EUR-Lex Πρόσβαση στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Επιστροφή στην αρχική σελίδα του EUR-Lex

Το έγγραφο αυτό έχει ληφθεί από τον ιστότοπο EUR-Lex

Έγγραφο 62012CJ0474

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 4ης Σεπτεμβρίου 2014.
Schiebel Aircraft GmbH κατά Bundesminister für Wirtschaft, Familie und Jugend.
Αίτηση του Verwaltungsgerichtshof για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Προδικαστική παραπομπή – Ελευθερία εγκαταστάσεως – Ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων – Απαγόρευση των διακρίσεων – Άρθρο 346, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, ΣΛΕΕ – Προστασία των ουσιωδών συμφερόντων ασφάλειας ενός κράτους μέλους – Εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι οι νόμιμοι εκπρόσωποι εταιρίας που ασκεί στο οικείο κράτος μέλος δραστηριότητες σχετικές με την εμπορία όπλων, πυρομαχικών και υλικού πολέμου πρέπει να έχουν την ιθαγένεια του συγκεκριμένου κράτους.
Υπόθεση C‑474/12.

Συλλογή της Νομολογίας — Γενική Συλλογή

Αναγνωριστικό ECLI: ECLI:EU:C:2014:2139

ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 4ης Σεπτεμβρίου 2014 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή — Ελευθερία εγκαταστάσεως — Ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων — Απαγόρευση των διακρίσεων — Άρθρο 346, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ — Προστασία των ουσιωδών συμφερόντων ασφάλειας ενός κράτους μέλους — Εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι οι νόμιμοι εκπρόσωποι εταιρίας που ασκεί στο οικείο κράτος μέλος δραστηριότητες σχετικές με την εμπορία όπλων, πυρομαχικών και υλικού πολέμου πρέπει να έχουν την ιθαγένεια του συγκεκριμένου κράτους»

Στην υπόθεση C‑474/12,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, υποβληθείσα από το Verwaltungsgerichtshof (Αυστρία) με απόφαση της 25ης Σεπτεμβρίου 2012, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 22 Οκτωβρίου 2012, στο πλαίσιο της δίκης

Schiebel Aircraft GmbH

κατά

Bundesminister für Wirtschaft, Familie und Jugend,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους T. von Danwitz, πρόεδρο τμήματος, E. Juhász, A. Rosas (εισηγητή), D. Šváby και C. Vajda, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Wathelet

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Smolek και T. Müller,

η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον A. Rubio González,

η Σουηδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις A. Falk και U. Persson,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους J. Enegren και V. Kreuschitz,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 18 ΣΛΕΕ, 45 ΣΛΕΕ, 49 ΣΛΕΕ και 346, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ.

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Schiebel Aircraft GmbH (στο εξής: Schiebel Aircraft) και του Bundesminister für Wirtschaft, Familie und Jugend (ομοσπονδιακού Υπουργού Οικονομίας, Οικογενειακής Μέριμνας και Νέας Γενιάς, στο εξής: Bundesminister), με αντικείμενο την απόρριψη, εκ μέρους του τελευταίου, της αιτήσεως της Schiebel Aircraft για χορήγηση αδείας ασκήσεως δραστηριοτήτων σχετικών με την εμπορία όπλων.

Το νομικό πλαίσιο

3

Το άρθρο 94, σημείο 80, του αυστριακού κώδικα του 1994 για την άσκηση επιτηδεύματος (Gewerbeordnung 1994), ως είχε κατά τον χρόνο της διαφοράς της κύριας δίκης (BGBl. I, 111/2010, στο εξής: GewO 1994), όριζε τα ακόλουθα:

«Η άσκηση των ακόλουθων επιτηδευμάτων ρυθμίζεται νομοθετικώς:

[...]

80.

Δραστηριότητες σχετικές με όπλα (οπλοποιός), περιλαμβανομένης της εμπορίας τους».

4

Το άρθρο 95 του GewO 1994 είχε ως εξής:

«(1)   Ως προς τα επιτηδεύματα που απαριθμούνται στο άρθρο 94, σημεία 5, 10, 16, 18, 25, 32, 36, 56, 62, 65, 75, 80 και 82, η αρμόδια διοικητική αρχή ελέγχει αν ο αιτών ή, στην περίπτωση όπου νομικό πρόσωπο ή εγγεγραμμένη προσωπική εταιρία ζητεί άδεια ασκήσεως επιτηδεύματος, τα πρόσωπα στα οποία αναφέρεται το άρθρο 13, παράγραφος 7, διαθέτουν την απαιτούμενη αξιοπιστία για την άσκηση του οικείου επιτηδεύματος (άρθρο 87, παράγραφος 1, σημείο 3). Η έναρξη ασκήσεως του επιτηδεύματος καθίσταται δυνατή για τον αιτούντα μόλις καταστεί απρόσβλητη η σχετική διοικητική απόφαση κατά το άρθρο 340.

(2)   Ως προς τα επιτηδεύματα στα οποία αναφέρεται η παράγραφος 1, ο διορισμός διαχειριστή ή διευθυντή υποκαταστήματος για την άσκηση του επιτηδεύματος υπόκειται σε έγκριση. Η έγκριση χορηγείται κατόπιν αιτήσεως του ιδιοκτήτη της επιχειρήσεως, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις είτε του άρθρου 39, παράγραφος 2, είτε […] του άρθρου 47, παράγραφος 2.»

5

Το άρθρο 139 του GewO 1994 προέβλεπε τα κάτωθι:

«(1)   Ως προς την άσκηση επιτηδεύματος σχετικού με όπλα (άρθρο 94, σημείο 80), απαιτείται άδεια για τις ακόλουθες δραστηριότητες:

1.

όσον αφορά όπλα και πυρομαχικά μη στρατιωτικής χρήσεως:

a)

την κατασκευή, τη μεταποίηση και την επισκευή (περιλαμβανομένης της οπλοποιίας),

b)

την εμπορία,

c)

την εκμίσθωση,

d)

τη διαμεσολάβηση σε αγοραπωλησίες·

2.

όσον αφορά στρατιωτικά όπλα και πυρομαχικά:

a)

την κατασκευή, τη μεταποίηση και την επισκευή,

b)

την εμπορία,

c)

τη διαμεσολάβηση σε αγοραπωλησίες.

[...]

(4)   Η εκμίσθωση και η επισκευή πυροβόλων όπλων, καθώς και η πώληση των αντίστοιχων πυρομαχικών, σε σκοπευτήρια και πεδία βολής εγκεκριμένα από την αρμόδια διοικητική αρχή επιτρέπεται σε φυσικά και νομικά πρόσωπα τα οποία έχουν λάβει σχετική άδεια δυνάμει είτε της παραγράφου 1, σημείο 1, στοιχεία a, b ή c, είτε της παραγράφου 1, σημείο 2, στοιχεία a ή b. Κατά τα λοιπά η εκμίσθωση στρατιωτικών όπλων απαγορεύεται.»

6

Το άρθρο 141 του GewO 1994 είχε ως εξής:

«(1)   Για τη χορήγηση αδείας ασκήσεως επιτηδεύματος σχετικά με τις δραστηριότητες στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 139, παράγραφος 1, απαιτείται επιπροσθέτως, πέραν του ελέγχου της αξιοπιστίας (άρθρο 95), να συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

1.

αν πρόκειται για φυσικά πρόσωπα, να έχουν την αυστριακή ιθαγένεια και να κατοικούν στην ημεδαπή·

2.

αν πρόκειται για νομικά πρόσωπα ή εγγεγραμμένες προσωπικές εταιρίες:

a)

να έχουν την έδρα τους ή την κύρια εγκατάστασή τους στην ημεδαπή·

b)

τα μέλη των οργάνων που ασκούν τη νόμιμη εκπροσώπησή τους ή ο εταίρος ο οποίος ασκεί καθήκοντα διαχειρίσεως και εκπροσωπήσεώς τους να έχουν την αυστριακή ιθαγένεια και να κατοικούν στην ημεδαπή, και

3.

η άσκηση του επιτηδεύματος να μην αντιβαίνει στη δημόσια τάξη και ασφάλεια. [...]

[...]

(3)   Η προϋπόθεση της παραγράφου 1 περί αυστριακής ιθαγένειας δεν ισχύει για τους υπηκόους κρατών μελών του [Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ)] ως προς την άσκηση των δραστηριοτήτων στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 139, παράγραφος 1, σημείο 1.»

7

Το άρθρο 340 του GewO 1994 όριζε τα ακόλουθα:

«(1)   Με βάση τη δήλωση ασκήσεως επιτηδεύματος (άρθρο 339, παράγραφος 1), η διοικητική αρχή ελέγχει αν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την άσκηση του οικείου επιτηδεύματος από τον ενδιαφερόμενο στον τόπο εγκαταστάσεως που έχει ο ίδιος ορίσει. [...]

[...]

(3)   Αν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1, η διοικητική αρχή εκδίδει σχετική διοικητική απόφαση και απαγορεύει την άσκηση του οικείου επιτηδεύματος, υπό την επιφύλαξη της εφαρμογής της διαδικασίας του άρθρου 366, παράγραφος 1, σημείο 1.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

8

Με αίτηση της 27ης Σεπτεμβρίου 2010, η Schiebel Aircraft ζήτησε από τον Bundesminister, μεταξύ άλλων, να της χορηγήσει άδεια ασκήσεως επιτηδεύματος σχετικού με όπλα, συγκεκριμένα δε με την εμπορία στρατιωτικών όπλων και πυρομαχικών, καθώς και με τη διαμεσολάβηση σε αγοραπωλησίες τέτοιων όπλων και πυρομαχικών, δεδομένου ότι οι σχετικές δραστηριότητες ρυθμίζονται νομοθετικώς βάσει του άρθρου 94, σημείο 80, του GewO 1994.

9

Με απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2011, κατά της οποίας ασκήθηκε προσφυγή ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ο Bundesminister διαπίστωσε ότι η Schiebel Aircraft δεν πληρούσε τις απαιτούμενες εκ του νόμου προϋποθέσεις για την άσκηση των εν λόγω δραστηριοτήτων και απέρριψε τη σχετική αίτηση.

10

Στην αιτιολογία της απορριπτικής του αποφάσεως ο Bundesminister διευκρίνισε ότι ο H., ένα εκ των τριών προσώπων που είναι εγγεγραμμένα στο μητρώο εταιριών ως καταστατικοί διαχειριστές («handelsrechtlicher Geschäftsführer») της Schiebel Aircraft, έχει τη βρετανική, και όχι την αυστριακή, ιθαγένεια. Επομένως, εφόσον ένα εκ των προσώπων που είχε εξουσία εκπροσωπήσεως της Schiebel Aircraft δεν ήταν αυστριακός υπήκοος, δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 141, παράγραφοι 1, σημείο 2, στοιχείο b, και 3, του GewO 1994 για την άσκηση των δραστηριοτήτων στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 139, παράγραφος 1, σημείο 2, στοιχεία b και c, του GewO 1994.

11

Με την προσφυγή που άσκησε κατά της ως άνω αποφάσεως ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, η Schiebel Aircraft υποστηρίζει ότι, βάσει του άρθρου 18 ΣΛΕΕ, κάθε διάκριση λόγω ιθαγένειας απαγορεύεται. Εν πάση περιπτώσει, ο διαχειριστής της εταιρίας κ. H. απολαύει, ως Βρετανός υπήκοος, της προστασίας που του παρέχει η ελευθερία εγκαταστάσεως δυνάμει του 49 ΣΛΕΕ, εφόσον επιθυμεί να ασκήσει επ’ αμοιβή μια διασυνοριακή δραστηριότητα. Η Schiebel Aircraft ισχυρίζεται ότι τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης και για τον λόγο αυτόν η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων τυγχάνει πράγματι εφαρμογής δυνάμει του άρθρου 18 ΣΛΕΕ. Κατά την άποψή της, η προϋπόθεση της αυστριακής ιθαγένειας, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 141, παράγραφοι 1, σημείο 2, στοιχείο b, και 3, του GewO 1994 (στο εξής: προϋπόθεση της ιθαγένειας), συνιστά ευθεία διάκριση, αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης.

12

Η Schiebel Aircraft αναγνωρίζει εξάλλου ότι, από τις διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου, το άρθρο 346 ΣΛΕΕ παρέχει στα κράτη μέλη την ευχέρεια να παρεκκλίνουν από τα όσα ορίζουν οι Συνθήκες. Ωστόσο, το συγκεκριμένο άρθρο πρέπει να ερμηνεύεται στενά, δεδομένου ότι εισάγει εξαίρεση. Επιπλέον, οι παρεκκλίσεις από τις αρχές της ελεύθερης κυκλοφορίας και της ίσης μεταχειρίσεως δεν επιτρέπεται να υπερβαίνουν τον σκοπό για τον οποίο έχουν προβλεφθεί.

13

Κατά τη Schiebel Aircraft, μολονότι από το ρήμα «θεωρεί» το οποίο χρησιμοποιείται στο άρθρο 346 ΣΛΕΕ συνάγεται ότι απόκειται στα κράτη μέλη να κρίνουν αν διακυβεύονται ουσιώδη συμφέροντα ασφάλειάς τους, το Δικαστήριο έχει εντούτοις διευκρινίσει ότι τα μέτρα που λαμβάνονται δυνάμει της διατάξεως αυτής πρέπει να είναι σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας. Κατά συνέπεια, η προϋπόθεση της ιθαγένειας επ’ ουδενί μπορεί να δικαιολογηθεί. Η προϋπόθεση αυτή, η οποία προστίθεται σε άλλα, ήδη υφιστάμενα αυστηρά μέτρα, δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ως αναγκαία προς διαφύλαξη των ουσιωδών συμφερόντων ασφάλειας της Δημοκρατίας της Αυστρίας, αποφασιστικό στοιχείο στη διαμόρφωση των οποίων αποτελεί η ουδετερότητα του συγκεκριμένου κράτους.

14

Ο Bundesminister, από τη δική του πλευρά, υποστήριξε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου ότι δεσμευόταν από το γράμμα της οικείας διατάξεως του εθνικού δικαίου και ότι δεν είχε το ίδιο τη δυνατότητα να υποβάλει στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως.

15

Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, όταν θεσπίστηκε η προϋπόθεση της ιθαγένειας, ο Αυστριακός νομοθέτης παρέπεμψε, χωρίς περαιτέρω δικαιολόγηση, στη διάταξη του άρθρου 223, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της Συνθήκης ΕΟΚ, το οποίο εισήγαγε τη σχετική εξαίρεση και ταυτίζεται με το άρθρο 346, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ.

16

Κατά το αιτούν δικαστήριο, η τελευταία αυτή διάταξη επιτρέπει στα κράτη μέλη να λαμβάνουν μονομερή μέτρα προστασίας κατά παρέκκλιση από τις υποχρεώσεις τις οποίες υπέχουν από τις Συνθήκες, ώστε να λαμβάνονται δεόντως υπόψη τα ουσιώδη συμφέροντα ασφάλειάς τους. Τα συμφέροντα αυτά αφορούν τόσο την εσωτερική όσο και την εξωτερική τους ασφάλεια. Η διακριτική ευχέρεια που παρέχεται κατ’ αυτόν τον τρόπο στα κράτη μέλη περιορίζεται από την αρχή της αναλογικότητας, η οποία κατοχυρώνεται στο δίκαιο της Ένωσης και καταλέγεται μεταξύ των γενικών αρχών του δικαίου.

17

Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι αδυνατεί να προσδιορίσει ποια «ουσιώδη συμφέροντα ασφαλείας» της Δημοκρατίας της Αυστρίας, κατά την έννοια του άρθρου 346, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την προϋπόθεση της ιθαγένειας και, κατ’ επέκταση, την παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων, όπως αυτή κατοχυρώνεται στα άρθρα 18 ΣΛΕΕ, 45 ΣΛΕΕ και 49 ΣΛΕΕ.

18

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Verwaltungsgerichtshof αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Απαγορεύει το δίκαιο της Ένωσης, ιδίως τα άρθρα 18 ΣΛΕΕ, 45 ΣΛΕΕ και 49 ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 346, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, εθνική διάταξη κράτους μέλους όπως η εφαρμοστέα στην κύρια δίκη, κατά την οποία τα μέλη των οργάνων που λειτουργούν ως νόμιμοι εκπρόσωποι ή ο εταίρος που ασκεί καθήκοντα διαχειρίσεως και εκπροσωπήσεως σε εμπορικές εταιρίες οι οποίες προτίθενται να δραστηριοποιηθούν στην εμπορία στρατιωτικών όπλων και πυρομαχικών και στη διαμεσολάβηση αγοράς και πωλήσεως στρατιωτικών όπλων και πυρομαχικών, πρέπει να έχουν την αυστριακή ιθαγένεια και δεν αρκεί να είναι υπήκοοι άλλου κράτους μέλους του ΕΟΧ;»

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

Εισαγωγικές παρατηρήσεις

19

Διαπιστώνεται εισαγωγικώς ότι το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται με το προδικαστικό του ερώτημα τόσο στο άρθρο 18 ΣΛΕΕ, το οποίο θέτει τη γενική αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας, όσο και στα άρθρα 45 ΣΛΕΕ και 49 ΣΛΕΕ, που αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων και την ελευθερίας εγκαταστάσεως αντιστοίχως.

20

Υπενθυμίζεται συναφώς ότι το άρθρο 18 ΣΛΕΕ, που θέτει τη γενική αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας, μπορεί να εφαρμοστεί αυτοτελώς μόνο σε διεπόμενες από το δίκαιο της Ένωσης καταστάσεις για τις οποίες οι Συνθήκες δεν προβλέπουν ειδικούς κανόνες απαγορεύσεως των διακρίσεων (βλ. αποφάσεις Attanasio Group, C‑384/08, EU:C:2010:133, σκέψεις 37, και Hervis Sport- és Divatkereskedelmi, C‑385/12, EU:C:2014:47, σκέψη 25).

21

Εν προκειμένω, η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων τέθηκε σε εφαρμογή, όσον αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων και την ελευθερία εγκαταστάσεως, με τα άρθρα 45, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και 49 ΣΛΕΕ αντιστοίχως (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις Cassa di Risparmio di Firenze κ.λπ., C‑222/04, EU:C:2006:8, σκέψη 99· Lyyski, C‑40/05, EU:C:2007:10, σκέψη 34· UTECA, C‑222/07, EU:C:2009:124, σκέψη 38, καθώς και Hervis Sport- és Divatkereskedelmi, EU:C:2014:47, σκέψη 25).

22

Επομένως, δεν συντρέχει λόγος να αποφανθεί το Δικαστήριο ως προς το άρθρο 18 ΕΚ.

23

Όσον αφορά τα άρθρα 45 ΣΛΕΕ και 49 ΣΛΕΕ, σημειώνεται ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης ρύθμιση εφαρμόζεται κατά τον ίδιο τρόπο είτε ο διαχειριστής ασκεί μισθωτή δραστηριότητα είτε όχι. Επιπλέον, ούτε η απόφαση περί παραπομπής ούτε η δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο παρέχουν στοιχεία από τα οποία να μπορεί να συναχθεί ότι η περίπτωση της διαφοράς της κύριας δίκης εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της μίας από τις προαναφερθείσες διατάξεις, και όχι της άλλης. Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι μια ρύθμιση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης ενδέχεται να θίγει τόσο την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων όσο και την ελευθερία εγκαταστάσεως, οπότε επιβάλλεται η εξέτασή της υπό το πρίσμα αμφότερων των άρθρων 45 ΣΛΕΕ και 49 ΣΛΕΕ.

24

Ως εκ τούτου, γίνεται δεκτό ότι το ζήτημα που τίθεται με το υποβληθέν ερώτημα είναι κατά πόσον τα άρθρα 45 ΣΛΕΕ, 49 ΣΛΕΕ και 346, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι δεν επιτρέπουν εθνική ρύθμιση κράτους μέλους όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία ορίζει ότι, στις περιπτώσεις εταιριών που προτίθενται να ασκήσουν δραστηριότητες σχετικές με την εμπορία στρατιωτικών όπλων και πυρομαχικών, καθώς και με τη διαμεσολάβηση σε αγοραπωλησίες τέτοιων όπλων και πυρομαχικών, απαιτείται τα μέλη των οργάνων νόμιμης εκπροσωπήσεώς τους ή ο εταίρος ο οποίος είναι διαχειριστής τους να έχουν την ιθαγένεια του συγκεκριμένου κράτους μέλους.

Επί του ζητήματος αν τίθενται εν προκειμένω περιορισμοί στην ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων και στην ελευθερία εγκαταστάσεως

25

Προτού εξεταστεί αν η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης ρύθμιση συνιστά μέτρο αντίθετο προς την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων και προς την ελευθερία εγκαταστάσεως, πρέπει κατ’ αρχάς να υπομνησθεί ότι και ο εργοδότης ο οποίος προτίθεται να απασχολήσει, στο κράτος μέλος όπου είναι εγκατεστημένος, εργαζομένους που έχουν την ιθαγένεια άλλου κράτους μέλους μπορεί να επικαλεστεί τον προβλεπόμενο στο άρθρο 45 ΣΛΕΕ κανόνα της ίσης μεταχειρίσεως όσον αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων (απόφαση Clean Car Autoservice, C‑350/96, EU:C:1998:205, σκέψη 25).

26

Το ως άνω συμπέρασμα, στο οποίο κατέληξε το Δικαστήριο στο πλαίσιο μιας υποθέσεως όπου εταιρία εγκατεστημένη σε κράτος μέλος κωλυόταν, λόγω σχετικής διατάξεως του εσωτερικού δικαίου, να ασκήσει δραστηριότητες εντός της εθνικής επικράτειας του επειδή ο διαχειριστής της, στην περίπτωση εκείνη μισθωτός, δεν είχε την κατοικία του στο συγκεκριμένο κράτος μέλος, ισχύει κατ’ αναλογία και όταν η σχετική προϋπόθεση αφορά διαχειριστή που δεν είναι μισθωτός. Πράγματι, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι κανόνες σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων θα μπορούσαν εύκολα να καταστούν άνευ αποτελέσματος αν αρκούσε στα κράτη μέλη, για να αποφύγουν την εφαρμογή των απαγορεύσεων που θέτουν οι εν λόγω κανόνες, να απαιτούν από τους εργοδότες να πληροί ο εργαζόμενος, προκειμένου να είναι δυνατή η πρόσληψή του, ορισμένες προϋποθέσεις οι οποίες, αν του επιβάλλονταν ευθέως, θα συνιστούσαν περιορισμούς της ασκήσεως του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας που αυτός δύναται να επικαλεστεί δυνάμει του άρθρου 45 ΣΛΕΕ (βλ., σχετικά, απόφαση Clean Car Autoservice, EU:C:1998:205, σκέψη 21). Η ίδια όμως διαπίστωση επιβάλλεται και στην περίπτωση όπου ο εργοδότης προτίθεται να προσλάβει όχι μισθωτό, αλλά μη μισθωτό εργαζόμενο, οπότε τίθεται ζήτημα εφαρμογής του άρθρου 49 ΣΛΕΕ (βλ. επίσης, όσον αφορά τη δυνατότητα των μισθωτών εργαζομένων μιας επιχειρήσεως που παρέχει υπηρεσίες να επικαλεστούν την αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, απόφαση Abatay κ.λπ., C-317/01 και C‑369/01, EU:C:2003:572, σκέψη 106).

27

Η ελευθερία εγκαταστάσεως, την οποία το άρθρο 49 ΣΛΕΕ αναγνωρίζει στους πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, περιλαμβάνει την ανάληψη και την άσκηση μη μισθωτών δραστηριοτήτων, καθώς και τη σύσταση και τη διαχείριση εταιριών σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που ορίζονται από τη νομοθεσία του κράτους μέλους εγκαταστάσεως για τους δικούς του υπηκόους. Κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 49 ΣΛΕΕ, αφενός, έχει ως σκοπό να εξασφαλίσει το προνόμιο της ίσης μεταχειρίσεως με τους ημεδαπούς σε κάθε υπήκοο κράτους μέλους ο οποίος εγκαθίσταται σε άλλο κράτος μέλος προκειμένου να ασκήσει μη μισθωτή δραστηριότητα και, αφετέρου, απαγορεύει, ως περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως, κάθε δυσμενή διάκριση λόγω ιθαγένειας απορρέουσα από τις εθνικές νομοθεσίες (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Επιτροπή κατά Γαλλίας, 270/83, EU:C:1986:37, σκέψη 14, και Επιτροπή κατά Βελγίου, C‑47/08, EU:C:2011:334, σκέψη 80).

28

Επιπλέον, από το γράμμα του άρθρου 45, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ προκύπτει ευθέως ότι η ελεύθερη κυκλοφορία εργαζομένων συνεπάγεται την κατάργηση κάθε είδους δυσμενούς διακρίσεως λόγω ιθαγένειας μεταξύ των εργαζομένων των κρατών μελών όσον αφορά την απασχόληση, τις αμοιβές και τους λοιπούς όρους εργασίας.

29

Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ρύθμιση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εισάγει διαφορετική μεταχείριση λόγω ιθαγένειας, η οποία απαγορεύεται κατ’ αρχήν τόσο από το άρθρο 49 ΣΛΕΕ όσο και από το άρθρο 45, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, στο μέτρο που η χορήγηση άδειας ασκήσεως δραστηριοτήτων σχετικών με την εμπορία στρατιωτικών όπλων και πυρομαχικών, καθώς και με τη διαμεσολάβηση σε αγοραπωλησίες τέτοιων όπλων και πυρομαχικών, εξαρτάται, όσον αφορά τις εταιρίες, από την προϋπόθεση ότι τα μέλη των οργάνων νόμιμης εκπροσωπήσεώς τους ή ο εταίρος ο οποίος είναι διαχειριστής τους έχουν την αυστριακή ιθαγένεια.

30

Πράγματι, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προϋπόθεση της ιθαγένειας εμποδίζει άμεσα τους υπηκόους άλλων κρατών μελών τόσο να εγκατασταθούν στην Αυστρία είτε ως μέλη των οργάνων νόμιμης εκπροσωπήσεως είτε ως διαχειριστές εταιριών οι οποίες ασκούν δραστηριότητες σχετικές με την εμπορία στρατιωτικών όπλων και πυρομαχικών, καθώς και με τη διαμεσολάβηση σε αγοραπωλησίες τέτοιων όπλων και πυρομαχικών, όσο και να εργαστούν υπό τις προαναφερθείσες ιδιότητες ως μισθωτοί στο συγκεκριμένο κράτος μέλος.

Επί του ενδεχομένου οι περιορισμοί της ελευθερίας εγκαταστάσεως και της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων να δικαιολογούνται βάσει του άρθρου 346, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ

31

Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, όταν θεσπίστηκε η προϋπόθεση της ιθαγένειας, ο Αυστριακός νομοθέτης παρέπεμψε, χωρίς περαιτέρω δικαιολόγηση, στην εξαιρετική διάταξη του άρθρου 223, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της Συνθήκης ΕΟΚ, η οποία είναι ίδια με το νυν άρθρο 346, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ.

32

Πρέπει επομένως να εξεταστεί αν οι περιορισμοί που τίθενται στην ελευθερία εγκαταστάσεως και στην ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων με μια ρύθμιση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης είναι δυνατό να δικαιολογηθούν από το άρθρο 346, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, το οποίο ορίζει ότι οι διατάξεις των Συνθηκών δεν εμποδίζουν τα κράτη μέλη να λαμβάνουν τα μέτρα που θεωρούν αναγκαία για την προστασία ουσιωδών συμφερόντων ασφάλειάς τους, όσον αφορά την παραγωγή ή εμπορία όπλων, πυρομαχικών και πολεμικού υλικού.

33

Σημειωτέον, αφενός, ότι η παρέκκλιση την οποία προβλέπει το άρθρο 346 ΣΛΕΕ, όπως ισχύει κατά πάγια νομολογία για όλες τις εξαιρέσεις από τις θεμελιώδεις ελευθερίες, πρέπει να ερμηνεύεται στενά (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις Επιτροπή κατά Φινλανδίας, C‑284/05, EU:C:2009:778, σκέψη 46, και Insinööritoimisto InsTiimi, C‑615/10, EU:C:2012:324, σκέψη 35).

34

Αφετέρου, η παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του ως άνω άρθρου, μολονότι κάνει λόγο για μέτρα που τα κράτη μέλη θεωρούν αναγκαία για την προστασία των ουσιωδών συμφερόντων ασφάλειάς τους, δεν πρέπει εντούτοις να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι παρέχει στα κράτη μέλη την ευχέρεια να παρεκκλίνουν από τις διατάξεις των Συνθηκών στηριζόμενα απλώς και μόνο στην επίκληση τέτοιων συμφερόντων (βλ., σχετικά, αποφάσεις Επιτροπή κατά Φινλανδίας, EU:C:2009:778, σκέψη 47, και Insinööritoimisto InsTiimi, EU:C:2012:324, σκέψη 35). Πράγματι, το κράτος μέλος το οποίο επικαλείται το άρθρο 346, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ οφείλει να αποδείξει ότι είναι αναγκαίο να κάνει χρήση της εξαιρέσεως που προβλέπεται από την εν λόγω διάταξη προκειμένου να προστατεύσει τα ουσιώδη συμφέροντα ασφάλειάς του (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις Επιτροπή κατά Φινλανδίας, EU:C:2009:778, σκέψη 49, και Insinööritoimisto InsTiimi, EU:C:2012:324, σκέψη 45).

35

Εν προκειμένω, καίτοι οι δραστηριότητες σε σχέση με τις οποίες η Schiebel Aircraft ζήτησε τη χορήγηση άδειας ασκήσεως, ήτοι η εμπορία στρατιωτικών όπλων και πυρομαχικών, καθώς και η διαμεσολάβηση σε αγοραπωλησίες τέτοιων όπλων και πυρομαχικών, εμπίπτουν ενδεχομένως στο πεδίο εφαρμογής της εξαιρέσεως που προβλέπεται από το άρθρο 346, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, εντούτοις δεν προκύπτει ούτε από την απόφαση περί παραπομπής ούτε από τη δικογραφία που το Δικαστήριο έχει στη διάθεσή του ότι η Δημοκρατία της Αυστρίας, της οποίας η κυβέρνηση δεν υπέβαλε παρατηρήσεις ενώπιον του Δικαστηρίου, απέδειξε ότι η προϋπόθεση της ιθαγένειας, που όφειλε να πληροί η εν λόγω εταιρία, ήταν αναγκαία για την προστασία των ουσιωδών συμφερόντων ασφάλειάς της, όπερ απόκειται εν τέλει στο αιτούν δικαστήριο να ελέγξει.

36

Στο πνεύμα πάντως της συνεργασίας με τα εθνικά δικαστήρια, το Δικαστήριο μπορεί, προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο, να του παράσχει όλες τις ενδείξεις τις οποίες κρίνει απαραίτητες (βλ. ιδίως, επ’ αυτού, απόφαση AES-3C Maritza East 1, C‑124/12, EU:C:2013:488, σκέψη 42).

37

Συναφώς επισημαίνεται ότι, ακόμη και αν αποδειχθεί ότι ο σκοπός της διασφαλίσεως της αξιοπιστίας των προσώπων που αδειοδοτούνται για την άσκηση δραστηριοτήτων σχετικών με την εμπορία στρατιωτικών όπλων και πυρομαχικών, καθώς και με τη διαμεσολάβηση σε αγοραπωλησίες τέτοιων όπλων και πυρομαχικών, ο σκοπός της εξασφαλίσεως του απρόσκοπτου εφοδιασμού σε αμυντικό εξοπλισμό και ο σκοπός της αποτροπής της δημοσιοποιήσεως στρατηγικών πληροφοριών, τους οποίους επικαλέστηκαν τόσο η Τσεχική και η Σουηδική Κυβέρνηση όσο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με τις αντίστοιχες γραπτές τους παρατηρήσεις, συνδέονται πράγματι με τα ουσιώδη συμφέροντα ασφάλειας της Δημοκρατίας της Αυστρίας, πρέπει επιπλέον η προϋπόθεση της ιθαγένειας να είναι και σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας, ήτοι να μην υπερβαίνει τα όρια του κατάλληλου και αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού (βλ., σχετικά, αποφάσεις Johnston, 222/84, EU:C:1986:206, σκέψη 38, και Albore, C‑423/98, EU:C:2000:401, σκέψη 19).

38

Όπως όμως τονίζουν η Τσεχική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, έστω και αν γινόταν δεκτό ότι η προϋπόθεση της ιθαγένειας συνιστά πρόσφορο μέτρο για την υλοποίηση των σκοπών που αναφέρθηκαν στην αμέσως προηγούμενη σκέψη, οι σκοποί αυτοί θα μπορούσαν, εν προκειμένω, να επιτευχθούν και με λιγότερο περιοριστικά μέτρα, όπως παραδείγματος χάρη η διεξαγωγή τακτικών ελέγχων επί των προσώπων τα οποία κατασκευάζουν και εμπορεύονται όπλα, η επιβολή υποχρεώσεως εμπιστευτικότητας μέσω του διοικητικού δικαίου ή, ακόμη, η πρόβλεψη ποινικών κυρώσεων για τη δημοσιοποίηση στρατηγικών πληροφοριών μέσω του ποινικού δικαίου.

39

Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 45 ΣΛΕΕ και 49 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι δεν επιτρέπουν εθνική ρύθμιση κράτους μέλους όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία ορίζει ότι, στις περιπτώσεις εταιριών που προτίθενται να ασκήσουν δραστηριότητες σχετικές με την εμπορία στρατιωτικών όπλων και πυρομαχικών, καθώς και με τη διαμεσολάβηση σε αγοραπωλησίες τέτοιων όπλων και πυρομαχικών, απαιτείται τα μέλη των οργάνων νόμιμης εκπροσωπήσεώς τους ή ο εταίρος ο οποίος είναι διαχειριστής τους να έχουν την ιθαγένεια του συγκεκριμένου κράτους μέλους. Απόκειται πάντως στο αιτούν δικαστήριο να ελέγξει αν το κράτος μέλος το οποίο επικαλείται το άρθρο 346, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ προκειμένου να δικαιολογήσει τέτοια ρύθμιση μπορεί να αποδείξει ότι είναι αναγκαίο να κάνει χρήση της εξαιρέσεως που προβλέπεται από την ως άνω διάταξη ώστε να προστατεύσει τα ουσιώδη συμφέροντα ασφάλειάς του.

Επί των δικαστικών εξόδων

40

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό απόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Τα άρθρα 45 ΣΛΕΕ και 49 ΣΛΕΕ έχουν την έννοια ότι δεν επιτρέπουν εθνική ρύθμιση κράτους μέλους όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία ορίζει ότι, στις περιπτώσεις εταιριών που προτίθενται να ασκήσουν δραστηριότητες σχετικές με την εμπορία στρατιωτικών όπλων και πυρομαχικών, καθώς και με τη διαμεσολάβηση σε αγοραπωλησίες τέτοιων όπλων και πυρομαχικών, απαιτείται τα μέλη των οργάνων νόμιμης εκπροσωπήσεώς τους ή ο εταίρος ο οποίος είναι διαχειριστής τους να έχουν την ιθαγένεια του συγκεκριμένου κράτους μέλους. Απόκειται πάντως στο αιτούν δικαστήριο να ελέγξει αν το κράτος μέλος το οποίο επικαλείται το άρθρο 346, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ προκειμένου να δικαιολογήσει τέτοια ρύθμιση μπορεί να αποδείξει ότι είναι αναγκαίο να κάνει χρήση της εξαιρέσεως που προβλέπεται από την ως άνω διάταξη ώστε να προστατεύσει τα ουσιώδη συμφέροντα ασφάλειάς του.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

Επάνω