν ιστοσελίδα στην οποία αναρτάται η ηλεκτρονική έκδοση της έντυπης εφημερίδας με όλα τα δημοσιεύματα και διαφημίσεις της, σε μορφή PDF ή άλλη παρόμοια ηλεκτρονική μορφή·

    β)

    μια ηλεκτρονική εφημερίδα στην οποία η πρόσβαση είναι ελεύθερη, αλλά ο παροχέας λαμβάνει χρήματα από τις εμπορικές διαφημίσεις που αναρτούνται στην ιστοσελίδα. Οι πληροφορίες που περιέχονται στην ηλεκτρονική εφημερίδα προέρχονται από τους υπαλλήλους της εφημερίδας και/ή ανεξάρτητους δημοσιογράφους·

    γ)

    ιστοσελίδα με συνδρομή στην οποία παρέχεται το [σημείο] α) ή β) ανωτέρω;»

    Επί του παραδεκτού

    21

    Ο Σ. Παπασάββας προβάλλει το απαράδεκτο της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως.

    22

    Ο ενάγων της κύριας δίκης υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι η αίτηση υποβλήθηκε «πρόωρα» από το αιτούν δικαστήριο, καθόσον οι εναγόμενοι της κύριας δίκης δεν έχουν ακόμα καταθέσει υπόμνημα υπερασπίσεως και δεν έχουν ακόμα αποδειχθεί τα πραγματικά περιστατικά. Συνεπώς, το αιτούν δικαστήριο δεν είχε πλήρη γνώση των νομικών ζητημάτων που θέτει η ενώπιόν του εκκρεμής διαφορά, τα δε υποβληθέντα ερωτήματα είναι υποθετικά.

    23

    Ο Σ. Παπασάββας εκτιμά επίσης ότι η οδηγία 2000/31 δεν έχει σχέση με τη διαφορά της κύριας δίκης, καθόσον αφορά αποκλειστικά τους φορείς παροχής υπηρεσίας και όχι τους αποδέκτες της, οι δε απαντήσεις στα υποβληθέντα από το αιτούν δικαστήριο ερωτήματα δεν είναι απαραίτητες για τη λύση της διαφοράς αυτής.

    24

    Ωστόσο, η περιγραφή του νομικού και πραγματικού πλαισίου της διαφοράς με τη διαταγή περί παραπομπής είναι επαρκής προκειμένου να μπορέσει το Δικαστήριο να αποφανθεί, το δε τέταρτο ερώτημα έχει ακριβώς ως αντικείμενο το κατά πόσον η διαφορά της κύριας δίκης εμπίπτει ή όχι στην οδηγία 2000/31.

    25

    Επομένως, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτή.

    Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

    Επί του τετάρτου ερωτήματος

    26

    Με το τέταρτο ερώτημά του, το οποίο πρέπει να εξεταστεί πρώτο, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/31 έχει την έννοια ότι στις «υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας», κατά τη διάταξη αυτή, εμπίπτουν υπηρεσίες παροχής πληροφοριών μέσω διαδικτύου για τις οποίες ο φορέας παροχής των υπηρεσιών αμείβεται όχι από τον αποδέκτη τους, αλλά με τα έσοδα από τις διαφημίσεις που δημοσιεύει στο διαδίκτυο.

    27

    Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/31 ορίζει την έννοια «υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας» με παραπομπή στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 98/34, η οποία αναφέρεται σε οποιαδήποτε υπηρεσία «που συνήθως παρέχεται έναντι αμοιβής», με ηλεκτρονικά μέσα εξ αποστάσεως και κατόπιν προσωπικής επιλογής ενός αποδέκτη υπηρεσιών.

    28

    Ως προς το αν η αμοιβή αυτή πρέπει οπωσδήποτε να παρέχεται από τον ίδιο τον αποδέκτη της υπηρεσίας, παρατηρείται ότι μια τέτοια προϋπόθεση ρητώς αποκλείεται από την αιτιολογική σκέψη 18 της οδηγίας 2000/31, υπό το φως της οποίας πρέπει να ερμηνεύεται το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/31, και η οποία διευκρινίζει ότι οι υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας εκτείνονται, εφόσον συνιστούν οικονομική δραστηριότητα, και σε υπηρεσίες «που δεν αμείβονται από τον αποδέκτη τους, όπως είναι η παροχή πληροφοριών σε απευθείας σύνδεση ή εμπορικές επικοινωνίες».

    29

    Αυτή η ερμηνεία αντιστοιχεί στην ερμηνεία της έννοιας «υπηρεσίες», κατά το άρθρο 57 ΣΛΕΕ, η οποία δεν απαιτεί η υπηρεσία να αμείβεται από τους αποδέκτες της (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Bond van Adverteerders κ.λπ., 352/85, EU:C:1988:196, σκέψη 16).

    30

    Βάσει των προεκτεθέντων, στο τέταρτο ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/31 έχει την έννοια ότι στις «υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας», κατά τη διάταξη αυτή, εμπίπτουν υπηρεσίες παροχής πληροφοριών μέσω διαδικτύου για τις οποίες ο πάροχος αμείβεται όχι από τον αποδέκτη τους, αλλά με τα έσοδα από τις διαφημίσεις που δημοσιεύει στο διαδίκτυο.

    Επί του πρώτου ερωτήματος

    31

    Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν αντιβαίνει στην οδηγία 2000/31 η εφαρμογή καθεστώτος αστικής ευθύνης για δυσφήμηση στους φορείς παροχής υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας.

    32

    Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, κάθε κράτος μέλος μεριμνά ώστε οι υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας που παρέχει φορέας εγκατεστημένος στο έδαφός του να είναι σύμφωνες προς τις ισχύουσες διατάξεις της εθνικής του νομοθεσίας που εμπίπτουν σε συντονισμένο τομέα, ο οποίος καλύπτει ιδίως, όπως προβλέπεται από το άρθρο 2, στοιχείο ηʹ, της οδηγίας αυτής, το καθεστώς αστικής ευθύνης του φορέα παροχής υπηρεσιών.

    33

    Επομένως, η εκ μέρους κράτους μέλους θέσπιση καθεστώτος αστικής ευθύνης για δυσφήμηση εφαρμοζόμενου στους φορείς παροχής υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας που είναι εγκατεστημένοι στο έδαφός του δεν αντιβαίνει στην οδηγία 2000/31.

    34

    Αντιθέτως, το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/31 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν, για λόγους που αφορούν τον συντονισμένο τομέα, να περιορίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας οι οποίες προέρχονται από άλλο κράτος μέλος.

    35

    Εν προκειμένω, από τη διαταγή περί παραπομπής προκύπτει ότι οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης υπηρεσίες δεν προέρχονται από άλλο κράτος μέλος, αλλά παρέχονται από φορέα παροχής υπηρεσιών εγκατεστημένο στην Κύπρο. Στην περίπτωση αυτή, εφόσον το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής, παρέλκει η εξέταση των τυχόν συνεπειών της εφαρμογής του.

    36

    Επομένως, ελλείψει περαιτέρω διευκρινίσεων εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου, στο πρώτο ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι, σε υπόθεση όπως αυτή της κύριας δίκης, η εφαρμογή καθεστώτος αστικής ευθύνης για δυσφήμηση δεν αντιβαίνει στην οδηγία 2000/31.

    Επί του πέμπτου ερωτήματος

    37

    Με το πέμπτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν οι περιορισμοί της αστικής ευθύνης που προβλέπουν τα άρθρα 12 έως 14 της οδηγίας 2000/31 έχουν εφαρμογή στην περίπτωση εταιρίας περιοδικού Τύπου η οποία διαθέτει διαδικτυακό τόπο στον οποίο αναρτά την ηλεκτρονική έκδοση έντυπης εφημερίδας συντασσόμενης από μισθωτούς ή ανεξάρτητους δημοσιογράφους, όταν η εταιρία αυτή αμείβεται με τα έσοδα που αποκομίζει από τις εμπορικές διαφημίσεις που δημοσιεύει στον διαδικτυακό αυτόν τόπο. Το αιτούν δικαστήριο ερωτά επίσης αν η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι ίδια ανεξαρτήτως του αν η πρόσβαση στον εν λόγω διαδικτυακό τόπο είναι ελεύθερη ή επί πληρωμή.

    38

    Τα άρθρα 12 έως 14 της οδηγίας 2000/31 αφορούν καταστάσεις στις οποίες ένας φορέας παροχής υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας ασκεί, αντιστοίχως, δραστηριότητα απλής μεταδόσεως («mere conduit»), δραστηριότητα αποθηκεύσεως σε κρυφή μνήμη λεγόμενη «caching» ή δραστηριότητα φιλοξενίας.

    39

    Όπως προκύπτει από τον τίτλο του τμήματος 4 της οδηγίας αυτής, η συμπεριφορά του φορέα παροχής υπηρεσιών στον οποίο αναφέρονται τα άρθρα αυτά πρέπει να περιορίζεται σε συμπεριφορά «μεσάζοντος».

    40

    Από την αιτιολογική σκέψη 42 της οδηγίας 2000/31 προκύπτει εξάλλου ότι οι εξαιρέσεις σε θέματα ευθύνης οι οποίες προβλέπονται από την οδηγία αυτή καλύπτουν μόνον τις περιπτώσεις στις οποίες η δραστηριότητα του παρέχοντος υπηρεσίες στο πλαίσιο της κοινωνίας της πληροφορίας έχει χαρακτήρα αμιγώς τεχνικό, αυτόματο και παθητικό, πράγμα που συνεπάγεται ότι ο εν λόγω φορέας παροχής υπηρεσιών δεν έχει ούτε γνώση ούτε τον έλεγχο των πληροφοριών που μεταδίδει ή αποθηκεύει (βλ. απόφαση Google France και Google, C‑236/08 έως C‑238/08, EU:C:2010:159, σκέψη 113).

    41

    Από τα ανωτέρω το Δικαστήριο συνήγαγε ότι, προς εξακρίβωση του κατά πόσον η ευθύνη του παρέχοντος την υπηρεσία μπορούσε να περιοριστεί δυνάμει του άρθρου 14 της οδηγίας 2000/31, έπρεπε να εξεταστεί αν ο ρόλος τον οποίο διαδραματίζει είναι ουδέτερος, υπό την έννοια ότι η συμπεριφορά του έχει αμιγώς τεχνικό, αυτόματο και παθητικό χαρακτήρα, πράγμα που συνεπάγεται ότι ο εν λόγω φορέας παροχής υπηρεσιών δεν γνωρίζει ούτε ελέγχει τις πληροφορίες που αποθηκεύει (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, αποφάσεις Google France και Google, EU:C:2010:159, σκέψη 114, καθώς και L’Oréal κ.λπ., C‑324/09, EU:C:2011:474, σκέψη 113).

    42

    Το Δικαστήριο έκρινε, συνεπώς, ότι το γεγονός και μόνον ότι μια υπηρεσία αντιστοιχίσεως παρέχεται επί πληρωμή, ότι ο φορέας παροχής καθορίζει τις λεπτομέρειες της αμοιβής ή ακόμα ότι παρέχει γενικές πληροφορίες στους πελάτες του δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να αποκλείσει τον φορέα αυτόν παροχής από την εφαρμογή των εξαιρέσεων σε θέματα ευθύνης οι οποίες προβλέπονται από την οδηγία 2000/31 (βλ. αποφάσεις Google France και Google, EU:C:2010:159, σκέψη 116, καθώς και L’Oréal κ.λπ., EU:C:2011:474, σκέψη 115).

    43

    Σημαντικός είναι, αντιθέτως, ο ρόλος τον οποίο διαδραματίζει ο φορέας παροχής υπηρεσιών στη διατύπωση του διαφημιστικού μηνύματος που συνοδεύει τον διαφημιστικό σύνδεσμο ή στη δημιουργία ή την επιλογή των λέξεων-κλειδιών (βλ. απόφαση Google France και Google, EU:C:2010:159, σκέψη 118).

    44

    Ομοίως, όταν ο φορέας παροχής υπηρεσιών παρέχει συνδρομή, συνιστάμενη ιδίως στη βελτιστοποίηση της παρουσιάσεως των προσφορών προς πώληση ή της προωθήσεώς τους, δεν καταλαμβάνει ουδέτερη θέση μεταξύ του ενδιαφερομένου πωλητή πελάτη και των εν δυνάμει αγοραστών, αλλά διαδραματίζει ενεργό ρόλο ικανό να του επιτρέψει να λάβει γνώση ή να έχει έλεγχο των αφορώντων τις προσφορές αυτές στοιχείων (απόφαση L’Oréal κ.λπ., EU:C:2011:474, σκέψη 116).

    45

    Κατά συνέπεια, εφόσον εταιρία περιοδικού Τύπου η οποία αναρτά στον διαδικτυακό της τόπο την ηλεκτρονική έκδοση έντυπης εφημερίδας έχει, καταρχήν, γνώση των πληροφοριών που δημοσιεύει και ασκεί έλεγχο επί των πληροφοριών αυτών, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «μεσάζων» κατά την έννοια των άρθρων 12 έως 14 της οδηγίας 2000/31, ανεξαρτήτως του αν η πρόσβαση στον διαδικτυακό τόπο είναι ελεύθερη ή επί πληρωμή.

    46

    Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, στο πέμπτο ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι οι περιορισμοί της αστικής ευθύνης που προβλέπονται στα άρθρα 12 έως 14 της οδηγίας 2000/31 δεν αφορούν την περίπτωση εταιρίας περιοδικού Τύπου η οποία διαθέτει διαδικτυακό τόπο στον οποίο αναρτά την ηλεκτρονική έκδοση έντυπης εφημερίδας, όταν η εταιρία αυτή αμείβεται με τα έσοδα που αποκομίζει από τις εμπορικές διαφημίσεις που δημοσιεύει στον διαδικτυακό αυτόν τόπο, εφόσον έχει γνώση των πληροφοριών που δημοσιεύει και ασκεί έλεγχο επ’ αυτών, ανεξαρτήτως του αν η πρόσβαση στον εν λόγω διαδικτυακό τόπο είναι ελεύθερη ή επί πληρωμή.

    Επί του δευτέρου ερωτήματος

    47

    Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να πληροφορηθεί αν οι περιορισμοί της ευθύνης τους οποίους προβλέπουν τα άρθρα 12 έως 14 της οδηγίας 2000/31 είναι δυνατόν να τύχουν εφαρμογής σε διαφορές μεταξύ ιδιωτών περί αστικής ευθύνης για δυσφήμηση, ούτως ώστε να μπορέσει να ερμηνεύσει την εθνική του νομοθεσία κατά τρόπο σύμφωνο προς την οδηγία αυτή.

    48

    Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως στο πέμπτο ερώτημα, σύμφωνα με την οποία οι φορείς παροχής υπηρεσιών στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν φαίνεται να μπορούν να θεωρηθούν ως μεσάζοντες παροχής υπηρεσιών κατά την έννοια των άρθρων 12 έως 14 της οδηγίας 2000/31, η απάντηση στο ερώτημα αυτό θα ήταν ενδεχομένως περιττή. Ωστόσο, στο μέτρο που από τη διαταγή περί παραπομπής δεν προκύπτει με βεβαιότητα ότι οι συνθήκες που μνημονεύονται στο πέμπτο ερώτημα αντιστοιχούν σε αυτές της διαφοράς της κύριας δίκης, το Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να απαντήσει στο δεύτερο ερώτημα.

    49

    Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι το άρθρο 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/31 ορίζει τον «φορέα παροχής υπηρεσιών» ως κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που παρέχει μια υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας.

    50

    Κατά συνέπεια, στο δεύτερο ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι οι περιορισμοί της αστικής ευθύνης που προβλέπονται στα άρθρα 12 έως 14 της οδηγίας 2000/31 είναι δυνατόν να τύχουν εφαρμογής σε διαφορές μεταξύ ιδιωτών περί αστικής ευθύνης για δυσφήμηση, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις των εν λόγω άρθρων.

    Επί του τρίτου ερωτήματος

    51

    Με το τρίτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να πληροφορηθεί αν τα άρθρα 12 έως 14 της οδηγίας 2000/31 έχουν την έννοια ότι επιτρέπουν στον παρέχοντα υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας να εναντιωθεί στην κατ’ αυτού άσκηση αγωγής και, κατά συνέπεια, στη λήψη προσωρινών μέτρων από εθνικό δικαστήριο. Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν τα άρθρα αυτά δημιουργούν ατομικά δικαιώματα τα οποία ο ενδιαφερόμενος φορέας παροχής υπηρεσιών μπορεί να επικαλεστεί ως μέσα άμυνας στο πλαίσιο ένδικης διαδικασίας όπως αυτή της κύριας δίκης.

    52

    Όπως και προηγουμένως, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι παρέλκει η απάντηση στο ερώτημα αυτό, δεδομένου ότι οι φορείς παροχής υπηρεσιών στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν φαίνεται να μπορούν να θεωρηθούν ως μεσάζοντες παροχής υπηρεσιών κατά τα άρθρα 12 έως 14 της οδηγίας 2000/31.

    53

    Ωστόσο, το Δικαστήριο επιθυμεί να επισημάνει στο αιτούν δικαστήριο ότι, ως εκ του αντικειμένου τους, τα άρθρα αυτά δεν αναφέρονται στις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορούν να ασκηθούν κατά των εν λόγω φορέων παροχής υπηρεσιών αγωγές για αστική ευθύνη, οι οποίες εμπίπτουν, ελλείψει διευκρινίσεως στο δίκαιο της Ένωσης, στην αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών μελών, υπό την επιφύλαξη των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας.

    54

    Όσον αφορά το κατά πόσον τα άρθρα αυτά δημιουργούν ατομικά δικαιώματα που μπορούν να προβληθούν από τον φορέα παροχής υπηρεσιών ως μέσα άμυνας στο πλαίσιο αγωγής για δυσφήμηση, πρέπει να υπομνησθεί ότι, προκειμένου περί διαφοράς μεταξύ ιδιωτών, όπως η διαφορά της κύριας δίκης, το Δικαστήριο παγίως αποφαίνεται ότι μια οδηγία, αυτή καθαυτήν, δεν γεννά υποχρεώσεις εις βάρος ιδιώτη και επομένως δεν μπορεί να γίνει επίκλησή της κατ’ αυτού (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Marshall, 152/84, EU:C:1986:84, σκέψη 48, και Faccini Dori, C‑91/92, EU:C:1994:292, σκέψη 20), υπό την επιφύλαξη, πάντως, τυχόν ασκήσεως αγωγής αποζημιώσεως κατά του κράτους για ζημίες προξενηθείσες από παραβίαση του δικαίου της Ένωσης δυνάμενη να καταλογιστεί σ’ αυτό (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Francovich κ.λπ., C‑6/90 και C‑9/90, EU:C:1991:428, σκέψη 35).

    55

    Ωστόσο, από τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας 2000/31 στην εσωτερική έννομη τάξη, τα κράτη μέλη πρέπει να έχουν θεσπίσει, στο εθνικό δίκαιο, τους περιορισμούς της ευθύνης που προβλέπονται στα εν λόγω άρθρα.

    56

    Πάντως, σε περίπτωση που οι περιορισμοί αυτοί δεν έχουν μεταφερθεί στο εθνικό δίκαιο, το εθνικό δικαστήριο που καλείται να το ερμηνεύσει υποχρεούται να το πράξει, κατά το μέτρο του δυνατού, υπό το φως του γράμματος και του σκοπού της οδηγίας ώστε να επιτύχει το αποτέλεσμα που αυτή επιδιώκει, συμμορφούμενο έτσι προς το άρθρο 288, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις von Colson και Kamann, 14/83, EU:C:1984:153, σκέψη 26, και Marleasing, C‑106/89, EU:C:1990:395, σκέψη 8).

    57

    Κατά συνέπεια, στο τρίτο ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι τα άρθρα 12 έως 14 της οδηγίας 2000/31 δεν επιτρέπουν στον παρέχοντα υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας να εναντιωθεί στην κατ’ αυτού άσκηση αγωγής λόγω αστικής ευθύνης και, κατά συνέπεια, στη λήψη προσωρινών μέτρων από εθνικό δικαστήριο. Ο φορέας παροχής υπηρεσιών μπορεί να επικαλεστεί τους περιορισμούς της ευθύνης, που προβλέπονται από τα άρθρα αυτά, σύμφωνα με τις διατάξεις του εθνικού δικαίου που μεταφέρουν την οδηγία στην εσωτερική έννομη τάξη ή, ελλείψει τέτοιων διατάξεων, προς τον σκοπό ερμηνείας του εθνικού δικαίου σύμφωνης προς την οδηγία. Αντιθέτως, στο πλαίσιο διαφοράς όπως αυτή της κύριας δίκης, η οδηγία 2000/31, αυτή καθαυτήν, δεν γεννά υποχρεώσεις εις βάρος ιδιώτη και επομένως δεν μπορεί να γίνει επίκλησή της κατ’ αυτού.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    58

    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

     

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) αποφαίνεται:

     

    1)

    Το άρθρο 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2000, για ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά («οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο»), έχει την έννοια ότι στις «υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας», κατά τη διάταξη αυτή, εμπίπτουν υπηρεσίες παροχής πληροφοριών μέσω διαδικτύου για τις οποίες ο πάροχος αμείβεται όχι από τον αποδέκτη τους, αλλά με τα έσοδα από τις διαφημίσεις που δημοσιεύει στο διαδίκτυο.

     

    2)

    Σε υπόθεση όπως αυτή της κύριας δίκης, η εφαρμογή καθεστώτος αστικής ευθύνης για δυσφήμηση δεν αντίκειται στην οδηγία 2000/31.

     

    3)

    Οι περιορισμοί της αστικής ευθύνης που προβλέπονται στα άρθρα 12 έως 14 της οδηγίας 2000/31 δεν αφορούν την περίπτωση εταιρίας περιοδικού Τύπου η οποία διαθέτει διαδικτυακό τόπο στον οποίο αναρτά την ηλεκτρονική έκδοση έντυπης εφημερίδας, όταν η εταιρία αυτή αμείβεται με τα έσοδα που αποκομίζει από τις εμπορικές διαφημίσεις που δημοσιεύει στον διαδικτυακό αυτόν τόπο, εφόσον έχει γνώση των πληροφοριών που δημοσιεύει και ασκεί έλεγχο επ’ αυτών, ανεξαρτήτως του αν η πρόσβαση στον εν λόγω διαδικτυακό τόπο είναι ελεύθερη ή επί πληρωμή.

     

    4)

    Οι περιορισμοί της ευθύνης που προβλέπονται στα άρθρα 12 έως 14 της οδηγίας 2000/31 είναι δυνατόν να τύχουν εφαρμογής σε διαφορές μεταξύ ιδιωτών περί αστικής ευθύνης για δυσφήμηση, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις των εν λόγω άρθρων.

     

    5)

    Τα άρθρα 12 έως 14 της οδηγίας 2000/31 δεν επιτρέπουν στον παρέχοντα υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας να εναντιωθεί στην κατ’ αυτού άσκηση αγωγής λόγω αστικής ευθύνης και, κατά συνέπεια, στη λήψη προσωρινών μέτρων από εθνικό δικαστήριο. Ο φορέας παροχής υπηρεσιών μπορεί να επικαλεστεί τους περιορισμούς της ευθύνης, που προβλέπονται από τα άρθρα αυτά, σύμφωνα με τις διατάξεις του εθνικού δικαίου που μεταφέρουν την οδηγία στην εσωτερική έννομη τάξη ή, ελλείψει τέτοιων διατάξεων, προς τον σκοπό ερμηνείας του εθνικού δικαίου σύμφωνης προς την οδηγία. Αντιθέτως, στο πλαίσιο διαφοράς όπως αυτή της κύριας δίκης, η οδηγία 2000/31, αυτή καθαυτήν, δεν γεννά υποχρεώσεις εις βάρος ιδιώτη και επομένως δεν μπορεί να γίνει επίκλησή της κατ’ αυτού.

     

    (υπογραφές)


    ( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.

    Επάνω